Κρίση αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων και Αριστερά

image_pdfimage_print

Αναδημοσίευση από το commune.org.gr

Η πολύμορφη κοινωνική δυστυχία, η εμβάθυνση και εξάπλωσή της με τις διαδοχικές κρίσεις και η επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισής της
του Πάνου Κοσμά
_____If they would rather die they had better do it, and decrease the surplus population.

«Η διαγραφή χρέους εξαιτίας της πανδημίας είναι αδιανόητη». Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), συνέντευξη στην Journal du Dimanche, 7/2/2021

«Οι δανειστές της Ελλάδας από τον δημόσιο τομέα ίσως χρειαστεί να συμμετάσχουν στην αναδιάρθρωση του χρέους της, αν το κούρεμα που είναι υπό διαπραγμάτευση με τον ιδιωτικό τομέα δεν είναι αρκετό για να καταστήσει βιώσιμο το χρέος της Αθήνας. Η ισορροπία ανάμεσα στη συμμετοχή του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα είναι ζήτημα που πρέπει να μας ανησυχεί».
Κριστίν Λαγκάρντ, γενική διευθύντρια ΔΝΤ, συνέντευξη σε γαλλικό ραδιόφωνο, 25/1/2012

Πέρα από τη διασκεδαστική αντίφαση μεταξύ των δύο δηλώσεων της Λαγκάρντ, ποια σχέση έχει το χρέος και το ζήτημα της διαγραφής του με την κρίση αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων; Η απορία θα ήταν ενδεχομένως αυθόρμητη και ειλικρινής αν δεν είχε προηγηθεί η οδυνηρή και πολύ διδακτική εμπειρία των χρόνων ύστερα από την κρίση του 2008 και τα αλλεπάλληλα μνημόνια της περιόδου 2010-2016 που οικοδόμησαν το καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» ενάντια στην εργασία. Όλα έγιναν στο όνομα του υψηλού δημόσιου χρέους και των υψηλών δημόσιων ελλειμμάτων, που όπως απέδειξαν τα γεγονότα, έχουν τη μεταφυσική ιδιότητα να θεραπεύονται μόνο με ανθρωποθυσίες. Η επάνοδος στον υποτιθέμενο δημοσιονομικό «ενάρετο» κύκλο αποδείχθηκε συνώνυμη της εγκατάστασης ενός «μηχανισμού» διευρυμένης αναπαραγωγής της φτώχειας και της κοινωνικής δυστυχίας. Αυτός ο «μηχανισμός» ήρθε να διευρύνει και εμβαθύνει τα αποτελέσματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών των κυβερνήσεων αλλά και της εγκαθίδρυσης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης του κεφαλαίου, του οποίου οι βάσεις άρχισαν να τίθενται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Σήμερα, στην εκκίνηση της δεύτερης, στη διάρκεια μόλις μίας δωδεκαετίας, κρίσης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης, βρισκόμαστε μπροστά σε μια διευρυνόμενη κρίση αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων. Αυτή είχε ήδη προσλάβει επικίνδυνα μεγάλες διαστάσεις στα χρόνια ύστερα από την κρίση του 2008˙ εντελώς αναμενόμενα και με κάθε βεβαιότητα, θα προσλάβει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις κατά την εξέλιξη της νέας, τωρινής κρίσης.

Οι κυβερνήσεις και οι κάθε είδους διαχειριστές του συστήματος έχουν κάθε λόγο να προσποιούνται ότι δεν βλέπουν το «θηρίο στο δωμάτιο», να προσπαθούν να παραπλανήσουν για το μέγεθος του προβλήματος ή για τις αιτίες του. Αντίθετα, η Αριστερά, το εργατικό κίνημα, ο κόσμος των κινημάτων και της αλληλεγγύης όχι μόνο δεν μπορούν να υποτιμούν το πρόβλημα, αλλά θα πρέπει να το αναδείξουν σε όλη του τη σημασία και -κυρίως- να αναλάβουν δράση/εις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α. Η φτώχεια και η κοινωνική δυστυχία αποκαλύπτονται και αποκαλύπτουν


Γενικοί δείκτες για τη φτώχεια

Την έκταση, τα βασικά χαρακτηριστικά και τον χρόνιο χαρακτήρα της κρίσης αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων, όπως αυτή είχε ωριμάσει ήδη πριν από την νέα μεγάλη κρίση του 2020, αποκαλύπτουν -αν όχι πλήρως, πάντως επαρκώς- τα επίσημα στατιστικά στοιχεία. Ο πίνακας 1 μας αποκαλύπτει κατ’ αρχάς την έκταση αλλά και το «βάθος» της φτώχειας στην ελληνική κοινωνία. Ο/η αναγνώστης/στρια θα απορήσει ή και θα μπερδευτεί βλέποντας τέσσερις διαφορετικές σειρές στοιχείων, κι ακόμη περισσότερο επειδή για το ποσοστό της φτώχειας υπάρχουν δύο σειρές στοιχείων (ποσοστό φτώχειας α και ποσοστό φτώχειας β) με το ποσοστό της φτώχειας να υπερδιπλασιάζεται στη δεύτερη περίπτωση. Ας διευκρινίσουμε λοιπόν τι μας αποκαλύπτουν τα στοιχεία: Πρώτο (πρώτη σειρά στοιχείων), το «βάθος της φτώχειας» με διευρυμένα κριτήρια: Μας δείχνει το ποσοστό των ατόμων που είναι κάτω από το όριο της φτώχειας ή πάσχουν από σοβαρή υλική στέρηση ή ζουν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας (όπου τα οικονομικά ενεργά μέλη τους αξιοποιούν μόνο το 20% των δυνατοτήτων τους για εργασία). Είναι, δηλαδή, ένας υποδείκτης που αποτελεί σύνθεση τριών βασικών εκδοχών φτώχειας και κοινωνικής δυστυχίας. Βλέπουμε ότι αυτό το ποσοστό ήταν 30% το 2019 ενώ είχε ξεπεράσει το 35% τα προηγούμενα χρόνια. Η φτώχεια με διευρυμένα -και όχι μόνο εισοδηματικά- κριτήρια αγγίζει το ένα τρίτο της κοινωνίας!

Δεύτερο (δεύτερη σειρά), το ποσοστό της εισοδηματικής φτώχειας, με βάση το όριο της φτώχειας όπως διαμορφώνεται κατ’ έτος.
 Τα στοιχεία εδώ δίνουν πολύ απατηλή εικόνα επειδή το όριο της φτώχειας στην Ελλάδα υπέστη πολύ μεγάλη μείωση στη δεκαετία ανάμεσα στο 2009 και το 2019. Άρα, αυτό που βλέπουμε σε αυτή τη σειρά στοιχείων ως ποσοστό φτώχειας, είναι πολύ χαμηλότερο από το πραγματικό και βασίζεται μόνο σε εισοδηματικά κριτήρια. Έστω κι έτσι όμως, η εισοδηματική φτώχεια κυμαίνεται κοντά στο 20%.

Τρίτο, το «πραγματικό» ποσοστό φτώχειας, με βάση το όριο φτώχειας του 2008. Αυτό προκύπτει αν πάρουμε σαν σημείο αναφοράς και καθορισμού του ορίου φτώχειας το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα του 2008, πριν ξεκινήσει η μνημονιακή οδύνη για τις εργαζόμενες τάξεις και η διαρκές μείωση του εργατικού εισοδήματος. Επειδή μόνο στην Ελλάδα (μεταξύ 36 χωρών της Ευρώπης, περιλαμβανομένων και των βαλκανικών και της Τουρκίας – βλέπε και πίνακα 1α) το όριο της φτώχειας μειώθηκε σημαντικά μεταξύ 2009 και 2019, τα ποσοστά φτώχειας της σειράς (α) είναι πολύ υποτιμημένα: στην πραγματικότητα είναι υπερδιπλάσια! Στο «μεταμνημονιακό» 2019 το «πραγματικό» ποσοστό της φτώχειας ήταν 42%! Η διαφορά οφείλεται σε μια στατιστική οφθαλμαπάτη Καθώς -μόνο στην Ελλάδα, σε όλη την Ευρώπη!- το όριο της φτώχειας μειώνεται διαρκώς, το πραγματικό ποσοστό φτώχειας υπολογίζεται επί μιας διαρκώς μειούμενης εισοδηματικής βάσης. Προφανώς, όσο μειώνεται το όριο της φτώχειας, τόσο μεγαλύτερο ποσοστό πραγματικής φτώχειας αποκρύβεται.

Τέταρτο, την πύκνωση (ή διασπορά) της φτώχειας στα επίπεδα λίγο πάνω από το όριο:
 Το ποσοστό των ατόμων με εισόδημα όχι κάτω από 60% του μέσου ισοδύναμου εισοδήματος αλλά κάτω από το 70%. Τα δεδομένα αποκαλύπτουν ότι ένα επιπλέον ποσοστό, που διαρκώς αυξάνεται (το 2009 ήταν 5,7% και το 2019 είχε αυξηθεί σε 7,4%), είναι πάνω μεν, πολύ κοντά δε στο όριο της φτώχειας.

Αν μάλιστα σκεφτούμε πόσο δραστικά -προς τα πάνω- θα διαμορφώνονταν τα ποσοστά στην κατηγορία της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού και στην κατηγορία της διασποράς της φτώχειας αν παίρναμε ως σταθερή βάση το μέσο ισοδύναμο εισόδημα του 2008,1 είναι εύκολο να αντιληφθούμε την έκταση και το βάθος του προβλήματος ήδη προ της πανδημικής κρίσης – η οποία, όπως θα δούμε στο τέλος του κειμένου, θα επιδεινώσει δραματικά όλους τους σχετικούς δείκτες. Στην πραγματικότητα η εισοδηματική φτώχεια ξεπερνά το 40% της κοινωνίας, η δε φτώχεια με διευρυμένα κριτήρια υλικής στέρησης κυμαίνεται κοντά ή και πάνω από το 50%!

Καθώς οι γενικοί δείκτες της φτώχειας έχουν χαρακτήρα «συνόψισης» πολλών επιμέρους δεικτών στέρησης και κοινωνικής δυστυχίας, μπορούμε να εξαγάγουμε ένα πρώτο συμπέρασμα: η φτώχεια στην ελληνική κοινωνία έχει έκταση και βάθος αλλά και χρόνιο χαρακτήρα, αφού παραμένει σε υψηλά επίπεδα επί μακρά σειρά ετών.

Ελλάδα: στη βαλκανική «ταχύτητα» της φτώχειας, με θλιβερή ευρωπαϊκή πρωτιά!

Αυτή η πρώτη, «συγκεντρωτική» εικόνα διευκρινίζεται ακόμη καλύτερα αν αξιολογήσουμε τα ευρήματα του πίνακα 1α, που περιέχει συγκριτικά στοιχεία για την εξέλιξη του ορίου της φτώχειας και του ποσοστού της φτώχειας σε 36 ευρωπαϊκές χώρες. Εκεί διαπιστώνουμε:

α.
 Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα του σχετικού πίνακα στην οποία το όριο της φτώχειας μειώθηκε σημαντικά και εξακολουθούσε το 2019 να παραμένει σημαντικά κάτω από τα επίπεδα του 2009. Ο πίνακας περιλαμβάνει χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και όσες είναι σε κάποιο στάδιο προενταξιακής διαδικασίας ή σύνδεσης με την Ε.Ε. καθώς και το Ην. Βασίλειο (με δεδομένα, σε αυτή την τελευταία περίπτωση, έως και το 2018).
Σε όλες τις χώρες του πίνακα, με την εξαίρεση της Αλβανίας για την οποία η Eurostat δεν παραθέτει στοιχεία, το όριο της φτώχειας αυξήθηκε έστω και αργά μεταξύ 2009 και 2019, και μόνο στην Ελλάδα μειώθηκε – και μάλιστα σημαντικά! Αυτό σημαίνει δύο πράγματα, που έχουν σχέση αιτίου και αποτελέσματος: Πρώτο, ότι μόνο στην Ελλάδα στο προαναφερθέν διάστημα μειώθηκε το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα ενώ σε όλες τις άλλες χώρες αυξήθηκε. Δεύτερο, ότι εξαιτίας αυτού το όριο της φτώχειας μειώθηκε σημαντικά, αποκρύβοντας σημαντικό ποσοστό πραγματικής φτώχειας – η οποία, γι’ αυτούς τους λόγους, αποδίδεται στις πραγματικές της διαστάσεις αν υπολογισθεί με βάση το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα του 2008, οπότε το ποσοστό της εξακοντίζεται σε επίπεδα πάνω από το 40!

β. Η Ελλάδα είναι όχι μόνο αρνητική πρωταθλήτρια όσον αφορά τη σχετική μεταβολή του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος αλλά και στις τελευταίες θέσεις της σχετικής λίστας όσον αφορά τις απόλυτες τιμές του το 2019: Μόλις 29η στη σχετική λίστα, κάτω -και σε σημαντική απόσταση- από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, κάτω από όλες τις χώρες της κεντροευρωπαϊκής διεύρυνσης (Τσεχία, Πολωνία, Κροατία, Σλοβενία, Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία, Σλοβακία) πλην της Ουγγαρίας, η οποία θα την ξεπεράσει επίσης σύντομα, αν δεν την έχει ξεπεράσει ήδη, καθώς η διαφορά ήταν το 2019 μόλις 240 ευρώ. Η Ελλάδα υπερέχει μόνο της Τουρκίας, της Βουλγαρίας, του Μαυροβουνίου, της Ρουμανίας, της Σερβίας, της Αλβανίας (δεν υπάρχουν στοιχεία, αλλά το υποθέτουμε βάσιμα) και Βόρειας Μακεδονίας, αλλά το χάσμα μικραίνει διαρκώς καθώς σε όλες αυτές τις χώρες το μέσο διαθέσιμο ισοδύναμο εισόδημα αυξάνεται σταθερά ενώ στην Ελλάδα ήταν 22,1% κάτω από τα επίπεδα του 2009!

Αυτά είναι τα αποτελέσματα της σκληρότητας και της μετατροπής σε «καθεστώς» των ακραίων πολιτικών λιτότητας στην Ελλάδα της Ευρωζώνης: σε έναν τόσο κρίσιμο κοινωνικό δείκτη να είναι αποσυνάγωγη της Ευρωζώνης, να υστερεί των χωρών της κεντροευρωπαϊκής διεύρυνσης και να υπερέχει μόνο των κατεστραμμένων κοινωνικά και οικονομικά χωρών των Βαλκανίων, οι οποίες μάλιστα μειώνουν ταχύτατα το χάσμα.

Από τον πίνακα απορρέουν επίσης κάποια συμπεράσματα γενικότερης σημασίας:

Ανεξάρτητα από το πρόσημο (όπως είπαμε, αρνητικό μόνο για την Ελλάδα) και τους ρυθμούς μεταβολής του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος, το ποσοστό φτώχειας παραμένει σε υψηλά επίπεδα και μειώνεται αργά ή και πολύ αργά – γύρω από ένα ορισμένο ύψος ανά κατηγορία χωρών:

Στις κεντροευρωπαϊκές και βόρειες χώρες της Ευρωζώνης (περιλαμβανόμενης της Γαλλίας) το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε στην ενδεκαετία 2009-2019 κατά 1.800 έως 3.000 ευρώ κατά περίπτωση (με τις Σουηδία, Φινλανδία, Νορβηγία να έχουν τις χειρότερες σχετικά επιδόσεις), ενώ το ποσοστό φτώχειας παραμένει σταθερό με μικρές αυξομειώσεις κατά περίπτωση, στην περιοχή του 11 – 17%, με τις Σουηδία (17,1 %) και Ελβετία (16,0%) να έχουν τα υψηλότερα ποσοστά σε αυτή την ομάδα χωρών.

Στις Ιταλία και Ισπανία το όριο της φτώχειας αυξήθηκε ανεπαίσθητα ή πολύ λίγο, αλλά ανάλογα αυξήθηκε και το ποσοστό της φτώχειας (σε επίπεδα περί ή πάνω από το 20%). Η Πορτογαλία είναι σε λίγο καλύτερη κατάσταση: αύξηση του ορίου φτώχειας με οριακή μείωση του ποσοστού φτώχειας περί το 17%.

Τα πολλά πρόσωπα της κοινωνικής δυστυχίας

Οι συγκεντρωτικοί πίνακες για τη φτώχεια συνοψίζουν, αλλά δεν αποκαλύπτουν σε όλες του τις βασικές πτυχές το πρόβλημα της κοινωνικής στέρησης και δυστυχίας. Ο πίνακας 1β μας βοηθά στην κατανόηση αυτών ακριβώς των πτυχών. Παρατηρούμε εκεί ότι έχουμε σημαντική αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας, μείωση της συμμετοχής στην προσχολική εκπαίδευση, αύξηση του ποσοστού των νέων ηλικίας 15-24 ετών που είναι εκτός οποιασδήποτε διαδικασίας εκπαίδευσης ή κατάρτισης, αύξηση και παραμονή σε υψηλά επίπεδα του ποσοστού των ατόμων με σοβαρή υλική στέρηση, παραμονή σε υψηλά επίπεδα του ποσοστού του πληθυσμού που διαβιοί σε προβληματική κατοικία, διπλασιασμός και παραμονή σε υψηλά επίπεδα του ποσοστού των ατόμων που διαβιούν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας.

Τα ποσοστά αυτά δεν αθροίζονται προφανώς, αλληλοεπιχωρούν όμως και συνδυάζονται αυξάνοντας συνολικά την κοινωνική δυστυχία, που είναι η άλλη πλευρά της φτώχειας.

Η Ελλάδα, χώρα που μειώνεται διαρκώς ο πληθυσμός της και γερνά μέσα στη φτώχεια και εξαιτίας της

Μια ιδιαίτερη, έμμεση κατηγορία συνεπειών της φτώχειας και της κοινωνικής δυστυχίας εντοπίζεται στις στατιστικές των πληθυσμιακών δεικτών. (πίνακας 1γ) Η Ελλάδα, μόνη με την Πορτογαλία μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης -και όχι μόνο- ανήκει στην ομάδα χωρών που είχαν μείωση πληθυσμού μεταξύ 2008 και 2019, μαζί με τις: Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Κροατία, Ρουμανία, Αλβανία, Πορτογαλία. Η μείωση είναι σημαντική (370.146 άτομα). Παρόλο που, εξαιτίας των δεινών της λιτότητας, της ανεργίας και της κοινωνικής δυστυχίας, η μετανάστευση νέων αλλά και ειδικευμένων εργαζομένων στο εξωτερικό στα μνημονιακά χρόνια αυξήθηκε σημαντικά, αυτός δεν είναι σημαντικός λόγος για τη μείωση του πληθυσμού, καθώς ο αριθμός των Ελλήνων/ίδων που μετανάστευσαν στο εξωτερικό την ενδεκαετία 2009-2019 ήταν περίπου στα ίδια επίπεδα -και πάντως μεγαλύτερος και όχι μικρότερος- με τον αριθμό των εισερχόμενων μακροχρόνιων μεταναστών. Οι αιτίες είναι εν μέρει η γενικότερη τάση στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο να μειώνεται διαρκώς η αναλογία γεννήσεων για κάθε νέο ζευγάρι, αλλά όλο και περισσότερο την τελευταία δεκαετία σε έναν άλλο παράγοντα: Στην περαιτέρω μείωση των γεννήσεων εξαιτίας της εισοδηματικής αδυναμίας των νοικοκυριών και των επιπτώσεων της φτώχειας (που αποτυπώνεται στον δείκτη γήρανσης του πληθυσμού και στη διαρκή επιδείνωση του δείκτη γεννήσεων προς θανάτους).
Από εδώ προκύπτουν τρία συμπεράσματα: Πρώτο, η διαρκής και σωρευτικά σημαντική μείωση του πληθυσμού στα χρόνια 2009-2019 οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη φτώχεια, την ανεργία και τη δραματική επιδείνωση του εργασιακού περιβάλλοντος.Δεύτερο, η Ελλάδα, με μόνη συντροφιά την Πορτογαλία από τις χώρες της Ευρωζώνης, αλλά με την πολυπληθή συντροφιά των κεντροευρωπαϊκών και βαλκανικών χωρών του πρώην «σοσιαλιστικού» στρατοπέδου, απέφυγε τη συμφόρηση μιας ανεργίας αδιανόητων και μη διαχειρίσιμων διαστάσεων, χάρη στη στρόφιγγα «αποσυμφόρησης» της μαζικής φυγής εργατικού δυναμικού της στο εξωτερικό. Τρίτο, οι εισροές μακροχρόνιων μεταναστών, αντισταθμίζοντας τη μαζική μετανάστευση ελληνικής εθνικότητας εργατικού δυναμικού (κυρίως νέων και ειδικευμένου εργατικού δυναμικού), απάλυναν το πρόβλημα, που διαφορετικά θα εμφανιζόταν και θα λειτουργούσε πολύ πιο «δραματικά». Τελικό συμπέρασμα: Η Ελλάδα συρρικνώνεται σταθερά πληθυσμιακά και γερνάει μέσα στη φτώχεια και εξαιτίας της…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β. Το «μυστικό» πίσω από τη φτώχεια: κρίση και λιτότητα για εργαζόμενους-κοινωνικό κράτος


Ανεργία, «ευέλικτη» εργασία και εργατικό εισόδημα

Δεν είναι «κοινωνική μάστιγα», δεν είναι η «αναμενόμενη» τιμωρία των «τεμπέληδων του Νότου» (που όπως θα δούμε παρακάτω, κάθε άλλο παρά «τεμπέληδες» είναι), δεν είναι οι αναπόφευκτες «παρενέργειες» της «οικονομίας» σε κρίση, δεν είναι κάποιος απρόβλεπτος-εξωγενής παράγοντας με τη μορφή του «μαύρου κύκνου». Είναι τα δεινά που επισώρευσαν σταδιακά για τις εργαζόμενες τάξεις οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές στα χρόνια της παγκόσμιας στροφής και επικράτησης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης του κεφαλαίου˙ είναι η κλιμάκωσή τους ύστερα από την κρίση του 2008˙ είναι η απογείωση ως την ασυδοσία του «διευθυντικού δικαιώματος» του καπιταλιστή εργοδότη˙ είναι οι κυβερνητικές πολιτικές, που δεν ανέχθηκαν απλώς αλλά βοήθησαν αποφασιστικά και «καθοδήγησαν» αυτή την ασυδοσία, διέλυσαν τις εργασιακές κατακτήσεις των εργαζομένων, επέβαλαν τη λιτότητα για το εργατικό εισόδημα και το κοινωνικό κράτος. Προκειμένου για την Ελλάδα, είναι επιπλέον η ιστορική απόδειξη για τη βουλιμία και τον τυχοδιωκτισμό της αστικής τάξης, που αφού επωφελήθηκε μονομερώς από σχεδόν μία δεκαπενταετία υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και υψηλής κερδοφορίας μέχρι και το 2007, βρέθηκε πλήρως εκτεθειμένη και ανίκανη μπροστά στην κρίση του 2008 και όχι μόνο μετέφερε, με τη συνδρομή των διεθνών εταίρων και προστατών της, όλα τα βάρη της κρίσης στις εργαζόμενες τάξεις, αλλά αξιοποίησε την κρίση σαν ευκαιρία για να διαλύσει το κοινωνικό κράτος και το σύστημα εγγυήσεων και εργατικών κατακτήσεων. Πίσω από την επέκταση της φτώχειας και την εγκαθίδρυση μιας δυναμικής χρόνιας κρίσης αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων, βρίσκονται τα «πάθη» της εργασίας. Τα δεδομένα του πίνακας 2 μας αποκαλύπτουν:

  • Το ποσοστό ανεργίας, που το 2008 ήταν 7,8% και το 2010 12,7%, εξακοντίστηκε στη συνέχεια σε επίπεδα πάνω από 25% για να μειωθεί το «μεταμνημονιακό» 2019 σε 17,3% – επίπεδο, παρ’ όλα αυτά πολύ υψηλότερο σε σχέση με τα προ της κρίσης. Πρόκειται, ξανά, για στατιστική οφθαλμαπάτη: αν προσθέσουμε στον πληθυσμό των ανέργων τις πολλές εκατοντάδες χιλιάδες νέων και ειδικευμένου εργατικού δυναμικού που μετανάστευσαν στα χρόνια των μνημονίων στο εξωτερικό, το ποσοστό της ανεργίας εκτοξεύεται ξανά σε επίπεδα πολύ πάνω του 20%.
  • Το Μερίδιο της εργασίας στο προϊόν, που δείχνει το ποσοστό του ΑΕΠ που επιμερίζεται στην εργασία, μειώθηκε δραστικά στα χρόνια μετά το 2010. Ο/η αναγνώστης/ρια που δεν είναι εξοικειωμένοι με τον συγκεκριμένο δείκτη, ας έχουν υπόψη τους ότι επειδή είναι ποσοστό επί του ΑΕΠ, ακόμη και φαινομενικά μικρές ποσοστιαίες μεταβολές είναι σημαντικές. Για παράδειγμα, η απώλεια ποσοστού 1,4% ανάμεσα στο 2010 και το 2011 μεταφράζεται σε απώλεια εργατικού εισοδήματος 2,846 δισ. ευρώ.
  • Ο αριθμός (και το ποσοστό) των ανθρώπων που ενώ έχουν απόλυτη ανάγκη να εργαστούν, αποθαρρύνονται επειδή δεν βρίσκουν και παύουν να αναζητούν εργασία αυξήθηκαν σημαντικά στα χρόνια ύστερα από το 2010. Επειδή «τα παρατάνε», δεν καταγράφονται στις στατιστικές της ανεργίας – τα ευρήματα των οποίων είναι, έτσι, υποτιμημένα. Το ποσοστό του 2010 αυξήθηκε 2,5 φορές μέχρι και το 2016 για να μειωθεί το 2019 αλλά σε επίπεδα πολύ υψηλότερα σε σχέση με το 2010. Ξανά, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τις μεταβολές του ποσοστού, ακόμη και όταν φαίνονται μικρές. Για παράδειγμα, για το 2019 μεταφράζεται σε 160.630 αποθαρρημένους ανέργους.
  • Ο αριθμός (και το ποσοστό) του εργατικού δυναμικού που ενώ εργάζονται, είναι φτωχοί, δηλαδή έχουν εισοδήματα κάτω από το όριο της φτώχειας, αυξήθηκε επίσης σημαντικά στα χρόνια ύστερα από την κρίση του 2008.
  • Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων (άνεργοι για διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών) υπε-πενταπλασιάστηκε σε σχέση με το 2008. Στο «μεταμνημονιακό» 2019 εξακολουθούσε να είναι 3,3 φορές πάνω από το ποσοστό του 2010.
  • Το ποσοστό των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, το ποσοστό των υποαπασχολούμενων και το ποσοστό της μερικής απασχόλησης αυξήθηκαν επίσης σημαντικά στα χρόνια ύστερα από την κρίση του 2008 και έκτοτε παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Είναι οι διαφορετικές εκδοχές της «ευέλικτης» εργασίας, που όλο και περισσότερο υποκαθιστούν την εργασία με πλήρες ωράριο, με το ανάλογο εισόδημα και δικαιώματα.

Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και άλλες πτυχές που δεν μπορούν να ταξινομηθούν στατιστικά: την αδήλωτη ή μισο-δηλωμένη εργασία, τις παράνομες ή και απλήρωτες υπερωρίες, την παράνομη επιμήκυνση του ωραρίου, τις απότομες ή και συνεχείς αλλαγές χρονικής ζώνης απασχόλησης (βάρδιας) κ.λπ.

Αφήσαμε για το τέλος αυτού του κεφαλαίου το ζήτημα των ωρών εργασίας. Εδώ οι στατιστικές είναι αποκαλυπτικές και καταρρίπτουν θεαματικά τους ισχυρισμούς Ευρωπαίων και Ελλήνων αξιωματούχων, πολιτικών και μίντια περί «τεμπέληδων του Νότου». Ο τελευταίος δείκτης του πίνακα 2 δείχνει το μέσο επίπεδο των ωρών εργασίας ανά εβδομάδα πλήρους απασχόλησης. Οι εργαζόμενοι/ες στην Ελλάδα, όχι μόνο το 2019, όχι μόνο το 2010, αλλά και το 2008, δηλαδή προ της κρίσης, ήταν οι πλέον σκληρά εργαζόμενοι στην Ευρώπη! Ο σχετικός ελληνικός δείκτης ήταν και παραμένει πιο ψηλά ακόμη και σε σχέση με χώρες «υψηλής εργασιακής οδύνης» όπως η Βουλγαρία… Η καμπάνια περί «τεμπέληδων του Νότου», παραπλανητική και σε πλήρη αντίθεση με τα επίσημα στατιστικά δεδομένα, ήταν και πολιτικά ανήθικη!

Συμπέρασμα; Η υψηλή ανεργία, η άδηλη (αποθαρρημένοι) και μακροχρόνια ανεργία και η διαρκής επέκταση των ποικίλων μορφών «ευέλικτης» εργασίας αυξάνουν τον αριθμό των εργαζόμενων φτωχών, των ανέργων και των αποθαρρημένων που σταματούν να αναζητούν εργασία ενώ την έχουν απόλυτη ανάγκη. Αυτό σημαίνει ότι μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ζουν σε συνθήκες φτώχειας και πολυποίκιλης κοινωνικής δυστυχίας. Το «μυστικό» της φτώχειας βρίσκεται στις οδύνες της εργασίας – κι αυτές, όπως θα δούμε στη συνέχεια, στις κυβερνητικές πολιτικές και στην εργοδοτική ασυδοσία, που όχι μόνο ενθαρρύνεται αλλά ενισχύεται και «καθοδηγείται».

Το ποσοστό ανεργίας και το ποσοστό φτώχειας δεν λένε όλη την αλήθεια

Πέρα από την «στατιστική οφθαλμαπάτη» όσον αφορά τον «επίσημο» δείκτη φτώχειας για την οποία μιλήσαμε, πέρα από τις δεδομένες ανεπάρκειες και «αστοχίες» στις έρευνες των εθνικών στατιστικών αρχών για όλη την γκάμα των σχετικών ζητημάτων, οι στατιστικές για την ανεργία και τη φτώχεια δεν λένε όλη την αλήθεια και για επιπλέον, σημαντικούς λόγους:

Πρώτο, διότι το γενικό ποσοστό ανεργίας λέει τη μισή αλήθεια, από τη στιγμή που επεκτείνεται διαρκώς η «ευέλικτη» εργασία, η οποία σε μεγάλο της ποσοστό είναι ουσιαστικά συνθήκη μισο-ανεργίας.

Δεύτερο, διότι οι στατιστικές για την απασχόληση (αριθμός απασχολουμένων) αδυνατούν να καταγράψουν την αδήλωτη και την μισο-δηλωμένη εργασία, περιοχές στις οποίες κρύβεται αξιόλογο και διαρκώς διευρυνόμενο ποσοστό μισο-ανεργίας.

Τρίτο, διότι το ζήτημα των περιουσιακών στοιχείων και ιδιαίτερα της ιδιόκτητης στέγης, και η επίδρασή του στο ζήτημα της φτώχειας, δεν μπορούν να καταγραφούν.

Τέταρτο, διότι δεν μπορούν να καταγραφούν πολύ «ειδικές» καταστάσεις όπως οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι οικογένειες με μέλη πάσχοντα από χρόνια νοσήματα που επιβαρύνουν με επιπλέον δαπάνες υγείας κ.λπ., οι πρόσφυγες και μετανάστες, οι ρομά, η μειονεκτική θέση των γυναικών στην εργασία, η επίδραση περιοχών με υποβαθμισμένες περιβαλλοντικές συνθήκες, η παράνομη ή υπό απαράδεκτες συνθήκες παιδική εργασία, τα νοικοκυριά που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη σύνταξη των εργασιακά απόμαχων μελών τους κ.λπ.

Ο «μηχανισμός» της διευρυμένης φτωχοποίησης με «ομοιογενοποίηση προς τα κάτω», με νέους καθοδικούς σπειροειδείς κύκλους ύστερα από κάθε κρίση, κατατρώει σαν το σαράκι τις συνθήκες ζωής και την υπερηφάνεια ενός ποσοστού που αγγίζει πλέον το 50% της κοινωνίας. Αν ο νεοφιλελευθερισμός της περιόδου της ακμής του δημιούργησε τους όρους για την «κοινωνία των 2/3» (στο πλαίσιο της οποίας το 1/3 δυστυχούσε όλο και περισσότερο), ο νεοφιλελευθερισμός των διαδοχικών κρίσεων έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την «κοινωνία του ½».

Δημόσιο: πρωτοπόρο στην «ευέλικτη» εργασία

Οι μισθοί -και οι συντάξεις- στον δημόσιο τομέα υπέστησαν τρομερές περικοπές στα μνημονιακά χρόνια – που πλέον θεωρούνται «δεδομένες». Δεν πρόκειται όμως μόνο γι’ αυτό: Η απόσταση από τον ιδιωτικό τομέα καλύπτεται ταχύτατα και όσον αφορά την «ευέλικτη» εργασία. Όπως δείχνει πολύ εύγλωττα ο πίνακας2β, η «ευέλικτη» εργασία καλπάζει και στον δημόσιο τομέα, με πρωτοβουλία όλων των κυβερνήσεων. Ο πληθυσμός -και αναλόγως το ποσοστό- των εργαζομένων με «ευέλικτες»-επισφαλείς μορφές εργασίας, συμβασιούχοι και ωρομίσθιοι, αυξάνεται διαρκώς – κι εδώ, ο ένοχος είναι προφανής: οι κυβερνήσεις, κι όχι κάποιες αόρατες «δυνάμεις της αγοράς». Το ποσοστό των «ευέλικτων» θέσεων εργασίας στο σύνολο των θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα σχεδόν διπλασιάστηκε στην πενταετία 2016-2020 και τείνει προς το εντυπωσιακό 20%. Και όχι μόνο αυτό: Το ποσοστό της «ευέλικτης» εργασίας στον δημόσιο τομέα αυξάνεται με τέτοιους ρυθμούς, ώστε τείνει πλέον να ξεπεράσει το αντίστοιχο στον ιδιωτικό τομέα. Τα συμπεράσματα από αυτό το γεγονός είναι δύο: Πρώτο, αποδεικνύεται ότι πίσω από το προπαγανδιστικό επιχείρημα των νεοφιλελεύθερων περί «προνομιούχων» εργαζόμενων του δημόσιου τομέα, οι οποίοι έπρεπε να υποστούν εισοδηματική και εργασιακή υποβάθμιση ώστε να αποκατασταθεί η… αδικία σε βάρος των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα, κρύβεται ο στόχος της εισοδηματικής και γενικότερης εργασιακής υποβάθμισης του συνόλου της εργατικής τάξης μέσα από μια κοινή, αμφίδρομη δυναμική υποβάθμισης. Φτάσαμε πλέον στο σημείο που η εργασιακή υποβάθμιση στον δημόσιο τομέα όχι μόνο συναγωνίζεται ευθέως την αντίστοιχη στον ιδιωτικό, αλλά τείνει, ως προς την πτυχή της «ευελιξίας», να τον ξεπεράσει.

Δεύτερο, η συναφής προσπάθεια να υποδαυλιστεί ο λεγόμενος κοινωνικός αυτοματισμός, δηλαδή ο ανταγωνισμός και η εχθρότητα μεταξύ εργαζόμενων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, δεν ήταν παρά η χυδαία πολιτική προέκταση της μνημονιακής προπαγάνδας. Είναι πλέον φανερό ότι οι κυβερνήσεις και οι «εκκαθαριστικές» λειτουργίες της καπιταλιστικής κρίσης προωθούν τη συστηματική ομοιογενοποίηση του εργατικού εισοδήματος και των εργασιακών σχέσεων προς τα κάτω, με βάση τον διπλό κανόνα «χαμηλότερα και δυσμενέστερα».

Οι νέοι εργαζόμενοι, στο στόχαστρο

Στις στατιστικές της ανεργίας για τις επιμέρους ηλικιακές ομάδες, τα ποσοστά ανεργίας και μερικής απασχόλησης των νέων κυμαίνονται σε τρομακτικά επίπεδα. Ο προηγούμενος πίνακας 2 δείχνει ότι η μερική απασχόληση στην ηλικιακή ομάδα 14-24 ετών είναι, γα τα αντίστοιχα έτη, 2,5 έως 3,3 φορές πάνω από ό,τι στο σύνολο της απασχόλησης! Ο πίνακας 2β, με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για το 2020, αποκαλύπτει ότι το ποσοστό ανεργίας των νέων της ίδιας ηλικιακής ομάδας κυμάνθηκε σε επίπεδα πάνω από 30% από τις αρχές του 2020. Ξεκινώντας από 31,7% τον Ιανουάριο, αυξήθηκε μέχρι σχεδόν 40% τον Ιούνιο για να καταλήξει κοντά στο 36% τον Οκτώβριο. Ενώ τα παιδιά των πιο αδύναμων εισοδηματικά τμημάτων των εργαζόμενων τάξεων πετιούνται έξω από την εκπαίδευση ή και την κατάρτιση, η μεγάλη πλειονότητα των νέων δοκιμάζεται σκληρά από ανεργία και «ευέλικτη» απασχόληση σε επίπεδα τουλάχιστον δυόμισι φορές πάνω σε σχέση με τα επίπεδα του αντίστοιχου συνολικού πληθυσμού, υφίσταται στην πιο σκληρή της εκδοχή την εργοδοτική ασυδοσία, είναι αντικείμενο ταχύρρυθμης και σκληρής «εκπαίδευσης» στην εργασιακή «άγρια Δύση» του νεοφιλελευθερισμού της κρίσης. Μέσα από μια τέτοια εργασιακή «εκπαίδευση» η ελληνική άρχουσα τάξη προετοιμάζει την εργατική τάξη του μέλλοντος, υπολογίζοντας και ελπίζοντας ότι θα αποδειχθεί πειθαρχημένη και υποταγμένη. Οι οδύνες των σημερινών νέων εργαζόμενων προδιαγράφουν το μέλλον που προετοιμάζει ο καπιταλισμός για την εργατική τάξη ως σύνολο.

Κατ’ αναλογία με το προπαγανδιστικό τέχνασμα για τους «προνομιούχους» εργαζόμενους του δημόσιου τομέα, έτσι και προκειμένου με τους/τις νέους/ες εργαζομένους/μενες: το προπαγανδιστικό τέχνασμα περί «προσωρινότητας» των απαράδεκτων εργασιακών συνθηκών «μαθητείας» για τους/τις νέους/ες -μέχρι, υποτίθεται, να ωριμάσουν εργασιακά αποκτώντας «εργασιακή εμπειρία»- αποκρύβει τον ευρύτερο πραγματικό στόχο: τη διάχυση της εργασιακής υποβάθμισης σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες των εργαζομένων, στο σύνολο της εργατικής τάξης.

Οι κυβερνήσεις «καθοδηγούν» τη φτώχεια

Η τέτοιας έκτασης ανεργία, φτώχεια και κοινωνική δυστυχία απαιτεί ανάλογα αυξημένες δαπάνες κοινωνικής προστασίας. Το γεγονός ότι οι σχετικοί δείκτες αποκλιμακώνονται πολύ αργά σε συνθήκες θετικών ρυθμών ανάπτυξης (από το 2017 έως και το 2019), επομένως σταθεροποιούνται σε υψηλά επίπεδα και προσλαμβάνουν χρόνιο χαρακτήρα, είναι η «εκ του αποτελέσματος» απόδειξη ότι η κοινωνική πολιτική των κυβερνήσεων αποτυγχάνει να αντισταθμίσει τις αιτίες του προβλήματος. Η αποτυχία αυτή δεν είναι προϊόν ανικανότητας αλλά συνειδητής επιλογής. Η κοινωνική πολιτική των κυβερνήσεων έχει προ πολλού πάψει να διέπεται από οποιουδήποτε είδους κοινωνικά προτάγματα και ιδιαίτερα από το πρόταγμα της προστασίας του εργατικού εισοδήματος και της αντιμετώπισης της κοινωνικής δυστυχίας. Ιδιαίτερα στα χρόνια ύστερα από τη διεθνή κρίση του 2008 και το ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα το 2009, το κυρίαρχο και απαραβίαστο πρόταγμα των κυβερνήσεων ήταν η επάνοδος στη «δημοσιονομική σταθερότητα» μέσα από το καθαρτήριο της «εσωτερικής υποτίμησης», πολιτικής που επιδίωξε συνειδητά την ύφεση και επεξέτεινε την ανεργία, τη φτώχεια και την κοινωνική δυστυχία. Στη μετα-μνημονιακή περίοδο τα προτάγματα παρέμειναν τα ίδια. Οι ελπίδες για την «επούλωση των πληγών» της κρίσης και της ύφεσης εναποτέθηκαν κυρίως στην «ανάπτυξη», δηλαδή στις «αυθόρμητες» τάσεις της αγοράς εργασίας. Το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων για την «κοινωνική συνοχή» υπήχθη στη λογική του «διχτυού ασφαλείας» για τους πεπτωκότες και «ατυχήσαντες» της καπιταλιστικής αγοράς. Στο επίπεδο της εργασίας,

Η συγκριτική εξέταση των δαπανών για συντάξεις και των συνολικών δαπανών για κοινωνικές μεταβιβάσεις με την πορεία των μεγεθών της ανεργίας και της φτώχειας (πίνακας 3) αποδεικνύουν όχι μόνο την ανεπάρκεια αλλά και τον προκλητικό χαρακτήρα των κυβερνητικών πολιτικών:

  • Τα ποσοστά της φτώχειας αφορούν τη φτώχεια μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα δύο πράγματα: Πρώτο, ότι η πολιτική των κυβερνήσεων αποτυγχάνει σε διαρκώς διευρυνόμενη βάση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Δεύτερο, ότι αν τα πράγματα αφήνονταν πραγματικά στις «φιλάνθρωπες» τάσεις της αγοράς, η κατάσταση θα ήταν τραγική. Η καπιταλιστική αγορά αποδεικνύεται μια καλολαδωμένη μηχανή ανθρωποθυσιών σε διευρυνόμενη κλίμακα.
  • Μέχρι και το 2018, η ανεργία εκτινάχθηκε σε τόσο υψηλά επίπεδα όχι παρά αλλά σύμφωνα με τις κυβερνητικές στοχεύσεις: οι μνημονιακές πολιτικές της «εσωτερικής υποτίμησης» είχαν συνειδητά στόχο την εκκαθάριση των αδύναμων κεφαλαίων αλλά ακόμη περισσότερο την υποτίμηση της εργασίας μέσω των περιοριστικών πολιτικών και της ύφεσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η υψηλή ανεργία, η επέκταση της «ευέλικτης» εργασίας και η φτώχεια ήταν τουλάχιστον προϋπολογισμένες – αν όχι και επιθυμητές. Παρά τους υποκριτικούς κλαυθμούς και οδυρμούς για το brain drain, που συνεχίζεται, η πολιτική αυτή των κυβερνήσεων «επιδοτήθηκε» ανακουφιστικά από τη μεγάλη έξοδο εργατικού δυναμικού (νέων και ειδικευμένης εργασίας) στο εξωτερικό. Χωρίς αυτήν, η κοινωνική έκταση και ένταση του προβλήματος της ανεργίας θα ήταν, εκτός από κοινωνικά, και πολιτικά πολύ επώδυνη.
  • Η δαπάνη για συντάξεις υπέστη σημαντική μείωση κατά λίγο περισσότερο από 3 δισ. ευρώ σε απόλυτους αριθμούς μεταξύ 2010 και 2019 ή κατά ποσοστό 10,16%! Αν πάρουμε υπόψη μας ότι ο αριθμός των συνταξιούχων αυξάνεται και ότι μεγάλος αριθμός ώριμων συντάξεων δεν εκδίδεται συνειδητά για να ωραιοποιούνται τα στοιχεία για τις δαπάνες και το έλλειμμα (εκκρεμείς συντάξεις), στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με κατάρρευση της κοινωνικής πολιτικής όσον αφορά τις συντάξεις. Και παρ’ όλα αυτά, η έκθεση Πισσαρίδη προϊδεάζει για πιθανές νέες «παρεμβάσεις».
  • Οι δαπάνες για κοινωνική προστασία (στις οποίες περιλαμβάνεται και η δαπάνη για συντάξεις) υπέστησαν στο ίδιο διάστημα εξίσου θηριώδη μείωση, κατά 13,74 δισ. ευρώ ή 24,5%.
  • Αν αφαιρέσουμε τις δαπάνες για συντάξεις από τις δαπάνες για κοινωνική προστασία, προκύπτει ένα ποσοστό δαπανών για όλες τις υπόλοιπες δράσεις κοινωνικής προστασίας εντελώς αναιμικό και δυσανάλογα χαμηλό σε σχέση με την έκταση της ανεργίας, της φτώχειας και των πολυποίκιλων μορφών κοινωνικής δυστυχίας. Οι δαπάνες αυτές μειώθηκαν κατά 10,67 δισ. ευρώ ή 41%!

Το γενικό συμπέρασμα αυτού του κεφαλαίου είναι ότι η λιτότητα στις πολιτικές για το κοινωνικό κράτος δεν υποκρύπτει κυβερνητική ανικανότητα, αλλά συνειδητή πολιτική με διπλό στόχο: Πρώτο, την αποθάρρυνση, παθητικοποίηση και εξατομίκευση των πλέον εκτεθειμένων στην ανεργία, τη φτώχεια και τη δυστυχία τμημάτων των εργαζόμενων τάξεων. Δεύτερο, τη θωράκιση της δημοσιονομικής «ορθοδοξίας» με την καθολίκευση της πολιτικής του «διχτυού ασφαλείας» – με επιτομή αυτής της πολιτικής τα ψιχία του Εισοδήματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης των 200, στην καλύτερη περίπτωση, ευρώ τον μήνα. Οι κυβερνήσεις δεν «ανέχονται» απλώς, αλλά «καθοδηγούν» την κοινωνική δυστυχία, στον βαθμό που καθοδηγούν τη λιτότητα στο εργατικό εισόδημα, την «ευελιξία», την υποβάθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων και τη λιτότητα όσον αφορά το κοινωνικό κράτος˙ η πολιτική του «διχτυού ασφαλείας» σηματοδοτεί μια στρατηγική διαχείρισης των «περιττών» πληθυσμών και της διευρυνόμενης κοινωνικής δυστυχίας, με πολιτικές «διευθέτησης» και «στοχευμένων» παρεμβάσεων που έχουν στόχο την αποφυγή ακραίων εκδηλώσεων και προβλημάτων τόσο στο ζήτημα της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης σε επιθυμητά για το κεφάλαιο πλαίσια όσο και στο ζήτημα της πολιτικής σταθερότητας του συστήματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ. Πολιτικά συμπεράσματα και προοπτικές

Οι προοπτικές ύστερα από τη νέα κρίση

Ποια κατάσταση τείνει να διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας (εργατικός μισθός, ανεργία, «ευέλικτη» εργασία) στην εξέλιξη της νέας, τωρινής κρίσης; Εδώ δυστυχώς δεν είναι εφικτό να μιλήσουμε με βάση επίσημα στατιστικά στοιχεία – με την εξαίρεση του δείκτη ανεργίας, ο οποίος όμως έχει κι αυτός «μεταβατική» σημασία. Όσον αφορά τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, οι ελληνικές στατιστικές αρχές και σχετικοί φορείς αποκρύβουν συστηματικά, σε μεγάλο βαθμό ή και εν όλω ανάλογα με το θέμα, τα πραγματικά στοιχεία. Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) είναι προκλητικά ανεπαρκής – την ίδια στιγμή που αποστέλλει στη Eurostat αναλυτικά σχετικά στοιχεία. Στην Ελλάδα των μνημονιακών και «μεταμνημονιακών» χρόνων όλες οι κυβερνήσεις αντιμετώπισαν με εχθρότητα τα στατιστικά δεδομένα˙ είχαν να βγάλουν πολλή βρόμικη δουλειά, και τα στατιστικά δεδομένα δεν ήταν -για ευνόητους λόγους- σύμμαχοι σε αυτό. Ωστόσο, ούτε στη «μεταμνημονιακή» περίοδο παραμένουν σύμμαχοι, καθώς αποδεικνύουν ότι η κατάσταση στους τομείς της λιτότητας, της εργασιακής υποβάθμισης, της εργασιακής «ευελιξίας» και της φτώχειας και κοινωνικής δυστυχίας ελάχιστα μεταμνημονιακή είναι…

Για παρεμφερείς λόγους, το ΣΕΠΕ αρνείται το τελευταίο διάστημα να δημοσιεύσει στοιχεία (π.χ. για τον αριθμό των αναστολών εργασίας), μη ανταποκρινόμενο ακόμη και σε σχετικά αιτήματα ερευνητών. Στην Ελλάδα τα στατιστικά στοιχεία αντιμετωπίζονται στην καλύτερη περίπτωση σαν περιττό μέλημα και στη χειρότερη -και συνηθέστερη- σαν κρατικό μυστικό. Οι ελληνικές στατιστικές αρχές κοινοποιούν στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές αναλυτικά στοιχεία, αλλά δεν τα αναρτούν στα δικά τους σάιτ και δεν τα θέτουν υπόψη του ελληνικού κοινού… Τέλος, η επικαιροποίηση των στοιχείων της Eurostat καθυστερεί να ενσωματώσει τα νέα στοιχεία.

Ωστόσο, το ποσοστό ανεργίας εξαιρείται όσων προείπαμε. Τα δεδομένα της AMECO (βάση μακροοικονομικών δεδομένων της Κομισιόν) ενσωματώνουν τις προβλέψεις της Κομισιόν για το 2020 και 2021: Ανεργία 18% το 2020 και 17,5% το 2021 (έναντι 17,3% το 2019). Όμως αυτές οι προβλέψεις έχουν τριπλό πρόβλημα αξιοπιστίας: Πρώτο, υποκρύπτουν ένα απροσδιόριστο ποσοστό άδηλης ανεργίας επειδή δεν γνωρίζουμε ποιο ποσοστό αναστολών εργασίας θα μετατραπεί σε απολύσεις ύστερα από την απόσυρση των λεγόμενων «μέτρων στήριξης». Δεύτερο, συνδέονται με εκτιμήσεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης που πλέον δεν ισχύουν (εκτιμήσεις Κομισιόν φθινοπώρου 2020), καθώς η πορεία της πανδημίας τις έχει ακυρώσει. Τρίτο, διότι οι μεσοπρόθεσμες (για την επόμενη τριετία-πενταετία) εκτιμήσεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι υπερ-τιμημένες.

Πέραν όσων σχολιάσαμε για την ανεργία, με δεδομένες τις προαναφερθείσες δυσκολίες περί τα στατιστικά στοιχεία, μπορούμε να κάνουμε μόνο εκτιμήσεις για τις τάσεις που διαμορφώνονται όσον αφορά στην ανεργία, το εργατικό εισόδημα και την εργασιακή «ευελιξία». Ίσως λοιπόν η πλέον αξιόπιστη στατιστική να είναι το παρακάτω γράφημα, που καταγράφει το ποσοστό των νοικοκυριών τα οποία δηλώνουν ότι στη διάρκεια της πανδημίας αντιμετωπίζουν μεγάλες ή πολύ μεγάλες δυσκολίες. Βλέπουμε ότι η Ελλάδα είναι «δευτεραθλήτρια» στην Ευρώπη των «27», με ποσοστό 39,8% πίσω μόνο από την Κροατία και πάνω από τις Σλοβακία, Λετονία, Βουλγαρία, Ρουμανία… Όσο για κάποιες επίσημες εκτιμήσεις-προβλέψεις, θα μπορούσαμε να παραθέσουμε προβλέψεις όπως της Παγκόσμιας Τράπεζας (που υπολογίζει ότι 70 ως 100 εκατομμύρια άνθρωποι μπορεί να περιπέσουν σε κατάσταση ακραίας φτώχειας λόγω της πανδημίας), του ΟΗΕ (που εκτιμά ότι το 50% των φτωχών του κόσμου είναι παιδιά και ότι το πρόβλημα θα επιδεινωθεί) ή της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (που αναφέρει ότι οι συνέπειες της κρίσης της πανδημίας στην οικονομία και στην απασχόληση θα επιφέρουν τεράστια πίεση προς τα κάτω στους μισθούς).1 Η απάντηση στο ερώτημα τι θα συμβεί στους τομείς της εργασίας και της φτώχειας στην επόμενη διετία-τριετία σχετίζεται με τις απαντήσεις δύο άλλα ερωτήματα: α) ποια θα είναι η πολιτική της κυβέρνησης σε αυτούς τους τομείς και β) αν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο συσσώρευσης θα γνωρίσει στα χρόνια ύστερα από την πανδημική κρίση πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Όσον αφορά την πολιτική των κυβερνήσεων, οι προβλέψεις είναι ασφαλείς: Ύστερα από τη σημαντική αύξηση των κρατικών ελλειμμάτων και του χρέους λόγω της ύφεσης αλλά και των πολιτικών «στήριξης της οικονομίας» στη διάρκεια της πανδημίας, θα ακολουθήσει νέος κύκλος λιτότητας και περικοπών στις κρατικές δαπάνες. Μιλούμε για νέο κύκλο λιτότητας -κι όχι για προσωρινά μέτρα- διότι η αύξηση των ελλειμμάτων και των κρατικών χρεών, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, είναι πολύ μεγαλύτερη αυτής που ακολούθησε την κρίση του 2008. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα για να επανέλθει σε «υγιή» δημοσιονομικά σύμφωνα με τις απαιτήσεις του «μεταμνημονιακού» προγράμματος, ακόμη και αν μειωθούν λίγο τα πρωτογενή πλεονάσματα, θα πρέπει να καλύψει δημοσιονομική απόσταση πάνω από 10 μονάδες του ΑΕΠ ως προς το έλλειμμα και πάνω από 20 μονάδες του ΑΕΠ σε σχέση με το χρέος μέχρι και το 2022. Το γεγονός αυτό προδιαγράφει κύκλο λιτότητας στις κρατικές δαπάνες και περικοπές μεγάλης έκτασης.

Όσον αφορά τις δυνατότητες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης να πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε μεγάλη διάρκεια (την περιβόητη ανάπτυξη σχήματος V) μπορούμε επίσης να κάνουμε ασφαλή πρόβλεψη. Η τωρινή κρίση έχει επιδεινώσει τα θεμελιώδη υποκείμενα νοσήματά» του σε μεγάλο βαθμό: Τα κρατικά χρέη και ελλείμματα δέχθηκαν νέα μεγάλη ώθηση, οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών όχι μόνο ευνόησαν τη μεγέθυνση κάθε είδους «φούσκας» (σε χρηματιστήρια, ομόλογα, κρυπτονομίσματα κ.λπ.) σε επίπεδα συγκρινόμενα ευθέως με αυτά της κρίσης του 2008, αλλά δημιούργησαν μια στρατιά εταιρειών-«ζόμπι» χάρη στον προστατευτισμό των πολύ χαμηλών επιτοκίων – στον οποίο συνέβαλαν τα κρατικά μέτρα στήριξης (αναβολές δανειακών και φορολογικών υποχρεώσεων κ.λπ.). Προκειμένου για την Ελλάδα, θα πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι ήδη προ της πανδημίας, σε συνθήκες ισχνής «μεταμνημονιακής» ανάπτυξης, η Ελλάδα παρέμενε η μόνη χώρα συνολικά στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο που ήταν σε μακροχρόνιο κύκλο αρνητικών ρυθμών συσσώρευσης του κεφαλαίου. Με αυτά τα θεμελιώδη δεδομένα, η γενική κατεύθυνση των προβλέψεων είναι ασφαλής: ύστερα από μια πρόσκαιρη αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης μετά την ολοκλήρωση του κύκλου της πανδημίας, η ελληνική οικονομία θα επανέλθει στη μιζέρια πολύ ισχνών ρυθμών ανάπτυξης σε μεσοπρόθεσμη διάρκεια. Προκειμένου για την Ελλάδα, η ιδιαίτερη ένταση του νέου κύκλου λιτότητας στις κρατικές δαπάνες (λόγω μεγαλύτερης έντασης της ύφεσης και μεγαλύτερων «απαιτήσεων» δημοσιονομικής προσαρμογής στο πλαίσιο της «μεταμνημονιακής» συμφωνίας) θα είναι ένας ακόμη ισχυρός παράγοντας καθήλωσης των ρυθμών ανάπτυξης.

Τι θα σημάνουν όλα αυτά; Απλούστατα, νέο κύκλο υποβάθμισης για το εργατικό εισόδημα και τα εργατικά δικαιώματα και νέο κύκλο επέκτασης και εμβάθυνσης της φτώχειας.

Pasted Graphic
Πηγή: European Foundation for the Improvement of Living and Working Conditions

Πολιτικά συμπεράσματα

 

Η προηγηθείσα έκθεση της κατάστασης μας οδηγεί στα εξής πολιτικά συμπεράσματα:

  • Είναι φανερό ότι είμαστε μάρτυρες μιας προϊούσας κρίσης κοινωνικής αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων˙ όσων η μοναδική δυνατότητα να ζήσουν είναι να πουλούν την εργατική τους δύναμη σε κάποιο, μικρό ή μεγάλο, αφεντικό. Η κρίση αυτή έχει προσλάβει ήδη μεγάλη έκταση και απειλεί να «αγγίξει» μεγαλύτερα τμήματα της εργατικής τάξης. Στα χρόνια ύστερα από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης θα γνωρίσει νέα «ωρίμανση». Αν μιλούμε για κοινωνικά προβλήματα, αυτό είναι μακράν το υπ’ αριθμόν ένα κοινωνικό πρόβλημα.
  • Ο συστηματικός, άτεγκτος και διεθνώς συντονισμένος (από κυβερνήσεις, υπερεθνικές ενώσεις, διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς και οργανισμούς της καπιταλιστικής «κοινωνίας των πολιτών» – θεσμικούς επενδυτές κ.λπ.) χαρακτήρας των πολιτικών που οδηγούν στη διευρυμένη αναπαραγωγή της κρίσης αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων μαρτυρά τη στοχοποίηση τη εργασίας, το σχέδιο ταξικού ρεβανσισμού που αποτελεί τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής. Αυτή η θηριώδης, διεθνής και μακροχρόνια «επένδυση» στην παντοιότροπη υποβάθμιση της εργασίας είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της κεντρικότητας της εργασίας˙ είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός γνωρίζει ποιο είναι το κοινωνικό υποκείμενο που πρέπει να ποδηγετήσει.
  • Η διευρυμένη αναπαραγωγή αυτής της κρίσης είναι μια αντιφατική διαδικασία: αφενός, έχει ενιαίο χαρακτήρα και ομοιογενοποιεί προς τα κάτω τις συνθήκες ζωής μεγάλων τμημάτων των εργαζόμενων τάξεων˙ αφετέρου, διακρίνεται για την τεράστια ποικιλία των εκφάνσεών της, που κερματίζει σε υποκατηγορίες και επιμέρους «ταυτότητες» το κοινωνικό υποκείμενο που τις υφίσταται. Ο νεοφιλελευθερισμός της ακμής, αλλά πολύ περισσότερο ο νεοφιλελευθερισμός της κρίσης, από τη μία παράγει την κοινή, διαρκώς ομοιογενοποιούμενη βάση μιας νέας ιστορικής ενότητας του προλεταριάτου, αλλά από την άλλη το κερματίζει σε πολλές υποκατηγορίες και «ταχύτητες». Δεν μιλούμε μόνο για τον κερματισμό ανάμεσα στα λεγόμενα «προνομιούχα» τμήματά του (που διαρκώς συρρικνώνονται) και στα μη προνομιούχα (που διαρκώς επεκτείνονται), αλλά και για τον κερματισμό σε υποκατηγορίες εντός των μη προνομιούχων τμημάτων του (υποκατηγορίες εργαζομένων ή και ανέργων, αλλά και υποκατηγορίες φτωχών). Οι κυβερνήσεις και οι καπιταλιστικοί οργανισμοί έχουν αναγάγει σε ύψιστη προτεραιότητα -με τα χρόνια, και σε «τέχνη»- όχι μόνο τον κερματισμό του προλεταριάτου καθαυτόν, αλλά και τον κερματισμό των συνειδήσεων και, ακόμη περισσότερο, την αποξένωση και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις επιμέρους υποκατηγορίες του. Η πολιτική των δαπανών για κοινωνική προστασία συνιστά από μόνη της στρατηγική κατάτμησης και αποξένωσης μεταξύ των διάφορων υποκατηγοριών εργαζόμενων, ανέργων και φτωχών. Η πάλη ενάντια στην παθητικοποίηση και την αποθάρρυνση, αλλά και ενάντια στον κερματισμό, πραγματικό και συνειδησιακό, των επιμέρους τμημάτων του σύγχρονου προλεταριάτου είναι κεντρικό καθήκον για το εργατικό κίνημα, την Αριστερά και τα κινήματα αλληλεγγύης.
  • Για την Αριστερά τίθενται επίσης σημαντικά ζητήματα θεωρίας και στρατηγικής σχετικά με το κοινωνικό υποκείμενο, την εργατική τάξη (ή προλεταριάτο). Η κρίση της Αριστεράς, στα χρόνια ύστερα από την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μετασχηματίστηκε σε κρίση του μαρξισμού ως ιδεολογίας μαζών,χ κι αυτό επιτάχυνε την κρίση θεωρίας και στρατηγικής στους χώρους της Αριστεράς. Μεταξύ άλλων, αυτή η κρίση εκφράστηκε και ως κρίση αυτοπεποίθησης, ακόμη και κρίση απλών αναφορών στην εργατική τάξη (ή το προλεταριάτο). Κι όχι μόνο: σε κρίση ενδιαφέροντος για παρέμβαση στα ζητήματα (εργασιακά, συνδικαλιστικά, κοινωνικά) που αφορούν το προλεταριάτο. Η θεωρία των ταυτοτήτων -και οι νέες κριτικές θεωρίες εν γένει- εκτόπισαν τη μαρξιστική προσέγγιση για την κεντρικότητα της εργασίας και για το κοινωνικό υποκείμενο της ανατροπής.

Η ανάλυση και παρουσίαση των αιτιών, της δυναμικής και των πολυποίκιλων πτυχών της κρίσης αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για τους/τις αγωνιστές/στριες των εργασιακών χώρων και του εργατικού κινήματος, των κινημάτων αλληλεγγύης και της Αριστεράς να παρέμβουν, να αναστοχαστούν και να καλύψουν τα μεγάλα κινηματικά, συνδικαλιστικά, οργανωτικά και θεωρητικά κενά˙ να επανασυνδεθούν με τη διαδικασία συγκρότησης του προλεταριάτου σε «τάξη για τον εαυτό του» – διαδικασία που η πείρα μας έχει διδάξει πως είναι όχι μόνο συνδικαλιστική και κοινωνική, αλλά και κατεξοχήν πολιτική και ιδεολογική.

 

***

Σημειώσεις-παραπομπές:
1. Βλέπε σε αυτό τον φάκελο στο Commune, Δώρα Σταθοπούλου «Γιατί το Βασικό εισόδημα πανδημίας».
2. Βλέπε: Ηλίας Ιωακείμογλου «Αποχαιρετισμός στο προλεταριάτο και τον μαρξισμό», στο Commune: https://commune.org.gr/blog-32/index.html

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΙΝΑΚΩΝ

Πίνακες για τη φτώχεια

Table 1 Kerasovitis
Table 1a Kerasovitis

Table 1b Kerasovitis
Table 1c Kerasovitis

Πίνακες για την εργασία

 

Table 2a Kerasovitis

Table 2 Kerasovitis

Πίνακας για τις δαπάνες κοινωνικής προστασίας

 

Table 3 Kerasovitis

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.