Καπιταλισμός: το μόνο παιχνίδι στην πόλη;

image_pdfimage_print

Αναδημοσίευση από commune.org.gr

του Χρήστου Λάσκου

Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο μια σειρά από χαρακτηριστικά των κοινωνιών μας τίθενται σε δημόσια κριτική, ακόμη και από τους πιο ανύποπτους κύκλους. Από την κλιματική αλλαγή μέχρι τις παγκόσμιες ανισότητες διαμορφώνονται «κριτικές συναινέσεις» σε ένα φάσμα τέτοιας έκτασης που καταντάει γκροτέσκο. Πολλοί δισεκατομμυριούχοι φαίνεται να «ευαισθητοποιούνται» σχετικά και να ζητούν λύσεις «εδώ και τώρα». «Φορολογήστε μας πάραυτα, φτάνει πια η ασυδοσία», φωνάζουν από τον Καρλ Σβαμπ του Νταβός μέχρι τον Γουόρεν Μπάφετ…

Προφανώς κάτι τρέχει εδώ. Η ισχυρή και γνήσια ανησυχία, που υποβόσκει πίσω από την έκφραση αυτών των «ευαισθησιών», συνδέεται με προφανή συστημικά αδιέξοδα, με την σαφή αίσθηση πως ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει μπει σε μια παρατεταμένη φάση διαδοχικών κρίσεων, με άδηλο τέλος και απρόβλεπτες συνέπειες.

Την ίδια στιγμή, το σύστημα εμφανίζεται ως η μοναδική έλλογη μορφή κοινωνικής συγκρότησης. Δεν αποτελεί τον «τέλειο κόσμο», αλλά είναι αναμφισβήτητα «ο καλύτερος από όλους τους δυνατούς» – ή, ορθότερα, ο μοναδικός δυνατός.

Είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Μπράνκο Μιλάνοβιτς –Καπιταλισμός χωρίς αντίπαλο. Ο Μιλάνοβιτς, αφού, μεταξύ άλλων, παρουσιάσει τα πολλά στραβά του καπιταλισμού, στις διάφορες ποικιλίες του, και αφού προτείνει λύσεις, που φτάνουν ακόμη και σε εκτεταμένη «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών», μέσα από πολύ μεγάλη αύξηση της φορολόγησης των καπιταλιστικών εισοδημάτων και περιουσιών, δεν θα παραλείψει, ωστόσο, να υπογραμμίσει τη μοναδικότητα του καπιταλισμού σε ό,τι αφορά την παραγωγή πλούτου και, συνεπώς, την αναγκαιότητα διατήρησής του, επί ποινή μεγάλης και ιστορικής κοινωνικής οπισθοδρόμησης…

Το μοτίβο αυτό επαναλαμβάνεται, σε διάφορες παραλλαγές, από τους διάσημους ακαδημαϊκούς ειδικούς της διανομής του εισοδήματος και των ανισοτήτων, τον Στίγκλιτς, τον Σαέζ, τον Ζουκμάν, τον Πικετί (τα βασικά βιβλία των οποίων κυκλοφορούν στα ελληνικά). Αφού διατυπώσουν έντονες, τεχνικά εμπεριστατωμένες, κριτικές του σύγχρονου καπιταλισμού και αφού προτείνουν τρόπους, εξαιρετικά ευφάνταστους και χρήσιμους πολλές φορές, για το «πώς θα πληρώσουν οι πλούσιοι», σε ό,τι αφορά τον τρόπο παραγωγής δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία πως ο καπιταλισμός είναι -και καλώς είναι- και θα παραμείνει «το μοναδικό παιχνίδι στην πόλη». Ο Κόλιν Κράουτς -της «Μεταδημοκρατίας»- αφού αναρωτηθεί για τον Παράξενο μη-θάνατο του νεοφιλελευθερισμού, επιστρέφει σε οπτικές εντός του καπιταλιστικού ορίζοντα – ο,τιδήποτε άλλο είναι πέρα από τη ίδια τη δυνατότητα της σκέψης.

Πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι πως ακόμη και κριτικοί που δεν συμμερίζονται καθόλου την εκτίμηση για τα καλά του καπιταλισμού και προβλέπουν την «κατάρρευση» του συστήματος μέσα από την, ήδη εν εξελίξει, τεράστια όξυνση των αντιφάσεων και των αδιεξόδων του, αδυνατούν να σκεφτούν κάτι πέρα από μια άλλη μορφή ταξικής κοινωνίας, συνήθως ακόμη περισσότερο δυστοπικής. Ο Γκρεκ Καλχούν, ο Ράνταλ Κόλινς, ο Ιμάνουελ Βαλερστάιν, ακόμα, ισχυρίζονται, βάσιμα από πολλές απόψεις, πως «ο καπιταλισμός τελειώνει», ο Στρεκ διερευνά ενδελεχώς «πώς θα τελειώσει ο καπιταλισμός». Και όλοι μαζί αφήνουν να πλανάται η υποψία πως το δεδομένο «τέλος» του δεν θα κάνει τα πράγματα καλύτερα, αλλά, ίσως, θα παροξύνει τα χειρότερα χαρακτηριστικά του!

Επομένως, έχουμε να κάνουμε με μια συνθήκη όπου η καπιταλιστική ηγεμονία δεν βασίζεται σε υποσχέσεις βελτίωσης της ζωής, αλλά είτε στην αποδοχή μη ύπαρξης οποιασδήποτε καλύτερης εναλλακτικής είτε στον φόβο για ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση. Ο αληθοφανής πεσιμισμός γίνεται το ισχυρότερο όπλο του συστήματος, ακόμη και τη στιγμή που, από κάποιους, προαναγγέλλεται η κατάρρευσή του.

Σε αυτήν τη συνθήκη είναι που ανθεί ο «ρεαλισμός». Πώς θα γίνει να μην χάσουμε έστω κάποια, έστω όχι όλα, από όσα είχαμε κατακτήσει – αυτό είναι το θέμα. Οι ελπίδες για καλυτέρευση είναι οφθαλμοφανώς φρούδες.

Δεδομένων αυτών, τα καθήκοντα της Αριστεράς, των κομμουνιστών, είναι, ίσως, πρωτοφανή και εξαιρετικά επείγοντα. Σε αυτή τη στιγμή, τα «Μεσάνυχτα στον αιώνα», για να θυμηθούμε και τον Σερζ, η διαμόρφωση μιας πρότασης επαναστατικής μεταβολής του κόσμου, ριζικού μετασχηματισμού προς όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας, που να είναι αληθοφανής και μαχητή, είναι η βασική δουλειά που πρέπει να γίνει. Η επαναφορά της «ουτοπίας» στο προσκήνιο, χωρίς ανόητες διακηρυκτικές απογειώσεις, συνιστά τον μόνο ρεαλιστικό δρόμο για να πορευτούμε. Τον μόνο πραγματικά δρόμο ακόμη και για την καθημερινή πολιτική παρέμβαση.

Δεν ήταν ο «ρεαλισμός» που έλειψε και τα πράγματα έφτασαν ως εδώ. Ακόμη κι ο Πικετί το ξέρει, όσο κι αν δεν φτάνει αυτήν την επίγνωση μέχρι τη λογική της συνέπεια. Να πώς το θέτει:

«[από το ’90 και μετά, οι ευρύτερες αριστερές] πολιτικές δυνάμεις έπαψαν να στοχάζονται για τις μορφές υπέρβασης του καπιταλισμού. Μέχρι τη δεκαετία του 1980 το Σοσιαλιστικό Κόμμα στη Γαλλία και το Εργατικό Κόμμα στην Αγγλία ήθελαν να εθνικοποιήσουν τα πάντα. Με αφετηρία τη δεκαετία του 1990 χάνεται [και] κάθε πρόγραμμα αναδιανομής της ιδιοκτησίας. Αυτό προκάλεσε την απομάκρυνση των εκλογέων». (ΕφΣυν, 30 Ιανουαρίου 2021)

Προσέξτε! Ακόμη και των εκλογέων η απομάκρυνση δεν οφείλεται στην έλλειψη «πραγματισμού», αλλά, πολύ περισσότερο, στην εγκατάλειψη του στόχου για την υπέρβαση του καπιταλισμού.

Ας είναι αυτός ο οδηγός για την πολύ δύσκολη ανασύνταξη του κινήματος. Άλλος δεν υφίσταται. Ή θα αμφισβητούμε σε κάθε ευκαιρία πως ο καπιταλισμός είναι «το μόνο παιχνίδι στην πόλη» ή θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την ίδια την πολιτική.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.