Η θέση μας για τις εκλογές

image_pdfimage_print

Κόκκινο Νήμα

 

Η θέση μας για τις εκλογές

 

 

Το Κόκκινο Νήμα καθόρισε την εκλογική του στάση στην Ολομέλειά του στις 4 Μαρτίου 2023. Τμήμα της απόφασης, με τα πιο “επίμαχα” ζητήματα, δημοσιεύτηκε στο φύλλο του Μαρτίου της εφημερίδας μας «Κόκκινο Νήμα» (σελ. 10-11). Εδώ, δημοσιεύεται στο σύνολό της.

 

 

Η ιστορική συγκυρία

 

Πρέπει να τονιστούν, συνοπτικά, τρία χαρακτηριστικά της ιστορικής συγκυρίας που είναι θεμελιώδη:

  • Για πρώτη φορά στην ιστορία των δομικών οικονομικών κρίσεών του, ο καπιταλισμός δεν έχει σχέδιο για την αντιμετώπισή της, πέρα από την άγρια εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και την επιστροφή σε μορφές καπιταλισμού της απόλυτης υπεραξίας.
  • Για πρώτη φορά εδώ και έναν αιώνα

    συγκλίνουν μια δομική οικονομική κρίση του καπιταλισμού και μια κρίση ηγεμονίας στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο.

Για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού ωριμάζει και ξεσπά στην τωρινή συγκυρία μια κρίση του μακρού ιστορικού χρόνου, η κλιματική κρίση, η οποία συμφύεται αναπόφευκτα τόσο με την οικονομική κρίση όσο και με την κρίση ηγεμονίας στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο (μέσω της ενεργειακής κρίσης, της απo-παγκοσμιοποίησης και της κρίσης στις εφοδιαστικές αλυσίδες κ.λπ.).

Αυτή η συναστρία των κρίσεων, που συγκλίνουν όλες στη συγκυρία που ζούμε, συνθέτει τις όψεις μιας γενικής και ιστορικού χαρακτήρα κρίσης του καπιταλισμού. Πολλά, κρίσιμης σημασίας και ιστορικού χαρακτήρα γεγονότα και εξελίξεις θα συμβούν όχι στο μακρινό μέλλον αλλά στην επόμενη δεκαετία και μέχρι το βάθος δύο δεκαετιών.

Είναι σε αυτό το πλαίσιο που:

  • Οι δυτικές αστικές δημοκρατίες και το πολιτικό τους σύστημα μετατοπίζονται διαρκώς προς πιο αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, όχι αντιστεκόμενες αλλά μετατοπιζόμενες προς τα αυταρχικά πρότυπα καθεστώτων όπως το κινεζικό, το ρωσικό, το τουρκικό κ.λπ. και “ξεπλένουν” καθεστώτα όπως οι θεοκρατικές μοναρχίες του Κόλπου.

Η ενίσχυση των μορφών εκμετάλλευσης τύπου απόλυτης υπεραξίας (καθήλωση μισθών -ενώ ο πληθωρισμός καλπάζει-, επέκταση ωραρίου, απλήρωτες υπερωρίες=απλήρωτος χρόνος εργασίας, διαρκής εντατικοποίηση της εργασίας κ.λπ.) συμβαδίζει με τη διαρκή υπονόμευση του κοινωνικού κράτους (δημόσια συστήματα υγείας, πρόνοιας, εκπαίδευσης, επιδότησης της ανεργίας κ.λπ.) και την εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση κοινών αγαθών και δημόσιων υπηρεσιών.

Αυτές οι μετατοπίσεις είναι κοινές σε όλες τις χώρες του δυτικού  ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, αν και προφανώς διαφέρουν οι μορφές και η ένταση των “φαινομένων” από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο. Πολύ χειρότερα είναι τα πράγματα στις χώρες που διεκδικούν από τον δυτικό ιμπεριαλισμό την παγκόσμια ηγεμονία (κυρίως Κίνα, Ρωσία), όπου η εκμετάλλευση της εργασίας είναι πολύ αγριότερη και το πολιτικό σύστημα είναι είτε απολυταρχικό (Ρωσία) είτε ανοιχτά δικτατορικό (Κίνα). Τέλος, σε εκτεταμένες περιοχές του πλανήτη (στις αναπτυσσόμενες και φτωχές περιοχές της περιφέρειας), η απόλυτη φτώχεια και η έλλειψη στοιχειωδών κοινωνικών υποδομών εκπαίδευσης, υγείας και πρόνοιας, ο πόλεμος και ειδικά ο εμφύλιος πόλεμος, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και κυρώσεις δημιουργούν ένα κοκτέιλ ανείπωτης δυστυχίας για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους.

Με αυτά δεδομένα, προκύπτουν βασικά γενικά συμπεράσματα που αφορούν τη στάση της οργάνωσής μας στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές:

  • Η συναστρία των κρίσεων και των ιστορικού χαρακτήρα απειλών που συσσωρεύουν για τον πλανήτη και την εργαζόμενη κοινωνική πλειονότητα, επαναφέρουν όχι με όρους ιδεώδους αλλά με όρους ιστορικού ορθολογισμού και ιστορικής ανάγκης το πρόταγμα της επανάστασης. Η ανατροπή του καπιταλισμού γίνεται διακύβευση σωτηρίας από τη βαρβαρότητα.

Η πολιτική μορφή συγκρότησης που χρειαζόμαστε, η μόνη ικανή να σταθεί αξιόμαχα απέναντι στον “πολεμικό” (κυριολεκτικά και μεταφορικά) καπιταλισμό της εποχής μας, είναι το μαζικό αντικαπιταλιστικό-επαναστατικό κόμμα. Ούτε τα “πλατιά” κόμματα “πολιτικής ενότητας” (που, όπως αποδείχθηκε από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2010-2015, δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον ορίζοντα του αριστερού κινηματικού ρεφορμισμού και εγκυμονούν τον κίνδυνο ακόμη και ακαριαίας παλινδρόμησης στον δεξιό, σοσιαλδημοκρατικού τύπου ρεφορμισμό) ούτε κόμματα του αριστερού-μετανεωτερικού ρεφορμισμού όπως το ΜΕΡΑ25 ούτε, πολύ περισσότερο, κόμματα όπως ο σημερινός διαρκώς αστικοποιούμενος ΣΥΡΙΖΑ, μπορούν να εκπροσωπούν τον τύπο πολιτικής συγκρότησης που χρειαζόμαστε.

  • Στην ιστορική συγκυρία της γενικής κρίσης του καπιταλισμού τα περιθώρια για σχέδια μεταρρύθμισης, για ρεφορμιστικά “κοινωνικά συμβόλαια”, για σχέδια win-win ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, την εργατική και την αστική τάξη, είμναι από ελαχιστότατα έως ανύπαρκτα. Ο μόνος χώρος και το μόνο σχέδιο που απομένει για τον ρεφορμισμό -και αυτό όχι σαν γενική φόρμουλα που μπορούσε να στηρίξει τη δημιουργία πολιτικού ρεύματος, αλλά για “ειδικές περιπτώσεις”- είναι η σχετικά ήπια λιτότητα (ήπια σε σχέση με τις κλιμακούμενες μορφές της ύστερα από την κρίση του 2008) και ο σχετικός περιορισμός των πιο έκδηλων πολιτικών μορφών του νεοφιλελεύθερου κράτους “έκτακτης ανάγκης”. Αυτή η “λωρίδα” διαφοροποίησης είναι τόσο στενή και τόσο διαρκώς συρρικνούμενη, που δεν αφήνει περιθώρια για την αναπαραγωγή του ρεφορμισμού σε πλατιά βάση. Αντίθετα, η βάση αναπαραγωγής του συρρικνώνεται διαρκώς. Το αποτέλεσμα είναι ότι ένα τέτοιο σχέδιο “ήπιου πολεμικού καπιταλισμού” αφυδατώνει συστηματικά, κοινωνικά και πολιτικά, τον ρεφορμισμό. Έτσι, στις εξαιρέσεις που ένας τέτοιος ρεφορμισμός υπάρχει, είναι φαινόμενο ιστορικής αδράνειας (όπως τα στοιχεία ρεφορμισμού που επιβιώνουν ακόμη στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ) και μετατοπίζεται αναπόφευκτα προς το “δημοκρατικό κέντρο”.
  • Στην ιστορική συγκυρία της γενικής κρίσης του καπιταλισμού και των ιστορικών διακυβεύσεων, στο πλαίσιο της οποίας ο ιστορικός χρόνος συμπυκνώνεται, δεν υπάρχουν περιθώρια για σπατάλη χρόνου και για πολιτική ψυχολογία business as usual. Ό,τι είναι απαραίτητο και ουσιαστικό να γίνει, επείγει και δεν μπορεί να αφεθεί στον μεσο-μακροπρόθεσμο ιστορικό χρόνο. Η αίσθηση του επείγοντος, περισσότερο και από “πολιτική ψυχολογία”, είναι απαραίτητο πολιτικό εφόδιο για την αντικαπιταλιστική-επαναστατική αριστερά.

 

Οι διακυβεύσεις των εκλογών

 

Αν ήμασταν αναρχικοί, δεν θα μας ενδιέφερε η πολιτική, επομένως ούτε οι εκλογές. Συμφωνούμε μαζί τους ότι «αν οι εκλογές άλλαζαν τον κόσμο, θα είχαν καταργηθεί», αλλά ταυτόχρονα δεν πιστεύουμε ότι δεν παίζουν κανένα ρόλο στους ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης, ότι είναι από ταξική και πολιτική άποψη αδιάφορες. Μάλιστα, κάποιες εκλογές -και τα αποτελέσματά τους- μπορούν να πυροδοτήσουν ανατροπές στον συσχετισμό δύναμης, πολιτικές κρίσεις ή σημαντικές πολιτικές μετατοπίσεις προς τα αριστερά ή τα δεξιά.

Τι “παίζεται”, λοιπόν, στις επερχόμενες ελληνικές βουλευτικές εκλογές; Ταξινομούμε τα βασικά τους πολιτικά στοιχήματα, αρχίζοντας από τη “μεγάλη εικόνα”, ως εξής:

  • Στη μεγάλη κλίμακα, το πολιτικό στοίχημα είναι αν θα ηττηθεί στις κάλπες η (δια)κυβέρνηση Μητσοτάκη, αυτό το υβρίδιο άκρας δεξιάς και ακραίου κέντρου, η πιο επιθετική απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας, τη νεολαία και την Αριστερά κυβέρνηση ύστερα από τη χούντα των συνταγματαρχών, που οικοδομεί συστηματικά μια εκδοχή κράτους “έκτακτης ανάγκης” με στοιχεία ιστορικού, αντι-αριστερού και αντεργατικού ρεβανσισμού, άγριας καταστολής, κοινοβουλευτικής χούντας, μαφιοζοποίησης (Greek Mafia, “μαφιοζοποίηση” των δυνάμεων καταστολής και του δικαστικού σώματος κ.λπ.), ακραίου σεξισμού και υπερ-συντηρητισμού. Τυχόν νίκη του Μητσοτάκη στις εκλογές θα συνιστά νίκη, “επιβεβαίωση” και εντολή εμβάθυνσης και εμπέδωσης αυτής της κορφής διακυβέρνησης. Δεν μπορεί να υπάρχει αντικαπιταλιστική – Επαναστατική αριστερά που αδιαφορεί -και μάλιστα (εκ)δηλώνει δημόσια αυτή την αδιαφορία- για την έκβαση αυτού του στοιχήματος.

Το Κόκκινο Νήμα έχει υποστηρίξει με συνέπεια ότι στο πολιτικό σύστημα του ελληνικού καπιταλισμού μόνο κατά φαντασίαν υπάρχει αυτό που το ΚΚΕ και δυνάμεις της άκρας αριστεράς αποκαλούν “δικομματισμό”. Έχει υποστηρίξει επίσης ότι το «τι Μητσοτάκης τι Τσίπρας» ή «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αστικό κόμμα» δεν συνιστούν εκδοχή ριζοσπαστικής κριτικής στον συστηματικά μετατοπιζόμενο προς το αστικό “δημοκρατικό κέντρο” Συριζαϊκό ρεφορμισμό, αλλά εκδοχή πολιτικής εξιδανίκευσης της (δια)κυβέρνησης Μητσοτάκη. Στον ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να γίνει η πιο συστηματική, επίμονη και σκληρή κριτική, αλλά όχι η λάθος κριτική που τον εξισώνει με ό,τι εκπροσωπεί η (δια)κυβέρνηση Μητσοτάκη. Δεν πρόκειται για απαίτηση πολιτικής ή θεωρητικής ακρίβειας και “ορθότητας”, αλλά για κάτι πολύ ουσιαστικότερο: για το πώς απευθυνόμαστε και αν μας ενδιαφέρει να απευθυνόμαστε με πειστικό τρόπο στην αριστερή, εργατολαϊκή και νεολαιίστικη, πολιτική ή απλώς εκλογική, βάση του ΣΥΡΙΖΑ και αν θεωρούμε σημαντικό ποια κατεύθυνση θα πάρει αυτή, αν θα ριζοσπαστικοποιηθεί προς τα αριστερά ή θα περιπέσει σε πολιτική απογοήτευση και απάθεια, με ποιες πολιτικές προοπτικές θα συνδεθεί στο επόμενο διάστημα και τα επόμενα χρόνια.

  • Στην κλίμακα της Αριστεράς, τα στοιχήματα είναι:

α) Η συνολική εκλογική δυναμική της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25, Ανταρσύα, άκρα αριστερά). Τυχόν νέα καθήλωση ή και νέα αποδυνάμωσή της, ως συνολική εικόνα και γενική αίσθηση για το σύνολο των δυνάμεών της, δεν θα είναι προφανώς καλό “κρατούμενο” (σε επίπεδο πολιτικού ηθικού και δυνατοτήτων παρέμβασης) για την “επόμενη μέρα”.

β) Αν θα επιβραβευτεί ή όχι -και σε ποιον βαθμό- η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ προς τον κόσμο της Αριστεράς, που καθορίζεται από τις γνωστές συντεταγμένες:

    1. Πολιτική ύψωσης των ιστορικών συμβόλων και στόχων του κομμουνιστικού κινήματος (του Μαρξ, του Λένιν… αλλά και του Στάλιν, του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, επιμονή στον κομμουνιστικό χαρακτήρα του κόμματος κ.λπ.). Αυτή η “ιδεολογικοποίηση της πολιτικής” έχει θετικά στοιχεία, ιδιαίτερα σε μια εποχή αποϊδεολογικοποίησης και γενικής δεξιάς αντεπίθεσης, αλλά ταυτόχρονα αυτά τα θετικά στοιχεία υποβαθμίζονται σε σημαντικό βαθμό από τη σύνδεσή τους με τον σταλινισμό και με τα καθεστώτα του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, αλλά και τη λειτουργία τους σαν αριστερών-ριζοσπαστικών άλλοθι της “πραγματικής πολιτικής” του κόμματος. (βλέπε παρακάτω)
    2. Πολιτική αγωνιστικής “παράταξης” των δυνάμεών του στους κοινωνικούς χώρους και το εργατικό κίνημα, αλλά ταυτόχρονα και ουσιαστικής αποχής από τις διακυβεύσεις της ταξικής πάλης, στη μικρή, τη μεσαία ή τη μεγάλη κλίμακα, που προσδίδει στην πολιτική του τα τυπικά χαρακτηριστικά συνδυασμού “αριστερού φλας” με “δεξιές στροφές” στην πράξη. Από τη στάση του στη νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 και στις μεγάλες διακυβεύσεις της περιόδου 2010-2015 μέχρι την πρόσφατη στάση του στη μεγάλη μάχη ενάντια στην αξιολόγηση στην εκπαίδευση, το ΚΚΕ έχει αποδείξει ότι είναι δυσανεκτικό ή και ανοιχτά εχθρικό σε “ανοιχτές” δυναμικές που εγκυμονούν την “ανασφάλεια” της ρήξης και προοπτικών “εκτός ελέγχου”. Με γενικό θεωρητικό άλλοθι τον γνωστό αφορισμό “η κατάσταση δεν είναι επαναστατική” (ή, άλλοτε, απλώς “ώριμη”), το ΚΚΕ είναι το κόμμα της κομμουνιστικής ρητορείας και της συντηρητικής πολιτικής όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι, που λειτουργεί αντικειμενικά σαν εγγύηση της καθεστωτικής σταθερότητας.
    3. Σεχταριστική πολιτική απέναντι σε όλες τις δυνάμεις της υπόλοιπης Αριστεράς και απέναντι σε συνδικαλιστικά, δημοτικά ή κινηματικά σχήματα και συσπειρώσεις με τα οποία συνδέονται, ηγεμονεύουν ή απλώς συμμετέχουν δυνάμεις της.
    4. Σεχταριστική πολιτική στα ζητήματα και τις διακυβεύσεις της κεντρικής πολιτικής σκηνής (“τι Νέα Δημοκρατία, τι ΣΥΡΙΖΑ”) και τελεσιγραφισμός προς τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ: «καταπολεμήστε τις αυταπάτες σας και αναγνωρίστε το λάθος σας αν θέλετε να συμπορευτούμε». Έτσι, αντιστρέφονται οι όροι, και το επιδιωκόμενο (ο στόχος), δηλαδή η χειραφέτηση του κόσμου από τις αυταπάτες και την επιρροή της αστικής ιδεολογίας, αντί να επιδιώκεται μέσα από τη συμπόρευση σε πολιτικές και κινηματικές μάχες, γίνεται προαπαιτούμενο γι’ αυτές. Το ζήτημα όμως για την αντικαπιταλιστική πολιτική είναι η συμπόρευση στη μάχη με τον κόσμο του ρεφορμισμού ενώ αυτός διατηρεί τις αυταπάτες του, με στόχο να τις ξεπεράσει μέσα από την εμπειρία του αγώνα.
    5. Πολιτική σεβασμού των εθνικών “εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων” και “εθνικών δικαίων”. Παρά κάποιες θεωρητικές του επεξεργασίες που αναθεωρούν ιστορικές του θέσεις σε διεθνιστική κατεύθυνση, αυτές δεν αγγίζουν την πραγματική πολιτική του, η οποία παραμένει “εθνική” και επομένως απολογητική απέναντι στην αστική τάξη, με κορυφαίο παράδειγμα τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισμό. Εδώ, το αριστερό άλλοθι της δεξιάς πολιτικής είναι μια στρεβλή εκδοχή “αντιμπεριαλισμού”.

Έχοντας πει όλα αυτά, πρέπει να σημειώσουμε κάποια ενθαρρυντικά δείγματα στην πολιτική πρακτική του ΚΚΕ που “δείχνουν” σε διαφορετική κατεύθυνση: Κάποιες εξαιρέσεις ενότητας στη δράση σε επιμέρους χώρους ή κινηματικές μάχες (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την κινητοποίηση για την e-food) και επίσης κάποιες ενδείξεις αποστασιοποίησης από την πλήρη “ουδετερότητα” σε διακυβεύσεις της κεντρικής πολιτικής σκηνής (όπως η κοινή ανακοίνωση με ΜΕΡΑ25 και ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στην απαγόρευση της πορείας του Πολυτεχνείου το 2020 ή η πρόσφατη συμπαράταξη με ΣΥΡΙΖΑ και ΜΕΡΑ25, έστω και χωρίς κοινή ανακοίνωση, ενάντια στην εισαγγελική παρέμβαση για το “ζήτημα Πολάκη”). Θα ήταν λάθος να αποδώσουμε αυτές τις -σε κάθε περίπτωση ανεπαρκέστατες- μετατοπίσεις σε κάποια συνολική αλλαγή ρότας. Η αυταπάτη ότι ο σταλινικός ρεφορμισμός μπορεί να αυτομετασχηματιστεί σε επαναστατικό ρεύμα και να αποτελέσει χώρο αναφοράς ή και πολιτική πλατφόρμα για τις διεργασίες ανασυγκρότησης της αντικαπιταλιστικής – επαναστατικής αριστεράς είναι επικίνδυνη και πρέπει να καταπολεμηθεί. Οι ανεπαρκέστατες μετατοπίσεις της τελευταίας περιόδου πρέπει να αποδοθούν στο γεγονός ότι η μεγάλη μετατόπιση του καθεστωτικού άξονα προς τα δεξιά γεννά στην ηγεσία του ΚΚΕ και σε τμήμα του στελεχικού του δυναμικού και του κόσμου του την ανασφάλεια ότι το “συμβόλαιο του 1974”, που εξασφάλιζε στο ΚΚΕ μια “αξιοσέβαστη” θέση στο πολιτικό σκηνικό και κατ’ ελάχιστο την απλή αναπαραγωγή του, δεν ισχύει πλέον, με αποτέλεσμα να μην είναι πια ούτε το ίδιο στο απυρόβλητο.
Τούτων δοθέντων, η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ, όπως τεκμαίρεται από την πραγματική του κίνηση στις πολιτικές και κοινωνικές μάχες και διακυβεύσεις, είναι μια συντηρητική πολιτική πρόταση (συντηρητική εντός της Αριστεράς), που στα κρίσιμα ζητήματα και τις κρίσιμες καμπές σέβεται τα όρια και τις αντοχές του αστικού καθεστώτος.
γ) Αν το ΜΕΡΑ25 θα παραμείνει στη Βουλή εκπροσωπώντας αυτή την ιδιότυπη -και, όσον αφορά τη σημερινή της μορφή, ετεροχρονισμένη- εκδοχή “αριστερής διαφωνίας” στη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και μετα-αριστερού/μετανεωτερικού ρεφορμισμού (κόμμα προσωποπαγές και “κόμμα του ίντερνετ” ταυτόχρονα) του σήμερα και του αύριο. Αν τα καταφέρει και επειδή, είτε εντός είτε εκτός κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπει σε νέα περίοδο κρίσης, θα μπορούσε να αποτελέσει υποδοχέα της δυσαρέσκειας κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ και τμήματος της νεολαίας.
Το ΜΕΡΑ25 παρουσιάζεται σαν εκπρόσωπος της αριστερής διαφωνίας με τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Η (προ)εκλογική πολιτική του πρόταση, συνοψισμένη στο κείμενο «Οι 7+1 τομές του ΜΕΡΑ25» είναι μια ρεφορμιστική πρόταση, με αρκετά ριζοσπαστικά στοιχεία, που, είναι μας ξαναγυρνάει στις συζητήσεις για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ πριν τη μνημονιακή του στροφή:

  1. Τα ριζοσπαστικά του στοιχεία είναι αρκετά για να παραπέμπουν σε μια διαδικασία ρήξης με το υπάρχον καθεστώς ακραίας λιτότητας και διεθνούς επιτήρησης λόγω του υπερβολικού χρέους είναι, για παράδειγμα: αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού αναδρομικά από το 2021, μείωση συντελεστών ΦΠΑ, κατάργηση του χρηματιστηρίου ενέργειας, κατάργηση του “Ηρακλή”, προστασία πρώτης κατοικίας και ίδρυση Οργανισμού Κοινωνικής Στέγης. Τέτοια αιτήματα, που σε παλιότερες εποχές θα ήταν τυπικά σοσιαλδημοκρατικά αιτήματα, σήμερα είναι ριζοσπαστικά επειδή όχι μόνο δεν είναι ανεκτά, αλλά θα προκαλέσουν τη λυσσασμένη αντίδραση της αστικής τάξης και των διεθνών ιμπεριαλιστικών κέντρων. Ωστόσο, δεν λέγεται πώς μπορούν να υλοποιηθούν και πώς θα αντιμετωπιστεί η βέβαιη (υπερ)αντίδραση σε αυτά: πέραν του ότι ισοδυναμούν με ξήλωμα μέτρων που είναι και προαπαιτούμενα της ενισχυμένης ευρωπαϊκής εποπτείας, απαιτούν υψηλούς πόρους και σκοντάφτουν στις δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα και εξυπηρέτηση του χρέους.
  2. Στα ζητήματα των ιδιωτικοποιήσεων, των τραπεζών και του ελέγχου των μηχανισμών ρευστότητας, για το σχέδιο “Ηρακλής” για τα “κόκκινα δάνεια” των τραπεζών λέγεται ότι θα καταργηθεί και τα βάρη του θα αναλάβει δημόσιος φορέας που θα συγκροτηθεί. Είναι η πρόταση του διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα, που δεν υιοθετήθηκε. Σημαίνει πάντως ότι το Δημόσιο θα αναλάβει τα βάρη των τραπεζικών “κόκκινων δανείων” ενώ οι τράπεζες καθαυτές δεν θα επιβαρυνθούν στο ελάχιστο. Οι τράπεζες μένουν στο απυρόβλητο. Στον απυρόβλητο μένουν και οι μεγάλες επιχειρήσεις, ακόμη και αυτές που συσσωρεύουν υπερκέρδη σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού.
  3. «Κοινωνικοποίηση δημόσιας υγείας, παιδείας και ενημέρωσης». Τον σχεδιασμό και έλεγχό τους θα αναλάβουν Συμβούλια Κληρωτών και Εκλεγμένων Πολιτών και τη διοίκησή τους οι εργαζόμενοι σε αυτά!
  4. Στο ίδιο μήκος κύματος, «Ανάκτηση της δημοκρατικής κυριαρχίας στο κράτος και τη δημόσια περιουσία» (ΑΑΔΕ, ΕΛΣΤΑΤ, Υπερταμείο, ΤΧΣ», που σημαίνει να περάσουν από την τρόικα στον έλεγχο του κράτους. Θα “κοινωνικοποιηθούν” όπως και η υγεία, παιδεία και ενημέρωση, συν ότι τις διοικήσεις τους θα ορίσει μια νέα Κοινωνική Επιτροπή Επιλογής Ανώτατου Προσωπικού. Όλα αυτά, στο όνομα του ότι η “κοινωνικοποίηση” δεν είναι ούτε ιδιωτικοποίηση ούτε κρατικοποίηση. Με ποιον τρόπο θα συσταθούν και θα νομιμοποιηθούν, ποια σχέση θα έχουν με το κράτος κ.λπ. αυτά τα “σοβιέτ διά κληρώσεως” δεν γνωρίζουμε… Το “πρόταγμα”, πάντως, της “ανάκτησης της κυριαρχίας” παραπέμπει στο βασικό πρόταγμα του Brexit και δεν συνοδεύεται από σαφή μέτρα ενάντια στο κεφάλαιο, η δε υπερβολική αοριστία των ίδιων των μέτρων μάλλον πρέπει να συσχετιστεί με τον μη αποκλεισμό του ενδεχόμενου κυβερνητικής σύμπραξης με ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ.
  5. Στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, υπάρχουν δύο θέσεις (καμία εξόρυξη και κατάργηση των ορμητηρίων του στρατού, του ναυτικού και της αεροπορίας των ΗΠΑ), αλλά καμία θέση για τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισμό, το ΝΑΤΟ και τον πόλεμο στην Ουκρανία, ούτε καν η λέξη “βάσεις”. Κατά τα άλλα, Μεσογειακή Διάσκεψη και πρωτοβουλίες για ένα νέο Κίνημα Αδεσμεύτων…Πρόκειται για πρόγραμμα με κάποια ριζοσπαστικά αιτήματα αλλά και με προφανή στοιχεία υπερβολικής αοριστίας, ερασιτεχνισμού και επιπολαιότητας, που είναι βέβαιο ότι στο ενδεχόμενο εφαρμογής του θα είχε τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα με την “περήφανη” διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ.δ) Αν η Ανταρσύα, ως ο μοναδικός “ορατός” σε πανελλαδική κλίμακα πόλος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, θα αναπαραγάγει εκλογικά τη συνθήκη της καθήλωσής της ή θα καταγράψει κάποιο ελπιδοφόρο ίχνος ξεπεράσματός της. (Ειδική αναφορά στην Ανταρσύα θα κάνουμε στη συνέχεια)Αν κριτικάρουμε με αυτόν τον τρόπο τον πολιτικό χαρακτήρα και την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ και του ΜΕΡΑ25, τότε γιατί να μας ενδιαφέρει η συνολική εκλογική καταγραφή της Αριστεράς (περιλαμβανόμενων και των ρεφορμιστικών της συνιστωσών) στις εκλογές; Για τον απλό λόγο ότι ο ρεφορμισμός έχει διπλή/αντιφατική φύση: α) είναι δεξιός συσχετισμός δύναμης μέσα στο κίνημα και την Αριστερά, αλλά β) αριστερός συσχετισμός δύναμης στη συνολική κλίμακα της κοινωνίας και του καθεστώτος. Στις εκλογές, που με το αποτέλεσμά τους συμβάλλουν στη διαμόρφωση του συνολικού συσχετισμού δύναμης, είναι το (β) που μετράει περισσότερο.Σχέδιο οικοδόμησης: Επαναστατική οργάνωση– πολιτικό μέτωπο της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής αριστεράς – παρέμβαση στο κίνημα και στη βάση του ρεφορμισμού με την τακτική του ενιαίου μετώπουΓια μας, κάθε εκλογική στάση (πρέπει να) λογοδοτεί στο πολιτικό σχέδιο οικοδόμησης, που σε ό,τι μας αφορά έχει τρεις “πυλώνες”:
    • Οικοδόμηση μαζικής επαναστατικής οργάνωσης: Στο πλαίσιο αυτό, είμαστε ανοιχτοί και στο ενδεχόμενο συγκέντρωσης δυνάμεων με ενοποίηση με άλλες επαναστατικές οργανώσεις – υπό προϋποθέσεις φυσικά.
    • Οικοδόμηση “ενδιάμεσου” πολιτικού και κινηματικού συσχετισμού δύναμης, με τη συγκρότηση αντικαπιταλιστικού πόλου-μετώπου, με προγραμματικές και άλλες προϋποθέσεις που θα εξασφαλίζουν πραγματικά κοινή στάση στις κεντρικές διακυβεύσεις της συγκυρίας.
    • Παρέμβαση στο κίνημα και στην πολιτική επιρροή του ρεφορμισμού με βάση την τακτική του ενιαίου μετώπου.

    Σε ό,τι μας αφορά, η εκλογική μας στάση οφείλει να παίρνει υπόψη της την “ισορροπία” και τον συνδυασμό αυτών των τριών “πυλώνων”.

     

    Το ενιαίο μέτωπο και οι παρεξηγήσεις γύρω απ’ αυτό

    Η τακτική του ενιαίου μετώπου είναι ένας από τους τρεις κρίσιμους πυλώνες του σχεδίου μας οικοδόμησης. Υπενθυμίζουμε λοιπόν τι είναι (και τι δεν είναι) το ενιαίο μέτωπο:

    • Η τακτική του ενιαίου μετώπου αφορά τη σχέση με τον ρεφορμισμό. Είναι η ενότητα στη δράση των μαζικών κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων της εργατικής τάξης και των κινημάτων αντίστασης. Χωρίς αυτό το στοιχείο, δεν μιλάμε για ενιαίο μέτωπο, αλλά για τακτική που εμπνέεται από τις αρχές του ενιαίου μετώπου. Οι κανόνες της ενιαιομετωπικής τακτικής μεταξύ κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων που ανήκουν στην αντικαπιταλιστική (ή άκρα ή εξωκοινοβουλευτική) αριστερά σχετίζονται και εμπνέονται μεν, δεν ταυτίζονται δε με τους κανόνες που διέπουν τη σχέση με τον ρεφορμισμό.
    • Η τακτική του ενιαίου μετώπου δεν είναι απλώς τακτική ενότητας στη δράση. Είναι διπλή τακτική: α) ενότητας στη δράση, αλλά ταυτόχρονα και β) αντιπαράθεσης με τον ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό. Είναι δηλαδή επαναστατική τακτική συγκρότησης α) του εργατικού κινήματος (και των κινημάτων αντίστασης γενικότερα) και β) του αντικαπιταλιστικού -επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου. Δεν ισχύει λοιπόν ότι με αυτούς που ενωνόμαστε στη δράση μέσα στο κίνημα συμφωνούμε κατ’ ανάγκην και πολιτικά ή έστω, στο όνομα “καλών τρόπων” ή “καλού κλίματος” σαν προϋπόθεση ή παράγωγο της ενότητας στη δράση, παραμερίζουμε και δεν αναφερόμαστε στις διαφορές μας. Δεν ισχύει επίσης ότι η ενότητα στη δράση προεκτείνεται “αυτόματα” σε πολιτική ενότητα (δημιουργία κοινού πολιτικού μετώπου, πόλου κ.λπ.). Αντίθετα, στην τακτική του ενιαίου μετώπου η ενότητα στη δράση, ταυτόχρονα και στο πλαίσιο της κοινής δράσης (και όχι ανεξάρτητα ή έξω απ’ αυτήν), συμπληρώνεται από τον πολιτικό, θεωρητικό και στρατηγικό ανταγωνισμό με τον ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό.
    • Η χρήση του όρου ενιαίο μέτωπο σε μεγάλη έκταση στους χώρους της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής αριστεράς αλλά και σε χώρους του ρεφορμισμού είναι καταρχήν θετική, βαρύνεται όμως από εκτεταμένες συγχύσεις. Δύο είναι οι βασικές “παρεξηγήσεις”, που αμφότερες συνιστούν αντιστροφή των όρων:

    Πρώτο, ο σεχταρισμός:

    Σεχταρισμός είναι να πιστεύεις ότι ο ανταγωνισμός για τα διαφορετικά πολιτικά σχέδια και τη στρατηγική πρέπει να επεκτείνεται και στα ζητήματα της κοινής δράσης. Πολλές δυνάμεις της άκρας αριστεράς έχουν αυτή την αντίληψη, που εκδηλώνεται συνήθως με δύο τρόπους: α) με την απαίτηση να τίθενται γενικότερα πολιτικά προαπαιτούμενα για να υπάρξουν κοινές δράσεις για συγκεκριμένα ζητήματα (με τη μορφή κοινών “πλαισίων”), β) με τη θέση ότι δεν πρέπει να υπάρχει ενότητα στη δράση με τις δυνάμεις του ρεφορμισμού.

    Δεύτερο, ο οπορτουνισμός:

    Οπορτουνισμός είναι να πιστεύεις ότι η ενότητα στη δράση πρέπει και μπορεί να επεκταθεί σε γενικότερη πολιτική ενότητα, ακόμη και αν υπάρχουν προγραμματικές και πολιτικές διαφορές σε κρίσιμα ζητήματα της συγκυρίας που χωρίς μια ξεκάθαρη θέση σε αυτά δεν μπορείς καν να κάνεις (κοινή) πολιτική.Βασικός εκφραστής της σεχταριστικής λογικής είναι το ΚΚΕ (με την πιο ακραία και “καθαρή” εκδοχή σεχταρισμού, που παραπέμπει στις σταλινικές τακτικές της “τρίτης περιόδου” του Μεσοπολέμου). Λιγότερο ακραίες αλλά σοβαρές ως προς τις πολιτικές τους συνέπειες εκδοχές υπάρχουν και στην αντικαπιταλιστική αριστερά (δυνάμεις Ανταρσύα, λοιπή άκρα αριστερά).

    Στον αντίποδα, εκφραστές της οπορτουνιστικής λογικής είναι οι κυρίαρχες δυνάμεις της πρωτοβουλίας για ενότητα όλης της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στις εκλογές (Στούντιο, κείμενο των “5”) αλλά και δυνάμεις του αριστερού ρεφορμισμού.

     

    Σε ποιο «στοίχημα» λογοδοτεί η στάση μας

     

    Με ποιο κριτήριο καθορίζουμε τη στάση μας στις εκλογές; Όχι με κανόνες γενικής πολιτικής ορθότητας, αλλά, συνδυαστικά, με βάση τρία κριτήρια:

    α) Να συμβάλλει, να αποτελεί ακόμη ένα βηματάκι στο πλαίσιο του σχεδίου οικοδόμησης (όπως εκτέθηκε σε “τίτλους” παραπάνω) στην κατεύθυνση της συγκρότησης μαζικού αντικαπιταλιστικού-επαναστατικού κόμματος.

    β) Για τον σκοπό αυτό, να παίρνει υπόψη της τις διακυβεύσεις των εκλογών, τόσο σε σχέση με το σύστημα όσο και σε σχέση με τις διεργασίες και μετατοπίσεις εντός της Αριστεράς.

    γ) Να είναι συμβατή με τις πραγματικές δυνατότητες αξιοποίησης της όποιας εκλογικής στάσης αλλά και απεύθυνσης της οργάνωσής μας. Κάθε πολιτική είναι πολιτική από και για συγκεκριμένο πολιτικό υποκείμενο και όχι “συστάσεις από μακριά” προς την εργατική τάξη, “οδηγίες προς ναυτιλλομένους” ή υποδείξεις προς τρίτους.

    Με τον συνδυασμό αυτών των κριτηρίων:

    Δεν υιοθετούμε μια παρέμβαση με βάση την κεντρική διακύβευση των εκλογών (αν θα πέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη). Υπάρχουν στην ιστορική μας παράδοση τέτοιου τύπου παραδείγματα παρέμβασης, με βάση τη λογική “στηρίζουμε όπως το σκοινί τον κρεμασμένο” (Λένιν), με κριτήριο ότι αν υπάρχει λαϊκό ρεύμα που επενδύει τον θυμό του και τις ελπίδες του απέναντι στο σύστημα και στα κόμματά του σε κάποιο ρεφορμιστικό κόμμα (στη δική μας περίπτωση, στον ΣΥΡΙΖΑ για να φύγει ο Μητσοτάκης), τότε μια ψήφος σε αυτό το κόμμα με ταυτόχρονη ανάδειξη του δικού μας προγράμματος και καταδίκη-καταγγελία (όχι απλώς κριτική) της ηγεσίας του και του προγράμματός του και προειδοποίηση ότι θα προδώσει ξανά και ξανά τις ελπίδες της εργατικής τάξης και της νεολαίας, μπορεί να υπάρξει, λογοδοτώντας στο κριτήριο ότι οι “μάζες” μαθαίνουν από την ίδια τους την πείρα κι όχι από διακηρύξεις. Το πρόβλημα είναι ότι μια τέτοια στάση θα κατέστρεφε τις προϋποθέσεις για να υπηρετήσουμε τον αντικειμενικό στόχο κάθε εκλογικής στάσης: να γίνουμε ικανότεροι στο να επηρεάσουμε τις διεργασίες για τη συγκρότηση μαζικής επαναστατικής οργάνωσης και αντικαπιταλιστικού πόλου-μετώπου. Με τέτοια έκταση και βάθος των συγχύσεων για το ενιαίο μέτωπο και τόσο μικρή προεργασία στο ξεκαθάρισμά αυτών των συγχύσεων, μια τέτοια στάση θα ήταν απλώς ακατανόητη και θα κατέστρεφε σχέσεις και δυνατότητες χωρίς να οικοδομεί τίποτε για την “επόμενη μέρα”. Γι’ αυτό τον λόγο άλλωστε δεν υπάρχει η δυνατότητα μια τέτοια εκλογική τακτική να υιοθετηθεί από έναν ευρύτερο πόλο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ώστε να μην είναι “οδηγίες από μακριά” αλλά δυνατότητα πραγματικής παρέμβασης για οικοδόμηση σχέσεων επιρροής με τμήμα του κόσμου του ρεφορμισμού.

    • Δεν επιλέγουμε την κριτική υποστήριξη στο ΚΚΕ ή το ΜΕΡΑ25, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω στο κείμενο. Ψήφος στο ΚΚΕ είναι ψήφος στον πολιτικό συντηρητισμό και τον σεχταρισμό εντός της Αριστεράς – και για να δυναμώσει ο συσχετισμός υπέρ αυτού μέσα στην Αριστερά. Ψήφος στο ΜΕΡΑ25 είναι ψήφος σε μια ετεροχρονισμένη και μεταμοντέρνα αναπαλαίωση των αδυναμιών και αδιεξόδων της αριστερής κριτικής στην ηγεσία Τσίπρα μέχρι και τη μνημονιακή στροφή του 2015 – και για να ενισχυθεί αυτό το πολιτικό σχέδιο εντός της Αριστεράς.
    • Δεν επιλέγουμε το «Ψήφος στην Αριστερά (ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25, Ανταρσύα)», γιατί αυτό θα σήμαινε ότι δεν προκρίνουμε κανένα σχέδιο και καμιά κατεύθυνση όσον αφορά τους συσχετισμούς δύναμης και τις διεργασίες μέσα στην Αριστερά. Ωστόσο, το ΚΚΕ και το ΜΕΡΑ25 είναι δυνάμεις του ρεφορμισμού, με τις οποίες -για διαφορετικούς για καθεμιά λόγους- δεν συναντιόμαστε παρά ελάχιστα σε ενότητα στη δράση στο κίνημα, ενώ η Ανταρσύα είναι μέτωπό δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με τις οποίες επιπλέον συναντιόμαστε συχνά σε κοινές δράσεις και μάχες.
    • Υιοθετούμε επομένως μια παρέμβαση με βάση τους δύο άλλους άξονες του σχεδίου μας οικοδόμησης: επαναστατική οργάνωση και αντικαπιταλιστικός πόλος-μέτωπο. Παρ’ όλα αυτά, η ανάγκη απεύθυνσης στον κόσμο του ρεφορμισμού (με ό,τι γράφουμε, λέμε, “ζυμώνουμε” σε συζητήσεις και παρεμβάσεις) εξακολουθεί να υπάρχει και πρέπει να υπηρετηθεί. Δεν πρέπει να απευθυνόμαστε σε αυτόν τον κόσμο υπεροπτικά και τελεσιγραφικά («πότε επιτέλους θα αντιληφθείς και θα αποτινάξεις τις αυταπάτες σου και θα έρθεις σε μας») ή διαγράφοντας τη βασική πολιτική διακύβευση των εκλογών («Δεν έχει σημασία αν θα καταψηφιστεί ο Μητσοτάκης, όποιος και να έρθει, το ίδιο θα είναι», «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αστικό κόμμα» και δεν διαφέρει από τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ κ.λπ.).

     

    Η θέση μας: Κριτική ψήφος στην Ανταρσύα, με το βλέμμα στην «επόμενη μέρα»

    Με βάση τέτοια κριτήρια και τέτοιες εκτιμήσεις, καταλήγουμε στη θέση για κριτική υποστήριξη της Ανταρσύα στις εκλογές.

    Υποστήριξη γιατί:

    α) Εκπροσωπεί την πρώτη σημαντική απόπειρα για δημιουργία πολιτικού πόλου-μετώπου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, με πανελλαδική αναγνωρισιμότητα και καταγραφή.

    β) Η συγκρότησή της ενίσχυσε την ενότητα στη δράση, τον συσχετισμό και την παρουσία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε κοινωνικούς χώρους και κινήματα (φοιτητές, εκπαιδευτικοί, υγεία, δήμοι).

    γ) Η συμπόρευση των δυνάμεών της χαρακτηρίστηκε από αξιόλογη και προωθητική προγραμματική συμφωνία, με θετικές μετατοπίσεις σε κρίσιμα και “δύσβατα” ζητήματα (“εθνικά θέματα”, εθνικισμός, ελληνο-τουρκικός ανταγωνισμός και πόλεμος – αντιρατσισμός και αντισεξισμός), στο πλαίσιο μιας αντικαπιταλιστικής-ανατρεπτικής στρατηγικής.

    Κριτική γιατί:

    • Δεν ξεκαθαρίστηκε και αντίθετα παρέμεινε ασαφές εξαρχής το κρίσιμο ζήτημα τι εργαλείο ήταν το μέτωπο και σε ποια προοπτική εντασσόταν. Εκδηλώθηκαν έτσι, συχνά με ανταγωνιστικό τρόπο, πολύ διαφορετικές απόψεις και πολιτικές “ιδιοσυγκρασίες”: που συνέχεαν τη μορφή μέτωπο με τη μορφή κόμμα, που αντιμετώπιζαν το μέτωπο είτε σαν “προστάδιο” για τη δημιουργία νέου αντικαπιταλιστικού κόμματος είτε εργαλειακά σαν πλαίσιο παρέμβασης για την ενίσχυση των επιμέρους οργανώσεων, που ήθελαν ή δεν ήθελαν μαζικές διαδικασίες και λειτουργίες βάσης, που ήταν ευεπίφορες σε ηγεμονισμούς κ.λπ.
    • Παρέμειναν σημαντικές διαφωνίες για τον τρόπο που η Ανταρσύα ασκούσε πολιτική. Έτσι, ενώ δεν υπήρχαν σημαντικές προγραμματικές διαφωνίες, υπήρχαν σημαντικές διαφωνίες στον τρόπο άσκησης πολιτικής, που σχετίζονταν με τον τρόπο κατανόησης της τακτικής του ενιαίου μετώπου (με τα “συμμετρικά” λάθη του σεχταρισμού και του οπορτουνισμού να έχουν ιδιαίτερο βάρος) και έφερναν διαρκώς σε οξεία αντίφαση την προωθημένη προγραμματική συμφωνία με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές.

    Ωστόσο, η Ανταρσύα εκπροσωπεί θετικές παρακαταθήκες και ένα σημαντικό στοιχείο του πολιτικού σχεδίου οικοδόμησης μαζικού αντικαπιταλιστικού-επαναστατικού κόμματος, που παραμένει και δεν παραγράφεται εξαιτίας της κρίσης της: τον “ενδιάμεσο κρίκο” του αντικαπιταλιστικού πολιτικού μετώπου-συσχετισμού.

    Με το βλέμμα στην “επόμενη μέρα” των εκλογών, η συζήτηση για ένα νέο μέτωπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, που δεν μπορεί να είναι απλώς “προέκταση” ή διεύρυνση της Ανταρσύα, γονιμοποιημένη από την πείρα της Ανταρσύα αλλά και την πείρα από την παρέμβαση δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής αριστεράς στον Σύριζα μέχρι και το 2015, πρέπει να ξαναρχίσει αμέσως μετά τις εκλογές.

    Η κριτική μας ψήφος στην Ανταρσύα ισοδυναμεί λοιπόν με πολιτική διαθεσιμότητα για μια τέτοια συζήτηση.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.