Η κυβέρνηση του ταξικού ρεβανσισμού και του «γύψου» μπορεί και πρέπει να ανατραπεί!

image_pdfimage_print

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο του φύλλου 24 της εφημερίδας “Κόκκινο Νήμα” που κυκλοφορεί”

Τα προδρομικά σημάδια νέου κινηματικού κύκλου και το «πεζοδρόμιο» σαν καταλύτης πολιτικών εξελίξεων

του Πάνου Κοσμά

Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου 2020 γίναμε μάρτυρες μιας σημαντικής εξέλιξης που τροποποιεί τη «μηχανική» των πολιτικών εξελίξεων ενεργοποιώντας σειρά συνεπειών: επανεμφανίστηκε ο «δρόμος» -με την καθεστωτική έκφραση που περιγράφει τους φόβους των κυβερνώντων, το «πεζοδρόμιο»- ως υπολογίσιμος παράγοντας των πολιτικών εξελίξεων. Είναι το νέο, μεγάλο γεγονός πάνω στο οποίο θα σκύψουν αναγκαστικά όλες οι πολιτικές δυνάμεις, για να το αναλύσουν, να διαγνώσουν και εκτιμήσουν τις συνέπειές του, να συνυπολογίσουν την κατ’ εκτίμηση δυναμική του, να υπολογίσουν τους κινδύνους ή τις ευκαιρίες που εμπεριέχει για τη στρατηγική τους και τα συμφέροντα που εκπροσωπούν. Αυτά ισχύουν εξίσου, αν και με διαφορετικό τρόπο, τόσο για τις καθεστωτικές δυνάμεις όσο και για τις δυνάμεις και τα ρεύματα της Αριστεράς και του αναρχικού χώρου. «Εγεννήθη ημίν παιδίον νέον» – και το νέο για άλλους είναι επίφοβο, για άλλους «περίπλοκο» και για άλλους χαρμόσυνο. Από αυτό το σημείο πρέπει πλέον να ξεκινά κάθε πολιτική εκτίμηση της συγκυρίας, κάθε ανάλυση και κάθε αναζήτηση, νέα, επικαιροποιημένη ή απλώς αναπαλαιωμένη, σχετικά με τις πολιτικές προοπτικές.

Oταν λέμε «δρόμος», «πεζοδρόμιο» ή απλώς κίνημα, δεν εννοούμε τις πορείες -ακόμη και με αξιοσημείωτη μαζικότητα- που το σώμα τους αποτελείται από στρατευμένο κόσμο της Αριστεράς˙ αυτό είναι δείκτης της κατάστασης ή των διαθέσεων των στρατευμένων δυνάμεων της Αριστεράς, αλλά όχι -τουλάχιστον όχι κατ’ ανάγκη- δείκτης ευρύτερων λαϊκών διαθέσεων. Οι κινητοποιήσεις της εβδομάδας ύστερα από το ξέσπασμα των γεγονότων στη Ν. Σμύρνη διακρίνονταν ακριβώς από αυτό το νέο στοιχείο: τη συμμετοχή ευρύτερου κόσμου που βγήκε από την αδράνεια και την αποστασιοποίηση για να εκφράσει ενεργά, στον δρόμο, τις αγωνίες του και τον θυμό του.

Ο χαρακτήρας της κυβέρνησης και το σύνθημα «Να φύγουν»!

Αν οι πολιτικές δυνάμεις δεν είναι απλώς αυτά που λένε, που τυπώνουν σε τετράπτυχα ή αναρτούν στους επίσημους ιστότοπους του κόμματος, οι κυβερνήσεις δεν είναι μόνο αυτά που νομοθετούν. Ο μονόπλευρα «προγραμματικός» καθορισμός του χαρακτήρα των κυβερνήσεων γίνεται τόσο περισσότερο ελλιπής και ακατάλληλος όσο προχωράμε πιο βαθιά στη συγκυρία του «πολεμικού» καπιταλισμού των διαδοχικών και πολλαπλών κρίσεων. Στην εποχή αυτή, δεν επιδεινώνεται μόνο το περιεχόμενο του κυβερνητικού νομοθετικού έργου, αλλά γίνονται τεκτονικές μετατοπίσεις σε πολλά και σημαντικά επίπεδα: στις κοινωνικές συμμαχίες του μπλοκ εξουσίας και στα πολιτικά του στηρίγματα, στις κρατικές πρακτικές – στο κράτος, στο πραγματικό «σύνταγμα» που καθορίζει στην πράξη τα δικαιώματα και τη «νομιμότητα» των κοινωνικών πρακτικών. Σε αντίθεση με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Ιουλίου 2019, που ήταν προγραμματικά μνημονιακή, καθεστωτικά υποτελής αλλά ταυτόχρονα αναγκασμένη να αναφέρεται σε άλλον «λαό», επομένως αμφιταλαντευόμενη, «ανεπιθύμητη» και «ακατάλληλη» να βγάλει όλη τη βρόμικη δουλειά που απαιτεί η άρχουσα τάξη, η κυβέρνηση της ΝΔ είναι κάτι διαφορετικό: είναι η πολιτική μηχανή που με τη μέθοδο του οδοστρωτήρα επιδιώκει να ισοπεδώσει τις αντιστάσεις, να καταργήσει ολοσχερώς το πραγματικό «σύνταγμα» των δικαιωμάτων και κατακτήσεων, να αυξήσει κατακόρυφα το ρίσκο και τη διακινδύνευση για κάθε είδους κοινωνική και πολιτική πρακτική αντίστασης, να νομιμοποιήσει κρατικές πρακτικές που προσιδιάζουν σε κοινοβουλευτική χούντα. Είναι κυβέρνηση ταξικού ρεβανσισμού και προληπτικής αντεπανάστασης.
Επειδή όμως είναι έτσι διαπιστωμένα, κι όχι απλώς με βάση κάποια θεωρητική ανάλυση, επειδή το βασικό αντικείμενο της ταξικής πάλης είναι αν αυτές της οι επιδιώξεις θα υλοποιηθούν ή όχι, γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να θέσουμε τον στόχο -και το σύνθημα- «Να φύγουν». Ό,τι η Αριστερά ισχυρίζεται δημόσια, πρέπει να) έχει τις αναπόφευκτες συνέπειές του. Όπως την περίοδο των μνημονίων, το αίτημα-σύνθημα να καταργηθούν τα μνημόνια είχε την αναπόφευκτη συνεπαγωγή ότι έπρεπε να παλέψουμε για την ανατροπή του αστικού-μνημονιακού πολιτικού συστήματος, κι αυτό με τη σειρά του σήμαινε ότι έπρεπε να προετοιμαστούμε για τη σύγκρουση με το αστικό καθεστώς και τους ιμπεριαλιστές συμμάχους καιν προστάτες του, έτσι και τώρα: στον βαθμό που εννοούμε ότι θέλουμε να παλέψουμε για να μην υλοποιηθεί ένα τέτοιο κυβερνητικό πρόγραμμα, και μάλιστα με μεθόδους λατινοαμερικανικής καταστολής και κοινοβουλευτικής χούντας, στον ίδιο βαθμό είμαστε υποχρεωμένοι να θέσουμε το αίτημα-σύνθημα «Να φύγουν».

Ο συσχετισμός δύναμης

Μέχρι πρόσφατα, η πλειονότητα των δυνάμεων της Αριστεράς δεν είχε βρει την έξοδο από τον κύκλο της βαριάς ήττας του 2015. Η συνήθεια να μεταφράζει τη δική της ήττα σε υπερβολική αίσθηση του αρνητικού συσχετισμού δύναμης ήταν διαδεδομένη στους κόλπους της. Η επανεμφάνιση του κινήματος τείνει να δημιουργήσει σε διάφορα κομμάτια της το συμμετρικό λάθος στην εκτίμηση της συγκυρίας και του συσχετισμού δύναμης. Εμφανίζονται εκτιμήσεις για «ασταθή» κυβέρνηση που μπορεί, πιεσμένη από ένα κινηματικό κρεσέντο, να πέσει μάλλον εύκολα και σύντομα. Πρέπει λοιπόν να βάλουμε τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση. Η άποψη πως για το γεγονός ότι ανέλαβε τη διακυβέρνηση μια τέτοια «πολεμική» δεξιά χωρίς ουσιαστική κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση επί σχεδόν δύο χρόνια ευθύνεται η προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι μισή αλήθεια – και ισοδυναμεί με ψέμα. Είναι σαν να λέμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε μια τέτοια δεξιά στην εξουσία – η άρχουσα τάξη, οι εξελίξεις στον ίδιο τον καπιταλισμό τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια αλλά ιδιαίτερα μετά το 2008, διεθνώς κι όχι μόνο στην Ελλάδα, δεν έχουν κάποια σχέση με το γεγονός. Πρόκειται για ευτελή εκδοχή της θεωρίας του «λειτουργικού δικομματισμού», σύμφωνα με την οποία κάθε πόλος του έρχεται στην κυβέρνηση εξαιτίας της φθοράς και των λαθών του άλλου. Κάθε φορά ο ένας πόλος του δικομματισμού φέρνει τον άλλον στην κυβέρνηση – έτσι απλά! Μια τέτοια λογική εξυπηρετεί ιδιαίτερα τις δυνάμεις και τα ρεύματα της Αριστεράς που έχουν δυσανεξία στη συζήτηση του απολογισμού της περιόδου 2010-2015 και είναι απολύτως συμβατή με την αποϊδεολογικοποίηση που κάνει θραύση στις γραμμές της. Ασφαλώς ο ΣΥΡΙΖΑ ευθύνεται για το γεγονός ότι προδίδοντας το αντιμνημονιακό κίνημα άνοιξε τον δρόμο και έλυσε τα χέρια στον Μητσοτάκη. Ωστόσο, με ή χωρίς κορύφωση της ταξικής σύγκρουσης, με ή χωρίς προδοσίες τύπου ΣΥΡΙΖΑ, ο πολιτικός αυταρχισμός, οι ποικίλες εκδοχές του κράτους «έκτακτης ανάγκης» και οι ποικίλες εκδοχές της νέας δεξιάς-ακροδεξιάς είναι το κυρίαρχο πολιτικό μοτίβο στον καπιταλισμό διεθνώς. Ο «πολεμικός» καπιταλισμός είναι το πολιτικό εποικοδόμημα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης στη φάση των διαδοχικών και πολλαπλών κρίσεων. Η απολύτως δίκαιη κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να «τυφλώνει» την Αριστερά ως το σημείο να μην καταλαβαίνει ότι η άρχουσα τάξη έκανε πανστρατιά ώστε το 2019 να νικήσει ο Μητσοτάκης και να απέλθει ντροπιασμένος ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν λοιπόν είναι αλήθεια ότι η μνημονιακή μεταστροφή και κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ ευθύνεται για το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης νίκησε στις εκλογές του 2019, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 2019 νίκησε, με συστηματική καμπάνια και «αγώνα», η αστική τάξη. Η οποία δεν παρακολουθεί βαριεστημένα και απαθώς τις επιτυχίες και αποτυχίες, τη φθορά και εναλλαγή των πόλων του υποτιθέμενου «λειτουργικού δικομματισμού» στην κυβερνητική εξουσία, αλλά χτίζει συστηματικά και ταχύρρυθμα ένα καθεστώς κοινοβουλευτικής αυταρχίας («χούντας») με όλο και εντονότερες όψεις κράτους «έκτακτης ανάγκης»˙ η οποία δεν κάνει συμβιβασμούς με τα «θέλω» της˙ η οποία δεν εμπιστεύεται «ακατάλληλα» πολιτικά εργαλεία όπως ο ΣΥΡΙΖΑ για τις πολύ σημαντικές «δουλειές» της.
Όλα αυτά σχετίζονται απόλυτα με την εκτίμηση του συσχετισμού δύναμης και των προοπτικών. Χάρη στις πολλαπλές πολιτικές και ιδεολογικές χορηγίες των κέντρων και των μηχανισμών της άρχουσας τάξης, χάρη στην προϊούσα κρίση αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων και την αποσύνθεση των εργατικών συλλογικοτήτων, ασφαλώς και με τις ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ, το κοινωνικό μπλοκ εξουσίας που στηρίζει την κυβέρνηση της ΝΔ αποκτά χαρακτηριστικά, στήριξη από την αστική τάξη και άρα ανθεκτικότητα σαν και αυτά που είχε σε πολιτικές περιόδους πολύ μακρινές: τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Η επανεμφάνιση του κινήματος έφερε, για πρώτη φορά στη διετία της κυβερνητικής της θητείας, σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι βάσεις του κοινωνικού μπλοκ εξουσίας που τη στηρίζει έχουν θρυμματιστεί. Η κυβέρνηση στριμώχνεται αλλά δεν «απομονώνεται κοινωνικά» ούτε πολύ περισσότερο «παραπαίει», και δεν έχει ξεμείνει από πολιτικές εναλλακτικές (μία από αυτές, αρκετά πιθανή, είναι η προσφυγή σε πρόωρες εκλογές). Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ δεν κερδίζουν τίποτε, και η αριστερόστροφη «αφύπνιση» που υποδηλώνει η επανεμφάνιση του κινήματος δεν έχει το πολιτικό της αντίστοιχο ώστε να μετατραπεί σε πολιτικό «πολλαπλασιαστή δύναμης». Ο πολιτικός συσχετισμός δύναμης μετατοπίζεται θετικότερα, αλλά έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.

Κίνημα και Αριστερά: οι προϋποθέσεις για μια νέα «συνάντηση»

Για όσο διάστημα η κυβέρνηση υλοποιούσε το σχέδιό της χωρίς αντιπολίτευση στον δρόμο, το σύνθημα «Να φύγουν» (θα) είχε απλώς προπαγανδιστικό χαρακτήρα. Η επανεμφάνιση όμως του κινήματος σαν παραμέτρου των εξελίξεων, δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε αυτό το σύνθημα να μετατραπεί από προπαγανδιστικό σε «πραγματικό». Ωστόσο, θα πρέπει να είναι προφανές ότι θα αποκτά τόσο περισσότερο πραγματικό χαρακτήρα όσο η ενέργεια των ευρύτερων λαϊκών διαθέσεων δεν θα σπαταλιέται πολιτικά με αδιέξοδο τρόπο. Έχοντας γνωρίσει εγκληματικές εκδοχές τέτοιας σπατάλης στο παρελθόν -ιδιαίτερα κατά τον πρόσφατο κύκλο αγώνων 2010-2015- η Αριστερά θα κληθεί να αποδείξει ότι κατανόησε τα διδάγματα, έβγαλε τα συμπεράσματα και δεν θα επαναλάβει τα ίδια λάθη. Δυστυχώς, και δεδομένου ότι η απροθυμία στους κόλπους της Αριστεράς να συζητήσει ουσιαστικά τον απολογισμό της περιόδου 2010-2015 υπήρξε εκκωφαντική και διαρκεί μέχρι και σήμερα- οι ελπίδες να παρουσιαστεί η Αριστερά έτοιμη και «ώριμη» στις απαρχές ενός νέου κινηματικού κύκλου δεν είναι πολλές. Ταυτόχρονα όμως, το «μαστίγιο της αντίδρασης» δεν αστειεύεται και δεν αφήνει πολλά περιθώρια για επιμέρους ναρκισσισμούς και αυτάρκειες. Ακόμη σημαντικότερο: ο κόσμος που επανακάμπτει στις κινηματικές δράσεις θα αποδειχθεί πολύ δύσπιστος και πολύ απαιτητικός για να αποδεχθεί οποιοδήποτε ρεύμα της Αριστεράς σαν ηγεσία στον αγώνα και -πολύ περισσότερο- σαν πολιτικό εκπρόσωπο. Η Αριστερά θα χρειαστεί να δώσει «διαπιστευτήρια», να επιδείξει -και αποδείξει- δεξιότητες στην αποτελεσματική οργάνωση των αντιστάσεων, να γίνει πειστική σαν φορέας νικηφόρου πολιτικού σχεδίου. Κοντά στο νου κι η γνώση: η χαρά για το γεγονός της επανεμφάνισης του κινήματος ως παράγοντα και, ενδεχομένως και υπό προϋποθέσεις, καταλύτη των πολιτικών εξελίξεων πρέπει να τονίσει και όχι να… εξαφανίσει την αίσθηση των αδυναμιών. Αν η Αριστερά συνεχίσει από κει που σταμάτησε τον Ιούλιο του 2015, αποδεικνύοντας ότι δεν διδάχθηκε τίποτε, θα δυσκολευτεί πολύ να «πιάσει επαφή» με τον κόσμο του κινήματος.

Κίνημα και πολιτικές προοπτικές

Η συνείδηση ότι έχοντας απέναντί μας μια κυβέρνηση-πολεμική μηχανή του κεφαλαίου πρέπει να ενωθούμε για να την αντιμετωπίσουμε, είναι όχι μόνο διαδεδομένη αλλά και απολύτως σωστή! Είναι η ώρα της τακτικής του ενιαίου μετώπου˙ η ώρα να ανακληθούν οι μνήμες και οι δεξιότητες της μαζικής πολιτικής, της τέχνης του να ενωνόμαστε στον αγώνα. «Χτυπάμε μαζί»: το σύνθημα του Μεσοπολέμου ξαναγίνεται επίκαιρο με όρους άμεσης και απόλυτης αναγκαιότητας! Στο όνομα του κόσμου της Αριστεράς, του κόσμου της εργασίας και του κόσμου των κινημάτων, που κατανοούν την ανάγκη συγκέντρωσης δυνάμεων στον αγώνα.
Ποιους αφορά αυτό; Εδώ πρέπει να είμαστε καθαροί: τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, το ΜΕΡΑ25, την αντικαπιταλιστική και επαναστατική αριστερά, την αναρχία. Τι αφορά; Κοινές δηλώσεις ενάντια σε συγκεκριμένες κυβερνητικές πολιτικές και κρατικές πρακτικές, κοινά καλέσματα σε πορείες και άλλα κινηματικά γεγονότα, κοινές πρωτοβουλίες για συγκεκριμένο στόχο/ους, κείμενα υπογραφών, οργανωτικές συνεννοήσεις για την αποτελεσματικότερη υλοποίηση όλων αυτών. Από αυτή την άποψη, η κοινή δήλωση ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΜΕΡΑ25 με αφορμή την απαγόρευση της πορείας στην επέτειο του Πολυτεχνείου ήταν πολύ θετικό γεγονός: αναπτέρωσε το ηθικό, έδωσε αυτοπεποίθηση, τόνωσε την αίσθηση της συντροφικότητας στους αγωνιστές και αγωνίστριες της Αριστεράς, συνέβαλε στο να δοθεί αποτελεσματικά η μάχη. Τα κείμενα δικηγόρων και πανεπιστημιακών κ.λπ., με εκατοντάδες υπογραφές από όλο το αριστερό πολιτικό φάσμα -και πέραν αυτού- ήταν επίσης τέτοια θετικά παραδείγματα.
Ωστόσο, έχοντας πει αυτό, πρέπει ταυτόχρονα να αποστασιοποιηθούμε από μια απολίτικη και φετιχιστική αντίληψη για το κίνημα σαν υποτιθέμενη πρωτογενή ύλη «αγνότητας» που διαφθείρεται από την επέμβαση της πολιτικής. Δεν υπήρξε ούτε υπάρχει κίνημα που αναπτύσσεται σε κενό ιδεών, ιδεολογικοπολιτικών συσχετισμών και επιρροών. Επίσης δεν υπάρχουν πολιτικές προοπτικές, προσανατολισμοί και στρατηγικές που αναπτύσσονται και επιβεβαιώνονται έξω και άσχετα από το κίνημα. Την ίδια στιγμή και στον ίδιο «χώρο» που (πρέπει να) ενωνόμαστε στον αγώνα, κάθε πολιτικός χώρος δίνει τη μάχη για διαφορετικές πολιτικές προοπτικές, προσανατολισμούς και στρατηγικές. Το 2015 είναι πολύ κοντά για να ξεχνάμε ότι χωρίς στιβαρό πολιτικό σχέδιο και στρατηγική, και χωρίς ανάλογη σοβαρή οργανωτική προετοιμασία, θα δοκιμάζουμε ξανά και ξανά την πικρή γεύση της ήττας. Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται το δεύτερο -και αδιαχώριστο από το πρώτο- συστατικό της τακτικής του ενιαίου μετώπου: το «βαδίζουμε χωριστά» (ενώ «χτυπάμε μαζί»).
Και για να το κάνουμε συγκεκριμένο:
Το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ είναι καθαρό: Δεν θα «υποκινήσει» το κίνημα αλλά θα αναφέρεται προπαγανδιστικά σε αυτό για να εξασφαλίσει αριστερές και κινηματικές εκλογικές εφεδρείες˙ δεν θα υιοθετήσει την τακτική του «πεζοδρομίου», της ρήξης και της επίσπευσης των πολιτικών εξελίξεων που σηματοδοτεί το σύνθημα «Να φύγουν» ή «Να τους ανατρέψουμε», αλλά θα αποδυθεί σε αβαθή προπαγανδιστικό αγώνα αξιοποίησης της δυσαρέσκειας προς την κυβέρνηση˙ δεν έχει κανένα σκοπό να αλλάξει στρατηγική ρότα και να επανέλθει, έστω και προπαγανδιστικά και αόριστα, σε κάποιου στρατηγική ρήξης με την αστική τάξη – παρόλο που αυτή στέκεται απαξιωτικά και επιθετικά απέναντί του και δείχνει με κάθε τρόπο πως το θεωρεί «ακατάλληλο» και «ανεπιθύμητο»˙ δεν πρόκειται καν να κάνει σοβαρή αντιπολίτευση. Θα περιμένει τις εκλογές χωρίς καν να τις ζητάει – θεωρία του «ώριμου φρούτου». Δεν έχουμε κανένα λόγο να προσυπογράψουμε μια τέτοια πολιτική προοπτική ή να γίνουμε οι εξ αριστερών νεροκουβαλητές της.
Το πολιτικό σχέδιο του ΚΚΕ είναι επίσης προφανές: πιστό στην… αποχή από τις κάθε φορά τρέχουσες πολιτικές διακυβεύσεις, πιστό στην εκτίμηση ότι η στιγμή για πολιτικές ανατροπές δεν είναι ποτέ «τώρα» αλλά «κάποτε» στο μέλλον, θα συστήνει αγώνες «ανάσχεσης της επίθεσης» και συσπείρωση γύρω από το κόμμα μέχρι να «ωριμάσουν οι συνθήκες» και μετάθεση της «αποφασιστικής σύγκρουσης» σε κάποιο επέκεινα. Ίσως σχετικοποιήσει, αλλά πάντα «πολύ λίγο – πολύ αργά», τον πάγιο σεχταρισμό του καθώς λαμβάνει το μήνυμα ότι δεν ισχύει κανένα «πολιτικό συμβόλαιο» και το κυβερνητικό δόγμα της «μηδενικής ανοχής» αρχίζει πλέον να αφορά και το ίδιο. Δεν έχουμε κανέναν λόγο να υπογράψουμε ένα τέτοιο πολιτικό σχέδιο.
Τι απομένει; Και πώς μέσα σε ένα τέτοιο κενό πολιτικού σχεδίου και «πολιτικού ανάλογου» του κινήματος μπορούμε να αποφύγουμε τον κατακερματισμό και την υπαγωγή του σε αλλότρια πολιτικά σχέδια; Σε συνθήκες τέτοιου πολιτικού κενού πώς θα αποφύγουμε να μεταφραστεί το «Να φύγουν» σε νέα εκλογική αναμονή και νέες εκλογικές αυταπάτες; Και τι θα γίνει αν γίνουν πρόωρες εκλογές; Δεν μπορούμε, στο πλαίσιο ενός τέτοιου κειμένου, να απαντήσουμε σε τέτοια ερωτήματα παρά μόνο με πολύ αφοριστικό και γενικό τρόπο: πρέπει να οικοδομηθεί κατεπειγόντως μια νέα αντικαπιταλιστική πολιτική εναλλακτική. Η ήττα του 2015 οριοθέτησε πολιτικούς χώρους σαν εν δυνάμει φορείς διαφορετικών πολιτικών σχεδίων και στρατηγικών. Είναι η ώρα η αντικαπιταλιστική-επαναστατική αριστερά να αποδείξει ότι μπορεί να είναι ο φορέας μιας μαζικής αντικαπιταλιστικής εναλλακτικής. Και είναι η ώρα η συζήτηση γι’ αυτό να ξεκινήσει!

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.