Η Αριστερά μπροστά στο ενδεχόμενο «θερμού επεισοδίου» ή και πολέμου με την Tουρκία

image_pdfimage_print

Aναδημοσίευση από το commune.org.gr

Μέρος πρώτο: είναι πιθανό ένα πολεμικό επεισόδιο Ελλάδας-Τουρκίας;

Οι δυτικές κοινωνίες ύστερα από τον Β’ Πόλεμο και η ελληνική κοινωνία ύστερα από τον πόλεμο του 1974 στην Κύπρο είχαν πιστέψει ότι ο πόλεμος, ένας «κανονικός» πόλεμος, στην Ευρώπη αλλά και μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, είναι κίνδυνος που έχει παρέλθει. Η επέμβαση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ενάντια στη Σερβία το 1999, αλλά και τα Ίμια το 1996, δεν άλλαξαν αυτή την πεποίθηση. Όσον αφορά τον βομβαρδισμό του Βελιγραδίου, στη δυτική κοινή γνώμη ηγεμόνευσε, παρά τις αντι-δράσεις της Αριστεράς και του αντιπολεμικού κινήματος, η αφήγηση του δυτικού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου ότι επρόκειτο για «νόμιμη πάταξη» ενός «κράτους-ταραξία» στο νότιο άκρο της ευρωπαϊκής ηπείρου, όσον δε αφορά το «θερμό επεισόδιο» στα Ίμια το 1996, η ελληνική κυβέρνηση και η Δύση ενίσχυσαν συνειδητά την πεποίθηση ότι η Δύση μπορεί να διαχειριστεί τέτοια «ατυχήματα» χωρίς να πάρουν επικίνδυνη τροπή. Φαινόταν λοιπόν ότι η διπλωματία και η (γεω)πολιτική χωρίς τη χρήση στρατιωτικών μέσων, με το απαραίτητο «αλατοπίπερο» των εθνικιστικών εξάρσεων και εξοπλισμών που είχαν τον χαρακτήρα μάλλον γεωπολιτικής διπλωματίας, ήταν τα αδιάρρηκτα όρια των κρατικών ανταγωνισμών για τις χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο αυτοπεποίθησης της ιμπεριαλιστικής Δύσης ότι είναι άτρωτη στα ευρωπαϊκά της σύνορα, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έπεσε σαν βόμβα. Το ξάφνιασμα δηλώθηκε με την πλήρως ανακριβή πλην εύγλωττη φράση «πόλεμος για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ήπειρο ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» – είπαμε: η ΝΑΤΟϊκή επιδρομή στο Βελιγράδι το 1999 δεν λογίζεται ως «πόλεμος καθαυτός», αλλά σαν πράξη επιβολής της «διεθνούς νομιμότητας» με διασφαλισμένη την επιτυχή της έκβαση και τον πλήρη έλεγχο των συνεπειών της πάνω στην «πολιτισμένη Δύση». 

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, που βρίσκεται στον 8ο μήνα του, είχε -πέραν όλων των άλλων- μια βασική συνέπεια στη δυτική κοινή γνώμη: το αδιανόητο είχε επανεγκατασταθεί στην ιστορική συγκυρία. Ο πόλεμος ήταν πλέον μια πιθανότητα, ο δε πόλεμος στην Ουκρανία πείθει όλο και περισσότερο ότι είναι μάλλον προδρομικό φαινόμενο της εκτράχυνσης του ανταγωνισμού Δύσης και Ανατολής παρά «ατύχημα» ή ένα επεισόδιο που θα κλείσει γρήγορα και χωρίς συνέχεια.

Η σημασία τού να εκτιμήσουμε σωστά τον κίνδυνο

Διαμορφώνεται λοιπόν ξανά μια ιστορική συγκυρία στην οποία γίνεται ταιριαστός ο πόλεμος ως συνέχιση της πολιτικής με άλλα, στρατιωτικά μέσα, στην ευρωπαϊκή ήπειρο; Και αν ναι, πώς εξειδικεύεται ένα τέτοιο γενικό συμπέρασμα στην περίπτωση της ελληνο – τουρκικής αντιπαράθεσης; Συγκεντρώνονται και εδώ προϋποθέσεις που κάνουν πιθανό τον πόλεμο ή έστω «θερμό/ά επεισόδιο/α» στο Αιγαίο; Το ερώτημα επείγει να απαντηθεί, ιδιαίτερα μάλιστα καθώς τελευταία η ένταση της ελληνο – τουρκικής αντιπαράθεσης παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις και πυκνώνει η αρθρογραφία, σε εγχώρια1 και διεθνή2 ΜΜΕ που θεωρεί πως είμαστε στα πρόθυρα «θερμού επεισοδίου» ή και πολέμου. Η πυκνότητα της αρθρογραφίας αυτού του τύπου, που δεν είναι πλέον εθνικός ή εθνικιστικός λόγος περί των «εθνικών δικαίων» αλλά πιθανολόγηση πολεμικού επεισοδίου και προτροπή για την ανάγκη προετοιμασίας, προσλαμβάνει διαστάσεις προετοιμασίας της κοινής γνώμης – στο πλαίσιο της οποίας τα τηλεοπτικά κανάλια έχουν βαρύνοντα, και άθλιο, «εκλαϊκευτικό» ρόλο. 

Υπάρχουν βέβαια και οι συνήθεις αντιρρήσεις: ότι πρόκειται για φραστικούς λεονταρισμούς του Ερντογάν που απευθύνονται στο εσωτερικό της Τουρκίας (τους οποίους ευχαρίστως «υποδέχεται και αναπαράγει, επίσης για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης), ενόψει μάλιστα των προσεχών εκλογών στην Τουρκία, για τις οποίες οι προβλέψεις για το κυβερνών κόμμα είναι κάθε άλλο παρά ευοίωνες, ότι η Τουρκία δεν θα τολμήσει να ανοίξει άλλο ένα πολεμικό μέτωπο όταν έχει ήδη δύο ανοιχτά (με Ιράκ και Συρία), ότι η Δύση θα κάνει το παν για να αποτρέψει κάτι τέτοιο ενόσω συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία κ.λπ. Άλλωστε, έτσι δεν συνέβαινε επί μακρά σειρά ετών μέχρι και σήμερα; Όντως έτσι συνέβαινε, αλλά με δύο εξαιρέσεις στα τελευταία 50 χρόνια: τον πόλεμο στην Κύπρο το 1974 και το «θερμό επεισόδιο» στα Ίμια το 1996…  

Προφανώς ασφαλείς προβλέψεις και μάλιστα με βραχυχρόνιους προσδιορισμούς δεν μπορούν να υπάρξουν – η πολιτική δεν είναι χαρτομαντεία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη ή, ακόμη χειρότερα, ότι η έλλειψη πρόβλεψης και ο συγκαταβατικός καθησυχαστικός τόνος συνιστούν «σοβαρότητα» και αρετή.

Αν στη συγκυρία έχουν συγκεντρωθεί προϋποθέσεις, ιστορικό «εύφλεκτο υλικό», που καθιστούν ένα ελληνο-τουρκικό πολεμικό επεισόδιο πιθανό, αν μάλιστα οι πιθανότητες είναι αξιόλογες ώστε να μην μπορούν να υποτιμηθούν ή να αγνοηθούν, τότε δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε την ελληνο-τουρκική αντιπαράθεση σαν υπόθεση εθνικ(ιστικ)ής ρητορικής που απευθύνεται στο εσωτερικό των δύο χωρών, που επομένως δεν εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους και άρα μπορεί να αντιμετωπιστεί από την Αριστερά σαν ένα ακόμη «μέτωπο» ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τον κυρίαρχο εθνικ(ιστικ)ό λόγο. Αντίθετα, τότε, θα πρέπει να μας διακατέχει η αίσθηση της κρισιμότητας του ζητήματος, η αίσθηση ότι οι διακυβεύσεις είναι πολύ μεγαλύτερης κλίμακας, η αίσθηση ότι πρέπει να καταστρωθεί σχέδιο παρέμβασης και να αναληφθούν οι απαραίτητες σχετικές πρωτοβουλίες.  

Στη συνέχεια του κειμένου θα υποστηρίξω ότι πρόκειται περί αυτού. 

Τα τεκμήρια της Ιστορίας

Κοιτώντας πίσω, στο ιστορικό διάστημα ύστερα από την ελληνική μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις πέρασαν την πιο ειρηνική τους περίοδο ακριβώς ύστερα από τη Συνθήκη της Λοζάνης και μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε που ο Βενιζέλος πρότεινε τον Κεμάλ Ατατούρκ για το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης3 και γενικώς δεν έλειψαν οι κορόνες για τη φιλική γειτνίαση αλλά και η διακρατική συνεργασία καθαυτή.4 Οι διεθνείς συσχετισμοί είχαν ξεκαθαρίσει και οι μεταπολεμικές συνθήκες δεν επέτρεπαν έγερση νέων αξιώσεων, και σε αυτό το πλαίσιο οι κυβερνήσεις των δύο χωρών στράφηκαν στα τεράστια προβλήματα που άφησαν πίσω τους η ανταλλαγή πληθυσμών και ο πόλεμος. 

Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος εισήγαγε νέες παραμέτρους: η Ελλάδα είχε αποδειχθεί πολύτιμη για το δυτικό στρατόπεδο στον πόλεμο, ενώ η Τουρκία είχε κρατήσει «αντιπαραγωγική» στάση ουδετερότητας.5 Ωστόσο, με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία έγινε με τη σειρά της πολύτιμη λόγω του ότι πρόβαλε σαν σύνορο της Δύσης με την ΕΣΣΔ στο μαλακό υπογάστριο της ίδιας της ΕΣΣΔ. Οι δύο χώρες εντάχθηκαν μαζί στο ΝΑΤΟ το 1951, αλλά δεν αναπτύχθηκε άξιος λόγου ανταγωνισμός για τον ρόλο τους σε αυτό: το κύριο γεωπολιτικό μέτωπο διεθνώς ήταν μεταξύ Δύσης και ΕΣΣΔ, και όσον αφορά αυτό, οι ρόλοι Ελλάδας και Τουρκίας ήταν συμπληρωματικοί. Ωστόσο, ο ρόλος της Τουρκίας ήταν πλέον σπουδαιότερος…  

Το 1958 εμφανίζεται η πρώτη, εντελώς νέα και ουσιαστική διακύβευση στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις ύστερα από τη Συνθήκη της Λοζάνης, καθώς η Διεθνής Σύμβαση για την υφαλοκρηπίδα του 19586 εγκαθιστά ένα νέο αντικείμενο αντιπαράθεσης: τον διαμοιρασμό και την εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Τα ζητήματα που αφορούν στο Αιγαίο, μια ημίκλειστη θάλασσα με πυκνό ελληνικό νησιωτικό σύμπλεγμα σε συνδυασμό με εκτεταμένη τουρκική αιγιαλίτιδα ζώνη, αρχίζουν να γίνονται σημαντικά.  

Ωστόσο, το πρώτο μεγάλο crash test στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις ύστερα από τη Συνθήκη της Λοζάνης ήταν το Κυπριακό. Η προσπάθεια του ελληνικού εθνικισμού να «ελληνοποιήσει» ολόκληρη την Κύπρο7 υποβαθμίζοντας την τουρκοκυπριακή κοινότητα σε μειονότητα, οι αιματηρές επιθέσεις εναντίον της και ο εγκλωβισμός της σε θυλάκους διέλυσαν τους φιλικούς δεσμούς μεταξύ των δύο κοινοτήτων και αφύπνισαν τον τουρκικό εθνικισμό στην Κύπρο και την Τουρκία. Πότε υπό την υψηλή καθοδήγηση της ελληνικής «μητέρας πατρίδας» και πότε με δικές της πρωτοβουλίες, ελληνοκυπριακές κυβερνήσεις και δυνάμεις (ΕΟΚΑ Β’, Εκκλησία, Μακάριος), όχι κατ’ ανάγκην και πάντα σε κοινή γραμμή, υλοποιούσαν σχέδια «ελληνοποίησης» της Κύπρου, μέχρι που με το πραξικόπημα του Σαμψών το 1974 η ελληνική χούντα επιχείρησε τη βίαιη ένωση με την Ελλάδα. 

Έτσι, το Κυπριακό, που ωρίμαζε ως βασικό αντικείμενο του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού στη δεκαετία του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, είχε αποτέλεσμα την πρώτη πολεμική αναμέτρηση Ελλάδας-Τουρκίας μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης, το 1974. Το γεγονός ότι αυτή εξελίχθηκε σε τουρκικό πολεμικό περίπατο χωρίς να μπορέσουν να εμπλακούν σοβαρά στον πόλεμο ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, παρά την επιστράτευση στην Ελλάδα, αποδεικνύει απλώς την εθνικιστική τύφλωση της ελληνικής/ελληνοκυπριακής πλευράς, την οποία ο οίστρος τής με κάθε τρόπο «ελληνοποίησης» της Κύπρου είχε αποτρέψει από τη στοιχειώδη εκτίμηση τόσο της πιθανότητας τουρκικής επέμβασης όσο και του συσχετισμού δυνάμεων. 

Ο πόλεμος του 1974 στην Κύπρο ανέδειξε γρήγορα παλιά, ξεχασμένα για σχεδόν 4 δεκαετίες, αντικείμενα της ελληνο-τουρκικής αντιπαράθεσης και έκτοτε η ατζέντα εμπλουτίζεται διαρκώς. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι το 1964 η Τουρκία «θυμάται» να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε 6 ναυτικά μίλια (είχε προηγηθεί η κυβέρνηση Μεταξά το 19368) ούτε η ανάδειξη της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου σε πεδίο ανταγωνισμού ούτε ο βαρύς εξοπλισμός των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.  

Ενώ όμως το Κυπριακό γρήγορα «βάλτωσε» στις ελληνικές καλένδες της διπλωματίας και σε αδιέξοδους γύρους διαπραγματεύσεων, ένα νέο ζήτημα ήρθε να προστεθεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80, που έκτοτε δεσπόζει στον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισμό: τα κυριαρχικά δικαιώματα αποκλειστικής εκμετάλλευσης θαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πόρων σε διεθνή ύδατα, η ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη).9 Στις 10 Δεκεμβρίου 1982 υπογράφεται η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία τίθεται σε ισχύ στις 16 Νοεμβρίου 1994.10 

Αυτό το νέο και καταρχήν πολλά υποσχόμενο «αντικείμενο» της ελληνο-τουρκικής αντιπαράθεσης παρήγαγε σε μιάμιση δεκαετία από την υπογραφή της Σύμβασης και 2 μόλις χρόνια αφότου τέθηκε σε ισχύ ένα θερμό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, στα Ίμια το 1996. Επαναλαμβάνεται έτσι και εδώ, όπως και στο Κυπριακό, το ίδιο χαρακτηριστικό του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού: ύστερα από μια περίοδο ωρίμανσης που δεν διαρκεί πολύ (περίπου μιάμιση δεκαετία και στις δύο περιπτώσεις) οδηγούμαστε σε πολεμικό επεισόδιο. 

Από το 1996 μέχρι σήμερα η αντιπαράθεση για τα κυριαρχικά δικαιώματα εκμετάλλευσης στο Αιγαίο καλά κρατεί, έχει δε οξυνθεί ιδιαίτερα την τελευταία τριετία. Στο μεταξύ όμως, είχαμε σημαντικά γεγονότα όσον αφορά στο Κυπριακό. Δύο φορές, το 2004 και το 2017, η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή αντιπροσωπεία έφτασαν στα πρόθυρα συμφωνίας για λύση επανένωσης με βάση τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία, αλλά και τις δύο φορές η ελληνοκυπριακή αντιπροσωπεία την τορπίλισε!11 Έτσι, την τελευταία τριετία η Τουρκία, αξιοποιώντας τον ελληνικό απορριπτισμό, προβαίνει σε τετελεσμένα που παραπέμπουν σε λύση δύο κρατών, υλοποιώντας  στρατηγική ενσωμάτωσης του τουρκοκυπριακού Βορρά. Πρόσφατα, οι ΗΠΑ ήραν το εμπάργκο όπλων προς την Κυπριακή Δημοκρατία12 και σε απάντηση, η Τουρκία δήλωσε ότι θα ενισχύσει περαιτέρω με όπλα και στρατό τον τουρκοκυπριακό Βορρά.13  

Τον τελευταίο μισό αιώνα, η ελληνο – τουρκική αντιπαράθεση είχε αποτέλεσμα έναν πόλεμο (Κύπρος 1974) και ένα «θερμό επεισόδιο» (Ίμια 1996). Οι εξελίξεις και στα δύο αυτά «μέτωπα» πλησιάζουν ξανά στο «σημείο βρασμού». Με γνώμονα την Ιστορία και τα διδάγματά της, δεν μπορούμε να εφησυχάζουμε. 

Ο συσχετισμός δύναμης

Οι μεταβολές στον συσχετισμό δύναμης μεταξύ αντιπαρατιθέμενων κρατών είναι πάντα ένας ουσιαστικός λόγος για να οδηγηθεί η αντιπαράθεση μέχρι και την πολεμική αναμέτρηση – όταν και λοιποί ουσιαστικοί παράγοντες δεν αποτρέπουν ή, ακόμη περισσότερο, συντείνουν στην ίδιαν κατεύθυνση. Από αυτή την άποψη, ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει ανατραπεί την τελευταία 15ετία ουσιαστικά εις βάρος της Ελλάδας. Η θεμελιώδης βάση αυτής της ανατροπής είναι η οικονομία: η σχέση του ελληνικού προς το τουρκικό ΑΕΠ, που το 2992 ήταν 1:1,9, είναι πλέον 1:3,7.   

Ονομαστικό ΑΕΠ

(σε τρέχουσες τιμές-ευρώ)

ΈτοςΕλλάδαΤουρκία
199289,7169,0
2008242,0528,0
2015176,1777,0
2022*181,5675,0

Πηγή: Ετήσια μακροοικονομική βάση δεδομένων της Κομισιόν. 

*Προβλέψεις. Τα στοιχεία και οι προβλέψεις είναι του φθινοπώρου του 2020, άρα είναι αναμενόμενες κάποιες αστοχίες, επουσιώδεις όσον αφορά το 2021 αλλά σημαντικές όσον αφορά το 2022 (λόγω υψηλού πληθωρισμού, επομένως και υψηλού αποπληθωριστή του ΑΕΠ). Λόγω πολύ υψηλότερου πληθωρισμού, άρα και αποπληθωριστή του ΑΕΠ, στην Τουρκία, η απόσταση ανάμεσα στο ελληνικό και το τουρκικό ΑΕΠ το 2022 θα διευρυνθεί περαιτέρω και μάλιστα σημαντικά.   

Την ίδιαν στιγμή, ο δυναμισμός της τουρκικής οικονομίας στηρίζεται σε μεγάλη εσωτερική αγορά 86 εκατομμυρίων ανθρώπων που διευρύνεται διαρκώς, σε μεγάλα αποθέματα ενεργού πληθυσμού (απασχολουμένων) αλλά και σε πληθυσμιακή σύνθεση που σε σύγκριση με την αντίστοιχη ελληνική έχει σχέση «ανάποδης πυραμίδας»: στην Τουρκία το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού κατανέμεται στις μικρές και παραγωγικές ηλικίες, ενώ στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο. Αυτά τα ουσιαστικά δεδομένα βρίσκονται πίσω από τη συνεχή-δυναμική αύξηση του συνολικού πληθυσμού στην Τουρκία, την ίδια στιγμή που ο συνολικός πληθυσμός στην Ελλάδα συρρικνώνεται διαρκώς.   

Πληθυσμός (σε χιλιάδες)

ΈτοςΕλλάδαΤουρκία
199210.32056.986
200811.07871.052
201510.82178.215
202210.54386.005

Η Τουρκία βρίσκεται ήδη ψηλά στην παγκόσμια κλίμακα των χωρών με κριτήριο το ονομαστικό ΑΕΠ (21η στη διεθνή κατάταξη και 11η με κριτήριο το ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS).14 

Τα δεδομένα αυτά και η συνέχιση της ανοδικής οικονομικής δυναμικής της Τουρκίας δίνουν βάση σε θεωρήσεις περί μετατροπής της μέσα στον 21ο αιώνα σε «υπερδύναμη» που θα ασκεί περιφερειακή ηγεμονία σε χώρες του Καυκάσου, της νοτιοανατολικής Μεσογείου (περιλαμβανόμενης της Ελλάδας!), της Μ. Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.15 

Από οικονομική άποψη, η Τουρκία είναι μια ανερχόμενη περιφερειακή δύναμη, ενώ η Ελλάδα μια δύναμη πολύ υποδεέστερη οικονομικά, σε δημογραφική, οικονομική και κοινωνική παρακμή.16 

Η οικονομική αυτή βάση έχει αναπόφευκτα συνέπειες και στο στρατιωτικό και (γεω)πολιτικό εποικοδόμημα. Η τουρκική αστική τάξη αισθάνεται ότι ηγείται μιας χώρας-ανερχόμενης περιφερειακής δύναμης και ζητεί τα αντίστοιχα «προνόμια», δηλαδή «σεβασμό» στις επιδιώξεις της. Οι συνεχείς δηλώσεις του Ερντογάν περί Ελλάδας-κακομαθημένου παιδιού της Δύσης, εκφράζουν αυτό ακριβώς το «παράπονο»: ότι η Δύση στηρίζει αξιώσεις της Ελλάδας που είναι αναντίστοιχες με τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. 

Η συγκυρία

Πώς διαχειρίζονται η ιμπεριαλιστική Δύση και οι αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας την ανατροπή αυτή του συσχετισμού δύναμης υπέρ της Τουρκίας; Αυτό είναι το πραγματικό ζήτημα, κι όχι το παραπλανητικό «η Δύση υποστηρίζει την Ελλάδα στην αντιπαράθεσή της με την Τουρκία στη βάση του διεθνούς δικαίου»! Επίσης, το ζήτημα δεν είναι η προσωπικότητα του Ερντογάν, αλλά η αυτοσυνείδηση της τουρκικής αστικής τάξης συνολικά και ανεξάρτητα από πρωθυπουργούς και κυβερνήσεις, που έχει πλήρη συνείδηση της οικονομικής και γεωπολιτικής της δυναμικής και θέλει να αναβαθμίσει τη γεωπολιτική της εμβέλεια σύμφωνα με την οικονομική και πληθυσμιακή της δυναμική.
Από αυτή την άποψη πρέπει να εξεταστούν οι επιδιώξεις και οι γεωπολιτικές επιλογές των μερών της «τριγωνικής» σχέσης Δύσης-Ελλάδας-Τουρκίας:  

Η Δύση: Η επιτάχυνση των γεωπολιτικών εξελίξεων την τελευταία τριετία, ιδιαίτερα όμως ο πόλεμος στην Ουκρανία, αναδεικνύουν σε πρώτη προτεραιότητα τις άμεσες ανάγκες και τους άμεσους σχεδιασμούς εις βάρος των μεσομακροπρόθεσμων. Από αυτή την άποψη, η Τουρκία δεν αποδείχθηκε ο πρόθυμος σύμμαχος που θα ήθελε η Δύση στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία, καθώς η εκπόνηση μιας ανεξάρτητης τουρκικής περιφερειακής πολιτικής είχε ήδη ωριμάσει στην τελευταία δεκαπενταετία. Γεγονότα όπως η ισραηλινή επίθεση στο «Μαβί Μαρμαρά» το 2010, η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος ενάντια στον Ερντογάν το 2016 (για την οποία ο Ερντογάν έβγαλε το βάσιμο συμπέρασμα ότι ήταν αναμεμιγμένες οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ), ο πόλεμος στη Συρία και η αμερικανική υποστήριξη των Κούρδων του Ιράκ και της Συρίας (πριν τους εγκαταλείψουν στην τουρκική σπάθη και τις επιδρομές του Άσαντ), είχαν μεγαλώσει το χάσμα ανάμεσα σε ΗΠΑ – Δύση και την Τουρκία. Η τουρκική αστική τάξη (κι όχι ο «παρανοϊκός» Ερντογάν) διαπραγματεύονταν τον αναβαθμισμένο περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας αυξάνοντας διαρκώς τον βαθμό ανεξαρτησίας της τουρκικής πολιτικής, στις υποκαυκάσιες χώρες, τη Συρία, τη Λιβύη και τη Β. Αφρική γενικότερα, τη Μ. Ανατολή. 

Αντίθετα, η Ελλάδα, επί όλων των κυβερνήσεων της περιόδου (μη εξαιρούμενης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ), αλλά ιδιαίτερα επί κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη, προσφέρθηκε να λειτουργήσει σαν «προθυμοτέρα των προθύμων». Στις συνθήκες κατεπειγόντων άμεσων αναγκών της τελευταίας τριετίας, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ αποδέχθηκαν ασμένως την ελληνική «προθυμία» και κατά κάποιον τρόπο «υιοθέτησαν» την Ελλάδα, προσέφεραν διπλωματική και πολιτική στήριξη, ανέπτυξαν με την κυβέρνηση Μητσοτάκη την εξοπλιστική διπλωματία (Γαλλία, ΗΠΑ).  

Ωστόσο, ούτε η Δύση ούτε το ΝΑΤΟ κατέστρεψαν τις γέφυρες επικοινωνίας με την Τουρκία. Η Δύση δεν έχει την πολυτέλεια ούτε θέλει να αποξενώσει πλήρως την Τουρκία. Ο ισχυρός περιφερειακός της ρόλος είναι δεδομένος, η γειτνίαση με τη Ρωσία δεν έπαψε ποτέ να παίζει σημαντικό ρόλο στη δυτική αξιολόγηση της Τουρκίας, η δε ισχυρή της οικονομία και η τεράστια εσωτερική της αγορά δεν μπορούν να υποτιμηθούν -και δεν υποτιμώνται-, ιδιαίτερα από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με προεξάρχουσα τη Γερμανία.

Εν ολίγοις, η ιμπεριαλιστική Δύση «διεκδικεί» την Τουρκία και ταυτόχρονα αξιοποιεί για τις άμεσες ανάγκες την «πρόθυμη» Ελλάδα, ελπίζοντας ότι η σχέση μεταξύ των δύο δεν θα εκτραχυνθεί σε πολεμικές περιπέτειες και ότι μελλοντικά θα καλυτερεύσουν και οι σχέσεις με την Τουρκία. 

Η Ελλάδα: Οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων, περιλαμβανόμενης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, έχουν κάνει σαφή επιλογή: Αξιοποιούν την απόσταση και τα προβλήματα στις σχέσεις Δύσης – Τουρκίας, αλλά και τις αυξημένες βραχυπρόθεσμες ανάγκες ΗΠΑ και ΝΑΤΟ για την παντοιότροπη υποστήριξη της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία (πολιτική-διπλωματική, υποστήριξη των δυτικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, στρατιωτική), για να κερδίσουν τη δυτική υποστήριξη στις επιδιώξεις του ελληνικού καπιταλισμού σε όλα τα επίπεδα. Εύχονται τα προβλήματα στις σχέσεις Δύσης – Τουρκίας να διαρκέσουν κατά το δυνατόν περισσότερο, εύχονται τη μακροημέρευση του Ερντογάν στην ηγεσία της Τουρκίας.17 Έχοντας επίγνωση ότι πρόκειται για «παράθυρο ευκαιρίας» με άγνωστη χρονική διάρκεια, η ελληνική αστική τάξη αξιοποιεί με βουλιμική διάθεση αυτή την ευκαιρία, «πουλώντας» προθυμία να στηρίξει όλα τα σχέδια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Επιπρόσθετα, δίνει πλουσιοπάροχα ανταλλάγματα για την όποια δυτική «προστασία» αγοράζοντας πανάκριβα εξοπλιστικά συστήματα από τη Δύση (Γαλλία, ΗΠΑ) και προσφέροντας ελληνικό έδαφος για αμερικανικές βάσεις και διέλευση οπλικών συστημάτων και στρατιωτικών ενισχύσεων προς την Ουκρανία, αλλά και πολεμικά αεροπλάνα για εκτέλεση δυτικών επιχειρήσεων επιτήρησης στη Μαύρη Θάλασσα από αέρος. Τέλος, αναπτύσσει διπλωματικές, οικονομικές και στρατιωτικές σχέσεις με τα κράτη-ανταγωνιστές της Τουρκίας στον αραβικό κόσμο και τη Βόρεια Αφρική: την αντιδραστικότερη μοναρχία του Κόλπου, της Σ. Αραβίας, το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ, τη δικτατορία της Αιγύπτου. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έφτασε να υποδεχθεί στην Αθήνα με τιμές αρχηγού κράτους τον «κατσαπλιά» Λίβυο πολέμαρχο Χαφτάρ, στον οποίο οι διάφοροι χρηματοδότες του δεν προσφέρουν ούτε ταξιδιωτική βίζα… 

Εν ολίγοις, αξιοποιώντας τη συγκυρία των δυσμενών σχέσεων Δύσης – Τουρκίας, σχέσεων που ο πόλεμος στην Ουκρανία και η στάση της Τουρκίας κάνει ακόμη πιο προβληματικές, η Ελλάδα προσπαθεί να αναπληρώσει το έλλειμμα στον συσχετισμό δύναμης με την Τουρκία με τη στήριξη και προστασία του δυτικού ιμπεριαλισμού και τη σύμπηξη ανταγωνιστικών συμμαχιών με αντιδραστικές δυνάμεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μ. Ανατολή.  

Η Τουρκία: Έχοντας οικοδομήσει σε βάθος χρόνου μια στρατηγική περιφερειακής δύναμης, διεκδικεί τη δυτική συναίνεση ή έστω ανοχή στις εθνικές της επιδιώξεις, αλλά στο μεταξύ ασκεί πολιτική συνεργασιών και συμμαχιών εκτός της δυτικής συναίνεσης: μη υποστήριξη των δυτικών κυρώσεων και ανεξάρτητος ρόλος στον πόλεμο της Ουκρανίας, δική της γεωπολιτική ατζέντα στον πόλεμο της Συρίας, στη Λιβύη και τη Β. Αφρική, συμμαχία με δυνάμεις που δεν συμβαδίζουν με τις αμερικανικές προτεραιότητες στη Μ. Ανατολή, συμμετοχή στη Σύνοδο του Οργανισμού της Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO).18 Πρόκειται για αλληλο-διεκδίκηση (η Δύση διεκδικεί την Τουρκία και η Τουρκία διεκδικεί τη Δύση, αλλά κάθε πλευρά με τις δικές της προϋποθέσεις) που συνδυάζεται με διαρκείς «κόντρες» και μικρού ή μεσαίου βεληνεκούς ρήξεις, οι οποίες όμως, μέχρι στιγμής, δεν έχουν επιφέρει την πλήρη ρήξη των σχέσεων. 

Όσον αφορά τις σχέσεις με την Ελλάδα, η Τουρκία διαμηνύει στη Δύση «πάψτε να κάνετε τα χατίρια στην Ελλάδα, ο σύμμαχος που χρειάζεστε είμαι εγώ, αλλά για να με έχετε, θα πρέπει να σεβαστείτε τις εθνικές μου επιδιώξεις». Διακατεχόμενη από αίσθημα «αδικίας» (ότι η Δύση παραβιάζει τη λογική του συσχετισμού δύναμης με την Ελλάδα και δεν σέβεται τον περιφερειακό της ρόλο), η Τουρκία διατυπώνει ανοιχτά απειλές προς την Ελλάδα – για να ακούει τόσο η Ελλάδα-«κακομαθημένο παιδί της Δύσης» όσο και η Δύση. 

Η τριγωνική σχέση Δύσης-Ελλάδας-Τουρκίας είναι ζήτημα άμεσων αναγκών αλλά και μια διαρκής διαδικασία διαπραγμάτευσης: η Τουρκία διαπραγματεύεται με τη Δύση, και η Δύση με την Τουρκία˙ η Ελλάδα διαβλέπει ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας να αναδειχθεί σε μαντρόσκυλο του ΝΑΤΟ στην περιοχή και πολύτιμο σύμμαχο της Δύσης στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μ. Ανατολή, προσδοκώντας έτσι να αντισταθμίσει με τις δυτικές πλάτες τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης με την Τουρκία και να εξασφαλίσει τη δυτική προστασία˙ η Δύση αξιοποιεί εργαλειακά την Ελλάδα όχι ενάντια στην Τουρκία αλλά διεκδικώντας την επάνοδο της Τουρκίας στον «ίσιο δρόμο». Η τριγωνική αυτή σχέση είναι έντονα ασταθής! 

Η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι…

Συνοψίζοντας: η ιστορική συγκυρία στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις «μυρίζει μπαρούτι». Η ατζέντα της ελληνο-τουρκικής αντιπαράθεσης έχει γεμίσει ασφυκτικά με ανοιχτά ζητήματα που η διευθέτησή τους, με όρους μεσοπρόθεσμης συγκυρίας, δεν παίρνει αναβολή: στο Κυπριακό, η μετατόπιση από το έδαφος της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας στη λύση των δύο ανεξάρτητων κρατών˙ στις ΑΟΖ, η πυκνή διπλωματική διεργασία στη νοτιοανατολική Μεσόγειο για τον καθορισμό και την ανακήρυξη ΑΟΖ μεταξύ των χωρών της νοτιοανατολικής Μεσογείου.19 στο ζήτημα των χωρικών υδάτων, που λόγω ΑΟΖ κακοφορμίζει – αν και ουσιαστικά άσχετο.20  Εν τέλει, σε όλη τη γραμμή. 

Η τακτική της Ελλάδας είναι να αρνείται τη διαπραγμάτευση με βάση την εθνική γραμμή ότι μοναδικό αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα! Η τακτική της Τουρκίας είναι να εκβιάζει διαπραγμάτευση α λα καρτ βγάζοντας ερευνητικά πλοία σε ύδατα που η Ελλάδα θεωρεί ότι ανήκουν στην ελληνική ΑΟΖ (η οποία βασίζεται σε χάρτη που κυκλοφορεί ατύπως!), καθορίζοντας ΑΟΖ με τη Λιβύη που η Ελλάδα θεωρεί παράτυπη, ανοίγοντας ζήτημα αποστρατικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου – και απειλώντας, εν ονόματι όλων αυτών, πως «θα ’ρθουμε μια νύχτα ξαφνικά». Τέλος, η Δύση τηρεί επαμφοτερίζουσα στάση: από τη μια καλεί την Τουρκία να σεβαστεί το διεθνές δίκαιο και την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου, από την άλλη συνιστά στις δύο πλευρές την οδό της διπλωματίας και της διαπραγμάτευσης.21 

Με την κατάσταση να έχει εκτραχυνθεί ως το σημείο να διατυπώνονται ευθείες πολεμικές απειλές, το εντυπωσιακό είναι ότι κανείς (!) δεν προτείνει ή προτρέπει σε διαπραγμάτευση για όλα τα ανοιχτά ζητήματα και, σε περίπτωση αδιεξόδου, προσφυγή σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα! Αν όμως αποκλειστεί η διαπραγμάτευση ως πολιτική και διπλωματική επιλογή, τότε δύο λύσεις μένουν: είτε η λύση της αποτρεπτικής ιμπεριαλιστικής διαιτησίας… επ’ άπειρον, να επαληθευτούν δηλαδή οι ελπίδες ότι η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, η ιμπεριαλιστική Δύση γενικώς, θα αποτρέπει αιωνίως κάποιο «ατύχημα», είτε να εκβιαστεί η διαπραγμάτευση μέσα από ένα πολεμικό επεισόδιο. 

Σε αυτό το σημείο, το κρίσιμο ύστατο ερώτημα είναι τούτο: είναι η διεθνής συγκυρία τέτοια ώστε να μπορούμε να επαναπαυτούμε στις δυτικές «εγγυήσεις» αποτροπής ενός πολεμικού επεισοδίου; Το ερώτημα έχει σχεδόν αυτονόητη απάντηση: όχι! Ό,τι δεν μπόρεσε καν να αποτραπεί το 1996, είναι 10 φορές πιο πιθανό να μην αποτραπεί σήμερα. Η πιθανότητα πολεμικής εμπλοκής είναι πλέον τόσο αξιόλογη, ώστε να μην μπορεί να υποτιμηθεί! Στη δεδομένη συγκυρία, μια τέτοια εμπλοκή έχει εγγραφεί στις βραχυ-μεσοπρόθεσμες προοπτικές – είναι μόνο ζήτημα ενός «παραθύρου ευκαιρίας», δηλαδή της κατάλληλης στιγμής, για να εκδηλωθεί. 

Πρέπει λοιπόν να μιλήσουμε για τη στάση της Αριστεράς σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Πριν απ’ αυτό όμως, πρέπει να σκεφτούμε τι πρέπει να κάνει η Αριστερά για να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο. Στο επόμενο, δεύτερο μέρος θα ασχοληθούμε με αυτά ακριβώς τα ζητήματα.   

Παραπομπές:

1. Βλέπε σχετικά:

α. Αλέξης Παπαχελάς, «Το μήνυμα του Ερντογάν προς το ‘‘βαθύ κράτος’’ των ΗΠΑ», www.kathimerini.gr, 2/10/2022

β. Γιάννης Μαρίνος, «Η πιθανότητα πολέμου Ελλάδας – Τουρκίας», «Το βήμα» 11/10/2022, https://www.tovima.gr/2022/05/07/opinions/i-pithanotita-polemou-elladas-tourkias/

γ. Γιώργος Καρελιάς, «Τι σημαίνει ‘‘είμαστε έτοιμοι’’ αν η Τουρκία χτυπήσει: τα δύο απαραίτητα όπλα», news247.gr, 29/9/2022

δ. Κώστας Στούπας, «Γιατί θα φτάσει μέχρι το τέλος» (σ.σ. ο Ερντογάν), www.capital.gr 12/10/2022

ε. Δήμος Βερύκιος, «Το τρελό σενάριο περικύκλωσης μεγάλου ελληνικού νησιού», ieidiseis 29/9/2022

στ. Άγης Βερούτης, «Πάμε για πόλεμο», www.capital.gr, 30/9/2022

ζ. Άγης Βερούτης, «Έχουμε Πέμπτη φάλαγγα;», www.capital.gr, 7/10/2022

2. «Πόσο πιθανός είναι ένας πόλεμος Ελλάδας – Τουρκίας;», απάνθισμα από άρθρα στον γερμανικό Τύπο, https://www.dw.com/el/%CF%80%CF%8C%CF%83%CE%BF-%CF%80%CE%B9%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CF%82-

to%CF%85%CF%81%CE%BA%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1%CF%82/a-62119878 

3. «Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος πρότεινε τον Μουσταφά Κεμάλ για Νόμπελ Ειρήνης», Έθνος 24/5/2021, πηγή: pontos news https://www.ethnos.gr/greece/article/158384/otanoeleytheriosbenizelosproteinetonmoystafakemalgianompeleirhnhs

4. Βλέπε, στο ίδιο, την αναφορά στο Ελληνο-τουρκικό Σύμφωνο Φιλίας, Ουδετερότητας, Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας του 1930.

5. Οι Έλληνες εθνικιστές -και όχι μόνον αυτοί- ασκούν κριτική στις ελληνικές κυβερνήσεις για το γεγονός ότι δεν εξαργύρωσαν την ελληνική χρησιμότητα έναντι της τουρκικής ουδετερότητας διεκδικώντας τα ανάλογα ανταλλάγματα και οφέλη.   

6. Διεθνής Σύμβαση για την Υφαλοκρηπίδα του 1958

7. Βλέπε, Άγγελος Καλοδούκας «Το Κυπριακό. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμος μέχρι και το σχέδιο Ανάν», εκδόσεις Διεθνιστική Αριστερά

8. Ύστερα από τη Συνθήκη της Λοζάνης Ελλάδα και Τουρκία είχαν χωρικά ύδατα 3 ναυτικά μίλια. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1936 η κυβέρνηση Μεταξά επέκτεινε τα ελληνικά χωρικά ύδατα από 3 σε 6 ναυτικά μίλια. Σχεδόν 28 χρόνια αργότερα, το 1964, η Τουρκία επέκτεινε με τη σειρά της τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο σε 6 ναυτικά μίλια. Με βάση τα 6 ν.μ., η Τουρκία ασκεί εθνική κυριαρχία στο 7,4% του Αιγαίου, η Ελλάδα στο 44% και το 48,4% αποτελεί διεθνή ύδατα. Εάν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο, θα ασκεί κυριαρχία στο 62% των χωρικών υδάτων. Μάλιστα, όπως δείχνει ο σχετικός χάρτης, με 12 ν.μ. δεν θα υπάρχει συνεχόμενος διάδρομος διεθνών υδάτων για τη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο για τα πλοία που κατεβαίνουν από τον Βόσπορο για να συνεχίσουν στη Μεσόγειο!  

9. Για τη διαφορά χωρικών υδάτων, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, βλέπε Wikipedia λήμμα Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.    

10. Σύμβαση του Μοντέγκο Μπαίυ, Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 179 της 23/06/1998 σ. 0003 – 0134  Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας

11. Ο τωρινός πρόεδρος της Κύπρου Αναστασιάδης έχει διατυπώσει παρασκηνιακά (διότι «αυτά δεν λέγονται» δημοσίως…) την άποψή του περί λύσης δύο κρατών, γεγονός που εξηγεί γιατί τορπίλισε την τελευταία στιγμή τις συνομιλίες για συμφωνία στο Κραν Μοντανά το 2017. Βλέπε, Μακάριος Δρουσιώτης, «Έγκλημα στο Κραν Μοντανά. Πώς και γιατί η συμμορία ματαίωσε τη λύση του Κυπριακού. Διαφθορά, ανικανότητα και ξένες εξαρτήσεις», Εκδόσεις Αλφάδι, και Σταύρος Τομπάζος, «’’Πατριωτική’’ διαφθορά και διχοτόμηση της Κύπρου», ιστοσελίδα Commune 27/1/2021
12. «Νέες ισορροπίες στην Κύπρο μετά την άρση του εμπάργκο», «Καθημερινή» 19/9/2022

13. Ερντογάν: Η τουρκική στρατιωτική παρουσία στην κατεχόμενη Κύπρο θα ενισχυθεί περαιτέρω», «Καθημερινή» 29/9/2022

14. https://statisticstimes.com/economy/projected-world-gdp-ranking.php

15. Βλέπε, Τζορτζ Φρίντμαν «Τα επόμενα 100 χρόνια: Μια πρόβλεψη για τον 21ο αιώνα». Ο συγγραφέας είναι Αμερικανός αξιωματικός πληροφοριών και ιδρυτής της Stratfor (https://worldview.stratfor.com). 

Ο Φρίντμαν τα γράφει όλα αυτά για να υποστηρίξει, μεταξύ άλλων, ότι η Ρωσία (αυτός είναι τώρα ο μεγάλος «καημός»…) θα βρεθεί ως το 2050 περικυκλωμένη από ισχυρούς ανταγωνιστές (Τουρκία, Πολωνία) και θα κινδυνεύσει ακόμη και να χάσει τον έλεγχο περιοχών της (μεταξύ των οποίων η Κριμαία και η Σεβαστούπολη!). Αυτό όμως δεν είναι απλώς πρόβλεψη, αλλά και προσδοκία: η Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη που μεσο-μακροπρόθεσμα θα «στριμώξει» τη Ρωσία, είναι προφανώς πολύτιμη και δεν πρέπει να αποξενωθεί…   

16. Οι βασικοί δείκτες που τεκμηριώνουν την οικονομική και κοινωνική παρακμή της Ελλάδας είναι οι εξής: α) Είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που το πάγιο κεφάλαιο, δηλαδή η παραγωγική βάση, συρρικνώνεται διαρκώς επί μία και πλέον δεκαετία, β) ως συνέπεια, ο παραγωγικός μηχανισμός του ελληνικού καπιταλισμού μπορεί να προσφέρει απασχόληση σε διαρκώς μειούμενο αριθμό απασχολούμενων (το brain grain είναι μια πτυχή αυτού ακριβώς του προβλήματος), γ) ο συνολικός πληθυσμός μειώνεται διαρκώς και με γρήγορους ρυθμούς και ο δείκτης γήρανσης επιδεινώνεται, δ) η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που ο κατώτατος μισθός είναι κάτω από τα επίπεδα του 2012 και, κατά συνέπεια, το όριο της φτώχειας είναι κάτω από τα επίπεδα του 2012, ε) η Ελλάδα συγκαταλέγεται στην πρώτη τετράδα ή πεντάδα των ευρωπαϊκών χωρών με τους χειρότερους δείκτες κοινωνικής δυστυχίας (φτώχεια, υλική στέρηση κ.λπ.). Μια κρίση του παραγωγικού μοντέλου που διαρκεί και μια συνεπακόλουθη κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής, που είναι κατ’ εξοχήν κρίση αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων.  

17. «Θέλω να είναι ο Ερντογάν στην εξουσία, για να συνεχίσει να κάνει τα ίδια λάθη. Γιατί οι άλλοι έχουν μυαλό […] έχουν άριστες σχέσεις με τους Αμερικανούς. Έχουν άριστες σχέσεις με τους Ισραηλινούς. Και θα κάνουν και άριστες σχέσεις με τα αραβικά κράτη. […] Γι’ αυτό λέω πάντα ο θεός να μου κόβει μέρες και να του δίνει χρόνια του μεγάλου πατισάχ… Αυτό το διάστημα που ο θεός κόβει τις δικές μου μέρες και του δίνει χρόνια πρέπει να το εκμεταλλευτούμε. Αν περάσει το διάστημα του Ερντογάν, αυτού του πολύτιμου ανθρώπου για τον Ελληνισμό με αυτή την ηττοπαθή πολιτική […] λυπάμαι, αλλά θα έχουμε σοβαρότατα προβλήματα να αντιμετωπίσουμε». Γιάννης Μάζης, εκπομπή «Από κοντά» στο Βεργίνα TV, 6/5/2021 

18. «Γερμανία: αντιδράσεις για τη συμμετοχή Ερντογάν στη Σύνοδο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης», «Καθημερινή 19/9/2022. Η σύνοδος πραγματοποιήθηκε στο Ουζμπεκιστάν το διήμερο 15-16 Σεπτεμβρίου και σε αυτήν εκπροσωπήθηκε, για πρώτη φορά από το 2012, η Τουρκία διά του προέδρου της. Στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO) συμμετέχουν η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία, το Πακιστάν, το Καζακστάν, το Τατζικιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Κιργιστάν. Στη σύνοδο υπεγράφη μνημόνιο για την ένταξη του Ιράν ως πλήρους μέλους.   

19. Πρόσφατα ανακοίνωσαν συμφωνία για τον καθορισμό της μεταξύ τους ΑΟΖ το Ισραήλ με τον Λίβανο, ενώ και το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο είναι ένα γεγονός με νομική υπόσταση (κατατίθεται στον ΟΗΕ), ενώ η θρυλούμενη ελληνική ΑΟΖ αποτυπώνεται σε χάρτη ο οποίος κυκλοφορεί… ατύπως και ουδεμία νομική υπόσταση έχει. 

20. Το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο έφερε ξανά (με τη μορφή δημοσιογραφικών διαρροών) στην επιφάνεια την υπόθεση της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων σε 12 ν.μ. νότια της Κρήτης. Βλέπε «Η Ελλάδα εξετάζει επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια στην Κρήτη», «Τα Νέα» 10/10/2022. 

21. «Στόλτενμπεργκ – Μπλίνκεν: Ελλάδα και Τουρκία να λύσουν τις διαφορές τους διά της διπλωματικής οδού», «Ναυτεμπορική». 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.