Στις 15 Απρίλη του 2023, η συμμαχία μεταξύ του στρατηγού Abdelfatih Burdan του σουδανικού στρατού (Sudanese Armed Forces SAF) και του Muhammad Hamdan Dugalo (“Hemedti”) του αρχηγό ενός άλλου τμήματος του στρατού, του Rapid Support Forces (RSF), κατέρρευσε βυθίζοντας τη χώρα σε έναν άνευ προηγουμένου πόλεμο.
Ο πόλεμος ξεκίνησε αρχικά γύρω από την πρωτεύουσα Χαρτούμ, αλλά γρήγορα εξαπλώθηκε και σε άλλα σημεία του Σουδάν, που περιλαμβάνουν το Νταρφούρ, το Πορτ Σουδάν και από το Δεκέμβρη του 2023 και την ειρηνική πολιτεία του Gezira, την κεντρική αγροτική περιοχή της χώρας, στο σημείο που συναντώνται ο μπλε και ο λευκός Νείλος ποταμός.
Η φύση του πολέμου που περιλαμβάνει και τις αγροτικές και τις αστικές περιοχές και η κλιμάκωση του, οδήγησε σε σοβαρή ανθρωπιστική κρίση. Γύρω στα εννέα εκατ. Σουδανοί έφυγαν, το ένα εκατ. έξω από τα σύνορα της χώρας. Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφέρει εθνικές εκκαθαρίσεις στην Χαρτούμ και το Νταρφούρ και την στοχοποίηση χιλιάδων πολιτών και χωριών. Η κρίση συνοδεύεται από ανασφάλεια στην εύρεση τροφής, επηρεάζοντας γύρω στο 60% του πληθυσμού, καθώς οι μάχες εμποδίζουν την αγροτική παραγωγή σε μεγάλος μέρος της χώρας. To Παγκόσμιο Πρόγραμμα Επισιτισμού (World Food Program) πρόσφατα προειδοποίησε ότι η χώρα αντιμετωπίζει την μεγαλύτερη παγκόσμια κρίση πείνας, στα όρια του λιμού.
Η απουσία των πετρελαϊκών εσόδων διέβρωσε την υποστήριξη των δικτύων του πρώην καθεστώτος, δυναμώνοντας τις αντιπαλότητες ανάμεσα στην ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος του Εθνικού Κογκρέσου του Al Bashir. Επίσης εκτράχυνε τις κοινωνικές και οικονομικές αδικίες σε ένα μεγάλο φάσμα της σουδανέζικης κοινωνίας, τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές, βάζοντας το υπόβαθρο για την λαϊκή εξέγερση τον Δεκέμβρη του 2018.
Oι διαμαρτυρίες ξεκίνησαν από την εργατική πόλη Atbara στην πολιτεία του ποταμού Νείλου, περίπου 200 μίλια βόρεια του Χαρτούμ, καθοδηγούμενη από μαθητές γυμνασίων, που γρήγορα ενώθηκαν με χιλιάδες κατοίκους της πόλης.
Η αρχική σπίθα ήταν ο τριπλασιασμός της τιμής του ψωμιού. Αλλά στις περιφέρειες όπου ξεκίνησε η εξέγερση, οι οικονομικές αδικίες είχαν προηγηθεί της απώλειας των κρατικών εσόδων από το πετρέλαιο. Κατά την περίοδο της πετρελαϊκής οικονομικής άνθησης, παρόλο που η επίσημη οικονομία του Σουδάν εξαπλωνόταν, τα οφέλη ήταν μοιρασμένα άνισα. Η κατανομή των υπηρεσιών, η απασχόληση και τα έργα υποδομής παρέμειναν συγκεντρωμένα στην πολιτεία του Χαρτούμ και ήταν σχεδιασμένα να ξεγελούν τις αστικές εκλογικές περιφέρειες. Όπως σημείωσε μια μελέτη, κατά τη διάρκεια δύο δεκαετιών πριν από την επανάσταση, περίπου πέντε μεγάλα έργα στο κεντρικό τρίγωνο του βορρά, αναλογούσαν στο 60% των κεφαλαίων ανάπτυξης.
Κατά την διάρκεια της πετρελαϊκής οικονομικής άνθησης, παρόλο που η επίσημη οικονομία του Σουδάν αναπτυσσόταν, τα οφέλη ήταν άνισα μοιρασμένα. Καθώς από το 2009 (μια δεκαετία πριν την εξέγερση) η επίπτωση της φτώχειας στον αγροτικό πληθυσμό ήταν 58%,συγκρινόμενο με το 26% στον αστικό πληθυσμό. Επιπλέον οι αριθμοί της περιόδου δείχνουν ότι τα επίπεδα φτώχειας ήταν πολύ υψηλότερα στο Νταρφούρ και στα ανατολικά, παρά στο Χαρτούμ και τις κεντρικές πολιτείες. Η ανισότητα στις περιοχές και ανάμεσα στο κέντρο και τις περιφέρειες της χώρας εξηγούν μερικώς γιατί οι αρχικές διαμαρτυρίες που οδήγησαν στην λαϊκή εξέγερση το 2018, ξέσπασαν για πρώτη φορά στην ιστορία του Σουδάν στην περιφέρεια της χώρας, παρά στην πρωτεύουσα.
Σε ελάχιστες μέρες, όμως, αντικυβερνητικές διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν σε ένα ευρύ φάσμα από μικρές και μεγάλες πόλεις σε ολόκληρη την βόρεια περιοχή και στην πρωτεύουσα, το Χαρτούμ. Οι διαδηλωτές φώναζαν συνθήματα όπως το πολύ γνωστό στις αραβικές εξεγέρσεις: al-sha’ab yurid isqat al-Nizam, “ο λαός θέλει να πέσει το καθεστώς”
Τα αιτήματα τους ηχούσαν αυτά των προηγούμενων λαϊκών διαμαρτυριών, που περιλαμβάνουν αυτές του 2011, του 2012 και του 2013. Αλλά οι διαμαρτυρίες το 2018-19 ήταν χωρίς προηγούμενο, όσον αφορά το γεωγραφικό τους μήκος και εύρος. Επίσης ακολούθησαν μια αξιοσημείωτη, καινούργια, νεωτεριστική και συνεχή διαδικασία. Οι διαδηλωτές έμαθαν από τα λάθη των προηγούμενων διαμαρτυριών, οι οποίες ήταν πολύ κεντρικοποιημένες, περισσότερο περιορισμένες στη μέση σουδανέζικη τάξη και με έλλειψη στρατηγικής για να αντιμετωπίσουν τις απανταχού παρούσες δυνάμεις ασφαλείας.
Καθοδηγούμενες από το SPA και οργανωμένες στο δρόμο από νεολαιίστικες επιτροπές αντίστασης στις γειτονιές (NRC), oι διαδηλώσεις ήταν συντονισμένες, προγραμματισμένες και ουσιαστικά σχεδιασμένες να δίνουν έμφαση στην βιωσιμότητα παρά στους σκέτους αριθμούς. Οι διαμαρτυρίες ήταν επίσης εξαπλωμένες μέσα στην μεσαία τάξη, εργατική τάξη και φτωχογειτονιές και υπήρχε συντονισμός με διαδηλωτές από περιοχές απομακρυσμένες από το Χαρτούμ, περιλαμβάνοντας τις πολιτείες της Ερυθράς Θάλασσας, στην ανατολή και στο Νταρφούρ, στην μακρινή δύση της χώρας.
Πέρα από την τοπική κλίμακα, οι διαδηλωτές ξεχώριζαν επίσης από άνευ προηγουμένου επίπεδα αλληλεγγύης μέσα στις ταξικές και εθνικές γραμμές. Νεαροί ακτιβιστές και μέλη επαγγελματικών ενώσεων, όχι μόνο προκάλεσαν την πολιτική συζήτηση του ισλαμικού κράτους αλλά έπαιξαν κι έναν σημαντικό ρόλο στο να πετύχουν διαταξικές συμμαχίες στο περιεχόμενο αυτών των διαδηλώσεων. Τα συνθήματα που χρησιμοποιούσαν σχεδιάστηκαν για να αντηχήσουν και να κινητοποιήσουν την υποστήριξη πέρα από εθνικές, φυλετικές και τοπικές διαιρέσεις.
Κατά την διάρκεια των εξάμηνων διαμαρτυριών, απεργίες, στάσεις εργασίας και καθιστικές διαμαρτυρίες διοργανώθηκαν, όχι μόνο στις φοιτητικές εστίες και τα σχολεία, αλλά και ανάμεσα στους εργαζομένους στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά παραδείγματα ήταν οι απεργίες των εργατών του Port Sudan (λιμάνι) στην Ερυθρά Θάλασσα, απαιτώντας την ακύρωση της πώλησης του νότιου λιμανιού μια ξένη εταιρεία και αρκετές στάσεις εργασίας και διαμαρτυρίες από τους εργαζόμενους των πιο σημαντικών τραπεζών, παρόχων τηλεπικοινωνιών και άλλων ιδιωτικών εταιρειών.
Ενώ πολλοί επικεντρώθηκαν σωστά στον κεντρικό ρόλο των διαδηλωτών στον δρόμο, οι επιτροπές και το SPA, τα σουδανέζικα κόμματα της αντιπολίτευσης έπαιξαν επίσης ρόλο: όχι μόνο οργανώνοντας διαμαρτυρίες, αλλά και παρέχοντας θεωρητική υποστήριξη στα αιτήματα των διαμαρτυριών. Τα πολιτικά κόμματα καθοδήγησαν τον σχεδιασμό της “Διακήρυξης της Ελευθερίας και Αλλαγής” τον Ιανουάριο του 2019, στο αποκορύφωμα των διαμαρτυριών. Μαζί με το SPA οι συνασπισμοί των πιο σημαντικών πολιτικών του Σουδάν, πιο σημαντικές οι Εθνικές Δυνάμεις Συναίνεσης και η Φωνή του Σουδάν (Nida Al-Sudan), oδήγησαν στον σχηματισμό ενός ευρέως δικτύου αντιπολίτευσης, το οποίο ενώθηκε κάτω από την σημαία των Δυνάμεων Ελευθερίας και Αλλαγής (FFC). To FFC ήταν πρωταρχικό υπεύθυνο για τον συντονισμό ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, συμπεριλαμβάνοντας εκείνους που δουλεύουν στον ανεπίσημο τομέα..
Στην πραγματικότητα το FFC έκανε να ενδιαφερθούν, όχι μόνο νεολαιίστικες ενώσεις της μεσαίας τάξης, αλλά και ομάδες, ανεπίσημα οργανωμένες επιτροπές αντίστασης στις γειτονιές – κάποιες από τις οποίες αντιπροσώπευαν τις φτωχότερες αστικές περιοχές. Αυτές οι NRC είχαν τις ρίζες τους στην αστική ανυπακοή ενάντια στον Al-Bashir και χρησίμευσαν σαν εργάτες – στρατιώτες των διαδηλώσεων. Πήραν την ηγεσία στο να ανακατευθύνουν τους διαδηλωτές μακριά από τις Δυνάμεις Ασφαλείας κι έπαιξαν κεντρικό ρόλο. Κράτησαν τις διαμαρτυρίες παρά τη βαναυσότητα των Δυνάμεων Ασφαλείας και των παραστρατιωτικών που προσπάθησαν να καταστείλουν την εξέγερση.
H σχετική δύναμη και η αρχική νομιμότητα των κύριων αντιπολιτευτικών κομμάτων και ο συντονισμός τους με τους διαδηλωτές στο δρόμο και τις ανεπίσημες ενώσεις έπαιξαν τον κυριότερο ρόλο στο να κρατάνε τις διαμαρτυρίες που έδιωξαν το Al-Bashir. Ακολουθώντας την επανάσταση, οι επιτροπές αντίστασης θα αναλάμβαναν έναν πιο άμεσο πολιτικό ρόλο, δουλεύοντας για να κτίσουν την συναίνεση του απλού λαού γύρω από ένα σχέδιο με μια νόμιμη και με λαϊκή βάση μετάβαση σε δημοκρατία των πολιτών, σε συμφωνία με τους στόχους της επανάστασης.
Στις 3 Ιουνίου 2019, οι δυνάμεις ασφαλείας του TMC, που περιλάμβαναν την RFS πολιτοφυλακή, διέλυσαν βίαια μία καθιστική διαμαρτυρία, σκοτώνοντας εκατοντάδες και τραυματίζοντας χιλιάδες. Το γεγονός αυτό έγινε γνωστό ως η Σφαγή του Χαρτούμ.
Η πολιτική ηγεσία που αντιπροσωπευόταν από το FFC, τελικά συμφώνησε με τον στρατό τον Ιούλιο. Μέχρι τον Αύγουστο του 2019 τα κόμματα είχαν υπογράψει μια προσχηματική συμφωνίας μοιράσματος της εξουσίας στην μορφή ενός συνταγματικού καταστατικού χάρτη και το FFC τοποθέτησε τον Abdalla Hamdok για πρωθυπουργό. Αυτό το καταστατικό τροποποιήθηκε με την συμφωνία Juba του 2020 που υπογράφτηκε ανάμεσα στην μεταβατική κυβέρνηση και αρκετές αντιπολιτευτικές ομάδες.
Η μεταβατική κυβέρνηση, όμως, δεν εγκαθίδρυσε ποτέ ένα ξεκάθαρο διαχωρισμό των τομέων. Πλέον του καταστατικού, ο στρατός διατήρησε το δικαίωμα να απορρίπτει οποιαδήποτε θέματα που έθεταν οι πολιτικοί ηγέτες στον συνασπισμό.
Επιπλέον είχαν αμνηστία από την έρευνα των προηγούμενων εγκλημάτων (που περιλάμβανε και τη Σφαγή του Χαρτούμ), είχαν δικαίωμα βέτο ενάντια στον διορισμό κρατικών λειτουργών, όπως του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Γενικού Εισαγγελέα.
Η μεταναστική κυβέρνηση έτσι λειτουργούσε με μια σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στην εξουσία του στρατού και της πολιτικής ηγεσίας.
Από την πλευρά τους, οι επιτροπές αντίστασης στις γειτονιές και το γενικό κίνημα διαμαρτυρίας συνέχισαν (και το κάνουν ακόμα και τώρα) να πιέζουν για πέντε βασικές προτεραιότητες. Η πρώτη είναι η μετάβαση σε πολιτικό καθεστώς, που βασίζεται στην απόρριψη άλλης συνεργασίας με στρατιωτικούς (σκιαγραφημένο από τα “Τρία Όχι” – όχι διαπραγματεύσεις, όχι συνεργασία, όχι νομιμότητα για τον στρατό). Δεύτερον καλούν για τον επανασχηματισμό της Συμφωνίας Juba, έτσι ώστε να την κάνουν πιο συμπεριλιπτική απο αυτούς που έχουν υποστεί άμεσα τον αντίκτυπο του πολέμου του απλού λαού. Τρίτον απαιτούν συζητήσεις για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, για να προετοιμάσουν ένα καταστατικό συνέδριο που θα λάβει υπ’ όψιν τις δομικές και εθνικές ανισότητες του παρελθόντος και θα προβλέπει απόλυτα ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Τέταρτον θέλουν ανάληψη ευθυνών των κρατικών λειτουργών που συμμετείχαν στη βία ενάντια στους πολίτες, που περιλαβάνει την Σφαγή του Χαρτούμ. Και τελικά θέλουν την γρήγορη εγκαθίδρυση ενός νομοθετικού συμβουλίου, ακολουθούμενο από τερματισμό των εχθροπραξιών.
Ανάμεσα σε αυτό το δίκτυο των οργανώσεων υπάρχουν ομάδες που είχαν υποστηρίξει με όλες τους τις δυνάμεις την πολιτική κυβέρνηση, που περιλαμβάνουν την Ένωση Σουδανών Επαγγελμαατιών (SPA) και τις δύο κύριες νεολαιίστικες οργανώσεις ( Gifirna, Sudan Change Now). Τελικά η αποτυχία του μέρους του Hambok και της πολιτοφυλακής της μεταβατικής κυβέρνησης να ενωματώσουν τις σημαντικές διεκδικήσεις και τη συμμετοχή των επιτροπών αντίστασης, υπονόμευσαν την πραγματική πρόοδο, όσον αφορά στις λαϊκές διεκδικήσεις για απονομή ευθυνών και δικαιοσύνη. Περιόρισε την λαϊκή βάση και υποστήριξη στην πολιτική ηγεσία. Η καθυστέρηση στην εγκαθίδρυση νομοθετικού συμβουλίου για να προετοιμάσει εκλογές, υπονόμευσε επιπλέον την δημοτικότητα και την νομιμοποίηση του Hamdok και των πολιτικών κομμάτων γενικότερα.Η στρατιωτική ηγεσία που ήταν τότε μια δυνατή συνεργασία ανάμεσα στον Burham και τον Dagalo, επιδέξια εκμεταλλεύτηκαν αυτές τις διαιρέσεις, ανοίγοντας τον δρόμο για το πραξικόπημα του Οκτώβρη.
Στις 25 Οκτωβρίου 2021 ο στρατηγός Βurham από το SAF και ο διοικητής του SRF Dagalo από κοινού ξεκίνησαν πραξικόπημα ενάντια στον Hamdok. Ακολούθησαν άμεσα επίμονες, εκτεταμένες διαμαρτυρίες που καλούσαν για επιστροφή στην πολιτική διακυβέρνηση. Αυτές οι διαμαρτυρίες καθοδηγούμενες από τις λαϊκές επιτροπές αντίστασης, ανάγκασαν το SAF και το RSF να συμφωνήσουν σε διαπραγματεύσεις με την αντιπολίτευση. Οι διαπραγματεύσεις άνοιξαν το δρόμο για την συμφωνία και αυτό ήταν το έναυσμα σφοδρής αντιπαλότητα μεταξύ του Burham και του Dagalo. Πιο συγκεκριμένα, το SAF και το RSF διαφώνησαν δριμύτατα στο θέμα της συγχώνευσης του τελευταίου στον εθνικό στρατό. Επιπλέον και οι δύο δυνάμεις απέρριψαν τις προσπάθειες να αποποιηθούν τις περιουσίες τους, γεγονός που ήταν από τα βασικά αιτήματα της επανάστασης.Η διαφωνία ανάμεσα στους δύο στρατηγούς για μεταρρύθμιση του τομέα Ασφαλείας και η αμοιβαία φιλοδοξία να κρατήσουν τον έλεγχο πάνω σε τεράστιες περιοχές του πλούτου της χώρας ήταν δύο από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που οδήγησαν το Σουδάν στον πόλεμο.
Η εμφάνιση του RSF χρονολογείται από τον πόλεμο του Νταρφούρ των αρχών της δεκαετίας του 2000. Ανταποκρινόμενοι στην ανταρσία που ξεκίνησε στο Νταρφούρ το 2003, το καθεστώς του Βashar έκανε ένα πόλεμο καταστολής εξέγερσης αφήνοντας πίσω καμένη γη που κατέληξε στο θάνατο παραπάνω από 200.000 πολιτών.
Ο πόλεμος διεξαγόταν αρχικά από τους λεγόμενους Janjaweed militias που είχαν δημιουργηθεί, χρηματοδοτηθεί και ελέγχονταν από το καθεστώς του Χαρτούμ. Ο τωρινός διοικητής του RSF, Dagalo, ο ίδιος υπηρέτησε σαν διοικητής του. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων επίσης είχε βάση στο Νταρφούρ, έτσι ώστε ο SAF να μπορεί να συντονίζει τις προσπάθειες καταστολής της εξέγερσης εκ μέρους του Χαρτούμ.
Το 2013, με την αναδιάρθρωση του στρατού του ισλαμικού καθεστώτος, οι Janjaweed μετατράπηκαν στον RSF υπό την ηγεσία του Dagalo. Ανησυχώντας και για την απειλή που έθεταν oι στασιαστές του Νταρφούρ και κύκλοι των διαδηλωτών της Δημοκρατίας στο Χαρτούμ, ο Al-Bashir κατέστησε το RSF σαν ένα στρατό καταστολής εξεγέρσεων, τμήμα του σουδανέζικου στρατού. Επιπλέον παρατάσσοντας την πολιτοφυλακή ενάντια στην λαϊκή εξέγερση και τις λαϊκές διαμαρτυρίες, ένας τρίτος στόχος ήταν να αποδυναμώσουν τον εθνικό στρατό για να προλάβουν οποιεσδήποτε προσπάθειες των μέσων σε βαθμό αξιωματικών να εκδιώξουν το κόμμα του Αl Bashir (το καθεστώς τιου NCP), μέσω ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος. O Αl Bashir έδωσε στον Dagalo το περιβόητο ψευδώνυμο του (“Hemedti”) “o προστάτης μου”.
Το 2017 ο κυβερνήτης νομιμοποίησε το RSF μέσω ενός εκτελεστικού διατάγματος, εγκαθιστώντας επίσημα την πολιτοφυλακή σαν ανεξάρτητη δύναμη ασφάλειας η οποία από τότε δρα σαν μια κρατική παραστρατιωτική πολιτοφυλακή.
Μετά την επανάσταση του 2019 ο Burhan επέτρεψε την εξάπλωση του RSF στις κατοικημένες περιοχές του Χαρτούμ, έτσι ώστε να γίνει η πρωτεύουσα το επίκεντρο της βίας με την έναρξη του πολέμου. Είναι η τραγική ειρωνεία της σουδανέζικές ιστορίας ότι το RSF, η φαινομενικά πιστή πολιτοφυλακή του προηγούμενου ισλαμιστικού καθεστώτος NCP, θα έπαιρνε τον Απρίλη του 2023, τα όπλα ενάντια στον πρώην ευεργέτη του. Οι πρωταρχικές αιτίες για να γίνει αυτό ήταν διττές: η επιμονή του στην διοικητική και ελεγκτική αυτονομία και η ανάγκη να πραγματοποιήσει την αυξανόμενη φιλοδοξία του να κερδίσει οικονομική και πολιτική κυριαρχία στην χώρα.
Ένας πόλεμος ενάντια στην “παράνομη” οικονομία
Η εξουσία του σουδανέζικου στρατού, ειδικά ανάμεσα στους υψηλόβαθμους αξιωματικούς, έχει τις ρίζες της στην ίδρυση του σημερινού σουδανέζικου βαθέος κράτους και την σύνδεση της οικιακής οικονομίας με στρατιωτικά συμφέροντα και με θέματα Ασφάλειας.
Μετά από το πραξικόπημα του 1989 που έφερε το ισλαμικό στρατιωτικό καθεστώς του Al-Bashir στην εξουσία, η κυβέρνηση προχώρησε σε μια οικονομική στρατηγική ενδυνάμωσης tamkeen. Αυτή η πολιτική καθιέρωσε την πολιτική και οικονομική ηγεμονία των ισλαμιστών ελίτ που ήταν οργανωμένες γύρω από τον Εθνικό Ισλαμιστικό Μέτωπο (ISF) και αργότερο γύρω από το κόμμα του Εθνικού Κογκρέσου (NCP). Κάτω από μια φαινομενικά νεοφιλελεύθερη πολιτική μεταρρυθμίσεων υπέρ της αγοράς, κρατικές επιχειρήσεις ξεπουλήθηκαν στους συμμάχους του καθεστώτος. Επιχειρηματίες αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν μετοχές των επιχειρήσεων στους πιστούς του NCP, ενώ γίνονταν μειώσεις φόρων, ακόμη και απαλλαγή, στις φιλικές προς το καθεστώς επιχειρήσεις. Επιπλέον για να εξαγοράσουν την πίστη στο καθεστώς, το κράτος απομάκρυνε τους αντιπάλους από την κυβέρνηση και την πολιτική. Το ισλαμιστικό καθεστώς απέλυσε χιλιάδες στρατιωτικούς και πολιτικούς υπαλλήλους. Σε ένα μοτίβο που θυμίζει τον παρόντα πόλεμο, οι ισλαμιστές αρχηγοί άρχισαν να μαζεύουν και να μοιράζουν επιλεκτικά αγαθά όπως σιτάρι, αλεύρι και πετρέλαιο. Το πετρέλαιο ειδικά έπαιξε κεντρικό ρόλο στην αντοχή του αυταρχικού ισλαμικού καθεστώτος μέχρι την απόσχιση του νότου το 2011. Το καθεστώς του Αl_Bashir με την άνθηση των εσόδων από το πετρέλαιο, τα οποία τάιζαν κατευθείαν τα ταμεία του κράτους, χρησιμοποίησε αυτά τα έσοδα για να δυναμώσει και να εξαπλώσει δίκτυα πατροναρίσματος σε όλη τη χώρα, διοχετεύοντας κεφάλαια στους πιστούς του καθεστώτος και στις περιφέρειες τους. Αλλά αν η οικονομική πολιτική του tamkeen οδήγησε στην ισλαμική μονοπώληση και του επίσημου και του ανεπίσημου οικονομικού τομέα στο Σουδάν, δυνάμωσε παράλληλα και το ρόλο του στρατού στην οικονομία. Η δημιουργία της Στρατιωτικής Βιομηχανικής Εταιρείας (MIC) στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έδωσε τη δυνατότητα στον SAF να ελέγχει δεκάδες εταιρείες που παρήγαγαν στρατιωτικό εξοπλισμό. Οι οικονομικές τους δραστηριότητες αργότερα μεγάλωσαν πέρα από το ΜΙC και περιλάμβαναν ένα εύρος πολιτικών επιχειρήσεων.
Είναι ενάντια σε αυτό το υπόβαθρο που η οικονομία έγινε η κεντρική αρένα του πολιτικού ανταγωνισμού, που ακολούθησε την εξέγερση του 2018 – 2019. Κατά τη διάρκεια της μετάβασης που ακολούθησε την επανάσταση δύο ελίτ παρατάξεις αναδύθηκαν στο επίκεντρο. Τα απομεινάρια της ισλαμιστικής συμμαχίας NIF, συνδεδεμένα με μέλη του NCP, που ήταν αρχικά υπεύθυνα για το χτίσιμο του βαθέος κράτους το 1990 και το Μεταβατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο (TMC) αποτελούμενο από ηγέτες του SAF και της RSF πολιτοφυλακής. Ενώ στο παρελθόν οι ισλαμιστές αντιπροσώπευαν μια σχετικά συνεκτική ομάδα, στην μετάβαση αναδείχτηκαν ρωγμές ανάμεσα στους στρατιωτικούς ηγέτες, επικεφαλής του ΤΜC και της αναγεννημένης ισλαμιστικής ομάδας, ασκώντας σημαντικό έλεγχο πάνω στις κρατικές δυνάμεις Ασφαλείας, που περιλάμβανε και την διαβόητη και μαχητική kattayid-al-zil ή “ταξιαρχίες σκιών”. Σε απάντηση το TMC αναλαμβάνει τον έλεγχο σε πολλές επιχειρήσεις ισλαμιστών και περικόπτει την δύναμη των Σουδανικών Μυστικών Υπηρεσιών. Αποξήλωσαν και αρκετές δυνάμεις της πολιτοφυλακής κατάσχοντας περιουσιακά στοιχεία και κλείνοντας τραπεζικούς λογαριασμούς.
Μετά από το πραξικόπημα του 1989 που έφερε το ισλαμικό στρατιωτικό καθεστώς του Al-Bashir στην εξουσία, η κυβέρνηση προχώρησε σε μια οικονομική στρατηγική ενδυνάμωσης tamkeen. Αυτή η πολιτική καθιέρωσε την πολιτική και οικονομική ηγεμονία των ισλαμιστών ελίτ που ήταν οργανωμένες γύρω από τον Εθνικό Ισλαμιστικό Μέτωπο (ISF) και αργότερα γύρω από το κόμμα του Εθνικού Κογκρέσου (NCP). Κάτω από μια φαινομενικά νεοφιλελεύθερη πολιτική μεταρρυθμίσεων υπέρ της αγοράς, κρατικές επιχειρήσεις ξεπουλήθηκαν στους συμμάχους του καθεστώτος. Επιχειρηματίες αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν μετοχές των επιχειρήσεων στους πιστούς του NCP, ενώ γίνονταν μειώσεις φόρων, ακόμη και απαλλαγή, στις φιλικές προς το καθεστώς επιχειρήσεις. Το καθεστώς του Αl_Bashir με την άνθηση των εσόδων από το πετρέλαιο, τα οποία τάιζαν κατευθείαν τα ταμεία του κράτους, χρησιμοποίησε αυτά τα έσοδα για να δυναμώσει και να εξαπλώσει δίκτυα πατροναρίσματος σε όλη τη χώρα, διοχετεύοντας κεφάλαια στους πιστούς του καθεστώτος και στις περιφέρειες τους. Αλλά αν η οικονομική πολιτική του tamkeen οδήγησε στην ισλαμική μονοπώληση και του επίσημου και του ανεπίσημου οικονομικού τομέα στο Σουδάν, δυνάμωσε παράλληλα και το ρόλο του στρατού στην οικονομία. Η δημιουργία της Στρατιωτικής Βιομηχανικής Εταιρείας (MIC) στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έδωσε τη δυνατότητα στον SAF να ελέγχει δεκάδες εταιρείες που παρήγαγαν στρατιωτικό εξοπλισμό.
Είναι σε αυτό το υπόβαθρο που η οικονομία έγινε η κεντρική αρένα του πολιτικού ανταγωνισμού, που ακολούθησε την εξέγερση του 2018 – 2019. Κατά τη διάρκεια της μετάβασης που ακολούθησε την επανάσταση, δύο ελίτ παρατάξεις αναδύθηκαν στο επίκεντρο. Τα απομεινάρια της ισλαμιστικής συμμαχίας NIF, συνδεδεμένα με μέλη του NCP, που ήταν αρχικά υπεύθυνα για το χτίσιμο του βαθέος κράτους το 1990 και το Μεταβατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο (TMC) αποτελούμενο από ηγέτες του SAF και της RSF πολιτοφυλακής. Ενώ στο παρελθόν οι ισλαμιστές αντιπροσώπευαν μια σχετικά συνεκτική ομάδα, στην μετάβαση αναδείχτηκαν ρωγμές ανάμεσα στους στρατιωτικούς ηγέτες, επικεφαλής του ΤΜC και της αναγεννημένης ισλαμιστικής ομάδας, ασκώντας σημαντικό έλεγχο πάνω στις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας, που περιλάμβανε και την διαβόητη και μαχητική kattayid-al-zil ή “ταξιαρχίες σκιών”. Σε απάντηση το TMC αναλαμβάνει τον έλεγχο σε πολλές επιχειρήσεις ισλαμιστών και περικόπτει την δύναμη των Σουδανικών Μυστικών Υπηρεσιών.
Σε συνέχεια του πραξικοπήματος της 25 Οκτωβρίου 2021, όμως, ο Burhan βρέθηκε να απομονώνεται όλο και περισσότερο. Γρήγορα έφτιαξε τις σχέσεις του με τους ισλαμιστές, αποκαθιστώντας τους αρχηγούς τους στο κράτος και στο κρατικό σύστημα ασφαλείας και οι δύο τώρα συνασπίστηκαν ενάντια στο RSF.
Πράγματι, η επανάσταση του 2018-19 έδειξε ξεκάθαρα, και ο σημερινός καταστροφικός πόλεμος επιβεβαίωσε, ότι οι προοπτικές για ειρήνη και δημοκρατία βρίσκονται στην κοινωνία των πολιτών του Σουδάν που αποτελείται από επαγγελματικές ενώσεις, συνδικάτα και τις οργανώσεις νεολαίας και γυναικών. Ο πόλεμος απλώς επιβεβαίωσε την σημασία αυτών των δικτύων. Ακόμη και τώρα, οι επιτροπές αντίστασης υπό την ηγεσία της νεολαίας, παρά τις διαφορές τους, συμφωνούν ότι η προτεραιότητα είναι να τερματιστεί ο πόλεμος και να αποκατασταθεί η ειρήνη αντιμετωπίζοντας τις βαθύτερες αιτίες των συγκρούσεων στο Σουδάν, όπως σκόπευε η επανάσταση.
Κατά τη διάρκεια ενός καταστροφικού πολέμου και ενόψει των μαζικών εκτοπισμών, ένα κίνημα με επιρροή υπό την ηγεσία της νεολαίας έχει δείξει σημαντική ικανότητα να γεφυρώνει εθνικές, φυλετικές και κοινωνικές διαφορές για δημοκρατικούς στόχους. Ελλείψει επαρκούς διεθνούς βοήθειας, για παράδειγμα, τα κέντρα αντιμετώπισης έκτακτης ανάγκης υπό την ηγεσία των νέων έχουν κινητοποιήσει αμοιβαία βοήθεια σε ολόκληρη τη χώρα.
Εν μέσω της φθίνουσας νομιμότητας των πολιτικών ελίτ στη σουδανική κοινωνία των πολιτών, οι ηγέτες της νεολαίας συνεχίζουν να απολαμβάνουν ισχυρή υποστήριξη από ένα ευρύ φάσμα Σουδανών. Οι ηγέτες του κινήματος νεολαίας, οι γυναικείες οργανώσεις, οι ανεξάρτητοι μελετητές, οι καλλιτέχνες και εκατομμύρια Σουδανοί στη διασπορά είναι σχεδόν ομόφωνοι στην αντιμετώπιση της παρούσας πρόκλησης του πολέμου, εργάζονται προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της κοινωνίας των πολιτών με τρόπους που ανοικοδομούν την εμπιστοσύνη, επιλύουν τις συγκρούσεις και οικοδομούν μια βιώσιμη ειρήνη .Ο Khalid Mustafa Medani είναι αναπληρωτής καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο McGill.
Υποβολή απάντησης