H επαναστατική εφημερίδα: Η Daily Herald: 1911-22

image_pdfimage_print

Του Κρις Χάρμαν, Καλοκαίρι 1984

 

Η Daily Herald (Ντέιλι Χέραλντ=Ο Καθημερινός Αγγελιοφόρος) δεν ήταν μια επαναστατική εφημερίδα, με την έννοια ότι δεν καλούσε καθαρά και ξάστερα στη βίαιη ανατροπή της υπάρχουσας κοινωνίας. Αλλά αξίζει να τη μελετήσουμε για δυο λόγους. Έδειξε πώς κατάφεραν αυτοί που  βρίσκονταν στην άκρα αριστερά του πολιτικού φάσματος  να εκδώσουν μια εφημερίδα που σε μια περίοδο ανόδου των αγώνων κατάφερε να κοντράρει τον αστικό τύπο εξαπλώνοντας την αναγνωσιμότητά της μέσα στην εργατική τάξη. Και ακριβώς γι αυτό το λόγο μνημονευόταν συχνά από την Κομμουνιστική Διεθνή στα πρώτα της χρόνια σαν ένα παράδειγμα από το οποίο έπρεπε να αντλήσει μαθήματα ο επαναστατικός Τύπος.

Η εφημερίδα ξεκίνησε να κυκλοφορεί σαν ένα απλό τετρασέλιδο απεργιακό σεντόνι κατά τη διάρκεια ενός λοκ-άουτ των εκδοτών το Γενάρη του 1911 στο Λονδίνο. Τα πρώτα της φύλλα καταπιάνονταν  μόνο για την απεργία, και παρά το γεγονός ότι το πρώτο άρθρο ξεκινούσε με στίχους του William Morris, η γλώσσα της αντανακλούσε την επιρροή των διακηρυγμένων ιδεών των εκδοτών της: «οι Άγγλοι που έχουν αναθρέψει τους γιους τους για να πεθαίνουν στις μάχες της αυτοκρατορίας στο εξωτερικό, δεν θα υποταχθούν σαν ένα πλήθος πεινασμένων ιθαγενών… Το κεφάλαιο μπορεί να είναι ισχυρό, αλλά η ανθρωπότητα είναι ισχυρότερη»,  έγραφε άρθρο σε κάποιο εμπροσθόφυλλο.

Αλλά η εφημερίδα σύντομα άρχισε να ασχολείται με με άρθρα σχετικά με την εργασία- με τις εργασιακές συνθήκες στους φούρνους, ή με το τι συνέβαινε στο συνδικάτο εργατών ορυχείων στο Fife– και εξέφραζε τις απόψεις των πεισμένων σοσιαλιστών που συμμετείχαν στην έκδοσή της, όπως ο Μπεν Τίλετ από το συνδικάτο των λιμενεργατών και ο αριστερός βουλευτής των Εργατικών Τζορτζ Λάνσμπερι.  Περιελάμβανε από άρθρα που υποστήριζαν τη σοσιαλιστική υπόθεση μέχρι ευρύτερου ενδιαφέροντος θέματα όπως ποδοσφαιρικές στήλες και στήλες κηπουρικής.  Και ο «συντεχνιακός» χαρακτήρας των πρώτων φύλλων της άρχισε να αλλάζει: στις 21 Απρίλη στο εμπροσθόφυλλο φιγουράριζε η εικόνα γυναικών αποθηκάριων απεργών να διαδηλώνουν και μια συνέντευξη με την Έλεν Σμιθ, της οργανώτριας του γυναικείου τμήματος του συνδικάτου αποθηκαρίων και κοπτών.

Η επιτυχία του απεργιακού φύλλου- οι πωλήσεις του ανέβηκαν από 12,000 στα 27,000 – ώθησε τους εκδότες της να αναζητήσουν πόρους για να την κάνουν καθημερινή εφημερίδα. Προσπάθησαν αλλά σε πρώτη φάση δεν τα κατάφεραν και τρεις μήνες μετά αναδιπλώθηκαν προσωρινά. Αλλά ένα χρόνο αργότερα , τον Απρίλη του 1912, ξαναέγινε καθημερινή εφημερίδα , και παρ΄ότι το αρχικό κεφάλαιο της ανερχόταν μόνο στα 300 δολάρια, γνώρισε εκπληκτική επιτυχία τα επόμενα δυο χρόνια. Οι ακριβείς πωλήσεις της δεν είναι γνωστές, αλλά υπολογίζεται ότι έφτασαν σε  ένα νούμερο ανάμεσα στα 50 – 150 χιλιάδες φύλλα. Η κυκλοφορία της δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο των πιο δημοφιλών καθημερινών εφημερίδων της εποχής, δηλαδή των Mail και Mirror,  που πουλούσαν στα 750 χιλιάδες και 1 εκατομμύριο φύλλα, αλλά βρισκόταν σε  παρόμοια επίπεδα με τις Express και Telegraph, των οποίων οι πωλήσεις ήταν μεταξύ  200,000-300,000 – ιδίως αν πάρουμε υπόψη ότι το αναγνωστικό κοινό της ήταν χειρωνακτικοί εργάτες, που δεν είχαν ακόμα αναπτύξει τη συνήθεια να αγοράζουν μια καθημερινή εφημερίδα όπως έκαναν με την κυριακάτικη. Η επιτυχία της Herald γίνεται ακόμα πιο αξιοσημείωτη με δεδομένο ότι η επίσημη ηγεσία του Εργατικού Κόμματος ξεκίνησε να εκδίδει ανταγωνιστικά με τη Herald μια δικιά της εφημερίδα, την Daily Citizen, με πολύ μεγαλύτερη χρηματοδότηση, το καλοκαίρι του 1912.

Η νέα έκδοση της Herald χρησιμοποιούσε χωρίς ενδοιασμούς τις τελευταίες τεχνικές της έκδοσης των πιο δημοφιλών εφημερίδων. Έτσι το τρίτο φύλλο είχε , αρκετά προβλέψιμα,  τον κεντρικό τίτλο: «ο Τιτανικός βυθίζεται». Αλλά οι τεχνικές επιδίωξης εντυπωσιασμού όσο το δυνατό συχνότερα στρέφονταν ενάντια στο υπάρχον σύστημα. Κι έτσι μέρα με τη μέρα έγειρε ερωτήματα στο εμπροσθόφυλλο γύρω από τις συνθήκες βύθισης- μέτρα ασφαλείας του πλοίου, η κατάσταση του πληρώματος, πάνω απ’ όλα γιατί στους άντρες κι επιβάτες της πρώτης θέσης επιτράπηκε να επιβιβαστούν στις διασωστικές λέμβους, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά από τις θέσεις του καταστρώματος εξαναγκάστηκαν να παραμείνουν στο βυθιζόμενο κουφάρι.

Αλλά το πιο βασικό χαρακτηριστικό της Herald δεν ήταν αυτές οι τεχνικές, αλλά ο τρόπος που τις έδενε με τους εργατικούς αγώνες. Έγινε γνωστή σαν η «εφημερίδα των επαναστατών» , επειδή, όπως το έθεσε ο Τζορτζ Λάνσμπερι «πάντα υπερασπιζόταν τους εργάτες που κατέβαιναν σε απεργία… Όλοι οι άντρες και γυναίκες που πάλευαν να βελτιώσουν τις εργασιακές συνθήκες τους ενστικτωδώς στράφηκαν στη Daily Herald εκείνα τα πρώτα χρόνια…»

Οι σελίδες της περιείχαν αμέτρητες αφηγήσεις απεργιών, εργασιακών συνθηκών, διαμαχών με τους εργοδότες. Έτσι το πρώτο φύλλο της νέας έκδοσης περιλάμβανε νέα για μια απεργία σιδηροδρομικών, συζήτηση για την απεργία των αναθρακωρύχων που μόλις είχε λήξει, λεπτομέρειες για το κλείσιμο της απεργίας των 30,000 εργατών γης στο Dundee, και την περιγραφή διαμάχης μεταξύ των ηλεκτροτεχνιτών στο Earls Court. Καλούσε «τους γραμματείς των συνδικάτων, τους εκπροσώπους τους, τους επίτροπους του Εργατικού Κόμματος και τους συνεταιρισμούς… να προωθούν οποιοδήποτε νέο στη Daily Herald». Όταν 100.000 λιμενεργάτες κι εργαζόμενοι στις μεταφορές απεργούσαν στο Λονδίνο τον Ιούνιο και τον Ιούλιο,  εφημερίδα έγινε το επίσημο όργανο της απεργίας. Όταν οι εργάτες του Δουβλίνου αντιμετώπισαν ένα χρόνο αργότερα λοκ-άουτ από τα αφεντικά, η Herald ήταν αυτή που πρωτοστάτησε στην καμπάνια αλληλεγγύης στην υπόλοιπη Βρετανία. Αυτά τα χρόνια γνώρισαν το μεγαλύτερο ξέσπασμα των εργατικών αγώνων από την εποχή του Χαρτισμού (δεκαετία 183-40), με μαζικές απεργίες που οδηγούσε σε δημιουργία συνδικάτων στη βιομηχανία  μετά την άλλη, με την πρωτοβουλία να παίρνεται συνήθως από μη «θεσμικά» στοιχεία που επηρεάζονταν από σοσιαλιστικές και συνδικαλιστικές (στΜ με την έννοια «αναρχοσυνδικαλιστικές») ιδέες. Και η Herald ήταν το μέσο με το οποίο οι εργάτες που συμμετείχαν σε αυτές τις μάχες μπορούσαν να αποκτήσουν την αίσθηση της δύναμής τους μέσα από την ανάγνωση των ραπόρτων για την κάθε αντιπαράθεσή τους με το σύστημα. Αντανακλώντας η εφημερίδα τις εμπειρίες τους σε μια εποχή μεγάλων αγώνων, ενίσχυσε την ίδια τους την πείρα. Όπως το έθεσε ένα γράμμα προς τη Herald τον Οκτώβρη του 1912: « Ας θεωρήσουν όλοι την επιρροή της Herald μεταδοτική μέρα με τη μέρα, ας θεωρήσουν μεταδοτικό το υποσυνείδητο μήνυμα της επανάστασης και της ανεξαρτησίας. Μέρα με τη μέρα η καταγραφή των ξεσπασμάτων των εργατών δίνει μια πιο συνολική εικόνα της πάλης της εργατιάς και επιβεβαιώνουν την ανάγκη για αλληλεγγύη και δράση σε πλατιά κλίμακα.»  Αλλά τι γίνεται με τις γενικές ιδέες που τροφοδοτούσαν τους εκδότες της εφημερίδας; Σίγουρα με κανέναν τρόπο δεν ήταν ξεκάθαρες. Ο Λάνσμπερι, ο οποίος όλο και περισσότερο κυριαρχούσε πάνω στη γραμμή της εφημερίδας, την αντιλαμβανόταν σαν μια πλατφόρμα για να εκφράζονται όλες οι ιδέες που αμφισβητούσαν το υπάρχον σύστημα, παρά σαν μια εφημερίδα που βγαίνει προς τα έξω με μια ενιαία γραμμή. Και έτσι οι ιδέες των συνδικαλιστών (αναρχοσυνδικαλιστών), των χριστιανών σοσιαλιστών, των σουφραζετών, των συντεχνιακών σοσιαλιστών, των μαρξιστών, των αναρχικών, των «ντιστριμπιουνιστών» όπως οι Τσέστερτονς και ο Χιλέρ Μπελόκ διαγκωνίζονταν μεταξύ τους στα κεντρικά άρθρα της εφημερίδας. Η μόνη γενική ιδέα που τους ένωνε όλους ήταν το αίσθημα ότι η αγωνιστικότητα ενάντια στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων ήταν καλό πράγμα.  Το συνονθύλευμα ιδεών που τροφοδοτούσε την εφημερίδα οδηγούσε σε χαοτικά συμπεράσματα ως  προς το «τι να κάνουμε».

Αυτό δεν πείραζε πολύ μέχρι το καλοκαίρι του 1914. Όλες αυτές οι ιδέες φαίνονταν απαραίτητες για να δοθεί περαιτέρω ώθηση στο ανοδικό κύμα αγώνων σε κάθε μέτωπο- στη βιομηχανία, απέναντι στους συντηρητικούς συνδικαλιστές ηγέτες της παλιότερης γενιάς, για την αυτονομία της Ιρλανδίας, για το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, ενάντια στις απόπειρες να εξαγοραστούν οι εργάτες με τα πρώτα βήματα για τη δημιουργία ενός κράτους πρόνοιας. Εκδότης της εφημερίδας, αρκετά κατάλληλος για τη θέση, για έναν περίπου χρόνο ήταν ένας καθαρός (αναρχο)συνδικαλιστής, ο Τσαρλς Λάπγουορθ, μέλος των IWW. Ο Λάνσμπερι τον απομάκρυνε γιατί δεν μπορούσε να ανεχθεί τη μέθοδο της ανάλυσής του που αποκαλούσε «βασικά το παλιό καλό κήρυγμα του μίσους» (The miracle of Fleet Street, σελ.33).  Στην πραγματικότητα, αν και ο Λάνσμπερι είχε οργανώσει την «Ένωση της Herald» για τους υποστηρικτές της εφημερίδας, που αποτελούταν από πενήντα τοπικές ομάδες, εξασφάλισε ότι αυτή η Ένωση δεν θα ασκεί πραγματικό έλεγχο πάνω στην εφημερίδα! Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1914 φάνηκε πόσο σημαντική είναι η απουσία ξεκάθαρης πολιτικής κατεύθυνσης. Το ξέσπασμα του πολέμου σήμανε μια ανοιχτή διάσταση απόψεων μεταξύ του Λάνσμπερι, που οι πασιφιστικές του απόψεις τον οδήγησαν να εναντιωθεί στον πόλεμο, και ανθρώπων όπως οι Τίλετ και Τσέστερτονς, που υποστήριξαν τον πόλεμο. Η κυκλοφορία της εφημερίδας έπεσε ενώ το κόστος εκτύπωσης εκτινάχθηκε στα ύψη και λίγες βδομάδες μετά άρχισε να κυκλοφορεί σε βδομαδιάτικη αντί σε καθημερινή βάση.

Ανέκτησε την καθημερινή της κυκλοφορία, με μια τρίτη επανεκκίνηση, στις 31 Μαρτίου του 1919, αυτή τη φορά με ένα κεφάλαιο μεγαλύτερο των 140,000 λιρών, που μαζεύτηκε από δωρεές συνδικάτων και συνεταιρισμών. Η νέα πηγή χρηματοδότησης οδήγησε σε μια σημαντική αλλαγή σε σύγκριση με την προπολεμική εφημερίδα: δεν ήταν πλέον η επαναστατική εφημερίδα που χαρακτηριζόταν από την υποστήριξη στις  «εξωθεσμικές» απεργίες, αλλά μια εφημερίδα με την έγκριση από τους θεσμικούς ηγέτες του εργατικού κινήματος. Έτσι λογικά, το πρώτο φύλλο περιελάμβανε χαιρετισμούς όχι μόνο από αριστερές προσωπικότητες όπως οι Τομ Μαν και Άλμπερτ Ίνκπιν, αλλά επίσης και από τους Ράμσεϊ Μακντόναλντ, Τζ.Χ. Τόμας, Φίλιπ Σνόουντεν και Έντουαρντ Μπερνστάιν. Ο  Λάνσμπερι,  που αργότερα σημείωνε ότι οι εργάτες προσδοκούσαν από τη Herald να υποστηρίζει τους αγώνες τους ανεξάρτητα από το αν ήταν «θεσμικοί ή εξωθεσμικοί», έγραψε ότι …ευτυχώς δεν υπήρχαν πολλές εξωθεσμικές απεργίες το 1919 και το 1920.

Αλλά οι αγώνες ήταν υπαρκτοί και μάλιστα σε μαζική κλίμακα. Το 1919 ξεκίνησε με μια μαζική απεργία μηχανικών στη Γλασκόβη, η οποία οδήγησε σε αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία, και με μια γενική απεργία στο Μπέλφαστ. Συνέχισε με μια κινητοποίηση διαρκείας στα ορυχεία, που ξανά και ξανά έτεινε να μετατραπεί σε απεργιακή έκρηξη διαρκείας, μια απεργία αστυνομικών που κατεστάλη βίαια, μια απεργία σιδηροδρομικών, τον ανταρτοπόλεμο ενάντια στη δικτατορία των Βρετανών στην Ιρλανδία. Και όλα αυτά με φόντο τη Μπολσεβίκικη Επανάσταση στη Ρωσία που εξαπλωνόταν ήδη στην Ουγγαρία και φαινόταν να αγκαλιάζει και τη Γερμανία.

Η Herald συνέχισε να καταγράφει τις εμπειρίες των εργατών στον αγώνα, σε μια ξεχωριστή σελίδα που είχε τίτλο «ο κόσμος της εργασίας μέρα με τη μέρα», με την οποία παρουσίαζε κατά μέσο όρο τη μέρα δεκαπέντε απεργιακά ραπόρτα, μισθολογικές διαπραγματεύσεις κλπ. Σε άλλες σελίδες ειδήσεων μπορούσες να βρεις υποθέσεις όπως πχ τη δίκη των ηγετών των μηχανικών της Γλασκόβης  , και δευτερευόντως δολοφονίες και άλλες περιπέτειες με τις οποίες καταπιανόταν και ο υπόλοιπος λαοφιλής τύπος. Οι διεθνείς ειδήσεις ήταν ειδήσεις αγώνων- από απεργίες στις ΗΠΑ, τον πόλεμο της Ιρλανδίας,  τις αναταραχές στην Ινδία, τις μάχες των κόκκινων στρατών στη Ρωσία και την Ουγγαρία.

Επιπλέον,  εφημερίδα χειριζόταν δημοσιογραφικές τεχνικές δημιουργίας εντυπώσεων, για να περιγράψει τόσο τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν οι άνθρωποι (με εμπροσθόφυλλα «τρόμου» όπως δείχνοντας εικόνες από τις στεγαστικές συνθήκες στη Bethnal  Green ) όσο και τις ενέργειες της κυβέρνησης να χτυπήσει το εργατικό κίνημα εντός κι εκτός χώρας. Η εφημερίδα πέτυχε τέσσερα σημαντικά χτυπήματα- όταν έδωσε στη δημοσιότητα τις μυστικές συμφωνίες που είχε κάνει η βρετανική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του πολέμου κι είχαν έρθει στο φως με τη Ρώσικη Επανάσταση, όταν δημοσίευσε τις μυστικές διαταγές σε αξιωματικούς του στρατού να προετοιμάσουν τα στρατεύματά τους για να χτυπήσουν τις απεργίες, όταν αποκάλυψε τις λεπτομέρειες της συνάντησης μεταξύ του Τσόρτσιλ και ενός «λευκού» Ρώσου αξιωματούχου για την αποστολή 10.000 «εθελοντών» ενάντια στη ρώσικη επανάσταση και όταν έβγαλε στη φόρα πως η βρετανική κυβέρνηση είχε εκδώσει  πλαστό αντίγραφο της Πράβντα (στΜ εφημερίδα των Μπολσεβίκων).

Δε μας κάνει εντύπωση λοιπόν ότι η εφημερίδα ήταν λαοφιλέστατη ανάμεσα σχεδόν σε όλους τους αγωνιστές του εργατικού κινήματος, με μια κυκλοφορία μεταξύ 200,000 και 370,000, φτάνοντας στην κορύφωση των 500,000 κατά τη διάρκεια της απεργίας των σιδηροδρομικών του 1919. Δεν προκαλεί εντύπωση ότι η κυβέρνηση ανησύχησε τόσο πολύ για την επιρροή της που απαγόρευσε τη διανομή της στις ένοπλες δυνάμεις.

Πώς χρησιμοποίησε η εφημερίδα τη δημοτικότητά της;

Παρέμενε μια εφημερίδα της «αριστεράς», με την έννοια ότι υπερασπιζόταν την «άμεση δράση», την εργατική δράση για πολιτικούς σκοπούς και πάλευε για την πλατύτερη δυνατή αλληλεγγύη με τους αγωνιζόμενους. Αλλά το 1919 και το 1920 λίγοι ήταν αυτοί μέσα στο εργατικό κίνημα που μπορούσαν να επιχειρηματολογήσουν ευθέως ενάντια σε αυτά. Οι ηγέτες των βασικών συνδικάτων έχτισαν την «τριπλή συμμαχία» αλληλοϋποσχόμενοι αμοιβαία υποστήριξη, ο Ράμσεϊ Μακντόναλντ κυκλοφόρησε ένα βιβλίο στο οποίο ισχυριζόταν ότι η εργατική δράση για πολιτικούς σκοπούς ήταν θεμιτή εφόσον κινούταν σε συνταγματικά και όχι αντισυνταγματικά πλαίσια, και ακόμα και ο άρχοντας της «μετριοπάθειας» Τζ.Χ. Τόμας  ψήφιζε αποφάσεις υπέρ της άμεσης δράσης στα συνέδρια.

Ένα μεγάλο κομμάτι της επιχειρηματολογίας της εφημερίδας διαπερνιόταν από την άποψη ότι δεν φτάνουν μόνο τα λόγια, αλλά χρειάζεται και δράση. Αλλά δεν ήταν ικανή να συγκεκριμενοποιήσει  το τι συνεπάγεται αυτό.  Ένας από τους ίδιους τους αρθρογράφους της Herald, ο Χ.Ν. Μπρέιλσφορντ,  παρατηρούσε ότι ενώ ευρωπαϊκά η αριστερά έθετε τη μέθοδο της άμεσης δράσης σε εφαρμογή, στη Βρετανία απλώς συζητούσαν αν είναι σωστό ή όχι να την υιοθετήσουν: «Στην Ευρώπη οι σοσιαλιστές συζητούσαν για τη μηχανική της μεθόδου, στη χώρα μας μου φαίνεται δε συζητάμε τίποτα παρά μόνο της ηθική της» (Daily Herald, 17 Σεπτέμβρη 1919).

Το 1920 αυτό σήμαινε ότι η εφημερίδα πάλευε, ορθώς, για την ανάγκη να ενοποιηθούν οι διαφορετικοί αγώνες, είτε το ζήτημα ήταν η σύνδεση του αγώνα στη Βρετανία με τον αγώνα για ανεξαρτησία στην Ιρλανδία ,είτε ο συντονισμός του αγώνα των σιδηροδρομικών με τον αγώνα των ανθρακωρύχων.  Αλλά όταν έφτανε η ώρα να καταδείξει ποιος ευθυνόταν για τη διάσπαση αυτής της ταξικής ενότητας, τηρούσε σιγή ιχθύος. Αυτό έγινε τελείως καθαρό το 1921, όταν οι ηγέτες των συνδικάτων των σιδηροδρομικών και των μεταφορών πρόδωσαν την τριπλή συμμαχία κι άφησαν τους εργάτες στα ορυχεία να ηττηθούν απομονωμένοι. Η Herald κήρυξε τη «Μαύρη Παρασκευή» και δημοσίευσε αποφάσεις από κλαδικά σωματεία σιδηροδρομικών που αποκήρυσσαν αυτό που είχε συμβεί. Αλλά το κεντρικό άρθρο της εφημερίδας επέμενε «δεν μας αφορά να κατηγορήσουμε συγκεκριμένα άτομα ή τμήματα του κινήματος». Η Daily Herald δεν μπορούσε να «κατηγορήσει» τα «άτομα» που ευθύνονταν για την πιο σημαντική ήττα της εργατικής τάξης για μια ολόκληρη γενιά, λόγω του «πλατιού», «απελευθερωμένου» ρόλου που ήθελε να παίζει, και πιο συγκεκριμένα λόγω των δεσμών της με τους «αριστερούς» συνδικαλιστές ηγέτες (ο -ηγέτης στο συνδικάτο μεταφορών- Μπέβιν ηγείτο της επιτροπής οικονομικής ενίσχυσης της εφημερίδας).

Όπως παρατηρούσε ο Άλασνταϊρ Χάτσετ σε μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη για την εφημερίδα: «η εφημερίδα πάντα έδειχνε σεβασμό σε όλες τις πτέρυγες του κινήματος, με στόχο την τροφοδότησή της με νέα από τους εργασιακούς χώρους και την αντικυβερνητική κατεύθυνση. Αλλά η τακτική της εκδοτικής ομάδας να μην κάνει κριτική και να μην παίρνει θέση όταν συζητούσε για τα προβλήματα του κινήματος και τις αντιπαραθέσεις για κάθε ζήτημα που ανέκυπτε, όποιες κι αν ήταν, της επέτρεψε να υποστηρίζει τις επαναστατικές τάσεις και ταυτόχρονα  να μετατρέπει τον αριστερό ρεφορμισμό σε «κανονικό» ρεφορμισμό.  Η υποστήριξη στην άμεση δράση εκφραζόταν με τρόπους που, ως επί το πλείστον, άφηναν τον αριστερό κοινοβουλευτισμό ανεπηρέαστο».

Μια «πλατιά εφημερίδα» που σχετιζόταν με αόριστα με καλέσματα για αγωνιστική δράση, θα μπορούσε να γνωρίσει ανάπτυξη σε μια περίοδο ανόδου των αγώνων, όταν η αποτύπωση των οργισμένων κραυγών διαφορετικών τμημάτων της εργατικής τάξης έφτανε για να εκφραστεί ο βρηχυθμός της γενικευμένης εξέγερσης. Αλλά όταν ξαφνικά κι ανέλπιστα ο αγώνας έφτασε στο αποφασιστικό σημείο καμπής, δεν είχε τίποτα να πει.

Αυτή η σιωπή της σήμαινε ότι υπήρχε μόνο μια κατεύθυνση να ακολουθήσει από εκείνο το σημείο και μετά-προς τα δεξιά. Το επακόλουθο της ήττας των εργατών ορυχείων ήταν ότι η ανεργία πήρε την ανιούσα χωρίς αντίσταση και η αριθμητική δύναμη των συνδικάτων έπεσε κατακόρυφα. Το πνεύμα αγωνιστικότητας  που χαρακτήριζε την παλιά Herald αμβλύνθηκε και οι πωλήσεις της εφημερίδας έπεσαν. Τελικά, το 1925 ο Λάνσμπερι ξεπούλησε κυριολεκτικά και παραχώρησε τον έλεγχο της εφημερίδας του στο Γενικό Συμβούλιο της Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας TUC,  που με τη σειρά της πούλησε το μισό μερίδιο στην εταιρεία-εκδοτικό γίγαντα Όνταμς. Η εφημερίδα γνώρισε πρόοδο τις δεκαετίες του 1920 και 1930, όχι γιατί έφερε το επαναστατικό πνεύμα ,  αλλά χάρη στις προσφορές της. Όταν δεν μπορούσε να προχωρήσει πλέον σε αυτή τη βάση τη δεκαετία του 1960  έσβησε στα χέρια της TUC και τελικά κατέληξε ως Τhe Sun, στα χέρια του Ρούπερτ Μέρντοκ.

Ωστόσο για μια περίοδο η εφημερίδα ήταν, όπως το θέτει ο Κομμουνιστής ιστορικός της εργατικής τάξης Ρ. Πέιτζ Άρνοτ «ό,τι πλησιέστερο έχει δει αυτή η χώρα σε συλλογικό οργανωτή και προπαγανδιστή των επαναστατικών διαθέσεων».  («Ο αντίκτυπος της Ρώσικης Επανάστασης στη Βρετανία», 1967, σελ.151).

 

Πηγή: https://www.marxists.org/archive/harman/1984/xx/revpress.html Μετάφραση Αλέξης Λιοσάτος

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.