Για ποιον (απ’όλους) σοσιαλισμό παλεύουμε; Ο Τρότσκι και η προδομένη επανάσταση στην ΕΣΣΔ

image_pdfimage_print

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ

Του Αλέξη Λιοσάτου

«Κολεκτιβοποιημένοι» αγρότες-εργάτες γης στην ΕΣΣΔ και σοσιαλισμός: καμία σχέση

Τον Νοέμβρη του 1929, ο Στάλιν ανακοίνωσε το τέλος της ατομικής αγροκαλλιέργειας. Ο Γιάκοβλεφ, Επίτροπος (Υπουργός) Γεωργίας, πήρε την εντολή να «εξαλείψει τους κουλάκους σαν τάξη» και να εγκαθιδρύσει την πλήρη κολεχτιβοποίηση «όσο το δυνατό πιο σύντομα». Ήταν η περίοδος που αφού Κουλάκοι (πλούσιοι αγρότες) και Γραφειοκρατία συνασπίστηκαν για να ξεπαστρέψουν την Αριστερή Αντιπολίτευση του Τρότσκι, ήρθε έπειτα η ώρα να δώσουν μάχη μεταξύ τους για την εξουσία. Η κολεχτιβοποίηση εμφανίστηκε στον αγρότη, πρώτα απ’ όλα, με τη μορφή μιας απαλλοτρίωσης όλων των υπαρχόντων του. «Κολεχτιβοποιούσαν όχι μόνο τα άλογα, τις αγελάδες, τα πρόβατα, τους χοίρους, αλλά ακόμα και τα μικρά κοτόπουλα. ‘Αποκουλακοποιούσαν ‘ ως έγραψε ένας ξένος παρατηρητής, ‘ακόμα και τα μικρά παιδιά, βγάζοντας τους βίαια από τα πόδια τα τσόχινα μποτάκια που φορούσαν ‘. Το αποτέλεσμα ήταν μια επιδημία στους αγρότες: πουλούσαν για ψίχουλα τα ζωντανά τους ή τα έσφαζαν για το κρέας και το δέρμα τους. ‘Η πλήρης κολεχτιβοποίηση ‘, έγραφε ο ίδιος ξένος κριτικός, ‘βύθισε την εθνική οικονομία σε μια κατάσταση καταστροφής σχεδόν χωρίς προηγούμενο, λες και είχε περάσει από πάνω της ένας πόλεμος τριών χρόνων ‘.» Μερικά εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν από τον λιμό, τις επιδημίες, το κρύο και την καταστολή στις αρχές της δεκαετίας του ’30 (1932-33) χάρη σε αυτή τη βίαιη κολεκτιβοποίηση.

«Η «αποκουλακοποίηση» με τη βίαιη και ολοκληρωτική κολεχτιβοποίηση… είχε σαν άμεση συνέπεια όχι μονάχα την καταστροφή των μισών περίπου ζώων (στα μέσα της πλήρους κολεχτιβοποίησης είχαν θανατωθεί γύρω στο 55% των αλόγων της χώρας), αλλά και μια πλήρη αδιαφορία των μελών των κολχόζ για την κοινωνικοποιημένη ιδιοκτησία και για τα αποτελέσματα της ίδιας τους της δουλειάς. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει μια άτακτη υποχώρηση. Εφοδίασαν ξανά τους χωρικούς με κοτόπουλα, γουρούνια, πρόβατα και αγελάδες σαν προσωπική τους ιδιοκτησία. Τους έδωσαν ιδιωτικά κομμάτια γης δίπλα στα κολχόζ. Το φιλμ της κολεχτιβοποίησης άρχισε να ξετυλίγεται από την ανάποδη. Οι καθημερινές ανάγκες του μέσου αγρότη (πλέον) καλύπτονταν ακόμα στο μεγαλύτερο βαθμό από τη δουλειά του «πάνω στο δικό του (κομμάτι γης)», παρά από τη συμμετοχή του στο κολχόζ.»

Η δυσαρέσκεια, η δυσπιστία, η πικρία διέβρωναν τη χώρα. Σημειώθηκαν μαζικές λεηλασίες της συλλογικής ιδιοκτησίας και μαζική συγκάλυψη αυτών των λεηλασιών, επέστρεψαν τα δελτία τροφίμων και τελικά η επαναφορά του (τσαρικού) συστήματος των διαβατηρίων (που περιόριζε την ελευθερία μετακίνησης των φτωχών πολιτών στο εσωτερικό της χώρας), ξαναζωντάνεψε η ατμόσφαιρα του εμφυλίου πολέμου. Οι ανυπόφορες συνθήκες δουλειάς προκαλούσαν μετανάστευση της εργατικής δύναμης, απουσίες λόγω «ασθένειας», απρόσεκτη δουλειά, καταστροφή των μηχανών, ένα μεγάλο ποσοστό άχρηστων προϊόντων και, γενικά, χαμηλή ποιότητα προϊόντων.

Δυο χρόνια πριν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», ο Μαρξ έγραφε: «Μια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι η απόλυτα αναγκαία πρακτική προϋπόθεση (του κομμουνισμού), γιατί χωρίς αυτήν, η έλλειψη αγαθών γενικεύεται, και με την έλλειψη αγαθών η πάλη αρχίζει ξανά για την ατομική επιβίωση, και αυτό σημαίνει ότι ξαναζωντανεύει όλος ο παλιός (ΑΛ: αστικός) κυκεώνας». Δεν μπορεί να επικρατήσει ο σοσιαλισμός σε συνθήκες πείνας και απουσίας ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή τη σκέψη ο Μαρξ δεν την ανέπτυξε ιδιαίτερα, διότι δεν είχε ποτέ προβλέψει μια προλεταριακή επανάσταση σε μια καθυστερημένη χώρα. Ο Λένιν επίσης ποτέ δεν επέμεινε πάνω σ’ αυτό, διότι δεν πρόβλεψε μια τόσο παρατεταμένη απομόνωση του πρώτου σοβιετικού κράτους. Πάνω σε μια βάση γενικευμένης ένδειας στη Ρωσία, που επιδεινώθηκε από τις καταστροφές του ιμπεριαλιστικού και του εμφυλίου πολέμου, η πάλη για την ατομική επιβίωση όχι μόνο δεν εξαφανίστηκε την επόμενη της ανατροπής της μπουρζουαζίας, όχι μόνο δεν ελαττώθηκε τα επόμενα χρόνια, αλλά, αντίθετα, πήρε κατά καιρούς μια ανήκουστη αγριότητα.

«Γράφαμε τον Μάρτη του 1932 (ότι)… η χώρα δεν μπορεί να βγει από μια
μεγάλη έλλειψη αγαθών. Σε κάθε βήμα σταματούν οι προμήθειες. Τα παιδιά δεν έχουν γάλα. Αλλά τα επίσημα φερέφωνα διακηρύσσουν: “Η χώρα έχει μπει στην περίοδο του σοσιαλισμού!”. Θα μπορούσε κανείς να εκθέσει με χειρότερο τρόπο το όνομα του σοσιαλισμού;
Ο Καρλ Ράντεκ, επιφανής δημοσιογράφος των κυβερνητικών σοβιετικών κύκλων, αντέκρουσε αυτές τις παρατηρήσεις (Μάης 1932), με τα παρακάτω λόγια: ‘μια χώρα μπορεί για μια περίοδο να υψωθεί σε ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης χωρίς καμιά σημαντική άνοδο στην υλική κατάσταση των λαϊκών μαζών’. Αυτές οι γραμμές γράφτηκαν τη στιγμή που ένας φοβερός λιμός μαίνονταν στη χώρα. Αλλά ο σοσιαλισμός είναι μια δομή σχεδιασμένης παραγωγής με σκοπό την καλύτερη ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Αλλιώς δεν αξίζει το όνομα σοσιαλισμός. Οι κοινωνικές συγκρούσεις που γεννιούνται από την ανάγκη, μπορούν, με τη σειρά τους, να οδηγήσουν σε ένα ξαναζωντάνεμα «όλου του παλιού κυκεώνα».»

Τα κολχόζ, κολεκτιβοποιημένα-συνεταιριστικά αγροκτήματα, στηρίζονταν στην ομαδική ιδιοκτησία. Η συντριπτική πλειοψηφία των αγροκτημάτων είχε κολεκτιβοποιηθεί, έστω κι αν πίσω από κάποια κολχόζ κρύβονταν ιδιώτες αγρότες. Ωστόσο, για να καθησυχάσει τους αγρότες, το κράτος βρέθηκε υποχρεωμένο να κάνει πολύ μεγάλες παραχωρήσεις στις ιδιοκτησιακές και ατομικιστικές τάσεις των αγροτών, επαναφέροντας την ατομική αγροτική καλλιέργεια και τα ιδιόκτητα ζώα… Κάθε αγρότης του κολχόζ απέκτησε την ατομική του καλλιέργεια… Σε αντάλλαγμα ο αγρότης συμφώνησε, αν και ακόμα χωρίς μεγάλο ζήλο, να εργαστεί στα κολχόζ. «Πολλά στοιχεία επιτρέπουν να βγάλει κανείς το συμπέρασμα, ότι η μικρή περιουσία του αγρότη δεν έχει λιγότερη σημασία απ’ ότι τα κολχόζ… Ο αγρότης παίρνει από το κολχόζ μονάχα ψωμί για τον εαυτό του και τροφές για τα ζώα του. Το κρέας, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα λαχανικά, προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά, από τους διπλανούς ιδιωτικούς κλήρους…». Συνεπώς δεν υφίστατο στην πραγματικότητα καμία καθολική κολεκτιβοποίηση (στο όνομα του «κομμουνισμού»), παρά τα εκατομμύρια νεκρών που σήμανε η επιβολή της με τη βία. Ο Επίτροπος Γεωργίας έλεγε, στα τέλη του 1935: «Μέχρι τελευταία, έχουμε συναντήσει μεγάλη αντίσταση από την πλευρά των κουλάκικων στοιχείων όσον αφορά την εκπλήρωση του κρατικού πλάνου προμήθειας δημητριακών». Μετάφραση: Η πλειοψηφία των κολεχτιβοποιημένων αγροτών θεωρούσαν την παράδοση των δημητριακών στο κράτος σαν μια επιχείρηση μη επωφελή γι’ αυτούς, και τείνανε προς το ιδιωτικό εμπόριο. Το ίδιο πράγμα αλλά με άλλο τρόπο, μαρτυρούσαν οι δρακόντειοι νόμοι για την προστασία της κολεχτιβοποιημένης ιδιοκτησίας ενάντια στη λεηλασία από τους ίδιους τους κολεχτιβοποιημένους αγρότες. «Δεν είναι λιγότερο ενδεικτική, από τη δική μας σκοπιά, η πορεία της εξέλιξης στην κτηνοτροφία. Ενώ ο αριθμός των αλόγων συνέχιζε να μικραίνει μέχρι το 1935, υπήρχε σημαντική αύξηση των κερασφόρων ζώων. Ο λόγος είναι ότι οι αγελάδες ανήκουν ήδη στην προσωπική ιδιοκτησία της πλειοψηφίας των κολεχτιβοποιημένων αγροτών. Όχι τυχαία, στις περιοχές της στέπας, όπου, σαν εξαίρεση, επιτρέπεται στους κολεχτιβοποιημένους αγρότες να έχουν στην κατοχή τους ένα άλογο, η αύξηση των αλόγων είναι σημαντικά πιο γοργή απ’ ότι στα κολχόζ.» (Λ.Τ.)

Επιπλέον, το νοίκιασμα της γης, αν και απαγορευόταν με νόμο, ήταν στην πραγματικότητα μια πολύ συχνή πρακτική. Η γη νοικιαζόταν από το ένα κολχόζ στο άλλο, αλλά και σε ιδιώτες. Τα σοβχόζ –δηλαδή τα κρατικά αγροκτήματα– επίσης κατέφευγαν στο νοίκιασμα της γης – ακόμα και τα σοβχόζ της Γκε Πε Ου. Μάλιστα… «ο διευθυντής του σοβχόζ επιβάλλει στον νοικάρη-αγρότη συνθήκες που έχουν σχεδόν αντιγραφτεί από τα συμβόλαια των παλιών γαιοκτημόνων με τους δουλοπάροικους. Αυτά τα φαινόμενα δίνουν μια αλάθητη μαρτυρία για τη δύναμη των αστικών τάσεων στον κλάδο της οικονομίας που περιλαβαίνει τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού».

Στα σοβχόζ η πλειοψηφία των εργατών γης δεν είχαν ζώα και δική τους γη, και, σε μεγάλο βαθμό, ούτε και δικά τους σπίτια, ενώ η εφτάωρη εργάσιμη μέρα ακυρωνόταν από την πίεση για μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Ωστόσο κι εδώ οι «καλύτεροι εργάτες» είχαν το δικαίωμα να αποκτήσουν τις δικές τους αγελάδες και χοίρους, καθώς και ιδιωτικούς κήπους. Βέβαια η φροντίδα αυτών των οικογενειακών περιουσιών απαιτούσαν έξτρα ώρες εργασίας. Σχολιάζοντας την ανάγκη αυτή για «διπλοβάρδια» του εργάτη γης, ο Λ.Τ. σχολίασε: «Τι βάρος μεσαιωνικού σκαψίματος στην κοπριά και στο χώμα φορτώνουν πάνω στον εργάτη, και ακόμα περισσότερο πάνω στη γυναίκα και στα παιδιά του!»

Το μέσο εισόδημα στα κολχόζ ήταν περίπου 4.000 ρούβλια. Αλλά εδώ οι «μέσοι» αριθμοί εξαπατούσαν ακόμα περισσότερο. «Yπάρχουν κολχόζ όπου το εισόδημα ανέρχεται σε 30.000 ρούβλια για κάθε νοικοκυριό, και εδώ δεν υπολογίζεται ούτε το εισόδημα σε χρήμα και είδος από την ατομική περιουσία, ούτε το εισόδημα σε είδος ολόκληρου του κολχόζ. Γενικά, το εισόδημα κάθε μιας από τις μεγάλες κολεχτίβες των αγροτών, είναι δέκα με δεκαπέντε φορές μεγαλύτερο από το μισθό του «μέσου» εργάτη και του κολεχτιβοποιημένου αγρότη της κατώτερης κατηγορίας… Οι πρώτες δεκάδες χιλιάδες «εύπορα» κολχόζ, ευημερούσαν σε βάρος της υπόλοιπης μάζας των κολχόζ και των εργατών της βιομηχανίας… Το πλούσιο κολχόζ έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει περισσότερο λίπασμα και περισσότερα μηχανήματα, και, κατά συνέπεια, να πλουτίζει γρηγορότερα. Τα επιτυχημένα κολχόζ συχνά νοικιάζουν εργατική δύναμη από τα φτωχά κολχόζ, και οι αρχές κάνουν τα στραβά μάτια…» Η μεταβίβαση κομματιών γης άνισης αξίας στα κολχόζ σε συνδυασμό με όλα τα προηγούμενα προωθούσε την αποκρυστάλλωση ενός είδους αστικών κολχόζ ή «κολχόζ εκατομμυριούχων».

Το 1927, η Αριστερή Αντιπολίτευση διακήρυσσε ότι το εισόδημα του κουλάκου έχει αυξηθεί αμέτρητα περισσότερο απ’ ότι το εισόδημα των εργατών και αυτή η πρόταση διατηρούσε όλη της τη δύναμη το 1936, αν και με μια διαφορετική μορφή. Τη θέση των κουλάκων είχαν πάρει οι πλούσιοι αγρότες των κολχόζ. Το εισόδημα της ανώτερης τάξης αγροτών των κολχόζ είχε αυξηθεί αμέτρητα περισσότερο απ’ ότι το εισόδημα της πλατιάς αγροτικής και εργατικής μάζας και πολύ περισσότερο από ότι πριν την «αποκουλακοποίηση».
H κρατική εξουσία στη γεωργία, όπως και στη βιομηχανία, ζητούσε την υποστήριξη και τη φιλία των δυνατών, των επιτυχημένων «σταχανοβικών στους αγρούς» και των ‘εκατομμυριούχων κολχόζ’, οι οποίοι με τη σειρά τους προσέφεραν «δώρα» στους ηγέτες στις επίσημες τελετές στο Κρεμλίνο. Αναμενόμενο, καθώς υπήρχε μια αμοιβαία εξυπηρέτηση των ταξικών συμφερόντων τους…

Σύμφωνα με τον Τρότσκι, τα σοβχόζ αποτελούσαν το 10% της καλλιεργούμενης γης, τα κολχόζ περίπου το 80% και μόνο 10% των αγροτών παρέμεναν ατομικοί καλλιεργητές . Αλλά οι αριθμοί δεν έλεγαν την αλήθεια. Πχ οι ιδιωτικοί κλήροι δίπλα στα κολχόζ, υπολογίζονταν στον «σοσιαλιστικό» τομέα. Επιπλέον για να λυθούν τα προβλήματα των βιοπαλαιστών ξοδευόταν μεγάλη ποσότητα ενέργειας στη γη και τα ζώα τους, ενισχύοντας τις (μικρο)αστικές τάσεις… Παρά το γεγονός ότι η ατομικά καλλιεργούμενη γη αποτελούσε μόνο το 3,7% της κολεκτιβοποιημένης γης, έδινε στην αγροτική οικογένεια τα πιο σπουδαία αντικείμενα κατανάλωσης. Το κύριο σώμα των κερασφόρων ζώων, των προβάτων και των χοίρων, ήταν ιδιοκτησία των αγροτών των κολχόζ, και όχι των κολχόζ. Τα «βοηθητικά» ιδιωτικά αγροκτήματα των αγροτών μετατρέπονταν σε ουσιαστικά, αφήνοντας τα «ασύμφορα» κολχόζ να πάνε σε δεύτερη μοίρα, ενώ «τα κολχόζ που πληρώνουν καλά για την εργάσιμη μέρα, ανεβαίνουν σε ένα ανώτερο κοινωνικό επίπεδο και δημιουργούν μια κατηγορία εύπορων αγροτών. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις δεν σβήνουν ακόμα, αλλά, αντίθετα, αυξάνουν και γίνονται ισχυρότερες», κατέληγε ο Τρότσκι για τις αυξανόμενες ταξικές ανισότητες και την τελούμενη αστικοποίηση στην ύπαιθρο…

Η άρχουσα «κάστα» της γραφειοκρατίας

Η Κοινωνική Φυσιογνωμία του Κυρίαρχου Στρώματος

Στη σοβιετική πολιτική φιλολογία δεν υπήρχε ούτε μια έρευνα «για τη γραφειοκρατία σαν κυρίαρχο στρώμα –τον αριθμό και τη δομή της, τα προνόμιά της, το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που καταβροχθίζει. Παρόλα αυτά, υπάρχει. Και το γεγονός ότι καλύπτει τόσο προσεκτικά την κοινωνική φυσιογνωμία της, αποδείχνει ότι διαθέτει την ιδιαίτερη συνείδηση μιας κυρίαρχης «τάξης»…»

Οι Σίντνεϊ και Μπέατρις Ουέμπ (ένα αντρόγυνο Βρετανών αστών «σοσιαλιστών», από τους πιο διάσημους διεθνώς «διανοητές»-απολογητές του σταλινικού καθεστώτος), στις 1200 σελίδες του έργου τους (Soviet Communism: A New Civilisation?-1935) δεν βρήκαν να αφιερώσουν ούτε δυο λέξεις για τη σοβιετική γραφειοκρατία ως μια κοινωνική κατηγορία. «Και δεν είναι να απορεί κανείς γι’ αυτό, γιατί γράψανε με την υπαγόρευσή της!… Για πολλούς μικροαστούς που δεν έχουν ούτε πένα ούτε πινέλο, μια επίσημα καταχωρημένη «φιλία» για τη Σοβιετική Ένωση είναι ένα είδος πιστοποιητικού ανώτερων πνευματικών ενδιαφερόντων. … Κατά καιρούς οι «φίλοι» επισκέπτονται τη Μόσχα. Σημειώvουν στο μυαλό τους τα τρακτέρ, τους νηπιακούς σταθμούς, τους Πρωτοπόρους, τις παρελάσεις, τις αλεξιπτωτίστριες –με δύο λόγια, τα πάντα εκτός από τη νέα αριστοκρατία.»

Η γραφειοκρατία παντού και πάντα – στον Τύπο, στους λόγους, στις στατιστικές, στα μυθιστορήματα των λογοτεχνών της, στους στίχους των ποιητών της, και, τέλος, στο κείμενο του νέου συντάγματος– καλύπτει με επιμέλεια τις πραγματικές σχέσεις και στην πόλη και στην ύπαιθρο με αφαιρέσεις από το σοσιαλιστικό λεξιλόγιο…. Για την απογραφή της 6ης του Γενάρη 1937, είχε συνταχτεί ο παρακάτω κατάλογος κοινωνικών κατηγοριών: εργάτης, υπάλληλος, αγρότης των κολχόζ, ελεύθερος επαγγελματίας, λοιπά μη εργαζόμενα στοιχεία κ.ά. «Στην πραγματικότητα, ο κατάλογος κατασκευάζεται με την άμεση πρόθεση να κρύψει τα προνομιούχα ανώτερα στρώματα, και τα πιο στερημένα χαμηλότερα στρώματα.» Οι πραγματικές διαιρέσεις της σοβιετικής κοινωνίας, με τη βοήθεια μιας τίμιας απογραφής, ήταν για τον Λ.Τ. οι παρακάτω: επικεφαλής της γραφειοκρατίας, ειδικοί κ.ά, που ζουν μέσα σε αστικές συνθήκες, μεσαία και κατώτερα μικροαστικά στρώματα, εργατική αριστοκρατία, κατώτερα εργατικά και αγροτικά στρώματα κ.ά.

Ο Τρότσκι όμως επιχείρησε να περιγράψει τη γραφειοκρατία. Την 1η του Νοέμβρη του 1933, ο κεντρικός κρατικός μηχανισμός, αριθμούσε, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, σαν διευθυντικό προσωπικό, περίπου 55.000 άτομα. Αλλά σ’ αυτόν τον αριθμό, που έχει αυξηθεί εξαιρετικά τα τελευταία χρόνια, δεν περιλαμβάνονταν ο στρατός, το ναυτικό και η Γκε Πε Ου και πολλές ακόμα κρατικές οργανώσεις, ο κυβερνητικός μηχανισμός των Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ, το ισχυρό επιτελείο του Κόμματος κ.ά. «Δεν θα υπερβάλουμε αν υπολογίσουμε τους ανώτερους διευθυντικούς κύκλους της Σοβιετικής Ένωσης, σε 400-500.000 άτομα.» Περαιτέρω υπήρχαν οι περιφερειακές Εκτελεστικές Επιτροπές των Σοβιέτ, μαζί με τα παράλληλα όργανα του Κόμματος, των συνδικάτων, των παραρτημάτων του στρατού, της Γκε Πε Ου κ.ά. , που «δίνουν έναν αριθμό γύρω στα δύο εκατομμύρια… Και δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε τους προέδρους των Σοβιέτ εξακοσίων χιλιάδων πόλεων και χωριών Για τα 250.000 κολχόζ, «αν μετρήσεις μόνο τους προέδρους και τους οργανωτικούς υπεύθυνους του Κόμματος, υπάρχουν μισό εκατομμύριο διοικητικοί υπάλληλοι.Στην πραγματικότητα, ο αριθμός αυτός είναι αμέτρητα μεγαλύτερος» … Το κράτος είχε στην κατοχή του, το 1935, 113.000 εμπορικά κέντρα, και 200.000 είχαν οι κοπερατίβες. Οι ηγέτες και των δύο κατηγοριών στην ουσία δεν είναι εμποροϋπάλληλοι, αλλά λειτουργοί του κράτους, και επιπλέον έχουν το μονοπώλιο. Με παρόμοιους υπολογισμούς, ο Τρότσκι κατέληγε: «Όλο αυτό το στρώμα, που δεν απασχολείται άμεσα με την παραγωγική εργασία, αλλά διοικεί, διατάζει, διευθύνει, συγχωρεί και τιμωρεί πρέπει να αριθμεί 5-6 εκατομμύρια…» Ο Λ.Τ. παραδεχόταν ότι ο αριθμός αυτός δεν ήταν ακριβής (στο κάτω-κάτω όμως οι αρμόδιοι απέκρυπταν συστηματικά «ακριβέστερα» στοιχεία), αλλά «μας αρκεί για μια πρώτη προσέγγιση. Αρκεί για να μας πείσει ότι «η γενική γραμμή» της ηγεσίας δεν είναι ένα ασώματο πνεύμα
Σε αυτή την ιεραρχική πυραμίδα, προχωρώντας
από τα κάτω προς τα πάνω, οι «κομμουνιστές» κάλυπταν από το 20% (στη βάση της πυραμίδας) μέχρι το 90% (στην κορυφή της). «Αυτή είναι η ραχοκοκαλιά της κρατικής εξουσίας. Το πρώην Μπολσεβίκικο Κόμμα δεν είναι πια η πρωτοπορία του προλεταριάτου, αλλά η πολιτική οργάνωση της γραφειοκρατίας. Η υπόλοιπη μάζα των μελών του Κόμματος και της Κομμουνιστικής Νεολαίας χρησιμεύουν μονάχα σαν μια πηγή για το σχηματισμό αυτών των «ακτιβιστών» –δηλαδή, σαν απόθεμα για την αναπλήρωση της γραφειοκρατίας. Την εικόνα συμπληρώνουν μη κομματικοί «ακτιβιστές», σταχανοβικοί, η εργατική αριστοκρατία και η αγροτική αριστοκρατία των κολχόζ… Μαζί με τις οικογένειές τους, τα δύο αυτά αλληλεπικαλυπτόμενα στρώματα καλύπτουν είκοσι με εικοσιπέντε εκατομμύρια πληθυσμό. 12-15% του πληθυσμού–αυτή είναι η αυθεντική κοινωνική βάση των απολυταρχικών κυρίαρχων κύκλων.»

«Υπολογίσαμε συγκριτικά μικρό τον αριθμό των μελών της οικογένειας, για το λόγο ότι συχνά ο άντρας και η γυναίκα, και μερικές φορές επίσης ο γιος και η κόρη, κατέχουν μια θέση στον μηχανισμό… Άλλωστε είναι πιο εύκολο στις συζύγους της κυρίαρχης ομάδας να περιορίζουν το μέγεθος των οικογενειών τους απ’ ότι στις εργαζόμενες γυναίκες και τις αγρότισσες», εξηγούσε ο Λ.Τ. συμπληρωματικά. Εδώ έδινε και μια –αναμενόμενη- εικόνα «οικογενειοκρατίας» που θα χρειαστεί να κρατήσουμε για αργότερα, σχετικά με την -υποτιθέμενη- απουσία δικαιώματος μεταβίβασης ιδιωτικής κληρονομιάς από τους γραφειοκράτες στα παιδιά τους, που –υποτίθεται- πιστοποιεί ότι η γραφειοκρατία δεν αποτελεί άρχουσα τάξη.

Βεβαίως υπήρχε και μεταξύ των γραφειοκρατών ανομοιογένεια. «Η ζωή των αξιωματούχων βρίσκεται κάτω από το βιοτικό επίπεδο του ειδικευμένου εργάτη της Δύσης. Αλλά το επίπεδο του πληθυσμού που είναι γύρω τους είναι σημαντικά κατώτερο… Ο καθένας απ’ αυτούς τους λειτουργούς μπορεί να θυσιαστεί, οποιαδήποτε στιγμή, από τα αφεντικά που βρίσκονται αμέσως πάνω απ’ αυτόν, με στόχο να απαλύνουν κάποια δυσαρέσκεια. Αλλά, επιπλέον, καθένας απ’ αυτούς μπορεί αν του δοθεί η ευκαιρία, να ανέβει ένα σκαλί πιο πάνω.»

Προνόμια και αστικός τρόπος ζωής

Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας, ιδιαίτερα μέσα από την πληρωμή με το
κομμάτι, υποσχόταν μια μελλοντική άνοδο του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού. Αλλά αυτό ήταν μόνο η μια μόνο όψη του ζητήματος, σημείωνε ο Τρότσκι, που δεν σήμαινε κάποια ανωτερότητα του σοσιαλισμού, αντίθετα είχε παρατηρηθεί μέσα στον καπιταλισμό στην εποχή της άνθησής του. Ωστόσο υπήρχε και η άλλη όψη, η αύξηση της ανισότητας.

«Η σοβιετική κοινωνία χωρίζεται ήδη σε μια εξασφαλισμένη και προνομιούχα μειοψηφία, και μια πλειοψηφία που περνάει τη ζωή της μέσα στη φτώχεια. Τα προϊόντα που προορίζονται για πλατιά κυκλοφορία είναι, κατά κανόνα, παρά τις υψηλές τιμές τους, χαμηλής ποιότητας, και όσο πιο μακριά βρίσκεται κανείς από τα κέντρα (ΑΛ αποφάσεων), τόσο πιο δύσκολο είναι να τα αποκτήσει. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, όχι μόνο η κερδοσκοπία, αλλά και η άμεση κλοπή των αντικειμένων κατανάλωσης παίρνει έναν μαζικό χαρακτήρα.»

Το βιομηχανικό πλάνο του 1935 εκπληρώθηκε και με το παραπάνω. Αλλά στο ζήτημα της στέγασης, εκπληρώθηκε μόνο κατά 55,7%. Και, επιπλέον, η κατασκευή των σπιτιών για τους εργάτες προχώρησε περισσότερο αργά και λιγότερο ποιοτικά. «Όσο για τα μέλη των κολχόζ, αυτοί ζούνε όπως και πρώτα στις παλιές ίζμπες (ξύλινες καλύβες) τους μαζί με τα μοσχάρια και τις κατσαρίδες τους. Από την άλλη, οι σοβιετικοί αξιωματούχοι παραπονούνται στον Τύπο ότι τα καινούρια σπίτια που έχουν κατασκευαστεί γι’ αυτούς, δεν διαθέτουν όλα «δωμάτια για τους οικιακούς εργάτες» –δηλαδή, για τους υπηρέτες.» Χαρακτηριστικό της σοβιετικής εποχής του 1936 ήταν τα πολυάριθμα παλάτια και κτίρια των Σοβιέτ, που μερικές φορές κόστισαν δεκάδες εκατομμύρια ρούβλια, ακριβά θέατρα, στρατιωτικές λέσχες για τους αξιωματικούς– πολυτελείς υπόγειους για κείνους που μπορούσαν να πληρώσουν, και, μαζί μ’ αυτά, μια εξαιρετική και αμετάβλητη καθυστέρηση στην κατασκευή των εργατικών κατοικιών, ακόμα και αυτές του τύπου-στρατώνων.

Όσον αφορά τους σιδηρόδρομους, καταγράφτηκαν αναρίθμητα παράπονα των αρμοδίων γραφειοκρατών για την ανθυγιεινή κατάσταση των βαγονιών και των επιβατικών σταθμών, για ‘το ανυπόφορο γεγονός της αδράνειας σε ότι αφορά την εξυπηρέτηση των επιβατών στο δρόμο… την απόκρυψη των άδειων θέσεων και την κερδοσκοπία πάνω σ’ αυτές, τη δωροληψία…’. Παράλληλα η γραφειοκρατία παρείχε θαυμάσιες υπηρεσίες στον εαυτό της στην ξηρά, το νερό και τον αέρα, όπως προέκυπτε από τον μεγάλο αριθμό των σοβιετικών βαγονιών πολυτελείας, των ειδικών τρένων και των ειδικών πλοίων –και αυτά ολοένα και πιο πολύ έδιναν τη θέση τους στα καλύτερα αυτοκίνητα και αεροπλάνα. Απ’ την άλλη πλευρά, τα τραμ, όπου υπήρχαν, παρέμεναν όπως και πριν ασφυχτικά γεμάτα.
Χαρακτηρίζοντας τις επιτυχίες της σοβιετικής βιομηχανίας, ο πρόεδρος της Κεντρικής
Επιτροπής του Λένινγκραντ, Ζντάνοφ, κάτω από τα χειροκροτήματα του άμεσα ενδιαφερόμενου ακροατηρίου του, υποσχέθηκε ότι σ’ ένα χρόνο «
οι δραστήριοι εργάτες μας θα έρχονται για τη συνδιάσκεψη όχι με τα τωρινά μέτρια “Φορντ”, αλλά με λιμουζίνες». Η σοβιετική τεχνική κατεύθυνε λοιπόν τις προσπάθειές της κυρίως στο να ικανοποιήσει τις υψηλής κλάσης απαιτήσεις μιας εκλεκτής μειοψηφίας. «Όταν ο Επίτροπος του Λαού για τις Βιομηχανίες Τροφίμων, Μικογιάν, καυχιέται ότι τα κατώτερα ζαχαρώδη προϊόντα αντικαθίστανται γρήγορα στην παραγωγή από ανώτερα, κι ότι «οι γυναίκες μας» απαιτούν λεπτά αρώματα, αυτό απλά σημαίνει ότι η βιομηχανία προσαρμόζεται στον καταναλωτή ενός ανωτέρου επιπέδου. Μαζί μ’ αυτό, γινόταν γνωστό ότι, το 1935, εξήντα οχτώ κοπερατίβες από τις ενενήντα πέντε που ερευνήθηκαν στην Ουκρανία, δεν είχαν καθόλου ζαχαρώδη, και ότι οι παραγγελίες για προϊόντα ζαχαροπλαστικής ικανοποιούνταν μόνο κατά 15 με 20 %, κι αυτό με μια πολύ χαμηλή ποιότητα αγαθών… Ο καθηγητής Μπαχ αποφαινόταν πως ‘το ψωμί μας είναι μερικές φορές αφόρητα κακό’.» Στη Μόσχα, το τραστ ενδυμάτων διαφήμιζε μεταξωτά φορέματα από οίκους μόδας. Η πλειοψηφία των εργατών και αγροτών ωστόσο δεν μπορούσε να αποκτήσει ένα βαμβακερό πουκάμισο, χωρίς να σταθούν στη γραμμή, και βεβαίως δεν υπήρχαν αρκετά για όλους.

«Απαριθμώντας τα επιτεύγματά του, ο Μικογιάν μας πληροφορεί: ‘Η βιομηχανία της
μαργαρίνης είναι καινούρια
’. Η εμφάνιση ενός υποκατάστατου βουτύρου σημαίνει τουλάχιστον πως στη Σοβιετική Ένωση υπάρχουν δύο κατηγορίες καταναλωτών: η μια προτιμάει το βούτυρο, η άλλη την βγάζει με μαργαρίνη. ‘Προμηθεύουμε άφθονη “μαχόρκα” σ’ όσους την έχουν ανάγκη’, κομπάζει επίσης ο Μικογιάν. Ξεχνάει να προσθέσει ότι ούτε η Ευρώπη ούτε η Αμερική έχουν ποτέ δει χαμηλότερη ποιότητα καπνού από τη ‘μαχόρκα’!»… Μια από τις πιο προκλητικές, εκδηλώσεις της ανισότητας, ήταν το άνοιγμα στη Μόσχα και στις άλλες μεγάλες πόλεις ειδικών καταστημάτων με ανώτερης ποιότητας αντικείμενα με την πολύ εκφραστική, αλλά διόλου ρώσικη, πόσο μάλλον …σοσιαλιστική, επωνυμία «Λουξ». Την ίδια στιγμή, τα χωρίς τέλος παράπονα για μαζικές κλοπές από τα καταστήματα τροφίμων της Μόσχας και της επαρχίας, σήμαιναν ότι τα τρόφιμα ήταν επαρκή μονάχα για τη μειοψηφία, «αν και ο καθένας θα ήθελε να έχει κάτι να φάει». Αλλά ο γραφειοκράτης «έπιανε τον εργαζόμενο από το λαιμό για να μην κάνει κριτική» (που επιπλέον δεν είχε τη δυνατότητα να εκφράσει τα παράπονά του στον Τύπο).
Συνοψίζοντας:
«Λιμουζίνες για τους «ακτιβιστές μας» και λεπτά αρώματα για τις «γυναίκες μας», μαργαρίνη για τους εργάτες, καταστήματα «Λουξ» για τους ευγενείς, ματιές στις λιχουδιές που έχουν οι βιτρίνες των μαγαζιών για τους πληβείους –ένας τέτοιος σοσιαλισμός δεν μπορεί παρά να φαίνεται στις μάζες σαν ένας καπιταλισμός με νέα όψη, και δεν έχουν και πολύ άδικο. Πάνω σε μια βάση «γενικευμένης έλλειψης αγαθών», ο αγώνας για τα μέσα συντήρησης απειλεί να αναστήσει «όλο τον παλιό κυκεώνα» και εν μέρει τον ανασταίνει σε κάθε βήμα.»

Παράλληλα εμφανίστηκε μια ηθική παρακμή του ανεξέλεγκτου μηχανισμού. Η λέξη «σοβμπούρ» –σοβιετικός μπουρζουάς– που χρησιμοποιείται για τον προνομιούχο ανώτερο λειτουργό, εμφανίστηκε πολύ νωρίς στο λεξιλόγιο των εργατών. Ο Κριστιάν Ρακόβσκι, πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού στην Ουκρανία και αργότερα Πρεσβευτής των Σοβιέτ στο Λονδίνο και το Παρίσι, έστειλε στους φίλους του το 1928, όταν ήταν ήδη στην εξορία, μια σύντομη έρευνα για τη σοβιετική γραφειοκρατία. «Η κοινωνική κατάσταση του κομμουνιστή που έχει στη διάθεση του ένα αυτοκίνητο, ένα καλό διαμέρισμα, τακτικές διακοπές, και παίρνει το μάξιμουμ του κομματικού μισθού, διαφέρει από την κατάσταση του κομμουνιστή που εργάζεται στα ανθρακωρυχεία, όπου παίρνει από πενήντα μέχρι εξήντα ρούβλια το μήνα». Τις δηλώσεις αυτές ο Ρακόβσκι τις αποκήρυξε αργότερα υπό τις απειλές και τον κατασταλτικό μηχανισμό της γραφειοκρατίας. Αλλά όπως σημείωνε πετυχημένα ο Τρότσκι, κι ο Γαλιλαίος υποχρεώθηκε από την Ιερά Εξέταση να αποκηρύξει το σύστημα του Κοπέρνικου –πράγμα που δεν εμπόδισε τη γη να συνεχίσει να περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο. Ο δε πολύ γνωστός σοβιετικός δημοσιογράφος, Σοσνόφσκι, τόνιζε τον ιδιαίτερο ρόλο που έπαιζε ο «παράγοντας αυτοκίνητο-χαρέμι» στη διαμόρφωση των ηθών της σοβιετικής γραφειοκρατίας. «Είναι αλήθεια ότι και ο Σοσνόφσκι, αναίρεσε τα λεγόμενά του «και τον έφεραν πίσω από τη Σιβηρία»…

Η ανάπτυξη της παραγωγής είχε δυναμώσει όχι τα σοσιαλιστικά, αλλά τα αστικά χαρακτηριστικά του κράτους, κι ακόμα παραπάνω «η γραφειοκρατία είναι ο καλλιεργητής και ο προστάτης της ανισότητας. Εγκαθιδρύοντας και υπερασπίζοντας τα πλεονεκτήματα μιας μειοψηφίας, παίρνει την αφρόκρεμα για τον εαυτό της. Δεν επιτρέπει οποιονδήποτε έλεγχο ούτε στις δραστηριότητες, ούτε στο εισόδημά της.» Από την άλλη, τα προνόμια της νέας αριστοκρατίας, ξυπνούσαν μέσα στις μάζες τη διάθεση κριτικής απέναντι λαίμαργα αφεντικά, αλλά και την επιθυμία τους να χτυπήσουν «τα αρπαχτικά χέρια των νέων ευγενών».

Όταν η κυβέρνηση, για να δείξει την ανάπτυξη της ‘κουλτούρας’, αναφερόταν στο γεγονός ότι στα κολχόζ είχαν εμφανιστεί αιτήματα για ‘σιδερένια κρεβάτια, ρολόγια τοίχου, πλεχτά εσώρουχα, πουλόβερ, ποδήλατα, κλπ.’, αυτό σήμαινε πολύ απλά ότι «οι εύποροι ανώτεροι κύκλοι των σοβιετικών χωριών άρχιζαν να χρησιμοποιούν αυτά τα βιομηχανικά είδη που από πολύ καιρό βρίσκονται σε κοινή χρήση μέσα στις αγροτικές μάζες της Δύσης», σημείωνε ο Λ.Τ. Όταν ένα χωριστό δωμάτιο, άφθονα τρόφιμα και όμορφα ρούχα ήταν ακόμα προσιτά μόνο για μια μικρή μειοψηφία, εκατομμύρια γραφειοκράτες, προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν την εξουσία για να εξασφαλίσουν την καλοζωία τους. Ο Τρότσκι περιέγραφε τη γραφειοκρατία με συμπεριφορά νεόπλουτων με ακραίο αστικό ατομικισμό. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το να κάνει κανείς το σαπούνι των χεριών και την οδοντόβουρτσα χτήμα των εκατομμυρίων… είναι ένα πολύ μεγάλο πολιτιστικό έργο. Αλλά ούτε το σαπούνι, ούτε η βούρτσα, ούτε ακόμα και τα αρώματα που ζητούν ‘οι γυναίκες μας’ αποτελούν μια σοσιαλιστική κουλτούρα, ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες όπου τα θλιβερά αυτά γνωρίσματα του πολιτισμού είναι προσιτά μόνο στο 15% περίπου του πληθυσμού», σημείωνε δηκτικά ο Λ.Τ.

«Αν είναι δύσκολο να υπολογιστεί ο αριθμός των γραφειοκρατών, είναι ακόμα πιο δύσκολο να προσδιοριστεί το εισόδημά τους»… Οι νόμιμες και παράνομες προσωπικές συσσωρεύσεις μασκαρεύονταν εσκεμμένα από το νομικό πλαίσιο και δεν μπορούσαν εύκολα να προσδιοριστούν στατιστικά. «Από το 1927 ακόμα, η Αριστερή Αντιπολίτευση διαμαρτυρήθηκε ότι ο παραφουσκωμένος και προνομιούχος διευθυντικός μηχανισμός καταβροχθίζει ένα πολύ σημαντικό μέρος της υπεραξίας. Στην πλατφόρμα της Αντιπολίτευσης, υπολογιζόταν ότι η γραφειοκρατία του εμπορίου καταβροχθίζει …περισσότερο από το ένα δέκατο της συνολικής παραγωγής. Μετά από αυτό οι αρχές πήραν τα αναγκαία μέτρα, ώστε να κάνουν αδύνατους τέτοιους υπολογισμούς»…. Στους άλλους τομείς, τα πράγματα δεν φαίνονταν καλύτερα. Όπως έγραψε ο Ρακόβσκι το 1930, έμαθε ο πληθυσμός από τον Τύπο ότι από τον προϋπολογισμό των συνδικάτων, που ανέρχεται στα 400.000.000 ρούβλια, τα 80.000.000 προορίζονταν για τη συντήρηση του προσωπικού (20%). Κι εδώ το ζήτημα αφορούσε μόνο τον νόμιμο προϋπολογισμό. Πέρα και πάνω απ’ αυτά, η γραφειοκρατία των συνδικάτων δεχόταν από τη βιομηχανική γραφειοκρατία σαν «τεκμήριο φιλίας» τεράστια δώρα σε χρήμα, διαμερίσματα, μέσα μεταφοράς κτλ… Η γραφειοκρατία απολάμβανε μονοπωλιακά τις παλιές και νέες κατακτήσεις του πολιτισμού. «Μάλιστα επωφελείται απ’ αυτά όταν και σε όποιον βαθμό το επιθυμεί σαν να ήταν δική της ιδιοκτησία. Αν μετρήσεις όχι μόνο τους μισθούς, όλες τις μορφές υπηρεσιών σε είδος, και κάθε τύπου ημιπαράνομης συμπληρωματικής πηγής εισοδήματος, αλλά προσθέσεις και το μερίδιο της γραφειοκρατίας και της σοβιετικής αριστοκρατίας στα θέατρα, στα αναπαυτήρια, τα νοσοκομεία, στα θεραπευτήρια, στα καλοκαιρινά θέρετρα, στα μουσεία, στις λέσχες, στα αθλητικά ιδρύματα, κτλ. κτλ., θα ήταν πιθανότατα αναγκαίο να συμπεράνεις ότι το 15-20%, ή του πληθυσμού απολαμβάνει όχι λιγότερο πλούτο απ’ αυτόν που απολαμβάνει το υπόλοιπο 80-85%.»

Αλλά κάθε καλός γραφειοκράτης «κομμουνιστής» και κάθε επιφανής «κομμουνίστρια» είχαν και οικιακούς σκλάβους! Το 5-10% των οικογενειών στην ΕΣΣΔ, υπολογίζει ο Τρότσκι, ελλείψει σοβιετικών στατιστικών. Μια ακριβής απογραφή των «σοβιετικών» υπηρετριών θα είχε μεγάλη σημασία. Αλλά γι’ αυτόν τον λόγο «οι σοβιετικές στατιστικές κρύβουν τις υπηρέτριες κάτω από το όνομα ‘εργαζόμενη γυναίκα’ ή ‘και άλλες’…Έχει ο σοσιαλιστικός πολίτης υπηρέτες, και πόσους ακριβώς (καμαριέρα, μαγείρισσα, νταντά, γκουβερνάντα, σοφέρ); Έχει αυτοκίνητο στην προσωπική του διάθεση; Σε πόσα δωμάτια ζει; κτλ. Ούτε μια κουβέντα σ’ αυτούς τους καταλόγους (της απογραφής) για την κλίμακα των αποδοχών του!…» Και αναφερόμενος στο σοβιετικό Σύνταγμα που διακήρυττε την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, συμπλήρωνε εύστοχα: «Αν αναβίωνε ο νόμος που τόνιζε ότι η εκμετάλλευση της εργασίας των άλλων στερεί τον εκμεταλλευτή από τα πολιτικά δικαιώματά του, τότε, εντελώς αναπάντεχα, θα αποδειχνόταν ότι η αφρόκρεμα της κυρίαρχης ομάδας βρίσκεται έξω από τα όρια του σοβιετικού συντάγματος…»

«… ‘Είμαστε ακόμα μακριά από την πλήρη κατάργηση των τάξεων’, ομολογεί, αναφερόμενος στη διαφοροποίηση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο, ανάμεσα στην πνευματική και φυσική εργασία, ο επίσημος Τύπος.» Αυτή η καθαρά ακαδημαϊκή αναγνώριση επιδίωκε να αποκρυφτεί το εισόδημα της γραφειοκρατίας κάτω από τον τιμητικό τίτλο της «διανοητικής» εργασίας» και τις υπαρκτές ανισότητες ως υπολείμματα της «παλιάς εποχής». Ωστόσο επρόκειτο για ένα εντελώς «νέο» φαινόμενο. «Το περιβόητο σύνθημα ‘Τα στελέχη αποφασίζουν τα πάντα’ χαρακτηρίζει τη φύση της σοβιετικής κοινωνίας πολύ πιο ειλικρινά απ’ ότι ο ίδιος ο Στάλιν θα επιθυμούσε…Εφόσον τα σοβιετικά στελέχη προχωρούν κάτω από μια σοσιαλιστική σημαία, απαιτούν ένα σχεδόν θείο σεβασμό και ένα διαρκώς αυξανόμενο μισθό. Έτσι, η ανάπτυξη των «σοσιαλιστικών» στελεχών συνοδεύεται από μια αναγέννηση της αστικής ανισότητας… Από την άποψη της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, δεν φαίνεται να υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σ’ ένα στρατάρχη και μια υπηρέτρια, στον επικεφαλής ενός τραστ και ένα μεροκαματιάρη, στο γιο ενός κομισάριου και σε ένα άστεγο παιδί. Παρόλα αυτά, οι πρώτοι μένουν σε αρχοντικά διαμερίσματα, έχουν αρκετές καλοκαιρινές κατοικίες σε διάφορα μέρη της χώρας, έχουν στη διάθεσή τους τα καλύτερα αυτοκίνητα, και έχουν από πολύ καιρό ξεχάσει πώς να γυαλίζουν τα παπούτσια τους. Οι δεύτεροι ζουν σε ξύλινες παράγκες συχνά χωρίς χωρίσματα, περνούν μια μισοπεινασμένη ζωή, και δεν γυαλίζουν τα παπούτσια τους γιατί απλά περπατούν ξυπόλητοι. Για τον γραφειοκράτη, αυτή η διαφορά φαίνεται να μην είναι άξια προσοχής. Για τον μεροκαματιάρη, όμως, φαίνεται, και όχι χωρίς λόγο, πολύ ουσιαστική.»
Και συμπληρώνει καυστικά με μια παρομοίωση: «Αν ένα πλοίο ανακηρυχτεί σε συλλογική ιδιοκτησία, αλλά οι επιβάτες συνεχίζουν να διαιρούνται σε πρώτη, δεύτερη και τρίτη θέση, είναι καθαρό ότι για τους επιβάτες της τρίτης θέσης οι διαφορές στις συνθήκες ζωής θα έχουν άπειρα περισσότερη σπουδαιότητα από τη νομική αλλαγή στην ιδιοκτησία. Από την άλλη, οι επιβάτες της πρώτης θέσης, μαζί με τον καφέ και τα πούρα τους, θα προβάλουν τη σκέψη ότι η συλλογική ιδιοκτησία είναι το παν και μια άνετη καμπίνα δεν είναι τίποτε…», εξηγώντας γιατί οι γραφειοκράτες ισχυρίζονταν ότι χτίζουν σοσιαλισμό με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία» και ότι οι ανισότητες αποτελούσαν «λεπτομέρειες» (που ωστόσο απαγορευόταν κανείς ακόμα και να εκστομίσει)…

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.