Χιλή 1973: η οδυνηρή κατάληξη του «κοινοβουλευτικού δρόμου για τον σοσιαλισμό»

image_pdfimage_print

Του Βαγγέλη Λιγάση

 

 

Το χωροχρονικό ταξίδι αυτού του φύλλου του «Κόκκινου Νήματος» επιχειρεί να μας μεταφέρει στην Χιλή του 1970-73. Στους αντίποδες σχεδόν της Ελλάδας, μακρόστενη (4.600 χλμ. μήκος, 175 χλμ. μέσο πλάτος), είναι πολύ ιδιόμορφη χώρα, με απογόνους κύρια κονκισταδόρων και ιθαγενών Μαπούτσε, αλλά και γερμανόφωνων και… Κροατών. Το δικό μας, ιδιαίτερο, ενδιαφέρον εστιάζεται βέβαια στην ιστορία του κοινοβουλευτικού «σοσιαλισμού» που επιχειρήθηκε ανάμεσα στο 1970 και 1973, με οδυνηρό τέλος την επιβολή της τρομακτικής δικτατορίας του Αουγούστο Πινοσέτ.

 

Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται, η Χιλή δεν ήταν/είναι μια κλασική «μπανανία» της Λατινικής Αμερικής. Με τα μεγαλύτερα ορυχεία χαλκού στον κόσμο, σιδηρομετάλλευμα, σχετική εκβιομηχάνιση και «ανοιχτές» θάλασσες, απολάμβανε/απολαμβάνει το μεγαλύτερο κατά κεφαλή εισόδημα στην υποήπειρο.

 

Τον Σεπτέμβριο του 1970 κέρδισε τις προεδρικές εκλογές με οριακή σχετική πλειοψηφία (36%, έναντι 35% της Δεξιάς και 28% της Χριστιανικής Δημοκρατίας) η Λαϊκή Ενότητα – Unidad Popular (UP), ένας συνασπισμός του σταλινικού ΚΚ με το Σοσιαλιστικό κόμμα, το MAPU (αριστερή διάσπαση της Χριστιανικής Δημοκρατίας) κ.ά. Πρόεδρος της Χιλής ορκίστηκε τον Δεκέμβριο ο ηγέτης της δεξιάς τάσης του Σοσιαλιστικού κόμματος Σαλβαντόρ Αγιέντε.

Το πρόγραμμα της UP αποσκοπούσε στην ολοκλήρωση των επιχειρούμενων μεταρρυθμίσεων του προηγούμενου προέδρου Χριστιανοδημοκράτη Φρέι (1964-1970), με κέντρα την αγροτική αναδιανομή γης (με αποζημίωση και δικαίωμα «προτίμησης» στους μεγαλοκτηματίες) και την υποβοηθούμενη από το κράτος βιομηχανική ανάπτυξη με εθνικοποίηση τραπεζών – ασφαλειών αλλά και επιδότηση του ιδιωτικού κεφαλαίου. Επιπλέον, εθνικοποίησε χωρίς αποζημίωση τα ορυχεία χαλκού, που αποτελούσαν το κύριο εξαγωγικό προϊόν και ανήκαν σε εταιρείες των ΗΠΑ.

Επί της ουσίας, ήταν ένα τυπικό κεϊνσιανό πρόγραμμα αναθέρμανσης της οικονομίας (αρκετά διαδεδομένο την δεκαετία του ’70), με ελάχιστες διαφορές από το πρόγραμμα του Φρέι. Η διαφορά της UP με τη Χριστιανοδημοκρατία, ήταν στο ότι έλεγχε την οργανωμένη εργατική τάξη (τελευταίο συνέδριο CUT – Χιλιανή ΓΣΕΕ: UP 75%). Θα μπορούσε να κερδίζει ψηφοφόρους της «μεσαίας τάξης» στον βαθμό που θα έλεγχε και θα περιόριζε την δράση της εργατικής τάξης…

Τον Νοέμβριο, μόλις του 1970, ο Αγιέντε, για να υποστηριχτεί στο ελεγχόμενο από την δεξιά Κογκρέσο, υπέγραψε τον «Νόμο των εγγυήσεων». Με αυτό το νομοθέτημα (που κρατήθηκε μυστικό και δεν παρουσιάστηκε ποτέ στους υποστηρικτές της UP) η κυβέρνηση υποσχέθηκε να αφήσει ανέγγιχτες τις δομές του εκπαιδευτικού συστήματος, της Εκκλησίας, των μέσων ενημέρωσης και των Ενόπλων Δυνάμεων…

 

1971: η αστική τάξη νιώθει «άβολα»…

 

Ωστόσο, το 1971 οι εργάτες απήλαυσαν αυξήσεις 38%, οι υπάλληλοι 120%, το ΑΕΠ αυξήθηκε 8% και η ανεργία μειώθηκε στο 10%.

Τον Απρίλη του 1971 στις δημοτικές εκλογές η UP θα θριαμβεύσει με 51%.

Οι οργανώσεις των ακτημόνων ενθαρρυμένοι από τις υποσχέσεις για αγροτική μεταρρύθμιση, ενέτειναν τις καταλήψεις γης (σε όλη την χρονιά καταγράφηκαν 1.280). Ο Αγιέντε τον Μάιο του 1971 κατηγόρησε το Κίνημα Επαναστατικής Αριστεράς – MIR («γκεβαριστές» με προτεραιότητα στον ένοπλο αγώνα και υποτίμηση συνδικαλισμού κ.λπ.), που είχε επιρροή κυρίως στους φοιτητές, τους ακτήμονες και τους κατοίκους των παραγκουπόλεων, ότι κινείται εκτός νόμου. Αλλά και οι μη συνδικαλισμένοι εργάτες (η CUT – ΓΣΕΕ κάλυπτε μόνο όσους δούλευαν σε χώρους με πάνω από 25 εργαζόμενους) δεν ελέγχονταν από την UP (το 1971 καταγράφηκαν 1.760 απεργίες).

Η αστική τάξη της Χιλής δεν ένιωθε βολικά με τις εξελίξεις… Τα μόνα κεφάλαια που επενδύονταν ήταν οι κρατικές επιδοτήσεις και εντάθηκε η συστηματική αποταμίευση αγαθών-αποθησαύριση που, σε συνδυασμό με το αυξημένο επίπεδο διαβίωσης της εργατικής τάξης, δημιούργησε έλλειμμα προσφοράς και ανεπάρκεια αγαθών. Τον Νοέμβριο του 1971, την 2η ημέρα της επίσημης επίσκεψης του Φιντέλ Κάστρο, η δεξιά οργάνωσε την διαδήλωση της «άδειας κατσαρόλας», όπου χιλιάδες «κυρίες» της μεσαίας τάξης ανέμιζαν και χτυπούσαν κατσαρόλες (πολλές είχαν φέρει τις υπηρέτριές τους για να τις κουβαλάνε)…

 

1972: το «βαθύ κράτος» αντιδρά

 

Μπαίνοντας στον 2ο χρόνο της κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας οι αντιθέσεις αλλά και οι προσδοκίες συνοψίστηκαν στο δίπολο «παγίωση ή προώθηση του χιλιανού δρόμου για τον σοσιαλισμό». Σε δύο συσκέψεις τον Φεβρουάριο και τον Ιούνιο του 1972 συγκρούστηκαν η δεξιά πτέρυγα της UP (ΚΚ και δεξιά τάση ΣΚ) με την αριστερή (αριστερή τάση ΣΚ, MAPU και «Χριστιανική Αριστερά»), αλλά η διαφωνία ήταν περισσότερο ποσοτική παρά ποιοτική. Ο «ριζοσπαστισμός των αριθμών», π.χ. εθνικοποίηση του 90% των μεγάλων εταιρειών αντί του 43% που πρότεινε η ηγεσία κ.λπ., άφηνε μια αυξανόμενη αίσθηση ουτοπίας, καθώς η πολιτική κατεύθυνση της Χιλής καθοριζόταν έξω από τα συνέδρια και το προεδρικό παλάτι. Όλη η αριστερά (του MIR συμπεριλαμβανόμενου) συμφωνούσε ότι «τμήμα του κράτους» έχει κατακτηθεί… Από καμιά οργάνωση δεν μπήκε το ζήτημα αν έπρεπε να δράσει εκτός των ορίων της UP, αλλά επικεντρωνόταν στο τι έπρεπε να κάνει η UP από την θέση της «μέσα στο κράτος».

Τον Μάιο του 1972 στην βιομηχανική πόλη Conception σκοτώθηκε από την αστυνομία ένα μέλος του MIR σε αντιδιαδήλωση κόντρα σε δεξιά οργάνωση φοιτητών. Ο «κομμουνιστής» δήμαρχος που έστειλε τα ΜΑΤ και η κυβέρνηση καταδίκασαν την βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται».

Στη Melipilla κοντά στο Santiago, ένας τοπικός δικαστής σε συνεργασία με τους γαιοκτήμονες με νομικίστικα κωλύματα εμπόδιζε την αναδιανομή γης. Στις 22 Ιουνίου συνελήφθησαν στο κέντρο της πόλης 22 στελέχη των οργανώσεων των ακτημόνων. Ακολούθησε σειρά διαδηλώσεων. Ταυτόχρονα, στην βιομηχανική περιοχή Cerrillos 4 εργοστάσια (κλωστοϋφαντουργίας Perlac & Polycron, αλουμινίου Las Americas και πτηνοτροφείο Cerrillos) απεργούσαν. Οι απεργοί ενώθηκαν με τους ακτήμονες στην Melipilla και ως τις 30 Ιούνη όλη η πόλη είχε αποκλειστεί. Στις 12 Ιούλη μια τεράστια διαδήλωση στο κέντρο του Santiago απαιτούσε την απελευθέρωση των 22. Η κυβέρνηση αρνήθηκε να παρέμβει.

Μια νέα μορφή οργάνωσης γεννήθηκε. Αυτοαποκαλέστηκε βιομηχανική «ζώνη» – cordon. Μια 2η cordon δημιουργήθηκε στην περιοχή Vicuna McKenna. Η cordon του Cerrillos έβγαλε ανακοίνωση απαιτώντας τον έλεγχο της παραγωγής και την αντικατάσταση του κοινοβουλίου από εργατική συνέλευση!

Το ΚΚ και η δεξιά πτέρυγα του ΣΚ καθοδήγησαν τα μέλη τους να μην έχουν καμία σχέση με τις cordones.

Το ίδιο διάστημα, στην Conception, μια «λαϊκή συνέλευση» 3.000 αγωνιστών από οργανώσεις, συνδικάτα, φοιτητικούς συλλόγους κ.λπ. συλλογικότητες χαρακτηρίστηκε από το ΚΚ «μανούβρα της αντίδρασης και του ιμπεριαλισμού».

Στις 12 -13 Αυγούστου η αστυνομία εισέβαλε με 400 άνδρες και βαρύ οπλισμό στην παραγκούπολη του Lo Hermida κοντά στο Santiago αναζητώντας μέλη ακροαριστερής οργάνωσης. Η μαζική αντίσταση κόστισε 1 νεκρό, 12 βαριά πληγωμένους και 160 συλληφθέντες.

Ο ταξικός πόλεμος ξέφευγε σταδιακά από τον έλεγχο.

 

Η απεργία των αφεντικών

 

Στις 10 Σεπτέμβρη στο Santiago, με κλειστά τα μαγαζιά από τους ιδιοκτήτες  ενάντια στον έλεγχο των τιμών, σε μαζικό συλλαλητήριο της δεξιάς, ανάμεσα σε παραληρήματα εναντίον της «μαρξιστικής» κυβέρνησης, προαναγγέλθηκε το «σχέδιο Σεπτέμβριος». Στις 11 Οκτώβρη ξεκίνησε το επ’ αόριστο σταμάτημα των φορτηγών από τους ιδιοκτήτες τους. Οπλισμένες συμμορίες της νεοφασιστικής οργάνωσης Patria y Libertad φύλαγαν στις εισόδους των πόλεων τα φορτηγά. Οι μαγαζάτορες την υποστήριξαν, συνεχίζοντας να κρατάνε κλειστά τα μαγαζιά. Οι επαγγελματικές οργανώσεις γιατρών, δικηγόρων, οδοντιάτρων κ.λπ. συμμετείχαν εντείνοντας την ατμόσφαιρα πανικού. Οι εργοστασιάρχες προσπαθούσαν να σταματήσουν τις μηχανές, ακόμα και με δολιοφθορές.

Η κυβέρνηση, αμήχανη, καλούσε σε πειθαρχία και υπακοή στα επίσημα συνδικάτα, διαπραγματευόμενη με τους ιδιοκτήτες φορτηγών με μεσολάβηση των ιδιοκτητών λεωφορείων… Μια βδομάδα αργότερα οι «λεωφορειατζήδες» ενώθηκαν με τους «φορτηγατζήδες».

Ήταν ξεκάθαρη η τακτική της δεξιάς, που αποσκοπούσε στο οικονομικό χάος.

 

Το ίδιο ξεκάθαρη, όμως, ήταν η κατάσταση για τους εργάτες.

Από την πρώτη μέρα της «απεργίας», ομάδες εργατών κατέλαβαν τους δρόμους και κάθε διαθέσιμο μέσο μεταφοράς επιστρατεύθηκε και οδηγήθηκε από εθελοντές οδηγούς. Αρκετές cordones έστειλαν ομάδες για την «ανάκτηση» των φορτηγών. Μόνο στο κεντρικό Santiago ο αριθμός των εθελοντών οδηγών έφτασε τις 8.000. Στα εργοστάσια οργανώθηκαν ομάδες περιφρούρησης για να συνεχιστεί η παραγωγή. Μακριές ουρές γεμάτες υπομονή σχηματίστηκαν έξω από τα super markets και σε περίπτωση που δεν τα άνοιγαν οι ιδιοκτήτες, τα άνοιγαν οι εργάτες και με την υποστήριξη φρουράς τα διατηρούσαν ανοιχτά.

Στα μέρη που είχαν δημιουργηθεί cordones οργανώθηκαν γρήγορα γύρω από τα προβλήματα της συνέχισης της παραγωγής. Έχοντας να αντιμετωπίσουν το «πάγωμα» των τραπεζικών λογ/σμών (μισθοδοσίας, προμηθειών κ.λπ.), χρησιμοποίησαν τις συναλλαγές με μετρητά, τον αντιπραγματισμό, την λιανική πώληση κ.λπ. Όταν οι γιατροί μπήκαν στην «απεργία» στις 17 Οκτώβρη, δημιουργήθηκε κοινή επιτροπή των «λοιπών» εργαζομένων στα νοσοκομεία, που κατάφερε και τα κράτησε αρκούντως λειτουργικά και σε κάθε περίπτωση ανοιχτά.

Έχοντας να αντιμετωπίσουν επιθέσεις φυσικής βίας από ένοπλες συμμορίες της ακροδεξιάς (37 τον αριθμό) που τις πρώτες ημέρες επιτέθηκαν σε άτομα και οχήματα σε πολλές μεγάλες πόλεις και κυρίως στον νότο όπου και διακόπηκε η σιδηροδρομική γραμμή, αυτόνομες εργατικές οργανώσεις αυτοάμυνας, με την μορφή τοπικών επιτροπών ή εργοστασιακών ομάδων περιφρούρησης, πολλαπλασιάζονταν όλο το επόμενο διάστημα. Οι επιτροπές για την παραγωγή εξελίχθηκαν σε όργανα εργατικού ελέγχου ενάντια στα αφεντικά. Οι ημικρατικές οργανώσεις διανομής τροφίμων JAP, εξελίχθηκαν σε μαχητικές οργανώσεις που αγόραζαν και διένεμαν προμήθειες, κρατώντας ανοιχτά τα μαγαζιά και τα super markets, προστατεύοντάς τα από τις επιθέσεις και κολεκτιβοποιώντας λειτουργίες στις φτωχογειτονιές, κυρίως την διατροφή των παιδιών σε κοινές κουζίνες, τις olla comun.

 

Ο πολιτικός χαρακτήρας των διάφορων εργατικών επιτροπών και λαϊκών οργανώσεων  δεν ήταν ξεκάθαρος. Η CUT ανακοίνωνε ότι ήταν δικές της οργανώσεις βάσεις με άλλο όνομα, πράγμα οξύμωρο, καθώς κατήγγειλε τις cordones και δεν μπορούσε να επιβάλει οποιαδήποτε πειθαρχία. Το MAPU τις ονόμαζε «πατριωτικές επιτροπές». Το ΣΚ, πιο διπλωματικό, τις ονόμασε «ενεργά σχολεία των μαζών»… Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν αναγνώριζαν την αποτυχία της κυβέρνησης να καθοδηγήσει την λαϊκή αντεπίθεση, πίστευαν ότι η «ενεργή» κριτική τους θα μεταρρύθμιζε «κατάλληλα» την UP για τον επόμενο γύρο. Όσοι θεωρούσαν τον εαυτό τους επαναστάτη το έκαναν μέσα σε θεωρητική θολούρα. Δεν είχαν ούτε μία πειστική τοποθέτηση για οποιοδήποτε πρόβλημα της στιγμής: τον ρόλο του στρατού, την οργάνωση κόμματος κ.λπ. Το δε ερώτημα αν πρέπει ή όχι να αποσχιστούν από την UP, ποτέ δεν τέθηκε…

Στις 31 Οκτώβρη, με αφορμή νέα απεργία από τους πιλότους, ο Αγιέντε έβαλε στην κυβέρνηση στρατιωτικούς και έθεσε την χώρα σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης.

 

Αριστερά: «βαριά αφέλεια»

 

Οι ιδιοκτήτες φορτηγών επέστρεψαν στην δουλειά, ενώ ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ στρατηγός Prats (που αργότερα θα δολοφονηθεί από τον διάδοχό του) θα επιβάλει αυστηρή απαγόρευση νυχτερινής κυκλοφορίας, θα αναλάβει τον έλεγχο της διανομής και θα επιστρέψει την πλειοψηφία των κατειλημμένων εργοστασίων και επιχειρήσεων στους ιδιοκτήτες τους.

Κι ενώ ως το τέλος Νοέμβρη οι εξεγερμένοι εργάτες και τα cordones δυσανασχετούσαν (π.χ. δεν δεχόταν την επιστροφή των εργαζόμενων που υποστήριξαν την απεργία των αφεντικών παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες του κομουνιστή υπουργού Εργασίας και ηγέτη της CUT Figueroa), η αριστερά συνέχισε να υποφέρει από βαριά… αφέλεια. Ο γενικός γραμματέας του MIR Miguel Enriquez (που θα σκοτωθεί μαζί με το σύνολο της ΚΕ σε συγκρούσεις στο επερχόμενο πραξικόπημα) περιγράφει την κατάσταση σαν «προεπαναστατική» (στην δημόσια συζήτηση που οργάνωσαν οι «Χριστιανοί για τον Σοσιαλισμό») και η εφημερίδα της οργάνωσης Punto Final αναφέρει: «Οι ένοπλες δυνάμεις έχουν να παίξουν έναν πατριωτικό και δημοκρατικό ρόλο υποστηρίζοντας τον αγώνα των εργαζομένων ενάντια στην εκμετάλλευση […] Αυτό είναι που συμβαίνει και αυτό είναι που η εργατική τάξη μπορεί να περιμένει όταν βλέπει τις Ένοπλες Δυνάμεις τμήμα της κυβέρνησης»!

Η μόνη αριστερή οργάνωση που πρότεινε ανεξάρτητη από την UP στρατηγική, ήταν η μικρότερη απ’ όλες, η «Χριστιανική Αριστερά», που αρνήθηκε να μπει στη νέα κυβέρνηση, προτείνοντας «συντονισμένα όργανα άμυνας σε εργοστασιακό και περιφερειακό επίπεδο».

 

1973: εικόνες δυαδικής εξουσίας

και μάχη για την εξουσία

 

Η αντιπαράθεση του Οκτωβρίου διέσπασε το MAPU σε 2 κομμάτια. Ο υπουργός Οικονομικών Fernando Flores (της αριστερής πλειοψηφίας), αψηφώντας την κυβερνητική πολιτική «συμφιλίωσης» με τους Χριστιανοδημοκράτες, ζητεί δημόσια πάγωμα τιμών στα βασικά αγαθά και σειρά ελέγχων της κερδοσκοπίας. Αντίθετα, ο κομμουνιστής υπουργός Προϋπολογισμού ανακοινώνει το νέο οικονομικό πρόγραμμα, που περιλαμβάνει επιστροφή 123 εργοστασίων στους προηγούμενους κατόχους τους. Αυτόματα ξεσπά διαδήλωση των cordones της πρωτεύουσας προς το κέντρο της πόλης και στο τέλος Ιανουαρίου οι μαχητικότερες cordones (O’ Higgins, Vicuna McKenna, Cerrillos Maipu και Νότια Παναμερικανική) δηλώνουν «Κανένα εργοστάσιο που καταλήφθηκε κατά την διάρκεια της απεργίας των αφεντικών δεν θα επιστραφεί πίσω». Στις 5 Φεβρουαρίου συγκεντρώνονται στο Εθνικό Στάδιο εργάτες, καταληψίες γης, τοπικές οργανώσεις γειτονιάς και παραγκουπόλεων ενάντια στο σχέδιο Millas (ο … κομμουνιστής υπουργός) και με κεντρικό πανό «λαός άοπλος = λαός ηττημένος».

Στις εκλογές για τη Γερουσία του Μαρτίου 1973, η UP παίρνει το 44% δείχνοντας την ευκαμψία των εργατών και το κέρδισμα τμήματος των μικροαστών (για πρώτη φορά θα στηρίξει τους υποψήφιους του ΣΚ και το MIR).

Ωστόσο, τον Οκτώβριο ο Αγιέντε με την UP είχαν διαβεί τον Ρουβίκωνα. Είχαν μετατραπεί σε θεατή στην αρένα του ταξικού πολέμου και μάταια προσπαθούσαν να ξαναμπούν σε κάποια πλεονεκτική θέση… Ούτε οι αστοί ούτε οι εργάτες είχαν πλέον αυταπάτες για τον ρόλο του Κοινοβουλίου στις επερχόμενες αλλαγές.

Η αστική τάξη δεν ενδιαφερόταν πια για συμβιβασμούς και προέκρινε το σχέδιο «Russian Marshals», ένα σχέδιο «καμένης γης» με παράλληλη κινητοποίηση διεθνούς υποστήριξης.

Από την άλλη, η συγκρότηση συντονιστικής επιτροπής των cordones, εξαιτίας της κυριαρχίας των αριστερών σοσιαλιστών, αντί να αποτελέσει κάποιο πρόπλασμα εργατικής εξουσίας, μεταβλήθηκε σε μία ακόμα φατρία στο Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Οι ηχηρές ανακοινώσεις του MIR έμεναν απλά συνθήματα χωρίς οργανωτικό αποτέλεσμα, καθώς μάλιστα πρότεινε την μετατροπή των cordones σε πλατύτερες λαϊκές οργανώσεις όπου θα αντιπροσωπεύονταν ισότιμα (…) οι καταληψίες γης, οι φοιτητές κ.λπ., ένας «λαϊκός χυλός» χωρίς κεντρικότητα των εργατών.

 

Ανάμεσα στα υπόλοιπα, οι εργάτες των ορυχείων χαλκού ξεκίνησαν απεργία στις 19 Απρίλη. Λόγω της φυσικής απομόνωσης των εργατών στις βόρειες ορεινές περιοχές, η απεργία δεν είχε άμεση επίδραση στο υπόλοιπο κίνημα. Όταν όμως συνεχίστηκε και τον Μάιο και τον Ιούνιο, κατηγορήθηκαν για την υπεράσπιση των στενών συμφερόντων τους, «οικονομισμό» κ.λπ. από το σύνολο της Αριστεράς, του MIR συμπεριλαμβανόμενου. Παραδοσιακά οι καλύτερα συνδικαλισμένοι και μαχητικοί εργάτες, είχαν αλληλοαποκλειστεί από το δίκτυο των cordones, αφενός λόγω της ηγεσίας τους που πειθαρχούσε στην CUT, αφετέρου λόγω της απροθυμίας-αδυναμίας των cordones να εντάξουν αυτήν την απομονωμένη μάζα εργατών. Δεξιά μέσα ενημέρωσης συγκέντρωναν χρήματα για τους απεργούς και έτσι όταν τα χιλιανά ΜΑΤ (που ο Αγιέντε, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του, θα έπρεπε να έχει διαλύσει από χρόνια) τσάκισαν τους απεργούς στο Santiago, οι αριστερές φυλλάδες ανέπτυσσαν θεωρίες για την εργατική αριστοκρατία…

Παντού τα γεγονότα έτρεχαν γρήγορα. Διαδήλωση της CUT στην πρωτεύουσα λεκιάστηκε με αίμα, όταν από τα γραφεία του χριαστιανοδημοκρατικού κόμματος πυροβόλησαν και σκότωσαν έναν εργάτη. Οι κρατικές επιδοτήσεις, που συνέχισαν να δίνονται στους ιδιώτες κόπηκαν από τα κατειλημμένα εργοστάσια. Διαδηλώσεις για την παύση τοπικού κυβερνήτη στην παραθαλάσσια Constitucion, έφτασαν σε πολυήμερο αποκλεισμό και λειτουργία της πόλης από τη «μαζική συνέλευση του λαού». Αγροτικές εξεγέρσεις ενάντια σε μεγαλογαιοκτήμονες καταστάλθηκαν στο Maipu και την Nuble.

Κερασάκι στην τούρτα, στις 23 Ιουνίου 1973 το τεθωρακισμένο σύνταγμα του Santiago, υπό τις διαταγές ενός φανατικού του Patria y Libertad ονόματι Souper, κατέλαβε τους δρόμους και ανακοίνωσε πραξικόπημα. Οι μαγαζάτορες ξανακλείσανε τα καταστήματά τους, οι ιδιοκτήτες φορτηγών κ.λπ. ξανακήρυξαν απεργία, αλλά αυτό το καλοκαίρι ξεκαθάρισαν τα δευτερεύοντα ζητήματα και έμενε η μάχη για την εξουσία. Παντού ξεφύτρωναν σαν αντίδραση νέες cordones (Santiago-Centro με δημόσιους υπαλλήλους και κατοίκους παραγκουπόλεων, Barrancas κ.λπ.), όπλα κατασκευάζονταν στους τόρνους των εργοστασίων, τα εργοστάσια καταλαμβάνονται (πολλά δεν είχαν επιστραφεί από τις καταλήψεις του Οκτωβρίου), τα κέντρα διανομής και οι δημόσιες υπηρεσίες είναι υπό τον άμεσο έλεγχο των εργατών.

Κι ενώ τα …«Κορνιλοφικά» (από την παραπλήσια απόπειρα πραξικοπήματος τον Αύγουστο του 1917 στην Ρωσία) εξελίσσονταν, ο Αγιέντε στις 29 Ιούνη, ανήμπορος στην αναμέτρηση με την αστική τάξη, προσέτρεξε ακόμη μια φορά στο Γενικό Επιτελείο. Εχθρός, σύμφωνα με τον ηγέτη του ΚΚ Manuel Contreras (σε ομιλία επαίνεσης του πατριωτισμού των Ενόπλων Δυνάμεων στις 8 Αυγούστου) ήταν η άκρα αριστερά, που ήταν υπεύθυνη για την βία και «υποστήριζε» τις φασιστικές συμμορίες…

 

Game Over

 

Στις 3 Αυγούστου ανακοινώνεται νέο υπουργικό συμβούλιο με συμμετοχή των στρατηγών. Κηρύσσεται κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ψηφίζεται ο νόμος «για τον έλεγχο των όπλων». Η αποκατάσταση του κρατικού (αστικού) μονοπωλίου της βίας γίνεται διά πυρός και σιδήρου. Υποστηρικτές της UP στο Ναυτικό και την Αεροπορία, που αποκάλυψαν δημόσια ετοιμασίες για νέο στρατιωτικό πραξικόπημα, συλλαμβάνονται, βασανίζονται και καταδικάζονται.

Τα καλέσματα για ένοπλο αγώνα που ανακοινώνει το MIR και ο Altamirano (αριστερός γραμματέας του ΣΚ) στις αρχές Αυγούστου, μεταφέρουν την ευθύνη της επαναστατικής δράσης στον εξατομικοποιημένο εργάτη ή στρατιώτη, όταν οι ίδιοι ήταν αρκετά ανεύθυνοι για να προσδιορίσουν έναν ξεκάθαρο πολιτικό στόχο: την κατάληψη της εξουσίας και την καταστροφή του αστικού κράτους.

Η 4η Σεπτεμβρίου ήταν η επέτειος της εκλογικής νίκης του Αγιέντε το 1970. Μισό εκατομμύριο κόσμος ήταν στους δρόμους του Santiago, αλλά η μελαγχολική και ζοφερή διάθεση του αναπόδραστου ήταν παρούσα.

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, ο στρατηγός/υπουργός Αουγκούστο Πινοσέτ καθοδήγησε ένα καθ’ όλα επιτυχημένο (με αστικούς όρους) πραξικόπημα. Η μόνη άξια λόγου αντίσταση ήταν του στρατηγού Prats, καθώς οι εργατικές οργανώσεις είχαν αφοπλιστεί και διαλυθεί με το καθεστώς έκτακτης ανάγκης.

Καθώς τελείωνε η μέρα, χιλιάδες άνθρωποι οδηγούνταν σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, φυλακές, γήπεδα ποδοσφαίρου και κρατήθηκαν εκεί μέχρι να βασανιστούν ή να δολοφονηθούν.

Τους επόμενους 12 μήνες περίπου 30.000, οι καλύτεροι/ες και πιο θαρραλέοι/ες ηγέτ(ρι)ες της τάξης τους συνελήφθησαν (πολλές φορές με βοήθεια μυστικών υπηρεσιών άλλων χωρών), βιάστηκαν, βασανίστηκαν, δολοφονήθηκαν. Δεν δολοφονήθηκαν απλά, ακρωτηριάστηκαν για να προειδοποιήσουν και την επόμενη γενιά. Τα βασανισμένα κορμιά που επέπλεαν κάθε πρωί στον ποταμό Mapocho στο Santiago έδιναν την δική τους βαρύτητα σε αυτό.

Μόλις κατάφεραν την συστηματική εξόντωση κάθε ζωντανής μνήμης οργάνωσης και αγώνα, μετέτρεψαν την Χιλή σε ένα πρώιμο πείραμα των νεοφιλελεύθερων θεωριών του Milton Freedman, ενώ «χαλαρά» ο Αουγκούστο Πινοσέτ (μετά και το σύνταγμα-παρωδία του 1980) τελείωσε την «προεδρική» του θητεία το 1988, για να απολαύσει βαθιά γεράματα…

Ο περίφημος τελευταίος λόγος του Αγιέντε, που ακούστηκε στο ραδιόφωνο λίγο πριν σκοτωθεί, για την «Ιστορία που θα καταδικάσει τους στρατηγούς», ήταν μια ασυγχώρητη αποκήρυξη των δικών του ευθυνών και ένα ψέμα για τους επιγόνους.

Οι ρεφορμιστές όλου του κόσμου, αγιοποιώντας τον Αγιέντε, οδήγησαν τον υποτιθέμενο «ειρηνικό δρόμο» σε «ιστορικούς συμβιβασμούς» αδιανοήτως αναξιοπρεπείς για το σημαίνον της λέξης σοσιαλισμός (με βασιλιάδες, χασάπηδες, μαφιόζους, ΝΑΤΟ κ.λπ.). Προσπάθησαν (μαζί με τους σταλινικούς) να ρίξουν όλο το φταίξιμο σε μία ακόμη συνωμοσία της CIA.

 

Κανένα κράτος και κανένας στρατός δεν είναι ταξικά ουδέτερος, «στην υπηρεσία του έθνους», εργαλείο προς λαφυραγώγηση ή «εκδημοκρατισμό».

Στην Χιλή το επίπεδο της ταξικής πάλης απειλούσε τις βάσεις της αστικής κοινωνίας. Άσχετα με τις υποτιθέμενες παραδόσεις της, η αστική τάξη δεν διστάζει καθόλου όταν απειλείται η επικυριαρχία της. Και σήμερα άλλωστε, οι δυτικές «δημοκρατίες» είναι έτοιμες να υπερασπιστούν τις «αξίες» τους μέχρι τέλους, χρησιμοποιώντας αν χρειαστεί και τα τρομερά όπλα μαζικής καταστροφής…

 

 

 

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.