1

Μεταπολίτευση: 50 χρόνια μετά, είναι παρελθόν;

Του Μάριου Αυγουστάτου

Μεταπολίτευση: κάθε δοµική αλλαγή της µεθόδου διακυβέρνησης ενός κράτους (π.χ. κοινοβούλιο ή δικτατορία-βοναπαρτισµός) χωρίς όµως να θίγεται η ουσία του κοινωνικού καθεστώτος (σχέσεις παραγωγής, ιδιοποίηση κοινωνικού υπερπροϊόντος κ.λπ.). Οι πολύπλοκες ιστορικές διαδικασίες που επιβάλλουν την εφαρµογή της όποια µεταπολίτευσης σε έναν κοινωνικό σχηµατισµό εµπεριέχει, και µε τη µεταπολίτευση εκφράζει, αναπόφευκτα και την τροποποίηση των ταξικών συσχετισµών, όπως µέχρι τότε (νοµικά) διατυπώνονταν.

Η στρατιωτική χούντα κατέλαβε την πολιτική εξουσία στη χώρα τον Απρίλη του 1967 µε την έγκριση της κυρίαρχης τάξης, προκειµένου να κατασταλεί το κίνηµα ριζοσπαστικοποίησης που, µε αποκορύφωµα τα Ιουλιανά το 1965, αµφισβήτησε την εξουσία των πλουσίων και διεκδίκησε δικαιώµατα και ελευθερίες που στερούνταν το µεγαλύτερο µέρος του πληθυσµού.

Η χούντα διέλυσε εκτός από τα πολιτικά κόµµατα και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, κυρίως εκείνες που ελέγχονταν από τις δυνάµεις της Αριστεράς, και συνέλαβε εκατοντάδες συνδικαλιστικά και πολιτικά στελέχη. Ταυτόχρονα, δηµιουργηθήκαν σωµατεία-σφραγίδες, διορίστηκαν αρεστές στη χούντα διοικήσεις σε πολλά συνδικαλιστικά όργανα, ενώ το συνδικαλιστικό της Ασφάλειας ανέλαβε συστηµατική επιχείρηση τροµοκράτησης των συνδικαλιστών και των εργαζοµένων.

Το κλίµα αυτό δεν έµεινε πολύ καιρό χωρίς αντίσταση. Οι εργαζόµενοι και η νεολαία από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να οργανώνονται σε µαζικούς χώρους όπως τα εργοστάσια και τα πανεπιστήµια και να αντιδρούν στις αποφάσεις των εργοδοτών, των χουντικών και των συνεργατών τους. Οι εργάτες Τύπου, οι δηµοσιογράφοι, οι εργαζόµενοι στα λεωφορεία, τα τρόλεϊ, τη ∆ΕΗ και την Ολυµπιακή κινητοποιήθηκαν απεργιακά κόντρα στο χουντικό καθεστώς διεκδικώντας τα αιτήµατά τους. Οι φοιτητές στα πανεπιστήµια διεκδίκησαν ελευθερίες και δηµοκρατία, κλιµακώνοντας τις διαµαρτυρίες τους µε την κατάληψη της Νοµικής και προετοιµάζοντας έτσι την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν ένας ιστορικός σταθµός των αγώνων της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωµάτων στην Ελλάδα ενάντια στην εκµετάλλευση.

Από τo “Καραµανλής ή τανκς” ως την άνοδο του ΠΑΣΟΚ

Η αναδιάρθρωση της δοµής της εξουσίας από το τρίγωνο στρατός – βασιλιάς – κυβέρνηση (µε πρωτοκαθεδρία του 1ου) που η τροµαγµένη από το ΕΑΜικό κίνηµα ελληνική αστική τάξη θα στήσει µετεµφυλιακά, θα επαναδιατυπωθεί µε οριστική αποβολή της µοναρχίας και υποβάθµιση του στρατού από αυτόνοµο πυλώνα εξουσίας σε εκτελεστικό όργανο της κυβέρνησης. Η διεύρυνση των δηµοκρατικών δικαιωµάτων, η νοµιµοποίηση του ΚΚΕ, η αδιατάρακτη κοινοβουλευτική εναλλαγή, τα συνδικαλιστικά κ.λπ. δικαιώµατα, υπήρξαν ως γεγονότα ιστορικά.

Ως τότε ήταν µια κοινωνία όπου για να διοριστείς στο ∆ηµόσιο ή έστω να κάνεις ένα µεταπτυχιακό χρειαζόσουν (εκτός από το σηµείωµα του βουλευτή) πιστοποιητικό κοινωνικών φρονηµάτων από το Αστυνοµικό Τµήµα της περιοχής σου (και αλίµονό σου αν ανακαλυπτόταν ακόµα και συγγενικό πρόσωπο µε «αντεθνική» δράση). Η στρατιωτική θητεία διαρκούσε περίπου 2 χρόνια και όπου µόνο η ΕΣΑ (στρατ. Αστυνοµία) είχε φτάσει να έχει 25.000 αξιωµατικούς και οπλίτες. Επίσηµη γλώσσα στη διοίκηση και στην παιδεία η καθαρεύουσα (ένα εργαλείο λαϊκής πίεσης και καταπίεσης του προδικτακτορικού κράτους που εξευτέλισαν στα άκρα οι χουντικοί). Χωριστά γυµνάσια αρρένων και θηλέων… Απαγόρευση κοµµάτων, οργανώσεων, ιδεολογιών, εκδόσεων κ.λπ. ∆ίκτυο «εθνικόφρονων» ρουφιάνων σε κάθε γειτονιά, όπου χαρακτηριζόσουν ύποπτος ακόµη και αν διάβαζες φιλελεύθερες κεντρώες εφηµερίδες. Και βλαχοµπαρόκ αισθητικής προπαγάνδα για το «ιερό» αξιακό τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Όλα τα παραπάνω αποτελούν, πλέον «ιστορία» και έγιναν Ιστορία, χάρη στη Μεταπολίτευση.

Η πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας σήµανε το ξεκίνηµα µιας δεκαετίας σκληρών εργατικών αγώνων, που οδήγησαν σε πολλές νίκες και κατακτήσεις για την εργατική τάξη στην Ελλάδα. Ήταν ο δικός µας Μάης του ’68, το δικό µας κίνηµα αµφισβήτησης. Ένα από τα κεντρικά συνθήµατα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ήταν το σύνθηµα (από τις δυνάµεις της Επαναστατικής Αριστεράς) για Γενική Απεργία, που θα µπορούσε να οδηγήσει στην πτώση της χούντας πολύ πιο γρήγορα.

Η κατάσταση για την εργατική τάξη στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’70 ήταν δύσκολη. Τα αφεντικά δεν ήταν διατεθειµένα να απολέσουν τα προνόµιά τους και να υποχωρήσουν εύκολα απέναντι στους εργαζόµενους, ενώ η κυβέρνηση Καραµανλή ήταν συνέχεια της σκληρής και αυταρχικής προδικτατορικής ΕΡΕ. Ο Καραµανλής ήρθε από το Παρίσι για να «πειθαρχήσει» τις εξεγερτικές διαθέσεις και να επιβάλει µια αυταρχική αστική δηµοκρατία µε ευρωπαϊκή νοµιµοποίηση.

Ωστόσο, τα πράγµατα δεν ήταν απλά. Μετά την πτώση της χούντας οι εργαζόµενοι ξεκίνησαν άµεσα να οργανώνονται. Μέσα από συλλογικές διαδικασίες βάσης και συνελεύσεις αυτοργανώνονταν και έπαιρναν αγωνιστικές αποφάσεις για να διεκδικήσουν αυξήσεις στους µισθούς, συνδικαλιστικές ελευθερίες, κράτος πρόνοιας και άλλα αιτήµατα. Ιδρύθηκαν ισχυρά εργοστασιακά και επιχειρησιακά συνδικάτα κόντρα στους νόµους της χούντας (που ίσχυαν ακόµα) και κόντρα στην εργοδοτική τροµοκρατία. Η πρώτη µεγάλη απεργία ήταν στη National Can και ακολούθησαν δυναµικές κινητοποιήσεις στις βιοµηχανίες Ιζόλα, ΜΕΛ, ΙΤΤ, Εσκιµό, Πίτσος, Πετζετάκης, στην Πυρκάλ, στη ΛΑΡΚΟ, στα µεταλλεία Μαντουδίου και ΜΑ∆ΕΜ-ΛΑΚΚΟ και σε πολλούς άλλους εργασιακούς χώρους. Ξέσπασαν εκατοντάδες απεργίες ειδικά την περίοδο 1975-1977 σε όλες τις εργατικές συνοικίες, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν πολυήµερες. Ενδεικτικά αναφέρουµε την απεργία στη ΛΑΡΚΟ µε διάρκεια 110 ηµέρες, στον Λαδόπουλο µε 93 ηµέρες, στη ΜΕΛ µε 80, ενώ στην απεργία των µεταλλωρύχων στη ΜΑ∆ΕΜ ΛΑΚΚΟ, οι αγώνες, οι συγκρούσεις, οι συλλήψεις και η αστυνοµική τροµοκρατία κράτησαν πάνω από 2 χρόνια!

∆εν ήταν καθόλου εύκολη η απεργιακή δράση των εργαζοµένων εκείνη την περίοδο. Οι εργοδότες χρησιµοποιούσαν κάθε µέσο για να τροµοκρατήσουν τους εργαζόµενους και να κάµψουν το ηθικό τους. Οι απολύσεις, ειδικά των συνδικαλιστών, ήταν στην ηµερήσια διάταξη. Οι εργοδότες προσπαθούσαν να δηµιουργήσουν εργοδοτικά σωµατεία και χρησιµοποιούσαν πληρωµένους τραµπούκους. Πολλοί από αυτούς τους µπράβους ήταν στην υπηρεσία των σκληρών µηχανισµών της χούντας τα προηγούµενα χρόνια. Χαρακτηριστική της κτηνώδους βίας που χρησιµοποίησε η εργοδοσία εκείνη την περίοδο είναι η δολοφονία της Σωτ. Βασιλακοπούλου, στις 28 Ιούλη 1980 έξω από το εργοστάσιο της ΕΤΜΑ, κατά την διάρκεια εξόρµησης του ΚΚΕ και της ΚΝΕ. Η άτυχη 21χρονη φοιτήτρια παρασύρθηκε από πούλµαν της εταιρείας, το οποίο µε εντολές της αστυνοµίας και οδηγό έναν πρώην ΕΣΑτζή θέλησε να αποτρέψει µε κάθε τίµηµα τα µέλη του ΚΚΕ να προσεγγίσουν τους εργαζόµενους. Η κυβέρνηση Καραµανλή επιστράτευε τα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης εναντίον των απεργών και έθετε την αστυνοµία και τη δικαιοσύνη στις διαταγές των επιχειρηµατιών, απαντώντας µε καθηµερινή καταστολή, συλλήψεις και επιθέσεις σε εργαζόµενους.

1976: ο αντεργατικός νόµος 330

Προκειµένου να τιθασεύει τις κλιµακούµενες απεργιακές διεκδικήσεις, η κυβέρνηση Καραµανλή ψήφισε, το 1976, τον νόµο 330 περί «εργατικών οργανώσεων και συνδικαλιστικών ελευθεριών», το λεγόµενο και νόµο Λάσκαρη, κατ’ εντολή του κεφαλαίου. Ο νόµος αυτός υπήρξε η µακρινή πηγή έµπνευσης του πρόσφατου «νόµου Χατζηδάκη» (νόµος 4808/2021), µε περιορισµούς στο δικαίωµα στην απεργία, απαγόρευση της πολιτικής απεργίας και των απεργιών αλληλεγγύης, θέσπιση του εργοδοτικού «δικαιώµατος» στην ανταπεργία και τους απεργοσπαστικούς µηχανισµούς των εργοδοτών.

Το διήµερο 24-25 Μάη 1976 συνδικάτα και οµοσπονδίες πραγµατοποίησαν 48ωρη απεργία ενώ στη Βουλή συζητιόταν το αντεργατικό τερατούργηµα. Η κυβέρνηση Καραµανλή εξαπέλυσε δολοφονική επίθεση κατά των διαδηλωτών µε δεκάδες «αύρες», δακρυγόνα, δεκάδες συλλήψεις, ξυλοδαρµούς και σοβαρούς τραυµατισµούς ακόµα και από πυροβόλα όπλα. Μια ηλικιωµένη µικροπωλητής έχασε τη ζωή της καθώς παρασύρθηκε από «αύρα» της αστυνοµίας!

Ύστερα από την ψήφιση του νόµου, σχεδόν όλες οι απεργίες που προκηρύσσονταν, έβγαιναν παράνοµες κι έτσι διώκονταν και συλλαµβάνονταν καθηµερινά εργάτες που ήθελαν να διεκδικήσουν οτιδήποτε. Επίσης οι εργοδότες είχαν συντάξει τις δικές τους λίστες (µε τη συνδροµή της Ασφάλειας), τα δικά τους «µητρώα συνδικαλιστών», όπου κατέγραφαν τους εργάτες που διαµαρτύρονταν, συνδικαλίζονταν και προσπαθούσαν να οργανώσουν κινητοποιήσεις. Αυτές οι λίστες κυκλοφορούσαν µεταξύ των εργοδοτών, ώστε να µην προσλαµβάνουν τους απολυµένους «ταραχοποιούς».

Οι απεργίες το επόµενο διάστηµα µειώθηκαν, αλλά το κίνηµα των εργατικών αντιστάσεων και διεκδικήσεων δεν κάµφθηκε. Τη σκυτάλη πήραν άλλοι κλάδοι εργαζοµένων: οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι εκπαιδευτικοί, οι οικοδόµοι, οι ναυτεργάτες, οι εργαζόµενοι στη ∆ΕΗ κ.ά. Οι εργαζόµενοι, σε µια προσπάθεια συντονισµού πέραν των κυβερνητικά ελεγχόµενων τότε ΓΣΕΕ-Α∆Ε∆Υ, δηµιούργησαν τη Συντονιστική Επιτροπή ∆ηµοσιοϋπαλληλικών Οργανώσεων (ΣΕ∆Ο) στον δηµόσιο τοµέα και τις Συνεργαζόµενες Αγωνιστικές ∆ηµοκρατικές Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις (ΣΑ∆ΕΟ) στον ιδιωτικό τοµέα. Οι αγώνες εκείνης της περιόδου έφεραν σηµερινές κατακτήσεις µε αυξήσεις στους µισθούς και καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας, ενώ το 1982 η πίεση του εργατικού κινήµατος εξανάγκασε το ΠΑΣΟΚ να ψηφίσει τον νόµο 1264 για τα «Συνδικαλιστικά δικαιώµατα και συνδικαλιστικές ελευθερίες». Ο νόµος αυτός, παρά τα προβλήµατά του, ήταν αποτέλεσµα των αγώνων της µεταπολίτευσης.

Υπονόµευση των κατακτήσεων

Όλες οι πρωτοβουλίες της άρχουσας τάξης και των κυβερνήσεών της από τα µέσα της δεκαετίας του 1980 και µετά αποσκοπούσαν στο να παρθούν πίσω οι εργατικές (και όχι µόνο) κατακτήσεις των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης.

Από το 1985 µε το πρώτο πρόγραµµα λιτότητας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ µε υπουργό Οικονοµικών (ποιον άλλο;) τον Σηµίτη, µέχρι την περίοδο των Μνηµονίων, στο όνοµα των (εργατικών) «ρετιρέ», της κρίσης και του χρέους, εξελίχθηκαν διαδοχικά κύµατα επιθέσεων στα εργατικά δικαιώµατα στα εργατικά δικαιώµατα, κάθε ένα πιο βίαιο από το προηγούµενο. ∆υστυχώς, οι µεγάλοι αγώνες της περιόδου των µνηµονίων, που είχαν έντονη εργατική διάσταση, οδηγήθηκαν από την προδοσία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ σε σκληρή ήττα. Έτσι, µε την άνοδο της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη επιχειρεί να ολοκληρώσει το έργο της κατάργησης των εργατικών κατακτήσεων.

Στις µέρες µας η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πατώντας και στην απογοήτευση του κόσµου της εργασίας από την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκει να πάρει τη ρεβάνς για το µεγάλο κεφάλαιο. Με ένα σχέδιο ακόµα πιο οργανωµένο από τη Μνηµονιακή επίθεση, που αποτελεί µοναδική επιλογή του κεφαλαίου για να ξεπεράσουν τα αδιέξοδα των οικονοµικών κρίσεων.

Η Μεταπολίτευση είναι παρελθόν;

Το σύστηµα και τα παπαγαλάκια του (βλ. ΜΜΕ) προσπαθούν να µας πείσουν ότι στην Ελλάδα για όλα τα κακώς κείµενα φταίει το Πολυτεχνείο, η Μεταπολίτευση και τα δικαιώµατα των πολλών και όχι τα υπερκέρδη των λίγων. Ουσιαστικά µας λένε ότι το κεφάλαιο, αυτοί οι λίγοι που ζουν παρασιτικά από τον ιδρώτα και το αίµα των πολλών, έχουν δίκιο.

Τα τελευταία χρόνια αυξάνονται οι δηµόσιες τοποθετήσεις σύµφωνα µε τις οποίες η «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» ευθύνεται για όλα τα κακώς κείµενα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Σε αυτή την (ιδεολογική) µάχη, γύρω από το σώµα και το πνεύµα της Μεταπολίτευσης, όπλα είναι οι λέξεις: συντεχνίες, λαϊκισµός, προνόµια, πελατειακό κράτος, διαφθορά, «βία και ανοµία». Επιχαίρει ο Βορίδης επειδή «οι ψευδοαξίες της γενιάς του Πολυτεχνείου ενταφιάστηκαν». Απειλεί ο (κεντροδεξιός) ∆ένδιας: «Ήρθε η ώρα η χώρα να κλείσει τους λογαριασµούς που µένουν ανοιχτοί από το 1974-1975». Και πιο προωθηµένος ο κ. Χρυσοχοϊδης: «Ένα κυρίαρχο -αν και αδιαµόρφωτο ακόµη- ρεύµα ζητάει ακριβώς αυτό: λευτεριά από τη Μεταπολίτευση»!

Σύµφωνα λοιπόν µε τις επιθυµίες της κυρίαρχης τάξης η µεταπολίτευση τελειώνει µε την έναρξη των µνηµονίων. Η δεξιά προπαγάνδα θέλει την «µεταπολίτευση» υπεύθυνη για τα δεινά «του τόπου». Είναι η αφήγηση που χρησιµοποιεί τον όρο «συντεχνίες» για να ορίσει το πλέγµα εργατικού δικαίου, που παρουσιάζει ως… προνόµια τα στοιχειώδη δικαιώµατα που κατέκτησαν οι Έλληνες εργαζόµενοι στην εργασία, στην παιδεία, στην υγεία και την πρόνοια µέσα από συλλογικούς αγώνες µιας γενιάς για τουλάχιστον αξιοπρεπή διαβίωση. Εν τέλει, είναι η αφήγηση που εντέλλεται από τις ανάγκες ενός καπιταλισµού σε κρίση, µε όρους ρεβανσιστικής εκδικητικότητας.

Η ανατροπή των αντεργατικών πολιτικών µπορεί να έρθει µόνο µέσα από την ανυπακοή και αντίσταση της εργατικής τάξης και των συνδικάτων. Και, τουλάχιστο τα τελευταία χρόνια, έχουν  εκδηλωθεί αγώνες που δηµιουργούν ελπιδοφόρες ρωγµές στο συστηµικό οικοδόµηµα. Οι αγώνες των εργατών της COSCO, οι συνεχείς αγώνες στην εκπαίδευση, των διανοµέων στην E-FOOD και όχι µόνο. Οι αγώνες αυτοί πρέπει να γίνουν κτήµα της βάσης µέσα από συλλογικές και δηµοκρατικές διαδικασίες κόντρα στους συµβιβασµούς και την υποταγή των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών.

Οι εργαζόµενοι επιβάλλεται να πάρουµε αποφάσεις «από τα κάτω» για µαζική σύγκρουση µε την κυβέρνηση και τις αντεργατικές πολιτικές της. Τα συνδικάτα πρέπει και µπορούµε να λειτουργούµε µακριά από κάθε κυβερνητική και εργοδοτική κηδεµονία. Μπορούµε και πρέπει να µάθουµε να λειτουργούµε ακόµα και σε συνθήκες «παρανοµίας», δηλαδή λειτουργίας ενάντια στις προβλέψεις των αντεργατικών νόµων, προκειµένου να υπερασπιστούµε τα συµφέροντα της τάξης µας.

Η δική µας αφήγηση δεν µπορεί να είναι η στείρα αµυντική υπεράσπιση των παλιότερων ταξικών συσχετισµών που εµπεριέχουν τελικά την αστική επικυριαρχία (π.χ. το Ν.1264/82 για τον συνδικαλισµό), αλλά η διαµόρφωση ενός νέου µεταβατικού (µεταρρυθµιστικού αλλά µη ενσωµατώσιµου) προγράµµατος που θα καλύπτει τις σύγχρονες συλλογικές ανάγκες των εργαζοµένων και θα αµφισβητεί άµεσα, έµπρακτα και στο σύνολό του το σάπιο σύστηµα της αλλοτρίωσης και της καταστροφής.

Έχουµε ήδη διανύσει µια µακρόχρονη περίοδο εργοδοτικών και κυβερνητικών επιθέσεων αλλά και αγώνων, µε πολλά «πάνω και κάτω» και έπεται συνέχεια. Σε αυτούς τους αγώνες θα σφυρηλατηθεί το µαχητικό εργατικό κίνηµα του αύριο, ώστε να βγούµε νικητές. Σε αυτόν τον αγώνα, το Πολυτεχνείο και οι εργατικοί αγώνες της Μεταπολίτευσης αποτελούν πηγή έµπνευσης.

Επιβάλλεται να τους απαντήσουµε µαχητικά ότι οι κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης δεν θα συρρικνωθούν, όσα µέσα και αν χρησιµοποιήσουν, αλλά µε τους αγώνες µας θα ανακτηθούν και θα διευρυνθούν. Μέχρι να σταµατήσουµε πλήρως την εκµετάλλευση, ας κάνουµε τους εφιάλτες τους πραγµατικότητα. Χωρίς εσένα γρανάζι δεν γυρνά – Εργάτη µπορείς χωρίς αφεντικά!




Κυπριακό: 50 χρόνια από το χουντικό πραξικόπημα

Του Βαγγέλη Λιγάση

Τον φετινό Ιούλιο κλείσανε 50 χρόνια από το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο, την Τουρκική εισβολή, την κατάρρευση της χούντας και της επιστράτευσης και την de facto διχοτόμηση του νησιού.

Ακόμη μια επέτειος που ο ελληνικός αστισμός δεν είχε λόγους να πολυδιαφημίσει, παρά τύποις Μητσοτάκης και Κασελάκης επισκέφθηκαν το «νησί της Αφροδίτης», επανέλαβαν τα χιλιοτριμμένα περί «ενιαίας και ανεξάρτητης διζωνικής ομοσπονδίας» και δημοσίευτηκαν σύντομες αναφορές στις «μέσα σελίδες» των συστημικών μέσων. Παραδόξως (;), η πλέον «εθνικοπατριωτική» τοποθέτηση (ως «καθαρό πρόβλημα τουρκικής κατοχής» με επίκληση στα ψηφίσματα του «αδέκαστου» ΟΗΕ κλπ.) δημοσιεύτηκε στον «ημερόδρομο», site επιρροής του ΚΚΕ. Αντίθετα, άρθρα στο συγκρότημα Μαρινάκη (Πρετεντέρης, Βήμα) και στην Ναυτεμπορική, εμπεριείχαν ψήγματα κριτικής ή αυτοκριτικής…

Έτσι ή αλλιώς, το «Κυπριακό» «δεν πουλάει», ο κοσμάκης στην Ελλάδα, ειδικά μετά το 1974, δεν το τοποθετεί κάν στις ανησυχίες του, χωρίς αυτό, όμως, να σημαίνει ότι δεν παραμένει ακόμη μια επικίνδυνη εστία – αφορμή για την όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.

Για την κατανόηση της φύσης του Κυπριακού προβλήματος και την επιβεβαίωση ή άρση ορισμένων θολών και γενικών στερεότυπων, όπως «ο ρόλος των Αμερικάνων», η «προδοσία της χούντας» κλπ., θα προσπαθήσουμε μια περιληπτική ιστορική αναδρομή.

Έως την «Ανεξαρτησία»

Όπως συνέβαινε στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, οι εθνοτικές αντιπαραθέσεις ήταν άγνωστες στην Κύπρο πριν την στροφή του 19ου προς 20ο αι. Παραπάνω από το 1/3 των χωριών ήτανε μικτά, οι μικτοί γάμοι ήτανε συχνό φαινόμενο και οι δύο χωριστές διάλεκτοι είχαν πάμπολλες κοινές λέξεις. Υπήρχε μακραίωνη παράδοση κοινών εξεγέρσεων ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων (εφεξής για συντομία, ε/κ και τ/κ) ενάντια στον μεγαλοφεουδάρχη του νησιού που ήταν η Ελληνορθόδοξη εκκλησία της Κύπρου (μέχρι και το 1974 είχε στην κατοχή της το 10% των καλλιεργήσιμων εδαφών).

Πράγματι, η εκκλησία παρά τον (όψιμο) ακραίο «αντιτουρκισμό» της ήταν ακριβώς στην περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που απέκτησε τεράστια δύναμη που δεν είχε ούτε επί Βυζαντίου (όπως ακριβώς συνέβη και με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης).

Ωστόσο, η Κύπρος το 1878 περιήλθε υπό βρετανική κατοχή (το 1925 ανακηρύχθηκε επισήμως σε βρετανική αποικία). Οι Βρετανοί, στα πλαίσια του καπιταλιστικού μετασχηματισμού του νησιού, αφαίρεσαν από την εκκλησία την συλλογή των φόρων, δυσκολεύοντας την ακόμα και να συλλέγει και τη δική της εισφορά από τα τσιφλίκια της και αποκλείστηκε από όλες τις επίσημες διασυνδέσεις με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και φορείς.

Αποτέλεσμα ήταν η εκκλησία να εξελιχθεί σε έντονα αντιβρετανική, ενώ σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του ελληνικού εθνικισμού στις αρχές του 20ου αιώνα, η εκκλησία έκανε την μεγάλη μεταστροφή: αντάλλαξε την λαομίσητη θέση του αδίστακτου γαιοκτήμονα, με έναν «υπερταξικό» ρόλο, της «Εθναρχίας» για την «ένωση με την μητέρα πατρίδα».

Ταυτόχρονα, το 1926 ιδρύθηκε το Κομουνιστικό Κόμμα Κύπρου. Αμέσως, απέρριψε την ιδέα ένωσης Ελλάδας – Κύπρου, γιατί αυτό θα σήμαινε σύγκρουση με τους Τ/κ, προέβλεψε δε ότι το αίτημα της ένωσης θα το χρησιμοποιούσαν οι βρετανοί για να διασπάσουν Τ/κ και Ε/κ. Με αυτή τη γραμμή μπόρεσε να χτίσει ένα μαζικό κίνημα που συσπείρωνε Ε/κ και Τ/κ ενάντια στις άθλιες συνθήκες εργασίας «οι εργαζόμενοι, ακόμα και παιδιά, δούλευαν 12 και 14 ώρες την ημέρα για ένα κομμάτι ψωμί (ένα-δυο σελίνια μεροκάματο)». Παρά το γεγονός ότι το 1933 οι Βρετανοί έθεσαν το κόμμα εκτός νόμου, αυτό συνέχιζε να μεγαλώνει την επιρροή του.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, οι Κύπριοι ζούσαν σε συνθήκες κοινωνικής εξαθλίωσης, ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της παρατεταμένης ανομβρίας. Οι αγρότες αδυνατούσαν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους και οι τοκογλύφοι ξεπουλούσαν τις περιουσίες τους. Σε πολιτικό επίπεδο η Βρετανική περίοδος χαρακτηρίζεται από την σχεδόν απολυταρχική εξουσία του εκάστοτε ύπατου αρμοστή και την πολιτική διάσπασης Ε/κ και Τ/κ στα πλαίσια του «διαίρει και βασίλευε».

Ως αποτέλεσμα των αφόρητων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, στα 1931 ξεσπά λαϊκή εξέγερση, με αποκορύφωμα την πυρπόληση του κυβερνείου. Η εξέγερση επεκτάθηκε σε πολλές περιοχές της Κύπρου και οι Βρετανοί την κατέστειλαν με αγριότητα που στοίχισε

την ζωή σε πολλούς Κυπρίους. Κατά την διάρκεια της εξέγερσης το αίτημα για ένωση με την Ελλάδα αναζωπυρώθηκε ανάμεσα στους Ε/κ. Έντεχνα καλλιεργήθηκε η ιδέα (με κύριο καθοδηγητή τον Αλέξη Κύρου, τότε πρόξενο της Ελλάδας) ότι μια ένωση με την Ελλάδα θα είχε σαν αποτέλεσμα αναδιανομή της γης…

Στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι Βρετανοί προχώρησαν σε «φιλελευθεροποίηση» στη Κύπρο. Οι λόγοι ήταν ο κίνδυνος να καταληφθεί το νησί από τους ναζί, και η στρατολόγηση εθελοντών για τον πόλεμο. Αφ’ ετέρου υπήρχαν αυξημένες ανάγκες για εργατικά χέρια, τόσο για την κατασκευή αμυντικών έργων όσο και για τις αυξημένες ανάγκες της βρετανικής πολεμικής μηχανής. Έτσι δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για να υπάρξει ισχυρό διεκδικητικό εργατικό κίνημα. Το 1941 ιδρύεται νόμιμα το ΑΚΕΛ (Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού) από το ΚΚΚ, αλλά και προσωπικότητες από τον χώρο του Κέντρου.

Η επικράτηση του σταλινισμού στο παγκόσμιο κομουνιστικό κίνημα και η αναζήτηση συμμαχιών που θα ευνοούν τον ρώσικο ιμπεριαλισμό θα καθορίσουν τις επιλογές του.

Το ΑΚΕΛ αρχικά υποστηρίζει την πολιτική της ένωσης Ελλάδας – Κύπρου. Ωστόσο η γραμμή της ένωσης αντιμετώπιζε αντιστάσεις στο εσωτερικό του κόμματος και η γραμμή ήταν

διαρκώς επαμφοτερίζουσα. Μετά το 1945 και την ήττα της Αριστεράς στην Ελλάδα, εγκατέλειψε την γραμμή της ένωσης και αυτό διάρκεσε για μια μικρή περίοδο. Το επιχείρημα ήταν ότι δεν ήταν δυνατόν η Κύπρος να ενωθεί με μια «φασιστική χώρα όπως η Ελλάδα…κλπ.». Έτσι το ΑΚΕΛ αποδέχθηκε να αρχίσουν συνομιλίες με τους Βρετανούς, στα 1947-48, στη βάση της «αυτοδιάθεσης» της Κύπρου και, μελλοντικά, ανεξαρτησία. Αυτός ο συνδυασμός, εγκατάλειψης της ένωσης και παράλληλα ισχυρό διεκδικητικό εργατικό κίνημα, μετέτρεψε σε μαζικό και πανίσχυρο το ΑΚΕΛ, ενώ (ξανά)έφερε την πολυπόθητη ενοποίηση Ε/κ και Τ/κ εργατών. Στα συνδικάτα ενωμένοι πάλευαν για το οκτάωρο, καλύτερες απολαβές, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.λπ., κατακτώντας πρωτόγνωρα δικαιώματα όχι μόνο για την Κύπρο αλλά και παγκόσμια (από τότε και μέχρι σήμερα το ποσοστό των συνδικαλισμένων εργατών σε όλη την Κύπρο είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο). Η κυρίαρχη θέση του ΑΚΕΛ στην κυπριακή κοινωνία επικυρώνεται στις δημοτικές εκλογές του 1946 που κερδίζει όλους τους δήμους.

Έχει αρχίσει ο «Ψυχρός Πόλεμος» και οι προτεραιότητες των Βρετανών είναι διαφορετικές. Ο κυβερνήτης Πάλμερ (που μια 10ετία πριν είχε εξορίσει τους μητροπολίτες Κιτίου και Κερύνειας) απευθύνεται στην μόνη οργανωμένη δύναμη που μπορεί να αντιπαρατεθεί στο ΑΚΕΛ: «Για την ώρα η εκκλησία, με όλη της την διαφθορά, είναι αντικομουνιστική κι αυτό είναι πολύ σημαντικό».

Στα 1948, με την βοήθεια Βρετανών – εκκλησίας εκπρόσωποι του Γρίβα (αρχηγός της δοσιλογικής οργάνωσης Χ στην κατοχή και κατόπιν συνεργάτης των Βρετανών) ίδρυσαν στην Κύπρο την «Χ2», η οποία δολοφονούσε αριστερούς, ενώ χρησίμευσε και σαν απεργοσπαστικός τρομοκρατικός μηχανισμός. Είναι η χρονιά που ξεσπούν μεγάλες απεργίες στα μεταλλεία που ήσαν ιδιοκτησία ξένων εταιριών και απολάμβαναν καθεστώς κράτους εν κράτει. Τ/κ και Ε/κ εργάτες έδωσαν ενωμένοι την μάχη μαζί με το ΑΚΕΛ- η απεργία διαρκεί 125 μέρες, αλλά ηττάται.

Παράλληλα το ΚΚΕ, με παρέμβαση του Ζαχαριάδη το 1948, επέβαλε στο ΑΚΕΛ να εγκαταλείψει το αίτημα για ανεξάρτητη Κύπρο και να αρχίσει ένοπλο ενωτικό (με την Ελλάδα) αγώνα, στην προοπτική ότι τον εμφύλιο στην Ελλάδα θα τον κέρδιζε το ΚΚΕ!

Το ΑΚΕΛ συμμετέχει (αν και προϋπέθετε ρητά «εθνικοφροσύνη», για τους Τ/κ δεν γίνεται λόγος) στο δημοψήφισμα – παρωδία (με φανερή ψηφοφορία και έλεγχο των αποτελεσμάτων από τις μητροπόλεις) που οργανώνεται στις εκκλησίες τον Ιανουάριο του 1950 με ποσοστό των συμμετεχόντων υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα 95%!

Με ένα όργιο παρεμβάσεων οι Βρετανοί αποικιοκράτες κατορθώνουν να εκλεγεί αρχιεπίσκοπος, τον Ιούνιο του 1950 άλλος ένας εκλεχτός της αντικομουνιστικής δεξιάς, ο μητροπολίτης Κιτίου, Μακάριος Γ’. Άλλωστε είχε καλές «συστάσεις»: Αρθρογραφούσε στην εφημερίδα των χιτών, ενώ στη διάρκεια του εμφύλιου περιόδευε στο Βίτσι υπέρ του εθνικού στρατού και της επέμβασης των ΗΠΑ στον εμφύλιο. Στα 1948 επισκέφθηκε το κολαστήριο της Μακρονήσου για να ευλογήσει τους δεσμοφύλακες -βασανιστές.

Το 1955 η ελληνική κυβέρνηση (Παπάγου), έστειλε στην Κύπρο τον Γρίβα να ηγηθεί του «εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα». Ο Γρίβας διατηρούσε επαφή και έπαιρνε εντολές από το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού. Είχε στενή επαφή με τον έλληνα υπουργό εξωτερικών Ε. Αβέρωφ.

Η Βρετανία εκμεταλλεύτηκε εξ’ αρχής τη δράση της ΕΟΚΑ. Για την Βρετανία η δράση της ΕΟΚΑ ήταν εξαιρετικά επωφελής, για την επιτυχή εφαρμογή της πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε». Από την αρχή οι Βρετανοί γνώριζαν την «μυστική» έλευση του Γρίβα στην Κύ-

προ και ενώ γνώριζαν το «μυστικό» καταφύγιο του, δεν τον συνέλαβαν. Βασικά του πρωτοπαλίκαρα, όπως ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης κ.ά. ήταν διπλοί πράκτορες των Βρετανών.

Αυτά τα δύο ακροδεξιά καθάρματα, Μακάριος – Γρίβας, θα γίνουν οι αμφιλεγόμενοι ήρωες του «Κυπριακού αγώνος». Με τέτοιο παρελθόν και ιδέες δεν κατόρθωσαν να εμπνεύσουν τους Ε/κ εργαζόμενους. Παρά την μετέπειτα πλαστογράφηση της ιστορίας, ουδέποτε η ΕΟΚΑ απέκτησε μαζική βάση. Ο αριθμός των μελών της δεν ξεπέρασε τους 300, οι περισσότεροι από τους οποίους ήσαν μαθητές γυμνασίου στρατολογημένοι από τα κατηχητικά της εκκλησίας.

Γρίβας και Μακάριος δεν είχαν αντίρρηση να παραμείνουν οι βρετανικές βάσεις στην Κύπρο και, αργότερα, να είναι η Βρετανία εγγυήτρια δύναμη της ανεξάρτητης Κύπρου.

Ωστόσο, στα πλαίσια «ενδοοικογενειακών» διαφορών το 1956 οι Βρετανοί θα εξορίσουν τον Μακάριο στις Σεϋχέλλες.

Η «Εθναρχία» (η εκκλησία) εξ’ αρχής έστρεψε την ΕΟΚΑ κυρίως εναντίον των Τ/κ, επιδιώκοντας με μαζικές σφαγές του τ/κ πληθυσμού να κάμψει την πολιτική ηγεσία του. Το 1958 ξεσπούν «εθνοτικές» συγκρούσεις, σ’ ένα όργιο λεηλασιών, με νεκρούς, τραυματίες και τεράστιες υλικές ζημίες. Από τις συγκρούσεις έχασαν την ζωή τους 107 άτομα Ε/κ και Τ/κ.

Εν μέσω του ολέθρου των «διακοινοτικών» συγκρούσεων του 1958, η ΕΟΚΑ έχει σαν στόχο της όσους Ε/κ τολμούσαν να παλεύουν για την ενότητα Ε/κ και Τ/κ. Οι αριθμοί είναι εύγλωττοι. Από τους 500-650 νεκρούς από τις δολοφονικές ενέργειες της ΕΟΚΑ, οι 203 ήσαν Ε/κ, δηλαδή περίπου ένας στους τρεις (!),οι περισσότεροι αριστεροί.

Ο ίδιος ο Γρίβας στα απομνημονεύματά του, παραδέχεται ότι ο κύριος στόχος του στην Κύπρο ήταν «η περικύκλωση, ο εκφοβισμός και η εκτέλεση των κομμουνιστών».

Παράλληλα με την ΕΟΚΑ και η τ/κ φασιστική ΤΜΤ (Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης) έδρασε ενάντια σε κάθε προοπτική κοινών αγώνων Ε/κ και Τ/κ. Το 1958 καλεί όλους τους Τ/κ εργάτες που ήσαν στην ΠΕΟ, να αποχωρήσουν. Η ΤΜΤ προχώρησε σε σειρά από δολοφονίες συνδικαλιστών, σπέρνοντας το εθνικό μίσος. Χιλιάδες Τ/κ εργάτες εγκατέλειψαν την ΠΕΟ (Κυπριακή ΓΣΕΕ) από το φόβο να δολοφονηθούν από την ΤΜΤ.

Συμφωνίες Ζυρίχης, «Ανεξαρτησία» και το Ελληνοκυπριακό απαρτχάιντ

Οι εθνοτικές συγκρούσεις στην Κύπρο είχαν σαν αποτέλεσμα να αυξάνεται σε επικίνδυνο βαθμό η ένταση μεταξύ Ελλάδας –Τουρκίας. Τελικά θα επιτευχθεί συμβιβασμός με συμφωνίες που υπέγραψαν Ελλάδα – Τουρκία στην Ζυρίχη και το Λονδίνο (Φεβρουάριος 1959). Ελλάδα, Τουρκία και Βρετανία αναλαμβάνουν τον ρόλο των «εγγυητριών δυνάμεων» των συμφωνιών. Στην δε Βρετανία παραχωρήθηκαν στρατιωτικές βάσεις κατά κυριαρχία (βρετανικό έδαφος).

Στις πρώτες εκλογές, ο Μακάριος αρνείται την στήριξη του ΑΚΕΛ ( ), ενώ το ίδιο αυτοπεριορίζεται σε 5 από τους 35 βουλευτές (παρότι πήρε το 40%) «για να μην φανεί ότι το νησί είναι κόκκινο».

Η τελική απόλυτη επικράτηση των Ε/κ καπιταλιστών επί των Τ/κ (από το 1960 μέχρι το 1974) στηρίχθηκε σε δυο πολύ σημαντικά δεδομένα.

Πρώτον, η τ/κ «υπερεκπροσώπηση» δεν αναιρούσε την κατοχή της εκτελεστικής εξουσίας από τους Ε/κ, γεγονός που επέτρεπε μια συγκεκριμένη ερμηνεία και «χρήση» του συντάγματος και των συμφωνιών.

Δεύτερον, κανενός είδους εγγυήσεις, δεν μπορούσε να αναιρέσει το γεγονός ότι οι Τ/κ βρίσκονταν οικονομικά υπό την κυριαρχία των Ε/κ καπιταλιστών. Η τ/κ αστική τάξη ήταν εξαιρετικά αδύναμη, ενώ οι Τ/κ στην μεγάλη τους πλειοψηφία αποτελούσαν φτηνή ανειδίκευτη εργατική δύναμη.

Το 1961 η Κύπρος έγινε επίσημο μέλος του Κινήματος των Αδεσμεύτων. Στους Αδέσμευτους συμμετείχαν κατά το πλείστον χώρες που είχαν πρόσφατα (τότε) αποκτήσει την ανεξαρτησία τους (όπως του Νάσερ στην Αίγυπτο) ή χώρες όπως η Γιουγκοσλαβία του Τίτο που είχαν έλθει σε ρήξη με μία εκ των «υπερδυνάμεων» (ΕΣΣΔ). Τα καθεστώτα των Αδέσμευτων είχαν αποκτήσει κύρος (παρ’ ότι τα περισσότερα ήσαν δικτατορικά καθεστώτα). Ο Μακάριος από «σκληρός» αντικομουνιστής και αδίστακτος εθνικιστής, μεταμορφώθηκε την δεκαετία του 1960 σε «αδέσμευτο ηγέτη, ανεξάρτητης χώρας». Οι σχέσεις του με τις «κομουνιστικές χώρες» και την ΕΣΣΔ παρουσιαζόταν από την ΕΔΑ σαν παράδειγμα «υπερήφανης εξωτερικής πολιτικής» και μάλιστα αναφέροντας τον Μακάριο η ΕΔΑ προέτρεπε τις ελληνικές κυβερνήσεις να «ακολουθήσουν το παράδειγμά του»! Στην πραγματικότητα από τη μια προσπαθούσε να πείσει τους δυτικούς ιμπεριαλιστές ότι σαν πολιτικά κυρίαρχος στο εσωτερικό της Κύπρου, ήταν τελικά αυτός που θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντά τους στην περιοχή, από την άλλη, προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για την επίτευξη των στόχων της Ε/κ αστικής τάξης. Έχοντας υπό τον έλεγχό τους οι Ε/κ καπιταλιστές τόσο την εκτελεστική εξουσία όσο και την πραγματική εξουσία σε κοινωνικό επίπεδο, ετοιμάζονταν μεθοδικά αμέσως μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, για την πλήρη ανατροπή των συμφωνιών με κύριο στόχο τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των Τ/κ.

Από το 1961, ένοπλες ε/κ «μαχητικές» ομάδες όλων των αποχρώσεων, πλην του ΑΚΕΛ,

οργανώθηκαν στην Κύπρο από τον Π. Γιωρκάτζη, τότε υπουργό εσωτερικών του Μακαρίου, καθώς και από τον Ν. Σαμψών και τον Β. Λυσσαρίδη. Τότε εκπονήθηκε και το περιβόητο σχέδιο «Ακρίτας» (έμπνευσης του Μακαρίου). Το σχέδιο ήταν να εξασκηθεί τόσο ολοκληρωτική βία, ώστε οι Τ/κ να συντριβούν σε μια-δυο ημέρες, για να μην προλάβει να επέμβει η Τουρκία.

Με βάση αυτό το σχέδιο, στις 30 Νοεμβρίου 1963 ο Μακάριος δίνει στον Τ/κ αντιπρόεδρο Κιουτσούκ, τα περίφημα «13 σημεία» τροποποίησης του συντάγματος που αφαιρούν από τους Τ/κ όλες τις δικλείδες ασφαλείας, και τους υποβιβάζουν σε καθεστώς μειονότητας (όχι εθνότητας). Το ΑΚΕΛ επικροτεί…

Τη νύχτα της 20-21 Δεκεμβρίου ξεσπούν στη Λευκωσία συγκρούσεις που θα οδηγήσουν σε γενικότερη σύρραξη. Οι συγκρούσεις αποκορυφώνονται ανήμερα των Χριστουγέννων. Ο Σαμψών με την ομάδα του αναλαμβάνει να «εκκαθαρίσει» την Ομορφίτα. Η ομάδα του δρούσε «δολοφονώντας και συλλαμβάνοντας ομήρους δεκάδες Τουρκοκύπριους, κυρίως γυναικόπαιδα, και λεηλατούσε τις περιουσίες τους».

Στις 25 Δεκεμβρίου απειλείται τουρκική επέμβαση στην Κύπρο. Η τουρκική επέμβαση θα αποτραπεί με επέμβαση των ΗΠΑ που δεν επιθυμούν ελληνοτουρκικό πόλεμο, από το φόβο της κατάρρευσης της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Ο Χρουτσώφ δηλώνει παράλληλα, ότι η ΕΣΣΔ «δεν θα μείνει αδιάφορη σε περίπτωση τουρκικής εισβολής».

Το σχέδιο που προέβλεπε γρήγορη συντριβή των Τ/κ έχει αποτύχει . Παρά την συντριπτική υπεροχή των Ε/κ στρατιωτικά, οι Τ/κ διατηρούν τον έλεγχο στην παλαιά Λευκωσία ως τον Πενταδάκτειλο, ενώ κυριαρχούν στρατιωτικά στην περιοχή της Κερύνειας. Με πρόταση του Σοφοκλή Βενιζέλου, υπουργού εξωτερικών της Ελλάδας, οι δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ, τίθενται υπό τη διοίκηση του βρετανού στρατηγού Γιάγκ. Βρετανικές δυνάμεις παίρνουν θέσεις ανάμεσα στους αντιμαχόμενους στη Λευκωσία. Στις 29 Δεκεμβρίου 1963 υπογράφεται συμφωνία κατάπαυσης των εχθροπραξιών και για την διχοτόμηση της Λευκωσίας στην «πράσινη γραμμή». (Γιατί ο στρατηγός Γιάγκ τη χάραξε στο χάρτη με πράσινο μολύβι). Παρά την εκεχειρία (της 29 Δεκεμβρίου 1963) η σφαγή συνεχίζεται. Με τις σφαγές γυναικόπαιδων, και το κάψιμο ολόκληρων χωριών, ολοκληρώνεται ο εγκλωβισμός των Τ/κ σε θυλάκους (σχηματίστηκαν έξι μεγάλοι Τουρκικοί θύλακοι).

Σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ, το 1964 οι Ε/κ έλεγχαν το 98% της Κύπρου. Τα επίσημα στοιχεία ανέφεραν ότι κατά τα έτη 1963 και 1964, περισσότεροι από 25.000 Τ/κ εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και τα χωριά τους. Οι πρώτοι πρόσφυγες στην Κύπρο ήταν Τ/κ.

Οι τ/κ θύλακες μέχρι το 1974 ήταν υπό ε/κ στρατιωτική επιτήρηση, απαγορευόταν (μέχρι το 1968) η ελεύθερη διακίνηση(!) του 18% του πληθυσμού, όπως και οι εμπορικές συναλλαγές! Οι συνθήκες διαβίωσης ήσαν άθλιες με συνεχείς διακοπές της παροχής νερού και ηλεκτρικής ενέργειας α πό τους Ε/κ που τις έλεγχαν. Επιπλέον, η κυβέρνηση του Μακαρίου επέβαλε ποσοτικούς και τελωνειακούς περιορισμούς ακόμα και στα φορτία της Ερυθράς Ημισελήνου! Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαβιούσαν οι Τ/κ θυμίζουν έντονα τις συνθήκες που επιβάλουν οι ισραηλινοί σιωνιστές στους Παλαιστίνους.

1963-1974. Η αποστασία του Μακαρίου από το «Εθνικό Κέντρο».

Οι Ε/κ καπιταλιστές μέχρι το 1974 δεν δέχονταν οποιαδήποτε ουσιαστική διαπραγμάτευση με τους Τ/κ, πιστεύοντας ότι η Τουρκία δεν θα επενέβαινε στρατιωτικά (πίστευαν ότι ΗΠΑ – ΕΣΣΔ θα απέτρεπαν μια τουρκική επέμβαση). Επιπλέον πίστευαν ότι οι αποκλεισμένοι Τ/κ θα εγκατέλειπαν μόνοι τους τελικά την Κύπρο. Ο Γλαύκος Κληρίδης δηλώνει: «Εμείς οι Έλληνες Κύπριοι ελέγχουμε σήμερα πλήρως την κυβέρνηση. Δεν έχουμε σ’ αυτήν ούτε τον αντιπρόεδρο με τα βέτο του ούτε τους τρεις Τούρκους υπουργούς. Η κυβέρνησή μας είναι η μόνη που αναγνωρίζεται διεθνώς. Γιατί να ξαναφέρουμε μέσα τους Τούρκους; Οι Τούρκοι σήμερα ελέγχουν μόνο το 3% του εδάφους. Δεν έχουν πλούσιους πόρους και περνούν δύσκολες στιγμές. Τελικά θα αναγκαστούν να δεχτούν τις απόψεις μας – ή να φύγουν».

Στην πραγματικότητα η «ανεξάρτητη Κύπρος» άνοιγε κερδοφόρους ορίζοντες για τους Ε/κ αστούς, ενώ μια ενδεχόμενη ένωση με την Ελλάδα τους έκλεινε. Εκείνη την περίοδο ήταν στην κορύφωσή του ο ανταγωνισμός των «δύο υπερδυνάμεων», Ρωσίας-ΗΠΑ. Οι Ε/κ αστοί πίστευαν, και δικαίως, ότι μένοντας η Κύπρος ανεξάρτητη και ισορροπώντας ανάμεσα στις δυο θα κέρδιζαν οικονομικά, ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπου οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαράθεση με τους Άραβες, λόγω της υποστήριξής τους στο Ισραήλ (ενώ η Ελλάδα ήταν δεσμευμένη στο ΝΑΤΟ).

Και πράγματι, αυτή η επιλογή (ανεξαρτησία) αποδείχθηκε η κότα με τα χρυσά αυγά για τους ε/κ καπιταλιστές. Το ΑΕΠ της Κύπρου εμφανίζει μέσο ετήσιο ρυθμό 7,6% την πενταετία 1962-1966, και 11% την πενταετία 1967-1972. Μεταξύ των ετών 1968 και 1973 εντυπωσιάζει ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της βιομηχανίας που είναι 16,6%. Το 1971 οι Ε/κ εφοπλιστές συγκέντρωναν τον τέταρτο εμπορικό στόλο της Μεσογείου, διεκπεραιώνοντας τον κύριο όγκο του εμπορίου της ΕΣΣΔ στην περιοχή.

Η ε/κ άρχουσα τάξη άρχισε με αυξανόμενο ρυθμό να παθαίνει αλλεργία και μόνο στην ιδέα ένωσης Ελλάδας – Κύπρου. Αντίθετα, η στρατηγική των κυβερνήσεων της Αθήνας είναι η ένωση Κύπρου– Ελλάδας με «κάποια ανταλλάγματα» προς την Τουρκία.

Από το 1964 ιδιαίτερα και μετά, η κύρια αντίθεση στο Κυπριακό πρόβλημα θα είναι η ρήξη Αθήνας – Λευκωσίας που θα πάρει δραματικές μορφές και θα κορυφωθεί το 1974.

Τον Μάιο του 1964 σε επιστολή του ο Παπανδρέου γράφει στον Αμερικανό Πρόεδρο Τζόνσον: «Το δίλημμα είναι: «Νατοποίηση» ή Κούβα (σ.σ.: έχει μόλις αποτραπεί η απόπειρα του Μακαρίου να αγοράσει όπλα από την Τσεχοσλοβακία). «Νατοποίηση» μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Με την ένωση, ολόκληρο το νησί, που θα έχει αποτελέσει τμήμα της Ελλάδας, μπορεί να γίνει βάση του ΝΑΤΟ, όπως και η Κρήτη. Ο εσωτερικός κομμουνισμός θα μειωθεί σημαντικά, όπως στην Ελλάδα, όπου μειώθηκε στο 12%»

Τον Ιούνιο του 1964 αποστέλλεται από την κυβέρνηση Παπανδρέου στην Κύπρο ο Γρίβας επικεφαλής τόσο της Εθνοφρουράς όσο και της ΕΛΔΥΚ. Η ΕΛΔΥΚ ενισχύεται «κρυφά» με μία μεραρχία (8.500 άνδρες) έως τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. Στόχος ο έλεγχος αν όχι η εξουδετέρωση του Μακαρίου.

Το ίδιο καλοκαίρι, η Τουρκία αντιδρώντας, ετοιμάζεται να εισβάλει στην Κύπρο. Ο πόλεμος θα αποτραπεί με παρέμβαση των ΗΠΑ. Άμεσα πλέον, προσανατολίζονται σε έναν «διακανονισμό» ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία για την Κύπρο, ώστε το νησί να ελέγχεται άμεσα από χώρα του ΝΑΤΟ και όχι από τον «απρόβλεπτο» Μακάριο.

Ευνοούν την ένωση Ελλάδας – Κύπρου, αλλά στη «ρεαλιστική» βάση της παραχώρησης ανταλλαγμάτων προς την Τουρκία.

Αρχές Αυγούστου 1964, λαμβάνει την τελική μορφοποίηση το σχέδιο Άτσεσον (πρώην υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ) για λύση του Κυπριακού. Το σχέδιο, προέβλεπε ουσιαστική ένωση Ελλάδας – Κύπρου με παραχώρηση βάσης στην Τουρκία για 50 χρόνια (στην μισή έκταση από αυτή που επεδίωκε η Τουρκία, περίπου στο 5,5% του εδάφους της Κύπρου).

Ο Γ. Παπανδρέου σε ευφορία θα δηλώσει: «Μου χαρίζουν μια πολυκατοικία και μου ζητούν μόνο το ρετιρέ».

Ωστόσο απορρίπτεται από τον Μακάριο ως «διχοτομικό», και τορπιλίζει στις 7 Αυγούστου την διαδικασία, διατάζοντας «εκκαθαριστική επιχείρηση» στον τ/κ θύλακο Μανσούρας – Κοκκίνων από δυνάμεις της Εθνοφρουράς με άρματα. Από το μεσημέρι, η τουρκική αεροπορία αρχίζει εξόρμηση κατά κύματα μέχρι την διακοπή της επίθεσης στον «θύλακο». Σαν αποτέλεσμα, η Τουρκία υπαναχωρεί από την συμφωνία.

Από την επόμενη χρονιά, ο Μακάριος για να βελτιώσει τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ, συναίνεσε στη χρήση από Αμερικανούς του βρετανικού αερολιμένα στο Ακρωτήρι για τις επιχειρήσεις των U-2 κατασκοπευτικών αεροσκαφών. Συμφώνησε επίσης να εγκαταστήσει η CIA σύστημα ασύρματης παρακολούθησης για τη συλλογή πληροφοριών για τις κινήσεις των σοβιετικών.

Ωστόσο, και παρά το φλερτ με τους Αμερικανούς, η ελληνική κυβέρνηση (Στεφανόπουλου – αποστατών) θα τον αποκλείσει από τις σχετικές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία το 1966. Θα απορρίψει και την πρότασή του να ορίζει ο ίδιος τον αρχηγό της Εθνικής Φρουράς και να εγκρίνει την τοποθέτηση των Ελλήνων αξιωματικών. Για την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση, ο Μακάριος είναι εμπόδιο στην προοπτική της ένωσης σε συμβιβασμό με την Τουρκία και πηγή μόνιμων προβλημάτων. Πολύ περισσότερο, για τους συντρόφους του ακροδεξιούς σε Ελλάδα και Κύπρο ήταν πλέον προδότης.

Η χούντα και παρά τα «γλειψίματα» του Μακαρίου (ο Παπαδόπουλος «έξυπνος άνδρας και γνήσιος ηγέτης»), συνέχισε την ίδια πολιτική με αυτή των προηγούμενων «δημοκρατικών» κυβερνήσεων – σύγκρουση με τον Μακάριο, ακόμα και βίαιη ανατροπή του, και αναζήτηση συμβιβασμού με την Τουρκία με «κάποια ανταλλάγματα» για να αποδεχθεί την Ένωση.

Τον Σεπτέμβριο 1967 έγινε η περίφημη συνάντηση του Έβρου, μεταξύ του «πρωθυπουργού» της Χούντας Κόλια και του Ντεμιρέλ, στην οποία προτάθηκε στην Τουρκία βάση στην Κύπρο, την οποία θα έλεγχε με «κυριαρχικά δικαιώματα».

Ο Μακάριος αντέδρασε με τον γνωστό του τρόπο. Διατάζει την Εθνοφρουρά, στις 15

Νοεμβρίου 1967, να επιτεθεί στον τ/κ θύλακο Κοφίνου – Αγίου Θεοδώρου. Το αποτέλεσμα της επίθεσης είναι πραγματική σφαγή. Η Τουρκική Εθνοσυνέλευση αποφάσισε στις 16 Νοεμβρίου 1967 την κήρυξη πολέμου κατά της Ελλάδας. Με την μεσολάβηση του υφυπουργού άμυνας των ΗΠΑ, Σάιρους Βανς, αποφεύγεται ελληνοτουρκικός πόλεμος. Ωστόσο η ελληνική χούντα υποχρεώνεται να αποσύρει από την Κύπρο την ελληνική μεραρχία, που είχε πάει «κρυφά» στην Κύπρο το 1964, και να ανακαλέσει στην Ελλάδα τον Γρίβα.

1974

Φαινομενικά από αυτή την σύγκρουση έβγαινε νικητής ο Μακάριος. Και τον ελληνικό στρατό «ξεφορτώθηκε», αλλά και τον Γρίβα. Ωστόσο, στην πραγματικότητα θα κλιμακωθεί η ελληνοκυπριακή αντιπαράθεση. Τον Μάρτιο 1970 θα γίνει απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου, με την συμμετοχή, του μέχρι πρόσφατα στενού συνεργάτη του Μακαρίου, Πολύκαρπου Γιωρκάτζη. Ακολουθεί η δολοφονία (από αγνώστους…) του Γιωρκάτζη. Το 1971 ο Γρίβας επιστρέφει μυστικά στην Κύπρο και ιδρύει την διαβόητη ΕΟΚΑ Β’.

Στις 3 Ιουλίου 1974 ο Μακάριος αποστέλλει επιστολή προς τον πρόεδρο της χούντας Φαίδωνα Γκιζίκη, απαιτώντας την απομάκρυνση από την Κύπρο των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνοφρουράς. Ωστόσο, οι βυζαντινισμοί και η σχοινοβασία στα άκρα έχουν όρια.

Στις 15 Ιουλίου 1974 η χούντα διατάζει την Εθνοφρουρά να ανατρέψει με πραξικόπημα τον

Μακάριο και ορκίζεται μια νέα κυβέρνηση υπό τον τουρκοφάγο Ν. Σαμψών. Ο Σαμψών για τους Τ/κ ήταν ότι «ο Χίτλερ για το λαό του Ισραήλ».

Ο Μακάριος καταφέρνει την τελευταία στιγμή να διαφύγει και από την βρετανική βάση του Ακρωτηρίου φυγαδεύεται στο Λονδίνο. 19 Ιουλίου 1974, σε ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, καταγγέλλει τα γεγονότα στην Κύπρο όχι σαν πραξικόπημα, αλλά σαν εισβολή ξένης χώρας, εκφράζοντας ξεκάθαρα, την αντίθεση της ε/κ άρχουσας τάξης στην προοπτική ένωσης Ελλάδας – Κύπρου.

Στις 20 Ιουλίου 1974, άρχισε η (νόμιμη βάσει των συνθηκών της Ζυρίχης) τουρκική απόβαση στην Κύπρο.

Στις 22 Ιουλίου με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ γίνεται κατάπαυση πυρός, με τα τουρκικά στρατεύματα να έχουν καταλάβει, μέχρι τότε, την Κερύνεια και μια στενή λωρίδα εδάφους που συνδέει την πόλη αυτή με τον τ/κ τομέα της Λευκωσίας (συνολικά μόλις το 7% του εδάφους της Κύπρου). Στις 23 Ιουλίου καταρρέει η ελληνική χούντα και στις 24 Ιουλίου έρχεται στην Αθήνα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Η επιστράτευση, που είχε επιχειρήσει η χούντα λίγο πριν καταρρεύσει, είχε αποτύχει παταγωδώς. Οι επιστρατευμένοι δημιούργησαν χάος στον ελληνικό στρατό δείχνοντας αηδία και απείθεια στους αξιωματικούς (δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ήσαν νωπά). Η διάθεσή τους ήταν να μην πολεμήσουν ένα πόλεμο «που δεν ήταν δικός τους». Ο Καραμανλής επανειλημμένα συσκέφτηκε με την τότε στρατιωτική ηγεσία για να εξετάσουν είτε την αποστολή στρατιωτικής δύναμης στην Κύπρο, είτε ακόμα και την πιθανότητα ανάληψης «επιθετικής πρωτοβουλίας» στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Το συμπέρασμα που βγήκε ήταν ότι αναγκαστικά η Ελλάδα έπρεπε να περιοριστεί σε «αμυντικό ρόλο».

Με βάση την απόφαση του ΟΗΕ ξεκίνησαν στην Γενεύη διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας. Η τουρκική πλευρά εμφανίστηκε, φυσιολογικά λόγω της συντριπτικής στρατιωτικής υπεροχής της, «σκληρή» στην διαπραγμάτευση. Διαπραγματευόταν στη βάση μιας ομόσπονδης Κύπρου είτε με απόλυτο εδαφικό διαχωρισμό των δυο εθνοτήτων είτε στη βάση δημιουργίας καντονιών (όπως ήταν η αμερικανική πρόταση). Το εκπληκτικό ήταν η ε/κ στάση. Κατ’ εντολή του Μακαρίου

ο Γλαύκος Κληρίδης εμφανίστηκε κάθετα ενάντιος σε οποιαδήποτε ομοσπονδιακή λύση και έκανε απλώς την… «παραχώρηση» να προτείνει την επιστροφή στο σύνταγμα του 1960… αυτό που η ίδια ε/κ πλευρά κατήργησε αιματηρά το 1963 με την πρόφαση ότι δεν είναι «λειτουργικό». Οι διαπραγματεύσεις θα καταρρεύσουν στις 14 Αυγούστου 1974, όταν ο Κληρίδης ζητά 48ωρη αναβολή με σκοπό να πείσει την Αθήνα να αποστείλει στρατεύματα στην Κύπρο!

Την ίδια μέρα, ξεκινάει ο Αττίλας ΙΙ και μέχρι τις 16 του ίδιου μήνα, ο τουρκικός στρατός ελέγχει ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Κύπρου, το 36% του εδάφους.

Τα αποτελέσματα του τυχοδιωκτισμού του Ελληνικού και Ε/κ αστισμού, ήτανε τραγικά.

Περί τους 200.000 Ε/κ θα μετατραπούν σε πρόσφυγες, εγκαταλείποντας την βόρεια Κύπρο, το σύνολο των Τ/κ στο νότο θα μετατραπεί με την σειρά του σε πρόσφυγες φεύγοντας προς τον βορρά (υπολογίζονται σε 65.000). Το 1,5% του πληθυσμού τραυματίστηκε ή πέθανε, 1600 Ε/κ και ανάλογος αριθμός Τ/κ είναι έκτοτε αγνοούμενοι.

Ωμότητες έγιναν μαζικά και από τους τακτικούς στρατούς και από Ε/κ και Τ/κ ακροδεξιούς. «Άτακτες ομάδες» της ΕΟΚΑ Β’ εκτελούσαν γυναικόπαιδα μαζικά.

Επίσης, η οικονομική εξαθλίωση ήταν τρομακτική, τόσο για τους Ε/κ, όσο και για τους Τ/κ πρόσφυγες και όχι μόνο.

Προφανώς οι εξελίξεις καθορίστηκαν από τους ωμούς συσχετισμούς δύναμης και όχι από το ποιος έχει «το δίκιο με το μέρος του».

Η τουρκική εισβολή ήταν το επιστέγασμα της αποτυχίας της προσπάθειας για μια «ελληνοποιημένη» Κύπρο – είτε με την μορφή ένωσης Ελλάδας – Κύπρου, όπως ήταν ο στόχος των ελλήνων καπιταλιστών, είτε με την μορφή της ανεξάρτητης Κύπρου κάτω από την απόλυτη κυριαρχία του ε/κ κεφαλαίου, όπως ήταν ο στόχος του Μακαρίου, (μετά την εισβολή δήλωσε ότι ίσως, «πιθανόν»(!!), να έπρεπε να ακολουθήσει μια πιο «εύκαμπτη κι ευλύγιστη στάση στις διαπραγματεύσεις του με την τ/κ κοινότητα»)…

Οι εξελίξεις μετά το 1974

Από το 1974 και μετά ξεκίνησε ένας μαραθώνιος διαπραγματεύσεων και συμφωνιών που όλες τους οδήγησαν σε αδιέξοδο, τουλάχιστον μέχρι σήμερα.

Ο Μακάριος πολιτικά κυρίαρχος στο νησί (το ΑΚΕΛ θα ξανα-αυτοπεριοριστεί σε 9 έδρες το 1976) και η ε/κ άρχουσα τάξη αναγνωρίζει ότι πλέον η κυριαρχία της σε ολόκληρο το νησί δεν είναι εφικτή. Αποδέχεται ότι πρέπει να γίνουν παραχωρήσεις τόσο στο εδαφικό όσο και στην ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου της.

Από τότε και σε όλες τις επόμενες συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού, η προσπάθεια των Ε/κ καπιταλιστών θα είναι να έχει το μελλοντικό κυπριακό κράτος όσο το δυνατόν ισχυρότερη (περισσότερες εξουσίες) κεντρική κυβέρνηση, ώστε η οικονομική τους δύναμη, το γεγονός ότι οι Ε/κ καπιταλιστές είναι συντριπτικά ισχυρότεροι των Τ/κ, με την πάροδο του χρόνου να επαναφέρει την κυριαρχία τους σε ολόκληρο το νησί. Προσπαθούν δηλαδή να «ρεφάρουν» την στρατιωτική ήττα με την οικονομική τους ισχύ.

Από την πλευρά τους οι Τ/κ, σε αντιστάθμισμα των ε/κ επιδιώξεων, επιζητούν ισχυρές ομόσπονδες κυβερνήσεις και χαλαρή ομοσπονδία (λιγότερες εξουσίες στην κεντρική κυβέρνηση). Επιδιώκουν οι ομόσπονδες κυβερνήσεις να έχουν έλεγχο στη διακίνηση κεφαλαίου, ώστε να μην απορροφηθούν από το ισχυρότερο ελληνικό κεφάλαιο.

Ωστόσο, παρά την στρατιωτική υπεροχή των Τ/κ (χάρις στην τουρκική επέμβαση το 1974) η θέση της ελληνικής και ε/κ πλευράς αποδείχθηκε πολύ ισχυρή. Η ελληνική και ε/κ πλευρά κατόρθωσαν μετά το 1974 να απομονώσουν διεθνώς τους Τ/κ. (Άλλη μια ανταπόδειξη του μύθου ότι οι «ιμπεριαλιστές ευνοούν την Τουρκία»).

Το γεγονός αυτό έδινε τεράστια πλεονεκτήματα στους Ε/κ καπιταλιστές. Μπορούσαν να πάρουν διεθνή δάνεια (σε αντίθεση με τον βορρά), ενώ εισέρεαν στην νότια Κύπρο (στοιχεία του 1979), περί τα 54 εκατ. δολάρια ετησίως ως βοήθεια από ΗΠΑ, Ελλάδα, Βρετανία, Γερμανία. Ακόμα και η παρουσία του στρατού του ΟΗΕ απέφερε οφέλη καθώς οι δαπάνες των στρατιωτικών αυτών μονάδων συνέβαλλαν κατά κύριο λόγο στην οικονομική ανάπτυξη της νότιας Κύπρου, μιας και ο ΟΗΕ την αναγνώριζε σαν το μόνο «νόμιμο» κράτος της Κύπρου.

Οι ΗΠΑ επιβάλλουν εμπάργκο πώλησης πολεμικού υλικού προς την Τουρκία ως τα τέλη του 1978 και μετέπειτα αναλογία 7/10 ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία στις προμήθειες στρατιωτικού υλικού.

Πολιτικά, θα κυριαρχήσουν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 80 (με την στήριξη πάντα του ΑΚΕΛ και του «πατριωτικού» – ρεβανσιστικού ΠΑΣΟΚ) οι «απορριπτικοί», δηλαδή οι «σκληροί και υπομονετικοί» σε ότι αφορά τις παραχωρήσεις στους Τ/κ. Ο μετά τον Μακάριο, δις Πρόεδρος (ελέω ΑΚΕΛ), Σπύρος Κυπριανού (του οποίου ο γιός έπεσε θύμα απαγωγής το 1977 από την ΕΟΚΑ Β΄…), ουσιαστικά συναινούσε στην παράταση της εκκρεμότητας του Κυπριακού μέχρι την εποχή που η διεθνοπολιτική συγκυρία θα ήταν ευνοϊκή για την οριστική διευθέτηση και του Αιγαιακού.

Ωστόσο, μετά τον παραλίγο ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1987, η ανοχή των αμερικανών δείχνει τα όριά της. Το 1988 καταργείται η αναλογία 7/10 και περικόπτεται κατά 80% η αμερικανική βοήθεια προς την Κύπρο.

Με τον υποστηριζόμενο από το ΑΚΕΛ Γιώργο Βασιλείου και μετέπειτα με τον Δεξιό (ΔΗΣΥ) πρόεδρο Γλαύκο Κληρίδη, οι θιασώτες της «κοινοτικής επαναπροσέγγισης» παίρνουν το πάνω χέρι. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα (και μετά τις περιπέτειες του «βρώμικου 89, του «Μακεδονικού» κλπ.) υποστηρίζεται η καινούρια τακτική με «έναν άσσο στο μανίκι»: την προώθηση της ένταξης της (Ε/κ) Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. ταυτόχρονα με την εξέλιξη της σχέσης της Ε.Ε. με την Τουρκία, «για την προώθηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων» (μπλα-μπλα…), αλλά κυρίως για την προώθηση του «ευρωπαϊκού κεκτημένου», ήτοι την απρόσκοπτη κίνηση ανθρώπων και κυρίως κεφαλαίων σε όλο το νησί, δηλαδή την οικονομική επικυριαρχία του ε/κ κεφαλαίου στην Β. Κύπρο.

Πράγματι, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η νότια Κύπρος εξελίχθηκε σε διεθνές κέντρο παροχής υπηρεσιών και σε μαζικό τουριστικό προορισμό. Ο πόλεμος και η καταστροφή του Λιβάνου (της «Ελβετίας της Μέσης Ανατολής») μετά το 1982 μετέτρεψαν το νησί σε «παράδεισο» για ναυτιλιακές, συμβουλευτικές, δικηγορικές και κάθε είδους εταιρείες υπηρεσιών που φορολογούνταν (4,25%) και φορολογούνται (5-6%) ελάχιστα. Κατά τη δεκαετία του 1990 ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης ήταν 4%, υψηλότερος του μέσου όρου της Ε.Ε.. Επικρατούσαν συνθήκες πλήρους απασχόλησης (ενώ η ανεργία στην Ε.Ε. ήταν στο 11%). Το κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα ξεπέρασε για πρώτη φορά το κατά κεφαλή εισόδημα της Ελλάδας, το 1998.

Ανάλογα αποτελέσματα είχε η κατάρρευση των χωρών του πρώην κρατικού καπιταλισμού και η αναζήτηση καταφυγίων για τα λάφυρα του πλιάτσικου που έκαναν εκεί τα πρώην στελέχη των «ΚΚ» και νυν μεγαλοκαπιταλιστές. Εκτιμάται, ότι πλέον των 50.000 ατόμων από το πρώην «ανατολικό μπλοκ» έχουν κυπριακό (ευρωπαϊκό πλέον) διαβατήριο και συμφέροντα στο νησί.

Σήμερα στη νότια Κύπρο υπάρχουν πάνω από 14.000 υπεράκτιες (offshore) εταιρείες.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό, πόσο υποκριτική ήταν η προβολή κάθε τόσο του «προσφυγικού προβλήματος» από την ε/κ πλευρά.

Δεν υπάρχουν προσφυγικοί καταυλισμοί μετά το 80 στην νότια Κύπρο, όπως π.χ. στους Παλαιστίνιους. Κυριολεκτικά ελάχιστοι (μεγάλης ηλικίας, και αυτοί από νοσταλγία) επιθυμούν να επιστρέψουν στις περιοχές του 1974. Όλη η κουβέντα γίνεται για τις τουριστικές επενδύσεις στην Αμμόχωστο και αλλού, καθώς και για την στυγνή εκμετάλλευση Τ/κ και Τούρκων μεταναστών (υπολογίζονται σε 100.000, όσοι περίπου και οι Τ/κ).

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, από το 2002 ως το 2004 ο τότε Γ.Γ. του ΟΗΕ Κόφι Ανάν θα προτείνει σχέδιο «επίλυσης του Κυπριακού», το οποίο στην τελική του μορφή θα απορριφθεί από την ε/κ πλευρά σε δημοψήφισμα (οι τ/κ κόντρα στις βουλές του διεφθαρμένου καθεστώτος Ντεκτάς θα το υπεψηφίσουν).

Η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και γενικότερα οι «σοβαροί» εκπρόσωποι των καπιταλιστών, δεν έκρυβαν ότι το σχέδιο Ανάν ήταν ευνοϊκό γι’ αυτούς. Όπως δήλωσε τότε ο Κ. Μητσοτάκης, εκφράζοντας τις σκέψεις των Ελλήνων και Ε/κ καπιταλιστών: «Αν το σχέδιο εφαρμοστεί όπως πρέπει, σε δέκα χρόνια ο Ελληνισμός θα είναι κυρίαρχος στη Μεγαλόνησο, αφού έχει τα οικονομικά εχέγγυα προς τούτο».

Ο μετά τον Κληρίδη όμως, «απορριπτικός» Πρόεδρος (με την στήριξη του ΑΚΕΛ) Τάσος Παπαδόπουλος υποχρέωσε το ΑΚΕΛ να αποσύρει την υποστήριξή του στο σχέδιο Ανάν και μαζί με άλλους δεξιούς και «αριστερούς» πατριώτες να κερδίσει το δημοψήφισμα.

Παρότι ήταν ολοφάνερο ότι το σχέδιο ανέτρεπε σε βάρος της Τουρκίας (με την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων) τους στρατιωτικούς συσχετισμούς που δημιουργήθηκαν το 1974. Ήταν χωρίς αμφιβολία το μάξιμουμ που θα μπορούσε να πάρει η ελληνική πλευρά χωρίς πόλεμο. Ιδιαίτερα, η εκδίωξη τόσων δεκάδων χιλιάδων Τούρκων μεταναστών (60.000 προέβλεπε η συμφωνία, περισσότερες εκτοπίσεις έφτασε να ζητάει …το ΑΚΕΛ), που επί δεκαετίες βρίσκονται στην Κύπρο, θα προκαλούσε αναπόφευκτα δραματικές εντάσεις, τόσο στην βόρεια Κύπρο, όσο και στο εσωτερικό της Τουρκίας.

Τελικά, για τους Ε/κ καπιταλιστές η τύχη του ίδιου του σχεδίου Ανάν δεν είχε και τόση σημασία: έχουν κερδίσει τον οικονομικό πόλεμο με τους Τ/κ, έχουν ενταχθεί στην Ε.Ε., θεωρούν ότι ο χρόνος δουλεύει για αυτούς (λόγω των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων της βόρειας Κύπρου). Θεωρούν ότι αυτά τα πλεονεκτήματα δεν θα ανατραπούν στο ορατό μέλλον, ενώ ευελπιστούν ότι ένα μελλοντικό σχέδιο για το Κυπριακό θα είναι ακόμα καλύτερο για αυτούς.

Η Αριστερά

Είναι πολύ διαδεδομένη, κύρια από την πλευρά της ρεφορμιστικής Αριστεράς, η άποψη ότι για όλα τα «δεινά της Κύπρου» φταίνε οι «ξένοι ιμπεριαλιστές», η Βρετανία και, κατά κύριο λόγο, οι «Αμερικάνοι». Η άποψη αυτή τείνει είτε να αποσιωπά την πολιτική εθνοκάθαρσης (ενάντια στους Τ/κ) της ε/κ άρχουσας τάξης, είτε να την υποβαθμίζει στο επίπεδο του απλού «λάθους». Θα ονομάσουμε αυτή την άποψη «αριστερό εθνικισμό», γιατί θεωρώντας «δίκαιες» τις «εθνικές» επιδιώξεις υποβιβάζει (αν δεν εξαφανίζει) την ταξική ανάλυση. Στο τέλος μετατρέπει την ταξική πάλη σε αντίθεση ανάμεσα σε «πατριώτες» και σε «υπηρέτες του ιμπεριαλισμού».

Ο ακολουθητισμός απέναντι στο Μακάριο γιατί τάχα ήτανε αντιϊμπεριαλιστής ( ), κατέστρεφε οποιαδήποτε δυνατότητα για ενότητα των ε/κ και τ/κ εργατών. Με την ίδια λογική θα έπρεπε να στηρίζουμε σαν αντιϊμπεριαλιστές σαν τον Μιλόσεβιτς, τον Σαντάμ Χουσεΐν ή τους Ταλιμπάν…

Αλλά εδώ, βρισκόμαστε αντιμέτωποι και με μια απίθανη λαθροχειρία της ρεφορμιστικής Αριστεράς σε Ελλάδα – Κύπρο. Για να δώσει αριστερό «άρωμα» στην πολιτική συνταύτισης με τις επιλογές της άρχουσας τάξης, αλλά και την άρνηση κάθε ταξικής ανάλυσης, προχώρησε στην εξής εξίσωση: Ο «τουρκικός επεκτατισμός» εξισώθηκε με τον «αμερικάνικο ιμπεριαλισμό»! Έτσι η πάλη ενάντια στον «τουρκικό επεκτατισμό» μετατράπηκε σε… «αντιϊμπεριαλισμό»! Εδώ υπονοείται ότι ο τουρκικός καπιταλισμός είναι πιο πιστό «σκυλάκι» των ιμπεριαλιστών από τον ελληνικό.

Ο παραλογισμός αυτής της εξίσωσης γίνεται εξόφθαλμος και από το εξής γεγονός: Η τουρκική άρχουσα τάξη, με το σιγοντάρισμα της τουρκικής ρεφορμιστικής Αριστεράς, ακολουθεί την ίδια ακριβώς συλλογιστική στην δική της προπαγάνδα, μόνο από… την ανάποδη. Τονίζουν ότι «πάντα η Ελλάδα ήταν το χαϊδεμένο παιδί των δυτικών ιμπεριαλιστών» και πάντοτε αυτοί υπέθαλπαν τον «ελληνικό επεκτατισμό»!

Αναγκαίο δεκανίκι του δεξιού εθνικισμού είναι ο «αριστερός» εθνικισμός. Η ιδεολογική κυριαρχία μιας άρχουσας τάξης, ολοκληρώνεται όταν μπορεί να πείσει τις υποτελείς τάξεις για τα «δίκαιά της».

Μέρος αυτής της προσπάθειας είναι ότι πάντοτε ο «ξένος αντίπαλος» είναι υποχείριο «σκοτεινών κέντρων». Και πράγματι η βοήθεια που προσφέρει σε αυτό ο αριστερός ρεφορμισμός στην άρχουσα τάξη, είναι ανεκτίμητη.

Απ’ το 1974 μέχρι σήμερα, η ελληνική Αριστερά σέρνεται στα ατέλειωτα διπλωματικά παζάρια για την λύση στο Κυπριακό, πάντα μέσα στα όρια που θέτει η ελληνική αστική τάξη και οι σχέσεις της με τον ιμπεριαλισμό.

Είναι βέβαιο ότι το σχέδιο Ανάν έκφρασε την ανάγκη των ιμπεριαλιστών να εξασφαλίσουν «τα νώτα τους» για τις επεμβάσεις τους στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Επιπλέον το σχέδιο επέβαλε στην Κύπρο μια κατάσταση «ασταθούς ισορροπίας», εμπλέκοντας ξανά σαν «εγγυήτριες δυνάμεις» Ελλάδα – Τουρκία- Βρετανία!

Η απόρριψη του σχεδίου Ανάν, όχι από ταξική, διεθνιστική και αντιϊμπεριαλιστική θέση αλλά από την σκοπιά των «εθνικών δικαίων» και επιδιώξεων (ΑΚΕΛ, ΚΚΕ) δείχνει τα όρια και τις ανεπάρκειες αυτής της σταλινογενούς «πατριωτικής» αριστεράς να δώσει λύση πέρα από τις «εθνικές» δηλαδή αστικές επιδιώξεις.

Σήμερα η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν περισσότερα τανκς στην κατοχή τους από όσα η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία μαζι!! Αφιερώνουν το 4,7% (Ελλάδα) και το 3,8% (Τουρκία) του ΑΕΠ σε εξοπλισμούς (ο μέσος όρος των χωρών του ΝΑΤΟ είναι 2,2%).

Νισάφι πια με την αφαίμαξη της ζωής μας!

Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι είναι δύο διαφορετικές εθνικές κοινότητες που όμως για να ζήσουν μαζί ειρηνικά και δημιουργικά πρέπει να σπάσουν τα δεσμά των εθνικών ανταγωνισμών. Αυτό σημαίνει η τουρκοκυπριακή κοινότητα έχει το δικαίωμα –αυτονόητο για μας αλλά ακατανόητο για τους Έλληνες εθνικιστές κάθε είδους και παραλλαγής– να αποφασίζει για τη ζωή της και τη μοίρα της. Πάνω σ’αυτό το θεμέλιο μπορούμε να κτίσουμε τους κοινούς αγώνες και την αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων και των δύο κοινοτήτων.

Μόνο αποδομώντας τον εθνικισμό μπορεί η Αριστερά να ξανακερδίσει το δικαίωμα να ζωγραφίζει το μέλλον με σοσιαλιστικά χρώματα..




Ολυμπιακοί Αγώνες: Γιορτή της Κερδοσκοπίας και του Εθνικισμού

του Βαγγέλη Λιγάση

Ολυμπιάδα του Παρισιού

Διαβάζουμε αυτές τις ημέρες για την προετοιμασία των Ολυμπιακών αγώνων στο Παρίσι (26/7 – 11/8/2024), ταυτόχρονα με τις ραγδαίες πολιτικές διεργασίες που πυροδότησε ο Μακρόν μετά τις πρόσφατες ευρωεκλογές.
Η μακρόχρονη ταξική πόλωση της Γαλλικής κοινωνίας, όπως εκφράστηκε με την μόνιμη αναταραχή στα προάστια των φτωχών και μεταναστών 2ης-3ης γενιάς, τα «κίτρινα γιλέκα», τις κινητοποιήσεις ενάντια στην αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση κ.λπ. ψάχνει διέξοδο να εκφραστεί μέσα από «λαϊκά μέτωπα», ταυτόχρονα με την σύμπτυξη του «μαύρου μετώπου» των μεγαλοαστών με τους «νοικοκυραίους», ενάντια σε αυτό που η Μαρί Λεπέν ονομάζει «ισλαμοαριστερισμό»…
Ωστόσο, η συνέχιση της καταστολής του ανεξαρτησιακού αγώνα στην μακρινή Νέα Καληδονία δεν αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ των δύο μετώπων (άλλωστε ολυμπιακό αγώνισμα θα διεξαχθεί και στην γαλλική αποικία της Ταϊτής 15.600 χλμ. μακριά) , όπως δεν αμφισβητείται η συνέχιση εδώ και χρόνια του αστυνομοκρατικού καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης» με τις υπερεξουσίες του Προέδρου, όπως έγινε φανερό και με την κύρωση του νόμου για το ασφαλιστικό, χωρίς την έγκριση της βουλής. Η «συνέχιση του κράτους» θεωρείται δεδομένη και ο υποψήφιος της ακροδεξιάς Μπαρντελά έκανε σαφές ότι δεν θα αλλάξει τίποτε στο πρόγραμμα και την διαχείριση των Ολυμπιακών Αγώνων, εφόσον κερδίσει τις εκλογές.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ανατέθηκαν στο Παρίσι το 2024 και στο Λος Άντζελες το 2028, καθώς αποσύρθηκαν η Ρώμη (λόγω δημοσιονομικών δυσκολιών), το Αμβούργο και η Βουδαπέστη (μετά από δημοψηφίσματα των κατοίκων…). Αυτοί οι Ολυμπιακοί εκτιμάται ότι θα κοστίσουν 8,9 δις €, με το κόστος των νέων αθλητικών εγκαταστάσεων και υποδομών να είναι «μόνο» 2,5 δις (θα κατασκευαστεί μόνο ένα νέο ολυμπιακό κολυμβητήριο) αξιοποιώντας τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις. Η διοργάνωση κοστολογήθηκε στα 3,8 δις και τα υπόλοιπα (2,6 δις €) απορροφούνται κατά κύριο λόγο από την ενίσχυση της «ασφάλειας». 45.000 αστυνομικοί και 18.000 στρατιώτες θα επικουρούνται από 22.000 ιδιώτες για την επίτευξη του στόχου.
Ήδη, 13.000 χιλιάδες άστεγοι, χρήστες ουσιών και πόρνες απομακρύνθηκαν από το Παρίσι και τη γύρω περιοχή στο πλαίσιο μιας επιχείρησης «ευπρεπισμού» ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων. Σε αυτούς που μετακινήθηκαν περιλαμβάνονται αιτούντες άσυλο, καθώς και οικογένειες και παιδιά που βρίσκονται ήδη σε επισφαλή κατάσταση. Ο Paul Alauzy, συντονιστής στους “Γιατρούς του Κόσμου”, κατηγόρησε τις αρχές για «κοινωνική εκκαθάριση» του πιο ευάλωτου πληθυσμού της πόλης. «Κρύβουν τη δυστυχία κάτω από το χαλί», είπε. Η Άν Ινταλγκό, η δήμαρχος του Παρισιού, δήλωσε ότι το δημαρχείο ζητούσε από την κυβέρνηση, η οποία είναι υπεύθυνη για τη στέγαση έκτακτης ανάγκης, να παρουσιάσει ένα αξιόπιστο σχέδιο για τη στέγαση των περίπου 3.600 ανθρώπων που ζουν στο κέντρο της πρωτεύουσας «εδώ και χρόνια» (από την εποχή του «Γιάννη – Αγιάννη» θα συμπληρώναμε εμείς, δηλ. του καπιταλισμού). Πέρσι επέμεινε ότι κανείς δεν θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την πόλη.
«Στην αρχή είπαν ότι θα βρουν 400 θέσεις, μετά 200, και τώρα έχουν πέσει στις 80. Εμείς σκεφτήκαμε ένα σχέδιο για τη δημιουργία 1.000 επειγουσών θέσεων – το απέρριψαν και μας είπαν ότι δεν έχουν χρήματα».

Όλο αυτό το «γαϊτανάκι» σπατάλης πόρων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες μαζί με την τρομοϋστερία και τις σχετικές δαπάνες «ασφάλειας» των αγώνων συν την θλιβερή 20ετία που ακολούθησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004 (για την οποία θα αναφερθούμε προς το τέλος), μας αναγκάζει να πούμε λίγα πράγματα για το τι ήταν/είναι και το τι δεν ήταν/είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αρχαιότητας

Είναι οι αγώνες που υποτίθεται πρεσβεύουν το «αθλητικό ιδεώδες» της ευγενούς άμιλλας με μόνη ανταμοιβή την δόξα του αθλητή, της ειρήνευσης – συναδέλφωσης μέσω της εκεχειρίας (παύσης των εχθροπραξιών) κατά την διάρκεια των αγώνων κ.λπ. Η ιστορία του Διαγόρα από την Ρόδο, ολυμπιονίκης ο ίδιος στην πυγμή (μποξ), που σύμφωνα με τον μύθο παρακινήθηκε να πεθάνει όταν οι δύο γυιοί του Δαμάγητος και Ακουσίλαος, ολυμπιονίκες και αυτοί στην 83η Ολυμπιάδα το 448 π.Χ. (στο παγκράτιο – κατς και στην πυγμή αντίστοιχα) τον περιέφεραν στους ώμους τους μετά την νίκη τους, ήταν η πιο χαρακτηριστική.
Χαρακτηριστική, γιατί αναφέρεται σε μία ταξική – δουλοκτητική κοινωνία που η αναπαραγωγή της είχε σαν βάση το κληρονομικό δικαίωμα προς τους γιούς (μόνο), που υποτίθεται ενσάρκωναν τα προτερήματα των προγόνων τους.
Στην πραγματικότητα, οι αγώνες αφορούσαν όχι μόνο τους «ελεύθερους» άνδρες πολίτες του ελληνικού κόσμου, αλλά τους πιο εύπορους από αυτούς. Πράγματι, τόσο οι αθλητές που έπρεπε να μείνουν και να προπονηθούν στην Ολυμπία μήνες πριν τους αγώνες, όσο και οι θεατές που θα έκαναν ένα πολυήμερο και πολυέξοδο ταξίδι, για τα δεδομένα της εποχής, θα έπρεπε να «είχαν τον τρόπο τους».
Η αρχή των αγώνων ανάγεται στην περιοχή του μύθου (π.χ. στην Ιλιάδα, οι αγώνες που διοργάνωσε ο Αχιλλέας προς τιμή του Πάτροκλου) και είχαν να κάνουν με ταφικές τελετές επιφανών προσώπων της εποχής τους (βασιλιάδες κ.λπ.). Μάλιστα, έχει τεκμηριωμένα υποστηριχθεί ότι αρχικά ήταν πραγματικοί αγώνες για την κληρονομική διαδοχή μεταξύ συγγενών ή άλλων επιδόξων διεκδικητών της περιουσίας (συμπεριλαμβανομένης της συζύγου) του τεθνεώτος (όπως π.χ. στην Οδύσσεια, με τους «μνηστήρες»).
Σε κάθε περίπτωση, δεν μετρούσε απλά «η συμμετοχή», «ο νικητής τα παίρνει όλα», ή όπως αντανακλάται στο ομηρικό απόφθεγμα που μέρος του κοσμεί τα στρατιωτικά εθνόσημα της σύγχρονης Ελλάδας «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων» (πάντα να αριστεύεις και να ξεπερνάς τους άλλους).
Ο αθλητισμός/σωματική άσκηση των αρχαίων, πασίδηλα είχε στρατιωτική σκοπιμότητα, καθώς ο «εχθρός» δεν ήταν απλώς στην διπλανή πόλη, αλλά έξω από την πόρτα στα διπλανά χωράφια (όπως οι είλωτες και οι εξεγέρσεις τους που διαμόρφωσαν την σπαρτιατική κοινωνία).
Η απερίγραπτη βία και οι θάνατοι ήταν «φυσικό» χαρακτηριστικό των αρχαίων αγώνων, αν και όπως έγραφε ο κατ’ επάγγελμα υμνητής των ολυμπιονικών Πίνδαρος αποκρύπτονταν συστηματικά για να μην μειωθεί η συμμετοχή.
Ο «ερασιτεχνισμός» των συμμετεχόντων είναι ένα μεγάλο ψέμα, καθώς πέρα από το στεφάνι ελιάς, οι ολυμπιονίκες απολάμβαναν σοβαρά υλικά προνόμια στις πόλεις τους, σε αντιστοιχία πιθανά μεγαλύτερα από τους σημερινούς ακριβοπληρωμένους αθλητές (π.χ. ισόβια δωρεάν σίτιση στο πρυτανείο και 500 δραχμές = 500 μέδιμνοι στάρι ή 100 βόδια στην αρχαία Αθήνα, 5 τάλαντα = 30.000 δραχμές στις πλούσιες «τυραννίες» της Σικελίας). Σε κάθε περίπτωση, όσο εξελισσόταν η ταξική κοινωνία τόσο επαγγελματικοποιούνταν οι αγώνες με πολιτογραφήσεις – «μεταγραφές» αθλητών, δωροδοκίες κλπ.

Τέλος, η αίγλη που προσέδιδαν στους αγώνες μεταφραζόταν σε πολιτική εκμετάλλευση τους, από πλούσιους που μπορούσαν να κερδίσουν το έπαθλο του Ολυμπιονίκη χωρίς να συμμετέχουν οι ίδιοι στο δαπανηρό και επικίνδυνο αγώνισμα της αρματοδρομίας, φτάνει να μπορούσαν να αγοράζουν και να συντηρούν άλογα, άρματα και ηνιόχους (όπως ο Αλκιβιάδης στην 91η Ολυμπιάδα που έστειλε 7(!) άρματα κερδίζοντας την 1η την 2η και την 4η θέση, μαζί και την αρχηγία στην εκστρατεία των Αθηναίων κατά της Σικελίας), τυράννους ή επίδοξους τέτοιους με την ίδια μέθοδο ή με την αφιέρωση αναθημάτων (πλούσια δώρα) στην Ολυμπία, όπως ο Φίλιππος Β΄μετά την καταστροφική για την αρχαία Ελλάδα μάχη της Χαιρώνειας ή ο Ρωμαίος στρατηγός Μόμμιος μετά την σφαγή της Λευκόπετρας (146 π.Χ.) και την ισοπέδωση και εξανδραποδισμό της Κορίνθου…
Αυτά τα «έθιμα» επιβίωσαν στους ρωμαϊκούς χρόνους αλλά και στους αναβιωμένους Ολυμπιακούς Αγώνες του 20ου αι. Ο ίδιος ο Κουμπερντέν θα κερδίσει μετάλλιο …«αθλητικής λογοτεχνίας» το 1912, οι Πάτον και Μακάρθουρ θα εξαργυρώσουν ολυμπιακές νίκες με εντυπωσιακή ανέλιξη στην στρατιωτική ιεραρχία, μέχρι και ο έκπτωτος και προσφάτως εκλιπών μονάρχης μας, Κοκκός, με το «στημένο» μετάλλιο ιστιοπλοΐας στην Ολυμπιάδα της Ρώμης το 1960.

Η αναβίωση των Ολυμπιάδων

Η πρόταση για αναβίωση των Ολυμπιάδων διατυπώνεται ρητά αμέσως μετά την Γαλλική Επανάσταση στην Εθνοσυνέλευση το 1790. Πέντε χρόνια μετά το Διευθυντήριο προκηρύσσει την ανασύσταση των Ολυμπιακών Αγώνων «για την ενίσχυση της εθελοντικής στρατιωτικής προετοιμασίας των νέων». Η επαναστατική τότε αστική τάξη προκαλεί την καθολική εκκλησία και προτρέπει στην καθολική συμμετοχή του λαού στην άμυνα.
Ωστόσο, η χώρα που πρώτη ανέπτυξε τον σύγχρονο αθλητισμό ήταν η Αγγλία, η πρώτη χώρα που πάτησε στα γερά θεμέλια του άνθρακα και του σιδήρου. Με τους κανόνες της βιομηχανίας (τυποποίηση, ακριβής μέτρηση, ρεκόρ κ.λπ.) στα σχολεία που φοιτούσε η μελλοντική γενιά της άρχουσας τάξης, προσπάθησαν να διαμορφώσουν μελλοντικούς αρχηγούς σε ένα σύστημα επιβίωσης των ικανότερων. Οι πρώτοι κανόνες ποδοσφαίρου καταγράφηκαν στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Τίποτε δεν εμπόδιζε τους Άγγλους «ερασιτέχνες» της εποχής να λαμβάνουν χρηματικά έπαθλα. Ο διαχωρισμός μεταξύ ερασιτέχνη και επαγγελματία είχε κοινωνικά κριτήρια: «ερασιτέχνης» ήταν συνώνυμο του τζέντλεμαν και επαγγελματίας του χειρώνακτα εργαζόμενου. Όταν σταδιακά προς το τέλος του 19ου αιώνα ο καπιταλισμός ωρίμασε και χρειαζόταν ειδικευμένη και σχετικά υγιή εργατική δύναμη, η αργία του Σαββατιάτικου απογεύματος, άνοιξε τον δρόμο για τα λαϊκά σπορ και την σταδιακή επαγγελματικοποίηση των αθλητών.
Αντίστοιχα, ο γάλλος βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν εκστασιασμένος από το αγγλικό μοντέλο (και τον αγγλικό ιμπεριαλισμό) ταξιδεύει στο αγγλικό σχολείο Rugby, όπου μορφώνονται οι γόνοι της άρχουσας τάξης και ονειρεύεται «αγώνες για την ελίτ, μια ελίτ συμμετεχόντων,…, μια ελίτ θεατών, εκλεπτυσμένων ανθρώπων, όπως καθηγητές, διπλωμάτες, στρατηγοί…».
Και τα κατάφερε! Συνέστησε την Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) με ισόβιους εκλεκτούς «προσκεκλημένους» που δεν λογοδοτούν πουθενά (ούτε και αποφασίζουν πέρα από τον στενό πυρήνα του Προέδρου) παρά μόνο εισπράττουν (ή δωροδοκούνται όπως αποδείχτηκε πολλάκις) και διοργάνωσε την πρώτη Ολυμπιάδα (για λόγους ισορροπιών και «τιμής ένεκεν») στην Αθήνα και τις επόμενες με μια «ελίτ» συμμετεχόντων. Χαρακτηριστικά ο Σπύρος Λούης ήταν ο μοναδικός ίσως ολυμπιονίκης του 1896 που δεν ανήκε στην άρχουσα τάξη. Η συντριπτική πλειονότητα των υπολοίπων νικητών ήταν «γόνοι καλών οικογενειών» που διέπρεψαν αργότερα σαν βουλευτές, διπλωμάτες, στρατηγοί, επιχειρηματίες κ.λπ.
Ο ίδιος ο Λούης, αγωγιάτης (αμαξάς) στο επάγγελμα, κατηγορήθηκε, χωρίς να αποδειχθεί, ότι έκλεψε ανεβαίνοντας σε άμαξα. Το γεγονός είναι ότι προηγούμενα δεν συμμετείχε σε κανέναν αγώνα, στα προκριματικά έκανε τον 17ο χρόνο, αλλά τελικά συμμετείχε ελέω του ταγματάρχη του στον στρατό και αρχηγού των κριτών, ενώ και αργότερα δεν συμμετείχε σε κανέναν αγώνα, έστω σε εθνικό επίπεδο (κάτι σαν την μεταγενέστερη Ολυμπιονίκη Βούλα Πατουλίδου)… Όταν τον ξαναχρειάστηκε το ελληνικό κράτος για την ενίσχυση της ναζιστικής φιέστας το 1936, γέρος και φτωχός, ξαναέδωσε το παρόν…
Στις επόμενες Ολυμπιάδες, Παρίσι 1900, Σαιν Λούις 1904 κ.λπ., ο ελιτίστικος χαραχτήρας των εκδηλώσεων (αν και στα περιθώρια Διεθνών Εμπορικών Εκθέσεων – εμποροπανηγύρεων) παραμένει. Συμμετέχουν λευκοί «ερασιτέχνες» αθλητές από Ευρώπη και Β. Αμερική. Χαρακτηριστικά, στο Σαιν Λούις διοργανώθηκαν και «ανθρωπολογικές ημερίδες», όπου αθλητές από εξωτικά μέρη (Πυγμαίοι, Ιάπωνες Αϊνοί, Παταγόνιοι, Φιλιππινέζοι Μόρος, Ινδιάνοι Σιού αλλά και Τούρκοι και Σύριοι) αντιμετωπίστηκαν ως «αξιοθέατα». Στην Στοκχόλμη το 1912 αφαιρέθηκαν τα μετάλλια του Αμερικανού υπεραθλητή Τζιμ Θορπ, όταν ανακαλύφθηκε ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Ουάτοχακ και ήταν Ινδιάνος, με το πρόσχημα συμμετοχής σε αγώνα μπέιζμπολ επ’ αμοιβή. Για αντίστοιχες περιπτώσεις λευκών αθλητών δεν υπήρχε παράπτωμα…
Το 1920, μετά τον Α΄Π.Π. στην Αμβέρσα δεν προσκλήθηκαν οι ηττημένοι του Πολέμου, ενώ και στην Ολυμπιάδα του 1924 στο Παρίσι πάλι δεν δόθηκε βίζα σε Γερμανούς αθλητές.
Οι αγώνες έχουν μπει για τα καλά στην υπηρεσία του εθνικισμού και του πολέμου.
Ο Κουμπερντέν πλέον μεταστρέφεται : «…ο αθλητισμός ήταν μια περιστασιακή απασχόληση για πλούσιους νέους. Η επιτροπή μας προσπάθησε να τον κάνει ψυχαγωγική δραστηριότητα της μικροαστικής τάξης. Τώρα πρέπει να γίνει προσιτός στην εργατική νεολαία…».

Η Ολυμπιάδα των Ναζ

Από το 1932 που ανατέθηκε στο Βερολίνο, έως το 1936 που διοργανώθηκε η 11η Ολυμπιάδα, οι φυλακές είχαν γεμίσει από αριστερούς, συνδικαλιστές και «κατώτερες φυλές». Το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Νταχάου είχε πλημμυρίσει από φιλοξενούμενους και οι «νόμοι της Νυρεμβέργης» για την στέρηση της ιθαγένειας και της προστασίας των νόμων για τους Εβραίους ήταν σε ισχύ. Οι απανταχού δημοκράτες άρχισαν να ζητούν αλλαγή της τοποθεσίας τέλεσης των Ολυμπιακών του 1936. Η καθολική Εκκλησία για τους δικούς της λόγους (θεωρούσε τις τελετές των ναζί ειδωλολατρικές) ζητούσε μποϊκοτάζ. Η Αμερικανική Συνομοσπονδία Εργατών (AFL) στο ιστορικό απόγειο της δράσης της μάζεψε εκατομμύρια υπογραφές και διοργάνωσε μαζικές διαδηλώσεις το 1935 επίσης για μποϊκοτάζ των αγώνων. Ωστόσο, η ΔΟΕ και οι λοιπές αθλητικές αρχές είχαν αντίθετη άποψη. Ο πρόεδρος της αμερικανικής ολυμπιακής επιτροπής επιχειρηματίας Μπράντεϊζ, στενός φίλος του Ρίτερ μέλους της ΔΟΕ και αρχηγού των ταγμάτων εφόδου SA (που μεταπολεμικά θα παραμείνει σε ηγετική θέση στην ΔΟΕ) εισηγήθηκε θετικά. Ο στρατηγός Σέριλ μετά από επίσκεψη στην Γερμανία το 1935 θα δηλώσει: «…όσο για τα εμπόδια που δεν επιτρέπουν στους Εβραίους αθλητές να φτάσουν στην Ολυμπιάδα, δεν θα είχα καμιά δουλειά να τα κουβεντιάσω στην Γερμανία, όπως δεν θα είχαν καμιά δουλειά και οι Γερμανοί να επιχειρήσουν να ανοίξουν κουβέντα για την κατάσταση των Νέγρων στον αμερικάνικο Νότο ή για την μεταχείριση που υφίστανται οι Ιάπωνες στην Καλιφόρνια». Σαν αποτέλεσμα, οι ΗΠΑ έστειλαν την μεγαλύτερη μέχρι τότε και μια από τις μεγαλύτερες στην ιστορία ολυμπιακή ομάδα (μεγαλύτερη και από την γερμανική).
Οι αγώνες του Βερολίνου το 1936 είναι ένα σημείο καμπής στις σύγχρονες Ολυμπιάδες.
Είναι οι αγώνες του γιγαντισμού. Όλα είναι τεράστια: το στάδιο (120.000 θεατές), οι δαπάνες, τα τεχνικά μέσα που διατίθενται (φώτο-φίνις, κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, κινηματογραφικές λήψεις από αερόστατο, ακόμη και για την ταινία Ολυμπία της κινηματογραφίστριας των ναζί Ρίφενταλ δαπανήθηκαν 400 χλμ. φιλμ)! Παρεμπιπτόντως, εφεύρημα της Ρίφενταλ ήταν και η τελετή της Ολυμπιακής φλόγας, των ιερειών (του Δία;) κλπ., η οποία αναπαράγεται με περισσή σπουδαιοφανή γελοιότητα μέχρι σήμερα.
Ο Χίτλερ, όταν επιθεωρούσε τις εγκαταστάσεις, παραπονιόταν ότι όλα «είναι πολύ μικρά». Η προπαγάνδα της ισχύος μέσα από την φαντασμαγορία δεν έβαζε ποσοτικούς φραγμούς στα μυαλά των ναζί…
Ωστόσο, το πιο σημαντικό στοιχείο που χαρακτήρισε την Ολυμπιάδα του Βερολίνου είναι η εντατικοποίηση και συστηματοποίηση του ανταγωνισμού μεταξύ των εθνικών αθλητισμών.
Οι μιλιταριστικές δικτατορίες τελικά επικράτησαν το 1936. Με τον πλέον αντικειμενικό τρόπο καταμέτρησης ήταν φανερό ότι η ναζιστική Γερμανία πήρε πολύ περισσότερα μετάλλια από τις ΗΠΑ, η Ιταλία ξεπέρασε την Γαλλία και η Ιαπωνία την Αγγλία…

Οι Μεταπολεμικές Ολυμπιάδες
Από το 1952 που η ΔΟΕ έκρινε «ώριμη» την σταλινική Σοβιετική Ένωση για να την προσκαλέσει, οι αγώνες έγιναν ένα ακόμη πεδίο αντιπαράθεσης του «Ψυχρού Πολέμου» ανάμεσα στον ιδιωτικό (ΗΠΑ και «Δύση») και κρατικό (ΕΣΣΔ και δορυφόροι) καπιταλισμό.
Τα εκατέρωθεν μποϊκοτάζ (στην Μόσχα το 1980 από την «Δύση» και στο Λος Άντζελες το 1984 αντίστροφα) είναι γνωστά. Το Μποϊκοτάζ στην Ολυμπιάδα του Μόντρεαλ από 31 Αφρικανικές χώρες ενάντια στην συμμετοχή της Νέας Ζηλανδίας, λόγω της καταπίεσης των ιθαγενών Μαορί και της αθλητικής συνεργασίας με την Ν. Αφρική, σχετικά άγνωστο.

Η «επιστήμη» του πρωταθλητισμού έφτασε σε δυσθεώρητα και ολίγον δυστοπικά ύψη…
Αθλητές που επιλέγονται και «στρατεύονται» από τρυφερή ηλικία, υφίστανται βασανιστήρια του σώματος, ντοπάρισμα με αιμοσφαιρίνη, λογής χημικά και μεθόδους, απολαμβάνουν εξαιρετικά προνόμια στην υπηρεσία της εκάστης «πατρίδας» (στην Ελλάδα είναι επακριβώς προσδιορισμένα με τον Ν. 2725/99 που προβλέπει τον «τιμοκατάλογο» παροχών σε κάθε επίπεδο αθλητικής διάκρισης, ακόμη και σχολικό) και της νίκης εναντίον των εχθρών στον συμβολικό πεδίο «τιμής».
Όπως εξηγούσε ο Γεν.Γραμ. Αθλητισμού της χούντας Ασλανίδης: «Ο αθλητισμός αποτελεί εθνική ανάγκη, διότι κατέστη μέσο προπαγάνδας και εθνικής υπερηφανείας… Συντελεί εις την προβολή του κοινωνικοπολιτικού συστήματος ενός κράτους».
Βέβαια, το προσδόκιμο επιβίωσης για τους πρωταθλητές είναι (αποδεδειγμένα μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ) πολύ μικρότερο των κοινών θνητών (πρόχειρο παράδειγμα η Αμερικανίδα Γκρίφιθ) για να επιβεβαιωθεί ο Γαληνός, γιατρός του 2ου αι. μ.Χ., που χαρακτήριζε τους πρωταθλητές ως το χειρότερο είδος ανθρώπων σε ότι έχει σχέση με την σωματική υγεία (το «νους υγιής εν σώματι υγιεί» είναι μετάφραση στα αρχαία ελληνικά μιας ευχής σύγχρονου του Γαληνού, Ρωμαίου σατιρικού ποιητή, του Decimus Junevalis).

Από το 1960 στην Ρώμη και την είσοδο των τηλεοπτικών «δικαιωμάτων» στο budget της ΔΟΕ, η πλήθυνση των εξόδων, των αθλημάτων κλπ. σταδιακά εκτοξεύεται (στους φετινούς Ολυμπιακούς καινούριο «άθλημα» θα είναι το …brakedance).

Το παγκόσμιο κίνημα του 1968 θα προσπαθήσει στο Μεξικό να σημαδέψει τους αγώνες. Τελικά, οι φοιτητικές ενώσεις και τα εργατικά συνδικάτα του Μεξικού διαμαρτυρόμενα ενάντια στην προκλητική σπατάλη, θα πληρώσουν βαρύ φόρο αίματος («επίσημα» 200 νεκροί, 2.000 τραυματίες) στην πλατεία των «Τριών Πολιτισμών». Στους εκπροσώπους του κινήματος μέσα στους αγωνιστικούς χώρους, Αφροαμερικανούς αθλητές Τόνι Σμιθ, Τζον Κάρλος, Λη Έβανς, Λάρι Τζέιμς και Ρον Φρίμαν που απέστρεψαν το βλέμμα από την αστερόεσσα σηκώνοντας γαντοφορεμένες γροθιές ή φορώντας τους μαύρους μπερέδες των «Μαύρων Πανθήρων», θα τους αφαιρεθούν τα μετάλλια και θα αποβληθούν πάραυτα από κάθε αθλητική δραστηριότητα. Σε κάθε περίπτωση τα «Ολυμπιακά ιδεώδη» θα θριαμβεύσουν…
Το 1972 στο Μόναχο 4 Παλαιστίνιοι Φενταγίν θα εισβάλλουν στο Ολυμπιακό χωριό και θα απαγάγουν 11 Ισραηλινούς αθλητές διεκδικώντας να τους ανταλλάξουν με 200 Παλαιστίνιους κρατούμενους στις ισραηλινές φυλακές. Η σοσιαλδημοκρατική Γερμανική κυβέρνηση μαζί με την ισραηλινή υπηρεσία πληροφοριών Μοσάντ, θα προσποιηθούν συνδιαλλαγή για να τους παρασύρουν εκτός Ολυμπιακών εγκαταστάσεων και να τους σκοτώσουν όλους (και τους ομήρους). Πάλι, τα «Ολυμπιακά ιδεώδη» θα θριαμβεύσουν, οι αγώνες συνεχίζονται αδιάλειπτα…
Στην Σεούλ το 1988 απέναντι στο «ζωηρό» εργατικό κίνημα της χώρας η κυβέρνηση θα παρατάξει 620.000 στρατιώτες και 120.000 πάνοπλους αστυνομικούς. Η τελική υποταγή των συνδικάτων στην «μεγάλη ιδέα» του Έθνους, θα σημάνει την περιθωριοποίηση στις επόμενες δεκαετίες αυτής της «ζωηράδας».

Η Ολυμπιάδα της Αθήνας 2004

Πάνε μόλις 20 χρόνια από την «ισχυρή» Ελλάδα του Σημίτη, που μας έβαζε στην ευρωζώνη, διεκδικούσε και κέρδιζε την διοργάνωση σύγχρονης Ολυμπιάδας. Τελικά, και μετά την κατάκτηση του Euro 2004, στις πρώτες θέσεις των επισήμων κάθησε η νέα κυβέρνηση του Κωστάκη Καραμανλή, αλλά τα «εύσημα» ανήκουν στο ΠΑΣΟΚ. Ήταν αυτοί κυβέρνηση όταν βοήθησαν την γυναίκα ενός μεγαλοβιομήχανου (του Αγγελόπουλου της Χαλυβουργικής) να εξαγοράσει την διοργάνωση από τους «αθάνατους» της ΔΟΕ (το κόστος αυτό και ποιος το επιμερίστηκε δεν θα το μάθουμε ποτέ, αλλά η τεχνογνωσία μένει), να μεταγράψει αθλητές και προπονητές από τις πρώην ανατολικές χώρες στα «γαλανόλευκα», εξασφαλίζοντας υλική και επιστημονική υποστήριξη για σημαντική συγκομιδή μεταλλίων και τελικά να αναθέσει σε έναν ιδιώτη, την ίδια γυναίκα, μέσω του Οργανισμού «Αθήνα 2004», την οργάνωση, ανάθεση και συνολική διαχείριση των δημόσιων λειτουργιών και πόρων για την τελική διεξαγωγή των αγώνων.
Κάτι μικροατυχήματα, όπως αυτά που είχαν οι σπρίντερς Κεντέρης και Θάνου λίγο πριν περάσουν «ντόπινγκ κοντρόλ» δεν επηρέασαν την συνολική εικόνα με το αμάγαλμα του ελληνικού πολιτισμού (Σαββόπουλος – Καλομοίρα, λίγο από «έντεχνους» τραγουδοποιούς στα προεόρτια κλπ.) που παρουσιάστηκε στην τελετή έναρξης και λήξης, ούτε επηρέασαν σημαντικά το ρεκόρ μεταλλίων που «κέρδισε η Ελλάδα» σε αυτούς τους αγώνες…

Υπάρχει όμως ένα «αλλά». Το κόστος της διοργάνωσης και πόσο αυτό επηρέασε την μετά από μόλις 5 χρόνια χρεοκοπία της χώρας (επίσημη στα 6 με την διακομματική κυβέρνηση Παπαδήμα και το PSI του Βενιζέλου).
Ο ισολογισμός του «Αθήνα 2004» παραχώθηκε κάπου στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, με τον τότε υπουργό Οικονομικών Γιώργο Αλογοσκούφη να μην πιέζει ιδιαίτερα για την ιστορία. Σύμφωνα με αυτόν τον ισολογισμό, οι Ολυμπιακοί του 2004 κόστισαν 2,9 δισ. δολάρια. Στο ΠΑΣΟΚ ισχυρίζονταν πως κόστισαν (περίπου) 6 δις €. Τον Νοέμβριο του 2004 η τότε κυβέρνηση ανακοίνωσε κόστος 8,95 δις € (10 δις $), χωρίς να συμπεριλαμβάνονται «δαπάνες για την κατασκευή έργων που ολοκληρώθηκαν ή επισπεύτηκαν λόγω των Αγώνων». Αργότερα, η Standard&Poor’s το ανέβασε στα 11,27 δις € ή 6% του ελληνικού ΑΕΠ, όσο και το έλλειμμα του ΑΕΠ εκείνης της χρονιάς (2004) ενώ και το χρέος σκαρφάλωσε στο 110,6 % του ΑΕΠ, το ψηλότερο τότε στην ΕΕ.
Στον τομέα της ασφάλειας ξοδεύτηκαν επίσης άγνωστα ποσά, σε κάθε περίπτωση περισσότερα από κάθε άλλη Ολυμπιάδα, ακόμη και εκείνη του Πεκίνου που ακολούθησε. Επισήμως το κόστος έφτασε το 1,3 δις €, ανεπίσημα το 1,7 δις μαζί με τις υπηρεσίες των συμβούλων, αλλά χωρίς να υπολογίζονται τα κόστη για 70 φορείς του Δημοσίου. Το σύστημα C4Ι πληρώθηκε προκαταβολικά χωρίς να λειτουργήσει συνολικά και ήταν το μόνο υποτίθεται «σκάνδαλο» (χωρίς να κινηθεί κάποια νομική διαδικασία).
Ο Δήμος Αθηναίων φορτώθηκε δάνειο με σχέδια επί σχεδίων εκ των οποίων υλοποίησε σχεδόν τα μισά. Ο Δήμος Αμαρουσίου – έτερος ολυμπιακός πόλος- φορτώθηκε, μεταξύ άλλων, με κτήρια – μαμούθ τύπου Mall που κρίθηκαν αυθαίρετα μετά. Μεγάλο μέρος των υπόλοιπων «λευκών ελεφάντων» σπάρθηκε στο παραλιακό μέτωπο της Αττικής, που είδε έτσι την πόλη και τους κατοίκους της να απομακρύνονται περισσότερο. Τα πραγματικά κριτήρια επιλογής των τσιμεντοκατασκευών είχαν να κάνουν με την εξασφάλιση των κερδών των εργολάβων και των μελλοντικών κερδών για τους ιδιώτες, στους οποίους θα παραχωρούνταν (ή θα χαρίζονταν). Καμία αθλητική λογική δεν υπαγόρευε την κατασκευή του «τέρατος» στον Μαραθώνα, όταν οι αγώνες κωπηλασίας κάλλιστα θα μπορούσαν να γίνουν στα Γιάννενα ή στην Καστοριά, που υπάρχουν υποδομές, σύλλογοι ακόμη και φίλαθλοι του αθλήματος… Η έλλειψη προβλέψεων για άδειες κάνει αυθαίρετα τα περισσότερα Ολυμπιακά ακίνητα που έτσι κι αλλιώς (όσα δεν παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες) σαπίζουν στο υποθηκοφυλακείο του ΤΑΙΠΕΔ μέχρι να βρεθεί ο ιδιώτης που θα μας απαλλάξει από αυτά (το πιθανότερο πληρώνοντάς τον).
Οι σημερινές εκτιμήσεις για το πραγματικό κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004 ξεπερνάνε τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ (η Σοφία Σακοράφα που ασχολήθηκε με το θέμα το υπολόγισε στα 27 δισεκατομμύρια)!
Αν αναλογιστούμε το ποσό που εξοικονόμησαν (από την δική μας τσέπη) με τα τρία μνημόνια αθροιστικά (μειώνοντας μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές παροχές, αυξάνοντας έμμεσους και κεφαλικούς φόρους και εκποιώντας δημόσια περιουσία), η «εθνική επιτυχία» των Ολυμπιακών της Αθήνας του 2004 μας πονάει (και τσούζει) ακόμα…

Επίλογος

Αναφέραμε ήδη, ότι κωδικοποίηση και η ρύθμιση των διάφορων σπορ άρχισε με την άνοδο της ιμπεριαλιστικής φάσης του συστήματος. Δεν είναι τυχαίο που η ΔΟΕ και οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες κάνουν την εμφάνισή τους στο τέλος του 19ου αι. Λίγα χρόνια νωρίτερα έχουν ιδρυθεί η Ένωση Ράγκμπι στην Αγγλία (1871) και η Εθνική Λίγκα Μπέιζμπολ στις ΗΠΑ (1875). Ο κωδικοποιημένος αθλητισμός των ιμπεριαλιστών κλωνοποιεί τον εαυτό του μέσω των αποικιών σε όλο τον κόσμο. Στο εσωτερικό των μητροπολιτικών χωρών, αυτός ο αθλητισμός συμβάλλει στην διαμόρφωση εθνικής συνείδησης. Ο Γύρος της Γαλλίας, που καθιερώθηκε το 1879, βοήθησε την ιδέα του γαλλικού έθνους, ακριβώς όπως το ποδόσφαιρο στην Ιταλία έγινε το σύμβολο του ιταλικού εθνικισμού, ο οποίος μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν εξαιρετικά εύθραυστος.
Τελικά ο αθλητισμός είναι πλήρως ενσωματωμένος σε ένα πλαίσιο διακρατικών αντιπαραθέσεων, καπιταλιστικής παραγωγής και ταξικών σχέσεων.
Για την τεράστια πλειονότητα των ανθρώπων τα σπορ είναι ψυχαγωγία (ως πράξη ή ως θέαμα). Σαν μηχανισμός διαφυγής από τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής (συνήθως φτωχός και μίζερος) μπορεί να δίνει αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό σε κάποιους, αλλά στα δισεκατομμύρια ανθρώπων που παρακολουθούν αθλητικά γεγονότα μέσω των ΜΜΕ, προσφέρει κυρίως χαλάρωση από την κούραση της δουλειάς και μια εύκολη ταύτιση με έναν αθλητή, έναν σύλλογο, μια εθνική ομάδα, νοηματοδοτεί κάπως μια «κούφια» ζωή.
Σε μια κοινωνία που η εργατική δύναμη πουλιέται, ο εργάσιμος χρόνος διαχωρίζεται ανταγωνιστικά με τον «ελεύθερο» χρόνο. Οι εργαζόμενοι δίνουν πολύ μεγάλη αξία σε αυτόν τον ελεύθερο χρόνο σε αντίθεση με τον εργάσιμο που τον θεωρούν χαμένο. Το Σαββατοκύριακο είναι το όραμα της εβδομάδας.
Ωστόσο, στον καπιταλισμό το γέμισμα του «μετά την δουλειά» χρόνου εξαρτάται πάλι από την αγορά, η οποία αναπτύσσει σε απίστευτο βαθμό την παθητική ψυχαγωγία και τα θεάματα που ταιριάζουν στους περιορισμούς των πόλεων. Κάθε απόπειρα έξω από αυτό το πλαίσιο (π.χ. εναλλακτικός τουρισμός, παρκούρ κλπ.) ενσωματώνεται και πολύ γρήγορα στην αγορά.
Ο Αντόρνο έλεγε πως «η διασκέδαση στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό είναι προέκταση της εργασίας. Την επιδιώκουν αυτοί που θέλουν να ξεφύγουν από την διαδικασία της δουλειάς, έτσι ώστε να μπορέσουν να την αντιμετωπίσουν και πάλι».
Ο αθλητισμός ανήκει σε αυτό το βασίλειο της ανελευθερίας.
Για τους σοσιαλιστές η φυσική άσκηση δεν έχει να κάνει με τον ανταγωνισμό για την νίκη, αλλά με το παιχνίδι, την σωματική απόλαυση, την ανθρώπινη συντροφιά και τη φύση.
Ο αθλητισμός θα ξαναγίνει παιχνίδι σε μια κοινωνία που μέτρο του πλούτου δεν θα είναι ο εργάσιμος αλλά ο δημιουργικός χρόνος.




Ν.Αφρική: η ήττα του απαρτχάιντ δεν τελείωσε την εκμετάλλευση

Eυρωπαϊκός πολιτισµός και αποικιοκρατία

του Βαγγέλη Λιγάση

 Τον 17ο αιώνα, η Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών ίδρυσε την Αποικία του Ακρωτηρίου, η οποία κατοικήθηκε σταδιακά από αποίκους των Κάτω Χωρών, της Γερµανίας και της Σκανδιναβίας (Μπόερς). Αυτοί ηττήθηκαν το 1902 από τους Βρετανούς. Ωστόσο, η Ν. Αφρική διαφοροποιούνταν από τις περισσότερες βρετανικές αποικίες, όπου η «αυτοκρατορία» ασκούσε έµµεση – διευθυντική εξουσία, κάνοντας τους τοπικούς φύλαρχους αντιπροσώπους του βρετανικού στέµµατος και στρατολογώντας ντόπιους στα ένοπλα σώµατα. 

Οι Βρετανοί το 1910 δηµιουργούν την Ένωση της Νότιας Αφρικής, αποτελούµενη από τις αποικίες του Ακρωτηρίου, του Νατάλ, το Τρανσβάαλ και το Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης. Το 1918, ιδρύεται στο Γιοχάνεσµπουργκ η (µασονικού τύπου) Αδελφότητα των Αφρικάνερς (Ολλανδοί, Γάλλοι και Γερµανοί άποικοι που διεκδικούσαν την «αφρικανικότητά» τους), απ’ όπου και θα προέλθουν όλοι οι πρόεδροι και πρωθυπουργοί της Ν. Αφρικής µετά το 1948, αφού οι Βρετανοί για να κυβερνήσουν ήταν υποχρεωµένοι να συνεργαστούν µαζί τους. Οι κυβερνήσεις της «Ένωσης» θα εφαρµόσουν σειρά νόµων δυσµενούς µεροληψίας κατά της µαύρης πλειοψηφίας, ανάλογοι αυτών που εφαρµόζονταν κατά των γηγενών Ινδιάνων στην Αµερική και των Αβορίγινων και Μαορί στην Αυστραλία. 

Το 1946 το Εργατικό Κόµµα (λευκών) της Ν. Αφρικής θα καταθέσει πρόταση «αναγνώρισης των συνδικάτων των Μαύρων, ίσους µισθούς για ίση εργασία». Θα καταποντιστεί εκλογικά και θα εξαφανιστεί…

Ήδη, από την ανεξαρτητοποίηση της χώρας, η µαύρη πλειοψηφία µαζί µε τους υπόλοιπους «έγχρωµους» θα αρχίσει να προβάλλει οργανωµένη αντίσταση. Το 1912 ιδρύεται το South African Native National Congress, που θα µετονοµαστεί το 1923 σε Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο. Ο Γκάντι ξεκινάει την πολιτική ειρηνικής ανυπακοής το 1913 από το Τρανσβάαλ. Το Κ.Κ.Νοτίου Αφρικής θα ιδρυθεί το 1921, για να καθοδηγήσει πολυάριθµες απεργίες για τα δικαιώµατα των µαύρων εργατών.

Το 1948, το «Εθνικό Κόµµα» που πρόσκειται στην Αδελφότητα των Αφρικάνερς θα θριαµβεύσει. Έκτοτε, το Apartheid θα είναι ο πυρήνας της κρατικής πολιτικής για την εκµετάλλευση των πολλών από τους λίγους µε πρόσχηµα το χρώµα του δέρµατος…

Ενώ, ο διαχωρισµός µεταξύ των Αφρικάνερς και των υπολοίπων λευκών σταδιακά σταµάτησε να υφίσταται, µε βάση τον θεσµοθετηµένο από πριν φυλετικό διαχωρισµό, θεσπίστηκαν νόµοι για οτιδήποτε αφορούσε την κοινωνική ζωή. Το 1950 απαγορεύτηκε το ΚΚ «µε τις παραφυάδες του». Το 1952 ψηφίστηκαν οι Pass Laws, που υποχρέωναν τους Μαύρους άνω των 16 ετών να έχουν πάντοτε µαζί τους ένα πάσο για να βρίσκονται σε συγκεκριµένες συνοικίες. Απαγορεύονταν οι διαφυλετικές σεξουαλικές σχέσεις. Ταµπέλες µε την επιγραφή «Μόνο Λευκοί» υπήρχαν σε όλη την Νότια Αφρική.

Μετά την σφαγή 100άδων ειρηνικών διαδηλωτών στο Σάρπβιλ τον Μάρτη του 1961, εκατοντάδες χιλιάδες Μαύροι κατέστρεψαν το «πάσο» τους και η κυβέρνηση κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Σαν αποτέλεσµα, η Ν. Αφρική αποβάλλεται από την Βρετανική Κοινοπολιτεία, την UNESCO, τη ∆ιεθνή Οργάνωση Εργασίας, την Π.Ο.Υ. κ.λπ.

To 1961, ιδρύθηκε το ∆όρυ του Έθνους (Umkhonto we Sizwe), στρατιωτικός βραχίονας του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου και ξεκίνησε σαµποτάζ. Οι αρχηγοί του κινήµατος συνελήφθησαν το 1963 και καταδικάστηκαν σε ισόβια το 1964, ανάµεσα τους και ο Νέλσον Μαντέλα.

Το 1966, ο πρωθυπουργός της Ν. Αφρικής και θεωρούµενος αρχιτέκτονας του Απαρτχάιντ, Hendrik Verwoerd δολοφονείται από τον ∆ηµήτρη Τσαφέντα, έλληνα της Μοζαµβίκης µε µιγάδα µητέρα, µέλος του Κ.Κ. Ν.Αφρικής και παλιό αντάρτη του ∆.Σ.Ε.. Το καθεστώς προτίµησε να τον κλείσει ισόβια σε αποµόνωση ως ψυχασθενή, υποβάλλοντας τον σε βασανιστήρια. 

Το κράτος της Ν. Αφρικής διπλωµατικά απολογείται και στρατιωτικά επιχειρεί, ως υπερασπιστής των «δυτικών αξιών» στην Αφρική για την πάταξη του «αθεϊστικού κοµµουνισµού» σε µια διαρκή προσπάθεια αποσταθεροποίησης γειτονικών (και όχι µόνο) κρατών (Αγκόλα, Αιθιοπία, Λ.∆. Κονγκό και Μοζαµβίκη από το 1975).

Το 1976 γίνεται η εξέγερση του Σοβέτο, µετά από πολύµηνη στρατιωτική καταστολή και οι νεκροί ξεπερνούν τους 600.

Το 1977 σκοτώνεται µε ξυλοδαρµό, όντας κρατούµενος,  ο αρχηγός της «Μαύρης Συνείδησης» Στήβεν Μπίκο. Οι αρχές αποδίδουν τον θάνατό του σε «αυτοκτονία». Ωστόσο, στην κηδεία του θα τον συνοδέψουν και 21 ξένοι διπλωµάτες.

Επιτέλους, ο ΟΗΕ επιβάλει για πρώτη φορά κυρώσεις στη Νότια Αφρική, υιοθετώντας εµπάργκο στην αγορά όπλων.

Η νοτιοαφρικανική κυβέρνηση ανέπτυξε ένα σύστηµα παράκαµψης των κυρώσεων, βασιζόµενη στη διεθνοποίηση των επενδύσεων (µέσω offshore εταιρειών) και έµµεσων στρατιωτικών προµηθειών από Ισραήλ και Ταϊβάν.

Την δεκαετία του 1980 το  καθεστώς µπαλαντζάρει σε µια διελκυστίνδα  µεταξύ δειλών µεταρρυθµίσεων και σκληρού αυταρχισµού. Θα καταργηθεί το «πάσο» και η απαγόρευση διαφυλετικών σχέσεων. Παράλληλα, προσλαµβάνει «επιστήµονες» σε πρόγραµµα µείωσης της γονιµότητας των µαύρων γυναικών (µέσω ουσίας που διαχεόταν στο νερό)… 

Σταδιακά, ξεκινάει «σπασµένο τηλέφωνο» µεταξύ της κυβέρνησης και της φυλακισµένης ηγεσίας του Αφρικανικού Κογκρέσου. Τελικά, επικράτησε στην λευκή µειοψηφία η στάση που περιγράφηκε ως «προσαρµογή ή αφανισµός».

Το 1990 απελευθερώνεται (µετά από 27 χρόνια) ο Νέλσον Μαντέλα και εφόσον δόθηκαν εγγυήσεις για το οικονοµικό status quo και εξασφαλίστηκε η «εθνική συµφιλίωση», εκλέγεται και αναλαµβάνει καθήκοντα ως ο πρώτος µαύρος Πρόεδρος της Ν. Αφρικής τον Μάιο του 1994.

Σήµερα, από τα 60 εκατοµµύρια κατοίκων της Ν. Αφρικής λιγότερο από το 9% είναι λευκοί. Επιπλέον 5+ εκατοµµύρια υπολογίζονται οι παράνοµοι µετανάστες (κυρίως από την Ζιµπάµπουε). Από τα περίπου 8 εκατοµµύρια κατοίκων που ζουν µε HIV, οι λευκοί ασθενείς είναι µόλις 23.000. Ενώ υποτίθεται ότι απολαµβάνει σχεδόν «ευρωπαϊκό» ΑΕΠ ανά κάτοικο (5300$ ), είναι στις κορυφαίες χώρες στην ανισοκατανοµή πλούτου…

Οι µεταβολές της Αποικιοκρατίας

Από την εποχή των «ανακαλύψεων» τον 15ο αι., τους κονκισταδόρες και το δίκτυο εµπορικών αποικιών σε όλες τις ηπείρους, µέχρι την φρενίτιδα κατάληψης νέων αποικιών στο δεύτερο µισό του 19ου αι. µέχρι τον «Μεγάλο Πόλεµο», είχαν αλλάξει πολλά. 

Οι νέες αποικίες δεν δηµιουργήθηκαν κυρίως από δηµογραφικό «πλεόνασµα» ή από ανεπιθύµητες θρησκευτικές οµάδες του πληθυσµού, ούτε ανέπτυξαν τους θεσµούς των µητροπόλεων της γηραιάς ηπείρου. Η αφρικανική ήπειρος µέχρι τότε «χρησίµευε» ως τόπος συγκέντρωσης σκλάβων, τους οποίους στην πλειοψηφία τους υποδούλωναν και πουλούσαν ντόπιοι συνεργάτες σε ευρωπαίους δουλεµπόρους και αυτοί µε τη σειρά τους, τους στοίβαζαν υπό άθλιες συνθήκες σε πλοία για να τους πουλήσουν σε λευκούς αποίκους της άλλης πλευράς του Ατλαντικού. Υπολογίζεται ότι 12-18 εκατοµµύρια Αφρικανοί υποδουλώθηκαν και πωλήθηκαν στην Αµερική, µε το 40% να µεταφέρεται στην Βραζιλία.

Ύστερα από το 1876 οι αποικιακές κτήσεις διευρύνθηκαν. Μέχρι το 1902, το 90% της Αφρικανικής ηπείρου βρισκόταν υπό ευρωπαϊκό έλεγχο. Τα µόνα ανεξάρτητα κράτη ήταν: Η Λιβερία, που ιδρύθηκε µε την υποστήριξη των ΗΠΑ για τους σκλάβους που είχαν απελευθερωθεί και επιστρέψει και η Αβησσυνία (Αιθιοπία), το µόνο ελεύθερο γηγενές κράτος, το οποίο και απέκρουσε την ιταλική εισβολή από την Ερυθραία στον πρώτο Ιταλο-Αβησσυνιακό πόλεµο (1896).

Στο µεταίχµιο του 19ου προς τον 20ο αιώνα είχε τελειώσει το πρώτο µοίρασµα του κόσµου.

Το πρωτογενές οικονοµικό µοντέλο εκµετάλλευσης των αποικιών ήταν απλό: καταλήστευση των φυσικών πόρων, υποχρεωτική εργασία (για δίκτυο µεταφορών) και εκχρηµατισµός της οικονοµίας για την συλλογή φόρων (κατά κανόνα κεφαλικών). Μόνο που οι «ιθαγενείς» αµείβονταν µε το 1/10 του µισθού των µιγάδων και αυτοί µε το ½ του µισθού των αποίκων…  

Τι πυροδότησε το νέο κύµα αποικιοκρατίας; 

Σύµφωνα µε τον Λένιν:«Βασική ιδιοµορφία του νεότατου καπιταλισµού είναι ή κυριαρχία των µονοπωλιακών ενώσεων των πιο µεγάλων επιχειρηµατιών. Τα µονοπώλια αυτά είναι πιο στέρεα, όταν όλες οι πηγές πρώτων υλών συγκεντρώνονται στα ίδια χέρια. 

Μόνο ή κατοχή αποικιών παρέχει την απόλυτη εγγύηση για την επιτυχία του µονοπωλίου ενάντια σε όλα τα ενδεχόµενα της πάλης µε τον ανταγωνιστή. Όσο υψηλότερη είναι η ανάπτυξη του καπιταλισµού, όσο πιο οξύς είναι ο συναγωνισµός για πηγές πρώτων υλών σε όλο τον κόσµο, τόσο πιο απεγνωσµένος είναι ο αγώνας για την απόκτηση αποικιών.» 

…Και συνεχίζει: «Ανάµεσα στις επενδύσεις του κεφαλαίου στο Εξωτερικό, στην πρώτη θέση, βρίσκονται οι επενδύσεις πού γίνονται σε χώρες πολιτικά εξαρτηµένες ή συµµαχικές: η Αγγλία δίνει δάνειο στην Αίγυπτο, την Ιαπωνία, την Κίνα, τη Νότια Αµερική. Ο πολεµικός της στόλος παίζει, σε περίπτωση ανάγκης, το ρόλο του δικαστικού κλητήρα. Η πολιτική δύναµη της Αγγλίας την προφυλάσσει από την αγανάκτηση των οφειλετών… »

Από-αποικιοποίηση και νέο-αποικιοκρατία

Η εικόνα αυτή του κόσµου θα αλλάξει τελείως µετά τον Β’ Π.Π.: 130 αποικίες των ∆υτικών θα αναγνωριστούν ως ανεξάρτητα κράτη κατά το υπόλοιπο του 20ού αιώνα.

Η επανάσταση των Μπολσεβίκων στην Ρωσία (παρά την βραχύβια ύπαρξη της) και η δηµιουργία της Γ΄∆ιεθνούς, έδωσε νέα πνοή και όραµα στην υπαρκτή αντίσταση των αποικιοκρατούµενων λαών στην εκµετάλλευση και εθνική καταπίεση.

Η εµπειρία εκατοµµυρίων στρατιωτών των υπόδουλων εθνών στους δύο Παγκόσµιους Ιµπεριαλιστικούς Πολέµους, οι υπέρογκες θυσίες στα µετόπισθεν των αποικιών για τον πόλεµο της «µητρόπολης» και οι πρώτες επιτυχίες του αντιαποικιακού αγώνα σε Τουρκία, Ινδία, Ινδοκίνα, Κίνα και Ινδονησία «διέσπειραν» τα αντιαποικιακά κινήµατα.

Τα κύρια όπλα των αποικιοκρατών στην, σε εξέλιξη πλέον, από-αποικιοποίηση δεν ήταν κάποια «πολυβόλα maxim», αλλά η υποδαύλιση ή δηµιουργία φυλετικών και θρησκευτικών διαφορών σε έναν, προσδιορισµένο από τους ίδιους, αυθαίρετο πολιτικογεωγραφικό χάρτη, ώστε να εµφανίζονται µετά ως «πολιτισµένοι» επιδιαιτητές.

Την ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ακόµα και αν η οργανωµένη σε συνδικάτα εργατική τάξη µε τις απεργίες της «πονούσε» περισσότερο τους αποικιοκράτες έπαιρναν στην πλειονότητα των αποικιών τα εθνικιστικά κόµµατα. Αυτά, ελλείψει κατά κανόνα ιθαγενούς αστικής τάξης, κυριαρχούνταν από µικροαστούς: διανοούµενους, εµπόρους και πολλά πρώην στελέχη του αποικιακού στρατού. Παρά το ότι τα εθνικιστικά κόµµατα δεν ήθελαν το ξέσπασµα των εξεγέρσεων ούτε, πολύ περισσότερο, τις προκαλούσαν, πάντα εµφανίζονταν ως ο συνοµιλητής, ο απαραίτητος µεσολαβητής µε τους αποικιοκράτες και από την ουρά του εθνικού κινήµατος βρίσκονταν ξαφνικά στην κεφαλή και αναλάµβαναν τα ηνία των νεοσύστατων κρατών.

Αντίθετα, στις µεταπολεµικές ιδίως δεκαετίες, τα εργατικά κόµµατα κυριαρχούµενα από τον σταλινικό ρεφορµισµό, δεν διεκδικούσαν ηγεµονικό κοινωνικό ρόλο αλλά µια πολιτική «ουράς» σε «δηµοκρατικές εθνικές συµµαχίες» στην λογική των σταδίων και κάπου στο βάθος στον σοσιαλισµό…

Τελικά, οι µικραστικές ηγεσίες περιορίζονται στην διασφάλιση υποδοµών για το ξένο κεφάλαιο και την αναπαραγωγή του. 

Αποικιοκρατία και «Ευρωπαϊκός πολιτισµός» 

Ο σύγχρονος ρατσισµός, που περιβλήθηκε τον επιστηµονικοφανή µανδύα, γεννήθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα, στην ιστορική τοµή συνάντησης του µονοπωλιακού καπιταλισµού µε το έθνος – κράτος.    

Ο Λένιν γράφει: «Είναι αυτονόητο µε ένα τόσο γιγάντιο υπερκέρδος (γιατί είναι πάνω από το κέρδος που αποµυζούν οι καπιταλιστές από τους εργάτες της «πατρίδας τους»), να εξαγοράζονται οι εργατικοί ηγέτες και το ανώτερο στρώµα των εργατών της «εργατικής αριστοκρατίας». Αυτό το στρώµα, πού είναι πέρα για πέρα µικροαστικό ως προς τον τρόπο της ζωής του και την όλη κοσµοθεωρία του, είναι στις µέρες µας το κύριο κοινωνικό (όχι στρατιωτικό) στήριγµα της αστικής τάξης…  

…Οι γιγάντιες διαστάσεις του χρηµατιστικού κεφαλαίου, που είναι συγκεντρωµένο σε λίγα χέρια, δηµιουργεί ένα πυκνό δίχτυ σχέσεων και δεσµών, που υποτάσσει στο κεφάλαιο τη µάζα όχι µονάχα των µεσαίων και των µικρών, άλλα και των πάρα πολύ µικρών καπιταλιστών και «νοικοκυραίων», και από την άλλη, η οξυµένη πάλη µε τις άλλες εθνοκρατικές οµάδες των χρηµατιστών για το µοίρασµα του κόσµου και για την κυριαρχία πάνω στις άλλες χώρες προκαλούν το γενικό πέρασµα όλων των εύπορων τάξεων µε το µέρος του ιµπεριαλισµού.».

Οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες για να διαιωνίσουν την εκµετάλλευση προσέφευγαν στον «πολιτισµό»: ίδρυαν ιεραποστολικά σχολεία, τους υποχρέωναν σε αλλαγή θρησκείας, γλώσσας, ονόµατος και ενδυµασίας και διεξήγαγαν επιλεκτικές αρχαιολογικές ανασκαφές στις αποικίες από όπου ευρήµατα εντάσσονταν στα «εθνικά» µουσεία τους. 

Συµπεριλάµβαναν στις Εµπορικές Αποικιακές Εκθέσεις «ανθρωποκήπους» µε έγκλειστους Αφρικανούς, όπου οι θεατές έριχναν τρόφιµα ή αντικείµενα για να παρατηρούν τις αντιδράσεις των «αγρίων». Ηµίγυµνες έγχρωµες «αµαζόνες» εµφανίζονταν στα καµπαρέ των µεγαλουπόλεων. 

Τα παραπάνω υπογράµµιζαν, στα εκατοµµύρια των επισκεπτών, το επιθυµητό ιδεολογικό µήνυµα: την ανωτερότητα των Ευρωπαίων, την νοµιµοποίηση της αποικιοκρατίας και της σεξουαλικής και κάθε είδους άλλης εκµετάλλευσης. Ιδανικά ικανά να κινητοποιήσουν τον αποικιακό στρατιώτη του «Μεγάλου Πολέµου». 

Το στερεότυπο των µοχθηρών (έως και «κανίβαλων») ανθρωποειδών, των τεµπέληδων,  «πρωτόγονων» τροφοσυλλεκτών (συνήθως ντυµένων µε φούστες από άχυρα), είναι το success story στην λογοτεχνία και αργότερα στο σινεµά των αποικιοκρατών. Όπως στον Ροβινσώνα Κρούσσο, τους αναγνωρίζεται «χρησιµότητα» µε την προϋπόθεση της «σκυλίσιας» υποταγής. Περιµένουν την συνάντηση µε τον «λευκό άνθρωπο» για να ενταχθούν (ή επανενταχθούν) στην παγκόσµια ιστορία.

Υπήρχε και µια δευτερεύουσα όψη των αποικιοκρατικών – ρατσιστικών στερεοτύπων: Ορδές «ριψοκίνδυνων» καλλιτεχνών (Ρεµπώ, Γκωγκέν, Γερµανοί εξπρεσιονιστές), «ροµαντικών ψυχών», µεσσιανιστών κάθε λογής, από παπάδες και χριστιανικές σέχτες µέχρι ουτοπικούς σοσιαλιστές, κατέφευγαν στις αποικίες, ελπίζοντας να δραπετεύσουν από την δυστοπία των βιοµηχανικών πόλεων της εποχής και την «βικτωριανή» ηθική και αναζητώντας την γοητεία της «άγριας ζωής» και τα «ελεύθερα» και ευγενή (κατά τον Προυντόν) ένστικτα της ανθρώπινης «φύσης». 

Η ωµότητα όµως της επιβολής της «δεύτερης» αποικιοκρατίας δεν άφηνε περιθώρια φαρισαϊκού εξωραϊσµού, τουλάχιστον για όσους συµµετείχαν σε αυτήν ή για όσους µη εξωνηµένους στις µητροπόλεις της είχαν «µάτια και αυτιά».

 

«Η πολεµική προσευχή»
(The War Prayer).

«Κύριε και Θεέ µας, 

βοήθησέ µας να διαλύσουµε τους στρατιώτες τους µε τις οβίδες µας / βοήθησέ µας να καλύψουµε τους χαρωπούς αγρούς τους µε τις ωχρές µορφές των νεκρών πατριωτών τους / βοήθησέ µας να πνίξουµε τη βροντή των όπλων µας στα ουρλιαχτά των πληγωµένων τους […] βοήθησέ µας να σφίξουµε τις καρδιές των αθώων γυναικών τους µε ανώφελη οδύνη- βοήθησέ µας να τις διώξουµε από τα σπίτια τους, / µε τα µικρά παιδιά τους να περιπλανώνται χωρίς φίλους στην ερηµωµένη γη τους, / ρακένδυτες, πεινασµένες και διψασµένες […]».

Μαρκ Τουέιν  (δηµοσίευση εφηµερίδας µε αφορµή την επίθεση το 1899 των ΗΠΑ στις Φιλιππίνες.

Η στυγνή εκµετάλλευση των φυσικών πόρων και της ανθρώπινης εργασίας, µέσω της αποικιοκρατίας, καταδίκαζε τους αυτόχθονες στην υπανάπτυξη και τον εγκλωβισµό τους σε παλιότερες κοινωνικές δοµές (φυλετικές, θρησκευτικές, κάστας) που µεταξύ άλλων βάθαιναν ακόµη περισσότερο τον ρατσισµό των Ευρωπαίων.

Στην Αφρική η έννοια του θανάτου από πείνα, µε την οποία δυστυχώς «εξοικειωθήκαµε» στις µέρες µας, ήταν πρακτικά άγνωστη πριν την κατάκτησή της από τους Ευρωπαίους και την επιβολή της παραγωγής για το αγροβιοµηχανικό σύµπλεγµα και την παγκόσµια αγορά, ιδιαίτερα στην µεταπολεµική περίοδο της νεοαποικιοκρατίας.                   

Σήµερα, µε φόντο τις Ευρωεκλογές (και τα προβλήµατα του Ευρωπαϊκού ιµπεριαλισµού για τα οποία άλλοι σ. γράφουν), όλο το αστικό πολιτικό προσωπικό της Ευρώπης από τον Μακρόν µέχρι τον Όρµπαν και την Μελόνι και από τον Μητσοτάκη – Κασσελάκη µέχρι την «νέα αριστερά» και τον Παπαδηµούλη, θα µιλήσουν για τις αξίες της «∆ύσης» και τα «Ευρωπαϊκά ιδανικά – οράµατα» για τα οποία πασχίζουν.  Μαζί τους στα πάνελ ακαδηµαϊκοί, διαµορφωτές κοινής γνώµης κλπ. 

Όλοι θα παραθέσουν αοριστολογίες για δηµοκρατία, ελευθερία  (ανθρώπων) ελευθερία (µε έλεγχο!) της αγοράς, και αναλόγως την πολιτική πελατεία που εκπροσωπούν θα µιλήσουν µε διαφορετική έµφαση για την αλληλεγγύη και προστασία στους αδύναµους, τα δικαιώµατα ανεξαρτήτως εθνικής, φυλετικής σεξουαλικής κλπ. ταυτότητας, την οικολογική προστασία και πράσινη «αειφόρο» ανάπτυξη, την «ασφάλεια» κλπ.

Αν προκληθούν, σποραδικά µπορεί να αναφερθούν σε «παρεκκλίσεις» κλπ. σε  «ατυχείς» στιγµές στο παρελθόν… 

Αλλά πόσο µακρινό; Και όντως είναι παρελθόν; 

Αναλογιζόµενοι το ένα εκατοµµύριο Αλγερινών που θυσιάστηκαν, προσπαθώντας να ελευθερωθούν από τις ευρωπαϊκές «αξίες», διαπιστώνουµε ότι από τις επίλεκτες µονάδες των βασανιστών αλεξιπτωτιστών στην Αλγερία ως τον βρώµικο ρόλο οµοεθνών τους αλεξιπτωτιστών και τον παθητικά ενεργό ρόλο των Βέλγων «Κυανοκράνων» στην γενοκτονία της Ρουάντα το 1994, διαπιστώνουµε ότι ο χρόνος είναι πυκνός, αλλά όχι µακρινός. 

Στην Ρουάντα για 100 ηµέρες σφάζονταν καθηµερινά 8-10.000 γυναίκες και παιδιά, χωρίς να «ιδρώσει το αυτί» αυτών που «µας ενηµερώνουν». 

Αναλογιζόµενοι επίσης: Αυτό που αντιµετωπίζουν σήµερα οι µετανάστες και οι πρόσφυγες στην Ευρώπη, από τους λόγους που τους κάνουν να φύγουν µέχρι τους θανάτους στα θαλάσσια σύνορα, 

Την επίκληση «πολιτισµικών» διαφορών και την ισλαµοφοβία, Την κήρυξη από τον Μακρόν στρατιωτικού νόµου στην Νέα Καληδονία, Το θράσος της δήλωσης του Βέλγου υπουργού εξωτερικών για «ηθικό δικαίωµα στο Κονγκό», 

Την ευρωπαϊκή αρµάδα στην Ερυθρά Θάλασσα, διαπιστώνουµε ότι η αποικιοκρατία δεν ήταν «παρέκκλιση από έναν φιλελεύθερο κανόνα», παρά καταστατική πλευρά του σύγχρονου «Ευρωπαϊκού Πολιτισµού».

Επειδή στην εποχή του είχε ξεκινήσει η συζήτηση για τις Ηνωµένες Πολιτείες της Ευρώπης, παραθέτουµε ακόµη ένα µικρό απόσπασµα του Β.Ι. Λένιν.

«Το µεγαλύτερο µέρος της ∆υτικής Ευρώπης θα µπορούσε τότε να πάρει την όψη και το χαρακτήρα που έχουν σήµερα ορισµένα µέρη αυτών των χωρών: η Νότια Αγγλία, ή Ριβιέρα, τα µέρη της Ιταλίας και της Ελβετίας που τα επισκέπτονται περισσότερο οι περιηγητές και που κατοικούνται από µια χούφτα πλούσιους, πού εισπράττουν µερίσµατα και εισοδήµατα από την Άπω Ανατολή, µαζί µε µια κάπως πιο σηµαντική οµάδα από υπαλλήλους και εµπόρους και µ’ ένα µεγαλύτερο αριθµό από υπηρέτες και εργάτες της βιοµηχανίας µεταφορών και της βιοµηχανίας που ασχολείται µε την τελική κατεργασία βιοµηχανικών προϊόντων. Οι κυριότεροι µάλιστα κλάδοι της βιοµηχανίας θα εξαφανίζονται και ο µεγάλος όγκος των προϊόντων διατροφής, ο µεγάλος όγκος των ηµικατεργασµένων προϊόντων θα εισρέανε, σαν φόρος υποτέλειας από την Ασία και την Αφρική». 

«Να τι δυνατότητα ξανοίγει µπροστά µας µια πλατύτερη συµµαχία των δυτικών κρατών, η ευρωπαϊκή οµοσπονδία των µεγάλων ∆υνάµεων: όχι µονάχα δεν θα προωθούσε τον παγκόσµιο πολιτισµό, παρά θα µπορούσε να σηµαίνει ένα τεράστιο κίνδυνο δυτικού παρασιτισµού: το ξεχώρισµα µιας οµάδας από προηγµένα βιοµηχανικά έθνη, που οι ανώτερες τάξεις τους θα εισπράττουν τεράστιο φόρο υποτελείας από την Ασία και την Αφρική και που µε τη βοήθεια αυτού του φόρου θα διατηρούν µεγάλες πειθήνιες µάζες υπαλλήλων και υπηρετών …

Είναι ακριβώς ο παρασιτισµός και το σάπισµα του καπιταλισµού που χαρακτηρίζει τον ιµπεριαλισµό».




Ο «εκπολιτισμός» της Μαύρης Ηπείρου

Eυρωπαϊκός πολιτισµός και αποικιοκρατία

του Βαγγέλη Λιγάση

Το καλεντάρι του «κόκκινου νήµατος» θα επικεντρώσει στην ανακήρυξη του Κονγκό σε προσωπική ιδιοκτησία του Λεοπόλδου Β΄ του Βελγίου το 1895 και στην εκλογή του Νέλσον Μαντέλα ως πρώτου µαύρου Προέδρου της Ν. Αφρικής το 1994

Το Βέλγιο είναι γνωστό στους περισσότερους για τις σοκολάτες του και τον …Tintin. ∆ηµιουργηµένο κράτος µόλις το 1830, ο βελγικός καπιταλισµός αναγκάστηκε να ψάξει «ζωτικό χώρο» επέκτασης εκτός Ευρώπης «στριµωγµένος» από τις διεθνείς συνθήκες, δηλαδή από τους µεγάλους γείτονές του. 

Το 1875, ο Βέλγος µονάρχης Λεοπόλδος Β΄δηµιούργησε την «∆ιεθνή Αφρικανική Κοινωνία», η οποία είχε ως στόχο την «εξερεύνηση και τον εκχριστιανισµό της ηπείρου». Ως συνήθως, η εγκατάσταση ιεραποστολών συνοδεύεται γρήγορα από εκείνη των στρατευµάτων µε πρόσχηµα την προστασία τους…

Το 1878, ο Λεοπόλδος παράλληλα µε την «∆ιεθνή Αφρικανική Κοινωνία» συνέστησε την «∆ιεθνή Κοινωνία του Κονγκό» και προσέλαβε τον Αµερικάνο δηµοσιογράφο Μόργκαν Στάνλεϊ, που είχε χαρτογραφήσει τα προηγούµενα χρόνια την λεκάνη του ποταµού Κόνγκο µε µυστική αποστολή να οργανώσει κράτος. Ταυτόχρονα, ο Λεοπόλδος εξαγόραζε κρυφά το µερίδιο των ξένων επενδυτών στην «∆ιεθνή Κοινωνία του Κονγκό».  

Στο τέλος του 1884, ο Γερµανός καγκελάριος Ότο Φον Βίσµαρκ κάλεσε τους αντιπροσώπους 13 ευρωπαϊκών κρατών καθώς και των Ηνωµένων Πολιτειών και της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας στο Βερολίνο, για να διευθετήσουν τις εδαφικές διαµάχες που προέκυψαν στην περιοχή του Κονγκό. Από την διάσκεψη προβλήθηκαν βέβαια τα  κενά περιεχοµένου ψηφίσµατα για την κατάργηση του εµπορίου των σκλάβων και ένα ευχολόγιο για ευηµερία της Αφρικής. Ωστόσο, έδειξε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες συµβιβάζονταν αµοιβαία για να καταλάβουν την ήπειρο (κάτι που θα ολοκλήρωναν στα επόµενα 25 χρόνια). 

Το ελεύθερο κράτος του Κονγκό κατοχυρώθηκε ως ιδιωτική ιδιοκτησία της «∆ιεθνούς Κοινωνίας του Κονγκό». Κατά συνέπεια, η επικράτεια της σηµερινής Λαϊκής ∆ηµοκρατίας του Κονγκό, µια έκταση 80πλάσια του Βελγίου, περίπου 2.000.000 τ.χλµ., έγινε ατοµική ιδιοκτησία του Λεοπόλδου Β΄.

Ο Λεοπόλδος, πιεζόµενος οικονοµικά να αποσβέσει γρήγορα την επένδυσή του, εξουσιοδότησε τους αποικιακούς φοροεισπράκτορές του (Force Publique) να πηγαίνουν στα χωριά και να εξαναγκάζουν τους «ιθαγενείς», αρχικά να σκοτώνουν τους ελέφαντες για το ελεφαντόδοντό τους και κυρίως να µαζεύουν καουτσούκ, βελτιώνοντας παράλληλα το οδικό δίκτυο εξαγωγής. 

Η τιµωρία για µειωµένη παραγωγή ήταν 10 καµτσικιές, για «απείθεια» 100 (ισοδύναµες µε εκτέλεση), το συλλογικό – κοινοτικό αντίστοιχο ήταν οι ακρωτηριασµοί των χεριών ή γεννητικών οργάνων και οι µαζικές δολοφονίες. Η δραπέτευση από την καταναγκαστική εργασία είχε ως ποινή την σταύρωση ή τον απαγχονισµό των εναποµεινάντων µελών της οικογένειας (γυναίκες – παιδιά). 

Μετά από ένα διεθνές κίνηµα κατακραυγής, ο Λεοπόλδος το 1908, θα µεταβιβάσει την ιδιοκτησία του στο βελγικό κράτος… Εν τω µεταξύ, τουλάχιστον 10 εκατοµµύρια Κογκολέζοι (το 50% του πληθυσµού) είχαν δολοφονηθεί επειδή δεν κατάφεραν να αποδώσουν τα προσδοκώµενα ποσοστά παραγωγής. 

Το Βελγικό Κονγκό αναµίχθηκε στους δύο παγκόσµιους πολέµους. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου, αγγλοβελγικές δυνάµεις εισέβαλαν στην Γερµανική Ανατολική Αφρική (Ταγκανίκα). Μετά τον πόλεµο, στο Βέλγιο δόθηκε, λόγω της συµµετοχής της Force Publique στην εκστρατεία, η εντολή της πρώην γερµανικής αποικίας Ρουάντα-Ουρουντί.

Η «ανεξαρτησία» του Κονγκό

Μέχρι το 1960, που το βελγικό Κονγκό απέκτησε την ανεξαρτησία του, είχε γίνει η δεύτερη πιο εκβιοµηχανισµένη χώρα της Αφρικής µετά τη Νότια Αφρική, µε ακµάζοντα µεταλλευτικό τοµέα και σχετικά παραγωγικό αγροτικό τοµέα.

Μέχρι τις ταραχές του 1959 στην πρωτεύουσα Λεοπολντβίλ (σηµερινή Κινσάσα), που πυροδοτήθηκαν από την σύλληψη του Πατρίς Λουµούµπα, αρχηγού του νεοϊδρυθέντος  «Εθνικού Κινήµατος του Κονγκό» (µία χαλαρή συµµαχία αγροτών από τις κεντρικές περιοχές, ανέργων στις πόλεις και διαφόρων φυλών στο Νότο), δεν επιτρεπόταν καµία πολιτική δραστηριότητα. Το Βέλγιο αποφάσισε να θέσει σε εφαρµογή το «πρόγραµµα Κονγκό», προκειµένου να διασφαλίσει την οµαλή µετάβαση στην «ανεξαρτησία», δηλαδή τα συµφέροντα των λευκών στην περιοχή.  Η διοίκηση και ο στρατός θα παρέµεναν ουσιαστικά στον βελγικό έλεγχο. Σχηµατίστηκε κυβέρνηση συνασπισµού µε Πρόεδρο τον Καζαβούµπου και πρωθυπουργό τον Λουµούµπα. Στις 30 Ιουνίου, παρουσία του Βέλγου βασιλιά Μποντουέν, οπότε οι Βέλγοι µεταβίβασαν επισήµως την εξουσία στην «κυβέρνηση», ο Λουµούµπα απέρριψε δηµοσίως το «πρόγραµµα Κονγκό». Σε µόλις µία εβδοµάδα εκδηλώθηκε από κατώτερους Κογκολέζους αξιωµατικούς στάση σε µονάδες της πρωτεύουσας και γειτονικών πόλεων.

 Άρχισε η οµαδική φυγή των Ευρωπαίων (µεταξύ αυτών και Ελλήνων). Ο βελγικός στρατός υποχώρησε στην Ελιζαµπετβίλ, «πρωτεύουσα» της επαρχίας Κατάνγκα και ανακηρύχθηκε η «ανεξαρτησία» της (εκεί υπάρχουν τα ορυχεία χαλκού που εκµεταλλευόταν κατά αποκλειστικότητα η πανίσχυρη Βελγική Ένωση Ορυχείων). 

Ο Λουµούµπα εξασφάλισε στρατιωτική υποστήριξη από τον σοσιαλίζοντα πρόεδρο της Γκάνα. Ήταν σαφής πλέον η στροφή του προς την Ε.Σ.Σ.∆., η οποία άρχισε να στέλνει στρατιωτικό υλικό και υπεραµύνθηκε των θέσεων του Κονγκό στις θυελλώδεις συνεδριάσεις του Συµβουλίου Ασφαλείας. 

Μετά τον Λουµούµπα… απόπειρες πραξικοπηµάτων

Τον «γόρδιο δεσµό» έλυσε µε πραξικόπηµα στις 14 Σεπτέµβρη ο συνταγµατάρχης (ξεκίνησε λοχίας για να φτάσει στρατάρχης…) Ζοζέφ Μποµπούτου. Στις αρχές της επόµενης χρονιάς γίνεται «µεταγωγή» του φυλακισµένου Λουµούµπα από την Λεόπολντβιλ στην Κατάνγκα όπου και δολοφονήθηκε, για να γίνει σύµβολο στα κατοπινά χρόνια, του ιδιότυπου αφρικανικού αλυτρωτισµού. 

Ο νέος πρόεδρος υποστηριζόταν, ως ανάχωµα στον «κοµµουνισµό»…. Περιοδικά, ο Μοµπούτου διεξήγαγε εκλογές όπου ήταν ο µόνος υποψήφιος. Το 1971 άλλαξε το όνοµα της χώρας σε Ζαΐρ. Η διαφθορά ήταν τόσο κοινή, ώστε να γίνει γνωστή ως «le mal Zairois»  (η αρρώστια του Ζαΐρ).

Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι σχέσεις ΗΠΑ και Μοµπούτου ψυχράθηκαν, καθώς δεν θεωρούνταν πλέον απαραίτητος.

Μετά τον εµφύλιο πόλεµο στη Ρουάντα (1990-1994), την γενοκτονία των Τούτσι, την τελική νίκη και άνοδο των Τούτσι στην κυβέρνηση της Ρουάντα, οι στρατιωτικές δυνάµεις των Χούτου κατέφυγαν στο ανατολικό Ζαΐρ, όπου χρησιµοποιούσαν τα στρατόπεδα των προσφύγων ως βάση για επιθέσεις στην Ρουάντα. 

Το 1996 οι συνασπισµένοι στρατοί της Ρουάντα και της Ουγκάντα εισέβαλαν στο Ζαΐρ για να εκθρονίσουν την κυβέρνηση Μοµπούτου και τελικά να ελέγξουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, ξεκινώντας τον πρώτο πόλεµο του Κονγκό. Το 1997, ο Μοµπούτου έφυγε και ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Λωράν Καµπιλά αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος και ξαναάλλαξε το όνοµα της χώρας σε «Λαϊκή ∆ηµοκρατία του Κονγκό».

Το 1998 ξανά οι στρατοί της Ουγκάντα και της Ρουάντα µαζί µε «πολέµαρχους» ξεκίνησαν τον δεύτερο πόλεµο του Κονγκό. Οι στρατοί της Αγκόλα, Ζιµπάµπουε και Ναµίµπια συντάχθηκαν µε την κυβέρνηση. Ο Καµπιλά δολοφονήθηκε το 2001 και τον διαδέχθηκε ο γιος του Ζοζέφ. Μετά από περιπέτειες υπογράφηκε συνθήκη διαµοιρασµού της εξουσίας, µεταξύ υιού Καµπιλά και ανταρτών. 

Το 2006 διεξήχθησαν οι πρώτες πολυκοµµατικές εκλογές στη χώρα (χωρίς όµως να εκλείπουν µέχρι και πρόσφατα απόπειρες πραξικοπηµάτων).

Η «Λαϊκή ∆ηµοκρατία του Κονγκό» θεωρείται µια από τις πλουσιότερες χώρες όσον αφορά τους φυσικούς πόρους. Τα αποθέµατα ορυκτών που διαθέτει εκτιµάται ότι αξίζουν περισσότερα από 24 τρισεκατοµµύρια $. Στο Κονγκό βρίσκονται περίπου το ένα τρίτο των παγκοσµίων αποθεµάτων κοβαλτίου και διαµαντιών και το ένα δέκατο του παγκόσµιου χαλκού. 

Εκτιµάται ότι το 1/3 των διαµαντιών του Κονγκό διανέµεται από το λαθρεµπόριο, το οποίο και ποικιλοτρόπως, τροφοδοτεί τις εµφύλιες συρράξεις τις τελευταίες δεκαετίες.

Ωστόσο, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κυµαίνεται στα αφρικανικά «χαµηλά» περί των 170$ ετησίως.




Ιταλία 1919-1921: η «κόκκινη διετία»

Του Βαγγέλη Λιγάση

Περίπου έναν αιώνα πριν, ιδρύθηκε επίσημα το φασιστικό κόμμα στην Ιταλία (13/3/1919). Η ίδρυσή του συνέπεσε με την έξαρση ενός ρωμαλέου εργατικού κινήματος που αμφισβήτησε την εξουσία των καπιταλιστών στον χώρο παραγωγής (εργατικά συμβούλια) και δυνητικά την πολιτική εξουσία («κόκκινη διετία» 1919-1920).

Η ενδυνάμωση του φασισμού, πέρα από την απροσχημάτιστη ενίσχυση που έλαβε από την «αστική δημοκρατία» της εποχής, είχε να κάνει κυρίως με την ατολμία των οργανώσεων της εργατικής τάξης στην γείτονα χώρα να διεκδικήσουν κάτι πολύ μεγαλύτερο από προσωρινές κατακτήσεις, παρά το θάρρος και την αυτοθυσία των προλεταρίων. Με τα λόγια ενός πρωταγωνιστή της εποχής, του Αντόνιο Γκράμσι, την ατολμία «να περάσει από τον πόλεμο θέσεων, στον πόλεμο κινήσεων», να διεκδικήσει την εργατική εξουσία.

Οι συντριπτικές ήττες των εργατικών τάξεων της εποχής που, βγαίνοντας από το σφαγείο του 1ου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου εξεγέρθηκαν ένοπλα εναντίον των αποδιοργανωμένων αστικών κρατών τους (Γερμανία 1918-19, Ουγγαρία 1919, Ιταλία 1919-1920) καθόρισε στα επόμενα χρόνια την απομόνωση και τελική ήττα της Επανάστασης των Μπολσεβίκων με την άνοδο του Στάλιν στην εξουσία. Η ανάδυση του φασισμού, ως ένα νέο εργαλείο των μεγαλοαστών στην «εποχή των τεράτων» (κρίση του μονοπωλιακού καπιταλισμού), καταδίκασε σε νέες φρικαλεότητες τις επόμενες γενιές και αφήνει το ιστορικό της αποτύπωμα στη σημερινή δυστοπία. Αν η «δρακογενιά» των επαναστατών εκείνης της εποχής δικαιολογείται για την αποτυχία της, λόγω «απειρίας», εμείς δεν «απολαμβάνουμε» αυτό το «δικαίωμα». Αντίθετα, έχουμε την υποχρέωση να «μελετάμε» προσεκτικά τα χαμένα ιστορικά «παράθυρα ευκαιρίας», για να μην χαθούν τα επόμενα.

Η Ιταλία στον Μεγάλο Πόλεμο

Η Ιταλία πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ (συμμαχία Βρετανίας, Γαλλίας, Ρωσίας κ.ά.). Το 3,5% του πληθυσμού (651.000 στρατιώτες και 589.000 πολίτες) βρήκε τον θάνατο. Η φτώχεια και οι τραγικές συνθήκες διαβίωσης στην αγροτική Ιταλία, διεύρυναν το μίσος απέναντι στον βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ, ο οποίος ήταν ήδη αντιδημοφιλής πριν τον πόλεμο.

Σε αντίθεση με τη Γερμανία και τη Γαλλία, όπου τα κυρίαρχα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συντάχθηκαν με τις αστικές τάξεις των χωρών τους εγκρίνοντας τους πολεμικούς τους προϋπολογισμούς, στην Ιταλία το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (P.S.I.) τάχθηκε εξαρχής (με τη μειοψηφία να παραμένει στο εσωτερικό του) υπέρ της ουδετερότητας και κατήγγειλε την επερχόμενη αιματοχυσία.

Η αντιπαράθεση για την είσοδο ή όχι της Ιταλίας στον πόλεμο, πήρε μάλιστα ένοπλα χαρακτηριστικά το 1915, την περίοδο που ονομάστηκε «οι λαμπρές μέρες του Μάη», με αποτέλεσμα την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.

Η «Κόκκινη διετία»

Όταν όμως οι φαντάροι γύρισαν από το μέτωπο, το ταξικό μίσος, που γιγαντώθηκε στα στρατόπεδα και στα πεδία της μάχης, μεταφέρθηκε στα εργοστάσια και στα μεγάλα αγροκτήματα, όπου οι φτωχοί αγρότες δούλευαν σε άθλιες συνθήκες. Ταυτόχρονα, η αγροτική παραγωγή είχε μειωθεί σχεδόν στο μισό σε σχέση με προπολεμικά, όπως και οι μισθοί, σε αντίθεση με τα υπερκέρδη των εταιρειών Fiat, Breda, Ansaldo κ.λπ, που είχαν εκτοξευτεί λόγω των πολεμικών παραγγελιών. Οι υποσχέσεις που είχαν δοθεί στους αγρότες για παραχώρηση γης με την επιστροφή τους από το μέτωπο, αθετήθηκαν απροσχημάτιστα, κι αυτό έκανε την κατάσταση ακόμα πιο εκρηκτική.

Οι καταλήψεις γης από φτωχούς αγρότες, που είχαν ήδη ξεκινήσει από το 1917, εντάθηκαν, αφού πλέον σε αυτές συμμετείχαν και «εξαπατημένοι» βετεράνοι του πολέμου. Πραγματικές μάχες για την αναδιανομή της γης έγιναν σε όλη τη χώρα, από την Εμιλιάνα Ρομάνα και το Βένετο μέχρι την Απουλία και τη Σικελία.

Από τις αρχές του 1919, η διαρκής άνοδος των τιμών βασικών αγαθών είχε προκαλέσει μαζικές διαδηλώσεις και απεργίες (1.800 περίπου, στις οποίες συμμετείχαν περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο εργάτες). Ενδεικτικά, το καλοκαίρι του 1919 έγινε 3ήμερη απεργία αλληλεγγύης στη Σοβιετική Ένωση…

Κάτω από την επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης, το συνέδριο του PSI στη Μπολόνια τον Οκτώβρη του 1919 υιοθέτησε ένα επαναστατικό πρόγραμμα και το κόμμα προσχώρησε στην Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ). Ωστόσο, η πλειοψηφούσα τάση του Σεράτι, παρά τις επαναστατικές της διακηρύξεις, κρατούσε «κεντρίστικη» στάση, αποφεύγοντας συστηματικά κάθε ρήξη με την δεξιά πτέρυγα (Τουράτι), που αντιτασσόταν σφοδρά στη νέα πολιτική του κόμματος. Από την άλλη πλευρά, στην αριστερή πτέρυγα είχαν δημιουργηθεί οι ομάδες του Γκράμσι, που ασκούσε κριτική στην ηγετική ομάδα ωστόσο εξακολουθούσε να τη στηρίζει, και του Μπορντίγκα, που απαιτούσε την απομάκρυνση των ρεφορμιστών και απέρριπτε τη συμμετοχή στις εκλογές.

Η αριστερή στροφή του κόμματος είχε εκτοξεύσει τον αριθμό των μελών από 24.000 σε 200.000, ενώ η CGdL (η αντίστοιχη ιταλική ΓΣΕΕ) μετρούσε 2 εκατομμύρια μέλη – συνδικαλισμένους εργάτες. H αναρχικής επιρροής Ιταλική Συνδικαλιστική Ένωση μετρούσε 800.000 μέλη.

Στις εκλογές του Νοέμβρη του 1919, το PSI θριάμβευσε με 32,4%. Ήδη, στο Τορίνο, οι εργάτες είχαν δημιουργήσει τις πρώτες εργοστασιακές επιτροπές, αμφισβητώντας την εξουσία των αφεντικών στα εργοστάσια.

Το 1920, μετά από πολυάριθμες και σκληρές αναμετρήσεις, μεταξύ των οποίων η «απεργία των δεικτών» (σ.σ. μετά την εργοδοτική αλλαγή ωραρίου στο Τορίνο χωρίς τη γνωμοδότηση και για λόγους αμφισβήτησης των εργοστασιακών συμβουλίων, ξέσπασε απεργία, με τους εργάτες να γυρνούν επιδεικτικά τους δείκτες των ρολογιών της επιχείρησης μία ώρα πίσω, και τα αφεντικά να απολύουν τα μέλη της εσωτερικής επιτροπής.) Η απεργία στις 29/3 εξελίχτηκε σε πανεθνική με 1,2 εκατομμύρια απεργούς, οι εργοδότες απάντησαν με lockout, τα εργοστάσια στο Τορίνο καταλήφθηκαν από (ένοπλους) εργάτες, αλλά οι 50.000 στρατιώτες που έστειλε η κυβέρνηση (μαζί και πολλές εκατοντάδες φασίστες) και η συμφωνία που έσπευσε να κλείσει η ηγεσία της CGdL με την Confindustria (Συνομοσπονδία Βιομηχάνων) «έκλεισαν» την απεργία.

Οι κινητοποιήσεις έφθασαν στο απόγειο τον Αύγουστο του 1920. Το καλοκαίρι, η ομοσπονδία των εργατών μεταλλουργίας FIΟΜ παρουσίασε σειρά διεκδικήσεων, όπως μισθολογικές αυξήσεις, ενοποίηση των μισθολογίων με το κομμάτι και ένα σύστημα αποζημιώσεων ενάντια στην ακρίβεια («Α.Τ.Α.») Το άλλο μέρος απόρριψε την έναρξη διαπραγματεύσεων. Αυτό που διακυβεύονταν δεν ήταν μόνο οικονομικά συμφέροντα, αλλά η ίδια η δυναμική της εξουσίας. Τα αφεντικά ήταν αποφασισμένα να βάλουν ένα τέλος στην πολιτική αυτονομία της εργατικής τάξης που είχε αναπτυχθεί εντός των εργοστασίων.

Από τις 20 Αυγούστου, η Ιταλική Ομοσπονδία των Εργατών Μεταλλουργίας (FIOM) απάντησε με μια στρατηγική κωλυσιεργίας εντός των εγκαταστάσεων, ώστε να αποδυναμώσει την παραγωγή. Στις 31 Αυγούστου, η εργοδοσία αντεπιτέθηκε με κλείσιμο των εργοστασίων, αλλά σε εκείνο το σημείο οι εργάτες προχώρησαν στην κατάληψη των εργοστασίων.

Τα αφεντικά κάλεσαν το στρατό για να περιφρουρήσει τις πύλες των εργοστασίων. Η απάντηση των εργατών ήταν ένα κύμα καταλήψεων εργοστασίων που εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα. Μέσα σε 4 ημέρες το κίνημα εξαπλώθηκε σε όλο τον κλάδο της μεταλλουργίας με τη συμμετοχή 400.000 εργατών. «Όπου υπήρχε εργοστάσιο, αποβάθρα, χαλυβουργείο, σιδηρουργείο, χυτήριο στο οποίο εργαζόταν metallos, εμφανιζόταν μια νέα κατάληψη».

Εκτιμάται πως 100.000 εργάτες άλλων βιομηχανικών κλάδων ακολούθησαν το παράδειγμα των εργατών μετάλλου. Οι άνθρωποι άρχισαν να πιστεύουν πως ο αγώνας δεν ήταν μόνο οικονομικής φύσης. Άρχισαν να κατασκευάζουν και να αποθηκεύουν όπλα στα εργοστάσια. Συνέχισαν την παραγωγή επειδή πίστευαν ότι εγκαινίαζαν μια νέα κοινωνία βασισμένη στον εργατικό έλεγχο. «Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, με όπλα ή χωρίς, που εργάζονταν, κοιμούνταν μέσα στα εργοστάσια και τα φρουρούσαν. Θεωρούσαν πώς οι εξαιρετικές ημέρες που ζούσαν ήταν η επανάσταση στην πράξη». Η κυβέρνηση παρέλυσε. Στο Νότο οι αγρότες άρχισαν αυθόρμητα να μοιράζουν τη γη. Οι στρατιώτες στην Ανγκόνα στασίασαν για να μην τους στείλουν να πολεμήσουν στην Αλβανία. Οι σιδηροδρομικοί απέργησαν προκειμένου να αποτρέψουν τη μεταφορά «νομοταγών» στρατευμάτων εναντίον της πόλης (κάτι που τελικά δεν απετράπη, λόγω της παρέμβασης των πυροβόλων του Πολεμικού Ναυτικού). Τον Σεπτέμβριο του 1920, οι περισσότερες βιομηχανίες ήταν υπό εργατικό έλεγχο.

Η ιταλική κυβέρνηση, έχοντας συνείδηση της ισχύος του εργατικού κινήματος και των δυσκολιών του κρατικού μηχανισμού να διαχειριστεί ένα κίνημα που μπορούσε να πάρει ανεξέλεγκτο χαρακτήρα, προτίμησε να υιοθετήσει μια στρατηγική φθοράς και διαμεσολάβησης, γνωρίζοντας ότι μπορούσε να βασίζεται στον ρεφορμιστικό προσανατολισμό της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGdL) και την παράλυση του ΣΚΙ.

Στις 20 Σεπτέμβρη 1920 πραγματοποιήθηκε κοινή συνδιάσκεψη του PSI και της CGL. Οι εργάτες της FIAT έστειλαν στη συνδιάσκεψη ένα τηλεγράφημα όπου εξέφραζαν την αποφασιστικότητά τους να πολεμήσουν μέχρι την τελική νίκη της επανάστασης. Κάτω από την πίεση των γεγονότων, η ηγεσία του PSI διακήρυξε ότι στόχος του κινήματος πρέπει να είναι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και της γης και ότι αναλάμβανε να κατευθύνει τον αγώνα σε πανεθνικό επίπεδο. Ο ιστορικός ηγέτης της CGdL Ντ’ Αραγκόνα προκάλεσε ανοιχτά το ΣΚΙ αναφορικά με τη δυνατότητα να ωθήσει τα πράγματα από την κατάληψη των εργοστασιακών εγκαταστάσεων στην επανάσταση: «Εσείς πιστεύετε ότι αυτή είναι η στιγμή να προκληθεί μια επαναστατική ενέργεια, ε, λοιπόν, αναλάβετε εσείς την ευθύνη. Εμείς που δεν αισθανόμαστε να είμαστε σε θέση να αναλάβουμε αυτή την ευθύνη να οδηγήσουμε το προλεταριάτο στην αυτοκτονία, σας λέμε ότι αποσυρόμαστε και παραιτούμαστε… Πάρτε εσείς την καθοδήγηση όλου του κινήματος». Ο γραμματέας του ΣΚΙ Σεράτι, ωστόσο, απέρριψε την προβοκατόρικη πρόταση του Ντ’ Αραγκόνα, και ξαναέθεσε το κόμμα στη διάθεση της Συνομοσπονδίας Εργασίας.

Εντός της CGdL h συζήτηση ανέδειξε κυρίως δύο διακριτές τοποθετήσεις. Από τη μια, την πρόταση του μιλανέζικου εργατικού κέντρου, με επικεφαλής τους Σκιαβέλο-Μπούκο, σύμφωνα με την οποία το Σοσιαλιστικό Κόμμα όφειλε να αναλάβει την καθοδήγηση του εργατικού κινήματος και να θέσει το ζήτημα της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Από την άλλη, η γραμμή που προωθούσε ο γραμματέας (με διακηρυγμένο στόχο «την αναγνώριση εκ μέρους της εργοδοσίας της αρχής του συνδικαλιστικού ελέγχου επί των επιχειρήσεων»), η οποία και πέρασε με πλειοψηφία 3 προς 2.

Μπροστά στην πολιτική απομόνωση και την έλλειψη υποστήριξης, το εργατικό κίνημα έχασε την αποφασιστικότητά του και η FIOM κατέληξε να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την εργοδοσία. Ο συλλογικός έλεγχος της παραγωγής δεν υλοποιήθηκε ποτέ, ούτε ήταν το πρελούδιο για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής όπως διαλαλούσαν οι ρεφορμιστές.

Τις μαζικές απολύσεις και διώξεις κατά των πρωτεργατών του κινήματος ακολούθησε η εξαπόλυση των φασιστικών συμμοριών, που κατέστρεφαν τα γραφεία των εργατικών οργανώσεων, συνδικάτων και εφημερίδων και δολοφονούσαν εργάτες. Η προδοτική ηγεσία του PSI περιορίστηκε σε εκκλήσεις προς το Κοινοβούλιο και το κράτος.

Για την ακρίβεια, την Κόκκινη Διετία διαδέχτηκε η Μαύρη, καθώς η αστική τάξη έδωσε την κυβέρνηση στον φασισμό.

Η γέννηση του φασισμού

Ο Μουσολίνι ίδρυσε την οργάνωση Fasci di Combattimento (ομάδες μάχης) στο Μιλάνο στις 13 Μαρτίου 1919 και αρχικά, τα πρώτα λίγα μέλη ήταν πρώην στρατιώτες που ήταν δυσαρεστημένοι από την έκβαση του πολέμου. Εμφανίστηκε σαν μια αντίδραση βετεράνων του πολέμου που επέστρεφαν στη ζωή τους ως πολίτες, όπου πια δεν μετράνε μία, το μόνο που τους ενώνει είναι η συλλογική βία, και η εμμονή για τσάκισμα οτιδήποτε φαντάζονται ότι αποτελεί αιτία για τη μιζέρια τους: οι ανατρεπτικοί, οι εχθροί του έθνους κ.λπ. Άλλωστε, από τον Ιούλιο του 1918, η φυλλάδα του Μουσολίνι, Il Popolo dItalia,πρόσθεσε στον υπότιτλό της «η καθημερινή εφημερίδα των βετεράνων και των παραγωγών».

Ο Μουσολίνι, πρώην αρχισυντάκτης της εφημερίδας του PSI Avanti, είχε συστήσει στην ίδια πόλη από τον Νοέμβριο του 1914 την ομάδα Fasci dazione rivoluzionaria internazionalista (ομάδες επαναστατικής διεθνιστικής δράσης!) κυκλοφορώντας την εφημερίδα Il popolo dItalia (Ο λαός της Ιταλίας). Την αρχική ομάδα στελέχωσαν παλιοί σοσιαλιστές συνδικαλιστές με ιδιόρρυθμη προσωπικότητα, όπως ο Anceste de Ambris (διανοούμενος του κορπορατισμού, που ωστόσο το 1914 καλούσε τους εργάτες να πουλήσουν τα ποδήλατά τους για να αγοράσουν ρεβόλβερ… και δεν συνέχισε στο φασιστικό κόμμα) και ο Angelo Olivetti (εβραιοϊταλός). Τα Fasci (φάτσι), απ’ όπου βαφτίστηκε και το σχετικό κίνημα, σημαίνει μια δέσμη κλαριών δεμένα μεταξύ τους (και άρα αδύνατο να σπάσουν) και ήταν προηγούμενα συνηθισμένη ονομασία για συνδικαλιστικές ομάδες κ.λπ.

Το «μανιφέστο» τους καλούσε σε κατάργηση της μοναρχίας, της Συγκλήτου και κάθε τίτλου ευγενείας, το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, τη δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας και την απαλλοτρίωση των μεγάλων γαιοκτημόνων και βιομηχάνων… Παραδοσιακά, η μπουρζουαζία αρνείται την ύπαρξη κοινωνικών αντιθέσεων. Ο φασισμός αντίθετα, τις διεκήρυττε ανοιχτά με τη βία, αρνούμενος όμως την ύπαρξή τους μεταξύ των τάξεων και μεταθέτοντάς τες στον ανταγωνισμό μεταξύ των εθνών, κλαψουρίζοντας για τη μοίρα της Ιταλίας ως χώρας φτωχής – «προλεταριακό έθνος».

Ο Μουσολίνι ήταν ταυτόχρονα ένας απαρχαιωμένος θιασώτης παραδοσιακών αξιών που

είχαν ήδη καταστραφεί απ’ το κεφάλαιο, και ταυτόχρονα μοντερνιστής υποστηρικτής των κοινωνικών δικαιωμάτων των ανθρώπων.

Η πληροφορία ότι η εφημερίδα του χρηματοδοτείται από τους Γάλλους, οι οποίοι επιθυμούσαν την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, και από βιομηχάνους, που ήθελαν να αποδυναμώσουν το Σοσιαλιστικό Κόμμα, είχε αποτέλεσμα τη διαγραφή του από αυτό. Σύμφωνα με έγγραφα που μελέτησε ο ιστορικός Peter Martland (Cambridge), από το 1917 ο Μουσολίνι πληρωνόταν 100 στερλίνες την εβδομάδα από τη Βρετανική Μυστική Υπηρεσία ΜΙ5, τουλάχιστον επί ένα χρόνο. Αυτό το ποσό ισοδυναμεί με £7.000 στη σύγχρονη εποχή. Τα χρήματα εγκρίνονταν από τον Sir Samuel Hoare, Βρετανό βουλευτή και άνθρωπο της ΜΙ5 που βρισκόταν στη Ρώμη και ήταν τότε επικεφαλής ομάδας 100 Βρετανών πρακτόρων. Εκτός από την έκδοση της εφημερίδας Il Popolo dItalia, ο Hoare ενημερωνόταν και για τη δράση φασιστικών ομάδων που χτυπούσαν διαδηλωτές υπέρ της ειρήνης. Όπως εξηγεί ο Martland, «Το τελευταίο πράγμα που ήθελε τότε η Βρετανία ήταν να σταματήσουν να δουλεύουν τα εργοστάσια του Μιλάνου από απεργούς υπέρ της ειρήνης. Ήταν πολλά τα χρήματα για κάποιον που ήταν δημοσιογράφος τότε (Μουσολίνι), αλλά ήταν ψίχουλα μπροστά στα 4 εκατομμύρια λίρες που ξόδευε η Βρετανία κάθε μέρα για τον πόλεμο».

Το 1919 ο Μουσολίνι δεν αντιπροσώπευε τίποτα: στο Μιλάνο, στις γενικές εκλογές του Νοέμβρη, πήρε λιγότερες από 5.000 ψήφους (ενώ οι σοσιαλιστές πήραν 170.000) και δεν κατάφερε να μπει στην Βουλή.

Στα πρώτα χρόνια, οι ομάδες του κόμματος ονομάζονταν Μελανοχίτωνες (squadristi) και δημιούργησαν μια βάση εξουσίας επιβάλλοντάς την βίαια στους σοσιαλιστές στην αγροτική κοιλάδα Πo, κερδίζοντας έτσι την υποστήριξη των ιδιοκτητών γης. Η ομάδα του, κατά τη διάρκεια του μεγάλου απεργιακού κύματος του 1920, δρα εναντίον των εργατών, οργανώνοντας εκστρατείες «τιμωρίας». Έτσι κερδίζει τη συμπάθεια και τη στήριξη των βιομηχάνων.

Η «Μαύρη διετία»

Από την εμφάνιση των φάτσι κι έπειτα, η αστυνομία έκανε τα στραβά μάτια μπροστά στις λεηλασίες των εργατικών κέντρων από τους φασίστες, ενώ η δικαστική εξουσία επιδείκνυε την πιο γενναιόδωρη επιείκεια και ο στρατός ανεχόταν -αν δε συμμετείχε ανοιχτά- στις φασιστικές επιθέσεις.

Οι φιλελεύθεροι, που συμμάχησαν με τη δεξιά, δεν δίστασαν να σχηματίσουν ένα «εθνικό μπλοκ», με τη συμμετοχή των φασιστών, για τις εκλογές του 1921, δίνοντας στον Μουσολίνι 37 βουλευτικές έδρες.

Η ανοιχτή -αν και ανεπίσημη- υποστήριξη απ’ το κράτος έγινε ημιεπίσημη με την «εγκύκλιο Bonomi». Μετά την αποπομπή του απ’ το Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1912, από τον τότε σοσιαλιστή Μουσολίνι, για την υποστήριξή του στον ιταλικό επεκτατικό πόλεμο ενάντια στη Λιβύη, ο Ivanoe Bonomi πέρασε από διάφορα υπουργικά πόστα, και έφτασε μέχρι επικεφαλής της κυβέρνησης του 1921-22. Η εγκύκλιός του τον Οκτώβρη 1921 επέτρεψε σε 60.000 απόστρατους αξιωματικούς να περάσουν στα τάγματα εφόδου του Μουσολίνι, εξασφαλίζοντάς του τον έλεγχο της κατάστασης.

Μέχρι τον Αύγουστο το 1922, ο φασισμός σπάνια αποκτούσε υπόσταση μακριά απ’ τις αγροτικές περιοχές, όπου είχε καταφέρει να ξεριζώσει κάθε ίχνος αυτόνομου αγροτο-εργατικού συνδικαλισμού. Στις αστικές περιοχές τα φάτσι σπάνια κυριαρχούσαν.

Οι Arditi Del Popolo (οι Γενναίοι του Λαού) έκαναν την εμφάνισή τους τον Ιούνιο του 1921 στη Ρώμη. Ο υπολοχαγός Άργκο Σεκοντάρι, ένας πρώην Arditο (επίλεκτο σώμα του ιταλικού στρατού), ενεργός στο απεργιακό κίνημα ήδη από το 1919, κάλεσε μια συγκέντρωση στις 20 Ιούνη που κατέληξε στη συγκρότηση των ADP. Η πρώτη τους πανεθνική διαδήλωση έγινε στις 6 Ιούλη του 1921 στον Βοτανικό Κήπο της Ρώμης. Το Εργατικό Κέντρο της Ρώμης και οι οργανώσεις της Αριστεράς κάλεσαν σε γενική απεργία για να συμμετέχουν οι εργάτες/τριες στη διαδήλωση. Περισσότεροι από 50.000 έδωσαν το «παρών». Το μήνυμά τους ήταν απλό: Οι ADP ήταν μια στρατιωτική οργάνωση που είχε στόχο να κατατροπώσει τη φασιστική βία. Δεν επρόκειτο για μια μικρή ομάδα που επιδιδόταν σε ατομικές τρομοκρατικές ενέργειες ενάντια στους φασίστες, αλλά ένα κίνημα που οργάνωνε δημόσιες συγκεντρώσεις και είχε τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε κάτι μεγάλο.

Ωστόσο, ούτε το Σοσιαλιστικό Κόμμα ούτε το νεοϊδρυθέν Κομμουνιστικό Κόμμα στήριξαν τους Arditi Del Popolo, παρά την ενεργή συμμετοχή χιλιάδων μελών τους στο πλευρό τους. Το μεν Σοσιαλιστικό Κόμμα ξεκαθάριζε ότι δεν έχει καμία σχέση με τους ADP και τη δράση τους, μένοντας στις επικλήσεις προς το αστικό κράτος για μπλοκάρισμα της φασιστικής επέλασης. Το δε Κομμουνιστικό Κόμμα, υπό την ηγεσία του Μπορντίγκα, καλούσε τα μέλη του να μη συμμετέχουν στους ADP κινούμενο με τη σεχταριστική αντίληψη που κατηγορούσε τους ADP για έλλειψη ιδεολογικής καθαρότητας. Ο Γκράμσι με την ομάδα του L’Ordine Nuovo, είχε διαφορετική στάση από την ηγεσία του Μπορντίγκα, αλλά δεν είχε τη δύναμη για να κερδίσει το κόμμα στην υποστήριξη των ADP.

Η φασιστική Πορεία προς τη Ραβέννα του Σεπτέμβρη του 1921 δρομολογήθηκε εύκολα. Στη Ρώμη όμως, τον Νοέμβρη του 1921, μια γενική απεργία αποθάρρυνε το προγραμματισμένο φασιστικό συνέδριο, που τελικά δεν διεξήχθη. Ο Μουσολίνι σχεδίαζε να κάνει μια ξεκάθαρη επίδειξη δύναμης του κινήματός του. Για να διευκολύνει την άφιξή τους, η κυβέρνηση είχε συμφωνήσει ότι οι φασίστες θα ταξίδευαν δωρεάν. Μπροστά στην αποφασιστική σύγκρουση που ερχόταν, η ηγεσία των ADP κάλεσε όλα τα μέλη από την γύρω περιοχή του Λάτσιο να έρθουν στην πόλη. Ένας ανταρτοπόλεμος θα ξεσπούσε για τέσσερις ημέρες, με κατάληξη την ήττα των φασιστών και την αποχώρησή τους από την πόλη. Ο σπινθήρας άναψε με τη δολοφονία ενός σιδηροδρομικού εργάτη. Μια γενική απεργία άρχισε τότε να απλώνεται. Οι φασίστες που έφταναν στη Ρώμη βρίσκονταν αντιμέτωποι με μια πόλη παραλυμένη από την απεργία. Οι επιθέσεις των φασιστών στις εργατογειτονιές αποκρούονταν. Οπλισμένες ομάδες αντιφασιστών είχαν τοποθετηθεί στους κύριους δρόμους και οι γυναίκες είχαν ήδη πάρει θέσεις στις ταράτσες και τα παράθυρα, με πέτρες, γλάστρες και κεραμίδια έτοιμες να τα πετάξουν στους φασίστες. Ο Μουσολίνι αναγκάστηκε τελικά να φύγει προς το σιδηροδρομικό σταθμό με την προστασία δύο τεθωρακισμένων που του παρείχε η κυβέρνηση.

Τον Μάη του 1922 οι φασίστες προσπάθησαν ξανά, και σταματήθηκαν ξανά.

Το ίδιο σενάριο επαναλήφθηκε χωρίς πολλές αλλαγές. Μια τοπική φασιστική έφοδος απαντιέται με μια αντεπίθεση της εργατικής τάξης, η οποία αργότερα κάμπτεται, ακολουθώντας τις εκκλήσεις για μετριοπάθεια από τις ρεφορμιστικές εργατικές οργανώσεις, καθώς η αντιδραστική πίεση μειώνεται σταδιακά. Η φασιστική απειλή ανασυντασσόταν και μεταφερόταν αλλού, ενώ με το πέρασμα του χρόνου καθιέρωνε τον εαυτό της απέναντι στο κράτος, αυτό απ’ το οποίο οι μάζες περίμεναν να δώσει λύση. Οι εργάτες ήταν μαχητικοί, πήραν στα χέρια τους τα όπλα, και οχύρωσαν πολλά Casa di Popolo κι εργατικά κέντρα σαν φρούρια, παραμένοντας ωστόσο πάντα στην άμυνα, διεξάγοντας έναν πόλεμο χαρακωμάτων, απέναντι σ’ έναν αεικίνητο αντίπαλο.

Την 1η Αυγούστου, η Συμμαχία της Εργασίας, που συμπεριλάμβανε το συνδικάτο των σιδηροδρομικών, τη CGL και την αναρχική USI κάλεσε σε γενική απεργία. Παρά την ευρεία επιτυχία, η συμμαχία επίσημα ανέστειλε την απεργία στις 3 του μηνός. Σε πολλές πόλεις ωστόσο, συνεχίστηκε παίρνοντας εξεγερσιακή μορφή, η οποία τελικά περιορίστηκε μόνο μετά από μια συνδυασμένη απόπειρα της αστυνομίας και του στρατού, με την υποστήριξη φυσικά των φασιστών.

Στις 3 και 4 Οκτωβρίου 1922 οι squadristi εισβάλλουν στις πόλεις της Γένοβας, του Λιβόρνο και της Ανκόνα και εγκαθιδρύουν τοπικές φασιστικές διοικήσεις. Αυτό που ακολούθησε δεν ήταν τόσο ένα πραξικόπημα όσο μια μεταβίβαση της εξουσίας, υποστηριζόμενης από ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων. Στις 28 Οκτώβρη, η «Πορεία προς τη Ρώμη» του Duce και 30.000 φασιστών (ο ίδιος στην πραγματικότητα αρκέστηκε να πάει με το τραίνο) ήταν λίγο – πολύ μια θεατρική πράξη: οι φασίστες υποκρίνονταν ότι επιτίθενται στο κράτος, το κράτος υποκρίθηκε ότι αμύνεται, και ο Μουσολίνι βρέθηκε στην εξουσία. Κάτω απ’ την επιρροή του Badoglio (αρχιστράτηγου κατά το 1919-21), η επίσημη αρχή αυτοκαταργήθηκε. Ο βασιλιάς αρνήθηκε να κηρύξει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, και στις 30 ζήτησε τελικά απ’ τον Duce να σχηματίσει νέα κυβέρνηση.

Οι φιλελεύθεροι συμμετείχαν στη νέα κυβέρνηση. Με την εξαίρεση των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών, όλα τα κόμματα προσέτρεξαν για μια επαναπροσέγγιση με το PNF (Εθνικό Φασιστικό Κόμμα) και υπερψήφισαν τον Μουσολίνι: το Κοινοβούλιο, με μόλις 35

φασίστες βουλευτές, υποστήριξε την πρωθυπουργοποίηση του Μουσολίνι με 306 υπέρ έναντι 116 κατά.

Πρόσωπο με πρόσωπο με τη θύελλα (μετά από την απόλυση 17.000 σιδηροδρομικών, την απαγόρευση και κλείσιμο των κομμουνιστικών εφημερίδων, αμέτρητες συλλήψεις), το PCI πρότεινε μια γενική απεργία για τις 26 Οκτώβρη, για να λάβει την απάντηση της CGL:

«Σε μια στιγμή που τα πολιτικά πάθη έχουν ανάψει, κι όπου δυο δυνάμεις ξένες προς τον συνδικαλισμό μάχονται για την κατάκτηση της εξουσίας, η CGL αισθάνεται ότι το καθήκον της είναι να κρατήσει τους εργαζομένους σε επαγρύπνηση ενάντια στις μεθοδεύσεις των πολιτικών κομμάτων ή ομάδων που επιθυμούν να εμπλέξουν το προλεταριάτο σ’ έναν αγώνα απέναντι στον οποίο θα έπρεπε να παραμείνει αδιάφορο αν θέλει να διατηρήσει την ανεξαρτησία του».

Μπρος σε μια ολοφάνερα πολιτική αντιδραστική εξουσία, η CGL αυτοανακηρύσσεται α-πολιτική, κι ελπίζει στην ανοχή της. Σύντομα θα ταρακουνηθεί απ’ την ονειροπόλησή της.

Λίγους μήνες μετά την απαγωγή και δολοφονία του (μετριοπαθή) σοσιαλιστή βουλευτή Giacomo Matteotti το 1924, ο Μουσολίνι θα εγκαθιδρύσει ολοκληρωτική δικτατορία.

Ο φασισμός απέδειξε την ικανότητά του να καταστέλλει την εργατική απειλή εξασφαλίζοντας επιπλέον 2 δεκαετίες σταθεροποίησης του καπιταλιστικού καθεστώτος στην Ιταλία, κινητοποιώντας ενάντια στο προλεταριάτο μια κοινωνική συμμαχία ξεπεσμένων μικροαστών, κρατικής υπαλληλίας κ.λπ. «ανθρώπινης σκόνης» που η κρίση έβαλε στο περιθώριο της παραγωγής και της ζωής. Τρομοκρατημένα και μπερδεμένα ανθρωπάρια από τη διαταραχή της «καθεστηκυίας τάξης» ακολουθούν πάντα στην όξυνση της ταξικής πόλωσης ανάμεσα σε μεγαλοαστούς και εργάτες αυτόν που εμφανίζεται ως πιο αποφασισμένος και δυνατός.

Ο φασισμός ήταν και είναι κίνημα και όχι απλή «λευκή τρομοκρατία» από το μονοπώλιο κρατικής βίας που ακολουθεί κάθε ηττημένη ή προδομένη εξέγερση, όπως π.χ. ψευδεπίγραφα αναφέρεται ως φασισμός η δικτατορία Μεταξά μετά τον Μάη του ’36, το μεταβαρκιζιανό καθεστώς μετά τον Δεκέμβρη του 44, η χούντα των συνταγματαρχών κ.λπ.

Η σχέση κόμματος και τάξης

Παρ’ όλα αυτά η άνοδος του φασισμού δεν ήταν αποτέλεσμα μαχών στον δρόμο. Οι Ιταλοί (και αργότερα οι Γερμανοί) προλετάριοι δεν νικήθηκαν από τα ρεβόλβερ και γκλομπς των φασιστών, αλλά από την ανεπάρκεια πολιτικής καθοδήγησης των οργανώσεών τους.

Οι πολιτικές αντιθέσεις εντός του PSI -η ύπαρξή του σαν «τσίρκου» ρευμάτων, το οποίο τιθόταν στην ουρά των μαζών (σ.σ. κάτι μας μοιάζει με τον Σύριζα του «αντιμνημονιακού αγώνα 2010-2012)- παρουσιάστηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα το 1920, τη χρονιά που έφτασε στο απόγειό της η σύγκρουση ανάμεσα στους εργάτες και τα αφεντικά.

Το ζήτημα της εξουσίας θέτει επί τάπητος και το ζήτημα της συγκρότησης της πρωτοπορίας, του κόμματος.

Η κεντριστική ηγεσία του PSI, παρότι δεν υστέρησε καθόλου σε επαναστατική φρασεολογία και εκκλήσεις προς τους εργάτες, αγρότες και στρατιώτες, στην πράξη έκανε ελάχιστα για την οργάνωση του αγώνα και την πολιτική του κατεύθυνση.

Από τα άλλα ρεύματα του εργατικού κινήματος, όπως το αναρχοσυνδικαλιστικό, δεν προωθήθηκε μια λογική υπέρβασης του καπιταλισμού (και δεν αναμενόταν άλλωστε). Το κενό στρατηγικής κλήθηκαν εκ των πραγμάτων να καλύψουν τα εργατικά συμβούλια, τα οποία συνεθλίβησαν στις Συμπληγάδες της ακραίας υποτίμησης από τη μια και της αποθεωτικής υπερτίμησης από την άλλη.

Ωστόσο, και οι επαναστατικές δυνάμεις εντός PSI υπό τον Αντόνιο Γκράμσι και τον Αμαντέο Μπορντίγκα δεν κατάφεραν να ξεφύγουν εγκαίρως από τον θανάσιμο εναγκαλισμό με τους ρεφορμιστές και αποδείχθηκαν «λίγες» την κρίσιμη στιγμή.

Η ομάδα του Μπορντίγκα, παρά τη σωστή κριτική της προς τις άλλες τάσεις, απέρριπτε την τακτική του ενιαίου εργατικού μετώπου. Υποτιμούσε την αξία των μορφών αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης ως οργάνων επαναστατικού αγώνα και εργατικής εξουσίας. «Να καταλάβουμε το εργοστάσιο ή την εξουσία;» ήταν ο τίτλος ενός άρθρου στο «Ιλ Σοβιέτ» το Φλεβάρη του 1920. Σημερινές απόψεις που απορρίπτουν το σύνθημα του εργατικού ελέγχου ως «ρεφορμιστικό, στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος», θυμίζουν τις θέσεις του Μπορντίγκα. Στη βάση αυτών των απόψεων, υπήρχε μια λανθασμένη «μπλανκιστική» αντίληψη για τη σχέση του κόμματος με την τάξη, ότι το κόμμα είναι ο «δάσκαλος» κι η εργατική τάξη ο «μαθητής». Ωστόσο, η διαλεκτική σχέση τάξης και πολιτικής πρωτοπορίας της είναι ότι το κόμμα είναι ο καλύτερος μαθητής αυτών που η τάξη με τους αγώνες της διδάσκει..

Η ομάδα του Γκράμσι, από την άλλη, υπερτίμησε τη σημασία των επιτροπών και της αυτοδιαχείρισης της παραγωγής στα εργοστάσια, υποστηρίζοντας τη λανθασμένη τακτική της FIOM. Όπως όμως έχει φανεί και αργότερα (π.χ. τα αυτοδιαχειριζόμενα – εγκαταλελειμμένα εργοστάσια στην χρεοκοπημένη Αργεντινή την δεκαετία του 2000), η τακτική αυτή αποδεικνύεται αδιέξοδη, καθώς από τη μια τα προαπαιτούμενα για μια πραγματική αυτοδιαχείριση της παραγωγής (πρώτες ύλες, οικονομικοί πόροι, μεταφορές κ.λπ.) βρίσκονταν στα χέρια της αστικής τάξης, ενώ από την άλλη η ρουτίνα της καθημερινής δουλειάς στερεί πολύτιμες δυνάμεις από τον αγώνα…

Ο Γκράμσι, στις σελίδες τoυ «Ordine Nuovo», ήταν ξεκάθαρος πλέον για την ανάγκη διαχωρισμού από το ΣΚΙ. Στις 9 Οκτώβρη 1920, λίγες βδομάδες μετά το τέλος της σύγκρουσης των εργατών της μεταλλουργίας, έγραφε: «[] Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που αυτοαναγορεύεται σε καθοδηγητή και δάσκαλο των μαζών, δεν είναι παρά ένας δύσμοιρος συμβολαιογράφος που καταγράφει τις κινήσεις που πραγματοποιούνται αυθόρμητα από τις μάζες. Αυτό το δύσμοιρο Σοσιαλιστικό Κόμμα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά εμπόδιο στον προλεταριακό στρατό. [] Aν αυτή η παράταιρη κατάσταση [] δεν έχει ως τώρα προκαλέσει μια καταστροφή, είναι επειδή μέσα στην εργατική τάξη, στις οργανώσεις πόλεων του Κόμματος, στα συνδικάτα, στα εργοστάσια, στα χωριά, υπάρχουν ενεργητικές ομάδες κομμουνιστών [] είναι επειδή υπάρχει δυνητικά, εντός του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ένα Κομμουνιστικό Κόμμα από το οποίο λείπει μόνο η ρητή οργάνωση και η συγκεντροποίηση για να αναπτυχθεί, να κατακτήσει και να ανανεώσει το σύνολο του κόμματος της εργατικής τάξης, να δώσει μια νέα κατεύθυνση στη Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας».

Τον Γενάρη του 1921 η επαναστατική αριστερά αποχώρησε από το συνέδριο του PSI στο Λιβόρνο και ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Ιταλία (PCI). Η «κόκκινη διετία» είχε καταλήξει σε ήττα, με ευθύνη της ηγεσίας του PSI, και το κίνημα υποχωρούσε ραγδαία. Η ίδια η διάσπαση του Λιβόρνο έγινε με άτσαλο τρόπο. Χιλιάδες εργάτες που πίστευαν στην Κομιντέρν παρέμειναν στο PSI.

Όμως στο Κομμουνιστικό Κόμμα κυριαρχούσε ο Μπορντίγκα κι οι υποστηρικτές του. Η κοινή δράση με τις ρεφορμιστές οργανώσεις -το ενιαίο μέτωπο- ήταν ανάθεμα για αυτούς. Για τον Μπορντίγκα, ο φασισμός ήταν «απλά» μια άλλη μορφή της δικτατορίας της αστικής τάξης. Μ’ αυτή τη λογική, όταν οι εργάτες σε μια σειρά πόλεις συγκρότησαν τους Arditi del Popolo, το Κομμουνιστικό Κόμμα, προσπάθησε να οργανώσει τους δικούς του, «ταξικούς» σχηματισμούς.

Χρειάστηκε μια έντονη εσωκομματική πάλη για να κατανικηθούν αυτές οι απόψεις. Η ανάληψη της ηγεσίας του κόμματος από τον Γκράμσι το 1924 σηματοδοτεί αυτή τη στροφή. Ήταν όμως πολύ αργά, παρότι και στους δύο συντρόφους πρώτους ηγέτες του ΚΚΙ οφείλουμε τεράστιο σεβασμό για τη ζωή και το έργο τους: ο Γκράμσι πέθανε στα 46 μετά από 12 χρόνια στις φυλακές του Μουσολίνι απ’ όπου μας άφησε μια τεράστια παρακαταθήκη, ενώ ο Μπορντίγκα έχει πρωτότυπες (και άγνωστες σχετικά) μαρξιστικές αναλύσεις για τον καπιταλιστικό χαραχτήρα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και όχι μόνο, αλλά και την τιμή να είναι ο μόνος που πέταξε κατάμουτρα στον Στάλιν το 1924 τον χαρακτηρισμό του «νεκροθάφτη της επανάστασης» (και επέζησε).

Οι κομμουνιστές πρέπει να κατανοούμε τη «μοναδικότητα» μιας κοινωνικής σύγκρουσης χωρίς να ξεχνάμε τον καθοδηγητικό ρόλο του κόμματος. Σε σχέση με το κίνημα κατάληψης των εργοστασίων υπάρχει μια πλήρης συνειδητοποίηση της αναπόφευκτης ήττας τους, αν δεν μετατίθονταν ο σκοπός από το οικονομικό επίπεδο στο πολιτικό και την κατάληψη της εξουσίας.

Το ιστορικό δίδαγμα της Κόκκινης Διετίας κινδυνεύει να παραμείνει μια αφηρημένη επιβεβαίωση της αρχής περί αναγκαιότητας κόμματος, αν δεν επικαιροποιεί το πρόβλημα: πράγματι, είναι τεράστιες οι διαφορές σε σχέση με εκατό χρόνια πριν. Την εποχή εκείνη, υπήρχε μια κατάσταση εξαιρετικής υλικής ανέχειας. Σε επίπεδο συνείδησης, τουλάχιστον, «αφ’ εαυτής», η εργατική τάξη ήταν παρούσα, η κομμουνιστική θεωρία είχε κατακτήσει τεράστιο κύρος χάρη στον θρίαμβο της Οκτωβριανής Επανάστασης και μπορούσε να τρέφεται από το μαζικό ρίζωμα σοσιαλιστικών κομμάτων. Αντίθετα, το σημερινό πλαίσιο είναι εντελώς διαφορετικό και η ιδεολογική και πολιτική ηγεμόνευση της αστικής τάξης μοιάζει αδιαμφισβήτητη.

Οποιαδήποτε ανασυγκρότηση του κομμουνισμού ως εναλλακτικής στη βαρβαρότητα σήμερα, ξεκινάει αναγκαστικά από το ξεπέρασμα του κατακερματισμού μας, μέσα από μια ανοιχτή συζήτηση – ανταγωνισμό και υιοθέτηση μιας κοινής πρακτικής στο κίνημα, για την οικοδόμηση μιας ενδιάμεσης προς το κόμμα οργανωτικής μορφής που θα καλύψει μέρος της απόστασης προς την τάξη «για τον εαυτό της».




Ίμια 1996: Ο παραλίγο ελληνο-τουρκικός πόλεμος «για δύο βραχονησίδες»

Του Βαγγέλη Λιγάση

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες σύσσωμη η ακροδεξιά (τα «ορφανά» της Χρυσής Αυγής κ.λπ.) στήνει φιέστες αντιτουρκισμού στην πλατεία Ρηγίλλης, όπου βρίσκεται το μνημείο των Ιμίων. Πρόκειται για φασιστοσυνάξεις, οι οποίες λειτουργούν σαν εκκολαπτήρια «μακεδονομάχων», «τουρκοφάγων» κ.λπ. Το πέρασμα των χρόνων, καθώς και το γεγονός ότι η ακροδεξιά έχει αναγάγει τα Ίμια σε σημείο αναφοράς, δεν αναιρούν την βαρύτητα που είχε η εν λόγω κρίση το 1996. Οι δυο χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο παραλίγο να βρεθούν σε πόλεμο, με αφορμή το ανεβοκατέβασμα σημαιών της Ελλάδας και της Τουρκίας από δημοσιογράφους και πρακτορίσκους σε αυτές τις βραχονησίδες.

Η κρίση των Ιμίων υπήρξε στην πραγματικότητα η προσπάθεια ενσάρκωσης των μιλιταριστικών φαντασιώσεων της στρατιωτικής ηγεσίας της Ελλάδας. Τελικά, οι μόνοι που πλήρωσαν με την ζωή τους αυτές τις φαντασιώσεις ήταν οι τρεις στρατιωτικοί, μέλη του πληρώματος ενός ελικοπτέρου που κατέπεσε στην θάλασσα μετά από κάτοψη των Ιμίων κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η άκρα δεξιά ηρωοποίησε τα επόμενα χρόνια τους νεκρούς σαν σύμβολα εθνικής υπερηφάνειας και έχτισε διάφορους ανεξακρίβωτους μύθους γύρω από τα αίτια της πτώσης του ελικοπτέρου. Ωστόσο, οι τρεις νεκροί των Ιμίων δεν αποτελούν τίποτε άλλο από θύματα της ανθρωποφάγας πολεμικής μηχανής.

Η κρίση εκτονώθηκε τότε μετά από παρέμβαση των ΗΠΑ, στις οποίες οι αστικές τάξεις τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας δήλωσαν πιστοί σύμμαχοι. Ο «πατριωτισμός» των πολιτικών – στρατιωτικών ηγεσιών τελειώνει εκεί που αρχίζει ο συσχετισμός δυνάμεων στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

Επειδή οι σημερινές νέες-νέοι 25-45 εκπαιδεύτηκαν σε αποσπασματική – πρόχειρη πληροφόρηση και δεν έχουν καθαρή εικόνα ακόμη και για σχετικά πρόσφατα γεγονότα και επειδή η ευρύτερη περιοχή μας (τουλάχιστον) από την Βοσνία έως την Ερυθρά θάλασσα ήδη «βράζει», θεωρήσαμε επίκαιρη μια αναδρομή στο χρονικό και τα συμπεράσματα της «κρίσης των Ιμίων».

Πηγές μας οι (απολογητικές) μαρτυρίες των πρωταγωνιστών μέσα από μεταγενέστερες συνεντεύξεις και βιβλία (ναύαρχος Λυμπέρης, πρωθυπουργός Σημίτης, υπουργός Εξωτερικών Πάγκαλος), αποχαρακτηρισμένα στρατιωτικά έγγραφα σχετικά με την κρίση, τεχνικο-στρατιωτικές αναλύσεις σε σχετικές ιστοσελίδες (defencepoint κ.λπ.) και οι σχετικές δημόσιες τοποθετήσεις των πολιτικών δυνάμεων.

Το χρονικό των γεγονότων

Τα Ίμια (Καρντάκ στα τουρκικά) είναι δύο μικρές ακατοίκητες βραχονησίδες μεταξύ του νησιωτικού συμπλέγματος των Δωδεκανήσων και των νοτιοδυτικών ακτών της Τουρκίας. Απέχουν 3,8 ναυτικά μίλια από το Μποντρούμ (Αλικαρνασσός) της Τουρκίας και 5,5 ν.μ. από την Κάλυμνο. Η συνολική τους έκταση δεν ξεπερνά τα 40 στρέμματα και τον χειμώνα κατά διαστήματα σκεπάζονται από το «χειμέριο κύμα», με αποτέλεσμα να είναι κυριολεκτικά 2 «κωλόβραχοι» (σύμφωνα με τον αστικό μύθο που θέλει τον Κλίντον να αναφωνεί «war for a fucking rock whith a goat?»).

Στις 25 Δεκεμβρίου 1995 το τουρκικό φορτηγό πλοίο προσάραξε σε αβαθή ύδατα κοντά στην Μικρή Ίμια (Ανατολική) και εξέπεμψε σήμα κινδύνου. Το Λιμεναρχείο Καλύμνου διέθεσε ρυμουλκό για να αποκολλήσει το τουρκικό πλοίο, αλλά ο πλοίαρχος αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι βρισκόταν σε τουρκική περιοχή και άρα οι τουρκικές αρχές είχαν την αρμοδιότητα να του προσφέρουν βοήθεια. Τελικά, στις 28 Δεκεμβρίου δύο ελληνικά ρυμουλκά αποκόλλησαν το τουρκικό φορτηγό και το οδήγησαν στο λιμάνι Κιουλούκ της Τουρκίας.

Το πρωί της ίδιας μέρας ένα τουρκικό μαχητικό αεροσκάφος συντρίβεται στα ελληνικά χωρικά ύδατα, στην περιοχή της Λέσβου, ύστερα από εμπλοκή με ελληνικά μαχητικά.

Στις 29 Δεκεμβρίου το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών επέδωσε διακοίνωση στο αντίστοιχο ελληνικό, στην οποία αναφέρεται ότι οι βραχονησίδες Ίμια είναι καταχωρισμένες στο κτηματολόγιο του νομού Μπόντρουμ (Αλικαρνασσού) και ανήκουν στην Τουρκία.

Η ελληνική πολιτική ηγεσία θεωρούσε ότι οι νησίδες είχαν παραχωρηθεί από την Ιταλία το 1947, ακολουθώντας την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ η Τουρκία προσπάθησε (για πρώτη φορά) να εφαρμόσει για την περίσταση δική της ερμηνεία στη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), με την οποία είχαν παραχωρηθεί τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία στο σύνολό τους και όχι ονομαστικά.

H Ελλάδα απάντησε με αντίστοιχη ρηματική διακοίνωση στις 8 Ιανουαρίου του 1996, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν τίθεται κανένα θέμα αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή. Συμφωνείται, ωστόσο, μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών να μην υπάρξει διαρροή των ανωτέρω στον Τύπο.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε το momentum της εποχής. Μετά την επικύρωση από την Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1994 της νέας σύμβασης για το δίκαιο της θαλάσσης, η Ελλάδα νομιμοποιήθηκε τυπικά να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Τα διπλωματικά επεισόδια κορυφώθηκαν στις 8 Ιουνίου 1995. Τότε, η τουρκική Βουλή εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να λάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία, συμπεριλαμβανόμενης και της κήρυξης πολέμου, αν η Ελλάδα επεξέτεινε τα χωρικά της ύδατα (casus belli). Το θολό και ασταθές πολιτικό τοπίο σε Ελλάδα (ενδοκυβερνητική κρίση στην Ελλάδα λόγω της ασθένειας του Ανδρέα Παπανδρέου) και Τουρκία (αδυναμία της πρωθυπουργού Tansu Çiller να σχηματίσει βιώσιμη κυβέρνηση) θα διευκολύνουν την κρίση.

Στις 15 Ιανουαρίου του 1996 παραιτείται επίσημα από πρωθυπουργός ο βαριά άρρωστος στο Ωνάσειο Ανδρέας Παπανδρέου.

Στις 22 Ιανουαρίου η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ εκλέγει τον Κώστα Σημίτη πρωθυπουργό, που ακολούθως σχηματίζει νέα κυβέρνηση με τον Γερ. Αρσένη υπουργό Άμυνας και τον Θεόδ. Πάγκαλο Εξωτερικών.

Ο «εκσυγχρονιστικός», φιλοευρωπαϊκός προσανατολισμός της νέας κυβέρνησης είναι ολοφάνερος, σε αντίθεση με την «ανδρεϊκή» ρεβανσιστική ηγεσία Στρατού και ΕΥΠ (ναύαρχος Χρ. Λυμπέρης Α/ΓΓΕΘΑ, πτέραρχος Κουρής υφυπουργός Άμυνας και οι 2 εκ των εμπνευστών της αγοράς του «αιώνα», της στρατιωτικοποίησης του ανατολικού Αιγαίου και του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδας – Κύπρου, Βασιλικόπουλος ΕΥΠ).

Στις 24 Ιανουαρίου ο ANT1 και ο δημοσιογράφος Αντ. Φουρλής θα δημοσιοποιήσουν την ανταλλαγή ρηματικών διακοινώσεων και θα παρουσιάσουν στην ελληνική κοινή γνώμη ότι η Τουρκία αξιώνει ελληνική γη. Εκ των πρωταγωνιστών του «πατριωτικού παροξυσμού» θα αναδειχθεί ο Αργ. Ντινόπουλος, μετέπειτα βουλευτής της ΝΔ. Μία ημέρα αργότερα, ο δήμαρχος Καλύμνου Δημ. Διακομιχάλης (ΠΑΣΟΚ), συνοδευόμενος από τον αστυνομικό διοικητή του νησιού, έναν παπά και τον ψαρά που τους μετέφερε, αποβιβάζονται στην ανατολική Ίμια και τοποθετούν μέσα σε μία στοίβα από πέτρες την ελληνική σημαία σε ένα σκουπόξυλο.

Την σκυτάλη παίρνουν στις 27 Ιανουαρίου δύο δημοσιογράφοι της φιλοκυβερνητικής Hurryet, που προσεγγίζουν την ανατολική Ίμια με ελικόπτερο και τοποθετούν στη θέση της ελληνικής την τουρκική σημαία. Η τηλεοπτική μετάδοση των παραπάνω έχει μόλις κατασκευάσει την κρίση των Ιμίων…

Την ίδια μέρα, ο Α/ΓΕΕΘΑ παίρνει την πρωτοβουλία να θέσει υπό τον άμεσο έλεγχό του την ΑΣΔΕΝ, την Α΄ Στρατιά, τις εφεδρείες ΓΕΣ (Ειδικές Δυνάμεις) κ.λπ. μονάδες «εμπροσθοφυλακής», θέτοντάς τες σε κατάσταση προετοιμασίας «εμπλοκής» (αναστολή αδειών, προετοιμασία για μεταφορά σε χώρους διασποράς κ.λπ.). Ταυτόχρονα, κυκλοφορούν «πληροφορίες» από την ΕΥΠ για επικείμενη καταδρομική επιχείρηση των Τούρκων στη Μυτιλήνη, όπου υποτίθεται ότι η Άγκυρα θεωρούσε ότι κρυβόταν ο αρχηγός του PKK Αμπντουλά Οτσαλάν …

Την Κυριακή το πρωί στις 28 Ιανουαρίου 1996 το περιπολικό του Π.Ν. «Αντωνίου» κατέβασε την τουρκική σημαία και ύψωσε την ελληνική, παραβαίνοντας την πολιτική εντολή, η οποία ήταν μόνο να υποσταλεί η τουρκική σημαία. Το βράδυ Έλληνες βατραχάνθρωποι αποβιβάστηκαν στη Μικρή Ίμια προκειμένου να φυλάξουν τη σημαία.

Τη Δευτέρα το απόγευμα στις 29 Ιανουαρίου, ο νέος πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, στις προγραμματικές του δηλώσεις στη Βουλή, έστειλε μήνυμα προς την Τουρκία ότι σε οποιαδήποτε πρόκληση η Ελλάδα θα αντιδράσει άμεσα και δυναμικά. Την Τρίτη στις 30 Ιανουαρίου, η πρωθυπουργός της Τουρκίας Tansu Çiller δήλωσε κατηγορηματικά μέσα στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση ότι την επόμενη μέρα η ελληνική σημαία και ο ελληνικός στρατός θα απομακρυνθούν από τα Kardak

Το ίδιο κιόλας απόγευμα τα ελληνικά κανάλια μεταδίδουν απευθείας την έξοδο του στόλου μας από τον δίαυλο του ναυστάθμου της Σαλαμίνας. Αποπλέουν πάνοπλα τα 4/5 των μεγάλων πλοίων μας και κατευθύνονται ταχέως στο νοτιοανατολικό Αιγαίο για να αντιμετωπίσουν τα τουρκικά που την ίδια ώρα αποπλέουν από την Σμύρνη. Στον Έβρο και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου κηρύσσεται επιστράτευση τοπικών εφεδρειών.

Το ίδιο βράδυ ο Λυμπέρης διατάσσει στις 23.20’ την διασπορά μονάδων Έβρου και Νήσων Αν. Αιγαίου σε νέες θέσεις για την ανάληψη στρατιωτικών αποστολών, στις 23.41’ τον απόπλου του συνόλου του ελληνικού στόλου, στις 23.48’ τις Ειδικές Δυνάμεις για την εφαρμογή άκρως απόρρητων σχεδίων («Ερινύς» και «Κίρκη») και στις 23.57’ διατάζει την Πολεμική Αεροπορία να τεθεί σε διάταξη μάχης.

Τα μεσάνυχτα και αφού έχει λήξει η κοινοβουλευτική συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στη νέα κυβέρνηση Σημίτη, συγκαλείται στο γραφείο του πρωθυπουργού στη Βουλή σύσκεψη της κυβερνητικής επιτροπής στην οποία συμμετείχαν οι: Τσοχατζόπουλος, Πάγκαλος, Αρσένης, Παπαντωνίου, Ρέππας και ο ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης.

Ο Σημίτης ζητάει ενημέρωση. Ο Λυμπέρης έχει απλώσει τους χάρτες του Αιγαίου πάνω στο τραπέζι των συσκέψεων και προσκομίζει δακτυλογραφημένο κείμενο με το οποίο ζητείται η άδεια αποδέσμευσης κανόνων εμπλοκής. «Αν πάμε σε σύγκρουση, θα νικήσουμε;» ρωτά ο πρωθυπουργός. «Σε αυτή τη φάση, του απαντά ο ναύαρχος, έχουμε τακτικό πλεονέκτημα. Θα τους καταφέρουμε γερό χτύπημα. Ο στόλος μας έχει λάβει καλύτερες θέσεις. Δώστε μου την άδεια να χτυπήσουμε πρώτοι». Στην επιμονή Λυμπέρη να του δοθούν κανόνες εμπλοκής, ο υπουργός Εθνικής Αμύνης Γεράσιμος Αρσένης παρατηρεί: «Αρχηγέ, άφησε τώρα αυτά, εδώ έχουμε διαπραγματεύσεις», εξηγώντας ότι είχε συνομιλήσει νωρίτερα με τον Αμερικανό αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων John Shalikashvili, ο οποίος φέρεται να του είχε εξηγήσει ότι γι’ αυτόν δεν υπήρχε πρόβλημα εάν ένα άγημα αποχωρώντας έπαιρνε μαζί του και τη σημαία.

Ο Λυμπέρης, όπως έχει αναφέρει μεταγενέστερα στο βιβλίο του (1999), υποστήριζε τη «στρατηγική του πρώτου πλήγματος». Εξηγούσε ότι η Ελλάδα μπορούσε να επιφέρει αποφασιστικό πλήγμα στην Τουρκία, που θα ακύρωνε τον σχεδιασμό της για το Αιγαίο, έστω κι αν η αναμενόμενη τουρκική απάντηση θα οδηγούσε επίσης σε κάποιες ελληνικές απώλειες. Ο Σημίτης εξηγεί ότι ανάμεσα στο δίλημμα «διμερή διαπραγμάτευση για τα θέματα του Αιγαίου ή πόλεμο, η Ελλάδα μπορεί, εάν θέλει, να επιλέξει το δεύτερο, αλλά θα καταλήξει στο πρώτο»…

Ο πόλεμος ante portas

Ξημερώματα Τετάρτης 31 Ιανουαρίου 1996. Ο Σημίτης έχει τηλεφωνηθεί με τον Αμερικανό πρόεδρο Κλίντον δηλώνοντας έτοιμος να αποσύρει το άγημα, όχι όμως και την ελληνική σημαία. Ο Υπ.Εξ. Πάγκαλος εντέλλεται να συνεννοηθεί με τον Ρ. Χόλμπρουκ (αν. Υπ.Εξ. για την Ευρώπη) για τη διαδικασία απεμπλοκής. Την στιγμή που ελληνική και τουρκική πολιτική ηγεσία έχουν συμφωνήσει για αποκλιμάκωση, οι καραβανάδες παίζουν με τη φωτιά…

Στη 1.00 π.μ. η ΕΥΠ ενημερώνει ότι επίκειται εχθρική επίθεση. Λίγο πριν από τη 1 π.μ. της 31ης Ιανουαρίου, οι Τούρκοι έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο απόβασης των κομάντος τους στα Δυτικά Ιμια. Την ίδια ώρα που η φρεγάτα «Γιαβούζ» πλησίαζε πολύ κοντά στην επίμαχη βραχονησίδα, οπότε και πιστεύεται ότι άφησε τη λαστιχένια βάρκα με τους κομάντος, δύο τουρκικά ελικόπτερα «Μπλακ Χοκ» πετούσαν από πάνω. Οι επιτελείς του ΓΕΝ πίστευαν ότι τα δύο ελικόπτερα θα αποβίβαζαν εκείνα κομάντος, ενώ στην πραγματικότητα επιχείρησαν να παραπλανήσουν τις ελληνικές δυνάμεις.

00.55’ ΓΕΝ προς Ναυαρίνο: Δεν θα πατήσει Τούρκος στα νησιά. Να βληθούν προειδοποιητικές βολές και αν συνεχίσουν, να καταρριφθούν. Να προστατευθούν τα Ίμια και το Φαρμακονήσι (σ.σ. το νησί στο οποίο το Ελληνικό Λιμενικό έπνιξε μαζικά πρόσφυγες τον Δεκέμβρη του 2014).

01.25’ ΓΕΝ προς Ναυ: Εξασφαλίσατε την ετοιμότητα ημετέρων μονάδων. Στοχοποιήσατε κάθε τουρκική μονάδα. Να ευρίσκεσθε σε ετοιμότητα για παν ενδεχόμενο.

01:40’ στο ΓΕΕΘΑ καταφθάνουν πληροφορίες ότι μέλη των τουρκικών ειδικών δυνάμεων αποβιβάζονται στη μικρή Ίμια, που περιέργως (…) έχει μείνει αφύλακτη.

2.04’ Αρχηγός ΓΕΝ (Αντιν/ρχος Ι. Στάγκας) προς όλες τις μονάδες του Στόλου: «Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι όλοι σας θα φανείτε αντάξιοι της ενδόξου ιστορίας του ΠΝ. Καλή τύχη και ο Θεός μαζί σας».

03.00’ Μεταδίδεται από την Τουρκική τηλεόραση (!) πως οι Τούρκοι έχουν καταλάβει τα Δυτικά Ιμια.

03.30’ ΓΕΝ προς Ναυ.: Υπάρχει πληροφορία ότι έχουν ανέβει άτομα στο δυτικό νησί Ιμια. Να πάει ο «Πολεμιστής» να ελέγξει με προβολέα και στη συνέχεια να αποβιβάσει MYK (βατραχανθρώπους).

Η εκτέλεση της εντολής καθυστερεί, επειδή πέρασαν πρώτα από τα Ανατολικά Ιμια για να πάρουν φορτισμένες μπαταρίες ασυρμάτων. Για 45 λεπτά της ώρας Ελλάδα και Τουρκία βρέθηκαν πολύ κοντά στο να έχουν κομάντος τους πρόσωπο με πρόσωπο στα Δυτικά Ιμια.

04.10’ ο Σημίτης συγκαλεί το ΚΥΣΕΑ.

04.25’ Η πληροφορία για κατάληψη των δυτικών Ιμίων επιβεβαιώθηκε από την ΑΣΔΕΝ και από το ΓΕΝ.

04.40’ Μετά την απώλεια επαφής με το ελικόπτερο που επιβεβαίωσε την κατάληψη της βραχονησίδας, ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Ν. Κουρής από το Κέντρο Επιχειρήσεων στο Πεντάγωνο δίνει εντολή για την προετοιμασία επιχείρησης ανακατάληψης της δυτικής νήσου των Ιμίων από Ειδικές Δυνάμεις.

05.02’ Ακυρώνεται από το ΚΥΣΕΑ η εντολή ανακατάληψης της νησίδας. Δεν εισακούεται πρόταση του Λυμπέρη για βομβαρδισμό της…

06:10’ Οι Αμερικανοί διά του Υφ. Εξωτερικών Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ επιβάλλουν και στις δύο πλευρές τη θέλησή τους. «No ships, no troops, no table-flags» διαμηνύουν. Ή, σε πιο κομψή διπλωματική γλώσσα, να ισχύσει το status quo ante. Μέχρι το μεσημέρι της 31ης Ιανουαρίου 1996 τα πλοία, οι κομάντος και οι σημαίες είχαν αποσυρθεί από τα Ίμια, υπό την επίβλεψη αεροσκαφών του 6ου Αμερικανικού Στόλου.

Συμπέρασμα 1

Από τα γεγονότα γίνεται φανερό ότι η κρίση των Ιμίων δημιουργήθηκε και κλιμακώθηκε από την ελληνική στρατιωτική ηγεσία εν αγνοία της πολιτικής. Οι δημόσιες τοποθετήσεις του Χρ. Λυμπέρη για «ευκαιρία που χάθηκε» δεν αφήνουν περιθώρια παρεξήγησης. Τα τεχνικο-στρατιωτικά επιχειρήματα για ναυτική υπεροχή στο πεδίο επιβεβαιώνονται εκ των υστέρων και από άλλους απόστρατους (αντιναύαρχος Ι. Λιούλης, τακτικός διοικητής της περιοχής και κυβερνήτης της φρεγάτας «Ναυαρίνον») αλλά αμφισβητούνται από άλλους «διακλαδικούς» αναλυτές των συσχετισμών (π.χ. η τουρκική αεροπορία είχε ξεκάθαρο προβάδισμα έναντι της ελληνικής). Σε κάθε περίπτωση, «παρά τρίχα» αποφύγαμε ένα πολεμικό επεισόδιο με οδυνηρές συνέπειες και για τους δύο λαούς.

Ο Χρήστος Λυμπέρης δεν ήταν κάποιος «τρελός» καραβανάς. Προσωπικός φίλος (και υπάλληλος) του Βαρδή Βαρδινογιάννη, ναυτικός ακόλουθος επί Ράλλη στην πρεσβεία μας στην Ουάσιγκτον, φίλος του εφοπλιστή Γιώργου Λιβανού και του Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν/είναι η «πατριωτική» όψη εξυπηρέτησης των εθνικών, δηλαδή των μεγαλοαστικών συμφερόντων. Η άλλη όψη ήταν/είναι οι «φιλειρηνικές… ενδοτικές φωνές» τύπου Σημίτη – Πάγκαλου κ.λπ.

Οι δύο αυτές γραμμές (που κατά περίπτωση αξιοποιούν προς όφελός τους τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά συμφέροντα και στη βάση του ανταγωνισμού τους) ούτε ασυμβίβαστες ούτε απόλυτα εχθρικές μεταξύ τους είναι. Κοινός παρονομαστής είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ελληνικού καπιταλισμού για τη διείσδυσή του στην περιοχή και η μεταφορά των συνεπειών των όποιων τυχοδιωκτισμών του στις πλάτες του λαού, με το κλίμα του μιλιταρισμού και εθνικοφροσύνης που καλλιεργείται και εξαπλώνεται.

Οι εξοπλισμοί δεν περιορίζονται στην απόκτηση κάποιων «σκληρών» προϊόντων (των όπλων), καθώς ο μιλιταρισμός επεκτείνεται αποφασιστικά στη «σοφτ πάουερ», δημιουργεί δίκτυα και σχέσεις που μπορούν να επεμβαίνουν (εν δυνάμει και καθοριστικά) στις πολιτικές εξελίξεις.

Για να μείνουμε μόνο στην εγχώρια ιστορία, δεν ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που οργανωμένα από τα πάνω δίκτυα αποκτούν την δική τους δυναμική και επιχειρούν να πάρουν «εξωθεσμικές» πρωτοβουλίες. Από τον ΙΔΕΑ και τη χούντα του ’67, στον ναύαρχο Λυμπέρη έως τον Αρχηγό ΓΕΣ στρατηγό Φράγκο Φραγκούλη (ο κεντρικός ομιλητής της συγκέντρωσης των «μακεδονομάχων») που καρατομήθηκε την 1/11/2011, μαζί με όλο του το επιτελείο από την καταρρέουσα τότε κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Είχε προηγηθεί η απόφαση του στρατηγού, να οργανώσει εκτεταμένες ασκήσεις («σχέδιο Καλλίμαχος») καταδρομέων και άλλων ειδικών δυνάμεων του στρατού, με σενάριο δράσης την καταστολή ταραχών στις πόλεις, που περιλάμβανε την «είσοδο» στην Αθήνα (με στόχο, λέει, να αντιμετωπιστούν «οι συμμορίες με τα καλάσνικοφ»…). Οι ασκήσεις αυτές, όπως και μεταθέσεις «έμπιστων» αξιωματικών προς την Αθήνα, είχαν κρατηθεί μυστικές από την κυβέρνηση! Όταν η ΝΔ του Σαμαρά ξεσήκωσε θόρυβο για τις μαζικές αποστρατεύσεις, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Παναγιώτης Μπεγλίτης είχε δηλώσει ότι η υπόθεση ήταν «σοβαρή» και όποιος επιθυμούσε ας έφερνε το θέμα στη Βουλή. Όλα τα κόμματα προτίμησαν τελικά μια «σεμνή» τακτική σιωπής.

Ακόμη και ο «μετά βαΐων και κλάδων» πρόσφατα αποστρατευθείς Α/ΓΕΕΘΑ στρατηγός Κ. Φλώρος κατηγορήθηκε (από το in gr. ιδιοκτησίας Μαρινάκη, εν μέσω σκανδάλου υποκλοπών και πιθανώς για αιτιολόγησή του), ως οργανωτής μυστικών ασκήσεων προσομοίωσης κατάληψης αμφισβητούμενων βραχονησίδων εν αγνοία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Υποτίθεται πως ο καθ’ ύλη τότε αρμόδιος υπουργός (Δένδιας) το έμαθε από τον Τούρκο ομόλογό του!..

Όσοι θεωρούν ότι «η ανάμιξη του στρατού στις πολιτικές εξελίξεις» ανήκει στο παρελθόν, ας αλλάξουν πλευρό… Κι όχι μόνο στην Ελλάδα. Πρόσφατα, στη Γερμανία έγιναν συλλήψεις ακροδεξιών στελεχών, με την κατηγορία προετοιμασίας πραξικοπήματος. Στη Γαλλία, μετά την «επιχείρηση Σεντινέλ» (την αντιμετώπιση, τάχα, μιας εκτεταμένης «επίθεσης τρομοκρατών» με βάση στους ισλαμιστές μετανάστες), ο στρατός έχει θεσμικά κατοχυρώσει τη δυνατότητα δράσης στο εσωτερικό της χώρας, κατά του «ισλαμο-αριστερισμού», κατά των απειλών «διάσπασης» του γαλλικού κράτους (σεπαρατισμός) και, τελικά, κατά διευρυμένων «ταραχών» στις πόλεις και ειδικά στα εργατικά-λαϊκά προάστια.

Συμπέρασμα 2

Τα Ίμια έδωσαν το πάτημα μαζικότερης απεύθυνσης από την ακροδεξιά στα πατριωτικά ακροατήρια, αφήνοντας πίσω τους μια πολιτική κληρονομιά ιδιαίτερα επικίνδυνη. Πέραν των νεοναζί, ο λεγόμενος «πατριωτικός χώρος» κατάφερε να ανασυνταχθεί γύρω από τα γεγονότα του 1996, χτίζοντας ανεξάρτητα πολιτικά μορφώματα ή δημιουργώντας εθνικιστικά ρήγματα στα μεγάλα συστημικά κόμματα της εποχής. Αποτελούν πολιτικό κεφάλαιο για τον «πατριωτικό χώρο», είτε μιλάμε για τους φασίστες της Χρυσής Αυγής είτε για τους Κρανιδιώτηδες που υπήρξαν σύμβουλοι πρωθυπουργού, είτε για τους Καμμένους που αποτέλεσαν κυβερνητικούς εταίρους σε κυβέρνηση «Αριστεράς».

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια συντονισμένη προσπάθεια του αντιφασιστικού κινήματος να απαντηθούν οι φασιστοσυνάξεις για τα Ίμια σε επίπεδο δρόμου.

Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για απάντηση που δεν είναι αρκετή. Το τσάκισμα τόσο της φιλοπόλεμης θεσμικής πολιτικής όσο και των εθνικιστικών ιαχών του πεζοδρομίου, απαιτεί ένα μαζικό αντιπολεμικό κίνημα που θα βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, θέτοντας δικά του επίδικα και στόχους και δεν θα απαντά απλώς στην ατζέντα των εθνικιστών.

Ένα κίνημα που θα δίνει έκφραση στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία που αντιλαμβάνεται τις συνέπειες και τους κινδύνους της φιλοπόλεμης ρητορικής και της όξυνσης των ανταγωνισμών.

Είναι ανήκουστο η Ελλάδα να είναι η δεύτερη χώρα μετά τις ΗΠΑ εντός του ΝΑΤΟ με τις μεγαλύτερες δαπάνες επί του ΑΕΠ της για στρατιωτικούς εξοπλισμούς λόγω των ανταγωνισμών με την Τουρκία.

Συμπέρασμα 3

Όλα τα παραπάνω αποκτούν πρόσθετη βαρύτητα σήμερα, που οξύνονται οι πολεμικοί ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια και στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Την περίοδο της κρίσης των Ιμίων η τότε γενική γραμματέας Αλέκα Παπαρήγα δήλωνε εκ μέρους του ΚΚΕ πως «οι ευχαριστίες της κυβέρνησης του Κ. Σημίτη προς τις ΗΠΑ, η παρέμβαση των οποίων, ουσιαστικά, έθεσε σε διαδικασία αμφισβήτησης τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας στο Αιγαίο, δείχνει το μέγεθος της πρωτοφανούς υποτέλειας της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, που, όχι μόνο δε βγάζει τα κατάλληλα συμπεράσματα από την κρίση των τελευταίων ημερών, αλλά προσπαθεί με κάθε τρόπο να δίνει τα διαπιστευτήριά της προς τους ιμπεριαλιστικούς κύκλους».

Η υπόκλιση στα υποτιθέμενα «εθνικά δίκαια», η στοίχιση πίσω από τον διαγκωνισμό και τους πολέμους των «εθνικών», «εξαρτημένων» ή «διεθνοποιημένων» αστικών τάξεων για επέκταση, αγορές, κοιτάσματα, αγωγούς κ.λπ. είναι μόνιμο χαρακτηριστικό της «επίσημης» Αριστεράς, σταλινικής ρεφορμιστικής ή «μεταπολιτικής» κοπής (για να θυμίσουμε και τις πατριωτικές κορώνες του Κασσελάκη) από την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο ελληνο-τουρκικός ανταγωνισμός έρχεται από μακριά, έχει συγκεκριμένο υλικό (και όχι φυλετικό) υπόβαθρο και θα «παιχτεί» και σε επόμενες σεζόν…

Ωστόσο, τα συμφέροντα της τάξης μας, αυτής των μισθωτών σκλάβων, είναι διαμετρικά αντίθετα με τα κατασκευασμένα συμφέροντα μιας υποτίθεται ουδέτερης «πατρίδας».

Απέναντι στον δεξιό και αριστερό «πατριωτισμό», εμείς προτάσσουμε την ταξική αλληλεγγύη και τον διεθνισμό. Και δεν είμαστε μόνοι.




H πάλη ενάντια στον φασισμό ( Λέων Τρότσκι 1936)

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1936 σαν γράμμα, απάντηση του Λέων Τρότσκι, στον Ολλανδό τροτσκιστή Χενκ Σνίβλιετ, κατόπιν ερωτήματος του τελευταίου, σχετικά με το σύνθημα του «αφοπλισμού των φασιστών» και της θέσης τους εκτός νόμου από το κράτος. Δημοσιεύθηκε με το τίτλο «Γράμμα στην Ολλανδία», τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους από το θεωρητικό περιοδικό των Ολλανδών τροτσκιστών «Informations Dients» τεύχος 10.

Στα ελληνικά μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβρη του 1984, από το θεωρητικό περιοδικό του ΕΕΚ, Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση.

 Στις αρχές του 1935 στην Γαλλία η κυβέρνηση των Ριζοσπαστών, είχε περάσει ένα νομοσχέδιο με το οποίο έθετε στην παρανομία μια σειρά φασιστικές οργανώσεις και επιχειρούσε να τις αφοπλίσει, μετά τις απειλητικές διαδηλώσεις και επιθέσεις που έκαναν. Ο νόμος πέρασε με την μορφή της πάλης για την «προστασία του συντάγματος». Αν και ήταν φανερό ότι, το νομικό αυτό οπλοστάσιο του κράτους, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εξίσου και κυρίως ενάντια στις οργανώσεις αυτό-άμυνας της εργατικής τάξης, τόσο οι Σοσιαλδημοκράτες, όσο και το Σταλινικό ΚΚ Γαλλίας, υπερψήφισαν τον νόμο. Η δεξιά κυβέρνηση της Ολλανδίας, αμέσως πρότεινε στην ολλανδική βουλή το ίδιο μέτρο.

 Εκείνη την εποχή ο Χενκ Σνίβλιετ, ήταν εκλεγμένος βουλευτής στο ολλανδικό κοινοβούλιο, ως επικεφαλής του Επαναστατικού Εργατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (R.S.A.P.), και συνεπώς καλούνταν να τοποθετηθεί στην ίδια την βουλή. Ο νόμος πέρασε τον Μάιο το ίδιου έτους, τρεις μήνες μετά από την επιστολή του Τρότσκι, με μοναδικές αρνητικές ψήφους, αυτήν του Σνίβλιετ και παραδόξως των τριών σταλινικών βουλευτών του Ολλανδικού ΚΚ που δεν ακολούθησαν την γραμμή των Γάλλων συντρόφων τους.

 Ο Χενκ Σνίβλιετ (1883-1942) ήταν μια σπουδαία φυσιογνωμία του Ολλανδικού και Ινδονησιακού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, καθώς μαζί με τους Γκόρτερ και Πάνεκουκ, θα αποτελέσουν την ηγετική ομάδα των αριστερών ολλανδών Σοσιαλδημοκρατών που θα ιδρύσουν το ΚΚ Ολλανδίας. Θα σταλεί στην Ινδονησία που τότε ήταν Ολλανδική αποικία, ιδρύοντας εκεί το Ινδονησιακό ΚΚ, κάνοντας μια επιστημονική ανάλυση του εξαρτημένου καπιταλισμού της χώρας και θα καθοδηγήσει τα πρώτα εργατικά κινήματα της αποικίας που παλεύουν για κοινωνική και εθνική χειραφέτηση. Θα συγκρουστεί με την σταλινική πολιτική της Κομιντερν το 1927 με αφορμή την πολιτική της στην προδοσία της πρώτης Κινέζικης επανάστασης και θα αποχωρήσει μαζί με την πλειοψηφία του Ολλανδικού ΚΚ, ιδρύοντας το Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Το Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα θα είναι ένα από τα 4 κόμματα που θα πάρουν την πρωτοβουλία για την ίδρυση της 4ης Διεθνούς το 1933. Λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου, ο Σνίβλιετ θα διαφωνήσει με την 4η Διεθνή για οργανωτικά ζητήματα και θα αποχωρήσει. Κατά την διάρκεια της Ναζιστικής κατοχής της χώρας θα φτιάξει το πρώτο και μεγαλύτερο δίκτυο παρτιζάνων σαμποτέρ στην χώρα. Θα σκοτωθεί από τους Ναζί, πολεμώντας ηρωϊκά το 1942.

 Η ΑΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΠΑΛΗ

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ

                                                                              13 Γενάρη 1936

 Αγαπητέ φίλε,

 Το ζήτημα της στάσης μας απέναντι στα κυβερνητικά μέτρα που υποτίθεται στοχεύουν ενάντια στο φασισμό είναι εξαιρετικά σημαντικό.

 Μια και η αστική δημοκρατία είναι ιστορικά χρεοκοπημένη, δεν είναι πια σε θέση να αμυνθεί στο δικό της χωράφι ενάντια στους εχθρούς της από τα δεξιά και τα αριστερά. Δηλαδή, για να διατηρηθεί το δημοκρατικό καθεστώς πρέπει προοδευτικά να διαλυθεί  μέσα από αναγκαστικούς νόμους και διοικητικές αυθαιρεσίες. Αυτή η αυτοδιάλυση της δημοκρατίας στην πάλη ενάντια στη δεξιά και την αριστερά, φέρνει στο προσκήνιο τον Βοναπαρτισμό της αποσύνθεσης, που έχει ανάγκη και τον δεξιό και τον αριστερό κίνδυνο για την αβέβαιη ύπαρξη του, ώστε να τους χρησιμοποιεί τον ένα ενάντια στον άλλο και να ανυψώνεται προοδευτικά πάνω από την κοινωνία και τον κοινοβουλευτισμό της. Το καθεστώς Κόλιζν [1] μου φάνηκε για πολύ καιρό σαν ένα εν δυνάμει βοναπαρτιστικό καθεστώς.

 Σε αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, ο κύριος εχθρός του βοναπαρτισμού παραμένει βέβαια, η επαναστατική πτέρυγα του προλεταριάτου. Έτσι μπορούμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι καθώς η ταξική πάλη βαθαίνει, όλοι οι αναγκαστικοί νόμοι, οι έκτακτες εξουσίες, κ.λ.π. θα χρησιμοποιηθούν ενάντια στο προλεταριάτο.

 Αφού οι Γάλλοι σταλινικοί και σοσιαλιστές ψήφισαν υπέρ της διοικητικής διάλυσης των παραστρατιωτικών οργανώσεων, ο παλιάνθρωπος Μαρσέλ Κασέν [2] έγραψε στην «Ουμανιτέ» περίπου τα εξής: «Μια μεγάλη νίκη….Φυσικά, γνωρίζουμε ότι στην καπιταλιστική κοινωνία όλοι οι νόμοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ενάντια στο προλεταριάτο. Αλλά θα προσπαθήσουμε να το αποφύγουμε αυτό, κ.λ.π.». Το ψέμα εδώ βρίσκεται στη λέξη «μπορούν». Αυτό που θα έπρεπε να ειπωθεί είναι: «Γνωρίζουμε ότι καθώς βαθαίνει η κοινωνική κρίση, όλα αυτά τα μέτρα θα χρησιμοποιηθούν ενάντια στο προλεταριάτο με δεκαπλάσια ένταση». Υπάρχει ένα απλό συμπέρασμα να βγει από εδώ: Δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε το Βοναπαρτισμό της αποσύνθεσης με τα χέρια μας και να του δώσουμε και τις αλυσίδες που αναπόφευκτα θα χρησιμοποιήσει για να αλυσοδέσει την προλεταριακή πρωτοπορία.

 Αυτό δε σημαίνει ότι στο άμεσο μέλλον ο Κόλιζν δεν θα θέλει να ελευθερώσει το δεξί του αγκώνα από την υπερβολική θρασύτητα των φασιστών. Η κοινωνική επανάσταση στην Ολλανδία δεν εμφανίζεται σαν μια άμεση απειλή. Το μεγάλο κεφάλαιο ελπίζει να μετριάσει τους απειλητικούς κινδύνους χρησιμοποιώντας το ισχυρό, συγκεντρωτικό δηλαδή βοναπαρτιστικό και μισο – βοναπαρτιστικό κράτος. Αλλά για να κρατήσει τον πραγματικό εχθρό, το επαναστατικό προλεταριάτο στα όρια του, ο Κόλιζν ποτέ δεν θα εξοντώσει τελείως ούτε καν θα εκτροχιάσει τον φασισμό. Το πολύ να τον διατηρεί απλά κάτω από τον έλεγχο του. Για αυτό, το σύνθημα της διάλυσης και του αφοπλισμού των φασιστικών συμμοριών από το κράτος και η έγκριση για τέτοια μέτρα είναι πέρα για πέρα αντιδραστικό (οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες φωνάζουν: «Το κράτος πρέπει να δράσει!»). Αυτό σημαίνει να φτιαχτεί ένα μαστίγιο από το πετσί του προλεταριάτου που οι βοναπάρτες διαιτητές μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να χαϊδέψουν μαλακά εδώ ή εκεί, τα φασιστικά οπίσθια. Αλλά είναι η αναπόδραστη μας ευθύνη και καθήκον να προστατέψουμε το πετσί της εργατικής τάξης και όχι να δίνουμε το μαστίγιο στο φασισμό.

 Υπάρχει ακόμα μια πλευρά στην ίδια κατάσταση που φαίνεται ακόμα πιο σημαντική. Η αστική δημοκρατία είναι μια απάτη από την ίδια της την ουσία. Όσο περισσότερο ανθίζει, τόσο λιγότερο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το προλεταριάτο όπως απέδειξε η ιστορία της Αγγλίας και των Ενωμένων Πολιτειών. Αλλά η διαλεκτική της ιστορίας διατάζει ότι η αστική δημοκρατία μπορεί να γίνει μια πανίσχυρη πραγματικότητα για το προλεταριάτο την ίδια στιγμή που καταρρέει. Ο φασισμός είναι το εξωτερικό σημάδι αυτής της αποσύνθεσης.

 Η πάλη ενάντια στο φασισμό, η υπεράσπιση των θέσεων που έχει κερδίσει η εργατική τάξη μέσα στα πλαίσια της αποσυντιθέμενης δημοκρατίας μπορούν να γίνουν μια πανίσχυρη πραγματικότητα, μια και δίνει τη δυνατότητα στην εργατική τάξη να προετοιμαστεί για τις οξύτερες μάχες και εν μέρει να εξοπλιστεί. Τα δύο τελευταία χρόνια στη Γαλλία, από τις 6 Φλεβάρη 1934 [3], έχουν δώσει στις εργατικές οργανώσεις μια εξαιρετική ευκαιρία κι ίσως μια που δεν θα επαναληφθεί τόσο σύντομα  να κινητοποιήσουν το προλεταριάτο και τη μικροαστική τάξη στο πλευρό της επανάστασης, να δημιουργήσουν εργατική πολιτοφυλακή, κ.λ.π.

 Αυτή η πολύτιμη ευκαιρία δίνεται από την αποσύνθεση της δημοκρατίας, από την καθαρή της αδυναμία να διατηρήσει την «τάξη» με τα παλιά μέσα και με τον εξίσου καθαρό κίνδυνο που απειλεί τις εργαζόμενες μάζες. Όποιος δεν εκμεταλλεύεται αυτή την κατάσταση  και καλεί το «κράτος» δηλαδή τον ταξικό εχθρό, να «δράσει» στην πραγματικότητα πουλάει το πετσί του προλεταριάτου στη βοναπαρτιστική αντίδραση.

 Επομένως, πρέπει να ψηφίζουμε ενάντια σε όλα τα μέτρα που δυναμώνουν το καπιταλιστικό – βοναπαρτιστικό κράτος, ακόμα και εκείνα τα μέτρα που μπορεί προς στιγμή να προκαλούν προσωρινή δυσαρέσκεια στους φασίστες. Φυσικά οι σοσιαλδημοκράτες και οι σταλινικοί θα πουν ότι υπερασπιζόμαστε τους φασίστες απέναντι στον Πατέρα Κόλιζν, που στο κάτω κάτω, είναι καλύτερος  από τον κακό Μουσέρτ [4]. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι βλέπουμε μακρύτερα από τους άλλους και ότι οι μελλοντικές εξελίξεις θα επιβεβαιώσουν απόλυτα τις αντιλήψεις και τις απαιτήσεις μας.

 Μπορούμε όμως να διατυπώσουμε μερικές τροπολογίες που όταν απορριφθούν, θα κάνουν καθαρό σε κάθε εργάτη ότι αυτό που διακυβεύεται δεν είναι ο πισινός των φασιστών αλλά το πετσί του προλεταριάτου. Για παράδειγμα:

 (1) Οι εργατικές φρουρές δεν πρέπει με κανένα τρόπο να θιχτούν από αυτό το νόμο, ακόμα και αν χρειαστεί να αναλάβουν δράση ενάντια στους απεργοσπάστες, τους φασίστες και άλλα λούμπεν στοιχεία.

 (2) Τα συνδικάτα και οι πολιτικές οργανώσεις της εργατικής τάξης διατηρούν το δικαίωμα να φτιάχνουν και να εξοπλίζουν τις οργανώσεις αυτοάμυνας απέναντι στο φασιστικό κίνδυνο. Το κράτος δεσμεύεται να βοηθήσει αυτές τις οργανώσεις με όπλα, πυρομαχικά και οικονομική υποστήριξη αν ζητηθεί.

 Στο κοινοβούλιο αυτές οι προτάσεις ακούγονται μάλλον περίεργα και οι κύριοι κυβερνητικοί και οι σταλινικοί θα τις θεωρήσουν ότι «σοκάρουν». Αλλά ο μέσος εργάτης, όχι μόνο στο NAS [5], αλλά και στα ρεφορμιστικά συνδικάτα θα τις βρει δικαιολογημένες. Φυσικά, προτείνω αυτές τις τροπολογίες μονάχα σαν παράδειγμα. Θα μπορούσε ίσως να βρει κανείς καλύτερες, πιο ακριβείς διατυπώσεις.

 Οι κύριοι σοσιαλδημοκράτες και σταλινικοί θα αρνηθούν να τις υποστηρίξουν ή ακόμα θα τις καταψηφίσουν; Ακόμη και αν τις υποστηρίξουν οι τροπολογίες θα απορριφθούν έτσι κι αλλιώς και έτσι θα είναι απόλυτα καθαρό γιατί ψηφίζουμε ενάντια στο κυβερνητικό σχέδιο σαν σύνολο – και πρέπει να το κάνουμε αυτό, χωρίς την παραμικρή δεύτερη σκέψη για τους λόγους που έδωσα παραπάνω ακόμα και αν ο κοινοβουλευτισμός του Κόλιζν θεωρήσει εκτός θέματος αυτές τις τροπολογίες στη βάση ότι αφορούν μονάχα την τεχνική της προπαγάνδας και όχι την ουσία του ζητήματος.

 Πρέπει να πάρουμε σοβαρά μέτρα ενάντια στον αφηρημένο «αντιφασιστικό» τρόπο σκέψης που διεισδύει ακόμα και στις γραμμές μας μερικές φορές. Ο «αντιφασισμός» δεν είναι τίποτε – μια άδεια έννοια που χρησιμοποιείται για να καλύπτει τη σταλινική κατεργαριά. Στο όνομα του «αντιφασισμού» θεσμοποίησαν την ταξική συνεργασία με τους Ριζοσπάστες. Πολλοί από τους συντρόφους μας θέλουν να δώσουν στο «Λαϊκό Μέτωπο», δηλαδή στην ταξική συνεργασία, θετική υποστήριξη με τον ίδιο τρόπο που είμαστε έτοιμοι να υποστηρίξουμε  το ενιαίο μέτωπο, δηλαδή το διαχωρισμό του προλεταριάτου από τις άλλες τάξεις. Ξεκινώντας από το απόλυτα λαθεμένο σύνθημα του «Λαϊκού Μετώπου στην εξουσία» στο όνομα του «αντιφασισμού», προχωρούν ακόμα παραπέρα και διακηρύσσουν  ότι είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν τον Βοναπαρτισμό γιατί ψήφος στο «αντιφασιστικό» νομοσχέδιο του Κόλιζν δε θα σήμαινε τίποτε λιγότερο από άμεση υποστήριξη στον Βοναπαρτισμό.

 Σημειώσεις:

 [1] Ο Χέντρικ Κόλιζν (1869-1944) ήταν ο δεξιός πρωθυπουργός εκείνη την εποχή, που είχε επανιδρύσει το «Αντεπαναστατικό Κόμμα». Αυτό το κόμμα αρχικά είχε φτιαχτεί την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης για να την αντιμετωπίσει. Στην σύγχρονη εκδοχή του Κόλιζν, που κυβέρνησε δύο φορές μεταξύ 1925-1926 και 1933-1939, ήταν ένα δεξιό λαϊκιστικό κόμμα που συνένωνε τους μικροαστούς της χώρας υπό την ηγεσία της αστικής τάξης.

[2] Ο Μαρσέλ Κασέν ήταν ο ηγέτης του ΚΚ Γαλλίας.

[3] 6 Φεβρουαρίου 1934, ήταν η μέρα που οι Γάλλοι φασιστές επιχείρησαν μια μίνι εξέγερση-πραξικόπημα καταλαμβάνοντας τους δρόμους του Παρισίου και επιχειρώντας να καταλύσουν την δημοκρατία. Σαν αντίδραση, ένα γιγάντιο εργατικό κίνημα ξεσηκώθηκε την επόμενη περίοδο εναντίον τους, μπαίνοντας φραγμός και καταλαμβάνοντας το σύνολο των εργοστασίων και των βασικών επιχειρήσεων της χώρας. Τελικά οι σοσιαλδημοκράτες και οι σταλινικοί θα αποπροσανατολίσουν και θα εγκλωβίσουν το κίνημα αυτό στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου το 1936.

[4] Ο Άντον Άντριαν Μουσέερτ (1894-1946) ήταν ο ηγέτης των Ολλανδών φασιστών Εθνικο-Σοσιαλιστικό Κίνημα που είχε ιδρυθεί το 1931. Τοποθετήθηκε ως επικεφαλής της κατοχικής κυβέρνησης από τους Ναζί κατά την διάρκεια της κατοχής. Δικάστηκε και καταδικάστηκε μετά την απελευθέρωση της χώρας και τουφεκίστηκε το 1944.

[5] NAS (Πανεθνική Οργάνωση Εργαζομένων), ήταν μια μικρή εργατική συνδικαλιστική ομοσπονδία της αριστεράς, στην οποία προέδρευε ο Σνίβλιετ εκείνη την εποχή.

Πηγή: ergatis.wordpress.com




Μπρεστ Λιτόφσκ: από τον Λένιν και τον Τρότσκι ως τον… Τσίπρα και τον Κατρούγκαλο

Του Βαγγέλη Λιγάση

Τον Μάιο του 2015 όταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ετοιμαζόταν να υπογράψει το τρίτο μνημόνιο, οι Φαινάνσιαλ Τάιμς έγραφαν ότι «ο Τσίπρας πλησιάζει στο Μπρεστ Λιτόφσκ του». Στη συνέχεια, μετά τον Ιούλη του 2015, υπουργοί και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (Φίλης, Κατρούγκαλος, Μπαλαούρας κ.λπ.) έκαναν την ίδια σύγκριση. Αναγκαστήκαμε, έλεγαν, να υποχωρήσουμε στις υπέρτερες δυνάμεις, κάναμε ένα συμβιβασμό όπως ο Λένιν κι οι μπολσεβίκοι. Η σύγκριση του Τσίπρα με τον Λένιν, του Κατρούγκαλου με τον Σλιαπνίκοβ (επίτροπο εργασίας στην ΕΣΣΔ που εκτελέστηκε το 1937), πολύ περισσότερο του Τρότσκι με τον …Κοτζιά, προκαλούσε και προκαλεί γέλια μέχρι… λύσεως ομφαλού.

Όμως, έναν αιώνα μετά την υπογραφή της, η Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ έχει να πει πολλά στον κόσμο της Αριστεράς.

Ως τη χωριστή συνθήκη ειρήνης

Τον Φλεβάρη του 1917, όταν οι εργάτριες της Πετρούπολης ξεσήκωσαν τις/τους συναδέλφους τους στην Γενική Απεργία που πυροδότησε την επανάσταση, δίπλα στο αίτημα για ψωμί έβαλαν και το αίτημα για ειρήνη. Οι φαντάροι, στη μεγάλη τους πλειονότητα αγρότες, δεν ήθελαν να πολεμήσουν άλλο.

Από τον Φλεβάρη μέχρι τον Σεπτέμβρη την πλειοψηφία στα σοβιέτ την είχαν κόμματα (Μενσεβίκοι, Εσέροι) που τυπικά μιλούσαν για την ανάγκη τερματισμού του πολέμου. Όμως, η στρατηγική τους ήταν η συμμαχία με την αστική τάξη. Συγκυβερνούσαν με τα κόμματά της στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Κι η αστική τάξη ήθελε τη συνέχιση του πολέμου.

Οι Μπολσεβίκοι, αντίθετα, πίστευαν ότι η εξουσία των σοβιέτ, των εργατικών συμβουλίων, θα έδινε γη, ψωμί και ειρήνη. Αυτό το πρόγραμμα το τήρησαν οι Μπολσεβίκοι μέχρι κεραίας, χωρίς «κωλοτούμπες».

Στις αρχές του Σεπτέμβρη ο Λένιν, σε άρθρο με τίτλο Τα Καθήκοντα της Επανάστασης, εξηγούσε με σαφείς εκφράσεις τι σημαίνει «ειρήνη για τους λαούς». Η σοβιετική κυβέρνηση «πρέπει να προτείνει αμέσως σε όλους τούς εμπόλεμους λαούς (δηλαδή ταυτόχρονα και στις κυβερνήσεις τους και στις φτωχές μάζες) να κλείσουν τώρα γενική ειρήνη με «δημοκρατικούς όρους», καθώς επίσης να κλείσουν αμέσως ανακωχή (έστω και για τρεις μήνες)». Το περιεχόμενο της ειρήνης γινόταν συγκεκριμένο: περιλάμβανε το δικαίωμα όλων των λαών στη αυτοδιάθεση, με πρώτους στη σειρά τους Ουκρανούς και τους Φινλανδούς. Επίσης, ζητούσε δημοσίευση όλων των μυστικών συμφωνιών που είχαν κάνει οι κυβερνήσεις.

Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 και συνεχιζόμενου του Μεγάλου Πολέμου η Ρωσία ουσιαστικά βγήκε από τη συμμαχία της Αντάντ. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων και των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών (Εσέρων) ήταν η διαχείριση του πολέμου.

Το πρώτο διάταγμα που ενέκρινε το Δεύτερο Συνέδριο των Σοβιέτ ήταν το διάταγμα για την ειρήνη «άνευ προσαρτήσεων – άνευ αποζημιώσεων». Με βάση αυτό η επαναστατική κυβέρνηση κάλεσε όλους τους εμπόλεμους σε ανακωχή και συνομιλίες για την ειρήνη.

Σε αυτό το κάλεσμα ανταποκρίθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1917 η συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Βουλγαρία και Οθωμανική Αυτοκρατορία). Οι Γερμανοί στρατηγοί ήθελαν να απελευθερώσουν δυνάμεις από το ανατολικό μέτωπο για να εξαπολύσουν μια γενική επίθεση στο δυτικό. Ο δεύτερος στόχος τους ήταν η δημιουργία ενός δικτύου κρατών από την Πολωνία ως τη Βαλτική, που θα βρισκόταν υπό έμμεσο, αλλά σαφή γερμανικό έλεγχο («Μεσευρώπη»).

Έτσι ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις στο φρούριο του Μπρεστ-Λιτόφσκ (Brzesc Litewski), μιας πόλης στη σημερινή δυτική Λευκορωσία, που τότε κατείχε ο γερμανικός στρατός και είχε επιτευχθεί μια γενική ανακωχή (15 Δεκέμβρη 1917). O Τρότσκι, Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων τότε, έγραψε αργότερα ότι: «έτσι ήρθαν τα πράγματα ώστε οι εκπρόσωποι του πιο επαναστατικού καθεστώτος που έχει γνωρίσει η ιστορία κάθισαν στο ίδιο διπλωματικό τραπέζι με τους εκπροσώπους της πιο αντιδραστικής κάστας ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις».

Οι Γερμανοί κι οι Αυστριακοί στρατηγοί και διπλωμάτες πήγαιναν να κάνουν συνηθισμένη διπλωματία: ωραία λόγια για το κοινό – κυνικό παζάρι στα παρασκήνια. Η σοβιετική αντιπροσωπεία, αντίθετα, ήταν η ζωντανή και έμπρακτη άρνηση αυτής της διπλωματίας. Αρχικά, επικεφαλής της ήταν ένας παλιός, εβραϊκής καταγωγής επαναστάτης, ο Άντολφ Γιόφε. Σοκ για τους αντισημίτες αριστοκράτες, πολύ περισσότερο, που την αντιπροσωπεία συναποτελούσαν ένας αγρότης, ένας εργάτης, ένας απλός φαντάρος και μια γυναίκα (η πρώτη στα διπλωματικά χρονικά). Ήταν η Αναστασία Μπιζένκο, που είχε εκτίσει δώδεκα χρόνια φυλάκιση επειδή είχε δολοφονήσει έναν τσαρικό στρατηγό. Το πρώτο πράγμα που έκαναν μόλις κατέβηκαν από το τρένο ήταν να μοιράσουν στο τιμητικό άγημα μια επαναστατική εφημερίδα που εκδιδόταν στα γερμανικά.

Στα τέλη Δεκέμβρη επικεφαλής της σοβιετικής αντιπροσωπείας τέθηκε αυτοπροσώπως ο Τρότσκι. Οι Μπολσεβίκοι, τηρώντας τις δεσμεύσεις τους ενάντια στη μυστική διπλωματία, μετέδιδαν τις συζητήσεις με τον τηλέγραφο σε όλο τον κόσμο. Ήταν μια πανίσχυρη επαναστατική προπαγάνδα.

Όταν ένας Γερμανός στρατηγός είπε στο Τρότσκι ότι το επαναστατικό καθεστώς στηρίζεται στη βία, ο Τρότσκι απάντησε ότι αυτό είναι αλήθεια. Σε μια ταξική κοινωνία, είπε, κάθε κράτος στηρίζεται στη βία. Η διαφορά είναι ότι το δικό μας δεν φυλακίζει απεργούς ή αγρότες που ζητάνε τη γη, αλλά καπιταλιστές που κάνουν lockout, τσιφλικάδες και αξιωματικούς που τους πυροβολούν.

Οι όροι που κατέθεσαν οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας προκάλεσαν μεγάλη κρίση στο κόμμα των Μπολσεβίκων και τα σοβιέτ. Ήταν τόσο ληστρικοί και εκβιαστικοί, ώστε οι διαπραγματεύσεις που ξαναξεκίνησαν στις 4 Γενάρη διακόπηκαν μόλις στις 8.

Το περιβάλλον ήταν εξαιρετικά ρευστό. Η παλιά Ρωσική Αυτοκρατορία κατέρρεε, αλλά και στην ίδια τη Γερμανία ξεσπούσαν οι πρώτες μαζικές απεργίες (Γενάρης του ’18), ενώ η Βιέννη στέναζε από λιμό! Ειδικά στο Βερολίνο, το απεργιακό κίνημα απλώθηκε στα μεγαλύτερα εργοστάσια και υποστηρίχθηκε από εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες.

Στους κόλπους της επαναστατικής κυβέρνησης εμφανίστηκαν τρεις διαφορετικές απόψεις.

Ο Λένιν υποστήριζε την ειρήνη με Γερμανούς και Νεότουρκους, με κάθε τίμημα. Για τον Λένιν, το σημαντικό ήταν η διατήρηση της κυριαρχίας του «πρωτοπόρου κόμματος» σε μια οποιαδήποτε περιοχή, με οποιοδήποτε κόστος. Ο διάλογος (από το βιβλίο «Ρώσικη Επανάσταση έτος Ένα» του Β. Σερζ) είναι αποκαλυπτικός. Τρότσκι: «Κι αν συνεχίσουν την προέλαση οι Γερμανοί; Αν επιτεθούν στη Μόσχα;» Λένιν: «Τότε θα υποχωρήσουμε στα ανατολικά, στα Ουράλια. Η λεκάνη του Κουζνέτσκ είναι πλούσια σε κάρβουνο. Θα ιδρύσουμε τη Δημοκρατία των Ουραλίων και του Κουζνέτσκ και με τη βοήθεια του προλεταριάτου των Ουραλίων και εκείνων των εργατών της Πετρούπολης και της Μόσχας που θα καταφέρουν να έρθουν μαζί μας. Θα αντέξουμε. Αν είναι απαραίτητο θα μετακινηθούμε ακόμα παραπέρα, ακόμα και πέρα από τα Ουράλια. Θα φτάσουμε μέχρι και την Καμτσάτκα, αλλά θα αντέξουμε. Η διεθνής κατάσταση θα έχει πολλές αλλαγές και από τη Δημοκρατία μας των Ουραλίων και του Κουζνέτσκ θα επιστρέψουμε στη Μόσχα και την Πετρούπολη. Αλλά αν μπλεχτούμε ανώφελα σε έναν επαναστατικό πόλεμο και αφήσουμε να χαθεί το άνθος της εργατικής τάξης και του κόμματος, είναι φανερό ότι δεν θα επιστρέψουμε ποτέ, πουθενά…».

Μια ολόκληρη πτέρυγα των Μπολσεβίκων, οι «αριστεροί κομμουνιστές» (Μπουχάριν, Τζερζίνσκι, Ράντεκ κ.λπ.) και το κόμμα των αριστερών Εσέρων που συμμετείχε στη σοβιετική κυβέρνηση, έλεγαν ότι η μόνη απάντηση είναι η συνέχιση του πολέμου και η μετατροπή του σε επαναστατικό (κατά το πρότυπο της Γαλλικής Επανάστασης). Ο Μπουχάριν υποστήριζε: «Λέγαμε πάντοτε ότι, αργά ή γρήγορα, η ρωσική επανάσταση θα ερχόταν σε σύγκρουση με το διεθνές κεφάλαιο. Αυτή η στιγμή έφτασε».

Τέλος, υπήρχε η άποψη ούτε ειρήνη ούτε πόλεμος του Τρότσκι, που ήταν κοντύτερα στον Μπουχάριν. Αντιλαμβανόμενος τη σημασία μιας ατιμωτικής υπογραφής, δήλωνε: «Δεν μπορούμε να βάλουμε την υπογραφή μας κάτω από μια συνθήκη ειρήνης που καταδικάζει στην καταπίεση, στη συμφορά και στην εξαθλίωση εκατομμύρια ανθρώπινα όντα».

Η άποψη του Λένιν αρχικά είχε την υποστήριξη μόνον του ενός τετάρτου των μπολσεβικικών οργανώσεων. Το θέμα αυτό συζητήθηκε και στα Σοβιέτ. Μόνο 2 από τα 230 τάχθηκαν υπέρ της ειρήνευσης, ενώ τα σημαντικότερα Σοβιέτ των εργατικών κέντρων τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ της συνέχισης του πολέμου και της μετατροπής του σε επαναστατικό. Στην πρώτη ψηφοφορία που έγινε σε μια κομματική σύσκεψη, η άποψη του Λένιν συγκέντρωσε 15 ψήφους, του Τρότσκι 16 και του Μπουχάριν 32.

Ο Λένιν κατηγορήθηκε ανοιχτά στην εφημερίδα «Κομμουνίστ» των Αριστερών Κομμουνιστών, που κυκλοφορούσε σε ένα εκατομμύριο αντίτυπα, ότι εγκατέλειψε τις διεθνιστικές αρχές της επανάστασης.

Ο ίδιος αντέτεινε ότι, αν το εργατικό κράτος συντριβόταν από το γερμανικό στρατό, η «ένδοξη ήττα» θα αποθάρρυνε τους εργάτες και τους φαντάρους της Γερμανίας να ακολουθήσουν το δρόμο που είχαν βαδίσει οι εργάτες στην Ρωσία.

Πράγματι, ο παλιός στρατός διαλυόταν. Εκατομμύρια φαντάροι «ψήφιζαν με τα πόδια» και εγκατέλειπαν το μέτωπο. Ο νέος Κόκκινος Στρατός των Εργατών και των Αγροτών ήταν ακόμα στα σπάργανα.

Η ηγεσία των Μπολσεβίκων (και ο Λένιν) αποφάσισε να «τρενάρει» τις διαπραγματεύσεις, για να κερδίσει χρόνο. Αυτή την τακτική την είχε προτείνει ο Τρότσκι: να σταματήσουμε ουσιαστικά τον πόλεμο, χωρίς να δεχτούμε να υπογράψουμε επίσημα την συνθήκη που θέλουν να επιβάλουν οι Γερμανοί ιμπεριαλιστές. Ωστόσο, είχε αρχίσει μια γενικευμένη προώθηση των γερμανικών δυνάμεων κατά μήκος της Βαλτικής. Ο Τρότσκι τότε αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα νέα κράτη που καταλάμβαναν οι Γερμανοί απωθώντας συνέχεια τους Ρώσους, μέχρι που ο ίδιος δήλωσε μονομερώς, στις 10 Φεβρουαρίου του 1918, ότι ο πόλεμος τελείωσε, χωρίς να έχει συνομολογηθεί κάποια συνθήκη!

Η κατάσταση, όμως, στην Ουκρανία έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα ενάντια στους Μπολσεβίκους, καθότι ο Κόκκινος Στρατός, που επιχειρούσε κατά των εθνικιστών της χώρας, δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη δημιουργία της (αστικής) «Ουκρανικής Δημοκρατίας», η οποία στις 9 Φλεβάρη και στο Μπρεστ-Λιτόφσκ έκλεισε ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης με τις κεντρικές δυνάμεις. Οι Γερμανοί στις 16 Φλεβάρη ανακοίνωσαν πως θεωρούσαν λήξασα την εκεχειρία από την επομένη. Όταν ο γερμανικός στρατός ξεκίνησε την επίθεσή του στις 18 Φλεβάρη 1918 συνάντησε μόνο σποραδική αντίσταση και προέλασε σε λίγες μέρες διακόσια με τριακόσια χιλιόμετρα σε όλο το μήκος του τεράστιου μετώπου.

Φτιάχτηκε 15μελής στρατιωτική επιτροπή για την υπεράσπιση της Πετρούπολης και η σοβιετική κυβέρνηση μετακόμισε προσωρινά στη Μόσχα. Εκεί ο Λένιν στις 20 Φλεβάρη ανακοίνωσε στο τοπικό σοβιέτ «Δεν υπάρχει πια στρατός. Οι Γερμανοί επιτίθενται από τη Ρίγα σε όλο το μέτωπο».

Κάτω από το βάρος αυτής της πραγματικότητας (αλλά και της απειλής του Λένιν για παραίτηση από όλα τα αξιώματά του – πρακτικά απειλή διάσπασης), «πέρασε» η άποψή στην Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων για υπογραφή της συνθήκης με τους όρους των Γερμανών, παρότι μειοψηφούσα: από τους 15 παρόντες, οι 7 ψήφισαν υπέρ της θέσης του Λένιν, 4 (υπό τον Τρότσκι) απείχαν, ενώ 4 ψήφισαν κατά.

Στις 3 Μαρτίου 1918 η μπολσεβίκικη αντιπροσωπεία υπέγραψε τη Συμφωνία Ειρήνης με τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους. Την ίδια στιγμή ο Τρότσκι παραιτήθηκε από κομισάριος Εξωτερικών Υποθέσεων.

Με τη Συμφωνία του Μπρεστ Λιτόφσκ, οι Σοβιετικοί έχαναν την κυριαρχία στην Πολωνία, την Λιθουανία και την Κουρλάνδη στη Λετονία. Το μέλλον των περιοχών θεωρητικά θα καθοριζόταν από το Γερμανικό Ράιχ στη βάση υποτίθεται της αυτοδιάθεσης των Εθνών. Η Εσθονία, η Λιβονία και σχεδόν όλη η Λευκορωσία δυτικά του ποταμού Δνείπερου θα παρέμενε υπό γερμανική στρατιωτική κατάληψη, ενώ η Ουκρανία και η Φινλανδία αναγνωρίζονταν ως ανεξάρτητα κράτη. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσπούσε αρμενικά εδάφη που είχε χάσει στο ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1878 καθώς και το Βατούμι της Γεωργίας.

Οι Κεντρικές δυνάμεις δέχτηκαν (αρχικά) να μη ζητήσουν πολεμικές αποζημιώσεις. Οι απώλειες εδαφών αντιστοιχούσαν στο 1/4 της προπολεμικής ρωσικής επικράτειας (δύο εκατομ. τετρ. χλμ.!) και στο 1/3 των καλλιεργειών. Στους Γερμανούς «παραδόθηκαν» 56 εκατομμύρια υπήκοοι της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή το 26% του πληθυσμού, το 33% των βιομηχανιών, το 73% της παραγωγής του σιδήρου και το 89% της παραγωγής του άνθρακα. Απώλεσε επίσης 1.000 εργοστάσια κατασκευής μηχανών και 900 υφαντουργεία.

Ήταν μια ταπεινωτική συνθήκη…

Οι Μπολσεβίκοι δεν έντυσαν αυτή την υποχώρηση με ωραία λόγια. Η αντιπροσωπεία τους με επικεφαλής τον Σοκόλνικοφ, δήλωσε πως «η συζήτηση της συνθήκης είναι ανώφελη (ούτε την διάβασαν) γιατί η επαναστατική Ρωσία υπογράφει με το πιστόλι στον κρόταφο». Δήλωσαν ανοιχτά ότι υποκύπτουν στον εκβιασμό επειδή δεν μπορούσαν να πολεμήσουν.

Συνέπειες

Ένα μήνα μετά την υπογραφή της Συνθήκης και με αυτή την αφορμή θα ξεσπάσουν ένοπλες συγκρούσεις με τους… αναρχικούς στη Μόσχα.

Η σοβαρότερη εξέλιξη αφορούσε την διάρρηξη της συμμαχίας Μπολσεβίκων – αριστερών σοσιαλεπαναστατών (Εσέροι – ήλεγχαν το 40% των Σοβιέτ) στη σοβιετική κυβέρνηση. Μετά από ευκαιριακά (προς άγρα ευκαιριακών συμμάχων) εθνικιστικά παραληρήματα, τον Ιούλιο του 1918 θα ηγηθούν ένοπλης εξέγερσης-πραξικοπήματος για την εγκαθίδρυση (δικού τους) μονοκομματικού κράτους για την ακύρωση της συνθήκης και την επανέναρξη του πολέμου. Επίσης, προέκριναν για αργότερα την κυριαρχία της Συντακτικής Συνέλευσης (κάτι σαν αστικό κοινοβούλιο) σε βάρος των εργατικών επιτροπών – Σοβιέτ.

Οι συνέπειες της διάλυσης αυτής της συμμαχίας επρόκειτο να είναι μοιραίες για τις πολιτικές εξελίξεις. Πέρα από μεμονωμένα επεισόδια (απόπειρα δολοφονίας του «Γερμανού πράκτορα» Λένιν), οι Μπολσεβίκοι θα κυβερνούν πλέον, όχι από επιλογή αλλά αναγκαστικά, μόνοι τους, σε σύγκρουση με την υπόλοιπη Αριστερά. Το κόμμα θα υποκαταστήσει σταδιακά την εργατική τάξη.

Επίσης, τα Σοβιέτ που παρέμειναν στις περιοχές που παρέδωσαν οι Σοβιετικοί στους Γερμανούς κατακρεουργήθηκαν, ενώ αναπτύχθηκαν νέα κινήματα, όπως το αγροτικό αναρχικό αντάρτικο του Νέστορ Μάχνο στη νοτιοανατολική Ουκρανία.

Από την άλλη, τα σχέδια εξάπλωσης προς ανατολάς και αντεπίθεσης προς δυσμάς για τους Γερμανούς έπεσαν στο κενό. Αφενός η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο αποδεικνυόταν οικονομικά όλο και πιο καθοριστική, αφετέρου 1 εκ. Γερμανοί στρατιώτες παρέμεναν δεσμευμένοι για τον έλεγχο των ανατολικών εδαφών, ενώ και η ροή πρώτων υλών και τροφίμων από τις νέες περιοχές αποδείχτηκε πολύ μικρότερη από το αναμενόμενο. Οι εξελίξεις στο πολεμικό μέτωπο κατέστησαν κενό γράμμα τη συνθήκη με την υπογραφή της ανακωχής μεταξύ Γερμανικού Ράιχ και Αντάντ στις 11 Νοέμβρη 1918, οδηγώντας τη σοβιετική κυβέρνηση σε ακύρωση της συνθήκης. Η ηγεσία των Μπολσεβίκων, παρά τις απώλειες που υπέστη, τελικά δικαιώθηκε στους κύριους στόχους της, δηλαδή την επικράτηση έναντι των εσωτερικών κι εξωτερικών αντιπάλων της επανάστασης, ενώ κατόρθωσε από νωρίς, το 1919, να ξανακατακτήσει την Ουκρανία, και δυο χρόνια αργότερα τη Γεωργία.

Στο στρατιωτικό, επίσης επίπεδο, η συνθήκη Μπρεστ – Λιτόφσκ έδωσε το πρόσχημα για την ενεργοποίηση της μυστικής αγγλο-γαλλικής συμφωνίας «ζωνών δράσης» του Δεκέμβρη του 1917, πριν την συνθήκη του Μπρεστ ( ), που ενεργοποιήθηκε με την ομώνυμη του Νοέμβρη του 1918, μετά την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων και ενεργοποιήθηκε τον Γενάρη – Απρίλη του 1918 με την εκστρατεία της Κριμαίας, δηλαδή την στρατιωτική εκστρατεία κατά της σοβιετικής κυβέρνησης και υπέρ των «Λευκών». Είναι και η πρώτη υπερπόντια αποστολή δύο μεραρχιών ελληνικού στρατού, ως εθελοντική συνεισφορά του «εθνάρχη» Βενιζέλου…

Στο κύριο επίδικο που σχηματοποιείται στο ερώτημα αν η Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ βοηθούσε – βοήθησε το ξέσπασμα της Γερμανικής Επανάστασης, υπάρχουν δύο (αναγκαστικά) απόψεις.

Ο Λένιν τον Αύγουστο του 1918 έγραψε ένα «Γράμμα στους Αμερικανούς Εργάτες» στο οποίο υποστήριζε ότι: «Δεν είναι σοσιαλιστής όποιος δεν καταλαβαίνει ότι για τη νίκη ενάντια στην αστική τάξη, για το πέρασμα της εξουσίας στους εργάτες, για την έναρξη της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης, μπορεί και πρέπει να μη διστάσουμε μπροστά σε καμιά θυσία, ακόμα και μπροστά στη θυσία ενός τμήματος του εδάφους, ακόμα και μπροστά στη θυσία να υποστούμε βαριές ήττες από τον ιμπεριαλισμό. Δεν είναι σοσιαλιστής όποιος δεν απόδειξε με έργα ότι είναι αποφασισμένος να δώσει τις πιο μεγάλες θυσίες από την πλευρά της ‘‘δικής του’’ πατρίδας, φτάνει να προωθηθεί έμπρακτα η υπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης». Μετάφραση: εκατομμύρια φαντάροι, εργάτες, εργάτριες αναρωτήθηκαν, αφού οι «Ρώσοι» είναι διατεθειμένοι να κάνουν τόσες θυσίες για την ειρήνη, τότε γιατί να συνεχιστεί ο πόλεμος; Γιατί να μην ακολουθήσουμε το παράδειγμά τους;

Η Λούξεμπουργκ έναν μήνα μετά δημοσίευε: «Με τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, η Ρωσική Επανάσταση βρέθηκε σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Η πολιτική που καθοδηγεί τη δράση των Μπολσεβίκων είναι ξεκάθαρη: ειρήνη με οποιοδήποτε τίμημα, προκειμένου να κερδηθεί χρόνος, κατά τη διάρκεια του οποίου θα μπορέσουν να επεκτείνουν και να εδραιώσουν τη δικτατορία του προλεταριάτου στη Ρωσία, εφαρμόζοντας όσο πιο πολλές σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις γίνεται. Σχεδιάζουν μ’ αυτόν τον τρόπο να περιμένουν το ξέσπασμα της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης και ταυτόχρονα να την επισπεύσουν με το ρωσικό παράδειγμα. Δεδομένης της απόλυτης πολεμικής εξάντλησης των ρωσικών μαζών και της ταυτόχρονης στρατιωτικής αποδιοργάνωσης που άφησε πίσω του ο τσαρισμός, η συνέχιση του πολέμου φαινόταν σε κάθε περίπτωση ανώφελη σπατάλη ρωσικού αίματος, κι έτσι δεν υπήρχε άλλη διέξοδος από την τάχιστη σύναψη ειρήνης.

[] Ομολογουμένως, ο Λένιν και οι φίλοι του δεν εξαπάτησαν ούτε τον εαυτό τους ούτε τους υπόλοιπους σχετικά με τα γεγονότα. Παραδέχθηκαν ευθέως τη συνθηκολόγησή τους. Δυστυχώς, διατήρησαν την ψευδαίσθηση ότι με τη συνθηκολόγηση αυτή, μέσω της υπογραφής χωριστής ειρήνης, εξαγόρασαν χρόνο που θα τους επέτρεπε να σωθούν από την κόλαση του παγκοσμίου πολέμου. Δεν έλαβαν υπόψη το γεγονός πως η συνθηκολόγηση της Ρωσίας στο Μπρεστ-Λιτόφσκ σήμαινε μία κολοσσιαία ενδυνάμωση της ιμπεριαλιστικής πανγερμανικής πολιτικής, συνεπώς και μία αποδυνάμωση των πιθανοτήτων επαναστατικής εξέγερσης στη Γερμανία. []

[] Δημιούργησαν ρήγμα μεταξύ των Μπολσεβίκων και των αριστερών σοσιαλεπαναστατών· πράγματι, δημιούργησαν χάσμα και θανάσιμη εχθρότητα ανάμεσα στις δύο πτέρυγες του επαναστατικού στρατού.

Ομολογουμένως, οι κοινωνικές διαφορές -η αντίθεση μεταξύ των χωρικών με ατομική ιδιοκτησία και των προλεταρίων της υπαίθρου και άλλων- αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε στη ρήξη μεταξύ των Μπολσεβίκων και των αριστερών σοσιαλεπαναστατών. Η Οκτωβριανή Επανάσταση που έφερε τους Μπολσεβίκους στο πηδάλιο, η διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, οι μεταρρυθμίσεις των Μπολσεβίκων,δεν θα ήταν μάλλον εφικτές χωρίς τη συνεργασία των αριστερών σοσιαλεπαναστατών. Μόνο το Μπρεστ-Λιτόφσκ και οι επιπτώσεις του οδήγησαν σε χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών. [] Εξαιτίας αυτών των εξελίξεων, η αντίσταση στην εξουσία των Μπολσεβίκων και στις θεσπισμένες μεταρρυθμίσεις τους, η οποία είναι ήδη πολύ μεγάλη, θα κορυφωθεί. Η βάση, συνεπώς, επί της οποίας στηρίζεται η κυριαρχία τους, έχει σε μεγάλο βαθμό εξασθενήσει. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός είναι το αγκάθι στη σάρκα της Ρωσικής Επανάστασης. [] ακόμα κι ένα παιδί μπορεί να καταλάβει ότι η Γερμανία περιμένει την ευκαιρία να ενώσει τις δυνάμεις της με τους Μιλιούκοφ, Χέτμαν, κι ένας Θεός ξέρει με ποιους ακόμα σκοτεινούς κυρίους και πολιτικούς ερασιτέχνες, προκειμένου να βάλει ένα τέλος στη μεγαλειώδη προσπάθεια των Μπολσεβίκων.

Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, θα χάσουν οποιαδήποτε αξία όλες οι μέχρι τώρα θυσίες, συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης θυσίας του Μπρεστ-Λιτόφσκ, καθώς τίμημα της θυσίας θα αποτελούσε πλέον η ηθική χρεοκοπία. Κάθε είδους πολιτική συντριβή των Μπολσεβίκων σε έναν έντιμο αγώνα εναντίων υπέρμετρων και εχθρικών πιέσεων της ιστορικής συγκυρίας θα ήταν προτιμότερη από την ηθική συντριβή.

Σίγουρα οι Μπολσεβίκοι έκαναν, και ίσως κάνουν ακόμα, μία σειρά από λάθη στις πολιτικές επιλογές τους – αλλά δεν υπάρχει αλάνθαστη επανάσταση! Η έννοια της αλάνθαστης επαναστατικής πολιτικής, και μάλιστα εντός μιας απολύτως πρωτοφανούς κατάστασης, είναι τόσο παράλογη, που είναι αντάξια μόνο Γερμανού δασκαλάκου. [] Η πραγματοποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου και της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μία μόνο χώρα, περικυκλωμένη από αντιδραστική ιμπεριαλιστική κυριαρχία, ενώ μαίνεται με μανία ο πιο αιματηρός πόλεμος της ανθρώπινης ιστορίας, είναι σαν την προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου. Κάθε σοσιαλιστικό κόμμα θα αποτύγχανε σ’ αυτή την προσπάθεια και θα αφανιζόταν – είτε καθιστούσε την αυταπάρνηση καθοδηγητικό άστρο των πολιτικών επιλογών του είτε όχι.

Αυτή είναι η παράλογη λογική της αντικειμενικής κατάστασης: οποιοδήποτε σοσιαλιστικό κόμμα κατακτούσε την εξουσία στη Ρωσία σήμερα, θα ακολουθούσε λανθασμένη τακτική στο μέτρο που, ως μέρος του διεθνούς προλεταριακού στρατού, θα είχε αφεθεί αβοήθητο από το κύριο σώμα αυτού του στρατού.

Την ευθύνη για τις αποτυχίες των Μπολσεβίκων φέρει, σε τελική ανάλυση, το διεθνές προλεταριάτο και, πάνω απ’ όλα, η πρωτοφανής ποταπότητα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Το κόμμα αυτό που παρίστανε, σε καιρό ειρήνης, πως πορευόταν στην κεφαλή του παγκόσμιου προλεταριάτου, [] που στη χώρα του μετρούσε τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια υποστηρικτές και των δύο φύλων – αυτό είναι το κόμμα που κάρφωνε τον σοσιαλισμό στον σταυρό [] για τέσσερα χρόνια, κατ’ εντολή της κυρίαρχης τάξης, σαν αργυρώνητος μεσαιωνικός μισθοφόρος.

[] Μία λύση μονάχα υπάρχει στη ρωσική τραγωδία: μία εξέγερση στα νώτα του γερμανικού ιμπεριαλισμού [] Αυτή τη μοιραία στιγμή, η διαφύλαξη της τιμής της Ρωσικής Επανάστασης ταυτίζεται με την ανάκτηση της τιμής του γερμανικού προλεταριάτου και των διεθνών σοσιαλιστών».

Δύο μήνες μετά, ξέσπασε η (πρώτη) Γερμανική Επανάσταση. Ήταν η επανάσταση που σήμανε το τέλος του ιμπεριαλιστικού σφαγείου. Οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν συνθηκολογήσει με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Είχαν ανοίξει τον δρόμο για την Γερμανική Επανάσταση. Απέτυχε, και η Ρόζα με τους συντρόφους της δολοφονήθηκαν…

Κατά την ταπεινή μου άποψη, αποδείχτηκε ότι ο Λένιν κι οι σύντροφοί του υπολόγιζαν καλύτερα.

Ήδη, από τον Οκτώβρη του 1918 έγραφε: «Πρώτο, αν δεν υπογράφαμε την ειρήνη του Μπρεστ, θα είχαμε παραδώσει μεμιάς την εξουσία στη ρωσική αστική τάξη και έτσι θα είχαμε βλάψει πάρα πολύ τη σοσιαλιστική επανάσταση. Δεύτερο, με τίμημα τις εθνικές θυσίες διατηρήσαμε μια τέτοια διεθνή επαναστατική επιρροή που τώρα να μιμείται αμέσως η Βουλγαρία, κοχλάζουν η Αυστρία και η Γερμανία, εξασθένισαν και οι δύο μεγάλοι ιμπεριαλισμοί, ενώ εμείς δυναμώσαμε και αρχίσαμε να δημιουργούμε έναν πραγματικά προλεταριακό στρατό».

Αποτίμηση και… το «τσίρκο Μεντράνο»

Έναν αιώνα και κάτι μετά το Μπρέστ – Λιτόφσκ δεν νομίζω να έχει βρεθεί κάποιος που να κατηγόρησε τον Λένιν για προδοσία. Ίσα – ίσα που του αναγνωρίζουν τη ρεαλιστική εκτίμηση της κατάστασης κόντρα στην επαναστατική λογοκοπία και την απόρριψη κάθε είδους επαναστατικού ρομαντισμού προκειμένου να διασωθεί η εργατική εξουσία και το σοσιαλιστικό όραμα.

Πρέπει όμως να ομολογηθεί πως επιπλέον αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος, υπήρξε η (παρα)πολιτική φιλολογία για την «αριστερή ανταρσία» στον Συριζα, την «αριστερή διάσπαση» κ.λπ. Μας θύμισε πως ανάμεσα στους πρωταγωνιστές αυτού του κωμικού σκετς είναι οι θιασώτες του παραλληλισμού της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ με την ψήφιση και πιστή εκτέλεση του 3ου Μνημονίου ως μέρος μιας τακτικής υποχώρησης, η οποία θα επιτρέψει στον ΣΥΡΙΖΑ να επικεντρώσει την προσοχή του στο εσωτερικό, προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του και να συγκρουστεί με τα «εγχώρια συμφέροντα».

Αν επιμένουν κάποιοι να συνεχίζουν να ανακαλύπτουν «αναλογίες» του Συριζα του 2015-2019-2023 με το Μπολσεβίκικο κόμμα, τους υπενθυμίζουμε ακόμα μερικά στοιχεία, που εξηγούν περαιτέρω γιατί ο Λένιν υπέγραψε την συνθήκη και τι υπέρτερο είχε να περιφρουρήσει με εκείνο τον συμβιβασμό.

Την υπέγραψε, λοιπόν, διότι:

1. Πριν από τη συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ (3 Μάρτη 1918) η σοβιετική εξουσία είχε ήδη υπογράψει το Διάταγμα για την Ειρήνη (26 Οκτώβρη 1917 – την επόμενη κιόλας μέρα της Επανάστασης) με το οποίο έβγαζε τη Ρωσία έξω από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και έξω από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν είχε υπογράψει, δηλαδή, κανένα κείμενο με το οποίο να αναγνωρίζει την παραμονή της Ρωσίας σε κανένα «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι» με τους ιμπεριαλιστές ούτε κανένα κείμενο που έθετε την εσωτερική πολιτική στη Ρωσία υπό την «αξιολόγηση», την «εποπτεία» και την «επιτήρηση» των ιμπεριαλιστών.

2. Διότι πάλι την ίδια μέρα (26 Οκτώβρη 1917 – την επόμενη κιόλας μέρα της Επανάστασης) είχε ήδη υπογράψει το Διάταγμα για τη Γη με το οποίο καταργήθηκε -χωρίς καμία αποζημίωση- η ιδιοκτησία της γης από τους τσιφλικάδες, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκρατορικής και της μοναστηριακής. Δεν είχε δηλαδή υπογράψει τίποτα που να μιλά για επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων…

3. Διότι πάλι την ίδια μέρα (26 Οκτώβρη 1917 – την επόμενη κιόλας μέρα της Επανάστασης) είχε ήδη υπογράψει το Νομοσχέδιο για τον Εργατικό έλεγχο στις βιομηχανικές, εμπορικές και τραπεζικές επιχειρήσεις.

4. Διότι λίγες μέρες μετά την Επανάσταση είχε ήδη υπογράψει (στις 14 Δεκέμβρη 1917) τον νόμο για την εθνικοποίηση των Τραπεζών. Δεν είχε δηλαδή υπογράψει κανένα κείμενο που να λέει ότι οι τραπεζίτες θα συνέχιζαν να είναι ιδιοκτήτες τραπεζών που θα συνέχιζαν να ανακεφαλαιοποιούνται με λεφτά του λαού…

5. Διότι λίγες μέρες μετά την Επανάσταση είχε ήδη υπογράψει (στις 9 Γενάρη 1918) το Διάταγμα Ακύρωσης όλων των εσωτερικών και εξωτερικών δανείων που είχε υπογράψει η τσαρική και η προηγούμενη αστική κυβέρνηση. Αρνήθηκε, δηλαδή, να πληρώνει εγχώριους και ξένους κλέφτες, ληστές, κερδοσκόπους και τοκογλύφους, τους είπε αν θεωρούν πως έχουν λαμβάνειν να πάνε να τα πάρουν από εκείνους που τα είχαν ξεκοκαλίσει και όχι από τον ρωσικό λαό, και φυσικά ουδέποτε υπέγραψε κείμενο όπως αυτό που υπέγραψε ο κ. Βαρουφάκης στο «Eurogroup» στις 23 Φεβρουαρίου 2015.

6. Διότι αμέσως μετά την επανάσταση (στις αρχές του 20ού αιώνα) υιοθέτησε το αυτόματο διαζύγιο, τα πλήρη δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, τη συμμετοχή (και όχι «ποσόστωση») των γυναικών παντού, την ανεξιθρησκεία και ανεξαρτησία των εκκλησιών από το κράτος, τη δημιουργία συλλογικών κουζινών, πλυντηρίων, απελευθέρωσε όλους (και τους ποινικούς) κρατούμενους, δημιούργησε νέο δίκαιο, πολλαπλασίασε τις λαϊκές πολιτοφυλακές, συμμάχησε με όλα τα επαναστατικά, αντιιμπεριαλιστικά κινήματα στον κόσμο κ.λπ. Δεν υποκλίθηκε στο παπαδαριό ή στην «ανεξάρτητη δικαιοσύνη». Δεν έκοψε το ΕΚΑΣ από τους χαμηλοσυνταξιούχους για να μοιράζει «μποναμά» φιλανθρωπίας. Δεν χάιδεψε το ιερατείο ή τους πραιτοριανούς της αστικής τάξης. Δεν αγκαλιάστηκε με τον στρατηγό-δικτάτορα της Αιγύπτου και τον ακροδεξιό Νετανιάχου ως «μπροστινών» των Αμερικανών και με «πισινούς» εξασφαλισμένους στα «εθνικά μας» αφεντικά Λάτσηδες, Βαρδινογιάννηδες, Μυτιληναίους και λοιπούς…

Αυτά είναι μερικά απ’ όσα είχαν προηγηθεί της συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ. Αυτά είχε να περιφρουρήσει με εκείνο τον συμβιβασμό ο Λένιν. Οι γελωτοποιοί του ΣΥΡΙΖΑ έκαναν τον δικό τους «συμβιβασμό» για να υπογράψουν και υλοποιήσουν «αυτοπροσώπως» ό,τι τους ζητήθηκε από τους δανειστές και την αστική τάξη.




Ισραήλ – Παλαιστίνη, 1948 – 2023: Πώς φτάσαμε ως εδώ; Η ιστορική διαδρομή και η σοσιαλιστική-διεθνιστική θέση

Του Βαγγέλη Λιγάση

1948-2023: 75 χρόνια κατοχής και αντίστασης

Η αντίσταση του παλαιστινιακού λαού ενάντια στο κράτος του Ισραήλ, επειδή στρέφεται ενάντια στον μοναδικό σίγουρο σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή των πετρελαίων, έχει στρατηγική σημασία και υπονομεύει όλες τις προσπάθειες να επιβληθεί μια pax Americana στην Μ. Ανατολή. Το Παλαιστινιακό, από το 1948 που ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ, πυροδοτούσε κάθε δεκαετία προκλήσεις ενάντια στην κυριαρχία της Δύσης στην περιοχή. Οι ριζοσπάστες άραβες εθνικιστές (Νάσερ, Μπάαθ) στη δεκαετία του ’60, τα αριστερά εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα των αρχών της δεκαετίας του ’70 και το πολιτικό ισλάμ από το 2000 έως σήμερα, χρησιμοποίησαν τον αγώνα ενάντια στο Ισραήλ για να αποκτήσουν μαζική απήχηση και κρίθηκαν από αυτήν την αποτελεσματικότητά τους.
Από την άλλη, οι Παλαιστίνιοι έχουν χύσει ποταμούς αίματος χωρίς να πλησιάσουν σπιθαμή στον στόχο τους, δηλαδή στην εθνική τους απελευθέρωση.
Μια ιστορική αναδρομή στην δημιουργία και ύπαρξη του Ισραήλ από την μια και στην παλαιστινιακή αντίσταση από την άλλη μπορεί να βοηθήσει στο να ερμηνεύσουμε την παραπάνω αντίφαση.

Σιωνισμός: όταν ο εθνικισμός στρέφεται κατά του «περιούσιου λαού»

Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ τον Μάη του 1948 ήταν η επιβράβευση μιας 50χρονης καμπάνιας καθοδηγούμενης από σιωνιστές πολιτικούς για την ίδρυση εβραϊκού κράτους. Ισχυρίστηκαν ότι εξέφραζαν την επιθυμία των απανταχού Εβραίων για «εθνική ελευθερία». Ωστόσο, στον βαθμό που ο σιωνισμός χαρακτηρίστηκε «εθνικοαπελευθερωτικό» κίνημα, σίγουρα δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Αντί να επιδιώκει να απελευθερωθεί από τον ιμπεριαλισμό, επεδίωκε δραστήρια την προστασία των μεγάλων δυνάμεων. Δεν υποσχέθηκε αυτοδιάθεση στους ντόπιους, αλλά τους εκδίωξε. Και στην πραγματικότητα δεν εξέφραζε (μέχρι την κυριαρχία των ναζί και το ολοκαύτωμα) κάποιο πλατύ κίνημα ενάντια στην εθνική καταπίεση, αλλά μια εθνικιστική σέχτα.
Ο «πατέρας»-ιδρυτής του σιωνισμού, ο Εβραίος Αυστριακός δημοσιογράφος Χέρτσλ, με το βιβλίο που εξέδωσε το 1896 «το εβραϊκό κράτος», εξέφραζε την κοινή στους ακροδεξιούς άποψη περί φυλετικού διαχωρισμού. Διακήρυσσε ότι η μόνη ασφάλεια απέναντι στον σύγχρονό του αντισημιτισμό ήταν ο φυσικός διαχωρισμός Εβραίων και μη Εβραίων με την ίδρυση εβραϊκού κράτους. Έτσι, επί της ουσίας οι σιωνιστές συμφωνούσαν με τους αντισημίτες ότι οι Εβραίοι ήταν «ξένη» παρουσία στις ευρωπαϊκές κοινωνίες (όπως το «έθνος του Ισλάμ» στις ΗΠΑ, που αριθμεί 1 εκατομμύριο μέλη στην μαύρη κοινότητα, επί της ουσίας συμφωνεί με τον Τραμπ και το Tea Party διεκδικώντας χωριστό κράτος για τους πρώην σκλάβους).
Πράγματι, στα χρόνια του Χερτσλ ο εβραϊκός λαός μετά τους 3 Ιουδαιορωμαϊκούς πολέμους (66-135), οπότε εκδιώχθηκε όχι μόνο από την Ιουδαία αλλά και από όλη την Μ. Ανατολή, βίωνε για δεύτερη φορά μετά την εποχή των «ανακαλύψεων» και των θρησκευτικών πολέμων στην Ευρώπη με την προσπάθεια ίδρυσης «απολυταρχικών» μετα-μεσαιωνικών κρατών (π.χ. Φερδινάνδος-Ισαβέλλα κ.λπ.), αυξημένο ρατσισμό και μάλιστα κρατικά οργανωμένο.
Η ολοκληρωτική επικράτηση του καπιταλισμού στον πλανήτη και ο μετασχηματισμός του σε ιμπεριαλισμό χρειάστηκε τη διάσπαση των εκμεταλλευόμενων και «παρήγγειλε» σχετικές θεωρίες.
Ο Γκομπινό γράφει «περί της ανισότητας των ανθρώπινων φυλών» το 1855, η δίκη του Ντρέιφους διεξάγεται το 1894, το 1903 η Οχράνα (μυστική αστυνομία του Τσάρου) «ανακαλύπτει» και εκδίδει τα «Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών», αμέσως μετά την καταστολή της επανάστασης του 1905 στην Ρωσία οι «μαύρες εκατονταρχίες» (παρακρατικές οργανώσεις) εξαπολύουν τα περιβόητα «πογκρόμ» (στη Ρωσική αυτοκρατορία βρίσκονταν οι περισσότεροι Εβραίοι της Ευρώπης).
Η επικράτηση του καπιταλισμού και η καταστροφή της οικονομίας των τεχνιτών δημιούργησαν μέσα σε λιγότερο από 50 χρόνια μια τεράστια εργατική τάξη Εβραίων (αποκλεισμένοι «εξ ορισμού» από έγγεια ιδιοκτησία). Μια χούφτα εβραϊκών οικογενειών που από τον ύστερο Μεσαίωνα οργάνωνε το εμπόριο και λειτουργούσε τοκογλυφικά είχε μετακομίσει από τη Β. Ιταλία κ.λπ. στο City του Λονδίνου από τα χρόνια του Κρόμγουελ και προσαρμόστηκε αρμονικά στον νέο χρηματοπιστωτικό μονοπωλιακό καπιταλισμό (π.χ. Ρότσιλντ κ.ά.). «Απροστάτευτοι» στο νέο κύμα ρατσισμού βρέθηκαν κυρίως οι μεσοαστοί Eβραίοι (δικηγόροι, μικρέμποροι κ.λπ.) και την αδυναμία αυτών εξέφραζε ο εθνικισμός – σιωνισμός.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Σιωνιστές ήταν μέχρι την επικράτηση του Χίτλερ και τη σταλινική αντεπανάσταση αισχρή μειοψηφία στον εβραϊκό πληθυσμό.
Το 1897 που έγινε στη Βασιλεία της Ελβετίας το πρώτο σιωνιστικό συνέδριο υπό τον Χερτσλ με διακόσιους «εκπροσώπους», ιδρύθηκε στη Ρωσία και η Εβραϊκή Ένωση Εργαζομένων (Bund), που έφτασε λίγα χρόνια μετά στα 40.000 μέλη. Το 1912 όλες οι σιωνιστικές οργανώσεις αριθμούσαν 12.000 μέλη, όσους Εβραίους μέλη είχε την ίδια χρονιά το Σοσιαλιστικό Κόμμα στις ανατολικές συνοικίες του Μανχάταν…
Παρ’ όλα αυτά οι σιωνιστές γλείφοντας και προσεταιριζόμενοι σχεδόν όλες τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής και αφού συζήτησαν διάφορους εναλλακτικούς στόχους για εποικισμό (Ουγκάντα, Αγκόλα, Β. Αφρική), κατάφεραν το 1917 να πετύχουν την υποστήριξη της αγγλικής αυτοκρατορίας «για την εγκαθίδρυση στην Παλαιστίνη μιας εθνικής πατρίδας για τους Εβραίους» κάτω από βρετανική προστασία, μέσα από την Διακήρυξη Μπαλφούρ. Το ότι ο Λόρδος Μπαλφούρ, ως εξέχον μέλος του συντηρητικού κόμματος, είχε εισηγηθεί την νομοθεσία που εμπόδιζε την εβραϊκή μετανάστευση προς τη Μεγάλη Βρετανία δεν ενοχλούσε τους Σιωνιστές… Όπως δεν τους ενόχλησε η συνεργασία με τον φον Πλεχβ, υπουργό Εσωτερικών του Τσάρου και αρχιτέκτονα του χειρότερου πογκρόμ στην ιστορία προ του Ολοκαυτώματος (Κίσινεβ). Ο ίδιος ο Χερτσλ δεχόταν τα παράπονα του Βίτε, υπουργού Οικονομικών του Τσάρου, ότι οι Εβραίοι αν και 5% στον πληθυσμό της αυτοκρατορίας απαρτίζουν το 50% των επαναστατικών οργανώσεων.
Οι αιτίες της αγγλικής υποστήριξης λίγες ημέρες πριν την Οκτωβριανή επανάσταση εξηγήθηκαν από τον Γουίνστον Τσόρτσιλ (υπουργό τότε) ως εξής: «ένα εβραϊκό κράτος […] θα συνέπλεε αρμονικά με τα συμφέροντα της βρετανικής αυτοκρατορίας […] σταματώντας τα επαναστατικά σχέδια για τη δημιουργία παγκόσμιου κομμουνιστικού κράτους κάτω από την εβραϊκή κυριαρχία»!
Μετά από έναν χρόνο, οι νικητές του Α’ Π.Π. θα μοιράσουν την πρώην οθωμανική αυτοκρατορία τραβώντας με τον χάρακα γραμμές στον χάρτη…
Παρ’ όλα αυτά, στην Παλαιστίνη και μετά από δύο δεκαετίες ενθάρρυνσης του εποικισμού, το 1922 σε 760.000 πληθυσμού το 90% παρέμεινε παλαιστινιακό.
Για να ολοκληρωθεί η προετοιμασία για την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ μέσω του εποικισμού, χρειάστηκαν άλλες δύο δεκαετίες, αλλά κυρίως η οικονομική και στρατιωτική συνεργασία των αγγλικών δυνάμεων κατοχής και των σιωνιστών, με αποκορύφωμα την γενική απεργία-εξέγερση των παλαιστινιακών οργανώσεων το 1936-39 και την απεργοσπαστική και παρακρατική βοήθεια των εποίκων. Επιπλέον, η άρνηση μετανάστευσης στη Δυτ. Ευρώπη και Αμερική μεταξύ 1931-1939 (το 1939 η αμερικανική ακτοφυλακή ανάγκασε ένα πλοίο, το «Σεντ Λούις», με 900 πρόσφυγες να γυρίσει πίσω …στον θάνατο), θα αναγκάσει εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίους από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη να εποικίσουν την Παλαιστίνη (1945: 608.000).
Φυσικά, είναι αυτονόητο ότι χωρίς το Ολοκαύτωμα το κράτος του Ισραήλ δεν θα είχε ιδρυθεί. Ο σιωνισμός στρατολόγησε μετανάστες μεταξύ των χιλιάδων επιζώντων των οποίων οι κοινότητες είχαν καταστραφεί. Ακόμα πιο σημαντικό, το Ολοκαύτωμα έδωσε μια πειστική δικαιολογία για τη δημιουργία του εβραϊκού κράτους.
Η σχέση ναζί και σιωνιστών ομολογήθηκε λίγους μόλις μήνες από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, με την προσφορά επίσημης συνεργασίας στο ναζιστικό κόμμα από τον Γερμανικό Σιωνιστικό Οργανισμό με μακροσκελές υπόμνημά του, όπου αυτολεξεί γράφεται: «Στο πλαίσιο της ίδρυσης του καινούριου κράτους, το οποίο βασίζεται στη φυλετική αρχή, θέλουμε να εντάξουμε και τη δική μας κοινότητα στη συνολική αυτή οικοδόμηση, έτσι ώστε με το κομμάτι που μας αναλογεί να είναι δυνατή η γη των Πατέρων μας […]». Αποδεικνύεται επίσης από την άρνηση του Μπεν Γκουριόν για τη χρηματοδότηση του βρετανικού σχεδίου για τη μετανάστευση εβραίων γερμανόπουλων στη Μεγάλη Βρετανία το 1938. Αποδεικνύεται από τη χρηματοδότηση και συνεργασία μεταξύ του Άιχμαν των SS (οργανωτή του Ολοκαυτώματος) και του αρχιπράκτορα της Hanagah (=σιωνιστική πολιτοφυλακή) Πολκς προς το τέλος της δεκαετίας του ’30 (όπου στήθηκαν και στρατόπεδα εκπαίδευσης της Hanagah στη Γερμανία). Αποδεικνύεται, τέλος, από το γεγονός ότι ενώ οι ναζί συνομιλούσαν και ανέχονταν στο έδαφός τους τις σιωνιστικές οργανώσεις, θανάτωναν κάθε κομμουνιστή, σοσιαλιστή ή εβραίο μαχητή αντίστασης. Έτσι μέχρι το τέλος του πολέμου απέμειναν κυρίως όσοι συμφωνούσαν με τους σιωνιστές.
Σήμερα, οι σιωνιστές ηγέτες και οι σύμμαχοί τους συκοφαντούν όσους κατακρίνουν και αντιστέκονται στο σιωνιστικό κράτος σαν αντισημίτες και συνοδοιπόρους των ναζί – όταν είναι οι ίδιοι που έχουν αφομοιώσει και εφαρμόζουν ναζιστικές πρακτικές ενάντια στους Παλαιστίνιους…

al-Nakbah

Παραμονές, λοιπόν, της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ, ο εβραϊκός πληθυσμός, αν και 1/3 του συνολικού, ήταν μια καλά εξοπλισμένη και οργανωμένη μειονότητα. Η απόφαση του ΟΗΕ στο τέλος του 1947 (με την υποστήριξη και του Στάλιν) για «εδαφικό διαχωρισμό» έδινε το 55% της Παλαιστίνης στους σιωνιστές και όριζε την Ιερουσαλήμ ως «διεθνή πόλη».
Με την επίσημη ανακήρυξη του κράτους των εποίκων, οι σιωνιστικές δυνάμεις, «αριστερές» («Εργατικό κόμμα», κυρίαρχο μέχρι το 1977 με σοσιαλίζουσα εθνικιστική φρασεολογία – δύναμη κρούσης η hanagah) και «δεξιές» («ρεβιζιονιστές» – Λυκούντ που δεν δέχονταν τον περιορισμό δυτικά του Ιορδάνη, με πρώτους πρωθυπουργούς Μεναχέμ Μπέγκιν και Γιτζάκ Σαμίρ – δύναμη κρούσης ακροδεξιές συμμορίες) ενώθηκαν για να καταλάβουν όσα περισσότερα εδάφη μπορούσαν.
Όταν τελείωσε ο «πόλεμος», το Ισραήλ κατείχε πλέον το 77% της Παλαιστίνης με το 95% των εύφορων εδαφών. 750.000 Παλαιστίνιοι εκδιώχθηκαν με τη μέθοδο του τρόμου από τα σπίτια τους για να εγκατασταθούν στα εδάφη τους Ισραηλινοί. Στην πιο γνωστή σφαγή, το Ντερ Γιασίν, έσφαξαν ένα ολόκληρο κεφαλοχώρι. Οι Ισραηλινοί αναφέρουν τα γεγονότα του 1948 σαν «πόλεμο ανεξαρτησίας», ενώ οι Παλαιστίνιοι σαν «al-Nakbah» – «η καταστροφή»…
Η ίδρυση του ισραηλινού κράτους συνέπεσε με την ανάδειξη της Μέσης Ανατολής σε κύριο παραγωγό πετρελαίου παγκοσμίως. Ο διαγκωνισμός για την απόκτηση ερεισμάτων στην περιοχή, έκανε το νέο κράτος «μήλο της Έριδος» για διάφορους ιμπεριαλιστές. Ο πόλεμος του 1948 διεξήχθη με φορτία όπλων από το τέως ανατολικό μπλοκ (Τσεχοσλοβακία). Μέχρι τις αρχές του 1960 η Γαλλία ήταν ο κύριος προμηθευτής όπλων του Ισραήλ και ο βασικός χορηγός του πυρηνικού του προγράμματος.

Ο Αραβικός εθνικισμός – ο «πόλεμος των 6 ημερών»

Ο σιωνισμός, έχοντας αναδειχθεί ιστορικά πάνω στην ιμπεριαλιστική στήριξη, με το προφίλ του «προμαχώνα του δυτικού πολιτισμού» απέναντι στη «βαρβαρότητα και καθυστέρηση» των λαών της Ανατολής, έκανε εντατική προσπάθεια επίδειξης δύναμης απέναντι στα γειτονικά αραβικά κράτη, για να επιβεβαιώσει την υπεροχή του απέναντι σε γείτονες που θεωρούσε «εχθρούς», αλλά και για να πείσει τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι αποτελεί τον πιο αξιόμαχο και αξιόπιστο σύμμαχό τους στην περιοχή.
Ταυτόχρονα, μετά τον τερματισμό της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, ο ευρύτερος αραβικός κόσμος ριζοσπαστικοποιείται. Αγροτικοί αγώνες για τη γη, ένα νεαρό και επιθετικό εργατικό κίνημα, οργή ενάντια στη συνέχιση της κυριαρχίας των παλιών αποικιοκρατικών δυνάμεων με άλλα μέσα, αλλά και το «τραύμα» της ανικανότητας των παλιών ελίτ να υπερασπιστούν την Παλαιστίνη στον πόλεμο του 1948, τροφοδότησαν μαζικό ρεύμα αμφισβήτησης, όπου κυριάρχησε ο λεγόμενος «αραβικός εθνικισμός».
Το 1952, ο Γκαμάλ-Αμπντέλ Νάσερ, κορυφαία προσωπικότητα αυτού του πολιτικού ρεύματος, κατέλαβε την εξουσία στην Αίγυπτο ανατρέποντας τον μονάρχη. Το 1956 εθνικοποίησε τη Διώρυγα του Σουέζ, παρά την πολεμική απειλή από Γαλλία-Βρετανία-Ισραήλ, προκαλώντας παναραβικό κύμα ενθουσιασμού. Αντιδραστικές κυβερνήσεις ανατράπηκαν στο Ιράκ το 1958 και στην Υεμένη το 1962. Τα μπααθικά κόμματα (μέρος του παναραβικού εθνικισμού) βρέθηκαν στην εξουσία σε Ιράκ και Συρία.
Τα καθεστώτα που προέκυψαν αποτελούσαν απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα, και η Ουάσινγκτον αρχικά στηριζόταν σε ένα «πλέγμα» φιλοδυτικών δυνάμεων (το Ιράν του σάχη, ο οποίος είχε ανατρέψει με αμερικανική βοήθεια τον εθνικιστή ηγέτη Μοσαντέκ, τις μοναρχίες του Κόλπου, την Τουρκία, το Ισραήλ) αλλά και σε άμεσες επεμβάσεις (στον Λίβανο το 1958) για να τα περιορίσει.
Το 1956 οι ΗΠΑ είχαν βάλει «χαλινάρι» σε Ισραήλ-Γαλλία-Βρετανία, θεωρώντας πως ο πόλεμος για το Σουέζ περισσότερο κακό θα προκαλούσε, «εξαγριώνοντας» έναν αραβικό κόσμο που ήδη «έβραζε» και με τον οποίο ακόμα ήθελε να διατηρήσει σχέσεις.
Ο Ιούνης του 1967 ήταν η στιγμή του μεγάλου τεστ γι’ αυτό το τοπίο που είχε διαμορφωθεί. Ύστερα από σειρά ισραηλινών προκλήσεων, ξέσπασε σύρραξη ανάμεσα στους στρατούς της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας, από τη μια, και των ισραηλινών δυνάμεων από την άλλη. Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό. Με την πανίσχυρη αεροπορία να παίζει καταλυτικό ρόλο, ο ισραηλινός στρατός σε μόλις έξι ημέρες κατόρθωσε να καταλάβει τη Δυτική Όχθη και την ανατολική Ιερουσαλήμ από την Ιορδανία, τα Υψίπεδα του Γκολάν από τη Συρία, τη Λωρίδα της Γάζας και τη Χερσόνησο του Σινά από την Αίγυπτο. Η ταπεινωτική συντριβή ήταν ένα τεράστιο σοκ για τους Άραβες.
Στην Παλαιστίνη, η καταστροφή ολοκληρώθηκε με το Ισραήλ να αποκτά τον έλεγχο όσων εδαφών δεν είχε καταλάβει το 1948, να αρπάζει κι άλλη γη, να προχωρεί το σχέδιο εποικισμών στα κατεχόμενα εδάφη.

Για τον αραβικό εθνικισμό, η ήττα του 1967 αποτέλεσε θανάσιμο πλήγμα. Είχε αποτύχει με τον πιο εμφατικό τρόπο σε μια από τις κεντρικές του «υποσχέσεις» και είχε οδηγηθεί σε μια ακόμα μεγαλύτερη ταπείνωση. Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών δίκαια χαρακτηρίστηκε το σημείο καμπής στην «ιστορική χρεοκοπία» του αραβικού εθνικισμού. Τα χρόνια που ακολούθησαν, η δεξιά μετάλλαξη αυτών των καθεστώτων θα επιβεβαίωνε αυτόν τον ισχυρισμό.

Το μαντρόσκυλο του ιμπεριαλισμού

Για τις ΗΠΑ, η έκβαση του πολέμου έκανε σαφές το συμπέρασμα: το Ισραήλ είναι το πλέον αποτελεσματικό «μαντρόσκυλο» των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή, και η προνομιακή σχέση συμμαχίας μαζί του είναι υπεράνω κάθε άλλου τακτικού υπολογισμού. Η πολιτική ηγεσία του σιωνιστικού ρεύματος είχε πετύχει τον στόχο της να πείσει για την αποτελεσματικότητά της απέναντι στους «εχθρούς» των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού. Μετά το 1967, η οικονομική βοήθεια από τις ΗΠΑ στο Ισραήλ εκτινάχθηκε από 13 εκατ. δολάρια ετησίως σε 600 εκατ. δολάρια και η δανειοδότηση για αγορά όπλων εκτινάχθηκε από 22 εκατ. δολάρια ετησίως σε 445 εκατ. δολάρια!
Το Ισραήλ με χαρά ανέλαβε τις καινούριες του… αρμοδιότητες για λογαριασμό του ιμπεριαλισμού. Η ιορδανική κρίση το 1970 υπογράμμισε την αξία που είχε το Ισραήλ για τη στήριξη αντιδραστικών καθεστώτων.
Ωστόσο, το Ισραήλ δεν περιορίστηκε στο να κάνει τη «βρόμικη δουλειά» των ΗΠΑ μόνο στην Μ. Ανατολή. Μέσω του Ισραήλ, οι ΗΠΑ διοχέτευαν όπλα και βοήθεια σε καταπιεστικά καθεστώτα όταν ήθελαν να αποφύγουν απαγορεύσεις από το Κογκρέσο ή εκπαίδευαν ομάδες θανάτου – τρομοκρατών κ.λπ. Ο κατάλογος είναι ατελείωτος: εκπαίδευση «ειδικών μονάδων» του Ιρανού δικτάτορα Σάχη, του Μομπούτου Σέκο του Ζαΐρ, του «αυτοκράτορα» Μποκάσα της Κεντρικής Αφρικής, του Ίντι Αμίν στην Ουγκάντα, του Ίαν Σμιθ στη Ροδεσία (’70s), του Νοριέγκα στον Παναμά, των Κόντρας στην Νικαράγουα, του Σουλτάνου του Βόρνεο, των ακροδεξιών Φαλαγγιτών στον Λίβανο (’80s) κ.λπ. Μεταπώληση όπλων στον Σουχάρτο της Ινδονησίας, στον Σομόζα της Νικαράγουας, στη Γουατεμάλα, στις χούντες Αργεντινής, Χιλής και Βραζιλίας και φυσικά στο αδελφό καθεστώς του Νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ…
Το κράτος του Ισραήλ αποτέλεσε «μοναδική περίπτωση», όπως σημείωνε ο Ισραηλινός μαρξιστής Μασόβερ:
«Χρηματοδοτείται από τον ιμπεριαλισμό χωρίς να είναι αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης από αυτόν».
Μια σειρά προνομιακές συμβάσεις και ρυθμίσεις (σε βοήθεια, όπλα κ.λπ.) συγκρότησαν την «ξεχωριστή σχέση» στην οποία αναφέρονται όλοι οι πρόεδροι των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες. Η δυνατότητα του Ισραήλ να καταπατά το διεθνές δίκαιο χωρίς να λογοδοτεί είναι αποτέλεσμα αυτής της «ξεχωριστής σχέσης».

Παλαιστινιακή αντίσταση – ο «Μαύρος Σεπτέμβρης»

Ήδη από τη διάσκεψη του Καΐρου το 1964, τα αραβικά κράτη συνέστησαν την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης ΟΑΠ – PLO. Πρόεδρος ήταν ένας δικηγόρος ο οποίος έμεινε μια γραφική καρικατούρα που εκτόξευε ψευτοπαλικαρισμούς μέσα από τα αραβικά ραδιόφωνα. Η ΟΑΠ της πρώτης περιόδου, απόλυτα ελεγχόμενη από τον Αραβικό Σύνδεσμο, δεν κατάφερε να αλλάξει κάτι, ούτε κέρδισε την υποστήριξη του προσφυγικού πληθυσμού στις αραβικές χώρες. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όμως, μια άλλη παλαιστινιακή συλλογικότητα έκανε αισθητή τη παρουσία της στα παλαιστινιακά πολιτικά πράγματα. Ήταν η παλαιστινιακή αντίσταση, η οποία εκπροσωπούνταν από τη Φατάχ του Γιασέρ Αραφάτ. Είχε συγκροτηθεί στο Κουβέιτ στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και με τη βοήθεια της μπααθικής Συρίας ξεκίνησε το 1965 σειρά από χτυπήματα εναντίον του Ισραήλ, χρησιμοποιώντας τα εδάφη της Δυτικής Όχθης. Η οργάνωση κέρδισε την συμπάθεια τμήματος του προσφυγικού πληθυσμού στη Δυτική Όχθη. Ο Γιάσερ Αραφάτ προωθούσε την αντίληψη για ένα «εθνικό παλαιστινιακό κίνημα» που θα αναλάμβανε το ίδιο την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Για να αναγνωριστεί, όμως, ως στρατιωτική πτέρυγα της PLO και να κερδίσει τη χρηματοδότηση από τις μοναρχίες του Κόλπου, υιοθέτησε εξαρχής την θέση της «μη επέμβασης στα εσωτερικά των αραβικών καθεστώτων» όπου ζούσαν οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες. Αυτό σήμαινε π.χ. την μη υποστήριξη των 400.000 Παλαιστίνιων εργατών πετρελαίου στον αγώνα τους ενάντια στην γιγάντια εταιρεία ARAMCO.
Ωστόσο, η ήττα του 1967 θα σημάνει την ουσιαστική έναρξη της παλαιστινιακής αντίστασης. Στο εσωτερικό της PLO αναπτύσσονται μαρξιστικές οργανώσεις που επιχειρούν να συμμαχήσουν με τα κινήματα των αραβικών μαζών και να συνδέσουν την πάλη για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης με την προοπτική μιας αραβικής εξέγερσης. Λίγους μήνες μετά τον Πόλεμο των 6 Ημερών ιδρύεται το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης – PFLP («Ο δρόμος για την Ιερουσαλήμ περνάει από το Κάιρο, τη Δαμασκό και το Αμάν»). Από αριστερή διάσπαση θα προκύψει στη συνέχεια και το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης – DFLP, η πρώτη παλαιστινιακή οργάνωση που συνεργάστηκε με δυνάμεις της Αριστεράς στο Ισραήλ. [Η γνωστή διακωμώδησή τους στην ταινία The life of Brian των Μόντι Πάιθονς αδικεί την αγωνία (και θυσία) χιλιάδων αριστερών αγωνιστών.]
Μέσα στα νέα σύνορά του Ισραήλ διαβιούσαν πλέον πάνω από 1.000.000 Άραβες Παλαιστίνιοι. Νέες εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες κατέστησαν τον πληθυσμό της Ιορδανίας κατά τα 2/3 παλαιστινιακό.
Τον Μάρτη του 1968 οι Παλαιστίνιοι μαχητές (γνωστοί ως Φενταγίν) κατάφεραν να απωθήσουν μια ισραηλινή επίθεση στο ιορδανικό έδαφος, κοντά στην πόλη Καράμεχ. Στις πρώτες, μετά τη διεξαγωγή της μάχης, εβδομάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι στρατολογήθηκαν στην PLO (ΟΑΠ). Οι χώρες του Κόλπου ανακοίνωσαν την οικονομική ενίσχυσή της σε μόνιμη βάση, ενώ Συρία και Ιράκ προσφέρθηκαν να εκπαιδεύσουν νέους μαχητές. Επισήμως, ο Αραφάτ θα γίνει πρόεδρός της τo 1969. Στα προσφυγικά στρατόπεδα (και όχι μόνο) της Ιορδανίας πολιτοφυλακές και λαϊκά δικαστήρια θα αντικαταστήσουν τις επίσημες αρχές. Η PLO υπό τον Αραφάτ, ωστόσο, θα αρνηθεί τις εκκλήσεις των αριστερών ομάδων και μερίδας του στρατού να ανατρέψει την μισητή δυναστεία των Χασεμιτών, ακόμα και όταν ο βασιλιάς Χουσεΐν με τον Νάσερ συμφώνησαν καταρχήν με το (αμερικανικό) σχέδιο Ρότζερς και τερματισμό του πολέμου φθοράς μεταξύ τους (βολές πυροβολικού, αερομαχίες κ.λπ.) τον Ιούλιο του 1970. Στις 6 Σεπτέμβρη μαχητές του PFLP προχώρησαν σε αεροπειρατεία 3 (δυτικών) επιβατικών αεροσκαφών προσγειώνοντάς τα στην Ιορδανία. Αφού απελευθέρωσαν τους ομήρους, οι αεροπειρατές ανατίναξαν τα 3 αεροσκάφη σε ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση στις 12 Σεπτέμβρη. Στις 17, ο ιορδανικός στρατός περικύκλωσε τις πόλεις, και άρχισε να βομβαρδίζει τους Φενταγίν στα στρατόπεδα προσφύγων. Την επόμενη μέρα, δυνάμεις της Συρίας παρενέβησαν για να υποστηρίξουν τους Παλαιστίνιους. Μια ιρακινή τεθωρακισμένη μεραρχία στρατοπεδευμένη στην ανατολική Ιορδανία από το 1967, δεν επενέβη. Με την πίεση του 6ου Στόλου στα ανοικτά του Λιβάνου και την κάλυψη της Ισραηλινής(!) αεροπορίας οι δυνάμεις του Χουσεΐν αντεπιτέθηκαν, ο Σύρος υπουργός Άμυνας Χαφέζ Αλ Άσαντ (που σε ένα μήνα θα κάνει πραξικόπημα, αναλαμβάνοντας την εξουσία) θα διατάξει υποχώρηση και οι Παλαιστίνιοι θα υποστούν βαριές απώλειες (περίπου 3.000 νεκροί και πολλές χιλιάδες αιχμάλωτοι). Στις 27 Σεπτέμβρη με μεσολάβηση του Νάσερ θα συναφθεί ανακωχή μεταξύ Χουσεΐν και PLO. Την επόμενη μέρα ο Νάσερ θα πεθάνει, βυθίζοντας στο πένθος το σύνολο του αραβικού κόσμου.
Έτσι, ο Σεπτέμβρης του 1970 έμεινε στην ιστορία ως «Μαύρος Σεπτέμβρης».
Παρά την ανακωχή, ο ιορδανικός στρατός επιτέθηκε και πάλι τον Ιανουάριο του 1971. Οι Φενταγίν εκδιώχθηκαν από τις πόλεις μέχρις ότου 2.000 Φενταγίν παραδόθηκαν περικυκλωμένοι σ’ ένα δάσος τον Ιούλη του 1971.

Η «αποστασία της Αιγύπτου» – Επιχείρηση «ειρήνη στη Γαλιλαία»

Αν η ήττα στον πόλεμο του 1967 έδειξε την ανικανότητα των αραβικών καθεστώτων απέναντι στο Ισραήλ, ο «Μαύρος Σεπτέμβρης» έδειξε ότι η παλαιστινιακή αντίσταση δεν μπορούσε να βασιστεί σε κανένα αραβικό κράτος για την παροχή καταφυγίου ή μιας βάσης επιχειρήσεων.
Παρ’ όλα αυτά, η PLO θα μεταφέρει το αρχηγείο και τις πολιτοφυλακές της στον Λίβανο για να συνεχίσει τον πόλεμο φθοράς στο Ισραήλ. Μαζί θα καταφύγουν και χιλιάδες πρόσφυγες, που μαζί με τους προϋπάρχοντες θα αποτελέσουν το 20% του πολυεθνικού αλλά ευημερούντος κρατιδίου («η Ελβετία της Μ. Ανατολής»).
Από το 1975 θα εμπλακεί κυρίως σε ανταρτοπόλεμο χαμηλής κλίμακας με την ακροδεξιά οργάνωση των Φαλαγγιτών, που συγκροτείται από ντόπιους χριστιανούς Μαρωνίτες και εξοπλίζεται – χρηματοδοτείται από το Ισραήλ. Σε κάθε περίπτωση οι μέρες της «δόξας» της PLO είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.
Εν τω μεταξύ, ο διάδοχος του Νάσερ στη μεγαλύτερη αραβική χώρα, ο Ανουάρ Σαντάτ, χρησιμοποιώντας σοβιετικό στρατιωτικό υλικό και 20.000 σοβιετικούς «συμβούλους», προετοίμασε, σε συνεργασία με τον Άσαντ της Συρίας τον 4ο αραβο-ισραηλινό πόλεμο που διεξήχθη το 1973 (ή Πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ, λόγω της επιλογής της έναρξής του την ημέρα της μεγαλύτερης εβραϊκής γιορτής). Η ένταση και το αμφίρροπο της αναμέτρησης έφτασαν, για 2η φορά μετά την κρίση των πυραύλων στη Κούβα, την ανθρωπότητα μπροστά στο φάσμα του πυρηνικού ολέθρου. Αν και κάποια στιγμή αποκομμένες ισραηλινές δυνάμεις είχαν φτάσει 120 χλμ από το Κάιρο και 40 χλμ από τη Δαμασκό, οι τεράστιες απώλειες και η αδυναμία νίκης με συμβατικά όπλα οδήγησαν το Ισραήλ στη συναρμολόγηση 20 πυρηνικών κεφαλών και την απειλή χρησιμοποίησής τους. Μετά από ένα 24ωρο chicken game μεταξύ ΕΠΑ και ΕΣΣΔ ο πόλεμος τερματίστηκε με επιστροφή στα προηγούμενα σύνορα. Άμεση συνέπεια ήταν ο περιορισμός της παραγωγής πετρελαίου από τον Αραβικό Σύνδεσμο και η πετρελαϊκή κρίση του ’73-’74.
Πιο μακροπρόθεσμη συνέπεια ήταν η αδυναμία της Αιγύπτου να ηγείται του αντισιωνιστικού αγώνα, καθώς παρά την πρόσκαιρη ανάκτηση του γοήτρου της, οι Σοβιετικοί (όπως και στην Ισπανία το 1936-38) αποδείχθηκαν πολύ «σφιχτοχέρηδες» (σε αντίθεση με τους Αμερικάνους, που παρείχαν αφειδώς στρατιωτικό υλικό στο Ισραήλ) και πολύ σύντομα το ύψος του δημόσιου χρέους την υποχρέωσε να επιβάλει σκληρή λιτότητα και να προσεγγίσει το Ισραήλ…
Μετά από διάφορες παλινωδίες, το 1978 ο Σαντάτ και ο πρώτη φορά ακροδεξιός Ισραηλινός πρωθυπουργός (πρώην τρομοκράτης των «ρεβιζιονιστών») Μεναχέμ Μπέγκιν θα φωτογραφηθούν να αλληλοασπάζονται στη θερινή κατοικία των Αμερικανών προέδρων, στο Καμπ Ντέιβιντ. Η συμφωνία προέβλεπε «γη (το Σινά) αντί ειρήνης», αόριστες υποσχέσεις για αυτονομία των Παλαιστινίων, αλλά η ουσία της βρισκόταν στα 3,5 δισ. δολάρια που θα έπαιρνε ετησίως η Αίγυπτος σαν αμερικανική «βοήθεια».
Το Ισραήλ επέστρεψε τη χερσόνησο τελικά μετά από 4 χρόνια, την ίδια χρονιά (1982) που ξεκίνησε την επιχείρηση «Ειρήνη στην Γαλιλαία». Με αφορμή τη δολοφονία του πρέσβη του στις ΗΠΑ, ενεπλάκη με πολύ μεγάλες δυνάμεις στον εμφύλιο στον λιβανέζικο Νότο, ισοπεδώνοντας τη Βηρυτό και κατατροπώνοντας ακόμη μια φορά τον συριακό στρατό. Η επέμβαση κόστισε την ζωή τουλάχιστον 20.000 πολιτών, ανάμεσά τους και 2-3 χιλιάδες γυναικόπαιδα που σφαγιάστηκαν από τους Φαλαγγίτες κατ’ εντολή του υπουργού Άμυνας και μετέπειτα πρωθυπουργού Αριέλ Σαρόν (επιτροπή Kahan του ΟΗΕ) στα προσφυγικά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα. H PLO και οι εναπομείναντες μαχητές της θα φύγουν ακόμη μια φορά (με ελληνικά καράβια, ένεκα ΠΑΣΟΚ), αυτή την φορά στην Αλγερία.
Ο Λίβανος θα υποστεί άλλες δύο στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ το 1996-2000 («Τα σταφύλια της οργής») και το 2006 («Αλλαγή πορείας»), με συνολικά 120.000 πολίτες νεκρούς, 1.000.000 πρόσφυγες και τον χαρακτηρισμό του 1ου «failed state».

Συμφωνίες του Όσλο – Η προδοσία της PLO

Ήδη από το 1974 που ο Γιασέρ Αραφάτ εμφανίστηκε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κρατώντας συμβολικά στο ένα χέρι καλάσνικοφ και στο άλλο κλαδί ελιάς (…), η PLO διεκδίκησε επίσημα τη λύση των δύο κρατών και αποδέχτηκε τις αποφάσεις του 1947 που διαμέλισαν την Παλαιστίνη. Ως το 1988 η -αδύναμη πλέον- οργάνωση, μέσω του «Παλαιστινιακού Συμβουλίου», πρότεινε το ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος να βρίσκεται στη Δυτική όχθη και τη Γάζα (σε έδαφος που αντιπροσωπεύει το 23% της προ του 1948 Παλαιστίνης). Με την ίδια απόφαση αποκήρυξε την «τρομοκρατία» (δηλαδή την ένοπλη πάλη).
Η ήττα του Ιράκ το 1991, εξουδετέρωσε τον πιο ικανό στρατιωτικό αντίπαλο του Ισραήλ στην περιοχή. Η PLO, κλονισμένη από την απώλεια της διπλωματικής στήριξης της ΕΣΣΔ και των δορυφόρων της, είχε να αντιμετωπίσει και τη διακοπή κάθε οικονομικής υποστήριξης από τις μοναρχίες του Κόλπου. Ακόμη και τα εμβάσματα που έστελναν οι μετανάστες στα στρατόπεδα και στις οικογένειές τους διακόπηκαν, καθώς απελάθηκαν από την αραβική χερσόνησο εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι εργάτες.
Από την άλλη, το Ισραήλ αποδείχθηκε ανίκανο να σταματήσει την (1η) Ιντιφάντα του 1987. Πριν την Ιντιφάντα επιτηρούσε την περιοχή των Κατεχόμενων του ’67 με 10-15.000 στρατιώτες και ένα δίκτυο ντόπιων συνεργατών. Μεταξύ 1987-1993 το Ισραήλ είχε αναπτύξει 180.000 στρατιώτες (που σκότωσαν πάνω από 1.200 αμάχους, μεταξύ τους 344 παιδιά), καθώς η Ιντιφάντα είχε διαλύσει το ως άνω δίκτυο. Αυτό το οικονομικό κόστος (που επέτεινε η άφιξη 525.000 νέων μεταναστών από την πρώην ΕΣΣΔ) αποφάσισε η νέα (από το 1992) κυβέρνηση των Εργατικών να το μετακυλίσει στους πρόθυμους να το αναλάβουν. Η συνθήκη του Όσλο το 1993, πίσω από τα φληναφήματα για την «Νέα Μέση Ανατολή», ήταν η επίσημη προδοσία όχι μόνο της υπόθεσης της εθνικής ανεξαρτησίας των Παλαιστινίων αλλά και των εκατομμυρίων προσφύγων (που δεν αναφέρονται πουθενά). Αντιγράφοντας λέξη προς λέξη το νομοθέτημα που προσδιόρισε τη διοίκηση του μπαντουστάν (=ψευδοκράτος) του Τρανσκέι στη Νότια Αφρική, επιτρεπόταν στην PLO να αναλάβει κάποιες κυβερνητικές λειτουργίες στο 60% της Γάζας και στο 3% της Δυτικής όχθης (για την Ιερουσαλήμ ούτε λόγος). Το Ισραήλ όχι μόνο διατηρεί τον πλήρη έλεγχο των συνόρων (τα οποία δικαιούται να διασχίζει κατά το δοκούν), του νερού, της ενέργειας, του εμπορίου κ.λπ., αλλά επιβάλλει και ρυθμίσεις που έχουν αποτέλεσμα τον μαρασμό στις «αυτόνομες» περιοχές.
Από τη στιγμή που η Παλαιστινιακή Αρχή πήρε τυπικά τον έλεγχο σε 6 πόλεις και τη λωρίδα της Γάζας, οι «ιθαγενείς» είδαν το ήδη πενιχρό τους εισόδημα να μειώνεται κατά 40%. Οι υποψήφιοι για το «νομοθετικό συμβούλιο» της Παλαιστινιακής Αρχής έπρεπε να εγκριθούν από το Ισραήλ… Ως αποτέλεσμα, η πλειονότητα του «συμβουλίου» αποτελείται από πιστούς της Φατάχ. Σε αντάλλαγμα για την «αυτονομία» σε αυτές τις περιοχές, ο Αραφάτ συμφώνησε να παίζει τον ρόλο του αστυνόμου για το Ισραήλ χτίζοντας μηχανισμό «ασφαλείας» με σχεδόν 50.000 πραιτωριανούς…
Η συμφωνία αυτή έδωσε τη δυνατότητα στο Ισραήλ να αναγνωριστεί και αναπτύξει σχέσεις διπλωματικές και εμπορικές με το σύνολο σχεδόν των κρατών, πολύ περισσότερο με εκείνα τα αραβικά (Ιορδανία, Συρία, κ.λπ.) που το επιθυμούσαν διακαώς αλλά δεν «διευκολύνονταν από τις περιστάσεις».
Παρ’ όλα αυτά, και από αυτήν την κατάπτυστη συμφωνία, με πρωτοβουλία του Ισραήλ και της (δεξιάς) κυβέρνησης Νετανιάχου από το 1997, οπότε αθέτησε όλα τα συμφωνηθέντα, δεν έχει μείνει παρά το κέλυφος: η νομενκλατούρα της Παλαιστινιακής Αρχής και του Αμπού Αμπάς, διάδοχου του Αραφάτ (που πέθανε το 2004 ντροπιασμένος και φυλακισμένος από τους Ισραηλινούς στο σπίτι του).

Οι ισλαμιστές και τα νέα αδιέξοδα

Τον Σεπτέμβρη του 2000 ξεκίνησε η 2η Ιντιφάντα, μόνο που πλέον στην παλαιστινιακή κοινωνία των κατεχόμενων, εκτός από την εξωνημένη ηγεσία της Π.Α., είχε αναδειχθεί μια νέα δύναμη, το Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης (η γνωστή μας Χαμάς), που σταδιακά κατέκτησε την πραγματική πλειοψηφία. Ο επίσημος αντιπολιτευτικός της λόγος ενάντια στην Συμφωνία του Όσλο, η αποτύπωση του λαϊκού αισθήματος στο καταστατικό της («[…] ο παλαιστινιακός λαός είναι πολύ περήφανος για να εμπιστευτεί τη μοίρα του σε ένα μάταιο παιχνίδι […]» σ.σ. των διεθνών διασκέψεων κλπ.) και η προθυμία των μελών της να θυσιάσουν και τη ζωή τους στην αντίσταση κέρδισε τον σεβασμό του λαού που αντιμετωπίζει σε καθημερινή βάση την βία των Ισραηλινών.
Ωστόσο, πέρα από τον θρησκευτικό χαραχτήρα που προσδίδει στον πόλεμο ενάντια στον σιωνισμό (που αποκρύπτει τον πραγματικό ρόλο του Ισραήλ, που είναι ο χωροφύλακας των ΗΠΑ στην περιοχή, και πρακτικά αποκλείει τους χριστιανούς Άραβες από αυτόν), οι συντηρητικές της απόψεις την κάνουν ανίκανη να αντιπαρατεθεί στα αντιδραστικά καθεστώτα της περιοχής (μοναρχίες Κόλπου) που συνασπίζονται με τις ΗΠΑ.
Πρακτικά, η Χαμάς συμφωνεί με την Φατάχ στο αξίωμα της μη επέμβασης στα εσωτερικά των αραβικών κρατών. Με ηγεσία προερχόμενη από τη μεσαία τάξη, όπως και η Φατάχ, πιστεύει στην ανάγκη συνεργασίας των τάξεων «για την εθνική υπόθεση», πρακτικά στην υποστήριξη της οικονομίας της αγοράς. Ενώ κριτικάρει την «Παλαιστινιακή Αρχή» της Φατάχ, την αποδέχεται ακόμη ως νόμιμη ηγεσία και συμμετέχει περιστασιακά στις «εκλογές» της. Σε πολλές περιπτώσεις έχει δείξει ότι μπορεί να αποδεχτεί την συνύπαρξη με το Ισραήλ στο πλαίσιο ενός «βελτιωμένου Όσλο».
Τέλος, όπως έκαναν και οι αριστερές οργανώσεις PFLP και DFLP, υποκαθιστά συστηματικά τη μαζική δράση με ηρωικές επιθέσεις αποφασισμένων αγωνιστών, τακτική που δεν εξυπηρετεί την εμπλοκή της πλειονότητας στον αγώνα ενάντια στο Ισραήλ.

Μεταρρύθμιση ή επανάσταση
– μερικά συμπεράσματα

Ο σιωνισμός, που είναι πηγή έμπνευσης και οδηγός δράσης για το κράτος του Ισραήλ, το οποίο επομένως είναι ένα σιωνιστικό κράτος, είναι μια ξεκάθαρα αντιδραστική – ρατσιστική θεωρία και πολιτική και ταυτίζεται «επί της αρχής» με τον αντισημιτισμό («για όλα φταίνε οι Εβραίοι») στο περιεχόμενό του.
Ο εθνικισμός εφευρίσκει ή επικαλείται «ιστορικές αδικίες» για τη «δικαίωσή» του («η γη των προγόνων μας», «η μεγάλη Ελλάδα» κ.λπ.). Συνήθως η αποκατάσταση της ιστορικής αδικίας που κατανοείται με αυτόν τον τρόπο, γίνεται με τις πλάτες του ιμπεριαλισμού και γεννά καινούριες (π.χ. αν δημιουργούνταν κράτος Αρμενίων στην Τουρκία, θα έπρεπε να ξεσπιτωθούν οι Κούρδοι κ.ο.κ.).
Το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση δεν είναι ουδέτερο ταξικά. Η PLO και ο Αραφάτ δεν ξεπουλήθηκαν κάποια στιγμή έναντι αντιτίμου. Από την ίδρυσή της (στο Κουβέιτ) μέχρι σήμερα εκπροσωπούσε επί της ουσίας τα συμφέροντα των «πλούσιων» (όπως και των μορφωμένων, μηχανικών κ.λπ.) Παλαιστινίων που ήθελαν το δικό τους (στην κυριολεξία) κράτος. Με την αρχή της «μη επέμβασης» στα εσωτερικά των αραβικών κρατών και με τις τακτικές της επιλογές αδιαφόρησε για τα συμφέροντα των φτωχών Παλαιστινίων εργατών στις μοναρχίες του Κόλπου, των προσφύγων και των αραβικών μαζών γενικότερα. Αγώνας για «αυτοδιάθεση», «ανεξαρτησία» πλουσίων και φτωχών πάνω στον ίδιο παρονομαστή (της εθνικής ενότητας) είναι καταδικασμένος στην υποταγή στην αστική τάξη και τελικά στον ιμπεριαλισμό. Το ίδιο σφάλμα διέπραξαν/διαπράττουν οι αριστερές οργανώσεις στην Παλαιστίνη κάτω από το βάρος των σταλινικών αντιλήψεων για «στάδια προς τον σοσιαλισμό, πατριωτική αστική τάξη, σύμμαχα καθεστώτα» κ.λπ.
Η τακτική των ηρωικών ατομικών ενεργειών ήταν/είναι πρακτικά αδιέξοδη, είτε γίνεται για «παραδειγματισμό στις μάζες» είτε για να «εμπλέξει την κοινή γνώμη, διεθνή παράγοντα».
Η στρατηγική του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος ήταν/είναι ίδια με άλλα που ωστόσο νίκησαν, δηλαδή συνδύαζε, συνδυάζει τον ένοπλο αγώνα με τις διαπραγματεύσεις. Η διαφορά που οδηγεί στην ήττα, όσος ηρωισμός και αν επιδειχθεί, έχει να κάνει με την φύση του αντιπάλου. Το Ισραήλ, από τη φύση του ως κράτος-έθνος εποίκων, που δεν στηρίζεται κυρίως στην εκμετάλλευση των υπηκόων του, αλλά στην εξυπηρέτηση του ιμπεριαλισμού έναντι αδρής στήριξης, δεν μπορεί να πιεστεί για να καταλήξει μετά σε έναν αποδεκτό συμβιβασμό. Μπορεί μόνο να διαλυθεί.
Για τον ίδιο λόγο δεν είναι ρεαλιστική η πρόταση των δύο κρατών – ειρηνικής συνύπαρξης με τους γείτονες κ.λπ., πέρα από το ότι δεν αποδίδουμε τα ίδια δικαιώματα σε καταπιεστές και καταπιεσμένους (= αστική = ψεύτικη ισότητα).
Αυτές τις μέρες που η τακτική των «ισαποστάκηδων» είναι διαδεδομένη («κακό Ισραήλ – κακή Χαμάς») ξεκαθαρίζουμε την αλληλεγγύη μας στους καταπιεζόμενους Παλαιστινίους με την όποια ηγεσία αυτοί επιλέγουν. Η εμπιστοσύνη στα 5 εκατομ. Παλαιστινίων που γεννιούνται και μεγαλώνουν επί της ουσίας σε ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, στα 3,5 εκατομ. Παλαιστινίων που γεννήθηκαν πρόσφυγες στις γειτονικές χώρες, σε ακόμη 1 εκατομ. Παλαιστινίων μεταναστών στον αραβικό κόσμο και την Ευρώπη, η εμπιστοσύνη στις μάζες γενικότερα, μας υποχρεώνει στην υποστήριξη των πάντα δίκαιων εξεγέρσεών τους στον ίδιο βαθμό με την κριτική στις αδιέξοδες ηγεσίες τους.
Τέλος, το αδιέξοδο του παλαιστινιακού αγώνα παρά τον ηρωισμό και την (υποχρεωτική) επιμονή δείχνει ότι η μόνη ρεαλιστική (όχι εύκολη ή άμεση) επιλογή είναι αυτή της ενότητας και σοσιαλιστικής επανάστασης των Αράβων εργατών (και όχι μόνο).