1

Ιταλία 1919-1921: η «κόκκινη διετία»

Του Βαγγέλη Λιγάση

Περίπου έναν αιώνα πριν, ιδρύθηκε επίσημα το φασιστικό κόμμα στην Ιταλία (13/3/1919). Η ίδρυσή του συνέπεσε με την έξαρση ενός ρωμαλέου εργατικού κινήματος που αμφισβήτησε την εξουσία των καπιταλιστών στον χώρο παραγωγής (εργατικά συμβούλια) και δυνητικά την πολιτική εξουσία («κόκκινη διετία» 1919-1920).

Η ενδυνάμωση του φασισμού, πέρα από την απροσχημάτιστη ενίσχυση που έλαβε από την «αστική δημοκρατία» της εποχής, είχε να κάνει κυρίως με την ατολμία των οργανώσεων της εργατικής τάξης στην γείτονα χώρα να διεκδικήσουν κάτι πολύ μεγαλύτερο από προσωρινές κατακτήσεις, παρά το θάρρος και την αυτοθυσία των προλεταρίων. Με τα λόγια ενός πρωταγωνιστή της εποχής, του Αντόνιο Γκράμσι, την ατολμία «να περάσει από τον πόλεμο θέσεων, στον πόλεμο κινήσεων», να διεκδικήσει την εργατική εξουσία.

Οι συντριπτικές ήττες των εργατικών τάξεων της εποχής που, βγαίνοντας από το σφαγείο του 1ου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου εξεγέρθηκαν ένοπλα εναντίον των αποδιοργανωμένων αστικών κρατών τους (Γερμανία 1918-19, Ουγγαρία 1919, Ιταλία 1919-1920) καθόρισε στα επόμενα χρόνια την απομόνωση και τελική ήττα της Επανάστασης των Μπολσεβίκων με την άνοδο του Στάλιν στην εξουσία. Η ανάδυση του φασισμού, ως ένα νέο εργαλείο των μεγαλοαστών στην «εποχή των τεράτων» (κρίση του μονοπωλιακού καπιταλισμού), καταδίκασε σε νέες φρικαλεότητες τις επόμενες γενιές και αφήνει το ιστορικό της αποτύπωμα στη σημερινή δυστοπία. Αν η «δρακογενιά» των επαναστατών εκείνης της εποχής δικαιολογείται για την αποτυχία της, λόγω «απειρίας», εμείς δεν «απολαμβάνουμε» αυτό το «δικαίωμα». Αντίθετα, έχουμε την υποχρέωση να «μελετάμε» προσεκτικά τα χαμένα ιστορικά «παράθυρα ευκαιρίας», για να μην χαθούν τα επόμενα.

Η Ιταλία στον Μεγάλο Πόλεμο

Η Ιταλία πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ (συμμαχία Βρετανίας, Γαλλίας, Ρωσίας κ.ά.). Το 3,5% του πληθυσμού (651.000 στρατιώτες και 589.000 πολίτες) βρήκε τον θάνατο. Η φτώχεια και οι τραγικές συνθήκες διαβίωσης στην αγροτική Ιταλία, διεύρυναν το μίσος απέναντι στον βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ, ο οποίος ήταν ήδη αντιδημοφιλής πριν τον πόλεμο.

Σε αντίθεση με τη Γερμανία και τη Γαλλία, όπου τα κυρίαρχα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συντάχθηκαν με τις αστικές τάξεις των χωρών τους εγκρίνοντας τους πολεμικούς τους προϋπολογισμούς, στην Ιταλία το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (P.S.I.) τάχθηκε εξαρχής (με τη μειοψηφία να παραμένει στο εσωτερικό του) υπέρ της ουδετερότητας και κατήγγειλε την επερχόμενη αιματοχυσία.

Η αντιπαράθεση για την είσοδο ή όχι της Ιταλίας στον πόλεμο, πήρε μάλιστα ένοπλα χαρακτηριστικά το 1915, την περίοδο που ονομάστηκε «οι λαμπρές μέρες του Μάη», με αποτέλεσμα την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.

Η «Κόκκινη διετία»

Όταν όμως οι φαντάροι γύρισαν από το μέτωπο, το ταξικό μίσος, που γιγαντώθηκε στα στρατόπεδα και στα πεδία της μάχης, μεταφέρθηκε στα εργοστάσια και στα μεγάλα αγροκτήματα, όπου οι φτωχοί αγρότες δούλευαν σε άθλιες συνθήκες. Ταυτόχρονα, η αγροτική παραγωγή είχε μειωθεί σχεδόν στο μισό σε σχέση με προπολεμικά, όπως και οι μισθοί, σε αντίθεση με τα υπερκέρδη των εταιρειών Fiat, Breda, Ansaldo κ.λπ, που είχαν εκτοξευτεί λόγω των πολεμικών παραγγελιών. Οι υποσχέσεις που είχαν δοθεί στους αγρότες για παραχώρηση γης με την επιστροφή τους από το μέτωπο, αθετήθηκαν απροσχημάτιστα, κι αυτό έκανε την κατάσταση ακόμα πιο εκρηκτική.

Οι καταλήψεις γης από φτωχούς αγρότες, που είχαν ήδη ξεκινήσει από το 1917, εντάθηκαν, αφού πλέον σε αυτές συμμετείχαν και «εξαπατημένοι» βετεράνοι του πολέμου. Πραγματικές μάχες για την αναδιανομή της γης έγιναν σε όλη τη χώρα, από την Εμιλιάνα Ρομάνα και το Βένετο μέχρι την Απουλία και τη Σικελία.

Από τις αρχές του 1919, η διαρκής άνοδος των τιμών βασικών αγαθών είχε προκαλέσει μαζικές διαδηλώσεις και απεργίες (1.800 περίπου, στις οποίες συμμετείχαν περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο εργάτες). Ενδεικτικά, το καλοκαίρι του 1919 έγινε 3ήμερη απεργία αλληλεγγύης στη Σοβιετική Ένωση…

Κάτω από την επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης, το συνέδριο του PSI στη Μπολόνια τον Οκτώβρη του 1919 υιοθέτησε ένα επαναστατικό πρόγραμμα και το κόμμα προσχώρησε στην Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ). Ωστόσο, η πλειοψηφούσα τάση του Σεράτι, παρά τις επαναστατικές της διακηρύξεις, κρατούσε «κεντρίστικη» στάση, αποφεύγοντας συστηματικά κάθε ρήξη με την δεξιά πτέρυγα (Τουράτι), που αντιτασσόταν σφοδρά στη νέα πολιτική του κόμματος. Από την άλλη πλευρά, στην αριστερή πτέρυγα είχαν δημιουργηθεί οι ομάδες του Γκράμσι, που ασκούσε κριτική στην ηγετική ομάδα ωστόσο εξακολουθούσε να τη στηρίζει, και του Μπορντίγκα, που απαιτούσε την απομάκρυνση των ρεφορμιστών και απέρριπτε τη συμμετοχή στις εκλογές.

Η αριστερή στροφή του κόμματος είχε εκτοξεύσει τον αριθμό των μελών από 24.000 σε 200.000, ενώ η CGdL (η αντίστοιχη ιταλική ΓΣΕΕ) μετρούσε 2 εκατομμύρια μέλη – συνδικαλισμένους εργάτες. H αναρχικής επιρροής Ιταλική Συνδικαλιστική Ένωση μετρούσε 800.000 μέλη.

Στις εκλογές του Νοέμβρη του 1919, το PSI θριάμβευσε με 32,4%. Ήδη, στο Τορίνο, οι εργάτες είχαν δημιουργήσει τις πρώτες εργοστασιακές επιτροπές, αμφισβητώντας την εξουσία των αφεντικών στα εργοστάσια.

Το 1920, μετά από πολυάριθμες και σκληρές αναμετρήσεις, μεταξύ των οποίων η «απεργία των δεικτών» (σ.σ. μετά την εργοδοτική αλλαγή ωραρίου στο Τορίνο χωρίς τη γνωμοδότηση και για λόγους αμφισβήτησης των εργοστασιακών συμβουλίων, ξέσπασε απεργία, με τους εργάτες να γυρνούν επιδεικτικά τους δείκτες των ρολογιών της επιχείρησης μία ώρα πίσω, και τα αφεντικά να απολύουν τα μέλη της εσωτερικής επιτροπής.) Η απεργία στις 29/3 εξελίχτηκε σε πανεθνική με 1,2 εκατομμύρια απεργούς, οι εργοδότες απάντησαν με lockout, τα εργοστάσια στο Τορίνο καταλήφθηκαν από (ένοπλους) εργάτες, αλλά οι 50.000 στρατιώτες που έστειλε η κυβέρνηση (μαζί και πολλές εκατοντάδες φασίστες) και η συμφωνία που έσπευσε να κλείσει η ηγεσία της CGdL με την Confindustria (Συνομοσπονδία Βιομηχάνων) «έκλεισαν» την απεργία.

Οι κινητοποιήσεις έφθασαν στο απόγειο τον Αύγουστο του 1920. Το καλοκαίρι, η ομοσπονδία των εργατών μεταλλουργίας FIΟΜ παρουσίασε σειρά διεκδικήσεων, όπως μισθολογικές αυξήσεις, ενοποίηση των μισθολογίων με το κομμάτι και ένα σύστημα αποζημιώσεων ενάντια στην ακρίβεια («Α.Τ.Α.») Το άλλο μέρος απόρριψε την έναρξη διαπραγματεύσεων. Αυτό που διακυβεύονταν δεν ήταν μόνο οικονομικά συμφέροντα, αλλά η ίδια η δυναμική της εξουσίας. Τα αφεντικά ήταν αποφασισμένα να βάλουν ένα τέλος στην πολιτική αυτονομία της εργατικής τάξης που είχε αναπτυχθεί εντός των εργοστασίων.

Από τις 20 Αυγούστου, η Ιταλική Ομοσπονδία των Εργατών Μεταλλουργίας (FIOM) απάντησε με μια στρατηγική κωλυσιεργίας εντός των εγκαταστάσεων, ώστε να αποδυναμώσει την παραγωγή. Στις 31 Αυγούστου, η εργοδοσία αντεπιτέθηκε με κλείσιμο των εργοστασίων, αλλά σε εκείνο το σημείο οι εργάτες προχώρησαν στην κατάληψη των εργοστασίων.

Τα αφεντικά κάλεσαν το στρατό για να περιφρουρήσει τις πύλες των εργοστασίων. Η απάντηση των εργατών ήταν ένα κύμα καταλήψεων εργοστασίων που εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα. Μέσα σε 4 ημέρες το κίνημα εξαπλώθηκε σε όλο τον κλάδο της μεταλλουργίας με τη συμμετοχή 400.000 εργατών. «Όπου υπήρχε εργοστάσιο, αποβάθρα, χαλυβουργείο, σιδηρουργείο, χυτήριο στο οποίο εργαζόταν metallos, εμφανιζόταν μια νέα κατάληψη».

Εκτιμάται πως 100.000 εργάτες άλλων βιομηχανικών κλάδων ακολούθησαν το παράδειγμα των εργατών μετάλλου. Οι άνθρωποι άρχισαν να πιστεύουν πως ο αγώνας δεν ήταν μόνο οικονομικής φύσης. Άρχισαν να κατασκευάζουν και να αποθηκεύουν όπλα στα εργοστάσια. Συνέχισαν την παραγωγή επειδή πίστευαν ότι εγκαινίαζαν μια νέα κοινωνία βασισμένη στον εργατικό έλεγχο. «Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, με όπλα ή χωρίς, που εργάζονταν, κοιμούνταν μέσα στα εργοστάσια και τα φρουρούσαν. Θεωρούσαν πώς οι εξαιρετικές ημέρες που ζούσαν ήταν η επανάσταση στην πράξη». Η κυβέρνηση παρέλυσε. Στο Νότο οι αγρότες άρχισαν αυθόρμητα να μοιράζουν τη γη. Οι στρατιώτες στην Ανγκόνα στασίασαν για να μην τους στείλουν να πολεμήσουν στην Αλβανία. Οι σιδηροδρομικοί απέργησαν προκειμένου να αποτρέψουν τη μεταφορά «νομοταγών» στρατευμάτων εναντίον της πόλης (κάτι που τελικά δεν απετράπη, λόγω της παρέμβασης των πυροβόλων του Πολεμικού Ναυτικού). Τον Σεπτέμβριο του 1920, οι περισσότερες βιομηχανίες ήταν υπό εργατικό έλεγχο.

Η ιταλική κυβέρνηση, έχοντας συνείδηση της ισχύος του εργατικού κινήματος και των δυσκολιών του κρατικού μηχανισμού να διαχειριστεί ένα κίνημα που μπορούσε να πάρει ανεξέλεγκτο χαρακτήρα, προτίμησε να υιοθετήσει μια στρατηγική φθοράς και διαμεσολάβησης, γνωρίζοντας ότι μπορούσε να βασίζεται στον ρεφορμιστικό προσανατολισμό της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGdL) και την παράλυση του ΣΚΙ.

Στις 20 Σεπτέμβρη 1920 πραγματοποιήθηκε κοινή συνδιάσκεψη του PSI και της CGL. Οι εργάτες της FIAT έστειλαν στη συνδιάσκεψη ένα τηλεγράφημα όπου εξέφραζαν την αποφασιστικότητά τους να πολεμήσουν μέχρι την τελική νίκη της επανάστασης. Κάτω από την πίεση των γεγονότων, η ηγεσία του PSI διακήρυξε ότι στόχος του κινήματος πρέπει να είναι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και της γης και ότι αναλάμβανε να κατευθύνει τον αγώνα σε πανεθνικό επίπεδο. Ο ιστορικός ηγέτης της CGdL Ντ’ Αραγκόνα προκάλεσε ανοιχτά το ΣΚΙ αναφορικά με τη δυνατότητα να ωθήσει τα πράγματα από την κατάληψη των εργοστασιακών εγκαταστάσεων στην επανάσταση: «Εσείς πιστεύετε ότι αυτή είναι η στιγμή να προκληθεί μια επαναστατική ενέργεια, ε, λοιπόν, αναλάβετε εσείς την ευθύνη. Εμείς που δεν αισθανόμαστε να είμαστε σε θέση να αναλάβουμε αυτή την ευθύνη να οδηγήσουμε το προλεταριάτο στην αυτοκτονία, σας λέμε ότι αποσυρόμαστε και παραιτούμαστε… Πάρτε εσείς την καθοδήγηση όλου του κινήματος». Ο γραμματέας του ΣΚΙ Σεράτι, ωστόσο, απέρριψε την προβοκατόρικη πρόταση του Ντ’ Αραγκόνα, και ξαναέθεσε το κόμμα στη διάθεση της Συνομοσπονδίας Εργασίας.

Εντός της CGdL h συζήτηση ανέδειξε κυρίως δύο διακριτές τοποθετήσεις. Από τη μια, την πρόταση του μιλανέζικου εργατικού κέντρου, με επικεφαλής τους Σκιαβέλο-Μπούκο, σύμφωνα με την οποία το Σοσιαλιστικό Κόμμα όφειλε να αναλάβει την καθοδήγηση του εργατικού κινήματος και να θέσει το ζήτημα της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Από την άλλη, η γραμμή που προωθούσε ο γραμματέας (με διακηρυγμένο στόχο «την αναγνώριση εκ μέρους της εργοδοσίας της αρχής του συνδικαλιστικού ελέγχου επί των επιχειρήσεων»), η οποία και πέρασε με πλειοψηφία 3 προς 2.

Μπροστά στην πολιτική απομόνωση και την έλλειψη υποστήριξης, το εργατικό κίνημα έχασε την αποφασιστικότητά του και η FIOM κατέληξε να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την εργοδοσία. Ο συλλογικός έλεγχος της παραγωγής δεν υλοποιήθηκε ποτέ, ούτε ήταν το πρελούδιο για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής όπως διαλαλούσαν οι ρεφορμιστές.

Τις μαζικές απολύσεις και διώξεις κατά των πρωτεργατών του κινήματος ακολούθησε η εξαπόλυση των φασιστικών συμμοριών, που κατέστρεφαν τα γραφεία των εργατικών οργανώσεων, συνδικάτων και εφημερίδων και δολοφονούσαν εργάτες. Η προδοτική ηγεσία του PSI περιορίστηκε σε εκκλήσεις προς το Κοινοβούλιο και το κράτος.

Για την ακρίβεια, την Κόκκινη Διετία διαδέχτηκε η Μαύρη, καθώς η αστική τάξη έδωσε την κυβέρνηση στον φασισμό.

Η γέννηση του φασισμού

Ο Μουσολίνι ίδρυσε την οργάνωση Fasci di Combattimento (ομάδες μάχης) στο Μιλάνο στις 13 Μαρτίου 1919 και αρχικά, τα πρώτα λίγα μέλη ήταν πρώην στρατιώτες που ήταν δυσαρεστημένοι από την έκβαση του πολέμου. Εμφανίστηκε σαν μια αντίδραση βετεράνων του πολέμου που επέστρεφαν στη ζωή τους ως πολίτες, όπου πια δεν μετράνε μία, το μόνο που τους ενώνει είναι η συλλογική βία, και η εμμονή για τσάκισμα οτιδήποτε φαντάζονται ότι αποτελεί αιτία για τη μιζέρια τους: οι ανατρεπτικοί, οι εχθροί του έθνους κ.λπ. Άλλωστε, από τον Ιούλιο του 1918, η φυλλάδα του Μουσολίνι, Il Popolo dItalia,πρόσθεσε στον υπότιτλό της «η καθημερινή εφημερίδα των βετεράνων και των παραγωγών».

Ο Μουσολίνι, πρώην αρχισυντάκτης της εφημερίδας του PSI Avanti, είχε συστήσει στην ίδια πόλη από τον Νοέμβριο του 1914 την ομάδα Fasci dazione rivoluzionaria internazionalista (ομάδες επαναστατικής διεθνιστικής δράσης!) κυκλοφορώντας την εφημερίδα Il popolo dItalia (Ο λαός της Ιταλίας). Την αρχική ομάδα στελέχωσαν παλιοί σοσιαλιστές συνδικαλιστές με ιδιόρρυθμη προσωπικότητα, όπως ο Anceste de Ambris (διανοούμενος του κορπορατισμού, που ωστόσο το 1914 καλούσε τους εργάτες να πουλήσουν τα ποδήλατά τους για να αγοράσουν ρεβόλβερ… και δεν συνέχισε στο φασιστικό κόμμα) και ο Angelo Olivetti (εβραιοϊταλός). Τα Fasci (φάτσι), απ’ όπου βαφτίστηκε και το σχετικό κίνημα, σημαίνει μια δέσμη κλαριών δεμένα μεταξύ τους (και άρα αδύνατο να σπάσουν) και ήταν προηγούμενα συνηθισμένη ονομασία για συνδικαλιστικές ομάδες κ.λπ.

Το «μανιφέστο» τους καλούσε σε κατάργηση της μοναρχίας, της Συγκλήτου και κάθε τίτλου ευγενείας, το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, τη δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας και την απαλλοτρίωση των μεγάλων γαιοκτημόνων και βιομηχάνων… Παραδοσιακά, η μπουρζουαζία αρνείται την ύπαρξη κοινωνικών αντιθέσεων. Ο φασισμός αντίθετα, τις διεκήρυττε ανοιχτά με τη βία, αρνούμενος όμως την ύπαρξή τους μεταξύ των τάξεων και μεταθέτοντάς τες στον ανταγωνισμό μεταξύ των εθνών, κλαψουρίζοντας για τη μοίρα της Ιταλίας ως χώρας φτωχής – «προλεταριακό έθνος».

Ο Μουσολίνι ήταν ταυτόχρονα ένας απαρχαιωμένος θιασώτης παραδοσιακών αξιών που

είχαν ήδη καταστραφεί απ’ το κεφάλαιο, και ταυτόχρονα μοντερνιστής υποστηρικτής των κοινωνικών δικαιωμάτων των ανθρώπων.

Η πληροφορία ότι η εφημερίδα του χρηματοδοτείται από τους Γάλλους, οι οποίοι επιθυμούσαν την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, και από βιομηχάνους, που ήθελαν να αποδυναμώσουν το Σοσιαλιστικό Κόμμα, είχε αποτέλεσμα τη διαγραφή του από αυτό. Σύμφωνα με έγγραφα που μελέτησε ο ιστορικός Peter Martland (Cambridge), από το 1917 ο Μουσολίνι πληρωνόταν 100 στερλίνες την εβδομάδα από τη Βρετανική Μυστική Υπηρεσία ΜΙ5, τουλάχιστον επί ένα χρόνο. Αυτό το ποσό ισοδυναμεί με £7.000 στη σύγχρονη εποχή. Τα χρήματα εγκρίνονταν από τον Sir Samuel Hoare, Βρετανό βουλευτή και άνθρωπο της ΜΙ5 που βρισκόταν στη Ρώμη και ήταν τότε επικεφαλής ομάδας 100 Βρετανών πρακτόρων. Εκτός από την έκδοση της εφημερίδας Il Popolo dItalia, ο Hoare ενημερωνόταν και για τη δράση φασιστικών ομάδων που χτυπούσαν διαδηλωτές υπέρ της ειρήνης. Όπως εξηγεί ο Martland, «Το τελευταίο πράγμα που ήθελε τότε η Βρετανία ήταν να σταματήσουν να δουλεύουν τα εργοστάσια του Μιλάνου από απεργούς υπέρ της ειρήνης. Ήταν πολλά τα χρήματα για κάποιον που ήταν δημοσιογράφος τότε (Μουσολίνι), αλλά ήταν ψίχουλα μπροστά στα 4 εκατομμύρια λίρες που ξόδευε η Βρετανία κάθε μέρα για τον πόλεμο».

Το 1919 ο Μουσολίνι δεν αντιπροσώπευε τίποτα: στο Μιλάνο, στις γενικές εκλογές του Νοέμβρη, πήρε λιγότερες από 5.000 ψήφους (ενώ οι σοσιαλιστές πήραν 170.000) και δεν κατάφερε να μπει στην Βουλή.

Στα πρώτα χρόνια, οι ομάδες του κόμματος ονομάζονταν Μελανοχίτωνες (squadristi) και δημιούργησαν μια βάση εξουσίας επιβάλλοντάς την βίαια στους σοσιαλιστές στην αγροτική κοιλάδα Πo, κερδίζοντας έτσι την υποστήριξη των ιδιοκτητών γης. Η ομάδα του, κατά τη διάρκεια του μεγάλου απεργιακού κύματος του 1920, δρα εναντίον των εργατών, οργανώνοντας εκστρατείες «τιμωρίας». Έτσι κερδίζει τη συμπάθεια και τη στήριξη των βιομηχάνων.

Η «Μαύρη διετία»

Από την εμφάνιση των φάτσι κι έπειτα, η αστυνομία έκανε τα στραβά μάτια μπροστά στις λεηλασίες των εργατικών κέντρων από τους φασίστες, ενώ η δικαστική εξουσία επιδείκνυε την πιο γενναιόδωρη επιείκεια και ο στρατός ανεχόταν -αν δε συμμετείχε ανοιχτά- στις φασιστικές επιθέσεις.

Οι φιλελεύθεροι, που συμμάχησαν με τη δεξιά, δεν δίστασαν να σχηματίσουν ένα «εθνικό μπλοκ», με τη συμμετοχή των φασιστών, για τις εκλογές του 1921, δίνοντας στον Μουσολίνι 37 βουλευτικές έδρες.

Η ανοιχτή -αν και ανεπίσημη- υποστήριξη απ’ το κράτος έγινε ημιεπίσημη με την «εγκύκλιο Bonomi». Μετά την αποπομπή του απ’ το Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1912, από τον τότε σοσιαλιστή Μουσολίνι, για την υποστήριξή του στον ιταλικό επεκτατικό πόλεμο ενάντια στη Λιβύη, ο Ivanoe Bonomi πέρασε από διάφορα υπουργικά πόστα, και έφτασε μέχρι επικεφαλής της κυβέρνησης του 1921-22. Η εγκύκλιός του τον Οκτώβρη 1921 επέτρεψε σε 60.000 απόστρατους αξιωματικούς να περάσουν στα τάγματα εφόδου του Μουσολίνι, εξασφαλίζοντάς του τον έλεγχο της κατάστασης.

Μέχρι τον Αύγουστο το 1922, ο φασισμός σπάνια αποκτούσε υπόσταση μακριά απ’ τις αγροτικές περιοχές, όπου είχε καταφέρει να ξεριζώσει κάθε ίχνος αυτόνομου αγροτο-εργατικού συνδικαλισμού. Στις αστικές περιοχές τα φάτσι σπάνια κυριαρχούσαν.

Οι Arditi Del Popolo (οι Γενναίοι του Λαού) έκαναν την εμφάνισή τους τον Ιούνιο του 1921 στη Ρώμη. Ο υπολοχαγός Άργκο Σεκοντάρι, ένας πρώην Arditο (επίλεκτο σώμα του ιταλικού στρατού), ενεργός στο απεργιακό κίνημα ήδη από το 1919, κάλεσε μια συγκέντρωση στις 20 Ιούνη που κατέληξε στη συγκρότηση των ADP. Η πρώτη τους πανεθνική διαδήλωση έγινε στις 6 Ιούλη του 1921 στον Βοτανικό Κήπο της Ρώμης. Το Εργατικό Κέντρο της Ρώμης και οι οργανώσεις της Αριστεράς κάλεσαν σε γενική απεργία για να συμμετέχουν οι εργάτες/τριες στη διαδήλωση. Περισσότεροι από 50.000 έδωσαν το «παρών». Το μήνυμά τους ήταν απλό: Οι ADP ήταν μια στρατιωτική οργάνωση που είχε στόχο να κατατροπώσει τη φασιστική βία. Δεν επρόκειτο για μια μικρή ομάδα που επιδιδόταν σε ατομικές τρομοκρατικές ενέργειες ενάντια στους φασίστες, αλλά ένα κίνημα που οργάνωνε δημόσιες συγκεντρώσεις και είχε τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε κάτι μεγάλο.

Ωστόσο, ούτε το Σοσιαλιστικό Κόμμα ούτε το νεοϊδρυθέν Κομμουνιστικό Κόμμα στήριξαν τους Arditi Del Popolo, παρά την ενεργή συμμετοχή χιλιάδων μελών τους στο πλευρό τους. Το μεν Σοσιαλιστικό Κόμμα ξεκαθάριζε ότι δεν έχει καμία σχέση με τους ADP και τη δράση τους, μένοντας στις επικλήσεις προς το αστικό κράτος για μπλοκάρισμα της φασιστικής επέλασης. Το δε Κομμουνιστικό Κόμμα, υπό την ηγεσία του Μπορντίγκα, καλούσε τα μέλη του να μη συμμετέχουν στους ADP κινούμενο με τη σεχταριστική αντίληψη που κατηγορούσε τους ADP για έλλειψη ιδεολογικής καθαρότητας. Ο Γκράμσι με την ομάδα του L’Ordine Nuovo, είχε διαφορετική στάση από την ηγεσία του Μπορντίγκα, αλλά δεν είχε τη δύναμη για να κερδίσει το κόμμα στην υποστήριξη των ADP.

Η φασιστική Πορεία προς τη Ραβέννα του Σεπτέμβρη του 1921 δρομολογήθηκε εύκολα. Στη Ρώμη όμως, τον Νοέμβρη του 1921, μια γενική απεργία αποθάρρυνε το προγραμματισμένο φασιστικό συνέδριο, που τελικά δεν διεξήχθη. Ο Μουσολίνι σχεδίαζε να κάνει μια ξεκάθαρη επίδειξη δύναμης του κινήματός του. Για να διευκολύνει την άφιξή τους, η κυβέρνηση είχε συμφωνήσει ότι οι φασίστες θα ταξίδευαν δωρεάν. Μπροστά στην αποφασιστική σύγκρουση που ερχόταν, η ηγεσία των ADP κάλεσε όλα τα μέλη από την γύρω περιοχή του Λάτσιο να έρθουν στην πόλη. Ένας ανταρτοπόλεμος θα ξεσπούσε για τέσσερις ημέρες, με κατάληξη την ήττα των φασιστών και την αποχώρησή τους από την πόλη. Ο σπινθήρας άναψε με τη δολοφονία ενός σιδηροδρομικού εργάτη. Μια γενική απεργία άρχισε τότε να απλώνεται. Οι φασίστες που έφταναν στη Ρώμη βρίσκονταν αντιμέτωποι με μια πόλη παραλυμένη από την απεργία. Οι επιθέσεις των φασιστών στις εργατογειτονιές αποκρούονταν. Οπλισμένες ομάδες αντιφασιστών είχαν τοποθετηθεί στους κύριους δρόμους και οι γυναίκες είχαν ήδη πάρει θέσεις στις ταράτσες και τα παράθυρα, με πέτρες, γλάστρες και κεραμίδια έτοιμες να τα πετάξουν στους φασίστες. Ο Μουσολίνι αναγκάστηκε τελικά να φύγει προς το σιδηροδρομικό σταθμό με την προστασία δύο τεθωρακισμένων που του παρείχε η κυβέρνηση.

Τον Μάη του 1922 οι φασίστες προσπάθησαν ξανά, και σταματήθηκαν ξανά.

Το ίδιο σενάριο επαναλήφθηκε χωρίς πολλές αλλαγές. Μια τοπική φασιστική έφοδος απαντιέται με μια αντεπίθεση της εργατικής τάξης, η οποία αργότερα κάμπτεται, ακολουθώντας τις εκκλήσεις για μετριοπάθεια από τις ρεφορμιστικές εργατικές οργανώσεις, καθώς η αντιδραστική πίεση μειώνεται σταδιακά. Η φασιστική απειλή ανασυντασσόταν και μεταφερόταν αλλού, ενώ με το πέρασμα του χρόνου καθιέρωνε τον εαυτό της απέναντι στο κράτος, αυτό απ’ το οποίο οι μάζες περίμεναν να δώσει λύση. Οι εργάτες ήταν μαχητικοί, πήραν στα χέρια τους τα όπλα, και οχύρωσαν πολλά Casa di Popolo κι εργατικά κέντρα σαν φρούρια, παραμένοντας ωστόσο πάντα στην άμυνα, διεξάγοντας έναν πόλεμο χαρακωμάτων, απέναντι σ’ έναν αεικίνητο αντίπαλο.

Την 1η Αυγούστου, η Συμμαχία της Εργασίας, που συμπεριλάμβανε το συνδικάτο των σιδηροδρομικών, τη CGL και την αναρχική USI κάλεσε σε γενική απεργία. Παρά την ευρεία επιτυχία, η συμμαχία επίσημα ανέστειλε την απεργία στις 3 του μηνός. Σε πολλές πόλεις ωστόσο, συνεχίστηκε παίρνοντας εξεγερσιακή μορφή, η οποία τελικά περιορίστηκε μόνο μετά από μια συνδυασμένη απόπειρα της αστυνομίας και του στρατού, με την υποστήριξη φυσικά των φασιστών.

Στις 3 και 4 Οκτωβρίου 1922 οι squadristi εισβάλλουν στις πόλεις της Γένοβας, του Λιβόρνο και της Ανκόνα και εγκαθιδρύουν τοπικές φασιστικές διοικήσεις. Αυτό που ακολούθησε δεν ήταν τόσο ένα πραξικόπημα όσο μια μεταβίβαση της εξουσίας, υποστηριζόμενης από ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων. Στις 28 Οκτώβρη, η «Πορεία προς τη Ρώμη» του Duce και 30.000 φασιστών (ο ίδιος στην πραγματικότητα αρκέστηκε να πάει με το τραίνο) ήταν λίγο – πολύ μια θεατρική πράξη: οι φασίστες υποκρίνονταν ότι επιτίθενται στο κράτος, το κράτος υποκρίθηκε ότι αμύνεται, και ο Μουσολίνι βρέθηκε στην εξουσία. Κάτω απ’ την επιρροή του Badoglio (αρχιστράτηγου κατά το 1919-21), η επίσημη αρχή αυτοκαταργήθηκε. Ο βασιλιάς αρνήθηκε να κηρύξει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, και στις 30 ζήτησε τελικά απ’ τον Duce να σχηματίσει νέα κυβέρνηση.

Οι φιλελεύθεροι συμμετείχαν στη νέα κυβέρνηση. Με την εξαίρεση των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών, όλα τα κόμματα προσέτρεξαν για μια επαναπροσέγγιση με το PNF (Εθνικό Φασιστικό Κόμμα) και υπερψήφισαν τον Μουσολίνι: το Κοινοβούλιο, με μόλις 35

φασίστες βουλευτές, υποστήριξε την πρωθυπουργοποίηση του Μουσολίνι με 306 υπέρ έναντι 116 κατά.

Πρόσωπο με πρόσωπο με τη θύελλα (μετά από την απόλυση 17.000 σιδηροδρομικών, την απαγόρευση και κλείσιμο των κομμουνιστικών εφημερίδων, αμέτρητες συλλήψεις), το PCI πρότεινε μια γενική απεργία για τις 26 Οκτώβρη, για να λάβει την απάντηση της CGL:

«Σε μια στιγμή που τα πολιτικά πάθη έχουν ανάψει, κι όπου δυο δυνάμεις ξένες προς τον συνδικαλισμό μάχονται για την κατάκτηση της εξουσίας, η CGL αισθάνεται ότι το καθήκον της είναι να κρατήσει τους εργαζομένους σε επαγρύπνηση ενάντια στις μεθοδεύσεις των πολιτικών κομμάτων ή ομάδων που επιθυμούν να εμπλέξουν το προλεταριάτο σ’ έναν αγώνα απέναντι στον οποίο θα έπρεπε να παραμείνει αδιάφορο αν θέλει να διατηρήσει την ανεξαρτησία του».

Μπρος σε μια ολοφάνερα πολιτική αντιδραστική εξουσία, η CGL αυτοανακηρύσσεται α-πολιτική, κι ελπίζει στην ανοχή της. Σύντομα θα ταρακουνηθεί απ’ την ονειροπόλησή της.

Λίγους μήνες μετά την απαγωγή και δολοφονία του (μετριοπαθή) σοσιαλιστή βουλευτή Giacomo Matteotti το 1924, ο Μουσολίνι θα εγκαθιδρύσει ολοκληρωτική δικτατορία.

Ο φασισμός απέδειξε την ικανότητά του να καταστέλλει την εργατική απειλή εξασφαλίζοντας επιπλέον 2 δεκαετίες σταθεροποίησης του καπιταλιστικού καθεστώτος στην Ιταλία, κινητοποιώντας ενάντια στο προλεταριάτο μια κοινωνική συμμαχία ξεπεσμένων μικροαστών, κρατικής υπαλληλίας κ.λπ. «ανθρώπινης σκόνης» που η κρίση έβαλε στο περιθώριο της παραγωγής και της ζωής. Τρομοκρατημένα και μπερδεμένα ανθρωπάρια από τη διαταραχή της «καθεστηκυίας τάξης» ακολουθούν πάντα στην όξυνση της ταξικής πόλωσης ανάμεσα σε μεγαλοαστούς και εργάτες αυτόν που εμφανίζεται ως πιο αποφασισμένος και δυνατός.

Ο φασισμός ήταν και είναι κίνημα και όχι απλή «λευκή τρομοκρατία» από το μονοπώλιο κρατικής βίας που ακολουθεί κάθε ηττημένη ή προδομένη εξέγερση, όπως π.χ. ψευδεπίγραφα αναφέρεται ως φασισμός η δικτατορία Μεταξά μετά τον Μάη του ’36, το μεταβαρκιζιανό καθεστώς μετά τον Δεκέμβρη του 44, η χούντα των συνταγματαρχών κ.λπ.

Η σχέση κόμματος και τάξης

Παρ’ όλα αυτά η άνοδος του φασισμού δεν ήταν αποτέλεσμα μαχών στον δρόμο. Οι Ιταλοί (και αργότερα οι Γερμανοί) προλετάριοι δεν νικήθηκαν από τα ρεβόλβερ και γκλομπς των φασιστών, αλλά από την ανεπάρκεια πολιτικής καθοδήγησης των οργανώσεών τους.

Οι πολιτικές αντιθέσεις εντός του PSI -η ύπαρξή του σαν «τσίρκου» ρευμάτων, το οποίο τιθόταν στην ουρά των μαζών (σ.σ. κάτι μας μοιάζει με τον Σύριζα του «αντιμνημονιακού αγώνα 2010-2012)- παρουσιάστηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα το 1920, τη χρονιά που έφτασε στο απόγειό της η σύγκρουση ανάμεσα στους εργάτες και τα αφεντικά.

Το ζήτημα της εξουσίας θέτει επί τάπητος και το ζήτημα της συγκρότησης της πρωτοπορίας, του κόμματος.

Η κεντριστική ηγεσία του PSI, παρότι δεν υστέρησε καθόλου σε επαναστατική φρασεολογία και εκκλήσεις προς τους εργάτες, αγρότες και στρατιώτες, στην πράξη έκανε ελάχιστα για την οργάνωση του αγώνα και την πολιτική του κατεύθυνση.

Από τα άλλα ρεύματα του εργατικού κινήματος, όπως το αναρχοσυνδικαλιστικό, δεν προωθήθηκε μια λογική υπέρβασης του καπιταλισμού (και δεν αναμενόταν άλλωστε). Το κενό στρατηγικής κλήθηκαν εκ των πραγμάτων να καλύψουν τα εργατικά συμβούλια, τα οποία συνεθλίβησαν στις Συμπληγάδες της ακραίας υποτίμησης από τη μια και της αποθεωτικής υπερτίμησης από την άλλη.

Ωστόσο, και οι επαναστατικές δυνάμεις εντός PSI υπό τον Αντόνιο Γκράμσι και τον Αμαντέο Μπορντίγκα δεν κατάφεραν να ξεφύγουν εγκαίρως από τον θανάσιμο εναγκαλισμό με τους ρεφορμιστές και αποδείχθηκαν «λίγες» την κρίσιμη στιγμή.

Η ομάδα του Μπορντίγκα, παρά τη σωστή κριτική της προς τις άλλες τάσεις, απέρριπτε την τακτική του ενιαίου εργατικού μετώπου. Υποτιμούσε την αξία των μορφών αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης ως οργάνων επαναστατικού αγώνα και εργατικής εξουσίας. «Να καταλάβουμε το εργοστάσιο ή την εξουσία;» ήταν ο τίτλος ενός άρθρου στο «Ιλ Σοβιέτ» το Φλεβάρη του 1920. Σημερινές απόψεις που απορρίπτουν το σύνθημα του εργατικού ελέγχου ως «ρεφορμιστικό, στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος», θυμίζουν τις θέσεις του Μπορντίγκα. Στη βάση αυτών των απόψεων, υπήρχε μια λανθασμένη «μπλανκιστική» αντίληψη για τη σχέση του κόμματος με την τάξη, ότι το κόμμα είναι ο «δάσκαλος» κι η εργατική τάξη ο «μαθητής». Ωστόσο, η διαλεκτική σχέση τάξης και πολιτικής πρωτοπορίας της είναι ότι το κόμμα είναι ο καλύτερος μαθητής αυτών που η τάξη με τους αγώνες της διδάσκει..

Η ομάδα του Γκράμσι, από την άλλη, υπερτίμησε τη σημασία των επιτροπών και της αυτοδιαχείρισης της παραγωγής στα εργοστάσια, υποστηρίζοντας τη λανθασμένη τακτική της FIOM. Όπως όμως έχει φανεί και αργότερα (π.χ. τα αυτοδιαχειριζόμενα – εγκαταλελειμμένα εργοστάσια στην χρεοκοπημένη Αργεντινή την δεκαετία του 2000), η τακτική αυτή αποδεικνύεται αδιέξοδη, καθώς από τη μια τα προαπαιτούμενα για μια πραγματική αυτοδιαχείριση της παραγωγής (πρώτες ύλες, οικονομικοί πόροι, μεταφορές κ.λπ.) βρίσκονταν στα χέρια της αστικής τάξης, ενώ από την άλλη η ρουτίνα της καθημερινής δουλειάς στερεί πολύτιμες δυνάμεις από τον αγώνα…

Ο Γκράμσι, στις σελίδες τoυ «Ordine Nuovo», ήταν ξεκάθαρος πλέον για την ανάγκη διαχωρισμού από το ΣΚΙ. Στις 9 Οκτώβρη 1920, λίγες βδομάδες μετά το τέλος της σύγκρουσης των εργατών της μεταλλουργίας, έγραφε: «[] Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που αυτοαναγορεύεται σε καθοδηγητή και δάσκαλο των μαζών, δεν είναι παρά ένας δύσμοιρος συμβολαιογράφος που καταγράφει τις κινήσεις που πραγματοποιούνται αυθόρμητα από τις μάζες. Αυτό το δύσμοιρο Σοσιαλιστικό Κόμμα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά εμπόδιο στον προλεταριακό στρατό. [] Aν αυτή η παράταιρη κατάσταση [] δεν έχει ως τώρα προκαλέσει μια καταστροφή, είναι επειδή μέσα στην εργατική τάξη, στις οργανώσεις πόλεων του Κόμματος, στα συνδικάτα, στα εργοστάσια, στα χωριά, υπάρχουν ενεργητικές ομάδες κομμουνιστών [] είναι επειδή υπάρχει δυνητικά, εντός του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ένα Κομμουνιστικό Κόμμα από το οποίο λείπει μόνο η ρητή οργάνωση και η συγκεντροποίηση για να αναπτυχθεί, να κατακτήσει και να ανανεώσει το σύνολο του κόμματος της εργατικής τάξης, να δώσει μια νέα κατεύθυνση στη Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας».

Τον Γενάρη του 1921 η επαναστατική αριστερά αποχώρησε από το συνέδριο του PSI στο Λιβόρνο και ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Ιταλία (PCI). Η «κόκκινη διετία» είχε καταλήξει σε ήττα, με ευθύνη της ηγεσίας του PSI, και το κίνημα υποχωρούσε ραγδαία. Η ίδια η διάσπαση του Λιβόρνο έγινε με άτσαλο τρόπο. Χιλιάδες εργάτες που πίστευαν στην Κομιντέρν παρέμειναν στο PSI.

Όμως στο Κομμουνιστικό Κόμμα κυριαρχούσε ο Μπορντίγκα κι οι υποστηρικτές του. Η κοινή δράση με τις ρεφορμιστές οργανώσεις -το ενιαίο μέτωπο- ήταν ανάθεμα για αυτούς. Για τον Μπορντίγκα, ο φασισμός ήταν «απλά» μια άλλη μορφή της δικτατορίας της αστικής τάξης. Μ’ αυτή τη λογική, όταν οι εργάτες σε μια σειρά πόλεις συγκρότησαν τους Arditi del Popolo, το Κομμουνιστικό Κόμμα, προσπάθησε να οργανώσει τους δικούς του, «ταξικούς» σχηματισμούς.

Χρειάστηκε μια έντονη εσωκομματική πάλη για να κατανικηθούν αυτές οι απόψεις. Η ανάληψη της ηγεσίας του κόμματος από τον Γκράμσι το 1924 σηματοδοτεί αυτή τη στροφή. Ήταν όμως πολύ αργά, παρότι και στους δύο συντρόφους πρώτους ηγέτες του ΚΚΙ οφείλουμε τεράστιο σεβασμό για τη ζωή και το έργο τους: ο Γκράμσι πέθανε στα 46 μετά από 12 χρόνια στις φυλακές του Μουσολίνι απ’ όπου μας άφησε μια τεράστια παρακαταθήκη, ενώ ο Μπορντίγκα έχει πρωτότυπες (και άγνωστες σχετικά) μαρξιστικές αναλύσεις για τον καπιταλιστικό χαραχτήρα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και όχι μόνο, αλλά και την τιμή να είναι ο μόνος που πέταξε κατάμουτρα στον Στάλιν το 1924 τον χαρακτηρισμό του «νεκροθάφτη της επανάστασης» (και επέζησε).

Οι κομμουνιστές πρέπει να κατανοούμε τη «μοναδικότητα» μιας κοινωνικής σύγκρουσης χωρίς να ξεχνάμε τον καθοδηγητικό ρόλο του κόμματος. Σε σχέση με το κίνημα κατάληψης των εργοστασίων υπάρχει μια πλήρης συνειδητοποίηση της αναπόφευκτης ήττας τους, αν δεν μετατίθονταν ο σκοπός από το οικονομικό επίπεδο στο πολιτικό και την κατάληψη της εξουσίας.

Το ιστορικό δίδαγμα της Κόκκινης Διετίας κινδυνεύει να παραμείνει μια αφηρημένη επιβεβαίωση της αρχής περί αναγκαιότητας κόμματος, αν δεν επικαιροποιεί το πρόβλημα: πράγματι, είναι τεράστιες οι διαφορές σε σχέση με εκατό χρόνια πριν. Την εποχή εκείνη, υπήρχε μια κατάσταση εξαιρετικής υλικής ανέχειας. Σε επίπεδο συνείδησης, τουλάχιστον, «αφ’ εαυτής», η εργατική τάξη ήταν παρούσα, η κομμουνιστική θεωρία είχε κατακτήσει τεράστιο κύρος χάρη στον θρίαμβο της Οκτωβριανής Επανάστασης και μπορούσε να τρέφεται από το μαζικό ρίζωμα σοσιαλιστικών κομμάτων. Αντίθετα, το σημερινό πλαίσιο είναι εντελώς διαφορετικό και η ιδεολογική και πολιτική ηγεμόνευση της αστικής τάξης μοιάζει αδιαμφισβήτητη.

Οποιαδήποτε ανασυγκρότηση του κομμουνισμού ως εναλλακτικής στη βαρβαρότητα σήμερα, ξεκινάει αναγκαστικά από το ξεπέρασμα του κατακερματισμού μας, μέσα από μια ανοιχτή συζήτηση – ανταγωνισμό και υιοθέτηση μιας κοινής πρακτικής στο κίνημα, για την οικοδόμηση μιας ενδιάμεσης προς το κόμμα οργανωτικής μορφής που θα καλύψει μέρος της απόστασης προς την τάξη «για τον εαυτό της».




Ίμια 1996: Ο παραλίγο ελληνο-τουρκικός πόλεμος «για δύο βραχονησίδες»

Του Βαγγέλη Λιγάση

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες σύσσωμη η ακροδεξιά (τα «ορφανά» της Χρυσής Αυγής κ.λπ.) στήνει φιέστες αντιτουρκισμού στην πλατεία Ρηγίλλης, όπου βρίσκεται το μνημείο των Ιμίων. Πρόκειται για φασιστοσυνάξεις, οι οποίες λειτουργούν σαν εκκολαπτήρια «μακεδονομάχων», «τουρκοφάγων» κ.λπ. Το πέρασμα των χρόνων, καθώς και το γεγονός ότι η ακροδεξιά έχει αναγάγει τα Ίμια σε σημείο αναφοράς, δεν αναιρούν την βαρύτητα που είχε η εν λόγω κρίση το 1996. Οι δυο χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο παραλίγο να βρεθούν σε πόλεμο, με αφορμή το ανεβοκατέβασμα σημαιών της Ελλάδας και της Τουρκίας από δημοσιογράφους και πρακτορίσκους σε αυτές τις βραχονησίδες.

Η κρίση των Ιμίων υπήρξε στην πραγματικότητα η προσπάθεια ενσάρκωσης των μιλιταριστικών φαντασιώσεων της στρατιωτικής ηγεσίας της Ελλάδας. Τελικά, οι μόνοι που πλήρωσαν με την ζωή τους αυτές τις φαντασιώσεις ήταν οι τρεις στρατιωτικοί, μέλη του πληρώματος ενός ελικοπτέρου που κατέπεσε στην θάλασσα μετά από κάτοψη των Ιμίων κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η άκρα δεξιά ηρωοποίησε τα επόμενα χρόνια τους νεκρούς σαν σύμβολα εθνικής υπερηφάνειας και έχτισε διάφορους ανεξακρίβωτους μύθους γύρω από τα αίτια της πτώσης του ελικοπτέρου. Ωστόσο, οι τρεις νεκροί των Ιμίων δεν αποτελούν τίποτε άλλο από θύματα της ανθρωποφάγας πολεμικής μηχανής.

Η κρίση εκτονώθηκε τότε μετά από παρέμβαση των ΗΠΑ, στις οποίες οι αστικές τάξεις τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας δήλωσαν πιστοί σύμμαχοι. Ο «πατριωτισμός» των πολιτικών – στρατιωτικών ηγεσιών τελειώνει εκεί που αρχίζει ο συσχετισμός δυνάμεων στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

Επειδή οι σημερινές νέες-νέοι 25-45 εκπαιδεύτηκαν σε αποσπασματική – πρόχειρη πληροφόρηση και δεν έχουν καθαρή εικόνα ακόμη και για σχετικά πρόσφατα γεγονότα και επειδή η ευρύτερη περιοχή μας (τουλάχιστον) από την Βοσνία έως την Ερυθρά θάλασσα ήδη «βράζει», θεωρήσαμε επίκαιρη μια αναδρομή στο χρονικό και τα συμπεράσματα της «κρίσης των Ιμίων».

Πηγές μας οι (απολογητικές) μαρτυρίες των πρωταγωνιστών μέσα από μεταγενέστερες συνεντεύξεις και βιβλία (ναύαρχος Λυμπέρης, πρωθυπουργός Σημίτης, υπουργός Εξωτερικών Πάγκαλος), αποχαρακτηρισμένα στρατιωτικά έγγραφα σχετικά με την κρίση, τεχνικο-στρατιωτικές αναλύσεις σε σχετικές ιστοσελίδες (defencepoint κ.λπ.) και οι σχετικές δημόσιες τοποθετήσεις των πολιτικών δυνάμεων.

Το χρονικό των γεγονότων

Τα Ίμια (Καρντάκ στα τουρκικά) είναι δύο μικρές ακατοίκητες βραχονησίδες μεταξύ του νησιωτικού συμπλέγματος των Δωδεκανήσων και των νοτιοδυτικών ακτών της Τουρκίας. Απέχουν 3,8 ναυτικά μίλια από το Μποντρούμ (Αλικαρνασσός) της Τουρκίας και 5,5 ν.μ. από την Κάλυμνο. Η συνολική τους έκταση δεν ξεπερνά τα 40 στρέμματα και τον χειμώνα κατά διαστήματα σκεπάζονται από το «χειμέριο κύμα», με αποτέλεσμα να είναι κυριολεκτικά 2 «κωλόβραχοι» (σύμφωνα με τον αστικό μύθο που θέλει τον Κλίντον να αναφωνεί «war for a fucking rock whith a goat?»).

Στις 25 Δεκεμβρίου 1995 το τουρκικό φορτηγό πλοίο προσάραξε σε αβαθή ύδατα κοντά στην Μικρή Ίμια (Ανατολική) και εξέπεμψε σήμα κινδύνου. Το Λιμεναρχείο Καλύμνου διέθεσε ρυμουλκό για να αποκολλήσει το τουρκικό πλοίο, αλλά ο πλοίαρχος αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι βρισκόταν σε τουρκική περιοχή και άρα οι τουρκικές αρχές είχαν την αρμοδιότητα να του προσφέρουν βοήθεια. Τελικά, στις 28 Δεκεμβρίου δύο ελληνικά ρυμουλκά αποκόλλησαν το τουρκικό φορτηγό και το οδήγησαν στο λιμάνι Κιουλούκ της Τουρκίας.

Το πρωί της ίδιας μέρας ένα τουρκικό μαχητικό αεροσκάφος συντρίβεται στα ελληνικά χωρικά ύδατα, στην περιοχή της Λέσβου, ύστερα από εμπλοκή με ελληνικά μαχητικά.

Στις 29 Δεκεμβρίου το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών επέδωσε διακοίνωση στο αντίστοιχο ελληνικό, στην οποία αναφέρεται ότι οι βραχονησίδες Ίμια είναι καταχωρισμένες στο κτηματολόγιο του νομού Μπόντρουμ (Αλικαρνασσού) και ανήκουν στην Τουρκία.

Η ελληνική πολιτική ηγεσία θεωρούσε ότι οι νησίδες είχαν παραχωρηθεί από την Ιταλία το 1947, ακολουθώντας την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ η Τουρκία προσπάθησε (για πρώτη φορά) να εφαρμόσει για την περίσταση δική της ερμηνεία στη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), με την οποία είχαν παραχωρηθεί τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία στο σύνολό τους και όχι ονομαστικά.

H Ελλάδα απάντησε με αντίστοιχη ρηματική διακοίνωση στις 8 Ιανουαρίου του 1996, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν τίθεται κανένα θέμα αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή. Συμφωνείται, ωστόσο, μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών να μην υπάρξει διαρροή των ανωτέρω στον Τύπο.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε το momentum της εποχής. Μετά την επικύρωση από την Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1994 της νέας σύμβασης για το δίκαιο της θαλάσσης, η Ελλάδα νομιμοποιήθηκε τυπικά να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Τα διπλωματικά επεισόδια κορυφώθηκαν στις 8 Ιουνίου 1995. Τότε, η τουρκική Βουλή εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να λάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία, συμπεριλαμβανόμενης και της κήρυξης πολέμου, αν η Ελλάδα επεξέτεινε τα χωρικά της ύδατα (casus belli). Το θολό και ασταθές πολιτικό τοπίο σε Ελλάδα (ενδοκυβερνητική κρίση στην Ελλάδα λόγω της ασθένειας του Ανδρέα Παπανδρέου) και Τουρκία (αδυναμία της πρωθυπουργού Tansu Çiller να σχηματίσει βιώσιμη κυβέρνηση) θα διευκολύνουν την κρίση.

Στις 15 Ιανουαρίου του 1996 παραιτείται επίσημα από πρωθυπουργός ο βαριά άρρωστος στο Ωνάσειο Ανδρέας Παπανδρέου.

Στις 22 Ιανουαρίου η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ εκλέγει τον Κώστα Σημίτη πρωθυπουργό, που ακολούθως σχηματίζει νέα κυβέρνηση με τον Γερ. Αρσένη υπουργό Άμυνας και τον Θεόδ. Πάγκαλο Εξωτερικών.

Ο «εκσυγχρονιστικός», φιλοευρωπαϊκός προσανατολισμός της νέας κυβέρνησης είναι ολοφάνερος, σε αντίθεση με την «ανδρεϊκή» ρεβανσιστική ηγεσία Στρατού και ΕΥΠ (ναύαρχος Χρ. Λυμπέρης Α/ΓΓΕΘΑ, πτέραρχος Κουρής υφυπουργός Άμυνας και οι 2 εκ των εμπνευστών της αγοράς του «αιώνα», της στρατιωτικοποίησης του ανατολικού Αιγαίου και του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδας – Κύπρου, Βασιλικόπουλος ΕΥΠ).

Στις 24 Ιανουαρίου ο ANT1 και ο δημοσιογράφος Αντ. Φουρλής θα δημοσιοποιήσουν την ανταλλαγή ρηματικών διακοινώσεων και θα παρουσιάσουν στην ελληνική κοινή γνώμη ότι η Τουρκία αξιώνει ελληνική γη. Εκ των πρωταγωνιστών του «πατριωτικού παροξυσμού» θα αναδειχθεί ο Αργ. Ντινόπουλος, μετέπειτα βουλευτής της ΝΔ. Μία ημέρα αργότερα, ο δήμαρχος Καλύμνου Δημ. Διακομιχάλης (ΠΑΣΟΚ), συνοδευόμενος από τον αστυνομικό διοικητή του νησιού, έναν παπά και τον ψαρά που τους μετέφερε, αποβιβάζονται στην ανατολική Ίμια και τοποθετούν μέσα σε μία στοίβα από πέτρες την ελληνική σημαία σε ένα σκουπόξυλο.

Την σκυτάλη παίρνουν στις 27 Ιανουαρίου δύο δημοσιογράφοι της φιλοκυβερνητικής Hurryet, που προσεγγίζουν την ανατολική Ίμια με ελικόπτερο και τοποθετούν στη θέση της ελληνικής την τουρκική σημαία. Η τηλεοπτική μετάδοση των παραπάνω έχει μόλις κατασκευάσει την κρίση των Ιμίων…

Την ίδια μέρα, ο Α/ΓΕΕΘΑ παίρνει την πρωτοβουλία να θέσει υπό τον άμεσο έλεγχό του την ΑΣΔΕΝ, την Α΄ Στρατιά, τις εφεδρείες ΓΕΣ (Ειδικές Δυνάμεις) κ.λπ. μονάδες «εμπροσθοφυλακής», θέτοντάς τες σε κατάσταση προετοιμασίας «εμπλοκής» (αναστολή αδειών, προετοιμασία για μεταφορά σε χώρους διασποράς κ.λπ.). Ταυτόχρονα, κυκλοφορούν «πληροφορίες» από την ΕΥΠ για επικείμενη καταδρομική επιχείρηση των Τούρκων στη Μυτιλήνη, όπου υποτίθεται ότι η Άγκυρα θεωρούσε ότι κρυβόταν ο αρχηγός του PKK Αμπντουλά Οτσαλάν …

Την Κυριακή το πρωί στις 28 Ιανουαρίου 1996 το περιπολικό του Π.Ν. «Αντωνίου» κατέβασε την τουρκική σημαία και ύψωσε την ελληνική, παραβαίνοντας την πολιτική εντολή, η οποία ήταν μόνο να υποσταλεί η τουρκική σημαία. Το βράδυ Έλληνες βατραχάνθρωποι αποβιβάστηκαν στη Μικρή Ίμια προκειμένου να φυλάξουν τη σημαία.

Τη Δευτέρα το απόγευμα στις 29 Ιανουαρίου, ο νέος πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, στις προγραμματικές του δηλώσεις στη Βουλή, έστειλε μήνυμα προς την Τουρκία ότι σε οποιαδήποτε πρόκληση η Ελλάδα θα αντιδράσει άμεσα και δυναμικά. Την Τρίτη στις 30 Ιανουαρίου, η πρωθυπουργός της Τουρκίας Tansu Çiller δήλωσε κατηγορηματικά μέσα στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση ότι την επόμενη μέρα η ελληνική σημαία και ο ελληνικός στρατός θα απομακρυνθούν από τα Kardak

Το ίδιο κιόλας απόγευμα τα ελληνικά κανάλια μεταδίδουν απευθείας την έξοδο του στόλου μας από τον δίαυλο του ναυστάθμου της Σαλαμίνας. Αποπλέουν πάνοπλα τα 4/5 των μεγάλων πλοίων μας και κατευθύνονται ταχέως στο νοτιοανατολικό Αιγαίο για να αντιμετωπίσουν τα τουρκικά που την ίδια ώρα αποπλέουν από την Σμύρνη. Στον Έβρο και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου κηρύσσεται επιστράτευση τοπικών εφεδρειών.

Το ίδιο βράδυ ο Λυμπέρης διατάσσει στις 23.20’ την διασπορά μονάδων Έβρου και Νήσων Αν. Αιγαίου σε νέες θέσεις για την ανάληψη στρατιωτικών αποστολών, στις 23.41’ τον απόπλου του συνόλου του ελληνικού στόλου, στις 23.48’ τις Ειδικές Δυνάμεις για την εφαρμογή άκρως απόρρητων σχεδίων («Ερινύς» και «Κίρκη») και στις 23.57’ διατάζει την Πολεμική Αεροπορία να τεθεί σε διάταξη μάχης.

Τα μεσάνυχτα και αφού έχει λήξει η κοινοβουλευτική συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στη νέα κυβέρνηση Σημίτη, συγκαλείται στο γραφείο του πρωθυπουργού στη Βουλή σύσκεψη της κυβερνητικής επιτροπής στην οποία συμμετείχαν οι: Τσοχατζόπουλος, Πάγκαλος, Αρσένης, Παπαντωνίου, Ρέππας και ο ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης.

Ο Σημίτης ζητάει ενημέρωση. Ο Λυμπέρης έχει απλώσει τους χάρτες του Αιγαίου πάνω στο τραπέζι των συσκέψεων και προσκομίζει δακτυλογραφημένο κείμενο με το οποίο ζητείται η άδεια αποδέσμευσης κανόνων εμπλοκής. «Αν πάμε σε σύγκρουση, θα νικήσουμε;» ρωτά ο πρωθυπουργός. «Σε αυτή τη φάση, του απαντά ο ναύαρχος, έχουμε τακτικό πλεονέκτημα. Θα τους καταφέρουμε γερό χτύπημα. Ο στόλος μας έχει λάβει καλύτερες θέσεις. Δώστε μου την άδεια να χτυπήσουμε πρώτοι». Στην επιμονή Λυμπέρη να του δοθούν κανόνες εμπλοκής, ο υπουργός Εθνικής Αμύνης Γεράσιμος Αρσένης παρατηρεί: «Αρχηγέ, άφησε τώρα αυτά, εδώ έχουμε διαπραγματεύσεις», εξηγώντας ότι είχε συνομιλήσει νωρίτερα με τον Αμερικανό αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων John Shalikashvili, ο οποίος φέρεται να του είχε εξηγήσει ότι γι’ αυτόν δεν υπήρχε πρόβλημα εάν ένα άγημα αποχωρώντας έπαιρνε μαζί του και τη σημαία.

Ο Λυμπέρης, όπως έχει αναφέρει μεταγενέστερα στο βιβλίο του (1999), υποστήριζε τη «στρατηγική του πρώτου πλήγματος». Εξηγούσε ότι η Ελλάδα μπορούσε να επιφέρει αποφασιστικό πλήγμα στην Τουρκία, που θα ακύρωνε τον σχεδιασμό της για το Αιγαίο, έστω κι αν η αναμενόμενη τουρκική απάντηση θα οδηγούσε επίσης σε κάποιες ελληνικές απώλειες. Ο Σημίτης εξηγεί ότι ανάμεσα στο δίλημμα «διμερή διαπραγμάτευση για τα θέματα του Αιγαίου ή πόλεμο, η Ελλάδα μπορεί, εάν θέλει, να επιλέξει το δεύτερο, αλλά θα καταλήξει στο πρώτο»…

Ο πόλεμος ante portas

Ξημερώματα Τετάρτης 31 Ιανουαρίου 1996. Ο Σημίτης έχει τηλεφωνηθεί με τον Αμερικανό πρόεδρο Κλίντον δηλώνοντας έτοιμος να αποσύρει το άγημα, όχι όμως και την ελληνική σημαία. Ο Υπ.Εξ. Πάγκαλος εντέλλεται να συνεννοηθεί με τον Ρ. Χόλμπρουκ (αν. Υπ.Εξ. για την Ευρώπη) για τη διαδικασία απεμπλοκής. Την στιγμή που ελληνική και τουρκική πολιτική ηγεσία έχουν συμφωνήσει για αποκλιμάκωση, οι καραβανάδες παίζουν με τη φωτιά…

Στη 1.00 π.μ. η ΕΥΠ ενημερώνει ότι επίκειται εχθρική επίθεση. Λίγο πριν από τη 1 π.μ. της 31ης Ιανουαρίου, οι Τούρκοι έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο απόβασης των κομάντος τους στα Δυτικά Ιμια. Την ίδια ώρα που η φρεγάτα «Γιαβούζ» πλησίαζε πολύ κοντά στην επίμαχη βραχονησίδα, οπότε και πιστεύεται ότι άφησε τη λαστιχένια βάρκα με τους κομάντος, δύο τουρκικά ελικόπτερα «Μπλακ Χοκ» πετούσαν από πάνω. Οι επιτελείς του ΓΕΝ πίστευαν ότι τα δύο ελικόπτερα θα αποβίβαζαν εκείνα κομάντος, ενώ στην πραγματικότητα επιχείρησαν να παραπλανήσουν τις ελληνικές δυνάμεις.

00.55’ ΓΕΝ προς Ναυαρίνο: Δεν θα πατήσει Τούρκος στα νησιά. Να βληθούν προειδοποιητικές βολές και αν συνεχίσουν, να καταρριφθούν. Να προστατευθούν τα Ίμια και το Φαρμακονήσι (σ.σ. το νησί στο οποίο το Ελληνικό Λιμενικό έπνιξε μαζικά πρόσφυγες τον Δεκέμβρη του 2014).

01.25’ ΓΕΝ προς Ναυ: Εξασφαλίσατε την ετοιμότητα ημετέρων μονάδων. Στοχοποιήσατε κάθε τουρκική μονάδα. Να ευρίσκεσθε σε ετοιμότητα για παν ενδεχόμενο.

01:40’ στο ΓΕΕΘΑ καταφθάνουν πληροφορίες ότι μέλη των τουρκικών ειδικών δυνάμεων αποβιβάζονται στη μικρή Ίμια, που περιέργως (…) έχει μείνει αφύλακτη.

2.04’ Αρχηγός ΓΕΝ (Αντιν/ρχος Ι. Στάγκας) προς όλες τις μονάδες του Στόλου: «Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι όλοι σας θα φανείτε αντάξιοι της ενδόξου ιστορίας του ΠΝ. Καλή τύχη και ο Θεός μαζί σας».

03.00’ Μεταδίδεται από την Τουρκική τηλεόραση (!) πως οι Τούρκοι έχουν καταλάβει τα Δυτικά Ιμια.

03.30’ ΓΕΝ προς Ναυ.: Υπάρχει πληροφορία ότι έχουν ανέβει άτομα στο δυτικό νησί Ιμια. Να πάει ο «Πολεμιστής» να ελέγξει με προβολέα και στη συνέχεια να αποβιβάσει MYK (βατραχανθρώπους).

Η εκτέλεση της εντολής καθυστερεί, επειδή πέρασαν πρώτα από τα Ανατολικά Ιμια για να πάρουν φορτισμένες μπαταρίες ασυρμάτων. Για 45 λεπτά της ώρας Ελλάδα και Τουρκία βρέθηκαν πολύ κοντά στο να έχουν κομάντος τους πρόσωπο με πρόσωπο στα Δυτικά Ιμια.

04.10’ ο Σημίτης συγκαλεί το ΚΥΣΕΑ.

04.25’ Η πληροφορία για κατάληψη των δυτικών Ιμίων επιβεβαιώθηκε από την ΑΣΔΕΝ και από το ΓΕΝ.

04.40’ Μετά την απώλεια επαφής με το ελικόπτερο που επιβεβαίωσε την κατάληψη της βραχονησίδας, ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Ν. Κουρής από το Κέντρο Επιχειρήσεων στο Πεντάγωνο δίνει εντολή για την προετοιμασία επιχείρησης ανακατάληψης της δυτικής νήσου των Ιμίων από Ειδικές Δυνάμεις.

05.02’ Ακυρώνεται από το ΚΥΣΕΑ η εντολή ανακατάληψης της νησίδας. Δεν εισακούεται πρόταση του Λυμπέρη για βομβαρδισμό της…

06:10’ Οι Αμερικανοί διά του Υφ. Εξωτερικών Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ επιβάλλουν και στις δύο πλευρές τη θέλησή τους. «No ships, no troops, no table-flags» διαμηνύουν. Ή, σε πιο κομψή διπλωματική γλώσσα, να ισχύσει το status quo ante. Μέχρι το μεσημέρι της 31ης Ιανουαρίου 1996 τα πλοία, οι κομάντος και οι σημαίες είχαν αποσυρθεί από τα Ίμια, υπό την επίβλεψη αεροσκαφών του 6ου Αμερικανικού Στόλου.

Συμπέρασμα 1

Από τα γεγονότα γίνεται φανερό ότι η κρίση των Ιμίων δημιουργήθηκε και κλιμακώθηκε από την ελληνική στρατιωτική ηγεσία εν αγνοία της πολιτικής. Οι δημόσιες τοποθετήσεις του Χρ. Λυμπέρη για «ευκαιρία που χάθηκε» δεν αφήνουν περιθώρια παρεξήγησης. Τα τεχνικο-στρατιωτικά επιχειρήματα για ναυτική υπεροχή στο πεδίο επιβεβαιώνονται εκ των υστέρων και από άλλους απόστρατους (αντιναύαρχος Ι. Λιούλης, τακτικός διοικητής της περιοχής και κυβερνήτης της φρεγάτας «Ναυαρίνον») αλλά αμφισβητούνται από άλλους «διακλαδικούς» αναλυτές των συσχετισμών (π.χ. η τουρκική αεροπορία είχε ξεκάθαρο προβάδισμα έναντι της ελληνικής). Σε κάθε περίπτωση, «παρά τρίχα» αποφύγαμε ένα πολεμικό επεισόδιο με οδυνηρές συνέπειες και για τους δύο λαούς.

Ο Χρήστος Λυμπέρης δεν ήταν κάποιος «τρελός» καραβανάς. Προσωπικός φίλος (και υπάλληλος) του Βαρδή Βαρδινογιάννη, ναυτικός ακόλουθος επί Ράλλη στην πρεσβεία μας στην Ουάσιγκτον, φίλος του εφοπλιστή Γιώργου Λιβανού και του Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν/είναι η «πατριωτική» όψη εξυπηρέτησης των εθνικών, δηλαδή των μεγαλοαστικών συμφερόντων. Η άλλη όψη ήταν/είναι οι «φιλειρηνικές… ενδοτικές φωνές» τύπου Σημίτη – Πάγκαλου κ.λπ.

Οι δύο αυτές γραμμές (που κατά περίπτωση αξιοποιούν προς όφελός τους τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά συμφέροντα και στη βάση του ανταγωνισμού τους) ούτε ασυμβίβαστες ούτε απόλυτα εχθρικές μεταξύ τους είναι. Κοινός παρονομαστής είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ελληνικού καπιταλισμού για τη διείσδυσή του στην περιοχή και η μεταφορά των συνεπειών των όποιων τυχοδιωκτισμών του στις πλάτες του λαού, με το κλίμα του μιλιταρισμού και εθνικοφροσύνης που καλλιεργείται και εξαπλώνεται.

Οι εξοπλισμοί δεν περιορίζονται στην απόκτηση κάποιων «σκληρών» προϊόντων (των όπλων), καθώς ο μιλιταρισμός επεκτείνεται αποφασιστικά στη «σοφτ πάουερ», δημιουργεί δίκτυα και σχέσεις που μπορούν να επεμβαίνουν (εν δυνάμει και καθοριστικά) στις πολιτικές εξελίξεις.

Για να μείνουμε μόνο στην εγχώρια ιστορία, δεν ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που οργανωμένα από τα πάνω δίκτυα αποκτούν την δική τους δυναμική και επιχειρούν να πάρουν «εξωθεσμικές» πρωτοβουλίες. Από τον ΙΔΕΑ και τη χούντα του ’67, στον ναύαρχο Λυμπέρη έως τον Αρχηγό ΓΕΣ στρατηγό Φράγκο Φραγκούλη (ο κεντρικός ομιλητής της συγκέντρωσης των «μακεδονομάχων») που καρατομήθηκε την 1/11/2011, μαζί με όλο του το επιτελείο από την καταρρέουσα τότε κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Είχε προηγηθεί η απόφαση του στρατηγού, να οργανώσει εκτεταμένες ασκήσεις («σχέδιο Καλλίμαχος») καταδρομέων και άλλων ειδικών δυνάμεων του στρατού, με σενάριο δράσης την καταστολή ταραχών στις πόλεις, που περιλάμβανε την «είσοδο» στην Αθήνα (με στόχο, λέει, να αντιμετωπιστούν «οι συμμορίες με τα καλάσνικοφ»…). Οι ασκήσεις αυτές, όπως και μεταθέσεις «έμπιστων» αξιωματικών προς την Αθήνα, είχαν κρατηθεί μυστικές από την κυβέρνηση! Όταν η ΝΔ του Σαμαρά ξεσήκωσε θόρυβο για τις μαζικές αποστρατεύσεις, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Παναγιώτης Μπεγλίτης είχε δηλώσει ότι η υπόθεση ήταν «σοβαρή» και όποιος επιθυμούσε ας έφερνε το θέμα στη Βουλή. Όλα τα κόμματα προτίμησαν τελικά μια «σεμνή» τακτική σιωπής.

Ακόμη και ο «μετά βαΐων και κλάδων» πρόσφατα αποστρατευθείς Α/ΓΕΕΘΑ στρατηγός Κ. Φλώρος κατηγορήθηκε (από το in gr. ιδιοκτησίας Μαρινάκη, εν μέσω σκανδάλου υποκλοπών και πιθανώς για αιτιολόγησή του), ως οργανωτής μυστικών ασκήσεων προσομοίωσης κατάληψης αμφισβητούμενων βραχονησίδων εν αγνοία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Υποτίθεται πως ο καθ’ ύλη τότε αρμόδιος υπουργός (Δένδιας) το έμαθε από τον Τούρκο ομόλογό του!..

Όσοι θεωρούν ότι «η ανάμιξη του στρατού στις πολιτικές εξελίξεις» ανήκει στο παρελθόν, ας αλλάξουν πλευρό… Κι όχι μόνο στην Ελλάδα. Πρόσφατα, στη Γερμανία έγιναν συλλήψεις ακροδεξιών στελεχών, με την κατηγορία προετοιμασίας πραξικοπήματος. Στη Γαλλία, μετά την «επιχείρηση Σεντινέλ» (την αντιμετώπιση, τάχα, μιας εκτεταμένης «επίθεσης τρομοκρατών» με βάση στους ισλαμιστές μετανάστες), ο στρατός έχει θεσμικά κατοχυρώσει τη δυνατότητα δράσης στο εσωτερικό της χώρας, κατά του «ισλαμο-αριστερισμού», κατά των απειλών «διάσπασης» του γαλλικού κράτους (σεπαρατισμός) και, τελικά, κατά διευρυμένων «ταραχών» στις πόλεις και ειδικά στα εργατικά-λαϊκά προάστια.

Συμπέρασμα 2

Τα Ίμια έδωσαν το πάτημα μαζικότερης απεύθυνσης από την ακροδεξιά στα πατριωτικά ακροατήρια, αφήνοντας πίσω τους μια πολιτική κληρονομιά ιδιαίτερα επικίνδυνη. Πέραν των νεοναζί, ο λεγόμενος «πατριωτικός χώρος» κατάφερε να ανασυνταχθεί γύρω από τα γεγονότα του 1996, χτίζοντας ανεξάρτητα πολιτικά μορφώματα ή δημιουργώντας εθνικιστικά ρήγματα στα μεγάλα συστημικά κόμματα της εποχής. Αποτελούν πολιτικό κεφάλαιο για τον «πατριωτικό χώρο», είτε μιλάμε για τους φασίστες της Χρυσής Αυγής είτε για τους Κρανιδιώτηδες που υπήρξαν σύμβουλοι πρωθυπουργού, είτε για τους Καμμένους που αποτέλεσαν κυβερνητικούς εταίρους σε κυβέρνηση «Αριστεράς».

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια συντονισμένη προσπάθεια του αντιφασιστικού κινήματος να απαντηθούν οι φασιστοσυνάξεις για τα Ίμια σε επίπεδο δρόμου.

Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για απάντηση που δεν είναι αρκετή. Το τσάκισμα τόσο της φιλοπόλεμης θεσμικής πολιτικής όσο και των εθνικιστικών ιαχών του πεζοδρομίου, απαιτεί ένα μαζικό αντιπολεμικό κίνημα που θα βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, θέτοντας δικά του επίδικα και στόχους και δεν θα απαντά απλώς στην ατζέντα των εθνικιστών.

Ένα κίνημα που θα δίνει έκφραση στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία που αντιλαμβάνεται τις συνέπειες και τους κινδύνους της φιλοπόλεμης ρητορικής και της όξυνσης των ανταγωνισμών.

Είναι ανήκουστο η Ελλάδα να είναι η δεύτερη χώρα μετά τις ΗΠΑ εντός του ΝΑΤΟ με τις μεγαλύτερες δαπάνες επί του ΑΕΠ της για στρατιωτικούς εξοπλισμούς λόγω των ανταγωνισμών με την Τουρκία.

Συμπέρασμα 3

Όλα τα παραπάνω αποκτούν πρόσθετη βαρύτητα σήμερα, που οξύνονται οι πολεμικοί ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια και στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Την περίοδο της κρίσης των Ιμίων η τότε γενική γραμματέας Αλέκα Παπαρήγα δήλωνε εκ μέρους του ΚΚΕ πως «οι ευχαριστίες της κυβέρνησης του Κ. Σημίτη προς τις ΗΠΑ, η παρέμβαση των οποίων, ουσιαστικά, έθεσε σε διαδικασία αμφισβήτησης τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας στο Αιγαίο, δείχνει το μέγεθος της πρωτοφανούς υποτέλειας της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, που, όχι μόνο δε βγάζει τα κατάλληλα συμπεράσματα από την κρίση των τελευταίων ημερών, αλλά προσπαθεί με κάθε τρόπο να δίνει τα διαπιστευτήριά της προς τους ιμπεριαλιστικούς κύκλους».

Η υπόκλιση στα υποτιθέμενα «εθνικά δίκαια», η στοίχιση πίσω από τον διαγκωνισμό και τους πολέμους των «εθνικών», «εξαρτημένων» ή «διεθνοποιημένων» αστικών τάξεων για επέκταση, αγορές, κοιτάσματα, αγωγούς κ.λπ. είναι μόνιμο χαρακτηριστικό της «επίσημης» Αριστεράς, σταλινικής ρεφορμιστικής ή «μεταπολιτικής» κοπής (για να θυμίσουμε και τις πατριωτικές κορώνες του Κασσελάκη) από την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο ελληνο-τουρκικός ανταγωνισμός έρχεται από μακριά, έχει συγκεκριμένο υλικό (και όχι φυλετικό) υπόβαθρο και θα «παιχτεί» και σε επόμενες σεζόν…

Ωστόσο, τα συμφέροντα της τάξης μας, αυτής των μισθωτών σκλάβων, είναι διαμετρικά αντίθετα με τα κατασκευασμένα συμφέροντα μιας υποτίθεται ουδέτερης «πατρίδας».

Απέναντι στον δεξιό και αριστερό «πατριωτισμό», εμείς προτάσσουμε την ταξική αλληλεγγύη και τον διεθνισμό. Και δεν είμαστε μόνοι.




H πάλη ενάντια στον φασισμό ( Λέων Τρότσκι 1936)

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1936 σαν γράμμα, απάντηση του Λέων Τρότσκι, στον Ολλανδό τροτσκιστή Χενκ Σνίβλιετ, κατόπιν ερωτήματος του τελευταίου, σχετικά με το σύνθημα του «αφοπλισμού των φασιστών» και της θέσης τους εκτός νόμου από το κράτος. Δημοσιεύθηκε με το τίτλο «Γράμμα στην Ολλανδία», τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους από το θεωρητικό περιοδικό των Ολλανδών τροτσκιστών «Informations Dients» τεύχος 10.

Στα ελληνικά μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβρη του 1984, από το θεωρητικό περιοδικό του ΕΕΚ, Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση.

 Στις αρχές του 1935 στην Γαλλία η κυβέρνηση των Ριζοσπαστών, είχε περάσει ένα νομοσχέδιο με το οποίο έθετε στην παρανομία μια σειρά φασιστικές οργανώσεις και επιχειρούσε να τις αφοπλίσει, μετά τις απειλητικές διαδηλώσεις και επιθέσεις που έκαναν. Ο νόμος πέρασε με την μορφή της πάλης για την «προστασία του συντάγματος». Αν και ήταν φανερό ότι, το νομικό αυτό οπλοστάσιο του κράτους, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εξίσου και κυρίως ενάντια στις οργανώσεις αυτό-άμυνας της εργατικής τάξης, τόσο οι Σοσιαλδημοκράτες, όσο και το Σταλινικό ΚΚ Γαλλίας, υπερψήφισαν τον νόμο. Η δεξιά κυβέρνηση της Ολλανδίας, αμέσως πρότεινε στην ολλανδική βουλή το ίδιο μέτρο.

 Εκείνη την εποχή ο Χενκ Σνίβλιετ, ήταν εκλεγμένος βουλευτής στο ολλανδικό κοινοβούλιο, ως επικεφαλής του Επαναστατικού Εργατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (R.S.A.P.), και συνεπώς καλούνταν να τοποθετηθεί στην ίδια την βουλή. Ο νόμος πέρασε τον Μάιο το ίδιου έτους, τρεις μήνες μετά από την επιστολή του Τρότσκι, με μοναδικές αρνητικές ψήφους, αυτήν του Σνίβλιετ και παραδόξως των τριών σταλινικών βουλευτών του Ολλανδικού ΚΚ που δεν ακολούθησαν την γραμμή των Γάλλων συντρόφων τους.

 Ο Χενκ Σνίβλιετ (1883-1942) ήταν μια σπουδαία φυσιογνωμία του Ολλανδικού και Ινδονησιακού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, καθώς μαζί με τους Γκόρτερ και Πάνεκουκ, θα αποτελέσουν την ηγετική ομάδα των αριστερών ολλανδών Σοσιαλδημοκρατών που θα ιδρύσουν το ΚΚ Ολλανδίας. Θα σταλεί στην Ινδονησία που τότε ήταν Ολλανδική αποικία, ιδρύοντας εκεί το Ινδονησιακό ΚΚ, κάνοντας μια επιστημονική ανάλυση του εξαρτημένου καπιταλισμού της χώρας και θα καθοδηγήσει τα πρώτα εργατικά κινήματα της αποικίας που παλεύουν για κοινωνική και εθνική χειραφέτηση. Θα συγκρουστεί με την σταλινική πολιτική της Κομιντερν το 1927 με αφορμή την πολιτική της στην προδοσία της πρώτης Κινέζικης επανάστασης και θα αποχωρήσει μαζί με την πλειοψηφία του Ολλανδικού ΚΚ, ιδρύοντας το Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Το Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα θα είναι ένα από τα 4 κόμματα που θα πάρουν την πρωτοβουλία για την ίδρυση της 4ης Διεθνούς το 1933. Λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου, ο Σνίβλιετ θα διαφωνήσει με την 4η Διεθνή για οργανωτικά ζητήματα και θα αποχωρήσει. Κατά την διάρκεια της Ναζιστικής κατοχής της χώρας θα φτιάξει το πρώτο και μεγαλύτερο δίκτυο παρτιζάνων σαμποτέρ στην χώρα. Θα σκοτωθεί από τους Ναζί, πολεμώντας ηρωϊκά το 1942.

 Η ΑΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΠΑΛΗ

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ

                                                                              13 Γενάρη 1936

 Αγαπητέ φίλε,

 Το ζήτημα της στάσης μας απέναντι στα κυβερνητικά μέτρα που υποτίθεται στοχεύουν ενάντια στο φασισμό είναι εξαιρετικά σημαντικό.

 Μια και η αστική δημοκρατία είναι ιστορικά χρεοκοπημένη, δεν είναι πια σε θέση να αμυνθεί στο δικό της χωράφι ενάντια στους εχθρούς της από τα δεξιά και τα αριστερά. Δηλαδή, για να διατηρηθεί το δημοκρατικό καθεστώς πρέπει προοδευτικά να διαλυθεί  μέσα από αναγκαστικούς νόμους και διοικητικές αυθαιρεσίες. Αυτή η αυτοδιάλυση της δημοκρατίας στην πάλη ενάντια στη δεξιά και την αριστερά, φέρνει στο προσκήνιο τον Βοναπαρτισμό της αποσύνθεσης, που έχει ανάγκη και τον δεξιό και τον αριστερό κίνδυνο για την αβέβαιη ύπαρξη του, ώστε να τους χρησιμοποιεί τον ένα ενάντια στον άλλο και να ανυψώνεται προοδευτικά πάνω από την κοινωνία και τον κοινοβουλευτισμό της. Το καθεστώς Κόλιζν [1] μου φάνηκε για πολύ καιρό σαν ένα εν δυνάμει βοναπαρτιστικό καθεστώς.

 Σε αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, ο κύριος εχθρός του βοναπαρτισμού παραμένει βέβαια, η επαναστατική πτέρυγα του προλεταριάτου. Έτσι μπορούμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι καθώς η ταξική πάλη βαθαίνει, όλοι οι αναγκαστικοί νόμοι, οι έκτακτες εξουσίες, κ.λ.π. θα χρησιμοποιηθούν ενάντια στο προλεταριάτο.

 Αφού οι Γάλλοι σταλινικοί και σοσιαλιστές ψήφισαν υπέρ της διοικητικής διάλυσης των παραστρατιωτικών οργανώσεων, ο παλιάνθρωπος Μαρσέλ Κασέν [2] έγραψε στην «Ουμανιτέ» περίπου τα εξής: «Μια μεγάλη νίκη….Φυσικά, γνωρίζουμε ότι στην καπιταλιστική κοινωνία όλοι οι νόμοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ενάντια στο προλεταριάτο. Αλλά θα προσπαθήσουμε να το αποφύγουμε αυτό, κ.λ.π.». Το ψέμα εδώ βρίσκεται στη λέξη «μπορούν». Αυτό που θα έπρεπε να ειπωθεί είναι: «Γνωρίζουμε ότι καθώς βαθαίνει η κοινωνική κρίση, όλα αυτά τα μέτρα θα χρησιμοποιηθούν ενάντια στο προλεταριάτο με δεκαπλάσια ένταση». Υπάρχει ένα απλό συμπέρασμα να βγει από εδώ: Δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε το Βοναπαρτισμό της αποσύνθεσης με τα χέρια μας και να του δώσουμε και τις αλυσίδες που αναπόφευκτα θα χρησιμοποιήσει για να αλυσοδέσει την προλεταριακή πρωτοπορία.

 Αυτό δε σημαίνει ότι στο άμεσο μέλλον ο Κόλιζν δεν θα θέλει να ελευθερώσει το δεξί του αγκώνα από την υπερβολική θρασύτητα των φασιστών. Η κοινωνική επανάσταση στην Ολλανδία δεν εμφανίζεται σαν μια άμεση απειλή. Το μεγάλο κεφάλαιο ελπίζει να μετριάσει τους απειλητικούς κινδύνους χρησιμοποιώντας το ισχυρό, συγκεντρωτικό δηλαδή βοναπαρτιστικό και μισο – βοναπαρτιστικό κράτος. Αλλά για να κρατήσει τον πραγματικό εχθρό, το επαναστατικό προλεταριάτο στα όρια του, ο Κόλιζν ποτέ δεν θα εξοντώσει τελείως ούτε καν θα εκτροχιάσει τον φασισμό. Το πολύ να τον διατηρεί απλά κάτω από τον έλεγχο του. Για αυτό, το σύνθημα της διάλυσης και του αφοπλισμού των φασιστικών συμμοριών από το κράτος και η έγκριση για τέτοια μέτρα είναι πέρα για πέρα αντιδραστικό (οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες φωνάζουν: «Το κράτος πρέπει να δράσει!»). Αυτό σημαίνει να φτιαχτεί ένα μαστίγιο από το πετσί του προλεταριάτου που οι βοναπάρτες διαιτητές μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να χαϊδέψουν μαλακά εδώ ή εκεί, τα φασιστικά οπίσθια. Αλλά είναι η αναπόδραστη μας ευθύνη και καθήκον να προστατέψουμε το πετσί της εργατικής τάξης και όχι να δίνουμε το μαστίγιο στο φασισμό.

 Υπάρχει ακόμα μια πλευρά στην ίδια κατάσταση που φαίνεται ακόμα πιο σημαντική. Η αστική δημοκρατία είναι μια απάτη από την ίδια της την ουσία. Όσο περισσότερο ανθίζει, τόσο λιγότερο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το προλεταριάτο όπως απέδειξε η ιστορία της Αγγλίας και των Ενωμένων Πολιτειών. Αλλά η διαλεκτική της ιστορίας διατάζει ότι η αστική δημοκρατία μπορεί να γίνει μια πανίσχυρη πραγματικότητα για το προλεταριάτο την ίδια στιγμή που καταρρέει. Ο φασισμός είναι το εξωτερικό σημάδι αυτής της αποσύνθεσης.

 Η πάλη ενάντια στο φασισμό, η υπεράσπιση των θέσεων που έχει κερδίσει η εργατική τάξη μέσα στα πλαίσια της αποσυντιθέμενης δημοκρατίας μπορούν να γίνουν μια πανίσχυρη πραγματικότητα, μια και δίνει τη δυνατότητα στην εργατική τάξη να προετοιμαστεί για τις οξύτερες μάχες και εν μέρει να εξοπλιστεί. Τα δύο τελευταία χρόνια στη Γαλλία, από τις 6 Φλεβάρη 1934 [3], έχουν δώσει στις εργατικές οργανώσεις μια εξαιρετική ευκαιρία κι ίσως μια που δεν θα επαναληφθεί τόσο σύντομα  να κινητοποιήσουν το προλεταριάτο και τη μικροαστική τάξη στο πλευρό της επανάστασης, να δημιουργήσουν εργατική πολιτοφυλακή, κ.λ.π.

 Αυτή η πολύτιμη ευκαιρία δίνεται από την αποσύνθεση της δημοκρατίας, από την καθαρή της αδυναμία να διατηρήσει την «τάξη» με τα παλιά μέσα και με τον εξίσου καθαρό κίνδυνο που απειλεί τις εργαζόμενες μάζες. Όποιος δεν εκμεταλλεύεται αυτή την κατάσταση  και καλεί το «κράτος» δηλαδή τον ταξικό εχθρό, να «δράσει» στην πραγματικότητα πουλάει το πετσί του προλεταριάτου στη βοναπαρτιστική αντίδραση.

 Επομένως, πρέπει να ψηφίζουμε ενάντια σε όλα τα μέτρα που δυναμώνουν το καπιταλιστικό – βοναπαρτιστικό κράτος, ακόμα και εκείνα τα μέτρα που μπορεί προς στιγμή να προκαλούν προσωρινή δυσαρέσκεια στους φασίστες. Φυσικά οι σοσιαλδημοκράτες και οι σταλινικοί θα πουν ότι υπερασπιζόμαστε τους φασίστες απέναντι στον Πατέρα Κόλιζν, που στο κάτω κάτω, είναι καλύτερος  από τον κακό Μουσέρτ [4]. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι βλέπουμε μακρύτερα από τους άλλους και ότι οι μελλοντικές εξελίξεις θα επιβεβαιώσουν απόλυτα τις αντιλήψεις και τις απαιτήσεις μας.

 Μπορούμε όμως να διατυπώσουμε μερικές τροπολογίες που όταν απορριφθούν, θα κάνουν καθαρό σε κάθε εργάτη ότι αυτό που διακυβεύεται δεν είναι ο πισινός των φασιστών αλλά το πετσί του προλεταριάτου. Για παράδειγμα:

 (1) Οι εργατικές φρουρές δεν πρέπει με κανένα τρόπο να θιχτούν από αυτό το νόμο, ακόμα και αν χρειαστεί να αναλάβουν δράση ενάντια στους απεργοσπάστες, τους φασίστες και άλλα λούμπεν στοιχεία.

 (2) Τα συνδικάτα και οι πολιτικές οργανώσεις της εργατικής τάξης διατηρούν το δικαίωμα να φτιάχνουν και να εξοπλίζουν τις οργανώσεις αυτοάμυνας απέναντι στο φασιστικό κίνδυνο. Το κράτος δεσμεύεται να βοηθήσει αυτές τις οργανώσεις με όπλα, πυρομαχικά και οικονομική υποστήριξη αν ζητηθεί.

 Στο κοινοβούλιο αυτές οι προτάσεις ακούγονται μάλλον περίεργα και οι κύριοι κυβερνητικοί και οι σταλινικοί θα τις θεωρήσουν ότι «σοκάρουν». Αλλά ο μέσος εργάτης, όχι μόνο στο NAS [5], αλλά και στα ρεφορμιστικά συνδικάτα θα τις βρει δικαιολογημένες. Φυσικά, προτείνω αυτές τις τροπολογίες μονάχα σαν παράδειγμα. Θα μπορούσε ίσως να βρει κανείς καλύτερες, πιο ακριβείς διατυπώσεις.

 Οι κύριοι σοσιαλδημοκράτες και σταλινικοί θα αρνηθούν να τις υποστηρίξουν ή ακόμα θα τις καταψηφίσουν; Ακόμη και αν τις υποστηρίξουν οι τροπολογίες θα απορριφθούν έτσι κι αλλιώς και έτσι θα είναι απόλυτα καθαρό γιατί ψηφίζουμε ενάντια στο κυβερνητικό σχέδιο σαν σύνολο – και πρέπει να το κάνουμε αυτό, χωρίς την παραμικρή δεύτερη σκέψη για τους λόγους που έδωσα παραπάνω ακόμα και αν ο κοινοβουλευτισμός του Κόλιζν θεωρήσει εκτός θέματος αυτές τις τροπολογίες στη βάση ότι αφορούν μονάχα την τεχνική της προπαγάνδας και όχι την ουσία του ζητήματος.

 Πρέπει να πάρουμε σοβαρά μέτρα ενάντια στον αφηρημένο «αντιφασιστικό» τρόπο σκέψης που διεισδύει ακόμα και στις γραμμές μας μερικές φορές. Ο «αντιφασισμός» δεν είναι τίποτε – μια άδεια έννοια που χρησιμοποιείται για να καλύπτει τη σταλινική κατεργαριά. Στο όνομα του «αντιφασισμού» θεσμοποίησαν την ταξική συνεργασία με τους Ριζοσπάστες. Πολλοί από τους συντρόφους μας θέλουν να δώσουν στο «Λαϊκό Μέτωπο», δηλαδή στην ταξική συνεργασία, θετική υποστήριξη με τον ίδιο τρόπο που είμαστε έτοιμοι να υποστηρίξουμε  το ενιαίο μέτωπο, δηλαδή το διαχωρισμό του προλεταριάτου από τις άλλες τάξεις. Ξεκινώντας από το απόλυτα λαθεμένο σύνθημα του «Λαϊκού Μετώπου στην εξουσία» στο όνομα του «αντιφασισμού», προχωρούν ακόμα παραπέρα και διακηρύσσουν  ότι είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν τον Βοναπαρτισμό γιατί ψήφος στο «αντιφασιστικό» νομοσχέδιο του Κόλιζν δε θα σήμαινε τίποτε λιγότερο από άμεση υποστήριξη στον Βοναπαρτισμό.

 Σημειώσεις:

 [1] Ο Χέντρικ Κόλιζν (1869-1944) ήταν ο δεξιός πρωθυπουργός εκείνη την εποχή, που είχε επανιδρύσει το «Αντεπαναστατικό Κόμμα». Αυτό το κόμμα αρχικά είχε φτιαχτεί την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης για να την αντιμετωπίσει. Στην σύγχρονη εκδοχή του Κόλιζν, που κυβέρνησε δύο φορές μεταξύ 1925-1926 και 1933-1939, ήταν ένα δεξιό λαϊκιστικό κόμμα που συνένωνε τους μικροαστούς της χώρας υπό την ηγεσία της αστικής τάξης.

[2] Ο Μαρσέλ Κασέν ήταν ο ηγέτης του ΚΚ Γαλλίας.

[3] 6 Φεβρουαρίου 1934, ήταν η μέρα που οι Γάλλοι φασιστές επιχείρησαν μια μίνι εξέγερση-πραξικόπημα καταλαμβάνοντας τους δρόμους του Παρισίου και επιχειρώντας να καταλύσουν την δημοκρατία. Σαν αντίδραση, ένα γιγάντιο εργατικό κίνημα ξεσηκώθηκε την επόμενη περίοδο εναντίον τους, μπαίνοντας φραγμός και καταλαμβάνοντας το σύνολο των εργοστασίων και των βασικών επιχειρήσεων της χώρας. Τελικά οι σοσιαλδημοκράτες και οι σταλινικοί θα αποπροσανατολίσουν και θα εγκλωβίσουν το κίνημα αυτό στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου το 1936.

[4] Ο Άντον Άντριαν Μουσέερτ (1894-1946) ήταν ο ηγέτης των Ολλανδών φασιστών Εθνικο-Σοσιαλιστικό Κίνημα που είχε ιδρυθεί το 1931. Τοποθετήθηκε ως επικεφαλής της κατοχικής κυβέρνησης από τους Ναζί κατά την διάρκεια της κατοχής. Δικάστηκε και καταδικάστηκε μετά την απελευθέρωση της χώρας και τουφεκίστηκε το 1944.

[5] NAS (Πανεθνική Οργάνωση Εργαζομένων), ήταν μια μικρή εργατική συνδικαλιστική ομοσπονδία της αριστεράς, στην οποία προέδρευε ο Σνίβλιετ εκείνη την εποχή.

Πηγή: ergatis.wordpress.com




Μπρεστ Λιτόφσκ: από τον Λένιν και τον Τρότσκι ως τον… Τσίπρα και τον Κατρούγκαλο

Του Βαγγέλη Λιγάση

Τον Μάιο του 2015 όταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ετοιμαζόταν να υπογράψει το τρίτο μνημόνιο, οι Φαινάνσιαλ Τάιμς έγραφαν ότι «ο Τσίπρας πλησιάζει στο Μπρεστ Λιτόφσκ του». Στη συνέχεια, μετά τον Ιούλη του 2015, υπουργοί και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (Φίλης, Κατρούγκαλος, Μπαλαούρας κ.λπ.) έκαναν την ίδια σύγκριση. Αναγκαστήκαμε, έλεγαν, να υποχωρήσουμε στις υπέρτερες δυνάμεις, κάναμε ένα συμβιβασμό όπως ο Λένιν κι οι μπολσεβίκοι. Η σύγκριση του Τσίπρα με τον Λένιν, του Κατρούγκαλου με τον Σλιαπνίκοβ (επίτροπο εργασίας στην ΕΣΣΔ που εκτελέστηκε το 1937), πολύ περισσότερο του Τρότσκι με τον …Κοτζιά, προκαλούσε και προκαλεί γέλια μέχρι… λύσεως ομφαλού.

Όμως, έναν αιώνα μετά την υπογραφή της, η Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ έχει να πει πολλά στον κόσμο της Αριστεράς.

Ως τη χωριστή συνθήκη ειρήνης

Τον Φλεβάρη του 1917, όταν οι εργάτριες της Πετρούπολης ξεσήκωσαν τις/τους συναδέλφους τους στην Γενική Απεργία που πυροδότησε την επανάσταση, δίπλα στο αίτημα για ψωμί έβαλαν και το αίτημα για ειρήνη. Οι φαντάροι, στη μεγάλη τους πλειονότητα αγρότες, δεν ήθελαν να πολεμήσουν άλλο.

Από τον Φλεβάρη μέχρι τον Σεπτέμβρη την πλειοψηφία στα σοβιέτ την είχαν κόμματα (Μενσεβίκοι, Εσέροι) που τυπικά μιλούσαν για την ανάγκη τερματισμού του πολέμου. Όμως, η στρατηγική τους ήταν η συμμαχία με την αστική τάξη. Συγκυβερνούσαν με τα κόμματά της στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Κι η αστική τάξη ήθελε τη συνέχιση του πολέμου.

Οι Μπολσεβίκοι, αντίθετα, πίστευαν ότι η εξουσία των σοβιέτ, των εργατικών συμβουλίων, θα έδινε γη, ψωμί και ειρήνη. Αυτό το πρόγραμμα το τήρησαν οι Μπολσεβίκοι μέχρι κεραίας, χωρίς «κωλοτούμπες».

Στις αρχές του Σεπτέμβρη ο Λένιν, σε άρθρο με τίτλο Τα Καθήκοντα της Επανάστασης, εξηγούσε με σαφείς εκφράσεις τι σημαίνει «ειρήνη για τους λαούς». Η σοβιετική κυβέρνηση «πρέπει να προτείνει αμέσως σε όλους τούς εμπόλεμους λαούς (δηλαδή ταυτόχρονα και στις κυβερνήσεις τους και στις φτωχές μάζες) να κλείσουν τώρα γενική ειρήνη με «δημοκρατικούς όρους», καθώς επίσης να κλείσουν αμέσως ανακωχή (έστω και για τρεις μήνες)». Το περιεχόμενο της ειρήνης γινόταν συγκεκριμένο: περιλάμβανε το δικαίωμα όλων των λαών στη αυτοδιάθεση, με πρώτους στη σειρά τους Ουκρανούς και τους Φινλανδούς. Επίσης, ζητούσε δημοσίευση όλων των μυστικών συμφωνιών που είχαν κάνει οι κυβερνήσεις.

Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 και συνεχιζόμενου του Μεγάλου Πολέμου η Ρωσία ουσιαστικά βγήκε από τη συμμαχία της Αντάντ. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων και των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών (Εσέρων) ήταν η διαχείριση του πολέμου.

Το πρώτο διάταγμα που ενέκρινε το Δεύτερο Συνέδριο των Σοβιέτ ήταν το διάταγμα για την ειρήνη «άνευ προσαρτήσεων – άνευ αποζημιώσεων». Με βάση αυτό η επαναστατική κυβέρνηση κάλεσε όλους τους εμπόλεμους σε ανακωχή και συνομιλίες για την ειρήνη.

Σε αυτό το κάλεσμα ανταποκρίθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1917 η συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Βουλγαρία και Οθωμανική Αυτοκρατορία). Οι Γερμανοί στρατηγοί ήθελαν να απελευθερώσουν δυνάμεις από το ανατολικό μέτωπο για να εξαπολύσουν μια γενική επίθεση στο δυτικό. Ο δεύτερος στόχος τους ήταν η δημιουργία ενός δικτύου κρατών από την Πολωνία ως τη Βαλτική, που θα βρισκόταν υπό έμμεσο, αλλά σαφή γερμανικό έλεγχο («Μεσευρώπη»).

Έτσι ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις στο φρούριο του Μπρεστ-Λιτόφσκ (Brzesc Litewski), μιας πόλης στη σημερινή δυτική Λευκορωσία, που τότε κατείχε ο γερμανικός στρατός και είχε επιτευχθεί μια γενική ανακωχή (15 Δεκέμβρη 1917). O Τρότσκι, Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων τότε, έγραψε αργότερα ότι: «έτσι ήρθαν τα πράγματα ώστε οι εκπρόσωποι του πιο επαναστατικού καθεστώτος που έχει γνωρίσει η ιστορία κάθισαν στο ίδιο διπλωματικό τραπέζι με τους εκπροσώπους της πιο αντιδραστικής κάστας ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις».

Οι Γερμανοί κι οι Αυστριακοί στρατηγοί και διπλωμάτες πήγαιναν να κάνουν συνηθισμένη διπλωματία: ωραία λόγια για το κοινό – κυνικό παζάρι στα παρασκήνια. Η σοβιετική αντιπροσωπεία, αντίθετα, ήταν η ζωντανή και έμπρακτη άρνηση αυτής της διπλωματίας. Αρχικά, επικεφαλής της ήταν ένας παλιός, εβραϊκής καταγωγής επαναστάτης, ο Άντολφ Γιόφε. Σοκ για τους αντισημίτες αριστοκράτες, πολύ περισσότερο, που την αντιπροσωπεία συναποτελούσαν ένας αγρότης, ένας εργάτης, ένας απλός φαντάρος και μια γυναίκα (η πρώτη στα διπλωματικά χρονικά). Ήταν η Αναστασία Μπιζένκο, που είχε εκτίσει δώδεκα χρόνια φυλάκιση επειδή είχε δολοφονήσει έναν τσαρικό στρατηγό. Το πρώτο πράγμα που έκαναν μόλις κατέβηκαν από το τρένο ήταν να μοιράσουν στο τιμητικό άγημα μια επαναστατική εφημερίδα που εκδιδόταν στα γερμανικά.

Στα τέλη Δεκέμβρη επικεφαλής της σοβιετικής αντιπροσωπείας τέθηκε αυτοπροσώπως ο Τρότσκι. Οι Μπολσεβίκοι, τηρώντας τις δεσμεύσεις τους ενάντια στη μυστική διπλωματία, μετέδιδαν τις συζητήσεις με τον τηλέγραφο σε όλο τον κόσμο. Ήταν μια πανίσχυρη επαναστατική προπαγάνδα.

Όταν ένας Γερμανός στρατηγός είπε στο Τρότσκι ότι το επαναστατικό καθεστώς στηρίζεται στη βία, ο Τρότσκι απάντησε ότι αυτό είναι αλήθεια. Σε μια ταξική κοινωνία, είπε, κάθε κράτος στηρίζεται στη βία. Η διαφορά είναι ότι το δικό μας δεν φυλακίζει απεργούς ή αγρότες που ζητάνε τη γη, αλλά καπιταλιστές που κάνουν lockout, τσιφλικάδες και αξιωματικούς που τους πυροβολούν.

Οι όροι που κατέθεσαν οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας προκάλεσαν μεγάλη κρίση στο κόμμα των Μπολσεβίκων και τα σοβιέτ. Ήταν τόσο ληστρικοί και εκβιαστικοί, ώστε οι διαπραγματεύσεις που ξαναξεκίνησαν στις 4 Γενάρη διακόπηκαν μόλις στις 8.

Το περιβάλλον ήταν εξαιρετικά ρευστό. Η παλιά Ρωσική Αυτοκρατορία κατέρρεε, αλλά και στην ίδια τη Γερμανία ξεσπούσαν οι πρώτες μαζικές απεργίες (Γενάρης του ’18), ενώ η Βιέννη στέναζε από λιμό! Ειδικά στο Βερολίνο, το απεργιακό κίνημα απλώθηκε στα μεγαλύτερα εργοστάσια και υποστηρίχθηκε από εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες.

Στους κόλπους της επαναστατικής κυβέρνησης εμφανίστηκαν τρεις διαφορετικές απόψεις.

Ο Λένιν υποστήριζε την ειρήνη με Γερμανούς και Νεότουρκους, με κάθε τίμημα. Για τον Λένιν, το σημαντικό ήταν η διατήρηση της κυριαρχίας του «πρωτοπόρου κόμματος» σε μια οποιαδήποτε περιοχή, με οποιοδήποτε κόστος. Ο διάλογος (από το βιβλίο «Ρώσικη Επανάσταση έτος Ένα» του Β. Σερζ) είναι αποκαλυπτικός. Τρότσκι: «Κι αν συνεχίσουν την προέλαση οι Γερμανοί; Αν επιτεθούν στη Μόσχα;» Λένιν: «Τότε θα υποχωρήσουμε στα ανατολικά, στα Ουράλια. Η λεκάνη του Κουζνέτσκ είναι πλούσια σε κάρβουνο. Θα ιδρύσουμε τη Δημοκρατία των Ουραλίων και του Κουζνέτσκ και με τη βοήθεια του προλεταριάτου των Ουραλίων και εκείνων των εργατών της Πετρούπολης και της Μόσχας που θα καταφέρουν να έρθουν μαζί μας. Θα αντέξουμε. Αν είναι απαραίτητο θα μετακινηθούμε ακόμα παραπέρα, ακόμα και πέρα από τα Ουράλια. Θα φτάσουμε μέχρι και την Καμτσάτκα, αλλά θα αντέξουμε. Η διεθνής κατάσταση θα έχει πολλές αλλαγές και από τη Δημοκρατία μας των Ουραλίων και του Κουζνέτσκ θα επιστρέψουμε στη Μόσχα και την Πετρούπολη. Αλλά αν μπλεχτούμε ανώφελα σε έναν επαναστατικό πόλεμο και αφήσουμε να χαθεί το άνθος της εργατικής τάξης και του κόμματος, είναι φανερό ότι δεν θα επιστρέψουμε ποτέ, πουθενά…».

Μια ολόκληρη πτέρυγα των Μπολσεβίκων, οι «αριστεροί κομμουνιστές» (Μπουχάριν, Τζερζίνσκι, Ράντεκ κ.λπ.) και το κόμμα των αριστερών Εσέρων που συμμετείχε στη σοβιετική κυβέρνηση, έλεγαν ότι η μόνη απάντηση είναι η συνέχιση του πολέμου και η μετατροπή του σε επαναστατικό (κατά το πρότυπο της Γαλλικής Επανάστασης). Ο Μπουχάριν υποστήριζε: «Λέγαμε πάντοτε ότι, αργά ή γρήγορα, η ρωσική επανάσταση θα ερχόταν σε σύγκρουση με το διεθνές κεφάλαιο. Αυτή η στιγμή έφτασε».

Τέλος, υπήρχε η άποψη ούτε ειρήνη ούτε πόλεμος του Τρότσκι, που ήταν κοντύτερα στον Μπουχάριν. Αντιλαμβανόμενος τη σημασία μιας ατιμωτικής υπογραφής, δήλωνε: «Δεν μπορούμε να βάλουμε την υπογραφή μας κάτω από μια συνθήκη ειρήνης που καταδικάζει στην καταπίεση, στη συμφορά και στην εξαθλίωση εκατομμύρια ανθρώπινα όντα».

Η άποψη του Λένιν αρχικά είχε την υποστήριξη μόνον του ενός τετάρτου των μπολσεβικικών οργανώσεων. Το θέμα αυτό συζητήθηκε και στα Σοβιέτ. Μόνο 2 από τα 230 τάχθηκαν υπέρ της ειρήνευσης, ενώ τα σημαντικότερα Σοβιέτ των εργατικών κέντρων τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ της συνέχισης του πολέμου και της μετατροπής του σε επαναστατικό. Στην πρώτη ψηφοφορία που έγινε σε μια κομματική σύσκεψη, η άποψη του Λένιν συγκέντρωσε 15 ψήφους, του Τρότσκι 16 και του Μπουχάριν 32.

Ο Λένιν κατηγορήθηκε ανοιχτά στην εφημερίδα «Κομμουνίστ» των Αριστερών Κομμουνιστών, που κυκλοφορούσε σε ένα εκατομμύριο αντίτυπα, ότι εγκατέλειψε τις διεθνιστικές αρχές της επανάστασης.

Ο ίδιος αντέτεινε ότι, αν το εργατικό κράτος συντριβόταν από το γερμανικό στρατό, η «ένδοξη ήττα» θα αποθάρρυνε τους εργάτες και τους φαντάρους της Γερμανίας να ακολουθήσουν το δρόμο που είχαν βαδίσει οι εργάτες στην Ρωσία.

Πράγματι, ο παλιός στρατός διαλυόταν. Εκατομμύρια φαντάροι «ψήφιζαν με τα πόδια» και εγκατέλειπαν το μέτωπο. Ο νέος Κόκκινος Στρατός των Εργατών και των Αγροτών ήταν ακόμα στα σπάργανα.

Η ηγεσία των Μπολσεβίκων (και ο Λένιν) αποφάσισε να «τρενάρει» τις διαπραγματεύσεις, για να κερδίσει χρόνο. Αυτή την τακτική την είχε προτείνει ο Τρότσκι: να σταματήσουμε ουσιαστικά τον πόλεμο, χωρίς να δεχτούμε να υπογράψουμε επίσημα την συνθήκη που θέλουν να επιβάλουν οι Γερμανοί ιμπεριαλιστές. Ωστόσο, είχε αρχίσει μια γενικευμένη προώθηση των γερμανικών δυνάμεων κατά μήκος της Βαλτικής. Ο Τρότσκι τότε αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα νέα κράτη που καταλάμβαναν οι Γερμανοί απωθώντας συνέχεια τους Ρώσους, μέχρι που ο ίδιος δήλωσε μονομερώς, στις 10 Φεβρουαρίου του 1918, ότι ο πόλεμος τελείωσε, χωρίς να έχει συνομολογηθεί κάποια συνθήκη!

Η κατάσταση, όμως, στην Ουκρανία έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα ενάντια στους Μπολσεβίκους, καθότι ο Κόκκινος Στρατός, που επιχειρούσε κατά των εθνικιστών της χώρας, δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη δημιουργία της (αστικής) «Ουκρανικής Δημοκρατίας», η οποία στις 9 Φλεβάρη και στο Μπρεστ-Λιτόφσκ έκλεισε ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης με τις κεντρικές δυνάμεις. Οι Γερμανοί στις 16 Φλεβάρη ανακοίνωσαν πως θεωρούσαν λήξασα την εκεχειρία από την επομένη. Όταν ο γερμανικός στρατός ξεκίνησε την επίθεσή του στις 18 Φλεβάρη 1918 συνάντησε μόνο σποραδική αντίσταση και προέλασε σε λίγες μέρες διακόσια με τριακόσια χιλιόμετρα σε όλο το μήκος του τεράστιου μετώπου.

Φτιάχτηκε 15μελής στρατιωτική επιτροπή για την υπεράσπιση της Πετρούπολης και η σοβιετική κυβέρνηση μετακόμισε προσωρινά στη Μόσχα. Εκεί ο Λένιν στις 20 Φλεβάρη ανακοίνωσε στο τοπικό σοβιέτ «Δεν υπάρχει πια στρατός. Οι Γερμανοί επιτίθενται από τη Ρίγα σε όλο το μέτωπο».

Κάτω από το βάρος αυτής της πραγματικότητας (αλλά και της απειλής του Λένιν για παραίτηση από όλα τα αξιώματά του – πρακτικά απειλή διάσπασης), «πέρασε» η άποψή στην Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων για υπογραφή της συνθήκης με τους όρους των Γερμανών, παρότι μειοψηφούσα: από τους 15 παρόντες, οι 7 ψήφισαν υπέρ της θέσης του Λένιν, 4 (υπό τον Τρότσκι) απείχαν, ενώ 4 ψήφισαν κατά.

Στις 3 Μαρτίου 1918 η μπολσεβίκικη αντιπροσωπεία υπέγραψε τη Συμφωνία Ειρήνης με τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους. Την ίδια στιγμή ο Τρότσκι παραιτήθηκε από κομισάριος Εξωτερικών Υποθέσεων.

Με τη Συμφωνία του Μπρεστ Λιτόφσκ, οι Σοβιετικοί έχαναν την κυριαρχία στην Πολωνία, την Λιθουανία και την Κουρλάνδη στη Λετονία. Το μέλλον των περιοχών θεωρητικά θα καθοριζόταν από το Γερμανικό Ράιχ στη βάση υποτίθεται της αυτοδιάθεσης των Εθνών. Η Εσθονία, η Λιβονία και σχεδόν όλη η Λευκορωσία δυτικά του ποταμού Δνείπερου θα παρέμενε υπό γερμανική στρατιωτική κατάληψη, ενώ η Ουκρανία και η Φινλανδία αναγνωρίζονταν ως ανεξάρτητα κράτη. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσπούσε αρμενικά εδάφη που είχε χάσει στο ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1878 καθώς και το Βατούμι της Γεωργίας.

Οι Κεντρικές δυνάμεις δέχτηκαν (αρχικά) να μη ζητήσουν πολεμικές αποζημιώσεις. Οι απώλειες εδαφών αντιστοιχούσαν στο 1/4 της προπολεμικής ρωσικής επικράτειας (δύο εκατομ. τετρ. χλμ.!) και στο 1/3 των καλλιεργειών. Στους Γερμανούς «παραδόθηκαν» 56 εκατομμύρια υπήκοοι της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή το 26% του πληθυσμού, το 33% των βιομηχανιών, το 73% της παραγωγής του σιδήρου και το 89% της παραγωγής του άνθρακα. Απώλεσε επίσης 1.000 εργοστάσια κατασκευής μηχανών και 900 υφαντουργεία.

Ήταν μια ταπεινωτική συνθήκη…

Οι Μπολσεβίκοι δεν έντυσαν αυτή την υποχώρηση με ωραία λόγια. Η αντιπροσωπεία τους με επικεφαλής τον Σοκόλνικοφ, δήλωσε πως «η συζήτηση της συνθήκης είναι ανώφελη (ούτε την διάβασαν) γιατί η επαναστατική Ρωσία υπογράφει με το πιστόλι στον κρόταφο». Δήλωσαν ανοιχτά ότι υποκύπτουν στον εκβιασμό επειδή δεν μπορούσαν να πολεμήσουν.

Συνέπειες

Ένα μήνα μετά την υπογραφή της Συνθήκης και με αυτή την αφορμή θα ξεσπάσουν ένοπλες συγκρούσεις με τους… αναρχικούς στη Μόσχα.

Η σοβαρότερη εξέλιξη αφορούσε την διάρρηξη της συμμαχίας Μπολσεβίκων – αριστερών σοσιαλεπαναστατών (Εσέροι – ήλεγχαν το 40% των Σοβιέτ) στη σοβιετική κυβέρνηση. Μετά από ευκαιριακά (προς άγρα ευκαιριακών συμμάχων) εθνικιστικά παραληρήματα, τον Ιούλιο του 1918 θα ηγηθούν ένοπλης εξέγερσης-πραξικοπήματος για την εγκαθίδρυση (δικού τους) μονοκομματικού κράτους για την ακύρωση της συνθήκης και την επανέναρξη του πολέμου. Επίσης, προέκριναν για αργότερα την κυριαρχία της Συντακτικής Συνέλευσης (κάτι σαν αστικό κοινοβούλιο) σε βάρος των εργατικών επιτροπών – Σοβιέτ.

Οι συνέπειες της διάλυσης αυτής της συμμαχίας επρόκειτο να είναι μοιραίες για τις πολιτικές εξελίξεις. Πέρα από μεμονωμένα επεισόδια (απόπειρα δολοφονίας του «Γερμανού πράκτορα» Λένιν), οι Μπολσεβίκοι θα κυβερνούν πλέον, όχι από επιλογή αλλά αναγκαστικά, μόνοι τους, σε σύγκρουση με την υπόλοιπη Αριστερά. Το κόμμα θα υποκαταστήσει σταδιακά την εργατική τάξη.

Επίσης, τα Σοβιέτ που παρέμειναν στις περιοχές που παρέδωσαν οι Σοβιετικοί στους Γερμανούς κατακρεουργήθηκαν, ενώ αναπτύχθηκαν νέα κινήματα, όπως το αγροτικό αναρχικό αντάρτικο του Νέστορ Μάχνο στη νοτιοανατολική Ουκρανία.

Από την άλλη, τα σχέδια εξάπλωσης προς ανατολάς και αντεπίθεσης προς δυσμάς για τους Γερμανούς έπεσαν στο κενό. Αφενός η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο αποδεικνυόταν οικονομικά όλο και πιο καθοριστική, αφετέρου 1 εκ. Γερμανοί στρατιώτες παρέμεναν δεσμευμένοι για τον έλεγχο των ανατολικών εδαφών, ενώ και η ροή πρώτων υλών και τροφίμων από τις νέες περιοχές αποδείχτηκε πολύ μικρότερη από το αναμενόμενο. Οι εξελίξεις στο πολεμικό μέτωπο κατέστησαν κενό γράμμα τη συνθήκη με την υπογραφή της ανακωχής μεταξύ Γερμανικού Ράιχ και Αντάντ στις 11 Νοέμβρη 1918, οδηγώντας τη σοβιετική κυβέρνηση σε ακύρωση της συνθήκης. Η ηγεσία των Μπολσεβίκων, παρά τις απώλειες που υπέστη, τελικά δικαιώθηκε στους κύριους στόχους της, δηλαδή την επικράτηση έναντι των εσωτερικών κι εξωτερικών αντιπάλων της επανάστασης, ενώ κατόρθωσε από νωρίς, το 1919, να ξανακατακτήσει την Ουκρανία, και δυο χρόνια αργότερα τη Γεωργία.

Στο στρατιωτικό, επίσης επίπεδο, η συνθήκη Μπρεστ – Λιτόφσκ έδωσε το πρόσχημα για την ενεργοποίηση της μυστικής αγγλο-γαλλικής συμφωνίας «ζωνών δράσης» του Δεκέμβρη του 1917, πριν την συνθήκη του Μπρεστ ( ), που ενεργοποιήθηκε με την ομώνυμη του Νοέμβρη του 1918, μετά την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων και ενεργοποιήθηκε τον Γενάρη – Απρίλη του 1918 με την εκστρατεία της Κριμαίας, δηλαδή την στρατιωτική εκστρατεία κατά της σοβιετικής κυβέρνησης και υπέρ των «Λευκών». Είναι και η πρώτη υπερπόντια αποστολή δύο μεραρχιών ελληνικού στρατού, ως εθελοντική συνεισφορά του «εθνάρχη» Βενιζέλου…

Στο κύριο επίδικο που σχηματοποιείται στο ερώτημα αν η Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ βοηθούσε – βοήθησε το ξέσπασμα της Γερμανικής Επανάστασης, υπάρχουν δύο (αναγκαστικά) απόψεις.

Ο Λένιν τον Αύγουστο του 1918 έγραψε ένα «Γράμμα στους Αμερικανούς Εργάτες» στο οποίο υποστήριζε ότι: «Δεν είναι σοσιαλιστής όποιος δεν καταλαβαίνει ότι για τη νίκη ενάντια στην αστική τάξη, για το πέρασμα της εξουσίας στους εργάτες, για την έναρξη της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης, μπορεί και πρέπει να μη διστάσουμε μπροστά σε καμιά θυσία, ακόμα και μπροστά στη θυσία ενός τμήματος του εδάφους, ακόμα και μπροστά στη θυσία να υποστούμε βαριές ήττες από τον ιμπεριαλισμό. Δεν είναι σοσιαλιστής όποιος δεν απόδειξε με έργα ότι είναι αποφασισμένος να δώσει τις πιο μεγάλες θυσίες από την πλευρά της ‘‘δικής του’’ πατρίδας, φτάνει να προωθηθεί έμπρακτα η υπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης». Μετάφραση: εκατομμύρια φαντάροι, εργάτες, εργάτριες αναρωτήθηκαν, αφού οι «Ρώσοι» είναι διατεθειμένοι να κάνουν τόσες θυσίες για την ειρήνη, τότε γιατί να συνεχιστεί ο πόλεμος; Γιατί να μην ακολουθήσουμε το παράδειγμά τους;

Η Λούξεμπουργκ έναν μήνα μετά δημοσίευε: «Με τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, η Ρωσική Επανάσταση βρέθηκε σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Η πολιτική που καθοδηγεί τη δράση των Μπολσεβίκων είναι ξεκάθαρη: ειρήνη με οποιοδήποτε τίμημα, προκειμένου να κερδηθεί χρόνος, κατά τη διάρκεια του οποίου θα μπορέσουν να επεκτείνουν και να εδραιώσουν τη δικτατορία του προλεταριάτου στη Ρωσία, εφαρμόζοντας όσο πιο πολλές σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις γίνεται. Σχεδιάζουν μ’ αυτόν τον τρόπο να περιμένουν το ξέσπασμα της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης και ταυτόχρονα να την επισπεύσουν με το ρωσικό παράδειγμα. Δεδομένης της απόλυτης πολεμικής εξάντλησης των ρωσικών μαζών και της ταυτόχρονης στρατιωτικής αποδιοργάνωσης που άφησε πίσω του ο τσαρισμός, η συνέχιση του πολέμου φαινόταν σε κάθε περίπτωση ανώφελη σπατάλη ρωσικού αίματος, κι έτσι δεν υπήρχε άλλη διέξοδος από την τάχιστη σύναψη ειρήνης.

[] Ομολογουμένως, ο Λένιν και οι φίλοι του δεν εξαπάτησαν ούτε τον εαυτό τους ούτε τους υπόλοιπους σχετικά με τα γεγονότα. Παραδέχθηκαν ευθέως τη συνθηκολόγησή τους. Δυστυχώς, διατήρησαν την ψευδαίσθηση ότι με τη συνθηκολόγηση αυτή, μέσω της υπογραφής χωριστής ειρήνης, εξαγόρασαν χρόνο που θα τους επέτρεπε να σωθούν από την κόλαση του παγκοσμίου πολέμου. Δεν έλαβαν υπόψη το γεγονός πως η συνθηκολόγηση της Ρωσίας στο Μπρεστ-Λιτόφσκ σήμαινε μία κολοσσιαία ενδυνάμωση της ιμπεριαλιστικής πανγερμανικής πολιτικής, συνεπώς και μία αποδυνάμωση των πιθανοτήτων επαναστατικής εξέγερσης στη Γερμανία. []

[] Δημιούργησαν ρήγμα μεταξύ των Μπολσεβίκων και των αριστερών σοσιαλεπαναστατών· πράγματι, δημιούργησαν χάσμα και θανάσιμη εχθρότητα ανάμεσα στις δύο πτέρυγες του επαναστατικού στρατού.

Ομολογουμένως, οι κοινωνικές διαφορές -η αντίθεση μεταξύ των χωρικών με ατομική ιδιοκτησία και των προλεταρίων της υπαίθρου και άλλων- αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε στη ρήξη μεταξύ των Μπολσεβίκων και των αριστερών σοσιαλεπαναστατών. Η Οκτωβριανή Επανάσταση που έφερε τους Μπολσεβίκους στο πηδάλιο, η διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, οι μεταρρυθμίσεις των Μπολσεβίκων,δεν θα ήταν μάλλον εφικτές χωρίς τη συνεργασία των αριστερών σοσιαλεπαναστατών. Μόνο το Μπρεστ-Λιτόφσκ και οι επιπτώσεις του οδήγησαν σε χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών. [] Εξαιτίας αυτών των εξελίξεων, η αντίσταση στην εξουσία των Μπολσεβίκων και στις θεσπισμένες μεταρρυθμίσεις τους, η οποία είναι ήδη πολύ μεγάλη, θα κορυφωθεί. Η βάση, συνεπώς, επί της οποίας στηρίζεται η κυριαρχία τους, έχει σε μεγάλο βαθμό εξασθενήσει. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός είναι το αγκάθι στη σάρκα της Ρωσικής Επανάστασης. [] ακόμα κι ένα παιδί μπορεί να καταλάβει ότι η Γερμανία περιμένει την ευκαιρία να ενώσει τις δυνάμεις της με τους Μιλιούκοφ, Χέτμαν, κι ένας Θεός ξέρει με ποιους ακόμα σκοτεινούς κυρίους και πολιτικούς ερασιτέχνες, προκειμένου να βάλει ένα τέλος στη μεγαλειώδη προσπάθεια των Μπολσεβίκων.

Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, θα χάσουν οποιαδήποτε αξία όλες οι μέχρι τώρα θυσίες, συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης θυσίας του Μπρεστ-Λιτόφσκ, καθώς τίμημα της θυσίας θα αποτελούσε πλέον η ηθική χρεοκοπία. Κάθε είδους πολιτική συντριβή των Μπολσεβίκων σε έναν έντιμο αγώνα εναντίων υπέρμετρων και εχθρικών πιέσεων της ιστορικής συγκυρίας θα ήταν προτιμότερη από την ηθική συντριβή.

Σίγουρα οι Μπολσεβίκοι έκαναν, και ίσως κάνουν ακόμα, μία σειρά από λάθη στις πολιτικές επιλογές τους – αλλά δεν υπάρχει αλάνθαστη επανάσταση! Η έννοια της αλάνθαστης επαναστατικής πολιτικής, και μάλιστα εντός μιας απολύτως πρωτοφανούς κατάστασης, είναι τόσο παράλογη, που είναι αντάξια μόνο Γερμανού δασκαλάκου. [] Η πραγματοποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου και της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μία μόνο χώρα, περικυκλωμένη από αντιδραστική ιμπεριαλιστική κυριαρχία, ενώ μαίνεται με μανία ο πιο αιματηρός πόλεμος της ανθρώπινης ιστορίας, είναι σαν την προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου. Κάθε σοσιαλιστικό κόμμα θα αποτύγχανε σ’ αυτή την προσπάθεια και θα αφανιζόταν – είτε καθιστούσε την αυταπάρνηση καθοδηγητικό άστρο των πολιτικών επιλογών του είτε όχι.

Αυτή είναι η παράλογη λογική της αντικειμενικής κατάστασης: οποιοδήποτε σοσιαλιστικό κόμμα κατακτούσε την εξουσία στη Ρωσία σήμερα, θα ακολουθούσε λανθασμένη τακτική στο μέτρο που, ως μέρος του διεθνούς προλεταριακού στρατού, θα είχε αφεθεί αβοήθητο από το κύριο σώμα αυτού του στρατού.

Την ευθύνη για τις αποτυχίες των Μπολσεβίκων φέρει, σε τελική ανάλυση, το διεθνές προλεταριάτο και, πάνω απ’ όλα, η πρωτοφανής ποταπότητα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Το κόμμα αυτό που παρίστανε, σε καιρό ειρήνης, πως πορευόταν στην κεφαλή του παγκόσμιου προλεταριάτου, [] που στη χώρα του μετρούσε τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια υποστηρικτές και των δύο φύλων – αυτό είναι το κόμμα που κάρφωνε τον σοσιαλισμό στον σταυρό [] για τέσσερα χρόνια, κατ’ εντολή της κυρίαρχης τάξης, σαν αργυρώνητος μεσαιωνικός μισθοφόρος.

[] Μία λύση μονάχα υπάρχει στη ρωσική τραγωδία: μία εξέγερση στα νώτα του γερμανικού ιμπεριαλισμού [] Αυτή τη μοιραία στιγμή, η διαφύλαξη της τιμής της Ρωσικής Επανάστασης ταυτίζεται με την ανάκτηση της τιμής του γερμανικού προλεταριάτου και των διεθνών σοσιαλιστών».

Δύο μήνες μετά, ξέσπασε η (πρώτη) Γερμανική Επανάσταση. Ήταν η επανάσταση που σήμανε το τέλος του ιμπεριαλιστικού σφαγείου. Οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν συνθηκολογήσει με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Είχαν ανοίξει τον δρόμο για την Γερμανική Επανάσταση. Απέτυχε, και η Ρόζα με τους συντρόφους της δολοφονήθηκαν…

Κατά την ταπεινή μου άποψη, αποδείχτηκε ότι ο Λένιν κι οι σύντροφοί του υπολόγιζαν καλύτερα.

Ήδη, από τον Οκτώβρη του 1918 έγραφε: «Πρώτο, αν δεν υπογράφαμε την ειρήνη του Μπρεστ, θα είχαμε παραδώσει μεμιάς την εξουσία στη ρωσική αστική τάξη και έτσι θα είχαμε βλάψει πάρα πολύ τη σοσιαλιστική επανάσταση. Δεύτερο, με τίμημα τις εθνικές θυσίες διατηρήσαμε μια τέτοια διεθνή επαναστατική επιρροή που τώρα να μιμείται αμέσως η Βουλγαρία, κοχλάζουν η Αυστρία και η Γερμανία, εξασθένισαν και οι δύο μεγάλοι ιμπεριαλισμοί, ενώ εμείς δυναμώσαμε και αρχίσαμε να δημιουργούμε έναν πραγματικά προλεταριακό στρατό».

Αποτίμηση και… το «τσίρκο Μεντράνο»

Έναν αιώνα και κάτι μετά το Μπρέστ – Λιτόφσκ δεν νομίζω να έχει βρεθεί κάποιος που να κατηγόρησε τον Λένιν για προδοσία. Ίσα – ίσα που του αναγνωρίζουν τη ρεαλιστική εκτίμηση της κατάστασης κόντρα στην επαναστατική λογοκοπία και την απόρριψη κάθε είδους επαναστατικού ρομαντισμού προκειμένου να διασωθεί η εργατική εξουσία και το σοσιαλιστικό όραμα.

Πρέπει όμως να ομολογηθεί πως επιπλέον αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος, υπήρξε η (παρα)πολιτική φιλολογία για την «αριστερή ανταρσία» στον Συριζα, την «αριστερή διάσπαση» κ.λπ. Μας θύμισε πως ανάμεσα στους πρωταγωνιστές αυτού του κωμικού σκετς είναι οι θιασώτες του παραλληλισμού της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ με την ψήφιση και πιστή εκτέλεση του 3ου Μνημονίου ως μέρος μιας τακτικής υποχώρησης, η οποία θα επιτρέψει στον ΣΥΡΙΖΑ να επικεντρώσει την προσοχή του στο εσωτερικό, προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του και να συγκρουστεί με τα «εγχώρια συμφέροντα».

Αν επιμένουν κάποιοι να συνεχίζουν να ανακαλύπτουν «αναλογίες» του Συριζα του 2015-2019-2023 με το Μπολσεβίκικο κόμμα, τους υπενθυμίζουμε ακόμα μερικά στοιχεία, που εξηγούν περαιτέρω γιατί ο Λένιν υπέγραψε την συνθήκη και τι υπέρτερο είχε να περιφρουρήσει με εκείνο τον συμβιβασμό.

Την υπέγραψε, λοιπόν, διότι:

1. Πριν από τη συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ (3 Μάρτη 1918) η σοβιετική εξουσία είχε ήδη υπογράψει το Διάταγμα για την Ειρήνη (26 Οκτώβρη 1917 – την επόμενη κιόλας μέρα της Επανάστασης) με το οποίο έβγαζε τη Ρωσία έξω από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και έξω από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν είχε υπογράψει, δηλαδή, κανένα κείμενο με το οποίο να αναγνωρίζει την παραμονή της Ρωσίας σε κανένα «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι» με τους ιμπεριαλιστές ούτε κανένα κείμενο που έθετε την εσωτερική πολιτική στη Ρωσία υπό την «αξιολόγηση», την «εποπτεία» και την «επιτήρηση» των ιμπεριαλιστών.

2. Διότι πάλι την ίδια μέρα (26 Οκτώβρη 1917 – την επόμενη κιόλας μέρα της Επανάστασης) είχε ήδη υπογράψει το Διάταγμα για τη Γη με το οποίο καταργήθηκε -χωρίς καμία αποζημίωση- η ιδιοκτησία της γης από τους τσιφλικάδες, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκρατορικής και της μοναστηριακής. Δεν είχε δηλαδή υπογράψει τίποτα που να μιλά για επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων…

3. Διότι πάλι την ίδια μέρα (26 Οκτώβρη 1917 – την επόμενη κιόλας μέρα της Επανάστασης) είχε ήδη υπογράψει το Νομοσχέδιο για τον Εργατικό έλεγχο στις βιομηχανικές, εμπορικές και τραπεζικές επιχειρήσεις.

4. Διότι λίγες μέρες μετά την Επανάσταση είχε ήδη υπογράψει (στις 14 Δεκέμβρη 1917) τον νόμο για την εθνικοποίηση των Τραπεζών. Δεν είχε δηλαδή υπογράψει κανένα κείμενο που να λέει ότι οι τραπεζίτες θα συνέχιζαν να είναι ιδιοκτήτες τραπεζών που θα συνέχιζαν να ανακεφαλαιοποιούνται με λεφτά του λαού…

5. Διότι λίγες μέρες μετά την Επανάσταση είχε ήδη υπογράψει (στις 9 Γενάρη 1918) το Διάταγμα Ακύρωσης όλων των εσωτερικών και εξωτερικών δανείων που είχε υπογράψει η τσαρική και η προηγούμενη αστική κυβέρνηση. Αρνήθηκε, δηλαδή, να πληρώνει εγχώριους και ξένους κλέφτες, ληστές, κερδοσκόπους και τοκογλύφους, τους είπε αν θεωρούν πως έχουν λαμβάνειν να πάνε να τα πάρουν από εκείνους που τα είχαν ξεκοκαλίσει και όχι από τον ρωσικό λαό, και φυσικά ουδέποτε υπέγραψε κείμενο όπως αυτό που υπέγραψε ο κ. Βαρουφάκης στο «Eurogroup» στις 23 Φεβρουαρίου 2015.

6. Διότι αμέσως μετά την επανάσταση (στις αρχές του 20ού αιώνα) υιοθέτησε το αυτόματο διαζύγιο, τα πλήρη δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, τη συμμετοχή (και όχι «ποσόστωση») των γυναικών παντού, την ανεξιθρησκεία και ανεξαρτησία των εκκλησιών από το κράτος, τη δημιουργία συλλογικών κουζινών, πλυντηρίων, απελευθέρωσε όλους (και τους ποινικούς) κρατούμενους, δημιούργησε νέο δίκαιο, πολλαπλασίασε τις λαϊκές πολιτοφυλακές, συμμάχησε με όλα τα επαναστατικά, αντιιμπεριαλιστικά κινήματα στον κόσμο κ.λπ. Δεν υποκλίθηκε στο παπαδαριό ή στην «ανεξάρτητη δικαιοσύνη». Δεν έκοψε το ΕΚΑΣ από τους χαμηλοσυνταξιούχους για να μοιράζει «μποναμά» φιλανθρωπίας. Δεν χάιδεψε το ιερατείο ή τους πραιτοριανούς της αστικής τάξης. Δεν αγκαλιάστηκε με τον στρατηγό-δικτάτορα της Αιγύπτου και τον ακροδεξιό Νετανιάχου ως «μπροστινών» των Αμερικανών και με «πισινούς» εξασφαλισμένους στα «εθνικά μας» αφεντικά Λάτσηδες, Βαρδινογιάννηδες, Μυτιληναίους και λοιπούς…

Αυτά είναι μερικά απ’ όσα είχαν προηγηθεί της συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ. Αυτά είχε να περιφρουρήσει με εκείνο τον συμβιβασμό ο Λένιν. Οι γελωτοποιοί του ΣΥΡΙΖΑ έκαναν τον δικό τους «συμβιβασμό» για να υπογράψουν και υλοποιήσουν «αυτοπροσώπως» ό,τι τους ζητήθηκε από τους δανειστές και την αστική τάξη.




Ισραήλ – Παλαιστίνη, 1948 – 2023: Πώς φτάσαμε ως εδώ; Η ιστορική διαδρομή και η σοσιαλιστική-διεθνιστική θέση

Του Βαγγέλη Λιγάση

1948-2023: 75 χρόνια κατοχής και αντίστασης

Η αντίσταση του παλαιστινιακού λαού ενάντια στο κράτος του Ισραήλ, επειδή στρέφεται ενάντια στον μοναδικό σίγουρο σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή των πετρελαίων, έχει στρατηγική σημασία και υπονομεύει όλες τις προσπάθειες να επιβληθεί μια pax Americana στην Μ. Ανατολή. Το Παλαιστινιακό, από το 1948 που ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ, πυροδοτούσε κάθε δεκαετία προκλήσεις ενάντια στην κυριαρχία της Δύσης στην περιοχή. Οι ριζοσπάστες άραβες εθνικιστές (Νάσερ, Μπάαθ) στη δεκαετία του ’60, τα αριστερά εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα των αρχών της δεκαετίας του ’70 και το πολιτικό ισλάμ από το 2000 έως σήμερα, χρησιμοποίησαν τον αγώνα ενάντια στο Ισραήλ για να αποκτήσουν μαζική απήχηση και κρίθηκαν από αυτήν την αποτελεσματικότητά τους.
Από την άλλη, οι Παλαιστίνιοι έχουν χύσει ποταμούς αίματος χωρίς να πλησιάσουν σπιθαμή στον στόχο τους, δηλαδή στην εθνική τους απελευθέρωση.
Μια ιστορική αναδρομή στην δημιουργία και ύπαρξη του Ισραήλ από την μια και στην παλαιστινιακή αντίσταση από την άλλη μπορεί να βοηθήσει στο να ερμηνεύσουμε την παραπάνω αντίφαση.

Σιωνισμός: όταν ο εθνικισμός στρέφεται κατά του «περιούσιου λαού»

Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ τον Μάη του 1948 ήταν η επιβράβευση μιας 50χρονης καμπάνιας καθοδηγούμενης από σιωνιστές πολιτικούς για την ίδρυση εβραϊκού κράτους. Ισχυρίστηκαν ότι εξέφραζαν την επιθυμία των απανταχού Εβραίων για «εθνική ελευθερία». Ωστόσο, στον βαθμό που ο σιωνισμός χαρακτηρίστηκε «εθνικοαπελευθερωτικό» κίνημα, σίγουρα δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Αντί να επιδιώκει να απελευθερωθεί από τον ιμπεριαλισμό, επεδίωκε δραστήρια την προστασία των μεγάλων δυνάμεων. Δεν υποσχέθηκε αυτοδιάθεση στους ντόπιους, αλλά τους εκδίωξε. Και στην πραγματικότητα δεν εξέφραζε (μέχρι την κυριαρχία των ναζί και το ολοκαύτωμα) κάποιο πλατύ κίνημα ενάντια στην εθνική καταπίεση, αλλά μια εθνικιστική σέχτα.
Ο «πατέρας»-ιδρυτής του σιωνισμού, ο Εβραίος Αυστριακός δημοσιογράφος Χέρτσλ, με το βιβλίο που εξέδωσε το 1896 «το εβραϊκό κράτος», εξέφραζε την κοινή στους ακροδεξιούς άποψη περί φυλετικού διαχωρισμού. Διακήρυσσε ότι η μόνη ασφάλεια απέναντι στον σύγχρονό του αντισημιτισμό ήταν ο φυσικός διαχωρισμός Εβραίων και μη Εβραίων με την ίδρυση εβραϊκού κράτους. Έτσι, επί της ουσίας οι σιωνιστές συμφωνούσαν με τους αντισημίτες ότι οι Εβραίοι ήταν «ξένη» παρουσία στις ευρωπαϊκές κοινωνίες (όπως το «έθνος του Ισλάμ» στις ΗΠΑ, που αριθμεί 1 εκατομμύριο μέλη στην μαύρη κοινότητα, επί της ουσίας συμφωνεί με τον Τραμπ και το Tea Party διεκδικώντας χωριστό κράτος για τους πρώην σκλάβους).
Πράγματι, στα χρόνια του Χερτσλ ο εβραϊκός λαός μετά τους 3 Ιουδαιορωμαϊκούς πολέμους (66-135), οπότε εκδιώχθηκε όχι μόνο από την Ιουδαία αλλά και από όλη την Μ. Ανατολή, βίωνε για δεύτερη φορά μετά την εποχή των «ανακαλύψεων» και των θρησκευτικών πολέμων στην Ευρώπη με την προσπάθεια ίδρυσης «απολυταρχικών» μετα-μεσαιωνικών κρατών (π.χ. Φερδινάνδος-Ισαβέλλα κ.λπ.), αυξημένο ρατσισμό και μάλιστα κρατικά οργανωμένο.
Η ολοκληρωτική επικράτηση του καπιταλισμού στον πλανήτη και ο μετασχηματισμός του σε ιμπεριαλισμό χρειάστηκε τη διάσπαση των εκμεταλλευόμενων και «παρήγγειλε» σχετικές θεωρίες.
Ο Γκομπινό γράφει «περί της ανισότητας των ανθρώπινων φυλών» το 1855, η δίκη του Ντρέιφους διεξάγεται το 1894, το 1903 η Οχράνα (μυστική αστυνομία του Τσάρου) «ανακαλύπτει» και εκδίδει τα «Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών», αμέσως μετά την καταστολή της επανάστασης του 1905 στην Ρωσία οι «μαύρες εκατονταρχίες» (παρακρατικές οργανώσεις) εξαπολύουν τα περιβόητα «πογκρόμ» (στη Ρωσική αυτοκρατορία βρίσκονταν οι περισσότεροι Εβραίοι της Ευρώπης).
Η επικράτηση του καπιταλισμού και η καταστροφή της οικονομίας των τεχνιτών δημιούργησαν μέσα σε λιγότερο από 50 χρόνια μια τεράστια εργατική τάξη Εβραίων (αποκλεισμένοι «εξ ορισμού» από έγγεια ιδιοκτησία). Μια χούφτα εβραϊκών οικογενειών που από τον ύστερο Μεσαίωνα οργάνωνε το εμπόριο και λειτουργούσε τοκογλυφικά είχε μετακομίσει από τη Β. Ιταλία κ.λπ. στο City του Λονδίνου από τα χρόνια του Κρόμγουελ και προσαρμόστηκε αρμονικά στον νέο χρηματοπιστωτικό μονοπωλιακό καπιταλισμό (π.χ. Ρότσιλντ κ.ά.). «Απροστάτευτοι» στο νέο κύμα ρατσισμού βρέθηκαν κυρίως οι μεσοαστοί Eβραίοι (δικηγόροι, μικρέμποροι κ.λπ.) και την αδυναμία αυτών εξέφραζε ο εθνικισμός – σιωνισμός.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Σιωνιστές ήταν μέχρι την επικράτηση του Χίτλερ και τη σταλινική αντεπανάσταση αισχρή μειοψηφία στον εβραϊκό πληθυσμό.
Το 1897 που έγινε στη Βασιλεία της Ελβετίας το πρώτο σιωνιστικό συνέδριο υπό τον Χερτσλ με διακόσιους «εκπροσώπους», ιδρύθηκε στη Ρωσία και η Εβραϊκή Ένωση Εργαζομένων (Bund), που έφτασε λίγα χρόνια μετά στα 40.000 μέλη. Το 1912 όλες οι σιωνιστικές οργανώσεις αριθμούσαν 12.000 μέλη, όσους Εβραίους μέλη είχε την ίδια χρονιά το Σοσιαλιστικό Κόμμα στις ανατολικές συνοικίες του Μανχάταν…
Παρ’ όλα αυτά οι σιωνιστές γλείφοντας και προσεταιριζόμενοι σχεδόν όλες τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής και αφού συζήτησαν διάφορους εναλλακτικούς στόχους για εποικισμό (Ουγκάντα, Αγκόλα, Β. Αφρική), κατάφεραν το 1917 να πετύχουν την υποστήριξη της αγγλικής αυτοκρατορίας «για την εγκαθίδρυση στην Παλαιστίνη μιας εθνικής πατρίδας για τους Εβραίους» κάτω από βρετανική προστασία, μέσα από την Διακήρυξη Μπαλφούρ. Το ότι ο Λόρδος Μπαλφούρ, ως εξέχον μέλος του συντηρητικού κόμματος, είχε εισηγηθεί την νομοθεσία που εμπόδιζε την εβραϊκή μετανάστευση προς τη Μεγάλη Βρετανία δεν ενοχλούσε τους Σιωνιστές… Όπως δεν τους ενόχλησε η συνεργασία με τον φον Πλεχβ, υπουργό Εσωτερικών του Τσάρου και αρχιτέκτονα του χειρότερου πογκρόμ στην ιστορία προ του Ολοκαυτώματος (Κίσινεβ). Ο ίδιος ο Χερτσλ δεχόταν τα παράπονα του Βίτε, υπουργού Οικονομικών του Τσάρου, ότι οι Εβραίοι αν και 5% στον πληθυσμό της αυτοκρατορίας απαρτίζουν το 50% των επαναστατικών οργανώσεων.
Οι αιτίες της αγγλικής υποστήριξης λίγες ημέρες πριν την Οκτωβριανή επανάσταση εξηγήθηκαν από τον Γουίνστον Τσόρτσιλ (υπουργό τότε) ως εξής: «ένα εβραϊκό κράτος […] θα συνέπλεε αρμονικά με τα συμφέροντα της βρετανικής αυτοκρατορίας […] σταματώντας τα επαναστατικά σχέδια για τη δημιουργία παγκόσμιου κομμουνιστικού κράτους κάτω από την εβραϊκή κυριαρχία»!
Μετά από έναν χρόνο, οι νικητές του Α’ Π.Π. θα μοιράσουν την πρώην οθωμανική αυτοκρατορία τραβώντας με τον χάρακα γραμμές στον χάρτη…
Παρ’ όλα αυτά, στην Παλαιστίνη και μετά από δύο δεκαετίες ενθάρρυνσης του εποικισμού, το 1922 σε 760.000 πληθυσμού το 90% παρέμεινε παλαιστινιακό.
Για να ολοκληρωθεί η προετοιμασία για την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ μέσω του εποικισμού, χρειάστηκαν άλλες δύο δεκαετίες, αλλά κυρίως η οικονομική και στρατιωτική συνεργασία των αγγλικών δυνάμεων κατοχής και των σιωνιστών, με αποκορύφωμα την γενική απεργία-εξέγερση των παλαιστινιακών οργανώσεων το 1936-39 και την απεργοσπαστική και παρακρατική βοήθεια των εποίκων. Επιπλέον, η άρνηση μετανάστευσης στη Δυτ. Ευρώπη και Αμερική μεταξύ 1931-1939 (το 1939 η αμερικανική ακτοφυλακή ανάγκασε ένα πλοίο, το «Σεντ Λούις», με 900 πρόσφυγες να γυρίσει πίσω …στον θάνατο), θα αναγκάσει εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίους από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη να εποικίσουν την Παλαιστίνη (1945: 608.000).
Φυσικά, είναι αυτονόητο ότι χωρίς το Ολοκαύτωμα το κράτος του Ισραήλ δεν θα είχε ιδρυθεί. Ο σιωνισμός στρατολόγησε μετανάστες μεταξύ των χιλιάδων επιζώντων των οποίων οι κοινότητες είχαν καταστραφεί. Ακόμα πιο σημαντικό, το Ολοκαύτωμα έδωσε μια πειστική δικαιολογία για τη δημιουργία του εβραϊκού κράτους.
Η σχέση ναζί και σιωνιστών ομολογήθηκε λίγους μόλις μήνες από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, με την προσφορά επίσημης συνεργασίας στο ναζιστικό κόμμα από τον Γερμανικό Σιωνιστικό Οργανισμό με μακροσκελές υπόμνημά του, όπου αυτολεξεί γράφεται: «Στο πλαίσιο της ίδρυσης του καινούριου κράτους, το οποίο βασίζεται στη φυλετική αρχή, θέλουμε να εντάξουμε και τη δική μας κοινότητα στη συνολική αυτή οικοδόμηση, έτσι ώστε με το κομμάτι που μας αναλογεί να είναι δυνατή η γη των Πατέρων μας […]». Αποδεικνύεται επίσης από την άρνηση του Μπεν Γκουριόν για τη χρηματοδότηση του βρετανικού σχεδίου για τη μετανάστευση εβραίων γερμανόπουλων στη Μεγάλη Βρετανία το 1938. Αποδεικνύεται από τη χρηματοδότηση και συνεργασία μεταξύ του Άιχμαν των SS (οργανωτή του Ολοκαυτώματος) και του αρχιπράκτορα της Hanagah (=σιωνιστική πολιτοφυλακή) Πολκς προς το τέλος της δεκαετίας του ’30 (όπου στήθηκαν και στρατόπεδα εκπαίδευσης της Hanagah στη Γερμανία). Αποδεικνύεται, τέλος, από το γεγονός ότι ενώ οι ναζί συνομιλούσαν και ανέχονταν στο έδαφός τους τις σιωνιστικές οργανώσεις, θανάτωναν κάθε κομμουνιστή, σοσιαλιστή ή εβραίο μαχητή αντίστασης. Έτσι μέχρι το τέλος του πολέμου απέμειναν κυρίως όσοι συμφωνούσαν με τους σιωνιστές.
Σήμερα, οι σιωνιστές ηγέτες και οι σύμμαχοί τους συκοφαντούν όσους κατακρίνουν και αντιστέκονται στο σιωνιστικό κράτος σαν αντισημίτες και συνοδοιπόρους των ναζί – όταν είναι οι ίδιοι που έχουν αφομοιώσει και εφαρμόζουν ναζιστικές πρακτικές ενάντια στους Παλαιστίνιους…

al-Nakbah

Παραμονές, λοιπόν, της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ, ο εβραϊκός πληθυσμός, αν και 1/3 του συνολικού, ήταν μια καλά εξοπλισμένη και οργανωμένη μειονότητα. Η απόφαση του ΟΗΕ στο τέλος του 1947 (με την υποστήριξη και του Στάλιν) για «εδαφικό διαχωρισμό» έδινε το 55% της Παλαιστίνης στους σιωνιστές και όριζε την Ιερουσαλήμ ως «διεθνή πόλη».
Με την επίσημη ανακήρυξη του κράτους των εποίκων, οι σιωνιστικές δυνάμεις, «αριστερές» («Εργατικό κόμμα», κυρίαρχο μέχρι το 1977 με σοσιαλίζουσα εθνικιστική φρασεολογία – δύναμη κρούσης η hanagah) και «δεξιές» («ρεβιζιονιστές» – Λυκούντ που δεν δέχονταν τον περιορισμό δυτικά του Ιορδάνη, με πρώτους πρωθυπουργούς Μεναχέμ Μπέγκιν και Γιτζάκ Σαμίρ – δύναμη κρούσης ακροδεξιές συμμορίες) ενώθηκαν για να καταλάβουν όσα περισσότερα εδάφη μπορούσαν.
Όταν τελείωσε ο «πόλεμος», το Ισραήλ κατείχε πλέον το 77% της Παλαιστίνης με το 95% των εύφορων εδαφών. 750.000 Παλαιστίνιοι εκδιώχθηκαν με τη μέθοδο του τρόμου από τα σπίτια τους για να εγκατασταθούν στα εδάφη τους Ισραηλινοί. Στην πιο γνωστή σφαγή, το Ντερ Γιασίν, έσφαξαν ένα ολόκληρο κεφαλοχώρι. Οι Ισραηλινοί αναφέρουν τα γεγονότα του 1948 σαν «πόλεμο ανεξαρτησίας», ενώ οι Παλαιστίνιοι σαν «al-Nakbah» – «η καταστροφή»…
Η ίδρυση του ισραηλινού κράτους συνέπεσε με την ανάδειξη της Μέσης Ανατολής σε κύριο παραγωγό πετρελαίου παγκοσμίως. Ο διαγκωνισμός για την απόκτηση ερεισμάτων στην περιοχή, έκανε το νέο κράτος «μήλο της Έριδος» για διάφορους ιμπεριαλιστές. Ο πόλεμος του 1948 διεξήχθη με φορτία όπλων από το τέως ανατολικό μπλοκ (Τσεχοσλοβακία). Μέχρι τις αρχές του 1960 η Γαλλία ήταν ο κύριος προμηθευτής όπλων του Ισραήλ και ο βασικός χορηγός του πυρηνικού του προγράμματος.

Ο Αραβικός εθνικισμός – ο «πόλεμος των 6 ημερών»

Ο σιωνισμός, έχοντας αναδειχθεί ιστορικά πάνω στην ιμπεριαλιστική στήριξη, με το προφίλ του «προμαχώνα του δυτικού πολιτισμού» απέναντι στη «βαρβαρότητα και καθυστέρηση» των λαών της Ανατολής, έκανε εντατική προσπάθεια επίδειξης δύναμης απέναντι στα γειτονικά αραβικά κράτη, για να επιβεβαιώσει την υπεροχή του απέναντι σε γείτονες που θεωρούσε «εχθρούς», αλλά και για να πείσει τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι αποτελεί τον πιο αξιόμαχο και αξιόπιστο σύμμαχό τους στην περιοχή.
Ταυτόχρονα, μετά τον τερματισμό της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, ο ευρύτερος αραβικός κόσμος ριζοσπαστικοποιείται. Αγροτικοί αγώνες για τη γη, ένα νεαρό και επιθετικό εργατικό κίνημα, οργή ενάντια στη συνέχιση της κυριαρχίας των παλιών αποικιοκρατικών δυνάμεων με άλλα μέσα, αλλά και το «τραύμα» της ανικανότητας των παλιών ελίτ να υπερασπιστούν την Παλαιστίνη στον πόλεμο του 1948, τροφοδότησαν μαζικό ρεύμα αμφισβήτησης, όπου κυριάρχησε ο λεγόμενος «αραβικός εθνικισμός».
Το 1952, ο Γκαμάλ-Αμπντέλ Νάσερ, κορυφαία προσωπικότητα αυτού του πολιτικού ρεύματος, κατέλαβε την εξουσία στην Αίγυπτο ανατρέποντας τον μονάρχη. Το 1956 εθνικοποίησε τη Διώρυγα του Σουέζ, παρά την πολεμική απειλή από Γαλλία-Βρετανία-Ισραήλ, προκαλώντας παναραβικό κύμα ενθουσιασμού. Αντιδραστικές κυβερνήσεις ανατράπηκαν στο Ιράκ το 1958 και στην Υεμένη το 1962. Τα μπααθικά κόμματα (μέρος του παναραβικού εθνικισμού) βρέθηκαν στην εξουσία σε Ιράκ και Συρία.
Τα καθεστώτα που προέκυψαν αποτελούσαν απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα, και η Ουάσινγκτον αρχικά στηριζόταν σε ένα «πλέγμα» φιλοδυτικών δυνάμεων (το Ιράν του σάχη, ο οποίος είχε ανατρέψει με αμερικανική βοήθεια τον εθνικιστή ηγέτη Μοσαντέκ, τις μοναρχίες του Κόλπου, την Τουρκία, το Ισραήλ) αλλά και σε άμεσες επεμβάσεις (στον Λίβανο το 1958) για να τα περιορίσει.
Το 1956 οι ΗΠΑ είχαν βάλει «χαλινάρι» σε Ισραήλ-Γαλλία-Βρετανία, θεωρώντας πως ο πόλεμος για το Σουέζ περισσότερο κακό θα προκαλούσε, «εξαγριώνοντας» έναν αραβικό κόσμο που ήδη «έβραζε» και με τον οποίο ακόμα ήθελε να διατηρήσει σχέσεις.
Ο Ιούνης του 1967 ήταν η στιγμή του μεγάλου τεστ γι’ αυτό το τοπίο που είχε διαμορφωθεί. Ύστερα από σειρά ισραηλινών προκλήσεων, ξέσπασε σύρραξη ανάμεσα στους στρατούς της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας, από τη μια, και των ισραηλινών δυνάμεων από την άλλη. Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό. Με την πανίσχυρη αεροπορία να παίζει καταλυτικό ρόλο, ο ισραηλινός στρατός σε μόλις έξι ημέρες κατόρθωσε να καταλάβει τη Δυτική Όχθη και την ανατολική Ιερουσαλήμ από την Ιορδανία, τα Υψίπεδα του Γκολάν από τη Συρία, τη Λωρίδα της Γάζας και τη Χερσόνησο του Σινά από την Αίγυπτο. Η ταπεινωτική συντριβή ήταν ένα τεράστιο σοκ για τους Άραβες.
Στην Παλαιστίνη, η καταστροφή ολοκληρώθηκε με το Ισραήλ να αποκτά τον έλεγχο όσων εδαφών δεν είχε καταλάβει το 1948, να αρπάζει κι άλλη γη, να προχωρεί το σχέδιο εποικισμών στα κατεχόμενα εδάφη.

Για τον αραβικό εθνικισμό, η ήττα του 1967 αποτέλεσε θανάσιμο πλήγμα. Είχε αποτύχει με τον πιο εμφατικό τρόπο σε μια από τις κεντρικές του «υποσχέσεις» και είχε οδηγηθεί σε μια ακόμα μεγαλύτερη ταπείνωση. Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών δίκαια χαρακτηρίστηκε το σημείο καμπής στην «ιστορική χρεοκοπία» του αραβικού εθνικισμού. Τα χρόνια που ακολούθησαν, η δεξιά μετάλλαξη αυτών των καθεστώτων θα επιβεβαίωνε αυτόν τον ισχυρισμό.

Το μαντρόσκυλο του ιμπεριαλισμού

Για τις ΗΠΑ, η έκβαση του πολέμου έκανε σαφές το συμπέρασμα: το Ισραήλ είναι το πλέον αποτελεσματικό «μαντρόσκυλο» των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή, και η προνομιακή σχέση συμμαχίας μαζί του είναι υπεράνω κάθε άλλου τακτικού υπολογισμού. Η πολιτική ηγεσία του σιωνιστικού ρεύματος είχε πετύχει τον στόχο της να πείσει για την αποτελεσματικότητά της απέναντι στους «εχθρούς» των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού. Μετά το 1967, η οικονομική βοήθεια από τις ΗΠΑ στο Ισραήλ εκτινάχθηκε από 13 εκατ. δολάρια ετησίως σε 600 εκατ. δολάρια και η δανειοδότηση για αγορά όπλων εκτινάχθηκε από 22 εκατ. δολάρια ετησίως σε 445 εκατ. δολάρια!
Το Ισραήλ με χαρά ανέλαβε τις καινούριες του… αρμοδιότητες για λογαριασμό του ιμπεριαλισμού. Η ιορδανική κρίση το 1970 υπογράμμισε την αξία που είχε το Ισραήλ για τη στήριξη αντιδραστικών καθεστώτων.
Ωστόσο, το Ισραήλ δεν περιορίστηκε στο να κάνει τη «βρόμικη δουλειά» των ΗΠΑ μόνο στην Μ. Ανατολή. Μέσω του Ισραήλ, οι ΗΠΑ διοχέτευαν όπλα και βοήθεια σε καταπιεστικά καθεστώτα όταν ήθελαν να αποφύγουν απαγορεύσεις από το Κογκρέσο ή εκπαίδευαν ομάδες θανάτου – τρομοκρατών κ.λπ. Ο κατάλογος είναι ατελείωτος: εκπαίδευση «ειδικών μονάδων» του Ιρανού δικτάτορα Σάχη, του Μομπούτου Σέκο του Ζαΐρ, του «αυτοκράτορα» Μποκάσα της Κεντρικής Αφρικής, του Ίντι Αμίν στην Ουγκάντα, του Ίαν Σμιθ στη Ροδεσία (’70s), του Νοριέγκα στον Παναμά, των Κόντρας στην Νικαράγουα, του Σουλτάνου του Βόρνεο, των ακροδεξιών Φαλαγγιτών στον Λίβανο (’80s) κ.λπ. Μεταπώληση όπλων στον Σουχάρτο της Ινδονησίας, στον Σομόζα της Νικαράγουας, στη Γουατεμάλα, στις χούντες Αργεντινής, Χιλής και Βραζιλίας και φυσικά στο αδελφό καθεστώς του Νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ…
Το κράτος του Ισραήλ αποτέλεσε «μοναδική περίπτωση», όπως σημείωνε ο Ισραηλινός μαρξιστής Μασόβερ:
«Χρηματοδοτείται από τον ιμπεριαλισμό χωρίς να είναι αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης από αυτόν».
Μια σειρά προνομιακές συμβάσεις και ρυθμίσεις (σε βοήθεια, όπλα κ.λπ.) συγκρότησαν την «ξεχωριστή σχέση» στην οποία αναφέρονται όλοι οι πρόεδροι των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες. Η δυνατότητα του Ισραήλ να καταπατά το διεθνές δίκαιο χωρίς να λογοδοτεί είναι αποτέλεσμα αυτής της «ξεχωριστής σχέσης».

Παλαιστινιακή αντίσταση – ο «Μαύρος Σεπτέμβρης»

Ήδη από τη διάσκεψη του Καΐρου το 1964, τα αραβικά κράτη συνέστησαν την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης ΟΑΠ – PLO. Πρόεδρος ήταν ένας δικηγόρος ο οποίος έμεινε μια γραφική καρικατούρα που εκτόξευε ψευτοπαλικαρισμούς μέσα από τα αραβικά ραδιόφωνα. Η ΟΑΠ της πρώτης περιόδου, απόλυτα ελεγχόμενη από τον Αραβικό Σύνδεσμο, δεν κατάφερε να αλλάξει κάτι, ούτε κέρδισε την υποστήριξη του προσφυγικού πληθυσμού στις αραβικές χώρες. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όμως, μια άλλη παλαιστινιακή συλλογικότητα έκανε αισθητή τη παρουσία της στα παλαιστινιακά πολιτικά πράγματα. Ήταν η παλαιστινιακή αντίσταση, η οποία εκπροσωπούνταν από τη Φατάχ του Γιασέρ Αραφάτ. Είχε συγκροτηθεί στο Κουβέιτ στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και με τη βοήθεια της μπααθικής Συρίας ξεκίνησε το 1965 σειρά από χτυπήματα εναντίον του Ισραήλ, χρησιμοποιώντας τα εδάφη της Δυτικής Όχθης. Η οργάνωση κέρδισε την συμπάθεια τμήματος του προσφυγικού πληθυσμού στη Δυτική Όχθη. Ο Γιάσερ Αραφάτ προωθούσε την αντίληψη για ένα «εθνικό παλαιστινιακό κίνημα» που θα αναλάμβανε το ίδιο την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Για να αναγνωριστεί, όμως, ως στρατιωτική πτέρυγα της PLO και να κερδίσει τη χρηματοδότηση από τις μοναρχίες του Κόλπου, υιοθέτησε εξαρχής την θέση της «μη επέμβασης στα εσωτερικά των αραβικών καθεστώτων» όπου ζούσαν οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες. Αυτό σήμαινε π.χ. την μη υποστήριξη των 400.000 Παλαιστίνιων εργατών πετρελαίου στον αγώνα τους ενάντια στην γιγάντια εταιρεία ARAMCO.
Ωστόσο, η ήττα του 1967 θα σημάνει την ουσιαστική έναρξη της παλαιστινιακής αντίστασης. Στο εσωτερικό της PLO αναπτύσσονται μαρξιστικές οργανώσεις που επιχειρούν να συμμαχήσουν με τα κινήματα των αραβικών μαζών και να συνδέσουν την πάλη για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης με την προοπτική μιας αραβικής εξέγερσης. Λίγους μήνες μετά τον Πόλεμο των 6 Ημερών ιδρύεται το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης – PFLP («Ο δρόμος για την Ιερουσαλήμ περνάει από το Κάιρο, τη Δαμασκό και το Αμάν»). Από αριστερή διάσπαση θα προκύψει στη συνέχεια και το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης – DFLP, η πρώτη παλαιστινιακή οργάνωση που συνεργάστηκε με δυνάμεις της Αριστεράς στο Ισραήλ. [Η γνωστή διακωμώδησή τους στην ταινία The life of Brian των Μόντι Πάιθονς αδικεί την αγωνία (και θυσία) χιλιάδων αριστερών αγωνιστών.]
Μέσα στα νέα σύνορά του Ισραήλ διαβιούσαν πλέον πάνω από 1.000.000 Άραβες Παλαιστίνιοι. Νέες εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες κατέστησαν τον πληθυσμό της Ιορδανίας κατά τα 2/3 παλαιστινιακό.
Τον Μάρτη του 1968 οι Παλαιστίνιοι μαχητές (γνωστοί ως Φενταγίν) κατάφεραν να απωθήσουν μια ισραηλινή επίθεση στο ιορδανικό έδαφος, κοντά στην πόλη Καράμεχ. Στις πρώτες, μετά τη διεξαγωγή της μάχης, εβδομάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι στρατολογήθηκαν στην PLO (ΟΑΠ). Οι χώρες του Κόλπου ανακοίνωσαν την οικονομική ενίσχυσή της σε μόνιμη βάση, ενώ Συρία και Ιράκ προσφέρθηκαν να εκπαιδεύσουν νέους μαχητές. Επισήμως, ο Αραφάτ θα γίνει πρόεδρός της τo 1969. Στα προσφυγικά στρατόπεδα (και όχι μόνο) της Ιορδανίας πολιτοφυλακές και λαϊκά δικαστήρια θα αντικαταστήσουν τις επίσημες αρχές. Η PLO υπό τον Αραφάτ, ωστόσο, θα αρνηθεί τις εκκλήσεις των αριστερών ομάδων και μερίδας του στρατού να ανατρέψει την μισητή δυναστεία των Χασεμιτών, ακόμα και όταν ο βασιλιάς Χουσεΐν με τον Νάσερ συμφώνησαν καταρχήν με το (αμερικανικό) σχέδιο Ρότζερς και τερματισμό του πολέμου φθοράς μεταξύ τους (βολές πυροβολικού, αερομαχίες κ.λπ.) τον Ιούλιο του 1970. Στις 6 Σεπτέμβρη μαχητές του PFLP προχώρησαν σε αεροπειρατεία 3 (δυτικών) επιβατικών αεροσκαφών προσγειώνοντάς τα στην Ιορδανία. Αφού απελευθέρωσαν τους ομήρους, οι αεροπειρατές ανατίναξαν τα 3 αεροσκάφη σε ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση στις 12 Σεπτέμβρη. Στις 17, ο ιορδανικός στρατός περικύκλωσε τις πόλεις, και άρχισε να βομβαρδίζει τους Φενταγίν στα στρατόπεδα προσφύγων. Την επόμενη μέρα, δυνάμεις της Συρίας παρενέβησαν για να υποστηρίξουν τους Παλαιστίνιους. Μια ιρακινή τεθωρακισμένη μεραρχία στρατοπεδευμένη στην ανατολική Ιορδανία από το 1967, δεν επενέβη. Με την πίεση του 6ου Στόλου στα ανοικτά του Λιβάνου και την κάλυψη της Ισραηλινής(!) αεροπορίας οι δυνάμεις του Χουσεΐν αντεπιτέθηκαν, ο Σύρος υπουργός Άμυνας Χαφέζ Αλ Άσαντ (που σε ένα μήνα θα κάνει πραξικόπημα, αναλαμβάνοντας την εξουσία) θα διατάξει υποχώρηση και οι Παλαιστίνιοι θα υποστούν βαριές απώλειες (περίπου 3.000 νεκροί και πολλές χιλιάδες αιχμάλωτοι). Στις 27 Σεπτέμβρη με μεσολάβηση του Νάσερ θα συναφθεί ανακωχή μεταξύ Χουσεΐν και PLO. Την επόμενη μέρα ο Νάσερ θα πεθάνει, βυθίζοντας στο πένθος το σύνολο του αραβικού κόσμου.
Έτσι, ο Σεπτέμβρης του 1970 έμεινε στην ιστορία ως «Μαύρος Σεπτέμβρης».
Παρά την ανακωχή, ο ιορδανικός στρατός επιτέθηκε και πάλι τον Ιανουάριο του 1971. Οι Φενταγίν εκδιώχθηκαν από τις πόλεις μέχρις ότου 2.000 Φενταγίν παραδόθηκαν περικυκλωμένοι σ’ ένα δάσος τον Ιούλη του 1971.

Η «αποστασία της Αιγύπτου» – Επιχείρηση «ειρήνη στη Γαλιλαία»

Αν η ήττα στον πόλεμο του 1967 έδειξε την ανικανότητα των αραβικών καθεστώτων απέναντι στο Ισραήλ, ο «Μαύρος Σεπτέμβρης» έδειξε ότι η παλαιστινιακή αντίσταση δεν μπορούσε να βασιστεί σε κανένα αραβικό κράτος για την παροχή καταφυγίου ή μιας βάσης επιχειρήσεων.
Παρ’ όλα αυτά, η PLO θα μεταφέρει το αρχηγείο και τις πολιτοφυλακές της στον Λίβανο για να συνεχίσει τον πόλεμο φθοράς στο Ισραήλ. Μαζί θα καταφύγουν και χιλιάδες πρόσφυγες, που μαζί με τους προϋπάρχοντες θα αποτελέσουν το 20% του πολυεθνικού αλλά ευημερούντος κρατιδίου («η Ελβετία της Μ. Ανατολής»).
Από το 1975 θα εμπλακεί κυρίως σε ανταρτοπόλεμο χαμηλής κλίμακας με την ακροδεξιά οργάνωση των Φαλαγγιτών, που συγκροτείται από ντόπιους χριστιανούς Μαρωνίτες και εξοπλίζεται – χρηματοδοτείται από το Ισραήλ. Σε κάθε περίπτωση οι μέρες της «δόξας» της PLO είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.
Εν τω μεταξύ, ο διάδοχος του Νάσερ στη μεγαλύτερη αραβική χώρα, ο Ανουάρ Σαντάτ, χρησιμοποιώντας σοβιετικό στρατιωτικό υλικό και 20.000 σοβιετικούς «συμβούλους», προετοίμασε, σε συνεργασία με τον Άσαντ της Συρίας τον 4ο αραβο-ισραηλινό πόλεμο που διεξήχθη το 1973 (ή Πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ, λόγω της επιλογής της έναρξής του την ημέρα της μεγαλύτερης εβραϊκής γιορτής). Η ένταση και το αμφίρροπο της αναμέτρησης έφτασαν, για 2η φορά μετά την κρίση των πυραύλων στη Κούβα, την ανθρωπότητα μπροστά στο φάσμα του πυρηνικού ολέθρου. Αν και κάποια στιγμή αποκομμένες ισραηλινές δυνάμεις είχαν φτάσει 120 χλμ από το Κάιρο και 40 χλμ από τη Δαμασκό, οι τεράστιες απώλειες και η αδυναμία νίκης με συμβατικά όπλα οδήγησαν το Ισραήλ στη συναρμολόγηση 20 πυρηνικών κεφαλών και την απειλή χρησιμοποίησής τους. Μετά από ένα 24ωρο chicken game μεταξύ ΕΠΑ και ΕΣΣΔ ο πόλεμος τερματίστηκε με επιστροφή στα προηγούμενα σύνορα. Άμεση συνέπεια ήταν ο περιορισμός της παραγωγής πετρελαίου από τον Αραβικό Σύνδεσμο και η πετρελαϊκή κρίση του ’73-’74.
Πιο μακροπρόθεσμη συνέπεια ήταν η αδυναμία της Αιγύπτου να ηγείται του αντισιωνιστικού αγώνα, καθώς παρά την πρόσκαιρη ανάκτηση του γοήτρου της, οι Σοβιετικοί (όπως και στην Ισπανία το 1936-38) αποδείχθηκαν πολύ «σφιχτοχέρηδες» (σε αντίθεση με τους Αμερικάνους, που παρείχαν αφειδώς στρατιωτικό υλικό στο Ισραήλ) και πολύ σύντομα το ύψος του δημόσιου χρέους την υποχρέωσε να επιβάλει σκληρή λιτότητα και να προσεγγίσει το Ισραήλ…
Μετά από διάφορες παλινωδίες, το 1978 ο Σαντάτ και ο πρώτη φορά ακροδεξιός Ισραηλινός πρωθυπουργός (πρώην τρομοκράτης των «ρεβιζιονιστών») Μεναχέμ Μπέγκιν θα φωτογραφηθούν να αλληλοασπάζονται στη θερινή κατοικία των Αμερικανών προέδρων, στο Καμπ Ντέιβιντ. Η συμφωνία προέβλεπε «γη (το Σινά) αντί ειρήνης», αόριστες υποσχέσεις για αυτονομία των Παλαιστινίων, αλλά η ουσία της βρισκόταν στα 3,5 δισ. δολάρια που θα έπαιρνε ετησίως η Αίγυπτος σαν αμερικανική «βοήθεια».
Το Ισραήλ επέστρεψε τη χερσόνησο τελικά μετά από 4 χρόνια, την ίδια χρονιά (1982) που ξεκίνησε την επιχείρηση «Ειρήνη στην Γαλιλαία». Με αφορμή τη δολοφονία του πρέσβη του στις ΗΠΑ, ενεπλάκη με πολύ μεγάλες δυνάμεις στον εμφύλιο στον λιβανέζικο Νότο, ισοπεδώνοντας τη Βηρυτό και κατατροπώνοντας ακόμη μια φορά τον συριακό στρατό. Η επέμβαση κόστισε την ζωή τουλάχιστον 20.000 πολιτών, ανάμεσά τους και 2-3 χιλιάδες γυναικόπαιδα που σφαγιάστηκαν από τους Φαλαγγίτες κατ’ εντολή του υπουργού Άμυνας και μετέπειτα πρωθυπουργού Αριέλ Σαρόν (επιτροπή Kahan του ΟΗΕ) στα προσφυγικά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα. H PLO και οι εναπομείναντες μαχητές της θα φύγουν ακόμη μια φορά (με ελληνικά καράβια, ένεκα ΠΑΣΟΚ), αυτή την φορά στην Αλγερία.
Ο Λίβανος θα υποστεί άλλες δύο στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ το 1996-2000 («Τα σταφύλια της οργής») και το 2006 («Αλλαγή πορείας»), με συνολικά 120.000 πολίτες νεκρούς, 1.000.000 πρόσφυγες και τον χαρακτηρισμό του 1ου «failed state».

Συμφωνίες του Όσλο – Η προδοσία της PLO

Ήδη από το 1974 που ο Γιασέρ Αραφάτ εμφανίστηκε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κρατώντας συμβολικά στο ένα χέρι καλάσνικοφ και στο άλλο κλαδί ελιάς (…), η PLO διεκδίκησε επίσημα τη λύση των δύο κρατών και αποδέχτηκε τις αποφάσεις του 1947 που διαμέλισαν την Παλαιστίνη. Ως το 1988 η -αδύναμη πλέον- οργάνωση, μέσω του «Παλαιστινιακού Συμβουλίου», πρότεινε το ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος να βρίσκεται στη Δυτική όχθη και τη Γάζα (σε έδαφος που αντιπροσωπεύει το 23% της προ του 1948 Παλαιστίνης). Με την ίδια απόφαση αποκήρυξε την «τρομοκρατία» (δηλαδή την ένοπλη πάλη).
Η ήττα του Ιράκ το 1991, εξουδετέρωσε τον πιο ικανό στρατιωτικό αντίπαλο του Ισραήλ στην περιοχή. Η PLO, κλονισμένη από την απώλεια της διπλωματικής στήριξης της ΕΣΣΔ και των δορυφόρων της, είχε να αντιμετωπίσει και τη διακοπή κάθε οικονομικής υποστήριξης από τις μοναρχίες του Κόλπου. Ακόμη και τα εμβάσματα που έστελναν οι μετανάστες στα στρατόπεδα και στις οικογένειές τους διακόπηκαν, καθώς απελάθηκαν από την αραβική χερσόνησο εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι εργάτες.
Από την άλλη, το Ισραήλ αποδείχθηκε ανίκανο να σταματήσει την (1η) Ιντιφάντα του 1987. Πριν την Ιντιφάντα επιτηρούσε την περιοχή των Κατεχόμενων του ’67 με 10-15.000 στρατιώτες και ένα δίκτυο ντόπιων συνεργατών. Μεταξύ 1987-1993 το Ισραήλ είχε αναπτύξει 180.000 στρατιώτες (που σκότωσαν πάνω από 1.200 αμάχους, μεταξύ τους 344 παιδιά), καθώς η Ιντιφάντα είχε διαλύσει το ως άνω δίκτυο. Αυτό το οικονομικό κόστος (που επέτεινε η άφιξη 525.000 νέων μεταναστών από την πρώην ΕΣΣΔ) αποφάσισε η νέα (από το 1992) κυβέρνηση των Εργατικών να το μετακυλίσει στους πρόθυμους να το αναλάβουν. Η συνθήκη του Όσλο το 1993, πίσω από τα φληναφήματα για την «Νέα Μέση Ανατολή», ήταν η επίσημη προδοσία όχι μόνο της υπόθεσης της εθνικής ανεξαρτησίας των Παλαιστινίων αλλά και των εκατομμυρίων προσφύγων (που δεν αναφέρονται πουθενά). Αντιγράφοντας λέξη προς λέξη το νομοθέτημα που προσδιόρισε τη διοίκηση του μπαντουστάν (=ψευδοκράτος) του Τρανσκέι στη Νότια Αφρική, επιτρεπόταν στην PLO να αναλάβει κάποιες κυβερνητικές λειτουργίες στο 60% της Γάζας και στο 3% της Δυτικής όχθης (για την Ιερουσαλήμ ούτε λόγος). Το Ισραήλ όχι μόνο διατηρεί τον πλήρη έλεγχο των συνόρων (τα οποία δικαιούται να διασχίζει κατά το δοκούν), του νερού, της ενέργειας, του εμπορίου κ.λπ., αλλά επιβάλλει και ρυθμίσεις που έχουν αποτέλεσμα τον μαρασμό στις «αυτόνομες» περιοχές.
Από τη στιγμή που η Παλαιστινιακή Αρχή πήρε τυπικά τον έλεγχο σε 6 πόλεις και τη λωρίδα της Γάζας, οι «ιθαγενείς» είδαν το ήδη πενιχρό τους εισόδημα να μειώνεται κατά 40%. Οι υποψήφιοι για το «νομοθετικό συμβούλιο» της Παλαιστινιακής Αρχής έπρεπε να εγκριθούν από το Ισραήλ… Ως αποτέλεσμα, η πλειονότητα του «συμβουλίου» αποτελείται από πιστούς της Φατάχ. Σε αντάλλαγμα για την «αυτονομία» σε αυτές τις περιοχές, ο Αραφάτ συμφώνησε να παίζει τον ρόλο του αστυνόμου για το Ισραήλ χτίζοντας μηχανισμό «ασφαλείας» με σχεδόν 50.000 πραιτωριανούς…
Η συμφωνία αυτή έδωσε τη δυνατότητα στο Ισραήλ να αναγνωριστεί και αναπτύξει σχέσεις διπλωματικές και εμπορικές με το σύνολο σχεδόν των κρατών, πολύ περισσότερο με εκείνα τα αραβικά (Ιορδανία, Συρία, κ.λπ.) που το επιθυμούσαν διακαώς αλλά δεν «διευκολύνονταν από τις περιστάσεις».
Παρ’ όλα αυτά, και από αυτήν την κατάπτυστη συμφωνία, με πρωτοβουλία του Ισραήλ και της (δεξιάς) κυβέρνησης Νετανιάχου από το 1997, οπότε αθέτησε όλα τα συμφωνηθέντα, δεν έχει μείνει παρά το κέλυφος: η νομενκλατούρα της Παλαιστινιακής Αρχής και του Αμπού Αμπάς, διάδοχου του Αραφάτ (που πέθανε το 2004 ντροπιασμένος και φυλακισμένος από τους Ισραηλινούς στο σπίτι του).

Οι ισλαμιστές και τα νέα αδιέξοδα

Τον Σεπτέμβρη του 2000 ξεκίνησε η 2η Ιντιφάντα, μόνο που πλέον στην παλαιστινιακή κοινωνία των κατεχόμενων, εκτός από την εξωνημένη ηγεσία της Π.Α., είχε αναδειχθεί μια νέα δύναμη, το Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης (η γνωστή μας Χαμάς), που σταδιακά κατέκτησε την πραγματική πλειοψηφία. Ο επίσημος αντιπολιτευτικός της λόγος ενάντια στην Συμφωνία του Όσλο, η αποτύπωση του λαϊκού αισθήματος στο καταστατικό της («[…] ο παλαιστινιακός λαός είναι πολύ περήφανος για να εμπιστευτεί τη μοίρα του σε ένα μάταιο παιχνίδι […]» σ.σ. των διεθνών διασκέψεων κλπ.) και η προθυμία των μελών της να θυσιάσουν και τη ζωή τους στην αντίσταση κέρδισε τον σεβασμό του λαού που αντιμετωπίζει σε καθημερινή βάση την βία των Ισραηλινών.
Ωστόσο, πέρα από τον θρησκευτικό χαραχτήρα που προσδίδει στον πόλεμο ενάντια στον σιωνισμό (που αποκρύπτει τον πραγματικό ρόλο του Ισραήλ, που είναι ο χωροφύλακας των ΗΠΑ στην περιοχή, και πρακτικά αποκλείει τους χριστιανούς Άραβες από αυτόν), οι συντηρητικές της απόψεις την κάνουν ανίκανη να αντιπαρατεθεί στα αντιδραστικά καθεστώτα της περιοχής (μοναρχίες Κόλπου) που συνασπίζονται με τις ΗΠΑ.
Πρακτικά, η Χαμάς συμφωνεί με την Φατάχ στο αξίωμα της μη επέμβασης στα εσωτερικά των αραβικών κρατών. Με ηγεσία προερχόμενη από τη μεσαία τάξη, όπως και η Φατάχ, πιστεύει στην ανάγκη συνεργασίας των τάξεων «για την εθνική υπόθεση», πρακτικά στην υποστήριξη της οικονομίας της αγοράς. Ενώ κριτικάρει την «Παλαιστινιακή Αρχή» της Φατάχ, την αποδέχεται ακόμη ως νόμιμη ηγεσία και συμμετέχει περιστασιακά στις «εκλογές» της. Σε πολλές περιπτώσεις έχει δείξει ότι μπορεί να αποδεχτεί την συνύπαρξη με το Ισραήλ στο πλαίσιο ενός «βελτιωμένου Όσλο».
Τέλος, όπως έκαναν και οι αριστερές οργανώσεις PFLP και DFLP, υποκαθιστά συστηματικά τη μαζική δράση με ηρωικές επιθέσεις αποφασισμένων αγωνιστών, τακτική που δεν εξυπηρετεί την εμπλοκή της πλειονότητας στον αγώνα ενάντια στο Ισραήλ.

Μεταρρύθμιση ή επανάσταση
– μερικά συμπεράσματα

Ο σιωνισμός, που είναι πηγή έμπνευσης και οδηγός δράσης για το κράτος του Ισραήλ, το οποίο επομένως είναι ένα σιωνιστικό κράτος, είναι μια ξεκάθαρα αντιδραστική – ρατσιστική θεωρία και πολιτική και ταυτίζεται «επί της αρχής» με τον αντισημιτισμό («για όλα φταίνε οι Εβραίοι») στο περιεχόμενό του.
Ο εθνικισμός εφευρίσκει ή επικαλείται «ιστορικές αδικίες» για τη «δικαίωσή» του («η γη των προγόνων μας», «η μεγάλη Ελλάδα» κ.λπ.). Συνήθως η αποκατάσταση της ιστορικής αδικίας που κατανοείται με αυτόν τον τρόπο, γίνεται με τις πλάτες του ιμπεριαλισμού και γεννά καινούριες (π.χ. αν δημιουργούνταν κράτος Αρμενίων στην Τουρκία, θα έπρεπε να ξεσπιτωθούν οι Κούρδοι κ.ο.κ.).
Το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση δεν είναι ουδέτερο ταξικά. Η PLO και ο Αραφάτ δεν ξεπουλήθηκαν κάποια στιγμή έναντι αντιτίμου. Από την ίδρυσή της (στο Κουβέιτ) μέχρι σήμερα εκπροσωπούσε επί της ουσίας τα συμφέροντα των «πλούσιων» (όπως και των μορφωμένων, μηχανικών κ.λπ.) Παλαιστινίων που ήθελαν το δικό τους (στην κυριολεξία) κράτος. Με την αρχή της «μη επέμβασης» στα εσωτερικά των αραβικών κρατών και με τις τακτικές της επιλογές αδιαφόρησε για τα συμφέροντα των φτωχών Παλαιστινίων εργατών στις μοναρχίες του Κόλπου, των προσφύγων και των αραβικών μαζών γενικότερα. Αγώνας για «αυτοδιάθεση», «ανεξαρτησία» πλουσίων και φτωχών πάνω στον ίδιο παρονομαστή (της εθνικής ενότητας) είναι καταδικασμένος στην υποταγή στην αστική τάξη και τελικά στον ιμπεριαλισμό. Το ίδιο σφάλμα διέπραξαν/διαπράττουν οι αριστερές οργανώσεις στην Παλαιστίνη κάτω από το βάρος των σταλινικών αντιλήψεων για «στάδια προς τον σοσιαλισμό, πατριωτική αστική τάξη, σύμμαχα καθεστώτα» κ.λπ.
Η τακτική των ηρωικών ατομικών ενεργειών ήταν/είναι πρακτικά αδιέξοδη, είτε γίνεται για «παραδειγματισμό στις μάζες» είτε για να «εμπλέξει την κοινή γνώμη, διεθνή παράγοντα».
Η στρατηγική του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος ήταν/είναι ίδια με άλλα που ωστόσο νίκησαν, δηλαδή συνδύαζε, συνδυάζει τον ένοπλο αγώνα με τις διαπραγματεύσεις. Η διαφορά που οδηγεί στην ήττα, όσος ηρωισμός και αν επιδειχθεί, έχει να κάνει με την φύση του αντιπάλου. Το Ισραήλ, από τη φύση του ως κράτος-έθνος εποίκων, που δεν στηρίζεται κυρίως στην εκμετάλλευση των υπηκόων του, αλλά στην εξυπηρέτηση του ιμπεριαλισμού έναντι αδρής στήριξης, δεν μπορεί να πιεστεί για να καταλήξει μετά σε έναν αποδεκτό συμβιβασμό. Μπορεί μόνο να διαλυθεί.
Για τον ίδιο λόγο δεν είναι ρεαλιστική η πρόταση των δύο κρατών – ειρηνικής συνύπαρξης με τους γείτονες κ.λπ., πέρα από το ότι δεν αποδίδουμε τα ίδια δικαιώματα σε καταπιεστές και καταπιεσμένους (= αστική = ψεύτικη ισότητα).
Αυτές τις μέρες που η τακτική των «ισαποστάκηδων» είναι διαδεδομένη («κακό Ισραήλ – κακή Χαμάς») ξεκαθαρίζουμε την αλληλεγγύη μας στους καταπιεζόμενους Παλαιστινίους με την όποια ηγεσία αυτοί επιλέγουν. Η εμπιστοσύνη στα 5 εκατομ. Παλαιστινίων που γεννιούνται και μεγαλώνουν επί της ουσίας σε ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, στα 3,5 εκατομ. Παλαιστινίων που γεννήθηκαν πρόσφυγες στις γειτονικές χώρες, σε ακόμη 1 εκατομ. Παλαιστινίων μεταναστών στον αραβικό κόσμο και την Ευρώπη, η εμπιστοσύνη στις μάζες γενικότερα, μας υποχρεώνει στην υποστήριξη των πάντα δίκαιων εξεγέρσεών τους στον ίδιο βαθμό με την κριτική στις αδιέξοδες ηγεσίες τους.
Τέλος, το αδιέξοδο του παλαιστινιακού αγώνα παρά τον ηρωισμό και την (υποχρεωτική) επιμονή δείχνει ότι η μόνη ρεαλιστική (όχι εύκολη ή άμεση) επιλογή είναι αυτή της ενότητας και σοσιαλιστικής επανάστασης των Αράβων εργατών (και όχι μόνο).

 




Χιλή 1973: 50 χρόνια από το πραξικόπημα

Του Βαγγέλη Λιγάση

Η οδυνηρή κατάληξη του «κοινοβουλευτικού δρόµου προς τον σοσιαλισµό» και ο νεοφιλελευθερισµός «στο στόµιο του πολυβόλου»

Φέτος συµπληρώνονται 50 χρόνια από το πραξικόπηµα στη Χιλή, το 1973, που ανέτρεψε τον εκλεγµένο πρόεδρο της Αριστεράς Σαλβαδόρ Αγιέντε και εγκαθίδρυσε τη στυγνή δικτατορία του Πινοσέτ. Το «πείραµα» της Χιλής απέδειξε δύο πράγµατα ταυτόχρονα: Πρώτο, ότι η στρατηγική του «δηµοκρατικού δρόµου για τον σοσιαλισµό» οδηγεί σε οδυνηρές τραγωδίες το κίνηµα και την Αριστερά. Ο ρεφορµισµός αποδείχτηκε για µία ακόµη φορά «στρατηγός της ήττας». ∆εύτερο, ότι στις συνθήκες εκείνης της εποχής, ο νεοφιλελευθερισµός σαν οιονεί οικονοµική και κοινωνική αντεπανάσταση ενάντια στις εργατικές κατακτήσεις χρειαζόταν ένα διεθνές «υπόδειγµα» σαρωτικής επιβολής, το δε πραξικόπηµα και η στυγνή δικτατορία ήταν τα µόνα µέσα για να ευοδωθεί άµεσα. Οι φασίστες αποκαλύφθηκαν για µία ακόµη φορά σαν στυγνοί υπηρέτες των πιο ληστρικών τάσεων του συστήµατος.

Σε αυτό το άρθρο θα αναφερθούµε στο πρώτο από τα δύο.

Η εκλογική νίκη της Αριστεράς

Τον Σεπτέµβριο του 1970 κέρδισε τις προεδρικές εκλογές µε οριακή σχετική πλειοψηφία (36%, έναντι 35% της ∆εξιάς και 28% της Χριστιανικής ∆ηµοκρατίας) η Λαϊκή ΕνότηταUnidad Popular (UP), ένας συνασπισµός του σταλινικού ΚΚ µε το Σοσιαλιστικό κόµµα, το MAPU (αριστερή διάσπαση της Χριστιανικής ∆ηµοκρατίας) κ.ά. Πρόεδρος της Χιλής ορκίστηκε τον ∆εκέµβριο ο ηγέτης της δεξιάς τάσης του Σοσιαλιστικού κόµµατος Σαλβαδόρ Αγιέντε.

Το πρόγραµµα της UP αποσκοπούσε στην ολοκλήρωση των επιχειρούµενων µεταρρυθµίσεων του προηγούµενου προέδρου Χριστιανοδηµοκράτη Φρέι (1964-1970), µε κέντρα την αγροτική αναδιανοµή γης (µε αποζηµίωση και δικαίωµα «προτίµησης» στους µεγαλοκτηµατίες) και την υποβοηθούµενη από το κράτος βιοµηχανική ανάπτυξη µε εθνικοποίηση τραπεζών – ασφαλειών αλλά και επιδότηση του ιδιωτικού κεφαλαίου. Επιπλέον, εθνικοποίησε χωρίς αποζηµίωση τα ορυχεία χαλκού, που αποτελούσαν το κύριο εξαγωγικό προϊόν και ανήκαν σε εταιρείες των ΗΠΑ.

Επί της ουσίας, ήταν ένα τυπικό κεϊνσιανό πρόγραµµα αναθέρµανσης της οικονοµίας (αρκετά διαδεδοµένο την δεκαετία του ’70), µε ελάχιστες διαφορές από το πρόγραµµα του Φρέι. Η πιο ουσιαστική διαφορά της UP µε τη Χριστιανοδηµοκρατία, ήταν ότι έλεγχε την οργανωµένη εργατική τάξη (τελευταίο συνέδριο CUT – Χιλιανή ΓΣΕΕ: UP 75%). Θα µπορούσε να κερδίζει ψηφοφόρους της «µεσαίας τάξης» στον βαθµό που θα έλεγχε και θα περιόριζε την δράση της εργατικής τάξης…

Μόλις τον Νοέµβριο του 1970, ο Αγιέντε, για να υποστηριχτεί στο ελεγχόµενο από την δεξιά Κογκρέσο, υπέγραψε τον «Νόµο των εγγυήσεων». Με αυτό το νοµοθέτηµα (που κρατήθηκε µυστικό και δεν παρουσιάστηκε ποτέ στους υποστηρικτές της UP) η κυβέρνηση υποσχέθηκε να αφήσει ανέγγιχτες τις δοµές του εκπαιδευτικού συστήµατος, της Εκκλησίας, των µέσων ενηµέρωσης και των Ενόπλων ∆υνάµεων…

1971: η αστική τάξη νιώθει «άβολα»…

Ωστόσο, το 1971 οι εργάτες απήλαυσαν αυξήσεις 38%, οι υπάλληλοι 120%, το ΑΕΠ αυξήθηκε 8% και η ανεργία µειώθηκε στο 10%.

Τον Απρίλη του 1971 στις δηµοτικές εκλογές η UP θριάµβευσε µε 51%.

Οι οργανώσεις των ακτηµόνων, ενθαρρυµένες από τις υποσχέσεις για αγροτική µεταρρύθµιση, ενέτειναν τις καταλήψεις γης (σε όλη την χρονιά καταγράφηκαν 1.280). Ο Αγιέντε τον Μάιο του 1971 κατηγόρησε το Κίνηµα Επαναστατικής Αριστεράς MIR («γκεβαριστές» µε προτεραιότητα στον ένοπλο αγώνα και υποτίµηση συνδικαλισµού κ.λπ.), που είχε επιρροή κυρίως στους φοιτητές, τους ακτήµονες και τους κατοίκους των παραγκουπόλεων, ότι κινείται εκτός νόµου. Αλλά και οι µη συνδικαλισµένοι εργάτες (η CUT – ΓΣΕΕ κάλυπτε µόνο όσους δούλευαν σε χώρους µε πάνω από 25 εργαζόµενους) δεν ελέγχονταν από την UP (το 1971 καταγράφηκαν 1.760 απεργίες).

Η αστική τάξη της Χιλής δεν ένιωθε βολικά µε τις εξελίξεις… Τα µόνα κεφάλαια που επενδύονταν ήταν οι κρατικές επιδοτήσεις και εντάθηκε η συστηµατική αποταµίευση αγαθών-αποθησαύριση που, σε συνδυασµό µε το αυξηµένο επίπεδο διαβίωσης της εργατικής τάξης, δηµιούργησε έλλειµµα προσφοράς και ανεπάρκεια αγαθών. Τον Νοέµβριο του 1971, την 2η ηµέρα της επίσηµης επίσκεψης του Φιντέλ Κάστρο, η δεξιά οργάνωσε την διαδήλωση της «άδειας κατσαρόλας», όπου χιλιάδες «κυρίες» της µεσαίας τάξης ανέµιζαν και χτυπούσαν κατσαρόλες (πολλές είχαν φέρει τις υπηρέτριές τους για να τις κουβαλάνε)…

1972: το «βαθύ κράτος» αντιδρά

Μπαίνοντας στον 2ο χρόνο της κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας οι αντιθέσεις αλλά και οι προσδοκίες συνοψίστηκαν στο δίπολο «παγίωση ή προώθηση του χιλιανού δρόµου για τον σοσιαλισµό». Σε δύο συσκέψεις τον Φεβρουάριο και τον Ιούνιο του 1972 συγκρούστηκαν η δεξιά πτέρυγα της UP (ΚΚ και δεξιά τάση ΣΚ) µε την αριστερή (αριστερή τάση ΣΚ, MAPU και «Χριστιανική Αριστερά»), αλλά η διαφωνία ήταν περισσότερο ποσοτική παρά ποιοτική. Ο «ριζοσπαστισµός των αριθµών», π.χ. εθνικοποίηση του 90% των µεγάλων εταιρειών αντί του 43% που πρότεινε η ηγεσία κ.λπ., άφηνε µια αυξανόµενη αίσθηση ουτοπίας, καθώς η πολιτική κατεύθυνση της Χιλής καθοριζόταν έξω από τα συνέδρια και το προεδρικό παλάτι. Όλη η αριστερά (του MIR συµπεριλαµβανόµενου) συµφωνούσε ότι «τµήµα του κράτους» έχει κατακτηθεί… Από καµιά οργάνωση δεν µπήκε το ζήτηµα αν έπρεπε να δράσει εκτός των ορίων της UP, αλλά επικεντρωνόταν στο τι έπρεπε να κάνει η UP από την θέση της «µέσα στο κράτος».

Τον Μάιο του 1972 στην βιοµηχανική πόλη Conception σκοτώθηκε από την αστυνοµία ένα µέλος του MIR σε αντιδιαδήλωση κόντρα σε δεξιά οργάνωση φοιτητών. Ο «κοµµουνιστής» δήµαρχος (που έστειλε τα ΜΑΤ) και η κυβέρνηση καταδίκασαν την βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται».

Στη Melipilla κοντά στο Σαντιάγκο, ένας τοπικός δικαστής σε συνεργασία µε τους γαιοκτήµονες µε νοµικίστικα κωλύµατα εµπόδιζε την αναδιανοµή γης. Στις 22 Ιουνίου συνελήφθησαν στο κέντρο της πόλης 22 στελέχη των οργανώσεων των ακτηµόνων. Ακολούθησε σειρά διαδηλώσεων. Ταυτόχρονα, στην βιοµηχανική περιοχή Cerrillos 4 εργοστάσια απεργούσαν. Οι απεργοί ενώθηκαν µε τους ακτήµονες στην Melipilla και ως τις 30 Ιούνη όλη η πόλη είχε αποκλειστεί. Στις 12 Ιούλη µια τεράστια διαδήλωση στο κέντρο του Σαντιάγκο απαιτούσε την απελευθέρωση των 22. Η κυβέρνηση αρνήθηκε να παρέµβει.

Οι κορδόνες

Μια νέα µορφή οργάνωσης γεννήθηκε. Αυτοαποκλήθηκε βιοµηχανική «ζώνη» – κορδόν. Μια 2η κορδόν δηµιουργήθηκε στην περιοχή Vicuna McKenna. Η κορδόν του Cerrillos έβγαλε ανακοίνωση απαιτώντας τον έλεγχο της παραγωγής και την αντικατάσταση του κοινοβουλίου από εργατική συνέλευση!

Το ΚΚ και η δεξιά πτέρυγα του ΣΚ καθοδήγησαν τα µέλη τους να µην έχουν καµία σχέση µε τις κορδόνες.

Το ίδιο διάστηµα, στην Conception, µια «λαϊκή συνέλευση» 3.000 αγωνιστών από οργανώσεις, συνδικάτα, φοιτητικούς συλλόγους κ.λπ. συλλογικότητες χαρακτηρίστηκε από το ΚΚ «µανούβρα της αντίδρασης και του ιµπεριαλισµού».

Στις 12 -13 Αυγούστου η αστυνοµία εισέβαλε µε 400 άνδρες και βαρύ οπλισµό στην παραγκούπολη του Lo Hermida κοντά στο Σανντιάγκο αναζητώντας µέλη ακροαριστερής οργάνωσης. Η µαζική αντίσταση κόστισε 1 νεκρό, 12 βαριά πληγωµένους και 160 συλληφθέντες.

Ο ταξικός πόλεµος ξέφευγε σταδιακά από τον έλεγχο.

Η απεργία των αφεντικών

Στις 10 Σεπτέµβρη στο Santiago, µε κλειστά τα µαγαζιά από τους ιδιοκτήτες  ενάντια στον έλεγχο των τιµών, σε µαζικό συλλαλητήριο της δεξιάς, ανάµεσα σε παραληρήµατα εναντίον της «µαρξιστικής» κυβέρνησης, προαναγγέλθηκε το «σχέδιο Σεπτέµβριος». Στις 11 Οκτώβρη ξεκίνησε το επ’ αόριστο σταµάτηµα των φορτηγών από τους ιδιοκτήτες τους. Οπλισµένες συµµορίες της νεοφασιστικής οργάνωσης Patria y Libertad φύλαγαν στις εισόδους των πόλεων τα φορτηγά. Οι µαγαζάτορες την υποστήριξαν, συνεχίζοντας να κρατάνε κλειστά τα µαγαζιά. Οι επαγγελµατικές οργανώσεις γιατρών, δικηγόρων, οδοντιάτρων κ.λπ. συµµετείχαν εντείνοντας την ατµόσφαιρα πανικού. Οι εργοστασιάρχες προσπαθούσαν να σταµατήσουν τις µηχανές, ακόµα και µε δολιοφθορές.

Η κυβέρνηση, αµήχανη, καλούσε σε πειθαρχία και υπακοή στα επίσηµα συνδικάτα, διαπραγµατευόµενη µε τους ιδιοκτήτες φορτηγών µε µεσολάβηση των ιδιοκτητών λεωφορείων… Μια βδοµάδα αργότερα οι «λεωφορειατζήδες» ενώθηκαν µε τους «φορτηγατζήδες».

Ήταν ξεκάθαρη η τακτική της δεξιάς, που αποσκοπούσε στο οικονοµικό χάος.

Το ίδιο ξεκάθαρη, όµως, ήταν η κατάσταση για τους εργάτες.

Από την πρώτη µέρα της «απεργίας», οµάδες εργατών κατέλαβαν τους δρόµους και κάθε διαθέσιµο µέσο µεταφοράς επιστρατεύθηκε και οδηγήθηκε από εθελοντές οδηγούς. Αρκετές κορδόνες έστειλαν οµάδες για την «ανάκτηση» των φορτηγών. Μόνο στο κεντρικό Σαντιάγκο ο αριθµός των εθελοντών οδηγών έφτασε τις 8.000. Στα εργοστάσια οργανώθηκαν οµάδες περιφρούρησης για να συνεχιστεί η παραγωγή. Μακριές ουρές γεµάτες υποµονή σχηµατίστηκαν έξω από τα σούπερ µάρκετ και σε περίπτωση που δεν τα άνοιγαν οι ιδιοκτήτες, τα άνοιγαν οι εργάτες και µε την υποστήριξη φρουράς τα διατηρούσαν ανοιχτά.

Στα µέρη που είχαν δηµιουργηθεί κορδόνες οργανώθηκαν γρήγορα γύρω από τα προβλήµατα της συνέχισης της παραγωγής. Έχοντας να αντιµετωπίσουν το «πάγωµα» των τραπεζικών λογ/σµών (µισθοδοσίας, προµηθειών κ.λπ.), χρησιµοποίησαν τις συναλλαγές µε µετρητά, τον αντιπραγµατισµό, την λιανική πώληση κ.λπ. Όταν οι γιατροί µπήκαν στην «απεργία» της δεξιάς στις 17 Οκτώβρη, δηµιουργήθηκε κοινή επιτροπή των «λοιπών» εργαζοµένων στα νοσοκοµεία, που κατάφερε και τα κράτησε αρκούντως λειτουργικά και σε κάθε περίπτωση ανοιχτά.

Έχοντας να αντιµετωπίσουν επιθέσεις φυσικής βίας από ένοπλες συµµορίες της ακροδεξιάς (37 τον αριθµό), αυτόνοµες εργατικές οργανώσεις αυτοάµυνας, µε την µορφή τοπικών επιτροπών ή εργοστασιακών οµάδων περιφρούρησης, πολλαπλασιάζονταν όλο το επόµενο διάστηµα. Οι επιτροπές για την παραγωγή εξελίχθηκαν σε όργανα εργατικού ελέγχου ενάντια στα αφεντικά. Οι ηµικρατικές οργανώσεις διανοµής τροφίµων JAP, εξελίχθηκαν σε µαχητικές οργανώσεις που αγόραζαν και διένεµαν προµήθειες, κρατώντας ανοιχτά τα µαγαζιά και τα σούπερ µάρκετ, προστατεύοντάς τα από τις επιθέσεις και κολεκτιβοποιώντας λειτουργίες στις φτωχογειτονιές, κυρίως την διατροφή των παιδιών σε κοινές κουζίνες, τις olla comun.

Στις 31 Οκτώβρη, µε αφορµή νέα απεργία από τους πιλότους, ο Αγιέντε έβαλε στην κυβέρνηση στρατιωτικούς και έθεσε την χώρα σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης.

Αριστερά: «βαριά αφέλεια»

Οι ιδιοκτήτες φορτηγών επέστρεψαν στην δουλειά, ενώ ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ στρατηγός Prats (που αργότερα θα δολοφονηθεί από τον διάδοχό του) θα επιβάλει αυστηρή απαγόρευση νυχτερινής κυκλοφορίας, θα αναλάβει τον έλεγχο της διανοµής και θα επιστρέψει την πλειοψηφία των κατειληµµένων εργοστασίων και επιχειρήσεων στους ιδιοκτήτες τους.

Κι ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, η Αριστερά συνέχισε να υποφέρει από βαριά… αφέλεια. Ο γενικός γραµµατέας του MIR Miguel Enriquez (που θα σκοτωθεί µαζί µε το σύνολο της ΚΕ σε συγκρούσεις στο επερχόµενο πραξικόπηµα) περιγράφει την κατάσταση σαν «προεπαναστατική» (στην δηµόσια συζήτηση που οργάνωσαν οι «Χριστιανοί για τον Σοσιαλισµό») και η εφηµερίδα της οργάνωσης «Punto Final» αναφέρει: «Οι ένοπλες δυνάµεις έχουν να παίξουν έναν πατριωτικό και δηµοκρατικό ρόλο υποστηρίζοντας τον αγώνα των εργαζοµένων ενάντια στην εκµετάλλευση […] Αυτό είναι που συµβαίνει και αυτό είναι που η εργατική τάξη µπορεί να περιµένει όταν βλέπει τις Ένοπλες ∆υνάµεις τµήµα της κυβέρνησης»!

Η µόνη αριστερή οργάνωση που πρότεινε ανεξάρτητη από την UP στρατηγική, ήταν η µικρότερη απ’ όλες, η «Χριστιανική Αριστερά», που αρνήθηκε να µπει στη νέα κυβέρνηση, προτείνοντας «συντονισµένα όργανα άµυνας σε εργοστασιακό και περιφερειακό επίπεδο».

1973: εικόνες δυαδικής εξουσίας και µάχη για την εξουσία

Η αντιπαράθεση του Οκτωβρίου διέσπασε το MAPU σε 2 κοµµάτια. Ο υπουργός Οικονοµικών Fernando Flores (της αριστερής πλειοψηφίας), αψηφώντας την κυβερνητική πολιτική «συµφιλίωσης» µε τους Χριστιανοδηµοκράτες, ζητεί δηµόσια πάγωµα τιµών στα βασικά αγαθά και σειρά ελέγχων της κερδοσκοπίας. Αντίθετα, ο κοµµουνιστής υπουργός Προϋπολογισµού ανακοινώνει το νέο οικονοµικό πρόγραµµα, που περιλαµβάνει επιστροφή 123 εργοστασίων στους προηγούµενους κατόχους τους. Αυτόµατα ξεσπά διαδήλωση των κορδόνες της πρωτεύουσας προς το κέντρο της πόλης και στο τέλος Ιανουαρίου οι µαχητικότερες κορδόνες δηλώνουν «Κανένα εργοστάσιο που καταλήφθηκε κατά την διάρκεια της απεργίας των αφεντικών δεν θα επιστραφεί πίσω». Στις 5 Φεβρουαρίου συγκεντρώνονται στο Εθνικό Στάδιο εργάτες, καταληψίες γης, τοπικές οργανώσεις γειτονιάς και παραγκουπόλεων ενάντια στο σχέδιο Millas (ο … κοµµουνιστής υπουργός) και µε κεντρικό πανό «λαός άοπλος = λαός ηττηµένος».

Στις εκλογές για τη Γερουσία του Μαρτίου 1973, η UP παίρνει το 44%  (για πρώτη φορά θα στηρίξει τους υποψήφιους του ΣΚ και το MIR).

Ωστόσο, τον Οκτώβριο ο Αγιέντε µε την UP είχαν διαβεί τον Ρουβίκωνα. Είχαν µετατραπεί σε θεατή στην αρένα του ταξικού πολέµου και µάταια προσπαθούσαν να ξαναµπούν σε κάποια πλεονεκτική θέση… Ούτε οι αστοί ούτε οι εργάτες είχαν πλέον αυταπάτες για τον ρόλο του Κοινοβουλίου στις επερχόµενες αλλαγές.

Η αστική τάξη δεν ενδιαφερόταν πια για συµβιβασµούς και προέκρινε το σχέδιο «Russian Marshals», ένα σχέδιο «καµένης γης» µε παράλληλη κινητοποίηση διεθνούς υποστήριξης.

Από την άλλη, η συγκρότηση συντονιστικής επιτροπής των κορδόνες, εξαιτίας της κυριαρχίας των αριστερών σοσιαλιστών, αντί να αποτελέσει κάποιο πρόπλασµα εργατικής εξουσίας, µεταβλήθηκε σε µία ακόµα φατρία στο Σοσιαλιστικό Κόµµα.

Κερασάκι στην τούρτα, στις 23 Ιουνίου 1973 το τεθωρακισµένο σύνταγµα του Σαντιάγκο, υπό τις διαταγές ενός φανατικού του Patria y Libertad ονόµατι Souper, κατέλαβε τους δρόµους και ανακοίνωσε πραξικόπηµα. Οι µαγαζάτορες ξαναέκλισαν τα καταστήµατά τους, οι ιδιοκτήτες φορτηγών κ.λπ. ξανακήρυξαν απεργία, αλλά αυτό το καλοκαίρι ξεκαθάρισαν τα δευτερεύοντα ζητήµατα και έµενε η µάχη για την εξουσία. Παντού ξεφύτρωναν σαν αντίδραση νέες κορδόνες (Santiago-Centro µε δηµόσιους υπαλλήλους και κατοίκους παραγκουπόλεων, Barrancas κ.λπ.), όπλα κατασκευάζονταν στους τόρνους των εργοστασίων, τα εργοστάσια καταλαµβάνονται (πολλά δεν είχαν επιστραφεί από τις καταλήψεις του Οκτωβρίου), τα κέντρα διανοµής και οι δηµόσιες υπηρεσίες είναι υπό τον άµεσο έλεγχο των εργατών.

Κι ενώ τα πράγµατα εξελίσσονταν µε αυτόν τον τρόπο, ο Αγιέντε στις 29 Ιούνη, ανήµπορος στην αναµέτρηση µε την αστική τάξη, προσέτρεξε ακόµη µια φορά στο Γενικό Επιτελείο. Εχθρός, σύµφωνα µε τον ηγέτη του ΚΚ Manuel Contreras (σε οµιλία του που επαίνεσε τον πατριωτισµό των Ενόπλων ∆υνάµεων στις 8 Αυγούστου) ήταν η άκρα αριστερά, που ήταν υπεύθυνη για την βία και «υποστήριζε» τις φασιστικές συµµορίες…

Game Over

Στις 3 Αυγούστου ανακοινώνεται νέο υπουργικό συµβούλιο µε συµµετοχή των στρατηγών. Κηρύσσεται κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ψηφίζεται ο νόµος «για τον έλεγχο των όπλων». Η αποκατάσταση του κρατικού (αστικού) µονοπωλίου της βίας γίνεται διά πυρός και σιδήρου. Υποστηρικτές της UP στο Ναυτικό και την Αεροπορία, που αποκάλυψαν δηµόσια ετοιµασίες για νέο στρατιωτικό πραξικόπηµα, συλλαµβάνονται, βασανίζονται και καταδικάζονται.

Τα καλέσµατα για ένοπλο αγώνα που ανακοινώνει το MIR και ο Altamirano (αριστερός γραµµατέας του ΣΚ) στις αρχές Αυγούστου, µεταφέρουν την ευθύνη της επαναστατικής δράσης στον εξατοµικοποιηµένο εργάτη ή στρατιώτη, όταν οι ίδιοι ήταν αρκετά ανεύθυνοι για να προσδιορίσουν έναν ξεκάθαρο πολιτικό στόχο: την κατάληψη της πολιτικής -και όχι απλά της κοινοβουλευτικής- εξουσίας.

Η 4η Σεπτεµβρίου ήταν η επέτειος της εκλογικής νίκης του Αγιέντε το 1970. Μισό εκατοµµύριο κόσµος ήταν στους δρόµους του Σαντιάγκο, αλλά η µελαγχολική και ζοφερή διάθεση του αναπόδραστου ήταν παρούσα.

Στις 11 Σεπτεµβρίου 1973, ο στρατηγός/υπουργός Αουγκούστο Πινοσέτ καθοδήγησε ένα καθ’ όλα επιτυχηµένο (µε αστικούς όρους) πραξικόπηµα. Η µόνη άξια λόγου αντίσταση ήταν του στρατηγού Prats, καθώς οι εργατικές οργανώσεις είχαν αφοπλιστεί και διαλυθεί µε το καθεστώς έκτακτης ανάγκης.

Καθώς τελείωνε η µέρα, χιλιάδες άνθρωποι οδηγούνταν σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, φυλακές, γήπεδα ποδοσφαίρου και κρατήθηκαν εκεί µέχρι να βασανιστούν ή να δολοφονηθούν.

Τους επόµενους 12 µήνες περίπου 30.000, οι καλύτεροι/ες και πιο θαρραλέοι/ες ηγέτ(ρι)ες της τάξης τους συνελήφθησαν (πολλές φορές µε βοήθεια µυστικών υπηρεσιών άλλων χωρών), βιάστηκαν, βασανίστηκαν, δολοφονήθηκαν. ∆εν δολοφονήθηκαν απλά, ακρωτηριάστηκαν για να προειδοποιήσουν και την επόµενη γενιά. Τα βασανισµένα κορµιά που επέπλεαν κάθε πρωί στον ποταµό Mapocho στο Σαντιάγκο έδιναν την δική τους βαρύτητα σε αυτό.

Οι ρεφορµιστές όλου του κόσµου, αγιοποιώντας τον Αγιέντε, οδήγησαν τον υποτιθέµενο «ειρηνικό δρόµο» σε «ιστορικούς συµβιβασµούς» αδιανόητα αναξιοπρεπείς για το σηµαίνον της λέξης σοσιαλισµός (µε βασιλιάδες, χασάπηδες, µαφιόζους, ΝΑΤΟ κ.λπ.). Προσπάθησαν (µαζί µε τους σταλινικούς) να ρίξουν όλο το φταίξιµο σε µία ακόµη συνωµοσία της CIA.

Κανένα κράτος και κανένας στρατός δεν είναι ταξικά ουδέτερος, «στην υπηρεσία του έθνους», εργαλείο προς λαφυραγώγηση ή «εκδηµοκρατισµό».

Στην Χιλή το επίπεδο της ταξικής πάλης απειλούσε τις βάσεις της αστικής κοινωνίας. Άσχετα µε τις υποτιθέµενες παραδόσεις της, η αστική τάξη δεν διστάζει καθόλου όταν απειλείται η επικυριαρχία της.




1990-93: Η άνοδος και η πτώση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη

Του Βαγγέλη Λιγάση, 

Το 1990, μετά από διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, η ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη Ν.Δ. του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη βγαίνει πρώτη, σχηματίζει τελικά αυτοδύναμη κυβέρνηση και εφαρμόζει ένα πρόγραμμα «πολεμικού» καπιταλισμού με σαρωτική επίθεση στα εργατικά δικαιώματα και το λαϊκό εισόδημα, ιδιωτικοποίηση Δημόσιων υπηρεσιών, ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας κλπ. Στα πλαίσια μιας τυχοδιωκτικής (μικρο)ιμπεριαλιστικής πολιτικής καλλιεργείται ο εθνικισμός. Ο ηγέτης – πρωθυπουργός έχει εξουσιοδοτήσει τους κατασταλτικούς μηχανισμούς με 3 λέξεις: «το κράτος είσαστε εσείς». Η ΕΥΠ παρακολουθεί ακόμα και εσωκομματικούς «ανταγωνιστές» του Μητσοτάκη, τα σώματα «ασφαλείας» και οι παρακρατικοί μηχανισμοί οργανώνουν σκευωρίες, πογκρόμ και δολοφονίες ενάντια σε μετανάστες, εθνικές μειονότητες (που «επίσημα» δεν υπάρχουν) και «αισχρά» αδύναμες μειοψηφίες, αλλά οι κοινοβουλευτικές επιτροπές και η «ανεξάρτητη» δικαιοσύνη σφυρίζουν αδιάφορα. 

 «Έγκυρες πένες» καλλιεργούν μια εικονική πραγματικότητα ανάπτυξης, ευκαιριών κλπ. στην βάση δυσνόητων οικονομικών όρων και δεικτών, ενώ «διανοούμενοι», καλλιτέχνες και περσόνες των ιδιωτικών και κρατικών ΜΜΕ επιστρατεύονται (ή «βολικά» σιωπούν) στο εθνικιστικό παραλήρημα και στην υποστήριξη των «μεταρρυθμίσεων» που εδώ και καιρό έχουν μόνο αντεργατικό –  φιλοκαπιταλιστικό πρόσημο.

Οι συλλογικοί αγώνες και το σοσιαλιστικό – κομμουνιστικό όραμα είναι πλέον «ντεμοντέ» και «εμπειρικά αποτυχημένο». Η φράση της Βρετανίδας πρωθυπουργού Μ. Θάτσερ «there is no alternative» = δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική (σ.σ. από τον καπιταλισμό), η εξατομίκευση «κοιτάω την πάρτη μου και την οικογένειά μου» είναι τα πλειοψηφικά ιδεολογήματα, επενδεδυμένα με το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια».

Βέβαια, η πολιτική, ιδεολογική και οικονομική κυριαρχία της μεγαλοαστικής τάξης είχε ως προαπαιτούμενο την ηθική και πολιτική απαξίωση της αριστεράς. Η τελευταία συμμετείχει με ζέση στο θέατρο σκιών στο κοινοβούλιο, ακολούθησε το σχετικό «σαβουάρ βιβρ» και νομιμοποίησε έτσι την αστική κοινοβουλευτική υπαλληλία. Την θέση των ανταγωνιστικών πολιτικών προγραμμάτων πήραν σταδιακά η «γκλαμουριά», ή «λαϊκότητα», ο «τσαμπουκάς» των «αρχηγών» κλπ.  Η «υπεύθυνη» αριστερά μέσα από τις οικουμενικές κυβερνήσεις έχει διαχειριστεί – συνδιαχειριστεί το καθεστώς της εκμετάλλευσης, χάνοντας το ηθικό πλεονέκτημα που της προσέδιδε η αγωνιστική της ιστορία. Υποχώρησε φυσιολογικά στην δεξιά επικοινωνιακή ατζέντα, που είναι η «ηθικολογική» κριτική και σκανδαλολογία και ο διαγκωνισμός για το ποιος είναι ο πιο διαπρύσιος υποστηρικτής των «εθνικών δικαίων» μιας απρόσωπης και χτισμένης στο αίμα των υπηκόων της (και όχι μόνο) «πατρίδας». Ζόφος από παντού!

Και όμως αυτή η πανίσχυρη (σε σχέση με τους ψοφοδεείς αντιπάλους της)  κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που ήρθε για να εξαντλήσει μία τουλάχιστον τετραετία, θα καταρρεύσει με πάταγο και με την χλεύη των πολλών, σε σύντομο χρονικό διάστημα, κάτω από το βάρος μιας νεολαιΐστικης κινητοποίησης και κύρια ενός μακριού εργατικού αγώνα. Φυσικά, δεν γράφουμε τον «Καζαμία», αλλά περιγράφουμε συνοπτικά την διαδρομή της κυβέρνησης του Κων/νου Μητσοτάκη, πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού, ανάμεσα στο 1990 και 1993. Καλό είναι να θυμηθούμε και να μάθουμε  και τις «λεπτομέρειες» αυτής της ιστορίας.

Από την «κάθαρση» και το «βρώμικο ’89» στο «τέλος της ιστορίας».

Από το καλοκαίρι του 1987 και μετά, το πολιτικό προσκήνιο απασχολεί σχεδόν ολοκληρωτικά η σκανδαλολογία. 

Το πρώτο σκάνδαλο, ποινικά και κοινωνικά αδιάφορο αλλά επικοινωνιακά λειτουργικό, αφορούσε τον ερωτικό δεσμό του πρωθυπουργού με τη αεροσυνοδό Δήμητρα Λιάνη. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας διαδραμάτισαν ο Γιώργος Καρατζαφέρης και η Άννα Παναγιωταρέα· τα πρωτεία όμως ανήκουν στον Στέλιο Κούλογλου, αρθρογράφου ενός υποτίθεται σοβαρού αριστερού περιοδικού (Αντί: «Και τώρα το ΣΕΞ ανώτατο στάδιο του Σοσιαλισμού»).

Το δεύτερο σκάνδαλο ήταν η υπόθεση του Γιώργου Κοσκωτά:  Ένας δαιμόνιος απατεώνας, που η δεξιά προπαγάνδα έσπευσε να εξυμνήσει σαν υπόδειγμα πετυχημένου Έλληνα της διασποράς. Απλός υπάλληλος της Τράπεζας Κρήτης, συνεργάστηκε με τον Παύλο Μπακογιάννη στον χώρο των εκδόσεων (1982-1985), αγόρασε την τράπεζα με λεφτά που υποτίθεται πως είχε στην Αμερική (1984) και στη συνέχεια τον «Ολυμπιακό» (1987), έστησε ολόκληρο δημοσιογραφικό συγκρότημα αγοράζοντας την «Καθημερινή» (1987), την «Βραδυνή» (1988), εκδίδοντας την εφημερίδα «24 Ωρες» και 5 περιοδικά (το «Ένα» του Μπακογιάννη το «Τέταρτο» του Μ. Χατζηδάκη κλπ.), ίδρυσε τον ραδιοσταθμό «Sky 100.4», για να το σκάσει τελικά στο εξωτερικό όταν αποκαλύφθηκε πως τα κεφάλαιά του προέρχονταν από υπεξαίρεση. Η αποκάλυψη της απάτης προήλθε από συντονισμένη κινητοποίηση των υπόλοιπων εκδοτών. Η πολιτική διάστασή του σκανδάλου ήταν η εθελοτυφλία των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών και η κατάθεση των αποθεματικών διαφόρων ΔΕΚΟ στην Τράπεζα Κρήτης με ενδεχόμενο ηθικής αυτουργίας του πρωθυπουργού σε όλα αυτά. Τελικά, το ειδικό δικαστήριο αθώωσε (επί Μητσοτάκη) τον Ανδρέα απ’ όλες τις κατηγορίες, καταδικάζοντας 2 πρώην υπουργούς του (Δ. Τσοβόλας, Γ. Πέτσας) για δευτερεύοντα αδικήματα.

Σημαντικότερο το τρίτο σκάνδαλο, που αφορούσε τηλεφωνικές υποκλοπές και παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων αλλά και στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Τελικά ο Παπανδρέου και οι υφιστάμενοί του επικεφαλείς ΟΤΕ και ΕΥΠ παραπέμφθηκαν σε δίκη, η δίωξή τους όμως ανεστάλη από τη Βουλή επί Μητσοτάκη για «εθνικούς λόγους». Μια δημόσια δίκη για την δράση της ΕΥΠ έθετε σε διακινδύνευση την αξιοπιστία του κράτους. Ο Ανδρέας θα ανταποδώσει τα επόμενα χρόνια, αναστέλλοντας το 1995 την ποινική δίωξη του Μητσοτάκη που είχε αποφασίσει η Βουλή για τις παρακολουθήσεις των Γρυλλάκη – Μαυρίκη.

Η αναπαραγωγή και αξιοποίηση αυτού του κλίματος μέχρι την τελική εκλογική νίκη της Ν.Δ., υπήρξε έργο ενός πελώριου επικοινωνιακού μηχανισμού, οι βασικές επιλογές του οποίου εκπονούνταν με τη βοήθεια Αμερικανών επικοινωνιολόγων και εγχώριων συναδέλφων του, όπως ο Δημήτρης Μαύρος (σήμερα διευθύνων σύμβουλος της MRB). Στήθηκε ένα δίκτυο 57 «ελεύθερων» τοπικών (δημοτικών ή ιδιωτικών) ραδιοσταθμών σε όλη την Ελλάδα, οι οποίοι αναμετέδιδαν τις «παραγωγές» της ΝΔ σαν προϊόντα «ανεξάρτητης» δημοσιογραφίας. Μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από τη «17Ν», ο ίδιος μηχανισμός θα οργανώσει πάλι την τέλεση 800 μνημοσύνων και τη σχετική μετονομασία 300 δρόμων και πλατειών σε όλη την Ελλάδα.

Αποτελεσματική για το πολιτικό ξέπλυμα του αρχηγού της Ν.Δ. από τη βαριά σκιά της αποστασίας του 1965 αποδείχτηκε και η επιστράτευση καλλιτεχνών ιστορικά ταυτισμένων με την Αριστερά. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Μίκης Θεοδωράκης, που τον Νοέμβριο του 1989 εντάχθηκε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Ν.Δ. και το 1990-1992 χρημάτισε υπουργός «άνευ χαρτοφυλακίου» του Μητσοτάκη. Εξίσου χαρακτηριστική υπήρξε και η στάση του Διονύση Σαββόπουλου. Χαρακτηριστική στιγμή αυτής της επικουρίας θα αποτελέσει η υποκατάσταση της κεντρικής προεκλογικής συγκέντρωσης της Ν.Δ. από μια κοινή συναυλία Θεοδωράκη, Χατζιδάκι και Ξαρχάκου στο Καλλιμάρμαρο, «κόντρα στο φανατισμό των συγκεντρώσεων». Φυσικά, ο Μητσοτάκης εκφώνησε εκεί «σύντομο χαιρετισμό».

Ωστόσο, στις εκλογές στις 18/6/1989 το ΠΑΣΟΚ, παρά το βούλιαγμα στον νεποτισμό, την καμαρίλα και την προδοσία των λαϊκών προσδοκιών με το «σταθεροποιητικό» πρόγραμμα 1985-1987 («δια χειρός» Κ. Σημίτη και Λ. Παπαδήμου) θα «αντέξει» με 39% κόντρα στο 44% της ΝΔ. Τρίτη δύναμη ο ενιαίος Συνασπισμός (ΚΚΕ – ΚΚΕ εσ.) με 13%.

Οι διαπραγματεύσεις της ηγεσίας του ΣΥΝ (κυρίως του Φλωράκη) κατέληξαν στις 1/7/89 στον σχηματισμό κυβέρνησης ΝΔ-ΣΥΝ «ειδικού σκοπού» και εκ των προτέρων περιορισμένης (3μηνης) διάρκειας, με διακηρυγμένους στόχους την «κάθαρση» των σκανδάλων και τον «εκδημοκρατισμό» των θεσμών. Πρωθυπουργός ο νεοδημοκράτης Τζ. Τζαννετάκης, και συμμετοχή του ΣΥΝ με δύο υπουργούς (Ν.Κωνσταντόπουλος και Φ.Κουβέλης). Εμφανίστηκε από αμφότερους τους εταίρους, ως «εθνικοενωτική» συμμαχία μιας δημοκρατικής Δεξιάς και μιας υπεύθυνης Αριστεράς ενάντια στο «λαϊκίστικο» ΠΑΣΟΚ.  Ερχόμενη σε καταφανή αντίθεση με τα βιώματα των μη δεξιών, «μπετόναρε» τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ και αποσυσπείρωσε εκείνον της Αριστεράς, η ηγεσία της οποίας δεν δίστασε να επιδείξει με δηλώσεις της χαρακτηριστική αλαζονεία για τη βραχύβια δανεική εξουσία της, διαγράφοντας μεταξύ άλλων με συνοπτικές διαδικασίες όσα μέλη της διαφώνησαν δημόσια μ’ αυτή την επιλογή (νεολαία ΚΚΕ, σημερινό ΝΑΡ).

Και καλά, ο «γραμματικός» της Βάρκιζας, ο Λεωνίδας Κύρκος που εκθείαζε τον Τσαουσέσκου συμφωνώντας παράλληλα με την επιλογή του ΚΚ Ιταλίας για τον «ιστορικό συμβιβασμό» με Χριστιανοδημοκράτες και ΝΑΤΟ. Ο «καπετάν Γιώτης», ο Χαρίλαος Φλωράκης, πιστός στο «κόμμα» από την εποχή του Ζαχαριάδη; Που εκθείαζε την επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία και την χούντα Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία; Για να καταλάβουμε αυτή την μεταστροφή πρέπει να δούμε τον διεθνή περίγυρο.

Όταν τον Φλεβάρη του ’89 γέμισαν χιλιάδες άνθρωποι το ΣΕΦ, για να επικροτήσουν με ελπίδα το ενωτικό εγχείρημα του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» ήταν ήδη σε επιταχυνόμενη εξέλιξη η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που θα οδηγούσε λίγους μήνες μετά στην πτώση του τείχους του Βερολίνου και στην συνοπτική εκτέλεση του ζεύγους Τσαουσέσκου σε ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση (Χριστούγεννα 1989). Ένα χρόνο πριν γράψει θριαμβολογώντας υπέρ του καπιταλισμού ο Φρ. Φουκουγιάμα το «Τέλος της Ιστορίας», ο Παύλος Τσίμας έγραφε από τις στήλες του Ριζοσπάστη ως ανταποκριτής στο συνέδριο του ΚΚΣΕ υπό τον Μ. Γκορμπατσόφ που αποφάσιζε ανοίγματα στην «αγορά» άρθρο με τίτλο: «10 ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο»…! Όπου υπάρχει στρατηγικό «τσαλαβούτημα» (ιδεολογική ένδεια) υπάρχουν και πολιτικές κολοτούμπες (οπορτουνισμός).

Αναμενόμενα, στις επόμενες εκλογές 5/11/89 η ΝΔ αύξησε το ποσοστό της κατά 1,9%, το ΠΑΣΟΚ κατά 1,5 ενώ ο ΣΥΝ είδε μείωση 2,2%. 

Ακολουθεί νέα «οικουμενική» υπό τον υπέργηρο καθηγητή Ξ. Ζολώτα με συμμετοχή και του «αντιδεξιού» ΠΑΣΟΚ. Για πρώτη φορά δοκιμάζει ραμμένο για υπουργοποίηση κοστουμάκι και ο γνωστός μας Γ. Δραγασάκης…

Στις 3ες και τελευταίες σε ένα δεκάμηνο εκλογές, στις 8/4/1990, η δεξιά επικυρώνει την ηγεμονία της με 47%, το ΠΑΣΟΚ παίρνει 38,5% και ο ΣΥΝ 10%. Οι έδρες της ΝΔ ήταν αρχικά 150 για να προσφέρει την στήριξή του ο μοναδικός βουλευτής της ΔΗΑΝΑ μαζί με τον πιο επιφανή από τους  2 εκλεγμένους (αυτο και ετερο-προσδιορισμένους) εκπροσώπους της τουρκικής μειονότητας στην Θράκη τον Αχμέτ Σαδίκ (για να μην αναρωτιέστε γιατί προσδιορίστηκε το πλαφόν του 3% για είσοδο στην βουλή). 

Οι μεταρρυθμίσεις

Ο Κ. Μητσοτάκης αποδεικνύεται «οδοστρωτήρας». Άλλωστε, ήταν απόλυτα ειλικρινής όταν δήλωσε µετά την ψήφιση του 1ου µνηµονίου (Μάιος 2010), ότι η κυβέρνησή του ήταν 20 χρόνια µπροστά! Το «έργο» του: Τρεις (αντι)ασφαλιστικές µεταρρυθµίσεις (’90, ’91, ’92). Υπερφορολόγηση των «µικροµεσαίων» µε τεκµαρτή φορολογία.  «Εξορθολογισμός» των τιμολογίων των ΔΕΚΟ. Ανάθεση µεγάλων οδικών αξόνων (Αττική οδός, Ρίο-Αντίρριο) και του αεροδροµίου των Σπάτων µε τη µορφή της αυτοχρηµατοδότησης (διόδια κ.ά.) στους κολοσσούς των ελλ. τεχνικών εταιρειών (παράλληλα µε την κατάργηση της ΜΟΜΑ – της κρατικής υπηρεσίας τεχνικών έργων). «Απελευθέρωση» της κίνησης κεφαλαίων. 

«Απελευθέρωση» του ανταγωνισµού µε κατάργηση κρατικών µονοπωλίων (Ο.Α., ΕΛΤΑ, καζίνα, µαρίνες, ∆ΕΗ). 

Για την «ανάπτυξη» κάποιων αγορών, εφαρμόστηκε κλείσιµο ή παρεµπόδιση των κρατικών εταιρειών να αναπτύξουν σχετικές υπηρεσίες (π.χ. κατάργηση λεωφορείων ΟΣΕ, κατάργηση υπηρεσίας ταχυµεταφορών ΕΛΤΑ, απαγόρευση ΟΤΕ για ορισµένα χρόνια να αναπτύξει δίκτυο κινητής τηλεφωνίας).

Ιδιωτικοποίηση των συγκοινωνιών και εξαφάνιση των «άγονων» δρομολογίων. «Απελευθέρωση» του ∆ηµοσίου από 66 κρατικοποιηµένες βιοµηχανίες του ΟΑΕ (ΑΓΕΤ, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. με συνολικά 9.000 απολυμένους). 

Μείωση σε μια 2ετία (με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος) των «μόνιμων» δημόσιων υπαλλήλων κατά 30 χιλιάδες παρά την τακτοποίηση δεκάδων χιλιάδων από την «πελατεία» της καθώς έσπευσε να προσλάβει μέχρι και αγροφύλακες. «Απελευθέρωση» (ρευστοποίηση πλειοψηφικού πακέτου έναντι «πινακίου φακής») των κρατικών τραπεζών από (κερδοφόρες) επιχειρήσεις (Ναυπηγεία Ελευσίνας, Τράπεζα Αθηνών, Βιοµ. Ζάχαρης, ΕΑΒ, Λιπάσµατα, Olympic Catering κλπ.). «Απελευθέρωση» των τιµών όλων των αγαθών (πλην των φαρµάκων) και κατάργηση όλων των προηγούµενων προβλέψεων π.χ. στις τιµές των ενοικίων, των καυσίµων, του ψωµιού κ.λπ. «Απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας µε εισαγωγή µερικής απασχόλησης, διεύρυνση ωραρίου κ.λπ. Παρόλα αυτά, το δημόσιο χρέος που επί «σπάταλου» ΠΑΣΟΚ είχε φτάσει το 1989 στο 60% του ΑΕΠ, ενώ επί Μητσοτάκη εκτοξεύτηκε το 1993 στο 115%.

Ο Εθνικισμός

Με την κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων, μιλιούνια νέων ανθρώπων (κυρίως από Αλβανία) κατακλύζουν τις πόλεις και την ύπαιθρο. «Χαράς ευαγγελία» για μικρά και μεγάλα αφεντικά. Προσχηματικές επιχειρήσεις «σκούπα» από την αστυνομία στις πόλεις και κεφαλοκυνηγοί του Σ/Κ στην ύπαιθρο φροντίζουν για αυτή την «ασσύμετρη απειλή», εξασφαλίζοντας τον φόβο των μεταναστών και τα ξευτελιστικά μεροκάματα, διενεργώντας παράλληλα την διακίνηση, τις ληστείες και ενίοτε τις δολοφονίες σε βάρος τους. Το ισχυρό μέχρι τότε και κυριαρχούμενο από το ΚΚΕ συνδικάτο των οικοδόμων, νοιώθοντας πιο έντονα την πίεση στα μεροκάματα αποφασίζει όχι την ένταξη στο σωματείο και την πίεση στους εργολάβους, αλλά συμμετέχει στο κυνήγι των «παράνομων» μεταναστών στις οικοδομές και την παράδοσή τους στην αστυνομία….

Ταυτόχρονα, με την σε εξέλιξη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας διαφαίνονται ευκαιρίες για την «ύαινα» του ελληνικού αστισµού. 

Ύστατο ανάχωμα στις κοινωνικές αντιστάσεις, η κυβέρνηση θα παίξει το χαρτί του εθνικισμού με όχημα το Μακεδονικό, που από τη μια μέρα στην άλλη αναγορεύτηκε από «ανύπαρκτο» σε μείζον εθνικό μας θέμα. Στο υπουργικό συμβούλιο της 4/12/1991, ο Μίκης Θεοδωράκης υποστηρίζει: «Αυτός είναι ένας στόχος που μπορεί να συσπειρώσει σήμερα. Σ’ όλη αυτή την πολιτική που ασκείται στον λαϊκισμό, ας προτάξουμε και ένα ιδανικό μπροστά, να συσπειρωθούμε όλοι μαζί». Τον Φεβρουάριο του ’92 έχουµε το (παρα)κρατικά οργανωµένο συλλαλητήριο «για τη Μακεδονία». Κηρύγματα μίσους από μητροπολίτες, υποστήριξη από τον διασπασμένο πλέον ΣΥΝ της Μαρίας Δαμανάκη και του Λεωνίδα Κύρκου (το ΚΚΕ προς τιμή του προβάλλει στοιχειώδη αντίσταση στον εθνικισμό), υστερία για την ιδιοκτησία συμβόλων των …αρχαίων Μακεδόνων κλπ. Ως «ελληνόψυχοι» διακρίνονται γνωστοί ευπατρίδες όπως ο Ν. Κακλαμάνης, πρώην αριστεροί όπως ο Α. Λεντάκης και «σεσημασμένοι» παραμυθάδες όπως ο Α. Παπανδρέου («το όνομά μας είναι η ψυχή μας»). Λίγο μετά τα «μακεδονικά» συλλαλητήρια εκδίδεται και το γενέθλιο 1ο φύλλο της «Χρυσής Αυγής» (σύμφωνα με την ίδια με χρήματα «από λαχείο», κατ’ άλλους με µυστικά κονδύλια του υπ. Εξωτερικών). 

Οι αντιστάσεις

Ευνόητο είναι ότι τόση νεοφιλελεύθερη «απελευθέρωση» δημιούργησε αντιδράσεις. Θα εστιάσουμε σε 2 που θεωρούμε κομβικές:

Εκπαίδευση

Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς  ’90-’91 εκδόθηκαν 2 προεδρικά διατάγματα για τα Γυμνάσια και Λύκεια: επαναφορά του ομαδικού εκκλησιασμού, «αναμόρφωση» των μαθητικών κοινοτήτων, ολοσχερής κατάργηση των αδικαιολόγητων απουσιών και επιβολή ενός point system ελέγχου και ποινικοποίησης της συμπεριφοράς των μαθητών. Υπήρχε μάλιστα επιταγή «πάταξης όποιας αμφίεσης κριθεί σε δυσαρμονία με το σχολικό περιβάλλον». Η απάντηση των μαθητών πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας καταλήψεων, που ξεκίνησαν στις 22 Νοεμβρίου από το Ηράκλειο για ν’ απλωθούν ταχύτατα σε όλη την Ελλάδα. Ταυτόχρονες καταλήψεις σε ΑΕΙ και ΤΕΙ ενάντια στο «πολυνομοσχέδιο» Κοντογιαννόπουλου οδηγούν σε πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο 35.000 νέων (18/12). «Τα σχολεία πρέπει να λειτουργούν», δηλώνει στις 12/12 ο Γρηγόρης Φαράκος (γ.γ. τότε του ΚΚΕ,) μετά τη συνάντησή του με τον Μητσοτάκη, ο οποίος έκανε κάποιες μικροϋποχωρήσεις και περίμενε τις διακοπές των Χριστουγέννων με την προσδοκία της εκτόνωσης. Ωστόσο, σύμφωνα με το ίδιο το υπουργείο, πάνω από 700 σχολεία παρέμειναν κατειλημμένα στη διάρκεια των γιορτών (ανάμεσά τους η πλειοψηφία των σχολείων σε Αττική – Θεσσαλονίκη), ενώ σε πολλά άλλα είχαν προγραμματιστεί συνελεύσεις για τις 7 Ιανουαρίου. Προκειμένου να καμφθεί το κίνημα, διατάχθηκαν οι διευθυντές να παίρνουν απουσίες στο πεζοδρόμιο (με μοναδικό κριτήριο τη δήλωση κάθε μαθητή υπέρ ή κατά της κατάληψης) και υπενθυμίστηκε πως αρκούσαν 50 αδικαιολόγητες απουσίες για να χάσει ένας μαθητής τη χρονιά. Ο νέος αυτός εκβιασμός κατέρρευσε, με τον αριθμό των καταλήψεων να αυξάνεται την επομένη των διακοπών. 

Δεν απέμενε, λοιπόν, παρά η προσφυγή στην παρακρατική βία. Ομάδες κρούσης «αγανακτισμένων πολιτών» της ΝΔ και της ΟΝΝΕΔ ανέλαβαν να σπάσουν διά ροπάλου τις καταλήψεις.

Το έδαφος είχε προπαρασκευαστεί, ήδη από την εποχή των καλοκαιρινών απεργιών. «Αν λειτουργούσαν υγιώς τα ανακλαστικά αυτού του λαού, όλοι αυτοί οι αγύρτες του γκανγκστερικού συνδικαλισμού θα ήταν σήμερα φασκιωμένοι με επιδέσμους, μαύροι κι αγνώριστοι απ’ το ξύλο, αφού δεν είναι στον Κορυδαλλό, όπως θα έπρεπε, κήρυσσε στην «Απογευματινή» ο Χρ. Πασαλάρης. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, καταλήγει το άρθρο, όφειλε να διδάξει από τηλεοράσεως στον λαό «την αυτοάμυνα από τα πέντε-δέκα καθάρματα που μαγαρίζουν σαδιστικώς τα ιερά δικαιώματα του ελεύθερου πολίτη, είτε κόβοντάς του το ρεύμα είτε κλείνοντάς του τα σχολεία είτε εμποδίζοντας την κίνησή του στους δρόμους είτε θέτοντας σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία του». Κάλεσμα σε ομαδική αυτοδικία απηύθυνε και ο εκδότης του «Ελεύθερου Τύπου» Δημήτρης Ρίζος (9/1/1991): «Εμπρός λοιπόν στον δρόμο που χάραξαν οι πολίτες της Αμαλιάδας. Kαταλάβατε ακόμη και τα σπίτια των… Μπαλωμένων!» (Δημ.Μπαλωμένος λεγόταν ο τότε πρόεδρος της ΟΛΜΕ). Όταν το φύλλο έφτασε στα περίπτερα, ο Νίκος Τεμπονέρας ήταν ήδη νεκρός με τσακισμένο κρανίο από την γνωστή  για τους τραμπουκισμούς της ομάδα του Γιάννη Καλαμπόκα (πρόεδρος της τοπικής ΟΝΝΕΔ, δημοτικός σύμβουλος και υπάλληλος της Τράπεζας Κρήτης)… Στη διάρκεια των καταλήψεων είχαν πραγματοποιηθεί στην Πάτρα δύο τουλάχιστον συσκέψεις στην Νομαρχία για την αντιμετώπισή τους, στις 22/12 και το βράδυ πριν την δολοφονία 8/12 (με 60 παρόντες διευθυντές σχολείων, τον ντόπιο υφυπουργό Παιδείας, τον δεξιό βουλευτή Ν. Νικολόπουλο κλπ.), όπου εισήχθη η στρατηγική περί «νομιμότητας» των ανακαταλήψεων και η ανάληψη δυναμικής δράσης απ’ την ΟΝΝΕΔ. Ανάλογα σχέδια αναπτύχθηκαν σε παρόμοιες συσκέψεις σε όλη την Ελλάδα (π.χ. στη Θεσσαλονίκη στις 4/1, παρουσία του υπουργού Εσωτερικών Σ. Κούβελα). 

Ο Θοδωρής Ρουσόπουλος  με ρεπορτάζ στις 13/1 στην «Ελευθεροτυπία», αποκάλυψε ότι σχετικές εντολές είχαν επίσης δοθεί με τέλεξ προς τις νομαρχιακές του κόμματος, και τηλεφωνικά προς τις τοπικές οργανώσεις από τα κεντρικά γραφεία της Ν.Δ. Η είδηση της δολοφονίας προκάλεσε έκρηξη. Το κέντρο της Πάτρας μετατράπηκε σε θέατρο συγκρούσεων το βράδυ της 9ης Ιανουαρίου, για ν’ ακολουθήσει ένα διήμερο πολύωρων οδομαχιών στους δρόμους της Αθήνας (10-11/1), με συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών, εκατοντάδες τραυματίες και 4 ακόμη νεκρούς, όταν ένα από τα 4.000 δακρυγόνα που εκτόξευσαν τα ΜΑΤ προκάλεσε πυρκαγιά στο ισόγειο χαρτοπωλείο του «Κ. Μαρούση». Πανικόβλητη, η κυβέρνηση απέσυρε τα επίμαχα διατάγματα και το πολυνομοσχέδιο, ο Κοντογιαννόπουλος παραιτήθηκε κι ο διάδοχός του Γιώργος Σουφλιάς εξήγγειλε εθνικό διάλογο για την Παιδεία «από μηδενική βάση». 

Συγκoινωνίες

Ο αγώνας όμως των εργαζομένων της ΕΑΣ (αστικές συγκοινωνίες Αθήνας) είχε τέτοια διάρκεια και χαρακτηριστικά όσο ώστε να γίνει σύµβολο της αντιπαράθεσης µε το νεοφιλελευθερισµό, συγκεντρώνοντας το µίσος των «από πάνω» και τη συµπαράσταση των «από κάτω». Τον Φεβρουάριο του 1991, οι εργαζόµενοι καταλαµβάνουν τα γραφεία της διοίκησης και κηρύσσουν απεργία ζητώντας αυξήσεις! Παρά την κήρυξη της απεργίας παράνοµης, την επιστράτευση και την κυκλοφορία στρατιωτικών οχηµάτων, ευχάριστο στιγμιότυπο το ξύλο που τρώνε τα ΜΑΤ έξω από το υπ. Συγκοινωνιών, η απεργία νικάει ένα µήνα µετά! Τον Ιούλιο του 1992 και αισθανόµενη ισχυρή, η κυβέρνηση ανακοινώνει την απόλυση 1.200 εργαζοµένων µε εναλλακτική την ιδιωτικοποίηση. Στις 23/7 στο γήπεδο του Σπόρτινγκ 8.000 εργαζόµενοι αποφασίζουν απεργία διαρκείας µε σύνθηµα «ή όλοι ή κανένας». Με τα λεωφορεία να φυλάσσονται από τους απεργούς στα 5 αµαξοστάσια, η αγανάκτηση για την προκαλούµενη ταλαιπωρία βρίσκει αυθεντικούς εκφραστές στον «προοδευτικό χώρο», που µιλάει για «εργατική αριστοκρατία» και στην αριστερίζουσα «Ελευθεροτυπία» που λανσάρει για τους ΕΑΣίτες τον υποτιµητικό όρο «Σταµουλοκολλάδες» (Κολλάς, ο Πασόκος πρόεδρος του σωµατείου και Σταµούλος, ο ΚΚΕες γραμματέας, ηγέτης του απεργιακού αγώνα). Στις 7/8 ψηφίζεται η ιδιωτικοποίηση της ΕΑΣ και η παραχώρηση των 1.700 λεωφορείων για εκµετάλλευση στους «πρόθυµους» από τους οδηγούς, σε πολύτεκνους και βεβαίως στους διαχρονικά αγαπηµένους της δεξιάς ΚΤΕΛατζήδες. Ταυτόχρονα, µε στρατιωτική επιχείρηση καταλαµβάνονται όλα τα αµαξοστάσια. 

Οι εργαζόµενοι, νιώθοντας ότι ο αγώνας θα είναι µακρύς, οργανώνουν απεργιακό ταµείο και ζητάνε συµπαράσταση. Κυρίως οι γυναίκες τους ξαµολιούνται σε λιµάνι, σταθµούς, διόδια κ.λπ. µαζεύοντας πολλά εκατοµµύρια δραχµές. ∆ηµιουργούνται επιτροπές συµπαράστασης από άλλες πόλεις, συνδικάτα εκφράζουν οικονοµικά την αλληλεγγύη τους, φούρνοι προσφέρουν δωρεάν ψωµί κ.λπ. Οι επόμενοι μήνες κυλάνε µε διαδηλώσεις (20/8, 60.000 κόσµος), προσπάθειες ανακατάληψης των αµαξοστασίων (Βοτανικός 21/8, 50 τραυματίες μπάτσοι και 50 απεργοί), συλλήψεις, δολιοφθορές (συλλαµβάνονται από τους εργαζόµενους ένας ασφαλίτης και ένας δασοπυροσβέστης) και το διάσηµο ξεβράκωµα στις 9/10, 13 «νοικοκυραίων» απεργοσπαστών που είχαν πάει ξηµερώµατα στην πίσω πόρτα του Εφετείου να πάρουν πιστοποιητικό ποινικού µητρώου για την απόκτηση λεωφορείου. 

Στις 12/9/92 αντιπροσωπεία των απεργών μαζί με 2000 «αριστεριστές» θα διαδηλώσουν στα επίσημα εγκαίνια της ΔΕΘ από τον Μητσοτάκη σε μια απαγορευμένη από την αστυνομία διαδήλωση. 3 μέρες μετά η ίδια αντιπροσωπεία με δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτών  θα απλώσουν έναν αχό πάνω από την πόλη της Θεσσαλονίκης: «ΕΑΣ-ΕΑΣ να φύγει ο κερατάς» (ο Κ. Μητσοτάκης). Το σύνθηµα αυτό θα ακούγεται σε όλες τις µικρές και µεγάλες κινητοποιήσεις που θα ακολουθήσουν.

Οι «Σταµουλοκολλάδες», σύµβολο ασυµβίβαστου αγώνα, «άγριας απεργίας», συνεχίζουν την οργάνωση της αλληλεγγύης µε συναυλίες, διαδηλώσεις, πορείες απελευθέρωσης για τους φυλακισµένους συναδέλφους τους μέχρι την τελική νίκη.

(Άδοξο) τέλος

Ήδη από τον Απρίλιο του 1992, οι επαναληπτικές εκλογές για την έδρα του (καταδικασμένου από το ειδικό δικαστήριο) Δημήτρη Τσοβόλα στη Β΄ Αθήνας θα καταγράψουν μια σαρωτική μεταβολή των συσχετισμών, προδιαγράφοντας την ήττα της Ν.Δ. Τελικά ο εθνικισμός αποδείχτηκε δίκοπο μαχαίρι, προσδίδοντας μια προσχηματική νομιμοποίηση σε εσωκομματικές αντιπολιτεύσεις της Ν.Δ. που διαμεσολαβούσαν δυσαρεστημένους επιχειρηματίες ή ήθελαν απλώς να πάρουν τη θέση του χαλίφη. Έχοντας χάσει προ πολλού την κοινωνική ηγεμονία, αντιμέτωπη με διαλυτικές τάσεις (απόσχιση Σαμαρά) και αντιμέτωπη μ’ ένα καινούργιο σκάνδαλο δικών της υποκλοπών, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανατράπηκε τελικά στις 9/9/1993 από έναν άγνωστο βουλευτή του Κιλκίς, που ανακάλυψε ξαφνικά ότι δεν μπορούσε να υπομείνει το ενδεχόμενο μιας «προδοτικής» συμφωνίας για σύνθετη ονομασία της ΠΓΔΜ. Οι πρόωρες εκλογές στις 10/10/1993 επικύρωσαν τα αναμενόμενα: το ΠΑΣΟΚ ήρθε πρώτο με 47% και 170 έδρες, η Ν.Δ. υποχώρησε στο 39%, η ακροδεξιά Πολιτική Άνοιξη του Σαμαρά ήρθε 3η με 5% και  το ΚΚΕ, που είχε συμβάλει ενεργά στους εργατικούς αγώνες ακολούθησε με μόλις 4,5%. Ο …«μυαλωμένος» ΣΥΝ της Μ. Δαμανάκη, βρέθηκε εκτός Βουλής. Η νέα κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου θα επιβεβαιώσει την οργανική σχέση με τα σωματεία απ’ όπου άντλησε (μέχρι ξεζουμίσματος) την εξουσία, επανακρατικοποιώντας άμεσα την ΕΑΣ και παύοντας τις σχετικές ποινικές διώξεις…

Μικρό Επιμύθιο

Πολύ νερό κύλησε έκτοτε στο αυλάκι! Οι επιζώντες πρωταγωνιστές στην πλειοψηφία τους αλλάξανε στρατόπεδα, όπως ο Βασ.Κοντογιαννόπουλος που ως βουλευτής του «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ χρημάτισε υφυπουργός Υγείας της κυβέρνησης Σημίτη. Την πιο χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί σίγουρα ο Ν. Νικολόπουλος, που κάποτε δικαιολογούσε τις βιαιοπραγίες της ομάδας Καλαμπόκα σαν τοπικό «έθιμο», αλλά ευτύχησε να στηρίξει ως βουλευτής των ΑΝΕΛ την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα – του πιο διάσημου από τους καταληψίες μαθητές του 1991…

Τα πάντα συμβαίνουν σε αυτή την ζωή εκτός ίσως από την συγκρότηση ενός κοινωνικά διακριτού αντικαπιταλιστικού πολιτικού πόλου που θα αξιοποιεί τα παράθυρα ευκαιρίας που προσφέρουν οι ολοένα και πιο δραματικές κρίσεις του συστήματος και το αυθόρμητο κίνημα των καταπιεζόμενων. Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη πατρός και η αδυναμία της αριστεράς να μεγαλώσει το πολιτικό της κεφάλαιο (όχι με όρους αστικού κοινοβουλίου αλλά με όρους κινηματικών νικών και συγκρότησης εύρους στελεχών) είναι χαρακτηριστική.

Δεν μένουμε στην φωτογραφία της στιγμής όπου ο Μητσοτάκης υιός κάνει περίπατο απέναντι στην σημερινή (ή χθεσινή) κοινοβουλευτική αριστερά ούτε κλαψουρίζουμε για βολεμένους, ψεκασμένους ή ηλίθιους… Η ήττα της αριστεράς που εκτοξεύει μπερδεμένες αρλούμπες, φληναφήματα για ανάπτυξη για όλους, επιδιώκει win – win situation για «τον διάβολο με την παρθένα αγκαλιά», στάδια εκδημοκρατισμού, κατάκτηση του «βαθέος κράτους», προοδευτικό μετασχηματισμό της ΕΕ, ίσως και του… ΝΑΤΟ ή των BRICS, μας αγγίζει αλλά δεν είναι δική μας ευθύνη.

Ομοίως, η επίκληση της ταξικής πάλης, του διεθνισμού και του σοσιαλισμού με τρόπο αόριστο, γενικόλογο, εν τέλει μεταφυσικό (συνήθως ηρωοποιώντας το παρελθόν -«φτωχοί πλην τίμιοι- και τοποθετώντας την πάλη για τον σοσιαλισμό στο απώτερο μέλλον) δεν μας αξίζει.

Η εμμονή στην καταγγελιολογία και την περιφρούρηση-ανάπτυξη («πετραδάκι, πετραδάκι») του κάθε «πολιτικού μαγαζιού» μοιάζει με τις αλληλοσφαζόμενες χριστιανικές αιρέσεις του Μεσαίωνα, που καθεμιά κατείχε την αποκλειστική εξουσιοδότηση για την ερμηνεία και εφαρμογή του Λόγου Του όσο οι επίσκοποι διεύρυναν την σωματική τους περιφέρεια…

Το ενιαίο μέτωπο (που οι πάντες επικαλούνται) δεν γίνεται με πρόχειρες συγκολλήσεις και προγραμματικό αγνωστικισμό κάποιου τύπου «πλατιού κόμματος» (ΣΥΝ, ΛΑΕ, ΜΕΡΑ) στην βάση του ελάχιστου κοινού παρονομαστή (έχει καταντήσει γελοίο). Ούτε με ιδεολογική ένδεια και έλλειψη κριτικής στην ίδια μας την ιστορία (ΚΚΕ, σταλινογενείς). Πρέπει επιτέλους να συγκροτήσουμε μία κατά το δυνατόν ολοκληρωμένη συσσωμάτωση απέναντι στην δυστοπία του πολυσαπισμένου καπιταλισμού συναρθρωμένη από εύληπτες, καθαρές και καίριες προτάσεις για να ανατρέψουμε τους ταξικούς συσχετισμούς. Και αυτό πρέπει κάποια στιγμή να το προσπαθήσουμε θαρρετά, κατάματα και χωρίς μικρομέγαλους ηγεμονισμούς, γιατί ο χρόνος στερεύει, αλλά και γιατί μας αξίζει. 




Μάης του ’68: η εξέγερση και η διπλή παγίδα κινηματισμού και ρεφορμισμού

Του Βαγγέλη Λιγάση

Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις στην Γαλλία -λαϊκή εξέγερση ενάντια στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο του Μακρόν- επανέφεραν στον «δημόσιο» λόγο αλλά και στα κοινωνικά δίκτυα «ερμηνείες» της εξέγερσης που ανάγονται στο γαλλικό DNA (;) και αναγωγές-συγκρίσεις με την εξέγερση στην Γαλλία τον Μάη του 1968. Πράγματι, η παράδοση εξεγέρσεων και επαναστάσεων της εργατικής τάξης στην Γαλλία, που ξεκινάει από τη Βαστίλη το 1789, συνεχίζεται το 1830 και το 1848, κορυφώνεται στην «Κομμούνα» το 1871, κατακτά με το όπλο της απεργίας το 1936 για πρώτη φορά την πληρωμένη άδεια, επανήλθε «εκτυφλωτικά» τον Μάη του 1968. Οι ιστορικά πιο πρόσφατες μαζικές κινητοποιήσεις [μεγάλες απεργίες τον χειμώνα του 1995, ενάντια στον CPE (νόμος πρώτης εργασίας – ασφάλισης) το 2006 και τα «Κίτρινα Γιλέκα» την περασμένη διετία] δεν είχαν το «βάρος» και την παγκόσμια επιρροή που είχε η γενική απεργία στην Γαλλία τον Μάη του 1968, η οποία παραμένει μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη (σε διάρκεια και συμμετοχή) γενική απεργία στην Ιστορία.

Ο «Γαλλικός Μάης» του 1968, έβαλε ξανά στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της συνολικής ανατροπής. Το ζήτημα της επανάστασης, που (και τότε) η κυρίαρχη Αριστερά είχε μεταθέσει με… σοφία και ασφάλεια στο απώτερο μέλλον.

Το ξεκάθαρο στον Μάη του ’68 στη Γαλλία ήταν ότι οι εργάτες/τριες και η νεολαία έδειξαν ότι δεν πάλευαν απλώς για κάποιες αυξήσεις, για κάποια επιδόματα και για μερικές αίθουσες διδασκαλίας στα πανεπιστήμια, αλλά για μιαν άλλη ζωή και μιαν άλλη κοινωνία.

Μέσα στο εξεγερσιακό πανηγύρι κατέρρευσαν προκαταλήψεις δεκαετιών, έσπασε ο συντηρητισμός που είχε επιβάλει η άρχουσα τάξη, έσπασε η κυριαρχία των σταλινικών ΚΚ. Τα κινήματα των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, της οικολογίας, του αντιρατσισμού και οι οργανώσεις της Επαναστατικής Αριστεράς «γεννήθηκαν», ή «ξαναγεννήθηκαν», το 1968.

Ενέπνευσε τη νεολαία, τους εργάτες/τριες, διεθνώς. Προκάλεσε εκρηκτικά φοιτητικά και απεργιακά κινήματα, λαϊκές εξεγέρσεις, απελευθερωτικά κινήματα που έδιωξαν τους ιμπεριαλιστές, που ανέτρεψαν δικτατορίες, που σάρωσαν δεξιές κυβερνήσεις, που ταρακούνησαν την αστική τάξη. Με επίκεντρο τη Γαλλία, ο «Μάης» του ’68 ήταν ένα διεθνές επαναστατικό ρεύμα.

Ωστόσο, τα 55 χρόνια από το τελευταίο επαναστατικό ξέσπασμα στην Ευρώπη είναι πολλά: η πιο μακροχρόνια περίοδος χωρίς επαναστατικά γεγονότα!

Κι επειδή η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται (παρά μόνο είτε σαν τραγωδία είτε σαν φάρσα), αλλά διδάσκει, καλό είναι να ρίξουμε μια διεισδυτική ματιά στην εποχή και τα γεγονότα του «Γαλλικού Μάη» για να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα (και όχι έτοιμες «οδηγίες χρήσης») για τους αγώνες ενάντια στην βαρβαρότητα της εξαθλίωσης, του ανταγωνισμού, της οικολογικής καταστροφής και του πολέμου που μας «εγγυάται» το κοινωνικό σύστημα του καπιταλισμού.

Η εποχή

«Πνέει τα λοίσθια» το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον συνεχούς μεταπολεμικής ανάπτυξης με ρυθμούς 5-7% ετησίως (λόγω της απελευθέρωσης καινούριων παραγωγικών δυνάμεων που επέφερε η καταστροφή του Β’ Π.Π.) και κρατικού πατερναλισμού («κοινωνικό κράτος» στην Ευρώπη), που ήταν πολιτικό απότοκο της ενεργητικής απαίτησης της γενιάς του πολέμου για μια καλύτερη ζωή και οικονομικό απότοκο του γεγονότος ότι για μιάμιση περίπου δεκαετία μπορούσαν να αυξάνονται ταυτόχρονα τα κέρδη και ο πραγματικός μισθός.

Η μέχρι τότε ανάγκη επέκτασης του καπιταλισμού, δημιουργεί τα «μαζικά» πανεπιστήμια σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Χαρακτηριστικά, στη Γαλλία οι φοιτητές το 1961 ήταν 200.000 ενώ το 1968 500.000. Αυτοί οι «διανοούμενοι» ή «ειδικοί» συνειδητοποιούν σταδιακά ότι τα περιθώρια κοινωνικής ανέλιξής τους είναι στενότερα σε σχέση με τις προσδοκίες τους…

Γεωπολιτικά κυριαρχεί ο λεγόμενος Ψυχρός Πόλεμος (που απειλεί τον πλανήτη με πυρηνικό ολοκαύτωμα). Η εικόνα όμως των δύο ανταγωνιζόμενων «στρατοπέδων» έχει πληγεί ανεπανόρθωτα: του μεν δυτικού καπιταλισμού («της ελευθερίας») από τις εθνικοαπελευθερωτικές εξεγέρσεις του «3ου Κόσμου», του δε κρατικοκαπιταλιστικού, δήθεν αποσταλινοποιημένου μπλοκ (του «σοσιαλισμού») από τις εξεγέρσεις στο εσωτερικό του (επανάσταση Ουγγαρίας 1956, Πολωνία, «Άνοιξη της Πράγας» κ.λπ.).

Το Φλεβάρη του 1968 ο στρατός των ΗΠΑ στο Βιετνάµ ταπεινώνεται από την αντεπίθεση των Βιετκόγκ. Τον Απρίλη δολοφονείται ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, και οι µαύροι εξεγείρονται στις ΗΠΑ. ∆εκάδες νεκροί, τα τανκς και ο στρατός στον δρόµο, συγκρούσεις ακόµη και λίγο πιο έξω από το Λευκό Οίκο. Η εξέγερση «αναπάντεχα» θα περάσει στην Ευρώπη.

Τα γεγονότα

Όπως συμβαίνει συχνά με τις εξεγέρσεις, όλα άρχισαν «δι’ ασήμαντον αφορμήν» – που σημαίνει ότι είναι τόσο ώριμο και «επείγον» αυτό που τις κάνει να ξεσπούν, ώστε η αφορμή μπορεί να είναι μικρής σημασίας. Στην προκείμενη περίπτωση ήταν η απαγόρευση της «επίσκεψης» αγοριών στις φοιτητικές εστίες των κοριτσιών τα βράδια (παραδόξως, το αντίθετο δεν απαγορευόταν) στο επαρχιακό πανεπιστήμιο της Ναντέρ κοντά στο Παρίσι. Ένα λοκ-άουτ από τη διοίκηση του πανεπιστημίου, η παραπομπή οκτώ φοιτητών στο πειθαρχικό, μια ολιγάριθμη συγκέντρωση συμπαράστασης, η επέμβαση και αγριότητα των αστυνομικών δυνάμεων, τα πρώτα οδοφράγματα – και ο «πυροκροτητής» λειτούργησε… Λίγες μόνο μέρες αργότερα, την Παρασκευή 10/5, ήρθε η «Νύχτα των οδοφραγμάτων». Το απόγευμα ένα τεράστιο πλήθος δεκάδων χιλιάδων νέων μαζεύτηκε στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα. Όταν η αστυνομία τούς εμπόδισε να διασχίσουν το ποτάμι, οι φοιτητές ύψωσαν παντού οδοφράγματα. Οι μάχες της «νύχτας των οδοφραγμάτων» είχαν τρομερή αγριότητα και κόπασαν το πρωί. Η διαρκής ραδιοφωνική αναμετάδοση των συγκρούσεων συγκλόνισε την πλειονότητα της κοινωνίας, η οποία συμπαρατάχθηκε με τους φοιτητές.

Το γαλλικό Κ.Κ. είχε πλειοδοτήσει σε νομιμοφροσύνη προηγούμενα, καταγγέλλοντας τις «οµαδούλες των προβοκατόρων». Ωστόσο, το πρωί του Σαββάτου 11/5 η ελεγχόμενη από το ΚΚ εργατική συνομοσπονδία (CGT) μαζί με αυτή των σοσιαλιστών θα καλέσει 24ωρη απεργία για την Δευτέρα 13/5, με στόχο να «επιστρέψει η ομαλότητα» υπό την «εγγύηση» των ρεφρορμιστών.

Ωστόσο, την Δευτέρα έγινε στο Παρίσι η μεγαλύτερη διαδήλωση μετά την απελευθέρωση από τους ναζί το 1944. Ένα εκατομμύριο διαδηλωτές! Στην κεφαλή της πορείας οι φοιτητές και η επαναστατική αριστερά. Οι γραφειοκράτες πίσω. Όλη η πορεία να δονείται από το σύνθηµα «Είµαστε µια οµαδούλα» και τον ύµνο της ∆ιεθνούς. Η κυβέρνηση πανικοβλήθηκε. Ο πρωθυπουργός Ζορζ Πομπιντού ανήγγειλε την απελευθέρωση των κρατουμένων και την επαναλειτουργία της Σορβόννης. Ήταν όμως αργά.

Από την επομένη, με αυξημένη αυτοπεποίθηση και χωρίς συνδικαλιστική «κάλυψη», οι εργαζόμενοι άρχισαν να καταλαμβάνουν εργοστάσια. Στην Sud Aviation (εργοστάσιο κατασκευής αεροπλάνων) αποφάσισαν κατάληψη του εργοστασίου στις 14 Μάη και σήκωσαν οδοφράγματα στις εισόδους του. Για ένα δεκαπενθήμερο, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του συνδικάτου, 20 διευθυντές φυλακίστηκαν στο κατειλημμένο εργοστάσιο!

Οι εργάτες της Ρενό στο Κλεόν προχώρησαν και αυτοί σε κατάληψη. Μέχρι τις 16 Μάη οι καταλήψεις είχαν απλωθεί σ’ ολόκληρη τη Γαλλία. Στις 18 η απεργία ήταν Γενική! Τα πάντα νέκρωσαν στη Γαλλία, καθώς οι σιδηροδρομικοί καταλάμβαναν τους σταθμούς και τα αμαξοστάσια. Οι ασφαλιστικές εταιρείες, τα πολυκαταστήματα, τα τυπογραφεία βρίσκονταν στα χέρια των απεργών.

Στις 25 Μάη το κρατικό ραδιόφωνο και η τηλεόραση ξεκίνησαν τη δική τους απεργία. Τα τηλεοπτικά νέα των 8 διακόπηκαν. Οι αστικές εφημερίδες αναγκάστηκαν να δεχθούν έλεγχο της ύλης τους και να τυπώσουν τις διακηρύξεις της Επιτροπής των Εργατών.

Η Γενική Απεργία κράτησε δεκαπέντε μέρες. Απεργούσαν 10 εκατ. εργάτες (τα 2/3 των Γάλλων εργαζομένων), τη στιγμή που τα πανίσχυρα τότε συνδικάτα δεν συσπείρωναν παρά 3.500.000 εργαζόμενους. Ανάμεσά τους και η πλειονότητα των 3.000.000 μεταναστών από την Αλγερία και το υπόλοιπο «Μαγκρέμπ» που μέχρι τότε ήταν κατ’ ανάγκη «σιωπηλή».

Οι φοιτητές δεν ήταν πια οι πρωταγωνιστές. Στα κατειλημμένα εργοστάσια υψώνονταν κόκκινες σημαίες ενώ από τα μεγάφωνα ακουγόταν η «Διεθνής». Όλα τα στρώματα της κοινωνίας συγκλονίστηκαν. Το όραμα μιας άλλης κοινωνίας, συλλογικής, απελευθερωτικής, όπου θα άνθιζαν ανεμπόδιστα όλα τα ανθρώπινα ταλέντα, ήταν χειροπιαστό μπροστά τους. Ζούσαν γεγονότα και συναισθήματα που δεν είχαν φανταστεί…

Η εργατική πληµµυρίδα παρέσυρε µεγάλα κοµµάτια της κοινωνίας στον ξεσηκωµό. Πόλεις ολόκληρες, όπως η Ναντ, οργάνωναν την περιφρούρηση απέναντι στο κράτος, τη διανοµή των αγαθών και την αλληλεγγύη.

Ωστόσο, την ώρα που χιλιάδες εργάτες και φοιτητές φώναζαν στους δρόμους: «Αντίο, Ντε Γκολ» (πρόεδρος της Γαλλίας), «Η εξουσία στους εργάτες» κ.λπ., το ΚΚΓ και οι ηγέτες των συνδικάτων δέχτηκαν την πρόσκληση για διαπραγματεύσεις. Για μία ακόμη φορά μέσα σε 30 χρόνια το ΚΚ Γαλλίας έριξε σωσίβιο στην κυρίαρχη τάξη που βυθιζόταν. Οι προηγούμενες ήταν η Γενική Απεργία του 1936 («Λαϊκό Μέτωπο») και η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας το 1944-1945 («Ένας στρατός, μία αστυνομία»).

Η συνάντηση με τους εργοδότες και τον Πομπιντού διαιτητή έγινε στην οδό Γκρενέλ (25-27 Μάη). Οι εργοδότες και η κυβέρνηση καταλάβαιναν πολύ καλά ότι, για να μπορέσουν τα συνδικάτα να πείσουν τους εργάτες να σταματήσουν την απεργία και τις καταλήψεις, έπρεπε εκείνοι να κάνουν σημαντικές παραχωρήσεις.

Και τις έκαναν. Αυξήσεις 10% για όλους τους εργάτες, 35% αύξηση του βασικού μεροκάματου στα εργοστάσια, 56% στα αγροκτήματα και μέχρι 73% στα μαγαζιά. Αύξηση στα οικογενειακά επιδόματα και τα επιδόματα γήρατος και παραχωρήσεις στα ωράρια εργασίας, τα όρια συνταξιοδότησης και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα. Η Συμφωνία της Γκρενέλ ήταν η πιο σημαντική επιτυχία των συνδικάτων από την απελευθέρωση. Ήταν όμως και η αρχή για την υποχώρηση της εξέγερσης του Μάη.

Στις 28/5 ο σοσιαλδημοκράτης ηγέτης Φρανσουά Μιτεράν κατέπληξε τους πάντες όταν εμφανίστηκε στην τηλεόραση και αυτοπροτάθηκε για πρωθυπουργός μεταβατικής κυβέρνησης και για πρόεδρος της χώρας. Επέτεινε έτσι την εικόνα πολιτικής αστάθειας. Λίγες ώρες αργότερα ο γ.γ. του γαλλικού Κ.Κ. συζητούσε μαζί του την σύνθεση της μεταβατικής κυβέρνησης και ταυτόχρονα η CGT ανήγγελλε την πραγματοποίηση μεγάλης διαδήλωσης για την επομένη 29/5.

Ο στρατηγός Ντε Γκολ σχημάτισε την άποψη ότι η Αριστερά ετοιμαζόταν να καταλάβει την εξουσία. Το πρωί της Τετάρτης 29/5 το υπουργικό συμβούλιο εξέτασε τις λεπτομέρειες της επέμβασης του στρατού για την κατάπνιξη της αναμενόμενης επανάστασης. Κατά τη διάρκεια της ημέρας άρματα μάχης μεταφέρθηκαν στα προάστια του Παρισιού. Το μεσημέρι, ο Ντε Γκολ εγκατέλειψε μυστικά τη Γαλλία και πήγε στο Μπάντεν-Μπάντεν της Γερμανίας, όπου έδρευαν τα «αμόλυντα» γαλλικά στρατεύματα κατοχής υπό τον «αλγερινοφάγο» στρατηγό Μασί, για να αρχίσει από εκεί τη στρατιωτική επίθεση ανακατάληψης του Παρισιού, καθώς ήταν βέβαιος ότι το προεδρικό μέγαρο θα έπεφτε στα χέρια των κομμουνιστών και των εξεγερμένων.

Τελικά, η τεράστια διαδήλωση της CGT έγινε χωρίς κανένα επεισόδιο: απλούστατα, το ΚΚ και οι σοσιαλδημοκράτες δεν είχαν καμία πρόθεση να αγωνιστούν για να πάρουν την εξουσία. Στις 30/5 ο Ντε Γκολ επέστρεψε στο Μέγαρο των Ηλυσίων. Αισθανόταν πανίσχυρος. Το απόγευμα απηύθυνε ραδιοφωνικό διάγγελμα. Απείλησε ευθέως με επέμβαση του στρατού και με εμφύλιο πόλεμο, ενώ ταυτόχρονα διέλυσε τη Βουλή προκηρύσσοντας εκλογές για τις 22/6. Το διάγγελμά του δεν άφησε κανένα περιθώριο παρανόησης: Όποιος δεν ήταν έτοιμος να πάρει την εξουσία αντιμετωπίζοντας τον στρατό, όφειλε να υποταχθεί. Δυστυχώς, κανείς δεν ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο. Ούτε οι φοιτητές ούτε, πολύ περισσότερο, το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο δεν είχε καμιά τέτοια πρόθεση. Αμέσως μετά τη λήξη του, κάπου 500.000 Γάλλοι συμμετέχουν σε προσχεδιασμένη διαδήλωση υποστήριξης του στρατηγού. Τυπικά τίποτα δεν άλλαξε: οι απεργίες συνεχίζονταν, τα πανεπιστήμια ήταν κατειλημμένα και οι φοιτητές διαδήλωναν κατά δεκάδες χιλιάδες. Στην πραγματικότητα τα πάντα τελείωσαν, αποτελούσε απλώς θέμα τυπικής διαδικασίας η έκδοση «πιστοποιητικού θανάτου» της εξέγερσης.

Αστυνοµία και τραµπούκοι κυνηγούν νεολαίους χωρίς προσχήµατα. Το καθεστώς, που τόσο επιμελώς κατόρθωσε να αποφύγει σχεδόν εντελώς τους νεκρούς όσο διακυβευόταν η εξουσία, ήταν πολύ πιο αδιάφορο για το θέμα αυτό όταν τα πάντα είχαν κριθεί. Η κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να τσακίσει τους διαδηλωτές, ώστε να τρομοκρατήσει τον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι αστυνομικοί άρχισαν να χρησιμοποιούν τα όπλα τους: Πέντε νεκροί ως τη µέρα των εκλογών. Η 3η «Νύχτα των οδοφραγμάτων», που ακολούθησε τις δολοφονίες, δεν τρόμαζε πλέον την κυβέρνηση, αντίθετα προβλήθηκε ως αποτρόπαιο προμήνυμα εμφύλιου πολέμου. Την επαύριο, 12/6 κήρυξε στρατιωτικό νόμο, απαγόρευσε τις διαδηλώσεις και έθεσε εκτός νόμου 11 οργανώσεις της άκρας Αριστεράς. Το ΚΚ Γαλλίας δεν αντέδρασε, γιατί ήταν απασχολημένο με το να κλείσει τις απεργίες… Στο μεταξύ, στις 15 Ιουνίου ο Ντε Γκολ αμνήστευσε τους ακροδεξιούς επίδοξους πραξικοπηματίες της Αλγερίας (παραστρατιωτική οργάνωση OAS), οι οποίοι βρίσκονταν από εξαετίας στις φυλακές, και οι οποίοι πέρα από τυφλές πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις είχαν αποπειραθεί μέχρι και να τον δολοφονήσουν. Ήταν το αντίτιμο των συμφωνιών που είχε κάνει ο Ντε Γκολ την κρίσιμη τελευταία εβδομάδα του Μαΐου για να εξασφαλίσει τη νομιμοφροσύνη των ακροδεξιών στοιχείων του στρατεύματος και να συνενώσει όλη τη συντηρητική παράταξη.

Στις εκλογές οι απογοητευµένοι εργάτες και εργάτριες δείχνουν τη δυσαρέσκειά τους µε αποχή, η ∆εξιά σαρώνει με 44% των ψήφων, ενώ η Αριστερά έχασε 5%.

Η επαναστατική κατάσταση δημιουργήθηκε και κρίθηκε σε λιγότερες από 30 ημέρες! Τι μένει; Βασικά συμπεράσματα

Ο γαλλικός και παγκόσμιος Μάης του 1968 έδειξε πολλά πράγματα.

Μέσα σε εβδομάδες, ακόμα και μέρες, ιδέες που φαίνονται ακλόνητες είναι δυνατό να γκρεμιστούν συθέμελα. Κι από την άλλη μεριά, ιδέες που θεωρούνταν κτήμα μιας μικρής μειοψηφίας επαναστατών, ξαφνικά απλώνονται και αγκαλιάζουν εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου. Άρα, δεν χρειάζεται να «στρογγυλεύουμε» τις απόψεις μας και τα οράματά μας για να μην «τρομάξει ο κόσμος». Δεν είναι ο κόσμος που «δεν τραβάει», είναι η Αριστερά που δεν τολμάει!

Έγινε φανερό σε εκατομμύρια ανθρώπους –μέσα από την εμπειρία τους– ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει «από τα κάτω». Ήταν η ζωντανή απόδειξη ότι η κοινωνία αλλάζει, απόδειξη για το πώς κερδίζονται οι μάχες, αφού, παρότι δεν πήραν την εξουσία από τους αστούς, κερδήθηκαν πάρα πολλά πράγματα σε Δύση και Ανατολή.

Η σοσιαλιστική επανάσταση ήταν επίκαιρη το 1936 στη Γαλλία με την αγροτιά πλειονότητα του πληθυσμού, ήταν επίκαιρη το 1968 στη βιομηχανική Γαλλία (από τους 10.500 εργαζόμενους στο εργοστάσιο Φλις της Renault οι 5.000 καθημερινά παραβρίσκονταν στις συνελεύσεις της κατάληψης), με τους «χορτασμένους» εργάτες με ΙΧ αυτοκίνητο και προγραμματισμένες διακοπές. Ήταν επίκαιρη η σοσιαλιστική επανάσταση στην καθυστερημένη Ρωσία των μουζίκων το 1917, είναι επίκαιρη η σοσιαλιστική επανάσταση και το 2023 της «τεχνητής νοημοσύνης», απλά γιατί είναι η μόνη μακροϊστορική, δηλαδή ικανή και μόνιμη διέξοδος από την εντεινόμενη δυστοπία του πολυσαπισμένου καπιταλισμού.

Από την άλλη, κάθε εκτεταμένη κινητοποίηση των μαζών που σταματάει στα μισά του δρόμου χωρίς να αλλάζει ριζικά το συσχετισμό δυνάμεων, προκαλεί αποθάρρυνση στους εργαζόμενους και δίψα για εκδίκηση στο στρατόπεδο της αντίδρασης. Ολόκληρη η ιστορία του εικοστού αιώνα επιβεβαιώνει αυτό το νόμο της ταξικής πάλης.

Η επίκληση της «λογικής» και του εφικτού από τα ρεφορμιστικά κόμματα τότε, όχι μόνο έθαψε τα κινήματα, αλλά άνοιξε και το δρόμο σε κυβερνήσεις της Δεξιάς.

«Η εξουσία στους εργάτες» δεν έγινε πράξη. Η εξουσία παρέμεινε στους αστούς. Γιατί; Επειδή κανένας από τη δική μας μεριά δεν ήταν έτοιμος ή πρόθυμος να την πάρει.

Το ΚΚΓ στη διάρκεια της γενικής απεργίας, έψαχνε να βρει μια «διέξοδο από την κρίση». Η θεωρητική δικαιολόγηση: δεν υπήρχε επαναστατική κατάσταση, άρα η εξέγερση ήταν ένας εκτός σχεδίου και εκτός ελέγχου τυχοδιωκτισμός. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό να διαπιστώνει κανείς ότι σχεδόν μισό αιώνα μετά, στις πολύ διαφορετικές συνθήκες της Ελλάδας των μνημονιακών χρόνων, το ΚΚΕ, βρήκε στην «έλλειψη επαναστατικής κατάστασης» το τέλειο άλλοθι για μια συντηρητική γραμμή ουσιαστικής αποχής από τα μεγάλα γεγονότα και τις διακυβεύσεις της ταξικής πάλης.

Η επαναστατική αριστερά, ενθουσιώδης αλλά άπειρη, βρέθηκε στην ανάγκη να αποτελέσει το επιτελείο της εξέγερσης. Αλλά ήταν πιο εύκολο να διαχυθεί και να χαθεί µέσα στην «πλατιά πρωτοπορία» των µαχητών της εξέγερσης. Καµάρωνε ο Κον Μπεντίτ, εµβληµατική φιγούρα του Μάη: «Το κίνηµα δεν έχει ούτε οργάνωση ούτε δοµή ούτε ιεραρχία ούτε προκαθορισµένο πρόγραµµα». Ναι, αλλά έτσι δεν είχε και καµιά προοπτική επιτυχίας. Από την άλλη, ο τροτσκιστής Αλέν Κριβίν, άλλη εμβληματική φιγούρα του Μάη, «ομολόγησε» σε εκδήλωση στην Αθήνα το 1998 για τα 30χρονα του «Μάη»: «κάποιος σε μια συνέλευση έριξε την ιδέα να καταλάβουμε το Δημαρχείο (σ.σ., το Δημαρχείο του Παρισιού έχει ανώτερο συμβολισμό εξουσίας, καταγόμενο από την «Κομμούνα») με το επιχείρημα ότι φυλασσόταν εκείνες τις ημέρες μόνο από έναν αστυνομικό. Όλοι τρομάξαμε. Κανένας δεν επιχειρηματολόγησε και αντ’ αυτού αποφασίσαμε να καταλάβουμε το θέατρο “Οντεόν”». Η κατάληψη του δημαρχείου εγγραφόταν, έστω και συμβολικά, στην κλίμακα της μάχης για την εξουσία, ενώ η κατάληψη του θεάτρου ήταν ένα ακόμη κινηματικό γεγονός…

Την ώρα που το κράτος των αφεντικών κατέρρεε, χρειαζόταν µια οργανωµένη πρωτοπορία να συσπειρώσει τις Επιτροπές Αγώνα σε αντίπαλο δέος. Όταν «η εξουσία ήταν στον δρόµο», το Κ.Κ. της γύρισε την πλάτη επιδεικτικά ενώ το κίνηµα πίστευε πως δεν την είχε ανάγκη.

Στην υπάρχουσα συνθήκη ιδεολογικής επικυριαρχίας των εκμεταλλευτών, διαίρεσης των εκμεταλλευόμενων, αλλοτρίωσης κ.λπ., δεν πρόκειται ποτέ να επιφοιτήσει κανένα «άγιο πνεύμα» στις συνειδήσεις των πολλών, ούτε μπορούμε να ποντάρουμε πολλά στην ατομική «αυτοβελτίωση»… Μόνο η πολιτική οργάνωση (ο συλλογικός διανοούμενος), το μαζικό επαναστατικό κόμμα, μπορεί να προσφέρει συνείδηση του εαυτού μας ως τάξης, την συλλογική συνείδηση που μετατρέπει το «εγώ» σε «εμείς» απέναντι σε «αυτούς», όχι πρόσκαιρα όπως μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε κινηματική εκδήλωση, αλλά μόνιμα.

Από την Βαστίλλη και τις επαναστάσεις του 19ου αιώνα έως την Κομμούνα στο Παρίσι, από το ρωσικό 1905 έως την επανάσταση του 1917, από τον Ισπανικό εμφύλιο έως τον Μάη του 1968, και από τον ελληνικό Δεκέμβρη του 2008 έως το δημοψήφισμα του 2015, η Ιστορία «βοά»: στη σημερινή συγκυρία της γενικής κρίσης του καπιταλισμού και του παροξυσμού της επιθετικότητας της αστικής τάξης, τίποτα δεν θα μπορέσουμε να πετύχουμε χωρίς στιβαρή πολιτική οργάνωση, εκτός από ξεσπάσματα που δεν θα αφήνουν υποδοχή για να πιαστούν τα επόμενα.

Δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην είμαστε έτοιμες/οι όταν έρθει ο «δικός μας Μάης», που πάντα κυοφορείται. Παντού πρέπει να καλλιεργούμε τις ιδέες, την αλληλεγγύη και την εμπιστοσύνη των υποτελών κοινωνικών τάξεων, αλλά πρωτίστως την πολιτική οργάνωση που δεν θα μεμψιμοιρεί, θα επικαλείται μεταφυσικά ή θα κρύβεται βολικά στο «κίνημα», αλλά θα είναι αποφασισμένη να νικήσουμε.




Η επανάσταση του 1821: εθνική αφήγηση και ιστορική αλήθεια

Του Βαγγέλη Λιγάση

Στις 22 Φλεβάρη του 1821 ημέρα που ο Φαναριώτης πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, μονόχειρας τσαρικός αξιωματικός και αρχηγός (ο «Καλός») της Φιλικής Εταιρείας πέρασε με 2000 μισθοφόρους τον Προύθο ποταμό, άρχισε ουσιαστικά η Ελληνική επανάσταση του 1821. Συνήθως, τέτοιες μέρες, κάθε «επετειακό» κείμενο ή άρθρο αναμασάει τις εθνικές πλαστογραφήσεις της επανάστασης.

Ο μεγάλος μαρξιστής ιστορικός Χάουαρντ Ζιν, στον πρόλογό του για την «Ιστορία του Λαού των Ηνωμένων Πολιτειών», παραδέχτηκε πως για να γράψει την πραγματική ιστορία των ΗΠΑ έπρεπε να ξεχάσει διαπαντός όσα είχε διδαχτεί από το σχολείο έως και το διδακτορικό του. Κάθε νεωτερικό κράτος νιώθει άβολα με την ιστορία του. Γιατί εμπεριέχει διακρίσεις και αίμα, τυραννία και φόνους, νικητές και ηττημένους-και οι πρώτοι γράφουν την ιστορία κατά πως τους βολεύει, οι δε δεύτεροι υπομένουν την πλαστογράφηση και την επανάληψή της.

Η «εθνική» μας ιστορία.

Το πώς καταγράφει και ερμηνεύει την Ελληνική Επανάσταση η πατριωτική αφήγηση στις διάφορες εκδοχές της, από τις πιο λαϊκές ως τις κατ’ εξοχήν ακαδημαϊκές, είναι σχετικά γνωστό και θα αρκεστούμε σε μια κωδικοποιημένη αφήγηση: η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν τίποτα άλλο από την κορυφαία στιγμή της διαρκούς αντίστασης του «γένους» στους ανά τους αιώνες κατακτητές του. Ήταν λοιπόν η πραγμάτωση της «παλιγγενεσίας» και η επιβεβαίωση της τρισχιλιετούς ιστορικής του συνέχειας. Μάλιστα, επ’ αυτού δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη από το γεγονός ότι για την αφύπνιση του γένους των Ελλήνων-κληρονόμων ενός ένδοξου παρελθόντος και την αποτίναξη του τυραννικού ζυγού των «βάρβαρων κατακτητών» κάνουν λόγο οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης (όπως σημειώνει και ο στρατηγός Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του, «γι’ αυτά [τα αρχαία μνημεία] πολεμήσαμε»).

Στο πλαίσια αυτής της αφήγησης, ό,τι δεν είναι συμβατό με αυτήν, όπως π.χ. οι αγριότητες της σφαγής των Οθωμανών (και όχι μόνον των Οθωμανών, των Εβραίων επίσης…) ή οι συχνές συμφωνίες εκεχειρίας που συνήπταν στερεοελλαδίτες οπλαρχηγοί με τις οθωμανικές αρχές (τα καπάκια) και οι αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις που επέφεραν περισσότερους νεκρούς απ’ ότι οι μάχες με τουρκικά στρατεύματα, απλώς υποβαθμίζεται ή και αποσιωπάται. Η ίδια μεταχείριση επιφυλάσσεται απέναντι στους εθνικούς μύθους του κρυφού σχολειού, της Αγίας Λαύρας κ.ο.κ., τους οποίους ναι μεν η επίσημη ιστοριογραφία δεν αποδέχεται ρητά, ωστόσο τους παραχωρεί χώρο αγαστής συνύπαρξης, στο πλαίσιο της σχολικής εθνικής διαπαιδαγώγησης.

Αρχικά, το «εθνικό» αστικό αφήγημα βασίστηκε στο ότι όλοι οι χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι Έλληνες, τους οποίους η Επανάσταση πρέπει να απελευθερώσει. Σε μια από τις τρεις προκηρύξεις που εξέδωσε στη Μολδαβία ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στις 24/2/1821, δηλαδή αμέσως μετά την κήρυξη της Επανάστασης, διαβάζουμε: «Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα Νησιά του Αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα, δια να αποτινάξη τον βαρύν ζυγόν των Βαρβάρων».

Εντούτοις, το κυρίαρχο αυτό σχήμα παύει να είναι αποτελεσματικό όταν διαμορφώνονται πλέον, από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, ο βουλγαρικός, ο σερβικός και οι άλλοι βαλκανικοί εθνικισμοί: αφενός δεν μπορεί πλέον να ταυτίζεται ο Έλληνας με τον ορθόδοξο χριστιανό• αφετέρου, στον βαθμό που στα διεκδικούμενα από το ελληνικό κράτος εδάφη δεν κατοικούν μόνο (ούτε κατά κύριο λόγο) ελληνόφωνοι πληθυσμοί, πολύ δε περισσότερο πληθυσμοί με ελληνική εθνική συνείδηση, ζητούμενη ήταν πλέον η προαιώνια ελληνικότητα του εδάφους, και αυτό μπορούσε να το εξασφαλίσει μόνο η ιδέα της ελληνικότητας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τον τρόπο αυτό τεκμηριωνόταν ότι το νέο ελληνικό κράτος ήταν ο «νόμιμος» διεκδικητής των οθωμανικών εδαφών. Η «Μεγάλη Ιδέα» αντλούσε επιπλέον επιχειρήματα όχι μόνο από την ηγετική θέση που κατείχε το ελληνικό κεφάλαιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και από την «εθνική ιστορία» που «αποδείκνυε» την προαιώνια ελληνικότητα των διεκδικούμενων περιοχών.

Η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν παρά η αποφασιστική στιγμή της αντίστασης των Ελλήνων στον (τουρκικό) ζυγό, που συνεχιζόταν σε ολόκληρη την περίοδο των «τεσσάρων αιώνων σκλαβιάς». Και η διαφορά της Επανάστασης από τις άλλες υποτιθέμενες αντιστάσεις είναι μόνο ότι αυτή ήταν νικηφόρα. Μάλιστα, ο θεμελιωτής της «επίσημης» ιστοριογραφίας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, απαξιώνει τους πολιτικούς της Επανάστασης (και πρώτον απ’ όλους τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο) για να καταλήξει ότι τα Συντάγματα και το δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο του επαναστατικού κράτους ήταν «ξενόφερτα» και «ανεφάρμοστα».

Στο πλαίσιο ενός τέτοιου αφηγήματος, η Ελληνική Επανάσταση έχανε μεγάλο μέρος της αξίας της, αφού δεν θα μπορούσε να θεωρείται γενέθλια πράξη του νεοελληνικού έθνους, στον βαθμό που το έθνος υπήρχε από την εποχή του Ομήρου. Αυτό όμως ήταν το αναγκαίο τίμημα προκειμένου να είναι δυνατόν να εορτάζονται/μνημονεύονται ως σταθμοί της Ιστορίας του Έθνους (υπό μορφή παρωδίας), η Ναυμαχία της Σαλαμίνας , η Άλωση της Πόλης κ.λπ. Είναι σαφές ότι μια τέτοια πρόσληψη της Ελληνικής ιστορίας, είναι απόλυτα συμβατή με τη λειτουργία του έθνους σαν ενιαίας και διιστορικής οντότητας υπέρτερης των όποιων κοινωνικών αντιθέσεων εκδηλώνονται στους κόλπους της. Η οντότητα αυτή διασφαλίζει την ενότητα – συνοχή του κοινωνικού σώματος (υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης).

Η εργαλειακή χρήση της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης έφτασε στο απόγειό της κατά τη μεταπολεμική περίοδο, όταν ο αναβαθμισμένος ρόλος του στρατού- εγγυητή της «εθνικής ασφάλειας» απαίτησε την αντίστοιχη αναβάθμιση του ρόλου των οπλαρχηγών του 1821, κυρίως εις βάρος των πολιτικών στελεχών της Επανάστασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η παρουσίαση των πρώτων σαν αγνών αγωνιστών με τα πλέον πατριωτικά αισθήματα και των δεύτερων σαν δολοπλόκων και διεφθαρμένων, υπαίτιων των δύο εμφυλίων σπαραγμών στη διάρκεια της Επανάστασης, απέκτησε τέτοια αυταπόδεικτη πειθώ ώστε να κυριαρχήσει ακόμα και σε μεγάλο μέρος της κατά τα άλλα «δημοκρατικής» ή αριστερής κοινής γνώμης.

Ο πρωτοπόρος σοσιαλιστής Γεώργιος Σκληρός, ασκώντας κριτική το 1908 προς τους «νατσιοναλίστες» που αρνούνταν ότι το 1821 ήταν κοινωνική (αστική) επανάσταση, έγραφε: «αναφορικώς με την Ελλάδα έπρεπε να μας αποδείξουν: Ότι η επανάστασή μας δεν ήταν καθόλου αστική, αλλ’ ότι την έκαναν ή οι φαναριώτες και λοιποί κοτσαμπάσιδες και προύχοντες ή έγινε για απλούς ιδεολογικούς εθνικούς λόγους» Όμως, αυτές τις θέσεις που υποστήριζαν τότε οι «νατσιοναλίστες», οι εθνικιστές, υιοθέτησε στη δεκαετία του 1930 η επίσημη Αριστερά. Πολλοί, ακόμα σήμερα, υιοθετούν την «αριστερή» ανάλυση του Γ. Ζεύγου (στη γραμμή του Ν. Ζαχαριάδη), που είχε συμπεράνει το 1933-4, ότι η αστική τάξη ήταν απούσα από τον ξεσηκωμό του 1821, ο οποίος ήταν έργο αποκλειστικά των «λαϊκών μαζών». Το σκεπτικό του, προτάσσει το σχήμα της προδοσίας από την αστική τάξη και τους κοτσαμπάσηδες του «εθνικού αγώνα» το 1821. Οι στόχοι της Επανάστασης (αστικοδημοκρατική επανάσταση – εθνική ανεξαρτησία) παρέμειναν έκτοτε σε εκκρεμότητα, και θα τους πραγματοποιούσε το «σύγχρονο επαναστατικό κίνημα».

Τελευταία, στην επίσημη ιστοριογραφία (με επιφανέστερους εκπροσώπους τον Στάθη Καλύβα, την Λένα Διβάνη και τον Θάνο Βερέμη) επανέρχεται ο υποβιβασμός της Ελληνικής Επανάστασης σε μια εξέγερση ανάλογη με όσες σημειώθηκαν σε όλη την ιστορική διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, από την οποία απουσιάζει κάθε αναφορά στον αστικό – ριζοσπαστικό χαρακτήρα της. Η ανάγκη εκδυτικισμού της χώρας (ή το ξεπέρασμα της μόνιμης καθυστέρησης που σύμφωνα με μια ορισμένη λαϊκή αντίληψη μας κληροδότησαν τα 400 χρόνια «τουρκοκρατίας») για το σύνολο των «εκσυγχρονιστών» αστέρων, είναι παραπάνω από επείγουσα.

Η άγνω­στη επα­νά­στα­ση

Ένα χαρακτηριστικό κείμενο του Ένγκελς για να δείξει την εκκίνηση της διαδικασίας: «…αντίθετα το εμπόριο των Ελλήνων άνθιζε τόσο γρήγορα και είχε γίνει τόσο σημαντικό… ώστε να μην μπορεί πλέον να ανεχθεί την τουρκική κυριαρχία. Πραγματικά η τουρκική και όπως κάθε ανατολική κυριαρχία είναι ασυμβίβαστη με την καπιταλιστική κοινωνία. Η αποκτώμενη υπεραξία δεν μπορεί να διαφυλαχθεί από τους ληστρικούς σατράπες και πασάδες. Απουσιάζει η πρώτη θεμελιακή συνθήκη του αστικού κέρδους: η ασφάλεια του εμπορευόμενου προσώπου και της ιδιοκτησίας του…». Αυτή ήταν η άμεση αντικειμενική προϋπόθεση της επανάστασης. Η κυρίαρχη στα Βαλκάνια ελληνόφωνη αστική τάξη μέσα στο πλαίσιο που ορίζει η ενοποιητική διαδικασία της ανάπτυξης του καπιταλισμού (εμπορικά δίκτυα κλπ.) διαμορφώνει «εθνική πολιτικοποίηση» και προσπαθεί να την διαχύσει με την ίδρυση πλήθους «μυστικών εταιρειών». Η πρώτη «μυστική εταιρεία» του Ρήγα Φεραίου (στην παράδοση των Γιακωβίνων της Γαλλικής Επανάστασης) καταστέλλεται το 1797 με ενέργειες πρακτόρων του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄(επισήμως «μάρτυρας του Έθνους») 8 ημέρες μετά τον αφορισμό του και ο Ρήγας με άλλους 13 συντρόφους του «βρήκε τον κα­λύ­τε­ρο θά­να­το κι έγινε ψάρι στον Δού­να­βη και μαζί με τους άλ­λους συ­νω­μό­τες θα γίνει ύλη της αιώ­νιας κό­λα­σης».  Το ιστορικό πλαίσιο στην συνέχεια καθορίζει η τελική ήττα του Ναπολέοντα το 1815, που οδηγεί στην κυριαρχία της «Φιλικής Εταιρείας» και μια «δημοκρατική» συμμαχία των αστών με τους τσιφλικάδες αλλά και μικροαστούς και φτωχά λαϊκά στρώματα. Χαρακτηριστικά, οι οικονομικοί πόροι της Φιλικής εταιρείας ήταν οι εισφορές των μεγαλεμπόρων της διασποράς, των αρβανιτών καραβοκύρηδων της Ύδρας-Σπετσών και Ψαρών, των μοραϊτών (αρβανιτών επίσης) «μπέηδων» (τσιφλικάδες, φοροεισπράχτορες) αλλά και των «Δεκεμβριστών» στην Ρωσία (αντιτσαρικοί δημοκράτες) και πλήθος άλλους ριζοσπαστικούς κύκλους (των «φιλελλήνων»).

Επιπλέον, η κρίση στην ναυτιλία που εγκαινιάστηκε από την επιστροφή των ευρωπαϊκών εμπορικών στόλων στην Μεσόγειο το 1815 και η αδράνεια όχι μόνο ναυτιλιακών κεφαλαίων και ναυτικών, αλλά και μαστόρων, μισθοφόρων κλπ. πιέζουν για την επαναστατική «εθνική» απόπειρα. Η ευνοϊκή συγκυρία, που διαμορφώνει ο Περσο-τουρκικός πόλεμος και η αποστασία του Αλή Πασά στην Ήπειρο, οδηγεί την Φιλική Εταιρεία να αποφασίσει (Βεσσαραβία, Νοέμβρης 2020) την έναρξη της επανάστασης το 1821.

Ξεκινά στην Μολδοβλαχία, γιατί ο τοπικός Οθωμανός ηγεμόνας είναι σύμμαχος Φαναριώτης πρίγκηπας (φεουδάρχης) με την υποστήριξη Αλβανών, Ελλήνων κλπ. μισθοφόρων. Για θέματα εθνικής συνείδησης των γλωσσικά ανάμεικτων πληθυσμών δεν γινόταν, όπως προείπαμε καν λόγος. Χαρακτηριστικά, οι επιφανέστεροι οπλαρχηγοί – μισθοφόροι ήταν ο Γεωργάκης Ολύμπιος (παντρεμένος στην Σερβία), ο Γιάννης Φαρμάκης, ο Ντιμίτρι Μακεντόντσκι (σλαβομακεδόνας, μετέπειτα ηγέτης του …Ρουμανικού εθνικισμού) και ο Τουντόρ Βλαντιμιρέσκου αρχηγός των Ρουμάνων πανδούρων (κάτι σαν τους «δικούς μας» αρματωλούς). Ο στρατός του τελευταίου, διεγερμένος από το «μανιφέστο» του για διανομή τσιφλικιών, κοινωνική δικαιοσύνη κλπ. θα φτάσει τους 6000 ένοπλους και 2500 ιππείς και θα καταλάβει το Βουκουρέστι τον Μάρτιο. Η εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα σε βογιάρους (τσιφλικάδες) και ακτήμονες θα διαρραγεί, ο Βλαντιμιρέσκου θα εκτελεστεί στις 27/5 από τον Υψηλάντη για να λήξει ουσιαστικά η επανάσταση στην Μολδοβλαχία λίγες μέρες μετά στις 8/6, όπου στην μάχη του Δραγατσανίου θα εξολοθρευτούν τα μισθοφορικά απομεινάρια της στρατιάς του, μαζί και ο εθελοντικός «Ιερός Λόχος», «ο ανθός» της ελληνικής αστικής τάξης, 500 έλληνες φοιτητές των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.

Στην Πε­λο­πόν­νη­σο και στα νησιά, παρά την σύσκεψη τον Γενάρη των στελεχών της «Φιλικής», η αναποφασιστικότητα των «εξεχόντων» μελών της, οδήγησε «άσημα» στελέχη, ηγέτες της φτωχολογιάς σε ασυντόνιστες τοπικές εξεγέρσεις από τις 16/3. Η πιο μαζική άρ­χι­σε στις 21/3 στην Πάτρα και ο ηγέ­της των επαναστατών, ο τσα­γκά­ρης Πα­να­γιώ­της Κα­ρα­τζάς, δο­λο­φο­νή­θη­κε τε­λι­κά από τους κο­τζα­μπά­ση­δες (έκτοτε και ως το 1827 η Πάτρα θα μείνει κάτω από την αδιάλειπτη κυριαρχία των Οθωμανών). Στις 23/3 οικουμενική σύνοδος με 21 επίσκοπους και 2 «πατριάρχες», τον Ιεροσολύμων και Κωνσταντινουπόλεως (που ex officio ήταν μέλος του Δι­βα­νί­ου, δη­λα­δή του συμ­βου­λί­ου του σουλ­τά­νου, και ανώ­τα­τος φο­ροει­σπρά­χτο­ρας των ορ­θό­δο­ξων υπη­κό­ων της αυ­το­κρα­το­ρί­ας) αφόρισε συλλήβδην τους εξεγερμένους. Στην Ατ­τι­κή, ο ορ­γα­νω­τής της εξέ­γερ­σης, Με­λέ­της Βα­σι­λεί­ου, έφυγε κυ­νη­γη­μέ­νος από τους προ­κρί­τους για να ξε­ση­κώσει τους ακτή­μο­νες στην Εύ­βοια, όπου κι αυτός δο­λο­φο­νή­θη­κε. Την 1/4 ο λοστρόμος Αντώ­νης Οι­κο­νό­μου κηρύσσει τον διπλό, επαναστατικό αγώνα – ενάντια στον σουλτάνο και ενάντια στον υδραίο, αρβανίτη πλοιοκτήτη. Υψώνουν την μαυροκόκκινη «καρμπονάρικη» σημαία στα πλοία. Οι Κουντουριώτηδες με πρώτον τον Λάζαρο, φρίττουν. Μέσα στην εβδομάδα, που ακολουθεί, δολοφονούν την επαναστατική ομάδα του Οικονόμου ενώ το πτώμα του ίδιου του πρωτοεπαναστάτη ρίχνεται στη θάλασσα να το φάνε τα ψάρια. Στην Άνδρο, οι ξε­ση­κω­μέ­νοι χω­ρι­κοί ίδρυ­σαν «κο­μού­να», καλ­λιερ­γώ­ντας όλοι μαζί τη γη. Μά­λι­στα πέ­ρα­σαν τους πλού­σιους από λαϊκά δι­κα­στή­ρια, επει­δή κά­λε­σαν τον οθω­μα­νι­κό στόλο να τους σώσει… Επι­κε­φα­λής στην Άνδρο ήταν ο αγρό­της Δη­μή­τρης Μπα­λής, ο οποί­ος δο­λο­φο­νή­θη­κε την επό­με­νη χρο­νιά με εντο­λή του «Αρ­μο­στή των Νήσων» Κ. Με­τα­ξά, θείου του με­τέ­πει­τα δι­κτά­το­ρα. Στη Νάξο, ηγέ­της της επα­νά­στα­σης ήταν ένας επί­σκο­πος, ο Ιε­ρό­θε­ος. Μέλος κι αυτός της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας, ορ­γά­νω­σε με­θο­δι­κά κα­τα­λή­ψεις των με­γά­λων κτη­μά­των από τους ακτή­μο­νες. Τα επό­με­να χρό­νια βρέ­θη­κε φυ­λα­κι­σμέ­νος στην Πε­λο­πόν­νη­σο. Στη Σάμο υπήρ­ξε ξε­κά­θα­ρη νίκη των ακτη­μό­νων πάνω στους πρού­χο­ντες, που κρά­τη­σε για μια δε­κα­ε­τία. Εδώ οι πλού­σιοι ανα­γκά­στη­καν να κα­τα­φύ­γουν όλοι απέ­να­ντι στη μι­κρα­σια­τι­κή ακτή και οι επα­να­στά­τες, με επι­κε­φα­λής τον Λυ­κούρ­γο Λο­γο­θέ­τη, έφτια­ξαν την πο­λι­τι­κή τους ορ­γά­νω­ση, τους «Καρ­μα­νιό­λους», που κυ­βερ­νού­σαν το νησί. Με ενέρ­γειες της ελ­λη­νι­κής διοί­κη­σης στην Πε­λο­πόν­νη­σο, το νησί ήταν απο­κομ­μέ­νο. Αρ­γό­τε­ρα, στις δι­πλω­μα­τι­κές δια­πραγ­μα­τεύ­σεις του Κα­πο­δί­στρια, η Σάμος δεν πε­ρι­λή­φθη­κε στο ελ­λη­νι­κό κρά­τος και οι Οθω­μα­νοί επα­νέ­φε­ραν την κοι­νω­νι­κή τάξη και τους με­γα­λο­κτη­μα­τί­ες στις ιδιο­κτη­σί­ες τους!

Ο πανικός που κατέλαβε τους προεστούς, τους κοτζαμπάσηδες και τους εφοπλιστές, μόλις συνειδητοποίησαν ότι η επανάσταση ξεκινούσε χωρίς αυτούς και κυρίως θα στρεφόταν και εναντίον τους, συμπυκνώνεται με ανατριχιαστική ειλικρίνεια σε μια φράση του Κανέλλου Δεληγιάννη : «Επετάξαμε τις ωραίες μας γούνες και εφορέσαμε την τραγόκαπα του ραγιά».

Παρά την ηγεμονία, ωστόσο, του αστικού ριζοσπαστισμού, το «παλιό» στοιχείο του «κλεφταρματολισμού» εξακολουθούσε να επιβιώνει αναφορικά με τη λαφυραγωγία, την αρπαγή Οθωμανών δούλων κ.λπ. Το παράδειγμα της Τρίπολης τον Σεπτέμβριο του 1821, ήταν το πιο χαρακτηριστικό. Να πώς περιέγραφε ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του το γεγονός: «…το ασκέρι οπού ήτον μέσα, το Ελληνικό, έκοβε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκαις, παιδιά και άντραις 32.000 μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτζάς. Ένας Υδραίος έσφαξε 90. Έλληνες εσκοτώθηκαν 100. Έτζι επήρε τέλος. Δευτέρα έκαμα Τελάλη να παύση ο σφαγμός…Το άλογο μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη…». Την ίδια Δευτέρα για να διανείμουν μεταξύ τους τα εναπομείναντα λάφυρα οι οπλαρχηγοί χρειάστηκαν την βοήθεια δραγουμάνων (διερμηνέων)…

Ωστόσο, από το 1821 μέχρι το 1824, που η επανάσταση νικούσε, οι θεσμοί που συγκρότησε και τα συντάγματα που καθιέρωσε, αντανακλούσαν μια ευρεία δημοκρατική συμμαχία. Κάτω από την ηγεσία των εμπόρων και των εφοπλιστών της εποχής και της φιλελεύθερης διανόησης, η συμμαχία περιλάμβανε τους φτωχούς αγρότες (που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού) και τη μικρή εργατική τάξη (κυρίως ναυτικοί). Αυτά τα συντάγματα ήταν τα πιο προοδευτικά της εποχής τους και ήταν μια ανοικτή πρόκληση για το περιβάλλον μιας αντιδραστικής Ευρώπης.

Ήταν όμως επίσης αποτέλεσμα σκληρών εσωτερικών αντιπαραθέσεων και δύο γενικευμένων εμφυλίων πολέμων (υπήρξε και ο «σταφιδοπόλεμος» του 1826 εμφύλιος των Νοταράδων για την διανομή τουρκικών κτημάτων της Κορινθίας…).

Από το 1825, που αποβιβάζονται ο Ιμπραήμ και τα αιγυπτιακά στρατεύματα στην Πελοπόννησο, οι συνεχείς στρατιωτικές ήττες οδηγούν την επανάσταση στην υποχώρηση και την υπόκλισή της στις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Η ναυ­μα­χία του Να­βα­ρί­νου είναι η στιγμή που οι Με­γά­λες Δυ­νά­μεις θα δώ­σουν τέλος στην ανα­τα­ρα­χή στη Με­σό­γειο, επι­τρέ­πο­ντας να στη­θεί το ελ­λη­νι­κό κρά­τος. Τα κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα, που τέ­θη­καν και δεν λύ­θη­καν το 1821, θα μπουν στην άκρη προ­σω­ρι­νά, για να εκρα­γούν το αμέ­σως επό­με­νο διά­στη­μα…

Αποτίμηση

Η φράση που συμπυκνώνει το τί ήταν το ΄21 όπως και κάθε άλλη επανάσταση πριν ή μετά από αυτό: καταρχάς, ένας πανεθνικός εμφύλιος πόλεμος.

Αναλογιζόμενος την εμπειρία της Γερμανικής Επανάστασης του 1848, ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραψε ότι οι περισσότερες επαναστάσεις ξεκινούν με την συνένωση των ανθρώπων μεταξύ των τάξεων. Αλλά, συνέχισε, «η μοίρα όλων των επαναστάσεων είναι να μην μπορεί να βαστάξει για πολύ η ένωση αυτή των διαφόρων τάξεων, που ως ένα βαθμό είναι πάντα απαραίτητος όρος για κάθε επανάσταση.»

Το έθνος αποτελεί μια ιστορικά πρόσφατη, ειδικά καπιταλιστική, μορφή συνοχής των ανταγωνιστικών τάξεων. Πριν την εποχή των εθνικισμών, δηλαδή πριν την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, οι πληθυσμοί των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών αποτελούσαν υπηκόους, των οποίων η υπαγωγή στην εξουσία διαμεσολαβούνταν από διαφορετικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς (θρησκεία, όρκοι στον μονάρχη ή στους άρχοντες-πατρικίους, συστήματα «προνομίων» κ.λπ.).

Με αυτή την έννοια δεν υπάρχει «αδιάρρηκτη συνέχεια» του ελληνικού έθνους. Να γιατί το 1821, δεν είναι η Παλιγγενεσία, η Ανάσταση του Γένους, που προϋπάρχει εδώ και τρείς χιλιάδες χρόνια.

Το 1821, είναι η «στιγμή» της γέννησης του ελληνικού έθνους. Και το κράτος του 1832, που αναγνωρίζεται διεθνώς, είναι το πρώτο έθνος–κράτος στην Ανατολική Μεσόγειο και την Ανατολική Ευρώπη!!

Η αστική τάξη, αρχικά οι έμποροι και οι καραβοκυραίοι, μαζί με τη διανόηση του Διαφωτισμού αποτέλεσαν την ηγεσία της επανάστασης. Ακολουθούσαν οι αγροτολαϊκές μάζες και εκόντες άκοντες οι προεστοί. Το δε πρόγραμμα του αγώνα καταγράφτηκε στα τρία επαναστατικά συντάγματα του 1822, 1823 και 1827. Ήταν ένα εθνικο-αστικό κίνημα, την εποχή που η αστική τάξη ήταν προοδευτική.

Υιοθετούμε τα συμπεράσματα του Γ. Σκληρού, το 1919, για την επανάσταση του 1821 και το ιστορικό μέλλον της ελληνικής κοινωνίας: «…αναφορικώς με την Ελλάδα είπαμε:

1) Η σημερινή Ελλάδα είναι ολωσδιόλου αστικό κράτος.

2) Η Ελληνική επανάσταση τότε μόνο μπόρεσε να πραγματοποιηθεί, όταν τα αστικά στοιχεία του έθνους έφθασαν σε μεγάλη οικονομική ακμή και είχαν ξυπνημένο πια το εθνικό αίσθημα και την ιδέα της πατρίδας, που την είχαν ρίξει στη μέση οι αστικές επαναστάσεις της δυτικής Ευρώπης.

3) Η αστική μας τάξη έδειξε όλη της τη ζωτικότητα και το σφρίγος ενόσω πάλευε με ανώτερες τάξεις: Πρώτα με τους φεουδάλους Τούρκους και κατόπι με τους αριστοκράτες Βαυαρούς. Μόλις έμεινε όμως μόνη κυρίαρχη, χωρίς αντιπάλους, έπεσε σε στασιμότητα και σαπίλα.

4) Όλα τα φάρμακα που μας πρότειναν ως τα τώρα διάφοροι «ουτοπισταί» προς θεραπείαν της αστικής σαπίλας, έμειναν χωρίς κανένα αποτέλεσμα, γιατί ήταν αστικά φάρμακα κατά αστικής αρρώστειας. Μόνον «εργατικά, προλεταριακά» φάρμακα θα μπορέσουν να γιατρέψουν την αστική μας αρρώστεια…».




Το διεθνές επαναστατικό κύμα του 1848: μια παλιά ιστορία, δύο αφηγήσεις

Του Βαγγέλη Λιγάση

Το µακρινό 1848 είναι ένα ιστορικό ορόσηµο: τη χρονιά εκείνη ξέσπασε και κορυφώθηκε ένα διεθνές επαναστατικό κίνηµα, που αγκάλιασε 50 (!) χώρες. Όπως για κάθε µεγάλο ιστορικό γεγονός, έτσι και γι’ αυτό, υπάρχουν βασικά δύο “αφηγήσεις”. Η αντικαπιταλιστική-επαναστατική Αριστερά, που ζωογονείται όχι µόνο από τις µάχες του σήµερα αλλά και από τα διδάγµατα των µεγάλων επαναστατικών παραδόσεων, δεν µπορεί να αρκεστεί στην “επίσηµη” – “αντικειµενική” αφήγηση. Αναγκασµένη καθώς είναι -επί ποινή ιστορικής ήττας- να αντλεί διδάγµατα από τη βαθύτερη ανάλυση των γεγονότων, αναγκασµένη να δίνει διαρκώς τον αγώνα “της µνήµης ενάντια στη λήθη”, βασίζεται και προστρέχει στη “στρατευµένη” και “υποκειµενική” ανάγνωση των γεγονότων, στρατευµένη και υποκειµενική µε την έννοια ότι γίνεται υπό το πρίσµα των άµεσων και µακροπρόθεσµων-ιστορικών συµφερόντων του προλεταριάτου.

Αφήγηση πρώτη, «επίσηµη», «αντικειµενική»

(σχολικά βιβλία, Wikipedia, διαδίκτυο γενικώς)

Η πρώτη επανάσταση άρχισε τον Ιανουάριο στη Σικελία. Μετά από νέα επανάσταση που ξεκίνησε στη Γαλλία τον Φεβρουάριο, απλώθηκε σύντοµα σε διάφορες περιοχές της Γερµανίας, οι οποίες βρίσκονταν άµεσα ή έµµεσα κάτω από τον έλεγχο του βασιλιά της Πρωσίας, στην Αυστρία και Ουγγαρία -τότε χώρες του αυτοκράτορα της Βιέννης-, το Λουξεµβούργο, τη ∆ανία, την Πολωνία, τη Μολδοβλαχία και την Ιταλία, ουσιαστικά σ΄ όλη την κεντρική Ευρώπη, καθώς επίσης στην Ελλάδα και στις Βραζιλία, Χιλή. Συνολικά επηρεάστηκαν πάνω από 50 χώρες, αλλά χωρίς συντονισµό µεταξύ των αντίστοιχων επαναστατικών κινηµάτων και ρευµάτων.

Οι κοινωνικοί φορείς της επανάστασης ήταν αστικές δυνάµεις, κυρίως µικροαστικά (αγρότες) και διανοούµενα στρώµατα των πόλεων (φοιτητές), αλλά και οι εργάτες. Με κύριο στόχο την κατάργηση των παλιών µοναρχικών δοµών και τη δηµιουργία ανεξάρτητων εθνικών κρατών, είχαν ουσιαστικά φύση «αστικοδηµοκρατική».

∆εκάδες χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν και πολλαπλάσιοι αναγκάστηκαν να εξοριστούν. Από τις σηµαντικές µεταρρυθµίσεις που επέζησαν, ήταν η κατάργηση της δουλοπαροικίας στην Αυστρία και την Ουγγαρία, το τέλος της απόλυτης µοναρχίας στη ∆ανία και η εισαγωγή της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας στην Ολλανδία.

Οι επαναστάσεις ήταν πιο σηµαντικές στη Γαλλία, την Ολλανδία, τα κράτη της Γερµανικής Συνοµοσπονδίας που αργότερα σχηµάτισαν τη Γερµανική Αυτοκρατορία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, στην Ιταλία και την Αυστριακή Αυτοκρατορία. Τα κέντρα της επανάστασης τα αποτελούσαν οι µεγάλες πόλεις της κεντρικής Ευρώπης (Βερολίνο, Φρανκφούρτη, Μόναχο, Βιέννη, ∆ρέσδη, Πράγα κ.λπ.), η πρωσική και αυστριακή Πολωνία (Πόζεν, Γαλικία), η βόρεια Ιταλία και ιδιαίτερα η Ουγγαρία (που νικήθηκε τελευταία, τον Αύγουστο του ’49, και µόνο µετά την αποφασιστική επέµβαση ρωσικών στρατευµάτων στο έδαφος της αυτοκρατορίας των Αψβούργων).

Στο τέλος του 1849, οι δυνάµεις καταστολής επικράτησαν παντού και τα αντιδραστικά καθεστώτα του Βερολίνου, της Βιέννης και της Αγίας Πετρούπολης µπόρεσαν να σώσουν την κυριαρχία τους µέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου.

Γαλλία: Εκεί ο Βασιλιάς Λουδοβίκος – Φίλιππος, έχοντας εγκαταλείψει την αρχική φιλελεύθερη πολιτική του, προκαλεί γενική αποστροφή. Αστοί και εργάτες, συµµαχώντας, τον ανατρέπουν στις……. (µόνο 16 νεκροί στο Παρίσι). Μόλις όµως οι αστοί δηµοκράτες ένιωσαν λίγο στέρεο το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, πρώτος σκοπός τους ήταν να αφοπλίσουν τους εργάτες. Αυτό έγινε σπρώχνοντάς τους στην εξέγερση του Ιούνη του 1848, µε ανοιχτή εξαπάτηση και την απόπειρα να εξορίσουν τους άνεργους σε µια απόµερη επαρχία. Η κυβέρνηση είχε φροντίσει να έχει συντριπτική υπεροχή δυνάµεων. Ύστερα από πενθήµερο αγώνα οι εργάτες νικήθηκαν. Και τότε ακολούθησε ένα λουτρό αίµατος των άοπλων αιχµαλώτων, που παρόµοιο δεν είχε γίνει από την εποχή των εµφύλιων πολέµων που προετοίµασαν την πτώση της ρωµαϊκής δηµοκρατίας.

Έτσι ήρθε στο προσκήνιο ένας νέος ηγέτης για τους αστούς, ο Λουδοβίκος Ναπολέοντας Βοναπάρτης (ανιψιός του Μ. Ναπολέοντα), ο οποίος κέρδισε τις εκλογές τον ∆εκέµβρη µε 55,6% (θα αυτοανακηρυχθεί αργότερα Αυτοκράτορας, µε το όνοµα Ναπολέων Γ’).

Γερµανία: Ο Πρώσος βασιλιάς Φρειδερίκος Γουλιέλµος ∆’, ο οποίος διατηρούσε την εικόνα ενός ενωτικού ηγεµόνα, αναγκάζεται να προχωρήσει στη σύγκληση εθνοσυνέλευσης, µε εκπροσώπηση όλων των τάσεων (Φραγκφούρτη, 30 Μαρτίου 1848).

Αυστροουγγαρία: Οι εξεγέρσεις που σηµειώθηκαν ήταν οξύτερες, καθώς «αφυπνίστηκαν» ταυτόχρονα πολλές διαφορετικές εθνότητες (Γερµανοί, Μαγυάροι, Τσέχοι, Πολωνοί, Σλοβάκοι, Σέρβοι και Ιταλοί). Στη Βιέννη ο αυτοκράτορας αναγκάσθηκε να εκχωρήσει σύνταγµα όταν η ενότητα της αυτοκρατορίας κινδύνεψε από τις επιµέρους εξεγέρσεις στην Ουγγαρία και Βοηµία. Η «θεοµηνία» των εξεγέρσεων αυτών σήµανε και το πολιτικό τέλος του τότε πανίσχυρου Μέτερνιχ. Στις 31 Αυγούστου 1848, µια συντακτική εθνοσυνέλευση θα καταργήσει τα προνόµια των φεουδαρχών.

Ελλάδα (από άρθρο του Γ. Νικολόπουλου): Στις 25 του Μάρτη, φοιτητές της Αθήνας διαδηλώνουν µε σύνθηµα «Ζήτω η δηµοκρατία!» έξω από τα Ανάκτορα (σηµερινή Βουλή). Οι φοιτητές καταδιώκονται από τη φρουρά έως τα Χαυτεία, µε περίπου 30 τραυµατίες. Αντάρτες αγρότες της Στερεάς, έπειτα από συνέλευση, αποφασίζουν να δράσουν. Στις 9 του Απρίλη, περίπου 700 καταδιωκόµενοι που έχουν βρει καταφύγιο στην τουρκοκρατούµενη Θεσσαλία, περνούν τα σύνορα και κατηφορίζουν προς τη Λαµία. Στα χωριά ο λαός τούς υποδέχεται σαν ήρωες, ψήνει ψωµιά και τους ενισχύει µε το υστέρηµά του, ενώ στο πέρασµά τους καταργούνται όλες οι αρχές του οθωνικού κράτους και παραδίδονται στις φλόγες τα φορολογικά αρχεία των κοτζαµπάσηδων.

Στις 19 Μαρτίου ο Πρώσος βασιλιάς της Ελλάδας, υπό την πίεση των ξεσηκωµένων αγροτών, υπόσχεται µεταρρυθµίσεις. Μια από τις µεταρρυθµίσεις που υποσχέθηκε (και µια από τις πολλές που δεν τήρησε) ήταν το δικαίωµα ψήφου για τις γυναίκες…

Σύντοµα η επανάσταση στην Στερεά παίρνει διαστάσεις – οι αντάρτες ξεπερνούν τους 3.000 στις 22 του Απρίλη, µέρα που καταλαµβάνεται η Λαµία και οι εξεγερµένοι προωθούνται κατά µπουλούκια προς την Υπάτη και τη Λιβαδειά. Η πρώτη θα πέσει στα χέρια των επαναστατηµένων τρεις µέρες µετά.

Οι διαδηλωτές φοιτητές είναι για την κυβέρνηση «ασήµαντα παιδάρια», «ελαφρόµυαλοι». Οι ξεσηκωµένοι αγρότες είναι «τουρκοαντάρτες εισβολείς», «προδότες». Αποστέλλει στη Στερεά περίπου 5.000 άνδρες (σχεδόν το σύνολο του τακτικού στρατού της Αθήνας, µαζί µε τµήµατα της χωροφυλακής).

Ταυτόχρονα, (στις 24 Απρίλη) oχτακόσιοι εξεγερµένοι αγρότες µε επικεφαλής τον γεωργό Γιώργο Περρωτή καταλαµβάνουν την Καλαµάτα, καταργούν τη χωροφυλακή και απαιτούν την εκλογή τοπικής συνέλευσης από αγρότες, κτηνοτρόφους και κατώτερους υπαλλήλους, µε πρώτο ζητούµενο την αναδιανοµή της γης των προεστών και των µοναστηριών στους ακτήµονες. Μια µέρα µετά, εκατοντάδες άλλοι µπαίνουν στην Περαχώρα και τα πρώτα σπίτια της Κορίνθου, απαιτώντας γη και δηµοκρατία.

Καθ’ υπόδειξη του Ρώσου ναυάρχου, στέλνονται στην Πελοπόννησο ο Νοταράς µε τον Κολοκοτρώνη (υιό) επικεφαλής περίπου 2.500 στρατιωτών. Μαζί εκστρατεύουν οµάδες κουµπουροφόρων διάφορων προεστών. Οι ξεσηκωµένοι πετσοκόβονται παντού. Στις 3 του Μάη, ο Περρωτής και περίπου 600 αγρότες µπλοκάρονται στο µοναστήρι της Βουλκάνου στην Ιθώµη και έπειτα από πολύωρη µάχη, ο αρχηγός κατορθώνει να ξεφύγει µε µόνο 20 ζωντανούς επαναστάτες και καταφεύγει στα γύρω δασωµένα βουνά.

Μια εβδοµάδα µετά και έπειτα από πολύνεκρες µάχες στο Παλιοχώρι (µε νικητές τους αντάρτες) και τη Θήβα (µε νικήτριες, τις οθωνικές δυνάµεις), ο κυβερνητικός στρατός πολιορκεί την Υπάτη, την οποία έχουν καταλάβει οι αντάρτες αγρότες. Έπειτα από διήµερη µάχη και την καταλυτική παρουσία του πυροβολικού που ισοπεδώνει τη µισή πόλη, οι αντάρτες εγκαταλείπουν την Υπάτη, αφήνοντας πίσω τους περίπου 400 νεκρούς.

Κοπάδια από γελάδια και πρόβατα κατασφάζονται επιδεικτικά στη Θήβα και τη Λαµία, αµπέλια ανασκάπτονται, σιταροχώραφα καίγονται και τουλάχιστον 1.200 αγρότες κλείνονται στις φυλακές της Λαµίας και της Χαλκίδας. Τα ίδια συντελούνται και στην Πελοπόννησο, όπου οι κάποι των κοτζαµπάσηδων δολοφονούν στα κρυφά πρωτεργάτες της εξέγερσης, στην Καλαµάτα, την Κόρινθο, τον Μελιγαλά και το Οίτυλο, ολόκληρο το καλοκαίρι του 1848.

Αφήγηση 2η: «Στρατευµένη», «υποκειµενική»

(κυρίως, Νταβίντ Ραζιάνοφ «Ο Μαρξ και ο Ένγκελς όχι µόνο για αρχάριους»)

«Ένα φάντασµα πλανιέται στην Ευρώπη: το φάντασµα του κοµµουνισµού. Όλες οι δυνάµεις της γερασµένης Ευρώπης ενώθηκαν σε µια ιερή συµµαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασµα: ο πάπας και ο τσάρος, Γάλλοι ριζοσπάστες και Γερµανοί αστυνοµικοί (…)

Σ’ αυτό το στάδιο, εποµένως, οι προλετάριοι δεν καταπολεµούν ακόµα τους δικούς τους εχθρούς, αλλά τους εχθρούς των εχθρών τους, τα υπολείµµατα της απόλυτης µοναρχίας, τους γαιοκτήµονες, τους µη βιοµήχανους αστούς, τους µικροαστούς. Έτσι, όλη η ιστορική κίνηση είναι συγκεντρωµένη στα χέρια της αστικής τάξης. Κάθε νίκη που κερδίζεται µ’ αυτόν τον τρόπο, είναι νίκη της αστικής τάξης (…)

Οι εργάτες αρχίζουν να συγκροτούν συνασπισµούς ενάντια στους αστούς. Εδώ κι εκεί η πάλη ξεσπάει µε τη µορφή εξεγέρσεων. Από καιρό σε καιρό οι εργάτες νικούν, αλλά η νίκη τους είναι παροδική. Το πραγµατικό αποτέλεσµα των αγώνων τους δεν είναι η άµεση επιτυχία, αλλά η συνένωση των εργατών που ολοένα επεκτείνεται (…)

(Οι Κοµµουνιστές) αγωνίζονται για την επίτευξη των άµεσων σκοπών και συµφερόντων της εργατικής τάξης, αλλά στο σηµερινό κίνηµα εκπροσωπούν ταυτόχρονα και τo µέλλον του κινήµατος (…)

Στη Γαλλία, οι κοµµουνιστές τάσσονται µε το σοσιαλιστικό-δηµοκρατικό κόµµα ενάντια στη συντηρητική αστική τάξη, χωρίς όµως να παραιτηθούν από τo δικαίωµα να κριτικάρουν τις αυταπάτες που έχουν την προέλευσή τους στην επαναστατική παράδοση.

Στην Ελβετία υποστηρίζουν τους ριζοσπάστες, χωρίς να παραγνωρίζουν ότι αυτό τo κόµµα αποτελείται από αντιφατικά στοιχεία.

Ανάµεσα στους Πολωνούς οι κοµµουνιστές υποστηρίζουν το κόµµα που θεωρεί την αγροτική επανάσταση σαν προϋπόθεση της εθνικής  απελευθέρωσης, δηλαδή το κόµµα που το 1846 προκάλεσε την εξέγερση της Κρακοβίας.

Στη Γερµανία, κάθε φορά που η αστική τάξη εκδηλώνεται επαναστατικά, το κοµµουνιστικό κόµµα παλεύει µαζί µε την αστική τάξη ενάντια στην απόλυτη µοναρχία, ενάντια στη φεουδαρχική γαιοκτησία και τον µικροαστισµό. Όµως ούτε στιγµή δεν παραµελεί το κοµµουνιστικό κόµµα να καλλιεργεί στους εργάτες µια όσο το δυνατό πιο καθαρή συνείδηση σχετικά µε την εχθρική αντίθεση που υπάρχει ανάµεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, για να µπορούν οι Γερµανοί εργάτες να στρέψουν αµέσως ενάντια στην αστική τάξη τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που η αστική τάξη είναι υποχρεωµένη να πραγµατοποιήσει µε την κυριαρχία της, έτσι που, αµέσως µετά την ανατροπή των αντιδραστικών τάξεων στη Γερµανία, ν’ αρχίσει αγώνας ενάντια στην ίδια την αστική τάξη.

Με µια λέξη, οι κοµµουνιστές υποστηρίζουν παντού κάθε επαναστατικό κίνηµα ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση. Σε όλα αυτά τα κινήµατα προβάλλουν το ζήτηµα της ιδιοκτησίας, οποιαδήποτε µορφή, περισσότερο ή λιγότερο εξελιγµένη, κι αν έχει πάρει, σαν το βασικό ζήτηµα του κινήµατος. Τέλος, οι κοµµουνιστές εργάζονται παντού για τη σύνδεση και τη συνεννόηση των δηµοκρατικών κοµµάτων όλων των χωρών».

Αυτά γράφει µεταξύ άλλων το Μανιφέστο του Κοµµουνιστικού Κόµµατος που τυπώθηκε λίγες µέρες πριν απ’ την έκρηξη της επανάστασης του Φλεβάρη. Η οργάνωση της Ένωσης των Κοµµουνιστών συγκροτήθηκε µόλις το Νοέµβρη του 1847 – µια οργάνωση που περιλάµβανε τον σύλλογο του Παρισιού, των Βρυξελλών και του Λονδίνου, κι η οποία είχε µόνο περιορισµένη επαφή µε µικρές γερµανικές οµάδες.

Η επανάσταση ξεσπάει στις 24 του Φλεβάρη του 1848 στο Παρίσι. Γρήγορα επεκτείνεται στη Γερµανία. Στις 3 του Μάρτη στην Κολωνία, την πρωτεύουσα της Ρηνανίας, διαδραµατίζεται κάτι σαν λαϊκή εξέγερση. Οι δηµοτικοί άρχοντες είναι αναγκασµένοι να στραφούν µε µια αναφορά στον βασιλιά της Πρωσίας, για να του επιστήσουν την προσοχή σ’ αυτή τη λαϊκή εξέγερση και να κάνει µερικές παραχωρήσεις.

Την εποχή εκείνη ο Μαρξ βρίσκεται στις Βρυξέλες. Η βελγική κυβέρνηση, που δε θέλει να έχει την τύχη της γαλλικής µοναρχίας, τον συλλαµβάνει και µετά από µερικές µέρες τον απελαύνει. Ο Μαρξ φεύγει για το Παρίσι, καθώς ένας απ’ τους ηγέτες της προσωρινής κυβέρνησης, ο Φλοκόν, συντάκτης της εφηµερίδας όπου συνεργαζόταν ο Ένγκελς, στέλνει αµέσως ένα γράµµα στον Μαρξ, στο όποιο εξηγεί ότι όλα τα διατάγµατα της παλιάς κυβέρνησης έχουν καταργηθεί, και τον προτρέπει να επιστρέψει.

Ανάµεσα στους Γερµανούς εργάτες που συρρέουν στο Παρίσι, γεννιούνται διαµάχες και οργανώνονται διάφορες οµάδες. Με µια απ’ αυτές έχει σχέσεις κι ο αναρχικός Μιχαήλ Μπακούνιν, που µαζί µε τον Γερµανό ποιητή Χέρβεγκ συλλαµβάνει ένα παρανοϊκό σχέδιο: αποφασίζουν, µε µια ένοπλη οργάνωση, να επιτεθούν στη Γερµανία.

Ο Μαρξ πασχίζει ν’ αποτρέψει τους εργάτες απ’ αυτό το σχέδιο και τους προτείνει να πάνε µεµονωµένα στη Γερµανία κι εκεί να συµµετάσχουν στα επαναστατικά γεγονότα. Ο Χέρβεγκ οργανώνει µια επαναστατική λεγεώνα και µπαίνοντας επικεφαλής, βαδίζει προς τα γερµανικά σύνορα, όπου και συντρίβεται. Ο Μαρξ καταφέρνει µαζί µε άλλους συντρόφους να φτάσει στη Γερµανία, όπου εγκαθίστανται σε διάφορα µέρη – ο Μαρξ κι ο Ένγκελς στη Ρηνανία.

Στη Ρηνανία εκδιδόταν από το 1842 το πρώτο µεγάλο πολιτικό όργανο της γερµανικής αστικής τάξης, κι ο Μαρξ κι ο Ένγκελς πέτυχαν να πάρουν στα χέρια τους τη νεόκοπη εφηµερίδα, επιλέγοντας την είσοδο στη ∆ηµοκρατική Ένωση που υπήρχε στην Κολωνία. Αυτό έφερε τον Μαρξ και τον Ένγκελς απ’ την αρχή σε µια κάπως αµφίβολη κατάσταση απέναντι στην Εργατική Ένωση της Κολωνίας, που είχε ιδρυθεί αµέσως µετά τις 3 του Μάρτη απ’ τον Γκότσαλκ και τον Βίλιχ.

Ο Γκότσαλκ ήταν γιατρός και πολύ δηµοφιλής ανάµεσα στους φτωχούς της Κολωνίας. Ο σύλλογος που είχε ιδρύσει στην Κολωνία, η «Εργατική Ένωση Κολωνίας», πολύ σύντοµα συσπείρωσε σχεδόν όλους τους εργάτες της πόλης. Αριθµούσε περί τα 7.000 µέλη, και για µια πόλη µε πληθυσµό 80.000 κατοίκων ο αριθµός αυτός ήταν τεράστιος.

Όταν ήρθε η είδηση για την ήττα που γνώρισε το προλεταριάτο του Παρισιού τον Ιούνη, όταν ο Καβενιάκ χτύπησε το προλεταριάτο του Παρισιού προκαλώντας µια σφαγή στην οποία σκοτώθηκαν µερικές χιλιάδες προλετάριοι, η Νέα Εφηµερίδα του Ρήνου, «όργανο της δηµοκρατίας», στις 28 Ιούνη του 1848 δηµοσίευσε ένα παθιασµένο άρθρο. Ιδού µια περικοπή:

«Οι εργάτες του Παρισιού συντρίφτηκαν απ’ την υπεροπλία, δεν υπέκυψαν σ’ αυτήν. Ο προσωρινός θρίαµβος της ωµής βίας ξεπληρώθηκε µε τη διάλυση κάθε αυταπάτης και φαντασίωσης της επανάστασης του Φλεβάρη, ξεπληρώθηκε µε τη διάσπαση του γαλλικού έθνους σε δυο έθνη, το έθνος των ιδιοκτητών και το έθνος των εργατών. Η τρίχρωµη δηµοκρατία έχει πια µόνο ένα χρώµα, το χρώµα των νικηµένων, το χρώµα του αίµατος (…)

Θα µας ρωτήσουν αν θα κλάψουµε, αν θα αναστενάξουµε, αν θα µιλήσουµε για τα θύµατα της λαϊκής οργής, για την εθνοφρουρά, για τον τακτικό στρατό: Η πολιτεία θα φροντίσει τις χήρες και τα ορφανά τους. ∆ιατάγµατα θα τους εξυµνήσουν, οι κηδείες τους θα γίνουν µε µεγαλοπρεπείς τελετές, ο επίσηµος Τύπος θα τους ανακηρύξει αθάνατους, η ευρωπαϊκή αντίδραση θα τους δοξάσει απ’ Ανατολή σε ∆ύση.

Όµως οι πληβείοι, ρηµαγµένοι απ’ την πείνα, καταφρονηµένοι απ’ τον Τύπο, εγκαταλειµµένοι απ’ τους γιατρούς, βρισµένοι απ’ τους αξιοπρεπείς σαν ληστές, εµπρηστές και κατάδικοι, οι γυναίκες και τα παιδιά τους ριγµένα σε µια ακόµα πιο φοβερή αθλιότητα, µε τους άριστους απ’ τους ζωντανούς εξόριστους µακριά – προνόµιο και δικαίωµα τον δηµοκρατικού Τύπου είναι να πλέξει σ’ αυτούς το δάφνινο στεφάνι γύρω απ’ το απειλητικά σκοτεινό τους µέτωπο».

Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς υπερασπίζονται κάθε επαναστατικό κίνηµα που στρεφόταν τότε ενάντια στην κρατούσα τάξη πραγµάτων. Είναι οι πιο παθιασµένοι υποστηριχτές της ουγγρικής επανάστασης, οι πιο παθιασµένοι υποστηριχτές της Πολωνίας, που λίγο πριν είχε επιχειρήσει µια νέα εξέγερση. Με το ίδιο πνεύµα ζητούν και την ένωση της Γερµανίας σε µια ενιαία δηµοκρατία.

Η Επανάσταση υποχωρεί παντού, µετά την ήττα του προλεταριάτου της Βιέννης τον Οκτώβρη. Η τσαρική Ρωσία είχε βοηθήσει µε κάθε τρόπο. Η ήττα στη Βιέννη συνετέλεσε στην ήττα στο Βερολίνο. Η πρωσική κυβέρνηση πήρε πάλι θάρρος: τον ∆εκέµβρη διαλύει την πρωσική Εθνοσυνέλευση. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή η πρωσική αστική τάξη, προσπαθεί να πετύχει ένα συµβιβασµό ανάµεσα στο λαό και στη βασιλική κυβέρνηση.

Να τι δηµοσιεύει σχετικά ο Μαρξ:

«(…)εγωίστρια, χωρίς πίστη στα συνθήµατά της, τροµαγµένη απ’ την παγκόσµια αναστάτωση (και προσπαθώντας να επωφεληθεί απ’ αυτήν), κίβδηλη από κάθε άποψη, πρωτότυπη µόνο στη χαµέρπεια, κατευθύνει και παραµερίζει τις νεανικές τάσεις ενός λαού ισχυρού. Γριά στραβή, κουφή και ξεδοντιάρα, αυτή ήταν η πρωσική αστική τάξη, όταν βρέθηκε στο πηδάλιο του κράτους, µετά την επανάσταση του Μάρτη».

Έτσι ο Μαρξ απ’ το φθινόπωρο του 1848 αλλάζει τακτική. Μαζί µε τον Ένγκελς και τους παλιούς συντρόφους από τους κύκλους των επαναστατών Γερµανών εµιγκρέδων, Μολ και Σάπερ, εντείνουν τη δουλειά τους µέσα στην Εργατική Ένωση της Κολωνίας. Μετά τη σύλληψη του Γκότσαλκ, ο Μολ εκλέχτηκε εκπρόσωπος της Εργατικής Ένωσης. Όταν ο Μολ υποχρεώθηκε να «εξαφανιστεί» απ’ την Κολωνία, στη θέση του εκλέχτηκε ο Μαρξ, παρά τις επανειληµµένες αρνήσεις να δεχτεί την εκλογή (ο Μαρξ, πάσχιζε την εποχή εκείνη να πολιτογραφηθεί ξανά Πρώσος. Όταν η επανάσταση δυνάµωνε, εµφανιζόταν δηµόσια, αλλά µόλις κέρδιζε έδαφος η αντίδραση και εντείνονταν οι διώξεις, ο Μαρξ εξαφανιζόταν και αρκούνταν στη διεύθυνση της Νέας Εφηµερίδας του Ρήνου). Τον Φλεβάρη, που γίνονταν οι εκλογές για το νέο Κοινοβούλιο, ο Μαρξ κι η οµάδα του επέµεναν ότι οι εργάτες, εκεί που δε µπορούσαν να εκλέξουν τους δικούς τους υποψηφίους, έπρεπε να εκλέξουν δηµοκράτες. Η ίδια η Εργατική Ένωση αναδιοργανώθηκε και µετατράπηκε σε κεντρική λέσχη, µε καινούργια περιφερειακά τµήµατα και λέσχες. Στα τέλη του Απρίλη ο Μαρξ κι ο Σάπερ δηµοσίευσαν µια πρόσκληση, στην οποία καλούσαν όλες τις εργατικές ενώσεις της Ρηνανίας και της Βεστφαλίας σ’ ένα συνέδριο, και προέτρεπαν να οργανωθούν για ένα γενικό εργατικό συνέδριο που θα πραγµατοποιούνταν τον Ιούνη στη Λειψία.

Την στιγµή που ο Μαρξ κι οι σύντροφοί του προχωρούσαν στην άµεση οργάνωση κόµµατος της εργατικής τάξης, η επανάσταση δέχτηκε νέο πλήγµα. Η πρωσική κυβέρνηση, που είχε διαλύσει την πρωσική Εθνοσυνέλευση, αποφασίζει τώρα να βάλει ένα τέλος και στην Παγγερµανική Εθνοσυνέλευση. Η «Νέα Εφηµερίδα του Ρήνου» κλείνει στις 19 Μάη του 1849. Μετά ο Μαρξ εγκαταλείπει την Γερµανία σαν ξένος. Ο Ένγκελς, ο Μολ και ο Βίλιχ πηγαίνουν να ενωθούν µε τους επαναστάτες στη Νότια Γερµανία.

Μετά από µερικές βδοµάδες ηρωικής αλλά κακά οργανωµένης αντίστασης ενάντια στα πρωσικά στρατεύµατα, οι επαναστάτες υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στην Ελβετία. Τα παλιά µέλη της Νέας Εφηµερίδας του Ρήνου και της Εργατικής Ένωσης της Κολωνίας κατέφυγαν στο Παρίσι, αλλά µετά την αποτυχηµένη διαδήλωση στις 13 Ιούνη του 1849 καταδιώχτηκαν κι έτσι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη Γαλλία. Ο Μολ είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στη Νότια Γερµανία. Ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Σάπερ, ο Βίλιχ και ο Βολφ πήγαν στο Λονδίνο.

Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς δεν έχασαν στην αρχή την ελπίδα πως πρόκειται για µια προσωρινή κάµψη του επαναστατικού κινήµατος, και ότι θ’ ακολουθούσε ένα καινούργιο κύµα αναταραχής. Εκείνη ακριβώς την εποχή η Ένωση των Κοµµουνιστών εκδίδει δύο ενδιαφέρουσες εγκυκλίους. Γράφτηκαν κυρίως απ’ τον Μαρξ.

«Όλες οι δυνάµεις πρέπει να στρέφονται στην προσπάθεια να αντιπαραθέσουµε στη δηµοκρατική οργάνωση την εργατική οργάνωση. Κατά πρώτο λόγο είναι αναγκαίο να δηµιουργήσουµε ένα εργατικό κόµµα. Πρέπει µε όλα τα µέσα να προωθήσουµε τους δηµοκράτες, σε κάθε διεκδίκησή τους ν’ απαντάµε µε µιαν άλλη πιο ριζοσπαστική. Οι δηµοκράτες ζητούν το δεκάωρο, εµείς θα ζητήσουµε το οχτάωρο. Αυτοί ζητούν απαλλοτρίωση της µεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας µε δίκαιες αποζηµιώσεις, εµείς θα ζητήσουµε τη χωρίς αποζηµίωση απαλλοτρίωση. Πρέπει να προωθήσουµε την επανάσταση µε όλα τα µέσα, πρέπει να την κάνουµε διαρκή, να την έχουµε την κάθε στιγµή στην ηµερήσια διάταξη: ∆εν πρέπει να επαναπαυόµαστε στις λεγόµενες κατακτήσεις της επανάστασης. Κάθε προσπάθεια να κηρύξουµε την επανάσταση τελειωµένη, είναι προδοσία στην υπόθεση της επανάστασης».

Ωστόσο, στα τέλη του 1850 ο Μαρξ καταλήγει στο συµπέρασµα ότι µέσα σε οικονοµική ευηµερία κάθε προσπάθεια να εκβιαστεί η επανάσταση θα καταλήξει σε ανώφελη ήττα. Με την άποψη αυτή όµως δε συµφωνούσαν πολλά µέλη της Ένωσης των Κοµµουνιστών. Ο Βίλιχ, που µαζί µε τον Γκότσαλκ είχε προκαλέσει στις 3 του Μάρτη την επανάσταση στην Κολωνία και είχε παίξει µεγάλο ρόλο κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στη Νότια Γερµανία, ο Σάπερ, µέλη της Εργατικής Ένωσης της Κολωνίας και οι παλιοί οπαδοί του Βάιτλινγκ συνασπίζονται. Επιµένουν στην ανάγκη να οργανώσουν µια εξέγερση. Γίνεται προσπάθεια να πάρουν ένα δάνειο απ’ την Αµερική – ένα δάνειο που θα χρηµατοδοτούσε την επανάσταση στη Γερµανία… Τελικά επέρχεται η διάσπαση. Ένας από τους «πράκτορες» της Ένωσης στη Γερµανία συλλαµβάνεται. Βρίσκουν επάνω του έγγραφα που δίνουν τη δυνατότητα στην πρωσική µυστική αστυνοµία να καταδιώξει τους συντρόφους του. Η πρωσική κυβέρνηση αποφασίζει να οργανώσει µια µεγάλη δίκη κατά των κοµµουνιστών στην Κολωνία, για να δείξει στην πρωσική αστική τάξη πως δεν πρέπει να µετανιώνει που το 185]0 της αφαιρέθηκαν µερικές ελευθερίες.

Με απόφαση της παράταξης των κοµµουνιστών που είχε µείνει µαζί του, ο Μαρξ έγραψε µια µπροσούρα µ’ αφορµή τη δίκη κατά της Ένωσης των Κοµµουνιστών, στην οποία αποκάλυψε τις µηχανορραφίες της αστυνοµίας.

Στα τέλη του 1852 διαλύθηκε επίσηµα η Ένωση των Κοµµουνιστών. Μερικά απ’ τα µέλη της µετανάστευσαν στην Αµερική. Μερικά χρόνια αργότερα, στο Λονδίνο, ο Σάπερ αναγνώρισε πως είχε κάνει λάθος και συµφιλιώθηκε πάλι µε τον Μαρξ και τον Ένγκελς.

Οι ιστορικοί της πρώτης αφήγησης προσπαθούν να γράψουν τα γεγονότα µε (σχετική) αντικειµενικότητα. Οι επαναστάτες της δεύτερης αφήγησης προσπαθούν (παθιασµένα) να δώσουν «ζωή» στα γεγονότα. Σε συνθήκες καινούριες, αναπόδραστα θα κάνουν λάθη, αλλά διατηρούν την ψυχραιµία και γενναιότητα να διδαχθούν και να διδάξουν από αυτά.

Να πώς ανασκευάζει αργότερα ο Μαρξ την πολιτική κριτική υποστήριξης στην «γριά» και «ξεδοντιάρα» (σε συνθήκες προϊµπεριαλιστικές) αστική τάξη κριτικάροντας το «πρώιµο» σοσιαλδηµοκρατικό κόµµα στην Γαλλία:

«Οι µικροαστοί έβλεπαν πως δεν είχαν αµειφθεί καλά ύστερα από τις µέρες του Ιούνη του 1848, έβλεπαν να διαµφισβητούνται από την αντεπανάσταση οι δηµοκρατικές εγγυήσεις που θα τους εξασφάλιζαν την επιβολή των (υλικών) συµφερόντων τους. Είχαν κλείσει συµµαχία µε τους σοσιαλιστές αρχηγούς. Τον Φλεβάρη του 1849 πανηγύρισαν µε συµπόσια τη συµφιλίωση. Καταρτίστηκε ένα κοινό πρόγραµµα. Ιδρύθηκαν κοινές εκλογικές επιτροπές και υποβλήθηκαν κοινοί υποψήφιοι. Από τις κοινωνικές διεκδικήσεις του προλεταριάτου αφαίρεσαν την επαναστατική τους αιχµή και τους έδωσαν µια δηµοκρατική τροπή.

∆εν πρέπει όµως να κάνει κανείς την σκέψη ότι οι δηµοκρατικοί αντιπρόσωποι είναι όλοι τους µαγαζάτορες ή ότι λαχταρούν να γίνουν µαγαζάτορες. Μπορεί εξαιτίας της µόρφωσής τους ή της ατοµικής τους θέσης να απέχουν απ’ αυτούς όσο απέχει ο ουρανός από τη γη. Εκείνο που τους κάνει εκπρόσωπους των µικροαστών είναι ότι η στενοκεφαλιά τους δε µπορεί να ξεπεράσει τα όρια που η κοινωνική θέση βάζει πρακτικά στους µικροαστούς».

Και όπως έγραψε το 1865 ο Ένγκελς,

«Αυτούς πρέπει να τους υποδεχόµαστε µε τη λόγχη, στο ξίφος τους ν’ αντιπαρατάσσουµε το δικό µας ξίφος».

Η κόκκινη σηµαία, η “σκέτη” κόκκινη σηµαία, αρχικά ήταν η σηµαία που σηµαίνει ότι δεν θα υπάρξουν αιχµάλωτοι. Κατά τη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης, το αιµατηρό αυτό σύµβολο το υψώνουν οι δυνάµεις της αντίδρασης, Σε απάντηση, µετά το 1790, την παίρνει το πλήθος και την υψώνει αυτό. Η κόκκινη σηµαία γίνεται λοιπόν η σηµαία της λαϊκής βίας απέναντι στην αιµατηρή καταστολή. Από τότε επανήλθε στην επανάσταση του 1848, πάντα σε αντιπαράθεση µε την τρίχρωµη γαλλική σηµαία-σύµβολο της αστικής ιδεολογίας. Εκείνη την πρώτη φορά, το 1848, µέσα από µεγάλες αντιπαραθέσεις, οι εργάτες υποχωρούν και κατεβάζουν την κόκκινη σηµαία. Η επανάσταση του 1848 παραµένει πιστή στην τρίχρωµη. Την επόµενη φορά όµως, το 1871, στην Κοµµούνα, η κόκκινη σηµαία αντικαθιστά τη θλιβερή σηµαία των αστών ιµπεριαλιστών.