1

Κόκκινο Νήμα φύλλο Νο 11 Μάιος 2019




Κόκκινο Νήμα φύλλο Νο 10 Απρίλιος 2019

 




Ταξική – διεθνιστική Αριστερά

Ούτε Τσίπρας ούτε Μητσοτάκης, ούτε (ακρο)δεξιά ούτε κεντροαριστερά

Πάει πολύς καιρός από τότε που το «µνηµόνιο/αντιµνηµόνιο» ήταν η βασική διαχωριστική γραµµή, η οποία καθόριζε τις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες. Η µνηµονιακή εξαλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ -σε συνδυασµό µε την ήττα του κινήµατος και της Αριστεράς- µετατόπισε αναπόφευκτα τον άξονα των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων δεξιά, σταθεροποίησε το αστικό/µνηµονιακό πολιτικό σύστηµα, «σκέπασε» µε τα υλικά της µιντιακής και αστικής (παρα)πολιτικής το ταξικό ρήγµα, που είχε δηµιουργηθεί από την κρίση και την υλοποίηση των µνηµονιακών πολιτικών. Εν τέλει υποκατέστησε τη διαχωριστική «µνηµόνιο/αντιµνηµόνιο» από τη διαχωριστική «Τσίπρας ή Μητσοτάκης» ή «(ακρο)δεξιά/κεντροαριστερά». 

Ωστόσο, οι σκληρές ταξικές πολιτικές συνεχίζονται αδιατάρακτα και η καθηµερινότητα των εργαζόµενων τάξεων είναι οδυνηρή. Έτσι, κάτω από τα επιφαινόµενα του πολιτικού σκηνικού, η σκληρή πραγµατικότητα «βυσσοδοµεί» προετοιµάζοντας τα ρήγµατα του µέλλοντος. Η διάχυση της ακροδεξιάς ιδεολογίας είναι η στρεβλή και σαπισµένη εκδοχή της αγανάκτησης, που έγινε «αντεπαναστατική απελπισία». Η εκκωφαντική «σιωπή» των εργαζόµενων τάξεων, αλλά και της πλειονότητας του κόσµου της Αριστεράς και των κινηµάτων αντίστασης, κρύβει και άλλες, υπόγειες διεργασίες. Οι επερχόµενες εκλογές, κυρίως οι βουλευτικές, ανεξάρτητα και από το αποτέλεσµά τους -πολύ περισσότερο όµως αν το αποτέλεσµα είναι το διαφαινόµενο, δηλαδή η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ- θα αποτελέσουν το σηµείο ανάδυσης στην επιφάνεια των υπόγειων διεργασιών. Τα αποτελέσµατά τους θα γίνουν ορατά τόσο στη σφαίρα των κινηµάτων αντίστασης όσο και στην πολιτική σφαίρα.

 

Από το 2015 µέχρι σήµερα: στρατηγική ήττα, αλλά και «ανοιχτοί λογαριασµοί»

Ο χαρακτήρας και τα «υστερόγραφα» της ήττας του 2015 εξακολουθούν να είναι το κλειδί για την «ανάγνωση» των πολιτικών διεργασιών και της δυναµικής των πολιτικών εξελίξεων. Σε µεγάλα τµήµατα της Αριστεράς είναι διαδεδοµένη η άποψη ότι η ήττα του 2015 ήταν όχι µόνο στρατηγική, αλλά και συντριπτική. Ότι υποχρεώνει την Αριστερά σε «µακρά νόµιµο ύπαρξη», σε µακροχρόνια υποχώρηση, αναδίπλωση και ιδεολογικοπολιτικές αναζητήσεις σε στενούς κύκλους. Πολύ περισσότερο από άποψη, αυτό είναι εµπεδωµένη ψυχολογία µε ευρεία διάδοση. Αυτή η προσέγγιση παραγνωρίζει -και όχι πάντα από απλή υποτίµηση ή παράλειψη- δύο βασικούς παράγοντες:

Πρώτο, ότι το 2015 είχαµε την ιδιότυπη περίπτωση ήττας όχι στο πεδίο της µάχης, αλλά διά της φυγοµαχίας. Στην Ιστορία είναι συχνά τα παραδείγµατα µαχών που χάθηκαν εξαιτίας εγκληµατικών πολιτικών λαθών της ηγεσίας. Σε συνθήκες, όµως, που η µάχη διεξάχθηκε πραγµατικά µε όλα τα µέσα που διέθετε το κάθε στρατόπεδο. Το 2015 δεν είναι µία από αυτές τις περιπτώσεις. Στην προκείµενη περίπτωση υπήρξε πλήρης φυγοµαχία! Στις µέρες του Ιουλίου του 2015 ο «αρχιστράτηγος» κήρυξε τη διάλυση του στρατεύµατος, υπέγραψε ταπεινωτική συνθηκολόγηση και, ακόµη χειρότερα: ανέλαβε να κυβερνήσει µε το πρόγραµµα του αντιπάλου! Η εξ αυτού του λόγου καταρράκωση του «ηθικού πλεονεκτήµατος» της Αριστεράς και η διακωµώδησή της σαν ηγεσίας στον αγώνα, η διάλυση του «σχηµατισµού µάχης» που είχε αρχίσει να συγκροτείται µε τους αγώνες του 2010-12, µε τη µαζικοποίηση του ρεύµατος ΣΥΡΙΖΑ και µε την κινητοποίηση του δηµοψηφίσµατος, οι οδυνηρές συνέπειες της µνηµονιακής κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ στο όνοµα της Αριστεράς, είναι οι προφανείς και συνοµολογηµένοι λόγοι που τεκµηριώνουν τον χαρακτηρισµό της ήττας ως στρατηγικής. Το γεγονός όµως ότι επρόκειτο για ήττα διά της φυγοµαχίας, αµφισβητεί την άποψη περί συντριπτικής ήττας. ∆ιότι, απλούστατα, όπως το κίνηµα και η Αριστερά έχασαν χωρίς µάχη, αντίστοιχα κέρδισε χωρίς µάχη το σύστηµα. Λέγοντας µάχη, εννοούµε αυτή που διεξάγεται µε όλα τα διαθέσιµα µέσα, και ύστερα από την οποία ο νικητής αποκτά δικαιώµατα να καθυποτάξει τον αντίπαλό του και µε τη βία, εγκαθιστώντας καθεστώς ανελευθερίας και τρόµου. Τέτοια νίκη δεν υπήρξε. Γι’ αυτό και δεν κερδήθηκε τέτοιο πλεονέκτηµα από τις δυνάµεις του συστήµατος.

∆εύτερο, το παράδοξο γεγονός ήταν πως ύστερα από την ήττα κυβέρνησαν οι… νικηµένοι – µε το πρόγραµµα των νικητών. Αλλά και µε βαριές υποχρεώσεις να κάνουν ό,τι µπορούν για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις στα µάτια των εργαζόµενων τάξεων. Αποφασίζοντας να υποταχθεί χωρίς να δώσει µάχη και εποµένως διαλύοντας το σχηµατισµό µάχης που είχε συγκροτηθεί, η ηγεσία Τσίπρα έδωσε «σκληρό αγώνα» για να βρει στηρίγµατα σε δυνάµεις του συστήµατος. Τα αποτελέσµατα ήταν έως και θεαµατικά όσον αφορά το διεθνές σύστηµα (αλλά ταυτόχρονα πρόσκαιρα). Πενιχρά, ωστόσο, όσον αφορά το εγχώριο «βαθύ κράτος» της ελληνικής άρχουσας τάξης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις φιλότιµες προσπάθειές του, δεν έγινε ούτε πρόκειται να γίνει αποδεκτός σαν «κανονικό» αστικό κόµµα, σαν σαρξ εκ της σαρκός του συστήµατος. Οι λόγοι γι’ αυτή την… αποτυχία είναι βασικά δύο:

α. Ότι η µνηµονιακή σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση θα ήταν αδύνατη αν αδιαφορούσε εντελώς για τα λαϊκά στρώµατα που τον ψήφισαν όχι µόνο τον Ιανουάριο του 2015, αλλά και τον Σεπτέµβριο του 2015 ύστερα από τη µνηµονιακή «κωλοτούµπα». Η µνηµονιακή εξαλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ θα τον οδηγούσε σε κατάρρευση αν δεν επέλεγε να διατηρήσει ένα ρεφορµιστικού τύπου «πολιτικό συµβόλαιο» µε σηµαντικά τµήµατα των εργαζόµενων τάξεων, αλλά και του κόσµου της Αριστεράς: τώρα είµαστε αναγκασµένοι να υπογράψουµε και να υλοποιήσουµε το τρίτο µνηµόνιο. Αργότερα, όµως, στον κατάλληλο χρόνο, θα εξαντλήσουµε τα περιθώρια να επουλώσουµε τις πληγές που αυτό ανοίγει. Μη έχοντας άλλη εναλλακτική (γιατί κανείς από την υπόλοιπη Αριστερά δεν φρόντισε να τη δηµιουργήσει πραγµατικά), σηµαντικά τµήµατα των εργαζόµενων τάξεων και του κόσµου της Αριστεράς υπέκυψαν στο αναπόφευκτο ενός τέτοιου «συµβολαίου». Μπορεί να είναι µια πολύ ασθενική και ξεθυµασµένη εκδοχή της, αλλά είναι µια υποθήκη ελπίδων και προσδοκιών κάποια στιγµή να αρχίσουµε να παίρνουµε πράγµατα πίσω. Εγκλωβισµένος σε έναν τέτοιο «µηχανισµό» αναπαραγωγής, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να γίνει κάτι περισσότερο από κυβέρνηση «ειδικού σκοπού».

β. ∆ιότι η αστική τάξη γνωρίζει πολύ καλά ότι στο µέλλον θα χρειαστεί ακόµη πιο ωµές διαχειρίσεις, όταν το µεσοδιάστηµα αυτής της ασθενικής σταθεροποίησης τελειώσει. Για τέτοιες διαχειρίσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι εντελώς ακατάλληλος. Όχι γιατί οι προθέσεις της ηγεσίας του είναι φιλεργατικές, αλλά γιατί δεν κατάφερε και ούτε πρόκειται να καταφέρει να «χειραφετηθεί» από την εξάρτησή του από τις εργαζόµενες τάξεις και τον κόσµο της Αριστεράς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, µε τη µνηµονιακή του εξαλλαγή και την εν γένει πολιτική του, ενεργοποίησε µια πολιτική δυναµική διαρκών µετατοπίσεων.

Υπ’ αυτό το πρίσµα, στη συγκυρία υποβόσκει ένα «αόρατο» πολιτικό µέγεθος: Οι προδοµένες, υποθηκευµένες σε ένα χωρίς αντίκρισµα πολιτικό συµβόλαιο µε τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πάντως όχι οριστικά µαταιωµένες ελπίδες σηµαντικών τµηµάτων του κόσµου της εργασίας και της Αριστεράς για κάποιου είδους αναστροφή των µνηµονιακών πολιτικών. Οι «παγωµένες» και προσωρινά (δηλαδή για την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ) εγκλωβισµένες και εξουδετερωµένες διαθέσεις για αγώνα.

Στη δυναµική των εξελίξεων, στο πραγµατικό «συµβόλαιο µε την Ιστορία», είναι εγγεγραµµένες δύο βαριές υποθήκες: Από τη µια, η κυβερνητική αποκαθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχει το άρωµα και τις συνέπειες µιας απλής δικοµµατικής εναλλαγής, όπως αυτές που ήταν συνηθισµένες µέχρι και το 2009. Θα πυροδοτήσει µια πολιτική και κοινωνική δυναµική ανάλογη µε αυτή που βλέπουµε να εξελίσσεται διεθνώς: µια ρεβανσιστική δεξιά (Ν∆) που έρχεται να αποκαθηλώσει τη µνηµονιακή αριστερά, µε όρους που θυµίζουν έστω και λίγο Αργεντινή και Βραζιλία. Μια άκρα δεξιά που έχει πλέον «λαό», χωρίς (ακόµη) να έχει κόµµα και ένα ναζιστικό κόµµα κοινοβουλευτικά εδραιωµένο, που αντέχει και περιµένει ξανά την ευκαιρία του.

Από την άλλη, η πυροδότηση µιας τέτοιας δυναµικής θα κάνει αναπόφευκτο ότι η µαταιωθείσα λόγω της φυγοµαχίας µάχη του 2015, θα δοθεί αναπόφευκτα σε «δεύτερο χρόνο». Αλλά πλέον από άλλο «στρατό», µε άλλο σχέδιο και σε άλλο «έδαφος».

 

Οι εκλογές σαν ορόσηµο

Η διαχωριστική γραµµή «ΣΥΡΙΖΑ ή Ν∆», «Τσίπρας ή Μητσοτάκης» είναι σε πλήρη αντίθεση µε την ταξική πόλωση στην ελληνική κοινωνία, στα όρια της παραδοξότητας. Σε µια χώρα όπου το ποσοστό της µισθωτής εργασίας στο σύνολο του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού ξεπερνά το 80% (αν συνυπολογίσουµε και το µεγαλύτερο τµήµα των αυτοαπασχολούµενων που ζουν από την εργασία τους και όχι από την εργασία των άλλων), το «σκέπασµα» του ταξικού ρήγµατος, το οποίο στα χρόνια της κρίσης εκφράστηκε µε τη διαχωριστική γραµµή «µνηµόνιο/αντιµνηµόνιο», είναι ο πραγµατικά µεγάλος «άθλος» του ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς τη δική του µνηµονιακή εξαλλαγή, χωρίς τα µνηµονιακά του έργα και ηµέρες στην κυβέρνηση, χωρίς τη µετατόπισή του στην κεντροαριστερά, χωρίς εν τέλει τη συνειδητή του προσπάθεια να εγκαταστήσει τη νέα διαχωριστική γραµµή «ΣΥΡΙΖΑ ή Ν∆», «Τσίπρας ή Μητσοτάκης», αυτό δεν θα ήταν κατορθωτό.

Το «πολιτικό συµβόλαιο» του ΣΥΡΙΖΑ µε σηµαντικά τµήµατα των εργαζόµενων τάξεων και του κόσµου της Αριστεράς κρύβει και αυτό µια πολιτική παραδοξότητα: ο αυτουργός της µεγάλης µνηµονιακής «κωλοτούµπας» παρέµεινε ο πολιτικός διαχειριστής των -«σκοτωµένων» πλέον- ελπίδων του. Αυτός που µε την προδοσία του 2015 και τη µνηµονιακή του κυβερνητική θητεία ενεργοποίησε τη δυναµική που φέρνει τον Μητσοτάκη και ανοίγει τον δρόµο στην ακροδεξιά, εκλαµβάνεται σαν «ανάχωµα» στην έλευση αυτών των πολιτικών «τεράτων».     

Όµως, η διεθνής συγκυρία έχει να επιδείξει και σοβαρές ενδείξεις πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών σε άλλη κατεύθυνση: είναι κυρίως τα Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία και το κίνηµα αντίστασης στις ΗΠΑ, καθώς και αντίστοιχες -αν και πιο αδύναµες- όψεις αντιστάσεων στην Ισπανία, τη Βραζιλία κ.λπ. Παρ’ όλες τις αναπόφευκτες αδυναµίες τους, είναι εκδηλώσεις µιας πρώτης απάντησης στη διεθνή δυναµική, που γεννά πολιτικά τέρατα και υπόσχεται «τα χειρότερα».

Στην Ελλάδα, οι επερχόµενες εκλογές αποτελούν ορόσηµο. Όχι γιατί θα συγκρουστεί το «φως» της κεντροαριστεράς µε το «σκότος» της (ακρο)δεξιάς. Αλλά γιατί θα λάβει τέλος αυτή η ιδιότυπη πολιτική συνθήκη, η οποία εγκαταστάθηκε το 2015, όπου κυβερνά µια υποταγµένη «Αριστερά» µε το πρόγραµµα του ταξικού αντιπάλου, εγκλωβίζοντας και αναστέλλοντας τη δική µας απάντηση στον µηχανισµό που γεννάει πολιτικά τέρατα.

 

Ποια Αριστερά χρειαζόµαστε

Η ήττα του 2015 συνιστούσε/συνιστά µια αποτυχία της απάντησης στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισµό, που χτίστηκε στα χρόνια της κινηµατικής και πολιτικής ανάκαµψης ύστερα από τον εργατικό ∆εκέµβρη του 1995 στη Γαλλία και στη συνέχεια το Σιάτλ, το αντιπαγκοσµιοποιητικό κίνηµα, τη συγκρότηση µαζικών αριστερών κοµµάτων/σχηµατισµών του µετανεωτερικού ρεφορµισµού (ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, Κόµµα των Εργατών στη Βραζιλία, Ποδέµος στην Ισπανία κ.λπ.) και τις «ροζ» κυβερνήσεις σε χώρες της Λατινικής Αµερικής.

Αυτή η απάντηση, που απέτυχε παταγωδώς και ηττήθηκε κατά κράτος, πρέπει να τεθεί υπό ανελέητη κριτική ως προς τους βασικούς της πυλώνες:

• Την αδυναµία να αναγνωρίσει καθαρά και να ορίσει ταξικά τον αντίπαλο. Που δεν είναι το «1%» (µια συµβολική καρικατούρα), αντιµέτωπο µε το 99%, αλλά η άρχουσα καπιταλιστική τάξη, το σύστηµα εξουσίας της και οι κοινωνικές συµµαχίες που τη στηρίζουν. Η «αχρωµατοψία» του «1%» ή των «50 (ή 10 ή…) οικογενειών» ή των «µονοπωλίων», που κατά περίπτωση ορίζονται σαν αντίπαλοι, πρέπει κατεπειγόντως να ξεπεραστεί. Αν δεν µπορούµε ούτε να αναγνωρίσουµε τον αντίπαλο, δεν υπάρχει καµία περίπτωση να τον νικήσουµε.   

• Την αδυναµία, στο πλαίσιο αυτό, να αναγνωρίσει την καπιταλιστική εκµετάλλευση σαν τη βάση όλου του συστήµατος εκµετάλλευσης και κυριαρχίας. Ο καπιταλισµός, που διαρκώς αλλάζει παραµένοντας ωστόσο ο ίδιος στα θεµελιώδη του χαρακτηριστικά, δεν είναι µια οµοσπονδία υποσυστηµάτων εκµετάλλευσης και καταπίεσης. ∆ιέπεται από τον µονισµό της καπιταλιστικής εκµετάλλευσης, της σχέσης κεφάλαιο/εργασία, των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, της ταξικής πάλης πάνω σε αυτό το έδαφος. Βεβαίως, το προλεταριάτο δεν βγαίνει πάνοπλο από τη µήτρα του καπιταλισµού όπως η Αθηνά από το κεφάλι του ∆ία, µε εγγεγραµµένη στο DNA του την «ιστορική αποστολή» της εγκαθίδρυσης του σοσιαλισµού. Συγκροτείται σε «τάξη για τον εαυτό του» µέσα από την ταξική πάλη. Και µια τέτοια συγκρότηση ολοκληρώνεται µε κατεξοχήν πολιτικοϊδεολογικά µέσα. Όµως, το λάθος µιας ντετερµινιστικής ανάγνωσης του µαρξισµού δεν διορθώνεται µε την υποκατάσταση του µαρξισµού από τις «νέες κριτικές θεωρίες», από τις οποίες η καπιταλιστική εκµετάλλευση και το προλεταριάτο απουσιάζουν παντελώς.   

• Την απροθυµία να ορίσει µε σαφήνεια τον στόχο. Που δεν (µπορεί να) είναι ο εξανθρωπισµός του καπιταλισµού. Και µάλιστα του καπιταλισµού που είναι µπλεγµένος σε στρατηγικά αδιέξοδα και αναπαράγει διαρκώς κρισιακά φαινόµενα, ακόµη και στην περίοδο της «κανονικότητάς» του, αλλά ο σοσιαλισµός σαν υπέρβαση και ανατροπή του συστήµατος εκµετάλλευσης. Οι θεωρίες του win-win αποδείχτηκαν θεωρίες ταξικής µονοµέρειας υπέρ του κεφαλαίου. Η Αριστερά δεν έχει πλέον άλλες «ζωές» για να θυσιάσει στον βωµό της αυταπάτης ότι θα αλλάξουµε το σύστηµα από τα µέσα. Ο σοσιαλισµός, από την άλλη, δεν µπορεί να οριστεί σαν µια πιο «µαχητική» εκδοχή της σοσιαλδηµοκρατίας, αλλά σύµφωνα µε τον ορισµό της Α’ και της Τρίτης ∆ιεθνούς: ως σοσιαλισµός/κοµµουνισµός. Στην εποχή των τεράτων, όπου το ακραίο κέντρο διαλαλεί την ιδεολογική πραµάτεια της αγοράς και του τέλους της Ιστορίας και η άκρα δεξιά και οι φασίστες διακηρύσσουν ευθαρσώς τις πιο ωµές εκδοχές της εκµετάλλευσης και της καταπίεσης, αν δεν σηκώσουµε τη δική µας σηµαία, του σοσιαλισµού/κοµµουνισµού, είναι σαν δηλώνουµε απουσία από την ιστορική σκηνή.

• Την (ακόµη µεγαλύτερη) απροθυµία να επιλέξει µορφές συγκρότησης και οργάνωσης σύµφωνες µε αυτό τον στόχο. Που σηµαίνει ότι ο στόχος είναι πραγµατικός και όχι αναφορά συµβολικού και αξιακού χαρακτήρα. Εποµένως, πρέπει να τον πάρουµε στα σοβαρά και να τον υπηρετήσουµε µε βάση το… whatever it means: η υπέρβαση/ανατροπή του καπιταλισµού σηµαίνει ότι χρειαζόµαστε κίνηµα και πολιτικά «εργαλεία» κατάλληλα γι’ αυτόν τον στόχο. Χρειαζόµαστε κόµµα «τύπου Λένιν» και όχι τύπου ΣΥΡΙΖΑ (έστω και της ριζοσπαστικής του περιόδου), βραζιλιάνικου PΤ, Ποδέµος ή πορτογαλικού Μπλόκο. Και µας αρκεί η µεγάλη κοινωνική συµµαχία των εργαζόµενων τάξεων, όπου το πρόβληµα δεν είναι η ευρύτητά της (είναι στατιστικά πιο ευρεία και από τις πιο φαρδυπλατιές φαντασιώσεις του ρεφορµισµού), αλλά η δύσκολη και συστηµατική δουλειά που απαιτείται για τη συγκρότησή της σε σχηµατισµό µάχης. Χρειαζόµαστε έναν ταξικό σχηµατισµό µάχης και όχι τη «διεσπαρµένη τάξη» και το «πλήθος» του Νέγκρι ή το «µπουλούκι» του αταξικού κινηµατισµού, που διασπείρεται στα επιµέρους επίπεδα και στις άπειρες «πτυχώσεις» της καπιταλιστικής καταπίεσης.

• Την αδυναµία να χειραφετηθεί από τον σκληρό πυρήνα της αστικής ιδεολογίας: το έθνος/εθνικισµό, τη θρησκεία και τον σεξισµό. Αν σε αυτά αναγνωρίζουµε κάποιου είδους «λαϊκό συναίσθηµα» ή «ευαισθησία» και όχι την καταθλιπτική κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας, δεν πρόκειται ποτέ να γίνουµε ικανοί να συγκροτήσουµε αξιόµαχο αντίπαλο δέος στον καπιταλισµό.   

Χρειαζόµαστε µια αριστερά ταξική, διεθνιστική, επαναστατική και σοσιαλιστική/κοµµουνιστική. Ωστόσο, πρέπει να είµαστε έτοιµοι και έτοιµες και για το ενδεχόµενο επανεµφάνισης, ανάδυσης και πτώσης µετανεωτερικών εκδοχών µαζικής ρεφορµιστικής συγκρότησης. Είτε µε τη µορφή πολιτικών ρευµάτων είτε µε τη µορφή πολιτικών σχηµατισµών/κοµµάτων. Θα τις γεννάει ο συνδυασµός αδυναµίας της επαναστατικής/αντικαπιταλιστικής αριστεράς και ανάγκης για τη συγκρότηση πολιτικών εργαλείων κλίµακας σε συνθήκες κυριαρχίας της «µέσης συνείδησης» στις εργαζόµενες τάξεις. Στον βαθµό που (θα) έχουν έναν πηγαίο και ριζοσπαστικό χαρακτήρα, τέτοιες συγκροτήσεις δεν θα είναι αδιάφορες. Έχουµε όµως αρκετή -και πικρή- πείρα, ώστε να µην γινόµαστε ουρά τους και κυρίως να µην εγκαταλείπουµε το συστηµατικό έργο της οικοδόµησης µιας Αριστεράς µε τα θεµελιώδη χαρακτηριστικά που αναφέραµε. Επαναστατική οικοδόµηση και ενιαίο µέτωπο: αυτές είναι οι δύο θεµελιώδεις όψεις µιας στρατηγικής οικοδόµησης στην «εποχή των τεράτων».

Στα καθ’ ηµάς: Ούτε Τσίπρας ούτε Μητσοτάκης, ούτε (ακρο)δεξιά ούτε κεντροαριστερά – ταξική, διεθνιστική και σοσιαλιστική/κοµµουνιστική Αριστερά!




Μνημονιακή «Αριστερά» εναντίον ρεβανσιστικής Δεξιάς;

Οι πολιτικές προοπτικές πέρα από το κλισέ «Τσίπρας ή Μητσοτάκης»

Το κεντρικό άρθρο της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» νο7 που κυκλοφορεί

Του Πάνου Κοσμά

Όλα τα βασικά συστατικά του πολιτικού σκηνικού έλκουν την καταγωγή τους από την περίοδο µεταξύ των εκλογών του Ιανουαρίου 2015 και των εκλογών του Σεπτεµβρίου 2015. Χωρίς ένα ερµηνευτικό πλαίσιο όσων συνέβησαν τότε, είναι αδύνατο να αποκωδικοποιήσουµε την «πολιτική µηχανική» των πολιτικών εξελίξεων αλλά και τη σηµερινή τους δυναµική.

Οι «υποθήκες» του 2015

Στο άρθρο αυτό το «τι συνέβη το 2015» µας αφορά µόνο από την άποψη των δοµικών χαρακτηριστικών της συγκυρίας που δροµολογήθηκαν ύστερα από το πρώτο εννεάµηνο εκείνου του έτους. Αυτά τα δοµικά χαρακτηριστικά ήταν/είναι βασικά, σε πολύ αδρές γραµµές, τέσσερα:

1. Η ήττα της Αριστεράς και του κινήµατος:

Το καλοκαίρι του 2015 δεν ηττήθηκε µόνο ο ΣΥΡΙΖΑ ως τέτοιος, ως κόµµα και πολιτικό σχέδιο, αλλά συνολικότερα τα κινήµατα αντίστασης και η Αριστερά. Ηττήθηκε το πολιτικό σχέδιο της ανατροπής του µνηµονιακού καθεστώτος που θα άνοιγε δρόµους για συνολικότερες ανατροπές. Το γεγονός ότι η ήττα συντελέστηκε µε την εξευτελιστική «κωλοτούµπα» του καλοκαιριού του 2015, διά της φυγοµαχίας και χωρίς καν να δοθεί η κρίσιµη µάχη που θα άφηνε αγωνιστικές εµπειρίες και παρακαταθήκες, είχε/έχει ένα διπλό και αντιφατικό αποτέλεσµα: Από τη µια, οι τάσεις της ρήξης και της υποταγής/συναίνεσης δεν διαχωρίστηκαν στη δράση και τη µάχη, αφήνοντας µια υποθήκη όχι µε τη µορφή αγωνιστικών εµπειριών σύγκρουσης χρήσιµων για έναν επόµενο «γύρο» αλλά µε τη µορφή «συλλογικού απωθηµένου» για τη µάχη που δεν δόθηκε. Από την άλλη, αυτή η «ήττα χωρίς µάχη» δηµιούργησε γενικευµένα χαρακτηριστικά εκφυλισµού και αναξιοπιστίας της Αριστεράς σαν ηγεσίας του αγώνα.   

2. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ηττηµένη και ταυτόχρονα νικήτρια:

Το καλοκαίρι του 2015 δεν ηττήθηκε έτσι απλά, µονοδιάστατα και καθαρά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η πραγµατικότητα είναι αντιφατική: Πρώτον, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε µια διπλή νίκη: τόσο απέναντι στις παλιές µνηµονιακές δυνάµεις όσο και απέναντι στις διαθέσεις της ρήξης και τα διαφορετικά πολιτικά σχέδια µέσα στην Αριστερά. ∆εύτερον, την ίδια στιγµή ηττήθηκε η ίδια κατά κράτος από το σύστηµα, εγχώριο και διεθνές. Αυτή η διπλή και αντιφατική πραγµατικότητα εξηγεί πολλά: Γιατί, παρά την «κωλοτούµπα», θριάµβευσε στις εκλογές του Σεπτεµβρίου 2015, κερδίζοντας ξανά τη µαζική υποστήριξη των λαϊκών στρωµάτων. Γιατί, παρά το προφανές της πολιτικής του «προδοσίας» το καλοκαίρι του 2015, δεν πιέστηκε σοβαρά από τα αριστερά, ούτε στις εκλογές του Σεπτεµβρίου του 2015 ούτε στη διάρκεια της µνηµονιακής του κυβερνητικής θητείας µέχρι σήµερα. ∆ιότι οι άλλες αριστερές ηγεσίες και σχέδια, έξω από αλλά και µέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, είχαν ήδη χάσει τη µάχη και την αξιοπιστία τους ως οργανωτών της προοπτικής της ρήξης πριν ή και πολύ πριν µπούµε στο κρίσιµο 2015, γεγονός που «επιβεβαιώθηκε» στις εξελίξεις του πρώτου εννεαµήνου του 2015 και αποτυπώθηκε στις εκλογές του Σεπτεµβρίου.     

3. «Αριστερή» µνηµονιακή κυβέρνηση, σαν προ-στάδιο για την έλευση µιας ρεβανσιστικής ∆εξιάς:

Ωστόσο, η νίκη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε πύρρεια: δεν κατάφερε ούτε πρόκειται να καταφέρει να αλλάξει πραγµατικά «στάτους» και να γίνει «κανονική» επιλογή της αστικής διαχείρισης. Θα έχει τη µοίρα του «αναλώσιµου» της αστικής-µνηµονιακής διακυβέρνησης. Έχοντας επιλέξει ένα σχέδιο τύπου Λούλα αλλά στο πολύ πιο δυσµενές πεδίο της Ευρωζώνης και σε πολύ πιο δυσµενή χρόνο (µεσούσης της κρίσης που ξέσπασε το 2008), αλλά έχοντας ταυτόχρονα προλάβει να «θίξει» και «ερεθίσει» τα ανακλαστικά της αστικής τάξης και του διεθνούς ιµπεριαλισµού, έγινε αποδεκτή σαν µνηµονιακός κυβερνήτης µόνο υπό τους όρους µιας πολύ σκληρής επιτροπείας και µόνο υπό προθεσµίαν. Η πολιτική της λειτουργία θα είναι ανάλογη αυτής του Λούλα: θα εξαντλήσει τα περιθώρια να κάνει αναξιόπιστη την Αριστερά και θα προσφέρει πολύτιµες υπηρεσίες στο σύστηµα, αλλά µόνο για να «προετοιµάσει» την πολιτική της διαδοχή από µια ρεβανσιστική ∆εξιά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρωθυπουργός θα ήταν απλώς ένα ανέκδοτο χωρίς την «προεργασία» της µνηµονιακής κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ. Κατ’ αναλογία µε τη Βραζιλία αλλά σε πολύ πιο συµπυκνωµένο χρόνο, το «σχέδιο τύπου Λούλα» θα έχει τα ανάλογα αποτελέσµατα: το γάντζωµα στην κυβερνητική εξουσία µέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο κι ύστερα µια σκληρή αποκαθήλωση – ενδεχοµένως και µε άλλες αναλογίες µε τη Βραζιλία όπως δικαστικές διώξεις κ.λπ.

Οι δηλώσεις Βέµπερ ότι η νίκη Μητσοτάκη θα είναι νίκη ενάντια στο λαϊκισµό είναι προάγγελος αυτής της αποκαθήλωσης: ευχαριστούµε για τις υπηρεσίες σας, αλλά η φυσική σας θέση είναι «αλλού»…

4. Η άνοδος της ακροδεξιάς σαν «δείκτης» της δυναµικής των πολιτικών εξελίξεων:

Όµως, δεν πρόκειται µόνο για την «αριστερή» µνηµονιακή διακυβέρνηση που προετοιµάζει την επάνοδο µιας ρεβανσιστικής δεξιάς: παρόλο που ο ελληνικός καπιταλισµός διάγει περίοδο σχετικής «ηρεµίας του τρόµου» και βολεύεται µια χαρά µε την «αριστερή» µνηµονιακή διαχείριση, οι πολιτικές διεργασίες έχουν όλα τα προδροµικά σηµάδια µιας µελλοντικής επιτάχυνσης. Ο µηχανισµός της δεξιάς µετατόπισης, τυπικός πλέον διεθνώς σε πολλές και σηµαντικές χώρες, έχει µπει κι εδώ σε λειτουργία, αν και σε αργή ταχύτητα – προς το παρόν. Όπως και µε τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις της Λ. Αµερικής, η «αριστερή» µνηµονιακή διακυβέρνηση προετοιµάζει την έλευση µιας ρεβανσιστικής δεξιάς, αλλά η δύναµη που «ρυµουλκεί» τις πολιτικές εξελίξεις δεξιά, είναι η ακροδεξιά – που βάζει υποθήκες να διαδεχτεί µε τη σειρά της τη ρεβανσιστική δεξιά αν αυτή αποδειχτεί αναποτελεσµατική να επιβάλλει το «νόµο» και την «τάξη» που απαιτεί το κεφάλαιο.     

Η δυναµική αυτή των πολιτικών εξελίξεων όχι µόνο δεν µπορεί να κατανοηθεί εις βάθος αλλά διακωµωδείται αν γίνει προσπάθεια να περικλειστεί στο δίληµµα «Τσίπρας ή Μητσοτάκης».

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ: «φιλάνθρωπα» µνηµονιακός

Το βασικό άλλοθι της «κωλοτούµπας» του καλοκαιριού του 2015 ήταν τούτο: Μια ρήξη µε τους δανειστές θα είναι ακόµη χειρότερη από τα µνηµόνια. Η υποταγή στα µνηµόνια είναι αναπόφευκτη, ώστε να κερδίσουµε χρόνο µένοντας στην κυβερνητική εξουσία µέχρι η δαµόκλειος σπάθη της χρεοκοπίας να πάψει να σφυρίζει πάνω από τα κεφάλια µας. Τότε, έχοντας ανακτήσει την οικονοµική κυριαρχία, θα µπορέσουµε σιγά-σιγά να εφαρµόσουµε το πρόγραµµά µας. Ιδού λοιπόν, η υποτιθέµενη ανάκτηση της «οικονοµικής κυριαρχίας» ήρθε µε την «καθαρή έξοδο από τα µνηµόνια», αλλά όπως αναµενόταν και ήταν βέβαιο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε ξανά αντι-µνηµονιακός. Ούτε καν στα λόγια! Στις θριαµβολογίες των κυβερνητικών στελεχών, που βρίθουν µεγαλοστοµιών, δεν υπάρχει ούτε ίχνος αντι-µνηµονιακού λόγου.

Είναι απόλυτα φυσικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραµένει µνηµονιακός µε την πιο ουσιαστική έννοια του όρου: όχι µόνο δεν αµφισβητεί αλλά κινείται συνειδητά και µε απόλυτο σεβασµό εντός των σκληρών καταναγκασµών που επιβάλλει το καθεστώς συσσώρευσης και εκµετάλλευσης που οικοδοµήθηκε µε τα αλλεπάλληλα µνηµόνια – το τελευταίο από τα οποία έχει τη δική του υπογραφή. Όλο το σχέδιο για την υποτιθέµενη «επούλωση των πληγών» στηρίζεται στο µοίρασµα των υπερ-πλεονασµάτων, δηλαδή του τµήµατος του πρωτογενούς πλεονάσµατος που υπερβαίνει το θηριώδες 3,5%!

Πού οφείλεται αυτό το υπερ-πλεόνασµα; Σίγουρα όχι σε κάποιο αναπτυξιακό «µπουµ» του ελληνικού καπιταλισµού – η ανάκαµψη είναι µάλλον αναιµική και κινείται διαρκώς κάτω από τις κάθε φορά αρχικές προβλέψεις. Η λογική λέει, λοιπόν, πως είτε τα µνηµονιακά µέτρα για µυστηριώδεις λόγους υπεραποδίδουν είτε είχαν επιβληθεί… προληπτικά βαρύτερα µέτρα απ’ ό,τι ήταν αναγκαίο, σαν διπλή διασφάλιση για την επίτευξη των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασµα.

Αυτό το «ασφαλιστήριο συµβόλαιο» της υπερ-λιτότητας είναι που εξασφάλισε έως σήµερα τα υπερ-πλεονάσµατα. Μέρος αυτού του συµβολαίου είναι και η περικοπή των συντάξεων που ανεστάλη για το 2019 (και δεν καταργήθηκε σε µόνιµη βάση όπως ψευδώς ισχυρίζονται τα κυβερνητικά στελέχη) καθώς και η µείωση του αφορολόγητου ορίου (για την οποία έχουµε µόνο κυβερνητικές εικασίες αλλά καµιά επίσηµη δήλωση από τις Βρυξέλλες ότι µπορεί να ανασταλεί).

Ποια ισχυρίζεται λοιπόν ότι είναι η διαφορά του από τη Ν∆; Όχι ότι το πρόγραµµά του αποσκοπεί στο σταδιακό «ξήλωµα» του µνηµονιακού οικοδοµήµατος, αλλά η διαχείριση µε «κοινωνική ευαισθησία» των υπερ-πλεονασµάτων που παράγονται λόγω του «ασφαλιστήριου συµβολαίου» της υπερ-λιτότητας!

Έστω κι έτσι, όµως, το «ασφαλιστήριο συµβόλαιο» παραµένει ακέραιο και οι «ασφαλιστικές ρήτρες» (για νέες περικοπές στις συντάξεις, µείωση του αφορολόγητου) µπορούν µόνο να αναβάλλονται για µικρό χρονικό διάστηµα. Καθώς η «ανάπαυλα» της ανοδικής φάσης του οικονοµικού κύκλου διεθνώς θα βαίνει προς το τέλος της, τα υπερ-πλεονάσµατα θα µειωθούν ή και θα εξαφανιστούν εντελώς, µαζί µε αυτά τα µικρά περιθώρια για κυβερνητική φιλανθρωπία.

Γιατί όµως ο ΣΥΡΙΖΑ εµφανίζεται τόσο τυπικός στις µνηµονιακές του υποχρεώσεις και µάλιστα σε  ντε φάκτο προεκλογική περίοδο, όταν θα δικαιούνταν κάποιες, έστω λεκτικές, αντιµνηµονιακές… υπερβάσεις; ∆ιότι απλούστατα θέλει να µείνει απόλυτα µέσα στο παιχνίδι της αστικής διαχείρισης. Τα κορυφαία του -και όχι µόνο- στελέχη δεν µπορούν ούτε να διανοηθούν την επιστροφή στα «µολυβένια χρόνια» της κοινωνικής αντιπολίτευσης και των µικρών εκλογικών ποσοστών. Η «κυβερνώσα Αριστερά» του Κώστα Σκανδαλίδη… κυβερνάει πλέον τις προθέσεις, το θυµικό και τα πολιτικά τους σχέδια. Η µνηµονιακή προσαρµογή δεν ήταν «τακτική υποχώρηση», µια παρένθεση µέχρι να ανακτηθεί η δυνατότητα για επιστροφή σε αντιµνηµονιακές πολιτικές: ήταν βαθιά µνηµονιακή µετάλλαξη και εθισµός στο αστικό πολιτικό παιχνίδι. Το πολιτικό σχέδιο της ηγεσίας Τσίπρα είναι να παραµείνει, έστω και αν χάσει τις εκλογές, στο αστικό-µνηµονιακό πολιτικό παιχνίδι σαν δεύτερος ισχυρός πολιτικός πόλος δίπλα και ενάντια στη Ν∆.

 

Η Ν∆: ο «κεντρώος» Μητσοτάκης επικεφαλής εθνικιστικής στροφής

Η απορία κάποιων δηµοσιολογούντων «πώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ένας φιλελεύθερος κεντρώος, ηγείται µιας τέτοιας εθνικιστικής στροφής και µετέρχεται εµφυλιοπολεµικού πολιτικού λόγου» δηλώνει επιφανειακή προσέγγιση των πολιτικών εξελίξεων και αδυναµία κατανόησης των πολιτικών διεργασιών, στην Ελλάδα και διεθνώς. Όλα ξεκινούν από το γεγονός ότι το ξεπέρασµα της κρίσης του 2008 ήταν ασταθές και αδύναµο να δηµιουργήσει µια νέα δυναµική. Αντίθετα, κατά παραδοχή των ίδιων των αναλυτών του συστήµατος, ξανάστησε στα πόδια του το µοντέλο συσσώρευσης που µπήκε σε κρίση το 2008, σε ακόµα πιο ασταθή και κρισιακή µορφή.

. Η κρίση πολιτικής ηγεµονίας των κυρίαρχων αστικών δυνάµεων σε συνθήκες που οι πολιτικές ακραίας λιτότητας γενικεύονται και βαθαίνουν, η γενικευµένη αίσθηση ότι η κρίση θα επανέλθει και αυτή τη φορά η διαχείρισή της από τις κυρίαρχες ιµπεριαλιστικές δυνάµεις δεν θα είναι συναινετική αλλά ανταγωνιστική και η -ανεξάρτητα και από την κρίση- τάση ανατροπής των συσχετισµών δύναµης στην κορυφή της ιµπεριαλιστικής πυραµίδας ισχύος (ΗΠΑ-Κίνα, ∆ύση-Ανατολή), σε συνδυασµό µε την ήττα της Αριστεράς και των κινηµάτων αντίστασης της προηγούµενης δεκαετίας, εξηγούν τη γενικευµένη φθορά των κυρίαρχων έως σήµερα συστηµικών δυνάµεων, τη γενικευµένη φθορά της µεταπολεµικής αστικής δηµοκρατίας, την ανάδυση πολιτικών κράτους «έκτακτης ανάγκης», την ανάδυση της «λαϊκής», εθνικιστικής και ρατσιστικής (ακρο)δεξιάς.

Σε τέτοιες συνθήκες, η ∆εξιά, ακόµη και του τύπου της Ν∆, αντιπροσωπεύει ένα µοντέλο διαχείρισης που εµπνέεται από την πεποίθηση ότι λίαν προσεχώς θα απαιτηθούν πολιτικές διαχείρισης σκληρές, όχι απλά «του νόµου και της τάξης», αλλά του ροπάλου και της «έκτακτης ανάγκης». Επιπλέον, κάθε αστική τάξη διαπερνιέται πλέον από την ανασφάλεια της γενίκευσης των πολιτικών «εθνικής προτεραιότητας».

Η «Αριστερά» µετατοπίζεται στο µνηµόνιο, η ∆εξιά µετατοπίζεται προς την ακροδεξιά, η ακροδεξιά ανεβαίνει και καθαρά ναζιστικά κόµµατα (όπως η Χρυσή Αυγή) ενισχύονται και νοµιµοποιούν την παρουσία τους στο πολιτικό παιχνίδι: Τίποτε από όλα αυτά δεν µπορεί να ερµηνευτεί από µόνο του: καθένα από αυτά συµβαίνει για τους ίδιους λόγους που συµβαίνουν και όλα τα υπόλοιπα. Είναι η ενότητα των πολιτικών διεργασιών σε συνθήκες ανάπαυλας και αναµονής της νέας κρίσης.

 

Η «αναβληθείσα» µάχη θα δοθεί σε άλλο έδαφος

Ο ελληνικός καπιταλισµός ζει τη δική του ανάπαυλα, αλλά όλοι ετοιµάζονται για το τέλος της. Ο µνηµονιακά εξαλλαγµένος ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε το δικό του κοµβικό ρόλο σε αυτή την «ανάπαυλα» και τα χαρακτηριστικά που πήρε. Όµως αυτή η πολιτική ανάπαυλα τελειώνει µε τις επερχόµενες εκλογές, και µάλιστα σε συνθήκες που εξαντλείται ο κύκλος της διεθνούς ανάκαµψης που ακολούθησε  την κρίση του 2008…

Ο ελληνικός καπιταλισµός χρωστάει πολλά στον ΣΥΡΙΖΑ για τη σχετική του σταθεροποίηση µετά το καλοκαίρι του 2015, αλλά οι εξελίξεις θα απαιτήσουν σκληρές διαχειρίσεις για τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι εντελώς ακατάλληλος. Η Ν∆ θα έρθει για να συνεχίσει τη δουλειά από κει που θα την αφήσει το κόµµα του Αλ.Τσίπρα.

Και αν οι συνθήκες το απαιτήσουν, αν ούτε µια σκληρή ∆εξιά τύπου Ν∆ δεν είναι «αρκετή», µια καθαρόαιµη ακροδεξιά θα αναδυθεί – τα προδροµικά της στοιχεία τα βλέπουµε ήδη.   

Πού βαδίζουµε λοιπόν; Σε µια µακρόχρονη µνηµονιακή προσαρµογή µε δικοµµατισµό Ν∆ και ΣΥΡΙΖΑ, µε συµπληρωµατικούς ρόλους και διαφορές στα σηµεία; Ή στο τέλος της ανάπαυλας, επάνοδο βραχυµεσοπρόθεσµα των κρισιακών φαινοµένων και νέα σκληρή στροφή στη διαχείριση του συστήµατος; Πιστεύουµε ότι οι εξελίξεις θα κινηθούν στη δεύτερη κατεύθυνση. Οι εκλογές είναι ένα ορόσηµο πουν σηµατοδοτεί την αλλαγή φάσης. Όµως, αυτή η αλλαγή δεν θα κριθεί από το αποτέλεσµά τους, αλλά από τις βαθύτερες δυναµικές της περιόδου στην Ελλάδα και διεθνώς.

Για να ξαναγυρίσουµε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαµε: Τι απέγιναν οι αγωνιστικές διαθέσεις και η «συλλογική ευφυΐα» της περιόδου 2010-2015; Καταστράφηκαν εξαιτίας της µνηµονιακής προσαρµογής του ΣΥΡΙΖΑ και της συνακόλουθης ήττας; Η µάχη που δεν δόθηκε το 2015 µαταιώθηκε ή είναι «υπό αναστολή»; Ύστερα από όσα είπαµε, η δική µας απάντηση είναι η εξής:

Το κινηµατικό και ριζοσπαστικό κεφάλαιο της περιόδου 2010-2015 δεν ακυρώθηκε στο σύνολό του. Το 2015 η ήττα διά της φυγοµαχίας εξασφάλισε τη διατήρηση των «στρατευµάτων» της Αριστεράς άθικτων, αλλά της επέβαλε ποινή βαριάς αναξιοπιστίας. Στις εξελίξεις των επόµενων χρόνων, όµως, η νίκη ή η ήττα θα κριθούν στη µάχη – περιθώρια για νέα φυγοµαχία δεν θα υπάρξουν! Η «αναβληθείσα» µάχη θα δοθεί, αλλά σε νέο έδαφος και σε δυσκολότερες συνθήκες. Όχι όµως από «µαζικά πολιτικά εργαλεία» τύπου ΣΥΡΙΖΑ (πολύ περισσότερο που και ο «παλιός-καλός» αντιµνηµονιακός ΣΥΡΙΖΑ αποδείχτηκε εργαλείο άχρηστο την πιο κρίσιµη στιγµή) ή ΚΚΕ (πουν σε όλες τις κρίσιµες καµπές έπαιξε το ρόλο του αριστερού εγγυητή σταθερότητας για το σύστηµα). Οι ελπίδες µας είναι να µετουσιώσουµε το συλλογικό «απωθηµένο» του 2015 σε σχέδιο µάχης και να ανασυγκροτήσουµε και ενισχύσουµε ταχύτατα τις δυνάµεις της επαναστατικής αριστεράς, ώστε να µπορέσει να βγει στο φως ο «άδηλος» συσχετισµός δύναµης, δηλαδή οι αγωνιστικές διαθέσεις των εργαζόµενων, των φτωχών, των ανέργων, της νεολαίας.

 




Η λύση, από τα κάτω και αριστερά

Του Πάνου Κοσμά

«Εύφλεκτο» διεθνές περιβάλλον, πολιτική και θεσµική κρίση στην Ε.Ε. – άνοδος της ακροδεξιάς, συντηρητική αντεπανάσταση σε ΗΠΑ, Λ. Αµερική και Ευρώπη

«Προσεισµική ακολουθία» χαρακτηρίζουν συστηµικοί αναλυτές την αναταραχή που επικρατεί στα χρηµατιστήρια και τις παγκόσµιες αγορές στα τέλη της πρώτης εβδοµάδας του Οκτωβρίου. «Ο κόσµος πρέπει να αρχίσει να προετοιµάζεται από τώρα, που ακόµη µπορεί, για την επόµενη ύφεση», προειδοποιεί ο Economist. Οι εύφλεκτες ύλες στο διεθνές περιβάλλον δεν αφορούν µόνο την οικονοµία αλλά και την πολιτική. Συντονισµένη από τη διεθνή της αστικής αντίδρασης, µια συντηρητική αντεπανάσταση εκτυλίσσεται σε σηµαντικές χώρες και περιοχές, από τη Λ. Αµερική (όπου στη Βραζιλία ένας ακροδεξιός είναι προ των θυρών του προεδρικού µεγάρου) µέχρι την κεντρική Ευρώπη. Στην ίδια την Ευρώπη, τα προεόρτια µιας νέας επιβράδυνσης ή και ύφεσης βρίσκουν την περιλάλητη «ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική» στη χειρότερη δυνατή κατάσταση: η ηγεµονική γερµανική καγκελαρία είναι περιπλεγµένη σε µείζονα πολιτικά αδιέξοδα, η ακροδεξιά αναπτύσσει ηγεµονική δυναµική σε όλη την έκταση της ηπείρου απειλώντας µε πολιτικό Big Bang στις ευρωεκλογές του επόµενου Μαΐου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει ξεµείνει από «όπλα» και η Ιταλία σηµατοδοτεί µε τον πιο εύγλωττο τρόπο τους κινδύνους αποσάθρωσης που απειλούν το όλο «οικοδόµηµα».

Είναι σε αυτές τις συνθήκες που ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να κερδίσει το στοίχηµα της πολιτικής επιβίωσης σαν δεύτερου ισχυρού πόλου στο αστικό-µνηµονιακό πολιτικό σύστηµα, παζαρεύοντας έναντι ανταλλαγµάτων µε τους δανειστές µια µετάθεση του χρόνου υλοποίησης της περικοπής των συντάξεων για µετά τις εκλογές, που το υπουργείο Οικονοµικών διαβεβαιώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι… θωρακισµένες, που ο Ευκλείδης Τσακαλώτος αναζητεί… επενδυτές στο Μπαλί και επαιτεί τη σιωπηλή ανοχή του ∆ΝΤ στο να µην εφαρµοστεί σε προεκλογικό χρόνο η περικοπή των συντάξεων, που ο «συγκυβερνήτης» Καµµένος, σε ένα ρεσιτάλ πολιτικού αµοραλισµού, µοιάζει «έτοιµος για όλα» για να παραµείνει στο πολλαπλά επωφελές για τον ίδιο παιχνίδι της εξουσίας…

 

«Προσεισµική ακολουθία»

Ο κύκλος «ευρείας ανάκαµψης» (κατά την έκφραση του ∆ΝΤ) της παγκόσµιας οικονοµίας είναι στην αρχή της κάµψης του. Εκθέσεις «θεσµικών» κέντρων και παραγόντων του καπιταλισµού διαβλέπουν τις απαρχές µιας νέας επιβράδυνσης ή και ύφεσης, τοποθετώντας την στα τέλη του 2018 µέχρι τα µισά του 2019 – και στην πιο αισιόδοξη εκτίµηση στις αρχές του 2020. Οι εκτιµήσεις για τις συνέπειες µιας τέτοιας κάµψης ποικίλλουν: από αισιόδοξες (θα επιφέρει απλώς µια «διόρθωση» των αγορών, έστω και σηµαντική, χωρίς «δοµικές» συνέπειες) µέχρι… καταστροφολογικές (θα πυροδοτήσει µια κρίση µεγαλύτερη του 2008 και συγκρίσιµη µε του 1929). Σε κάθε µεγάλη πτώση των χρηµατιστηρίων οι «µαύρες» προφητείες επανέρχονται µε δριµύτητα – όπως τον περασµένο Φεβρουάριο αλλά και τώρα, µε τις µεγάλες «βουτιές» στα χρηµατιστήρια.

Ωστόσο, πριν και ανεξάρτητα από ένα νέο µεγάλο ορόσηµο κρίσης, η «ευρεία ανάκαµψη» είναι ισχνή και χαρακτηρίζεται από γενικευµένη ανασφάλεια και ανταγωνισµούς, η δε εγκατεστηµένη «κανονικότητα» αναπαράγει διαρκώς κρισιακά φαινόµενα: οικονοµικά, πολιτικά, ιδεολογικά. Αποδεικνύεται αδύναµη να επαναφέρει για τον καπιταλισµό την απολεσθείσα αισιοδοξία και ηγεµονική πνοή, µε αποτέλεσµα οι αστικές ηγεσίες να µην έχουν να υποσχεθούν τίποτε άλλο από «αίµα και δάκρυα» ακόµη και µεσούσης της «ευρείας ανάκαµψης». Εργαζόµενοι, νοικοκυριά, τάξεις, αλλά και επιχειρήσεις, νοµίσµατα και χώρες κουβαλούν το «βιογραφικό» τους, ένα «προφίλ ρίσκου», αξιολογούνται και επαναξιολογούνται διαρκώς από τους µηχανισµούς της χρηµατιστικής παγκοσµιοποίησης, υποκείµενοι σε σκληρές τιµωρίες αν χάσουν έστω και για µια στιγµή, έστω και λίγο, την προσήλωση στην απαιτούµενη πειθαρχία, ενώ χρηµατιστικές και οικονοµικές «καταιγίδες» σαρώνουν χώρες και περιοχές του πλανήτη επιβάλλοντας σκληρές «ποινές» στους «απείθαρχους». Ένας καπιταλισµός-βαµπίρ, της διαρκούς επαναξιολόγησης του ρίσκου, µε γενικευµένη ανασφάλεια, ανταγωνισµούς και διαρκή εµπλουτισµό του «ποινολογίου».

Αν όλα αυτά είναι οι κίνδυνοι της «κανονικότητας» σε συνθήκες «ευρείας ανάκαµψης», οι κίνδυνοι από την αναπόφευκτη νέα µεγάλη κρίση οµολογούνται δηµοσίως από τους αστούς αναλυτές:

Ποτέ άλλοτε το παγκόσµιο χρέος (δηµόσιο και ιδιωτικό) δεν ξεπερνούσε το 300% του παγκόσµιου ΑΕΠ όπως σήµερα.

Στον ανοδικό κύκλο, τα επιτόκια ανέβαιναν σηµαντικά (στις ΗΠΑ πάνω και από το 5%), οπότε στην περίοδο επιβράδυνσης-ύφεσης οι κεντρικές τράπεζες είχαν στη διάθεσή τους το όπλο της µείωσης των επιτοκίων. Τώρα, έχουµε φτάσει στην κορύφωση του ανοδικού κύκλου µε τα αµερικανικά επιτόκια µόλις στο 2% και τα ευρωπαϊκά – ιαπωνικά σχεδόν µηδενικά. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν «φουσκώσει» τροµακτικά τους ισολογισµούς τους και θα κινδυνεύσουν οι ίδιες µε κατάρρευση αν επαναλάβουν την πολιτική της «ποσοτικής χαλάρωσης» (φτηνό χρήµα). Οι κεντρικές τράπεζες έχουν πολύ λιγότερα περιθώρια σε σχέση µε το 2008 να αντιµετωπίσουν µια νέα κρίση.

Η πολιτική του φτηνού χρήµατος έχει δηµιουργήσει µεγάλες «φούσκες» (εφάµιλλες ή και µεγαλύτερες της περιόδου πριν το 2008), και η επιβράδυνση-ύφεση µπορούν να λειτουργήσουν σαν «ο αναπτήρας στην πυριτιδαποθήκη».

Στην κρίση του 2008 η αντίδραση των κεντρικών τραπεζών και των µεγάλων ιµπεριαλιστικών δυνάµεων υπήρξε συντονισµένη-«συνεργατική». Σε νέα κρίση προεξοφλείται ήδη ότι η διαχείρισή της θα είναι ανταγωνιστική. Οι µεγάλες ιµπεριαλιστικές δυνάµεις είναι ήδη σε φάση εµπορικού και νοµισµατικού πολέµου µέσης έντασης.

Η µετάσταση της κρίσης στο αστικό πολιτικό σύστηµα κάνει εντελώς αµφίβολη την πολιτική «φόρµουλα» αντιµετώπισης µιας νέας κρίσης.

Τελευταίο στη σειρά, αλλά κορυφαίας σηµασίας: η δροµολογηµένη ανατροπή των συσχετισµών στην κορυφή της παγκόσµιας πυραµίδας (κινεζική αµφισβήτηση της αµερικανικής πρωτοκαθεδρίας, «∆ύση της ∆ύσης» και άνοδος της Ανατολής) κάνει για έναν επιπλέον λόγο αδύνατη οποιαδήποτε «συναινετική» αντιµετώπιση µιας νέας κρίσης.

Ο κατάλογος θα µπορούσε να εµπλουτιστεί περαιτέρω, αλλά δεν είναι απαραίτητο. Να σηµειώσουµε µόνο ότι δεν χρειάζεται πολλή φιλοσοφία για να εκτιµήσουµε ποιο είναι το µέλλον του ελληνικού καπιταλισµού της «µεταµνηµονιακής» περιόδου σε ένα τέτοιο διεθνές περιβάλλον και µε τέτοιες διεθνείς προοπτικές…   

«Αρχιτέκτονες» σε απόγνωση

Ακόµη κι αν η εικόνα είναι πως ο κίνδυνος για τον καπιταλισµό είναι όχι η Αριστερά και τα κινήµατα αντίστασης αλλά οι δικοί του «δαίµονες», ο κίνδυνος αυτός είναι σοβαρός. Πουθενά αλλού δεν φαίνεται αυτό τόσο εύγλωττα όσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Μέρκελ και ο Μακρόν, οι µαθητευόµενοι µάγοι της περιλάλητης νέας «ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής», έχουν παρατήσει τις… αρχιτεκτονικές τους ιδέες και ασχολούνται τώρα µε πιο υπαρξιακά ζητήµατα. Η πολιτική τους αδυναµία είναι σε κοινή θέα: Ένα νεότευκτο ακροδεξιό κόµµα, η Εναλλακτική για τη Γερµανία (AfD) αναπτύσσει τέτοια δυναµική, ώστε να επιβάλει πολιτική ατζέντα, να απειλεί µε κατάρρευση τον κυβερνητικό συνασπισµό, να εγκλωβίζει τη Μέρκελ σε πολιτική παραλυσία. Στην τρίτη οικονοµική δύναµη της Ευρωζώνης και παραδοσιακή ιµπεριαλιστική δύναµη, την Ιταλία, κυβερνά η ακροδεξιά του Σαλβίνι, η οποία ηγείται πλέον ενός πανευρωπαϊκού ακροδεξιού ρεύµατος που έχει στόχο να προκαλέσει πολιτικό σεισµό στις ευρωεκλογές του επόµενου Μαΐου, ανατρέποντας τους ευρωπαϊκούς πολιτικούς συσχετισµούς από τα δεξιά.

Η δυναµική των εθνικών προτεραιοτήτων ενισχύεται παντού και µε όλους τους τρόπους: οικονοµικά, πολιτικά, ιδεολογικά. Οι ρωγµές στο ευρωπαϊκό «αρχιτεκτόνηµα» µεγαλώνουν και τα παραδοσιακά µέσα «πειθάρχησης» και αποκατάστασης της συνοχής υπολειτουργούν: ένας ακροδεξιός πολιτικός παλιάτσος σαν τον Όρµπαν, ο Σαλβίνι, η Λεπέν και οι οµοϊδεάτες τους «βγάζουν γλώσσα», η Βρετανή πρωθυπουργός Τερέζα Μέι βάλλεται από τις Βρυξέλλες και απειλείται στο κόµµα της από τα δεξιά, το Brexit πελαγοδροµεί επικίνδυνα γι όλους, η ΕΚΤ δηλώνει ότι δεν θα «σώσει» την Ιταλία αν δεν είναι σε µνηµονιακό πρόγραµµα…

 

Προετοιµασία για καταιγίδα

Η Αριστερά, ο κόσµος της, οι αγωνιστές και αγωνίστριες των κινηµάτων αντίστασης πρέπει να πάρουν στα σοβαρά την προειδοποίηση του Economist περί επείγουσας ανάγκης προετοιµασίας – «τώρα, που ακόµη µπορούν». Το να συνεχίζουµε αµέριµνοι, µε την παραλυτική ψυχολογία του business as usual και του «βλέποντας και κάνοντας», απορροφηµένοι στις «µικροσκοπικές µας σκοτούρες», χωρίς πρόβλεψη και ορίζοντα, χωρίς σχέδιο και οργάνωση, µε τη µεσιανική προσδοκία ότι «την κρίσιµη στιγµή κάτι θα γίνει», οδηγούµαστε µε µαθηµατική ακρίβεια σε νέες τραγωδίες. Η πραγµατικότητα είναι πολύ σκληρή και δύσκολη, οι ήττες της Αριστεράς παγκόσµια την έχουν βάλει στο πολιτικό περιθώριο, ο καπιταλισµός στρέφεται όλο και περισσότερο σε «σκληρές» απαντήσεις – όχι µόνο οικονοµικές, αλλά και πολιτικές και ιδεολογικές. Μια νέα κρίση θα µεγιστοποιήσει τα δεινά για τις εργαζόµενες τάξεις και θα πιέσει ακόµη πιο ασφυκτικά την Αριστερά. Στην προηγούµενη κρίση ο καπιταλισµός αποδείχτηκε πολύ ικανότερος από την Αριστερά στο να την αξιοποιήσει σαν ευκαιρία και να τη µετατρέψει σε κίνδυνο για µας. Πρέπει να µάθουµε το γρηγορότερο απ’ αυτό το πάθηµα και να προετοιµαστούµε ώστε να αξιοποιήσουµε την έρπουσα τωρινή κρίση ή µια ανοιχτή κρίση αύριο σαν ευκαιρία για µας, µετατρέποντάς την σε κίνδυνο για το σύστηµα. ∆εν θα είναι καθόλου εύκολο. Θα είναι όµως εντελώς αδύνατο αν δεν προετοιµαστούµε από τώρα. Στο «απ’ τα πάνω και από τα δεξιά», πρέπει να απαντήσουµε µε το «από τα κάτω και αριστερά». Αυτός ο γενικός προσανατολισµός πρέπει να γίνει πρόγραµµα, οργάνωση, αγώνας.

Η κατάσταση επιβάλλει στον κόσµο της αριστεράς και των κινηµάτων αντίστασης, τη στράτευση, την ενίσχυση των οργανώσεων και των συλλογικοτήτων και όχι την παθητική αναµονή και τον «αυτόµατο πιλότο».

 

Το κεντρικό άρθρο της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» νο5 που κυκλοφορεί




Κόκκινο Νήμα φύλλο 4

 

 




Το δίκιο θα κριθεί στο δρόμο!

Το καθεστώς των µνηµονίων θα τελειώσει µόνο µε τους αγώνες µας – χρειαζόµαστε µια κινηµατική, ταξική και διεθνιστική Αριστερά.

Του Πάνου Κοσμά

Ο Αλέξης Τσίπρας και οι συνοδοιπόροι του στην αποστασία του Ιουλίου 2015 και τη µνηµονιακή µετάλλαξη πανηγυρίζουν για το «τέλος των µνηµονίων». Το ίδιο ακριβώς «τέλος» που προετοίµαζε ο Σαµαράς το 2014, αλλά αναβλήθηκε προς στιγµήν λόγω της κυβερνητικής ανόδου του αντιµνηµονιακού ακόµη τότε ΣΥΡΙΖΑ. Από τα µέσα Ιουλίου του 2015, ο νέος, µνηµονιακός ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την αποστολή να ολοκληρώσει αυτός ό,τι άφησε στη µέση ο Σαµαράς. Ο απολογισµός λέει ότι τα κατάφερε περίφηµα. Το καθεστώς της µνηµονιακής λιτότητας ολοκληρώθηκε σύµφωνα µε τα πιο ακραία σενάρια και επιθυµίες της ελληνικής άρχουσας τάξης και των δανειστών. «Κόστισε κάτι παραπάνω» σε φόρους και περικοπές όχι επειδή ήταν ο πιο βολικός διαπραγµατευτής όπως ισχυρίζεται η µνηµονιακή αντιπολίτευση ούτε επειδή ο Αλέξης Τσίπρας «διαπραγµατευόταν σκληρά» ενώ οι προκαθήµενοί του µνηµονιακοί όχι, αλλά επειδή στο πρόσωπο του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να βεβαιωθεί η πλήρης και συνειδητή εγκατάλειψη του αντιµνηµονιακού παρελθόντος και να συµβολιστεί η συντριβή της Αριστεράς και του «λαϊκισµού» στην Ελλάδα.

Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που η εκδικητικότητα του συστήµατος, εγχώριου και διεθνούς, επέβαλε 120% µνηµόνιο εκεί που ο Βαρουφάκης και η ηγεσία της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ οραµατίζονταν «µόνο» 70% µνηµόνιο. 

 

Τα µνηµόνια «τέλειωσαν», ο ΣΥΡΙΖΑ παραµένει µνηµονιακός!

Ωστόσο, ο Αλέξης Τσίπρας και η οµάδα του δεν αποδείχτηκαν παθητική ύλη στα χέρια των νικητών: πάνω στην ίδια τους την αποστασία, εκπόνησαν ένα σχέδιο µακροηµέρευσης της µνηµονιακής τους κυβερνητικής θητείας και παραµονής τους στο παιχνίδι της εξουσίας ακόµη και ύστερα από τη διαφαινόµενη ήττα στις επερχόµενες εκλογές. Αν πράγµατι όλα όσα υπέγραψαν στα χρόνια της µνηµονιακής τους θητείας τους επιβλήθηκαν µε «το πιστόλι στον κρόταφο», γιατί τώρα δεν εξαγγέλλουν ότι όλα τα µνηµονιακά προϊόντα µιας τέτοιας βίας θα καταργηθούν; Γιατί δεν καλούν τον κόσµο της Αριστεράς και τους εργαζόµενους σε έναν τέτοιο αγώνα; Τώρα, που υπάρχουν ταµιακά διαθέσιµα τουλάχιστον µέχρι και το 2020 και η Ελλάδα δεν είναι πλέον σε πρόγραµµα; Οι λόγοι είναι προφανείς:

Πρώτο, αυτό που ξεκίνησε σαν ωµή επιβολή, έγινε πλέον η «φιλοσοφία» του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Το πολιτικό του προσωπικό πιστεύει βαθιά ότι είναι άσκοπο να τα βάζει κανείς µε τις παντοδύναµες αγορές. Ότι θα ήταν «καταστροφικό» να ξαναµπούµε σε µια «περιπέτεια». Μόνο έτσι εξηγείται ότι δεν υπάρχει ούτε µία δήλωση (πόση… γενναιότητα χρειάζεται µια δήλωση;) ενός στελέχους, έστω και… µικροµεσαίου που να υπαινίσσεται έστω την επάνοδο σε µια γραµµή ρήξης. Με τα λόγια πολλών από τα κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης και του κόµµατος, ο ΣΥΡΙΖΑ «υιοθέτησε το πρόγραµµα προσαρµογής». Έτσι µεταφράζεται η δήλωση της κυβέρνησης ότι θα επιµείνει στο δρόµο των «µεταρρυθµίσεων». Έτσι εξηγούνται οι δηµόσιες αυτοκριτικές του Τσίπρα για τις αντιµνηµονιακές «αυταπάτες» του προ του 2015 και κατά τους πρώτους µήνες του 2015. Έτσι µεταφράζεται και η διαρκής αναφορά στις «θυσίες του ελληνικού λαού που έπιασαν τόπο»: ότι αυτές οι θυσίες δεν θα διακυβευτούν στο όνοµα ενός νέου «ροµαντισµού».

∆εύτερο, η υπογραφή του τρίτου µνηµονίου, που προβλήθηκε σαν υποχρεωτικός ελιγµός, δεν οδήγησε σε µια κατάσταση αναµονής και «ουδέτερου» χρόνου, µια ανάπαυλα για να ξεκινήσουµε κάποια στιγµή ξανά «από κει που είχαµε µείνει», αλλά σε µια αναπόφευκτη διαδικασία µνηµονιακής εξαλλαγής – προσώπων, στελεχών, της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ εν γένει. Εξαλλαγής πολιτικής, ιδεολογικής, προσωπικής, ψυχολογικής – καθολικής. Μόνος σκοπός πλέον, η παραµονή στο παιχνίδι της εξουσίας και η «µεγάλη κεντροαριστερά».

 

Η ανάπτυξη ήρθε επειδή ολοκληρώθηκε το πρόγραµµα «εσωτερικής υποτίµησης»

Ποιος αποφάσισε για το «τέλος των µνηµονίων»; Όχι η κυβέρνηση (αν ήταν στο χέρι της, θα το αποφάσιζε νωρίτερα), αλλά οι δανειστές. Γιατί η «δουλειά» για την οποία ανέλαβαν, δηλαδή η επιβολή του προγράµµατος «εσωτερικής υποτίµησης», ολοκληρώθηκε. Η έξοδος από την ύφεση (=ήρθε η ανάπτυξη») δεν έγινε επειδή υλοποιήθηκε κάποιο νεο-κεϊνσιανό πρόγραµµα αύξησης της ζήτησης αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: επειδή υλοποιήθηκε µέχρι τέλους το πρόγραµµα της «εσωτερικής υποτίµησης». Επειδή το µνηµονιακό καθεστώς ολοκληρώθηκε και «κλειδώθηκε» η µακροηµέρευσή του µε υπερ-µακροχρόνιες δεσµεύσεις για θηριώδη πρωτογενή πλεονάσµατα στο διηνεκές. Επειδή συντρίφτηκαν τα δικαιώµατα των εργαζοµένων, µειώθηκαν πρωτοφανώς οι µισθοί και οι συντάξεις, επιβλήθηκε απίστευτη φορολεηλασία επί των λαϊκών στρωµάτων και οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις πέρασαν από το καθαρτήριο της εκκαθάρισης των αδύναµων κεφαλαίων – σε πρωτοφανή διάρκεια και βάθος.

Η ανάπτυξη ήρθε επειδή συνέβησαν όλα αυτά. Ήρθε σε αυτό το έδαφος. Και γι’ αυτό είναι µια ανάπτυξη για τους καπιταλιστές, µε βασικό χαρακτηριστικό την αποσύνδεση µεταξύ κερδών (που, για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες επιβίωσαν από τη φυσική επιλογή των πιο ισχυρών κεφαλαίων, αυξάνονται) και µισθών (που µειώνονται ή στην καλύτερη περίπτωση παραµένουν σταθεροί).

 

Νεοφιλελεύθερη «φιλανθρωπία», επειδή έκαναν παραπανίσιες περικοπές και έβαλαν παραπανίσιους φόρους

Επειδή τα µνηµόνια «τελείωσαν» διά της… ολοκληρώσεως (τα µνηµόνια πέθαναν – ζήτωσαν τα µνηµόνια), γι’ αυτό η κυβέρνηση εξαγγέλλει µέτρα νεοφιλελεύθερης «φιλανθρωπίας». Στο συµπαγές, µνηµονιακό καθεστώς συσσώρευσης του κεφαλαίου που φέρει και τη δική της υπογραφή, δεν χωρεί παρά νεοφιλελεύθερη «φιλανθρωπία» κι όχι πολιτικές αντι-λιτότητας. Τα µέτρα για τις συλλογικές συµβάσεις είναι συµβατά µε το άκρως φιλελεύθερο πλαίσιο εργασιακών σχέσεων του ΟΟΣΑ, όπως αποτυπώνεται στις θέσεις του ∆ιεθνούς Γραφείου Εργασίας (ILO). Με την αύξηση του υποκατώτατου µισθού για τους νέους συµφωνεί και ο Μητσοτάκης και είναι βέβαιο ότι θα συµφωνήσει και µε την αύξηση του κατώτατου µισθού. Εξάλλου µε αυτή συµφωνεί και ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ και της Κεντρικής Ένωσης Επιµελητηρίων Ελλάδος Κωνσταντίνος Μίχαλος – αν δεν ενοχλεί τον Μίχαλο, γιατί να ενοχλεί τον Μητσοτάκη; Και γιατί συνολικά η αστική τάξη να έχει αντίρρηση µε την επάνοδο από τη µνηµονιακή «άγρια ∆ύση» στη νεοφιλελεύθερη έρηµο του ΟΟΣΑ, όταν έχουν προηγηθεί και παγιωθεί τόσες και τόσες κατακτήσεις γι’ αυτήν µε τη συντριβή των δικαιωµάτων των εργαζοµένων; Σε µια εργατική τάξη καθηµαγµένη, θα «επιτραπεί» να καταναλώσει λίγο περισσότερο – για το καλό των καπιταλιστικών κερδών.

Όσο για τις φορο-ελαφρύνσεις, το «κοινωνικό µέρισµα» και την υπόσχεση περί ακύρωσης των µέτρων, εκεί η αλήθεια λάµπει από µόνη της, χωρίς να χρειάζονται οι δικές µας αποδείξεις: όλα αυτά θα υπάρξουν µόνο αν επιτυγχάνεται ισόποσο υπερ-πλεόνασµα, δηλαδή πλεόνασµα παραπάνω από αυτό που προβλέπουν οι µνηµονιακές συµφωνίες. Αυτό αποτυπώνεται στο γνωστό πίνακα προβλέψεων του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου 2019-2022, όπου φαίνεται καθαρά ότι το παραπανίσιο πλεόνασµα (που θα γίνει «µέτρα ελάφρυνσης») οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι έχουν επιβληθεί παραπανίσιες περικοπές και φόροι – σε σχέση µε όσα απαιτούνταν για την επίτευξη των θηριωδών πρωτογενών πλεονασµάτων. Αν αυτές οι προβλέψεις της κυβέρνησης αποδειχτούν σωστές, τότε θα πρόκειται για την τακτική του χότζα: έβαλαν µερικά ζώα παραπάνω στην καλύβα, ώστε να δηµιουργηθεί η αίσθηση της ανακούφισης µόλις βγάλουν ένα από αυτά έξω. Αν δεν αποδειχτούν σωστές, τότε τα περιθώρια ακόµη και της νεοφιλελεύθερης φιλανθρωπίας θα µειώνονται ανάλογα µε το εύρος της αστοχίας των προβλέψεων. Για να το πούµε αλλιώς: τα µέτρα νεοφιλελεύθερης «φιλανθρωπίας» χρηµατοδοτούνται από το «επιπλέον» 20% του υπερ-µνηµονίου 120% που υπέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ. Μέσω αυτού, οι µεν δανειστές και η ελληνική άρχουσα τάξη εκδικήθηκαν τον αντιµνηµονιακό «λαϊκισµό» της Αριστεράς και του κινήµατος και επέβαλαν τη βίαιη µνηµονιακή µετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, ο δε ΣΥΡΙΖΑ «αγάπησε τους βιαστές του» και εξασφάλισε τη χρηµατοδότηση της τακτικής του Χότζα…       

 

Για µια ταξική, κινηµατική και διεθνιστική πολιτική

Οι προβλέψεις µας γι’ αυτή την ανάπτυξη στο έδαφος του µνηµονιακού καθεστώτος ακραίας εκµετάλλευσης της εργασίας είναι πώς θα είναι ασθενική και αβέβαιη, µε µόνη προοπτική µεσοπρόθεσµα (εκτός αν οι διεθνείς εξελίξεις µεταθέσουν το χρονικό ορίζοντα σε βραχυµεσοπρόθεσµο) µια νέα υποτροπή της κρίσης του ελληνικού καπιταλισµού. Αυτή η διαπίστωση, έχει το νόηµα µιας διπλής προειδοποίησης:  α) Ο ελληνικός καπιταλισµός και οι κυβερνήσεις του θα έχουν ένα λόγο παραπάνω για να είναι εξαιρετικά φειδωλοί ακόµη και σε αυτό το είδος νεοφιλελεύθερης «φιλανθρωπίας» που εγκαινιάζει τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και β) νέες θυσίες περιµένουν τους εργαζόµενους όταν το πρότζεκτ της «καθαρής εξόδου» µε τις σαθρές του βάσεις αποδειχτεί ασταθές και αδύναµο να αντιµετωπίσει τους αναπόφευκτους νέους κλυδωνισµούς στις διεθνείς αγορές.

Σε πλήρη αντίθεση όµως µε τη νεοφιλελεύθερη αντιπολίτευση τύπου Μητσοτάκη ή τις εκκλήσεις των δανειστών για επίδειξη «σοβαρότητας» και αποχή από πολιτικές παροχών, η δική µας διπλή προειδοποίηση είναι η βάση για µια διαµετρικά αντίθετη κριτική στην κυβέρνηση: από τα αριστερά, ταξική, κινηµατική και διεθνιστική.   

Ταξική, σηµαίνει ότι δεν µιλούµε γενικά για την «οικονοµία» και την «ανάπτυξη», αλλά για τα κέρδη και τους µισθούς, για τα ανταγωνιστικά συµφέροντα των εργαζόµενων τάξεων και των καπιταλιστών. Οι καπιταλιστές, χάρη στα µνηµόνια και την πολιτική αποστασία της ηγεσίας Τσίπρα, κατάφεραν να τροχοδροµήσουν την αύξηση των κερδών τους αλλά και να αποσυνδέσουν αυτή την αύξηση από την αύξηση των µισθών (που παραµένουν είτε στάσιµοι είτε µειούµενοι). Μια ταξική αριστερή πολιτική σηµαίνει να διαµορφώσουµε αιτήµατα και να οργανώσουµε αγώνες που θα εµπνέονται από την αντιστροφή των όρων: Ανάπτυξη και αύξηση κερδών; Θέλουµε αποκατάσταση των απωλειών στους µισθούς! Θέλουµε αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους (αυξήσεις στις συντάξεις, αύξηση στο επίδοµα ανεργίας κ.λπ.). Θέλουµε αύξηση µισθών και αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους εις βάρος των κερδών! Θέλουµε το πραγµατικό τέλος των µνηµονίων.

Κινηµατική, σηµαίνει πως έχουµε πλήρη συνείδηση ότι τίποτε από αυτά δεν θα επιτευχθεί χάρη στην κυβερνητική «φιλανθρωπία». Τα µνηµόνια θα τελειώσουν πραγµατικά µε τους αγώνες µας. Το δίκιο θα κριθεί στο δρόµο! ∆εν θα φτάσουµε ούτε εύκολα ούτε γρήγορα σε αυτό. Μπορούµε όµως και πρέπει, εδώ και τώρα, να οργανώσουµε και συντονίσουµε τους αγώνες, να οργανώσουµε την αλληλεγγύη, να σηκώσουµε τη σηµαία «Κανείς µόνος του στον αγώνα ενάντια στη µνηµονιακή εκµετάλλευση»! Η κουλτούρα του ενιαίου µετώπου θα είναι εδώ πολύτιµος αρωγός και αποφασιστικός µοχλός αποτελεσµατικότητας.

∆ιεθνιστική, θα πει ότι η ταξική δεν καταρρέει ούτε αυτό-ακυρώνεται µπροστά στα «εθνικά» θέµατα. Ο αγώνας ενάντια στη µνηµονιακή εκµετάλλευση και το µνηµονιακό καθεστώς θα είναι φαλκιδευµένος αν στα «εθνικά» θέµατα η Αριστερά ξεχνάει τα ταξικά της αδέρφια και τους ταξικούς της σκοπούς και βαδίζει κάτω από τις σηµαίες του αντιπάλου. Αντιµετωπίζοντας, σε διαφορετική µορφή αλλά µε παραπλήσια ένταση, τη λιτότητα, την ανεργία και τη διάλυση των κοινωνικών κατακτήσεων, η ελληνική, η µακεδονική, η τουρκική κ.λπ. εργατική τάξη θα χάσουν κατά κράτος τη µάχη µε τους Έλληνες, Μακεδόνες και Τούρκους καπιταλιστές αν βαδίσουν  κάτω από τις σηµαίες τους «δικού τους» εθνικισµού και των «δικών τους» «εθνικών συµφερόντων». Καθώς η διεθνής και περιφερειακή συγκυρία συσσωρεύουν επικίνδυνα τα υλικά των «θερµών» επεισοδίων ή και νέων πολεµικών εµπλοκών, καθώς τα «εθνικά θέµατα» αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα στη συγκυρία, χωρίς διεθνιστική πολιτική της Αριστεράς δεν υπάρχει ούτε συνεπής ταξική πολιτική – και τούµπαλιν.

Μια Αριστερά κινηµατική, ταξική και διεθνιστική, ενιαιοµετωπική είναι το µεγάλο ζητούµενο της περιόδου. Η αλληλεγγύη, στήριξη και συντονισµός των αγώνων µε «εµπνευστή», οργανωτή και πρωταγωνιστικό το ρόλο µιας τέτοιας Αριστεράς είναι ο δρόµος.




Κόκκινο Νήμα φύλλο 3

 

 




Το editorial της εφημερίδας Κόκκινο Νήμα που κυκλοφορεί (φύλλο νο. 3)

Οι πολιτικές εξελίξεις παίρνουν επικίνδυνη τροπή: η συµφωνία στο Eurogroup της 22ας Ιουνίου και η συµφωνία Τσίπρα – Ζάεφ είναι σηµεία πολιτικής καµπής που διαµορφώνουν ένα δυσµενές πλαίσιο για τις εργαζόµενες τάξεις, τα κινήµατα αντίστασης και την Αριστερά.

Σε αντίθεση µε την κυβερνητική προπαγάνδα, η «καθαρή έξοδος» από τα µνηµόνια δεν είναι ούτε καθαρή ούτε έξοδος. Το µνηµονιακό καθεστώς ακραίας λιτότητας όχι µόνο δεν αµφισβητείται έστω και µερικώς, αλλά συµπληρώνεται, εµβαθύνεται και «κλειδώνει» σε βάθος δεκαετιών. Η εποπτεία παραµένει αλλάζοντας µορφή, το χρέος δεν µειώνεται αλλά «διευθετείται» µε µετάθεση κάποιων πληρωµών για αργότερα.

Η προοπτική είναι η µακροηµέρευση του καθεστώτος ακραίας λιτότητας και η διατήρηση στο ακέραιο των προϋποθέσεων για µεσοπρόθεσµη υποτροπή της κρίσης του ελληνικού καπιταλισµού σε οξεία µορφή.

Σε αντίθεση επίσης µε την κυβερνητική προπαγάνδα, την εθνικιστική-ακροδεξιά αντιπολίτευση, αλλά και τις από τα δεξιά κριτικές της πατριωτικής Αριστεράς, η συµφωνία Τσίπρα – Ζάεφ συνιστά επιτυχία της ελληνικής άρχουσας τάξης και είναι προϊόν «συντονισµένου» bulling από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης και του ΝΑΤΟ. ∆εν προωθεί έστω και µια επώδυνη για το γειτονικό λαό ειρήνη, δεν αποτελεί «ευκαιρία» για τη φιλία και συνεργασία των δύο λαών, δεν βάζει φραγµό στον εθνικισµό. Αντίθετα, «ανοίγει χώρο» για τον ελληνικό εθνικισµό, την ακροδεξιά και τους φασίστες και αναζωπυρώνει το µακεδονικό εθνικισµό.

Το γεγονός ότι οι φασίστες της Χ.Α. «κολυµπούν» σαν το ψάρι στο νερό στα µακεδονικά συλλαλητήρια που οργανώνουν στελέχη της ∆εξιάς και της ακροδεξιάς µαζί µε µητροπολίτες και µε τη στήριξη διακεκριµένων επιχειρηµατιών, αποδεικνύει ότι στην Ελλάδα έχει ενεργοποιηθεί η «πολιτική µηχανική» που παρατηρείται πανευρωπαϊκά και παγκόσµια: η µετατόπιση όλο και δεξιότερα των «συστηµικών» δυνάµεων του κέντρου και της δεξιάς (πολιτικές λιτότητας, αντιµεταναστευτικές και αντιπροσφυγικές πολιτικές, έµφαση στις εθνικές προτεραιότητες). Έτσι αναδεικνύεται σε σοβαρή δύναµη η ακροδεξιά στις διάφορες µορφές της, ακόµη κι αν ξεκινά από χαµηλές Θέσεις, ακροδεξιοί και φασίστες «κολυµπούν σαν το ψάρι στο νερό» και οι πρωτοβουλίες τους λειτουργούν σαν «πλοηγός» εξελίξεων.

Παρ’ όλα αυτά, δεν θα φράξουµε αποτελεσµατικά το δρόµο στην ακροδεξιά και τους φασίστες αν δεν φράξουµε το δρόµο στο δικοµµατισµό ΣΥΡΙΖΑ – Ν∆. Αν η υποτίµηση και «κανονικοποίηση» του φασισµού και της άκρας δεξιάς είναι ένα πολιτικό λάθος, η υποτίµηση του αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση και τη δεξιά εναλλακτική της Ν∆ στο όνοµα του αγώνα ενάντια στην ακροδεξιά είναι το συµµετρικό -και ακόµη µεγαλύτερο- λάθος. 

Η ακροδεξιά και οι φασίστες δεν θα νικηθούν από τις δυνάµεις του νέου δικοµµατισµού (ΣΥΡΙΖΑ-Ν∆) και του «συνταγµατικού τόξου», αλλά από το εργατικό κίνηµα, τα κινήµατα αντίστασης και την Αριστερά. Που όµως έχουν µπροστά τους το δύσκολο έργο της ανασύνταξης ύστερα από την ήττα του 2015 και έχουν ακόµη πολλή (αν όχι τη σηµαντικότερη) δουλειά να κάνουν µε τον εντοπισµό και τη διόρθωση των λαθών που οδήγησαν στην ήττα. Το έργο αυτό είναι σύνθετο, αλλά µια αποφασιστική του παράµετρος είναι η «αποκατάσταση» του περιεχοµένου του ενιαίου µετώπου σε αντίθεση µε τις αντιλήψεις και πρακτικές των ευκαιριακών συγκολλήσεων για εκλογικούς σκοπούς ή του σεχταρισµού των υψηλών ιδεολογικοπολιτικών «προαπαιτούµενων» για την κοινή δράση.

 




Κόκκινο Νήμα Φύλλο 2