1

Νέος περιβαλλοντικός νόμος Μητσοτάκη – Χατζηδάκη: Ο νόμος της λεηλασίας και του «πλιάτσικου»

Της Αθηνάς Σκαμπά

 

 

Ψηφίστηκε στις 5 Μαΐου από τη βουλή ο νέος περιβαλλοντικός νόμος, με τον ευφημιστικό τίτλο «Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας». Κατατέθηκε εσπευσμένα εν μέσω πανδημίας με τις γνωστές fast track διαδικασίες, που ήρθαν με τα μνημόνια για να μείνουν και αποδεικνύεται ότι είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στην κυβέρνηση της ΝΔ. Όπως και για άλλα σημαντικά ζητήματα, η κυβέρνηση είδε την πανδημία σαν «ευκαιρία» για να περάσει με αντιδημοκρατικούς όρους και μεθοδεύσεις τα πιο ακραία νεοφιλελεύθερα μέτρα.

 

Και παρότι έχει πλέον τεκμηριωθεί με επάρκεια ότι η καταστροφή των οικοσυστημάτων και του περιβάλλοντος από την ασύδοτη καπιταλιστική «ανάπτυξη» είναι η βασική αιτία για την προσβολή του ανθρώπου από ιούς τύπου covid-19 και για την αύξηση της συχνότητας επιδημικών λοιμώξεων, η κυβέρνηση επέβαλε με νόμο μια δέσμη αντιπεριβαλλοντικών ρυθμίσεων που έχουν τον ίδιο κοινό παρονομαστή: «απελευθέρωση» των πλέον ασύδοτων μορφών και διαδικασιών λεηλασίας του περιβάλλοντος από τα ιδιωτικά καπιταλιστικά συμφέροντα.

 

Το περιεχόμενο των ρυθμίσεων

 

Η κριτική μας στο περιεχόμενο των κυβερνητικών ρυθμίσεων, εστιάζει σε 7 σημεία, έτσι όπως εμφανίζονται κωδικοποιημένα στην καμπάνια συλλογής υπογραφών που διακινήθηκε μέσω internet, με εξαιρετική επιτυχία.

 

  1. Καταργεί την ουσία της προστασίας των περιοχών Natura 2000 και προωθεί οικιστικές, ακόμα και μεταλλευτικές δραστηριότητες και εξορύξεις υδρογονανθράκων σε προστατευόμενες περιοχές.

Καταργεί τη θεώρηση των περιοχών αυτών ως «αντικείμενα προστασίας» και ορίζει το περιβάλλον ως «χρήση γης». Αυτή η λογική έρχεται σε αντίθεση και με τις διεθνείς συμβάσεις και κανονισμούς καθώς και με τις θεμελιώδεις παραδοχές της επιστήμης της οικολογίας. Ορίζει ζώνες εντός των προστατευόμενων περιοχών και σε κάποιες από αυτές επιτρέπει χρήσεις που μπορούν να διαταράξουν τα οικοσυστήματα, ακόμα και να τα καταστρέψουν!  Για παράδειγμα: στη προβλεπόμενη «Ζώνη Διαχείρισης Οικοτόπων και Ειδών» θα είναι δυνατή η χωροθέτηση ορυχείων, λατομείων, μεταλλείων, αμμοληψίας, και ζωνών αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων! Πρόκειται για παρακίνηση στην πιο ωμή καπιταλιστική ασυδοσία. 

 

  1. Εκθέτει σε κίνδυνο τις προστατευόμενες περιοχές, καταργώντας την αυτοτέλεια των Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (ΦΔΠΠ).

Μέχρι τώρα οι ΦΔΠΠ ήταν ανεξάρτητοι επιστημονικοί/περιβαλλοντικοί φορείς που επόπτευαν τις προστατευόμενες περιοχές και γνωμοδοτούσαν για τα σχέδια διαχείρισης και τις δραστηριότητες μέσα σ’ αυτές. Τώρα τις καταργεί, φτιάχνει έναν κεντρικό φορέα ελεγχόμενο από το υπουργείο (ΟΦΥΠΕΚΑ), ο οποίος θα συνεργάζεται με τις κατά τόπους περιφέρειες και τις αποκεντρωμένες διοικήσεις. Οι προστατευόμενες περιοχές είναι περίπου το 20% της έκτασης της χώρας. Είναι σχεδόν αδύνατον να τις εποπτεύει ένας κεντρικός φορέας, οι δε Περιφέρειες ήδη δηλώνουν αδυναμία να διαχειριστούν τις αρμοδιότητές τους – πέραν του ότι ελέγχονται (οι 12 από τις 13) από τη Νέα Δημοκρατία. Τα προβλεπόμενα κεφάλαια για τις ΠΠ, θα τα διαχειρίζονται οι περιφέρειες και όχι ο νέος φορέας. Πρόκειται για έναν συγκεντρωτικό και ελεγχόμενο από την κυβέρνηση μηχανισμό που συστήνεται όχι με κριτήριο την ικανότητα του για διαχείριση των Π.Π., αλλά για έγκριση και ανάθεση έργων σε ιδιωτικούς φορείς στο πλαίσιο της μεγαλύτερης ευελιξίας «εκμετάλλευσης» που δίνει ο νέος νόμος.

 

  1. Επιτρέπει την καταστροφή του περιβάλλοντος στο όνομα των κατά βούληση επενδυτικών σχεδίων, εκχωρώντας τον έλεγχο των μελετών (ΜΠΕ) σε ιδιώτες και επιβάλλοντας ασφυκτικές προθεσμίες για γνωμοδοτήσεις των υπηρεσιών.

Μέχρι τώρα για να γίνει ένα έργο χρειαζόταν να εκπονηθεί Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) και έγκριση από το Δημόσιο. Θυμίζουμε ότι εκεί βασίστηκε το ΣτΕ και σταμάτησε το έργο της εξόρυξης χρυσού στις σκουριές επί δεκαετίες. Τώρα αυτό το «εμπόδιο» παραμερίζεται…

 

  1. Προωθεί την αλόγιστη επέκταση των βιομηχανικών ΑΠΕ, κυρίως των αιολικών.

 

Αυτές έχουν ήδη προκαλέσει υποβάθμιση του περιβάλλοντος και ταυτόχρονα οικονομική επιβάρυνση των καταναλωτών για την εξασφάλιση υπερκερδών των επενδυτών. Η κατάργηση της άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και οι υπόλοιπες «διευκολύνσεις» υπέρ των βιομηχανιών ΑΠΕ, όπως και ο καθορισμός χρήσεων γης στις περιοχές Natura, δημιουργούν τετελεσμένα πριν από την αναθεώρηση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ που έχει ανεπίτρεπτα καθυστερήσει και προκαταλαμβάνουν τις υπό εκπόνηση Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες για τις προστατευόμενες περιοχές.

 

  1. Νομιμοποιεί τα αυθαίρετα εντός δασικών εκτάσεων και κατά περίπτωση εντός υγροτόπων και ρεμάτων.

Επαναφέρει ρύθμιση νομιμοποίησης αυθαίρετων εντός δασικών εκτάσεων, αλλά και εντός ρεμάτων και υγροτόπων. Η «νομιμοποίηση» των αυθαίρετων κατοικιών εντός των δασικών εκτάσεων, των λεγόμενων «οικιστικών πυκνώσεων», πραγματοποιείται δίνοντάς τους την δυνατότητα εξαίρεσης από την κατεδάφιση για τα επόμενα…30 χρόνια! Αυτό, σύμφωνα με τον Συνήγορο του πολίτη «κατ’ ουσίαν αποτελεί πρακτική αλλαγή χρήσης των δημόσιων δασών και δασικών εκτάσεων».

Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την απόφαση 685/2019 της ολομέλειας του ΣτΕ, «η οικιστική ανάπτυξη δεν συνιστά λόγο δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε την μεταβολή του προορισμού των δασών».

 

  1. Απλοποιεί τις διαδικασίες διαχείρισης στερεών αποβλήτων και δεν λαμβάνει μέτρα κατά της υποβάθμισης των ρεμάτων από την ανεξέλεγκτη διάθεση αστικών και βιομηχανικών λυμάτων μέσα σε αυτά.

Καταργεί την άδεια μεταφοράς στερεών αποβλήτων (βιομηχανικών και αστικών) αντικαθιστώντας την με μια απλή εγγραφή σε ένα ηλεκτρονικό μητρώο και δεν λαμβάνει μέτρα και κυρώσεις για την παράνομη διάθεση λυμάτων σε ρέματα. Με απλά λόγια, επιτρέπει να πετιούνται τα σκουπίδια παντού. Ούτε μεριμνά για τις τραγικές επιπτώσεις που έχει το φράξιμο των ρεμάτων, με κόστος σε περιουσίες και ανθρώπινες ζωές.

 

Ο νόμος απαλλάσσει την πλαστική σακούλα από το περιβαλλοντικό τέλος αρκεί να είναι «λιπασματοποιήσιμη» σε οικιακό κομπόστ. Θεωρητικά είναι οικολογικό μέτρο, αφού οι πλαστικές σακούλες που θα χρησιμοποιούνται θα είναι βιοδιαλυτές. Όμως και αυτές οι πλαστικές σακούλες, είναι το ίδιο επικίνδυνες για τις θάλασσες με τις κοινές σακούλες και δεν υπάρχει κανένας τρόπος εξασφάλισης ότι θα καταλήγουν σε κομπόστ. Πρόκειται για απροσχημάτιστο «δωράκι» απαλλαγής φόρου για τις βιομηχανίες παραγωγής πλαστικής σακούλας.

 

  1. Παραβιάζει συνταγματικές διατάξεις, ευρωπαϊκές οδηγίες και διεθνείς συμβάσεις.

 

Ενδεικτικά: άρθρο 24 του Συντάγματος (για τα δάση), Ευρωπαϊκές Οδηγίες για την Προστασία Οικοτόπων και Ειδών 92/43/ΕΟΚ, για την προστασία των άγριων Πτηνών 2009/147/ΕΚ, για τα Νερά 2000/60, για τη Θαλάσσια Στρατηγική στη Μεσόγειο 2008/59, τη Διεθνή Σύμβαση Ραμσάρ για τους Υγροτόπους, τη Συνθήκη της Βαρκελώνης για την Προστασία της Μεσογείου.

Οι επιμέρους διατάξεις – ρυθμίσεις, αλλά και συνολικά ο νόμος διακατέχεται πλήρως από την πιο ακραία νεοφιλελεύθερη λογική. Οι ασφαλιστικές δικλίδες, οι ανεξάρτητοι φορείς, ο έλεγχος θεωρούνται γραφειοκρατικές διαδικασίες. Η περιβαλλοντική νομοθεσία θεωρείται πρόβλημα και οι προβλέψεις της, εμπόδιο στα σχέδια των επιχειρήσεων. Με αυτόν τον νόμο η Ελλάδα επιστρέφει δεκαετίες πίσω, στην εποχή που δεν υπήρχε περιβαλλοντική πολιτική.

 

Αντιδράσεις και κινηματικές αντιστάσεις

 

Ο νόμος δεν ψηφίστηκε χωρίς αντιδράσεις, παρά τις δύσκολες συνθήκες της πανδημίας. Στην καμπάνια συλλογής υπογραφών που εμφανίστηκε στο διαδίκτυο συγκεντρώθηκαν και κατατέθηκαν στη Βουλή 20.000 υπογραφές. Σήμερα είναι πολύ περισσότερες. Την καμπάνια οργάνωσαν 93 οργανώσεις, οικολογικές, ορειβατικοί όμιλοι, λαϊκές συνελεύσεις, πολιτιστικοί και οικολογικοί σύλλογοι, επιτροπές αγώνα για συγκεκριμένα περιβαλλοντικά θέματα. Υποστήριξη επίσης δήλωσαν πολλές συλλογικότητες, όπως δημοτικές κινήσεις, σύλλογοι μηχανικών, η ΚΑΡ και το ΚΣΜ, φεμινιστικές κ.λπ.

Την ημέρα της συζήτησης στη Βουλή, με σφικτά τα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας, έγιναν διαδηλώσεις σε 10 πόλεις της Ελλάδας: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Βόλος, Γρεβενά, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Κέρκυρα, Χαλκίδα, Χανιά, Ηράκλειο Κρήτης.  Και, βέβαια, οι αντιδράσεις και οι κινηματικές αντιστάσεις θα συνεχιστούν, καθώς θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε τις επιπτώσεις και μάλιστα πολύ σύντομα, καθώς φαίνεται ότι κάποιοι ήταν ήδη έτοιμοι και περίμεναν τον νέο νόμο για να ξεκινήσουν…

 

Είναι πλέον προφανές ότι το πρόβλημα με το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή δεν πρόκειται να λυθεί στο πλαίσιο ενός συστήματος που οργανώνεται με κριτήριο το κέρδος. Ο νόμος αυτός, με το πνεύμα και το γράμμα του, το επιβεβαιώνουν. Δεν προτίθενται να κάνουν ούτε βήμα πίσω από τα συμφέροντά τους, αντιθέτως έχουν υιοθετήσει ένα μοντέλο διακυβέρνησης πολύ πιο φιλελεύθερο που δεν ανέχεται εμπόδια στην παραγωγή κέρδους και ξηλώνει και καταστρέφει ό,τι στέκεται στο διάβα του. Μόνο το κίνημα μπορεί να βάλει φραγμό στα σχέδιά τους και μόνο η Αριστερά μπορεί να υποστηρίξει αυτά τα αιτήματα – και πρέπει να το κάνουμε άμεσα. Είναι επείγοντα, είναι ζωτικά, είναι υπόθεση αγώνα στο σήμερα, όχι για «αύριο» ή για το μέλλον. Γιατί δεν υπάρχει άλλος ορατός τρόπος για να σταματήσουμε την καταστροφή της φύσης: πρέπει να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό, μας σκοτώνει.

Προδημοσίευση από την εφημερίδα “Κόκκινο Νήμα”

 




Καμία συναίνεση με τους βιαστές της φύσης και δήμιους της εργατικής τάξης

Μπροστά στη Μεγάλη Ύφεση και σε μια κρίση ιστορικών διαστάσεων, χρειαζόμαστε στρατηγική ανταγωνιστική με την καθεστωτική συναίνεση, την ακραία λιτότητα και τον καπιταλισμό

Του Πάνου Κοσμά

«Η πάλαι ποτέ, υπό άλλες επώδυνες ιστορικές συνθήκες, διχοτομημένη ‘‘πάνω’’ και ‘‘κάτω’’ πλατεία Συντάγματος, ο παλμογράφος της Αθήνας, ερήμωσε ατάκτως, αποτυπώνοντας τον πάνδημο, υπερταξικό, υπερκομματικό φόβο απέναντι στον παγκόσμιο φονικό εισβολέα. Ζην επικινδύνως ή μένουμε σπίτι; Το πρωτόγνωρο οικουμενικό κίνημα πειθάρχησης υπέρ ημών και υμών δείχνει να κερδίζει τη μάχη»

«Καθημερινή» 29.3.2020

Όταν η «ναυαρχίδα» του αστικού Τύπου διακινδυνεύει παραλληλισμούς με το 2011 και το «κίνημα των πλατειών», είναι φανερό ότι θεωρεί πως οι διακυβεύσεις είναι αναλόγως μεγάλες, ιστορικές. Και όταν μιλά για «πάνδημο, υπερταξικό, υπερκομματικό φόβο» είναι φανερό ότι δεν προβαίνει απλώς σε μια διαπίστωση αλλά προβάλλει ένα πολιτικό πρόταγμα: τη συναινετική, «εθνική» αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης. Δεν πρέπει να έχουμε καμία αμφιβολία: η αστική τάξη, η κυβέρνησή της, οι προπαγανδιστές και ιδεολόγοι της έχουν πλέον -αν υποθέσουμε ότι δεν είχαν ευθύς εξαρχής- πλήρη επίγνωση της κατάστασης. Γνωρίζουν ότι, με αφετηρία την κρίση του κορωνοϊού, έχει «πυροδοτηθεί» μια κρίση με καθολικά χαρακτηριστικά: κρίση δημόσιας υγείας, κρίση οικονομική, κρίση του κυρίαρχου μοντέλου κατανάλωσης, κρίση των στρατηγικών βιασμού της φύσης στο βωμό της ασύδοτης καπιταλιστικής ανάπτυξης, εν τέλει κρίση πολιτισμού με την ευρεία και ιστορική έννοια του όρου.

Όπως και με την κρίση του 2008, όπως με κάθε κρίση με καθολικά και δομικά χαρακτηριστικά, έτσι και τώρα, αγκαλιάζει όλες τις χώρες με λιγότερο ή περισσότερο βίαιο τρόπο, «φιλτραρισμένη» από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθεμιάς: οικονομικά, κοινωνικά, ιστορικά κ.λπ. Από αυτή την άποψη, η Ελλάδα θα είναι ξανά «διεθνής πρωτοπορία» όσον αφορά την έκταση και την ένταση των συνεπειών της.

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι λοιπόν προφανές ότι η πάλη για το δημόσιο σύστημα υγείας, για μέτρα στήριξης φτωχών και ανέργων κ.λπ., ενώ είναι αναγκαία αφετηρία, θα είναι από μόνη της αναποτελεσματική αν δεν ενταχθεί σε μια συνολικότερη στρατηγική σύγκρουσης με το σύστημα που παράγει σε διαρκώς διευρυνόμενη κλίμακα αυτά τα «φαινόμενα» και με τις κυβερνήσεις που διαχειρίζονται τις τύχες του. Οι καπιταλιστές, οι κυβερνήσεις τους και οι αναλυτές τους έχουν πλήρη επίγνωση ότι εδώ δεν «παίζεται» η τύχη του ενός ή το άλλου μέτρου αυτού καθαυτού αλλά η ικανότητά τους να πειθαρχήσουν την κοινωνική πλειονότητα σε ένα σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης που θα παλινορθώσει το σύστημα που τη γέννησε σε πιο αποκρουστική, επιθετική και ιογόνο -κυριολεκτικά και μεταφορικά- εκδοχή.

Ο πολλαχώς ιογόνος και ένοχος καπιταλισμός

Η συχνότητα με την οποία επικίνδυνοι παθογόνοι ιοί «επισκέπτονταν» το ανθρώπινο είδος, απειλώντας ή και προκαλώντας θανατηφόρες πανδημίες, μετριούνταν με αιώνες. Ωστόσο, από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ύστερα η συχνότητα μετριέται με δεκαετίες και τις τελευταίες δύο με τρεις δεκαετίες με μερικά χρόνια. Η έρευνα -και η σχετική αρθρογραφία από τις πιο έγκυρες πένες του συστήματος- διαμορφώνει πλέον έναν κοινό παρονομαστή εκτιμήσεων: η θεαματική αύξηση της συχνότητας οφείλεται σε τρεις βασικούς λόγους: α) στις συνέπειες της καταστροφής των ενδιαιτημάτων άγριας ζωής από την αλόγιστη εκχέρσωση εδαφών και καταστροφή των δασών, που φέρνει όλο και πιο κοντά ιογόνα είδη της άγριας ζωής με τον άνθρωπο, β) στις συνθήκες υπό τις οποίες εκτρέφονται και ζουν τα ζώα στις εγκαταστάσεις της βιομηχανικής κτηνοτροφίας, οι οποίες ευνοούν τη μετάδοση ιών στους ανθρώπους αλλά και τη μετάλλαξή τους σε πιο επικίνδυνα στελέχη, γ) στις συνθήκες που διαμορφώνει η κλιματική αλλαγή (αύξηση υγρασίας κ.λπ.) σε συνδυασμό με τις συνθήκες που διαμορφώνει η αστυφυλία και η συγκέντρωση τεράστιων πληθυσμών στις πόλεις.

Έχοντας υπόψη αναλυτική και τεκμηριωμένη εικόνα για όλα αυτά και τις συνέπειές τους, τα τελευταία μόλις χρόνια ειδικοί προειδοποιούσαν ότι η εμφάνιση ιογόνου πανδημίας είναι θέμα χρόνου.

Ωστόσο, για τον καπιταλισμό είναι αδύνατο να μην είναι ο εαυτός του! Το κεφάλαιο, αυτός ο σύγχρονος Μινώταυρος, αυτή η αδηφάγος και ανεξέλεγκτη κοινωνική δύναμη, δεν γνωρίζει άλλον τρόπο ύπαρξης παρά τη διαρκώς επεκτεινόμενη καταστροφή των φυσικών αλλά και των ανθρώπινων πόρων. Είναι σε τέτοιο βαθμό «αδιόρθωτος», ώστε αδιαφορεί ακόμη και για την προστασία των κοινωνιών από τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης δράσης του. Ενώ η απειλή της πανδημίας πλησίαζε, αντί να ενισχύσουν τα δημόσια συστήματα υγείας, οι κυβερνήσεις τα κατεδάφιζαν συστηματικά για να ενισχύσουν τους κερδοσκόπους-εμπόρους δυστυχίας του ιδιωτικού συστήματος υγείας˙ και η ιατρική έρευνα για αποτελεσματικά φάρμακα αντιμετώπισης των επίφοβων ιών ήταν ανύπαρκτη επειδή οι πανίσχυρες πολυεθνικές της φαρμακοβιομηχανίας είχαν εστιάσει στα πολύ πιο κερδοφόρα φάρμακα που αφορούν χρόνιες παθήσεις. Οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους δεν ήθελαν να σταματήσουν αυτό το πολυεπίπεδο «πάρτι» κερδοσκοπίας για να προστατέψουν τις κοινωνίες. Όπως κάνουν και με το όργιο οικονομικής κερδοσκοπίας, όπου το «πάρτι» συνεχίζεται μέχρι να ενσκήψει μια μεγάλη δομική κρίση. Έχουν ισχυρή αυτοπεποίθηση πως όταν έρθει η ώρα της κρίσης η τάξη των καπιταλιστών «έχει τον τρόπο της» ώστε ο «λογαριασμός» να πάει στα θύματα της εκμετάλλευσης, στη μεγάλη κοινωνική πλειονότητα που ζει από την εργασία της.

Δεν είναι πλέον «υψηλή θεωρία», δεν είναι άλλο αξιακό σύστημα, δεν αφορά το απώτερο μέλλον: ο καπιταλισμός είναι πολλαχώς ιογόνος και επικίνδυνος για το ανθρώπινο είδος! Και ο αντικαπιταλιστικός αγώνας είναι επιβεβλημένη, νόμιμη και κατεπείγουσα πράξη ιστορικής ευθύνης και κοινωνικής αυτοάμυνας.

Η Μεγάλη Ύφεση και οι αναμενόμενες συνέπειες

Η κρίση του κορονωϊού πυροδότησε την πανθομολογούμενα μεγαλύτερη οικονομική κρίση ύστερα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια νέα μεγάλη οικονομική κρίση είχε ήδη προαναγγελθεί με πυκνή αρθρογραφία ιθυνόντων και αναλυτών καπιταλιστικών οργανισμών, επενδυτικών τραπεζών και κερδοσκοπικών funds. Ο φόβος ήταν πως η «ακίδα» της προαναγγελθείσας ήδη από τα τέλη του 2018 επιβράδυνσης/ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας θα συναντιούνταν με τη «φούσκα» των αγορών προκαλώντας μια δεύτερη μεγάλη κρίση, ανάλογη ή και χειρότερη του 2008. Τελικά, έμελλε η «ακίδα» να είναι η κρίση του κορωνοϊού. Ο κορωνοϊός δεν ήταν, λοιπόν, η αιτία αλλά ο πυροδότης της κρίσης, στην οποία όμως προσέδωσε μεγάλο βάθος και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Ενώ το τοπίο όσον αφορά την εξέλιξη της κρίσης δημόσιας υγείας είναι ακόμη θολό, οι εκτιμήσεις των αστών αναλυτών για το βάθος της οικονομικής κρίσης επικαιροποιούνται σε διαρκώς πιο δυσμενή βάση. Η πιο πρόσφατη εκτίμηση του ΟΟΣΑ για 47 χώρες μιλάει για θηριώδη ύφεση από 15% μέχρι και 35% με τα 2/3 των χωρών να βρίσκονται πάνω από το επίπεδο 23%!
Συγκεκριμένα προβλέπεται «ύφεση καραντίνας» (της πρώτης φάσης της): Ελλάδα 35%, Ισπανία 29%, Γερμανία 29%, Ιταλία 27%, Ηνωμένο Βασίλειο 27%, Γαλλία 26%, ΗΠΑ 21%.

Σε τι βάθους ύφεση σε ετήσια βάση παραπέμπουν όλα αυτά; Αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, με πρωταρχικό τη χρονική διάρκεια της καραντίνας, την έκταση και την αποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνουν οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις κ.λπ. Όλοι πάντως συμφωνούν ότι όσον αφορά την έκταση των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών βαδίζουμε για κρίση «τύπου ’29».

Οι συνέπειες: η «επόμενη μέρα»

Προς επίρρωσιν τέτοιων ή ανάλογων εκτιμήσεων, στις ΗΠΑ χάθηκαν στις δύο βδομάδες της καραντίνας πάνω από 10 εκατ. θέσεις εργασίας. Όλα μαρτυρούν ότι, τους επόμενους μήνες μέχρι και το τέλος του 2020, το φάντασμα της Μεγάλης Ύφεσης του 1929-30 θα επιστρέψει, προκαλώντας κοινωνική εκατόμβη: εκτίναξη σε επίπεδα πέρα από κάθε μεταπολεμική εμπειρία όχι μόνο της ανεργίας αλλά και των υπόλοιπων δεικτών «κοινωνικής δυστυχίας», δημιουργία τεράστιων «περιττών πληθυσμών» που θα φυτοζωούν στην εξαθλίωση με κρατικά επιδόματα πείνας.

Οι υπόλοιπες συνέπειες δεν θα είναι λιγότερο δραματικές. Ο καπιταλισμός οικονομικός μηχανισμός αλλά και οι καπιταλιστικές κοινωνίες ήταν ήδη «εξασθενημένοι οργανισμοί» πριν την κρίση του κορωνοϊού. Η συμπτωματολογία της γενικευμένης καχεξίας περιλάμβανε: διατήρηση σε πολύ υψηλά επίπεδα του ιδιωτικού χρέους, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, λίγο κάτω από τα επίπεδα του 2008, γενικευμένη εκτίναξη του κρατικού χρέους (που «πάτησε» το 90% του ΑΕΠ μεσοσταθμικά/παγκόσμια, ενώ το συνολικό παγκόσμιο χρέος ανέρχεται πλέον σε 250 τρισ. δολάρια = 330% του παγκό0σμιου ΑΕΠ!), χαμηλοί ή και ισχνοί ρυθμοί ανάπτυξης, ιστορικά χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας, αλλά και υψηλοί δείκτες κοινωνικής καχεξίας/δυστυχίας στην καρδιά του ανοδικού οικονομικού κύκλου ως αποτέλεσμα των εντεινόμενων πολιτικών λιτότητας και εργασιακής απορρύθμισης.

Η «επόμενη μέρα» της Μεγάλης Ύφεσης θα επιδεινώσει δραματικά όλα αυτά. Θα αυξήσει σημαντικά τα κρατικά ελλείμματα και χρέη, θα δημιουργήσει νέα γενιά «κόκκινων» ιδιωτικών χρεών, θα φέρει νέα προγράμματα ενίσχυσης των τραπεζών με δημόσιες εγγυήσεις και δημόσιο χρήμα, θα πλήξει την κατανάλωση, θα εκτινάξει την ανεργία και τους δείκτες κοινωνικής δυστυχίας, θα επαναφέρει σε πιο επιθετική και «βουλιμική» μορφή την καπιταλιστική κερδοσκοπία ενάντια στη ζωντανή εργασία και τη φύση. Την «επόμενη μέρα» ο καπιταλισμός όχι μόνο δεν θα «διορθωθεί», αλλά θα αποχαλινωθεί για να ξανακερδίσει το χαμένο έδαφος.

Η στρατηγική της κυβέρνησης Μητσοτάκη

Όλα αυτά θα γεννήσουν παγκόσμια και σε κάθε χώρα χωριστά μια ποικιλία εκδοχών (ανάλογα με το βάθος της κρίσης αλλά και με το «ιστορικό στοιχείο» που χαρακτηρίζει κάθε επιμέρους κοινωνικό σχηματισμό, η κρίση ηγεμονίας μπορεί να παραμείνει «εν δυνάμει» ή να εκδηλωθεί λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά) κρίσης ηγεμονίας των αρχουσών τάξεων, οι οποίες θα πρέπει να επιβεβαιώσουν στις νέες συνθήκες τον ηγετικό τους ρόλο. Το «τράνταγμα» από την κρίση θα είναι μεγάλο και η μάχη για τον επιμερισμό των συνεπειών της θα είναι σκληρή. Όπως είπε κι ο Μητσοτάκης, εννοώντας την υγειονομική κρίση, «είμαστε ακόμη στο τέλος της αρχής». Ακολουθούν η «μέση» και το «τέλος» της καθαυτό κρίσης, αλλά και η περίοδος της «ανόρθωσης» που μόνο σύντομη και ανέφελη δεν θα είναι. Προκειμένου για την Ελλάδα, όσα είπαμε γενικά για τον καπιταλιστικό κόσμο ισχύουν όλα επί το δυσμενέστερο:

  • Αναμένεται να πληγεί από την πιο βαθιά ύφεση, διότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι πιο αδύναμος και πιο εκτεθειμένος στην κρίση.

  • Δεδομένου ότι ήδη προ της κρίσης η ανεργία και οι υπόλοιποι δείκτες κοινωνικής δυστυχίας ήταν σε υψηλά επίπεδα, με την τωρινή βαθιά ύφεση θα εκτοξευτούν, προκαλώντας τη δεύτερη οξεία κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής στη διάρκεια της ίδιας δεκαετίας (η προηγούμενη, στα χρόνια 2012-2016).

  • Τα δημοσιονομικά μεγέθη θα εκτροχιαστούν: το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% θα μετατραπεί σε πρωτογενές έλλειμμα, το χρέος θα εκτιναχτεί πάνω από το 200% του ΑΕΠ.

  • Ως αποτέλεσμα των προηγούμενων, το πρόγραμμα διεθνούς επιτήρησης της ελληνικής χρεοκοπίας θα καταρρεύσει και θα αναδιατυπωθεί, φέρνοντας νέες μνημονιακές δεσμεύσεις και περικοπές.

  • Οι 4 συστημικές τράπεζες θα χρειαστούν νέο πρόγραμμα στήριξης για να μην καταρρεύσουν, καθώς το πρόγραμμα «Ηρακλής» θα χρειαστεί πλέον πολύ περισσότερα κρατικά κεφάλαια και εγγυήσεις.

Όλα αυτά είναι ένας «λογαριασμός» που από κάποιον θα πρέπει να πληρωθεί. Και δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα σταλεί ξανά στη γνωστή… διεύθυνση: της εργαζόμενης πλειοψηφίας.
Θα ήταν λοιπόν ασυγχώρητη αφέλεια να πιστέψουμε ότι οι ιθύνοντες της ελληνικής άρχουσας τάξης δεν τα έχουν προβλέψει όλα αυτά. Θα ήταν ασυγχώρητη αφέλεια να πιστέψουμε ότι δεν προετοιμάζονται για όλα αυτά. Θα ήταν ασυγχώρητη αφέλεια να πιστέψουμε ότι η στρατηγική διαχείρισης της υγειονομικής πλευράς της κρίσης δεν είναι η «εισαγωγή» στη διαχείριση της συνολικής κρίσης και των συνεπειών της. Η ελληνική άρχουσα τάξη θα χρειαστεί να παλέψει για να αποφύγει ή, επειδή αυτό είναι αμφίβολο, να κερδίσει τη μάχη σε μια νέα κρίση ηγεμονίας. Και γνωρίζει καλά… εκ πείρας τρία πράγματα: α) ότι χρειάζεται μια «αφήγηση» ότι δρα για το συμφέρον όλου του έθνους, β) ότι χρειάζεται μια τακτική απόσεισης και μετάθεσης ευθυνών, γ) ότι στέλνοντας το «λογαριασμό» στην εργαζόμενη πλειονότητα θα αντιμετωπίσει κοινωνικές εκρήξεις και άρα θα χρειαστεί το «ρόπαλο» της καταστολής, δ) ότι οι όροι της ταξικής πάλης επανατοποθετούνται και όσα ίσχυαν μέχρι χθες έπαψαν σε μεγάλο βαθμό να ισχύουν.

Αν δούμε υπ’ αυτό το πρίσμα την κυβερνητική στρατηγική διαχείρισης της κρίσης, όλα είναι ευκόλως αναγνώσιμα…

Το κίνημα και η Αριστερά

Σε τέτοιες, δομικού χαρακτήρα και ιστορικής εμβέλειας κρίσεις, οι αμυντικοί αγώνες είναι αναγκαίοι και αναπόφευκτοι. Θα παραμένουν αμυντικοί ακόμη και αν προσλάβουν χαρακτηριστικά κοινωνικών εκρήξεων, αν δεν εντάσσονται σε μια συνειδητή στρατηγική σύγκρουσης με το σύστημα. Ωστόσο, σε τέτοιες συνθήκες οι αμυντικοί αγώνες από μόνοι τους είναι συνταγή ήττας. Αυτό ήταν ένα από τα μεγάλα διδάγματα των ταξικών αγώνων της περιόδου 2010-2015. Το δεύτερο μεγάλο δίδαγμα ήταν ότι η Αριστερά πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της ως της συνειδητής και οργανωμένης πρωτοπορίας του στρατοπέδου της εργασίας και να μην κάνει μετάθεση ευθυνών… στο λαό. Το τρίτο μεγάλο δίδαγμα ήταν πως ο πολιτικός χρόνος έχει τεράστια σημασία. Η κρίση στο ξεδίπλωμά της διακρίνεται από τις ιδιαίτερες φάσεις της, και σε καθεμιά αντιστοιχούν ιδιαίτερα συνθήματα και στόχοι που πρέπει να διατυπωθούν «σήμερα κι όχι αύριο». Το τέταρτο μεγάλο δίδαγμα ήταν πως όταν η ταξική πάλη αφορά ιστορικές διακυβεύσεις και άρα διεξάγεται στη μεγάλη κλίμακα, απαιτείται αντίστοιχα συγκέντρωση δυνάμεων για να δοθούν αποτελεσματικά οι μάχες στη μεγάλη κλίμακα. Και εδώ είναι απαραίτητη με όρους «ζωής ή θανάτου» η τακτική του ενιαίου μετώπου. Αλίμονο αν σε τέτοιες συνθήκες δεν συγκεντρώνουμε δυνάμεις για να «χτυπάμε μαζί» επειδή κυρίαρχο «πρόταγμα» είναι να οικοδομήσει κάθε επιμέρους ρεύμα ή οργάνωση της Αριστεράς το δικό του «μύθο».

Όντας στην αρχή του ξεδιπλώματος της κρίσης, τα κυρίαρχα ζητήματα είναι τρία: η μάχη για το δημόσιο σύστημα υγείας (ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, επίταξη/εθνικοποίηση του ιδιωτικού), η μάχη ενάντια στο κλίμα «εθνικής συναίνεσης» που επιχειρεί να διαμορφώσει η κυβέρνηση και η μάχη ενάντια στην προσπάθεια να μονιμοποιηθούν αυταρχικά τετελεσμένα «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» (εκεί αποσκοπούν οι εκδηλώσεις κρατικής καταστολής με αφορμή την αστυνομική επιτήρηση της «καραντίνας»). Το δεύτερο μας δίνει την άκρη του νήματος για να ξεδιπλώσουμε μια συνολικότερη γραμμή μάχης με την κυβέρνηση και το σύστημα. Σύντομα θα κληθούμε να ξαναμιλήσουμε και να δράσουμε για τη διαγραφή του χρέους, ενάντια στα νέα μνημόνια, για την οργάνωση της αλληλεγγύης στα θύματα της Μεγάλης Ύφεσης, για τη σύγκρουση με την ιμπεριαλιστική ΕΕ. Όλα ξεκινούν τώρα, αλλά με το βλέμμα στο μέλλον: όχι των επόμενων χρόνων αλλά των επόμενων μηνών!

 

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» Νο18 που  κυκλοφορεί.




Κόκκινο Νήμα φύλλο Νο 17 Φεβρουάριος 2020




Δεν πολεμάμε για τις ΑΟΖ!

Του Πάνου Κοσμά

Ο τυχοδιωκτισµός και επεκτατισµός της ελληνικής άρχουσας τάξης στα θαλάσσια σύνορα και τις ΑΟΖ συγκρούεται µε τα σχέδια του τουρκικού καπιταλισµού για αναβαθµισµένο περιφερειακό ρόλο, φέρνοντας όλο και πιο κοντά τη στρατιωτική ανάφλεξη.

Στους στρατιώτες των ταγµάτων πρώτης γραµµής οι «ειδικοί» δίνουν 2-4 λεπτά ζωής από τη στιγµή που θα αρχίσουν οι πολεµικές επιχειρήσεις. Ύστερα έρχεται η σειρά των άλλων: στρατιωτών, αλλά και αµάχων, καθώς επίσης και βασικών υποδοµών ζωής: σπιτιών, δικτύων ύδρευσης και ηλεκτρισµού, οδικών δικτύων, παραγωγικής υποδοµής κ.λπ. Είναι η φρίκη του πολέµου, την οποία όµως έχουµε ξεχάσει καθώς µεγάλωσαν πολλές γενιές που δεν την έχουν ζήσει ενώ από τις γενιές που την έζησαν έχουν αποµείνει ελάχιστοι. Πόσο πιθανό είναι να ξαναζήσουµε αυτή τη φρίκη; ∆υστυχώς, όλο και πιθανότερο! Ο πόλεµος γίνεται ξανά πιθανός για δύο βασικούς λόγους: Πρώτο, γιατί η ρευστότητα, οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισµοί στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου και τις γειτνιάζουσες περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής οξύνονται διαρκώς και τείνουν να γίνουν ανεξέλεγκτες. ∆εύτερο, γιατί η συγκυρία των σχέσεων µεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας ευνοεί τους εκατέρωθεν τυχοδιωκτισµούς και κάνει το µεταξύ τους ανταγωνισµό εξαιρετικά «εύφλεκτο». 

Ο πόλεµος όµως δεν είναι «παίξε – γέλασε». Θεωρητικά είναι η συνέχιση της πολιτικής µε άλλα µέσα. Όµως, αυτά τα «άλλα µέσα» είναι τόσο φονικά και καταστρεπτικά, που δεν µας επιτρέπουν να αντιµετωπίζουµε το ζήτηµα µε την άνεση του θεωρητικού που αναλύει από το γραφείο του ούτε, πολύ περισσότερο, µε την κουλτούρα της ληθαργικής ασυναισθησίας που διαχέεται µε τη µαζική χρήση των µέσων εικονικής πραγµατικότητας ή µε την παθητικότητα που καλλιεργούν οι ιδεολόγοι της άρχουσας τάξης που θέλουν να µας πουν ότι οι τυχοδιωκτισµοί τους δεν θα έχουν καµία σοβαρή συνέπεια – «το όλο πράγµα θα κρατήσει δύο ωρίτσες». Ο πόλεµος είναι πολύ σοβαρή και επικίνδυνη υπόθεση για να την αφήσουµε στους στρατιωτικούς, τους επιχειρηµατίες, τους προπαγανδιστές τους και τους πολιτικούς τυχοδιώκτες της άρχουσας τάξης. 

 

Ψάχνεις για την αιτία; Κοίταξε αυτούς τους χάρτες

∆ύο χάρτες είναι αρκετοί για να κατανοήσει κάθε άνθρωπος που είναι προικισµένος µε στοιχειώδη νοηµοσύνη ποια είναι η επίκαιρη, ζέουσα «αλήθεια» που διέπει τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισµό. Ο πρώτος χάρτης αποτυπώνει τις απαιτήσεις του ελληνικού καπιταλισµού στο ζήτηµα των ΑΟΖ και τη µοιρασιά των θαλάσσιων ζωνών στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Βάσει της ελληνικής ερµηνείας του ∆ικαίου της Θάλασσας, η Ελλάδα και η Κύπρος «δικαιούνται» τα 2/3 των θαλάσσιων ζωνών της νοτιοανατολικής Μεσογείου! Όσο για την Τουρκία, χώρα µε τεράστια ακτογραµµή στη Μεσόγειο, αυτή «δικαιούται» να… ψαρεύει µε πεταχτάρι σε µια στενή ζώνη γύρω από τα παράλιά της!

Ο ελληνικός καπιταλισµός βασίζει τις απαιτήσεις του στη Σύµβαση για το ∆ίκαιο της Θάλασσας του 1982 – βάσει δικής του ερµηνείας αυτής της σύµβασης. ∆εν έχει όµως ανακηρύξει και οριοθετήσει επισήµως ΑΟΖ (πέρα από την ανεπίσηµη διακίνηση και επίκληση χαρτών) – κάτι που τόσοι «ειδικοί» προπαγανδιστές στα ελληνικά µίντια αποφεύγουν να πουν!

Είµαστε λοιπόν στην παράδοξη κατάσταση να βρισκόµαστε στα πρόθυρα πολεµικού επεισοδίου µε την Τουρκία για µια ΑΟΖ που δεν έχει καν επισήµως οριοθετηθεί! Στην πρόσφατη «κρίση» µε το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Ορούτς Ρέις» οι καθεστωτικοί προπαγανδιστές στα ελληνικά ΜΜΕ έκαναν µασάζ στο πατριωτικό φρόνηµα των Ελλήνων και Ελληνίδων µιλώντας για «είσοδο του τουρκικού σκάφους στην ελληνική ΑΟΖ» ΠΟΥ ∆ΕΝ ΕΧΕΙ ΑΝΑΚΗΡΥΧΘΕΙ ΕΠΙΣΗΜΑ ΚΑΙ ΟΡΙΟΘΕΤΗΘΕΙ!

Για να σπάσει το διαφαινόµενο ελληνο-κυπριακό µονοπώλιο στις θαλάσσιες ζώνες, ο τουρκικός καπιταλισµός, που δεν έχει βέβαια σκοπό να κρατήσει για τον εαυτό του µόνο το δικαίωµα να… ψαρεύει µε πεταχτάρι, συνήψε συµφωνία για διµερή/αµοιβαίο καθορισµό θαλάσσιων ζωνών µε την (διεθνώς αναγνωρισµένη µέχρι και σήµερα) κυβέρνηση της Τρίπολης. Ιδού ο σχετικός χάρτης:


   

Βάσει του Χάρτη (που η Τουρκία κατέθεσε επισήµως στον ΟΗΕ), δεν αναγνωρίζεται ΑΟΖ στο Καστελόριζο, την Κρήτη και την Κύπρο. Βάσει αυτού, η τουρκική και λιβυκή ΑΟΖ συναντιούνται στη µέση γραµµή της θαλάσσιας µεταξύ των δύο χωρών που εκτείνεται στο χώρο µεταξύ των παρυφών Κρήτης-Καστελορίζου και Κύπρου.

Η Τουρκία µε αυτή τη συµφωνία δεν προβάλλει τη δική της ερµηνεία για το ∆ίκαιο της Θάλασσας αλλά προβάλλει δηµόσια την απαίτηση: δεν πρόκειται να δεχθώ τον πλήρη αποκλεισµό µου από την εκµετάλλευση των θαλάσσιων ζωνών της νοτιοανατολικής Μεσογείου – κάτι που έχει επανειληµµένα διατυπωθεί ρητά. 

 

Επιστροφή στο «πνεύµα» των Βαλκανικών Πολέµων;

Τα σχετιζόµενα µε τη ∆ιεθνή Σύµβαση για το ∆ίκαιο της Θάλασσας και τα συµπαροµαρτούντα τα εξετάζουµε σε άλλες σελίδες (σελ. 8-9). Στο παρόν κείµενο θα ασχοληθούµε µε την πολιτική διάσταση των ζητηµάτων. Για να προχωρήσουµε, πρέπει να θέσουµε το κρίσιµο ερώτηµα γύρω από τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισµό: ποιοι, µε ποιους στόχους και ποια ερείσµατα «µιλούν»;

Για να απαντήσουµε αυτό το ερώτηµα, πρέπει να ξέρουµε δύο βασικά πράγµατα: Πρώτο, ότι η πολιτική είναι… πόλεµος χωρίς στρατιωτικά µέσα για τον ίδιο ακριβώς λόγο που ο πόλεµος είναι η συνέχιση της πολιτικής µε στρατιωτικά µέσα. ∆εύτερο, ότι οι αστικές τάξεις έχουν µνήµη και διδάσκονται από την ιστορία τους.

Η ελληνική αστική τάξη έχει εµπεδώσει το µάθηµά της: χρωστάει την ίδια της την ύπαρξη στις «µεγάλες δυνάµεις» (χωρίς τη ναυµαχία του Ναυαρίνου η ελληνική επανάσταση θα είχε καταπνιγεί και κανείς δεν ξέρει τι θα είχε συµβεί στη συνέχεια), χρωστάει τη σωτηρία της για δεύτερη φορά στην επέµβαση των «µεγάλων δυνάµεων» το 1897 όταν ο τουρκικός στρατός χάρη σ’ αυτές σταµάτησε στη Λαµία, χρωστάει την επέκταση της κυριαρχίας της µε τους Βαλκανικούς Πολέµους και τη µικρασιατική εκστρατεία στο «χώρο» που της παραχώρησαν και τη στήριξη που είχε από τις «µεγάλες δυνάµεις» στο πλαίσιο της διαδικασίας διαµελισµού και διαµοιρασµού των ιµατίων της καταρρέουσας Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Έχει λοιπόν την ιστορική πείρα που λέει πως καταφέρνει πολλά όταν τα συµφέροντά της συµπίπτουν µε τα συµφέροντα των «µεγάλων δυνάµεων», δηλαδή των κυρίαρχων ιµπεριαλιστικών δυνάµεων κάθε εποχής, κι ακόµη καλύτερα όταν αυτή η ταύτιση συνδυάζεται µε τη δυσµένεια των ισχυρών ιµπεριαλιστικών δυνάµεων προς τον µεγάλο ανταγωνιστή, την Τουρκία. Αυτό το ένστικτο ξύπνησε για τα καλά τα τελευταία χρόνια, όταν ύστερα από σχεδόν έναν αιώνα η ελληνική άρχουσα τάξη διέγνωσε µια νέα ιστορική ευκαιρία:  να επεκτείνει/αναβαθµίσει τα «κυριαρχικά δικαιώµατά» της και τον ρόλο της στη συγκυρία που οι σχέσεις της ιµπεριαλιστικής ∆ύσης µε την Τουρκία περνούσαν κρίση και η Ελλάδα µπορούσε να αναδειχθεί στον µοναδικό αξιόπιστο πυλώνα του ιµπεριαλισµού στην περιοχή. Βεβαίως, οι ιστορικές συγκυρίες είναι κατά τα άλλα πολύ διαφορετικές, καθώς δεν έχουµε µια καταρρέουσα αυτοκρατορία της οποίας τα ιµάτια προσφέρονται προς διαµοιρασµό ούτε ο ανταγωνισµός έχει αντικείµενο την καθαυτό εδαφική επέκταση. Τώρα, το διεκδικούµενο είναι η πέραν των χωρικών υδάτων θαλάσσια κυριαρχία (ΑΟΖ) και οι δρόµοι της ενέργειας (αγωγοί φυσικού αερίου και «δρόµοι» του πετρελαίου). Το «όραµα» των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών των αρχών του προηγούµενου αιώνα επικαιροποιήθηκε: η «Ελλάδα επί τέσσερα», µέσα από το «καπάρωµα» των 2/3 των θαλάσσιων ζωνών της ανατολικής Μεσογείου! Ύστερα από την απόπειρα πραξικοπήµατος ενάντια στον Ερντογάν µε προφανή ανάµιξη των ΗΠΑ και τη ρήξη των σχέσεων της Τουρκίας µε τη ∆ύση, η ελληνική άρχουσα τάξη διείδε την ευκαιρία και όρµησε να την αρπάξει. Οι Έλληνες «στρατηγικοί αναλυτές» δήλωναν ευθαρσώς «ο Αλλάχ να µας κόβει µήνες και να δίνει στον Ερντογάν χρόνια», ελπίζοντας η ευνοϊκή συγκυρία να διαρκέσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Η ελληνική άρχουσα τάξη κινήθηκε γρήγορα για να «καπαρώσει» τα διαφαινόµενα οφέλη το συντοµότερο: οι κυβερνήσεις της (ΣΥΡΙΖΑ και τώρα Ν∆) εκπόνησαν την πιο φιλοαµερικανική/φιλοατλαντική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών παρέχοντας βάσεις και «διευκολύνσεις» κάθε είδους, συνέπηξαν συµµαχία µε το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ και το δικτατορικό καθεστώς της Αιγύπτου υπό την υψηλή αµερικανική και δυτική εποπτεία, συµµετείχαν ενθέρµως στα σχέδια για τους αγωγούς φυσικού αερίου και το αµερικανικό σχέδιο για εκµετάλλευση των υδρογονανθράκων της νοτιοανατολικής Μεσογείου µε στόχο την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Όλα αυτά µε το αζηµίωτο: τη δυτική ιµπεριαλιστική στήριξη στις ελληνικές αξιώσεις για τις ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου. Στο έντονο στοιχείο τυχοδιωκτισµού και µεγάλου ρίσκου που είχε όλος αυτός ο «στρατηγικός σχεδιασµός» οι αξιωµατούχοι της ελληνικής άρχουσας τάξης απαντούσαν στερεότυπα: «Έχουµε ισχυρούς συµµάχους και το διεθνές δίκαιο µε το µέρος µας».    

Αυτός ο σχεδιασµός «έβαινε καλώς» µέχρι τη στιγµή που άλλαξαν δύο βασικοί παράγοντες:

Πρώτο, ο αµερικανικός ιµπεριαλισµός στην περιοχή απεκδύθηκε το ρόλο του επικεφαλής του δυτικού ιµπεριαλιστικού στρατοπέδου που εξασφαλίζει την ιµπεριαλιστική ειρήνη πειθαναγκάζοντας τους τοπικούς «παίκτες» να συµβιβαστούν µε περιορισµένους ρόλους. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασµό µε τη νικηφόρα ανάµιξη της Ρωσίας στη Συρία, αύξησε τα περιθώρια κινήσεων για τους τοπικούς υποϊµπεριαλισµούς, ρευστοποίησε τις συµµαχίες στην περιοχή, αύξησε την ένταση σε όλη την έκταση της ιµπεριαλιστικής αλυσίδας και έτσι σχετικοποίησε τη σηµασία της δυτικής ιµπεριαλιστικής στήριξης προς τον ελληνικό καπιταλισµό. Αυτή η στήριξη διατηρείται ακόµη ακέραιη µόνο για τις ΑΟΖ, δηλαδή για την ελληνική ερµηνεία του διαµοιρασµού των θαλάσσιων ζωνών. Αυτό δεν είναι µικρό πράγµα, αλλά η περίοδος της καθολικής στήριξης της Ελλάδας σε αντίθεση µε την Τουρκία έχει περάσει, επαναφέροντας τον εκνευρισµό και την ανασφάλεια στην ελληνική άρχουσα τάξη, που βλέπει µε έκδηλη ανησυχία τον Τραµπ να κάνει «περίεργες» µπίζνες µε την Τουρκία και τη Μέρκελ να «µεροληπτεί» υπέρ της…

∆εύτερο, η Τουρκία, που ήταν λογικό και αναµενόµενο να µην αποδεχθεί τον σχεδόν πλήρη της αποκλεισµό από τις θαλάσσιες ζώνες, έβαλε στην «εξίσωση» τον συσχετισµό δύναµης: οικονοµικό, στρατιωτικό και γεωπολιτικό. Ακόµη παραπέρα, έβαλε στην «εξίσωση» τον παράγοντα στρατιωτικά τετελεσµένα. Εξευτέλισε στην πράξη την έννοια της κυριαρχίας στην κυπριακή ΑΟΖ (που επίσης δεν έχει ανακηρυχθεί και οριοθετηθεί επισήµως) στέλνοντας ερευνητικά σκάφη και εξήγγειλε ότι θα πράξει το ίδιο και στη θαλάσσια «επικράτεια» της ΑΟΖ που έχει ανακηρύξει µε τη Λιβύη. Η ωµή πραγµατικότητα του συσχετισµού δύναµης και των στρατιωτικών τετελεσµένων αλλάζουν τη συγκυρία του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισµού και θέτουν οξύτατα διλήµµατα στην ελληνική άρχουσα τάξη.     

Με τέτοιους όρους στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισµό επιστρέφει το «πνεύµα» των Βαλκανικών Πολέµων. Έλληνες στρατιωτικοί  δηλώνουν ότι «θα προχωρήσουµε µπροστά, θα χτυπήσουµε κι όσες φάµε», καθεστωτικοί τηλεαναλυτές κάνουν «πολεµικό» µασάζ στο κοινό, επίσηµα κυβερνητικά στελέχη δηλώνουν ότι «είµαστε έτοιµοι να υπερασπιστούµε µε κάθε µέσον τα κυριαρχικά µας δικαιώµατα», και η Μεσόγειος έχει γεµίσει µε πολεµικά πλοία κάθε είδους και εθνικότητας µετατρεπόµενη ραγδαία σε µπαρουταποθήκη – κι είναι επικίνδυνα πολλοί όσοι κυκλοφορούν σε αυτή την µπαρουταποθήκη µε αναµµένο αναπτήρα…

 

Εθνική υποκρισία, επεκτατισµός και κίνδυνος πολέµου

Πόσο τεκµηριωµένοι είναι οι ισχυρισµοί της ελληνικής άρχουσας τάξης ότι «το διεθνές δίκαιο είναι µε το µέρος µας» και «δεν διεκδικούµε τίποτε»;

Ας τα πάρουµε µε τη σειρά:

• Η Ελλάδα δεν έχει επισήµως διακηρύξει και οριοθετήσει ΑΟΖ, διακινεί όµως σχετικούς χάρτες και υπερασπίζεται την ΑΟΖ που δεν έχει ανακηρύξει µε πολεµικές φρεγάτες.

• Η Ελλάδα καταγγέλλει τη συµφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ µεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, αλλά η ίδια δεν θεώρησε ότι ήταν δίκαιο ή έστω σκόπιµο να συζητήσει µε την κυβέρνηση της Λιβύης (την οποία ακόµη αναγνωρίζει ως νόµιµη αρχή!) για τον καθορισµό ΑΟΖ µεταξύ Ελλάδας και Λιβύης. Όχι µόνο αυτό, αλλά εγκαθιδρύει επίσηµα σχέσεις µε ένα «κατσαπλιά» πολέµαρχο, τον Χαφτάρ, συµµετέχοντας έτσι στον εµφύλιο πόλεµο της Λιβύης µέσω τρίτων.

• Τούρκοι επίσηµοι δηλώνουν ότι η Τουρκία καλεί την Ελλάδα για από κοινού  προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης για όλα τα ανοιχτά θέµατα, αλλά οι Έλληνες κυβερνητικοί αξιωµατούχοι δηλώνουν ότι το µόνο εκκρεµές θέµα που υπάρχει είναι η υφαλοκρηπίδα! Γιατί όµως, αφού «το διεθνές δίκαιο είναι µεθ’ ηµών», η ελληνική κυβέρνηση δεν συµφωνεί σε κοινή προσφυγή για όλα και κυρίως για τις ΑΟΖ; Επειδή είναι… πλεονασµός; (Την απάντηση σε αυτό το ερώτηµα -και όλα τα σχετικά- αναλύουµε στις σελίδες 8-9)

• Τα θαλάσσια σύνορα µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (χωρικά ύδατα) έχουν καθοριστεί από το 1932 και είναι 6 ναυτικά µίλια. ∆εν συνιστά λοιπόν απειλή µονοµερούς αλλαγής των συνόρων να συντηρείται εκκρεµές το «δικαίωµα» επέκτασής τους στα 12 ναυτικά µίλια, που ισοδυναµεί µε µετατροπή του Αιγαίου σε ελληνική λίµνη; Παραπέρα: γιατί, αφού τα χωρικά ύδατα είναι 6 ναυτικά µίλια, ο εναέριος χώρος είναι 10 ναυτικά µίλια; (παγκόσµια πρωτοτυπία, αφού τα χωρικά ύδατα κι ο εναέριος χώρος πρέπει να ταυτίζονται ως προς την έκταση)

• Γιατί η Ελλάδα «δικαιούται» να λέει για τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου πως «ό,τι απειλείται στρατιωτικοποιείται» (κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάννης, που µιλάει για αποστρατιωτικοποίηση) και δεν δικαιούται να πει το ίδιο και η Τουρκία για τις θαλάσσιες ζώνες που η ίδια µονοµερώς (ή διµερώς προκειµένου µε τη Λιβύη) καθορίζει;

Σκεπτόµενοι αυτά τα ερωτήµατα και ρίχνοντας µόνο µια µατιά στους χάρτες µονοµερούς και ανεπίσηµου καθορισµού τη ελληνικής ΑΟΖ, είναι προφανής η υποκρισία της ελληνικής άρχουσας τάξης και ο χοντροκοµµένος τρόπος µε τον οποίο προσπαθεί να καλύψει τον ελληνικό επεκτατισµό της «Ελλάδας επί τέσσερα» πίσω από τις επικλήσεις του «διεθνούς δικαίου» – στα δικαιοδοτικά όργανα του οποίου όµως αρνείται να προσφύγει.

Φυσικά, η Τουρκία, δηλαδή ο τουρκικός καπιταλισµός, έχει το δικό της βεβαρηµένο «βιογραφικό» που εµπνέεται επίσης από τα δικά της επεκτατικά σχέδια. Όµως το δικό µας θέµα, της ελληνικής Αριστεράς και των εργαζόµενων τάξεων στην Ελλάδα, είναι ο επεκτατισµός και ο τυχοδιωκτισµός της ελληνικής άρχουσας τάξης. Σε αυτήν πρέπει να φράξουµε το δρόµο, καθώς µοιάζει και έτοιµη και ικανή να µας οδηγήσει σε έναν καταστροφικό πόλεµο στο βωµό του νέου µεγαλοϊδεατισµού της «Ελλάδας επί τέσσερα».

 

Πρωτοβουλίες ενάντια στον πόλεµο τώρα!

Το πράγµα είναι εξαιρετικά σοβαρό. Οι καθεστωτικοί προπαγανδιστές µπορούν να λένε καθησυχαστικά ότι «το όλο πράγµα θα κρατήσει δύο ωρίτσες», αλλά τα πράγµατα δεν είναι καθόλου έτσι! Αν στην κρίση των Ιµίων φτάσαµε µία ανάσα από την πολεµική σύρραξη επειδή Έλληνες και Τούρκοι εθνικιστές και τυχοδιώκτες ανεβοκατέβαζαν σηµαίες σε έναν βράχο που τον χειµώνα καλύπτεται από τα κύµατα, τι είναι δυνατόν αν συµβεί όταν το επίδικο της αντιπαράθεσης είναι οι θαλάσσιες ζώνες της Μεσογείου; Αν τότε αποδείχτηκε καταλυτική και αποτελεσµατική η παρέµβαση των ΗΠΑ, σήµερα ποιος εγγυάται ότι θα γίνει καν ή, αν γίνει, θα έχει ανάλογα αποτελέσµατα, σε µια συγκυρία µάλιστα που η ρευστοποίηση των συµµαχιών και η ένταση των ανταγωνισµών στην περιοχή είναι ασύγκριτα µεγαλύτερη;

Το πράγµα είναι και πολύ σοβαρό και πολύ επείγον. Η αντιπαράθεση Ελλάδας και Τουρκίας, άδικη και από τις δύο πλευρές, απειλεί να µας σύρει σε ένα καταστροφικό πόλεµο-σφαγείο, κυριολεκτικά και µεταφορικά, για τις εργαζόµενες τάξεις των δύο χωρών. Η Αριστερά πρέπει να πάρει επειγόντως πρωτοβουλίες για δράσεις και κινητοποιήσεις που θα αποσκοπούν στο να ανακόψουν την πορεία προς τον πόλεµο. Οι έµποροι του πολέµου, πετρελαιάδες, κατασκευαστικές, κατασκευαστές όπλων, πολιτικό προσωπικό των αρχουσών τάξεων και καθεστωτικοί προπαγανδιστές των µίντια, υπό την ενθάρρυνση, τις «διαβεβαιώσεις» και την ώθηση µεγάλων ιµπεριαλιστικών χωρών και συµφερόντων, έχουν καταλάβει τον δηµόσιο χώρο και στήσει τον αποτρόπαιο χορό τους προσπαθώντας να κερδίσουν τη συναίνεση της κοινωνίας στις εθνικές εκστρατείες σήµερα, στον πόλεµο αύριο. Μιλούν για «ανάγκη» νέων «αγορών του αιώνα» και για ανάγκη αύξησης της στρατιωτικής θητείας και ετοιµάζονται να χρηµατοδοτήσουν τα τυχοδιωκτικά τους σχέδια µε νέα αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, δηλαδή µε περισσότερη φτώχεια και δυστυχία για τις εργαζόµενες τάξεις.

Πρέπει να τους σταµατήσουµε!

∆εν πολεµάµε για τις ΑΟΖ! ∆εν πολεµάµε για τα σχέδια των αρχουσών τάξεων και των µεγάλων ιµπεριαλιστικών δυνάµεων! ∆εν θα παίξουµε τις ζωές µας κορώνα-γράµµατα προσβλέποντας στην «αυτοσυγκράτηση» του ελληνικού και του τουρκικού καπιταλισµού ή στην ιµπεριαλιστική επιδιαιτησία! Η απάντηση είναι η µαζική κινητοποίηση και η διεθνιστική αλληλεγγύη.

 

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» Νο17 που  κυκλοφορεί.




Κόκκινο Νήμα φύλλο Νο 16 Νοέμβριος 2019




Ο ορίζοντας «μαυρίζει» και διεθνώς και στην Ελλάδα

Του Πάνου Κοσμά

Προεόρτια διεθνούς ύφεσης, ταξικός ρεβανσισµός  από τον Μητσοτάκη, ελληνο-τουρκικός ανταγωνισµός για τις ΑΟΖ, τουρκική εισβολή στη Συρία

«Στην επόμενη κρίση, η Λαγκάρντ (σ.σ. αντικαταστάτρια του… σεβασµιότατου φιλέλληνα κ. Ντράγκι στο τιµόνι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) δεν θα είναι σε θέση να κάνει μόνη της εκείνο που θα είναι απαραίτητο. Καλύτερα οι κυβερνήσεις να ξεπεράσουν αυτήν την αδράνεια τώρα, παρά να προσπαθήσουν να το πράξουν κατά τη διάρκεια μιας νέας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η οποία θα μπορούσε να δοκιμάσει τα όρια του ευρωπαϊκού σχεδίου μέχρι καταστροφής».

Σε αυτό το συµπέρασµα καταλήγει άρθρο παρέµβασης µε τον ηχηρό τίτλο «∆ιορθώστε τη δοµή του ευρώ – η Ευρώπη δεν θα αντέξει µια νέα δοµική κρίση» η Συντακτική Οµάδα του Bloomberg Opinion. Μα για ποια «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» και για ποια «δοµική κρίση» γίνεται λόγος, όταν το ελληνικό ∆ηµόσιο δανείστηκε εντελώς πρόσφατα από τις αγορές, για πρώτη φορά στην ιστορία του, µε αρνητικό επιτόκιο (-0,02%) σε δηµοπρασία τρίµηνων εντόκων γραµµατίων; Θα µπορούσε βέβαια να παρατηρήσει κανείς ότι δεν είναι λογικό «κοτζάµ» Συντακτική Οµάδα του Bloomberg να κινδυνολογεί άνευ λόγου. Θα µπορούσε επίσης να προσθέσει ότι δεν είναι λογικό να κινδυνολογούν επίσης πληθώρα αναλυτών ή και επίσηµες εκθέσεις των πλέον καθαρόαιµων εκπροσώπων της αγοράς, προβλέποντας όχι απλώς επερχόµενη ύφεση σε ΗΠΑ και Ευρώπη (σε συνδυασµό µε τη µόνιµη κατάσταση τέλµατος της ιαπωνικής και συνεχόµενης επιβράδυνσης της κινεζικής οικονοµίας) αλλά και «Αρµαγεδδώνα» στις αγορές, που θα πυροδοτήσει µια κρίση ανάλογη ή και χειρότερη του 2008. Όµως πρέπει να εξετάσουµε τα πράγµατα σοβαρότερα και να µην αρκεστούµε σε ρεπορταζιακού τύπου συνειρµούς.

Καπιταλιστικός παραλογισµός

Ότι κάποια funds δάνεισαν το ελληνικό ∆ηµόσιο για ένα τρίµηνο µε αρνητικό επιτόκιο, σηµαίνει ότι η διεθνής οικονοµική κατάσταση είναι τόσο δύσκολη και «περίεργη», ώστε υπάρχουν κεφάλαια που µπορούν να εµπιστευτούν τα χρήµατά τους ακόµη και στο ουσιαστικά χρεοκοπηµένο (µε χρέος περί το 180% του ΑΕΠ) ελληνικό ∆ηµόσιο όχι µόνο χωρίς να ζητήσουν τόκο αλλά και πληρώνοντάς το κι από πάνω! Το παράδοξο είναι διεθνές: οι αποδόσεις των κρατικών οµολόγων έχουν κατακρηµνιστεί. Πρακτικά, αυτό σηµαίνει ότι η τιµή αγοράς των οµολόγων έχει ανέβει «αφύσικα» ενώ ταυτόχρονα έχουν µειωθεί τα επιτόκιά τους εξίσου «αφύσικα». Σε 17 δισ. δολάρια υπολογίζονται τα κεφάλαια που έχουν τοποθετηθεί σε κρατικά οµόλογα µε αρνητική απόδοση – 17 δισ. δόθηκαν για «φύλαξη» και οι επενδυτές πλήρωσαν και από πάνω!  Αλλά και σε όσα οι αποδόσεις δεν είναι αρνητικές, είναι πάντως πολύ χαµηλές.

Γιατί εξασκηµένοι και ξεσκολισµένοι επενδυτές κάνουν σε τέτοια κλίµακα ασύµφορες τοποθετήσεις; Γιατί απλούστατα αυτού του είδους οι ασύµφορες τοποθετήσεις είναι προτιµότερες από άλλες, που µοιάζουν πιο επικίνδυνες.   

Πρόκειται για ένα είδος καπιταλιστικού παραλογισµού – και από αυτή την άποψη τίποτε το πρωτότυπο. Ωστόσο, πίσω από αυτή την κορυφή του «παγόβουνου» κρύβεται ένα όχι απλώς πρωτότυπο αλλά και πρωτοφανές καπιταλιστικό νοµισµατικό πείραµα.

 

Ένας πλανητικός µηχανισµός ελέγχου στα πρόθυρα να χάσει τον έλεγχο…

Στην τελευταία πενταετία του προηγούµενου αιώνα, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, παρατηρήθηκε το µεγαλύτερο αναπτυξιακό «µπουµ» ύστερα από τη µεγάλη δοµική κρίση του 1973-’74. Με ρυθµούς ανάπτυξης περί το 4% και ανεργία σε πολύ χαµηλά επίπεδα, «απειλήθηκε» προς στιγµήν µια οιονεί επανάληψη του µεταπολεµικού µοντέλου – έστω και σε κατώτερο επίπεδο. ∆ηλαδή µια «ανάλογη» αύξηση των µισθών και της κατανάλωσης, στα όρια που επέτρεπαν οι αυξήσεις της παραγωγικότητας. Η αντίδραση της αστικής τάξης των ΗΠΑ, απόλυτα συνειδητή, έκλεισε αυτό το δρόµο. ∆εν είχε καµία διάθεση να διακινδυνεύσει την ανατροπή της λιτότητας ως στρατηγικής επιλογής. Η στροφή στο νεοφιλελευθερισµό, µε πρωτεργάτες την Θάτσερ και τον Ρίγκαν, που επιβλήθηκε «διά πυρός και σιδήρου» υποτάσσοντας πλήρως και τη σοσιαλδηµοκρατία, δεν ήταν επιλογή ανάγκης, επιλογή ευκαιριακή µέχρι να αποκατασταθούν οι ρυθµοί ανάπτυξης και να υπάρξει επιστροφή στον µεταπολεµικό κεϊνσιανισµό. Ήταν ιστορική ευκαιρία για το κεφάλαιο για να εγκαθιδρύσει την απρόσκοπτη κυριαρχία του πάνω στις δυνάµεις της εργασίας. Η νίκη του δυτικού ιµπεριαλισµού στον Ψυχρό Πόλεµο εµπέδωσε αυτή την επιλογή και µε γεωπολιτικό «τσιµέντο».

Πώς όµως θα µπορούσε να συνεχιστεί το αναπτυξιακό «µπουµ» του 1995-2000 µε την κατανάλωση καθηλωµένη ή έστω πολύ περιορισµένη από τη λιτότητα, σε κοινωνίες που οι µισθωτοί αποτελούν πάνω (και συχνά πολύ πιο πάνω) από το 70% του ενεργού πληθυσµού; Τον γρίφο έλυσε η «χρηµατιστικοποίηση», εισάγοντας τους όρους για να αποθεωθεί η κατανάλωση µε δανεικά. Για να συµβεί αυτό, το χρήµα έπρεπε να γίνει φτηνό, εύκολα προσβάσιµο και άφθονο – έχουµε και στην Ελλάδα ιδία εµπειρία από το πώς οι τράπεζες κυνηγούσαν πελάτες προσφέροντας κάρτες και δάνεια σχεδόν «άνευ όρων». Τι είδους χρήµα ήταν αυτό; Ένα µέρος της αποταµίευσης νοικοκυριών, που ανακυκλωνόταν σε λιγότερο «εύρωστα» νοικοκυριά, αλλά και µεγάλο µέρος της υπεραξίας που επενδυόταν µε τη µορφή δανείων στις κατώτερες τάξεις! Τα υπερκέρδη, που οι πολιτικές της λιτότητας «απαγόρευσαν» να γίνουν µισθοί, έγιναν δάνεια για τις κατώτερες τάξεις.

Αυτά ήταν τα -ταξικότατα και καθόλου «τεχνικά»- θεµέλια της περιλάλητης χρηµατιστικοποίησης. Παράλληλα και ενώ η κατανάλωση µε δανειακά αποθεώθηκε σε τέτοιο βαθµό, ώστε τα δάνεια των νοικοκυριών να ξεπεράσουν στη ∆ύση το 100% του ΑΕΠ των χωρών (στις ΗΠΑ και σε πολλές χώρες της Ευρώπης κατά πολύ), άλλαξε και αναδοµήθηκε άρδην όλο το σύστηµα δανεισµού, δηλαδή ο χρηµατοπιστωτικός τοµέας στο σύνολό του: απαγορεύτηκε ο δανεισµός του ∆ηµοσίου από τις κεντρικές τράπεζες των χωρών, το ∆ηµόσιο εξαναγκάστηκε να στραφεί σε δανεισµό σχεδόν αποκλειστικά από τις αγορές, τα συνταξιοδοτικά ταµεία και οι φορείς του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόµο. Αναπόφευκτα, καθώς η ποικιλία των δανειακών «επενδυτικών» προϊόντων αυξανόταν διαρκώς, δηµιουργήθηκαν η πρωτογενής και δευτερογενής αγορά οµολόγων (κρατικών και εταιρικών), τα χρηµατιστήρια οµολόγων. Στο τέλος, και σαν κορωνίδα όλων, τα παράγωγα –  µηχανισµός χωρίς τον οποίο δεν θα ήταν εφικτή η σταθεροποίηση του οικοδοµήµατος της «χρηµατιστικοποίησης».

Ποιος εγγυούνταν για την ασφάλεια των τοποθετήσεων τεράστιων ποσών σε τέτοιου είδους προϊόντα; Οι περιβόητοι οίκοι αξιολόγησης µε τις εκθέσεις τους και τη βαθµολόγηση του αξιόχρεου κρατών και επιχειρήσεων, το ∆ΝΤ κ.λπ. Με ποια κριτήρια; Καθώς περνούσαν τα χρόνια, όλο και περισσότερο πολιτικά! Αν δει κανείς τέτοιες εκθέσεις, θα διαπιστώσει ότι κρίνουν κυρίως το βαθµό προσαρµογής των επιχειρηµατικών και κρατικών πολιτικών στις νεοφιλελεύθερες νόρµες και στην καπιταλιστική «κανονικότητα». Μέσα από αυτή τη διαδικασία, τα θεµελιώδη οικονοµικά δεδοµένα παραγνωρίζονται ή υποβαθµίζονται. Η άνοδος του αξιόχρεου του ελληνικού κράτους ως την επενδυτική βαθµίδα δεν γίνεται µε βασικά κριτήρια ας πούµε το χρέος και το ΑΕΠ, αλλά το βαθµό εµβάθυνσης των νεοφιλελεύθερων µεταρρυθµίσεων (από το βαθµό περιστολής των κρατικών δαπανών και ιδιαίτερα των «αντιπαραγωγικών», δηλαδή των κοινωνικού χαρακτήρα, µέχρι τις ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.).

Πάνω που οι νεοφιλελεύθεροι «θεοί», όπως ο πρώην επικεφαλής της αµερικανικής οµοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας (FED) κ. Γκρίνσπαν θεώρησαν ότι δηµιούργησαν τον νέο, νεοφιλελεύθερο κόσµο, ήρθε η κρίση του 2008 – µε µαρξιστικούς όρους η εκδίκηση της θεωρίας της αξίας. Για να την αντιµετωπίσουν, οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου προχώρησαν σε ένα πρ4ωτοφανές στην καπιταλιστική ιστορία νοµισµατικό πείραµα. Όχι απλώς µηδένισαν τα επιτόκια, αλλά πληµµύρισαν την αγορά µε τρισεκατοµµύρια (πολύ πάνω από 10 τρισ. δολάρια) φτηνού χρήµατος αγοράζοντας οµόλογα κρατών αλλά και εταιρειών. Ξανάστησαν έτσι στα πόδια του, πιο τερατώδες αλλά και πιο ασταθές, το µοντέλο συσσώρευσης που µπήκε σε κρίση το 2008. Για να το πετύχουν, οδήγησαν τη «χρηµατιστικοποίηση» ως τον παραλογισµό: τα µηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια, ψαλιδίζουν τα κέρδη των τραπεζών και οδηγούν ακόµη και «σοβαρά» επενδυτικά ταµεία στην αναζήτηση καλύτερων αποδόσεων µέσα από επενδύσεις υψηλού ρίσκου. Με αυτόν τον παραλογισµό όµως καθηλώνονται χαµηλά οι δαπάνες εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους (που στα χρόνια ύστερα από την κρίση του 2008 και ως αποτέλεσµα της κοινωνικοποίησης των ζηµιών των τραπεζών και ιδιαίτερα του τραπεζικού τοµέα) αυξήθηκε πάνω από 20 εκατοστιαίες µονάδες στις βασικές χώρες του δυτικού ιµπεριαλισµού. Από την άλλη, τα χαµηλά επιτόκια και οι ασήµαντες αποδόσεις των οµολόγων, δεν µπορούσαν να διατηρηθούν χωρίς την αποθέωση των χρηµατιστηρίων. Τα χρηµατιστήρια έσπασαν τα ιστορικά υψηλά ξανά και ξανά πέρα από κάθε έννοια αντιστοιχίας µε τα θεµελιώδη οικονοµικά µεγέθη (κέρδη και ρυθµοί ανάπτυξης). Ακόµη και όταν ο καπιταλιστικός κόσµος µπήκε σε έναν νέο ανοδικό οικονοµικό κύκλο (στις ΗΠΑ από το 2010-2011, στην Ευρώπη από το 2012-2013), τα επιτόκια αυξήθηκαν «µετά φόβου θεού» (στις ΗΠΑ έφτασαν στο 2,5%, πριν αρχίσουν να µειώνονται ξανά πρόσφατα, στην Ευρώπη έµειναν λίγο πάνω από το µηδέν), όταν στον αναπτυξιακό κύκλο πριν το 2008 είχαν φτάσει µέχρι το 6%. Τέτοιας πρωτοφανούς έκτασης φτηνό χρήµα δεν στάθηκε ικανό να δώσει παρά ισχνούς (στην ΕΕ) µέχρι µέτριους (στις ΗΠΑ) ρυθµούς ανάπτυξης, ενώ διαπιστώνεται ένα στρατηγικό πρόβληµα χαµηλής παραγωγικότητας, ενώ η υποθήκευση της καταναλωτικής ικανότητας των νοικοκυριών από το δυσβάστακτο βάρος των δανείων και τη λιτότητα (που παραµένει και κατά περίπτωση βαθαίνει) γίνεται χρόνια, ενώ τα επίπεδα του κρατικού χρέους συντηρούν το φόβο διεθνούς κρίσης χρέους κ.λπ. κ.λπ.

 

Ο φόβος ενός νέου «2008» και η αποσάθρωση της «παγκοσµιοποίησης»

Οι παθογένειες και οι παραλογισµοί που συνοδεύουν πλέον τη «χρηµατιστικοποίηση» διεκτραγωδούνται από τους ίδιους τους αναλυτές των καπιταλιστικών θεσµών και των επενδυτικών funds. Οι προβλέψεις για νέα µεγάλη χρηµατιστηριακή κρίση ή και δοµική καπιταλιστική κρίση δίνουν και παίρνουν. Ωστόσο, µέχρι σήµερα ο τερατώδης µηχανισµός χειραγώγησης και κανονικοποίησης που οικοδοµήθηκε στα χρόνια µετά το 1990 έχει ακόµη τον έλεγχο. Για πόσο ακόµη; Αυτό είναι το αγωνιώδες ερώτηµα. Το οποίο γίνεται ακόµη πιο αγωνιώδες καθώς ο διεθνής ανοδικός οικονοµικός κύκλος ξεπέρασε το ανώτερο σηµείο και άρχισε η επιβράδυνση. Οι προβλέψεις για επερχόµενη ύφεση σε ΗΠΑ και Ευρώπη (η Ιαπωνία είναι σε µόνιµο τέλµα οικονοµικής στασιµότητας εδώ και τρεις δεκαετίες – εξ ου και ο όρος «ιαπωνοποίηση») γίνονται µήνα µε το µήνα, τρίµηνο µε το τρίµηνο όλο και πιο αξιόπιστες. Και ο µεγάλος φόβος είναι τούτος: ότι η ύφεση θα πυροδοτήσει τις αντιφάσεις της «χρηµατιστικοποίησης» (που έχουν οξυνθεί µέχρις παραλογισµού) µε τέτοιον τρόπο ώστε ο τερατώδης πλανητικός µηχανισµός ελέγχου και κανονικοποίησης θα χάσει τον έλεγχο και θα οδηγηθούµε σε ένα νέο -και ακόµη ποιο επώδυνο- 2008. Οι θρήνοι των οπαδών της «παγκοσµιοποίησης» (δηλαδή της συντονισµένης και κατά το δυνατόν συναινετικής ιµπεριαλιστικής διαχείρισης των παγκόσµιων υποθέσεων), οι θρήνοι για τον εµπορικό πόλεµο και το Brexit, δεν εδράζονται στα στενά οικονοµικά τους αποτελέσµατα, αλλά ακριβώς σε αυτόν τον δικαιολογηµένο φόβο: ότι µπορεί να τινάξουν στον αέρα τον καπιταλιστικό µηχανισµό κανονικοποίησης και ελέγχου – και να έρθει ο Αρµαγεδδώνας του πανικού και µιας καταστροφικής έκρηξης όλων των αντιφάσεων.

Αυτό είναι το κεντρικό ερώτηµα και η κεντρική διακύβευση της διεθνούς συγκυρίας, το κλειδί για να αναλύσουµε τις διεθνείς αλλά και εγχώριες προοπτικές. Και το ερώτηµα αυτό δεν υπάρχουν προφητικές απαντήσεις. ∆εν µπορούµε να ξέρουµε το «πότε ακριβώς», παρόλο που η επερχόµενη ύφεση θέτει και έναν γενικό χρονικό προσδιορισµό µέχρι και τα τέλη του 2020. ∆εν µπορούµε, πολύ περισσότερο, να ξέρουµε το «πόσο» και «πώς» – θα εξαρτηθεί από το βάθος της ύφεσης και από το πόσο ανθεκτικός θα αποδειχτεί ο µηχανισµός κανονικοποίησης και ελέγχου, που οι επιδόσεις του έχουν ήδη διαψεύσει πολλές αρνητικές προβλέψεις.

Ωστόσο, ένα είναι βέβαιο: όλοι οι καπιταλιστικοί φορείς και όλα τα καπιταλιστικά κράτη ετοιµάζονται να υποδεχτούν το «απευκταίο πλην αναπόφευκτο» µε επανεθνικοποίηση των πολιτικών και µε όξυνση των ανταγωνισµών. Καθώς η µετά το 2008 διεθνής ανάκαµψη «κατέβηκε επίπεδο» σε σχέση µε την περίοδο πριν το 2008, δεν ήταν αρκετή ούτε για να επουλώσει πληγές ούτε για να αποδιώξει το φόβο µιας νέας κρίσης στη µεσοπρόθεσµη διάρκεια. Από την άλλη, η στρατηγική του νεοφιλελευθερισµού να µεταφέρει επενδύσεις στην περιφέρεια της φτηνής εργατικής δύναµης (Κίνα, Ινδία κ.λπ.) επιτάχυνε τη διαβρωτική και «ανατρεπτική» επίδραση της ανισόµερης ανάπτυξης, γεννώντας νέες ιµπεριαλιστικές δυνάµεις (Κίνα) και αµφισβητώντας τα παγκόσµια πρωτεία των ΗΠΑ και της ∆ύσης συνολικότερα. Στο συνδυασµό τους, αυτά τα δύο εξηγούν απόλυτα γιατί το πάλαι ποτέ ενιαίο δυτικό ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο έχει διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, γιατί γενικεύεται ο ενδοϊµπεριαλιστικός ανταγωνισµός, γιατί ο «τραµπισµός» βρίσκει διαρκώς νέους µιµητές, γιατί όλα αυτά περνούν σε όλη την έκταση της ιµπεριαλιστικής αλυσίδας, γιατί ο εµπορικός πόλεµος µε τις εξάρσεις και τις υφέσεις του ωριµάζει µέχρι του σηµείου να µετατραπεί σε νοµισµατικό. Τα υπόλοιπα τα εξηγεί η καθαυτό πολιτική, δηλαδή η ταξική πάλη και οι όροι αναπαραγωγής της πολιτικής εξουσίας που κεφαλαίου στις διάφορες χώρες. Με τέτοιους όρους πρέπει να εξηγηθεί και το «γιατί ο Τραµπ κάνει ό,τι κάνει», «γιατί ο Ερντογάν κάνει ό,τι κάνει» (περιλαµβανόµενης της εισβολής στη Συρία) αλλά και «γιατί ο Μητσοτάκης κάνει ό,τι κάνει»…

 

Μητσοτάκης: ταξικός ρεβανσισµός και ανταγωνισµός µε την Τουρκία

Όσοι λένε ότι «ο Μητσοτάκης δεν έκανε και τίποτε φοβερό σε σχέση µε την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ» είναι δέσµιοι µιας µηχανιστικής λογικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ ασκεί µια σοσιαλδηµοκρατικού τύπου αντιπολίτευση, ξενέρωτη και ξενερωτική για τον κόσµο του, υποθηκευµένη από τη µνηµονιακή κυβερνητική του προϊστορία. Για την ηγεσία του, το πέρασµα στην αντιπολίτευση δεν ενεργοποιεί κάποιου είδους «αριστερή στροφή» (οι σχετικές ελπίδες σηµαντικού τµήµατος των ψηφοφόρων του και αξιόλογου τµήµατος των µελών του αποδεικνύονται φρούδες), αλλά µια δεξιά µετατόπιση στην κατεύθυνση της περαιτέρω σοσιαλδηµοκρατικοποίησης. Στην ηγεσία του αξίζει λοιπόν η σκληρότερη κριτική τόσο για τη µνηµονιακή κυβερνητική του θητεία όσο και για τη µετεκλογική της πολιτική και επιλογές. Ωστόσο, και παρ’ όλα αυτά, η λογική της κυβερνητικής «συνέχειας» είναι εκτός τόπου και χρόνου. Αν η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολιτική ταξικής προδοσίας, η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι πολιτική ενός µεθοδικά υλοποιούµενου και κλιµακούµενου ταξικού ρεβανσισµού. Με τον ΣΥΡΙΖΑ µάθαµε καλά τι πανωλεθρίες µπορεί να πάθει και τι ταξικές προδοσίες µπορεί να κάνει ένας αδύναµος και ξεδοντιασµένος ρεφορµισµός, πόσο σκληρές πολιτικές ενάντια στην εργασία µπορεί να υποχρεωθεί να εφαρµόσει. Με τη Ν∆ του Μητσοτάκη µαθαίνουµε ένα άλλο µάθηµα: πόσο µακριά µπορεί να φτάσει ο ταξικός ρεβανσισµός στο έδαφος της απογοήτευσης και της ήττας που δηµιουργεί η ταξική προδοσία. Αν στοχαστούµε πάνω στο τι έχει κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη σε µόλις τρεις µήνες, και µάλιστα σε συνθήκες που δεν υποχρεώνεται να κάνει πολύ ωµές διαχειρίσεις, θα αντιληφθούµε ότι η διαφορά δεν είναι κυρίως «ποσοτική» αλλά ποιοτική: πρόκειται για αλλαγή πλαισίου στην κυβερνητική πολιτική. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εντάσσεται, σαν «ήπια» -µέχρι στιγµής- εκδοχή, στο διεθνές ρεύµα της νέας δεξιάς που εκπροσωπεί µια πολιτική ιστορικού αναθεωρητισµού και ταξικού ρεβανσισµού.

Το γεγονός ότι η πολιτική της παρουσιάζεται σαν «ήπια», οφείλεται σε τρεις παράγοντες: Έναν συγκυριακό: ότι απολαµβάνει το σύντοµο καλοκαίρι µιας ευνοϊκής οικονοµικής συγκυρίας που δεν οφείλεται τόσο στις επιδόσεις του ελληνικού καπιταλισµού όσο στον καπιταλιστικό παραλογισµό στον οποίο αναφερθήκαµε εκτενώς προηγούµενα. Έναν πολιτικό: ότι η κακόφηµη µνηµονιακή κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ και οι µετεκλογικές επιλογές της του δίνουν τα περιθώρια να κυβερνά χωρίς αντιπολίτευση στη Βουλή, την ίδια στιγµή που η ήττα της Αριστεράς και του κινήµατος κρατάνε ακόµη πολύ αδύναµη την αντιπολίτευση στο δρόµο. Έναν «ιδεολογικό»: ότι η εµπέδωση χωρίς σοβαρές αντιστάσεις των πολιτικών ακραίας λιτότητας δηµιουργεί συνθήκες µετατόπισης του ιδεολογικού άξονα, έτσι ώστε ό,τι µέχρι πριν λίγα χρόνια θα θεωρούνταν ακραίο τώρα να θεωρείται «ήπιο».   

Ωστόσο, αυτό το «καλοκαίρι» του «ήπιου» ταξικού ρεβανσισµού έχει ηµεροµηνία λήξης. Η εξωτερική ώθηση από τις εξελίξεις στη διεθνή οικονοµία αλλά και από τις εξελίξεις στο µέτωπο της Συρίας και του ανταγωνισµού για τις ΑΟΖ θα βάλουν τέλος σε αυτό το µικρό µεταβατικό διάστηµα. Όµως αυτό δεν θα είναι από µόνο του κατ’ ανάγκη λυτρωτικό, αν η Αριστερά και το κίνηµα δεν ανασυγκροτηθούν και προετοιµαστούν.

 

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» Νο14 που  κυκλοφορεί.




Κόκκινο Νήμα φύλλο Νο 15 Οκτώβριος 2019




Κόκκινο Νήμα φύλλο Νο 14 Σεπτέμβριος 2019




Το σύντομο καλοκαίρι της «αναπτυξιακής» απάτης και η ανάγκη αντεπίθεσης

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» Νο14 που  κυκλοφορεί.

Του Πάνου Κοσμά

Είναι αλήθεια ότι το πρώτο δίμηνο της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν ιδανικό γι’ αυτόν. Από την οικονομία δεν υπάρχουν άμεσες ισχυρές πιέσεις, το βαρομετρικό χαμηλό στη διεθνή οικονομία δεν έχει ακόμη δώσει «ακραία καιρικά φαινόμενα», πολιτικά δεν έχει αντίπαλο καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ «ξεφούσκωσε» εντυπωσιακά μετά τις εκλογές, το κίνημα αντίστασης ήταν αναμενόμενο ότι δεν θα ανακάμψει μέσα στο καλοκαίρι, ενώ η Αριστερά μετά τις αλλεπάλληλες ήττες της έχει χάσει τη δυνατότητα να αμφισβητεί ουσιαστικά τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση και αρκείται στο να επαναλαμβάνει στερεότυπα το «καθηκοντολόγιο» με τη μορφή «οδηγιών προς ναυτιλλομένους» για το λαό. Όμως οι βασικότεροι από αυτούς τους παράγοντες, κυρίως όσοι συνδέονται με την κατάσταση της διεθνούς και της ελληνικής οικονομίας, έχουν χαρακτήρα εντελώς προσωρινό. Σύντομα θα αλλάξουν, βάζοντας τέλος στο «σύντομο καλοκαίρι» του πρώτου διμήνου της κυβέρνησης της ΝΔ.

Κυβερνώντας σε «ηγεμονικό κλίμα»

Θα ήταν πρόχειρο και επιφανειακό να πούμε ότι ο Μητσοτάκης έχει εξασφαλίσει κάποιου είδους ηγεμονία. Είναι όμως φανερό ότι στο πρώτο δίμηνο της διακυβέρνησής του είχε την πολυτέλεια να αγοράσει χρόνο και να πραγματοποιήσει μια «γενική εισαγωγή» στην εφαρμογή ενός ρεβανσιστικού ταξικού προγράμματος σε «ηγεμονικό κλίμα». Όσα έκανε δεν είναι ούτε λίγα ούτε επουσιώδη ούτε ουδέτερα. Αντίθετα, είναι εντελώς σύμφωνα με τις ρεβανσιστικές απαιτήσεις του ελληνικού κεφαλαίου, των οποίων η κυβέρνηση της ΝΔ είναι εντολοδόχος.

  • Το «επιτελικό κράτος»/«κράτος ασφάλειας» είναι το απρόσβλητο και αδιαπέραστο από τις διαθέσεις των εργαζόμενων τάξεων κράτος, το υπερ-συγκεντρωτικό σε ένα κεντρικό πυρήνα της εκτελεστικής εξουσίας υπό τη διεύθυνση του πρωθυπουργικού γραφείου οργανωμένου δίκην… Λευκού Οίκου (όπου υπάγεται απευθείας και η δημόσια τηλεόραση), το κράτος που στο όνομα της ασφάλειας υπάγει στην κατασταλτική του λειτουργία σημαντικά αντικείμενα της κοινωνικής πολιτικής (δικαιοσύνη, φυλακές, μεταναστευτική πολιτική), το «καταστατικά» ρατσιστικό κράτος (που προβλέπει πρόσβαση στο σύστημα περίθαλψης «μόνο για Έλληνες»), το ρεβανσιστικό κράτος («ανακατάληψη» Εξαρχείων-εκκένωση καταλήψεων στέγης, κατάργηση ασύλου), το κράτος της «αριστείας» (που υπηρετεί την ανώτερη και μεσαία τάξη, τα μεγάλα και μικρά αφεντικά).
  • Το πρόγραμμα της «ανάπτυξης» (επικουρούμενο από μια ανεδαφική έκθεση ιδεών για ρυθμούς ανάπτυξης 4%, «ανάπτυξης για όλους», με «πολλές και καλές δουλειές»), είναι πρόγραμμα επίθεσης στους εργαζόμενους και το περιβάλλον. Αυτή η ανάπτυξη είναι η πολεμική κραυγή του κεφαλαίου, που θέλει να σαρώσει όλα τα εμπόδια, εργασιακά και περιβαλλοντικά, ακόμη και τα συμφέροντα του Δημοσίου: όλα στον Λάτση, τα αφεντικά της «Ελληνικός Χρυσός» κ.λπ. με πλήρη καταστρατήγηση περιβαλλοντικών όρων, και αφαίρεση ταυτόχρονα και των εναπομεινάντων ιχνών εργασιακών δικαιωμάτων – εν τέλει, όλα στο κεφάλαιο.
  • Ο ιδεολογικός ρεβανσισμός, με την παντός καιρού καμπάνια ενάντια στη Μεταπολίτευση (αφού απομένουν ακόμη ίχνη των κατακτήσεων τις οποίες σηματοδοτεί, κυρίως όμως γιατί αυτές οι κατακτήσεις είναι η αναφορά και η ίδια η Ιστορία της Αριστεράς και των κινημάτων αντίστασης), με τη στοχοποίηση του φοιτητικού κινήματος (η κατάργηση του ασύλου δεν είναι μόνο μια επιλογή που αίρει ένα εμπόδιο για την προώθηση του επιχειρηματικού πανεπιστήμιου, αλλά και η εμβληματική έννοια που συνδέεται με το φοιτητικό κίνημα της δικτατορίας και της Μεταπολίτευσης και με την παραμένουσα δύναμη της Αριστεράς και τη δυνατότητά της να αναπαράγεται μέσα από τα πανεπιστήμια), με τη στοχοποίηση της Αριστεράς σαν δύναμης αναχρονιστικής και αναξιόπιστης (εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ προσέφερε ιστορικές υπηρεσίες), με τον κοινωνικό δαρβινισμό του ιδιότυπου ελληνικού ακροδεξιού «ακραίου κέντρου» τύπου Μητσοτάκη (στο πλαίσιο του οποίου η ανώτερη και η μεσαία τάξη είναι ο εθνικός κορμός, η πλειονότητα των φτωχοποιημένων εργαζόμενων οι εθνικοί χαμάληδες (που τους αξίζει να υπηρετούν την ανάπτυξη των άλλων χωρίς δικαιώματα και με «το λουρί στο σβέρκο»), οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι δημοσιονομικά βαρίδια και περιττοί πληθυσμοί (που τους αξίζει μια στρατηγική διαχείρισης για να μη γίνουν μεγαλύτερο «πρόβλημα»), με την αντιμετώπιση της νεολαίας σαν πρώτης ύλης για την ανάδειξη των «αρίστων» σε μια θάλασσα επισφάλειας, με την ισοπέδωση της κοινωνίας για να αντικατασταθεί από τη «βασιλεία του ατόμου», με την καταστροφή των μηχανισμών συνέχειας της ιστορικής κοινωνικής μνήμης. Και όλα αυτά, σε συνθήκες ιστορικά πρωτοφανούς μονοπώλιου στα μίντια.

Μόλις 10 χρόνια πριν, όλα αυτά δεν θα περνούσαν έτσι απλά, σε κλίμα παθητικής συναίνεσης. Από την άλλη, η συναίνεση είναι πράγματι παθητική, υποκρύπτοντας έλλειψη «ενθουσιασμού» (δηλαδή ισχυρών ελπίδων ή αυταπατών), επιφυλακτικότητα, αναμονή ή και καχυποψία. Με αυτή την έννοια, για το πρώτο δίμηνο της κυβερνητικής θητείας Μητσοτάκη μπορούμε να συνοψίσουμε:

  • Η κυβέρνηση ξεδίπλωσε μια καλά μελετημένη και προετοιμασμένη «γενική εισαγωγή» σε ένα πρόγραμμα βαθιά ταξικό και ρεβανσιστικό, αρχίζοντας από μέτρα που είτε είναι μέτρα ελάφρυνσης (ποιων ή ποιων κατά κύριο λόγο, είναι μια ουσιαστική παράμετρος που πρέπει να εστιάσει η Αριστερά) είτε είναι συμβατά με τη γενική αίσθηση του ταξικού συσχετισμού δύναμης (πολιτικού, κοινωνικού και ιδεολογικού). Ήδη, τα «εισαγωγικά» στοιχεία της πολιτικής της ξεπερνιούνται και μπαίνουμε στο κυρίως θέμα…
  • Μέχρι τώρα ξεδιπλώνει την πολιτική της σε «ηγεμονικό κλίμα», το οποίο όμως δεν υποκρύπτει πραγματική ηγεμονία αλλά μάλλον παθητική συναίνεση, καχυποψία και επιφυλάξεις.
  • Η δύναμή της (πέρα από την πανστρατιά στήριξης από την αστική τάξη και τα μίντια) έγκειται κυρίως στην ήττα και κρίση της Αριστεράς και στο μούδιασμα του κινήματος παρά στο δυναμισμό του δικού της σχεδίου ή το δυναμισμό του ελληνικού καπιταλισμού.
  • Όλα αυτά τελούν υπό την αίρεση της προσωρινότητας, καθώς η διεθνής οικονομία και κατ’ επέκταση -και πολύ περισσότερο- η ελληνική είναι στη φάση της μετάβασης από έναν ισχνό αναπτυξιακό κύκλο στην ύφεση λη και σε μια νέα διεθνή κρίση σε συνθήκες γενίκευσης των ανταγωνισμών, «τραμποποίησης» της πολιτικής και εμπορικών πολέμων που τείνουν να εξελιχτούν σε νομισματικούς.

Οι νεοφιλελεύθεροι επιδρομείς γνωρίζουν πολύ καλά γιατί αγαπούν να μισούν τη Μεταπολίτευση: γιατί οι οικονομικές προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού παραμένουν σαθρές και επίφοβες, γιατί αυτό σύντομα θα απαιτήσει πολύ σκληρές διαχειρίσεις, γιατί αυτές οι σκληρές διαχειρίσεις θα παραβιάσουν ξανά τον ιστορικό ταξικό συσχετισμό δύναμης (που τον συμβολοποιεί η Μεταπολίτευση και τον υποστασιοποιούν η Αριστερά και το κίνημα αντίστασης). Ο ιδεολογικός ρεβανσισμός ενσωματώνει ανασφάλεια και προληπτική καταστολή.

Ανάπτυξη 4%: όνειρο θερινής νυκτός

Πριν εξετάσουμε τον κίνδυνο διεθνούς -αναπόφευκτα και ελληνικής- υποτροπής της κρίσης, ο κυβερνητικός στόχος για ανάπτυξη 4% (που, αν ήταν εφικτός, θα προσέδιδε σταθερότητα και δυναμισμό στο σχέδιο Μητσοτάκη) αμφισβητείται ήδη επισήμως: Το Πρόγραμμα Σταθερότητας (του ΣΥΡΙΖΑ) προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,3% για το 2019, αλλά διαφαίνεται ήδη η ισχυρή πιθανότητα η κυβέρνηση Μητσοτάκη να συνδεθεί με την αναθεώρηση προς τα κάτω αυτού του στόχου. Αυτό από μόνο του θα αρκούσε για να καταστρέψει όλη την προπαγανδιστική αξία της «αναπτυξιακής» επαγγελίας του Μητσοτάκη!

Συγκεκριμένα, η πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ αναθεώρησε ήδη προς τα κάτω το ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου του 2019 (από 1,3% σε 1,1%), για δε το δεύτερο τρίμηνο εκτιμά ρυθμό ανάπτυξης 1,9%. Πλέον, για να επιτευχθεί ο στόχος για ανάπτυξη 2,3% το 2019, πρέπει η ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται με μέσο ρυθμό 3,4% στο τρίτο και τέταρτο τρίμηνο του 2019, κάτι προφανώς ανέφικτο.

Αν όμως η βέβαιη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης το 2019 σε σχέση με τις προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας θα είναι ένα πλήγμα στην ιδεολογική ναυαρχίδα του Μητσοτάκη, το ενδεχόμενο να συνεχιστεί η καχεξία και το 2020 θα είναι το τελειωτικό πλήγμα στην αναπτυξιακή του εξαγγελία. Και ήδη ένα τέτοιο πλήγμα προδιαγράφεται. Το Πρόγραμμα Σταθερότητας και ο προϋπολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ προέβλεπαν για το 2020 ρυθμό ανάπτυξης 2,5%. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση της ΝΔ δεν θα τολμήσει να εγγράψει στο νέο προϋπολογισμό πρόβλεψη για ανάπτυξη ούτε καν 3%. Η συνταγή θα είναι «λίγο πάνω από το 2,5% αλλά κάτω από 3%», με πιθανότερο σενάριο 2,8%. Η πρόβλεψη της Κομισιόν για το 2020 είναι 2,2%. Ήδη η πρόβλεψή της για το 2019 (2,1%) αποδεικνύεται πιο ρεαλιστική από την αντίστοιχη κυβερνητική.

Και ακόμη δεν έχουμε ενσωματώσει σε όλες αυτές τις εκτιμήσεις το ισχυρό ενδεχόμενο διεθνούς ύφεσης και τις επιπτώσεις του στην ελληνική οικονομία…

 

Διεθνής οικονομία: βαρομετρικό χαμηλό και προεόρτια νέας κρίσης

Το μεγάλο «κλειδί» για την εκτίμηση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, άρα και των προοπτικών της μητσοτακικής διακυβέρνησης, είναι οι διεθνείς οικονομικές προοπτικές. Εκεί, όπου συσσωρεύονται πυκνά και βαριά τα σύννεφα της ύφεσης και -συνδεμένης με αυτήν- μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τα προεόρτια είναι πολλά:

  • όλες οι μεγάλες οικονομίες είναι ήδη σε φάση επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης
  • εντονότερες είναι οι πιέσεις που δέχονται οι οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών (η Γερμανία ήταν ήδη σε ύφεση το προηγούμενο τρίμηνο, η Γαλλία κινείται σε οριακά αναπτυξιακούς ρυθμούς 0,2%, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο είναι σε επιβράδυνση, και όλοι οι προδρομικοί οικονομικοί δείκτες, όπως ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος, κινούνται αρνητικά)
  • Η Κίνα είναι επίσης σε επιβράδυνση, προς το παρόν οριακή εξαιτίας ενός μεγάλου προγράμματος στήριξης
  • Η Ινδία είναι επίσης σε φάση ισχυρής επιβράδυνσης

Μια ύφεση δεν είναι το τέλος του κόσμου – ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία στην ιστορία του καπιταλισμού θα είναι. Σωστά. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση ακόμη και το ενδεχόμενο μιας ύφεσης τρομοκρατεί. Ο φόβος είναι όχι οι συνέπειες της ύφεσης καθαυτής, αλλά το ισχυρό ενδεχόμενο να πυροδοτήσει μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση όπως αυτή του 2008 (λιγότερο ή περισσότερο βίαιη από αυτήν – εδώ οι εκτιμήσεις ποικίλλουν).

Αυτός ο φόβος τροφοδοτείται από πολλές πηγές:

Πρώτο, από το γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν ασκήσει μετά το 2008 μια ιστορικά πρωτοφανή σε σύλληψη και έκταση νομισματική πολιτική, πλημμυρίζοντας τις διεθνείς αγορές με πρωτοφανείς ποσότητες φτηνού χρήματος. Όσον αφορά το σκέλος της ποσότητας, δηλαδή την «κοπή» και διοχέτευση στην αγορά νέου χρήματος, μιλάμε για πάνω από 11 τρισ. δολάρια. Όσον αφορά το σκέλος «φτηνό» μιλούμε για μακρόχρονη πολιτική μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων, που διακόπηκε προσωρινά και αδύναμα στη διετία 2017-2018 με μικρές αυξήσεις επιτοκίων από τη FED και μία οριακή αύξηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Πρόσφατα όμως, με τα προεόρτια της επερχόμενης ύφεσης, επέστρεψαν συντονισμένα στην πολιτική της μείωσης των επιτοκίων. Τα επιτόκια είναι ήδη αρνητικά στην Ευρώπη, κι αυτό έχει άμεσες συνέπειες: οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων είναι αρνητικές σε σειρά χωρών (όσοι επενδύουν στα ομόλογα αυτών των χωρών, πληρώνουν για να τις δανείζουν, με άκρον άωτον τη γερμανική περίπτωση, της οποίας τα κρατικά ομόλογα έχουν όχι μόνο αρνητικές αποδόσεις αλλά και αρνητικά επιτόκια!..) (2) Η πολιτική αυτή των κεντρικών τραπεζών είναι μια τεράστια επιχείρηση χειραγώγησης της αγοράς, που κρατάει ψηλά τις μετοχές και χαμηλά τις αποδόσεις των ομολόγων, και σπρώχνει τράπεζες, επενδυτές, ακόμη και συνταξιοδοτικά ταμεία να ψάχνουν ικανοποιητικές αποδόσεις επενδύοντας σε προϊόντα υψηλού ρίσκου ή επενδύοντας σε μετοχές με την ελπίδα νέων «ιστορικών υψηλών» στα χρηματιστήρια. Πρόκειται για μια πολιτική που ενισχύει τις χρηματιστικές φούσκες και όλα όσα οδηγούν σε μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση.

Δεύτερο, υπ’ αυτούς τους όρους, όλων των ειδών και κατηγοριών οι «φούσκες» έχουν φτάσει ή και ξεπεράσει τα μεγέθη της περιόδου λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης του 2008.

Τρίτο, το γεγονός ότι η κρίση του 2008 δεν ξεπεράστηκε δυναμικά με την εγκαθίδρυση ενός νέου/δυναμικού μοντέλου συσσώρευσης, αλλά με το ξαναστήσιμο στα πόδια του του μοντέλου συσσώρευσης που μπήκε σε κρίση, και γι’ αυτό τροφοδότησε τον πιο αδύναμο αναπτυξιακό κύκλο των τελευταίων τριών δεκαετιών, σε συνδυασμό με τις τάσεις ανατροπής των παγκόσμιων συσχετισμών στην κορυφή της παγκόσμιας ιεραρχίας ισχύος, οδηγούν σε πολύ πιο ανταγωνιστική διαχείριση των παγκόσμιων σχέσεων: οι εμπορικοί πόλεμοι είναι στην ημερήσια διάταξη και τείνουν να γίνουν νομισματικοί – να μετατραπούν δηλαδή στη σπίθα που θα βάλει φωτιά στον κατάξερο χρηματοπιστωτικό κάμπο.

Δεν είναι λοιπόν παράξενο που η πλειονότητα των αναλυτών του επενδυτικού κλάδου (επενδυτικές τράπεζες, fundsκ.λπ.) αλλά και των καπιταλιστικών θεσμών (οίκοι αξιολόγησης, διεθνείς οργανισμοί) προβλέπουν διεθνή ύφεση και μεγάλη πτώση στις αγορές, με τις εκτιμήσεις για το χρόνο εκδήλωσής τους, το βάθος και την έκταση να ποικίλλουν.

Η κατεύθυνση των διεθνών εξελίξεων είναι αυτή. Οι ρυθμοί, η ένταση και ο ακριβής χρόνος της εκδήλωσης των «φαινομένων» δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια, αλλά τοποθετείται στη βραχυμεσοπρόθεσμη διάρκεια γενικά και στη βραχυπρόθεσμη διάρκεια όσον αφορά την ΕΕ.

Οι ελληνικές προοπτικές σε περίπτωση νέας διεθνούς κρίσης

Δεν χρειάζεται πολλή «φιλοσοφία» για να καταλάβουμε τι σημαίνουν αυτές οι προοπτικές για τον ελληνικό καπιταλισμό και τη μητσοτακική διακυβέρνηση:

  • Η περιλάλητη μείωση του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων δεν πρόκειται να υπάρξει. Ήδη οι δανειστές το ξέκοψαν για το 2019 και το 2020 – όσο για το 2021 είναι πολύ μακριά και τοποθετείται σε άλλη συγκυρία, με απροσδιόριστα αλλά μάλλον πολύ πιο αρνητικά χαρακτηριστικά. Το επιχείρημα ότι αυτή τη μείωση την κάνει εφικτή η μείωση των βαρών αναχρηματοδότησης του χρέους λόγω μείωσης επιτοκίων και απόδοσης των ελληνικών ομολόγων, είναι ρηχό, γιατί απλούστατα
  • Αντίθετα, είναι πολύ πιο πιθανά νέα μέτρα για τη διατήρηση της δυνατότητας να επιτυγχάνονται τα συμφωνημένα πλεονάσματα. Είτε με το ξανα-άνοιγμα της συζήτησης για το μέτρο της μείωσης του αφορολόγητου είτε με τη μορφή νέου πακέτου μέτρων περικοπών, με όποιο περιτύλιγμα και αν παρουσιαστεί.
  • Αν βέβαια οι διεθνείς εξελίξεις βαδίσουν στο «μονοπάτι του πολέμου», τότε θα υποτροπιάσει άγρια η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, και η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα μετατραπεί άμεσα σε κυβέρνησης διαχείρισης μιας τέτοιας υποτροπής.
  • Σε κάθε περίπτωση και υπό οποιοδήποτε σενάριο, η εικόνα της κυβέρνησης Μητσοτάκη και το κλίμα μέσα στο οποίο διαχειρίζεται τις τύχες του ελληνικού καπιταλισμού θα «θολώσουν» (στην καλύτερη γι’ αυτήν περίπτωση) ή και θα «μαυρίσουν» (μια καθόλου αμελητέα πιθανότητα).

Διά ταύτα

Η Ιστορία έχει αποδείξει, την τελευταία φορά στον πρόσφατο κύκλο της ταξικής πάλης 2010-2015, πως η κρίση του αντιπάλου μόνο δυνητικά και υπό προϋποθέσεις είναι ευκαιρία για μας, δηλαδή για το κίνημα και την Αριστερά. Για να αξιοποιηθούν από το κίνημα και την Αριστερά οι πιθανότατες νέες περιπλοκές, αστάθειες ή και κρίσεις στη διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού, πρέπει να μάθει από τα παθήματα της ήττας και να διορθώσει το συντομότερο τα λάθη και τη γραμμή πλεύσης της. Και αν σε αυτό οι ελπίδες για άμεσα θετικά αποτελέσματα είναι λίγες, το «μαστίγιο της αντίδρασης» μπορεί να υποχρεώσει σε μια πρώτη αφύπνιση. Η γραμμή «Στο δρόμο, με μαζική αντίσταση, θα σταματήσουμε τον Μητσοτάκη», μπορεί να μοιάζει αυτονόητη αλλά δεν είναι: πρέπει να γίνει τακτική συγκέντρωσης δυνάμεων με τη λογική του ενιαίου μετώπου και να υποστηριχτεί από μια δεύτερη γραμμή προσανατολισμού: μάχη σε όλη τη γραμμή. Ο αγώνας είναι συνολικός: κινηματικός, πολιτικός, ιδεολογικός. Όπως ακριβώς και η επίθεση που δεχόμαστε. Ο Σεπτέμβριος προσφέρει μια κινηματική ατζέντα που μπορεί να λειτουργήσει σαν μια πρώτη «άσκηση ετοιμότητας» για τα ουσιαστικότερα, που έπονται.

Κάθε μεγάλη πορεία, από την άμυνα ως την αντεπίθεση, ξεκινάει από ένα (ή πολλά) μικρό πρώτο βήμα…

 




Κόκκινο Νήμα φύλλο Νο 12 Ιούνιος 2019