1

Ποια Αριστερά μπορεί να είναι αξιόμαχος αντίπαλος;

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο του φύλλου 35 της εφημερίδας “Κόκκινο Νήμα” που κυκλοφορεί

Πόλεµος, πολυκρίση και κλιµατική κρίση ορίζουν τις συντεταγµένες µιας ιστορικών διαστάσεων ολόπλευρης κρίσης του καπιταλισµού

Όταν ξεκινούσε ο πόλεµος µε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, προβάλαµε τη θέση ότι είναι το πρελούδιο ενός ακήρυκτου ιµπεριαλιστικού πολέµου. Η έκφραση «πόλεµος Ρωσίας-ΝΑΤΟ δι’ αντιπροσώπου» είναι εντελώς ακατάλληλη για να εκφράσει την ουσία αυτού του πολέµου.

Η σύγκλιση και αλληλοδιείσδυση τριών δοµικών κρίσεων

Πόλεµοι «δι’ αντιπροσώπων» υπήρξαν και άλλοι στις πρόσφατες δεκαετίες, αλλά κανένας δεν είχε τα χαρακτηριστικά του πολέµου στην Ουκρανία. Οι διαφορές δεν έγκεινται στην έκταση των καταστροφών ή στον αριθµό των θυµάτων, αλλά σε τρεις θεµελιώδεις παραµέτρους: 

Πρώτο, ότι αυτός ο πόλεµος ξεσπά στην ιστορική συγκυρία που έχει ανοίξει ευθέως και µε άµεσο τρόπο ο αγώνας για την ηγεµονία στο ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο ανάµεσα στις ΗΠΑ (και τους συµµάχους τους) και την Κίνα (και τους συµµάχους της, εν προκειµένω τη Ρωσία). Αυτό το δεδοµένο δεν υπήρχε την εποχή των πολέµων στη Γιουγκοσλαβία, του Ιράκ και του Αφγανιστάν. Πάντα κάποιες δυνάµεις εύχονταν ή ήλπιζαν να επωφεληθούν από µια ήττα των ΗΠΑ σε κείνους τους «πολέµους δι’ αντιπροσώπων», που τα συµφέροντά τους εξυπηρετούνταν καλύτερα από µια νίκη του Ιράκ ή του Αφγανιστάν, αλλά δεν υπήρχε ακόµη ο υποψήφιος νέος ηγεµόνας που αµφισβητούσε τα σκήπτρα του παλιού. Έτσι, στην πράξη, δεν επρόκειτο καν για πολέµους «δι’ αντιπροσώπων», διότι το Ιράκ και το Αφγανιστάν δεν ήταν, στην πράξη, αντιπρόσωποι κανενός! Κανένας δεν είχε τη δύναµη -και γι’ αυτό ούτε τη βούληση- να τους υποστηρίξει πραγµατικά στον πόλεµο καθαυτόν. Με δηλώσεις, διπλωµατικές διαφοροποιήσεις, ευχές και έκφραση συµπάθειας κανένας δεν νιώθει ούτε είναι στην πράξη «αντιπρόσωπος» κανενός. Εκείνοι οι πόλεµοι ήταν, λοιπόν, µονοµερείς ιµπεριαλιστικές εκστρατείες του παλιού ηγεµόνα σε συγκυρίες που η ηγεµονία του ήταν ακόµη αδιαµφισβήτητη. 

∆εύτερο, µετά την κρίση του 2008, εκτός από τον ανταγωνισµό για την ιµπεριαλιστική πρωτοκαθεδρία µεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, έχουµε και µια δεύτερη θεµελιώδη µεταβολή στην ιστορική συγκυρία: Ο καπιταλισµός εισήλθε σε µακρύ καθοδικό κύµα, από το οποίο δεν έχει βρει ακόµη την πόρτα της εξόδου. 

Τρίτο, στα χρόνια µετά το 2008 και µέχρι σήµερα ωριµάζει µέχρι το «σηµείο βρασµού» µια άλλη κρίση: η κλιµατική. Είναι κι αυτή καπιταλιστική κρίση, που οφείλεται στο γεγονός ότι ο καπιταλισµός λεηλάτησε επί αιώνες, µε κριτήριο το κέρδος, τόσο ασύστολα τους φυσικούς πόρους, ώστε αυτοί να οδηγούνται σε εξάντληση και να γίνεται άµεσος ο κίνδυνος για τη ζωή πάνω στον πλανήτη. 

Πρόκειται για ιστορική συνάντηση τριών κρίσεων µε διαφορετικά χαρακτηριστικά και χρόνους ωρίµανσης: Οι δοµικές οικονοµικές κρίσεις έχουν τον πιο σύντοµο κύκλο: 1929 – 1972 – 2008. Οι  κρίσεις ηγεµονίας στο ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο λίγο µεγαλύτερο: µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, η νέα κρίση ηγεµονίας χρειάστηκε πάνω από µισό αιώνα για να ωριµάσει. Η κλιµατική κρίση δεν έχει κύκλους εµφάνισης και επανεµφάνισης: ωριµάζει στον πολύ µακρύ ιστορικό χρόνο – οι συγκρίσεις για την αύξηση τη µέσης επιφανειακής θερµοκρασίας της ατµόσφαιρας γίνονται µε την προβιοµηχανική εποχή. Το ιστορικό γεγονός είναι ότι κυοφορούνταν για αιώνες και ωρίµασε τώρα, σε αυτή την ιστορική συγκυρία.   

Η µοναδικότητα της ιστορικής συγκυρίας έγκειται στο γεγονός ότι συγκλίνουν στον ιστορικό χρόνο της µεσοπρόθεσµης συγκυρίας, αυτής που µετριέται µε 2 ή 3 δεκαετίες, τρεις δοµικές κρίσεις. Και όχι µόνο συγκλίνουν, αλλά διαπλέκονται, αλληλοδιεισδύουν και παράγουν πάµπολλα «υβρίδια», δηλαδή τις πάµπολλες, δευτερεύουσας και τριτεύουσας σηµασίας (µε την έννοια ότι είναι παράγωγες) πλευρές της συνολικής κρίσης. Αυτή την πραγµατικότητα προσπαθεί να αποδώσει ο όρος που έχει επικρατήσει στην πολιτική και δηµοσιογραφική διάλεκτο: πολυκρίση. Όρος βέβαια που προσπαθεί να περιγράψει τα συµπτώµατα, και µάλιστα ούτε όλα ούτε σε κάποιο βάθος.   

Από την άλλη, ο όρος που αντλείται από την παράδοση της Αριστεράς, «ολόπλευρη κρίση», δεν µπορεί επίσης να έχει φιλοδοξίες να αποδώσει το περιεχόµενο της τωρινής καπιταλιστικής κρίσης. 

Στο πεδίο σύγκλισης των τριών δοµικών κρίσεων (κρίση ηγεµονίας στο ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο, κρίση οικονοµική, κρίση κλιµατική) γεννιέται µια βαθιά, ιστορικών διαστάσεων κρίση του καπιταλισµού. Η αδυναµία απαντήσεων που να οδηγούν σε έξοδο από την κρίση, της προσδίδει έντονα παρακµιακά χαρακτηριστικά και ωθεί σε σπασµωδικές προσπάθειες διαχείρισης των συµπτωµάτων της µε κλιµακούµενη πολιτική απολυταρχία και σκληρές εκδοχές ρατσισµού, εθνικισµού, ανορθολογισµού. Είναι όλα αυτά που βιώνουµε – και οι αιτίες τους, που έχει τεράστια σηµασία να αναγνωρίσουµε. 

Ξαναγυρνώντας στον πόλεµο και υπό το πρίσµα όσων έχουν ως τώρα ειπωθεί, ούτε η γενοκτονική επιχείρηση του Ισραήλ στη Γάζα είναι απλώς ένα ακόµη επεισόδιο του «Παλαιστινιακού». Η επίθεση της Χαµάς από την οποία ξεκίνησαν όλα, υπηρετούσε εξαρχής -µεταξύ άλλων- τη διάχυση της αντιπαράθεσης ώστε να αφυπνιστούν οι αραβικές µάζες αλλά και να µετατραπεί η σύγκρουση σε περιφερειακή υπονοµεύοντας τα διπλωµατικά και οικονοµικά σχέδια των ΗΠΑ στην περιοχή. Είναι όµως η συγκυρία της κρίσης ηγεµονίας στο ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο που επιτρέπει τέτοια στοχοθεσία – η οποία µάλιστα αποδεικνύεται πετυχηµένη. 

Ο πόλεµος στην Ουκρανία, από την άλλη, αποδεικνύει δύο πράγµατα: α) Ότι η Ρωσία δεν είναι ούτε Ιράκ ούτε Αφγανιστάν (ώστε να µπορούµε να χαρακτηρίσουµε τον πόλεµο πόλεµο του ΝΑΤΟ για τον διαµελισµό της Ρωσίας), όχι µόνο λόγω οικονοµικού µεγέθους αλλά και για επειδή αποτελεί πυρηνική υπερδύναµη , αλλά και διότι διαθέτει πολλούς και σηµαντικούς συµµάχους, όχι στα λόγια αλλά στην πράξη. β) Ότι η Ρωσία δεν θα άντεχε αυτόν τον πόλεµο χωρίς την αµέριστη διπλωµατική και στρατιωτική βοήθεια από την Κίνα, τη Βόρεια Κορέα, το Ιράν κ.λπ., αλλά και την οικονοµική στο θεµελιώδες ζήτηµα των οικονοµικών κυρώσεων στα ενεργειακά προϊόντα χωρίς την άµεση ή έµµεση βοήθεια πολύ περισσότερων. Και αυτή η βοήθεια δεν θα υπήρχε αν δεν ήµασταν σε µια περίοδο που αντικείµενο του ιµπεριαλιστικού ανταγωνισµού είναι οι κορυφές της ιµπεριαλιστικής πυραµίδας κι όχι απλώς συµφέροντα περιφερειακής κλίµακας. Το γεγονός πάντως ότι στην Ουκρανία έχουµε ένα επεισόδιο ιµπεριαλιστικού πολέµου αποδεικνύεται µεταξύ άλλων από το γεγονός ότι ο στρατιωτικός συσχετισµός δύναµης και οι µεταπτώσεις του δεν αρκούν για να υπάρξει διάθεση συµβιβασµού. Ο πόλεµος διαρκεί διότι είναι ασυµβίβαστα τα αντιπαρατιθέµενα ιµπεριαλιστικά συµφέροντα όχι ειδικά στην Ουκρανία, αλλά στον πόλεµο των παγκόσµιων συσχετισµών.   

Είµαστε λοιπόν ήδη στην αρχή του κύκλου του ιµπεριαλιστικού πολέµου, που για την ώρα είναι περιφερειακής εµβέλειας, αλλά όπως όλα τα στοιχεία δείχνουν, µάλλον κλιµακώνεται και διευρύνεται παρά αποκλιµακώνεται. 

Πώς ξεπερνά ο καπιταλισµός τις κρίσεις του; 

Η απάντηση είναι γνωστή και δεν αλλάζει: µε καταστροφές, σε τέτοια κλίµακα ώστε να δηµιουργούνται οι όροι για µια δυναµική επανεκκίνηση. Είναι κρίσιµο ερώτηµα που ζητεί επιτακτικά απάντηση αν ο καπιταλισµός έχει σχέδιο ή δυνατότητες εξόδου από την ιστορικών διαστάσεων κρίση του. Αυτό που αυτή τη στιγµή µπορούµε να πούµε είναι ότι σχέδιο δεν υπάρχει: Το νεοφιλελεύθερο µοντέλο συσσώρευσης είναι σε κρίση – και απάντηση στην κρίση του δεν υπάρχει. Στο ζήτηµα του ιµπεριαλιστικού ανταγωνισµού, είναι γνωστό ότι η απάντηση είναι… ο πόλεµος – και οι καταστροφές του. Όσο για την κλιµατική αλλαγή, εκεί η ουσιαστική απάντηση είναι δοµικά αντίθετη µε τη φύση του καπιταλισµού.  

∆εν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ζούµε την κατά Γκράµσι «εποχή των τεράτων»: η σύγκλιση των τριών δοµικών κρίσεων και οι τροµερές συνέπειες και περιπλοκές που γεννούν σε συνδυασµό µε την ανυπαρξία ηγεµονικού σχεδίου από την πλευρά του καπιταλισµού σηµαίνουν αναπόφευκτα ότι είµαστε σε περίοδο επιδεινούµενων καταστροφών. Από τους πολέµους, την κλιµακούµενη λιτότητα, την ακρίβεια, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και του κοινωνικού κράτους, τα διαρκώς εντεινόµενα ακραία καιρικά φαινόµενα. 

Οι µεγάλοι κίνδυνοι, που εκφράζουν την πλευρά της βαρβαρότητας στο γνωστό δίληµµα «σοσιαλισµός ή βαρβαρότητα» είναι τέσσερις: 

α) Να συνεχίζονται και κλιµακώνονται οι ποικίλες καταστροφές σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος, της εργατικής τάξης και των αδύναµων (σε κάθε χώρα και παγκόσµια) και να αναπτύσσονται παράλληλα η πολιτική απολυταρχία, ο ανορθολογισµός, ο ρατσισµός, η ακροδεξιά και ο φασισµός, µαζί µε όλο και µεγαλύτερες δόσεις κτηνωδίας και αµοραλισµού. Σε χαµηλή (ακόµη) ένταση, είναι αυτό ακριβώς που ζούµε ήδη. 

β) Ο πόλεµος να πάρει το προβάδισµα, να γίνει η «πρώτη ταχύτητα» των εξελίξεων και το πεδίο του «µεγάλου ξεκαθαρίσµατος», µε εφιαλτικές πιθανά συνέπειες.

γ) Η κρίση να συνεχίζεται και να περιπλέκεται αδιέξοδα και να αναδειχθεί σε πρώτη ταχύτητα των εξελίξεων η κλιµατική κρίση. Ο χρονικός ορίζοντας για να περάσουµε το σηµείο των µη αντιστρεπτών και ανεξέλεγκτων εξελίξεων είναι τόσο κοντά, όταν το 2023 η µέση επιφανειακή θερµοκρασία της ατµόσφαιρας προσέγγισε όριο του 1,5ο C που είχε τεθεί για το… 2050, κυµαινόµενη στην περιοχή 1,4-1,48ο C.  

Όλα αυτά είναι σαφείς και ορατοί κίνδυνοι για όσο ο άλλος πόλος του ιστορικού διλήµµατος, ο σοσιαλισµός, είναι από αδύναµος έως ανύπαρκτος στο πεδίο της αντιπαράθεσης. 

Η στρατηγική, το πρόγραµµα, το κόµµα

Όλο το πρόβληµα λοιπόν συνοψίζεται στο εξής καίριο ερώτηµα: πώς ο σοσιαλισµός µπορεί να γίνει ξανά αξιόπιστη και αξιόµαχη εναλλακτική. Το οποίο εξειδικεύεται στα ερωτήµατα «τι Αριστερά χρειαζόµαστε» και «τι κόµµα χρειαζόµαστε».

Πριν επιχειρήσουµε µια απάντηση, πρέπει να πάρουµε υπόψη µας και έναν ακόµη κρίσιµο παράγοντα, τον παράγοντα του χρόνου. Η σύγκλιση των τριών δοµικών κρίσεων στο πεδίο µιας ιστορικών διαστάσεων κρίσης του καπιταλισµού έχει συνέπειες και στο ζήτηµα του χρόνου. Ο ιστορικός χρόνος συµπυκνώνεται ξανά, καθώς καµία από τις τρεις κρίσεις, εποµένως και ο συνδυασµός τους σε συνολική κρίση, δεν µπορεί να µείνει εκκρεµής για πολύ. Στον ορίζοντα των επόµενων 2-3 δεκαετιών θα παιχτούν οι τύχες της ανθρωπότητας και το προς τα πού θα βαδίσει και θα εξελιχτεί. ∆εν υπάρχει λοιπόν χρόνος για να σπαταληθεί. Όσον αφορά τις απαντήσεις, η συγκυρία εγκαθιστά την απαίτηση «εδώ και τώρα». 

Αν έτσι έχουν τα πράγµατα, τότε υπάρχουν κάποιες προφανείς συνεπαγωγές: 

Σε µια τέτοια ιστορική συγκυρία η ανάγκη της στρατηγικής επανέρχεται πελώρια, αξονική, θεµελιώδης. Αριστερά που ζει στο µικροσύµπαν της τακτικής και των τακτικισµών, που δεν εξασφαλίζουν καν αξιοπρεπώς τη διατήρηση των δυνάµεών της, που ζει µε τις «µικροσκοπικές σκοτούρες» του µεροδούλι-µερορφάι, δεν µπορεί να υπάρξει και πολύ περισσότερο να αναχθεί σε αξιόµαχο αντίπαλο του συστήµατος. Ασφαλώς η τακτική είναι απαραίτητη, αλλά χρειαζόµαστε τακτική/ές που να εκπροσωπεί στο επίπεδο της καθηµερινής πολιτικής και της κάθε φορά τρέχουσας συγκυρίας µια σαφή σοσιαλιστική στρατηγική. 

 Η µόνη στρατηγική που µπορούµε να διανοηθούµε σε µια τέτοια ιστορική συγκυρία είναι η αντικαπιταλιστική-σοσιαλιστική στρατηγική. ∆εν υπάρχει πλέον ο παραµικρός «χώρος» για φιλολαϊκό µεταρρυθµισµό. Οι δυνάµεις της σοσιαλδηµοκρατίας, των µαζικών σταλινικών ΚΚ και του ευρωκοµµουνισµού που τον εκπροσώπησαν, έχουν συντριβεί. Στη θέση της παλιάς σοσιαλδηµοκρατίας, που κατέρρευσε παντού στην Ευρώπη, αναδύθηκε στην καλύτερη περίπτωση η κεντροαριστερά, αλλά πλέον κυριαρχεί το αστικό κέντρο ή και το ακραίο κέντρο. Ακόµη και η κεντροαριστερά είναι είδος υπό εξαφάνιση που επιβιώνει ακόµη µε εµβέλεια κυβερνητικής δύναµης µόνο στην Ιβηρική χερσόνησο. Η µόνη εκδοχή αριστερής σοσιαλδηµοκρατίας που επιβιώνει από την «ανθρωπιστική καταστροφή» είναι η Ανυπότακτη Γαλλία µε επικεφαλής τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν. ∆εν είναι τυχαίο: Η µόνη σοσιαλδηµοκρατία που µπορεί να υπάρξει, είναι αυτή που θα διατηρεί κάποια στοιχεία «ανυπακοής» στο σύστηµα. Ή, όπως έχει ειπωθεί, «ακόµη και για να είσαι σήµερα στοιχειωδώς αξιοπρεπής σοσιαλδηµοκράτης, πρέπει να είσαι αρκετά λενινιστής»… 

Το παράδειγµα της Ελλάδας, µε την εκλογική – πολιτική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και την εν συνεχεία «επιθετική εξαγορά» της ηγεσίας του από τον Κασσελάκη και την ολοκληρωτική µετατόπισή του στο αστικό κέντρο, αλλά και η εξωκοινοβουλευτική πολιτική εµβέλεια του ΜΕΡΑ25 και της Νέας Αριστεράς είναι πολύ εύγλωττα γεγονότα για την «ασφυξία πολιτικού χώρου» από την οποία κατατρύχεται η συµβιβασµένη ή ψευδεπίγραφα – αναξιόπιστα ριζοσπαστική σοσιαλδηµοκρατία.    

Η πάλη ενάντια στον καπιταλισµό σε ιστορική κρίση πρέπει να γίνει κάτω από τη σηµαία αντικαπιταλιστικού-σοσιαλιστικού προγράµµατος. Ο καπιταλισµός της κρίσης δεν έχει χώρο ούτε για τα θεµελιώδη θέσφατα της µεταπολεµικής αστικής δηµοκρατίας, πολύ περισσότερο για ρεφορµισµό/φιλολαϊκό µεταρρυθµισµό.    

Η καρδιά της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής στρατηγικής ωστόσο είναι ο χαρακτήρας της Αριστεράς και του κόµµατος που πρέπει να οικοδοµήσουµε. Χρειαζόµαστε µαζικό/ά αντικαπιταλιστικό-επαναστατικό κόµµα/κόµµατα. Και όπως µάθαµε από την εµπειρία του επαναστατικού κύµατος του περασµένου αιώνα, τέτοια κόµµατα δεν φτιάχνονται ad hoc για τις ανάγκες της στιγµής, αλλά προετοιµάζονται πριν γίνουν εντελώς απαραίτητα για τα µεγάλα τεστ των εξεγέρσεων και των επαναστάσεων. Το 2015 αποδείχθηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν όχι απλώς ένα κόµµα που έκανε λάθη, αλλά ένα «λάθος κόµµα». Το να προσπαθούµε να ζεστάνουµε ξανά την ίδια πολιτική «σούπα» σχεδόν µία δεκαετία µετά και ενώ η κρίση του καπιταλισµού έχει εµβαθυνθεί και τα περιθώρια «ανοχών» του έχουν εξαντληθεί, µόνο προϊόν πολιτικής απελπισίας ή απολίτικων τακτικισµών του ποδαριού µπορεί να είναι. Επιπλέον, είναι και αυτοκτονική, διότι η πολιτική δυναµική της κεντρώας σοσιαλδηµοκρατίας τύπου ΜΕΡΑ25 και Νέας Αριστεράς έχει καθηλωθεί σε εξωκοινοβουλευτικά επίπεδα.  

Μια νέα πολιτική συγκυρία

Βεβαίως, στην ερώτηση «τι κόµµα χρειαζόµαστε» και χωρίς τη συνδροµή του ορού της αλήθειας, σύµπασα η αντικαπιταλιστικής αριστερά θα απαντήσει «κόµµα αντικαπιταλιστικό – επαναστατικό». Στη συνέχεια όµως πολλοί είναι αυτοί που αποθέτουν αυτή τους την απάντηση στο εικονοστάσι των αριστερών αξιών, ενώ στην πραγµατική ζωή συµµαχούν ή προσανατολίζουν την παρέµβασή τους στην εξωκοινοβουλευτική σοσιαλδηµοκρατία του ΜΕΡΑ25 ή της Νέας Αριστεράς. Αυτός λοιπόν είναι ο δρόµος για τη οικοδόµηση… µαζικού αντικαπιταλιστικού κόµµατος; Ή µήπως απλώς πρόκειται για την «ελπίδα της απελπισίας» να δυναµώσει κάπως εκλογικά κάποιου τύπου σοσιαλδηµοκρατικός ρεφορµισµός για να αναζωογονηθούµε κι εµείς από τη θέρµη του καθώς θα συµπορευόµαστε µαζί του;   

∆υστυχώς στην αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν έχει συνειδητοποιηθεί η σηµασία και το βάθος των πρόσφατων πολιτικών εξελίξεων και διεργασιών. Αυτές δεν είναι προϊόν λάθος πολιτικών τακτικών ή επιλογών του Τσίπρα ή του Βαρουφάκη, αλλά προϊόν της «ασφυξίας χώρου» για τον σοσιαλδηµοκρατικό ρεφορµισµό -και κάθε ρεφορµισµό- που δηµιουργούν οι τροµακτικές πιέσεις του καπιταλισµού σε ιστορική κρίση. Οι µόνοι πολιτικοί χώροι που αποµένουν «σχετικοί µε το θέµα», δηλαδή σε καταρχήν προγραµµατική, πολιτική και οργανωτική επαφή µε τις απαιτήσεις της πάλης ενάντια σε αυτόν τον καπιταλισµό είναι το η αντικαπιταλιστική Αριστερά και το ΚΚΕ. Το δεύτερο εκπροσωπεί έναν ιδιότυπο ρεφορµισµό κοµµουνιστικών αναφορών αλλά επί της ουσίας πολύ συντηρητικό και στην πράξη καθόλου αντισυστηµικό. Η ανάπτυξη της εκλογικής του δυναµικής το θέτει προ πολιτικών καθηκόντων µαζικής ηγεσίας, στα οποία δεν µπορεί να ανταποκριθεί. Τα αδιέξοδα και η κρίση αυτού του ρεφορµισµού είναι µπροστά.  

Σε αυτό το πλαίσιο, η αντικαπιταλιστική αριστερά βρίσκεται µπροστά στη δική της ιστορική ευκαιρία. Από τον χώρο αυτόν µπορεί και πρέπει να ξεπηδήσει το διπλό εγχείρηµα της οικοδόµησης µαζικού αντικαπιταλιστικού µετώπου και ταυτόχρονα µαζικής επαναστατικής οργάνωσης.

 

       




Από τα κάτω και προς τ’ αριστερά

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας “Κόκκινo Νήμα” Νο46 που κυκλοφορεί

Με ενιαίο µέτωπο και µαζική αντικαπιταλιστική αριστερά ενάντια στις «εναλλακτικές» του Κέντρου και της άκρας δεξιάς, να µετατρέψουµε τη δυσαρέσκεια σε µαζική αντίσταση

Οι κοινωνικές συνθήκες δηµιουργούν κοινωνική δυσαρέσκεια σε διευρυνόµενη κλίµακα, αλλά οι ήττες και η ιστορικών διαστάσεων αδυναµία της Αριστεράς δεν επιτρέπουν στην κοινωνική δυσαρέσκεια να εκφραστεί απ’ τα κάτω και προς τα αριστερά, µε αποτέλεσµα ο πολιτικός άξονας να µετατοπίζεται δεξιότερα, να κυβερνούν η δεξιά ή το ακραίο κέντρο και να ενδυναµώνεται η φευδο-εναλλακτική της άκρας δεξιάς. Αυτή θα µπορούσε να είναι µια απλή-γενική περιγραφή της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και την Ευρώπη, µε όλες τις αναγκαίες προσαρµογές µε βάση τις ιδιαιτερότητες των επιµέρους χωρών. Στην Ελλάδα, αυτές οι ιδιαιτερότητες είναι σηµαντικές και παράγουν σηµαντικά πολιτικά αποτελέσµατα στην τωρινή συγκυρία. 

Οι πηγές της κοινωνικής δυσαρέσκειας

Η βασικότερη πηγή κοινωνικής δυσαρέσκειας είναι η ακρίβεια. Η µεγάλη άνοδος της τιµής των βασικών προϊόντων που αποτελούν το λεγόµενο «καλάθι του νοικοκυριού», δηλαδή τα βασικά αγαθά και υπηρεσίες που τα εργατικά-λαϊκά νοικοκυριά πρέπει να προµηθευτούν για να ζήσουν, σηµαίνει αντίστοιχη µείωση του πραγµατικού εργατικού εισοδήµατος. Όταν το εισόδηµα ενός νοικοκυριού αυξάνεται κατά 3, 5 ή 7% (µε βάση τις πρόσφατες ή τις αναµενόµενες από 1/1/2024 αυξήσεις σε µισθούς και συντάξεις στον ιδιωτικό και δηµόσιο τοµέα, αλλά η ακρίβεια καλπάζει µε 20 και 25% στη διετία της πληθωριστικής έκρηξης (2022-2023), η αγοραστική δύναµη του εργατικού µισθού µειώνεται από 10-15%.  

Το 2012, µε το δεύτερο µνηµόνιο, ο κατώτερος µισθός στον ιδιωτικό τοµέα µειώθηκαν 22,5%. Στα χρόνια των µνηµονίων, οι µισθοί στον δηµόσιο τοµέα µειώθηκαν έως και κατά 40% ενώ καταργήθηκαν δύο επιπλέον µισθοί, τα δώρα Χριστουγέννων – Πάσχα και το καλοκαιρινό επίδοµα άδειας. Μόλις µε την τελευταία αύξηση από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, 11 χρόνια µετά, ο κατώτατος µισθός στον ιδιωτικό τοµέα ξεπέρασε λίγο τα επίπεδα του 2011! Όσο για τον δηµόσιο τοµέα, είµαστε ακόµη πολύ πίσω και µακριά από τα επίπεδα του 2011!  

Το κύµα της ακρίβειας στην πραγµατικότητα έρχεται να λειτουργήσει σαν µια νέα µνηµονιακή µείωση του εργατικού µισθού. Η συνέπεια είναι προφανής: για τη µεγάλη πλειονότητα των µισθωτών, που όπως δείχνουν οι στατιστικές έχει µισθό από λίγο κάτω (λόγω µερικής ή επισφαλούς απασχόλησης) έως και λίγο πάνω από τον κατώτατο µισθό, οι συνθήκες ζωής είτε χειροτερεύουν είτα παραµένουν στάσιµες. Για να το πούµε αλλιώς: στο ζήτηµα του εισοδήµατος δεν βγήκαµε ποτέ από τα µνηµόνια!  

Τα πλήγµατα στο εργατικό εισόδηµα, τον «µισθό  στο χέρι», συνοδεύονται από εξίσου µεγάλα -αν όχι µεγαλύτερα- πλήγµατα στον «κοινωνικό µισθό»: τις συντάξεις, αλλά κυρίως τα προνοιακά επιδόµατα και τις υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας καθώς και την υγεία συνολικά και την παιδεία. Ύστερα από τα µεγάλα πλήγµατα που δέχθηκε επί µνηµονίων, µε τις θηριώδεις περικοπές στις κοινωνικές µεταβιβάσεις (τους πόρους που µεταβιβάζονται από τον κρατικό προϋπολογισµό σε αυτούς τους τοµείς), οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη από τις εκλογές του 2019 µέχρι και σήµερα συνεχίζουν συστηµατικά την υποβάθµιση, απαξίωση, διάλυση των τοµέων της καθαυτό κοινωνικής πολιτικής. Κι όχι µόνο: ευρύτερα των δηµόσιων υπηρεσιών, περιλαµβανόµενων και των διοικητικών, που σχετίζονται εν τέλει µε κοινωνικές υπηρεσίες προς τον πολίτη και ιδιαίτερα τον πολίτη που βγάζει το ψωµί του από την εργασία του κι όχι από την εργασία των άλλων, δηλαδή τον µισθωτό, τον εργαζόµενο, την εργατική τάξη.   

Η απαξίωση, υποβάθµιση, διάλυση του κοινωνικού κράτους συνιστά, όχι µόνο θεωρητικά αλλά στην πραγµατική ζωή και την καθηµερινότητα των ανθρώπων, µια δεύτερο, εξίσου σηµαντική µείωση του εργατικού µισθού. Με τον απλό τρόπο που είναι στην καθηµερινή εµπειρία όλων: το εργατικό νοικοκυριό χρειάζεται επιπλέον δαπάνες ή στερείται, ανεξάρτητα και από δαπάνες, θεµελιώδεις υπηρεσίες υγείας, πρόνοιας και παιδείας. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουµε πλέον και τις συνέπειες των ακραίων καιρικών φαινοµένων, τις οποίες υφίστανται µε τη µεγαλύτερη βιαιότητα οι πλέον απροστάτευτοι, τα εργατικά νοικοκυριά, τα θύµατα της «ευέλικτης» εργασίας, οι άνεργοι, οι «περιττοί» πληθυσµοί της κοινωνικής εξαθλίωσης. Σε αυτόν τον τοµέα δεν χτίστηκε ποτέ κοινωνικό κράτος και ο νεοφιλελευθερισµός θα περάσει κατευθείαν στην «ατοµική ευθύνη»: όποιος/α µπορεί, ας ασφαλίσει τα σπίτια του, τα χωράφια του, την περιουσία του – για τους/τις υπόλοιπους/ες, καλή τύχη…    

Αν αυτά µπορεί κανείς να τα αναγνώσει και µέσα από τις επίσηµες στατιστικές, υπάρχει ένα ακόµη έµβολο υποβάθµισης της ζωής της εργατικής τάξης: η απίστευτη κλίµακα στην οποία λειτουργεί η εντελώς αποθρασυµένη εργοδοσία. Η κλοπή ωρών εργασίας, υπερωριών και δώρων, η «διευθέτηση» του ωραρίου κατά το δοκούν, το µάνατζµεντ ανθρώπινου δυναµικού για δούλους, οι εκβιασµοί και εκφοβισµοί, η σεξουαλική παρενόχληση για τις γυναίκες εργαζόµενες.  

Τέλος, αλλά πλέον όχι έσχατο σε σηµασία, η εκτίναξη των τιµών των ενοικίων και των κατοικιών είναι πρωτοφανής, σε επίπεδα έως 40% τα τελευταία χρόνια. Αυτό σηµαίνει ότι δηµιουργείται οικιστική κρίση, κρίση στέγης, για σηµαντικά τµήµατα εργατικών νοικοκυριών που ζουν στο νοίκι. Πολλά µπορεί να στερηθεί ή να περικόψει ένας εργαζόµενος, αλλά το να έχει «κεραµίδι πάνω από το κεφάλι του» δεν µπορεί να το στερηθεί – γιατί τότε γίνεται άστεγος, εξαθλιωµένος, πετιέται κυριολεκτικά στον δρόµο. Τι κάνει λοιπόν για να µη χάσει αυτό το θεµελιώδες αγαθό; Περικόπτει τις δαπάνες για όλα τα υπόλοιπα ή έστω για όσα από αυτά δεν θεωρεί πρώτης προτεραιότητας. Όταν, σε καιρούς µεγάλης ακρίβειας, όπως λένε οι στατιστικές η δαπάνη για τη στέγαση αντιστοιχεί στο 40% των συνολικών δαπανών του νοικοκυριού, τότε οι υπόλοιπες δαπάνες περικόπτονται αγρίως. 

Ποιο είναι το συνολικό αποτέλεσµα όλων αυτών; Μπορεί να κωδικοποιηθεί σε τίτλους ως εξής: 

Οι συνθήκες ζωής του µεγαλύτερου τµήµατος της εργατικής τάξης υποβαθµίζονται σηµαντικά – και συστηµατικά. Η θεωρία του trickle down διαψεύδεται: οι υψηλοί ρυθµοί ανάπτυξης και τα υψηλά κέρδη των καπιταλιστών, αυτό που οι νεοφιλελεύθεροι αποκαλούν µε µία λέξη «ανάπτυξη», δεν διαχέουν ισοµερώς τα αγαθά τους στην κοινωνία. Η αστική τάξη και τα κέρδη της ευηµερούν, αλλά η εργατική τάξη και οι µισθοί πένονται. 

Εκτός από το προηγούµενο, η συµπίεση της κλίµακας των µισθών κοντά στον κατώτατο µισθό (λίγο κάτω και λίγο πάνω απ’ αυτόν) για το µεγαλύτερο τµήµα της εργατικής τάξης, αλλά και η µεγάλη επέκταση της µερικής-«ευέλικτης» εργασίας γεννάει ένα διαρκώς διευρυνόµενο τµήµα εργαζόµενων φτωχών, δηλαδή εργαζόµενων µε εισόδηµα κάτω από το όριο της φτώχειας. 

Η ανεργία στην Ελλάδα παραµένει υψηλή παρά τους υψηλούς ρυθµούς ανάπτυξης των τελευταίων χρόνων, πάνω από το 10% και πλέον πολύ δύσκολα και πολύ αργά θα αποκλιµακωθεί (αν αποκλιµακωθεί) σε χαµηλότερα επίπεδα. Αυτό σηµαίνει ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δεν έχουν εισόδηµα. Ένα µικρό ποσοστό απ’ αυτούς (περί το 7%) και για λίγο είναι δικαιούχοι του ταµείου ανεργίας. Ένα άλλο µέρος, όσοι/ες έχασαν µε πιο µόνιµο τρόπο την επαφή µε την αγορά εργασίας, είναι τρόφιµοι/ες του Ελάχιστου Εγγυηµένου Εισοδήµατος – του εισοδήµατος κοινωνικής εξαθλίωσης. 

Αναπόφευκτα, στους διάφορους δείκτες της φτώχειας και της κοινωνικής στέρησης η Ελλάδα φιγουράρει, µαζί µε κάποιες χώρες των Βαλκανίων και της Βαλτικής, στις πρώτες θέσεις της κοινωνικής δυστυχίας πανευρωπαϊκά.    

Ένας τέτοιος, συνοπτικός λόγος για τα βάσανα της ελληνικής εργατικής τάξης, στην οποία περιλαµβάνεται και το πιο καταπιεσµένο και εκµεταλλευόµενο τµήµα της, οι µετανάστες/στριες εργαζόµενοι/ες, είναι λόγος για την εργατική τάξη ως τάξη. Και αυτό οδηγεί στο επόµενο βήµα: υπάρχει κανείς που να της απευθύνεται µιλώντας µε τ’ όνοµά της, που να θέλει και να επιδιώκει να συµβάλει στην οργάνωση των αγώνων της και να την εκπροσωπήσει πολιτικά στο πολιτικό επίπεδο της ταξικής πάλης; Με αυτό το ερώτηµα θα ασχοληθούµε στη συνέχεια.  

Ποιος «είναι µε
την εργατική τάξη»; 

 ∆εν µπορείς να «είσαι µε την εργατική τάξη»:

Αν διστάζεις και να προφέρεις το «όνοµά» της, αν δεν της απευθύνεσαι µε το «όνοµά της». Όποια οργάνωση, κόµµα, πολιτικό ρεύµα δεν «βλέπει» το 75% της µισθωτής εργασίας, τη µακράν πιο µαζική κοινωνική δύναµη, δεν µπορεί ούτε να «συνοµιλήσει» ούτε να οικοδοµήσει σχέσεις µαζί της ούτε, πολύ περισσότερο, να την εκπροσωπήσει πολιτικά. Η Ν∆, το κατεξοχήν κόµµα του κεφαλαίου, δεν θέλει να το κάνει – εκπροσωπεί την αστική τάξη. Το ΠΑΣΟΚ είναι κόµµα που µετέχει περιφερειακά αλλά και σε κεντρικούς αρµούς του µπλοκ εξουσίας -είναι λοιπόν αστικό κόµµα του κέντρου- και εκφράζει δευτερεύοντα, µεσαία κυρίως τµήµατα της αστικής τάξης. Μόνη του χρησιµότητα να είναι µπαλαντέρ στο µπλοκ εξουσίας της αστικής τάξης και µόνη του φιλοδοξία να καταφέρει να συµµετάσχει και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο της εξουσίας, δηλαδή στην κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προ πολλού αποδυθεί σε… ξετσίπωτο φλερτ µε τη µεσαία τάξη. Η εκλογική του κατάρρευση και η θεαµατική του πολιτική υποβάθµιση στη δεύτερη πολιτική κατηγορία δεν οφείλεται κυρίως στην παταγώδη του αποτυχία σε αυτό το φλερτ αλλά στο ότι έχασε κάτι που είχε – µέχρι ενός σηµείου και βαθµού: στην κατάρρευση της µαζικής του επιρροής στην εργατική τάξη. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ τόσο του Τσίπρα όσο και -πολύ περισσότερο- του Κασσελάκη δεν δείχνει να… αναγνωρίζει την εργατική τάξη, δεν της απευθύνεται µε κανέναν τρόπο και ανταγωνίζεται µε το ΠΑΣΟΚ για τα µάτια της µεσαίας τάξης. Ο Βαρουφάκης και το ΜΕΡΑ25 επίσης δεν αναγνωρίζουν στην εργατική τάξη τον ρόλο της κοινωνικής δύναµης που πρέπει να συγκροτηθεί σε αντίπαλο δέος µε την αστική τάξη και να εκπροσωπηθεί πολιτικά µε τέτοιους όρους – για την ιδιότυπη µετα-σοσιαλδηµοκρατία του ΜΕΡΑ25, όπως και για όλους τους προηγούµενους, όλα αυτά είναι tres banal.
Τι µένει; Η αντικαπιταλιστική-επαναστατική Αριστερά και το ΚΚΕ. Ακόµη όµως και αυτό το τελευταίο, άρχισε να µιλάει σαν τον ΣΥΡΙΖΑ παλαιότερων εποχών, στο όνοµα των «πολλών» ενάντια στους «λίγους». 

Αν δεν αναφέρεσαι επίσης ονοµαστικά στην αστική τάξη ως κυρίαρχη τάξη που κανοναρχεί κατά το συµφέρον της τις οικονοµικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Η κοινωνία δεν είναι κάτι άµορφο όπου διάφορα πολιτικά ρεύµατα επιδιώκουν να το πλάσουν κατά το δοκούν και προσπαθούν να κερδίσουν πόντους στο πολιτικό χρηµατιστήριο· είναι καπιταλιστικός κοινωνικός οργανισµός, συγκροτείται από τάξεις και µερίδες τάξεων, έχει κυρίαρχη τάξη και κοινωνικές συµµαχίες που στηρίζουν το µπλοκ εξουσίας της, έχει ύστατο φρουρό το αστικό κράτος – που όποτε χρειάζεται βγαίνει σε πρώτο πλάνο.   Όλα αυτά δεν έχουν µόνο αφηρηµένη-θεωρητική αξία: είναι οι κανόνες και το πλαίσιο του «παιχνιδιού». ∆υστυχώς, όχι µόνο η εκφυλισµένη σοσιαλδηµοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ που τώρα µετατοπίστηκε ολοκληρωτικά στο αστικό κέντρο, αλλά και η ελάσσων και ιδιότυπη µετα-σοσιαλδηµοκρατία του ΜΕΡΑ25 καθώς και τµήµατα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που προσβλέπουν σε συµµαχία µαζί της, εκλαµβάνουν την αριστερή και αντικαπιταλιστική πολιτική σαν ένα «παιχνίδι» απόκτησης αξίας στο πολιτικό χρηµατιστήριο, «κατάλληλης τοποθέτησης» στη γεωµετρία του πολιτικού συστήµατος και διεύρυνσης της πολιτικής επιρροής µε εκλογικούς ή στενά οργανωτικούς όρους. 

Ο ρεφορµισµός δεν µπορεί να ξαναγίνει µαζικός

∆εν µπορούµε να γνωρίζουµε τι θα συµβεί αν δηµιουργηθούν συνθήκες πολιτικής αστάθειας όπως αυτές της περιόδου 2010-2012.  Υπό «κανονικές συνθήκες» όµως, ο σοσιαλδηµοκρατικός ρεφορµισµός τύπου Νέα Αριστερά και ΜΕΡΑ25 (παρότι δεν ταυτίζονται) δεν µπορεί να ξαναγίνει µαζικός. Όλη η εµπειρία των τελευταίων χρόνων στην Ευρώπη (η Λατινική Αµερική είναι µια άλλη ιστορία, αν και όχι εντελώς διαφορετική) αποδεικνύει ότι η συµβιβασµένη σοσιαλδηµοκρατία καταστρέφεται, πολιτικά και εκλογικά, κατά κύµατα. Η διαδικασία καταστροφής της είναι τυπική: συµβιβάζεται-συµβιβάζεται-συµβιβάζεται, ακολουθεί κατά πόδας τη δεξιά µετατόπιση του συνολικού πολιτικού άξονα, εγκαταλείπει κάθε  στοιχείο στοιχειώδους ταξικής αναφοράς, στρέφεται στο κέντρο και πριν φτάσει σε αυτό το πολιτικό Ελντοράντο του αστισµού, καταρρέει εκλογικά και πολιτικά. Όπου αρνείται να ακολουθήσει αυτή την πορεία και προσπαθεί να λειτουργήσει σαν στοιχειωδώς συνεπής σοσιαλδηµοκρατία, δέχεται τα συντονισµένα πυρά του συστήµατος και πολώνεται στ’ αριστερά αλλά συρρικνούµενη. Το συµπέρασµα είναι ότι σε αυτές τις εποχές, για να είσαι στοιχειωδώς συνεπής σοσιαλδηµοκράτης, πρέπει να είσαι «αρκετά λενινιστής». 

∆εν είναι λοιπόν τυχαία, αλλά τυπική περίπτωση πολιτικής χρεοκοπίας ό,τι συνέβη στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη αυξήσει τα ποσοστά του στο µέλλον, κάτι που θεωρητικά δεν µπορεί να αποκλειστεί, θα το κάνει ως αστικό κόµµα του κέντρου – και άρα θα είναι εντελώς αδιάφορο για την Αριστερά. 

Μπορεί το ΜΕΡΑ25 και ο Βαρουφάκης να επαναλάβουν την επιτυχία του Μελανσόν; Όχι, γιατί εδώ το µεγάλο τεστ βρίσκεται πίσω µας κι όχι µπροστά µας. Ο Βαρουφάκης δοκιµάστηκε το 2015 – και απέτυχε. Η πολιτική φόρµουλα που κοµίζει η συσπείρωση γύρω από το ΜΕΡΑ25, επίσης δοκιµάστηκε, στη µορφή του αντιµνηµονιακού ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ µετά το 2015 – και απέτυχε επίσης. Η ιδέα επανενεργοποίησης ενός τέτοιου «µηχανισµού» πολιτικής µαζικοποίησης µε αριστερο-ρεφορµιστικούς όρους είναι αυταπάτη και σπατάλη δυνάµεων. Στην Ελλάδα, η εποχή που ο σοσιαλδηµοκρατικού τύπου ρεφορµισµός µπορούσε να γίνει µαζικό ρεύµα έχει περάσει. Στο προβλεπτό διάστηµα, ο ρεφορµισµός δεν µπορεί πλέον να είναι µαζικός. Έτσι, είναι καταστροφική η ιδέα να συσπειρωθούν δίπλα του ή γύρω του κοµµάτια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς µε την ελπίδα ότι θα επωφεληθούν έτσι από την πολιτική του µαζικοποίηση και θα αποκτήσουν πολιτικό σχέδιο έστω µε τη µορφή «σεναρίου εργασίας».   

Μαζική αντικαπιταλιστική αριστερά! 

Αντίθετα, δηµιουργούνται οι όροι ώστε να γίνει η αντικαπιταλιστική αριστερά µαζικό πολιτικό ρεύµα. Οι πρόσφατες δηµοτικές και περιφερειακές εκλογές πρόσφεραν τις πρώτες ενδείξεις. Η ιστορική συγκυρία προσφέρει τη δική της ετυµηγορία: µόνο η αντικαπιταλιστική αριστερά -ως πρόγραµµα, οργανωτική κουλτούρα και συνδυασµός στρατηγικής «ακαµψίας» και τακτικής ευελιξίας, δηλαδή επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής ενιαίου µετώπου, µπορεί να είναι άξια µαχήτρια απέναντι στον καπιταλισµό και τον ιµπεριαλισµό της γενικής κρίσης και παρακµής. Μόνο αυτή µπορεί να δηµιουργήσει όρους µαζικού αντισυστηµικού ρεύµατος και ριζοσπαστισµού «από τα κάτω και προς τα αριστερά» και να δώσει έτσι αριστερή και αντικαπιταλιστική διέξοδο στις αντισυστηµικές διαθέσεις που τώρα κανιβαλίζει η άκρα δεξιά. 

Το αστικό κέντρο, όπου µετατοπίστηκε ολοκληρωτικά ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν µας αφορά πλέον µε κανέναν τρόπο. Η πάλη ενάντια στη δεξιά, την άκρα δεξιά, τον καπιταλισµό της «πολυκρίσης» και τον ιµπεριαλισµό δεν µπορεί να στηριχτεί στην εναλλακτική του «δηµοκρατικού κέντρου» (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ). Η σοσιαλδηµοκρατία δεν είναι εναλλακτική και δεν µπορεί να ξαναγίνει µαζικό ρεύµα. Το ΚΚΕ δεν µπορεί να είναι εναλλακτική – για λόγους που έχουµε εξηγήσει σε προηγούµενα κείµενά µας. Ας εξετάσουµε λοιπόν τις προϋποθέσεις επιτυχίας του πολιτικού στόχου για οικοδόµηση µαζικού µετώπου-ρεύµατος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Αν διδαχθεί από τα λάθη της και τα διορθώσει, η αντικαπιταλιστική αριστερά µπορεί να γίνει µαζικό πολιτικό ρεύµα.

 




Εποχή γενικής κρίσης και πολέμων. Εποχή (και) επαναστάσεων;

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας “Κόκκινo Νήμα” Νο45 που κυκλοφορεί

Πόλεµος στην Ουκρανία και ένταση στη Μαύρη Θάλασσα, ένταση Κίνας – Ταϊβάν, εµφύλιος στη Λιβύη, πόλεµος Αζερµπαϊτζάν – Αρµενίας και εκδίωξη των Αρµενίων από το Ναγκόρνο Καραπάγ, πόλεµος στη Γάζα…

Στα τέλη Φλεβάρη του 2022 η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Έκτοτε, ο πόλεµος αυτός συνεχίζεται αδιάλειπτα και δεν µπορεί κανείς να προβλέψει πότε και υπό ποιους όρους θα σταµατήσει – δηλαδή στο έδαφος ποιων συσχετισµών δύναµης, στο έδαφος της Ουκρανίας αλλά και διεθνώς. Στις αρχές Απριλίου του 2023 οι κινεζικές ένοπλες δυνάµεις περικύκλωσαν την Ταϊβάν και ένας διεθνής χορός ψυχρής αντιπαράθεσης στήθηκε γύρω από αυτό, µε άµεσο τον κίνδυνο πολεµικής σύρραξης. Το άνοιγµα πολεµικού µετώπου αποφεύχθηκε, αλλά αυτή η εστία µένει ηµι-ενεργή, σαν τα ηφαίστεια που βγάζουν πίδακες ατµών πριν εκραγούν σε χρόνο που κανείς δεν µπορεί να προβλέψει. Στη Λιβύη, η ανατροπή του καθεστώτος του Καντάφι το 2011 µε άµεση ανάµιξη των ΗΠΑ, της Γαλλίας κ.λπ., εγκαινίασε µια µακρά περίοδο εµφύλιου πολέµου µε όρους κρατικής αποσάθρωσης και κοινωνικής διάλυσης, µε δύο αντιµαχόµενα κέντρα εξουσίας («κυβερνήσεις») και µε επιπλέον ανάµιξη και µάλιστα βαρύνουσα τα τελευταία χρόνια, όχι µόνο διπλωµατική αλλά και στρατιωτική, της Ρωσίας και της Τουρκίας. Μόλις την προηγούµενη βδοµάδα, το Αζερµπαϊτζάν ολοκλήρωσε τη νίκη του στον πόλεµο µε την Αρµενία του 2020 οδηγώντας τον αρµενικό πληθυσµό του θυλάκου στο Ναγκόρνο Καραµπάχ στη φυγή και την προσφυγιά, υπό την κάλυψη της Τουρκίας και την αιδήµονα «ουδετερότητα» της Ρωσίας.

Στο µεταξύ, ο πόλεµος στην Ουκρανία, καθώς δεν µπορεί να κριθεί, ακόµη, µε µια αποφασιστική νίκη στο ουκρανικό έδαφος και καθώς η πολυαναµενόµενη ουκρανική αντεπίθεση απέτυχε, προβάλλεται στην ευρύτερη περιοχή, κυρίως στη Μαύρη Θάλασσα, όπου η Μ, Βρετανία ετοιµαζόταν να στείλει δυνάµεις αλλά η Ρωσία προέβη σε ενέργεια αποτροπής ανακοινώνοντας την εναέρια επιτήρηση µε αεροσκάφη Mig-31 εξοπλισµένα µε τον σούπερ υπερηχητικό πύραυλο Kinhal µε εµβέλεια 2.000 χιλιόµετρα και τροµερή καταστρεπτική ισχύ – µπορεί να χτυπήσει ακόµη και στο Ισραήλ… Η Μαύρη Θάλασσα γίνεται ακόµη πιο σηµαντική καθώς οι «ενδιάµεσες» ισορροπίες καταστρέφονται η µία µετά την άλλη: Οι δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας συνεχίζονται σε αλλεπάλληλα κύµατα, η συµφωνία για τα ουκρανικά σιτηρά αποτελεί παρελθόν, νέα, πιο καταστροφικά οπλικά συστήµατα επιστρατεύονται 

(ικανά να χτυπήσουν και πολύ πέρα από το έδαφος της Ουκρανίας) και οι δολιοφθορές σε αγωγούς φυσικού αερίου και από τις δύο µεριές συνεχίζονται. Στη δολιοφθορά στον ρωσικό αγωγό Nord Stream I στα τέλη Σεπτεµβρίου 2022 «ανταποδόθηκε» πρόσφατα µε δολιοφθορά στον αγωγό που συνδέει τη Φινλανδία µε την Εσθονία. Αντί για αποκλιµάκωση, µυρίζει όλο και εντονότερα µπαρούτι… 

Σε αυτά τα πυκνά γεγονότα προστίθεται τώρα η Γάζα, ένα µείζον περιφερειακό µέτωπο, µε γενικευµένη διπλωµατική και ευρύτερη στρατιωτική εµπλοκή και δηµιουργία αντιπαρατιθέµενων «µετώπων». Οι ΗΠΑ κινητοποίησαν βαριές δυνάµεις του στρατιωτικού τους µηχανισµού στην περιοχή, η Κίνα έστειλε επίσης ναυτικές δυνάµεις (πολύ υποδεέστερες, σε µια υπόµνηση ότι είναι ανερχόµενη και στρατιωτικά παγκόσµια δύναµη, αλλά ικανές για στρατιωτική εµπλοκή αν η πολεµική αντιπαράθεση «ξεφύγει») και λίγες µέρες πριν ξεσπάσουν τα γεγονότα στη Γάζα, αµερικανικές δυνάµεις κατέρριψαν drone της Τουρκίας που έπληττε κουρδικούς στόχους στη Βόρεια Συρία – ασήµαντης εµβέλειας γεγονός, αλλά πολύ ενδεικτικό της εκτράχυνσης των σχέσεων ακόµη και µεταξύ δυνάµεων που δεν έχουν «πολεµικές» σχέσεις. 

Η κατάσταση εκτραχύνεται διαρκώς και τα έως χθες κοινά αποδεκτά όρια για το πλαίσιο της αντιπαράθεσης παραβιάζονται συστηµατικά. 

Για τα γεγονότα στη Γάζα, το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ και τον δίκαιο αγώνα του παλαιστινιακού λαού για αυτοδιάθεση µιλούµε αναλυτικά σε άλλα άρθρα αυτού του φύλλου (σελ. 8-9 και σελ. 16). Εδώ θα τοποθετηθούµε για τη δυναµική των -πυκνών ύστερα από το ξέσπασµα του πολέµου στην Ουκρανία- πολεµικών αναµετρήσεων, µε διεθνή εµβέλεια και σηµασία, που µας εισάγουν σε µια εποχή πολέµων, αλλά και για το αν και υπό ποιες γενικές προϋποθέσεις αυτή η εποχή πολέµων µπορεί να γίνει και εποχή επαναστάσεων.

Οικονοµικός ανταγωνισµός και κρίση

Όλα αυτά εξελίσσονται στο έδαφος αυτού που ονοµάζεται πλέον, από συστηµικούς αλλά και µαρξιστές διεθνώς «πολυκρίση». Ο όρος θέλει να πει ότι έχουµε τη σύµπτωση, τη χρονική σύγκλιση, πολλών ταυτόχρονα κρίσεων: της κρίσης ηγεµονίας στο ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο, της κλιµατικής κρίσης, της οικονοµικής κρίσης µε τη «στενή έννοια», της κρίσης της «παγκοσµιοποίησης», της ενεργειακής κρίσης, µιας έρπουσας υγειονοµικής κρίσης που κάνει πιο συχνές της επιδηµίες και τις πανδηµίες και επαναφέρει και στον αναπτυγµένο κόσµο ασθένειες που είχαν εκλείψει προ πολλού, της µεταναστευτικής κρίσης κ.λπ. Θέλει επίσης να πει ότι δεν είναι κάποια κρίση η µήτρα όλων των άλλων, ότι δεν πρόκειται δηλαδή για τις συνέπειες που προκαλεί µια «κλασική» µεγάλη οικονοµική κρίση ή ένας µεγάλος πόλεµος, αλλά για κρίσεις µε µεγάλη αυτονοµία όσον αφορά τις αιτίες και τον τρόπο που ωριµάζουν και εκδηλώνονται. Στην πραγµατικότητα όµως οι µεγάλες κρίσεις είναι τρεις, και αποτελούν τη µήτρα όλων των άλλων: 

Πρώτο, η κρίση ηγεµονίας στο ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο:

Για πρώτη φορά ύστερα από τη νίκη των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεµο ξανανοίγει η µάχη για την ιεράρχηση και την κατανοµή ισχύος στην κορυφή της ιµπεριαλιστικής πυραµίδας: ∆εν πρόκειται µόνο για το γεγονός ότι η Κίνα αµφισβητεί τη θέση της ισχυρότερης οικονοµικά χώρας στον πλανήτη που κατέχουν οι ΗΠΑ, αλλά και για το γεγονός ότι νέες, ανερχόµενες ιµπεριαλιστικές δυνάµεις καταπίνουν ανεβαίνοντας γοργά τις θέσεις της πυραµίδας οικονοµικής ισχύος (που µεταφράζεται αργά ή γρήγορα, µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σε στρατιωτική άνοδο, αυτοπεποίθηση και φιλοδοξίες) σε βάρος των παλιών ιµπεριαλιστικών δυνάµεων που είναι σε πτώση και παρακµή (Γερµανία, Ιαπωνία, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία). Αυτή η δυναµική ρευστοποιεί µέχρι πρότινος σταθερά «συστήµατα ασφάλειας», δηλαδή το στάτους κβο, σε παγκόσµιο, διεθνές, ηπειρωτικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Οι βαθµοί ελευθερίας για «δράση», οι διακυβεύσεις, η ανασφάλεια και η επιθετικότητα αυξάνονται σε όλα τα επίπεδα. Τοπικές, περιφερειακές και διεθνείς συµµαχίες σχηµατίζονται, µετασχηµατίζονται ή και «αλλάζουν, και στην κορυφή» σχηµατίζεται το περίγραµµα δύο παγκόσµιων ιµπεριαλιστικών µπλοκ: του µπλοκ της ∆ύσης (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία, Αυστραλία κ.λπ.) και του µπλοκ της Ανατολής (Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Νότια Αφρική κ.λπ.) – παρόλο που σε αµφότερα τα µπλοκ υπάρχουν επαµφοτερίζοντες ή ασταθείς σύµµαχοι. Αυτό, µε τη σειρά του, δίνει ώθηση σε δύο βασικές κατευθύνσεις: α) Σε µια νέα κούρσα εξοπλισµών σε διεθνή κλίµακα, β) στην επάνοδο, µε κρατική καθοδήγηση, του εθνικισµού και σοβινισµού, του ρατσισµού, του µιλιταρισµού στις διεθνείς σχέσεις και στο εσωτερικό όλων των χωρών.  

Κλιµατική κρίση και επικίνδυνος υπερκορεσµός του πλανήτη σε κάθε είδους µόλυνση του περιβάλλοντος:

Το δεύτερο στοιχείο κακώς υπερκαλύπτεται από το πρώτο, καθώς ενώ η επικινδυνότητά του είναι επίσης πολύ µεγάλη, έχει πολύ διαφορετικές άµεσες αιτίες – παρόλο που η βαθύτερη αιτία και των δύο είναι κοινή.  

Όσον αφορά πάντως την κλιµατική κρίση, ο καπιταλισµός είναι βεβαιωµένα ανίκανος να την αντιµετωπίσει και να προλάβει τα χρονικά ορόσηµα πέρα από τα οποία θα γίνει ανεξέλεγκτη προκαλώντας µη αντιστρεπτές καταστροφικές δυναµικές. Μόνο ένα τεχνολογικό θαύµα που θα έλυνε ριζικά το πρόβληµα της ενέργειας, που µάλιστα θα έµπαινε σε µαζική εφαρµογή και θα έλυνε ταυτόχρονα το πρόβληµα της ηγεµονίας στο ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο, θα µπορούσε να µπορούσε να αποτρέψει τις καταστροφικές συνέπειες µιας εκτός ελέγχου κλιµατικής κρίσης που αυτή τη στιγµή φαίνονται αναπόφευκτες.

Κρίση του νεοφιλελεύθερου µοντέλου συσσώρευσης του κεφαλαίου: 

Το µοντέλο αυτό συσσώρευσης, που επικράτησε σταδιακά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ολοκλήρωσε πανηγυρικά την κυριαρχία του στις αρχές της δεκαετίας του ’90, γνώρισε την περίοδο της ακµής του στο διάστηµα ανάµεσα στα µέσα της τελευταίας δεκαετίας του προηγούµενου αιώνα και το 2007, από το ξέσπασµα της δοµικής οικονοµικής κρίσης του 2008 µπήκε σε πορεία παρατεταµένης κρίσης και παρακµής. Ο καπιταλισµός, που γνώρισε ιστορικά τη µεγαλύτερή του άνθηση περνώντας από την όγδοη δεκαετία του 19ου αιώνα από το στάδιο του καπιταλισµού της απόλυτης υπεραξίας (στο πλαίσιο του οποίου η υπεραξία και το κέρδος αποσπώνται κυρίως χάρη στο υψηλό ποσοστό του απλήρωτου εργάσιµου χρόνου, που εξασφαλίζεται µε διάφορους τρόπους) στον καπιταλισµό της σχετικής υπεραξίας (στο πλαίσιο του οποίου η υπεραξία και το κέρδος αποσπώνται κυρίως µε την αύξηση της παραγωγικότητας χάρη στην ενσωµάτωση στην παραγωγή της επιστήµης και των επιτεύξεων των µεγάλων τεχνολογικών ανακαλύψεων και επαναστάσεων), πλέον εισήλθε σε µια φάση που µε ακρίβεια µπορεί να χαρακτηριστεί παρακµιακή: οι σταθερές του καπιταλισµού της σχετικής υπεραξίας κλονίζονται και παρακµάζουν, το ειδικό βάρος των µεθόδων απόσπασης υπεραξίας και κέρδους που στηρίζονται στις µεθόδους του καπιταλισµού της απόλυτης υπεραξίας αυξάνεται και το αντίστοιχο των µεθόδων του καπιταλισµού της σχετικής υπεραξίας µειώνεται.      

Ιστορικού χαρακτήρα κρίση του καπιταλιστικού συστήµατος

Από την ωρίµανση και χρονική σύµπτωση-συγχώνευση αυτών των τριών µειζόνων κρίσεων, δηλαδή κρίσεων δοµικών και µεγάλου βεληνεκούς, ξεπηδούν πολλές κρίσεις µεσαίου ή µικρού βεληνεκούς που δεν έχουν αυτόνοµες άµεσες αιτίες ύπαρξης: 

• Η κρίση της παγκοσµιοποίησης, ως άµεση απόρροια της κρίσης ηγεµονίας στο ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο αλλά και της κρίσης του νεοφιλελεύθερου µοντέλου συσσώρευσης (αφού η µετατόπιση των αλυσίδων παραγωγής στην περιφέρεια της υψηλής συγκέντρωσης φτηνής εργατικής δύναµης, Κίνα, Ινδία κ.λπ., προετοίµασε την ανατροπή των παγκόσµιων οικονοµικών συσχετισµών δύναµης).

• Η υγειονοµική κρίση, ως άµεση απόρροια των συνεπειών της κλιµατικής αλλαγής, των άθλιων συνθηκών εκτροφής των ζώων στην µεγάλη καπιταλιστική κτηνοτροφική βιοµηχανία αλλά και της µεγάλης καπιταλιστικής γεωργικής παραγωγής), της διαρκούς και αδηφάγου αστικοποίησης, της υπονόµευσης των συστηµάτων υγείας.

• Η µεταναστευτική κρίση, που γνωρίζει εξάρσεις και υφέσεις αλλά µακροχρόνια συστηµατική άνοδο, ως συνέπεια των ιµπεριαλιστικών πολέµων ή και τοπικών πολέµων που υποδαυλίζονται, της ακραίας φτώχειας σε περιοχές του πλανήτη, της παγίδας της υπερχρέωσης κ.λπ.     

Θα µπορούσαµε να µακρύνουµε τον κατάλογο τέτοιων κρίσεων, αλλά δεν είναι απαραίτητο. Αυτό που όµως είναι απαραίτητο, είναι να αξιολογήσουµε τη βαθύτερη αιτία των τριών µειζόνων κρίσεων και να αναδείξουµε τη κοινή βαθύτερη βάση της. 

Η κλιµατική κρίση είναι κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που ωρίµασε στον πολύ µακρύ ιστορικό χρόνο (από την απαρχή του βιοµηχανικού καπιταλισµού µέχρι σήµερα). Το γεγονός ότι εκδηλώνεται µε βιαιότητα, «ξαφνικά», τώρα για πρώτη ιστορικά φορά ως ανθρωπογενής κρίση, οφείλεται στον ξέφρενο, ανεξέλεγκτο και έξω από οποιοδήποτε κοινωνικού χαρακτήρα πρόταγµα, της καπιταλιστικής λεηλασίας της φύσης. Ενώ ωρίµασε στον πολύ µακρύ ιστορικό χρόνο των 2,5 και κάτι αιώνων, ενώ συνειδητοποιήθηκε µε ένα γενικό τρόπο η σηµασία της από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ συνειδητοποιήθηκε ότι το χρονικό σηµείο των µη αντιστρεπτών µεταβολών βρίσκεται πολύ κοντά µας και σε απόσταση δύο δεκαετιών, ο καπιταλισµός, επειδή δεν µπορεί να µην είναι ο εαυτός του, κατάφερε να χάσει το παιχνίδι της αποτροπής της και πλέον διαλαλεί ανεπίσηµα ότι «πρέπει να µάθουµε να ζούµε µε αυτήν».

Η κρίση ηγεµονίας στο ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο είναι κρίση του ενδιάµεσου ιστορικού χρόνου, που µετριέται όχι µε αιώνες αλλά µε πολλές δεκαετίες, που ωριµάζει µέσα από τον «µηχανισµό» της ανισόµετρης ανάπτυξης (παλιές καπιταλιστικές αυτοκρατορίες και δυνάµεις υποχωρούν και παρακµάζουν, νέες αναδύονται και ανέρχονται). Αυτή είναι επίσης παιδί του καπιταλισµού, του τρόπου οργάνωσής του σε εθνικά κράτη και παγκόσµια ιµπεριαλιστική αλυσίδα. Και αυτής της κρίσης ήρθε τώρα η ώρα της. 

Η κρίση του νεοφιλελεύθερου µοντέλου συσσώρευσης είναι επίσης κρίση του µακρού ιστορικού χρόνου που ωριµάζει στη διάρκεια πολλών δεκαετιών. «Πιστοποιήθηκε» µε τη δοµική κρίση του καπιταλισµού το 2008 και έκτοτε απλώς γνωρίζει διαρκείς µεταστάσεις σε όλο το οικοδόµηµα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισµού.   

Τρεις µείζονες κρίσεις που ωριµάζουν ταυτόχρονα, δηλαδή στην ίδια ιστορική συγκυρία. 

Τρεις µείζονες κρίσεις, των οποίων οι άµεσες, ιδιαίτερες αιτίες οφείλονται στη βαθύτερη «αιτία όλων των αιτιών», τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. 

Τρεις µείζονες κρίσεις, εκ των οποίων η µία ωριµάζει ιστορικά για πρώτη φορά στη σηµερινή συγκυρία (κλιµατική κρίση), οι δε άλλες δύο ωριµάζουν ταυτόχρονα για πρώτη φορά. 

Τρεις µείζονες κρίσεις που παράγουν πάµπολλα υβρίδια κρίσεων µεσαίου και µικρού βεληνεκούς.

Εποµένως, αν δεν µας γελούν τα µάτια µας και όλες µας οι αισθήσεις, αν είναι πραγµατικότητα κι όχι παραίσθηση όσα βιώνουµε και είναι κοινή εµπειρία δισεκατοµµυρίων ανθρώπων, αν αυτές οι διαπιστώσεις ισχύουν στη βασική τους διάσταση, αν αυτή η συναστρία των κρίσεων δεν µπορεί να αντιµετωπιστεί από τον καπιταλισµό επειδή ακριβώς δεν µπορεί να µην είναι ο εαυτός του, τότε η όνη συνόψιση που αρµόζει σε µια τέτοια ιστορική συγκυρία όπως διαµορφώνεται, είναι τούτη: είναι µια συγκυρία ιστορικού χαρακτήρα, γενικής κρίσης του καπιταλισµού. Της οποίας οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες είναι ήδη φανερές, αν και ακόµη προδροµικού χαρακτήρα: συχνές, ποικίλες και διαρκώς µεγαλύτερης έκτασης καταστροφές, πόλεµοι των οποίων η εµβέλεια και οι συνέπειες διαρκώς µεγαλώνουν, στρατωνισµός των δισεκατοµµυρίων της εργατικής τάξης και της φτωχολογιάς της ανθρωπότητας, αυτών που ζουν από την εργασία τους και όχι από την εργασία των άλλων, είτε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και εξαθλίωσης (στην εξωτερική και εσωτερική περιφέρεια του παγκόσµιου συστήµατος) είτε σε εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες που αποτελούν υβρίδια του καπιταλισµού του 19ου αιώνα και του καπιταλισµού του 20ού αιώνα.        

Αυτή η κατάσταση µεταγγίζει σε όλους τους ιστούς της κοινωνίας, εθνικά και παγκόσµια, µε πολλές «ταχύτητες» και ιδιαιτερότητες ανά ήπειρο, περιοχή και κράτος, διαρκώς µεγαλύτερες δόσεις από πολιτικές και ιδεολογικές τοξίνες κάθε είδους, µε εικόνες συντριβής και παρακµής. Οι µεταπολεµικές κατακτήσεις, οι ιστορικές κατακτήσεις ακόµη ακόµη, οι ίδιες οι σταθερές της αστικής δηµοκρατίας, αµφισβητούνται, υποχωρούν, παρακµάζουν. 

Είναι εποχή γενικευµένης και ιστορικού χαρακτήρα κρίσης του καπιταλισµού, εποχή πολέµων και καταστροφών.  

Σοσιαλιστική απάντηση, µε µαζική κοµµουνιστική-επαναστατική Αριστερά 

Αν έτσι έχουν τα πράγµατα, δύο προοπτικές ανοίγονται µπροστά µας: η βαρβαρότητα ή ο σοσιαλισµός. Η κατάσταση είναι τόσο ώριµη για να διατυπωθεί ξανά, όσο ήταν και όταν πρωτοδιατυπώθηκε από τη Ρόζα Λούξεµπουργκ στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι δύο αυτές προοπτικές δεν είναι φανταστικές ή υποθετικές, αλλά πραγµατικές. Όχι µόνο αυτό, αλλά η κατεύθυνση της απάντησης που θα δοθεί, θα κριθεί όχι στον απώτατο ιστορικό χρόνο, αλλά στις επόµενες δύο ή τρεις δεκαετίες. Η ταχύτητα της ωρίµανσης των τριών µειζόνων κρίσεων και η επιτάχυνση που προσδίδει στις εξελίξεις η συµπύκνωσή τους σε µία, ιστορικού χαρακτήρα γενικευµένη κρίση του καπιταλισµού συµπυκνώνει τον ιστορικό χρόνο, επιταχύνει και επισπεύδει τις απαντήσεις ππου πρέπει να δοθούν τόσο από τον καπιταλισµό όσο και από το στρατόπεδο της Αριστεράς και της εργατικής τάξης. 

Μακριά από κάποια µεταφυσική-ουσιοκρατική θεώρηση για την εργατική τάξη και το µυθικό της «γενετικό υλικό» που κάποια στιγµή, «αναπόφευκτα» θα εκδηλωθεί και θα δώσει τη λύση, πρέπει να θέσουµε το ερώτηµα: µπορεί η πλειονότητα της ανθρωπότητας, απέναντι σε ένα αντίπαλο που έχει να προσφέρει µόνο καταστροφές και κρίσεις, να «αυτοκτονήσει» αµαχητί;  

Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει άλλος δρόµος παρά να οικοδοµήσουµε τον αξιόµαχο αντίπαλο (αντιπάλους) του συστήµατος. Η σκληρότητα της αντιπαράθεσης απαιτεί πολιτικά και κοινωνικά υποκείµενα που να είναι σκληροί µαχητές – η Γάζα προσφέρει ένα ακραίο µεν για τα σηµερινά δεδοµένα αλλά απολύτως µέσα στο ιστορικό πνεύµα της εποχής παράδειγµα. Και η ιστορικότητα των διακυβεύσεων απαιτεί πολιτική συγκρότηση µε ιστορικούς απελευθερωτικούς ορίζοντες. 

Ο παλιός ρεφορµισµός πέθανε, τόσο στη µορφή του σοσιαλδηµοκρατικού ρεφορµισµού όσο και στη µορφή του ευρωκοµµουνισµού ή του σταλινισµού (από την παλιά σταλινική αυτοκρατορία απέµεινε διεθνώς µόνο το ελληνικό ΚΚΕ σαν υπολογίσιµη πολιτική δύναµη) µέσα από αλλεπάλληλες µαζικές καταστροφές. 

Σε µια εποχή γενικευµένης και ιστορικού χαρακτήρα κρίσης του καπιταλισµού, πολέµων και καταστροφών, η µόνη απάντηση είναι η  συγκρότηση µαζικής κοµµουνιστικής – επαναστατικής αριστεράς και κοµµάτων, µε υψηλό βαθµό στράτευσης, αφοσίωσης και πειθαρχίας και εξίσου υψηλό βαθµό εσωτερικής δηµοκρατίας. Υπ’ αυτή τη θεµελιώδη προϋπόθεση, αυτή η εποχή µπορεί να γίνει (και) εποχή σοσιαλιστικών επαναστάσεων!




Η «επόμενη μέρα» για το κίνημα και την Αριστερά

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας “Κόκκινo Νήμα” Νο43 που κυκλοφορεί

Η µεγάλη πολιτική στροφή δεξιά, η άνοδος της άκρας δεξιάς και η επανεµφάνιση των φασιστών στη Βουλή, η βαθιά κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και η ανακοπή του ΜΕΡΑ25, η ισχνή εκλογική νίκη του ΚΚΕ, η αντικαπιταλιστική Αριστερά και η Ανταρσύα

Για δεύτερη φορά ύστερα από τον Ιούλιο του 2015 ο κόσµος της Αριστεράς συζητεί για µια µεγάλη ήττα, αναλογίζεται τις συνέπειες και αναζητεί απαντήσεις για την από εδώ και πέρα πορεία. Για δεύτερη φορά µετά το 2015, επίσης, µόνο στην αντικαπιταλιστική Αριστερά συναντά κανείς φωνές που λένε ότι το πρόβληµα είναι -ήταν και τότε- στρατηγικό. Για δεύτερη φορά, τέλος, την πολιτική συναίσθηση ότι η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜΕΡΑ25 συνιστά ήττα για την Αριστερά συνολικά τη συναντά κανείς µόνο στους ηττηµένους ή και σε χώρους που δεν έχουν καµία διάθεση να αναζητήσουν τα αίτια των ηττών στο στρατηγικό λάθος. Θα µπορούσαµε να προσθέσουµε και άλλες αντιστοιχίες ή αντιστίξεις στον κατάλογο, αλλά όσα ειπώθηκαν ήδη αρκούν για να σχηµατίσουµε µια πρώτη ιδέα: η Αριστερά µοιάζει αποφασισµένη να επαναλαµβάνει τον εαυτό της και να συντηρεί τα λάθη της στον ίδιο βαθµό και µε τον ίδιο ρυθµό που συσσωρεύονται οι ήττες της. Ανάγκη λοιπόν να (ξανα)πάρουµε τα πράγµατα από την αρχή.

Ο «δικοµµατισµός», που είχε πεθάνει από το 2012

Ως Κόκκινο Νήµα υπογραµµίζαµε, σε ανύποπτο χρόνο, όταν η δικαιολογηµένη οργή για τη µνηµονιακή προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακόµη νωπή, τη θέση ότι δεν υπάρχει κυβερνητικό «δίδυµο» Νέας ∆ηµοκρατίας – ΣΥΡΙΖΑ που συγκροτεί τους πόλους ενός καθεστωτικού δικοµµατισµού. Ένας τέτοιος «δικοµµατισµός» δεν υπήρχε όχι µόνο από το 2012 ως το 2015, αλλά ούτε από τον Σεπτέµβριο του 2015 ως το 2019. Στις διπλές εκλογές του 2023 συνέβη η προδιαγεγραµµένη κατάρρευση του «δικοµµατισµού», ο οποίος στην πραγµατικότητα είχε καταρρεύσει από τις εκλογές του 2012 και στη συνέχεια υπήρχε µόνο το φάντασµά του. Για ποιον λόγο ο δικοµµατισµός είδε καταρρεύσει από το 2012; ∆ιότι από το πρώτο µνηµόνιο και ύστερα η ελληνική αστική τάξη απέσυρε κάθε ενδιαφέρον για ένα λειτουργικό δικοµµατισµό και έβαλε πλώρη για να αποκτήσει την κυβέρνηση των ονείρων της, οικοδοµώντας ένα πολιτικό σύστηµα µε έναν ηγεµόνα και µικρές περιφερειακές δυνάµεις. Για τον ίδιο λόγο, η αστική τάξη ήθελε την πλήρη αστική προσαρµογή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν τον ήθελε βασικό κυβερνητικό «παίκτη». Οι απαιτήσεις της «πολεµικής δεξιάς» που εκπροσωπεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι τέτοιες, ώστε δεν ανεχόταν οποιαδήποτε άλλη λύση πέραν µιας κυβέρνησης που δεν θα είδε κανέναν δισταγµό και περισπασµό, ώστε να κάνει χωρίς καµία έκπτωση όλα όσα έκανε -και πρόκειται να κάνει- η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. «Σέρνοντας» πίσω του έναν «στρατό» κόσµου της Αριστεράς και εργατολαϊκών στρωµάτων, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν «ακατάλληλη» γι’ αυτόν τον ρόλο – όσο κι αν προσπάθησε φιλότιµα να πείσει για την καταλληλότητά της… Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε ή «δεν πρόλαβε» να γίνει στην κυριολεξία αστικό κόµµα, παρά τα γενναία βήµατα της ηγεσίας του στην κατεύθυνση της σοσιαλδηµοκρατικοποίησης και αστικοποίησης, γιατί α) Η αστική τάξη είχε πολύ πιο επιθετικούς στόχους και ανάγκες, β) ο «περίεργος στρατός» κόσµου της Αριστεράς και εργατολαϊκών στρωµάτων που τον ακολουθούσε, χαλούσε την «εικόνα» του και µετρίαζε την ταχύτητα προσαρµογής του.

Το τέλος του δικοµµατισµού, όµως, έχει άµεσες συνεπαγωγές: α) την επιστροφή σε ένα πολιτικό σύστηµα που έχει ηγεµόνα την πιο επιθετική δεξιά  του τελευταίου µισού αιώνα, άρα και σε µια νέα ιστορικά µορφή κράτους της ∆εξιάς, β) την πορεία για την πλήρη συνταγµατοποίηση του νεοφιλελευθερισµού, έµµεση µέσω της «υγειονοµικής ζώνης» που αποκλείει κάθε παρέµβαση και πίεση της Αριστεράς και των κινηµάτων στην κεντρική πολιτική σκηνή και το πολιτικό σύστηµα και ενδεχοµένως άµεση µε µια συνταγµατική µεταρρύθµιση, γ) τη διόγκωση της άκρας δεξιάς και την ανασυγκρότηση της φασιστικής δεξιάς – το τελευταίο αυτό ως συνέπεια.   

Το αποτελέσµατα των εκλογών σηµατοδοτούν τέτοιες ιστορικές µετατοπίσεις, και η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως του ΜΕΡΑ25 ήταν σηµαντικά προαπαιτούµενα για να συντελεστούν. Από τον δικοµµατισµό και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές (στο φάσµα από ήπιες-νεοκεϊνσιανές µέχρι ακραίες µονεταριστικές) περνάµε στον πολιτικό µονόλιθο ενός πολιτικού συστήµατος

Η ήττα και η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ   

Γιατί µιλάµε για ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και γιατί αυτή έχει άµεση συνεπαγωγή µια βαθιά κρίση; Γιατί αφορά ευρύτερα την Αριστερά, το κίνηµα, τον ταξικό συσχετισµό, τι θα γίνει µε τον κόσµο της Αριστεράς και το εργατολαϊκό κόσµο που συσπειρωνόταν µέχρι τώρα σε αυτόν. Ό,τι χάθηκε από τον Συριζα σε αυτές τις εκλογές δεν κατευθύνθηκε αριστερά και δεν κερδήθηκε από την Αριστερά – παρά µόνο σε πολύ µικρό ποσοστό από το ΚΚΕ. Τον Σεπτέµβριο του 2015 χάθηκε ένα µέρος αυτού του κόσµου προς τη αποχή, το 2019 ένα ακόµη µεγαλύτερο – που ξανά δεν πήγε προς την Αριστερά. Τώρα, το ίδιο. Αν η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν µόνο ήτα της ηγεσίας του και του κοµµατικού του µηχανισµού, δεν θα υπήρξε λόγος να µιλάµε για ήττα συνολικά της Αριστεράς.

∆υστυχώς όµως, οι ήττες του ΣΥΡΙΖΑ αποδιαρθρώνουν και διαλύουν τµήµα τµήµα το κοινωνικό µπλοκ που σχηµατίστηκε στη διάρκεια του αντιµνηµονιακού αγώνα. Αυτό όµως διαµορφώνει µια συνθήκη περισσότερο ασφυκτική για όλη την Αριστερά και το κίνηµα – και αυτό µε τη σειρά του δίνει περισσότερο χώρο και ορµή στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και σε ό,τι εκπροσωπεί.

Γιατί η ήτα του ΣΥΡΙΖΑ το βάζει σε διαδικασία βαθιάς κρίσης; Όχι βέβαια γιατί έχασε την επαφή µε την κυβέρνηση. ∆εν υπάρχει νόµος που να λέει ότι µια σοσιαλδηµοκρατία τύπου θα είναι για πάντα εν αναµονή κυβέρνηση – και µάλιστα σε µια χώρα όπως η Ελλάδα. Το ζήτηµα είναι ως και γιατί έχασε ο Συριζα. Το ζήτηµα δεν είναι γιατί δεν κέρδισε τη «µεσαία τάξη», αλλά γιατί έχασε µαζικά τα εργατολαϊκά του στηρίγµατα, ιδιαίτερα στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη. Οι λόγοι είναι προφανείς:

Πρώτο, γιατί… κοίταζε και απευθυνόταν αλλού: στο πολιτικό κέντρο και στη µεσαία τάξη. Ενώ όµως υπήρχαν συγκυριακοί λόγοι που η «µεσαία τάξη» ψήφισε µαζικά και «µασίφ» τον Μητσοτάκη και δεν µπορούσε να κερδηθεί από τον Σύριζα, δεν ήταν καθόλου αναπότρεπτο να χάσει µαζικά τα εργατολαϊκά του στηρίγµατα. Γι’ αυτή την απώλεια φταίει αποκλειστικά ο ίδιος και η διαρκής αστικοποίηση-σοσιαλδηµοκρατικοποίησή του.

∆εύτερο, γιατί εν ενστερνίστηκε το δόγµα περί «κυβερνώσας Αριστεράς», ότι δηλαδή η Αριστερά µπορεί να είναι µαζική και χρήσιµη µόνο αν διατηρεί το στάτους της κυβερνητικής δύναµης. Όµως, η ιστορία άλλα λέει: Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεπετάχτηκε σε µαζικό εκλογικά κόµµα το 2012 και το 2015, όταν επικρατούσαν τα αντισυστηµικά και κινηµατικά. Και άρχισε να καταρρέει σε δόσεις όταν άρχισε να εγκαταλείπει αυτά του τα χαρακτηριστικά, να στρέφεται προς το κέντρο και να γίνεται κόµµα-καρτέλ. Αυτό είναι θεµελιώδες συµπέρασµα και έχει προφανή συνέπεια: η µόνη σωτηρία και η µόνη διαδικασία αντιστροφής της διαλυτικής δυναµικής µπορεί να είναι µια εµφατική στροφή αριστερά, µια επιστροφή στον προ του Ιουλίου 2015 αντισυστηµικό του εαυτό. Το γεγονός ότι δεν «επέστρεψε» εκεί από το 2019, µε άµεσο αποτέλεσµα το είδος της αντιπολίτευσης στον Μητσοτάκη που (δεν) έκανε, τιµωρήθηκε σκληρά σε αυτές τις εκλογές. Αν δεν το κάνει ούτε ώρα, το δόγµα της «κυβερνώσας Αριστεράς», της στροφής στο πολιτικό και κοινωνικό κέντρο κ.λπ., θα τον αποδιαλύσει.

Τρίτο, γιατί τα δύο προηγούµενα εµπνέονται από µια ρεφορµιστική στρατηγική που δεν µπορεί να συντηρήσει στοιχειωδώς µαζικό ρεφορµιστικό φαινόµενο και οτιδήποτε δεν θα είναι νέτα σκέτα ΠΑΣΣΟΚ.

Αν έτσι έχουν τα πράγµατα, είναι φανερό ότι δεν υπάρχει η παραµικρή πιθανότητα για αριστερή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Θα συνεχίσει να βράζει στο ζουµί µιας αδιέξοδης κρίσης. Ο κύκλος του 2015 κλείνει χωρίς να ανοίγει –για τον ΣΥΡΙΖΑ µιλώντας- ένα επόµενος.            

Η ήττα του ΜΕΡΑ25

Η ήττα του ΜΕΡΑ25 είναι ήττα µιας αριστερής εκδοχής σοσιαλδηµοκρατίας, ενός ανέφικτου win-win της εργατικής τάξης και της αστικής τάξης ταυτόχρονα στην Ελλάδα του πιο επιθετικού αστισµού, µιας ασαφούς κοινωνικά και ταξικά απεύθυνσης. Είναι επίσης ήττα µιας προσωποπαγούς και ναρκισιστικής διαχείρισης όλων αυτών των επιλογών. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ µετά το 2019 διέψευσε τη δική του επαγγελία για «επιστροφή» σε κάποιου είδους ριζοσπαστική πολιτική, το ΜΕΡΑ25 διέψευσε τις προσδοκίες για πραγµατική γραµµή ρήξης. Ρήξη χωρίς να µιλήσεις καν για κρατικοποίηση του σιδηρόδροµου, για το όργιο καπιταλιστικών κερδών και την καθήλωση του εργατικού εισοδήµατος και για την ανάγκη αναδιανοµής εις βάρος των κερδών, δεν µπορεί να υπάρξει.    

Η «νίκη» του ΚΚΕ και οι πανηγυρισµοί

Το ΚΚΕ πανηγύρισε για νίκη. Σε τι συνίσταται αυτή; Εκλογικά, ανέβασε το ποσοστό του – αλλά από τα χαµηλά στα οποία είχε βυθιστεί επί µία δεκαετία – και µάλιστα µία δεκαετία µαζικών κοινωνικών αγώνων και στη συνέχεια µεγάλων πολιτικών διεργασιών. Το ΚΚΕ πρέπει να αναλογιστεί (αυτό είναι το ουσιαστικό πολιτικό ερώτηµα) γιατί δεν κέρδισε παρά πολύ µικρό ποσοστό του κόσµου της Αριστεράς και κυρίως του εργατικού και λαϊκού κόσµου που έφυγε από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν έθετε στον εαυτό του αυτό το ερώτηµα, θα αντιλαµβανόταν ότι η ισχνή εκλογική του νίκη είναι κατ’ ουσίαν πολιτική ήτα και µάλιστα δεινή. ΟΙ πανηγυρισµοί πάντως (µε καπνογόνα κ.λπ.) σε κάποιες γειτονιές αποδεικνύουν ότι το ΚΚΕ ζει σε δικό του «πλανήτη» και αδυνατεί8 να καταλάβει τι έχει συµβεί. Μία και πλέον δεκαετία αποχής από τις πολιτικές διακυβεύσεις µιας εξαιρετικά πλούσιας σε γεγονότα και ευκαιρίες συγκυρίας, έχουν αποτέλεσµα την έλλειψη συναίσθησης για την κλίµακα και τη σηµασία των πολιτικών εξελίξεων.      

Ηγεµονία Μητσοτάκη, άνοδος ακροδεξιάς, ανασυγκρότηση φασιστών

Η πολιτική ηγεµονία Μητσοτάκη, η άνοδος της ακροδεξιάς, η ανασυγκρότηση των φασιστών µέσω των «Σπαρτιατών» και το αθροιστικό σχεδόν 15% δεξιότερα της πιο δεξιά µετατοπισµένης Ν∆ του τελευταίου µισού αιώνα, είναι σαφές µέτρο των πολύ αρνητικών πολιτικών συσχετισµών που έχουν δηµιουργηθεί. ∆εν είναι όµως αρκετά για να µιλήσουµε για συνολική συντηρητική στροφή της κοινωνίας αν µε αυτό εννοούµε συνολικά ιδεολογικά πρότυπα. Από την άποψη των πολιτικών συσχετισµών υπάρχει σαφέστατα δεξιά στροφή. Σε επίπεδο ιδεολογικό, η πορεία επικράτησης του νεοφιλελευθερισµού από τα µέσα της δεκαετίας του ’80 και η υποχώρηση της Αριστεράς, έχουν µετατοπίσει δεξιά και το συνολικό ιδεολογικό υπόβαθρο της κοινωνίας. Όµως δεν υπάρχει µια αξιόλογη συντηρητική µετατόπιση µετά το 2019 που να εξηγεί τα τωρινά εκλογικά αποτελέσµατα. Αντίθετα, είχαµε προδροµικά σηµάδια µιας αρχόµενης κρίσης της νεοφιλελεύθερης ηγεµονίας όπως εκφράστηκε από λιγότερο ή περισσότερο µαζικές κοινωνικές πρακτικές (στο χώρο της νεολαίας, στα Τέµπη κ.λπ.). Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΜΕΡΑ25 έχουν κάθε λόγο να αποστρέφουν το βλέµµα από τις δικές τους ευθύνες για την ήττα τους µιλώντας για «φαινόµενο» που τους ξεπερνάει, αλλά καµιά συντηρητικοποίηση δεν µπορεί να εξηγήσει γιατί έχασαν τη επιρροή τους σε κόσµο της Αριστεράς και σε εργατολαϊκά στρώµατα που «κοίταζαν» προς α αριστερά.       

Η πολιτική δεξιά στροφή εξηγείται από τις πολιτικές ήττες της Αριστεράς – όχι το αντίστροφο. Όσο για την ιδεολογική, δηλαδή η νεοφιλελεύθερη, στροφή, αυτή είχε ήδη σχεδόν ολοκληρωθεί πολύ πριν τις τωρινές εκλογές. Αυτό δεν σηµαίνει ότι η κατάσταση δεν είναι πολύ δύσκολη και επικίνδυνη. Οι πολιτικές ερµηνείες όµως είναι κρίσιµες, αφού αυτές καθοδηγούν τα επόµενα βήµατα. Αν εδώ υπάρχει ένα ιδεολογικό φαινόµενο συντηρητικοποίησης που µας ξεπερνά, για ο οποίο δεν ευθύνεται η Αριστερά και άρα δεν µπορεί να το αντιµετωπίσει, τότε πάµε σε µια λογική όπως-όπως επιβίωσης, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να συσπειρωθούµε µε αυτούς ακριβώς που ευθύνονται για τις διαδοχικές ήττες – στο όνοµα µάλιστα του ενιαίου µετώπου. Αν όχι, πρέπει να πούµε ενότητα στη δράση, αλλά ταυτόχρονα «Βάρκιζα τέλος», και να εργαστούµε για µια πολιτική ανασυγκρότηση που θα ξεριζώνει τις διαρκείς αιτίες των διαδοχικών ηττών.     

Ανταρσύα και αντικαπιταλιστική Αριστερά

Από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει «σενάριο εργασίας» για την πολιτική ανασυγκρότηση της Αριστεράς πέρα από τη συγκρότηση µαζικής αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής αριστεράς. Όλες οι διαχειριστικές, σοσιαλδηµοκρατικές ή µισο-σοσιαλδηµοκρατικές εκδοχές (ανα)συγκρότησης της Αριστεράς ηττήθηκαν εµφατικά και κατ’ εξακολούθηση την τελευταία δεκαετία, ενώ το ΚΚΕ συµπεριφέρεται σαν υπερµεγέθης γκρούπα ιδεολογικής προπαγάνδας και σταθερής αποχής από τις πολιτικές διακυβεύσεις, χώρια που είναι ακραία σεχταριστικό απέναντι στην υπόλοιπη Αριστερά και µέσα στο κίνηµα. Αυτό όµως δεν σηµαίνει ότι η Ανταρσύα νίκησε ή ότι επιβεβαιώθηκε η ορθότητα της πολιτικής της. Η συγκρότησή της ήταν µια προωθητική στιγµή για την αντικαπιταλιστική Αριστερά, µε ευεργετικές επιπτώσεις για τον συντονισµό των δυνάµεών της σε σηµαντικούς κοινωνικούς χώρους, αλλά οι αδυναµίες του πολιτικού της σχεδίου την έχουν φανερά καθηλώσει.

Η στι8γµή όµως είναι ιστορική, δηλαδή από αυτές που διακρίνονται για το «τέλος εποχής» και τη µαζική ζήτηση για µια συζήτηση προσανατολισµού, όπου ευνοούνται νέα ξεκινήµατα. Η αντικαπιταλιστική-επαναστατική αριστερά δεν πρέπει να χάσει κι αυτή ην ευκαιρία. Πρέπει να επιδείξει την ωριµότητα να πάρει πρωτοβουλίες που θα δείξουν σε κόσµο της Αριστεράς και των κινηµάτων που «ψάχνεται» ότι µπορεί να κάνει υπερβάσεις και να αποτελέσει το πολιτικό «έδαφος» µιας απάντησης στα αδιέξοδα.

Σε ένα τοπίο απογοήτευσης και γενικής σύγχυσης, πρέπει να αρχίσουµε ξανά από το πρόγραµµα (τι έχουµε να προτείνουµε σον κόσµο) και τη συγκεκριµένη εξειδίκευση της τακτικής του ενιαίου µετώπου. Αν δεν το κάνουµε, η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜΕΡΑ25 θα επεκταθεί σύντοµα και στα δικά µας µέρη…

 




Δυνατή αντικαπιταλιστική Αριστερά!

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας “Κόκκινo Νήμα” Νο42 που κυκλοφορεί

«Μαύρο» στη Ν∆ – Καµία εµπιστοσύνη στον ΣΥΡΙΖΑ

Κριτική ψήφος στην Ανταρσύα, για ένα νέο µέτωπο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς

∆ύο µόλις µήνες µετά την τραγωδία στα Τέµπη και το συγκλονιστικό µαζικό κίνηµα που ξέσπασε, οι ευαισθησίες και η θεµατολογία που αυτό το κίνηµα έφερε στην κεντρική πολιτική σκηνή και στον δηµόσιο διάλογο και αντιπαράθεση φαίνεται να έχουν ξεχαστεί. Η προεκλογική ατζέντα έχει επανέλθει στις γνωστές της «συντεταγµένες». Η κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέκτησαν την πρωτοβουλία των κινήσεων, εκτόπισαν ευκολότερα απ’ ό,τι κι οι ίδιοι θα περίµεναν τη «θεµατολογία των Τεµπών», καθορίζουν µε άνεση την ατζέντα του δηµόσιου διαλόγου, υποχρεώνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να (παρ)ακολουθεί ανακλαστικά αυτή την ατζέντα και να βρίσκεται συνεχώς σε άµυνα, ενώ η µαζική-ρεφορµιστική Αριστερά έχει περιθωριοποιηθεί στον δευτερεύοντα ρόλο αριστερού σχολιασµού της επικαιρότητας. Πώς κατάφεραν η κυβέρνηση και ο Μητσοτάκης να βάλουν τόσο γρήγορα και εύκολα σε παρένθεση το κίνηµα των Τεµπών και όσα αυτό ανέδειξε; 

ΣΥΡΙΖΑ: µια φορά µνηµονιακός, για πάντα µνηµονιακός

Πρώτα απ’ όλα, αξιοποιώντας το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση µετά το 2019 συνέχισε ακάθεκτος στην πορεία µνηµονιακής προσαρµογής και αστικοποίησης. Η προεκλογική του στάση αποδεικνύει ότι δεν έχει καµία διάθεση να θίξει έστω και ελάχιστα τις θεµελιώδεις συντεταγµένες του καθεστώτος ακραίας εκµετάλλευσης της εργασίας και κλιµακούµενου αυταρχισµού και καταστολής που οικοδοµήθηκε µε τα µνηµόνια και σε ορισµένες όψεις του βάθυνε µε τις πολιτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη: Όχι µόνο αποφεύγει να πει και να κάνει οτιδήποτε θα συµβόλιζε έστω διαφωνία µε τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσµατα και τη «δηµοσιονοµική πειθαρχία» στο όνοµα της «βιωσιµότητας του χρέους», όχι µόνο δεν αµφισβητεί το καθεστώς της λιτότητας και της διάλυσης του κοινωνικού κράτους, όχι µόνο δεν αµφισβητεί τις ιδιωτικοποιήσεις και τους «κανόνες της αγοράς», αλλά δεν επιχειρεί καν να αντιπαραθέσει στην κυβερνητική ατζέντα του νεοφιλελεύθερου οικονοµικού success story µια κοινωνική ατζέντα για τους µισθούς, τις συντάξεις, το κοινωνικό κράτος. Απολογείται διαρκώς, για την περιβόητη επενδυτική βαθµίδα, για τις κυβερνητικής «επιτυχίες» στη µείωση του χρέους (που µειώνεται… αυξανόµενο), για το ποιος είναι καταλληλότερος να ωθήσει ψηλότερα τη ληστρική καπιταλιστική ανάπτυξη. Έφτασε να παρακολουθεί παράλυτος τον Μητσοτάκη να υπόσχεται αύξηση του κατώτατου µισθού στα 950 ευρώ και του µέσου µισθού στα 1.500 ευρώ (!) επειδή ο ίδιος δεν θέλει να διαταράξει ούτε καν µε ανέξοδη προπαγάνδα τις σχέσεις του µε τα µεγάλα αφεντικά της οικονοµίας -τους καπιταλιστές γενικά, τις τράπεζες ιδιαίτερα- ή να δυσαρεστήσει τους πιθανούς κυβερνητικούς εταίρους του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.          

Όµως ένα σηµαντικό τµήµα του κόσµου του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν έχει υποστεί µνηµονιακή προσαρµογή όπως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και θέλει µαχητική αντιπαράθεση µε ό,τι εκπροσωπεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, θα ξαναψηφίσει τον Τσίπρα για να φύγει ο Μητσοτάκης, µε την ελπίδα ότι θα επιβραδύνει κάπως την ορµή αυτού του οδοστρωτήρα που καταστρέφει τις ζωές τους. Χωρίς το άλλοθι πως κάνει ό,τι κάνει «µε το πιστόλι στον κρόταφο», η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει περίτρανα ότι η µνηµονιακή προδοσία του Ιουλίου του 2015 δεν ήταν «τακτικός ελιγµός» αλλά αλλαγή πολιτικής ταυτότητας που εγκαινίασε µια πορεία διαρκούς αστικοποίησης και µετατόπισης στο σοσιαλδηµοκρατικό κέντρο.

Και φυσικά, δεν περίµενε κανείς από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να υπερασπιστεί την «ατζέντα των Τεµπών», να θέσει στο επίκεντρο το αίτηµα για κρατικοποίηση του σιδηρόδροµου και να ανοίξει συνολικότερα την προεκλογική ατζέντα µε έµφαση στα ζητήµατα των ιδιωτικοποιήσεων και της λιτότητας. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον κόµµα της… ταξικής µεροληψίας αλλά για  λογαριασµό του κεφαλαίου.

ΜΕΡΑ25-Συµµαχία για τη Ρήξη: ό,τι να ’ναι, όπως να ’ναι, για να µπούµε στη Βουλή «και βλέπουµε»

Γιατί το ΜΕΡΑ25 δεν άρπαξε την ευκαιρία να θέσει στο κέντρο της συγκυρίας που δηµιουργήθηκε µε το «κίνηµα των Τεµπών» το ζήτηµα της κρατικοποίησης των σιδηροδρόµων, που µάλιστα στις δεδοµένες συνθήκες θα είχε πλειοψηφική αποδοχή; Μοιάζει περίεργο που δεν το έκανε, αλλά δεν είναι. Το ΜΕΡΑ25 «ξεχνά» επίσης να µιλήσει για τα πρωτογενή πλεονάσµατα και το χρέος, τα µεγάλα «λουκέτα» της στρατηγικής της λιτότητας, έχοντας αποδεχθεί την «πλήρη και έγκαιρη» (όπως ακριβώς έγραφε η συµφωνία µε τους δανειστές της 20ής Φεβρουαρίου 2015 που υπέγραψε ο Γ. Βαρουφάκης ως υπουργός Οικονοµικών) αποπληρωµή του χρέους, παρά τις αναφορές στη «χρεοδουλοπαροικία». Ο Γ. Βαρουφάκης πιστεύει ότι η Ελλάδα, µε ποσοστά µισθωτής εργασίας πάνω από 70%, δεν είναι µια «κανονική» καπιταλιστική χώρα όπου η διελκυστίνδα µεταξύ κερδών και µισθών είναι στο κέντρο του παραγωγικού συστήµατος, αλλά µια χώρα όπου όλες οι τάξεις χάνουν εξαιτίας του καθεστώτος της «χρεοδουλοπαροικίας» και γι’ αυτό δεν βάζει στο επίκεντρο την «κοινωνική ατζέντα» (µισθοί, συντάξεις), παρά µόνο έµµεσα, µε προτάσεις για την αντιµετώπιση της ακρίβειας (µείωση συντελεστών ΦΠΑ και ΑΤΑ) που σηµαίνει κατοχύρωση των µνηµονιακών απωλειών αλλά αποφυγή νέων. Παραπέµπει το ζήτηµα της «κοινωνικοποίησης» του ∆Ε∆∆ΗΕ, της ∆ΕΗ και του Α∆ΜΗΕ και την επανασύσταση της Ενιαίας ∆ΕΗ σε µεσοπρόθεσµο χρονικό ορίζοντα και φαντάζεται ότι άµεσα το πρόβληµα των υψηλών τιµών ενέργειας θα αντιµετωπιστεί µε έλεγχο των τιµών στην αγορά (κατάργηση του χρηµατιστηρίου ενέργειας και µείωση ΦΠΑ). ∆εν µιλάει για κρατικοποίηση τοµέων που συνδέονται µε δηµόσια αγαθά (όπως σιδηρόδροµοι και γενικά µεταφορές και παρακάµπτει το ζήτηµα της ιδιοκτησίας («ούτε κρατισµός-κοµµατισµός ούτε ιδιωτικοποίηση») ακόµη και για τοµείς όπως υγεία και παιδεία, µιλώντας για «κοινωνικοποίηση», ένα είδος κοινωνικού ελέγχου χωρίς κρατική ιδιοκτησία, που θα εξασφαλίζεται επειδή «ο σχεδιασµός και ο έλεγχος» θα γίνεται από Συµβούλια Κληρωτών και Εκλεγµένων Πολιτών (αγνώστων λοιπών στοιχείων) και η διοίκησή τους θα περάσει στα χέρια των εργαζοµένων σε αυτά. Πώς θα εξασφαλιστεί η διοίκηση χωρίς κρατική ιδιοκτησία, παραµένει µυστήριο.     

Μοιραία στρέφεται σε ευφάνταστες ιδέες, είτε νοµισµατικού χαρακτήρα (όπως το σχέδιο «∆ήµητρα») είτε πολιτικού χαρακτήρα (όπως οι προτάσεις για τα Συµβούλια Κληρωτών).      

Παρ’ όλα αυτά, το ΜΕΡΑ25 και η νεότευκτη συµµαχία του µε τη ΛΑΕ («Συµµαχία για τη ρήξη») προβάλλουν όχι µόνο σαν εκλογική λύση, αλλά και σαν ένα νέο ελπιδοφόρο εγχείρηµα στα µάτια κόσµου της αριστεράς (ακόµη και της αντικαπιταλιστικής) αλλά και για τµήµα των αριστερών αντισυστηµικών διαθέσεων.

Τι είναι όµως το εκλογικό µέτωπο ΜΕΡΑ25-Συµµαχία για τη Ρήξη; Πρώτον, δεν είναι ούτε µέτωπο ούτε συµµαχία, αλλά προσχώρηση της ΛΑΕ στις εκλογικές λίστες του ΜΕΡΑ25 και υποταγή στο πρόγραµµά του. Απόδειξη; Κανένα κοινό πρόγραµµα δεν ανακοινώθηκε. Το «κοινό» πρόγραµµα είναι το πρόγραµµα του ΜΕΡΑ25! Πού βασίζεται λοιπόν αυτό το πολιτικό σχέδιο, αυτή η προβαλλόµενη σαν νέα πολιτική πρόταση στον χώρο της Αριστεράς; Στη λογική «να κάνουµε κάτι κι ας είναι ό,τι να ’ναι», να πετύχουµε ένα καλό εκλογικό ποσοστό και έτσι να δηµιουργήσουµε ένα νέο «πολιτικό σύµπαν» για τον κόσµο της Αριστεράς, που µε τον ένα ή τον άλλον τρόπο κάτι καλό θα βγάλει. Είναι η στρατηγική της απελπισίας («δεν αντέχουµε άλλο, κάτι να γίνει επιτέλους»), που όµως είναι συνταγή της καταστροφής. Ο ΣΥΡΙΖΑ µέχρι και το 2015 είχε πολύ περισσότερο ριζοσπαστικό δυναµικό σε όλα τα επίπεδα, αλλά συντρίφτηκε λόγω του στρατηγικού του ελλείµµατος (ή µάλλον της περίσσειας ρεφορµισµού στη στρατηγική του). Το ΜΕΡΑ25-Συµµαχία για τη Ρήξη υπόσχεται µια πολλαπλώς αποδυναµωµένη εκδοχή επανάληψης των παλιών λαθών, προετοιµάζοντας έτσι µια δεύτερη πανωλεθρία για τα υπολείµµατα αριστερής διαφωνίας µε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ύστερα από την κατάρρευση της ΛΑΕ.   

ΚΚΕ: Στρατηγική των σοσιαλιστικών συµβόλων, συντηρητική και ηττοπαθής πολιτική στην πράξη

Γιατί το ΚΚΕ δεν έθεσε στο κέντρο της δηµόσιας αντιπαράθεσης το αίτηµα για κρατικοποίηση των σιδηροδρόµων µε εργατικό και κοινωνικό έλεγχο; Γιατί δεν είχε πολιτική συντονισµού των αγώνων και συνέχειας στο «κίνηµα των Τεµπών» ώστε να πάµε σε εκλογές µε το κίνηµα στον δρόµο; Γιατί είχε πολιτική κλεισίµατος του αγώνα των καλλιτεχνών ακριβώς τη στιγµή της κορύφωσης του «κινήµατος των Τεµπών»; Σε απάντηση τέτοιων ερωτηµάτων προβάλλει έναν υπερπληθωρισµό σοσιαλιστικών και κοµµουνιστικών αναφορών, µια στρατηγική των συµβόλων, τόσο περισσότερο όσο πιο συντηρητική και ηττοπαθής είναι στην πράξη η πολιτική του. Προβάλλει επίσης θεωρητικά άλλοθι: α) Ότι τα µεταβατικά αιτήµατα µέσα στον καπιταλισµό (αλλά, δυστυχώς ζούµε ακόµη στον ιστορικό χρόνο της καπιταλιστικής κυριαρχίας) γεννούν αυταπάτες ότι µπορούν να υλοποιηθούν σε συνθήκες καπιταλισµού. Και β) Ότι µεταβατικά αιτήµατα χωρίς κοινωνικοποίηση των µέσων παραγωγής είναι λάθος. Ο καιρός για τέτοια αιτήµατα, που πρέπει απαραίτητα να τίθενται στο πλαίσιο της κοινωνικοποίησης των µέσων παραγωγής συνολικά, είναι όταν δηµιουργηθεί επαναστατική κατάσταση και κριθεί το ζήτηµα της εργατικής εξουσίας. Μέχρι τότε, θα αντιδρούµε στις πολιτικές των κυβερνήσεων όχι επειδή µπορεί να αλλάξει κάτι πριν τον σοσιαλισµό αλλά για να εκπαιδευόµαστε σωστά, θα διδασκόµαστε την καρτερικότητα µέσα από διαδοχικές ήττες και κυρίως θα ενισχύουµε το κόµµα ενόψει της µεγάλης αναµέτρησης, όταν µε το καλό θα πέσει από τον ουρανό σαν ώριµο φρούτο η επαναστατική κατάσταση. Έτσι και µε τα Τέµπη: ούτε κρατικοποίηση των σιδηροδρόµων ούτε εκλογές µε το κίνηµα στον δρόµο. Επιστροφή στον εκλογικό αγώνα και εκκλήσεις στον λαό να αξιοποιήσει την πείρα του και να ενισχύσει το ΚΚΕ.    

Αριστερό και σοσιαλιστικό «φλας» για δεξιά στροφή και άλλοθι για αποχή από τις διακυβεύσεις της κάθε φορά συγκυρίας στο όνοµα της αναµονής της επαναστατικής κατάστασης και της εργατικής εξουσίας στο µακρινό µέλλον: αυτή είναι η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ στον κόσµο του κινήµατος και της Αριστεράς, και το πρόβληµα δεν είναι ο υπερβάλλων ριζοσπαστισµός της, αλλά ο υπερβάλλων συντηρητισµός της.

Ποια πολιτική πρόταση για την Αριστερά;

Στη µεγάλη εικόνα των εκλογών, δεν µας είναι αδιάφορες οι διαθέσεις του κόσµου του ΣΥΡΙΖΑ να κλείσει τον δρόµο στον Μητσοτάκη ακόµη και όταν δεν εµπιστεύεται την ηγεσία Τσίπρα. Αυτό όµως δεν είναι λόγος να αναγάγουµε αυτές τις διαθέσεις σε σχέδιο για την Αριστερά. Στη µεγάλη εικόνα, επίσης, δεν µας είναι αδιάφορο το συνολικό «σκορ» που θα καταγράψουν οι δυνάµεις της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25, Ανταρσύα) στις εκλογές, δηλαδή ο συνολικός αριστερός συσχετισµός δύναµης στις κάλπες. Όµως αυτό δεν είναι λόγος για να βάλουµε τα πολιτικά σχέδια-προτάσεις του ΜΕΡΑ25, του ΚΚΕ, της Ανταρσύα στον ίδιο παρονοµαστή, να υιοθετήσουµε µια εκλογική-πολιτική στάση που θα σήµαινε ότι η στρατηγική οικοδόµησης δεν έχει καµία, ούτε καν συµβολική σχέση µε τις εκλογές, ούτε καν µε την έννοια της σηµατοδότησης πολιτικών διαθέσεων και προθέσεων για την «επόµενη µέρα».

Η πλήρης πολιτική χρεοκοπία της ΛΑΕ και η εκλογικίστικη υπαγωγή της στο ΜΕΡΑ25 είναι ταυτόχρονα ήττα της λογικής και του πολιτικού σχεδίου «όσοι συναντιούνται στο κίνηµα να κατέβουν µαζί και στις εκλογές» και «όλη η εξωκοινοβουλευτική αριστερά µαζί στις εκλογές», παρακάµπτοντας κρίσιµα ζητήµατα που βρίσκονται στο κέντρο της ιστορικής αλλά και της άµεσης συγκυρίας όπως τα ζητήµατα του πολέµου, των «εθνικών θεµάτων» και της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Η ιστορική συγκυρία της γενικής κρίσης του καπιταλισµού µε τις πολλαπλές της όψεις, του «πολεµικού καπιταλισµού» της παρακµής, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για σχέδια ανασυγκρότησης και οικοδόµησης που δεν θα βασίζονται σε καθαρές προγραµµατικές συγκλίσεις για όλα τα µεγάλα µέτωπα της συγκυρίας, που δεν θα είναι ουσιαστικά -κι όχι µε συµβολικούς όρους ή διακηρυκτικά- αντικαπιταλιστικά, που δεν θα είναι στην προοπτική τους «συµβατά» µε τον στόχο της οικοδόµησης µαζικού αντικαπιταλιστικού-επαναστατικού κόµµατος, που δεν θα βασίζονται στο ενιαίο µέτωπο και το µεταβατικό σοσιαλιστικό πρόγραµµα.

Η θέση µας: Κριτική ψήφος στην Ανταρσύα, µε το βλέµµα στην «επόµενη µέρα»

Ενόψει τέτοιων ιστορικών καθηκόντων, δεν µπορεί να ανάγονται σε κριτήριο στάσης στις εκλογές οι επιµέρους προτιµήσεις συµµαχιών, η «χηµεία» µεταξύ οργανώσεων της αριστεράς ή, πολύ περισσότερο, «ιδιοσυγκρασιακές» προτιµήσεις.

Η θέση του Κόκκινου Νήµατος είναι καθαρή: κριτική υποστήριξη της Ανταρσύα στις εκλογές.

Υποστήριξη γιατί:

α) Εκπροσωπεί την πρώτη σηµαντική απόπειρα για δηµιουργία πολιτικού πόλου-µετώπου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, µε πανελλαδική αναγνωρισιµότητα και καταγραφή.

β) Η συγκρότησή της ενίσχυσε την ενότητα στη δράση, τον συσχετισµό και την παρουσία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε κοινωνικούς χώρους και κινήµατα (φοιτητές, εκπαιδευτικοί, υγεία, δήµοι).

γ) Η συµπόρευση των δυνάµεών της χαρακτηρίστηκε από αξιόλογη και προωθητική προγραµµατική συµφωνία, µε θετικές µετατοπίσεις σε κρίσιµα και «δύσβατα» ζητήµατα («εθνικά θέµατα», εθνικισµός, ελληνο-τουρκικός ανταγωνισµός και πόλεµος – αντιρατσισµός και αντισεξισµός), στο πλαίσιο µιας αντικαπιταλιστικής-ανατρεπτικής στρατηγικής.        

Κριτική γιατί:

∆εν ξεκαθαρίστηκε και αντίθετα παρέµεινε ασαφές εξαρχής το κρίσιµο ζήτηµα τι εργαλείο ήταν το µέτωπο και σε ποια προοπτική εντασσόταν. Εκδηλώθηκαν έτσι, συχνά µε ανταγωνιστικό τρόπο, πολύ διαφορετικές απόψεις και πολιτικές «ιδιοσυγκρασίες»: που συνέχεαν τη µορφή µέτωπο µε τη µορφή κόµµα, που αντιµετώπιζαν το µέτωπο είτε σαν «προστάδιο» για τη δηµιουργία νέου αντικαπιταλιστικού κόµµατος είτε εργαλειακά σαν πλαίσιο παρέµβασης για την ενίσχυση των επιµέρους οργανώσεων, που ήθελαν ή δεν ήθελαν µαζικές διαδικασίες και λειτουργίες βάσης, που ήταν ευεπίφορες σε ηγεµονισµούς κ.λπ.

Παρέµειναν σηµαντικές διαφωνίες για τον τρόπο που η Ανταρσύα ασκούσε πολιτική. Έτσι, ενώ δεν υπήρχαν σηµαντικές προγραµµατικές διαφωνίες, υπήρχαν σηµαντικές διαφωνίες στον τρόπο άσκησης πολιτικής, που σχετίζονταν µε τον τρόπο κατανόησης της τακτικής του ενιαίου µετώπου (µε τα «συµµετρικά» λάθη του σεχταρισµού και του οπορτουνισµού να αποκτούν ιδιαίτερο βάρος) και έφερναν διαρκώς σε οξεία αντίφαση την προωθηµένη προγραµµατική συµφωνία µε συγκεκριµένες πολιτικές επιλογές.   

Ωστόσο, η Ανταρσύα εκπροσωπεί θετικές παρακαταθήκες και ένα σηµαντικό στοιχείο του πολιτικού σχεδίου οικοδόµησης µαζικού αντικαπιταλιστικού-επαναστατικού κόµµατος, που παραµένει και δεν παραγράφεται εξαιτίας της κρίσης της: τον «ενδιάµεσο κρίκο» του αντικαπιταλιστικού πολιτικού µετώπου-συσχετισµού.   

Με το βλέµµα στην «επόµενη µέρα» των εκλογών, η συζήτηση για ένα νέο µέτωπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, που δεν µπορεί να είναι απλώς «προέκταση» ή διεύρυνση της Ανταρσύα, γονιµοποιηµένη από την πείρα της Ανταρσύα αλλά και την πείρα από την παρέµβαση δυνάµεων της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής αριστεράς στον Σύριζα µέχρι και το 2015, πρέπει να ξαναρχίσει αµέσως µετά τις εκλογές.

Η κριτική µας ψήφος στην Ανταρσύα ισοδυναµεί λοιπόν µε πολιτική διαθεσιµότητα για µια τέτοια συζήτηση.




Το αποτρόπαιο πρόσωπο του καπιταλισμού

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας “Κόκκινo Νήμα” Νο39 που κυκλοφορεί

Η ανείπωτη ανθρώπινη τραγωδία του σεισμού στη νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία αποκάλυψε τον εγκληματικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής “ανάπτυξης”, τον αντιλαϊκό χαρακτήρα του εθνικισμού και του μιλιταρισμού, τις διαχρονικές ευθύνες των κυβερνήσεων, τον κυνισμό και την υποκρισία της “διεθνούς κοινότητας”

Σε περιόδους “κανονικότητας”, όταν το σύστημα φαίνεται να ελέγχει και μάλιστα, στα μάτια των περισσότερων, να εγγυάται την “εύρυθμη” αναπαραγωγή της ζωής, οι “μεγάλες αλήθειες” μένουν λιγότερο ή περισσότερο καλά κρυμμένες. Μέχρις ότου, μια απότομη παρέκκλιση από την “κανονικότητα”, μια απότομη συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου, απελευθερώνει τις κρυμμένες αλήθειες από τα ιδεολογικά δεσμά της “κανονικότητας” και τις κάνει ορατές σε ευρύτερα ακροατήρια. Όπως όμως γνωρίζουμε από τη φυσική, η διάσταση του (ιστορικού στην προκείμενη περίπτωση) χρόνου δεν είναι η μόνη αποφασιστική. Ο χώρος έχει επίσης κομβική σημασία, και όταν πρόκειται για σημαντικά κοινωνικά γεγονότα, αφορά τον τόπο και το κοινωνικό έδαφος στο οποίο λαμβάνουν χώρα. Η φυσική επίσης, με τη θεωρία της σχετικότητας, μας έμαθε ότι σημαντική είναι και η θέση του παρατηρητή του φαινομένου. Βεβαίως, η κατά Μαρξ επιστήμη της Ιστορίας δεν διέπεται από τους νόμους που διέπουν τη φυσική επιστήμη, μπορούμε όμως να βρούμε εύγλωττες αναλογίες. Με αφορμή λοιπόν τον καταστροφικό διπλό σεισμό των 7,8 και 7,6 Ρίχτερ στη νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία βγήκαν στην επιφάνεια πολλές αλήθειες από αυτές που σε περιόδους “κανονικότητας” είναι καλά κρυμμένες. Αν θέλουμε να είμαστε πιο ακριβείς, δημιουργήθηκε η δυνατότητα να βγουν αυτές οι αλήθειες στην επιφάνεια και να γονιμοποιήσουν τη “συλλογική ευφυΐα”.

Φυσικά φαινόμενα και κοινωνικές επιπτώσεις

Ο σεισμός είναι φυσικό φαινόμενο. Οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές του επιπτώσεις όμως έχουν ισχυρή κοινωνικο-πολιτική διάσταση. Στην Ιαπωνία, χώρα με την ισχυρότερη ίσως αντισεισμική προστασία στον κόσμο, ένας σεισμός 7,8 Ρίχτερ μπορεί να μην έχει ούτε ένα θύμα. Δεν είναι λοιπόν τα Ρίχτερ που αποφασίζουν, αλλά οι κοινωνικές υποδομές. Μιλώντας γενικά, η ανθρωπότητα έχει όλα τα τεχνικά μέσα για αντισεισμική προστασία στον ύψιστο βαθμό, που θα μπορούσε να κάνει σεισμούς όπως αυτός στην Τουρκία και Συρία ελάχιστα επικίνδυνους και να περιορίσει σημαντικά τον αριθμό των θυμάτων και την έκταση των υλικών καταστροφών ακόμη και πολύ ισχυρότερων σεισμών.

Στις 11 Μαρτίου του 2011, ο ισχυρότερος σεισμός που εκδηλώθηκε ποτέ στην Ιαπωνία, 9-9,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, μαζί με το φονικό τσουνάμι που προκάλεσε (με κύματα έως και 40 μέτρων) και σάρωσε την ιαπωνική ενδοχώρα ταξιδεύοντας με ταχύτητα 10 χιλιομέτρων την ώρα. Ο τελικός απολογισμός ήταν 15.900 νεκροί, στη συντριπτική τους πλειονότητα από το τσουνάμι και μόνο 900 περίπου από καταστροφή κτηρίων.

Στον τωρινό σεισμό σε Τουρκία – Συρία, με πολύ μικρότερη ένταση και χωρίς τσουνάμι, ο θλιβερός απολογισμός θα ξεπεράσει κατά πολύ τους 50.000 νεκρούς. Η διαφορά έγκειται όλη κυρίως στην αντισεισμική προστασία: αυστηρός αντισεισμικός κανονισμός για σεισμούς πολύ μεγάλης έντασης, που τηρείται, αντισεισμική εκπαίδευση κ.λπ.

Θα ήταν όμως λάθος να συγκρίνουμε χώρες με βάση τον πολύ αόριστο δείκτη της “αντισεισμικής κουλτούρας”. Δεν είναι μόνο ότι η πολιτική τάξη της Ιαπωνίας συνειδητοποίησε τις συνέπειες από τον έντονα σεισμικό χαρακτήρα της χώρας, είναι επίσης τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ιαπωνικού καπιταλισμού που του επέτρεψαν να εντάξει σε ένα πλάνο κερδοφορίας των Ιαπώνων καπιταλιστών τον κατασκευαστικό τομέα της χώρας με όρους τέτοιας αντισεισμικής προστασίας. Οποιαδήποτε “σωτήρια” για την κοινωνία παρέμβαση ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να την εντάσσει στον μηχανισμό της κερδοφορίας. Οτιδήποτε υπονομεύει την κερδοφορία, οτιδήποτε στερεί “αντιπαραγωγικά” από τον μηχανισμό της παραγωγής κέρδους οικονομικούς, ανθρώπινους και φυσικούς πόρους, απορρίπτεται ασυζητητί. Ακόμη και για την πιο μεγάλη και γενικευμένη απειλή, την κλιματική κρίση, ο καπιταλισμός ένα πράγμα γνωρίζει να κάνει: να δώσει κίνητρα στον ιδιωτικό τομέα να κάνει πράσινες μπίζνες.

Υπάρχουν όμως κοινωνικές ανάγκες που δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να “συντονιστούν” με τον κανόνα του κέρδους.

Στην ισχυρότερη οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά χώρα του πλανήτη, το 2005 ο τυφώνας “Κατρίνα” έβαλε μια ολόκληρη πόλη, τη Νέα Ορλεάνη, κάτω από το νερό, προκάλεσε 1.833 θανάτους και καταστροφές 81 δισ. δολαρίων (με την ισοτιμία του 2005). Σε τέτοιες περιπτώσεις το ραντάρ του κέρδους μπορεί να εντοπίσει μόνο τα εκ των υστέρων κέρδη για την “ανοικοδόμηση”. Ο καπιταλισμός είναι αλλεργικός στις μπίζνες για την πρόληψη κοινωνικών καταστροφών λόγω ακραίων φυσικών φαινομένων. Γνωρίσει μόνο τις μπίζνες πάνω στο έδαφος της καταστροφής.

Σε κάθε περίπτωση, η έκταση των κοινωνικών επιπτώσεων ενός ακραίου (δηλαδή μεγάλης έντασης) φυσικού φαινομένου δεν προσδιορίζεται αυτόματα όπως η ένταση ενός σεισμού στην κλίμακα Ρίχτερ: προσδιορίζεται από την επάρκεια των κοινωνικών υποδομών πρόληψης αλλά και “καταστολής” των επιπτώσεων. Στον σεισμό σε Τουρκία-Συρία η πλήρης απουσία αντισεισμικού σχεδιασμού (σε μια χώρα σεισμογενή, στην οποία μάλιστα προλέγεται νέος μεγάλος σεισμός στη θάλασσα του Μαρμαρά που, αν γίνει, θα πλήξει την πυκνοκατοικημένη Ιστανμπούλ των 15 εκατομμυρίων κατοίκων), η με πολιτική κάλυψη καταστρατήγηση κάθε αντισεισμικής πρόβλεψης στην κατασκευή των κτηρίων, η πλήρης ανυπαρξία μηχανισμού αποτελεσματικής επέμβασης ιδιαίτερα τα πρώτα κρίσιμα εικοσιτετράωρα μετά τον σεισμό, κι όχι τα 7,8 Ρίχτερ καθαυτά, προσδιόρισαν την τρομακτική έκταση της κοινωνικής καταστροφής.

Κοινωνικό κράτος: αυτό που καταστρέφεται και αυτό που δεν πρόλαβε καν να οικοδομηθεί

Ο σεισμός σε Τουρκία-Συρία είναι μια φρικτή αφορμή για να σκεφτούμε πιο συνολικά το κρίσιμο ζήτημα των κοινωνικών υποδομών.

Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός των τελευταίων δεκαετιών, που διασφαλίζει την υψηλή κερδοφορία εμβαθύνοντας διαρκώς τη στρατηγική της λιτότητας, καταστρέφει συστηματικά τους μεταπολεμικούς πυλώνες του “κοινωνικού κράτους”: την κοινωνική ασφάλιση, την υγεία, την παιδεία, τα κοινωνικά επιδόματα. Το “παλιό” κοινωνικό κράτος καταστρέφεται ενώ αναδεικνύεται πιεστική η ανάγκη για ένα “νέο” κοινωνικό κράτος που θα εντάξει στις πρόνοιές του και την αντιμετώπιση των ακραίων φυσικών φαινομένων. Η κλιματική αλλαγή/κρίση, για την οποία ο στόχος της ανάσχεσης έχει χαθεί και επομένως θα κλιμακωθεί τις επόμενες δύο δεκαετίες, θα κάνει πιο συχνά και πιο καταστροφικά ακραία καιρικά φαινόμενα όπως οι ξηρασίες, οι πλημμύρες, οι τυφώνες και οι φονικές μεγα-πυρκαγιές – ενώ και το ζήτημα της μόλυνσης του υπεδάφους και του νερού, της επιφάνειας και της ατμόσφαιρας έχει επίσης φτάσει στο “μη περαιτέρω”. Πέρυσι, το 1/3 της έκτασης του Πακιστάν καλύφθηκε από τα νερά εξαιτίας τρομακτικών πλημμυρών, το Μπαγκλαντές και άλλα κράτη και περιοχές κινδυνεύουν να βρεθούν κάτω από το νερό εξαιτίας της αναμενόμενης ανόδου της στάθμης της θάλασσας, το δε Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός προειδοποίησε φέτος ότι την επόμενη δεκαετία θα έχουμε κατάρρευση οικοσυστημάτων, μεγάλης έκτασης φυσικές καταστροφές, μεγάλης έκτασης εξαναγκαστική μετανάστευση κ.λπ. – για να μη μιλήσουμε για την επάνοδο της πυρηνικής απειλής εξαιτίας της έντασης του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού ή τις καταστροφές που φέρνει ο συμβατικός πόλεμος…

Οι σεισμοί παραμένει η μόνη μη ανθρωπογενής (ως προς τις αιτίες της) απειλή που προστίθεται σε όλα αυτά, αλλά ο περιορισμός των καταστρεπτικών του συνεπειών είναι απόλυτα κοινωνικό ζήτημα.

Για την πρόληψη (κατά το δυνατόν) και την αντιμετώπιση όλων αυτών (δηλαδή τον περιορισμό της κλίμακας των συνεπειών και την αρωγή στους πληγέντες, όχι μόνο για να σωθούν οι ζωές τους αλλά και για να ανακτήσουν τα πρότερα επίπεδα ζωής) απαιτείται η οικοδόμηση ενός νέου, ισχυρού πυλώνα του κοινωνικού κράτους, που πλέον δεν θα αφορά τις άμεσες προϋποθέσεις αναπαραγωγής της ζωής αλλά τις συνολικότερες. Απαιτείται… επιστημονική φαντασία για να υποθέσουμε ότι ο καπιταλισμός -πολλώ δε μάλλον ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός-, που θεωρεί όρο της δικής του αναπαραγωγής τη συστηματική καταστροφή του “παλιού” κοινωνικού κράτους, θα οικοδομήσει το νέο κοινωνικό κράτος που απαιτεί η ιστορική συγκυρία. Θα κάνει μπίζνες πάνω στην καταστροφή και θα αφήσει την επιβίωση των θυμάτων στην… ατομική τους ευθύνη.

 

«Τι ‘ν’ η πατρίδα μας» και πώς μετριέται η ισχύς της;

Ο σεισμός σε Τουρκία-Συρία προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία -δυστυχώς στο έδαφος μιας τεράστιας κοινωνικής καταστροφής- για να συνειδητοποιηθεί ο αντι-κοινωνικός και αντιδραστικός χαρακτήρας του εθνικισμού γενικά και του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού ειδικά. Αφήνουμε κατά μέρος τους πλέον σκατόψυχους που πανηγύρισαν για τα παθήματα των “εχθρών”, αυτή την αμοραλιστική ή και φασιστική “εμπροσθοφυλακή” του εθνικισμού, για να μιλήσουμε για τα πιο ουσιαστικά. Στα μεγάλα κοινωνικά γεγονότα αποδεικνύεται περίτρανα ότι υπάρχουν δύο πατρίδες: η πατρίδα του κεφαλαίου και η πατρίδα των μισθωτών εργατών και της φτωχολογιάς. Οι μεγάλες καταστροφές όχι μόνο δεν ενώνουν αυτές τις δύο πατρίδες, αλλά αποδεικνύουν τον αγεφύρωτο ανταγωνισμό μεταξύ τους. Πόσο ισχυρή αποδείχθηκε η Τουρκία την “ώρα της κρίσεως”; Τετραπλασίασε το ΑΕΠ της μέσα σε 15 χρόνια, έχει τον δεύτερο ισχυρότερο στρατό του ΝΑΤΟ, ασκεί περιφερειακή πολιτική ισχύος, αλλά την κρίσιμη στιγμή αποδείχθηκε τελείως ανίσχυρη μπροστά στον Εγκέλαδο; Και ποια από τις δύο πατρίδες πλήρωσε το βαρύ τίμημα; Η πατρίδα των εργατών και των φτωχών. Και η Ελλάδα μπορεί να δοκιμαστεί από μεγάλο σεισμό, προέβλεψε ο καθηγητής φυσικών καταστροφών Κων/νος Συνολάκης. “Είμαστε σε αυτό το παράθυρο του αιώνα”, είπε. Ποιος αμφιβάλλει ότι, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, και η “ισχυρή Ελλάδα” θα δοκιμαστεί από μια μεγάλη ανθρώπινη τραγωδία, στην οποία πάλι θα πληρώσει το βαρύ τίμημα η πατρίδα των εργατών και των φτωχών; Και ότι το ισχυρό “μας” κράτος -στην Τουρκία, εδώ και παντού- δεν θα στερήσει πόρους από την ανάπτυξη για το κέρδος για να κάνει μια “αντιπαραγωγική επένδυση πόρων” συνδράμοντας ουσιαστικά τα θύματα;

Η πατρίδα των εργατών και των φτωχών, η δική μας πατρίδα, είναι τόσο ισχυρή όσο οι κοινωνικές τους κατακτήσεις. Είναι τόσο πιο ισχυρή, όσο αυτές μπαίνουν πάνω από τα κέρδη. Η ισχύς της δικής μας πατρίδας είναι αντιστρόφως ανάλογη της ισχύος των μηχανισμών που εμπεδώνουν την ανάπτυξη για το κέρδος, των μηχανισμών που περικόπτουν τους μισθούς και τις κοινωνικές δαπάνες για να επιδοτήσουν παντοιοτρόπως τους καπιταλιστές, να χρηματοδοτήσουν πολυδάπανα εξοπλιστικά προγράμματα (που προετοιμάζουν τις μεγάλες κοινωνικές καταστροφές του πολέμου), να κάνουν προσλήψεις αστυνομικών κι όχι γιατρών ή δασκάλων, να χτίσουν φαραωνικά έργα-σύμβολα της ανάπτυξης για τους λίγους κι όχι νοσοκομεία και σχολεία.

Ο αντιδραστικός και αντι-κοινωνικός χαρακτήρας του εθνικισμού, σε Ελλάδα και Τουρκία, αποκαλύπτεται τώρα σε όλη του τη γύμνια. Και είναι χαρακτηριστικό πως οι δύο πατρίδες, στην Τουρκία και στην Ελλάδα, δεν βγάζουν το ίδιο συμπέρασμα, δεν έχουν καν την ίδια γλώσσα για να μιλήσουν: οι “από πάνω”, ο Ερντογάν κι ο Μητσοτάκης, Ο Δένδιας και ο Τσαβούσογλου, σκέφτονται και μιλάνε για τους νέους ορίζοντες της διπλωματίας, για τη διπλωματία των σεισμών”, δηλαδή για το ενδεχόμενο -με την παρέμβαση και ισχυρών “μεσαζόντων” του δυτικού ιμπεριαλισμού- να ανοίξουν προοπτικές για διευθέτηση του μεταξύ τους ανταγωνισμού και διαμοιρασμού των μεριδίων εκμετάλλευσης του υποθαλάσσιου πλούτου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Οι δεκάδες χιλιάδες των νεκρών, στην υπηρεσία του διαμοιρασμού των κερδών και της περιφερειακής ισχύος… Η δική μας πατρίδα όμως, οι δικοί μας άνθρωποι, οι εργάτες, οι φτωχοί, οι νέοι/ες χωρίς μέλλον, άλλο πράγμα συνειδητοποιούν: την κοινή τους μοίρα, ότι δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν, κι ότι την κρίσιμη στιγμή της μεγάλης ανάγκης μόνο “ο λαός σώζει τον λαό”. Γι’ αυτούς, η βασική έννοια είναι η αλληλεγγύη των λαών – κι όχι η διπλωματία των σεισμών.

Η “διεθνής κοινότητα”: κοινότητα ληστών και εγκληματιών

Τα αποκαλυπτήρια όμως αφορούν εξίσου και αυτό που τα αστικά μίντια ονομάζουν “διεθνής κοινότητα”. Η παλιότερη και πρόσφατη εμπειρία και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχουν ήδη αποκαλύψει πολλά. Ο σεισμός αποκάλυψε ακόμη περισσότερα. Πρώτα απ’ όλα, δεν πρόκειται καν για “κοινότητα”, αλλά για ανταγωνιζόμενους ληστές των διεθνών σχέσεων, που έχουν καταστήσει άχρηστα όλα τα δικά τους διεθνή όργανα: τον ΟΗΕ, τον ΠΟΕ, την ετήσια σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα. Ύστερα, αποδεικνύουν για μία ακόμη φορά ότι μπροστά στα συμφέροντά τους δεν διστάζουν να προκαλέσουν μεγάλες κοινωνικές καταστροφές – με την πείνα, τις πανδημίες, τον λιμό, τον πόλεμο. Δεν χρειάζεται καν να κομίσουν άλλες αποδείξεις για να μας πείσουν ότι δεν συγκινούνται μπροστά σε οποιασδήποτε έκτασης κοινωνική καταστροφή. Το εγκληματικό εμπάργκο ενάντια στη Συρία (όπως και ενάντια στο Ιράν κ.λπ.) διαρκεί ήδη, εμπλουτιζόμενο κατά περίπτωση με νέα μέτρα, πολλές δεκαετίες. Μεταξύ άλλων, απαγορεύει τις προσεδαφίσεις αεροπλάνων στα αεροδρόμια της Συρίας. Όποιος/α φαντάστηκε ότι αυτοί ότι αυτοί οι αυτοπροβαλλόμενοι σαν υπερασπιστές της δημοκρατίας και της διεθνούς ευημερίας θα επεδείκνυαν -έστω και υποκριτικά και προσχηματικά- την ευαισθησία να άρουν έστω αυτή την απαγόρευση για να καταστεί δυνατή η μεταφορά ανθρωπιστικής βοήθειας στη Συρία, αποδείχθηκαν πολύ αφελείς. Όπως μέσα στις επιμέρους χώρες το τίμημα των μεγάλων καταστροφών το πληρώνει η πατρίδα των εργατών και των φτωχών, έτσι και στη “διεθνή σκηνή” το τίμημα των καταστροφών πληρώνεται πολύ βαρύτερο από αυτούς που είναι οι τελικοί αποδέκτες της ιμπεριαλιστικής επιβολής. Στην προκείμενη περίπτωση, όχι το καθεστώς Άσαντ, που έχει ειδικευτεί πολύ καλά στο να σφάζει τον λαό του χωρίς να χρειάζεται σε αυτό διεθνή βοήθεια, αλλά οι σεισμόπληκτοι της βόρειας Συρίας.

Η “διεθνής κοινότητα” αποκαλύπτεται για άλλη μία φορά αυτό που είναι: συμμορία ληστών και εγκληματιών, που οργανώνουν, μέσα από συμφωνίες και ανταγωνισμούς, τον διεθνή μηχανισμό κατανομής του κέρδους και της ισχύος. Αυτοί που οργανώνουν μέσα στις ίδιες τους τις χώρες τις κοινωνικές καταστροφές εναντίον της πατρίδας των εργατών και των φτωχών, αυτοί που επιμελούνται τον “διεθνή καταμερισμό των καταστροφών”, δεν έχουμε αυταπάτες ότι θα συνδράμουν τα θύματα.

Τι είναι σημαντικό – και για ποιους;

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για κάτι ακόμη χειρότερο από αυτό που μόλις ειπώθηκε: το πόσο σημαντικό “οφείλουμε” να πιστέψουμε ότι είναι ένα διεθνές γεγονός, όπως τώρα ο καταστροφικός σεισμός σε Τουρκία και Συρία, θα το πει και θα προσπαθήσει να το επιβάλει το διεθνές “χρηματιστήριο” των σημασιών, αυτό που με τα αστικά μίντια και συνολικά τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του συστήματος ιεραρχεί και σημασιοδοτεί τα διεθνή γεγονότα. Αυτό που πείθει ότι “ένας πόλεμος στην Ευρώπη” πρέπει να μας ευαισθητοποιεί περισσότερο από την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ ή έναν διαρκή εμφύλιο στην Αφρική – ακόμη και αν έχουν πολύ καταστροφικότερα αποτελέσματα. Αυτό που θέλει να πείσει ότι οι πρόσφυγες και προσφύγισσες από την Ουκρανία είναι “δικοί μας” και αξίζουν την αλληλεγγύη μας, ενώ οι Σύριοι, Αφγανοί, Αφρικανοί, Ασιάτες κ.λπ. όχι. Αυτό που θυμάται τον ΟΗΕ όταν -ρέπει να επικυρώσει ιμπεριαλιστικές εκστρατείες και πολέμους αλλά κωφεύει στις εκκλήσεις του για λιμούς και επισιτιστικές τραγωδίες.

Ο σεισμός στην Τουρκία και τη Συρία είναι, οιονεί, ένας σεισμός στις άμεσες παρυφές της Ευρώπης. Η ανθρώπινη τραγωδία είναι δύσκολο να υποτιμηθεί. Από την Αριστερά και τα κινήματα αλληλεγγύης εξαρτάται τα πικρά συμπεράσματα και η αποκαλυπτική δύναμη των γεγονότων να γίνουν κτήμα της “συλλογικής ευφυΐας” και της συλλογικής μνήμης των “από κάτω”. Κι εδώ δεν αρκεί το θεμελιώδες “ένστικτο” της αλληλεγγύης: είναι απαραίτητα τα ιστορικά και σύγχρονα μαθήματα του διεθνισμού. Απέναντι στη διεθνή κοινότητα των ληστών, η δική μας “διεθνής κοινότητα” είναι οι συνασπισμένες “πατρίδες” των εργατών και των φτωχών – αυτή που δεν έχουμε και πρέπει επειγόντως να οικοδομήσουμε.




2023: έτος καμπής, στην Ελλάδα, την Ευρώπη, τον κόσμο

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας “Κόκκινo Νήμα” Νο39 που κυκλοφορεί

Την τελευταία τριετία, οι αναλύσεις και εκθέσεις διάφορων καπιταλιστικών θεσμών -γνωστών και μη εξαιρετέων- αλλά και οι δημόσιες παρεμβάσεις «επώνυμων» με διεθνή φήμη, αποκτούν όλο και πιο έντονα… στοχαστικό χαρακτήρα. Στο τέλος του 2022, τρεις διακεκριμένοι «γκουρού» του συστήματος, ο Μπιλ Γκέιτς, ο Νουριέλ Ρουμπινί και ο Μοχάμεντ Ελ-Εριάν, είπαν τα δικά τους «κάλαντα» γεμάτα μαύρες προβλέψεις για τις οικονομικές -και όχι μόνο- προοπτικές για το 2023. Και στις 10 Ιανουαρίου, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός (WEF) εξέδωσε την ετήσια έκθεσή του για το 2023, υπερφορτωμένη με «μαύρες προφητείες». Είναι φανερό: οι «απέναντι» φοβούνται και εκφράζουν τους φόβους τους δημόσια – έστω και σε διπλωματική γλώσσα. Είναι σημαντικό να ακούσουμε τι έχουν να (μας) πουν…

To Φόρουμ του Νταβός… εκτιμά την ιστορική συγκυρία

Η πρόσφατη, των αρχών Ιανουαρίου, ετήσια έκθεσή του 2023 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic ForumWEF) του Νταβός περιέχει εντυπωσιακές εκτιμήσεις για τα επόμενα χρόνια. Μεταξύ άλλων, η έκθεση παραθέτει πίνακα στον οποίο ιεραρχεί τους σημαντικότερους κινδύνους που θα αντιμετωπίσει ο κόσμος για τα επόμενα δύο χρόνια και για τα επόμενα 10 χρόνια. Η κατάταξη είναι πράγματι εντυπωσιακή:

  • Για την επόμενη διετία, ως υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος καταγράφεται η «κρίση κόστους διαβίωσης». Υπ’ αριθμόν 2 κίνδυνος, οι «φυσικές καταστροφές και ακραία καιρικά φαινόμενα» και υπ’ αριθμόν 3 κίνδυνος η «γεωοικονομική αντιπαράθεση». Πιο χαμηλά στη λίστα βρίσκουμε τις κλιματικές απειλές («αποτυχία μετριασμού της κλιματικής αλλαγής», «Μεγάλης κλίμακας περιβαλλοντικές καταστροφές», «κρίση φυσικών πόρων»), στη μέση της κλίμακας τη «Διάβρωση της κοινωνικής συνοχής και κοινωνική πόλωση», 8η στη σειρά την απειλή «Εκτεταμένο κυβερνοέγκλημα και κυβερνοασφάλεια» και στην τελευταία θέση τη νεοεμφανιζόμενη σε τέτοιες εκθέσεις απειλή «Μεγάλης κλίμακας εξαναγκαστική μετανάστευση»!

  • Για την επόμενη δεκαετία, από τη λίστα αφαιρείται ο κίνδυνος της «Κρίσης κόστους διαβίωσης» και αντικαθίσταται από έναν ακόμη κλιματικό κίνδυνο «Μείωση βιοποικιλότητας και κατάρρευση οικοσυστήματος»! Η μεγάλη αλλαγή ωστόσο είναι άλλη: οι πρώτοι έξι κίνδυνοι στη λίστα αφορούν άμεσα (οι 5 εξ αυτών) ή έμμεσα (ο 6ος) την κλιματική αλλαγή/κρίση και ένας 7ος είναι στην τελευταία θέση (7 στους 10 συνολικά)! Εντυπωσιακή επίσης είναι η κατάταξη των κινδύνων «Διάβρωση της κοινωνικής συνοχής», «Εκτεταμένο κυβερνο-έγκλημα και κυβερνο-ασφάλεια» και «γεωοικονομική αντιπαράθεση» στις θέσεις 7-9 της σχετικής λίστας.

Πρόκειται για καπιταλιστική εκτίμηση της ιστορικής συγκυρίας που τείνει να διαμορφωθεί, από την οποία απορρέουν κάποια σημαντικά συμπεράσματα:

  • Στην επόμενη διετία δεν θα έχουμε απλώς ακρίβεια, αλλά «κρίση κόστους διαβίωσης». Η αφαίμαξη του εργατικού εισοδήματος από τον πληθωρισμό θα πάρει μεγάλες διαστάσεις και, σε συνδυασμό με την προαναγγελλόμενη ύφεση, θα δημιουργήσει συνθήκες κρίσης στην καθημερινότητα της εργατικής τάξης.

  • Η «γεωοικονομική αντιπαράθεση» θα είναι κορυφαίος κίνδυνος. Με τον όρο αυτό, καθώς και με τον δίδυμο όρο «γεωπολιτική αντιπαράθεση», οι εκθέσεις των καπιταλιστικών οργανισμών εννοούν τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η υποβάθμιση αυτού του κινδύνου στη λίστα των 10 χρόνων ενδεχομένως εμπεριέχει μια εκτίμηση ότι στην επόμενη διετία θα λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία και αυτό θα εξομαλύνει την κατάσταση όσον αφορά την ένταση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Μια τέτοια εκτίμηση ωστόσο είναι λαθεμένη: Είναι ακριβώς η επόμενη δεκαετία, ίσως μάλιστα και η επόμενη πενταετία, που θα κριθεί το ζήτημα της παγκόσμιας οικονομικής πρωτοκαθεδρίας ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, σε ιμπεριαλιστική Δύση και ιμπεριαλιστική Ανατολή συνολικότερα.

  • Όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, είναι φανερά τρία πράγματα:
    α) Ότι οι καπιταλιστές είναι πλέον βέβαιη πως όχι μόνο έχει χαθεί το «τρένο» της ανάσχεσης της κλιματικής κρίσης, όχι μόνο θα υπάρξει αποτυχία μετριασμού της κλιματικής κρίσης, αλλά θα υπάρξει και αποτυχία όσον αφορά στην «προσαρμογή» στην κλιματική κρίση, δηλαδή στην αντιμετώπιση των συνεπειών της,
    β) Ότι οι συνέπειες θα είναι τρομερές: όχι απλώς αύξηση της συχνότητας και της έντασης των ακραίων καιρικών φαινομένων, αλλά και μεγάλης κλίμακας φυσικές καταστροφές, κατάρρευση οικοσυστήματος και μεγάλης κλίμακας εξαναγκαστική μετανάστευση!

Πλησιάζουμε στα χρόνια που η κλιματική αλλαγή/κρίση δεν θα είναι απλώς μία κρίση ανάμεσα στις άλλες, αλλά Η Κρίση, που θα επισκιάσει όλες τις άλλες, θα συγχωνευτεί μαζί τους και θα προσδώσει στη μία-πολύπλευρη κρίση του καπιταλισμού εφιαλτικά χαρακτηριστικά.

Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για τα επόμενα 2 και 10 χρόνια*

Για τα επόμενα 2 χρόνια

Για τα επόμενα 10 χρόνια

Κρίση κόστους διαβίωσης

Αποτυχία μετριασμού

της κλιματικής αλλαγής

Φυσικές καταστροφές

και ακραία καιρικά φαινόμενα

Αποτυχία προσαρμογής

στην κλιματική αλλαγή

Γεωοικονομική αντιπαράθεση

Φυσικές καταστροφές

και ακραία καιρικά φαινόμενα

Αποτυχία μετριασμού

της κλιματικής αλλαγής

Μείωση βιοποικιλότητας και κατάρρευση οικοσυστήματος

Διάβρωση της κοινωνικής

συνοχής και κοινωνική πόλωση

Μεγάλης κλίμακας

εξαναγκαστική μετανάστευση

Περιβαλλοντικές καταστροφές μεγάλης κλίμακας

Κρίσεις φυσικών πόρων

Αποτυχία προσαρμογής

στην κλιματική αλλαγή

Διάβρωση της κοινωνικής

συνοχής και κοινωνική πόλωση

Εκτεταμένο κυβερνο-έγκλημα

και κυβερνο-ασφάλεια

Εκτεταμένο κυβερνο-έγκλημα

και κυβερνο-ασφάλεια

Κρίσεις φυσικών πόρων

Γεωοικονομική αντιπαράθεση

Μεγάλης κλίμακας

εξαναγκαστική μετανάστευση

Περιβαλλοντικές καταστροφές μεγάλης κλίμακας

*Ετήσια έκθεση 2023 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός (WEF Global Risk Report 2023)

Η οικονομική κρίση

Όσον αφορά την οικονομική κρίση, όλες οι προβλέψεις των καπιταλιστικών οργανισμών συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι το 2023 θα επιδεινωθεί σε όλες τις βασικές της παραμέτρους:

-η παγκόσμια οικονομία θα επιβραδυνθεί μέχρι τη στασιμότητα ή ίσως και την ύφεση

-Ο συνολικός πληθωρισμός θα μειωθεί, αλλά η ακρίβεια θα παραμείνει και θα ενταθεί, αφού η πτώση του πληθωρισμού δεν σημαίνει μείωση των τιμών, αλλά μείωση του ρυθμού περαιτέρω αύξησης των τιμών

-η ανεργία και ο πληθωρισμός θα φέρουν αύξηση της ανεργίας, μεγάλη μείωση του εργατικού εισοδήματος, μεγάλη μείωση της πραγματικής αξίας των καταθέσεων

– η μείωση του εισοδήματος σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων, θα φέρουν μεγάλη αύξηση των δόσεων αποπληρωμής τραπεζικών δανείων, αλλά και νέα γενιά «κόκκινων» δανείων.

Οι εξαγγελλόμενες πολιτικές των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων θα επιδεινώσουν όλες τις παραπάνω συνέπειες, καθώς:

  • Οι κεντρικές τράπεζες ανακοινώνουν περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων, με αναπόφευκτες συνέπειες την ακόμη μεγαλύτερη οικονομική επιβράδυνση ή και ύφεση.

  • Οι κυβερνήσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις κυβερνήσεις των χωρών-μελών της Ευρωζώνης, εξαγγέλλουν επιστροφή στις σκληρές πολιτικές λιτότητας στις δημόσιες δαπάνες, που όπως έχει αποδειχθεί περίτρανα είναι λιτότητα μόνο για τις δαπάνες για το κοινωνικό κράτος (ενώ τις δαπάνες για την καταστολή και τους εξοπλισμούς δεν τις αγγίζει η λιτότητα).

Πρόκειται για προαναγγελία «μεγάλης κλίμακας καταστροφών» -για να δανειστούμε την έκφραση της έκθεσης του Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός- για την εργαζόμενη μεγάλη πλειονότητα του πλανήτη, για αυτούς και αυτές που ζουν από τη δική τους εργασία κι όχι από την εργασία των άλλων.

Ο καπιταλισμός έχει ξεμείνει από λύσεις

Όπως σημειώνει ο Ηλίας Ιωακείμογλου (βλέπε «Μπροστά στην 4η οργανική κρίση του καπιταλισμού», σελ. 6-7), ο καπιταλισμός βιώνει την 4η οργανική (άλλως, διαρθρωτική ή δομική) κρίση του. Οργανική, δομική, διαρθρωτική ή δομική, σημαίνει ότι δεν μπορεί να ξεπεραστεί με επιμέρους προσαρμογές κάποιων παραμέτρων, αλλά απαιτεί δομική αναθεώρηση του μοντέλου καπιταλιστικής συσσώρευσης. Εδώ ακριβώς έγκειται ο ιστορικός, γενικευμένος και αδιέξοδος χαρακτήρας αυτής της κρίσης, που προσλαμβάνει παρακμιακά και εκφυλιστικά χαρακτηριστικά: ο καπιταλισμός έχει ξεμείνει από λύσεις και απαντήσεις που να έχουν τον αναγκαίο δομικό χαρακτήρα:

  • Έχει ήδη αποτύχει να ανακόψει την κλιματική αλλαγή/κρίση, για δύο βασικούς λόγους:
    α) Διότι για να την ανακόψει, θα έπρεπε να «αλλάξει δέρμα», να αρνηθεί το βασικότερο στοιχείο του γονιδιώματός του: την παραγωγή για το κέρδος, αλλά και τη διευρυμένη αναπαραγωγή. Ο καπιταλισμός όμως «δεν μπορεί να μην είναι ο εαυτός του».
    β) Διότι η φύση δεν είναι ένας «αντίπαλος» που μπορεί να αντιμετωπιστεί με τα γνωστά ως τα σήμερα μέσα: δεν «αντιδρά» στην ιδεολογική παραπλάνηση και την ιδεολογική σύγχυση, δεν υποτάσσεται με μέτρα καταστολής, η δε δομική αλλαγή που απαιτεί είναι αντίθετη με την ίδια τη φύση του καπιταλισμού.

  • Αποτυγχάνει -συστηματικά και διαρκώς όλο και περισσότερο- στο να ανατάξει την παραγωγικότητα, της οποίας οι αυξήσεις αποκλιμακώνονται από δεκαετία σε δεκαετία και προσεγγίζουν πλέον αναιμικά ποσοστά, τέτοια που δεν μπορούν να ανατροφοδοτήσουν τη δυναμική επανεκκίνηση του συστήματος.

  • Δεν υπάρχει παραγωγικός τομέας που να μπορεί να παίξει τον ρόλο της «ατμομηχανής», εξασφαλίζοντας νέα πεδία κερδοφορίας και ρυμουλκώντας τους υπόλοιπους τομείς σε μια νέα αναπτυξιακή δυναμική. Οι «πράσινες» επενδύσεις, στις οποίες κατευθύνονται όλο και περισσότερα κεφάλαια είναι ανταγωνιστικές με τις επενδύσεις στον τομέα των ορυκτών καυσίμων και αναγκασμένες να συνυπάρχουν με αυτές σε μια ισορροπία που δεν επιτρέπει μια λυτρωτική φυγή προς τα μπρος, περιορίζονται δε από τις αρχόμενες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής/κρίσης: στα επόμενα χρόνια, όλο και περισσότερο οι «πράσινες» επενδύσεις θα αφορούν τις τεχνολογίες δέσμευσης άνθρακα (για να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή, που όμως… δεν αντιμετωπίζεται), ενώ θα αυξάνεται η ανάγκη επενδύσεων για την αποκατάσταση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης: αποκατάσταση υποδομών και αποζημίωση πληττόμενων.

  • Ο κλιμακούμενος ανταγωνισμός των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αφενός έχει καταλυτικές οικονομικές συνέπειες, αφετέρου δεν μπορεί καν να εκτονωθεί εύκολα με ένα «Μεγάλο Πόλεμο», αυτοπροσώπως μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και μπλοκ, όπως συνέβη με τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
    Οι καταλυτικές οικονομικές συνέπειες είναι:
    α) η διάσπαση ή και αποδιάρθρωση των διεθνών αλυσίδων εφοδιασμού,
    β) η κλιμάκωση του ενεργειακού ανταγωνισμού και κρίσης,
    γ) η ανεξέλεγκτη πορεία της κλιματικής αλλαγής – και των επιπτώσεών της.
    Στο σύνολό τους, όλα αυτά σημαίνουν ότι ο καπιταλισμός είναι αναγκασμένος να αποχαιρετήσει πολλά από τα οικονομικά πλεονεκτήματα της «παγκοσμιοποίησης»: το χαμηλό κόστος παραγωγής (αφού η προμήθεια πρώτων υλών, ενέργειας και ενδιάμεσων προϊόντων δυσκολεύει και γίνεται πιο ακριβή), το χαμηλό κόστος των τελικών προϊόντων (που θα ενσωματώνουν ένα υψηλότερο κόστος παραγωγής), τη διάχυση της καινοτομίας.
    Όσο για την αδυναμία εκτόνωσης του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού με ένα μεγάλο πόλεμο, η μεγάλη διαφορά είναι πλέον η ύπαρξη των πυρηνικών όπλων σε ποσότητα και «ποιότητα» τέτοια, που σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου εξασφαλίζει τον αφανισμό του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα είχε ήδη τελειώσει εις βάρος της Ρωσίας αν δεν υπήρχαν τα πυρηνικά όπλα της Ρωσίας, οι δε πρώτος και δεύτερος Παγκόσμιοι Πόλεμοι δεν θα είχαν τη γνωστή κατάληξη αν υπήρχαν πυρηνικά όπλα στη διάθεση των εμπόλεμων δυνάμεων.

Ο καπιταλισμός ξεμένει από λύσεις απέναντι στην πολυπαραγοντική δομική του κρίση. Ο συνηθισμένος τρόπος, δηλαδή μια μεγάλης έκτασης καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων (ζωντανής και νεκρής εργασίας) αποφεύγεται συστηματικά για έναν πολύ σημαντικό λόγο: επειδή τόσο τα κράτη όσο και οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά είναι σε ιστορικά υψηλό βαθμό υπερχρεωμένα. Το συνολικό χρέος είναι 4 φορές πάνω από το παγκόσμιο ΑΕΠ και υποχρεώνει κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες να «απαγορεύουν» (για όσο θα μπορούν ακόμη) την έξοδο από την κρίση με την «παραδοσιακή» μέθοδο της καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων σε μεγάλη κλίμακα, δηλαδή με τον να επιτρέψουν μια ανεξέλεγκτη κρίση να κάνει εκτεταμένη «εκκαθάριση» αδύναμων κεφαλαίων.
Την ίδια στιγμή, μια άλλη, ιστορικά ιδιότυπη, διαδικασία καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων, μέσω των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής/κρίσης, είναι μη επιθυμητή (διότι επιδεινώνει και δεν ανατάσσει την κρίση) αλλά και αναπόφευκτη ταυτόχρονα.

Η «κοινωνική πόλωση»

Ο κίνδυνος της «κοινωνικής πόλωσης» αναφέρεται και προβάλλεται συστηματικά τους τελευταίους μήνες σε όλες τις εκθέσεις των διεθνών καπιταλιστικών οργανισμών, οίκων αξιολόγησης του χρέους, επενδυτικών τραπεζών κ.λπ. (όπως και στην προαναφερθείσα έκθεση του Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός). Τι εννοούν οι… ποιητές; Εννοούν τον άμεσο κίνδυνο να προκληθεί κοινωνική πόλωση και αναταραχή εξαιτίας της βίαιης επιδείνωσης των όρων ζωής της εργαζόμενης πλειονότητας λόγω της ακρίβειας. Εννοούν επίσης, πιο ειδικά, τον εκ του πληθωρισμού προερχόμενο κίνδυνο να «ξυπνήσει» η διεκδικητική δράση των εργαζομένων και των συνδικάτων (και έτσι να «αφυπνιστεί» και η Αριστερά) στο έδαφος του αιτήματος για αύξηση των μισθών ως αντιστάθμισμα στην ακρίβεια.
Δεν μένουν πολλές σταθερές όρθιες για τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό˙ για την ακρίβεια μένουν μόνο δύο: α) Η διαρκώς κλιμακούμενη καταστολή, β) η στρατηγική της λιτότητας. Επί σχεδόν 4 δεκαετίες νεοφιλελεύθερης «προσαρμογής» οι κυβερνήσεις έκαναν το παν ώστε να καθηλώσουν όχι μόνο το εργατικό εισόδημα αλλά και την ικανότητα της εργατικής τάξης να αντιστέκεται. Ξορκίζουν λοιπόν με κάθε τρόπο τον κίνδυνο να επιστρέψει το εργατικό κίνημα στον δρόμο των μαχητικών διεκδικήσεων. Αυτή είναι η βάση της σκληρής αντιπληθωριστικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών: θέλουν, πατάσσοντας τον πληθωρισμό, να περιορίσουν ή και απαλείψουν τον κίνδυνο της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος και των αναπόφευκτων πολιτικών συνεπειών μιας τέτοιας ανασύνταξης.

Δεν υπάρχει χρόνος για να σπαταληθεί!

Εφόσον ισχύουν τα παραπάνω, είμαστε στην ιδιότυπη συγκυρία μιας γενικευμένης, πολυπαραγοντικής, δομικής κρίσης του καπιταλισμού, κρίσης που προσλαμβάνει ιστορικά χαρακτηριστικά καθώς συμφύεται με την κλιμακούμενη κλιματική κρίση, κρίσης αδιέξοδης διότι ο καπιταλισμός δεν διαθέτει λύσεις με δομικό χαρακτήρα, δηλαδή λύσεις αποτελεσματικές. Επιπλέον, ο συγχρονισμός κρίσεων του βραχυμεσοπρόθεσμου ιστορικού χρόνου (οικονομική, με όλες της τις πλευρές), κρίσεων του μεσομακροπρόθεσμου ιστορικού χρόνου (κρίση της «παγκοσμιοποίησης» και κρίση ηγεμονίας στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο) και κρίσεων του μακρού ιστορικού χρόνου (κλιματική κρίση και συναφείς κρίσεις όπως οι πανδημικές) προσδίδει στη συγκυρία δύο βασικά χαρακτηριστικά: ιστορικότητα και χρονική επίσπευση. Όλες οι κρίσεις συμπυκνώνονται σε μία, κι ο χρόνος στον οποίο θα κριθούν οι απαντήσεις συμπυκνώνεται στον Μεσοπρόθεσμο ορίζοντα των επόμενων δύο δεκαετιών αρχίζοντας από σήμερα!

Σε τέτοιες συνθήκες, το «ληθαργικό σύνδρομο» και το business as usual θα ήταν καταστροφή. Σε τέτοιες συνθήκες, επίσης, πρέπει να αξιολογούμε τον πολιτικό χρόνο όχι με βάση τον κανόνα της γραμμικότητας αλλά με βάση τον κανόνα «χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά». Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να αρχίσουν έστω να γίνονται όχι κάποτε στο μέλλον, όχι «ίσως αύριο», αλλά… χθες. Και είναι δύο κατηγοριών:

  • Η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και των κινημάτων αντίστασης, σε ταξική και μαχητική βάση και με όπλο τη συγκέντρωση δυνάμεων με βάση την κουλτούρα του ενιαίου μετώπου.

  • Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς, όχι στη μορφή της «παναριστεράς», όχι με βάση την αποτυχημένη φόρμουλα του «πλατιού κόμματος πολιτικής ενότητας», αλλά με βάση ένα σχέδιο συγκρότησης μαζικής αντικαπιταλιστικής οργάνωσης/κόμματος, που θα εδράζεται σε στρατηγικές απαντήσεις με βάση τη διαχωριστική μεταρρύθμιση ή επανάσταση και δεν θα συνενώνει χαλαρά χομπίστες των λόγων αλλά αγωνιστές και αγωνιστές ουσιαστικής στράτευσης, συλλογικής πειθαρχίας σε συνδυασμό με πλήρη ελευθερία έκφρασης «μέσα και έξω», και δράσης.




Qatargate: το πρόσωπο του καπιταλισμού!

το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» Νο 38 που κυκλοφορεί

Από το Ευρωκοινοβούλιο μέχρι το Μουντιάλ των 6.000 νεκρών εργατών, από τις μπίζνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη με τους εμίρηδες του Κόλπου μέχρι την «Κιβωτό», τα σκάνδαλα διαφθοράς και παρακολουθήσεων, από τις επίσημες πολιτικές λιτότητας μέχρι τα επιτόκια και τον πληθωρισμό, η καπιταλιστική «μαφία» λεηλατεί το εργατικό εισόδημα, τους δημόσιους πόρους και το κοινωνικό κράτος

«Η σοσιαλιστική αρχή της ταξικής πάλης απαιτεί τη δράση του προλεταριάτου οπουδήποτε εμπλέκονται τα συμφέροντά του ως τάξης. Αυτό ισχύει για όλες τις συγκρούσεις που διαιρούν την αστική τάξη. Κάθε μετατόπιση στη σχέση των κοινωνικών  δυνάμεων στην αστική κοινωνία, κάθε αλλαγή στις πολιτικές σχέσεις της χώρας, επηρεάζει, κατά πρώτο λόγο, την κατάσταση της εργατικής τάξης. Δεν μπορούμε να λειτουργούμε ως αδιάφοροι μάρτυρες για το τι συμβαίνει στο εσωτερικό της  αστικής τάξης… [Για] να ανατρέψουμε την  αστική κοινωνία με μέσα που δημιουργήθηκαν μέσα στην ίδια αυτή κοινωνία, το  προλεταριάτο πρέπει […] να προσπαθήσει να γίνει μια δύναμη που ζυγίζει όλο και περισσότερο στην ισορροπία σε όλα τα πολιτικά γεγονότα της αστικής κοινωνίας. Η αρχή της ταξικής  πάλης όχι μόνο δεν απαγορεύει, αλλά αντίθετα επιβάλλει την ενεργό παρέμβαση του  προλεταριάτου σε όλες τις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις κάποιας σημασίας που λαμβάνουν χώρα μέσα στην αστική τάξη».

Ρ. Λούξεμπουργκ, «Η υπόθεση Ντρέιφους και η υπόθεση Μιλεράν»,
https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1899/11/dreyfusaffair.htm.

Το σκάνδαλο Qatargate, που ξέσπασε στην καρδιά της ΕΕ στις Βρυξέλλες με τη σύλληψη της ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Εύας Καϊλή και συνεργατών της δεν είναι μόνο ενδεικτικό των διαστάσεων που έχει προσλάβει η διαφθορά και στις καλύτερες των καπιταλιστικών «οικογενειών»˙ είναι επίσης ενδεικτικό του ότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός των τελευταίων δεκαετιών έγινε το φυτώριο και ο επιταχυντής και εν τέλει γενίκευσε και κανονικοποίησε τη διαφθορά σε όλες τις βαθμίδες του Δημοσίου, συμφύοντας τη νόμιμη («λευκή») με την παράνομη («μαύρη») επιχειρηματικότητα αλλά και τις νόμιμες με τις παράνομες δραστηριότητες στον ίδιο τον δημόσιο τομέα. Ο μηχανισμός που αναπαράγει τη διαφθορά σε διαρκώς διευρυνόμενη κλίμακα είναι ακριβώς ο ίδιος που αναπαράγει σε διαρκώς διευρυνόμενη βάση τις πολιτικές λιτότητας: η ασύδοτη εξουσία του κεφαλαίου, που επιδοτεί παντοιοτρόπως τα κέρδη. Με νόμιμο τρόπο: με τη λεηλασία του εργατικού εισοδήματος, τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, την ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων και αγαθών˙ παράνομα, αλλά με διαρκώς διευρυνόμενη συγκάλυψη των καπιταλιστικών θεσμών: με τη διαφθορά, που δεν είναι παρά η μη θεσμισμένη μορφή λεηλασίας δημόσιων πόρων και αγαθών.

Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ενώ το σκάνδαλο ονομάζεται… επισήμως «Κατάρ γκέιτ», ένα περίεργο σύνδρομο μαζικής τύφλωσης έχει κυριεύσει την Ευρώπη και τον κόσμο όλο, αφού κανείς δεν αποφάσισε να συνδέσει το Κατάρ με το… Κατάρ. Πώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι το ευρωπαϊκό «Κατάρ γκέιτ» δεν έχει συνδεθεί ακόμη από κανέναν δημόσιο φορέα αλλά ούτε από τα διεθνή μίντια (για τα ελληνικά, ούτε λόγος…) με το μέγα σκάνδαλο του εν εξελίξει Μουντιάλ που διεξάγεται στο Κατάρ; Κι όμως, η εξήγηση είναι απλή.

Πώς το Κατάρ «αγόρασε» το Μουντιάλ

Αφού ο καπιταλισμός ανακάλυψε το χρυσωρυχείο που λέγεται εμπόριο της εικόνας και αφού ο αναμεταδότης της εικόνας βρέθηκε στην αρχή σε εκατομμύρια και στη συνέχεια σε δισεκατομμύρια σπίτια, γραφεία και καταστήματα, δεν άργησε να αντιληφθεί ότι τα αθλητικά θεάματα ήταν επίσης «φλέβα χρυσού». Το ποδόσφαιρο σαν ο «βασιλιάς των σπορ», στη συνέχεια το μπάσκετ, οι Ολυμπιάδες, τα Μουντιάλ και όλες οι μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις, αλλά και τα εθνικά πρωταθλήματα (στα βασικά τουλάχιστον αθλήματα) πλαισιώθηκαν από χορηγούς που διαφημίζονται μέσω των σπορ, εταιρείες παραγωγής αθλητικών ειδών, τηλεοπτικά κανάλια και δικαιώματα. Ένας χορός δισεκατομμυρίων στην αρχή και τρισεκατομμυρίων στη συνέχεια, προσέλκυσε κάθε είδους λευκή και μαύρη επιχειρηματικότητα σε έναν χορό όπου με τα χρόνια έγινε τρομερά δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς ποιος είναι τι. Οι μικροί, μεσαίοι και μεγάλοι μαφιόζοι, που είδαν τα «κοινωνικά οφέλη του αθλητισμού» όχι τόσο στην κερδοφορία όσο στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος και στην απόκτηση επιχειρηματικών και πολιτικών μοχλών πίεσης (ας σκεφτούμε στα καθ’ ημάς τους «προεδράρες» λαοφιλών ομάδων) βρέθηκαν δίπλα-δίπλα στο «πάρτι» με μεγάλες πολυεθνικές και με κρατικά και πολιτικά συμφέροντα, ενώ οι μεγάλες εθνικές και -ακόμη περισσότερο διεθνείς- αθλητικές ενώσεις μετατράπηκαν γρήγορα σε μαφίες ασύστολης κερδοσκοπίας και διαφθοράς.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ανάθεσης της διοργάνωσης του εν εξελίξει Μουντιάλ (Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου) στο Κατάρ.

Στις 2 Δεκεμβρίου 2010 η FIFA ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας στην Εκτελεστική της Επιτροπή, η οποία με ψήφους 22 υπέρ ανέθεσε τη διεξαγωγή του Μουντιάλ του 2022 στο Κατάρ (μειοψήφησε με 14 ψήφους η αμερικανική υποψηφιότητα). Για πρώτη φορά στην Ιστορία ένα Μουντιάλ θα διεξαγόταν χειμώνα (αφού μόνο χειμώνα θα μπορούσε να διεξαχθεί με τις θερμοκρασί9ες που επικρατούν στο Κατάρ) και για τον σκοπό αυτόν η FIFA δεν δίστασε να αλλάξει όλο το καλεντάρι των εθνικών, διεθνών και περιφερειακών διοργανώσεων ποδοσφαίρου!

Στα επόμενα χρόνια η συνέχεια ήταν εντυπωσιακή και παράδοξη ταυτόχρονα: ενώ έρχονταν διαρκώς στο φως στοιχεία για το ότι η ανάθεση του Μουντιάλ στο Κατάρ ήταν αποτέλεσμα πολιτικής ίντριγκας (καταγγέλθηκε ότι αναμίχθηκε προσωπικά ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί) και εξαγοράς κορυφαίων αξιωματούχων της FIFA από το εμιράτο, καμία δημόσια αρχή (πολιτική, δικαστική ή του ποδοσφαίρου) δεν κίνησε διαδικασία έρευνας, έστω για το «ξεκάρφωμα»!!! Σύμφωνα πάντως με δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, το εμιράτο «διέθεσε» για την «αγορά» του Μουντιάλ 400+800 εκατ. δολάρια, ενώ μέρος της συναλλαγής ήταν η σωτηρία τής υπό χρεοκοπία γαλλικής ποδοσφαιρικής ομάδας Παρί Σεν Ζερμέν, την οποία ανέλαβε να διασώσει ο νέος, Καταριανός ιδιοκτήτης της Αλ Κελαϊφί.

Τους προηγούμενους μήνες και κατά την έναρξη του Μουντιάλ, ξέσπασε ένα άλλο σκάνδαλο: οι αποτρόπαιες συνθήκες δουλείας υπό τις οποίες εργάζονταν χιλιάδες μετανάστες από την Αφρική στα έργα κατασκευής των υποδομών του Μουντιάλ, που είχαν αποτέλεσμα τον θάνατο 6.500 εργατών!

Ξανά, καμία διεθνής θεσμική αρχή δεν ενδιαφέρθηκε! Το Μουντιάλ, μια τεράστια υπό εξέλιξη «μπίζνα», δεν μπορούσε να ναυαγήσει. Παρά τους ανταγωνισμούς, η βιομηχανία του αθλητικού θεάματος και πολυεθνικές με τεράστια δύναμη δεν θα επέτρεπαν ποτέ να ναυαγήσει. Έτσι, όλα τα σκέπασε η ομερτά…

Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί κανείς δεν θέλει να συσχετιστεί το Κατάρ με το… Κατάρ, δηλαδή το ευρωπαϊκό «Κατάρ γκέιτ» με το Μουντιάλ. Πώς όμως εξηγείται η αποκάλυψη του ίδιου του «Κατάρ γκέιτ». Βαλιτσάκια της ΕΥΠ και εμπιστευτικές πληροφορίες δεν διαθέτουμε, αλλά τέτοια «μυστικά», που πολλοί τα γνωρίζουν αλλά κανείς δεν μιλάει γι’ αυτά, δεν αποκαλύπτονται τυχαία ούτε χάρη στην… αυταπάρνηση της βελγικής αστυνομίας. Το Κατάρ έχει «πολύ χρήμα», αλλά αυτό δεν έπεσε από τον ουρανό: προέρχεται από τα τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου που διαθέτει. Και ζούμε σε μια συγκυρία που τα ενεργειακά προϊόντα δεν είναι αντικείμενο διεθνών συναινέσεων αλλά διεθνών συγκρούσεων. Και συνήθως τα σκάνδαλα που κρατεί καλά κρυμμένα η ομερτά, αποκαλύπτονται όταν σπάνε οι συναινέσεις μεταξύ των μαφιόζων…

Από τις ιδιωτικοποιήσεις ως την «ιδιωτικοποίηση» της πολιτικής και του κράτους

Ο νεοφιλελευθερισμός στην εκκίνηση και την ακμή του επαγγέλθηκε -μεταξύ άλλων- ότι θα αντιμετωπίσει τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος από τη διαφθορά του Δημοσίου. Το Δημόσιο καταγγέλθηκε όχι μόνο σαν «κακός επιχειρηματίας» αλλά και σαν «άντρο της διαφθοράς». Την ασθένεια υποτίθεται θα γιάτρευαν οι ιδιωτικοποιήσεις και οι «ανεξάρτητες αρχές» – ανεξάρτητες από τον δημόσιο έλεγχο. Σε τρεις δεκαετίες αποδείχθηκε ότι η διαφθορά του Δημοσίου στο «υπερβολικό κράτος» των μεταπολεμικών δεκαετιών ήταν μικροπαραβατικότητα μπροστά στις επελαύνουσες μαφίες, νόμιμες και κρυφές, της «επιχειρηματικότητας». Αποδείχθηκε ότι οι ιδιωτικοποιήσεις δεν επρόκειτο να τελειώσουν ποτέ, ακόμη και ύστερα από την ιδιωτικοποίηση των πάντων, διότι ο ιδιωτικός καπιταλιστικός τομέας δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς τα «τροφεία» του κράτους, δηλαδή χωρίς μαζικές επιδοτήσεις (έμμεσες και άμεσες, νόμιμες και παράνομες). Αποδείχθηκε ότι θεμελιώδης στόχευση των ιδιωτικοποιήσεων ήταν η υπονόμευση, αποσύνθεση και διάλυση του κοινωνικού κράτους (ενώ το κράτος της καταστολής και του πολέμου δεν «μειώθηκε» ποτέ, αντίθετα αυξάνεται διαρκώς), ώστε να επωφελούνται από τους δημόσιους πόρους απευθείας οι επιχειρήσεις κι όχι οι εργαζόμενες τάξεις. Ο χορός των κρατικών «τροφείων» στον ιδιωτικό τομέα, της τάξης των δισεκατομμυρίων σε εθνικό επίπεδο, των πολλών τρισεκατομμυρίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και των δεκάδων τρισεκατομμυρίων σε διεθνές προσείλκυσε όλα τα κοράκια της «λευκής» και «μαύρης» επιχειρηματικότητας και έτσι στήθηκε ένας χορός επηρεασμού της ροής των κρατικών (δηλαδή δημόσιων) πόρων. Περισσότεροι από 20.000 λομπίστες πολιορκούν καθημερινά τα γραφεία της Κομισιόν στις Βρυξέλλες για να επηρεάσουν το περιεχόμενο ευρωπαϊκών οδηγιών ή και πολιτικών αποφάσεων σύμφωνα με τα συμφέροντα που εκπροσωπούν. Το εξουθενωτικό αυτό lobbying δεν γίνεται νύχτα ή εν κρυπτώ, αλλά στο φώς της μέρας και νομιμότατα. Κι όποιος θέλει πιστεύει ότι το «είναι πολλά τα λεφτά, Άρη» μάγεψε μόνο την Καϊλή…

Ο νεοφιλελευθερισμός εισήγαγε με τα χρόνια και στο ώριμο έδαφος των ιδιωτικοποιήσεων την ιδιωτικοποίηση της πολιτικής και του κράτους, κι αυτή με τη σειρά της οδήγησε στη σύμφυση «λευκής» και «μαύρης» επιχειρηματικότητας και κανονικοποίησε τη διαφθορά. Ο Μπερλουσκόνι, αυτός ο πρωτοπόρος του «φαινομένου» έγινε πρωθυπουργός και τώρα συγκυβερνά με τους νεοφασίστες στην Ιταλία, η Βρετανία έχει για πρωθυπουργό έναν δισεκατομμυριούχο του χρηματιστικού τομέα, ο Σαρκοζί, κοτζάμ πρόεδρος της Γαλλίας, παζάρεψε με τους Καταριανούς το Μουντιάλ με αντάλλαγμα -μεταξύ άλλων- τη σωτηρία της Παρί Σεν Ζερμέν, οι ΗΠΑ ανατίναξαν τους ρωσικούς αγωγούς Nord Stream για να μην αφήσουν καμία επιλογή στην Ευρώπη για «λιποψυχία» σχετικά με το ρωσικό φυσικό αέριο, και παντού «πέφτουν κορμιά» για τη ροή των κρατικών, εθνικών ή ευρωπαϊκών, χρηματοδοτήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα.

Κάπου-κάπου οι συναινέσεις σπάνε, λόγω διαφωνιών στη μοιρασιά και «κρίσεων ζηλοτυπίας» για το ποιος ευνοήθηκε περισσότερο, οπότε σπάει και η ομερτά, και οι κοινωνίες ανακαλύπτουν έκπληκτες το «ανήκουστο». Έσπασε η διεθνής ομερτά και αποκαλύφθηκε το «Κατάρ γκέιτ»˙ έσπασε η εθνική ομερτά και αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο των υποκλοπών. (Απομένει να συνδέσουμε και στην Ελλάδα το Κατάρ με το… Κατάρ και να τεθούν υπό έρευνα οι μπίζνες του Μητσοτάκη με τους εμίρηδες του Κόλπου)

Η ιδιωτικοποίηση της πολιτικής και του κράτους οδηγεί στη διευρυμένη αναπαραγωγή φαινομένων «μαφιοζοποίησης» της πολιτικής και του κράτους, σε ασυδοσία και ατιμωρησία σε πρωτοφανή έκταση.

Νόμιμη και παράνομη λεηλασία

Όλα αυτά δεν είναι παρεκβάσεις από τη «νόμιμη» και «σύννομη» λειτουργία του καπιταλισμού και των θεσμών του, αλλά απότοκα της λειτουργίας του. Η «σύννομη» λειτουργία συμπληρώνει την «παράνομη» και επικοινωνεί μαζί της με χιλιάδες τρόπους. Πρόκειται απλώς για παιχνίδι νομιμοποίησης στα μάτια των υποτελών.

Από τη μια, οι «νόμιμες» πολιτικές λιτότητας, ιδιωτικοποιήσεων, διάλυσης του κοινωνικού κράτους, λεηλασίας του εργατικού εισοδήματος με τα επιτόκια και τον πληθωρισμό. Από την άλλη, εκτεταμένη λεηλασία δημόσιων πόρων, «σύννομη» με τη μορφή επιδοτήσεων στο κεφάλαιο, αλλά και «παράνομη» με τη μορφή εκτεταμένης διαφθοράς.

Ωστόσο, έχοντας πει αυτά, το συμπέρασμα δεν είναι ότι το «παιχνίδι της νομιμότητας» δεν έχει καμία σημασία. Ίσα-ίσα: είναι η αχίλλειος πτέρνα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στη νέα ιστορική φάση της παρακμής του. Έχει πάντα την ανάγκη να μεταμφιέζει το ιδιοτελές συμφέρον της αστικής τάξης σε γενικό κοινωνικό συμφέρον, και πλέον δεν μπορεί να το κάνει με ευκολία. Τα σκάνδαλα διαφθοράς δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο αυτό το έργο. Πρέπει λοιπόν να αξιοποιήσουμε τη «συναστρία» των σκανδάλων για να πιέσουμε στο αδύναμο σημείο του: μιαν κρίση νο0μιμοποίησης που διαρκώς βαθαίνει. Και να υψώσουμε τον δικό μας αντίλογο, στο όνομα των δημόσιων αγαθών, του εργατικού εισοδήματος, του κοινωνικού κράτους, σε μια άλλη κλίμακα αξιών που δεν περιλαμβάνει το κέρδος και αντιπαλεύει όλες τις μεθόδους προσπορισμού του, νόμιμες και παράνομες.




Δολοφονία Κώστα Φραγκούλη: ΔΙΚΕΟΣΗΝΙ

Η ΕΛ.ΑΣ. δολοφονεί,
η κυβέρνηση επιβραβεύει!

Του Θανάση Κούρκουλα

«Δεν ήταν η βενζίνη, δεν ήταν τα λεφτά, οι μπάτσοι πυροβόλησαν γιατί ήτανε Ρομά»: το σύνθημα ακούγεται διαρκώς στα κέντρα των μεγάλων πόλεων και στους καταυλισμούς των Ρομά σε όλη την Ελλάδα. Σε διαδηλώσεις, καταλήψεις δρόμων, σε συγκρούσεις με τα ΜΑΤ, από την 14η επέτειο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου μέχρι σήμερα. Ένα είναι βέβαιο: Η δολοφονία του Κώστα, που επισήμως ανακοινώθηκε νεκρός οκτώ μέρες μετά τη δολοφονία του, δεν αποσιωπήθηκε και δεν θα ξεχαστεί. Άλλος ένας έφηβος έπεσε θύμα της ρατσιστικής κατασταλτικής μανίας των ράμπο των ομάδων ΔΙΑΣ. Καταδικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο, σε μια χώρα όπου υποτίθεται ότι η θανατική ποινή δεν ισχύει.

Καταδικάστηκε από τους μπάτσους και όχι από δικαστές. Τους αστυνομικούς που πυροβόλησαν πισώπλατα, στην καλύτερη περίπτωση αδιαφορώντας αν θα τον σκοτώσουν και στη χειρότερη επιχειρώντας συνειδητά να τον δολοφονήσουν. Τους αστυνομικούς που ήξεραν ότι ήταν Ρομά από την ώρα που ξεκίνησαν την καταδίωξη. Που επέλεξαν να καταδιώξουν ένα αυτοκίνητο απλώς και μόνο επειδή δεν πλήρωσε 20 ευρώ βενζίνη. Που -σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία- αποφάσισαν να κάνουν χρήση των όπλων τους χωρίς να το αναφέρουν καν στο Κέντρο επιχειρήσεων της ΕΛΑΣ.
Έφταιξε το έλειμμα εκπαιδευσης των αστυνομικών; Ήταν μεμονωμένο περιστατικό; Ήταν η «κακιά ώρα»; Όχι, δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά. Ήταν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου ενός ακόμη νέου ανθρώπου, σε μια μακάβρια και εξοργιστική αλυσίδα φόνων της ΕΛ.ΑΣ. που από τον Δεκέμβρη του 2008 μέχρι σήμερα στοχεύουν στη νεολαία: την ανυπότακτη, την εναλλακτική, την ασυμβίβαστη, την «παραβατική». Επιδεικνύοντας ιδιαίτερη προτίμηση στους νεαρούς Ρομά, όπως αποδεικνύει η αλληλουχία των γεγονότων των πιο πρόσφατων δολοφονιών στις υποθέσεις Μάγγου, Σαμπάνη, Φραγκούλη….

Ηθικοί αυτουργοί: Η ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ.

Όταν υπάρχει επίσημη ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ. όπου το μόνο που αναφέρεται είναι ο υποτιθέμενος εμβολισμός των μηχανών της ομάδας ΔΙΑΣ από το υπό καταδίωξη όχημα, αλλά όχι το γεγονός του σοβαρού τραυματισμού του οδηγού από σφαίρα αστυνομικού που τον πυροβόλησε πισώπλατα, όταν στην ίδια ανακοίνωση αναφέρεται η τελική σύγκρουση του οχήματος σε μαντρότοιχο δίνοντας την εντύπωση ότι ο σοβαρός τραυματισμός οφείλεται στη σύγκρουση, μιλάμε για άλλη μια, απροσχημάτιστη απόπειρα συγκάλυψης από την αστυνομία. Ασχέτως αν το Κέντρο επιχειρήσεων της ΕΛ.ΑΣ. έδωσε ή όχι την εντολή της καταδίωξης και της χρήσης όπλων, η εκ των υστέρων κάλυψη της ηγεσίας της ΕΛ.ΑΣ. στους δολοφόνους ισοδυναμεί με δήλωση συνενοχής. Ακριβώς πριν από έναν χρόνο, στη δολοφονία Σαμπάνη, η ΕΛ.ΑΣ. έκανε επίσης λόγο για υποτιθέμενη απόπειρα εμβολισμού των μηχανών της ΔΙΑΣ από το όχημα στο οποίο επεβαιναν δύο νεαροί Ρομά, επιχειρώντας να αθωώσει τους 7 κατηγορούμενους αστυνομικούς, που τότε άδειασαν τα περίστροφά τους στην πόρτα του συνοδηγού κάνοντας το όχημα σουρωτήρι με 21 σφαίρες. Σαν να μην έφταναν αυτά, τότε και τώρα, μετά τις δολοφονίες, η κυβέρνηση διά της ΕΛ.ΑΣ. προχώρησε σε μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις καταστολής των Ρομά στους μεγαλύτερους καταυλισμούς σε όλη την Ελλάδα, προσαγάγοντας και συλλαμβάνοντας στο σωρό, προκαλώντας ξεδιάντροπα τις κοινότητες των Ρομά που ξεχειλίζουν από θλίψη και οργή. Επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά τη ρήση «Αστυνομία παντού, δικαιοσύνη πουθενά»…

…και η κυβέρνηση

Ωστόσο, οι κύριοι ηθικοί -και πολιτικοί- αυτουργοί των εγκλημάτων της ΕΛ.ΑΣ. αποδεικνύονται οι πολιτικοί προϊστάμενοι της αστυνομίας. Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Θεωδορικάκος, λίγο μετά τη δολοφονία του Κώστα και ανήμερα της 6ης Δεκέμβρη, δήλωσε ανερυθρίαστα: «Στηρίζουμε την Ελληνική Αστυνομία στην άσκηση των καθηκόντων της, με αποφασιστικότητα, αλλά πάντα αυστηρά στο πλαίσιο του Νόμου. Το 2008 δεν θα επαναληφθεί», εννοώντας τις κινητοποιήσεις μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου. Για να προσθέσει πως, όσον αφορά την υπόθεση Φραγκούλη, «η Δικαιοσύνη θα αξιολογήσει τα γεγονότα και θα κρίνει για τις ευθύνες». Κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι επιχειρεί να εργαλειοποιήσει για μικροκομματικούς λόγους αυτή την υπόθεση χρησιμοποιώντας εμπρηστικές δηλώσεις διχασμού και ακραία ρητορική λαϊκισμού και μίσους, ενώ καταδίκασε τις επιθέσεις εναντίον… αστυνομικών.
Μερικούς μήνες πριν, σε μια υπόθεση-καρμπόν, εκείνη της δολοφονίας του 18/χρονου Νίκου Σαμπάνη, ο ίδιος υπουργός είχε επισκεφθεί τους κατηγορούμενους αστυνομικούς στο κρατητήριο, στέλνοντας σαφές μήνυμα στο δικαστικό σώμα. Λίγο αργότερα από τις πρόσφατες προκλητικές δηλώσεις Θεοδωρικάκου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Οικονόμου εστίασε στις αντιδράσεις στους καταυλισμούς Ρομά, επισημαίνοντας: «Αυτό το σκηνικό βίας, ανομίας, επίθεσης στα όργανα της τάξης, είναι απαράδεκτο και δε θα γίνει ανεκτό». Ο ίδιος ο Μητσοτάκης, κατά την ομιλία του στη Βουλή ανήμερα της επετείου της δολοφονίας Γρηγορόπουλου, επέλεξε να εξαγγείλλει μπόνους 600 ευρώ σε αστυνομικούς και λιμενικούς ενώ δεν βρήκε να πει ούτε μία λέξη για τη δολοφονία Φραγκούλη. Μπόνους για να κάνουν κι’ άλλους φόνους, όπως εύστοχα καταγγέλλουν οι διαδηλωτές στα συνθήματά τους. Μπόνους που δυστυχώς υπερψηφίστηκε στη Βουλή και από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, που κατά τα άλλα καταδίκασαν τη δολοφονία και ζήτησαν δικαιοσύνη.

Φταίει η «κουλτούρα των Ρομά»;

Η οικογένεια Φραγκούλη μένει στον οικισμό Ρομά «Αγία Σοφία» στη Θεσσαλονίκη. Η ακραία φτώχεια και οι άθλιες συνθήκες που επικρατούν στον καταυλισμό, φωτίζουν τους λόγους για τους οποίους κάποιοι από τους νεαρούς Ρομά ωθούνται στη μικροπαραβατικότητα: Ο απομονωμένος καταυλισμός βρίσκεται περίπου 10 χιλιόμετρα από το φωταγωγημένο με χριστουγενιάτικα λαμπιόνια κέντρο της Θεσσαλονίκης. Κατοικείται από περίπου 3.000 Ρομά εδώ και δύο δεκαετίες, όταν εκδιώχθηκαν από προηγούμενο καταυλισμό όπου διέμεναν, σε μια περιοχή όπου το ρεύμα και το αποχετευτικό δίκτυο εξακολουθούν να είναι ανύπαρκτα. Κάποιοι δρόμοι είναι απροσπέλαστοι και τα παιδιά παίζουν σε βρωμόνερα ανάμεσα σε ποντίκια και στοίβες σκουπιδιών. Ο οικισμός δεν έχει επαφή με την υπόλοιπη κοινωνία, τα παιδιά άνω των 7 δεν πηγαίνουν σχολείο, όχι επειδή δεν τα στέλνουν οι γονείς τους αλλά επειδή εκεί κοντά υπάρχει μόνο ένα νηπιαγωγείο, ενώ το πλησιέστερο δημοτικό σχολείο βρίσκεται σε απόσταση 5 χιλιομέτρων. Οι ηλικιωμένοι είναι ανήμποροι, χωρίς να μπορούν να μετακινηθούν. Τα απορριμματοφόρα του δήμου περνούν μόλις δύο φορές την εβδομάδα με συνοδεία της αστυνομίας. Για να κάνουν μπάνιο, ζεσταίνουν βαρέλια με νερό στη φωτιά και πλένονται μέσα σε λεκάνες. Τα λυόμενα σπίτια που τους έχουν παραχωρηθεί πριν από 20 χρόνια, χαρακτηρίζονται από την απουσία επίπλων και τα περισσότερα αποτελούνται από δύο δωμάτια, που το ένα χρησιμοποιείται για να κοιμούνται σε στρώματα και το άλλο ως σαλόνι και κουζίνα. Πολλές φορές κόβεται το ρεύμα για ώρες, ενώ υπάρχουν περιοχές του οικισμού που είναι συνεχώς πλημμυρισμένες και τα σπίτια ετοιμόρροπα.
Παρόμοιες ή χειρότερες συνθήκες επικρατούν σε πολλούς καταυλισμούς Ρομά σε όλη την επικράτεια. Σε πείσμα των συστημικών ΜΜΕ και των ρατσιστικών δηλώσεων κυβερνητικών αξιωματούχων για τους Ρομά, υπεύθυνη για τον κοινωνικό αποκλεισμό τους δεν είναι η άρνηση ένταξης των ίδιων στην κοινωνία αλλά η περιθωριοποίησή τους με απόλυτη ευθύνη της πολιτείας και διαχρονικά των κυβερνήσεων δεκαετιών. Αν κάτι προηγείται από τα ρατσιστικά κίνητρα των καταδιώξεων και των δολοφονιών της ΕΛ.ΑΣ., είναι ο θεσμικός ρατσισμός που θρέφει τον κοινωνικό ρατσισμό και τα στερεότυπα για τους Ρομα σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Κι αν θέλουμε πραγματική δικεοσηνι, πέρα από τις δικαστικές αποφάσεις, θα πρέπει να την αναζητήσουμε στην διεκδίκηση της ολοκληρωτικής ανατροπής των απάνθρωπων συνθηκών διαβίωσης των Ρομά και την αντικατάστασή τους από ένα ανθρώπινο πλαισιο ένταξής τους στην κοινωνία. Της ένταξης εκείνων των «Ελλήνων πολιτών» που η μαμά πατρίδα συνεχίζει να καταδιώκει και να στοχοποιεί σε βαθμό κακουργήματος.




Να εξεγερθούμε για να νικήσουμε!

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο του φύλλου 36 της εφημερίδας “Κόκκινο Νήμα” που κυκλοφορεί


49 χρόνια από την
εξέγερση του Πολυτεχνείου

«Κι ας µη νικήσουµε ποτέ, θα πολεµάµε πάντα». Η φράση-σύνθηµα έρχεται όλο και συχνότερα στα χείλη -και τις πένες- αγωνιστών/τριών του κινήµατος και της Αριστεράς, τόσο συχνότερα όσο σπανιότερες ή και ανύπαρκτες είναι οι νίκες µας. Προφανώς δεν έχει την ακρίβεια θεωρητικής ή πολιτικής έννοιας αλλά συντίθεται «ποιητική αδεία». Παρ’ όλα αυτά περιγράφει τη συναισθηµατική βάση µιας στράτευσης που πλέον στηρίζεται σε ηθικά προτάγµατα αποσυνδεµένα από τον στόχο να νικήσουµε – ο οποίος µοιάζει είτε τόσο µακρινός ώστε να µην αφορά τον ανθρώπινο χρόνο των ζώντων είτε και «εξ ορισµού» ανέφικτος. Αυτή η «µελαγχολία της ήττας» ταιριάζει σε πολιτικά στρατευµένους/ες, αλλά όχι στις κοινωνικές αντιστάσεις και ακόµη περισσότερο τις εξεγέρσεις – και ευτυχώς! Αυτές δεν εκκινούν ούτε ξεσπούν από ηθικά προτάγµατα, αλλά είναι τέκνα των αναγκών – που γίνονται Ιστορία. Γι’ αυτό οι εξεγέρσεις συχνά εκπλήσσουν µε το ξέσπασµά τους/τις πολιτικά στρατευµένους/ες. Εκπλήσσουν κι αυτούς τους ίδιους που γίνονται ο αρχικός σπινθήρας τους. 

Η αποκοτιά του «κοινωνικού ασυνείδητου» και η «µελαγχολία» του πολιτικά συνειδητού

Oι εξεγέρσεις ξεκινούν από σπινθήρες που κανείς/µιά δεν µπορεί να προβλέψει την εξέλιξή τους. ∆εν γνωρίζουν από στρατηγική και από εκτίµηση του συσχετισµού δύναµης˙ γνωρίζουν µόνο από απελπισία, από ανάγκες που γίνονται πιεστικές, από στέρηση που εξοργίζει, από αποκοτιά και «παράλογα» ρίσκα. Η εξέγερση έρχεται όταν όλα αυτά «συντονίζονται» µαζικά την κατάλληλη ιστορική στιγµή και προκαλούν τη µαζική εισβολή των «µαζών» στο προσκήνιο της Ιστορίας. Η οποία είναι ταυτόσηµη µε τη µαζική εισβολή του «κοινωνικού ασυνείδητου», που δεν έχει σχέδιο και στρατηγική, στο ιστορικό προσκήνιο. Ο συνειδητός «σπινθήρας» δεν είναι παρά ο καταλύτης της αντίδρασης – που κι αυτός στην αρχή δεν έχει ιδέα πόσο µακριά µπορεί να φτάσει.   

Την Τρίτη 14 Νοεµβρίου του 1973, όταν οι φοιτητές/τριες που συµµετείχαν στη συνέλευση της Νοµικής αποφάσισαν να κατέβουν µε πορεία στο Πολυτεχνείο και στη συνέχεια να µείνουν σε αυτό και να ξεκινήσει η κατάληψη, κανείς/µιά δεν µπορούσε να φανταστεί και καµιά πολιτική πρωτοπορία δεν είχε σχεδιάσει την εξέγερση που θα πυροδοτούνταν. Όπως και τον Φλεβάρη του 2017, µε τις πρώτες κινητοποιήσεις των γυναικών, οι Μπολσεβίκοι δεν πίστευαν ότι θα εξελιχθούν σε επανάσταση που θα γκρέµιζε τον τσάρο και θα δηµιουργούσε επαναστατική κατάσταση η οποία θα κατέληγε 8 µήνες αργότερα στη νικηφόρα Οκτωβριανή επανάσταση. Αλλά και πιο πρόσφατα: στα τέλη του 2019, ένα κύκλος εξεγέρσεων -από την Αφρική ως τη Μέση Ανατολή και τη Λ. Αµερική- συντάραξε τον πλανήτη. Όλες τους άφησαν τα κοινωνικά και πολιτικά τους αποτυπώµατα, αλλά καµιά τους δεν νίκησε. 

Ούτε όµως η εξέγερση του 1973 νίκησε στον χρόνο που εκδηλώθηκε – ηττήθηκε από τα τανκς και τον χουντικό κατασταλτικό µηχανισµό. Με µια ορισµένη έννοια όµως, νίκησε σε «δεύτερο χρόνο»: απονοµιµοποίησε τη χούντα, διέλυσε τα σχέδια «εκδηµοκρατισµού» της, ήταν σηµαντικός παράγοντας στην κατάρρευση της επιστράτευσης το καλοκαίρι του 1974, κι όλα αυτά οδήγησαν όχι σε οποιαδήποτε πτώση της χούντας αλλά σε µια πτώση µε τη µορφή κατάρρευσης, που έκλεισε τον δρόµο για µια αυταρχική και πλήρως ελεγχόµενη απ’ τα πάνω Μεταπολίτευση. Υπάρχει λοιπόν κι αυτός ο τρόπος για να πετυχαίνουν οι εξεγέρσεις νίκες, έστω και ατελείς ή ηµιτελείς και αναντίστοιχες της ανθρώπινης συµµετοχής και του κόστους, της συλλογικής ανάτασης και των συλλογικών ονείρων που τη διέτρεξαν. Όπως το είπε και ο στιχουργός, όταν µιλάµε για αγώνες και εξεγέρσεις, «τίποτε δεν πάει χαµένο στη χαµένη µας ζωή».   

Ωστόσο, για όσους/ες στρατεύτηκαν στην Αριστερά (Αριστερά µε την έννοια της Γαλλικής επανάστασης και της Πρώτης ∆ιεθνούς) τα ζητήµατα τίθενται σε άλλη βάση. Όποιος/α εµφορείται από στόχους όπως η κοινωνία της ανθρώπινης χειραφέτησης, ο σοσιαλισµός και ο κοµµουνισµός, είναι εύκολο να πέσει σε πολιτική µελαγχολία. Είναι πολλές και επαναλαµβανόµενες οι ήττες, σε σηµείο ώστε οι όποιες ατελείς ή ηµιτελείς νίκες να µην ικανές να αντισταθµίσουν, κυρίως στο συναίσθηµα αλλά και στη λογική, τις συνέπειές τους. Από την «επανάσταση των γαριφάλων» το 1975 στην Πορτογαλία, την πιο πρόσφατη επαναστατική απόπειρα που εντάσσεται στην κλίµακα του χειραφετητικού προτάγµατος, έχει περάσει σχεδόν µισός αιώνας – η πλέον µακροχρόνια περίοδος επαναστατικής ανοµβρίας στην ιστορία του καπιταλισµού! 

Εξέγερση και επανάσταση

∆εν πρόκειται όµως µόνο γι’ αυτό ή κυρίως γι’ αυτό, έστω και αν από µόνο του είναι πολύ σηµαντικό. Πιο καταλυτικό είναι το γεγονός ότι µετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισµού» η κρίση της Αριστεράς προσέλαβε «υπαρξιακά» χαρακτηριστικά και ο µαρξισµός σταδιακά αποχώρησε από την ιστορική σκηνή σαν ιδεολογία µαζών. Ό,τι συνήγειρε τις συνειδητές πρωτοπορίες των κινηµάτων και της Αριστεράς, υποτόνησε ή και χρεοκόπησε (ο σοσιαλισµός/κοµµουνισµός ως κοινωνία της ανθρώπινης χειραφέτησης, η Αριστερά ως πολιτικός φορέας αυτού του οράµατος αλλά και ως φορέας της ιστορικής προόδου και του ορθολογισµού ενάντια στον καπιταλιστικό ανορθολογισµό) ενώ το ιδεολογικό περιβάλλον/συσχετισµός µέσα στο οποίο αναπτύσσονταν οι κοινωνικές αντιστάσεις ήταν δυσµενέστατο προκαλώντας πολιτική και ιδεολογική σύγχυση. 

Σε τέτοιες συνθήκες, τον χώρο που άφησε η υποχώρηση του µαρξισµού και η κρίση της Αριστεράς εν γένει, κάλυψαν οι «νέες κριτικές θεωρίες» ή και ένας ξέπνοος ρεφορµισµός. Το αποτέλεσµα ήταν πρώτα να αποκαθηλωθεί η έννοια της επανάστασης και η χρησιµότητα του διλήµµατος µεταρρύθµιση ή επανάσταση στη διαδικασία συγκρότησης της Αριστεράς. Αν ο σοσιαλισµός και ο κοµµουνισµός δεν αποτελούν πηγή έµπνευσης, η επανάσταση, ως ιστορική πράξη που ανοίγει τον δρόµο για την υλοποίηση του χειραφετητικού προγράµµατος… περιττεύει. Στη συνέχεια, αν η επανάσταση… περιττεύει, τότε το µαζικό επαναστατικό κόµµα-εργαλείο για τη νίκη της επανάστασης, περιττεύει επίσης. Και τι αποµένει; Ο σοσιαλισµός/κοµµουνισµός σαν αυτοαναφορικό όραµα κα/ι δήλωση ταυτότητας κι όχι ως στόχος που προσανατολίζει και εµπνέει, η αντίσταση (και τα κινήµατα αντίστασης) και η εξέγερση σαν επιτοµή της αντίστασης, σαν αυταξία, τόσο περισσότερο όσο αποµακρυνόµαστε από την ιστορική έµπνευση και αυτοπεποίθηση ότι µπορούµε να ανατρέψουµε τον καπιταλισµό. 

Ποιο είναι το ιστορικό κενό που γέννησαν αυτές οι µετατοπίσεις; Η σιωπηλή παραίτηση από τον στόχο να νικήσουµε τον καπιταλισµό. Ποια είναι, λοιπόν, η διαφορά µεταξύ εξέγερσης και επανάστασης; Η εξέγερση είναι η εισβολή των «µαζών» στο ιστορικό προσκήνιο, που όµως αποτυγχάνει να γίνει επανάσταση επειδή αποτυγχάνει να αµφισβητήσει την οικονοµική και πολιτική εξουσία της άρχουσας τάξης. ∆εν πρέπει να εξιδανικεύουµε µια τέτοια αποτυχία ή έλλειψη – και, από την άλλη, δεν πρέπει να υποτιµούµε τις εξεγέρσεις µόνο και µόνο επειδή δεν νικούν. 

Ποιος/τι φταίει;

∆εν έχει νόηµα και δεν το δικαιούµαστε να «ζητήσουµε εξηγήσεις» από το «κοινωνικό ασυνείδητο» γιατί µε τα δικά του αποκλειστικά µέσα δεν φτάνει ως το τέρµα του δόµου. Πολύ περισσότερο δεν δικαιούµαστε να «ζητήσουµε εξηγήσεις» όταν συνειδητές συγκροτήσεις της Αριστεράς αντί να λειτουργήσουν σαν υποµόχλια της νίκης, λειτουργούν σαν µηχανισµός «αποθέρµανσης» και υπονόµευσης. Το φταίξιµο και ο φταίχτης πρέπει να αναζητηθούν όχι στο κοινωνικά αυθόρµητο αλλά στο πολιτικά συνειδητό. 

Το δικό µας Πολυτεχνείο το αποδεικνύει! Οι µειοψηφικές δυνάµεις της επαναστατικής Αριστεράς ήταν οι µόνες που µε την πολιτική τους δράση «έστρωναν τα πανιά» στον εξεγερτικό άνεµο. Οι δυνάµεις της ρεφορµιστικής Αριστεράς ήταν στην κατάληψη, τη στήριξαν παθητικά, αλλά το πολιτικό τους σχέδιο ήταν ενάντια στη µετατροπή της σε µαζική εξέγερση για την ανατροπή του χουντικού καθεστώτος. Αυτό το αδύναµο πολιτικό υποµόχλιο, η επαναστατική Αριστερά, είχε την ιστορική τιµή ότι διασφάλισε πως θα ηττηθούν οι πολιτικές δυνάµεις της «αποθέρµανσης», που εκπροσωπούνταν από τη ρεφορµιστική Αριστερά, ώστε να ξεδιπλωθεί η δυναµική της εξέγερσης. Το τι (δεν) κατάφερε να οικοδοµήσει πολιτικά πάνω σε αυτή της τη στάση στην εξέγερση και το κατά πόσο (δεν) κατάφερε να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες της Μεταπολίτευσης για την οικοδόµηση µιας µαζικής επαναστατικής Αριστεράς, είναι µια άλλη ιστορία, που πράγµατι προκαλεί πολιτική µελαγχολία. ∆εν υπάρχει όµως στην Ιστορία εξέγερση και επανάσταση που να µην έλαµψε στην αποφασιστική της σηµασία η αντίθεση µεταρρύθµισης – επανάστασης όπως µεταφράζεται πολιτικά στην αντίθεση επαναστατικής – ρεφορµιστικής Αριστεράς: στην Οκτωβριανή και ισπανική επανάσταση, στη διπλή ελληνική επανάσταση (∆εκέµβρης του ’44 και εµφύλιος), στο Πολυτεχνείο του 1973, στον Μάη του ’68.      

Το µεταρρύθµιση ή επανάσταση θέτει στο κέντρο τη στρατηγική, κι αυτή µε τη σειρά της θέτει στο κέντρο τη στάση απέναντι στο αστικό κράτος. Ο ρεφορµισµός, ακόµη κι όταν οµνύει στον κοµµουνισµό και την επανάσταση, δρα πολιτικά σύµφωνα µε τη βαθύτερη πεποίθησή του: την αποφυγή «ανεξέλεγκτων καταστάσεων» και µεγάλων ρίσκων, που εµπνέουν εν τέλει τον µεταρρυθµισµό. Η χρεοκοπία της ∆εύτερης ∆ιεθνούς είναι το πλέον τρανταχτό ιστορικό παράδειγµα, η δε Αλέκα Παπαρρήγα στην εξέγερση του 2008 περιέγραψε ευσύνοπτα µε τη µορφή πολιτικής ατάκας τη ρεφορµιστική στρατηγική διαβεβαιώνοντας ότι «στην πραγµατική επανάσταση δεν θα σπάει ούτε ένα τζάµι». Είναι γνωστή βέβαια και η υψηλή θεωρητικοποίηση: «η κατάσταση δεν είναι (ακόµη) επαναστατική» ή, πιο λαϊκά, «οι συνθήκες δεν είναι ώριµες». Ακολούθησαν ο Αλέξης Τσίπρας και η περί αυτόν ηγετική οµάδα του ΣΥΡΙΖΑ, που είπαν το δικό τους «η κατάσταση δεν είναι ώριµη (για τη ρήξη)» τον Ιούλιο του 2015 µε τη συµµετρική διατύπωση της ΤΙΝΑ (There Is No Alternative – «δεν υπάρχει εναλλακτική»). 

Η υψηλή θεωρητικοποίηση δεν θα είχε καµία άµεση πολιτική σηµασία και κανένα πρακτικό πολιτικό αντίκρισµα αν δεν µεταφραζόταν σε συγκεκριµένη αξιολόγηση για τον ρόλο και επιδίωξη οικοδόµησης συγκεκριµένης σχέσης µε το κοινωνικά αυθόρµητο, µε το κοινωνικά εξεγερτικό στοιχείο. Τι τα θέλουµε τα κινήµατα αντίστασης και πώς φανταζόµαστε τον ρόλο τους στην πορεία εξέλιξής τους σε µαζική κοινωνική εξέγερση; Για να αποτελεί την κοινωνική πίεση που διασφαλίζει τη µεταρρύθµιση του αστικού κράτους; Για να πιέζει προς τα αριστερά και να αποτρέπει τα δεξιά παραστρατήµατα µιας αριστερής κυβέρνησης; Όχι! Αυτές είναι απαντήσεις στο φάσµα δεξιού-αριστερού ρεφορµισµού. Η επαναστατική στρατηγική και η επαναστατική Αριστερά απαντούν στο ερώτηµα αλλιώς: τα κινήµατα αντίστασης και η µετεξέλιξή τους σε µαζική κοινωνική εξέγερση ενάντια στο καθεστώς είναι φορείς του ιστορικού ερωτήµατος της εξουσίας˙ ποια τάξη κατέχει την εξουσία, πώς προετοιµάζεται γι’ αυτήν και πώς την ασκεί. Η επαναστατική στρατηγική και η επαναστατική Αριστερά βλέπουν στα κινήµατα και τη µαζική κοινωνική εξέγερση όχι τους φορείς της µεταρρύθµισης του αστικού κράτους ή µια αποτελεσµατική κοινωνική πίεση που συµπληρώνει το µεταρρυθµιστικό έργο µιας αριστερής κυβέρνησης, αλλά τους φορείς της άλλης εξουσίας, την εξουσία της εργατικής τάξης που αναδύεται. Και η προγραµµατική τους θέση είναι να δυναµώσουν τα φύτρα και οι εκφράσεις αυτής της εναλλακτικής εξουσίας µέχρι να σχηµατιστούν και να τεθούν αντιµέτωποι οι πόλοι της δυαδικής εξουσίας και η εργατική τάξη να κερδίσει την εξουσία µέσα από τον µόνο εφικτό δρόµο: την επανάσταση.   

Εξέγερση και επανάσταση στην εποχή της νέας γενικής κρίσης του καπιταλισµού

Είναι όµως καιρός για «τέτοια» ή πρέπει να µας απασχολεί πώς θα «µαζέψουµε τα κοµµάτια µας» περιµένοντας άλλους, καλύτερους καιρούς; Πρόκειται για κρίσιµο ερώτηµα πολιτικού προσανατολισµού. Το οποίο µόνο µε ένα τρόπο µπορεί να απαντηθεί: αναλύοντας τα χαρακτηριστικά της ιστορικής συγκυρίας. Μία από τις πιο εντυπωσιακές εκφράσεις της ήττας της Αριστεράς και της υποχώρησης του µαρξισµού είναι ότι µια τέτοια ανάλυση ελάχιστα απασχολεί τις οργανωµένες δυνάµεις της Αριστεράς˙ και όταν υπάρχει, συνήθως αποσυνδέεται από τα συνεπαγόµενα-συγκεκριµένα πολιτικιά συµπεράσµατα. 

Έχοντας χρησιµοποιήσει συχνά «επικούς» τόνους που δεν επαληθεύτηκαν, έχοντας κηρύξει συχνά άκαιρους συναγερµούς, έχοντας διαψευστεί σε προβλέψεις για επερχόµενες δοµικές κρίσεις που δεν επήλθαν, χάσαµε την εµπιστοσύνη στην ίδια την αξία της ανάλυσης της συγκυρίας και, το κυριότερο, όταν ήρθε πραγµατικά η ώρα για όλα αυτά, νιώθουµε αδύναµοι και… αναξιόπιστοι για να κηρύξουµε «συναγερµό», έστω και αν είναι απόλυτα δικαιολογηµένος και επιβεβληµένος από τη συγκυρία. Ο νεοφιλελευθερισµός, η απάντηση στην κρίση του ’70, εξάντλησε τα «καύσιµά» του και είναι σε κρίση, χωρίς να διαφαίνεται εναλλακτική – και σίγουρα δεν µπορεί ο νεοφιλελευθερισµός να είναι απάντηση στη δική του κρίση. Η κλιµατική αλλαγή -και οι συνέπειές της- τίθενται εκτός ελέγχου, και ο καπιταλισµός δεν µπορεί να δώσει καµία λύση, γιατί δεν µπορεί να µην είναι ο εαυτός του. Η θέση ηγεµόνα του αµερικανικού ιµπεριαλισµού αµφισβητείται για πρώτη φορά ύστερα από τη λήξη του Ψυχρού Πολέµου και ο πόλεµος στην Ουκρανία προσλαµβάνει χαρακτηριστικά βρόµικου πολέµου φθοράς ανάµεσα σε αντιπαρατιθέµενες δυνάµεις για την παγκόσµια ηγεµονία και εναρκτήριου επεισοδίου του ακήρυκτου Γ’ Παγκοσµίου Πολέµου. Και όλα τα προηγούµενα συµφύονται και επιδεινώνουν ποικίλες πλευρές της κρίσης: την ενεργειακή, την επισιτιστική κ.λπ. Όλα τα σηµάδια «φωνάζουν» για µια ιστορικών διαστάσεων γενική κρίση του καπιταλισµού. 

Ωστόσο, η ήττα της Αριστεράς είναι τόσο βαθιά, ώστε η κρίση ηγεµονίας της αστικής τάξης δεν µετασχηµατίζεται σε ανοιχτή πολιτική κρίση της καπιταλιστικής διακυβέρνησης. Το αποτέλεσµα είναι ότι οι τοξίνες της καπιταλιστικής κρίσης δηλητηριάζουν κάθε ιστό της κοινωνίας: είναι η εποχή της βαθιάς κρίσης του παλιού ενώ το νέο δεν έχει ακόµη γεννηθεί – η εποχή των τεράτων.     

Τακτικά, ευέλικτοι σαν το λάστιχο· στρατηγικά, άκαµπτοι σαν το σίδερο

Σε αυτές τις συνθήκες, οι εργαζόµενες τάξεις και η νεολαία ψάχνουν απεγνωσµένα διέξοδο και έκφραση στην κεντρική πολιτική σκηνή. ∆εν έχουν καµία εµπιστοσύνη και δεν ελπίζουν στον Μπάιντεν, αλλά ψηφίζουν ∆ηµοκρατικούς στις ενδιάµεσες αµερικανικές εκλογές, για να φράξουν το δρόµο στην ακόµη πιο επικίνδυνη ακροδεξιά του Τραµπ. ∆εν ελπίζουν στον Λούλα, αλλά τον ψήφισαν για να φράξουν τον δρόµο στον Μπολσονάρου. ∆εν έχουν καµία εµπιστοσύνη και δεν ελπίζουν στον Τσίπρα, αλλά θα τον ψηφίσουν (πόσο µαζικά, θα το µάθουµε στις εκλογές) για να γλιτώσουν από την ακροδεξιά του Μητσοτάκη. ∆εν εµπιστεύονται τη ρεφορµιστική αριστερά στη Γαλλία (Μελανσόν) ή τη Χιλή, αλλά τη χρησιµοποιούν εκλογικά για να έχουν έστω µια έµµεση και ασθενική παρέµβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή κ.λπ. κ.λπ. Επειδή ένα σηµαντικό τµήµα τους δεν έχει αυταπάτες για την αποτελεσµατικότητα µιας τέτοιας, στρεβλής παρέµβασης στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, οι µαζικές κοινωνικές ανξτιστάσεις, ακόµη και οι εξεγέρσεις, δεν θα λείψουν. Η ωρίµανση προϋποθέσεων για µαζική εκδήλωση κοινωνικών αντιστάσεων, η αναζήτηση πολιτικής «πλατφόρµας» για παρέµβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή σε συνδυασµό µε την κρίση εµπιστοσύνης στον ρεφορµισµό (που άλλωστε εξακολουθεί να αποδεικνύεται «στρατηγός της ήττας» σε κάθε µικρή ή µεγάλη δοκιµασία) αναδεικνύει τον αντιφατικό χαρακτήρα των διεργασιών για τη συγκρότηση µαζικής πολιτικής έκφρασης των εργαζόµενων τάξεων. Αλλότριες πολιτικές εκφράσεις έχουν πλεονέκτηµα σε σχέση µε την επαναστατική αριστερά: είναι άµεσα διαθέσιµες και εξασφαλίζουν παρέµβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή. Είναι όµως πολιτικές πλατφόρµες είτε εντελώς ακατάλληλες είτε και προδοτικές. 

Η αντιφατική αυτή κατάσταση επιβάλλει µεγάλη ευελιξία στην τακτική, η οποία όµως πρέπει αδιαπραγµάτευτα να συνδυάζεται µε ακαµψία στη στρατηγική. Χρειαζόµαστε µια µαζική επαναστατική αριστερά, ως βήµα για τη συγκρότηση µαζικού επαναστατικού κόµµατος. Και, εξίσου και παράλληλα, ευελιξία στη µαζική παρέµβαση και στην οικοδόµηση κοινωνικών αντιστάσεων και κατανόηση για τους λόγους που τµήµατα της εργατικής τάξης και της νεολαίας χρησιµοποιούν πολιτικές πλατφόρµες ευκαιρίας για να έχουν παρέµβαση στο επίπεδο των κεντρικών πολιτικών συσχετισµών.