1

«Μακρόν δεν θα βγάλεις τα Χριστούγεννα»!

(σύνθημα σε τοίχο του Παρισιού)

Του Χάρη Παπαδόπουλου

Ο «πρόεδρος των πλούσιων» σε πανικό

Το έκτακτο διάγγελµα του Γάλλου προέδρου της ∆ηµοκρατίας το βράδυ της 10ης ∆εκέµβρη ήταν προαναγγελία πανωλεθρίας. Οι αυξήσεις 100 ευρώ στους µισθούς, η απαλλαγή από τη φορολογία των υπερωριών και των χαµηλότερων συντάξεων και τα ευχολόγια είναι πολύ λίγα για να κατευνάσουν την οργή του κόσµου. Ταυτόχρονα, είναι πάρα πολλά για να εκτελεστούν από τον προϋπολογισµό χωρίς νέους φόρους ή κοινωνικές περικοπές. Τα µέτρα που αναγκάστηκε να ανακοινώσει στο διάγγελµά του ο Μακρόν φαίνεται πως θα κοστίσουν έως 10 δισ. ευρώ στον προϋπολογισµό. Ο πρόεδρος δεν δήλωσε από πού θα τα αφαιρέσει. Την ίδια ώρα ξεκαθάρισε πως δεν πρόκειται να επιστρέψει ο «Φόρος αλληλεγγύης του πλούτου».

Αυτόν το φόρο στις µεγάλες περιουσίες τον κατάργησε ο ίδιος ο Μακρόν. Η επαναφορά του θα µπορούσε να συνεισφέρει 4 δισ. στον προϋπολογισµό αποκλειστικά από τις τσέπες των πλούσιων. Αλλά ο επικεφαλής του γαλλικού κράτους, ακόµη και στριµωγµένος στον τοίχο από τους εξεγερµένους, δεν αποφασίζει να ενοχλήσει τους έχοντες και κατέχοντες ζητώντας τη συνεισφορά τους.

Για να κάνουµε τη σύγκριση: τη δεκαετία του ’30 ο Αµερικανός πρόεδρος Ρούζβελτ µπορούσε να αντιµετωπίσει τους µεγαλύτερους καπιταλιστές της χώρας, που ήταν εξαγριωµένοι µε την εξαγγελία του Νιου Ντηλ, λέγοντάς τους στα ίσα: «Κύριοι, καλύτερα να χάσετε τα καπέλα σας, παρά τα κεφάλια σας!». Αλλά συγκρίνουµε ανόµοια µεγέθη. Έναν ηγέτη της αστικής τάξης µε έναν ασήµαντο υπάλληλό της. Ο Μακρόν αποδείχθηκε Βοναπάρτης µε καρδιά λαγού.

Το διάγγελµα Μακρόν ήρθε πολύ αργά και ήταν πολύ αδύναµο για να αποτρέψει τις κινητοποιήσεις. Υπήρξε, όµως, εξαιρετικά χρήσιµο για να υπενθυµίσει σε όλη τη Γαλλία και τον κόσµο πως οι αυξήσεις στους µισθούς κερδίζονται µε σκληρές µάχες και όχι µε «εκκλήσεις για κοινωνικό διάλογο». Την ίδια ώρα έδειξε πως η πολιτική κυριαρχία του «ακραίου κέντρου» -του οποίου ο Μακρόν υπήρξε το εξέχον ευρωπαϊκό παράδειγµα- αποµένει ένα πουκάµισο αδειανό όταν κατεβαίνουν στο δρόµο οι µάζες.

Με έναν ηγέτη που στον ενάµιση χρόνο θητείας του ο κόσµος ζητεί µαζικά την παραίτησή του, δεν µπορούν η Γαλλία και η αστική της τάξη να πορευτούν πουθενά. Ο Μακρόν από σηµαία της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας µεταµορφώνεται σε παράγοντα ανασφάλειας και διχασµού για τους καπιταλιστές, στη Γαλλία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόµη και αν η Κοµισιόν δεχτεί να κάνει τα στραβά µάτια για τις αλχηµείες στον προϋπολογισµό που σηµαίνουν τα µέτρα Μακρόν, ήδη η Ιταλία του Σαλβίνι δηλώνει έτοιµη να κάνει το ίδιο µε τον δικό της.

Το καθεστώς «του νόµου και της τάξης» θα χρειαστεί σύντοµα να συσπειρωθεί γύρω από άλλη ηγετική φιγούρα.

Η Αριστερά ψάχνει ακόµη τον βηµατισµό της

Ένα δεξιό καθεστώς που υποχωρεί πανικόβλητο και εξαγγέλλει αυξήσεις στους µισθούς για να µην καταρρεύσει, θα έπρεπε να προκαλεί ενθουσιασµό και εγρήγορση µάχης στις ηγεσίες των αριστερών κοµµάτων και των συνδικάτων. Η πραγµατικότητα -δυστυχώς- είναι πολύ διαφορετική.

Το NPA και άλλες µικρότερες οµάδες της επαναστατικής αριστεράς ξεπέρασαν τον πρώτο δισταγµό και µπήκαν ένθερµα στις κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων. Η επαναστατική αριστερά προσπαθεί να ενοποιήσει στον κοινό αγώνα κατά του Μακρόν τον ξεσηκωµό των σχολείων, αλλά και την αναταραχή στις πανεπιστηµιακές σχολές, µαζί µε όποιες κινητοποιήσεις εργαζοµένων αναπτύσσονται. Αλλά οι οργανώσεις αυτές είναι ολιγάριθµες. Έχουν αποδυναµωθεί κατά τα χρόνια που κυριαρχούσε η αποστράτευση και η ιδιώτευση. Και δεν έχουν αποκτήσει ακόµη γερούς δεσµούς µε εργατικούς χώρους.

Το κόµµα του Μελανσόν «Ανυπότακτη Γαλλία» είναι το σχετικά µαζικό αριστερό κόµµα, που αγκάλιασε εξαρχής τα κίτρινα γιλέκα στηρίζοντας ξεκάθαρα τις κινητοποιήσεις τους. Οι οπαδοί του Μελανσόν βρίσκονται στα µπλόκα και τους δρόµους. Αλλά το κόµµα του Μελανσόν είναι πρωταγωνιστής µονάχα στις πράγµατι εντυπωσιακές τηλεοπτικές δηλώσεις του ίδιου. Ο Μελανσόν καλεί σαφέστατα το λαό στο δρόµο, αλλά δεν προτείνει κανένα σχέδιο, καµιά στόχευση, πέρα από το κοινοβουλευτικό τερτίπι της πρότασης µοµφής κατά του Μακρόν – που δεν θα έχει και κανένα αποτέλεσµα.

Για τον Μελανσόν υπάρχει µόνο ο «λαός». ∆εν φαίνεται να του περνά από το µυαλό πως ένα συγκεκριµένο κοµµάτι του λαού, η οργανωµένη εργατική τάξη, µπορεί να κάνει τη διαφορά στην ανατροπή του Μακρόν µε γενική απεργία και καταλήψεις. ∆εν υπάρχει καµιά κατεύθυνση για καλέσµατα στους εργατικούς χώρους.

Η ρητορική Μελανσόν ταιριάζει πολύ µε τον µέσο όρο συνείδησης του κόσµου που κατεβαίνει αγανακτισµένος στο δρόµο. Και επειδή τους εκφράζει περίπου όλους, δεν προσφέρει πρωτοπόρες ιδέες σε κανέναν.

Το Σοσιαλιστικό Κόµµα είναι αρκετά κλικ πιο οκνό και πιο ανυπόφορα κοινοβουλευτικό από τον Μελανσόν και φανερά τον ακολουθεί, θέλοντας και µη, στις πρωτοβουλίες του, διατυπώνοντας µόνο πιο ανιαρές και µπερδεµένες θέσεις. Εξάλλου, το Σοσιαλιστικό Κόµµα της Γαλλίας έχει τους πιο αδύναµους δεσµούς µε τα µέλη του από όλα ίσως τα αντίστοιχα κόµµατα της Ευρώπης. ∆εν έχει ιδιαίτερη σχέση µε τις κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων. Και ούτε θα µπορούσε να έχει.

“Δεν θέλουμε μεγαλύτερο κομμάτι γλυκό, θέλουμε ολόκληρο τον γ@μημενο το φούρνο”

Όποιος δεν θέλει να ζυµώσει

Αλλά το κόµµα που έχει σχεδόν  εξαφανιστεί από το πολιτικό σκηνικό τις µέρες των κίτρινων γιλέκων είναι το µεγαλύτερο, σε αριθµό οργανωµένων µελών, σε όλη τη γαλλική Αριστερά: Το Κοµµουνιστικό Κόµµα.

Στην αρχή, κρύφτηκε πίσω από τη µεγάλη αριστερή οµοσπονδία συνδικάτων που ελέγχει, τη CGT. Στις πρώτες κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων η CGT κράτησε απαξιωτική στάση δηλώνοντας πως «τα µέλη της δεν θα πορευτούν στο δρόµο µαζί µε τους οπαδούς της ακροδεξιάς». Μάλιστα, αντέτειναν στα µπλόκα και τις διαδηλώσεις των κίτρινων γιλέκων τον «κοινωνικό διάλογο», µε αίτηµα αυξήσεις στους µισθούς και όχι τη µείωση της φορολογίας.

Όµως, τα κίτρινα γιλέκα όχι µόνο περιέλαβαν στα 42 αιτήµατά τους σηµαντική αύξηση µισθών και συντάξεων, αλλά πέτυχαν ήδη τις πρώτες αυξήσεις µέσω του ανυποχώρητου αγώνα. Έτσι, οι κινητοποιήσεις στο δρόµο προκάλεσαν στους συνδικαλιστές ηγέτες της αριστεράς κρίση και διχασµό.

Την Πέµπτη 6 ∆εκέµβρη και ενώ η αστυνοµία είχε ήδη ξεπεράσει τον εαυτό της σε όργιο καταστολής σε βάρος των µαθητών, η CGT, µαζί µε τις δεξιότερες συνδικαλιστικές συνοµοσπονδίες FO, CFDT και άλλες, εξέδωσαν κοινή διακήρυξη. Χωρίς να αναφέρει κουβέντα για το όργιο αστυνοµοκρατίας, η διακήρυξη τόνιζε: «Ο κοινωνικός διάλογος πρέπει επιτέλους να βρει τη θέση του σ’ αυτή τη χώρα» και «(…)κάνουµε κάλεσµα η κυβέρνηση να διασφαλίσει ασφαλείς διαπραγµατεύσεις και να ακουστούν οι διάφορες απόψεις µέσα στον κοινωνικό διάλογο, σε πανεθνικό επίπεδο (…)».

∆ύο ώρες µετά, η CGT εξέδωσε βιαστικά δική της διακήρυξη που καταδίκαζε την αστυνοµική βία, ενώ κάλεσε για «µέρα δράσης», δηλαδή κινητοποιήσεις χωρίς απεργία, για την Παρασκευή 14 ∆εκέµβρη. Γιατί τόση ραθυµία;

Είναι φανερό πως η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της αριστεράς θυµάται καλά τα µαθήµατα του Μάη ‘68: Τότε, µετά τη νύχτα των «οδοφραγµάτων» της 10ης Μάη και το όργιο της αστυνοµικής βίας η CGT είχε καλέσει σε γενική απεργία µόλις για τις 13 Μάη, ελπίζοντας να εκτονώσει το κλίµα µε µια εντυπωσιακή χειρονοµία. Όµως, η εργατική τάξη µε τη γενική απεργία µπήκε σε κίνηση που εξελίχθηκε σε χιονοστιβάδα καταλήψεων εργοστασίων έως τα µέσα Ιούνη του 1968. Ήταν η πιο µαζική γενική απεργία στην Ιστορία.

Σήµερα οι γραφειοκράτες κωλυσιεργούν ελπίζοντας σε εκτόνωση. Αλλά το κρύο ντους της ηγεσίας προκάλεσε κίνηση στη βάση. Έτσι, σειρά παραρτηµάτων της CGT ενώθηκαν στο δρόµο στις 1 και 8 ∆εκέµβρη µε τα κίτρινα γιλέκα. Χαρακτηριστικά οι ανακοινώσεις τόσο της CGT Énergie Paris όσο και της κλαδικής οµοσπονδίας FNIC-CGT (εργαζόµενοι χηµικής βιοµηχανίας και πετρελαίου) είναι ιδιαίτερα καυστικές απέναντι στην προδοσία της ηγεσίας και καλούν σε «ταξικό πόλεµο» τα µέλη τους.

Το Γαλλικό Κοµµουνιστικό Κόµµα επιχειρεί πλέον να δείξει αντικυβερνητικό προφίλ, καταθέτοντας πρόταση µοµφής µαζί µε τον Μελανσόν και τους σοσιαλιστές. Και, πολύ σηµαντικότερο, περιφερειακοί σύµβουλοι και συνδικαλιστές του κόµµατος, ανακοινώνουν πως θα στηρίξουν µε την παρουσία τους τις κινητοποιήσεις των µαθητών για να τις περιφρουρήσουν από την αστυνοµία.

 

Και τώρα;

Το κίνηµα των κίτρινων γιλέκων είναι σε πορεία ανόδου και το κράτος του Μακρόν σε πανικό και υποχώρηση. Τα κίτρινα γιλέκα εδώ και βδοµάδες διαθέτουν το καλύτερο σύνθηµα για να ενοποιήσουν την οργή του κόσµου: «Μακρόν, παραιτήσου!». Όλη η Αριστερά δίστασε, προσπάθησε να ξεφύγει από την ευθύνη. Τελικά ακολούθησε το σύνθηµα γκρινιάζοντας και σέρνοντας τα πόδια της.

Όµως το σύνθηµα αυτό θέτει ωµά το ζήτηµα της εξουσίας.

Και η πολιτική κρίση στη Γαλλία έχει µόλις αρχίσει.




Τα κίτρινα γιλέκα και η κόκκινη σημαία

Με αφορμή το λαϊκό ξεσηκωμό κατά του Μακρόν στη Γαλλία

Του Χάρη Παπαδόπουλου

«Η γαλλική επανάσταση είναι πιο κοντά από ό,τι νομίζετε. Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια το απόγευμα. Είδα εκνευρισμό και οργή στα βλέμματα του κόσμου»

(Στέφανος Τσιτσιπάς, πρωταθλητής τένις, Σάββατο 1 Δεκέμβρη 2018 στο Παρίσι)


Τροφή για σκέψη

Πριν έναν περίπου αιώνα, ένας κορυφαίος Ιταλός επαναστάτης, ο Αντόνιο Γκράμσι, έγραφε πως η εργατική τάξη βιώνει στη ζωή της δύο είδη εμπειριών.

Το ένα είδος είναι οι καθημερινές εμπειρίες υποταγής. Ο εργάτης και η εργάτρια εμπεδώνουν πως πρέπει να υπομένουν κάθε είδους καταπίεση και ακόμη και εξευτελισμούς για να καταφέρουν να φέρουν στο σπίτι το μεροκάματο. Πως για να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους τα στοιχειώδη, πρέπει υποχρεωτικά να ζουν μόνιμα στη σκιά του προϊστάμενου και του αφεντικού, ελπίζοντας με κάθε τρόπο να μην απομακρυνθούν από το μαγκανοπήγαδο της παραγωγής και πεινάσουν.

Το δεύτερο είδος εμπειριών είναι εντελώς αντίθετο: είναι οι εμπειρίες συλλογικού αγώνα και δράσης. Όταν οι εργάτες και οι εργάτριες κατεβαίνουν τελικά σε απεργία ή κινητοποίηση ανακαλύπτουν τις δικές τους δυνάμεις, ξυπνούν μέσα τους θαυμαστές ικανότητες. Συνειδητοποιούν πως τα μεγαλύτερά τους όπλα είναι η οργάνωση, η συλλογικότητα και οι καθαρές ιδέες για το τι συμβαίνει στην κοινωνία. Το αφεντικό πάντα το στηρίζει το κράτος, ενώ τους ίδιους τους σώζει μονάχα η αλληλεγγύη των υπόλοιπων εργαζομένων.

Οι εργάτες και οι εργάτριες μαθαίνουν από τις εμπειρίες τους και όχι από την κατήχηση. Και η πιθανότητα να κερδηθούν με τις επαναστατικές σοσιαλιστικές ιδέες είναι μονάχα όταν βρίσκονται σε κίνηση και μάχονται. Όχι όταν μένουν ανοργάνωτοι/ες και αποκαρδιωμένοι/ες.

Αυτά τα στοιχειώδη φαίνεται πως ξέχασαν πολλοί «έμπειροι αναλυτές» της Αριστεράς, καταξιωμένοι συνδικαλιστές αλλά και βετεράνοι επαναστάτες, μπροστά στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία. Το ίδιο και χειρότερο συνέβη με κάποιους αφηρημένους και αστόχαστους σχολιαστές στην Ελλάδα.

 

Τι είναι τα κίτρινα γιλέκα;

Πρόκειται για κίνημα που έχει ανάλογα χαρακτηριστικά με αυτά των «αγανακτισμένων» σε Ελλάδα και Ισπανία. Τα κίτρινα γιλέκα ξεκίνησαν -με αφορμή τις αυξήσεις στα καύσιμα- μια σειρά κινητοποιήσεις αρχικά στη γαλλική επαρχία και κατόπιν στο Παρίσι, απαιτώντας την κατάργηση της αύξησης 23% στην τιμή της βενζίνης, που επιβλήθηκε φέτος από την κυβέρνηση Μακρόν. Η αύξηση αυτή έφερε σε απελπιστική κατάσταση πολλούς εργαζόμενους που πληρώνουν πολύ ακριβότερα τη μεταφορά τους στη δουλειά, αλλά και μεγάλο κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων, ιδιαίτερα στην επαρχία.

Ο πρόεδρος Μακρόν επέβαλε φέτος την αύξηση αυτή με επιχείρημα την ανάγκη χρηματοδότησης της μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα στην πράσινη ενέργεια.

Όμως ταυτόχρονα με την αύξηση στα καύσιμα, η κυβέρνηση κατάργησε τον «Φόρο Αλληλεγγύης του Πλούτου», απαλλάσσοντας έτσι το πιο πλούσιο κομμάτι της κοινωνίας από την εισφορά 4 δισεκατομμυρίων ευρώ το χρόνο. Ταυτόχρονα αύξησε την «Έκπτωση για τις επιχειρήσεις», χαρίζοντας άλλα 41 δισεκατομμύρια ευρώ πάλι στους πλούσιους. Ενώ στον προϋπολογισμό του 2018 συρρικνώθηκε η προοδευτική φορολόγηση, με αποτέλεσμα οι πλουσιότεροι να ωφεληθούν κατά ακόμη 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Η κυβέρνηση Μακρόν αποδείχθηκε ιδιαίτερα στοργική με τους κροίσους και ασυγκίνητη απέναντι στον κόσμο που παλεύει να επιβιώσει. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κίτρινα γιλέκα και όσοι/ες τους υποστηρίζουν παρομοιάζουν συνεχώς τον Μακρόν με τη Μαρία Αντουανέτα, την τελευταία -και ιδιαίτερα προκλητική απέναντι στους ενδεείς- βασίλισσα της Γαλλίας, που τέλειωσε τις μέρες της στη λαιμητόμο.

Ο κόσμος που κινητοποιήθηκε γύρω από τα κίτρινα γιλέκα είναι άνθρωποι που διαμαρτύρονται για το υψηλό κόστος ζωής, τα πανάκριβα καύσιμα, τους χαμηλούς μισθούς και συντάξεις. Τα σύμβολά τους είναι τα έντονα φωτεινά γιλέκα που υποχρεωτικά έχει μαζί του στο πορτ-μπαγκάζ κάθε οδηγός αυτοκινήτου στη Γαλλία. Η σημαία που κυριαρχεί στις κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων είναι η γαλλική, αλλά κάποιες φορές υψώθηκαν και ο κέλτικος σταυρός της άκρας δεξιάς ή η σημαία με τα λευκά κρίνα, σύμβολο των βασιλοφρόνων.

Στις πρώτες κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων δεν έλειψαν και ορισμένα ρατσιστικά επεισόδια, ενάντια σε μαύρους και Άραβες. Δυστυχώς, όσοι κατεβαίνουν στο δρόμο, κουβαλούν -μαζί με την αντικυβερνητική οργή τους- και όλο το φορτίο των καθυστερημένων ιδεών τους στην αρχή τουλάχιστον. Και χρειάζεται κόπος και επιμονή για να απαλλαγούν από αυτές.

Ακόμη πιο προβληματικό στοιχείο υπήρξε η στήριξη της υποψήφιας της γαλλικής Ακροδεξιάς, της Μαρί Λεπέν, στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων, στήριξη που ίσχυσε μέχρι πριν τις κινητοποιήσεις του προηγούμενου Σαββάτου, την 1h Δεκέμβρη. Πλέον η Λεπέν μετακινήθηκε υποστηρίζοντας το «νόμο και την τάξη», κρατώντας αποστάσεις από τις μαχητικές διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις των κίτρινων γιλέκων με τα ΜΑΤ.

Είναι ακροδεξιό κίνημα τα κίτρινα γιλέκα;

Ένα κίνημα μαζών κρίνεται από τους πολιτικούς του στόχους, τον αντίπαλο που ορίζει και από τα μέσα πάλης του.

Τα κίτρινα γιλέκα στη Γαλλία είναι ξεκάθαρα αντικυβερνητικά με κεντρικό πλέον σύνθημα το «Μακρόν παραιτήσου». Οι εξεγερμένοι διαδηλωτές είναι αντίπαλοι των αντιλαϊκών έμμεσων φόρων -όπως αυτός στα καύσιμα- και της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των φτωχών. Τα κίτρινα γιλέκα με τη χαλαρή τους οργάνωση έχουν πετύχει να κατεβάσουν στο δρόμο εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σε όλη τη Γαλλία. Συνήθως μάλιστα πρόκειται για κόσμο που δεν έχει ιδιαίτερες εμπειρίες αγώνα και κινητοποίησης.

Τα κίτρινα γιλέκα δεν είναι σωματείο. Δεν μπορούν να κηρύξουν απεργία. Τα μέλη τους προσέρχονται στα μπλόκα και στις διαδηλώσεις τα Σάββατα. Και κάθε Δευτέρα πρωί, όταν τελειώνουν οι κινητοποιήσεις, επιστρέφουν κανονικά στις δουλειές τους. Η απεργία και η διοργάνωση της αλληλεγγύης είναι δουλειά των συνδικάτων και της οργανωμένης Αριστεράς. Και εδώ υπήρξε σημαντική ολιγωρία αρχικά, τόσο από τα οργανωμένα συνδικάτα όσο και από οργανώσεις της Αριστεράς.

Έτσι, η ηγεσία της CGT, της μεγαλύτερης αριστερής συνομοσπονδίας συνδικάτων, υποτίμησε τα αιτήματα των κίτρινων γιλέκων για κατάργηση των επιβληθέντων φόρων στα καύσιμα, αντιπροτείνοντας μαζικές αυξήσεις μισθών. Οι ηγέτες της CGT και άλλων συνδικάτων έδειχναν να κρατούν σοβαρές αποστάσεις από τα κίτρινα γιλέκα εξαιτίας της αρχικής υποστήριξης της Λεπέν σ’ αυτά. Μαζί τους και οι ηγέτες των σοσιαλιστικών συνδικάτων. Δεν είναι παράξενο που σ’ αυτό το χορό σύρθηκαν και κάποια «κουρασμένα παλικάρια», βετεράνοι με επαναστατικό παρελθόν. Όλη αυτή η παράταιρη ομήγυρη συνδικαλιστών γραφειοκρατών και πικραμένων αριστεριστών συνενώθηκε πίσω από την αναζήτηση ενός «τρίτου πόλου», γνήσια εργατικού, κόντρα και στον Μακρόν και στους απελπισμένους και οργισμένους διαδηλωτές των κίτρινων γιλέκων.

Όμως, ο τρόπος για να κερδίσεις τους ανθρώπους που κατεβαίνουν στο δρόμο για να υπερασπίσουν το δίκιο τους δεν είναι το σηκωμένο φρύδι και η κριτική από καθέδρας. Και η μέθοδος για να κερδίσεις αύξηση μισθών είναι η απεργία και η αλληλοστήριξη των κινητοποιήσεων, όχι η αντιπαράθεση ενός δίκαιου αιτήματος με ένα άλλο. Ευτυχώς, κομμάτια της βάσης της CGT αγνόησαν την ακατάδεκτη στάση της ηγεσίας τους και ενώθηκαν με τις διαδηλώσεις των κίτρινων γιλέκων το Σάββατο 1 Δεκέμβρη. Μαζί τους και οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς, όπως το NPA.

Αν τα κίτρινα γιλέκα ήταν αντιδραστικό κίνημα μαζών, όπως λόγου χάρη τα φασιστικά κινήματα, θα στοχοποιούσαν τους μετανάστες, τους μουσουλμάνους ή τους Εβραίους, και θα επιχειρούσαν να κυνηγήσουν και να τρομοκρατήσουν την Αριστερά και τα κινήματα. Αν οι εξεγερμένοι με τη γαλλική σημαία ήταν αντιδραστικοί εθνικιστές, θα εξυμνούσαν τις δυνάμεις καταστολής και τον στρατό και θα επιχειρούσαν, και με τη βοήθεια του βαθέος κράτους και των μυστικών υπηρεσιών, να δεθούν μαζί τους. Σε μια τέτοια περίπτωση οι μαχητικές τους ομάδες θα στόχευαν καθαρά τις εργατικές και νεολαιίστικες κινητοποιήσεις και τις πρωτοπόρες οργανώσεις.

Αντίθετα, τα αιτήματα των κίτρινων γιλέκων είναι όλα φιλολαϊκά και ο εχθρός τους είναι η κυβέρνηση και ο Μακρόν, που κόβουν από τους φτωχότερους για να ελαφρύνουν τους πλούσιους.

Τα κίτρινα γιλέκα έχουν πολλές αδυναμίες: Η οργανωτική τους πλαδαρότητα, η έλλειψη ουσιαστικά κεντρικής ηγεσίας, η ανικανότητά τους να πουν κάτι παραπάνω από το «ως εδώ και μη παρέκει», η αδυναμία τους να συνδεθούν, με δική τους πρωτοβουλία, με τα συνδικάτα και την οργανωμένη εργατική τάξη και πρωτοπορία, δείχνουν ένα πράγμα: αυτό το παθιασμένο κίνημα που σήμερα δείχνει να εκτοξεύεται σαν πύραυλος, αύριο κινδυνεύει να σκάσει στο έδαφος σαν τούβλο.

Αυτή η εβδομάδα είναι, ενδεχομένως, η πιο κρίσιμη για τη συνέχεια του πράγματος. Ήδη ανάμεσα στα κίτρινα γιλέκα έχουν αρχίσει να εμπλέκονται σοβαρά μια σειρά σωματεία και -μαζί τους- μια κόκκινη πρωτοπορία. Στη Γαλλία έχουν πάρει φωτιά οι οδηγοί των ασθενοφόρων, σε μια σειρά σχολεία μαθητές, μαθήτριες και εκπαιδευτικοί ξεκινούν κινητοποιήσεις. Στον ίδιο δρόμο φαίνεται ακολουθούν και οι αγρότες. Και η ακροδεξιά της Λεπέν παίρνει όλο και πιο μεγάλες αποστάσεις από τα κίτρινα γιλέκα.

Αν το σενάριο της μαζικοποίησης των αγώνων επαληθευτεί, ο Μακρόν θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Και γενικευμένη κρίση στο Παρίσι σημαίνει αστάθεια σε όλη την Ευρώπη. Μέσα από αυτό το ενδεχόμενο -και μόνο- είναι δυνατόν η κόκκινη σημαία της Παρισινής Κομμούνας και του Μάη του ΄68 να ορθωθεί και πάλι σαν πρώτα και καλύτερα.

Όπως και να ‘χει, η Ιστορία θα προχωρήσει μπροστά μέσα από τον ενθουσιασμό και την ενεργητικότητα των εκατομμυρίων καταπιεσμένων, και όχι από «καθαρούτσικα» σχήματα. Η επαναστατική Αριστερά θα ισχυροποιηθεί μονάχα με την εμπλοκή της στις μάχες των «από τα κάτω». Και μονάχα θα μαραζώσει και θα αποδυναμωθεί, αν περιχαρακωθεί στην «καθαρότητά» της.




Βραζιλία: τι σημαίνει η εκλογή Μπολσονάρου

Του Βασίλη Μορέλλα

Στις 28 Οκτώβρη, ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία, την όγδοη µεγαλύτερη οικονοµία του κόσµου, ανέδειξε νικητή τον Ζαΐρ Μπολσονάρου, ακροδεξιό ρατσιστή, δηλωµένο οπαδό της στρατιωτικής δικτατορίας του ‘64-’85, διακηρυγµένο εχθρό όλων των εργατικών οργανώσεων και των µεταδικτατορικών κοινωνικών κατακτήσεων, διακηρυγµένο ρατσιστή και µισογύνη. Στην πραγµατικότητα, ο Μπολσονάρου εκπροσωπεί έναν κίνδυνο χειρότερο από τον «οµοϊδεάτη» του Τραµπ. Σε µια χώρα που ποτέ δεν έγινε αποχουντοποίηση και οι στρατηγοί εξακολούθησαν να εµπλέκονται στην πολιτική, ο Μπολσονάρου (πρώην λοχαγός ο ίδιος) εκφράζει στρατιωτικά δίκτυα που βαρύνονται µε εγκλήµατα κατά της ανθρωπότητας. Κυρίως όµως, εκφράζει το σχέδιο έκτακτης ανάγκης µιας άρχουσας τάξης σε πανικό µπροστά στον συνδυασµό σοβαρών οικονοµικών προβληµάτων και απειλητικού εργατικού κινήµατος. Μάλιστα σε περίοδο που η κυβερνώσα «αριστερά» του PT έχει χάσει το θρόνο της µετά από πολυετή αντικοινωνικά µέτρα και σωρεία σκανδάλων. Πρόκειται για σχέδιο υπέρβασης προς το αντιδραστικότερο µιας αστικής δηµοκρατίας σαπισµένης από τη διαφθορά και τις εκρηκτικές κοινωνικές ανισότητες. Με σιδερένια γροθιά, «τάξη και ασφάλεια».

Η βραζιλιάνικη οικονοµία

Το ποσοστό κέρδους των Βραζιλιάνων καπιταλιστών, πιεσµένο είτε από κρίσεις και υφέσεις είτε από εργατικές κατακτήσεις, πέφτει συνεχώς µετά το 1971, µε εξαίρεση τη δεκαετία του ’90. Αυτή η τάση, που χειροτέρεψε µετά το 2000, κάνει τον βραζιλιάνικο καπιταλισµό να νοσταλγεί τα χρυσά (γι’ αυτόν) πρώτα χρόνια της δικτατορίας κι επίσης τον κάνει πολύ µοχθηρό απέναντι σε στοιχειώδη δικαιώµατα των υποτελών στρωµάτων. Μιλάµε για τη χώρα των φαβέλων και των µαζικών αστυνοµικών φόνων κατά της λούµπεν παραβατικότητας. Ο φαύλος κύκλος µικρής παραγωγικότητας-µικρών κερδών-µικρών επενδύσεων, στις καλές εποχές «απλώς» µετρίαζε την ανάπτυξη. Τέτοια καλή εποχή ήταν περίπου η πρώτη δεκαετία από τα δεκατρία χρόνια που έτυχε να κυβερνά το PT, το «Εργατικό Κόµµα», µια βραζιλιάνικη εκδοχή του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η απατηλή «αριστερά» είχε γίνει σοσιαλφιλελεύθερη δύναµη χρόνια νωρίτερα. Από τη µια, προωθούσε µια νεοφιλελεύθερη ατζέντα ιδιωτικοποιήσεων και περικοπών σε τοµείς του κοινωνικού κράτους. Ο πρώτος ηγέτης του, ο Λούλα, είχε µειώσει τους µισθούς στο δηµόσιο, παίξει στο χρηµατιστήριο τα αποθεµατικά των ταµείων των εργαζοµένων, ευνοήσει το µεγάλο γαιοκτητικό κεφάλαιο και πλήξει το φυσικό περιβάλλον για χάρη των «επενδύσεων». Από την άλλη, τον καιρό της ανάπτυξης, είχε την πολυτέλεια να προσφέρει µέτρα «ανακούφισης» στα κατώτερα στρώµατα και ειδικά στην ακραία φτώχεια, διατηρώντας και επεκτείνοντας επιδοµατικά προγράµµατα που είχε ξεκινήσει η προηγούµενη δεξιά κυβέρνηση. Η ανεργία επίσης µειωνόταν εκείνο το διάστηµα, αλλά οι θέσεις εργασίας που δηµιουργούνταν, εννιά στις δέκα φορές ήταν των 350 ευρώ… Αυτή η παρελκυστική «ισορροπία» µεταξύ φιλανθρωπίας και λιτότητας µετατοπιζόταν συνεχώς προς τα δεξιά και άρχισε από νωρίς να προκαλεί αυξανόµενες κοινωνικές αντιδράσεις, βάσει της χαµηλής ανεργίας και του υψηλού πληθωρισµού. Μα ανατράπηκε τελείως µετά το 2013.

Τότε, σαν αργοπορηµένη συνέπεια της κρίσης του 2008 (π.χ. λόγω της επιβράδυνσης της Κίνας), η πτώση στη διεθνή ζήτηση κατακρήµνισε τις τιµές προϊόντων τα οποία εξάγει η Βραζιλία (ζάχαρη, σόγια, βοδινό, σίδηρος κ.ά.). Η διεθνής κρίση είχε κι άλλες συνέπειες, όπως ο περιορισµός ξένων επενδύσεων και δανεικών. Το ΑΕΠ, που επιβραδυνόταν ήδη από το 2011, έχασε σχεδόν το ένα τέταρτο της αξίας του το 2014-2016. Η φιλοκαπιταλιστική στρατηγική του PT, βρέθηκε πια πλήρως εκτεθειµένη στην εκλογική του βάση. Κρατώντας τους φόρους χαµηλά για τον πλούτο, µε πεσµένα τα εξαγωγικά έσοδα, η κυβέρνηση εκτόξευσε δηµόσιο έλλειµµα και χρέος, την ώρα που έκανε νέες περικοπές στον κοινωνικό προϋπολογισµό. Η διοργάνωση του Μουντιάλ ήταν αντιπροσωπευτικό παράδειγµα προτεραιοτήτων: ενώ ξοδεύονταν πάνω από 15 δισ. δολάρια για εργολάβους και λοιπούς «µπίζνεσµεν», οι συγκοινωνίες και η παροχή νερού στο Σάο Παόλο υπέφεραν, οι διαδηλώσεις αντιµετωπίζονταν µε ακραία καταστολή από αστυνοµία και εθνοφρουρά και κάπου… 200.000 άνθρωποι πετάχτηκαν από τα σπίτια τους για χάρη της ασφάλειας και των έργων. Από την άλλη, το PT δυσαρεστούσε και τους «από πάνω», µε την ασταθή αντιµετώπιση του ανερχόµενου κινήµατος. Παρά την προθυµία του PT να το καταπνίξει βίαια, άλλες φορές έκανε µικρο-παραχωρήσεις σε µεγάλες απεργίες (π.χ. το 2013) µετρώντας το πολιτικό κόστος.

Εν τω µεταξύ, η επίσηµη ανεργία διπλασιαζόταν µέσα σε δύο χρόνια (12% – 14% τα τελευταία τρία χρόνια) και η ανισότητα, που έτσι κι αλλιώς διατηρούνταν ψηλά, εξερράγη: το 2017 οι έξι πλουσιότεροι Βραζιλιάνοι είχαν όσα ο φτωχότερος µισός πληθυσµός (σε σύνολο 210 εκατοµµυρίων).

 

Από το PT στην ακροδεξιά: η πολιτική «µηχανική» που οδήγησε στον Μπολσονάρου

Στη Βραζιλία η ∆εξιά ήταν πάντα ισχυρή, έστω κι αν τα τελευταία χρόνια αντιπολιτευόταν το PT διασπασµένη. Η βάση της -εκτός από τα µεσαία και ανώτερα στρώµατα- ήταν επίσης η πολύ φτωχή και ανοργάνωτη µάζα που το PT προσπάθησε, αρχικά µε επιτυχία, να προσεταιριστεί µε την επιδοµατική πολιτική του. Ο σκληρός πυρήνας της ∆εξιάς κατάγεται από τα χρόνια της χούντας, η οποία ήταν πιο βάρβαρη απ’ την αντίστοιχη ελληνική. Το ’85 οι δικτάτορες στρατηγοί είχαν καταφέρει µια διαδικασία οµαλής επαναφοράς της αστικής δηµοκρατίας χωρίς οι ίδιοι να τιµωρηθούν, ουσιαστικά εξακολουθώντας να παρεµβαίνουν στα πολιτικά πράγµατα. Το κυβερνόν PT, του οποίου η ηγεσία είχε υποστεί βασανιστήρια επί δικτατορίας, δεν τα έβαλε ούτε καν µε τη στρατιωτική κάστα. Ακόµη και η Επιτροπή Αλήθειας που έστησε το 2012 για να ενισχύσει το δηµοκρατικό προφίλ του, είχε εξαρχής περιοριστεί στην ηθική δικαίωση των θυµάτων και όχι στην ποινική δίωξη των υπεύθυνων, εξερεθίζοντας το θηρίο χωρίς να το απειλεί πραγµατικά. Ακόµη χειρότερα, η «αριστερή» σοσιαλδηµοκρατία χρησιµοποίησε το ρατσισµό και τον εθνικισµό για να αναβαθµίσει τον βραζιλιάνικο ιµπεριαλισµό, δικαιώνοντας την ακροδεξιά ιδεολογία. Ο σηµερινός αντιπρόεδρος του Μπολσονάρου, στρατηγός Μουράο, πέρα από τις δηλώσεις ότι µια νέα χούντα θα µπορούσε να λύσει το κοινωνικό ζήτηµα, ήταν βασικός στρατιωτικός οργανωτής της σφαγής γυναικόπαιδων στην Αϊτή το 2005-2006. Τότε, ήταν η κυβέρνηση Λούλα που τον είχε στείλει στη µικρή και κατεστραµµένη χώρα ως διοικητή δύναµης κατοχής 9.000 ανδρών, µετά την πραξικοπηµατική εκδίωξη του Αϊτινού σοσιαλδηµοκράτη προέδρου, µε τη συνεργία της ∆ύσης. Ο Λούλα είχε έτσι τη βασική πολιτική ευθύνη και για τους 2.000 βιασµούς που διέπραξαν τα βραζιλιάνικα στρατεύµατα εκεί, στην απόπειρα να προαχθεί η Βραζιλία στην ιµπεριαλιστική αλυσίδα. Στηρίζοντας την εκστρατεία µε κατάλληλα επιχειρήµατα, νοµιµοποιούσε το ρατσισµό, το µιλιταρισµό και την ακροδεξιά, που µετέπειτα «δάγκωσαν» και τον ίδιο. Η βραζιλιάνικη στρατιωτική ηγεσία, µε την οποία προσπαθούσε επί 13 χρόνια να «συνεννοηθεί» το PT, χαιρέτισε πρώτη και σύσσωµη την νίκη του Μπολσονάρου.

Πολιτική κρίση, καπιταλιστική λύση

Για τους πολιτικούς και οικονοµικούς λόγους που αναφέραµε, ήταν ανάγκη και ευκαιρία για τους άρχοντες να αποκαθηλώσουν το εξασθενηµένο PT. Προσπάθησαν να το αντικαταστήσουν µε µια καθαρόαιµη ∆εξιά το 2016. Χρησιµοποιώντας τα σκάνδαλα που ενέπλεκαν ηγετικά στελέχη του PT, αποµάκρυναν τη διάδοχο του Λούλα, πρόεδρο Ντίλµα Ρούσεφ, και έφεραν στην εξουσία την κυβέρνηση Τεµέρ, δηλαδή τον… κυβερνητικό εταίρο της Ρούσεφ ως τότε. Μάλιστα, φέτος τον Απρίλη ο Λούλα φυλακίστηκε µε δωδεκαετή κάθειρξη για διαφθορά. Όµως αυτά δεν άρκεσαν. Από τη µια, η διερεύνηση των σκανδάλων άνοιξε τον «ασκό του Αιόλου» και τελικά ολόκληρο το πολιτικό σύστηµα αποκαλύφτηκε βαθιά διεφθαρµένο. Από την άλλη, η κυβέρνηση Τεµέρ δεν κατάφερε να αντιπαρέλθει τις λαϊκές αντιδράσεις, που κορυφώθηκαν πέρσι µε µια γιγάντια γενική απεργία (28/4/2017, µε αιχµή την υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης), µε σαράντα εκατοµµύρια διαδηλωτές, εκατοντάδες καταλήψεις και αποκλεισµούς δρόµων. Αυτός ο συνδυασµός δυσοίωνων οικονοµικών προοπτικών, απειλητικού κινήµατος και σήψης του παλιού πολιτικού συστήµατος περιλαµβανοµένης της κυβερνώσας «αριστεράς», οδήγησε την άρχουσα τάξη να υψώσει τον Μπολσονάρου και το κόµµα του από την πολιτική ανυπαρξία στο 55% και την προεδρία της χώρας, µέσα σε δυο χρόνια.

Οι «δεσµεύσεις» του Μπολσονάρου στοχεύουν να κολακέψουν τους νοµοταγείς µεσοαστούς ψηφοφόρους, αλλά κυρίως να παγώσουν κάθε κοινωνική αντίσταση µε τη βία ή το φόβο της βίας. Ώστε να περάσουν νέες ιδιωτικοποιήσεις, ανατιµήσεις σε καταναλωτικά αγαθά, µειώσεις µισθών και καίρια χτυπήµατα στο ασφαλιστικό. Αυτός και τα στελέχη του έχουν επανειληµµένα προαναγγείλει το τσάκισµα της Αριστεράς (πραγµατικής και κίβδηλης), των συνδικάτων και των κοινωνικών αντιστάσεων εν γένει, από τις οργανώσεις των ανέργων και τα ιθαγενικά κινήµατα για τη γη µέχρι τις ΛΟΑΤ συλλογικότητες. Επίσης, είναι δεδοµένο ότι θα ξεσπάσει πάνω στις περιθωριοποιηµένες φαβέλες, µέχρι και µε κινητοποίηση του στρατού. Αισιοδοξώντας για µια τέτοια αποκατάσταση της «σταθερότητας» το χρηµατιστήριο του Σάο Πάολο κατέγραψε ιστορικό ρεκόρ µετά τις εκλογές. Τελικά, ο Μπολσονάρου δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, αλλά κλιµακωτή συνέχεια των κυβερνήσεων PT και Τεµέρ, που ενέτειναν τα αντικοινωνικά µέτρα και τον συνοδευτικό αυταρχισµό.

 

Συγκρίσεις µε την ελληνική εµπειρία: η «πολιτική µηχανική» που γεννάει φαινόµενα Μπολσονάρου

Το πολιτικό «ανάπτυγµα» της Βραζιλίας προσφέρεται για συγκρίσεις µε τα καθ’ ηµάς. Πρώτα, για το πόσο αδίστακτη γίνεται µια «αριστερή κυβέρνηση» ρεφορµιστών ώστε να αναγνωριστεί από το σύστηµα, ανοίγοντας έτσι το δρόµο στην ∆εξιά – ή και την ακροδεξιά σε περίοδο κρίσης. Λούλα και Ρούσεφ λογοδοτούσαν στα κελεύσµατα της ντόπιας άρχουσας τάξης και του ∆ΝΤ, που ζητούσαν δηµοσιονοµικά πλεονάσµατα, περικοπές και ενθάρρυνση της επιχειρηµατικότητας, θυµίζοντας έντονα Ελλάδα. Μέσα στο ίδιο πλαίσιο είναι που ο ΣΥΡΙΖΑ πάτησε στην ανάπαυλα της κρίσης για να επεκτείνει το πιλοτικό πρόγραµµα Σαµαρά για το ελάχιστο εγγυηµένο εισόδηµα και να µοιράσει επιδόµατα αλληλεγγύης, ενώ από την άλλη εκτόξευε τις ιδιωτικοποιήσεις, αποχαλίνωνε την καταστροφή στις Σκουριές, ψήφιζε το νόµο Κατρούγκαλου και εισηγείται τώρα επιπρόσθετα περιουσιακά δικαιώµατα στην Εκκλησία…

Εξάλλου, είναι σύνηθες και διαχρονικό φαινόµενο το αληθινό πρόσωπο των ποικίλων σοσιαλδηµοκρατών να αποκαλύπτεται πιο πρώιµα και πιο ωµά στην εξωτερική πολιτική: εκεί τα θύµατα δεν στοιχίζουν εκλογικά. Έτσι, παρόµοια µε τον Λούλα, οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχουν πολύ καλές ιµπεριαλιστικές επιδόσεις. Εναγκαλιζόµενοι τα µατωµένα καθεστώτα της Αιγύπτου και του Ισραήλ, παραδίδοντας µαθήµατα εφαρµοσµένου αντιτουρκισµού και επεκτατισµού στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο, υιοθετώντας ακροδεξιές θεωρίες περί µακεδονικής απειλής, προσπαθώντας να πουλήσουν όπλα στη Σαουδική Αραβία κ.ο.κ. Αλλά και αποκηρύσσοντας τους πρόσφυγες πολέµου σαν ανεπιθύµητο βάρος, µε τις απελάσεις, το άγριο ξύλο στην εκκένωση της Ειδοµένης, τα κολαστήρια στα νησιά.

Υπάρχει προφανής σχέση ανάµεσα σε τέτοιες πολιτικές -σε εσωτερικό και εξωτερικό- και στη διατήρηση των ποσοστών της ΧΑ ή τις ακροδεξιές πρωτοβουλίες· η διαδοχή του PT από τον Τεµέρ και τον Μπολσονάρου είναι σηµαντικό παράδειγµα. Το µόνο που λείπει από την Ελλάδα είναι µια νέα επιδείνωση του «καιρού» στην οικονοµία. Λείπει, για την ώρα…

Τέλος, η Βραζιλία προσφέρει διδάγµατα για τις αριστερές τακτικές. Το PT είχε ξεκινήσει ως «πλατύ κόµµα», δηλαδή ως πολυτασικό ρεφορµιστικό κόµµα µε συµµετοχή επαναστατών, από την ίδρυσή του το 1980. Μάλιστα ως πολύ πιο ριζοσπαστικό από τον ΣΥΝ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά η σοσιαλφιλελεύθερη µετάλλαξή του είχε εκδηλωθεί ήδη τη δεκαετία του ’90 και οπωσδήποτε όταν ανέλαβε την κυβέρνηση το 2003. Ως τότε είχε ήδη διαγραφεί µία τροτσκιστική αντιπολίτευση (το PSTU το 1992) και είχαν ξεκινήσει οι διαγραφές της δεύτερης, ακόµη µεγαλύτερης, αριστερής/επαναστατικής πτέρυγας που το 2005 θα κατέληγαν στη διάσπαση και την ίδρυση του PSOL. Τότε είχε επίσης αποτυπωθεί ότι όσο πιο µακροχρόνια ήταν η συµβίωση επαναστατών και ριζοσπαστών µε το «πλατύ κόµµα» τόσο πιο µεγάλες συγχύσεις και απώλειες αυτοί θα υπέφεραν τελικά. Στην αριστερή διάσπαση του 2005, πάνω από τα τρία τέταρτα των 2.000 τροτσκιστών της αντιπολίτευσης θα επέλεγαν να παραµείνουν στο διεφθαρµένο PT, ενώ από τους αποχωρήσαντες πολλοί θα αποστρατεύονταν συντόµως… Το PT κατάπιε ανεπίστρεπτα τη µεγάλη πλειοψηφία ριζοσπαστών ή επαναστατών που πορεύτηκαν µε αυταπάτες περί ριζοσπαστικοποίησής του, ακόµη κι όταν αυτό βρέθηκε στην εξουσία. Και βέβαια, στην εξουσία πια, φρόντισε µε όλους τους τρόπους να απογοητεύσει και να παγώσει τους ψηφοφόρους του, να γραφειοκρατικοποιήσει τα συνδικάτα όπου µπορούσε, να ενισχύσει δεξιά και ακροδεξιά ιδεολογήµατα, να επιβεβαιώσει τη «συνέχεια του κράτους» σε κάθε επίπεδο. Όλα αυτά θα έπρεπε να είναι οφθαλµοφανή από τότε στους εισηγητές παρόµοιων θεωριών στην Ελλάδα, που έβαλαν πλάτη να «έρθει η ελπίδα» της απατηλής αριστεράς στην κυβέρνηση, µε επιχειρήµατα δοκιµασµένα και διαψευσµένα σε όλα τα σηµεία της υδρογείου. Το ελαφρυντικό της άγνοιας ποτέ δεν ήταν επαρκές και πλέον δεν υπάρχει καν…

Καθήκοντα

Το προηγούµενο διάστηµα, οι διεργασίες στην πέραν του PT βραζιλιάνικη αριστερά, επαναστατική και µη, επικέντρωναν στην ανάγκη ενιαίου µετώπου σε συνδικαλιστικό επίπεδο, στην απεργιακή πάλη. Οπωσδήποτε µια τέτοια εργατική απάντηση πρέπει να αποτελεί το επόµενο βήµα απέναντι στην αποκτήνωση του καπιταλισµού που διανοίγει ο Μπολσονάρου. Όµως πιθανά τα στοιχήµατα έχουν ήδη ανέβει. Το αν η οργανωµένη βία φτάσει να ασκείται από ένα φασιστικό κίνηµα µαζών, είναι ανοιχτό ερώτηµα. Τέτοια πρώτα δείγµατα υπάρχουν, είτε µε τις στρατιωτικού τύπου παρελάσεις οπαδών στις πόλεις, είτε µε τις επιθέσεις σε χωριά του Αµαζονίου. Αν και µόνο πρωτοφανές δεν είναι το φαινόµενο για τη χώρα και γενικά τη Λατινική Αµερική, πάντως είναι ανησυχητικό το µετεκλογικό κύµα εµπρησµών και φόνων κατά ιθαγενών από παρακρατικές πολιτοφυλακές, ώστε να προχωρήσουν πιο γρήγορα οι «επενδύσεις» (βλέπε καταστροφή του τροπικού δάσους). Ακόµη και χωρίς φασιστικό κίνηµα, είτε κεντρικά είτε αποκεντρωµένα και πρωτοβουλιακά, η ακροδεξιά βία και η κρατική καταστολή θα αναβαθµίσουν τη συνεργασία τους. Στη Βραζιλία πλέον αναδεικνύεται η ανάγκη µετώπου για ένα κατεξοχήν πολιτικό θέµα: την αντιµετώπιση της κρατικής και παρακρατικής βίας. Πίσω στην Ελλάδα δεν έχουµε φτάσει ακόµη ως εκεί: θα µας «αρκούσαν» προς το παρόν τα µέτωπα π.χ. για τη διοργάνωση µιας σοβαρής πανεργατικής απεργίας και τα πολιτικά συµπεράσµατα από τις προηγούµενες αποτυχίες. Μέχρι και γι’ αυτά όµως έχουµε ακόµη δρόµο µπροστά µας…




Ο κίνδυνος πυρηνικών «χτυπημάτων» πιο υπαρκτός από ποτέ

Του Χάρη Παπαδόπουλου

Τι σηµαίνει η απόσυρση των ΗΠΑ από τη συµφωνία για τον έλεγχο των πυραύλων µέσου βεληνεκούς

«Ποιο είναι το νόημα των πυρηνικών όπλων, αν δεν μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε;»
Ντόναλντ Τραμπ

Η παραπάνω ρητορική ερώτηση του Αµερικανού προέδρου απευθύνθηκε στους συµβούλους του στο Λευκό Οίκο στις 18 Οκτώβρη. ∆ύο µέρες µετά, στις 20 Οκτώβρη 2018, ο Τραµπ ανακοίνωσε πως οι ΗΠΑ αποχωρούν από τη συµφωνία ελέγχου των πυρηνικών όπλων µέσου βεληνεκούς. Η αποκάλυψη ως προς το τι ειπώθηκε µεταξύ του Τραµπ και των συνεργατών του έγινε από το περιοδικό Φόρεϊν Αφέαρς [εµείς αλιεύσαµε την πληροφορία από το άρθρο του Λεωνίδα Βατικιώτη «Έναυσµα για κούρσα πυρηνικών ανταγωνισµών από Τραµπ»].

Η αρθρογράφος του Φόρεϊν Αφέαρς µαζί µε τις πληροφορίες καταθέτει το συµπέρασµά της: «Για πρώτη φορά από το τέλος του Ψυχρού Πολέµου η πιθανότητα ένας Αµερικανός πρόεδρος να σκέφτεται στ’ αλήθεια τη χρήση πυρηνικών έχει γίνει µια πραγµατικά τροµακτική προοπτική». Λίγες µέρες µετά, και αφού ανακοινώθηκε από τον Τραµπ πως οι ΗΠΑ δεν δεσµεύονται πλέον από τη συµφωνία για τα µέσου βεληνεκούς πυρηνικά όπλα, πολιτικός αναλυτής και στέλεχος των Ρεπουµπλικανών δήλωσε: «Έχουµε αρκετά όπλα όχι µόνο για να αυτοκαταστραφούµε, αλλά και για να καταστρέψουµε τον κόσµο πάνω από δέκα φορές. ∆εν χρειάζεται να ανησυχούµε πως δεν έχουµε αρκετά όπλα».

Η συµφωνία ελέγχου των πυρηνικών µέσου βεληνεκούς είχε υπογραφεί το 1987 ανάµεσα στους Ρίγκαν και Γκορµπατσόφ, επικεφαλής τότε των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης αντίστοιχα. Απαγόρευε την ανάπτυξη πυρηνικών πυραύλων βεληνεκούς µέχρι 5.000 χιλιοµέτρων και υποχρέωνε τις ΗΠΑ και Ρωσία να καταστρέψουν 3.000 από τους πυραύλους τους.

 

Τι προσπαθεί να κερδίσει ο Τραµπ;

∆υστυχώς το θέµα µε τον Τραµπ δεν είναι µονάχα η παρουσία ενός άξεστου και υπερφίαλου ανθρώπου στη θέση του πλανητάρχη. Ο Τραµπ είναι το σύµπτωµα. Η αιτία βρίσκεται στη µεταβολή συσχετισµών ανάµεσα στις ΗΠΑ και τα υπόλοιπα ιµπεριαλιστικά κέντρα του πλανήτη.

Για δύο δεκαετίες τουλάχιστον, η οικονοµική επιρροή των ΗΠΑ συνεχώς υποχωρεί. Ο πλανήτης όλο και περισσότερο φαίνεται να γίνεται πολυπολικός. Αυτό σηµαίνει πως δεν θα υπάρχει ένας µόνο «κυρίαρχος του παιγνιδιού», όπως φανταζόταν η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ µετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.

Οι ΗΠΑ, ωστόσο, διαθέτουν ένα τεράστιο ατού: Η πυρηνική δύναµή τους και γενικά η στρατιωτική τους υπεροχή απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσµο είναι ασύγκριτη. Οι ΗΠΑ δεν ξεπερνούν απλώς κατά πολύ το στρατιωτικό και πυρηνικό δυναµικό της Ρωσίας: οι δέκα επόµενες στρατιωτικές δυνάµεις στον πλανήτη, ακόµα και αν ενώσουν τις δυνάµεις τους, δεν φτάνουν την πυρηνική και στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ.

Έτσι η αστική τάξη αντιµετωπίζει τα τελευταία χρόνια ένα δύσκολο δίληµµα:

Η πρώτη επιλογή: Να µειώσει το αµερικανικό κράτος τις θηριώδεις στρατιωτικές δαπάνες, να επενδύσει στην παραγωγή και να επιχειρήσει να ξανακερδίσει την παγκόσµια οικονοµική του υπεροχή.

Η δεύτερη επιλογή: Να χρησιµοποιήσουν οι ΗΠΑ την αδιαµφισβήτητη πυρηνική και στρατιωτική τους υπεροχή σήµερα, προκειµένου να επιβάλουν τους δικούς τους όρους σε όλους τους οικονοµικούς τους αντιπάλους.

Ο προηγούµενος πρόεδρος, Μπαράκ Οµπάµα, έδειχνε να κλίνει άτολµα προς την πρώτη επιλογή. Η εκλογή Τραµπ, ωστόσο, φέρνει µια ξεκάθαρη στροφή στη δεύτερη. Μέχρι σήµερα, ο Τραµπ έψαχνε µια αφορµή -στη Βενεζουέλα, στη Συρία ή στη Βόρεια Κορέα- για να κάνει επίδειξη των δυνατοτήτων ΚΑΙ του πυρηνικού του οπλοστασίου.

Τώρα, µε την ανακοίνωση στις 20 Οκτώβρη περί απόσυρσης των ΗΠΑ από τη συµφωνία ελέγχου των µέσου µεγέθους πυραύλων που µπορούν να φέρουν πυρηνικές κεφαλές, φαίνεται πως ο Αµερικανός πρόεδρος δίνει το σήµα για να ξαναρχίσει η κούρσα των εξοπλισµών, περιλαµβανοµένων των πυρηνικών όπλων, όπως επί Ψυχρού Πολέµου.

 

Και τώρα;

Όπως είχε αποκαλύψει η εφηµερίδα «Γκάρντιαν» στις αρχές του χρόνου, ο Τραµπ και οι ΗΠΑ σκοπεύουν να στραφούν κατ’ αρχάς στην ανάπτυξη «µικρών και εύχρηστων» (!) πυρηνικών όπλων.

Αυτό δεν σηµαίνει πως τέτοια όπλα δεν συνιστούν απειλή για τη Ρωσία. Ήδη το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ οργανώνουν κάθε τόσο στρατιωτικά γυµνάσια εξαιρετικά κοντά στα ρωσικά σύνορα -στην Πολωνία και στις χώρες της Βαλτικής- και κάνουν µε κάθε αφορµή επιδείξεις στρατιωτικής ισχύος. Όµως, είναι φανερό πως η στόχευση των ΗΠΑ στρέφεται πλέον προς πολλές κατευθύνσεις.

Ο επόµενος στη σειρά στόχος δείχνει αυτή τη στιγµή το Ιράν. Οι ΗΠΑ πριν λίγους µήνες αποσύρθηκαν µονοµερώς και από τη συµφωνία ελέγχου ανάπτυξης πυρηνικών όπλων του Ιράν, ξεκινώντας νέο κύκλο κυρώσεων ενάντια στο ιρανικό κράτος.

Φαίνεται, όµως, πως ο αντίπαλος που οι ΗΠΑ αναζητούν διαρκώς ευκαιρία να τροµοκρατήσουν µε την πυρηνική τους ισχύ είναι η Κίνα, ο µεγαλύτερος αυτή τη στιγµή εµπορικός και γενικότερα οικονοµικός αντίπαλος των ΗΠΑ. Μάλιστα, µερίδα του Τύπου -στην Ελλάδα χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της «Καθηµερινής»- πιστεύουν πως η συµφωνία, από την οποία οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν, θα αντικατασταθεί σχετικά σύντοµα από µια νέα, µεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Θα αφήνεται ωστόσο στον Τραµπ το περιθώριο να αναπτύξει καινούργια σχετικά µικρά πυρηνικά όπλα έναντι της Κίνας, της ανερχόµενης πυρηνικής δύναµης, που δεν δεσµευόταν από την µέχρι τώρα σε ισχύ συµφωνία απαγόρευσης ανάπτυξης όπλων µέσου βεληνεκούς.

Σε κάθε περίπτωση, τον τόνο για την κατεύθυνση της στρατιωτικής µηχανής των ΗΠΑ είχε δώσει λίγο µετά την εκλογή του ο ίδιος ο Τραµπ, µιλώντας -δηµόσια αυτή τη φορά- υπέρ ενός νέου γύρου εξοπλισµών: «Ας γίνει µια κούρσα εξοπλισµών! Θα τους ξεπεράσουµε όλους και θα επιβιώσουµε έναντι όλων»!

 

Έκκληση στη λογική;

-«∆εν θα τολµήσουν» έλεγες

«∆εν έχουν άλλο δρόµο» σου απαντούσα

«Αυτός ο δρόµος θα είναι ο τάφος τους», φώναζες µε πίστη”    

(«Νικηφόρος Μανδηλαράς», στίχοι του Αλέκου Παναγούλη)

Στον διεθνή αστικό Τύπο, µαζί µε την ανησυχία για το πού πάει η κατάσταση µε τα πυρηνικά όπλα, διατυπώνεται και µια ελπίδα και προσδοκία πως τελικά θα επικρατήσει η λογική και δεν θα χρησιµοποιηθούν στην πράξη τα πυρηνικά.

Όµως όταν διακυβεύονται τεράστια κέρδη, όταν διακυβεύεται η ίδια η παγκόσµια ιεραρχία ισχύος, ελάχιστος χώρος αποµένει για την ορθοφροσύνη. Ο ιµπεριαλισµός των ΗΠΑ συνήθισε από το 1991 να παίζει παγκοσµίως χωρίς αντίπαλο. Τώρα αντιµετωπίζει ξαφνικά τον κίνδυνο υποβιβασµού µπροστά στην ανάπτυξη οικονοµιών που δεν βαρύνονταν µε στρατιωτικές δαπάνες ανάλογες µε αυτές των ΗΠΑ. Και ο πειρασµός της επίδειξης δύναµης απέναντί τους είναι τεράστιος.

Η µόνη ρεαλιστική ελπίδα µέσα σ’ αυτόν τον ζόφο είναι το αντιπολεµικό και αντικυβερνητικό κίνηµα µέσα στις ΗΠΑ. Από την πρώτη µέρα που εγκαταστάθηκε στο Λευκό Οίκο ο Τραµπ, τα κινήµατα έχουν οργανώσει συγκλονιστικές διαδηλώσεις και έχουν πετύχει να ακυρώσουν αντιδραστικά µέτρα, όπως την απαγόρευση εισόδου στη χώρα ανθρώπων από µια σειρά ισλαµικές χώρες. Αυτά τα κινήµατα είναι η µόνη υπαρκτή εναλλακτική στην κυριαρχία του πυρηνικού τρόµου του Τραµπ και των Αµερικανών στρατοκρατών. Η κυβέρνηση Τραµπ είναι πολύ πιο ρεαλιστικό να πέσει κάτω από τη λαϊκή κατακραυγή, παρά να «λογικευτεί» και να πάρει πίσω τις απειλές πυρηνικού χτυπήµατος και τα σχέδια νέας κούρσας εξοπλισµών.

Στην Ελλάδα η κυβέρνηση Τσίπρα δένεται κάθε µέρα πιο στενά στρατιωτικά µε τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την Αίγυπτο του δικτάτορα Σίσι και εξοπλίζεται για περιπέτειες για χάρη των ΑΟΖ. Εµείς εδώ έχουµε µόνο να διδαχτούµε από τις επιτυχίες των συντρόφων και συντροφισσών µας µέσα στην «καρδιά του κτήνους», την ιµπεριαλιστική µητρόπολη. Και πρέπει να τους µιµηθούµε. Είναι η παθιασµένη δράση που αλλάζει τους συσχετισµούς, όχι η παραίτηση ούτε οι φρούδες ελπίδες και η επίκληση της «λογικής».




Βαριά σκιά πάνω απ’ τη Βραζιλία

Της Κικής Σταματόγιαννη

Ο ακροδεξιός Μπολσονάρου, ο επονομαζόμενος και «Tropical Trump», νέος πρόεδρος της Βραζιλίας

Βραζιλία, Οκτώβρης 2018. Καταγγελία πανεπιστημιακών και φοιτητών για κλιμάκια αστυνομικών και δικαστικών που εισβάλλουν στα πανεπιστήμια, ερευνώντας, ανακρίνοντας, κατάσχοντας1. Η επίσημη αιτιολογία είναι η έρευνα περί υλικών “αθέμιτης εκλογικής προπαγάνδας”, η οποία σύμφωνα με τη βραζιλιάνικη νομοθεσία απαγορεύεται. Το περίεργο, ωστόσο, είναι ότι ανάμεσα στα ύποπτα και κατασχεθέντα αντικείμενα συμπεριλαμβάνονται και υλικά που καθόλου δεν σχετίζονται με τον προεκλογικό αγώνα των υποψηφίων στις προεδρικές εκλογές. Μια αντιφασιστική σημαία. Ένα πανό προς τιμή της δολοφονημένης μαύρης, λεσβίας αγωνίστριας της αριστεράς Μαριέλε Φράνκου. Κάποια φλάιερς που φέρουν τον εξαιρετικά επικίνδυνο τίτλο “Μανιφέστο για την υπεράσπιση της δημοκρατίας στα δημόσια πανεπιστήμια”. Από πότε ο αντιφασιστικός λόγος και οι μπροσούρες για την υπεράσπιση της δημοκρατίας θεωρούνται αθέμιτη εκλογική προπαγάνδα; Από πότε το φάντασμα του φασισμού και της στρατιωτικής δικτατορίας στη Βραζιλία της περιόδου 1964-1985 ξαναστοίχειωσε εν έτει 2018 τα πανεπιστήμια ελέγχοντας ακαδημαϊκούς και φοιτήτριες/τές;

Το πώς και το γιατί φθάσαμε σε αυτό το σημείο και κυρίως τι μπορεί να γίνει από δω και πέρα σε μια χώρα με ισχυρή αντιφασιστική, αριστερή και εργατική/συνδικαλιστική παράδοση, θα επιχειρηθεί να αναδειχθεί με το παρόν άρθρο.

Και το όνομα αυτού: Ζαΐχ Μπολσονάρου

Το ξημέρωμα της 29ης Οκτώβρη βρήκε ανθρώπους στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη να έχουν στο στόμα τους ένα όνομα. Σημάδεψε -επίσης- τη Βραζιλία, μια χώρα 210 εκατομμυρίων, με την εκλογή στη θέση του προέδρου ενός δηλωμένου ακροδεξιού. Ο τελευταίος κατάφερε να συγκεντρώσει ένα ποσοστό της τάξης του 55,1% και σχεδόν 58 εκατομμύρια ψήφους (57.800.000) μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο όπου η ακροδεξιά καταγράφει σοβαρή άνοδο παγκοσμίως.

Οποιοδήποτε λήμμα ρατσιστικής, μισογύνικης, σεξιστικής, ομο/τρανσφοβικής ή φασιστικής απόχρωσης μπορέσεις να σκεφτείς, θα μπορούσε να συνοδεύεται άνετα από τη φωτογραφία του Ζαϊχ Μπολσονάρου. Δηλώνει όπου βρεθεί κι όπου σταθεί υπέρ των βασανιστηρίων, της οπλοκατοχής, της στρατιωτικής δικτατορίας, των παραδοσιακών οικογενειακών αξιών και της θρησκείας. Και καταφέρεται εναντίων των κινημάτων, των καταπιεσμένων, της αριστεράς, των συνδικάτων, των λοατκια+ ανθρώπων, των αυτοχθόνων, των αφροβραζιλιάνων, των περιβαλλοντικών ακτιβιστ(ρι)ών.

Οικονομική κρίση, διαφθορά, σκάνδαλα, εκφυλισμός και σήψη του Κόμματος των Εργατών (PT), πόλεμος συμμοριών και βία στους δρόμους. Στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη ασφαλώς. Από μόνα τους, όμως, δεν εξηγούν την εκτόξευση του Μπολσονάρου και το μαζικό ρεύμα ενθουσιασμού που προκαλεί. Απαίτηση για ακόμα αυστηρότερη αστυνομική καταστολή. Η βραζιλιάνικη αστυνομία συνοδεύεται από τη φήμη της πιο σκληρής, ωμής και απάνθρωπης κατασταλτικής δύναμης παγκοσμίως. Μια αστυνομία που σημαδεύει περίπου όποιον κινείται και ο οποίος συνήθως “συμβαίνει” να έχει κάπως πιο σκούρο δέρμα. Μόνο μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2018 και μόνο στην πόλη του Ρίο ντε Τζανέιρο, έχουν καταγραφεί 895 δολοφονίες πολιτών από αστυνομικούς. Συνολικά οι δολοφονίες σκαρφαλώνουν στον τρομακτικό αριθμό των 5.000 κάθε χρόνο2. Και παρόλα τα αποκρουστικά αυτά στοιχεία, οι άνθρωποι της μεσαίας –ιδίως- τάξης ένιωσαν την ανάγκη να εκφράσουν και εκλογικά το αίτημά τους για περισσότερη “ασφάλεια, νόμο και τάξη”, υπερψηφίζοντας τον κύριο και πιο γνήσιο εκφραστή αυτών.

Ο Μπολσονάρου ανταποκρίνεται και ικανοποιεί περίφημα τα πιο αντιδραστικά ένστικτα των ανθρώπων της μεσαίας τάξης, που θέλουν να πατήσουν πάνω στους πιο αδύναμους, ακριβώς για να μη βρεθούν αυτοί στον πάτο. Δεν είναι τυχαίο που ο ακροδεξιός υποψήφιος σάρωσε εκλογικά στους λευκούς, ενώ είχε μειωμένα ποσοστά στον μαύρο πληθυσμό. Άνθρωπος ο ίδιος της μεσαίας αστικής τάξης που κατάφερε να ανέλθει μέσα από τον στρατιωτικό μηχανισμό, λειτουργώντας κατά κάποιο τρόπο και σαν πρότυπο κοινωνικής ανέλιξης. Ανταποκρίνεται στην ανάγκη των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων να υπάρξει ένας δυνατός άντρας που θα χτυπήσει τη γροθιά του στο τραπέζι. Θα καθαρίσει τη διαφθορά και θα βάλει μια τάξη στο κράτος. Θα ενισχύσει την καταστολή και θα τερματίσει την εγκληματικότητα και τον πόλεμο των συμμοριών. Θα ενισχύσει τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες με μείωση της φορολογίας και λήψη μέτρων προστασίας τους.

Η εκλογή Μπολσονάρου είναι η πλέον επικίνδυνη επιλογή που θα μπορούσαν να κάνουν όσοι πήγαν στις κάλπες. Και αυτό γιατί –ακόμα κι αν οι ίδιοι οι ψηφοφόροι δεν αυτοπροσδιορίζονται ως φασίστες, ακόμα κι αν δεν υπάρχει ακόμα ένα πανεθνικό φασιστικό πολιτικό κόμμα- η εκλογή Μπολσονάρου ανοίγει τον δρόμο και ευνοεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκουν την ευκαιρία να δρουν οι συμμορίες με τα φασίζοντα χαρακτηριστικά.

Οι δυνάμεις που βγαίνουν στον δρόμο υπέρ του Μπολσονάρου δεν συνιστούν ακριβώς τάγματα εφόδου. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Σε όλη την προεκλογική περίοδο έχουν καταγραφεί πολλές επιθέσεις απέναντι σε ανθρώπους που οι μπολσομίτος θεωρούν “περιθώριο, βρώμα και κατακάθι”: σε αντιφασίστες, τρανς, γυναίκες των κινημάτων. Απειλές, βία, εμπρησμοί, ξυλοδαρμοί, χάραξη της σβάστικας πάνω στο σώμα κοπέλας-μέλους του κινήματος #EleNao, δολοφονίες.

Για την ώρα, οι μπολσομίτος συγκροτούν ομάδες με ογκούμενα χαρακτηριστικά αντιδραστικού λαϊκού κινήματος. Ένα κίνημα, στο οποίο ο Μπολσονάρου έχει υποσχεθεί προεκλογικά απελευθέρωση της οπλοκατοχής. Ένα κίνημα που θα μπορεί πλέον να κυκλοφορεί στους δρόμους οπλοφορώντας, απειλώντας και –ενδεχομένως- σκοτώνοντας κατά βούληση. Αν κάτι χαρακτηρίζει αυτές τις ομάδες είναι ο ενθουσιασμός και η πρωτοβουλία – στοιχεία βασικά για την ανάπτυξη λαϊκού φασιστικού ρεύματος.

Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για ράθυμη αναμονή μπροστά στις εξελίξεις.

Οι εντιμότατοι φίλοι του

«Δεν μπορούμε πλέον να συνεχίσουμε το φλερτ με τον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό, τον λαϊκισμό της αριστεράς» ήταν το πρώτο μήνυμα αμέσως μετά την εκλογή του. Ωμός, σαφής και ξεκάθαρος στις προθέσεις του.

Κάποιοι και κάποιες επομένως θέλησαν να τον επιβραβεύσουν για αυτή του την ειλικρίνεια. Κάποιοι και κάποιες δεν αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι/ες να κρατήσουν ούτε τα ελάχιστα αστικά προσχήματα. Η Μαρί Λεπέν και ο Ματέο Σαλβίνι έσπευσαν να τον συγχαρούν και να του ευχηθούν “καλή επιτυχία”, προσβλέποντας ο τελευταίος σε ακόμη ισχυρότερη φιλία των δύο λαών και κυβερνήσεων.

Οι δεξιοί πρόεδροι της Χιλής, Σεμπαστιάν Πινιέρα, και της Αργεντινής, Μαουρίτσιο Μάκρι, δεν στάθηκαν ούτε αυτοί φειδωλοί σε έκφραση ευχών και συγχαρητηρίων. Από κοντά και η Ευρωπαϊκή Ένωση δια του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ούτε η Ρωσία θέλησε να αποτελέσει εξαίρεση, με τον Πούτιν να δηλώνει ότι “προσβλέπει στην ανάπτυξη των σχέσεων των δύο χωρών στο πλαίσιο των G20”. Είναι πολλά τα λεφτά και οι οικονομικές συμφωνίες –για τις αστικές κυβερνήσεις- για να μπαίνουν ενοχλητικά εμπόδια δημοκρατικών ευαισθησιών και εργατικών δικαιωμάτων στη μέση.

Τελευταίος στην αναφορά μας εδώ -αλλά όχι έσχατος ασφαλώς- ο Αμερικανός πρόεδρος. Αξίζει να θυμίσουμε ότι σύμβουλος του Μπολσονάρου δεν είναι άλλος από τον “πολύ” Στιβ Μπάνον, τον σύμβουλο στρατηγικού σχεδιασμού του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ. Το κάδρο συμπληρώθηκε. Στήριξη από ακροδεξιά, καθαρόαιμη λαϊκή δεξιά και ΕΕ. Τα μισόλογα, η υποκριτική ανησυχία και οι δήθεν προβληματισμοί του γάλλου προέδρου Μακρόν δεν αναιρούν τον κανόνα: Το μεγάλο κεφάλαιο και η αστική τάξη, στη Βραζιλία και διεθνώς, παρέχουν αυτή τη στιγμή απλόχερα και γενναιόδωρα τη στήριξή τους σε αυτόν που αντιπροσωπεύει την οπισθοδρόμηση και τον σκοταδισμό της πιο σκληρής δικτατορίας.

Κύμα «Bullsonaro»

Στην αναδυόμενη αγορά της 8ης μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης στον κόσμο, τα χρηματιστήρια ανταποκρίθηκαν θετικά στην επικράτηση Μπολσονάρου. Αμέσως μετά τον πρώτο γύρο της 7ης Οκτώβρη, ο δείκτης στο βραζιλιάνικο χρηματιστήριο κατέγραφε άνοδο 18 μονάδων. Ο νέος εκλεκτός των αγορών είχε αναδειχθεί πριν καν την οριστική επικύρωση. Τη Δευτέρα, 29 Οκτώβρη, οι πανηγυρισμοί και το κλίμα ενθουσιασμού εκφράστηκαν και στο πεδίο της οικονομίας. Ήδη οι οικονομικοί αναλυτές κάνουν λόγο για “κύμα Bullsonaro”. Λογοπαίγνιο, όπου ως πρώτο συνθετικό χρησιμοποιείται η λέξη “bullish”, για να εκφραστεί η αισιοδοξία, η ανοδική τάση και η ευφορία αγορών και χρηματιστηρίων. Οι επικρίσεις για τον αυταρχισμό, την ωμότητα, τις ομοφοβικές και ρατσιστικές δηλώσεις, τη σεξιστική ρητορεία, λίγο αγγίζουν τον κόσμο των επιχειρήσεων. Οι επενδυτές χρειάζονται ένα περιβάλλον σταθερότητας και ασφάλειας. Αυτό εκτίμησαν ότι δεν ήταν πλέον σε θέση να τους το παράσχει το PT, στο οποίο χρεώνουν τη χειρότερη ύφεση στην οποία βρέθηκε η Βραζιλία. Στράφηκαν επομένως στον άνθρωπο που πλασαρίστηκε ως ο αντίθετος –του PT– πόλος. Στράφηκαν σε αυτόν που δεσμεύτηκε προεκλογικά για μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις. Ανάμεσα σε αυτές, την ιδιωτικοποίηση της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού Eletrobras, καθώς και της Δημόσιας Επιχείρησης Πετρελαίου Petrobras – μια ενέργεια που εκτιμάται ότι θα αποφέρει 400 δις δολάρια στα δημόσια ταμεία. Δεσμεύτηκε επίσης για περικοπή των δημοσίων δαπανών για μισθούς, συντάξεις, παιδεία και υγεία. Για μείωση της φορολογίας στις μεγάλες επιχειρήσεις. Για μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό (σε βάρος των ασφαλισμένων προφανέστατα, που κατά μέσο όρο αυτή τη στιγμή συνταξιοδοτούνται στα 55 τους χρόνια και λαμβάνουν το 70% του τελικού μισθού τους) και δηλώνοντας την πρόθεσή του ειδικά για το τελευταίο να έρθει σε σύγκρουση με το Κογκρέσο, στο οποίο δεν έχει την πλειοψηφία. Καθόλου άσχημα όλα αυτά για το μεγάλο κεφάλαιο. Τρομακτικό σενάριο, ωστόσο, για τους εργαζόμενους, για 13 εκατομμύρια ανέργους, για πάνω από 50 εκατομμύρια που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας (25% του πληθυσμού) με το 43,5% εξ αυτών να συγκεντρώνεται στον υποβαθμισμένο οικονομικά βορρά και το 78,5% να είναι μαύροι ή σκουρόχρωμοι, με ημερήσιο εισόδημα όχι μεγαλύτερο από 5,5 δολάρια. Έξι -μόλις- δισεκατομμυριούχοι στη χώρα συγκεντρώνουν τον πλούτο 100 εκατομμυρίων ανθρώπων συνολικά3. Καλώς ήρθατε στη Βραζιλία των τρομακτικών κοινωνικών ανισοτήτων.

Οι μεγάλες ευθύνες του PT

Το Κόμμα των Εργατών προέκυψε μέσα από τους αγώνες ενάντια στη δικτατορία στα τέλη της δεκαετίας ’70. Μέσα σε δύσκολες συνθήκες και καθεστώς παρανομίας κατάφερε να σφυρηλατήσει ισχυρούς δεσμούς –που σε μεγάλο βαθμό διατηρούνται μέχρι σήμερα- με την οργανωμένη εργατική τάξη. Ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης του, ο Λούλα, βιομηχανικός εργάτης σε αυτοκινητοβιομηχανία του Σάο Πάολο, με κομμένα δάχτυλα από εργατικό ατύχημα, με την ανάληψη της κυβέρνησης διπλώνει προσεκτικά, βάζει στην άκρη και “ξεχνάει” για πάντα το πανό στη Σύνοδο του Κοινωνικού Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε. “Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός – Μόνο με Σοσιαλισμό”.

Επί 13 χρόνια ο Λούλα ακολουθεί πολιτικές ταξικής συμφιλίωσης, που ουδεμία σχέση έχουν με τον σοσιαλισμό και με τον άλλο κόσμο που οραματίζονταν οι καταπιεσμένοι/ες. Εμπιστεύεται κρίσιμα πόστα και υπουργεία σε ανθρώπους του συστήματος και του μεγάλου κεφαλαίου. Εφαρμόζει πιστά νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Ρίχνει βάρος στις ιδιωτικές επενδύσεις και τις εξαγωγές. Αυξάνει τους έμμεσους φόρους. Αποδέχεται υπάκουα κάθε περικοπή στις δημόσιες δαπάνες που του υπαγορεύεται από το ΔΝΤ. Τσακίζει το δικαίωμα στέγασης, με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι να μένουν άστεγοι μέσα από τη διάλυση παραγκουπόλεων. Καταστέλλει σκληρά εργατικές και νεολαιίστικες κινητοποιήσεις. Κάνει, με άλλα λόγια, ό,τι μπορεί για να πριονίσει το κλαδί όπου καθόταν. Αποκόπτεται έτσι από τις οργανωμένες δυνάμεις που του είχαν ανοίξει τον δρόμο προς την εξουσία. Την ίδια ώρα προσπαθεί να διατηρήσει το φιλολαϊκό του προφίλ με σειρά μέτρων που ανακουφίζουν τα στρώματα που βρίσκονται σε ακραία φτώχεια: κοινωνικά επιδόματα, μικρή αύξηση σε μισθούς και συντάξεις. Μόνο που δεν μπορείς να υπηρετείς ταυτόχρονα δύο αφεντάδες. Έρχεται κάποτε το πλήρωμα του χρόνου και σου στοιχίζει ακριβά η προσπάθεια να ισορροπείς αιωνίως σε δύο βάρκες. Κάποτε βουλιάζεις.

Η οργανωμένη αριστερά και τα εργατικά συνδικάτα που επηρεάζονταν σημαντικά ακόμα από το PT, δεν αξιοποίησαν ούτε την ευκαιρία που τους δόθηκε στη μεγαλειώδη γενική απεργία τον Απρίλη του 2017. Δεν άρκεσαν περισσότερα από 35 εκατομμύρια εργαζόμενοι -σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα- που βγήκαν στους δρόμους, παραλύοντας τη χώρα, για να πέσει η κυβέρνηση Τεμέρ. Ο τελευταίος είχε ανατρέψει με κοινοβουλευτικό πραξικόπημα την Ντίλμα Ρούσεφ -τη διάδοχο του Λούλα- που αποπέμφθηκε από την εξουσία μετά από την κατηγορία οικονομικού σκανδάλου και ο Λούλα βρέθηκε στη φυλακή.

Πόσο βαθιά είναι η ήττα;

Το Κόμμα των Εργατών σαφώς έχει χάσει σε σημαντικό βαθμό την αίγλη, το κύρος και την επιρροή του ανάμεσα στους εργαζόμενους. Είναι όμως τελείως διαφορετικό αυτό από μια κατάσταση όπου τα συνδικάτα έχουν συντριβεί ολοκληρωτικά.

Στο σώμα της Βραζιλίας έχουν εγγραφεί σημαντικοί αγώνες. Εργατικοί, συνδικαλιστικοί, αντιρατσιστικοί.

Ο Βορράς με τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και τους –αντίστοιχα- τεράστιους κοινωνικούς αγώνες έχει δώσει τις συγκλονιστικές μάχες για την απελευθέρωση των μαύρων σκλάβων ενάντια στους αποικιοκράτες, τα πλούσια λευκά αφεντικά.

Το 1896-7 ο Βορράς είχε γνωρίσει μια απίστευτη επανάσταση των πεινασμένων που συγκεντρώθηκαν στο Κανούντος, μικρή πόλη μέσα στην βραζιλιάνικη έρημο (Σερτάου). Οι εξεγερμένοι, επέβαλαν απανωτές ταπεινωτικές πανωλεθρίες στον επίλεκτο και βαριά οπλισμένο βραζιλιάνικο στρατό που επιχείρησε να τους καταστείλει. Ξεσηκώθηκε το “έθνος του αμνού”, οι κολλήγοι, ενάντια στο “έθνος του λύκου”, δηλαδή τους γαιοκτήμονες και τους στρατηγούς. Τι ήταν αυτό που ξεχώριζε τα δύο έθνη; Τα χέρια τους: Οι “αμνοί” είχαν ρόζους στα χέρια από τη δουλειά. Οι “λύκοι” όχι. Ακόμα κι αν σφαγιάζεται μέχρι τελευταίου αγωνιστή και αγωνίστριας, το Κανούντος -η “Νέα Ιερουσαλήμ” για τους εξεγερμένους – εγγράφεται στην επαναστατική μνήμη.

Ο Βορράς συνεχίζει ως σήμερα την παράδοση με αγώνες ενάντια στις ρατσιστικές διακρίσεις και τη φτώχεια. Δεν είναι τυχαίο ότι μία από τις μεγαλύτερες και πιο δυναμικές αντιφασιστικές πορείες τις παραμονές του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών έγινε στο Σαλβαντόρ, πρωτεύουσα της Μπαΐα. Στην καρδιά της κόκκινης γης. Η μαύρη ψυχή και συνείδηση της Βραζιλίας, το αντιρατσιστικό πνεύμα και οι διαχωριστικές γραμμές που στην περιοχή εκείνη έχουν χαραχτεί με αίμα, δύσκολα θα μπορούσαν να ξεχαστούν, παρόλη τη φρενίτιδα ενθουσιασμού που ξεσηκώνει το ρεύμα Μπολσονάρου.

Ο Αμαζόνιος, είναι το δεύτερο κέντρο αγώνα. Με το κίνημα των Ακτημόνων (MST, Οι Χωρίς Γη) που προβαίνουν σε καταλήψεις γης και οργανώνουν συλλογικά την παραγωγή, με τους αυτόχθονες και τους ακτιβιστές και τις μάχες που δίνουν. Με μια συγκλονιστική εξέγερση τη δεκαετία του ’20 όπου καθοδηγητής στο κίνημα των ινδιάνων ήταν ένας λευκός στρατηγός, κομμουνιστής, μετέπειτα γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Βραζιλίας.

Σήμερα, ο αγώνας για τη σωτηρία του δάσους του Αμαζονίου έχει κρίσιμη αξία για όλη την ανθρωπότητα: χωρίς τον Αμαζόνιο ο πλανήτης θα έχει τόση ζωή όση και ένας άνθρωπος χωρίς πνευμόνια.

Ο Μπολσονάρου έχει ήδη δηλώσει προεκλογικά ότι θα αποσύρει τη Βραζιλία από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Δήλωση που συνοδεύει το άνοιγμα σαμπάνιας για το λόμπι των βιομηχάνων, των εξορυκτικών εταιρειών και των μεγαλογαιοκτημόνων που θέλουν να κατασπαράξουν τον Αμαζόνιο. Την ίδια στιγμή, πρόκειται για δήλωση που ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου στους περιβαλλοντικούς ακτιβιστές/ριες, καθώς και στους αυτόχθονες που υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια τη γη τους και πολύ συχνά καταλήγουν δολοφονημένοι.

Και φυσικά, ο Νότος. Ο Νότος με δύο από τις μεγαλύτερες πόλεις σε ολόκληρο τον κόσμο, το Σάο Πάολο και το Ρίο και την τεράστια συγκέντρωση εργατικής τάξης σε κολοσσιαίες βιομηχανίες. Με τη μεγάλη εργατική και συνδικαλιστική παράδοση και τις πάμπολλες κινηματικές συλλογικότητες. Ο Νότος της εργατικής τάξης και των συνδικάτων. Η περιοχή όπου επαναστατικό, συνδικαλιστικό, αριστερό και αναρχικό κίνημα απαντώνται πριν από τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Νότος όπου εκδίδεται για πρώτη φορά ο “Σοσιαλιστής” το 1895, η σοσιαλιστική εφημερίδα που έχει σχέσεις με τη Β΄ Διεθνή, ακριβώς τα χρόνια που ο Βορράς γνωρίζει τη συγκλονιστική μεσσιανική εξέγερση του Κανούντος.

Η μνήμη είναι ζόρικο πράγμα. Ξυπνά σε απρόσμενες στιγμές. Ξυπνά στις μεγάλες απεργιακές συγκεντρώσεις του ενός εκατομμυρίου στο Σάο Πάολο το 2017. Είχαν προηγηθεί οι μεγάλες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας του 2013 ενάντια στις περικοπές των δημοσίων δαπανών προκειμένου να χρηματοδοτηθούν το Μουντιάλ του 2014 και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2016. Ο Νότος με το Σάο Πάολο να πρωτοστατεί στις κινητοποιήσεις ενάντια στην αύξηση της τιμής των εισιτηρίων στα ΜΜΜ. Να κλιμακώνεται η αντικυβερνητική δυσαρέσκεια με πορείες στις οποίες συμμετέχουν εκατομμύρια άνθρωποι σε μια σειρά από επαγγελματικούς κλάδους (μεταλλεργάτες, εργαζόμενοι στα ΜΜΜ, εκπαιδευτικοί). Να εξαπλώνεται η απεργιακή πυρκαγιά σε μια σειρά από πόλεις (Ρίο, Μπραζίλια). Η βραζιλιάνικη εργατική τάξη και οι κινηματικές συλλογικότητες έχουν δείξει το μέταλλό τους. Στα δύσκολα.

 

Και τώρα;

Είναι λες και άνοιξαν οι πύλες της κολάσεως – λες και ανακοινώθηκε επίσημα η έναρξη της κυνηγετικής περιόδου” σημείωνε με έκδηλη ανησυχία μέλος της λοατκια+ κοινότητας στη Βραζιλία τη μέρα του δεύτερου γύρου των εκλογών οπόταν και διαφαινόταν η τελική επικράτηση Μπολσονάρου.

Ο χαρακτηρισμός του σημείου στο σημείο βρισκόμαστε έχει τεράστια σημασία για το επόμενο βήμα. Αυτή τη στιγμή και παρά το ισχυρότατο πλήγμα, η εργατική τάξη στη Βραζιλία δεν έχει υποστεί συντριπτική ήττα. Δεν είναι η ώρα επομένως για απόσυρση και προπαγανδιστική δουλειά πρωταρχικής συσσώρευσης. Δεν είμαστε εκεί.

Ο Μπολσονάρου κατάφερε να μεταστρέψει την απογοήτευση από την οικονομική και πολιτική κρίση και το αντι-PT αίσθημα σημαντικών τμημάτων της μεσαίας, αλλά και της εργατικής τάξης, σε ένα διάχυτο αντι-αριστερό αίσθημα, ταυτίζοντας το PT με την αριστερά εν συνόλω. Και δεν κατάφερε μόνο αυτό. Πέτυχε να πολώσει όλο το πολιτικό σκηνικό και να το στρέψει στην άκρα δεξιά. Δεν υπάρχει η παραμικρή χρονική πολυτέλεια να υποτιμηθεί ο φασιστικός κίνδυνος. Να θεωρηθεί ο Μπολσονάρου άλλος ένας δεξιός, αντιδραστικός και κάπως “ιδιόρρυθμος” πολιτικός. Είναι η στιγμή για την επαναστατική αριστερά της Βραζιλίας να επιμείνει στην τακτική του ενιαίου εργατικού μετώπου των καταπιεσμένων. Χωρίς αυταπάτες για διαδρόμους κοινοβουλίων και χωρίς προσπάθεια συνδιαλλαγής με την αστική τάξη και τους πολιτικούς εκπροσώπους της. Χωρίς παζάρια για τα ψίχουλα ενός ταξικού συμβιβασμού.

Είναι ενθαρρυντικό ότι μπροστά στον επαπειλούμενο φασιστικό κίνδυνο τμήματα της αριστεράς επιχειρούν να ενωθούν. Έχει διαμορφωθεί μια συμμαχία ανάμεσα στο PSOL (που έχει αποσπαστεί από το PT), το Κίνημα των Χωρίς Γη (MST) και το KK Βραζιλίας. Μαζί με αυτές τις τρεις μεγαλύτερες δυνάμεις ενώνονται πολλές μικρότερες οργανώσεις της άκρας αριστεράς και κινηματικές συλλογικότητες που υπερασπίζονται δικαιώματα μειονοτικών ομάδων. Τάσσονται ενάντια στον Μπολσονάρου και την ίδια στιγμή ενάντια στη συμφιλιωτική πολιτική του PT και την υποταγή της στην αστική τάξη. Προσπαθούν να δώσουν φωνή στα 13 εκατομμύρια ανέργων και να οργανώσουν την οργή των εργαζομένων, των γυναικών, των λοατκια+, των αυτοχθόνων ή όσων έχουν πιο σκούρο δέρμα. Το κίνημα και η αριστερά στη Βραζιλία έχουν αποδείξει ότι μπορούν να κινητοποιήσουν εκατομμύρια ανθρώπων. Έχουν δώσει υποδειγματικές μάχες στον δρόμο. Το επίπεδο ταξικής πάλης ήταν και συνεχίζει να είναι ιδιαιτέρως υψηλό.

Αρκεί τα αριστερά αυτά κόμματα να μην ποντάρουν ακόμη μια φορά στο να θολώσουν το στίγμα τους για να ελκύσουν τις μεσαίες τάξεις. Να οργανώσουν αγώνες και όχι να πλειοδοτήσουν ξανά σε “προτάσεις επιχειρηματικότητας” για ανάπτυξη εντός του καπιταλιστικού συστήματος, όπως μέχρι κορεσμού επέμεναν στις τελευταίες εκλογές.

Ένα σημαντικό στατιστικό στοιχείο είναι το ότι ο Μπολσονάρου κέρδισε το 97% των πλουσιότερων πόλεων και ο Αντάτζι (υποψήφιος του PT) στο 98% των πιο φτωχών4. Είναι σημαντικό που το Νορντέστε, το βορειανατολικό τμήμα της Βραζιλίας, κατάφερε και άντεξε. Οι μαύροι, απόγονοι σκλάβων, οι πάμφτωχοι στις φαβέλες και στις αφιλόξενες ερήμους του Σερτάου, έκαναν ό,τι μπορούσαν και περνούσε από το χέρι τους. Θρήνησαν τον “δικό τους άνθρωπο”, τον δολοφονημένο το βράδυ του πρώτου γύρου των εκλογών αντιφασίστα δάσκαλο της capoeira, τον mestre Moa do Katende, οργανώνοντας συγκεντρώσεις και πορείες μέσα στις παραγκουπόλεις. Πραγματοποίησαν μια μεγαλειώδη αντιφασιστική πορεία στο Σαλβαντόρ, την πρωτεύουσα της Μπαΐα. Όταν έφτασε η ώρα της κάλπης, απέρριψαν με συντριπτικά ποσοστά -της τάξης του 70%- τον Μπολσονάρου.

Όσο συγκινητική κι αν είναι η καταγραφή από το κόκκινο βορειανατολικό φρούριο των “φτωχοδιαβόλων”, όσο κι αν μας δίνει χαρά η αντίστασή τους κόντρα σε κάθε συσχετισμό και το πείσμα τους ότι δεν έχουν χαθεί όλα, η προσπάθεια αυτή κινδυνεύει να μείνει ημιτελής. Κι αυτό γιατί η τελική μάχη και η αναμέτρηση με την απειλή του φασισμού θα κριθεί στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα του Νότου. Όταν οι εργαζόμενοι στο Σάο Πάολο και οι καταπιεσμένες στο Ρίο αποφασίσουν ότι η τελευταία λέξη ανήκει σε αυτές και αυτούς. Όταν αποφασίσουν να κινητοποιηθούν ξανά, βγαίνοντας στον δρόμο κατά εκατομμύρια. Όταν αποφασίσουν να ενώσουν τους αγώνες όλων των από κάτω και αναλάβουν την πάλη ενάντια στον φασισμό ως δική τους ευθύνη. Όταν συνειδητοποιήσουν πως οργάνωση της πάλης ενάντια στον φασισμό είναι στην ουσία ο λυσσαλέος αγώνας απέναντι στο καπιταλιστικό τέρας που γεννά τους Μπολσονάρους φασίστες αυτού του κόσμου.

Ο τρόπος που επιλέγεις να αντιδράσεις μπροστά σε μια δυσκολία δείχνει και το υλικό που σε πλάθει. Ο Μπολσονάρου προσφέρει με ωμότητα δύο επιλογές στα μέλη της αριστεράς: την εξορία ή τη φυλακή. Ήδη οι αγωνίστριες και οι αγωνιστές οργανώνουν το επόμενο βήμα δράσης. Επιλέγουν τους δρόμους.

1 Amy Erica Smith , “Brazilian media report that police are entering university classrooms to interrogate professors – Is this how democracy starts to die?”, https://www.vox.com/mischiefs-of-faction/2018/10/26/18029696/brazilian-police-interrogate-professors?fbclid=IwAR1PgK1lIJA4wCIqUMPEAtWlKDfaTBLEEtWX7mqVqVPd932YmJ0ivRXskPA

2 Alistair Farrow, “Resistance needed after far right victory in Brazil”, Socialist Worker, https://socialistworker.co.uk/art/47409/Resistance+needed+after+far+right+victory+in+Brazil

3More Than 50 Million Brazilians Living Below Poverty Line”, The Rio Times, https://riotimesonline.com/brazil-news/rio-politics/more-than-25-million-brazilians-living-below-poverty-line/




Μαζικές διαδηλώσεις στο Κίεβο και απεργίες στο Ντονμπάς

Η Διεθνής Ημέρα του ΟΗΕ για την Εξάλειψη της Φτώχειας (17 Οκτωβρίου) χαρακτηρίστηκε στην Ουκρανία από μια μαζική διαδήλωση των συνδικάτων στο Κίεβο. Είχε προηγηθεί μια σειρά συνδικαλιστικών δράσεων σε διάφορες πόλεις της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών Ζιτόμιρ, Ρίβνε, Ζαπορίζια και Τρανσκαρπάθια.

Η διαδήλωση οργανώθηκε από την Ομοσπονδία Συνδικάτων της Ουκρανίας (FPU) και είχε την υποστήριξη από εργαζόμενους από όλους τους τομείς και τις περιοχές της Ουκρανίας. Με την FPU ενώθηκαν και άλλοι ακτιβιστές του εργατικού κινήματος.

Η μαζική διαδήλωση στο κέντρο του Κίεβου κατευθύνθηκε προς το Υπουργικό Συμβούλιο της Ουκρανίας ζητώντας από την κυβέρνηση και τους βουλευτές την καθιέρωση αξιοπρεπών μισθών που θα αποτρέπουν τη μαζική μετανάστευση εργαζομένων στο εξωτερικό, την άμεση αποπληρωμή των καθυστερούμενων μισθών, την ακύρωση της αύξησης των τιμών της ενέργειας που υπαγορεύει το ΔΝΤ, την ασφάλεια στην εργασία, την κατάλληλη χρηματοδότηση της υγείας και της εκπαίδευσης στον κρατικό προϋπολογισμό και την παύση των επιθέσεων εναντίον των συνδικάτων.

Συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε κοντά στο κτίριο του Υπουργικού Συμβουλίου της Ουκρανίας, με ομιλητές τον επικεφαλής της FPU Γκριγκόρι Οσόβι, τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας Ορυχείων της Ουκρανίας Βίκτορ Τουρμανόφ, τον επικεφαλής της τοπικής οργάνωσης του Συνδικάτου των Εκπαιδευτικών στο Κίεβο Ολεξάντρ Γιατσούν και άλλους εκπρόσωπους εργατικών συνδικάτων.

Μια αντιπροσωπεία από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της Ουκρανίας προειδοποίησε την κυβέρνηση να σταματήσει να καθυστερεί την αντιμετώπιση των αιτημάτων των συνδικάτων και να αγνοεί τις προτάσεις τους. Δήλωσαν ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις διατηρούν το δικαίωμα να διεξάγουν μαζικές διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης μιας Γενικής Πανεργατικής Πανουκρανικής απεργίας εάν είναι απαραίτητο.

unions 31

unions7

unioons 5

Διαδηλώσεις εργατών ορυχείων στην Περιφέρεια του Ντονέτσκ

Εργατικές διαδηλώσεις διεξάγονται επίσης στην Περιφέρεια Ντονέτσκ (στην περιοχή που δεν βρίσκεται κάτω από ρωσική κατοχή). Οι Διαδηλώσεις οργανώνονται από τους εργάτες ορυχείων της Συνομοσπονδίας Ελεύθερων Συνδικάτων (KVPU). Ο επικεφαλής της Ανεξάρτητης Ομοσπονδίας Ορυχείων της Ουκρανίας (NGPU) στην κρατική εταιρεία εξορύξεων  «Σελιντιβουγκόλλιγια» ξεκίνησε απεργία πείνας σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στην πολύμηνη καθυστέρηση της πληρωμής των μισθών. Οι εργαζόμενοι στα ορυχεία δεν έχουν λάβει μισθούς για τέσσερις μήνες. Τα οφειλόμενα είναι περισσότερα από 7.600.000 ευρώ. Μια διαδήλωση γυναικών και οικογενειών πραγματοποιήθηκε για την υποστήριξη των εργαζομένων στα ορυχεία.

Εντωμεταξύ στο Γκίρνικ επίσης στην Περιφέρεια του Ντονέτσκ οι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο χημικής επεξεργασίας άνθρακα της κρατικής επιχείρησης Σελιντιβουγκόλλιγια βρίσκονται στη δεύτερη μέρα απεργιακής δράσης. Δεν τους έχουν καταβληθεί μισθοί για 4 μήνες.

 

Πηγή: https: elaliberta.gr




Για το κάλεσμα του Μπέρνι Σάντερς για ένα διεθνές μέτωπο ενάντια στις δυνάμεις του αυταρχισμού, του νεοφιλελευθερισμού και της επίθεσης στα δημοκρατικά δικαιώματα

του Χάρη Παπαδόπουλου

Ο σύντροφος Γιώργος Μητραλιάς μάς έστειλε για δημοσίευση ένα κείμενό του. Σ΄ αυτό συμπαρατάσσεται με ενθουσιασμό στο τελευταίο κάλεσμα του Μπέρνι Σάντερς για ένα διεθνές μέτωπο ενάντια στις δυνάμεις του αυταρχισμού, του νεοφιλελευθερισμού και της επίθεσης στα δημοκρατικά δικαιώματα.

Είναι τιμή για μας όταν παλιοί αγωνιστές της επαναστατικής αριστεράς, όπως ο Γιώργος Μητραλιάς, στηρίζουν την ιστοσελίδα μας στέλνοντας κείμενα προς δημοσίευση, ακόμη και όταν διαφωνούμε σε σημαντικό βαθμό με όσα γράφουν. Ανεβάζουμε αυτά τα άρθρα στη σελίδα διαλόγου (Εδώ το κείμενο του σ.)και έτσι θα κάνουμε και με αυτό το κείμενο.
Και ανταποκρινόμαστε στο κάλεσμα του Γιώργου Μητραλιά καταθέτοντας και τη δική μας άποψη για την έκκληση του Μπέρνι Σάντερς.

Η νέα κατάσταση και τα νέα καθήκοντα

Πραγματικά η άνοδος του Τραμπ -με την έξαλλη ρητορική μίσους- στην εξουσία των ΗΠΑ είναι ένα νέο πολιτικό φαινόμενο, πολύ περισσότερο που δεν είναι μοναδικό στον κόσμο. Διάφοροι αυτόκλητοι σωτήρες της ελεεινής μορφής, όπως ο Ντουτέρτε στις Φιλιππίνες και ενδεχομένως ο Μπολσονάρου από τη Δευτέρα στη Βραζιλία, ο Όρμπαν στην Ουγγαρία, ο Σαλβίνι με τη Λέγκα στην κυβέρνηση της Ιταλίας, αλλά και η Λεπέν με το όπλο παρά πόδα στη Γαλλία, σηματοδοτούν μια στροφή στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση χτύπησε την εργατική τάξη παντού. Δεν κατάφερε, ωστόσο, να βγάλει τον πλανήτη από την κρίση. Η όποια ανάπτυξη είναι αναιμική και δεν εγγυάται τίποτε σταθερό για τη συνέχεια. Σ’ αυτό το κλίμα γεννήθηκε η στροφή στον προστατευτισμό, στην εθνική αυτάρκεια και τους φράχτες. Το «ρεύμα της εθνικής προτεραιότητας», όπως το αποκαλούν κομψά οι απολογητές του. Τα συνθήματα «η Αμερική πρώτα» και «να κάνουμε την Αμερική ξανά μεγάλη» του Τραμπ είναι στην πραγματικότητα η παράφραση του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Μια σειρά μεγαλύτερες και μικρότερες από τις ισχυρές χώρες, με πρώτη τη μεγαλύτερη ιμπεριαλιστική δύναμη των ΗΠΑ, αρχίζουν να περιχαρακώνονται με στόχο να ξεπεράσουν τους κινδύνους οι ίδιες και από κει και πέρα «γαία πυρί μειχθήτω». Μ΄ άλλα λόγια, ας τα καταφέρει όποιος μπορεί. Δεν περισσεύουν δάκρυα για όποια χώρα δεν αντέξει.

Αυτή η στροφή στον προστατευτισμό δεν σημαίνει πως ο νεοφιλελευθερισμός ξεπεράστηκε. Κάθε άλλο. Μάλιστα, ο Τραμπ και όλοι οι όμοιοί του είναι ακραία νεοφιλελεύθεροι, σαρώνουν όλα τα υπολείμματα κοινωνικού κράτους στις χώρες τους. Aκόμη και το ολιγόζωο και ισχνό Οbamacare στις ΗΠΑ ξηλώνεται πριν ουσιαστικά λειτουργήσει, εξαγγέλλονται συνεχώς φοροαπαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο ενώ η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί να φορτώσει όλα τα βάρη στα πιο αδύναμα κομμάτια της εργατικής τάξης, στους μαύρους και τους ισπανόφωνους και εν γένει σε όσους και όσες αμείβονται ήδη με τα μικρότερα μεροκάματα μέσα στη χώρα.

Σε κάθε περίπτωση ανακηρύσσονται ως εχθροί οι «ξένοι», δηλαδή οι μετανάστες από Μεξικό και τις ισλαμικές χώρες στις ΗΠΑ και οι πρόσφυγες πολέμου στην Ουγγαρία και την Ιταλία. Παντού κόβονται ακόμη και τα συσσίτια για άπορους για να μη μπορούν να επιβιώνουν «οι απειλητικοί ξένοι», αλλά και οι πιο φτωχοί ντόπιοι.

Μπροστά λοιπόν στον μεταλλαγμένο νεοφιλελευθερισμό που ντύνεται πια στα χρώματα της ακροδεξιάς, είναι σαφές πως οι δυνάμεις της Αριστεράς και των κινημάτων δεν μπορούν να κάνουν «business as usual».

Είναι ξεκάθαρα πρώτη προτεραιότητα η υπεράσπιση των θυμάτων του Τραμπ, όπως και των θυμάτων του Σαλβίνι, Όρμπαν κλπ. Και είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρο πως αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ τα κινήματα που έχουν βγει στον δρόμο είναι εξαιρετικά ευαίσθητα στην υπεράσπιση των πιο αδύναμων. Έτσι, το γυναικείο κίνημα στις ΗΠΑ που γνωρίζει μια δεύτερη άνθιση μετά τη δεκαετία του ’60, αλλά και το ενισχυμένο lgbtqi+ είναι αλληλέγγυα με τους μετανάστες και τις μετανάστριες από ισλαμικές χώρες και το Μεξικό. Συχνά γυναίκες και lgbtqi διαδηλώνουν τη μια μέρα για τα δικά τους αιτήματα, την άλλη καταλαμβάνουν τα αεροδρόμια των ΗΠΑ για να καταργήσουν την απαγόρευση εισόδου για κατοίκους ισλαμικών χωρών, την τρίτη συγκρούονται στο δρόμο με μέλη της Κου κλουξ κλαν, των ναζί και άλλων φανατικών υποστηρικτών του Τραμπ. Και αυτές δεν ήταν μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά χιλιάδες.

Ακόμη πιο ελπιδοφόρο είναι που μέσα σε αυτή την άνθιση των κινημάτων στις ΗΠΑ ογκώθηκαν νέες δυνάμεις μέσα στην Αριστερά, όπως οι «Δημοκράτες Σοσιαλιστές». Πρακτικά πρόκειται για το κόμμα των υποστηρικτών του Σάντερς, κι ας επιλέγει ο ίδιος ο Σάντερς να μη συμμετέχει σ’ αυτούς, αλλά στα κονκλάβια του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ. Είναι εξαιρετικό νέο το ότι δεκάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι οργανώθηκαν σ’ αυτό το νέο σχήμα δηλώνοντας πως θέλουν να παλέψουν ενάντια στον καπιταλισμό και να αφιερώσουν τη ζωή τους στον αγώνα για τον σοσιαλισμό. Όσο και αν αυτός ο κόσμος έχει ένα σωρό πράγματα μπερδεμένα στο μυαλό του, είναι φανερό πως έχει απόλυτα δίκιο στα βασικά: Ο καπιταλισμός έχει χρεωκοπήσει, δεν μπορεί να προσφέρει οτιδήποτε στην ανθρωπότητα πέρα από δάκρυα, πολέμους, οικολογική καταστροφή και εκμετάλλευση. Ένας καινούργιος κόσμος, ο σοσιαλισμός, πρέπει να τον αντικαταστήσει.

Η έκκληση του Σάντερς

Όμως το συγκεκριμένο κάλεσμα του Σάντερς μπορεί να βοηθήσει στη συσπείρωση δυνάμεων ενάντια στον Τραμπ και τους ομοίους του ανά τον κόσμο; Κατά τη γνώμη του συντρόφου Μητραλιά, ναι. Εμείς στοιχηματίζουμε πως όχι.

Καταρχάς, πρόκειται για ένα κάλεσμα που είναι πολύ πίσω από όσα έχουν εμπεδώσει οι οπαδοί του ίδιου του Σάντερς στις ΗΠΑ, που αυτοαποκαλούνται ανοιχτά «Σοσιαλιστές». Διαβάζοντας την έκκλησή του δεν μπορείς να μη θυμηθείς τον στίχο του Μπρεχτ: «Γιατί φοβούνται τόσο πολύ την τίμια λέξη;» Ο Σάντερς καταγγέλλει μονάχα την «ολιγαρχία του πλούτου» και μόνο πολύ έμμεσα το καπιταλιστικό σύστημα, ενώ αποφεύγει συστηματικά τη λέξη «σοσιαλισμός». Έτσι, ενώ καλεί σε παγκόσμια δράση ενάντια στο μέτωπο του «αυταρχισμού, της ολιγαρχίας και της κλεπτοκρατίας» σε κάνει να αναρωτηθείς πόσο ο ίδιος μπορεί να απεμπλακεί από το περιβάλλον του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ στον αγώνα «για την ισότητα, την οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη».

Ο χώρος που κινείται ο ίδιος ο Σάντερς, το Δημοκρατικό Κόμμα, δεν είναι απλώς ένα πολιτικό περιβάλλον χωρίς ιδιαίτερες υποχρεώσεις, όπως φαντάζει από μακριά. Το Δημοκρατικό Κόμμα, πέρα από την παλιότερη βρωμερή εμπλοκή του με τη ρατσιστική παράδοση των Νοτίων Πολιτειών, είναι σήμερα το «νεκροταφείο των κοινωνικών κινημάτων στις ΗΠΑ» για να χρησιμοποιήσουμε μια χαρακτηριστική αποστροφή των συντρόφων και συντροφισσών μας στις ΗΠΑ. Ένας σημαντικός αριθμός ηγετών του κινήματος μαύρης απελευθέρωσης, των γυναικών και των lgbtqi εντάχθηκαν στο Δημοκρατικό Κόμμα προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τη σκληρή ρεπουμπλικανική δεξιά. Και δεν ξαναβγήκαν από εκεί έκτοτε. Το Δημοκρατικό κόμμα παρέμεινε βασική επιλογή του κεφαλαίου στις ΗΠΑ. Οι άνθρωποι όμως από τα κινήματα που εντάχθηκαν σε αυτό με τις καλύτερες προθέσεις, μεταμορφώθηκαν πολύ γρήγορα στο αντίθετο του εαυτού τους.

Φοβόμαστε πως αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει και με τον Σάντερς.

Το κάλεσμά του δεν προσφέρει τίποτα καινούργιο στα κινήματα και στην Αριστερά. Δεν ανοίγει κάποιον καινούργιο δρόμο, δεν προδιαγράφει νέες συμμαχίες, έστω σε διεθνές επίπεδο. Όμως θολώνει πάρα πολύ το πεδίο σε επίπεδο ΗΠΑ. Τι σημαίνει η αναφορά στον Κιμ Γιονγκ Ιλ της Βόρειας Κορέας ως συνοδοιπόρο του Τραμπ; Είναι κάτι άλλο πέρα από γλίστρημα στον αγοραίο και βλακώδη αντικομμουνισμό του Δημοκρατικού Κόμματος; Τι άλλο είναι αυτή η έκκληση Σάντερς συνολικά πέρα από μια προσπάθεια στήριξης των υποψηφίων του Δημοκρατικού Κόμματος στις ενδιάμεσες εκλογές που θα γίνουν στις 6 Νοέμβρη στις ΗΠΑ;

Η πορεία στα σύνορα των ΗΠΑ

Η πορεία των μεταναστ(ρι)ών από την Ονδούρα που πλέον βαδίζει μέσα στο Μεξικό, είναι μια κίνηση μαζών που θέτει εξαιρετικά πιο εύγλωττα τα επίδικα ενάντια στον Τραμπ μέσα στις ΗΠΑ. Ήδη ο Τραμπ συγκεντρώνει στρατό για να αντιμετωπίσει την πορεία στα σύνορα με Μεξικό. Ποιες δυνάμεις θα μπουν μπροστά σε μια πανεθνική καμπάνια αλληλεγγύης στους μετανάστες που πλησιάζουν σε λίγες μέρες τα νότια σύνορα των ΗΠΑ; Ποια κόμματα, ποιες οργανώσεις και ποιοι ηγέτες θα τολμήσουν να δηλώσουν ανοιχτά πως κανείς άνθρωπος δεν είναι λαθραίος; Αυτή θα ήταν μια έκκληση πραγματικά πολύ κρίσιμη. Θα ήταν κάτι που θα προσυπέγραφε και κάθε μέλος των Δημοκρατών Σοσιαλιστών, πιστεύουμε.

Ο Σάντερς, όμως, θα την κάνει αυτή την έκκληση; Και, εάν ναι, θα τη στηρίξει ως τις πρακτικές συνέπειές της, το άνοιγμα των συνόρων των ΗΠΑ στον κάθε άνθρωπο που θέλει να τα διασχίσει; Και πρωτίστως στους φτωχοδιαβόλους από το Μεξικό και την Κεντρική Αμερική;

Ορίστε λοιπόν η Ρόδος.

Τέτοιες εκκλήσεις και τέτοιες πρακτικές πρωτοβουλίες θα χρειαστούμε το επόμενο διάστημα για να νικήσουμε την ακροδεξιά και τον Τραμπισμό στον δρόμο. Και μαζί τους και τη μεγαλύτερη ιμπεριαλιστική στρατιωτική μηχανή σε όλον τον πλανήτη.

Και εδώ θα χρειαστούν και οι εκκλήσεις από τα πάνω και -κυρίως- πολύ στοχοπροσηλωμένη και μυρμηγκίσια δουλειά από τα κάτω μέσα στη νεολαία και την εργατική τάξη στις ΗΠΑ.




Χθες στους δρόμους, αύριο στις επιχειρήσεις και τα εργοστάσια!

Δημοσιεύουμε ένα εκτεταμένο απόσπασμα από κείμενο της γερμανικής οργάνωσης «Τάξη εναντίον Τάξης», για τη μεγάλη αντιρατσιστική-αντιφασιστική διαδήλωση , το Σάββατο στις 13 Oκτώβρη:

250.000 διαδηλωτές με το κίνημα #Unteilbar («Αδιαχώριστοι»). Χθες στους δρόμους, αύριο στις επιχειρήσεις και τα εργοστάσια!

 

Στις 13/10, σχεδόν 250.000 άνθρωποι στο Βερολίνο βγήκαν στους δρόμους ενάντια στην άνοδο της ακροδεξιάς. Το παρόν έδωσαν συνδικάτα κι εργαζόμενοι από αρκετούς κλάδους- στέλνοντας μήνυμα για τις επόμενες μάχες. Κανείς δεν περίμενε τόσους πολλούς ανθρώπους, μετά τις 50.000 κόσμου στη διαδήλωση στο Μόναχο και τις 35.000 στη διαδήλωση «Ερχόμαστε Ενωμένοι» στο Αμβούργο.

Το εντυπωσιακό πλήθος, που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων, έστειλε ένα τεράστιο μήνυμα αλληλεγγύης και πάλης ενάντια στην ακροδεξιά, σε μια διαδήλωση που ξεπέρασε τα 6 χιλιόμετρα. Έτσι, επρόκειτο για τη μεγαλύτερη κοινωνική κινητοποίηση σε πολλά χρόνια. Εντυπωσιακή ήταν η κινητοποίηση όχι μόνο λόγω της πληθώρας ανθρώπων κι οργανώσεων διαφορετικών προελεύσεων και κατηγοριών, αλλά και επειδή είχαν έντονο το στοιχείο σύνδεσης της πάλης κατά του ρατσισμού και της ανόδου του AFD με τα κοινωνικά αιτήματα. Πέρα από τα συνθήματα κατά του ρατσισμού και του σεξισμού, ήταν πολλά τα συνθήματα κατά του στεγαστικού προβλήματος, των ιδιωτικοποιήσεων, των αναθέσεων σε εργολάβους κι άλλων κοινωνικών θεμάτων. Έτσι, η διαδήλωση αποτέλεσε μια μαζική εναντίωση του κόσμου όχι μόνο κατά της ακροδεξιάς, αλλά κατά της συνολικής μετατόπισης του πολιτικού σκηνικού προς τα δεξιά.

Παρόλο που σχεδόν όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα καλούσαν στη διαδήλωση, και ακόμη και μέλη της κυβέρνησης, όπως ο υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας (SPD) ήθελαν «χρωματίσουν» τη συγκέντρωση, τα ίδια τα κόμματα υποεκπροσωπήθηκαν στη διαδήλωση. Άλλωστε η ίδια η θεματολογία της διαδήλωσης που εστίαζε στα κοινωνικά θέματα έδειχνε ότι οι άνθρωποι κατηγορούν όχι μόνο τo AfD, αλλά και την κυβέρνηση για τη μετατόπιση προς τα δεξιά.

Το στοίχημα τώρα είναι να μεταμορφωθεί αυτή η κινητοποίηση σε μια οργανωμένη κοινωνική δύναμη που μπορεί να αντιμετωπίσει στην πράξη τόσο την AfD όσο και την κυβέρνηση. Ένα πρώτο ξεκίνημα έγινε από την ισχυρή παρουσία μαχητικών εργατικών δυνάμεων που δημιούργησαν ένα ενιαίο συνδικαλιστικό μπλοκ.

Συνδικαλιστές και συνδικαλίστριες: το εργατικό δυναμικό είναι αδιαχώριστο!

Είναι αυτονόητη η σημασία της αδιαίρετης ενότητας για το εργατικό κίνημα, τις απεργίες και την αλληλεγγύη. Οι εργοδότες και οι κυβερνήσεις διαιρούν την εργατική τάξη με αναθέσεις σε εργολάβους, με την ελαστική, μαύρη και προσωρινή εργασία. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται σε ιδιαίτερα επισφαλείς συνθήκες εργασίας. Κι όμως, απεργίες και διαδηλώσεις ξεσπάνε ξανά και ξανά.

Η εργατική τάξη δεν διασπάται μόνο μέσω της διαίρεσης σε εργάτες πλήρους απασχόλησης / μερικής απασχόλησης-εργολαβικούς ή εργαζόμενους με διαφορετικές συλλογικές συμβάσεις. Η διάσπαση ενισχύεται μέσω του κρατικού ρατσισμού και της καταστολής. Μέσω των απελάσεων, τα κυβερνώντα κόμματα διώχνουν τους συναδέλφους μας, με τους οποίους μερικές φορές συνεργαζόμαστε για αρκετά χρόνια. Τόσοι πολλοί συνάδελφοι αναρωτιούνται γιατί άνθρωποι που ζουν και εργάζονται εδώ δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα με όλους τους άλλους. Ποια σημασία έχει η διαφορά στο χρώμα του δέρματος, τη μητρική γλώσσα ή την προέλευση των εργαζομένων; Εκφράστηκε η μαχητική συνδικαλιστική αλληλεγγύη εναντίον αυτής της κυβερνητικής πολιτικής.

Μια άλλη διαίρεση της εργατικής τάξης είναι αυτή που προκύπτει λόγω του μισθολογικού χάσματος μεταξύ γυναικών και ανδρών. Στη Γερμανία οι γυναίκες κερδίζουν περίπου 21% λιγότερα από τους άνδρες συναδέλφους τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στους τομείς όπου οι εργαζόμενες είναι κυρίως γυναίκες, όπως στην νοσηλευτική. Συχνά αυτή η διαφορά στους μισθούς είναι αποτέλεσμα των εργασιών στις οποίες υποχρεώνονται οι γυναίκες, φύλαξης παιδιών, φροντίδας ηλικιωμένων και άλλες δουλειές μερικής απασχόλησης, που έχουν χαμηλότερη ωριαία αμοιβή από μια πλήρους απασχόλησης εργασία.

Τελικά, η πάλη ενάντια σε αυτούς τους διαχωρισμούς είναι αγώνας ζωής και θανάτου για τους εργαζόμενους , επειδή μια διαιρεμένη εργατική τάξη δεν έχει καμία δυνατότητα να διεκδικήσει τα συμφέροντά του απέναντι στα αφεντικά. Και το ίδιο ισχύει για ολόκληρη την εργατική τάξη στη Γερμανία. Μόνο εάν υπερασπιστούμε τον εαυτό μας από κάθε διάσπαση στις τάξεις μας, είτε ρατσιστική είτε σεξιστική είτε συμβατική, θα μπορέσουμε να υπερασπιστούμε τα δικά μας συμφέροντα.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η συμμετοχή των συνδικάτων και των εργαζομένων σε αυτήν την διαδήλωση ήταν πολύ σημαντική. Ο αγώνας ενάντια στην επισφάλεια και την πολιτική του “μαύρου μηδενός” (ΑΛ την πολιτική μηδενικών ελλειμμάτων) πρέπει να συνδυαστεί με την πάλη ενάντια στη δεξιά μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού και να οδηγήσει στην αδιαίρετη ενότητα των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων.

(……………..)

 

Πώς προχωράμε;

Για να μην μείνει μόνο μια μεγάλη διαδήλωση, θα πρέπει να μεταφέρουμε τις εμπειρίες και τις συζητήσεις μας στους εργασιακούς χώρους. Μόνο αν καταφέρουμε να κερδίσουμε τη μάχη ενάντια στην επισφάλεια, τις εργολαβίες και τις απολύσεις, όπως και τις προσπάθειες να μας διαιρέσουν κυβέρνηση, AFD και σία, μπορούμε να σταματήσουμε τη στροφή προς τα δεξιά. Η μαζικότητα της διαδήλωσης δείχνει ότι υπάρχει η βούληση και το δυναμικό για να τα καταφέρουμε. Η εργατική τάξη με την πολυεθνική σύνθεσή της δεν πρέπει να εκφοβιστεί ή να παρασυρθεί από τον δεξιό λαϊκισμό. Αντιθέτως, τα συνδικάτα έχουν τη δύναμη να αντιταχθούν στην άνοδο των ακροδεξιών δυνάμεων καθώς και στη συνενοχή της κυβέρνησης. Στις 13/10, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι ενώθηκαν και διαδήλωσαν με αντιρατσιστικά και κοινωνικά αιτήματα. Το στοίχημα είναι να οικοδομήσουν μια ισχυρή πρώτη ύλη για να προσεγγίσουν τα εκατομμύρια των εργαζομένων που βρίσκονται οργανωμένοι σήμερα στα συνδικάτα.

Στην πάλη ενάντια στην δεξιά στροφή η διαδήλωση είναι μόνο το πρώτο βήμα. Είναι απαραίτητο να αναγκάσουμε τα ρεφορμιστικά κόμματα και τα συνδικάτα μέσω οργάνωσης των αγωνιστών της βάσης να αγκαλιάσουν τις διεκδικήσεις των εργαζομένων καθώς και τα αιτήματα όλων των καταπιεσμένων. Γι ‘αυτό, πρέπει να σπάσει η εργασιακή ειρήνη, από την οποία μόνο τα αφεντικά, η κυβέρνηση και η ακροδεξιά κερδίζουν. Αντίθετα, χρειαζόμαστε απεργίες και κινητοποιήσεις για να υπερασπιστούμε τους μετανάστες, τις γυναίκες και τη νεολαία, οι οποίοι πλήττονται περισσότερο από τη στροφή προς τα δεξιά.

 

Πηγή: www.klassegegenklasse.org




Ένα πρώτο σχόλιο για τις εκλογές στη Βαυαρία

του Αλέξη Λιοσάτου

Οι χθεσινές εκλογές στο γερμανικό κρατίδιο της Βαυαρίας, δεύτερου μεγαλύτερου κρατιδίου (αντιπροσωπεύει το 16% του γερμανικού πληθυσμού και το 18% του ΑΕΠ της γερμανικής οικονομίας) σαφώς είναι σημαντικές και θα επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις.

Σε μια πρώτη ανάγνωση, επιβεβαιώνουν καταρχάς την μεγάλη κοινωνική δυσαρέσκεια για τις πολιτικές λιτότητας, την απαξίωση των κομμάτων που εγγράφονται στο «κατεστημένο». Δεύτερον επιβεβαιώνουν την ανοδική τροχιά της Ακροδεξιάς. Ένα μεγάλο τμήμα της δυσαρέσκειας αυτής κατευθύνεται στην ακροδεξιά, αποδίδοντας τις ευθύνες για την επιδείνωση της ζωής του στους πρόσφυγες, τους μετανάστες και τους μουσουλμάνους. Τρίτον δείχνουν ότι παρά την κρίση της Αριστεράς και των συνδικάτων και τα χαμηλά επίπεδα ταξικής πάλης, σημαντική μερίδα του κόσμου αντιστέκεται εκλογικά στην δεξιά στροφή του πολιτικού σκηνικού, τη λιτότητα, τον ρατσισμό και τον φασισμό.

Τα εκλογικά αποτελέσματα εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό ως «συνέχεια» των κεντρικών εκλογικών αποτελεσμάτων στη Γερμανία έναν χρόνο πριν, αλλά και με βάση τα γεγονότα που ακολούθησαν μέσα στην τελευταία χρονιά.

Τον περσινό Σεπτέμβρη, οι κάλπες έδειξαν μεγάλη απώλεια δύναμης για τα κόμματα του δικομματικού κυβερνητικού Συνασπισμού (Δεξιά-CDU και Σοσιαλδημοκρατία-SPD) που χάσανε αθροιστικά 14% (Δεξιά 33% -ΣΔ 20%). Η Αριστερά κι οι Πράσινοι ουσιαστικά μείνανε στάσιμες διατηρώντας τα ποσοστά τους, ενώ η Ακροδεξιά σχεδόν τριπλασίασε την δύναμή της και μπήκε για πρώτη φορά στη Βουλή μετά από δεκαετίες. Την τελευταία χρονιά η κυβέρνηση συνέχισε να εισπράττει τη δυσαρέσκεια από τη εφαρμοζόμενη λιτότητα και την εξάπλωση της φτώχειας και της επισφάλειας, ενώ το μεταναστευτικό-προσφυγικό ζήτημα συνέχισε να κυριαρχεί στην δημόσια συζήτηση. Τα κυβερνητικά κόμματα (CDU-SPD) νομιμοποίησαν ακόμα περισσότερο την ρατσιστική ατζέντα αντιμετωπίζοντας τους πρόσφυγες ως «πρόβλημα», στην γνωστή προσπάθειά τους να δημιουργούν αποδιοπομπαίους τράγους για την δυστυχία που γεννάνε οι ίδιοι, ενώ πιέζονταν ακόμα περισσότερο από το AfD (που είναι τρίτη δύναμη αλλά λειτουργεί στην πράξη ως «αξιωματική αντιπολίτευση», αφού οι δυο πρώτες δυνάμεις συγκυβερνούν). Ακόμα χειρότερα, κι η Αριστερά (Die Linke) συνέχισε κι ενίσχυσε την κριτική της για το προσφυγικό απέναντι στη Μέρκελ …από τα δεξιά, επιστρατεύοντας ακροδεξιά επιχειρήματα, με κραυγές ενάντια στη μετανάστευση και υπέρ του κλεισίματος των συνόρων δια στόματος των ηγετών της, Βάγκενκνεχτ και Λαφοντέν.

Παρ’ όλα αυτά, η περσινή επιτυχία του AfD σήμανε συναγερμό και ενεργοποίησε τα, ισχυρά ακόμα, αντιφασιστικά αντανακλαστικά στη Γερμανία: Δεκάδες αριστερές/αντιφασιστικές οργανώσεις, συνδικάτα και συλλογικότητες πρωταγωνίστησαν τη χρονιά που πέρασε και κατάφεραν να δικτυωθούν και να δημιουργήσουν ένα νέο και πολύ δραστήριο αντιφασιστικό κίνημα σε όλη τη Γερμανία, με εκατοντάδες διαδηλώσεις σχεδόν καθημερινά ενάντια στους φασίστες. Μην αφήνοντας το AfD να πραγματοποιεί ελεύθερα τις δημόσιες συγκεντρώσεις του, δημιουργώντας συνήθως αντιφασισιστικές συγκεντρώσεις πολλαπλάσιου μεγέθους και ξεφτιλίζοντας την ισχυρή κοινοβουλευτικά Ακροδεξιά, με κάποιες διαδηλώσεις να είναι πραγματικά τεράστιες (όπως οι 200.000 που διαδήλωσαν προχθές στο Βερολίνο), το αντιφασιστικό κίνημα ήταν εκ των πραγμάτων μια μαζική αριστερή από τα κάτω αντιπολίτευση που θα αναζητούσε κοινοβουλευτική έκφραση.

Επιπλέον η πολιτική αστάθεια στη Γερμανία, που γέννησε η περσινή εκλογική αναμέτρηση, έκανε εν τέλει τους Σοσιαλδημοκράτες να πάψουν να …το παίζουν δύσκολοι στον σχηματισμό κυβέρνησης με την Μέρκελ («Δύσκολοι» όχι γιατί δεν ήθελαν να συγκυβερνήσουν, όπως κάνουν σχεδόν αδιαλείπτως από το 2005, αλλά γιατί είχαν καταρρεύσει εκλογικά λόγω της μακροχρόνιας αντεργατικής συγκυβέρνησης με τη Δεξιά). Τελικά με τον εκ νέου σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας τον περασμένο Φλεβάρη, το SPD το μόνο που πέτυχε ήταν να ενισχύσει τις τάσεις απαξίωσής του και να βαθύνει άμεσα ακόμα περισσότερο την εκλογική του κατάρρευση. Έτσι, αφενός η ενίσχυση κι η επικράτηση της ακροδεξιάς ατζέντας στην πολιτική συζήτηση, η περαιτέρω νομιμοποίηση του ρατσισμού και της ισλαμοφοβίας (και μάλιστα με συνενοχή και της Αριστεράς) εξηγούν την νέα επιτυχία του AfD, που δείχνει να κερδίζει κυρίως από την εκλογική βάση του CSU (παράρτημα του κόμματος Μέρκελ στη Βαυαρία σε δεξιότερη εκδοχή και παράδοση αυτοδυναμίας -50% plus- επί δεκαετίες) αλλά και αρκετούς νέους ψηφοφόρους.

Αφετέρου, το νέο μεγάλο αντιφασιστικό κίνημα και οι σκόρπιες εργατικές αντιστάσεις σε συνδυασμό με την διογκούμενη εργατική-λαϊκή δυσαρέσκεια ενάντια στις πολιτικές λιτότητας, έγιναν ο καταλύτης για να μετατοπιστεί και να βρει διέξοδο ένα μεγάλο τμήμα της εκλογικής βάσης του SPD (αλλά και της Δεξιάς και νέων ψηφοφόρων), όχι στην (ρατσιστική) Αριστερά αλλά στους Πράσινους (κεντροαριστερή ατζέντα, ήπιος-«ρεαλιστικός» αντιρατσισμός, έμφαση στην πάλη ενάντια στον σεξισμό, την ομοφοβία, την καταστροφή του περιβάλλοντος). Αντικειμενικά επρόκειτο για την πιο χρήσιμη, την λιγότερο κακή, σε τελική ανάλυση την πιο αριστερή κι αντιφασιστική ψήφο, ακριβώς επειδή πάτησε πάνω στην αυτοκτονική πολιτική του Die Linke. Με αυτή την έννοια η επιτυχία των Πρασίνων, σε ένα κρατίδιο κάστρο της Δεξιάς και βασική πύλη μεταναστών-προσφύγων για τη Γερμανία, αποτελεί θετικό αποτέλεσμα για την Αριστερά, παρόλο που δεν πρέπει να έχουμε καμία αυταπάτη: οι Πράσινοι στην ταξική ατζέντα στέκονται στα δεξιά του Die Linke, συγκυβερνούνε με SPD και CDU σε περισσότερα κρατίδια και έχουν μάλιστα και αντιλαϊκή θητεία σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο (συγκυβερνήσεις 1998-2002).

Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν είναι απόλυτα εξηγήσιμα τα αποτελέσματα που έδειξαν κατάρρευση του CSU 37,2% από 47% και του SPD (11% από 20,6%), η στασιμότητα του Die Linke (που παρέμεινε γύρω στο 3,5% κι εκτός τοπικής Βουλής), η μεγάλη άνοδος των Πρασίνων (από 8,5% φτάσανε στο 17,5%) και η επιτυχία του AfD ( 11%, διψήφιο νούμερο στην πρώτη του κάθοδο στο κρατίδιο).

Κατά τη γνώμη μας, η ελπίδα δεν βρίσκεται ούτε στις εκλογές ούτε στις κοινοβουλευτικές έδρες και την ηγεσία των Πράσινων, αλλά στο κατά πόσο θα τα καταφέρουν οι εργαζόμενες και καταπιεσμένες μάζες σε πανεθνικό επίπεδο να οργανώσουν τις κοινωνικές αντιστάσεις τους στην κυβέρνηση και τους φασίστες, να διεκδικήσουν τα συνδικάτα από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και να συγκροτήσουν μια Νέα Αριστερά, ως στήριγμα των αγώνων και εργαλείο πολιτικών απαντήσεων και προσανατολισμού. Τα προβλήματα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς δεν επιτρέπουν αισιόδοξες προβλέψεις, αλλά το μαζικό αντιφασιστικό κίνημα αποδεικνύει ότι τουλάχιστον υπάρχει η «μαγιά», τα «θεμέλια» πάνω στην οποία οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες έχουν να «χτίσουν» ακόμα ισχυρότερες αντιστάσεις κι οργανώσεις, για να δώσουν τις σοβαρότερες μάχες που είναι μπροστά, ενάντια στον γερμανικό καπιταλισμό, την κυβέρνηση και τους φασίστες.




Νόμος (των ισχυρών) και τάξη (των προνομιούχων)

της Κικής Σταματόγιαννη

Ο διορισμός ενός δικαστή που δίχασε την αμερικάνικη κοινωνία

Όλα άρχισαν στις 9 Ιούλη, όταν ανακοινώθηκε ότι ο Μπρετ Κάβανο, εφέτης στο δικαστήριο της Κολούμπια, θα είναι υποψήφιος για τη θέση του ισόβιου δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Φανατικά πολέμιος των αμβλώσεων, εχθρικός σε μετανάστ(ρι)ες, κατηγορούμενος από τρεις γυναίκες για ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά. Η αμερικάνικη κοινωνία πήρε φωτιά.

Θυελλώδεις αντιπαραθέσεις μέσα κι έξω από τη Γερουσία, παρέμβαση και έρευνα από το FBI, ενθουσιώδη tweets του Τραμπ στήριξης στο πρόσωπο του δικαστή, δυναμικές πορείες γυναικών, κρατική καταστολή με εκατοντάδες συλλήψεις, τελική ψηφοφορία με ένα Κογκρέσο περικυκλωμένο από χιλιάδες διαδηλώτριες.

Οι ισορροπίες στην αμερικάνικη Γερουσία ήταν ιδιαίτερα εύθραυστες, με οριακή πλειοψηφία 51 ρεπουμπλικάνων έναντι 49 δημοκρατικών. Η υπόθεση Κάβανο τέντωσε την ισορροπία αυτή στα ακρότατα όριά της. Υπήρξαν μετριοπαθείς ρεπουμπλικάνοι με επιφυλάξεις και δεύτερες σκέψεις –όχι ασφαλώς για τη συντηρητική πολιτική ατζέντα του Κάβανο την οποία επικροτούν, αλλά όσον αφορά το ζήτημα των κατηγοριών περί σεξουαλικών επιθέσεων. Ωστόσο, οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοέμβρη είναι υπερβολικά κοντά. Δύσκολα θα διακινδύνευαν τη μη επανεκλογή τους. Και πράγματι δεν το έκαναν. Μοναδική εξαίρεση, η γερουσιάστρια από την Αλάσκα που τόλμησε να παραβεί την κομματική γραμμή προκαλώντας τη μήνι του Τραμπ. Η κομματική γραμμή έσπασε και στους δημοκρατικούς, οι οποίοι επίσης κατέγραψαν μία απώλεια. Η αμερικανική Γερουσία εν μέσω αποδοκιμασιών επικύρωσε τελικά τον διορισμό στις 6 Οκτώβρη με μια πλειοψηφία 50 έναντι 48, κωφεύοντας στις κινητοποιήσεις χιλιάδων διαδηλωτ(ρι)ών. «Δεν δίνεις σπίρτα στον εμπρηστή και δεν δίνεις την εξουσία σε έναν εξοργισμένο όχλο αριστερών», όπως εύγλωττα το συνόψισε και ο ίδιος ο Τραμπ.

Όλοι οι (σωστοί) άνθρωποι του Προέδρου

Ο Μπρετ Κάβανο, προσωπικό στοίχημα του ίδιου του Τραμπ, κάθε άλλο παρά τυχαία επιλογή ήταν. Είχε διαλέξει από την πρώτη στιγμή στρατόπεδο. Πλούσιος αστός ο ίδιος, σταθερά στο πλευρό πλουσίων και δυνατών, ένα από τα «λαμπερά αγόρια» του Γέιλ, πρώην νομικός σύμβουλος του Τζορτζ Μπους. Εχθρός των συνδικάτων, μισαλλόδοξος με τα ψίχουλα κοινωνικής πρόνοιας για τους φτωχούς, δήμιος της λειψής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης του Obamacare. Φανατικά καθολικός. Υπέρμαχος της οπλοκατοχής, όπως άλλωστε κάθε αμερικανός που σέβεται τις παραδοσιακές αξίες της “Δεξιάς”. Διακηρυγμένος πολέμιος των αμβλώσεων. Τι σημαίνει η επικύρωση από τη Γερουσία του διορισμού του στο Ανώτατο Δικαστήριο; Σημαίνει ότι θα συμμετέχει σε ένα 9μελές δικαστικό σώμα, εξοπλισμένο με τη δικαιοδοσία να αποφασίζει επί της ουσίας, τελεσίδικα και αμετάκλητα, για ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μετανάστευσης, οπλοκατοχής, αμβλώσεων, ομόφυλων γάμων και εκλογικής διαδικασίας. Όλα δένουν αρμονικά.

Ο Κάβανο -η ενσάρκωση της λευκής, αρσενικής υπεροχής- είναι η συμπύκνωση του πολιτικού προγράμματος της αμερικανικής Δεξιάς. Απογείωση του νεοφιλελευθερισμού, σκληρή καταστολή, περιστολή δικαιωμάτων μειονοτικών ομάδων, διάλυση του σχεδόν ανύπαρκτου κοινωνικού κράτους, κατακρήμνιση των “από κάτω” ακόμα πιο κάτω, επικράτηση ρατσιστικών λογικών και πρακτικών, θρίαμβος του σεξισμού, αστυνόμευση του γυναικείου σώματος, επιστροφή στις παλιές καλές θρησκευτικές αξίες. Ο Μπρετ Κάβανο στηρίχθηκε ολόθερμα, απόλυτα και ανεπιφύλακτα από τον ίδιο τον αμερικανό πρόεδρο και τις αστικές ελίτ, ακριβώς γιατί αποτελεί την επιτομή της κοινωνικής και πολιτικής δυστοπίας, που απεργάζονται. Μιας ζωής αβίωτης για τους μη προνομιούχους: για την εργατική τάξη και τους άνεργους, για τους μαύρους, τις ισπανόφωνες μετανάστριες, τους λοατκια+, τους φτωχούς, τους άρρωστους, τις ψυχικά ασθενείς, τους ηλικιωμένους, τις γυναίκες. Η επικύρωση του Κάβανο στη θέση ενός από τα πλέον συντηρητικά κρατικά όργανα, όπως το Ανώτατο Δικαστήριο, σημαίνει ότι η κοινωνική τάξη δεν θα διασαλευτεί. Επισφραγίζει τη μετατόπιση του σκηνικού σε όλο και δεξιότερες λογικές και πολιτικές πρακτικές.

«Εμείς σας πιστεύουμε»

Η Κριστίν Μπλέιζι Φορντ, θύμα του Κάβανο κι ενός ακόμα φίλου του στα 15 της χρόνια, ήταν η γυναίκα που ξετύλιξε το κουβάρι των αποκαλύψεων. Σε μια καθηλωτική μαρτυρία ενώπιον της Επιτροπής Δικαστικών Υποθέσεων της Γερουσίας και εκατομμυρίων αμερικανών τηλεθεατ(ρι)ών, ήταν αυτή που έδωσε φωνή σε όλα τα θύματα βιασμών και σεξουαλικών επιθέσεων που δεν μπορούσαν να παραβρεθούν σε εκείνη την αίθουσα και να πουν την ιστορία τους. Ήταν μία, αλλά γνώριζε πως αντιπροσώπευε εκατομμύρια. Μαζί μ’ αυτήν ένωσαν τις φωνές τους η Ντέμπορα Ραμίρεζ, συμφοιτήτρια του Κάβανο στο Γέιλ και η Τζούλι Σουέτνικ, συμμαθήτρια του τελευταίου στο λύκειο και θύμα ομαδικού βιασμού, με έναν από τους δράστες τον Μπρετ Κάβανο.

Την ίδια ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά στην Επιτροπή Δικαιοσύνης και στην Ολομέλεια της Γερουσίας, απέναντι στα ψευτοδάκρυα του Κάβανο on camera κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, πολλές χιλιάδες γυναίκες έδιναν τον δικό τους αγώνα, με σημείο αιχμής: τη μη εκλογή του Κάβανο. Η μορφή που θα πάρει η αντίδραση αμέσως μετά τον οριστικό διορισμό είναι ακόμα άγνωστη. Η οργή τους εκφράστηκε με το μόνο μέσο που διέθεταν: βγήκαν στους δρόμους κατά χιλιάδες. Σε Ν. Υόρκη και Ουάσινγκτον κινητοποιήθηκαν χιλιάδες, ενώ συγκεντρώσεις και πορείες εκατοντάδων έγιναν σε Βοστόνη, Δυτ. Βιρτζίνια, Πόρτλαντ, Ουισκόνσιν, Μασαχουσέτη.

Οργάνωσαν συγκεντρώσεις εκατοντάδων σε πανεπιστήμια, μεταξύ των οποίων και το φημισμένο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, καθηγητής στο οποίο υπήρξε ο Κάβανο. Στην καμπάνια συμμετείχαν φοιτητικοί σύλλογοι -από τη Δυτ. Βιρτζίνια μέχρι τη Ν. Υόρκη-, που οργάνωσαν πικετοφορίες σε κεντρικούς δρόμους μεγάλων πόλεων, συγκεντρώσεις και ανοιχτές συζητήσεις στα πανεπιστημιακά κάμπς. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σεξουαλική βία έχει εξελιχθεί σε μάστιγα στα αμερικανικά σχολεία και πανεπιστήμια με τρομακτικά στατιστικά στοιχεία. Αυτός πιθανά ήτανκι ένας από τους λόγους για τους οποίους κινητοποιήθηκαν πολλές ενώσεις καθηγητών μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης.

Πραγματοποίησαν πορείες προς το Ανώτατο Δικαστήριο, φώτισαν τις εισόδους δικαστικών μεγάρων με το σύνθημα «Σταματήστε τον Κάβανο – Μην δίνετε εξουσία σε βιαστές», κρέμασαν πανό, έδωσαν συνεντεύξεις τύπου. Έκαναν παρεμβάσεις σε γραφεία γερουσιαστών σε αρκετές πολιτείες από το Μέιν μέχρι την Αλάσκα. Μπλόκαραν τις εισόδους σε ασανσέρ και αεροδρόμια. Απαίτησαν να ακουστούν. «Πόσες μαρτυρίες θυμάτων σεξουαλικών επιθέσεων χρειάζεστε, για να πιστέψετε ότι αυτές οι γυναίκες ότι λένε την αλήθεια;». 18 ακτιβίστριες κατέλαβαν το γραφείο του γερουσιαστή στη Δ. Βιρτζίνια, που διαφοροποιήθηκε από την κομματική γραμμή των Δημοκρατικών υπερψηφίζοντας τον Κάβανο. Στη Βοστόνη οργάνωσαν συγκέντρωση εκατοντάδων σε ομιλία του τοπικού γερουσιαστή: «Remember November», ως μια ρυθμικά επαναλαμβανόμενη υπενθύμιση ότι στις επερχόμενες εκλογές θα καταψηφιστεί εάν αποδεχτεί την επιλογή Κάβανο. Από τις συνδιοργανώτριες συλλογικότητες ορίστηκε παναμερικανική αποχή από εργασία και μαθήματα.

Την επιλογή Κάβανο αποδοκίμασαν -εκφράζοντας με ανοιχτή επιστολή την αλληλεγγύη τους στις επιζήσασες (των σεξουαλικών επιθέσεων)- δεκάδες εργατικά σωματεία. Ενδεικτικά μόνο: η AFL-CIO (Συνομοσπονδία Εργαζομένων), η Ένωση Εργατών Μετάλλου, η Ένωση Εκπαιδευτικών του Σηάτλ, η παναμερικανική Ένωση Καθηγητών και Δασκάλων, το μεγαλύτερο Σωματείο Νοσηλευτριών στις ΗΠΑ, αντιρατσιστικές συλλογικότητες, ενώσεις μουσουλμάνων, εβραίων, λατίνων γυναικών, η Οργάνωση Μαύρων Εργαζόμενων Γυναικών, λοατκια+ συλλογικότητες, οι υπεύθυνες για τη διοργάνωση της εμβληματικής Πορείας Γυναικών στις 17 Γενάρη 2017 (ανάμεσα στις οποίες το Black Lives Matter), φεμινιστικές οργανώσεις για το δικαίωμα στην άμβλωση. Από την επαναστατική αριστερά, τις κινητοποιήσεις στήριξαν οι ISO, Socialist Alternative και οι Democratic Socialists of America (οπαδοί του Μπέρνι Σάντερς).

Το ποτάμι οργής απέναντι στην πολιτική Τραμπ προσπαθεί να βρει τρόπο να εκφραστεί. Μέχρι στιγμής οι κινητοποιήσεις του αντισεξιστικού κινήματος προβάλλουν ως η πιο δυναμική απάντηση, καθώς συγκεντρώνουν στους κόλπους τους όχι λευκές, αστές συστημικές φεμινίστριες όπως συνέβαινε σε προηγούμενες δεκαετίες, αλλά φτωχές, εργαζόμενες, ισπανόφωνες, μαύρες, λεσβίες, μουσουλμάνες, εβραίες ή άθεες. Είναι το διαθεματικό συμπεριληπτικό κίνημα που διεκδικεί δυναμικά τους δρόμους και προσπαθεί να αλλάξει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού, φέρνοντας πονοκέφαλο στον ένοικο του προεδρικού μεγάρου.

Αν δεν ακούσεις τον πόνο μας, θα ακούσεις την οργή μας”

Το τεράστιο ρήγμα στις συνειδήσεις που έφερε η καμπάνια #MeToo, η συνειδητοποίηση ότι σχεδόν κάθε γυναίκα έχει γνωρίσει κάποια στιγμή στη ζωή της «έναν από τους πολλούς Κάβανο που κυκλοφορούν εκεί έξω», η δύναμη που άντλησαν μέσα από αυτήν εκατομμύρια γυναίκες, η ιστορική Πορεία του Γενάρη του 2017 αμέσως μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ, ανασήκωσαν το πέπλο της βίας και της καταπίεσης στην αμερικανική κοινωνία.

Τη σκυτάλη πήρε το κίνημα που κωδικοποιήθηκε στο «Kavanope: Όχι στον Κάβανο» ενάντια σε μια προεδρική επιλογή που τροφοδότησε τα μισογύνικα και σεξιστικά αντανακλαστικά ενός συντηρητικού κομματιού της αμερικάνικης κοινωνίας. Κι αυτό, γιατί ήταν εκείνη η επιλογή που κατάφερε να συσπειρώσει στη δεξιά ατζέντα το βαθιά θρησκευόμενο και οπισθοδρομικό πληθυσμιακό τμήμα των μεσοδυτικών -και όχι μόνο- πολιτειών.

Το νέο διαθεματικό φεμινιστικό κίνημα και η επαναστατική αριστερά, παρά το μικρό της μέγεθος, συνειδητοποίησαν εγκαίρως ότι πρέπει να κάνουν δική τους τη μάχη αυτή. Δεν τρέφουν ασφαλώς αυταπάτες για το δικαστικό σύστημα και την απονομή αστικής δικαιοσύνης. Ήξεραν από την πρώτη στιγμή ότι τα δικαιώματα κερδίζονται στους δρόμους και δεν απονέμονται από τα δικαστήρια. Ήξεραν, όμως, εξίσου καλά, ότι χαμένη μάχη είναι η μάχη που ποτέ δεν δόθηκε. Δεν μπορούσαν να αφήσουν να περάσει αμαχητί ο κραυγαλέος και προκλητικός διορισμός ως ανώτατου δικαστή ενός ορκισμένου εχθρού της γυναικείας αυτοδιάθεσης. Η υποψηφιότητα Κάβανο και η λυσσώδης επιμονή σε αυτήν –παρά την τεράστια εναντίωση μεγάλου μέρους της κοινωνίας-δείχνει την ιεράρχηση που κάνει αυτή τη στιγμή η αμερικάνικη αστική τάξη: νομιμοποίηση της άσκησης ωμότατης βίας πάνω στα γυναικεία σώματα, αποδοχή της σεξιστικής ρητορείας, ευνοϊκή μεταχείριση των δραστών σεξουαλικών επιθέσεων, επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα στην άμβλωση-μέχρι την πλήρη απαγόρευσή του. Η μισογύνικη ατζέντα είναι ένα στοίχημα για τους «από πάνω». Όχι μόνο αποκαλύπτει την κοινωνία που ευαγγελίζονται, αλλά αποτελεί και προπομπό για όλες τις επόμενες πολιτικές που σχεδιάζουν.

«Ξέρουμε ότι όσο υπάρχει καπιταλισμός, δεν μπορεί να νικήσει ο φεμινισμός. Ξέρουμε ότι οι γυναίκες θα είναι πραγματικά ελεύθερες, μόνο όταν όλοι οι άνθρωποι θα είναι ελεύθεροι. Δεν θα σταματήσουμε όμως, αν δεν σταματήσουμε τον Κάβανο. Ο αγώνας μόλις ξεκίνησε», δηλώνουν. Και η αποφασιστικότητα με την οποία το εκφράζουν –ακόμα και μετά την επικύρωση του διορισμού- δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία ότι το εννοούν.