1

11 μέρες απεργίας: οι δάσκαλοι του Σικάγο γύρισαν νικητές στα σχολειά τους

του Ελισσαίου Φάκαρου

Μετά από 11 μέρες απεργίας οι δάσκαλοι του Σικάγο γύρισαν νικητές στα σχολειά τους. Μπορεί να μην κέρδισαν όλα τα αιτήματα τους αλλά κατάφεραν πολλά για την κοινωνία και τους εργαζόμενους του Σικάγο απέναντι στην δήμαρχο και μια παγιωμένη νεοφιλελεύθερη πολιτική.

Πριν την απεργία η νεοεκλεγής δήμαρχος απέκλειε κάθε συζήτηση αλλά και όλα τα αιτήματα των εκπαιδευτικών λέγοντας ότι δεν υπάρχουν κονδύλια . Τελικά το σωματείο συμφώνησε 16% αύξηση στον μισθό, περισσότερες νοσοκόμες, κοινωνικούς λειτουργούς και βιβλιοθηκάριους στα σχολειά, αύξηση του προσωπικού της ειδικής αγωγής και 35 εκατομμύρια δολάρια σε βάθος πενταετίας για να μειωθούν οι πολυπληθείς τάξεις. Πράγματα ανύπαρκτα για τα σχολεία του κέντρου του Σικάγο αλλά δεδομένα για τα σχολεία των πλούσιων προαστίων.

Η απεργία που είχε προκηρηθχεί από τον Αύγουστο διεκδικούσε υποστηρικτικό προσωπικό για όλες τις σχολικές μονάδες, άμεση μείωση των μαθητών ανά τάξη και μεγαλύτερες αυξήσεις. Είχε μεγάλη προετοιμασία και ήταν πολύ πολική, προσπάθησε να φτιάξει και έφτιαξε ένα κοινωνικό μέτωπο πέρα από τα εκπαιδευτικά αιτήματα γι’αυτό και στις δεκάδες πικετοφορίες, πορείες και απεργιακές φρουρές συμμετείχαν πολλά σωματεία εργαζομένων της πόλης και είχε την αλληλεγγύη πολλών σωματείων από όλη την χώρα, αφού στο κέντρο της ήταν γενικά η αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Ήταν η πιο πολυήμερη απεργία εκπαιδευτικών στις ΗΠΑ από το 1987, μεγαλύτερη κι από τις πρόσφατες του Όκλαντ και του Λος Άντζελες.

Το σωματείο των εκπαιδευτικών του Σικάγο είναι επιδραστικό για όλο το εργατικό κίνημα των ΗΠΑ, το 2012 κατά την διάρκεια της επιτυχημένης απεργίας ενάντια στην αξιολόγηση είχε φτιάξει ένα πανεθνικό κοινωνικό δίκτυο σωματείων που πάλευαν για περισσότερα πράγματα από τις αυξήσεις στους μισθούς και τα εργασιακά δικαιώματα.

Άλλη μία σημαντική επιτυχία αυτής της απεργίας που θα πρέπει να αποτελέσει πρότυπο είναι ότι το σωματείο κατάφερε μέσα από τις διαπραγματεύσεις με την δήμαρχο την αναπλήρωση 5 ημερομισθίων από τα 11. Άλλη μία επιτυχία ήταν ότι αυτή την απεργία την σήκωσαν στις πλάτες τους όχι “επαγγελματίες συνδικαλιστές” αλλά απλές δασκάλες.

Οι δάσκαλοι του Σικάγο είναι ειλικρινείς, λένε ότι κέρδισαν τα ελάχιστα αλλά αυτή είναι η αρχή του αγώνα τους.




Σσστ, η εξεγερμένη Καταλονία ματώνει και η Ευρώπη κάνει πως δεν βλέπει!

Του Γιώργου Μητραλιά
Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι Κούρδοι και Καταλανοί είναι δυο λαοί με μεγάλη παράδοση αλληλοστήριξης, αλληλεγγύης και κοινών αγώνων. Αλλά ίσως και να μην είναι τυχαίο πως Κούρδοι και Καταλανοί είναι τούτες τις μέρες, στο στόχαστρο των πιο αγριανθρωπικών Ιερών Συμμαχιών της εποχής μας! Κοινή νιοστή τραγωδία, κοινή μοίρα, αλλά και κοινή λαϊκή οργή και αποφασιστικότητα πως ο αγώνας συνεχίζεται!…Κοινοί λοιπόν οι αγώνες και κοινές οι θυσίες, αλλά υπάρχει και μια πολύ σημαντική διαφορά: Τα ΜΜΕ και οι απανταχού γης καγκελαρίες επιφυλλάσσουν εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση στους δυο λαούς. Έτσι, ενώ η εγκατάλειψη των Κούρδων της Συρίας από τον Τραμπ και η σφαγή τους από τον στρατό του Ερντογάν συγκινεί, κατεβάζει χιλιάδες διαδηλωτές στους δρόμους, κινητοποιεί – έστω και για τα μάτια – τη διεθνή διπλωματία και καλύπτεται από τα ΜΜΕ, η άγρια καταστολή του καταλανικού λαού από το Ισπανικό Κράτος προκαλεί μόνο την παρατεταμένη εκκωφαντική σιωπή των ΜΜΕ (1) και την κυνική αδιαφορία των κυβερνώντων. Και αυτό για μερικούς πολύ απλούς λόγους: Επειδή προφανώς η Καταλονία είναι στην καρδιά της Ευρώπης και η εξέγερση του λαού της προσφέρει ένα άκρως επικίνδυνο παράδειγμα προς μίμηση στους λαούς της και σε κάθε καταπιεσμένο. Και σίγουρα, επειδή η καταστολή του καταλανικού λαού συνιστά καθήκον ζωτικής σημασίας για τους απανταχού γης νεοφιλελεύθερους τυρράνους και λοιπούς αντιδραστικούς και σκοταδιστές!

Τι λοιπόν είναι αυτό που δεν μας λένε πως συμβαίνει αυτές τις μέρες στην Καταλονία; Κατ’αρχήν, είναι ότι η πρόεδρος της Καταλανικής Βουλής Κάρμε Φουρκαντέλ, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησής της Οριόλ Ζουνκέρας και οι μισοί υπουργοί της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης της Καταλονίας που βρίσκονται, μαζί με τους ηγέτες των μαζικότερων πολιτιστικών της οργανώσεων ANC και Omnium, στα σίδερα εδώ και δυο χρόνια, καταδικάστηκαν τελικά από το Ανώτατο Δικαστήριο της Μαδρίτης σε ποινές φυλάκισης 9-13 ετών, δηλαδή σε συνολικά 104 χρόνια φυλακής! Και αυτό μόνο και μόνο επειδή έκαναν χρήση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση του λαού τους, δηλαδή του αναφαίρετου δικαιώματός του να αποφασίζει – ψηφίζοντας δημοκρατικά – αυτός και μόνον αυτός για το μέλλον του!…

Κατόπιν, μας απαγόρευσαν να μάθουμε και να δούμε ότι, με το που έγινε γνωστή η βάρβαρη καταδίκη, εκατοντάδες χιλιάδες Καταλανοί κατέβηκαν στους δρόμους όλων των καταλανικών πόλεων διαμαρτυρόμενοι ειρηνικά και ότι δέχτηκαν συνεχείς επιθέσεις τόσο από την καταλανική αστυνομία (Mossos) όσο και από τη διαβόητη Guardia Civil της Μαδρίτης. Δεν μας είπαν λέξη και δεν μας έδειξαν π.χ. 40.000 διαδηλωτές (σύμφωνα με τη δημοτική αστυνομία της Βαρκελώνης) να πολιορκούν επί 12 ώρες την αντιπροσωπεία της κυβέρνησης της Μαδρίτης και να δέχονται συνεχείς επιθέσεις της αστυνομίας. Ή ένα τεράστιο πλήθος διαδηλωτών να έχει καταλάβει το αεροδρόμιο της Βαρκελώνης και να χτυπιέται με την αστυνομία επί ώρες. Ή δεκάδες χιλιάδες άλλους διαδηλωτές να πολιορκούν το αρχηγείο της αστυνομίας στο κέντρο της Βαρκελώνης, και το ίδιο να συμβαίνει σε δεκάδες άλλες καταλανικές πόλεις (Ταραγκόνα, Γέϊντα, Τζιρόνα,…). Ή εκατοντάδες διαδηλωτές να κόβουν και να μπλοκάρουν για μέρες τους αυτοκινητοδρόμους της χώρας και τις λεωφόρους των πόλεών της, να παραλύουν τις σιδηροδρομικές και άλλες συγκοινωνίες, κλπ. Και επίσης, μας απαγόρευσαν να μάθουμε ότι, τις δυο πρώτες μέρες των διαδηλώσεων, υπήρξαν τουλάχιστον 250 τραυματίες και πάνω από 100 συλλήψεις, ότι έχουν παραλύσει τα πανεπιστήμια και τα σχολεία, με τη νεολαία να είναι μαζικά στους δρόμους και επικεφαλής των κινητοποιήσεων. Ότι – τουλάχιστον την Τρίτη 15 Οκτωβρίου – το κέντρο της Βαρκελώνης ήταν γεμάτο με οδοφράγματα. Ότι την Τετάρτη 16 Οκτωβρίου, πέντε πορείες δεκάδων χιλιάδων (!) Καταλανών ξεκίνησαν από κάθε γωνιά της χώρας, για να συγκλίνουν μετά από 3 μέρες και να ενωθούν στη Βαρκελώνη. Ότι η Συνομοσπονδία Εναλλακτικών Συνδικάτων Βάσης «Intersindical» παραλύει τη χώρα με τη Γενική Απεργία που οργανώνει την Παρασκευή 18 Οκτωβρίου. Ότι ακολουθούν πολλές άλλες δίκες δεκάδων Καταλανών πολιτικών, καλλιτεχνών, διανοούμενων, εργαζόμενων και συνδικαλιστών στις επόμενες εβδομάδες και μήνες. Ότι η καταδίκη των Καταλανών ηγετών συνέπεσε με την επέτειο της εκτέλεσης τoυ Λουίς Κουμπάνις το 1940, του τελευταίου σοσιαλιστή προέδρου της Δημοκρατικής Καταλονίας, που παραδόθηκε από την Γκεστάπο στους φασίστες του Φράνκο, που τον βασάνισαν επί ένα μήνα πριν τον εκτελέσουν. Και βέβαια, ότι ο Κασάδο, πρόεδρος του Λαϊκού κόμματος που κυβερνούσε μέχρι πριν ένα χρόνο την Ισπανία, έχει “προειδοποιήσει” δημόσια τον εκλεγμένο πρόεδρο της Καταλονίας Κάρλες Πουτσντεμόντ ότι… θα έχει την τύχη αυτού ακριβώς του Κουμπάνις…

Αυτά και πάρα πολλά άλλα, τα καλά μας ΜΜΕ μάς απαγόρευσαν να τα μάθουμε και να τα δούμε επειδή ακολουθούν τυφλά – όπως το κάνουν εδώ και χρόνια – τις εντολές των αφεντικών τους και των κυβερνήσεών τους. Και αφού δεν μας άφησαν να μάθουμε τα «στοιχειώδη», δεν μπορούμε, βέβαια, να περιμένουμε από δαύτους να μας πληροφορήσουν για τα πιο ουσιαστικά, δηλαδή εκείνα τα γεγονότα που γράφουν την πραγματική ιστορία. Όπως π.χ. ότι η καταλανική αστυνομία που χτυπάει ανελέητα τους διαδηλωτές υπακούει στον αξιότιμο κ. Μπουκ, υπουργό εσωτερικών της… καταλανικής κυβέρνησης, που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται το ίδιο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση που έχουν κάνει σημαία τους οι εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές! Και ότι για αυτό ακριβώς το λόγο, οι διαδηλωτές, όπως και οι οργανώσεις και τα κινήματά τους, απαιτούν την άμεση παραίτηση του Μπουκ και της κυβέρνησής του! Ή ότι αυτή η καταλανική κυβέρνηση σπεύδει να καταδικάσει δημόσια τους “βίαιους διαδηλωτές”, προς μεγάλη – φυσικά – αγαλλίαση των (καθεστωτικών) κομμάτων και της κυβέρνησης της Μαδρίτης, που πανηγυρίζουν για τη «διάσπαση του ανεξαρτησιακού μετώπου των Καταλανών»…

Αν όλα αυτά σας θυμίζουν κάτι από το καταλανικό (και ισπανικό) 1936, ναι, δεν κάνετε λάθος. Όπως τότε έτσι και τώρα, η ταξική πραγματικότητα της κινητοποιημένης και όλο και πιο ριζοσπαστικής κοινωνίας τείνει να ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο, διαλύοντας την ομιχλώδη (διαταξική) ενότητα των ποικίλων «δημοκρατικών συνεργασίων» και ανεξαρτησιακών παρατάξεων. Και για αυτό ακριβώς το λόγο, βλέπουμε τώρα, όπως και τότε, τους «μετριοπαθείς» Καταλανούς ανεξαρτηστές και την κυβέρνησή τους να μη διστάζουν να στραφούν ενάντια στην ίδια την εξεγερμένη κοινωνία τους, από τη στιγμή που διαπιστώνουν έντρομοι ότι χάνουν τον έλεγχο των λαϊκών κινημάτων, και κατά συνέπεια, των εξελίξεων.

Να ‘μαστε λοιπόν στην καρδιά του καταλανικού ζητήματος και στην κύρια αιτία που εξηγεί γιατί γινόμαστε μάρτυρες της μεγαλύτερης συνωμοσίας σιωπής που έχουμε γνωρίσει. Όλα αυτά συμβαίνουν επειδή η πολύ μεγάλη πλειοψηφία του καταλανικού λαού που διαδηλώνει, είναι πια οργανωμένη στις CDR (2), σε αυτές τις ενωτικές και συνάμα τόσο μαζικές και ριζοσπαστικές «Επιτροπές Υπεράσπισης της Δημοκρατίας» που, υποστηριζόμενες πια ενεργά από τις ANC και Omnium με τα εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, καταγγέλουν τον αναβλητισμό της καταλανικής κυβέρνησης που δείχνει να ικανοποιείται με μια (βελτιωμένη) αυτονομία, και απαιτούν την άμεση κήρυξη της ανεξάρτητης Δημοκρατίας (Republica) της Καταλονίας. Αλλά όχι μόνο. Οι CDR και οι οργανώσεις, κόμματα και κινήματα που τις υποστηρίζουν (ANC, Omnium, CUP,…), ζητούν και αγωνίζονται ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, για τη διεύρυνση των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, για ανοιχτά σύνορα στους μετανάστες, για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και την πυρηνική ενέργεια, για τα δικαιώματα των γυναικών και ενάντια στην πατριαρχία, για την αυτοοργάνωση του πληθυσμού εκεί που εργάζεται και ζει. Και φυσικά, δεν είναι τυχαίο ότι τα ΜΜΕ της Μαδρίτης απαιτούν πια καθημερινά να κηρυχθούν οι CDR εκτός νόμου, καθώς με μια (μικρή) δόση υπερβολής τις καταγγέλλουν ότι εργάζονται για να γεμίσουν την Καταλονία με… «σοβιέτ»!

Κλείνουμε δίνοντας το λόγο στις οργανώσεις και τα κινήματα του εξεγερμένου καταλανικού λαού. Μας προειδοποιούν λοιπόν, να προσέξουμε πολύ επειδή αυτό που συμβαίνει τώρα είναι ότι οι – κάθε ιδεολογικής απόχρωσης – επίγονοι του Φράνκο που κυβερνούν το Ισπανικό Κράτος, μετατρέπουν σήμερα την Καταλονία σε πανευρωπαϊκό εργαστήρι των αντιδημοκρατικών και αυταρχικών σχεδιασμών τους, που μοιράζονται εξάλλου με τις περισσότερες ηγεσίες και κυβερνήσεις της Ενωμένης Ευρώπης. Και η αυστηρή προειδοποίηση που (μας) απευθύνουν είναι η εξής: Αν περάσουν τα σχέδια τους, δηλαδή αν περάσει χωρίς ουσιαστικές λαϊκές αντιδράσεις που θα την ανατρέψουν, η καταδίκη των Καταλανών ηγετών με την κατηγορία ότι είπαν και έκαναν πράγματα που αφορούν τα πιο στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, όπως η ελευθερία γνώμης ή συνάθροισης και διαδήλωσης, τότε η γενίκευση σε όλη την Ευρώπη της ποινικοποίησης και καταστολής στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών θα είναι απλό ζήτημα χρόνου. Ακριβώς όπως το 1936-1938, η επικράτηση του Φράνκο και των ναζιστών και φασιστών συμμάχων του άνοιξε το δρόμο για την επέλαση των ακροδεξιών δικτατοριών σε όλη την Ευρώπη και την έκρηξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Μακελειού!…

Στο χέρι μας λοιπόν να μην επαναληφθεί η ιστορία σαν ακόμα μεγαλύτερη τραγωδία…

Σημειώσεις

1. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της – πρώτης σε τηλεθέαση – βραδυνής τηλεφημερίδας της γαλλικής κρατικής τηλεόρασης στις 14 Οκτωβρίου, δηλαδή ακριβώς τη μέρα που η ανακοίνωση των ποινών φυλάκισης κατέβασε στους δρόμους και στα οδοφράγματα εκατοντάδες χιλιάδες Καταλανούς πολίτες. Αυτή λοιπόν η τηλεφημερίδα όχι μόνο αγνόησε όλα αυτά τα γεγονότα, αλλά και πρόβαλε προκλητικά ως 4η είδησή της ένα ρεπορτάζ με θέμα… «Πώς η Ισπανία φροντίζει τους ηλικιωμένους της»! Θυμίζουμε ότι η Γαλλία συνορεύει με την Καταλονία και έχει μια καθόλου ασήμαντη καταλανική μειονότητα, που εξάλλου διαδηλώνει όλο και περισσότερο την αλληλεγγύη της στους νότιους αδελφούς της. Ίσως λοιπόν να είναι και αυτός ένας λόγος που τα γαλλικά ΜΜΕ (συμπεριλαμβανομένων και των εφημερίδων) έχουν συνηθίσει να μη λένε, εδώ και χρόνια, ούτε λέξη για ό,τι συμβαίνει στην Καταλονία, που είναι σαν να μην υπάρχει πια για αυτά…

2. Βλέπε επίσης και τα άρθρα μας σχετικά με το ίδιο ζήτημα: https://www.contra-xreos.gr/arthra/1335-catalonia-independecia.html

https://www.contra-xreos.gr/arthra/1260-cdr.html

Πηγή: www.contra-xreos.gr

Σσστ, η εξεγερμένη Καταλονία ματώνει και η Ευρώπη κάνει πως δεν βλέπει!




Εισβολή της Τουρκίας στη Συρία, με «μεγάλους χορηγούς» Τραμπ και Πούτιν

  1. Ιμπεριαλιστικός κυνισμός με θύμα τους Κούρδους
Η τουρκική εισβολή στη Συρία αποτελεί μνημείο ιμπεριαλιστικής υποκρισίας και «συνωμοσίας». Αποτελεί, ταυτόχρονα, υπόμνηση για το «σεισμικό δυναμικό» που έχει συσσωρευτεί στη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο εξαιτίας περίπλοκων καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί από τον συνδυασμό ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και επεμβάσεων και τοπικών ή περιφερειακών ανταγωνισμών. Υπό αυτούς τους όρους, το αδιανόητο γίνεται πραγματικότητα, η Τουρκία γίνεται εμπόλεμο μέρος της συριακής κρίσης, και οι ανταγωνισμοί στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, με προεξάρχοντα τον ανταγωνισμό ανάμεσα στον τουρκικό και τον ελληνικό καπιταλισμό, γίνονται όλο και πιο επικίνδυνοι.

ΗΠΑ και Ρωσία

Είναι αυταπόδεικτο το «πράσινο φως» που πήρε ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν για την έναρξη της πολεμικής επιχείρησης στη βορειοανατολική Συρία.
Ο Ντόναλντ Τραμπ σχεδίαζε και προετοίμαζε με τον Ταγίπ Ερντογάν αυτή την εξέλιξη επί πολλούς μήνες: η δημιουργία «ασφαλούς ζώνης» στα σύνορα με τη Συρία σε συνδυασμό με την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από την περιοχή ήταν αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Ο πρώην υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Τζέιμς Μάτις παραιτήθηκε προ σχεδόν 120 ημερών ακριβώς επειδή διαφώνησε με τους σχεδιασμούς αυτούς του Τραμπ, ενώ Τραμπ και Ερντογάν είχαν συμφωνήσει ήδη από τον Αύγουστο για τη σύσταση κοινού επιχειρησιακού στρατηγείου από τον περασμένο Σεπτέμβριο. Όπως αποκάλυψαν οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης», στο πλαίσιο της κοινής στρατιωτικής προετοιμασίας, οι αμερικανικές δυνάμεις τροφοδότησαν τις αντίστοιχες τουρκικές με επιχειρησιακού χαρακτήρα πληροφορίες ώστε να είναι πιο αποτελεσματικές οι τουρκικές επιχειρήσεις.
Το εντυπωσιακό -αλλά όχι απροσδόκητο- στοιχείο είναι ότι στην ιμπεριαλιστική συνωμοσία πίσω από την τουρκική εισβολή συμμετέχει με εξίσου κυνικό και ωμό τρόπο και η Ρωσία. Μαζί με τις ΗΠΑ μπλοκάρισαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας τη λήψη οποιουδήποτε είδους καταδικαστικής απόφασης, ενώ είναι βέβαιο ότι το ρωσικό «πράσινο φως» στον Ερντογάν δόθηκε κατά την πρόσφατη σύνοδο κορυφής της «Πρωτοβουλίας της Αστάνα» (που απαρτίζουν Ρωσία, Τουρκία και Ιράν) στις 16 Σεπτεμβρίου. Χωρίς τη συμφωνία της Ρωσίας, πολύ δύσκολα η Τουρκία θα προχωρούσε στην εισβολή, καθώς ελέγχει τόσο τον εναέριο χώρο της Συρίας όσο και τις μείζονες επιλογές του συριακού στρατού. Η Ρωσία έχει αναλάβει το τελευταίο διάστημα συστηματική προσπάθεια «καλλιέργειας» των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και του καθεστώτος της Συρίας, επιδιώκοντας την τουρκική συναίνεση στην ανακατάληψη από το συριακό στρατό της βορειοδυτικής επαρχίας του Ιντλίμπ που είναι υπό τουρκική «προστασία». Όσο για τον τρίτο της «Πρωτοβουλίας της Αστάνα», το Ιράν, κατήγγειλε μεν την τουρκική εισβολή, αλλά είναι κοινό μυστικό ότι μαζί με το καθεστώς Άσαντ επιθυμούν διακαώς την αποτροπή δημιουργίας ισχυρής κουρδικής αυτονομίας ή, πολύ περισσότερο, κουρδικού κράτους στα συριακά εδάφη, που θα μπορούσε να είναι η «μαγιά» για τη δημιουργία ενός ισχυρού και ενιαίου Κουρδιστάν σε συριακά αλλά και ιρακινά εδάφη.

 

Όλοι εναντίον των… Κούρδων!

Καθώς η συριακή κρίση διαρκεί επί σειρά χρόνων, εμπλέκονται σε αυτήν οι ΗΠΑ και Ρωσία με δυνατότητες όχι μόνο πολιτικο-διπλωματικής αλλά και στρατιωτικής παρέμβασης αλλά και η ΕΕ με πολιτική και οικονομική διπλωματία, εμπλέκονται τοπικοί υπο-ιμπεριαλισμοί (Ισραήλ, Τουρκία, Ιράν), ο συριακός στρατός, οι Κούρδοι, το Ισλαμικό Κράτος (που καταλύθηκε σαν εδαφική κυριαρχία και αποδυναμώθηκε αλλά δεν εξαλείφθηκε σαν στρατιωτική δύναμη) και πολιτοφυλακές υποστηριζόμενες ένθεν από τον έναν ή τον άλλον (ή και περισσότερους του ενός ταυτόχρονα). Tο «ποιος είναι με ποιον» μόνο σταθερό και δεδομένο δεν είναι.
Μόλις μέχρι χθες, υπέρ της δημιουργίας ισχυρής κουρδικής οντότητας ήταν τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ (το τελευταίο εξακολουθεί να είναι, γι’ αυτό το εβραϊκό λόμπι στις ΗΠΑ και οι συνδεόμενοι με αυτό γερουσιαστές και πολιτικοί παράγοντες έχουν φρυάξει με το «πράσινο φως» του Τραμπ στον Ερντογάν). Πράγματι, εξοπλίστηκαν και δέχθηκαν στρατιωτική βοήθεια από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ και πηγές συνδεόμενες με αυτούς. Ήδη όμως αυτό έχει αλλάξει θεαματικά όσον αφορά τις ΗΠΑ. Τη δεδομένη στιγμή, όλοι οι βασικοί πρωταγωνιστές της συριακής κρίσης είναι κατά των Κούρδων! Για την ακρίβεια, το «άδειασμα» των Κούρδων από τις ΗΠΑ είχε αρχίσει πριν από πολύ καιρό, όταν τους άφησαν μόνους στην αντεπίθεση του συριακού στρατού, με αποτέλεσμα να υποστούν στρατιωτική πανωλεθρία και να περιοριστούν κατά πολύ τα εδάφη που ελέγχουν.
Οι Κούρδοι μοιάζει να είναι τα θύματα μιας διεθνούς ιμπεριαλιστικής συνωμοσίας. Κάποια στιγμή όλοι έκαναν στην άκρη, αφήνοντας το συριακό στρατό και τώρα τον Ερντογάν να τους πετσοκόψουν…
Γιατί; Για τον μεν Τραμπ, επειδή θέλει να «πουλήσει» στο αμερικανικό εκλογικό σώμα ότι είναι αυτός που έβαλε τέλος στη συμμετοχή των ΗΠΑ σε «ανόητους» πολέμους και εξασφάλισε την «επιστροφή στην πατρίδα» των Αμερικανών στρατιωτών. Βαθύτερα, γιατί η γραμμή Τραμπ υπακούει στη στρατηγική που αποκαλύπτει η γνωστή του ατάκα «οι Κούρδοι ας φυλάξουν μόνοι τους τα σύνορά τους»: όχι σταθερές συμμαχίες, όχι συμμαχίες χωρίς άμεσα ανταλλάγματα και οφέλη.
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε εδώ περισσότερο σε αυτή τη στρατηγική όταν η πολιτική στο θέμα που μας ενδιαφέρει είναι σαφής. Από την πλευρά της, η Ρωσία θέλει μια λύση στο ζήτημα της Συρίας με επανέλεγχο της συριακής επικράτειας από το καθεστώς Άσαντ, με την εξαίρεση της «ζώνης ασφαλείας» που θα φτιάξει ο Ερντογάν στα σύνορα και βέβαια με το δραστικό ψαλίδισμα της επιρροής των Κούρδων. Όσο για την ΕΕ, αυτή μπορεί να ασκήσει μόνο μια περιορισμένου βεληνεκούς οικονομική διπλωματία (χρήματα για την εξαγορά της τουρκικής -και ελληνικής- «αποτροπής» στο προσφυγικό ρεύμα ώστε αυτό να μη χτυπάει τις πύλες της Ευρώπης).
Οι προθέσεις όλων είναι σαφείς, αλλά τα αποτελέσματα δεν πρέπει καθόλου να θεωρηθούν δεδομένα. Ούτε όσον αφορά στενά την τουρκική εισβολή ούτε όσον αφοράς γενικότερα τη συνέχεια και την έκβαση της συριακής κρίσης.

 

Διδάγματα

Οι εξελίξεις (παλιότερες αλλά και η τωρινή) στη Συρία είναι πολλαπλά διδακτικές. Ο πόλεμος στη Συρία, που ξεκίνησε το 2011 σαν εμφύλιος και ωμή καταστολή του συριακού «πεζοδρομίου» (στο πλαίσιο της γενικότερης δυναμικής της αραβικής «άνοιξης») διεθνοποιήθηκε και έγινε ιμπεριαλιστικός με την ανάμιξη ΗΠΑ και Ρωσίας, αλλά και τοπικών υποϊμπεριαλισμών και υποδεέστερης σημασίας δυνάμεων στοιχισμένων (κατά περίπτωση αλλά όχι με πλήρη συνέπεια) γύρω από τους δύο αυτούς ιμπεριαλισμούς. Είναι μάταιο για την Αριστερά και έχει σοβαρά κόστη αποπροσανατολισμού να ψάχνει για πλευρά «δίκαιη» ή «αντιμπεριαλιστική» σε αυτόν τον πόλεμο. Είναι σοβαρό πολιτικό -και θεωρητικό- λάθος να αναδεικνύεται η Ρωσία σε «μη ιμπεριαλιστική» ή, ακόμη περισσότερο, «αντιμπεριαλιστική» δύναμη – όπως και η Κίνα σε άλλες περιπτώσεις. Ο ρωσικός καπιταλισμός είναι ένας διεθνής «πτωματοφάγος» και ιμπεριαλισμός δεύτερης σειράς που σχεδιάζει και αξιοποιεί «αρπαχτές» στα κενά που αφήνει η αμερικανική αδυναμία ή «απόσυρση ενδιαφέροντος» ή η γεωπολιτική και ενεργειακή αδυναμία της ΕΕ.
Σε αυτό τον πόλεμο, το καθεστώς Άσαντ, το Ισλαμικό Κράτος, η Τουρκία τώρα, το Ιράν ως υποϊμπεριαλισμός που παρεμβαίνει και στρατιωτικά στη Συρία, μαζί βέβαια με το Ισραήλ, διεξάγουν έναν άδικο πόλεμο. Τα μόνα δίκαια αιτήματα, είναι η απόσυρση των ιμπεριαλιστών «προστατών», η απαλλαγή του συριακού λαού από το καθεστώς του σφαγέα Άσαντ και η ικανοποίηση του δίκαιου αιτήματος των Κούρδων να αποκτήσουν το δικό τους κράτος – ανεξάρτητα από τις επιλογές συμμαχιών της ιθύνουσας τάξης και της ηγεσίας τους και ενάντια σε αυτές.
Η αδυναμία της Αριστεράς διεθνώς και ιδιαίτερα στην περιφέρεια της Μ. Ανατολής δεν της επιτρέπει να έχει ένα σχέδιο πολιτικής παρέμβασης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να «χάσουμε τα μυαλά» μας είτε φαντασιωνόμενοι «αντιμπεριαλιστικές συμμαχίες» υπό την μπαγκέτα της Ρωσίας, είτε αρνούμενοι να υποστηρίξουμε το δίκαιο αίτημα των Κούρδων για αυτοδιάθεση στο όνομα των επιλογών συμμαχιών από την ιθύνουσα τάξη και την ηγεσία τους. Και βέβαια, αν αυτά είναι ένας στοιχειώδης γενικός πολιτικός μπούσουλας, στη συγκεκριμένη στιγμή πρέπει να φωνάξουμε με όλη μας τη δύναμη: Όχι στην τουρκική εισβολή – κάτω η ιμπεριαλιστική συνωμοσία – αλληλεγγύη στους Κούρδους!

Το ύστατο δίδαγμα έχει διπλό χαρακτήρα: Πρώτο, οι λαοί της περιοχής δεν μπορούν να ελπίζουν και να στηρίζονται στην ιμπεριαλιστική «προστασία» – πρέπει να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις και να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία του κινήματός τους. Δεύτερο, όταν η Τουρκία γίνεται με «θερμό» τρόπο μέρος του πολέμου της Συρίας, πρέπει να σταθμίσουμε διπλά και τριπλά τον κίνδυνο που απορρέει από τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισμό για τις ΑΟΖ.




«Αυτή είναι η επανάστασή μας»: Διαδηλώσεις κλονίζουν την κυβέρνηση του Ιράκ

του Κώστα Κούσιαντα

Μέρες οργής της νεολαίας

Την Τρίτη 1 Οκτωβρίου, ένα κύμα διαδηλώσεων ξεκίνησε από τη Βαγδάτη και εξαπλώνεται μέχρι αυτή τη στιγμή, Κυριακή 6 Οκτωβρίου, σε μια σειρά από μεγάλες και μικρές πόλεις του Ιράκ: Βασόρα Νασιρίγια, Ντιουανίγια, Χίλλα, Αμάρα, Αλ-Κουτ, Σαμάουα, Ντιγιάλα, ακόμα και στις «ιερές» πόλεις των Σιιτών, την Νατζάφ και την Κάρμπαλα, αλλά και βόρεια, στη Μοσούλη, το Τικρίτ και το Κιρκούκ. Οι αρχικές διαδηλώσεις έχουν μετατραπεί σε εξέγερση που κλονίζει την κυβέρνηση και απειλεί ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.

Οι κινητοποιήσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν στην αρχή ως σχετικά μικρές και ειρηνικές διαμαρτυρίες, μαζικοποιήθηκαν και εξελίχθηκαν σε σκληρές συγκρούσεις με την αστυνομία, μετά τις πρώτες επιθέσεις της αστυνομίας, της αντιτρομοκρατικής, αλλά ακόμα και παραστρατιωτικών ομάδων, με άγριους ξυλοδαρμούς, χρήση αντλιών νερού, χημικών, πλαστικών αλλά και πραγματικών πυρών και μετά τις πρώτες δολοφονίες διαδηλωτών, ήδη από την πρώτη μέρα. Όπως έχει συμβεί και σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις κινητοποιήσεων στο Ιράκ, η δολοφονική αστυνομική βία πυροδοτεί μεγαλύτερη οργή, αλλά και αποφασιστικότητα.

Η κυκλοφορία έχει απαγορευτεί στη Βαγδάτη και σε πολλές άλλες πόλεις.

Η κυβέρνηση προσπάθησε επίσης να εμποδίσει την επικοινωνία μεταξύ του κόσμου, αρχικά μπλοκάροντας το Facebook, το Twitter και το Instagram και στη συνέχεια κόβοντας το ίντερνετ σε ολόκληρη τη χώρα.

Στη Βαγδάτη οι διαδηλωτές κατάφεραν στις 3 Οκτωβρίου να σπάσουν τον κλοιό της αστυνομίας και να προχωρήσουν προς την Πράσινη Ζώνη (την οχυρωμένη περιοχή στο κέντρο της πόλης στην οποία βρίσκονται η έδρα της ιρακινής κυβέρνησης και κυβερνητικά κτίρια, το κοινοβούλιο, οι διπλωματικές αποστολές και οι ξένες πρεσβείες, μεταξύ των οποίων και η πρεσβεία των ΗΠΑ). Προσπάθησαν επίσης να αποκλείσουν την πρόσβαση προς το αεροδρόμιο της Βαγδάτης, καταλαμβάνοντας τον δρόμο που οδηγεί προς αυτό, αλλά απωθήθηκαν από την αστυνομία που έκανε χρήση πραγματικών πυρών.

Στη Βαγδάτη επίσης, οι δυνάμεις καταστολής κατάφεραν να εμποδίσουν τους διαδηλωτές να καταλάβουν την πλατεία Ταχρίρ, μια κεντρική πλατεία της πόλης, στην οποία (όπως και στην πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου), γίνονται «παραδοσιακά» οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Όμως ύστερα από αυτό, στη Βαγδάτη πραγματοποιούνται μαζικές συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία στις πιο φτωχές περιοχές της πόλης: Μαντίνατ ασ-Σαντρ (γνωστή και ως Sadr City στα βορειοανατολικά της Βαγδάτης), Αλ-Άμαλ (νοτιοδυτικά), ασ-Σιά’αμπ (στα βόρεια), Ζααφαρανίγια (στα νότια) και Σιούλα (στα δυτικά). Όμως, μέχρι και το πρωί της Κυριακής, οι διαδηλωτές εξακολουθούν να προσπαθούν να σπάσουν τον αστυνομικό κλοιό και να καταλάβουν την πλατεία Ταχρίρ.

Στην Ντιουανίγια και στην επαρχία Δι Καρ οι διαδηλωτές έχουν καταλάβει κυβερνητικά κτίρια.

Η καταστολή έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Μέχρι στιγμής, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ιράκ, ο αριθμός των νεκρών έχει φτάσει στους 105 νεκρούς (μεταξύ των νεκρών υπάρχει και έξι αστυνομικοί), των τραυματιών στους 4.000 και υπάρχουν χιλιάδες συλλήψεις. Σύμφωνα με διαδηλωτές που μίλησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή στα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, μετά τη διαδήλωση της Τρίτης, υπήρχαν πτώματα στους δρόμους της Βαγδάτης. Όμως τις επόμενες μέρες ο αριθμός των θανάτων αυξήθηκε με αλματώδεις ρυθμούς (21 το πρωί της Πέμπτης, 44 το πρωί της Παρασκευής, 73 το πρωί του Σαββάτου, 105 το πρωί της Κυριακής), κάτι το οποίο δείχνει όχι μόνο την κλιμάκωση της καταστολής, αλλά και την εξάπλωση και την επιμονή του κινήματος. Όπως είπε ένας διαδηλωτής στη Βαγδάτη: «Θα συνεχίσουμε να διαδηλώνουμε γιατί δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε. Καλύτερα να πεθάνουμε με αξιοπρέπεια.»

Όμως απ’ ότι φαίνεται, οι δολοφονίες δεν γίνονται μόνο κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων.

Όπως ανέφεραν αυτόπτες μάρτυρες από τη Βασόρα, την Πέμπτη το πρωί, ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν κάποιοι άντρες με μαύρες στολές και μάσκες, σταμάτησε έξω από το σπίτι του Χουσεΐν Αντέλ και της συζύγου του και κάποιοι απ’ αυτούς εισέβαλαν στο σπίτι και τους δολοφόνησαν. Ο Χουσεΐν Αντέλ και οι γυναίκα του συμμετείχαν στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στη Βασόρα. Οι αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας του ζεύγους Αντέλ είναι βέβαιοι ότι οι μαυροντυμένοι μασκοφόροι ανήκουν σε παραστρατιωτικές ομάδες που χρηματοδοτούνται από το Ιράν.

Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις στη Βαγδάτη ανέφεραν ότι οι μαυροντυμένοι άντρες καταστολής που πυροβόλησαν εναντίον των διαδηλωτών για να τους εμποδίσουν να προχωρήσουν στην Πράσινη Ζώνη μιλούσαν περσικά. Άλλοι διαδηλωτές ανέφεραν ότι τα δακρυγόνα που χρησιμοποιούνται εναντίον τους προέρχονται από το Ιράν. Υπάρχουν πολλές αναφορές ότι αυτοί που στελεχώνουν και σε πολλές άλλες πόλεις τις ομάδες καταστολής που πυροβολούν με πραγματικά πυρά εναντίον των διαδηλωτών, μιλάνε περσικά.

Έχει αναφερθεί επίσης ότι πάνω από την Βαγδάτη πετάνε αεροπλάνα τα οποία χρησιμοποιούνται από την Υπηρεσία Πληροφοριών της σιιτικής παραστρατιωτικής οργάνωσης PMF (Popular Mobilization Forces / Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί / Λαϊκές Δυνάμεις Κινητοποίησης) για τον εντοπισμό των ηγετών και των διοργανωτών των διαδηλώσεων. (Στο ρόλο αυτής της παραστρατιωτικής οργάνωσης θα αναφερθούμε και παρακάτω.)

Παραστρατιωτικές ομάδες μαυροντυμένων έχουν επιτεθεί και σε τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθούς στη Βαγδάτη και έχουν τραυματίσει δημοσιογράφους (στο κανάλι Al-Arabiya και στους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς Dajla και NRT).

Μέχρι την Πέμπτη, οι περισσότεροι από τους μισούς θανάτους είχαν συμβεί στη Νασιρίγια (18 άτομα δολοφονήθηκαν στη Νασιρίγια και 14 στη Βαγδάτη). Απ’ ό,τι έχει αναφερθεί, στη Νασιρίγια οι διαδηλώσεις είναι πολύ μαζικές και μάλλον οι συγκρούσεις με την αστυνομία είναι πολύ πιο σκληρές. Η Νασιρίγια και η επαρχία τής Δι Καρ στην οποία βρίσκεται, έχει ένα μακρύ ιστορικό «αντίστασης στην αδικία», απ’ το οποίο δημιουργήθηκε «μια ισχυρή αφήγηση μεταξύ των κατοίκων που τροφοδοτεί τις εξεγέρσεις», σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Χαμίντ Τσατρί, κάτοικο αυτής της πόλης. Στη Νασιρίγια τη δεκαετία του 1920 υπήρξε η πιο μαζική και έντονη αντίσταση στην αγγλική κυριαρχία, ενώ την ίδια εποχή, ιδρύθηκε στη Νασιρίγια η πρώτη οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος του Ιράκ. Το 1991 οι κάτοικοι της πόλης εξεγέρθηκαν ενάντια στη δικτατορία του Σαντάμ Χουσεΐν και αντιμετώπισαν άγρια καταστολή. Στις σημερινές διαδηλώσεις συμμετέχουν χιλιάδες φτωχοί νεολαίοι, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ραντί αλ-Μααρούφ, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της πόλης, αδιαφορούν για την αστυνομική καταστολή, τα δακρυγόνα και τα πραγματικά πυρά, επειδή θεωρούν ότι καθώς «πεθαίνουν μ’ έναν αργό θάνατο, μια σφαίρα είναι καλύτερη».

 1

Ενάντια στη φτώχεια και τον αυταρχισμό

Οι άθλιες συνθήκες ζωής των φτωχών λαϊκών μαζών (το 35% του πληθυσμού ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας και το 60% ζει με λιγότερα από 6 δολάρια την ημέρα), η ανεργία, που πλήττει κυρίως τη νεολαία (περισσότερο από το 25% των νέων είναι άνεργοι/ες) και σε πολύ μεγάλο βαθμό τους/τις πτυχιούχους πανεπιστημίων, είναι για ολόκληρη τη χώρα οι βασικές και άμεσες αιτίες αυτών των κινητοποιήσεων. Αξίζει να αναφερθεί ότι πριν περίπου ένα μήνα, στις αρχές Σεπτέμβρη, είχαν γίνει μαζικές διαδηλώσεις στη Βαγδάτη από άνεργους/ες πτυχιούχους πανεπιστημίων, ενάντια στην ανεργία.

Στις βασικές αιτίες αυτών των κινητοποιήσεων και στις διεκδικήσεις των διαδηλωτών, περιλαμβάνεται και η άθλια κατάσταση των δημόσιων υπηρεσιών, κυρίως της υπηρεσίας ηλεκτρικής ενέργειας και της υπηρεσίας ύδρευσης, ζητήματα για τα οποία έγιναν επίσης μαζικές διαδηλώσεις στο Νότιο Ιράκ πριν από ένα χρόνο περίπου, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2017.

Οι διαδηλωτές σήμερα, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι νέοι κάτω των 20 ετών, διαμαρτύρονται για τη διαφθορά, με την οποία εξαφανίζονται τα έσοδα από το πετρέλαιο που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τις κοινωνικές υπηρεσίες και θέσεις εργασίας, διαμαρτύρονται ενάντια στον αυταρχισμό και στον σεχταρισμό του πολιτικού συστήματος, το οποίο μοιράζει την πολιτική εξουσία του Ιράκ στις πολιτικοθρησκευτικές και εθνικιστικές ελίτ της σιιτικής πλειονότητας, της σουνιτικής μειονότητας και της διεφθαρμένης και αυταρχικής ηγεσίας του ιρακινού Κουρδιστάν. Το αίτημα για συνταγματική μεταρρύθμιση αρχίζει να διατυπώνεται σ’ αυτές τις διαδηλώσεις, όπως άλλωστε και τα αιτήματα της αξιοπρέπειας και της δημοκρατίας που αποτέλεσαν πάγιες διεκδικήσεις σε ολόκληρη την περιοχή μετά το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης.

 2

Η κυβέρνηση κλονίζεται

Ο πρωθυπουργός του Ιράκ, ο (Άραβας Σιίτης) Αντέλ Αμπντούλ Μαχντί, καταδίκασε τους διαδηλωτές, επιρρίπτοντας σ’ αυτούς την ευθύνη για τα επεισόδια βίας, αλλά ταυτόχρονα υποσχέθηκε θέσεις εργασίας για τους άνεργους αποφοίτους πανεπιστημίων και ότι θα αναθέσει στο υπουργείο πετρελαίου και στα άλλα αρμόδια όργανα, να αρχίσουν να προσλαμβάνουν ντόπιους εργαζόμενους, σε ποσοστό 50%, στις συμβάσεις με ξένες εταιρείες που θα υπογραφούν στο μέλλον. Βέβαια, ξεκαθάρισε ότι «δεν πρόκειται να συμβούν θαύματα μέσα σε μια νύχτα». Δηλαδή, οι λαϊκές μάζες του Ιράκ δεν πρέπει να περιμένουν καμιά ουσιαστική βελτίωση της κατάστασής τους.

Ο πρόεδρος της χώρας, ο (Κούρδος μέλος του PUK) Μπάρχαμ Σάλεχ κράτησε μια πιο μεσοβέζικη στάση, αναγνωρίζοντας τα δίκια των διαδηλωτών, αλλά αποκάλεσε τις δυνάμεις καταστολής «γιους μας που μας προφυλάσσουν από το χάος». Δικαιολόγησε δηλαδή την αιματηρή καταστολή.

Από την άλλη, ο Μεγάλλος Αγιατολλάχ Άλι ασ-Σιστανί (ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης των Σιιτών του Ιράκ) καταδίκασε τόσο τη βία της αστυνομίας, όσο και «τις καταστροφές» των διαδηλωτών και συνέστησε «αυτοσυγκράτηση προς όλες τις πλευρές». Παρ’ όλ’ αυτά, αναγνώρισε ότι την κύρια ευθύνη φέρει η κυβέρνηση, η οποία δεν έχει κάνει απολύτως τίποτα για να ικανοποιήσει τα δίκαια αιτήματα των διαδηλωτών και να καταπολεμήσει τη διαφθορά.

Οι δύο εξέχοντες Σιίτες κληρικοί και πολιτικοί ηγέτες, ο Μουκτάντα ασ-Σαντρ και ο Άμμαρ αλ-Χάκιμ εξέφρασαν την στήριξή τους στους διαδηλωτές (ο Σαντρ ζήτησε από τους οπαδούς της παράταξής του Σά’ιορουν να συμμετάσχουν «στις ειρηνικές διαμαρτυρίες»). Και οι δύο Σιίτες ηγέτες έχουν ωστόσο δώσει την πολιτική τους στήριξη στον σχηματισμό της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Αμπντούλ Μαχντί («κυβέρνηση τεχνοκρατών») πριν από ένα χρόνο, μετά το πολιτικό αδιέξοδο που δημιουργήθηκε με την εκλογική νίκη του συνασπισμού στον οποίο ηγείται το Σά’ιορουν (και στον οποίο συμμετέχει και το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ιράκ).

Στις εκλογές που έγιναν στις 12 Μαΐου του 2018 το Σά’ιορουν (ή «Πορεία για Μεταρρυθμίσεις») ήταν πρώτο κόμμα με ποσοστό 14,38% (και 54 έδρες από τις 329 του ιρακινού κοινοβουλίου). Ψηφίστηκε κυρίως από τις σιιτικές λαϊκές μάζες και τα ποσοστά του στις σιιτικές περιοχές (στις οποίες είναι το μεγαλύτερο κόμμα) φτάνουν ή και ξεπερνούν το 25%.

Φυσικά δεν μπορούσε να σχηματίσει μόνο του κυβέρνηση, οπότε για αρκετούς μήνες τοΣά’ιορουν επιδόθηκε σε ένα πολιτικό παζάρι με τα δεξιά και σεχταριστικά σιιτικά πολιτικά κόμματα, συμφωνώντας να παραμείνει στην πρωθυπουργία ο προηγούμενος πρωθυπουργός Χαϊντάρ αλ Αμπάντι, το κόμμα του οποίου είχε ηττηθεί στις εκλογές. Όμως ύστερα από το κύμα των μαζικών διαδηλώσεων που ξέσπασαν τον Ιούλη του 2018 και κράτησαν μέχρι τον Σεπτέμβρη (με περισσότερους από 20 νεκρούς), τα κόμματα αναγκάστηκαν να αποδεχτούν ότι ο Χαϊντάρ αλ-Αμπάντι θα έπρεπε να απομακρυνθεί. Έτσι, ο Αμπντούλ Μαχντί, ως το νέο σημείο ισορροπίας όλων των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του πολιτικού συστήματος που ηττήθηκε στις εκλογές του 2018, κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση με την υποστήριξη της μεγαλύτερης πολιτικής δύναμης, του Σά’ιορουν, αν και τοΣά’ιορουν ήταν η πολιτική παράταξη με την οποία οι λαϊκές σιιτικές μάζες προσπάθησαν να εκφράσουν στις εκλογές του 2018 τον θυμό τους και την αγανάκτησή τους για τις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού, του αυταρχισμού και του θρησκευτικού σεχταρισμού, βασικός εκφραστής των οποίων είναι ο καινούριος πρωθυπουργός. Τόσο οι ΗΠΑ, όσο και το Ιράν έδωσαν αμέσως τη στήριξή τους στον νέο πρωθυπουργό του Ιράκ.

Τώρα, μετά το ξέσπασμα των τελευταίων μαζικών διαδηλώσεων, η συμμαχία Σά’ιορουντου Σαντρ προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από τον πρωθυπουργό και αρχικά πρωτοστάτησε στον σχηματισμό ενός αντιπολιτευτικού μετώπου εντός του κοινοβουλίου, μαζί με τα κοινοβουλευτικά μέλη του Πατριωτικού Κινήματος Σοφίας (Ταγιάρ αλ-Χίκματ αλ-Ουατάνι– ένα δεξιό σιιτικό θρησκευτικό κόμμα με ηγέτη τον Άμμαρ αλ-Χάκιμ), του συνασπισμού Νασ’ρτου πρώην πρωθυπουργού του Ιράκ Χαϊντάρ αλ-Αμπάντι (επίσης ένας συνασπισμός δεξιών θρησκευτικών-σιιτικών πολιτικών ομάδων) και μαζί με κάποιους άλλους. Αυτές οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης εξέφρασαν από κοινού τη στήριξή τους στους διαδηλωτές («συστήνοντας» ταυτόχρονα αυτοσυγκράτηση στους διαδηλωτές), ζήτησαν από τον πρωθυπουργό να συγκαλέσει ειδική σύσκεψη του κοινοβουλίου για να συζητήσει το θέμα και να βρει άμεσα λύσεις, τις οποίες θα εφαρμόσει ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του. Στη συνέχεια και όσο εξαπλώνονταν οι διαδηλώσεις και αυξάνονταν οι νεκροί, το Σά’ιορουν του Σαντρ προχώρησε ένα βήμα παραπέρα και οι βουλευτές τους ανέστειλαν τη βουλευτική τους ιδιότητα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την καταστολή, ζητώντας ταυτόχρονα από την κυβέρνηση την παραίτησή της και την άμεση προκήρυξη εκλογών. Οι βουλευτές και των τριών πολιτικών δυνάμεων που προαναφέρθηκαν, μποϋκόταραν την έκτακτη σύσκεψη του κοινοβουλίου που έγινε το βράδυ του Σαββάτου. Η κυβέρνηση έχει χάσει πια την στήριξη που χρειάζεται για να παραμείνει στην εξουσία. Η πολιτική κρίση έχει ξεκινήσει.

Όμως, παρά την (φραστική ή ειλικρινή) στήριξη των διαδηλωτών από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, οι διαδηλωτές δεν έχουν σχέση με τα κόμματα που κυριαρχούν στο πολιτικό σκηνικό του Ιράκ, όπως επίσης δεν έχουν σχέση και με τις θρησκευτικές ηγεσίες των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων. Παρά το γεγονός ότι οι υποστηρικτές του Σά’ιορουν συμμετέχουν στις διαδηλώσεις, το κίνημα της νεολαίας στρέφεται ενάντια σ’ αυτές τις σκληρές νεοφολελεύθερες πολιτικές που αποφασίζονται και με την στήριξη του Σά’ιορουν (στο οποίο, υπενθυμίζουμε, συμμετέχει και το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ιράκ). Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, οι διαδηλωτές στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι νέοι, κάτω των 20 ετών και δεν είναι ιδιαιτέρως θρησκευόμενοι. Ως εκ τούτου, οι «εκκλήσεις» των θρησκευτικών ηγετών για «αυτοσυγκράτηση», δεν έχουν καμιά απήχηση. Επίσης δεν φαίνεται, προς το παρόν τουλάχιστον, να έχουν αποτέλεσμα ούτε οι εκκλήσεις του Σαντρ και των άλλων πολιτικών ηγετών προς τους διαδηλωτές να «αποφεύγουν τη βία». Οι διαδηλώσεις εξακολουθούν να μαζικοποιούνται και να εξαπλώνονται ως αυθόρμητες, μαχητικές και ανεξέλεγκτες κινητοποιήσεις μιας οργισμένης νεολαίας, η οποία αντιμετωπίζει με καχυποψία όλα τα πολιτικά κόμματα: «Αυτοί οι άνθρωποι δεν μας εκπροσωπούν, δεν θέλουμε κόμματα πια, δεν θέλουμε να μιλάει κανείς στο όνομά μας». «Δεν πρόκειται για κυβέρνηση, είναι μια παρέα πολιτικών κομμάτων και πολιτοφυλακών που κατέστρεψαν το Ιράκ», ανέφεραν κάποιοι διαδηλωτές στη Βαγδάτη. Ο στόχος των διαδηλώτων έχει γίνει πια, ύστερα και από την πολύνεκρη καταστολή, η αλλαγή ολόκληρου του πολιτικού συστήματος και όχι κάποιες μεταρρυθμίσεις του. Το γνωστό σύνθημα της Αραβικής Άνοιξης «ασ-σιά’αμπ γιουρίντ ισκάατ αν-νιδάμ» («Ο λαός θέλει να πέσει το καθεστώς») αρχίζει να κυριαρχεί στις διαδηλώσεις.

Εξάλλου, ο λαός του Ιράκ δεν μπορεί επίσης να ξεχάσει ότι όλες οι πολιτικές παρατάξεις φέρουν την ευθύνη για τις πολύνεκρες εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των δυο θρησκευτικών κοινοτήτων τη δεκαετία του 2000.

 3

Το Ιράκ και ο ιρανικός ιμπεριαλισμός

Οι διαδηλωτές απαιτούν επίσης να σταματήσει η ανάμειξη του Ιράν στην εσωτερική πολιτική του Ιράκ, φωνάζουν συνθήματα εναντίον του Ιράν και καίνε ιρανικές σημαίες.

Πρόκειται για ένα σοβαρό ζήτημα στο οποίο θα πρέπει να σταθούμε λίγο.

Η ιρανική επιρροή στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική του Ιράκ δεν είναι μια φαντασίωση των διαδηλωτών – αντιθέτως, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της χώρας.

Κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο, η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003, «άνοιξε» για πρώτη φορά αυτή τη χώρα στην επιρροή του εχθρού των ΗΠΑ, δηλαδή του Ιράν. Στην πραγματικότητα κάτι ανάλογο έγινε την ίδια περίοδο και με το Αφγανιστάν. Και στις δυο χώρες οι φανατικοί εχθροί, οι ΗΠΑ και το Ιράν, θα έπρεπε να συνεργαστούν κάτω από το τραπέζι για να αντιμετωπίσουν μια δύναμη που αναπτύσσονταν ως κοινός εχθρός και των δυο: του σαλαφιτικού/ουαχαμπιτικού ισλαμισμού, με τη μορφή των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και με τη μορφή της Αλ-Κάιντα στο Ιράκ, αλλά και ενός ολόκληρου πλήθους σουνιτικών/σαλαφιτικών οργανώσεων που ξεφύτρωναν μετά τη διάλυση του κόμματος Μπά’αθ. Οι Ιρανοί αποκτούσαν πρόσβαση και επιρροή στους σιιτικούς πληθυσμούς αυτών των χωρών (πλειονότητα στο Ιράκ, σημαντική μειονότητα στο Αφγανιστάν), συμβάλλοντας στην πολιτική σταθεροποίηση που επιδίωκε ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός. Βέβαια, στην περίπτωση του Ιράκ, το Ιράν ήταν σε θέση να παζαρέψει με πολύ καλύτερους όρους τις συνθήκες αυτής της σταθερότητας, καθώς η υποστήριξη που παρείχε στη σιιτική αντικατοχική αντίσταση που διεξάγονταν υπό την ηγεσία του Σαντρ, λειτουργούσε σαν ισχυρός μοχλός πίεσης απέναντι στις ΗΠΑ. Φυσικά, στο τέλος το Ιράν «μάζεψε» τον Σαντρ, όταν είχε πετύχει να πάρει αυτό που ήθελε στο Ιράκ – και αυτό που ήθελε ήταν να έχει τη δυνατότητα ελέγχου της κυβέρνησης της χώρας. Οι ΗΠΑ παραχώρησαν αυτό το «δικαίωμα» στο Ιράν, γιατί μόνο έτσι θα εξασφαλίζονταν στο Ιράκ ένα σταθερό καθεστώς το οποίο θα λειτουργούσε ως (σιιτικό) ανάχωμα στην αναζωπύρωση ή επέκταση του σαλαφιτικού/ουαχαμπιτικού ισλαμισμού, ενός κινήματος που αποτελούσε και αποτελεί απειλή για όλα σχεδόν τα καθεστώτα του Κόλπου, συμπεριλαμβανομένης (και κυρίως) της Σαουδικής Αραβίας προς τα δυτικά και του Πακιστάν προς τα ανατολικά (και ίσως και ακόμα πιο πέρα και προς τις δυο κατευθύνσεις).

Έτσι λοιπόν το Ιράν, με την υποστήριξή του προς κάποιες πολιτικές ομάδες και πολιτικές προσωπικότητες του Ιράκ, με τις πιέσεις προς άλλες, με υποσχέσεις και με απειλές, έγινε εξαρχής ο βασικός ρυθμιστής της πολιτικής ζωής της σιιτικής κοινότητας και ως εκ τούτου ολόκληρης της πολιτικής σκηνής της χώρας. Βέβαια το Ιράν δεν θα αποκτούσε τόσο εύκολα τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή του Ιράκ αξιοποιώντας ένα θρησκευτικό υπόβαθρό (θρησκευτικά δίκτυα και θρησκευτικούς οργανισμούς, κοινά για τους Σιίτες του Ιράν και του Ιράκ), εάν δεν υπήρχαν δύο άλλοι βασικοί παράγοντες: ο ένας παράγοντας ήταν το σύνταγμα που επέβαλλαν οι κατοχικές δυνάμεις, με το οποίο δημιουργήθηκε ένα καθεστώς που βασίζεται στον θρησκευτικό διαχωρισμό του πληθυσμού σε Σιίτες, Σουνίτες. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η προθυμία της σιιτικής αστικής τάξης να πέσει στην ανοιχτή αγκαλιά του ιρανικού ιμπεριαλισμού, για να την βοηθήσει να ελέγξει ολόκληρη τη χώρα (σε βάρος τόσο της κουρδικής εθνικής μειονότητας, όσο και των Σουνιτών, οι οποίοι υπέστησαν και τις μεγαλύτερες και σκληρότερες διακρίσεις).

Τα επόμενα χρόνια, η αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από το Ιράκ το 2010, η εμφάνιση και εξάπλωση του Ντά’ις / ISIS στο Ιράκ και τη Συρία και οι ευκαιρίες που πρόσφερε στον ιρανικό ιμπεριαλισμό η ανάμειξή του στη Συρία, στο πλευρό της μπααθικής δικτατορίας, ως η βασική χερσαία αντεπαναστατική δύναμη, ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο τη θέση του Ιράν στην περιοχή και άρα και μέσα στο ίδιο το Ιράκ. Αυτή η ενίσχυση το ρόλου του Ιράν αντανακλάται στις παλινωδίες της αμερικανικής πολιτικής απέναντί του: η προηγούμενη διοίκηση Ομπάμα, θεώρησε ότι το Ιράν έχει γίνει μια δύναμη με την οποία οι ΗΠΑ θα έπρεπε αναγκαστικά να συνδιαλλαγούν (γι’ αυτό υπέγραψαν την πυρηνική συμφωνία). Η νέα διοίκηση Τραμπ θεώρησε ότι το Ιράν έχει γίνει πολύ δυνατό και οι ΗΠΑ θα πρέπει να περιορίσουν κάπως τη δύναμή του (γι’ αυτό και αποχώρησαν από την πυρηνική συμφωνία, με μοναδικό στόχο να υπογράψουν μια νέα με πιο ευνοϊκούς όρους για τις ΗΠΑ).

Αυτή η αναβάθμιση του ρόλου του ιρανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή σήμαινε και αύξηση της επιρροής του στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική του Ιράκ, δείχνοντας όμως ταυτόχρονα στους Ιρακινούς το μέγεθος του κινδύνου που τους απειλούσε.

Η συστηματική καταπίεση και η πολιτική διακρίσεων που εφάρμοζαν οι υποστηριζόμενες από το Ιράν κυβερνήσεις του Ιράκ εναντίον των Σουνιτών της χώρας, υπήρξε μια από τις βασικές αιτίες που οδήγησαν μεγάλο τμήμα του σουνιτικού πληθυσμού να υποστηρίξει ή να αποδεχτεί παθητικά τις σαλαφιτικές ισλαμιστικές οργανώσεις, κυρίως την Αλ-Κάιντα του Ιράκ (αργότερα Ντά’ις ή ISIS). Ένας δεύτερος παράγοντας που συνέβαλλε καθοριστικά στην ανάπτυξη του Ντά’ις στο Ιράκ και που έριξε ολόκληρο το Ιράκ στη δίνη της κρίσης του συριακού εμφυλίου πολέμου, ήταν η απόφαση του ιρακινού σιιτικού πολιτικού κατεστημένου να υποστηρίξει την ιμπεριαλιστική επέμβαση του Ιράν στη Συρία και στο πλευρό του Άσαντ, φτάνοντας μέχρι του σημείου να στείλουν και σιιτικές παραστρατιωτικές δυνάμεις από το Ιράκ για να βοηθήσουν στη σφαγή του συριακού λαού. Ένας άλλος παράγοντας της ανάπτυξης τουΝτά’ις στο Ιράκ (προγενέστερος χρονικά των δυο παραπάνω) ήταν η βοήθεια που πρόσφερε το Ιράν στις ΗΠΑ για τη συστηματική διάλυση ολόκληρου του μηχανισμού του μπααθικού κράτους στο Ιράκ, πράγμα το οποίο σήμαινε πρακτικά, τη συστηματική καταδίωξη όλων των Σουνιτών που στελέχωναν τον κρατικό μηχανισμό. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους, μετά την παράλογη και άδικη φυλάκισή τους από τις κατοχικές δυνάμεις, εντάσσονταν στις σαλαφιτικές/ουαχαμπιτικές οργανώσεις αντίστασης που αναπτύσσονταν μέσα στη σουνιτική κοινότητα.

Όλες αυτές οι πολιτικές οι οποίες το 2014 οδήγησαν το Ιράκ ξανά στο χάος ενός εμφυλίου κι ενός περιφερειακού πολέμου, παρόλο που αποφασίστηκαν και δρομολογήθηκαν από τις ιρακινές κυβερνήσεις (στις οποίες κυριαρχούσε η σιιτική πολιτικοθρησκευτική ελίτ) με τη συμφωνία ή με την υπαγόρευση των ΗΠΑ, δεν θα μπορούσαν ωστόσο να υλοποιηθούν εάν δεν είχαν τη σφραγίδα της ιρανικής κυβέρνησης (η οποία σε αρκετές περιπτώσεις έβαζε και την υπογραφή του δημιουργού αυτών των πολιτικών). Όμως για τον ιρακινό λαό, αλλά και για κάποια τμήματα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων (ακόμα και μεταξύ των Σιιτών), αυτή η ιρανική ανάμειξη στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας, με τα καταστροφικά της αποτελέσματα, άρχισε να γίνεται όλο και λιγότερο ανεκτή.

Όπως επίσης άρχισε να γίνεται όλο και λιγότερο ανεκτή η πολιτική λιτότητας και αυταρχισμού, που κι αυτή έφερε ταυτόχρονα τις σφραγίδες τόσο των ΗΠΑ, όσο και του Ιράν, προκειμένου να μπορέσουν οι πολιτικοθρησκευτικές ελίτ της χώρας να τη θέσουν σε εφαρμογή.

Αυτός ο συνδυασμός θρησκευτικού σεχταρισμού, αυταρχισμού, καταστολής, λιτότητας καθώς και μιας διογκούμενης διαφθοράς που ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής των κυβερνήσεων που υποστηρίζονταν από το Ιράν (και τις ΗΠΑ) και στις οποίες στηρίζονταν η ιρανική επιρροή στο Ιράκ, είχε γίνει το 2011 στόχος των διαδηλώσεων που ξέσπασαν ταυτόχρονα με τις διαδηλώσεις και τις εξεγέρσεις που συντάραξαν τον αραβικό κόσμο. Η Αραβική Άνοιξη στο Ιράκ δεν πήρε τις διαστάσεις που πήρε σε άλλες χώρες της περιοχής (εξαιτίας και της αιματηρής καταστολής της), ως αντιστάθμισμα όμως τροφοδότησε την ιρακινή κοινωνία με μια επιμονή στις κινητοποιήσεις. Κάθε χρόνο σχεδόν ξεσπάνε μαζικές κινητοποιήσεις, που προκαλούν ρωγμές στο πολιτικό οι οποίες πιθανόν δεν καλύπτονται στη συνέχεια. Οι επόμενες μαζικές διαδηλώσεις μετά το 2011 έγιναν το καλοκαίρι του 2015, κατά τις οποίες οι διαδηλωτές απέδωσαν την ευθύνη για την εμφάνιση και την άνοδο του Ντά’ις σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, αμφισβήτησαν ανοιχτά το θρησκευτικό/σεχταριστικό σύστημα διακυβέρνησης της χώρας και απαίτησαν την εφαρμογή μέτρων αντιμετώπισης της φτώχειας και της ανεργίας.

Σ’ αυτές τις διαδηλώσεις του 2015, όπως και στις διαδηλώσεις της επόμενης χρονιάς, του 2016 (κατά τις οποίες οι διαδηλωτές έσπασαν τον αστυνομικό κλοιό της Πράσινη Ζώνης), συμμετείχαν τόσο οι οπαδοί του Μουκτάντα ασ-Σαντρ, όσο και τα μέλη και οι υποστηρικτές του Κομμουνιστικού Κόμματος του Ιράκ, κι αυτή ήταν η βάση από την οποία ξεκίνησε η συνεργασία τους, που κατέληξε στην ίδρυση της συμμαχίας Σά’ιορουν. Ο ηγέτης τουΣά’ιορουν, ο Μουκτάντα ασ-Σαντρ, αν και υπήρξε η πιο διακεκριμένη και λαοπρόβλητη φυσιογνωμία της φιλοϊρανικής παράταξης στο Ιράκ, δεν είναι εντούτοις και ο κύριος ευνοούμενος της ιρανικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και ο ίδιος είναι μάλλον ένας υπό όρους συνεργάτης του Ιράν και συχνά επικρίνει την πολιτική του.

Έτσι λοιπόν, η εκλογική επιτυχία του Μουκτάντα ασ-Σαντρ και της συμμαχίας Σά’ιορουνπου ηγείται, έχουν προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες όχι μόνο στις ΗΠΑ, για τις οποίες ο Σαντρ υπήρξε ο μεγαλύτερος κίνδυνος στην περίοδο της αμερικανικής στρατιωτικής κατοχής του Ιράκ, αλλά και για τον αντίπαλο των ΗΠΑ, το Ιράν. Ο Σαντρ, αν και είναι υπέρ της πολιτικής συνεργασίας του Ιράκ με το Ιράν, επιδιώκει ταυτόχρονα τον περιορισμό της ιρανικής επιρροής στο Ιράκ και την ανεξαρτησία της ιρακινής εξωτερικής πολιτικής από τον ιρανικό ιμπεριαλισμό. Έχει επίσης απαιτήσει να σταματήσει η ανάμειξη του Ιράκ στον συριακό εμφύλιο και να επιστρέψουν οι ιρακινές σιιτικές πολιτοφυλακές που πολεμούν υπό τις διαταγές των Ιρανών για να διασώσουν τον Σύριο δικτάτορα.

Γι’ αυτό και ο Αλί Ακμπάρ Βελαγιατί, σύμβουλος του ανώτατου ηγέτη του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, δήλωσε αμέσως μετά την εκλογική νίκη του Σά’ιορουν: «Δεν θα αφήσουμε φιλελεύθερους και κομμουνιστές να κυβερνήσουν το Ιράκ». Η αδυναμία σχηματισμού μιας κυβέρνησης γύρω από το Σά’ιορουν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην δράση των Ιρανών πολιτικών και στρατιωτικών που παρεμβαίνουν ανοιχτά στην εσωτερική πολιτική του Ιράκ: οι πιέσεις και οι μηχανορραφίες εναντίον του Σά’ιορουν και η υποστήριξη των αντιπάλων του είχαν αρχικά ως στόχο (με τον οποίο βέβαια είχε συμφωνήσει και ο Σαντρ) την παραμονή στην εξουσία του προηγούμενου πρωθυπουργού, του Χαϊντάρ αλ-Αμπάντι (χρεοκοπημένου πολιτικά και γι’ αυτό περισσότερο εξαρτημένου από την ιρανική στήριξη). Στη συνέχεια, με την παρέμβαση του Ιράν, επιβλήθηκε ως σημείο ισορροπίας, ο δεξιός Σιίτης πολιτικός Αντέλ Αμπντούλ Μαχντί.

Όμως η παρεμβάσεις του Ιράν στα εσωτερικά του Ιράκ έχουν και μια άλλη διάσταση, περισσότερο στρατιωτική.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υπάρχουν αναφορές για ομάδες καταστολής οι οποίες δολοφονούν διαδηλωτές στους δρόμους και στα σπίτια τους και οι οποίες πιθανόν να στελεχώνονται από Ιρανούς (οι διαδηλωτές τους ακούνε να μιλάνε περσικά). Ταυτόχρονα όμως, είναι πιθανόν να έχουν αναλάβει δράση καταστολής και οι PMF ή Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί(Popular Mobilization Forces / Λαϊκές Δυνάμεις Κινητοποίησης).

Οι Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί, είναι μια σιιτική παραστρατιωτική οργάνωση (πολιτοφυλακή) η οποία βρίσκεται υπό τον έλεγχο του ιρακινού Υπουργείου Άμυνας, αλλά ταυτοχρόνως έχει την χρηματική και πολιτική υποστήριξη του Ιράν. Συμμετείχε στη σφαγή του συριακού λαού, υπό τον έλεγχο των ιρανικών στρατιωτικών δυνάμεων που έχουν εισβάλει στη Συρία για να διασώσουν την μπααθική δικτατορία. Στη συνέχεια, μετά το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία του ιρακινού Κουρδιστάν, τον Σεπτέμβριο του 2017, χρησιμοποιήθηκαν για την καταστολή του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος στο Ιράκ, ανακαταλαμβάνοντας με την υποστήριξη του Ιράν (και έχοντας πάρει το πράσινο φως από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Τουρκία) τη Μοσούλη και το Κιρκούκ, δηλαδή τις περιοχές απ’ τις οποίες οι Κούρδοι Πεσμεργκά είχαν εκδιώξει τις δυνάμεις του Ντά’ις, και στις οποίες, σύμφωνα με το ιρακινό σύνταγμα, θα έπρεπε να διεξαχθεί δημοψήφισμα για να αποφασίσουν οι κάτοικοί τους για το μέλλον τους. Οι Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί απείλησαν την ύπαρξη ολόκληρου του ιρακινού Κουρδιστάν, εξαναγκάζοντας έτσι την διεφθαρμένη κουρδική ηγεσία να μην υλοποιήσει την απόφαση του δημοψηφίσματος για ανεξαρτησία.

Αυτά μέχρι πριν από δυο χρόνια. Η δράση αυτής της παραστρατιωτικής σιιτικής ισλαμιστικής οργάνωσης δεν φαίνεται να δημιουργεί συμπάθειες μεταξύ του σιιτικού πληθυσμού, γι’ αυτό και το Σά’ιορουν μιλούσε και πριν από τις εκλογές για την ανάγκη αφοπλισμού όλων των παραστρατιωτικών οργανώσεων (πολιτοφυλακών). Η συγκεκριμένη όμως οργάνωση φαίνεται ότι είχε αρχίσει να γίνεται σοβαρό πρόβλημα και για τη σιιτική πολιτικοθρησκευτική ελίτ.

Μάλιστα άρχισαν να υπάρχουν εντάσεις και προβλήματα μεταξύ της νέας κυβέρνησης και της παραστρατιωτικής οργάνωσης που έχει την υποστήριξη του Ιράν.

Η κυβέρνηση του Αμπντούλ Μαχντί δεν έχει καταβάλει μισθούς στους Χασντ ασ-Σια’αμπί, αλλά ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε σε 27.000 μέλη τους την σταδιακή πρόσληψή τους στα σώματα των κρατικών μηχανισμών καταστολής. Επίσης όμως, τον περασμένο Σεπτέμβριο απομάκρυνε από τη θέση του τον αναπληρωτή επικεφαλής των Χασντ ασ-Σια’αμπί, τον Αμπού Μαχντί αλ-Μουχαντίς, ύστερα από την προσπάθεια των Χασντ ασ-Σια’αμπί να δημιουργήσουν δική τους αεροπορική δύναμη.

Αυτές οι φιλοδοξίες των Χασντ ασ-Σια’αμπί είχαν σαν αποτέλεσμα τον αεροπορικό βομβαρδισμό των ιρακινών τους βάσεων από την πολεμική αεροπορία του Ισραήλ, με την υποστήριξη των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, η χρησιμότητά τους φαίνεται να έχει εξαντληθεί για το ιρακινό πολιτικό κατεστημένο, καθώς απ’ ότι φαίνεται, ο ρόλος των Χασντ ασ-Σια’αμπί στην συντριβή της συριακής επανάστασης ολοκληρώθηκε, όπως ολοκληρώθηκε επίσης και ο ρόλος τους στη συντριβή του κουρδικού κινήματος ανεξαρτησίας στο Ιράκ. Τώρα, οι Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί αποτελούν μια παραστρατιωτική δύναμη, η οποία προσπαθεί να επιβιώσει διατηρώντας την αυτονομία της από την ιρακινή κυβέρνηση, προωθώντας ταυτόχρονα τις δικές της πολιτικές επιδιώξεις για έλεγχο της πολιτικής κατάστασης του Ιράκ. Μετά την απόλυση του ηγέτη τους από τον πρωθυπουργό, οι Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί πραγματοποίησαν μια σειρά επιθέσεων κοντά στην αμερικάνικη πρεσβεία του Ιράκ (όχι όμως στην ίδια την αμερικάνικη πρεσβεία), θέλοντας να κάνουν μια επίδειξη της ικανότητάς τους να δημιουργήσουν ένα «γεωπολιτικό» χάος, σε ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο «απολαμβάνει» το σπάνιο «προνόμιο» να υποστηρίζεται ταυτοχρόνως από δύο δυνάμεις με μακροχρόνια εχθρικές μεταξύ τους σχέσεις, τις ΗΠΑ και το Ιράν.

Για το ιρακινό πολιτικό κατεστημένο, το οποίο επιβιώνει πατώντας πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί που κρατάνε οι ΗΠΑ και το Ιράν, υποστηρίζεται και από τους δύο και επιδιώκει να τα έχει καλά και με τους δύο, η ανεξέλεγκτη και αποσταθεροποιητική δράση της παραστρατιωτικής συμμορίας των Χασντ ασ-Σια’αμπί αποτελεί σοβαρή απειλή. Ο ίδιος ο Σαντρ ζήτησε από την Τεχεράνη κατά τη διάρκεια της τελευταίας του επίσκεψης, να «μαζέψουν τα λουριά» των Χασντ ασ-Σια’αμπί, ώστε να πάψουν να παρεμβαίνουν στις πολιτικές υποθέσεις του Ιράκ.

Οι ΗΠΑ, οι οποίες όχι μόνο ανέχτηκαν αλλά και ενέκριναν την καταστολή του κουρδικού κινήματος από τις Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί μετά το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία του ιρακινού Κουρδιστάν τον Σεπτέμβρη του 2017, τώρα ζητάνε από την ιρακινή κυβέρνηση να ελέγξει αυτή την σιιτική πολιτοφυλακή που ελέγχεται από το Ιράν. Αυτό που πιθανόν φοβάται αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση των ΗΠΑ, είναι ότι στο πλαίσιο ενός οξυμένου και κλιμακούμενου ανταγωνισμού μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν, οι Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί, μπορούν, λειτουργώντας σαν μαριονέτα του Ιράν, να οδηγήσουν σε αποσταθεροποίηση και να εξασθενίσουν την επιρροή των ΗΠΑ στο Ιράκ.

Εξάλλου μια τέτοια απειλή άφησε να διαφανεί σαφώς και ο απεσταλμένος του Ιράν στο Ιράκ, ο Ιράτζ Μεστζεντί, ο οποίος δήλωσε πρόσφατα στο ιρακινό τηλεοπτικό κανάλι Dijla, ότι το Ιράν δεν θα διστάσει να χτυπήσει τους Αμερικανούς… μέσα στο ίδιο το Ιράκ. Η δήλωση αυτή που έγινε πριν από μια εβδομάδα και ύστερα από την επίθεση που πραγματοποίησαν οι υποστηριζόμενοι από το Ιράν αντάρτες Χούθι της Υεμένης εναντίον πετρελαϊκών εγκαταστάσεων της Σαουδικής Αραβίας, εξόργισε τους Ιρακινούς, οι οποίοι δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι θα γίνει η χώρα τους πεδίο πολεμικού ανταγωνισμού μεταξύ δύο αντιδραστικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, του Ιράν και των ΗΠΑ.

Παρ’ όλ’ αυτά, το ιρακινό πολιτικό κατεστημένο δεν θα ήθελε (και πιθανόν δεν μπορεί) να απαλλαγεί από αυτή τη συμμορία άμεσα και ολοκληρωτικά. Σύμφωνα λοιπόν με κάποιες πληροφορίες που έφτασαν στο φως της δημοσιότητας, οι δυνάμεις ασφαλείας και η ομοσπονδιακή αστυνομία που έχουν βγει στους δρόμους για να αντιμετωπίσουν τους διαδηλωτές θα αντικατασταθούν σταδιακά από μέλη των Χασντ ασ-Σια’αμπί, τα οποία όμως θα φοράνε τις στολές των αστυνομικών (και όχι τις δικές τους) για να μην προκαλέσουν την οργή του πλήθους.

Αυτή η παραστρατιωτική συμμορία έχει συνδεθεί τις τελευταίες μέρες με ένα ακόμα πρόβλημα (τουλάχιστον αυτό πιστεύει ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης του Ιράκ). Η απόφαση του πρωθυπουργού να απομακρύνει τον Αντιστράτηγο Αμπντούλ Ουάχαμπ ασ-Σααντί από τη θέση του αρχηγού των δυνάμεων της αντιτρομοκρατικής, θεωρήθηκε από τον κόσμο πρόκληση που υπαγορεύτηκε από το Ιράν και από τις Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί, καθώς ο στρατιωτικός, ο οποίος ηγήθηκε του πολέμου εναντίον του Ντά’ις στο Ιράκ, δεν ευθυγραμμίζονταν με την πολιτική του Ιράν και βρισκόταν σε σύγκρουση με τους ηγέτες τωνΧασντ ασ-Σια’αμπί. Κάποιοι διαδηλωτές έχουν εμφανιστεί με πορτρέτα του Αμπντούλ Ουάχαμπ ασ-Σααντί στις διαδηλώσεις στη Βαγδάτη.

Με το Ιράν έχει προκύψει όμως και ένα άλλο πρόβλημα τις τελευταίες μέρες.

Η ιρανική κυβέρνηση αποφάσισε να κλείσει δύο σημαντικά συνοριακά περάσματα (Χοσραβί και Γαζαμπέχ) από τα οποία περνάνε εκατομμύρια Ιρανοί για να επισκεφτούν τις δύο ιερότερες πόλεις των Σιιτών που βρίσκονται στο Ιράκ, την Νατζάφ και κυρίως την Κάρμπαλα, στην οποία και πργματοποιείται η σημαντικότερη και μεγαλύτερη ετήσια σιιτική συγκέντρωση για τη γιορτή του Αρμπά’ιν. Το Αρμπά’ιν γιορτάζεται μετά την περίοδο πένθους σαράντα ημερών της Ασούρα (φέτος θα γίνει στις 19/20 Οκτωβρίου). Σ’ αυτές τις θρησκευτικές εκδηλώσεις (του πένθους της Ασούρα και της γιορτής του Αρμπά’ιν), οι οποίες τελούνται στην Κάρμπαλα (όπου το 680 δολοφονήθηκε βάναυσα ο Ιμάμης Χουσσεΐν, βασική φυσιογνωμία του σιιτισμού, μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του από κάποιον αυταρχικό χαλίφη της δυναστείας των Ομεϊαδών), συμμετέχουν εκατομμύρια Σιίτες από όλο τον κόσμο, κυρίως φυσικά από το Ιράκ και το διπλανό Ιράν. Όμως αυτές οι εκδηλώσεις έχουν γίνει συχνά αφορμή για διαμαρτυρίες και φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια πολιτικοποιούνται όλο και περισσότερο. Πέρα από το γεγονός ότι αποτελούν ένα σύμβολο ενότητας των Σιιτών Μουσουλμάνων ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή, προσφέρουν επίσης συμβολισμούς και θρησκευτική δικαιολόγηση για την καταδίκη του αυταρχισμού της εξουσίας αλλά και για την αντίσταση στην κοινωνική αδικία και στην κρατική βία. Πάνω απ’ όλα όμως, αυτό το οποίο φοβάται το αυταρχικό καθεστώς του Ιράν, είναι ότι αυτές οι γιορτές θα φέρουν σε επαφή τις εξεγερμένες λαϊκές μάζες του Ιράκ με τις λαϊκές μάζες του Ιράν, οι οποίες εδώ και δυο χρόνια αναζητούν την αφορμή για να εξεγερθούν ενάντια σε ολόκληρο το σύστημα της «Ισλαμικής Δημοκρατίας».

 4

Το ιρακινό Κουρδιστάν;

Ο Πρόεδρος της Περιφερειακής Κυβέρνησης του (ιρακινού) Κουρδιστάν, Νετσιρβάν Μπαρζανί (ανιψιός του Μασούντ Μπαρζανί, του διεφθαρμένου και αυταρχικού ηγέτη που κυβέρνησε επί 15 σχεδόν χρόνια το ιρακινό Κουρδιστάν) πήρε σαφή θέση υποστήριξης της ιρακινής κυβέρνησης, δηλώνοντας ότι: «Το Ιράκ βρίσκεται σε ευαίσθητη κατάσταση η οποία απαιτεί πολιτική σταθερότητα και ασφάλεια. Το χάος και τα πλήγματα στην ασφάλεια καθώς και τα ανεξέλεγκτα προβλήματα επιδεινώνουν την κατάσταση. Τίποτα δεν θα επιλυθεί και όλος ο ιρακινός λαός θα βγει χαμένος.» Τα αιτήματα των διαδηλωτών δεν μπορούν να ικανοποιηθούν «από κανένα υπουργικό συμβούλιο εν μία νυκτί», σύμφωνα με τον Μπαρζανί, ο οποίος επανέλαβε επί της ουσίας τις δηλώσεις του Ιρακινού πρωθυπουργού, ότι «δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις» στα προβλήματα για την επίλυση των οποίων κινητοποιείται ο ιρακινός λαός.

Πίσω από αυτή την επίδειξη «αλληλεγγύης» των κυβερνώντων από την πλευρά του Νετσιρβάν Μπαρζανί προς τον κυριότερο αντίπαλο της Περιφερειακής Κυβέρνησης Κουρδιστάν, την ιρακινή κυβέρνηση, βρίσκεται ο φόβος του πολιτικού κατεστημένου του ιρακινού Κουρδιστάν απέναντι στις δικές του λαϊκές μάζες. Μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003, παραχωρήθηκε στους Κούρδους του Ιράκ το δικαιώματα για το οποίο είχαν αγωνιστεί και υποφέρει επί δεκαετίες – αλλά παραχωρήθηκε μισό, κουτσουρεμένο και υπό προϋποθέσεις. Αντί του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης παραχωρήθηκε ένα αυτόνομο Κουρδιστάν, πολιτικά εξαρτημένο από την Βαγδάτη, με μία οικονομία η επιβίωση της οποίας εξαρτάται από την καλή (ή συνήθως κακή) θέληση της κεντρικής κυβέρνησης του Ιράκ. Αντί για πραγματική δημοκρατία, επιβλήθηκε στον κουρδικό λαό ένα πολιτικό σύστημα, η ύπαρξη του οποίου βασίζεται στη συμφωνία που έγινε μεταξύ των δύο παραδοσιακών και παραδοσιακά εχθρικών κομμάτων, του KDP (του Μπαρζανί) και του PUK (του Ταλαμπανί), τα οποία δέχτηκαν να σταματήσουν τον πολύνεκρο πόλεμο που διεξήγαγαν μεταξύ τους και να συνεργαστούν για να λεηλατήσουν από κοινού τον κουρδικό λαό του Ιράκ. Αυτό το καθεστώς ακραίας διαφθοράς, αυταρχισμού και νεποτισμού, στηρίχτηκε (ως ένα πεδίο «γεωστρατηγικής» ισορροπίας) από όλες τις μεγάλες και τις περιφερειακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις: τις ΗΠΑ και την ΕΕ, τη Ρωσία, το Ιράν, την Τουρκία, το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και φυσικά και από την ίδια την κυβέρνηση του Ιράκ, για την οποία το πολιτικό καθεστώς του ιρακινού Κουρδιστάν αποτελεί τον τρίτο πυλώνα της (μαζί με τις πολιτικοθρησκευτικές ελίτ της σιιτικής πλειονότητας και της σουνιτικής μειονότητας). Αλλά και όλες αυτές οι δυνάμεις επέτρεψαν το φθινόπωρο του 2017 στις σιιτικές πολιτοφυλακές των Χασντ ασ-Σια’αμπί να εισβάλουν στις περιοχές που ήλεγχε η Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν, να της αποσπάσουν τις περιοχές που είχαν ανακαταλάβει οι Κούρδοι Πεσμεργκά από τον Ντά’ις (Μοσούλη και Κιρκούκ) και να απειλήσουν την ύπαρξη ολόκληρου του ιρακινού Κουρδιστάν εάν η ηγεσία του υλοποιούσε την λαϊκή εντολή που πήρε με το δημοψήφισμα του 2017, για την ανεξαρτησία του ιρακινού Κουρδιστάν. Η πολιτική ηγεσία υπέκυψε σ’ αυτούς τους εκβιασμούς.

Τα συμφέροντα των πολιτικών συμμοριών που ελέγχουν το ιρακινό Κουρδιστάν και της άρχουσας τάξης που αναδείχτηκε μετά την κατάρρευση της μπααθικής δικτατορίας δεν είναι σε καμιά περίπτωση ταυτόσημα με τα δικαιώματα των κουρδικών λαϊκών μαζών, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν με αιματηρή καταστολή από τους δικούς τους ηγέτες κάθε φορά που εναντιώθηκαν στον αυταρχισμό και τη διαφθορά και διεκδίκησαν τα δικαιώματά τους.

Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2011, η Περιφερειακή Κυβέρνηση Κουρδιστάν, αντιμετώπισε με αιματηρτή καταστολή τους διαδηλωτές που κατέλαβαν την κεντρική πλατεία στο Σουλεϊμανί, εμπνεόμενοι από το κύμα διαδηλώσεων της Αραβικής Άνοιξης, για να διαμαρτυρηθούν για τον αυταρχισμό, τη λιτότητα και τη διαφθορά των δύο κυρίαρχων κομμάτων (του KDP και του PUK). Ο τελικός απολογισμός της καταστολής ήταν τουλάχιστον 10 νεκροί διαδηλωτές.

Τον Φεβρουάριο του 2017, μετά την αποτυχία της Περιφερειακής Κυβέρνησης Κουρδιστάν να υλοποιήσει την απόφαση του κουρδικού λαού για ανεξαρτησία, ξέσπασε ένα κίνημα διαδηλώσεων ενάντια σε όλο το πολιτικό σύστημα, τη διαφθορά, τη λιτότητα και τον αυταρχισμό. Τουλάχιστον 6 διαδηλωτές δολοφονήθηκαν τότε από τις δυνάμεις καταστολής του ιρακινού Κουρδιστάν.

Σήμερα λοιπόν, η αποσταθεροποίηση της σοβινιστικής κυβέρνησης του Αμπντούλ Μαχντί από τις ιρακινές λαϊκές μάζες (Σιίτες και Σουνίτες), θεωρητικά μόνο θα μπορούσε να αποτελέσει μια ευκαιρία για την κουρδική πολιτική ηγεσία, να εκμεταλλευτεί την αδυναμία του αραβο-ιρακινού εθνικισμού και να προσπαθήσει να ικανοποιήσει τις διακδικήσεις του κουρδικού λαού τού Ιράκ για εθνική αυτοδιάθεση. Στην πράξη, μια κρίση του ιρακινού πολιτικού συστήματος που θα προκαλούνταν από μια λαϊκή εξέγερση, θα έθετε το διεφθαρμένο και αυταρχικό κουρδικό πολιτικό σύστημα, μπροστά στον κίνδυνο της επέκτασης της φωτιάς της εξέγερσης και στις δικές του περιοχές ελέγχου. Και πιθανόν να υπάρχουν μέσα στην κουρδική κοινωνία περισσότερα έφλεκτα υλικά, απ’ όσα υπάρχουν στο υπόλοιπο Ιράκ, για να ξεσπάσει μια τέτοια πυρκαγιά.

 5

Κρίσιμο βήμα, η ενότητα όλων των καταπιεσμένων

Όμως η εξέγερση έχει ξεσπάσει στο Ιράκ και διανύει την πέμπτη μέρα της. Η νεολαία κατεβαίνει στο δρόμο και συγκρούεται με αποφασιστικότητα και ηρωισμό με τις δυνάμεις καταστολής. Όπως λένε: «Θα διαδηλώνουμε μέχρι να πεσει η κυβέρνηση». «Αυτή είναι η δικιά μας επανάσταση». Τα ψίχουλα που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός ύστερα από την έκτακτη σύσκεψη του υπουργικού συμβουλίου το βράδυ του Σαββάτου, δεν αρκούν για να κατευνάσουν την οργή τους: «Ακούσαμε την ομιλία του πρωθυπουργού Αντέλ Αμπντούλ Μαχντί χθες. Αυτές είναι υποσχέσεις που ακούμε για περισσότερα από 15 χρόνια. Δεν αλλάζουν τίποτα και δεν θα μας κάνουν να φύγουμε από τους δρόμους. Θα πεθάνουμε ή θα αλλάξουμε το καθεστώς», είπε ένας διαδηλωτής στη Βαγδάτη μετά την υπόσχεση του πρωθυπουργού ότι θα παρθούν μέτρα για την αντιμετώπιση της ανεργίας.

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, πρόκειται για αυθόρμητες διαδηλώσεις νέων κυρίως ανθρώπων κάτω των 20 χρόνων. Όμως ο χαρακτηρισμός «αυθόρμητες» δεν σημαίνει ότι στερούνται συνείδησης. Το ακριβώς αντίθετο. Είναι κινητοποιήσεις στις οποίες πρωτοστατεί εκείνη η γενιά της ιρακινής κοινωνίας η οποία έχει την μεγαλύτερη εξοικείωση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τον μεγαλύτερο βαθμό επικοινωνίας (άρα και συζήτησης) μεταξύ της και την μεγαλύτερη γνώση της παγκόσμιας και περιφερειακής πολιτικής κατάστασης. Είναι αυτή η γενιά η οποία έχει δει περισσότερο από τους άλλους τις εικόνες των πρόσφατων μαζικών διαδηλώσεων που ανέτρεψαν τον Ομάρ Μπασίρ στο Σουδάν και τον Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα στην Αλγερία πριν από λίγους μήνες, διάβασε τις σχετικές αναρτήσεις που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο στα αραβικά και τα συνθήματά τους, έμαθε για τις αντιδικτατορικές διαδηλώσεις που έγιναν στην Αίγυπτο πριν από λίγες μέρες… Είναι επίσης αυτή η γενιά, η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στα χρόνια της ιμπεριαλιστικής κατοχής, των θρησκευτικών/σεχταριστικών αιματηρών συγκρούσεων, του αυταρχισμού και της σκληρής λιτότητας των διεφθαρμένων κυβερνήσεων του Αλ-Μαλίκι και του Αλ-Αμπάντι. Είναι αυτή η γενιά η οποία «πεθαίνει με αργό θάνατο» κάθε μέρα ή θα αναγκαστεί να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς προς έναν κόσμο στον οποίο πυκνώνουν οι φράχτες του ρατσιστικού αποκλεισμού, τα στρατόπεδα εγκλεισμού των προσφύγων και το μίσος ενάντια στους Μουσουλμάνους. Είναι επίσης αυτή η γενιά που απεχθάνεται τον θρησκευτικό σεχταρισμό που κυριαρχεί στην πολιτική και διεκδικεί την «μαντανιίγια», ένα ανεξίθρησκο και μη θρησκευτικό πολιτικό κράτος και μια κοινωνία των πολιτών η οποία θα υπερβαίνει τις θρησκευτικές ταυτότητες αλλά και δεν θα αποκλείει τις θρησκευτικές μειονότητες. Η εξέγερση αυτής της γενιάς, που παρασύρει και τα άλλα καταπιεσμένα κομμάτια της ιρακινής κοινωνίας, θα μπορέσει να χαράξει μια νέα προοπτική κοινωνικής αλλαγής σε μια χώρα και σε μια περιοχή στην οποία τα τελευταία χρόνια έχει κυριαρχήσει, φαινομενικά, η αντεπαναστατική απόγνωση.

Απ’ ότι φαίνεται, αυτές οι διαδηλώσεις, αυτή η νεολαιίστικη εξέγερση, αποτελούν το πρώτο βήμα, μικρό ακόμα και αβέβαιο, προς την κατεύθυνση της χειραφέτησης των λαών του Ιράκ: των σιιτικών και των σουνιτικών λαϊκών μαζών, των Κούρδων και των άλλων καταπιεσμένων εθνοτήτων και θρησκευτικών μειονοτήτων, των γυναικών που αντιστέκονται διαρκώς στις σεξιστικές επιθέσεις που δέχονται από την ιρακινή κυβέρνηση και από την πολιτικοθρησκευτική ηγεσία των δυο θρησκευτικών κοινοτήτων, της εργατικής τάξης η οποία δεν έχει σταματήσει να αγωνίζεται και να οικοδομεί τις δικές οργανώσεις αντίστασης. Η επιτυχία αυτού του πρώτου, μικρού βήματος, θα είναι η ανατροπή της κυβέρνησης του Αμπντούλ Μαχντί.

Το δεύτερο και πιο δύσκολο βήμα, προϋποθέτει την ενότητα όλων των καταπιεσμένων, κάτι το οποίο δεν είναι δεδομένο εκ των προτέρων και θα πρέπει να οικοδομηθεί. Δυστυχώς, οι δεκαετίες κυριαρχίας του αραβικού εθνικισμού (συχνά με τη μάσκα του «αραβικού σοσιαλισμού») και της σκληρής καταπίεσης των εθνικών μειονοτήτων (κυρίως των Κούρδων), της κυριαρχίας και των αδικιών των Σουνιτών επί των Σιιτών και μετά των Σιιτών επί των Σουνιτών, του εμφυλίου αλληλοσπαραγμού την περίοδο της κατοχής αλλά και μετά την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων – και ταυτόχρονα της κυριαρχίας θρησκευτικών, ρατσιστικών, σοβινιστικών και σεξιστικών πολιτικών ηγεσιών σε όλες τις εθνικές/θρησκευτικές κοινότητες του Ιράκ… όλα αυτά αποτελούν σοβαρά εμπόδια σε κάθε προοπτική ενότητας των καταπιεσμένων στον αγώνα τους για την απελευθέρωσή τους, καθώς επί χρόνια δημιουργούν και συσσωρεύουν μίση, αντιπαλότητες και προκαταλήψεις. Όμως κανένα εμπόδιο δεν είναι ανυπέρβλητο και αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι υπάρχουν κάποιες πρώτες ενδείξεις μιας τέτοιας ενότητας. Ενώ το καλοκαίρι του 2018 το κίνημα των διαμαρτυριών περιορίστηκε μόνο στις σιιτικές περιοχές (αν και συμμετείχαν και Σουνίτες), σήμερα φαίνεται ότι με αργό τρόπο εξαπλώνεται και στις σουνιτικές περιοχές, ακόμα και προς το ιρακινό Κουρδιστάν.

Η εξέγερση της ιρακινής νεολαίας επιβεβαιώνει αυτό που έχει αναφερθεί αρκετές φορές το τελευταίο διάστημα: Η Αραβική Άνοιξη ήταν η έναρξη μιας μακροχρόνιας επαναστατικής διαδικασίας, η οποία συνεχίζει να βρίσκεται σε εξέλιξη. Και μάλιστα τους τελευταίους μήνες βρισκόμαστε σε μια νέα και δυναμική αναζωπύρωση. Στο Σουδάν και στην Αλγερία οι λαϊκές μάζες ανέτρεψαν πριν λίγους μήνες τους ηγέτες που τους είχε επιβάλει ο στρατός και συνεχίζουν να αγωνίζονται για την ριζική αλλαγή ολόκληρου του πολιτικού συστήματος. Στην Αίγυπτο πριν λίγες μέρες μικρές διαδηλώσεις της νεολαίας ενάντια στη δικτατορία έσπασαν τον φόβο της καταστολής και προκάλεσαν τις πρώτες ρωγμές στον γύψο που επέβαλε ο στρατηγός Σίσι με το πραξικόπημα του 2013. Στην Ιορδανία, όπου το περασμένο καλοκαίρι οι λαϊκές διαδηλώσεις οδήγησαν στην παραίτηση του πρωθυπουργού και στην αναστολή των σχεδιαζόμενων φορολογικών «μεταρρυθμίσεων», οι εκπαιδευτικοί πραγματοποίησαν αυτές τις μέρες απεργία διαρκείας, από τις 8 Σεπτεμβρίου, διεκδικώντας αύξηση 50% για την οποία είχε συμφωνήσει η κυβέρνηση το 2014, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει τηρήσει τη δέσμευσή της. Η απεργία τελικά ανεστάλη ύστερα από 4 εβδομάδες, καθώς κρίθηκε παράνομη από το Ανώτερο Δικαστήριο.

Η νεολαία του Ιράκ έρχεται λοιπόν τώρα να μας θυμίσει με την εξέγερσή της, ότι το ερώτημα σήμερα δεν είναι αν μπορούν να γίνουν πια εξεγέρσεις, αλλά πού θα γίνουν οι επόμενες. Είτε πρόκειται για τη Μέση Ανατολή, είτε για τον κόσμο ολόκληρο.

 

Πηγή: elaliberta.gr




Brexit και Αριστερά: Με τον «τρίτο δρόμο» μιας ανεξάρτητης ταξικής – διεθνιστικής ατζέντας

Του Αλέξη Λιοσάτου

 

Οι Ευρωεκλογές ανέδειξαν τη γενική κρίση του «παραδοσιακού» πολιτικού συστήματος στις χώρες της ΕΕ, με τα κόμματα της Δεξιάς και της Σοσιαλδημοκρατίας να παραμένουν οι δυο μαζικότερες εκλογικές δυνάμεις στο Ευρωκοινοβούλιο, αλλά με ποσοστά αθροιστικά μικρότερα από ποτέ και έχοντας απολέσει για πρώτη φορά την απόλυτη πλειοψηφία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ακόμα πιο κατακερματισμένου πολιτικού σκηνικού. Εμβληματικό παράδειγμα αυτής της κρίσης αποτελεί η Μ. Βρετανία, της οποίας το πολιτικό κατεστημένο όλο και πιο έντονα παρουσιάζει συμπτώματα χρεοκοπίας. Η συνεχιζόμενη κρίση στρατηγικής γύρω από το Brexit συγκλονίζει τα δυο παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα, τη Δεξιά των Τόρις και τους Εργατικούς, ενώ η ΕΕ έχει δώσει νέα παράταση ως τις 31 Οκτωβρίου ώστε να υπάρ­ξει συμ­φω­νημένο Brexit, διαφορετικά η Βρετανία βρίσκεται μπροστά στο σοβαρό ενδεχόμενο να βγει από την ΕΕ χωρίς συμ­φω­νία (no deal Brexit).

 

Η συζήτηση για τα υπέρ και τα κατά της συμμετοχής της Βρετανίας στην ΕΕ είναι παλιά και αναβαθμίστηκε σοβαρά τον Φλεβάρη 2016. Τότε έληξαν θετικά οι πολύχρονες διαπραγματεύσεις του Κάμερον με την ΕΕ, για ένα καθεστώς «εξαίρεσης» με ευνοϊκότερους όρους για τον αγγλικό καπιταλισμό εντός ΕΕ. Ο Κάμερον, πιεζόμενος τα τελευταία χρόνια από την ισχυρή ακροδεξιά εντός και εκτός του κόμματός του αλλά (το UKIP που τασσόταν υπέρ ενός άμεσου σκληρού Brexit, είχε κερδίσει την πρωτιά στις ευρωεκλογές του 2014), ανακοίνωσε δημοψήφισμα με επίδικο την παραμονή ή όχι στην ΕΕ. Κάλεσε τους Βρετανούς να ψηφίσουν κατά του Brexit, πιστεύοντας ότι χάρη στην πετυχημένη διαπραγμάτευση με την ΕΕ θα κερδίσει η Παραμονή στην ΕΕ (Βremain), εξουδετερώνοντας παράλληλα και την πίεση του ακροδεξιού UKIP. Τελικά ο Κάμερον έχασε το δημοψήφισμα με 52%-48% υπέρ του Brexit (Έξοδος από την ΕΕ) και άνοιξε ο δρόμος για την κυριαρχία της «ευρωσκεπτικιστικής» πτέρυγας εντός των Τόρις.

 

Οι Τόρις σε διαλυτική κρίση,

το Εργατικό κόμμα σε τρικυμία

Τον Κάμερον διαδέχτηκε η σκληρή δεξιά Τερέζα Μέι, που στις εθνικές εκλογές του 2017 κέρδισε οριακά τους Εργατικούς του Τζέρεμι Κόρμπιν. Η Μέι προώθησε διάφορες εκδοχές «ομαλού και συμφωνημένου με την ΕΕ» Brexit το οποίο απορρίφθηκε 3 φορές από τη βρετανική Βουλή από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 2019, με περίπου το 1/4 των βουλευτών της Δεξιάς να καταψηφίζουν την πρόταση της αρχηγού τους.

Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση και το κόμμα της Μέι «πέ­τυ­χαν ιστο­ρι­κά αρ­νη­τι­κά ρεκόρ: 43 πα­ραι­τή­σεις υπουρ­γών σε 34 μόλις μήνες δια­κυ­βέρ­νη­σης».(1)

Τον Μάιο η Μέι ανακοίνωσε για 4η φορά σχέδιο συμφωνημένης αποχώρησης από την ΕΕ, που προκάλεσε και πάλι μαζική ανταρσία των ακροδεξιών βουλευτών της που υποστηρίζουν το Brexit. Ακολούθησε η ανακοίνωση της Μέι για παραίτησή της από τη θέση της αρχηγού του κόμματος και της πρωθυπουργού και η συντριβή των Τόρις στις Ευρωεκλογές (με το ιστορικό χαμηλό του 8,9%, ενώ το 2017 είχε πάρει 42,5%!) στα τέλη του Μαΐου.

Στα τέλη Ιουλίου αρχηγός των Τόρις και πρωθυπουργός ανέλαβε ο ακροδεξιός (ο πιο ακροδεξιός μεταξύ 20 δελφίνων) Μπόρις Τζόνσον, οπαδός του ακόμα πιο σκληρού, ακόμα και μη συμφωνημένου Βrexit.

Η συνεχής ακροδεξιοποίηση των Τόρις βαδίζει χέρι-χέρι με την ενίσχυση της αυθεντικής Ακροδεξιάς-επίσης οπαδού του «σκληρού Brexit». Το 2014 το UKIP του Νάιτζελ Φάρατζ είχε βγει πρώτο με 26,6%. Το «Κόμμα του Brexit» σε αυτές τις εκλογές, ουσιαστικά η μετεξέλιξη  του UKIP με τον ίδιο επικεφαλής, βγήκε πρώτο με 30,5%. Ο Φάρατζ δήλωσε ότι θα διεκδικήσει την κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές.

Ωστόσο, σε κρίση βρίσκονται και οι Εργατικοί. Οι ελπίδες για μια νέα ριζοσπαστική πολιτική με τον Τζέρεμι Κόρμπιν επικεφαλής ψαλιδίστηκαν σταδιακά, με τον Κόρμπιν να προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της αριστερής και δεξιάς πτέρυγας του κόμματος, της αριστερής εκλογικής του βάσης και διάφορων εκλογικίστικων-οπορτουνιστικών υπολογισμών, ενώ η δεξιά πτέρυγα των Μπλερικών συστηματικά τον υπονόμευε, δίνοντας μια εικόνα «δυο κομμάτων σε ένα» και χωρίς ξεκάθαρο στίγμα και ταυτότητα. Ο ίδιος ο Κόρμπιν, παρότι αριστερός αντιευρωπαϊστής, συμβιβάστηκε με τον φιλοευρωπαϊσμό του κόμματός του και στη μάχη του δημοψηφίσματος εμφανίστηκε ως κριτικός υποστηρικτής της Παραμονής στην ΕΕ (αν και κατηγορήθηκε από την δεξιά πτέρυγα του κόμματος ότι δεν έδωσε «με πάθος» τη μάχη για το Bremain). Στη συνέχεια δήλωσε ότι θα σεβαστεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος προωθώντας την ιδέα ενός «φιλεργατικού Brexit» (με τη δεξιά πτέρυγα των Εργατικών να ζητάει δεύτερο δημοψήφισμα) και κατέληξε προδομένος κι απομονωμένος ακόμα κι από αρκετούς κομματικούς υποστηρικτές-συμμάχους του, που τελικά πήραν θέση υπέρ της παραμονής. Τα συνδικαλιστικά του στηρίγματα και η φιλοκορμπινική ηγεσία των Εργατικών σε Ουαλία και Σκοτία άλλαξαν τη θέση τους και ζητάνε δεύτερο δημοψήφισμα υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. Τμήμα του κόμματος ξεκίνησε καμπάνια εναντίον του με την κατηγορία του αντισημιτισμού (ταυτίζοντας ψευδώς τον αντισημιτισμό με τον αντισιωνισμό), κάποιοι βουλευτές του ανεξαρτητοποιήθηκαν, άλλοι τον αμφισβήτησαν δημόσια, καλώντας τον να πάρει ξεκάθαρη θέση υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, άλλοι δήλωσαν ότι είναι ενάντια στο ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών (γιατί επιδιώκουν να τον καρατομήσουν πριν κερδίσει -ως πιθανό κατά την άποψή τους φαβορί- τις εκλογές).

Το Ερ­γα­τι­κό Κόμμα τα στις Ευρωεκλογές έπιασε 13,8%, ενώ το 2017 είχε πάρει 40%. Μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων του μετακινήθηκε προς τους Φιλελεύθερους (από τα δεξιά των Εργατικών) και τους Πράσινους (από τα αριστερά των Εργατικών), που είχαν πιο καθαρή θέση υπέρ του Bremain (το ακροατήριο του Εργ. Κόμματος ήταν κυρίως φιλοευρωπαϊκό) και κυρίως υποστήριξαν καθαρά ένα δεύτερο δημοψήφισμα (που ο Κόρμπιν δεν έθετε ως προτεραιότητα, παρά το γεγονός ότι αυτό αποφασίστηκε στο προηγούμενο συνέδριο των Εργατικών, σύμφωνα με την «Σοσιαλιστική Αντίσταση»). Οι Φιλελεύθεροι ενισχύθηκαν σοβαρά φτάνοντας το 20% (δεύτερη δύναμη) και οι Πράσινοι το 12% (τέταρτη δύναμη). Οι Εργατικοί παρουσίασαν επίσης διαρροές προς το UKIP – με λίγα λόγια, η αμφισημία και η εικόνα «πατάω σε δυο βάρκες» οδήγησε τους Εργατικούς να χάσουν και προς τις δυο κατευθύνσεις. Τελικά, ο Κόρμπιν υποχώρησε μετά τις Ευρωεκλογές κάτω από τις πιέσεις των Μπλερικών σε θέση υπέρ της παραμονής και υπέρ ενός δεύτερου δημοψηφίσματος.

Οι οπαδοί του Bremain εντός των Εργατικών πιστεύουν ότι η «βούληση του λαού» έχει πλέον αλλάξει (επικαλούνται τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών και σχετικά γκάλοπ) κι ότι ένα δημοψήφισμα τώρα θα έβγαζε αποτέλεσμα υπέρ του Bremain, ότι έχουν περάσει 3 χρόνια, οι συνθήκες έχουν αλλάξει και άρα χρειάζεται ένα νέο δημοψήφισμα. Κατά τη ναυαρχίδα του βρετανικού αστικού Τύπου «Guardian» που ανέλυε τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών, 5,2 εκατ. ψήφους πήρε το κόμμα του Φάρατζ ενώ Φιλελεύθεροι Δημοκράτες και Πράσινοι Μαζί 5,4 εκατομμύρια. 5,9 εκατ. ψηφοφόροι ψήφισαν τα κόμματα του Brexit και 6,8 τα κόμματα του Remain. Και εκτιμούσε ότι το Remain έχει ένα μικρό προβάδισμα της τάξεως των 500.000 ψήφων. (ΒΗΜΑ 28.05.2019) Ωστόσο άλλα γκάλοπ, μετά την ανάληψη καθηκόντων από τον «Βρετανό Τραμπ», τον Τζόνσον, δείχνουν να προηγείται και πάλι το Brexit, και μάλιστα ακόμα και «χωρίς συμφωνία». Είναι στοιχεία που επιβεβαιώνουν τον απόλυτο διχασμό της κοινής γνώμης πάνω στο θέμα, τρία χρόνια μετά το πρώτο δημοψήφισμα.

 

Φυγόκεντρες τάσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο

 

Η «περιπέτεια» του Brexit δημιούργησε περαιτέρω προβλήματα για τον βρετανικό ιμπεριαλισμό και τα κόμματά του, καθώς κλιμάκωσε τις φυγόκεντρες τάσεις σε Ουαλία, Σκωτία και Βόρεια Ιρλανδία, περιοχές των οποίων οι κάτοικοι πλειοψηφικά υποστηρίζουν το Bremain (μάλιστα στη Σκωτία με ποσοστό 62% στο δημοψήφισμα του 2016). Η πρωθυπουργός της Σκωτίας προανήγγειλε δεύτερο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, καθώς αρνείται την εξώθηση της χώρας της «εκτός ΕΕ παρά τη θέλησή της». Η κυβέρνηση της Ουαλίας επίσης ζήτησε δεύτερο δημοψήφισμα και ανακοίνωσε καμπάνια υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. Επιπλέον: «Η Βόρεια Ιρλανδία από την πλευρά της αποτελεί την πιο εκτεθειμένη περιοχή σε περίπτωση Brexit χωρίς συμφωνία. Άλλωστε, το θέμα των συνόρων της με την Ιρλανδία αποτελεί το κύριο πρόσκομμα σε μια συμφωνία του Λονδίνου με τις Βρυξέλλες» (εφ. Αυγή 6/8). «Σκληρά σύνορα» μεταξύ ΕΕ – Βρετανίας στα σύνορα Βόρειας – Νότιας Ιρλανδίας σημαίνει δασμούς και έλεγχο μετακινήσεων μεταξύ Βρετανίας και Ιρλανδικού κράτους αλλά και διχασμό του νησιού μεταξύ δυο μερίδων του ίδιου έθνους. Έτσι η κυβέρνηση τη Β. Ιρλανδίας «ζήτησε να διεξαχθεί δημοψήφισμα με το ερώτημα προς τους πολίτες εάν θέλουν παραμονή της Βόρειας Ιρλανδίας σε μια Βρετανία εκτός Ε.Ε. ή την προσάρτησή της στη γειτονική ευρωπαϊκή Ιρλανδία. Το ζήτημα θα τεθεί αναπόφευκτα», καθώς «έχει ενδυναμωθεί το συναίσθημα όσων αισθάνονται πιο Ιρλανδοί και τείνουν πλέον να διάκεινται θετικότερα υπέρ μίας ενωμένης Ιρλανδίας». (Αυγή 6/8) Με λίγα λόγια, φουντώνει ο κίνδυνος αποχώρησης τουλάχιστον των Σκωτσέζων και Βορειοϊρλανδών από τη Βρετανία.

 

«Τραμπ-οποίηση» της πολιτικής: η αιτία βρίσκεται

στην οικονομία και την ανισόμερη ανάπτυξη

 

Η βάση των εξελίξεων φυσικά είναι η οικονομία. Πολλοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης (και οπαδοί της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ) αναποδογυρίζουν την πραγματικότητα όταν υποστηρίζουν ότι το Brexit βυθίζει τη βρετανική οικονομία. Άλλωστε, η Γερμανία σημείωσε επίσης συρρίκνωση της οικονομίας της κατά 0,1% στο δεύτερο τρίμηνο το 2019, παρόλο που είναι η μεγαλύτερη υπέρμαχος και κερδισμένη της ΕΕ. Στην πραγματικότητα, είναι η κατάσταση της οικονομίας διεθνώς (αναιμική ανάπτυξη μετά την πρώτη κρίση, περιορισμένα περιθώρια κερδοφορίας και «επενδύσεων», διεθνής επιβράδυνση, αναμονή νέας, ακόμα χειρότερης παγκόσμιας υποτροπής) και μέσα σε αυτήν η κρίση ισχύος του βρετανικού ιμπεριαλισμού, που άνοιξαν τη συζήτηση μέσα στην άρχουσα τάξη της Βρετανίας για το Brexit, οδηγώντας την σε διαίρεση και τα παραδοσιακά κόμματά της σε αποσύνθεση. Είναι η διεθνής κρίση υπερπαραγωγής που μειώνει τα περιθώρια κέρδους και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που οδηγεί σε «αδιανόητους» (μέχρι πριν λίγα χρόνια) εμπορικούς πολέμους, κούρσες εξοπλισμών, περιφερειακές πολεμικές συγκρούσεις, διεθνή στροφή στον προστατευτισμό, τον εθνικισμό, την «Τραμπ-οποίηση» της πολιτικής και την Ακροδεξιά. Το Brexit είναι οι βρετανικές επιπτώσεις και η βρετανική εκδοχή όλων αυτών.

Η πάλαι ποτέ αυτοκρατορία είδε την τελευταία 20ετία τη θέση της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό να υποβαθμίζεται σταθερά, η οικονομία της να έχει ξεπεραστεί από τις αντίστοιχες της Γαλλίας και της Γερμανίας, να αποτελεί τον ουραγό των G7. Το Brexit (για την αστική τάξη που το υποστηρίζει και τα κόμματά της) αποσκοπεί στο να αντιστρέψει την τάση αποδυνάμωσης του βρετανικού κεφαλαίου, αλλά τον ίδιο στόχο έχει και το Bremain (για την αστική τάξη που το υποστηρίζει και τα κόμματά της). Και οι δυο πτέρυγες έχουν στόχο να θωρακίσουν το βρετανικό κεφάλαιο, σε μια περίοδο που οξύνονται οι διακρατικοί και ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί από το εσωτερικό της ΕΕ μέχρι τη Μέση Ανατολή και τον Ειρηνικό Ωκεανό, σε μια περίοδο που μειώνεται η σχετική ισχύς του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και νέες ισχυρές καπιταλιστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αναπτύσσονται. Η κρίση προκαλεί αναζήτηση στρατηγικών διεξόδου, διάθεση για πειραματισμούς και γεννά διάφορες «πτέρυγες» στην αστική τάξη. Ωστόσο, όλες οι πτέρυγες σε όλα τα κράτη μισούν τους εργάτες, τους φτωχούς και τους καταπιεσμένους και συμφωνούν ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν με λιτότητα και περαιτέρω καταπίεση.

Προς το παρόν αποδεικνύεται ότι «το πεπρωμένο (και εν προκειμένω ο νόμος ανισόμερης και συνδυασμένης ανάπτυξης) φυγείν αδύνατο» και η Βρετανία συνεχίζει σε ρηχά νερά, με αρκετούς αναλυτές να βλέπουν ως ορατό το ενδεχόμενο ύφεσης στην οικονομία της. Η Βρετανία συνεχίζει να χάνει έδαφος εντός ΕΕ και έτσι θα συνεχίσει ακόμα και αν τελικά η αστική τάξη αποφασίσει Bremain, αλλά είναι πολύ δύσκολο να καταφέρει να αντιστρέψει την κατάσταση επιλέγοντας το Brexit, με όλους τους αναλυτές να συμφωνούν ότι «τα πρώτα χρόνια του Brexit θα είναι δύσκολα» ενώ κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί οτιδήποτε για «τα επόμενα χρόνια». Προς το παρόν τα δεδομένα δείχνουν ότι Γερμανία και Γαλλία μάλλον κερδίζουν έδαφος και σκληραίνουν τη στάση τους όσο περνάει ο καιρός παρά υποχωρούν στον «εκβιασμό» των Βρετανών υπέρμαχων του Brexit. Η βρετανική οικονομία παρουσιάζει ισχνούς και συνεχώς μειούμενους ρυθμούς ανάπτυξης 2014: 3,1%, 2015: 2,3%, 2016: 1,9% , 2017: 1,8%, 2018: 1,4% (με μηδενική ανάπτυξη το τελευταίο τρίμηνο), δεύτερο τρίμηνο του 2019  συρρίκνωση της οικονομίας και ανοιχτό το ενδεχόμενο να συνεχιστεί και το τρίτο τρίμηνο (κάτι που θα σηματοδοτήσει την πρώτη ύφεση μετά το 2012), προβλέψεις για το 2019 στο 1,2% και για το 2020 1,1%. (Το φθινόπωρο του 2016, μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, τμήματα της Αριστεράς στην Ελλάδα εσφαλμένα πανηγύριζαν για την ένταξη της Βρετανίας σε τροχιά ανάκαμψης της οικονομίας, βασιζόμενοι στα στοιχεία του τότε τρέχοντος τριμήνου.)

Φέτος σημειώθηκε νέα υποτίμηση της λίρας στερλίνας και απειλή από τους οίκους αξιολόγησης για νέα υποβάθμιση της βρετανικής οικονομίας. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα περί Brexit μείωσε τις μεταναστευτικές ροές πλήττοντας έτσι τη βρετανική οικονομία, που βασίζει σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξή της πάνω στο μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό (με το αίμα των μεταναστών στήνονται τα θαύματα…).

Όλα αυτά, και με δεδομένους τους περιορισμούς που επιβάλλει η διεθνής οικονομική κατάσταση, κάνουν όλες τις επιλογές δύσκολες για την άρχουσα τάξη στη Βρετανία.

Η πλειονότητα των μεγάλων επιχειρήσεων φαίνεται να στηρίζει την παραμονή στην ΕΕ, με τους μεγάλους τραπεζίτες να κινδυνολογούν για κλείσιμο επιχειρήσεων και αύξηση τιμών σε περίπτωση Brexit. Υπάρχει όμως και η μερίδα του κεφαλαίου (τμήματα που θέλουν στενότερη σχέση είτε με ΗΠΑ είτε με Ρωσία-Κίνα, hedge funds, μικρομεσαίες επιχειρήσεις) που υποστηρίζει το Brexit. Ήδη ο Τραμπ δήλωσε ενθουσιώδη στήριξη στον Μπόρις Τζόνσον ενώ ο Αμερικανός σύμβουλος εθνικής ασφαλείας Τζον Μπόλτον είπε ότι οι ΗΠΑ θα υποστήριζαν με ενθουσιασμό ένα Brexit χωρίς προηγούμενη συμφωνία, εάν αυτό αποφάσιζε η βρετανική κυβέρνηση. «(…) θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε μια πολύ καλή εμπορική συμφωνία με την Ουάσιγκτον, η οποία θα άνοιγε τον δρόμο για νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες (…)». (Καθημερινή, 14/8). Οι ΗΠΑ επιδιώκουν πιο προνομιακή σχέση με τη Βρετανία προς όφελός τους και τη συγκριτική αποδυνάμωση της ΕΕ, κι εκεί φαίνεται ότι πατά η αυτοπεποίθηση της Ακροδεξιάς που εκβιάζει με το δίλημμα είτε «συμφωνημένο Brexit με τους όρους μας» είτε Brexit χωρίς συμφωνία. Ο Τζόνσον θεωρεί μεν προτεραιότητα τη συμφωνία με την ΕΕ (Καθημερινή 14/8), αλλά θεωρεί πως για να κερδίσει αυτά που θέλει από την ΕΕ («Χρειαζόμαστε μια νέα εμπορική συμφωνία με την ΕΕ», Έθνος, 29/7) πρέπει να φτάσει τη σύγκρουση στα άκρα με στόχο (αυτό που δεν έκανε ο Τσίπρας για παράδειγμα από αριστερή σκοπιά -φαίνεται ότι- το κάνει ο Τζόνσον από ακροδεξιά), αλλά απ’ ό,τι φαίνεται διαθέτει ήδη -ή και δρομολογεί ταχέως- και plan Β, τη σύσφιξη σχέσεων με τις ΗΠΑ.

Και οι δυο πλευρές των Τόρις πλέον προβλέπουν τη διάσπαση ή και διάλυση του ιστορικού αστικού κόμματος. Οι δημοσκόποι προβλέπουν στις επόμενες εκλογές τη χειρότερη επίδοσή τους από το 1838! Ο Τζόνσον έχει οριακή πλειοψηφία στη Βουλή για να περάσει το «άτακτο»  Brexit (θεωρητικά με έναν μόλις βουλευτή διαφορά-Ναυτεμπορική, 18/8) και τα συνδικάτα έχουν πάρει θέση εναντίον του. Ο Ντόμινικ Ραμπ, ηγετικό στέλεχος των Τόρις, δήλωσε τον Ιούνιο ότι δεν αποκλείεται να κλείσει η κυβέρνηση το Κοινοβούλιο για να προχωρήσει το Brexit πάση θυσία πριν τις 31/10. Απαντώντας, ο πρόεδρος της Βουλής Τζον Μπέρκοου ανακοίνωσε ότι οργανώνει «μπλόκο» στο άτακτο Brexit (14/8, Εφ.ΣΥΝ). Η Βουλή θα μπορούσε να αναστείλει μονομερώς το άρθρο 50 της Συνθήκης της ΕΕ και να παγώσει το Brexit, oδηγώντας σε δεύτερο δημοψήφισμα, σε νέες εκλογές κ.ά.  Όσο δύσκολο είναι το Κοινοβούλιο να μπλοκάρει τα σχέδια του Τζόνσον, άλλο τόσο δύσκολο είναι ο Τζόνσον να παρακάμψει τελείως τη Βουλή. Ήδη οι Εργατικοί του Κόρμπιν ανέβασαν τους τόνους και δηλώνουν ανοιχτά ότι θα κάνουν ό,τι μπορούν για να ανατρέψουν την κυβέρνηση Τζόνσον, σχεδιάζοντας να καταθέσουν πρόταση μομφής και κάνοντας ήδη επαφές για τη δημιουργία μιας μεταβατικής κυβέρνησης που θα οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές πριν τις 31/10, ενώ το ενδεχόμενο των άμεσων εκλογών γίνεται ισχυρό ανεξάρτητα και από τις πρωτοβουλίες των Εργατικών.

Το τι μέλλει να συμβεί τις μέρες πριν και μετά τις 31/10 δεν μπορούμε να το προβλέψουμε-ούτε σημαίνει ότι απαραιτήτως ο Τζόνσον θα οδηγήσει τη χώρα σε σκληρό Brexit. Αναλυτές λένε ότι τελικά ο Τζόνσον θα «συνετιστεί» και ίσως υποχωρήσει και στο αίτημα για δεύτερο δημοψήφισμα. Άλλωστε, λογικό είναι να πιστεύουμε ότι για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα δεν θα αποφασίσει ο ακροδεξιός παλιάτσος, αλλά οι διάφορες μερίδες της αστικής τάξης της Βρετανίας και της ΕΕ σε σχετική συνεννόηση μεταξύ τους. Δεν είναι απίθανο επίσης να πάρει και νέα προθεσμία η Βρετανία από την ΕΕ, όπως πήρε ξανά και ξανά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η θεσμική και πολιτική κρίση βαθαίνει στη Βρετανία. Ένας παράγοντας δυστυχώς απουσιάζει για να μετατρέψει την κρίση σε «υπέροχη κατάσταση»: ένα ισχυρό εργατικό κίνημα που παλεύει για τα δίκαια και τα αιτήματά του. Αυτό είναι που θα ξεκαθάριζε απόψεις και στρατόπεδα, αυτό είναι που λείπει για να επιβάλει λύσεις προς όφελος των φτωχών στη μια ή στην άλλη στρατηγική του βρετανικού ιμπεριαλισμού.

(Update: Επειδή αυτό το άρθρο γράφτηκε πριν τις 20/8,να προσθέσουμε τις καινούριες εξελίξεις που δεν ανατρέπουν το πνεύμα του παρακάτω κειμένου, απλά επιβεβαιώνουν την κρίση του βρετανικού πολιτικού συστήματος και ότι το “μπρα-ντε-φερ” μεταξύ των αστικών πόλων συνεχίζεται. Λίγες μέρες πριν ο Τζόνσον πράγματι ανακοίνωσε την αναστολή τη λειτουργία του Κοινοβουλίου μέχρι 31/10 (η αναστολή ξεκινά από την επόμενη εβδομάδα) με τη σύμφωνη γνώμη της βασίλισσας, για να μπλοκάρει τυχόν νομοθετικές πρωτοβουλίες των Εργατικών για μπλοκάρισμα του Brexit. Προχθές Τρίτη 3/9,  21 βουλευτές των Τόρις αποσκίρτησαν από το στρατόπεδο του Τζόνσον και κατέθεσαν νομοσχέδιο που αποκλείει το no deal brexit και επιβάλλει στον Τζόνσον να ζητήσει νέα διορία από την ΕΕ για διαπραγμάτευση μέχρι τις 31 Ιανουαρίου. Η πρότασή τους ψηφίστηκε με 328 υπέρ-301 κατά. Την Τετάρτη 4/9 η ψηφοφορία επαναλήφθηκε και η ήττα του Τζόνσον επιβεβαιώθηκε. Ο Τζόνσον διέγραψε τους αντάρτες και απείλησε με με πρόωρες εκλογές (για τις οποίες όμως απαιτείται πλειοψηφία 2/3) και οι Εργατικοί του Κόρμπιν αρνήθηκαν- με το σκεπτικό ότι θεωρούν η πρόταση του Τζόνσον είναι τρικ για να παγώσει το νομοσχέδιο, και δήλωσαν ότι θα δεχτούν να γίνουν πρόωρες εκλογές μόνο αφού πρώτα το νομοσχέδιο απαγόρευσης του No Deal Brexit γίνει νόμος του κράτους. Έτσι στις 4/9 ο Τζόνσον έχασε σε ακόμα μια ψηφοφορία  στην σχετική πρόταση που κατέθεσε για τις πρόωρες εκλογές στις 14/10, παρόλο που απείλησε ότι θα ξαναφέρει πρόταση για πρόωρες εκλογές. Το νομοσχέδιο για να γίνει νόμος του κράτους πρέπει τώρα να περάσει από τη Βουλή των Λόρδων και από Βασιλική έγκριση. Υπάρχει ωστόσο ένα ενδεχόμενο να κλείσει η Βουλή πριν προλάβει να ψηφιστεί. Όπως και να έχει, το ενδεχόμενο του No Deal Brexit παραμένει ανοιχτό. Η βρετανική λίρα συνέχισε να κατρακυλάει φτάνοντας την Τρίτη στο χαμηλότερο σημείο εδώ και 34 χρόνια, ενώ οι φόβοι ύφεσης συνεχίζουν να πληθαίνουν.)

 

Η συζήτηση μέσα στην Αριστερά

 

Αρκετοί σύντροφοι στην ελληνική ρεφορμιστική κι επαναστατική Αριστερά ισχυρίζονταν εξαρχής ότι το Brexit δημιουργεί προβλήματα στον ιμπεριαλισμό και ότι είναι καλοδεχούμενη αυτή η κρίση στρατηγικής. Τρία χρόνια μετά το δημοψήφισμα, τα δεδομένα δεν τους δικαιώνουν. Τρία χρόνια μετά, οι εργάτ(ρι)ες και τα λαϊκά στρώματα στη Βρετανία έχουν υποστεί μια κυβέρνηση σκληρής Δεξιάς (της Μέι), λιτότητας, ρατσισμού και στρατοπέδων συγκέντρωσης, εθνικισμού και ισλαμοφοβίας. Τώρα, έρχεται να αντικαταστήσει την Μέι ένας ακόμα πιο επιθετικός εκπρόσωπος της άρχουσας τάξης στα ζητήματα νόμου και τάξης, ρατσισμού, ιδιωτικοποιήσεων και αντεργατικών διαθέσεων. Σε μια εποχή σαν τη σημερινή, αν δεν υπάρχει εργατική εναλλακτική, οι αστοί με μονιμότερες ή πιο προσωρινές και μεταβατικές λύσεις θα συνεχίζουν να αλλάζουν το συσχετισμό προς όφελός τους με όλο και επιθετικότερες πολιτικές σε βάρος της εργατικής τάξης και των φτωχών. Κρίση στρατηγικής δεν σημαίνει ότι σταματάνε οι αντιλαϊκές πολιτικές ή τα μνημόνια ή οι υπέρογκες δαπάνες για εξοπλισμούς ή τα δώρα στο κεφάλαιο, για παράδειγμα. Για του λόγου το αληθές, η κυβέρνηση του Τζόνσον είναι η πιο ακροδεξιά κυβέρνηση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχοντας προχωρήσει σε σαρωτικές αλλαγές σε κόμμα και κυβέρνηση και δημιουργώντας ουσιαστικά ένα «σχήμα πολέμου» για τη σύγκρουση που επίκειται με την ΕΕ. Στα κρίσιμα υπουργεία έχει τοποθετήσει ρατσιστές και φασίστες, νεοφιλελεύθερους και λαμόγια.(2)  Στα πρώτα μέτρα που εξήγγειλε ο Μπόρις Τζόνσον περιλαμβάνονται η εξασφάλιση του ελεύθερου στην αστυνομία να ερευνά υπόπτους στο δρόμο αδικαιολόγητα και χωρίς άδεια ανωτέρου (με την υπουργό Εσωτερικών να δηλώνει ότι «οι εγκληματίες θα πρέπει να νιώθουν τρόμο»), η αύξηση της χωρητικότητας των φυλακών και η αυστηροποίηση του Ποινικού Κώδικα. Με λίγα λόγια, κανένα πρόβλημα δεν δημιουργείται σε κανέναν ιμπεριαλισμό αν οι εργάτ(ρι)ες δεν έχουν τις δικές τους οργανώσεις και δεν δίνουν τις δικές τους μάχες για να ικανοποιήσουν τα αιτήματά τους, αν δεν είναι ικανοί να απαντήσουν στην κυρίαρχη προπαγάνδα με τη δική τους προοπτική.

Κι ερχόμαστε στα προβλήματα της βρετανικής Αριστεράς. Αν το Brexit φέρνει στην κυβέρνηση όλο και πιο σκληρές εκδοχές ακροδεξιάς, ενώ βασικοί υπέρμαχοι του Bremain είναι οι Μπλερικοί (η μισητή ακραία νεοφιλελεύθερη κλίκα των Εργατικών, που κυβέρνησε από το 1997 ως το 2009 οδηγώντας το κόμμα της στη συρρίκνωση και τη λαϊκή απαξίωση, μέσα από τις αλλεπάλληλες επιθέσεις στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα όσων τους ψήφιζαν) και η φιλοευρωπαϊκή Δεξιά των Τόρις (που τσάκισε τα εργατικά δικαιώματα πριν και μετά τον Μπλερ), τι θα έπρεπε να κάνει η Αριστερά;

Θα έπρεπε να ενώσει τους εργάτ(ρι)ες σε μια ταξική ατζέντα, σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα που θα πρότασσε τις ανάγκες των απλών ανθρώπων πάνω από την ΕΕ και το βρετανικό κεφάλαιο, συσπειρώνοντας κόσμο τόσο του Brexit όσο και του Bremain. H συζήτηση περί BrexitBremain, GrexitGremain κ.λπ. τείνει να συσκοτίζει τα πραγματικά ζητήματα που αφορούν τις ζωές των απλών ανθρώπων, οδηγώντας τους κάτω από ξένες σημαίες προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση και διαιρώντας τους. Δυστυχώς στη Βρετανία ο κόσμος της αντιλιτότητας διασπάστηκε στο στρατόπεδο του Bremain (π.χ. η νεολαία και οι εκατομμύρια μετανάστες που δεν ψήφισαν στο δημοψήφισμα αλλά ήταν συντριπτικά υπέρ του Bremain, οι φτωχοί που διαδήλωσαν μαζικά τον φετινό Μάρτιο κατά του Brexit και της Ακροδεξιάς σε μια διαδήλωση 1 εκατομμυρίου -από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις στην ιστορία της Βρετανίας-, πολλοί από αυτούς που ψήφισαν Πράσινους ή Εργατικούς (κόμματα όμως που παραμένουν στο στρατόπεδο του νεοφιλελευθερισμού και της ταξικής συνεργασίας) και στο στρατόπεδο του Brexit (κόσμος που δεν θέλει να «αποφασίζουνε άλλοι γι’ αυτούς» και στο δημοψήφισμα ψήφισε «Οι ανάγκες μας πάνω από τα αφεντικά της ΕΕ», κόσμος που ψήφισε από αντίδραση στο κατεστημένο που τους τσάκισε τις προηγούμενες δεκαετίες κοκ – σίγουρα όλοι αυτοί δεν ταυτίζονται με το ακροδεξιό υποποσοστό που ψήφισε το κόμμα του Brexit).

Αυτή τη διάχυση και διάσπαση ταυτόχρονα της «προοδευτικής ψήφου» μπορούμε να τη διακρίνουμε και στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, όπου οι κάτοικοί της ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας με την Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα δεν ήθελαν να αλλάξουν το συνταγματικό του όνομα, ήθελαν όμως την ένταξη στην ΕΕ. Στη δε Ελλάδα το δημοψήφισμα του 2015 αφορούσε το τρίτο μνημόνιο (όπου ο κόσμος ψήφισε κατά 61% ΟΧΙ) και όχι την παραμονή ή όχι στην ΕΕ (όπου σίγουρα το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό). Αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι σωστή τακτική είναι αυτή που επικεντρώνει σε ταξικά, κοινωνικά και δημοκρατικά ζητήματα, στο «καμία θυσία» για το κεφάλαιο και την ΕΕ, και οδηγεί την εργαζόμενη και μαχόμενη πλειοψηφία στη συνειδητοποίηση ότι αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με κινητοποίηση από τα κάτω και μόνο σε ρήξη τόσο με την ΕΕ όσο και με το ντόπιο κεφάλαιο. Αυτή ήταν η προοπτική που θα άνοιγε αν π.χ. ο Τσίπρας δεν υπέγραφε το τρίτο μνημόνιο, κρατικοποιούσε τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις, κήρυττε στάση πληρωμών, προχωρούσε σε έκδοση νομίσματος κ.λπ. (που -θα έπρεπε να- ξέραμε ότι δεν θα τα κάνει, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση).

Στην περίπτωση των Βρετανών, αυτό ήταν που θα έπρεπε να κάνει ο Κόρμπιν, αντί να ταλαντεύεται μεταξύ του δειλού προοδευτικού αντιευρωπαϊσμού του και των φιλοευρωπαϊκών τάσεων του κόμματος. Η Αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος κι ο Κόρμπιν, αντί να προτάξουν μια ριζοσπαστική ταξική ατζέντα που να συσπειρώσει την εργατική τάξη (ήταν αυτή η μέθοδος που έφερε τον Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών) προσχώρησαν πλήρως στη συζήτηση καλύτερης διαχείρισης του καπιταλισμού με αστικούς όρους, στη συζήτηση περί Brexit ή Bremain, όπου την ατζέντα καθόριζε η Ακροδεξιά ενώ στο Εργατικό Κόμμα κυριαρχούσε η αμφισημία κι ο εμφύλιος. Η ηγεσία Κόρμπιν μπήκε σε παρατεταμένο διάλογο (σύμφωνα με το SWP αλλά και την «Σοσιαλιστική Αντίσταση», οργάνωση της 4ης Διεθνούς που συμμετέχει στο Εργατικό Κόμμα) με την Τερέζα Μέι, για τους όρους του «μαλακού Brexit», όταν γινόταν όλο και πιο καθαρό ότι δεν υπάρχει τέτοιο Brexit (μετά από 3 χρόνια άγονων διαπραγματεύσεων της βρετανικής αστικής τάξης με τα επιτελεία της ΕΕ), νομιμοποιώντας περαιτέρω την ακροδεξιά ατζέντα.  Η παραμονή στην ΕΕ αποδείχθηκε το δυνατό χαρτί των Μπλερικών, ενώ η ταξική ατζέντα θα τους τραβούσε πλήρως το χαλί κάτω από τα πόδια. Ο Κόρμπιν θα έπρεπε να οργανώσει τον εργατόκοσμο που στοιχήθηκε πίσω του σε ταξικό πόλεμο απέναντι στην Ακροδεξιά απειλή αντί να αντιπολιτεύεται θεσμικά τη Μέι και να βάζει πάνω απ’ όλα την κυβερνησιμότητα, την κοινοβουλευτικοκεντρική εκλογιμότητα και την ενότητα του κόμματος με όσους τον υπέσκαπταν ανοιχτά και με μίσος. Ωστόσο, ο Κόρμπιν παραμένει ένας σοσιαλδημοκράτης που επέλεξε ως  όχημα για την αλλαγή το κόμμα των Εργατικών, οπότε το να εναποτεθούν οι ελπίδες για αλλαγή πάνω του ήταν ήδη ένα υπονομευμένο στοίχημα. Εξάλλου, μια «αριστερή κυβέρνηση», ανεξαρτήτως των διάφορων εναλλαγών των θέσεων του Κόρμπιν, για να υλοποιήσει το παραμικρό φιλεργατικό μέτρο θα έπρεπε να προχωρήσει σε ρήξη με την ΕΕ, με το ντόπιο κεφάλαιο και με το ίδιο του το κόμμα, όπως δίδαξε και η ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ. Καθήκοντα με τα οποία ο Κόρμπιν αποδείχθηκε λίγος για να αναμετρηθεί.

Η επιχειρηματολογία των σ. του Lexit είναι λίγο-πολύ γνωστή στην Ελλάδα, αφού εκδοχές της συναντάμε στην Ελλάδα είτε στη ΛΑΕ (η έξοδος από την ιμπεριαλιστική-γερμανοκεντρική ΕΕ θα απελευθερώσει τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, θα δώσει τη δυνατότητα για αύξηση του βιοτικού επιπέδου, θα διευκολύνει την πάλη για τον σοσιαλισμό) είτε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ (η «αντικαπιταλιστική έξοδος από την ΕΕ» ως «μεταβατικό αίτημα» στον δρόμο για την επανάσταση και τον σοσιαλισμό). Ας δούμε και την επιχειρηματολογία άλλων σ. στη Βρετανία.

Η 4η Διεθνής ισχυρίζεται ότι το «Lexit» βρίσκεται στη λάθος πλευρά του οδοφράγματος, καθώς το Brexit αποτελεί βρετανική εκδοχή του εθνικιστικού, ρατσιστικού και φασιστικού κύματος που σαρώνει διεθνώς, και το Lexit σέρνεται πίσω από αυτή την εκδοχή σιγοντάροντας και νομιμοποιώντας την. Ότι η πάλη κατά της λιτότητας είναι κενό γράμμα χωρίς την υποστήριξη παραμονής στην ΕΕ, καθώς το Brexit θα οδηγήσει σε κλείσιμο επιχειρήσεων, αύξηση της λιτότητας και της ανεργίας, πέρα από την άνοδο του ρατσισμού κι εθνικισμού. Κατηγορεί τις οργανώσεις του Lexit (SWP, ΚΚ Βρετανίας, Socialist Party, Counterfire) ότι επαναλαμβάνουν τα σταλινικά σεχταριστικά λάθη της δεκαετίας του ’30, που με τη λογική «τι φασισμός-τι σοσιαλδημοκρατία» -και στην πράξη αντιπολιτευόμενοι κυρίως τη Σοσιαλδημοκρατία- οδήγησαν στην άνοδο του Χίτλερ. Ότι χρειαζόμαστε μαζικό αντιφασιστικό κίνημα ενάντια στην Ακροδεξιά, ενώ το Lexit οδηγεί μοιραία σε συμφιλίωση μαζί της. Ότι η καμπάνια του Lexit είναι τόσο αποτελεσματική όσο η συμμετοχή των Κομμουνιστών το 1931 σε δημοψήφισμα που οργάνωσαν οι Ναζί στην Πρωσία. Υποστηρίζει ότι η καμπάνια του Brexit κυριαρχήθηκε από τον αντιμεταναστευτικό ρατσισμό και η στάση του Lexit δημιούργησε χάσμα μεταξύ αυτής και των προοδευτικών εργατών και νεολαίων που στράφηκαν μαζικά προς το Bremain και κατέστησε την Αριστερά ευάλωτη στις κατηγορίες των Τόρις, Φιλελεύθερων και Μπλερικών ότι συμμαχούσαν με την Ακροδεξιά.

Αλλά μετά τη διαδήλωση του Μαρτίου υπέρ του Bremain τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα, καθώς οι δυνάμεις του Lexit λάνσαραν την Καμπάνια «Εμπρός για ολικό Brexit», κάνοντας λόγο για ανάγκη δημοκρατικής ανανέωσης κι απελευθέρωσης της «χώρας», ανεξαρτησίας του «έθνους». Από πότε η κοινωνική απελευθέρωση επιτυγχάνεται σε συμμαχία με τον Φάρατζ και τον Τζόνσον; αναρωτιούνται σ. της 4ης Διεθνούς. Στην καμπάνια του Lexit ηγούνται μεταξύ άλλων ο Μόρις Γκλάσμαν, μεταναστοφάγος, αντιφεμινιστής και ομοφοβικός ή ο Έντι Ντέμπσι, που δήλωνε το μίσος του για τη «φιλελεύθερη Αριστερά» κι εντόπιζε τον κύριο εχθρό σε όσους υποστηρίζουν τους μετανάστες, τους LGBT, τα γυναικεία ή τα δημοκρατικά δικαιώματα, ενώ τα τελευταία χρόνια οι επιθέσεις από φασίστες και αστυνομία απέναντι σε μετανάστες, μουσουλμάνους, πρόσφυγες κλιμακώθηκαν. Ο Μαρξ δεν έκλεισε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο καλώντας τους εργάτες «να δημιουργήσουν ανεξάρτητα έθνη και να απελευθερώσουν τις χώρες τους» αλλά να κάνουν κομμουνιστική επανάσταση και να ενωθούν διεθνώς για να κατακτήσουν τον κόσμο, έγραφε σκωπτικά ο σ. της 4ης. Επικαλείται επιχείρημα του Τρότσκι στα μέσα του ‘20, πως αν οι καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης συγχωνευθούν σε ένα ιμπεριαλιστικό τραστ, το προλεταριάτο δεν θα έπρεπε να παλεύει για την επιστροφή στα «αυτόνομα» εθνικά κράτη, αλλά στη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού τραστ σε Ευρωπαϊκή Σοσιαλιστική Ομοσπονδία.(3)

Στο δεύτερο κομμάτι συμφωνούμε απόλυτα. Αν είναι μια φορά λάθος η Αριστερά στην Ελλάδα να υποστηρίζει το Grexit για λόγους «εθνικής κυριαρχίας», στην περίπτωση της Βρετανίας το να υποστηρίζει το -τμήμα έστω του- Lexit εκδοχές του «exit να ‘ναι κι ότι να ‘ναι» ή του «πρώτα οι Βρετανοί» αποτελεί ξεκάθαρη ταξική προδοσία, καθώς μιλάμε για μια από τις ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές χώρες.

Δυστυχώς τμήμα της Αριστεράς στην Ελλάδα με κέντρο τη ΛΑΕ επιμένει στην αταξική-απολίτικη εξύμνηση του Brexit, όπως ο Π. Λαφαζάνης που αρθρογραφώντας με ψευδώνυμο εξηγεί ότι το ακροδεξιό Brexit του Τζόνσον και του Φάρατζ μπορεί να γίνει «αφετηρία διάλυσης της Ε.Ε και εξόδου της Ελλάδας», χωρίς φυσικά να εξηγεί γιατί αυτό είναι καλό για τον ελληνικό λαό ή για τους λαούς της Ευρώπης.(4) ή σε άλλο άρθρο -πάλι ανώνυμα-  εξυμνούνται οι… αμερικανικές επενδύσεις στη Βρετανία!(5)

Όσον αφορά όμως το πρώτο κομμάτι, θεωρούμε την κριτική δεξιόστροφη. Η λογική «το Brexit» θα φέρει χάος και καταστροφή υιοθετείται πλήρως από τους νεοφιλελεύθερους υποστηρικτές της ΕΕ που κυβέρνησαν επί δεκαετίες πετσοκόβοντας τα δικαιώματα των εργαζομένων στη Βρετανία. Η «ευρωτρομοκρατία», η επιχειρηματολογία περί «απομονωτισμού», η συνάρτηση της πάλης κατά της λιτότητας με το Bremain λειτουργούν ως τέλεια και αποπροσανατολιστικά μέσα εξαπάτησης και υποταγής των λαϊκών μαζών στην ευρωϊδεολογία, στο «δεν υπάρχει εναλλακτική» (ΤΙΝΑ). Συμφωνούμε ότι το αστικό Brexit εκπροσωπεί εκ των πραγμάτων πιο επιθετική αντιλαϊκή, ρατσιστική και φιλοπόλεμη διαχείριση του βρετανικού καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού. Επί αυτού έχουμε ήδη διαθέσιμη δήλωση του γραμματέα του υπουργείου Άμυνας, Γκέιβ Ουίλιαμσον, που έκανε λόγο για την ανάγκη ενίσχυσης του βρετανικού στρατού και ότι το Brexit αποτελεί τεράστια ευκαιρία για τη Βρετανία να ενισχύσει τη «διεθνή» στρατιωτική παρουσία της, κάνοντας αναφορά στον τομέα των drones και των πυραυλικών συστημάτων.(6)

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να αθωώνουμε ή να συμβαδίζουμε με όσους κυβέρνησαν νεοφιλελεύθερα, ρατσιστικά, ιμπεριαλιστικά κι έγιναν μισητοί από την εργατική τάξη στη σύγχρονη εποχή, με όσους πρωταγωνίστησαν τόσο στην Ευρώπη-φρούριο, την κάλυψη και τη νομιμοποίηση της Ακροδεξιάς, όσο και στις περισσότερες από τις στρατιωτικές επεμβάσεις που έγιναν στη Μέση Ανατολή, την Αφρική κ.ά. Η πάλη ενάντια στον φασισμό και την ακροδεξιά απειλή σίγουρα πρέπει να είναι πρώτη προτεραιότητα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα υπερασπιστούμε το αντιδραστικό (παρά τους μύθους για το αντίθετο) οικοδόμημα της ΕΕ, για την οποία ο κόσμος της εργασίας συσσωρεύει όλο και περισσότερο αρνητικές εμπειρίες.

Άλλωστε, το κάλεσμα για Ενιαίο Μέτωπο ενάντια στον φασισμό ή τη λιτότητα μπορεί να γίνει από την Αριστερά χωρίς προαπαιτούμενη συμφωνία για τη στάση του καθενός στο Brexit. Όπως είπαμε και πριν, οφείλει η Αριστερά να ξεκινά από τα ταξικά ζητήματα, ή από την πάλη ενάντια στον φασισμό, τον ρατσισμό, τον εθνικισμό ή τον πόλεμο, για να οριοθετήσει το δικό της ταξικό-κοινωνικό μπλοκ. Υπάρχει και πρόσφατο παράδειγμα που υποστηρίζει μια τέτοια στάση, καθώς το κόμμα των Εργατικών στις ενδιάμεσες τοπικές εκλογές της πόλης Πίτερμπορο νίκησε το κόμμα του Brexit, επικεντρώνοντας όχι στο Brexit-Bremain, αλλά στα κοινωνικά-ταξικά ζητήματα. Αλλά το Ενιαίο Μέτωπο μπορεί να αφορά εργατικά κόμματα, οργανώσεις και συνδικάτα, όχι νεοφιλελεύθερα αστικά και μικροαστικά κόμματα που δεν αναγνωρίζουν καν την ταξική πάλη και στρατηγικό στόχο τους έχουν την ταξική συνεργασία, την αστική διαχείριση και την αποδοχή της ιμπεριαλιστικής, νεοφιλελεύθερης, ρατσιστικής ΕΕ.

Το αίτημα για νέο δημοψήφισμα υποστηρίζεται από τη δεξιά πτέρυγα των Εργατικών, τους Πράσινους, τους Φιλελεύθερους και τμήμα των Τόρις, με στόχο να σταματήσουν τον Φάρατζ και τον Τζόνσον. Το ίδιο το αίτημα μάλλον δεν θα το χαρακτήριζα ούτε «αριστερή» ούτε «δεξιά παρέκκλιση» (σύμφωνα με τη «Σοσιαλιστική Αντίσταση», έτσι χαρακτηρίζουν το αίτημα οι οργανώσεις του Lexit, εσφαλμένα κατά την άποψή της), κυρίως επειδή ούτε η εφαρμογή του σκληρού ή του μαλακού Brexit ούτε το νέο δημοψήφισμα και η παραμονή στην ΕΕ «όπως πριν» δεν μπορεί να εγγυηθεί φιλολαϊκότερη διαχείριση για την εργατική τάξη – το αντίθετο. Θα το χαρακτήριζα απλώς ενδοαστική διαμάχη που εντάσσεται στα διλήμματα στρατηγικής για το βρετανικό κεφάλαιο.

Στην Ουαλία, η Φορντ πρόσφατα ανακοίνωσε κλείσιμο εργοστασίου με 1.700 θέσεις εργασίας, λόγω Brexit. Εργοστάσια τροφίμων δηλώνουν φόβο για δυσκολίες στις εισαγωγές-εξαγωγές και η Νισάν, που είχε ανακοινώσει δημιουργία εργοστασίου στη Σάντερλαντ στη Βόρεια Αγγλία, ανακάλεσε την απόφασή της.(7) Ομοίως, στο Σουίντον η Χόντα ανακοίνωσε το κλείσιμο του εργοστασίου της Honda το 2022, που θα σημάνει απώλεια 3.500 θέσεων εργασίας και ακόμα περισσότερων από τον αντίκτυπο που θα έχει στην ευρύτερη οικονομία. Ωστόσο, ούτε αυτό το κόμμα του Brexit ούτε τα κόμ­μα­τα του Bremain μπο­ρούν να δώ­σουν απά­ντη­ση στα προ­βλή­μα­τα του πλη­θυ­σμού. Η μεν ευ­ρω­βου­λευ­τής του Κόμ­μα­τος του Brexit Αν Γουί­ντ­κομπ απα­ντά στους ερ­γά­τες: «Ακού­στε τη διεύ­θυν­ση του ερ­γο­στα­σί­ου σας. Τα ερ­γο­στά­σια κλεί­νουν διαρ­κώς ή με­τα­κι­νού­νται». Από την άλλη, η ευ­ρω­βου­λευ­τής των Πρα­σί­νων το μόνο που βρήκε να τους πει ήταν πως «ο κα­λύ­τε­ρος τρό­πος να μπει τέλος στην επι­χει­ρη­μα­τι­κή ανα­σφά­λεια και να δια­σφα­λι­στεί μια ευ­η­με­ρού­σα οι­κο­νο­μία που θα θω­ρα­κί­ζει τις θέ­σεις ερ­γα­σί­ας, είναι να στα­μα­τή­σου­με το Brexit». Ευ­θυ­γραμ­μι­στεί­τε δηλ. είτε με τα αφε­ντι­κά σας είτε με τα αφε­ντι­κά της ΕΕ.(8)

Στην πραγματικότητα το αν θα είναι καλύτερα τα πράγματα ή χειρότερα με το Brexit ή με το Bremain θα εξαρτηθεί από την ταξική πάλη. Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός εντός ΕΕ, με τους παρόντες όρους, είναι καταδικασμένος να συνεχίσει την παρακμή, τη λιτότητα και τις απολύσεις, ενώ με όρους ακροδεξιού Brexit θα επιτεθεί στους εργάτες και τις εργάτριες για να αναβαθμίσει το βρετανικό κράτος στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Αντί να αφήνουμε περιθώριο αυταπατών ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα εντός ΕΕ ή εκτός ΕΕ ανεξάρτητα από την ταξική πάλη, πρέπει να οργανωθούμε για να παλέψουμε ενάντια τόσο στα αφεντικά που επιθυμούν Brexit όσο και στα αφεντικά που εναντιώνονται στο Brexit, μα κι ενάντια σε όσους εξωτερικούς παράγοντες σιγοντάρουν τη μια ή την άλλη κατεύθυνση (επιτελεία της ΕΕ, των ΗΠΑ, της Κίνας-Ρωσίας κ.λπ.). Συνεπώς, ξεκινώντας από την ταξική ατζέντα: ψωμί – δουλειά, παιδεία-υγεία, πόλεμος ενάντια στο κεφάλαιο, τον φασισμό, τον εθνικισμό, τον μιλιταρισμό και τις στρατιωτικές επεμβάσεις κ.λπ., υποστηρίζουμε ασυμβίβαστα την πάλη των εργαζόμενων τάξεων σε ρήξη τόσο με τα ντόπια όσο και με τα υπερεθνικά αφεντικά, σε μια πάλη που στη διαδρομή της περιλαμβάνει υποχρεωτικά τη ρήξη με την ΕΕ και το ντόπιο κεφάλαιο και τη σοσιαλιστική προοπτική. Μια τέτοια στρατηγική, χωρίς να προτάσσει το «μέσα» ή το «έξω», θα μπορούσε να οργανώσει την πάλη απέναντι και στα δυο αστικά στρατόπεδα, οδηγώντας προς το «έξω» («έξω» από την ΕΕ και από τον ίδιο τον καπιταλισμό δηλαδή) μέσα από την ταξική εμπειρία των μαζών και όχι με τεχνοκρατικές αυταπάτες (του τύπου «με μια κυβέρνηση εθνική-πατριωτική εκτός ΕΕ κι εντός του καπιταλισμού θα είναι καλύτερα τα πράγματα-διευκολύνεται η πάλη προς τον σοσιαλισμό»). Μια τέτοια στρατηγική θα πρόσθετε ένα συνεχές κάλεσμα αγώνα στην εργατική τάξη της υπόλοιπης Ευρώπης, ως αναπόσπαστη προϋπόθεση για τη νίκη της εργατικής τάξης, χωρίς να αφήνει περιθώρια για «εθνοκεντρική» μετάφραση του Brexit.

 

 

 

Σημειώσεις – παραπομπές:

 

(1) https://rproject.gr/article/vretania-itta-gia-toris-kai-ergatikoys-keno-pragmatikis-aristeras?fbclid=IwAR1PrwAZAvQ9Xk2xiXrXvoLS9CG6u6Vb93N-vzZnM5o9_bPiJfiznXbXqq8

(2) *Για περισσότερα διαβάστε εδώ: http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article6162&fbclid=IwAR3B6zLRnA0oBAxQ7gprgzCOrzFXljStrMjggW-ZD6iMdfHOj9PdYRkdrGE)

(3) Ενδεικτικά μπορείτε να διαβάσετε εδώ:

http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article6003&fbclid=IwAR3kuY9e3VuBVG7WHc0Od4RpK6L2yvB-et1LREwa3QHQKVRsDmClDt3lFP4)

(4) https://iskra.gr/%ce%b7-%ce%b5%cf%80%ce%b9%cf%84%cf%85%cf%87%ce%af%ce%b1-brexit-%ce%bc%cf%80%ce%bf%cf%81%ce%b5%ce%af-%ce%bd%ce%b1-%ce%b3%ce%af%ce%bd%ce%b5%ce%b9-%ce%b1%cf%86%ce%b5%cf%84%ce%b7%cf%81%ce%af%ce%b1-%ce%b4/

(5) https://iskra.gr/%ce%bf%ce%b9-%ce%b5%cf%80%ce%b5%ce%bd%ce%b4%cf%85%cf%84%ce%ad%cf%82-%ce%b3%cf%85%cf%81%ce%af%ce%b6%ce%bf%cf%85%ce%bd-%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%80%ce%bb%ce%ac%cf%84%ce%b7-%cf%83%cf%84%ce%b7-%ce%b3%ce%b5/

(6) https://www.thecommunists.net/worldwide/europe/brexit-may-government-on-verge-of-collapse/?fbclid=IwAR1kcuefl6Ozj-p0YWY5cbgadMg38cGXaaV2p2iTRmjsgkSNCDoxXLqXVcs

(7) https://www.thecommunists.net/worldwide/europe/britain-after-the-european-elections-and-theresa-may-s-resignation/?fbclid=IwAR0ex_1nUshsFDvsUDYdoNDdEGfSo52ICPghgu8lhMsEZSmZE8u5TfwoSU8

(8) https://rproject.gr/article/vretania-itta-gia-toris-kai-ergatikoys-keno-pragmatikis-aristeras?fbclid=IwAR1PrwAZAvQ9Xk2xiXrXvoLS9CG6u6Vb93N-vzZnM5o9_bPiJfiznXbXqq8




Εξεγέρσεις σε Σουδάν και Αλγερία: Δυο περιπτώσεις που αξίζουν παγκόσμια αλληλεγγύη

 

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019, της Frieda Afary

Μετά το ξέσπασμα των εξεγέρσεων του Σουδάν και της Αλγερίας στις αρχές του 2019, γεννήθηκε σε μεγάλο βαθμό η ελπίδα ότι αυτές οι εξελίξεις θα ξεπεράσουν τα πολλά εμπόδια που κατέστρεψαν την επαναστατική διαδικασία που ξεκίνησε στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική το 2011.

Στο Σουδάν, οι συνεχείς μαζικές διαδηλώσεις κατά της φτώχειας και της καταπίεσης (που ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2018) και η λιποταξία των χαμηλόβαθμων στρατιωτών και των κατώτερων αξιωματικών στρατού που πέρασαν με το πλευρό της εξέγερσης ανάγκασαν την ηγεσία του στρατού να καθαιρέσει τον βάρβαρο δικτάτορα Ομάρ-Αλ- Μπασίρ στις 11 Απριλίου. Η καθιστική διαμαρτυρία χιλιάδων διαδηλωτών μπροστά στο στρατιωτικό αρχηγείο της πρωτεύουσας του Χαρτούμ διήρκεσε περισσότερο από έξι εβδομάδες, διογκώθηκε και πλαισιώθηκε από όλο και περισσότερες κοινωνικές ομάδες απαιτώντας τον τερματισμό της δικτατορίας. Οι Σουδανοί εξεγερμένοι αντιτάχθηκαν επίσης στη συμμετοχή του στρατού τους στον πόλεμο της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη και στην επίταξη  Σουδανών ανηλίκων ως στρατιωτών εκεί.

Μετά από μια τριήμερη πετυχημένη γενική απεργία στα τέλη Μαΐου, το σουδανέζικο στρατιωτικό καθεστώς επιστράτευσε την παραστρατιωτική Δύναμη Ταχείας Υποστήριξης ή RSF (γνωστή ως Janjaweed και με «προϋπηρεσία» στη γενοκτονία του Νταρφούρ) για να επιτεθεί και να συντρίψει την καθιστική διαμαρτυρία, σκοτώνοντας πάνω από εκατό και να τραυματίζοντας εκατοντάδες εκεί και σε όλη τη χώρα. ΗRSF επιτέθηκε σε νοσοκομεία και διάφορα σημεία διαμαρτυρίας, βίασαν και σκότωσαν νοσοκόμες αλλά κι άλλους από το ιατρικό προσωπικό και έριξαν τα σώματα των δολοφονημένων στον ποταμό Νείλο.

Μετά την σφαγή του Ιουνίου, οι επαναστατημένοι στο Σουδάν, κυρίως νεαροί και νεαρές εργαζόμενοι-εργαζόμενες, διοργάνωσαν μια τεράστια εκστρατεία πολιτικής ανυπακοής, η οποία έχει παραλύσει τη χώρα. Στήσανε οδοφράγματα σε πολλούς δρόμους και συνέχισαν την αντίσταση. Επίσης, συνέχισαν να στοχοποιούνται,  να σκοτώνονται, να φυλακίζονται και να βιάζονται.

Αν και οι «Δυνάμεις για την Ελευθερία και την Αλλαγή», μια συμμαχία πολιτικών κομμάτων και συνδικάτων, συμφώνησαν σε σχέδιο διαπραγματεύσεων της αιθιοπικής κυβέρνησης για τη δημιουργία μιας πολιτικής πλειοψηφίας (8 πολιτών και 7 στρατιωτικών) που θα οδηγήσει τη χώρα σε μια περίοδο πολιτικής μετάβασης καταλήγοντας σε  εκλογές, ο κυβερνών στρατηγός του Σουδάν απέρριψε την πρόταση της Αιθιοπίας στις 24 Ιουνίου. Οι περισσότεροι διαδηλωτές αρνούνται να πιστέψουν σε οποιαδήποτε συμφωνία με έναν στρατό που συνέχισε να τους σφάζει όλα αυτά τα χρόνια. Ο Σύνδεσμος των Σουδανών Επαγγελματιών (συνιστώσα της «Συμμαχίας για την Ελευθερία και την Αλλαγή») καλεί μαζικές διαδηλώσεις τη Δευτέρα 30 Ιουνίου με αίτημα την παράδοση της εξουσίας από τον στρατό σε πολίτες. [1]

Στην Αλγερία, οι πανεθνικές μαζικές διαδηλώσεις εκατομμυρίων που άρχισαν τον Φεβρουάριο, υποχρέωσαν τον Πρόεδρο Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα να παραιτηθεί στις 2 Απριλίου.  Αυτές οι διαδηλώσεις της Παρασκευής, οι οποίες αποτελούνταν κυρίως από νεολαία με έντονη τη συμμετοχή των γυναικών, πλαισιώθηκαν στη συνέχεια από διαδηλώσεις εργαζομένων στην εκπαίδευση, την υγεία, το σύστημα δικαιοσύνης, τη βιομηχανία πετροχημικών και άλλα εργατικά συνδικάτα. Δεν αντιτάσσονταν μόνο στην ανεργία, τα μέτρα λιτότητας και τη διαφθορά, αλλά ζητούσαν επίσης τον τερματισμό ολόκληρου του στρατοκρατικού καθεστώτος και την πτώση της παλιάς φρουράς που κατέχει την εξουσία στην Αλγερία από τότε που η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία το 1962. Σύμφωνα με πολλούς από τους νέους συμμετέχοντες , “Πρόκειται για την απόρριψη ολόκληρου του συστήματος” και ένα αίτημα για ριζοσπαστική δημοκρατική αλλαγή.

Αν και οι κινητοποιήσεις σε Σουδάν και Αλγερία δέχονται επίθεση αυτό το διάστημα, δεν είναι καιρός για να απελπιζόμαστε. Προκειμένου να βοηθήσουμε αυτές τις εξεγέρσεις να αντέξουν και να προχωρήσουν,  είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε αναλύοντας και κατανοώντας τα νέα χαρακτηριστικά τους:

Τα νέα χαρακτηριστικά των εξεγέρσεων σε Σουδάν-Αλγερία

Και οι δύο εξεγέρσεις αντιτίθενται στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και τα στρατιωτικά καθεστώτα. Στην περίπτωση του Σουδάν, το μισητό στρατιωτικό καθεστώς είναι ταυτόχρονα και ισλαμικό φονταμενταλιστικό κι έχει επιβάλει τον νόμο της Σαρία πάνω στον πληθυσμό.

Ο ρόλος των γυναικών και των γυναικείων αγώνων ενάντια στην πατριαρχία ήταν κεντρικός και στις δύο εξεγέρσεις. Στο Σουδάν, οι γυναίκες παλεύουν ενάντια στην αστυνομική βαρβαρότητα, τον νόμο της Σαρία, την αστυνόμευση των ηθών  και τον κώδικα ενδυμασίας. Οι φεμινιστικές οργανώσεις αποτελούν μέρος της ηγεσίας της επανάστασης. Στην Αλγερία, αγωνίζονται ενάντια στις πατριαρχικές πρακτικές που προωθούνται τόσο από το κοσμικό στρατιωτικό καθεστώς όσο και από την θρησκευτική φονταμενταλιστική αντιπολίτευση. Ο Οικογενειακός Κώδικας της χώρας κάνει διακρίσεις σε βάρος των γυναικών και τις αντιμετωπίζει ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Οι εργατικοί αγώνες στον αγροτικό τομέα, στη βιομηχανία και τον τομέα των υπηρεσιών αποτελούν αναπόσπαστο μέρος και των δύο εξεγέρσεων. Στο Σουδάν, οι γιατροί και οι δάσκαλοι αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της ηγεσίας του αγώνα μέσω του Συνδέσμου Σουδανών Επαγγελματιών. Στην Αλγερία βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα άνεργοι νέοι (γυναίκες και άνδρες), μέλη εργατικών σωματείων και ακτιβιστές.

Η πάλη ενάντια στον ρατσισμό σε βάρος των Μαύρων και στην περιθωριοποίηση τμημάτων του πληθυσμού, όπως οι Βέρβεροι στην Αλγερία και οι χριστιανοί ανιμιστές στο Σουδάν, ήταν βασική συνιστώσα του κινήματος και στις δύο εξεγέρσεις, αλλά ήταν ιδιαίτερα εμφανής στη σουδανική εξέγερση. Τα συνθήματα που ζητούσαν μια συγγνώμη για τη γενοκτονία των Μαύρων στο Νταρφούρ φωνάχτηκαν από πολλούς στο Σουδάν. Η πλατιά απήχηση του συνθήματος «όλοι είμαστε Νταρφούρ» βασίζεται στο γεγονός ότι οι πολιτοφυλακές τηςJanjaweed, που ευθύνονται για τη γενοκτονία του Νταρφούρ, επιστρατεύονται σήμερα από το σουδανικό καθεστώς για να συντρίψουν την εθνική εξέγερση.

Παρατηρείται επίσης ένα νέο στοιχείο στην αντεπαναστατική επίθεση κατά της Σουδανικής εξέγερσης. Ενώ το 2011, διάφορες περιφερειακές και παγκόσμιες δυνάμεις ισχυρίζονταν ότι διαλέγουν τη μια ή την άλλη πλευρά στις εξεγέρσεις στην Αίγυπτο ή τη Συρία, τώρα όλες οι περιφερειακές και παγκόσμιες δυνάμεις είναι ενωμένες στις προσπάθειές τους να συντρίψουν τη σουδανική εξέγερση.

Το στρατιωτικό καθεστώς του Σουδάν υποστηρίζεται από τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κατάρ, την Αίγυπτο και την Τουρκία. Υποστηρίζεται επίσης έμμεσα από το ιρανικό καθεστώς. Η Κίνα και η Ρωσία έχουν επενδύσεις στο Σουδάν και έχουν ασκήσει βέτο σε ένα χλιαρό  ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών (που προτάθηκε από τη Βρετανία και τη Γερμανία) για να καταδικάσουν την επίθεση της 3ης Ιουνίου στο Χαρτούμ. Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ ό,τι είναι προς το συμφέρον της Σαουδικής Αραβίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδότησε τη Δύναμη Ταχείας υποστήριξης (Janjaweed) του σουδανικού στρατιωτικού καθεστώτος για να σταματήσει την φυγή των  μεταναστών έξω από το Σουδάν.

Μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτές οι περιφερειακές και παγκόσμιες δυνάμεις είναι ενωμένες στην προσπάθειά τους να σταματήσουν τη Σουδανική εξέγερση όχι μόνο εξαιτίας των οικονομικών τους συμφερόντων αλλά και επειδή οι αντιπατριαρχικές και αντιρατσιστικές διαστάσεις της Σουδανικής εξέγερσης την καθιστούν την πιο προοδευτική στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Αμφισβητεί η εξέγερση την κυρίαρχη αφήγηση για το τι υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει η περιοχή: θρησκευτικό φονταμενταλισμό, στρατιωτικοποιημένο απολυταρχισμό, πατριαρχία, ρατσισμό, εθνοτικές προκαταλήψεις και θρησκευτικές συγκρούσεις.

Ενόψει αυτών των νέων εξελίξεων, πέφτει σε όλους τους επαναστάτες σοσιαλιστές της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής το καθήκον να έρθουν σε επαφή με τους συντρόφους τους  Σουδανούς και Αλγερινούς επαναστάτες και να βοηθήσουν στη δημιουργία των περιφερειακών και διεθνών σχέσεων που θα επιτρέψουν στις εξεγέρσεις να κρατήσουν και να εξαπλωθούν.

Δυο περιπτώσεις που αξίζουν  την αλληλεγγύη στην ευρύτερη περιοχή και παγκόσμια.

Μέχρι στιγμής, στην περιοχή έχει εκφραστεί η αλληλεγγύη από προοδευτικούς πολίτες και επαναστάτες στην Τυνησία, το Μαρόκο, το Λίβανο, τη Συρία (Ιντλίμπ), την Αίγυπτο. Οι Αλγερινοί και Σουδανοί επαναστάτες έχουν επίσης εκφράσει την υποστήριξή τους.

Το γεγονός ότι τόσο η σουδανική όσο και η αλγερινή εξέγερση περιλαμβάνουν την ευρεία συμμετοχή εργαζομένων στη βιομηχανία, τις υπηρεσίες, στον αγροτικό τομέα, δασκάλων, νοσοκόμων και ιατρών δείχνει και το εύρος της εργατικής αλληλεγγύης που μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για την υπόλοιπη περιοχή και τον κόσμο.

Οι αγώνες κατά της πατριαρχίας και του ρατσισμού και η μεγάλη συμμετοχή γυναικών και καταπιεσμένων μειονοτήτων στις εξεγέρσεις του Σουδάν και της Αλγερίας μπορούν να αποτελέσουν έμπνευση για τους φεμινίστριες και τις καταπιεσμένες μειονότητες στην περιοχή και σε όλο τον κόσμο.

Βγαίνουν επίσης σημαντικά διδάγματα από την ιστορία των αγώνων της Αλγερίας και του Σουδάν κατά της αποικιοκρατίας. Το σημερινό καθεστώς της Αλγερίας συμβολίζει το τραγικό γεγονός ότι μέρος μιας γενιάς επαναστατών που συμμετείχαν στον αγώνα ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία μετατράπηκε στο αντίθετό της και έγινε μια νέα βάρβαρη άρχουσα τάξη. Ο Φραντς Φανόν, στοχαστής με καταγωγή από τη Γαλλία και τη Μαρτινίκα και επαναστάτης συνόψισε τις εμπειρίες του στους αγώνες των Αλγερινών και των Αφρικανών ενάντια στην αποικιοκρατία στο βιβλίο του «Οι Άθλιοι της Γης», που συνεχίζει να μας παρέχει σημαντικά διδάγματα. Επιχειρηματολόγησε ότι για να διαρκέσει μια επανάσταση, πρέπει να ξεριζωθούν η καπιταλιστική αποξένωση από την εργασία, ο ρατσισμός και ο σεξισμός, και να πάρουν τη θέση τους ένας νέος ανθρωπισμός κι ένας  νέος διεθνισμός.

Να χτίσουμε με τα υλικά και τις ευκαιρίες που πρόσφεραν οι εξεγέρσεις του Σουδάν και της Αλγερίας. Να δημιουργήσουμε περιφερειακούς και διεθνείς δεσμούς σε αυτή τη βάση για να αλλάξουμε την πορεία των γεγονότων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, από τους ατέλειωτους πολέμους, τον απολυταρχικό καπιταλισμό, τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και τον ιμπεριαλισμό προς τον δρόμο για την απελευθέρωση.

24 Ιουνίου, 2019

http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article6142

Μετάφραση Αλέξης Λιοσάτος




Πακιστάν: Η καμπάνια διεθνούς αλληλεγγύης στους Αλί Ουαζέρ και Μοσί Νταουάρ

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019, του Πιέρ Ρουσέ

Μια καμπάνια διεθνούς αλληλεγγύης διεξάγεται από τα τέλη Μαΐου, μετά την αιματηρή καταστολή του κινήματος Παστούν Ταχφούζ (PTM) από τον πακιστανικό στρατό. Είναι σημαντικό να διαρκέσει, καθώς τα διακυβεύματα είναι μεγάλα.

Οι Παστούν (Pathans-Πάθανς) ζουν στο βορειοδυτικό Πακιστάν [1], στα σύνορα με το Αφγανιστάν (κράτος όπου επίσης ζουν πολλοί πληθυσμοί Παστούν). Το PTM διεξάγει τον αγώνα του με μη βίαιες μορφές πάλης και δεν είναι αποσχιστικό. Έτσι, διαφέρει από άλλα κινήματα που έκαναν ένοπλη απελευθερωτική πάλη στο Μπαλοκιστάν, στα νοτιοδυτικά της χώρας. Το μόνο που απαιτεί από το πακιστανικό κράτος είναι δικαιοσύνη.

Η ιστορία αυτής της περιοχής είναι πολύ περίπλοκη. Οι Παστούν ήταν η κύρια εθνική ομάδα στο Αφγανιστάν, αλλά οι πόλεμοι που κατέστρεψαν τη χώρα οδήγησαν πολλούς Παθάνους να εγκατασταθούν στην πακιστανική πλευρά των συνόρων. Η ηγεσία τους έχει ενσωματωθεί στη λειτουργία του κράτους, της κυβέρνησης και, ιδιαίτερα, του σώματος αξιωματικών του στρατού κι έχει εξαπλωθεί σε όλη τη χώρα.

Το PTM γίνεται επίσης  στόχος  βίαιων επιθέσεων από τα κινήματα των Ταλιμπάν που επιχειρούν σε ολόκληρη την περιοχή. Ο Αλί Ουαζέρ, ένας από τους δυο βουλευτές των Παστούν που βρίσκονται σήμερα στη φυλακή, είδε την οικογένειά του να αποδεκατίζεται από αυτούς.

Ένα μαζικό κίνημα

Τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης τείνουν να ταυτίζουν τους Παστούν με τους Ταλιμπάν. Ο αγώνας του ΡΤΜ δείχνει ότι αυτό δεν ισχύει. Κι αυτό είναι ακόμα περισσότερο αλήθεια, καθώς το PTM είναι κοινωνικά πολύ γειωμένο και πολύ αντιπροσωπευτικό.

Οι Παστούν εκτιμάται ότι ανέρχονται σε περίπου 50 εκατομμύρια, με τα περισσότερα να ζουν στο Πακιστάν (περίπου 30 εκατομμύρια;). [2] Πέρα από τον πληθυσμό που κατοικεί στο Αφγανιστάν, η διασπορά των Παστούν είναι σημαντική στην Ευρώπη, την Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχουν επίσης ισχυρή εκπροσώπηση μεταξύ των μεταναστών εργαζομένων στη Μέση Ανατολή.

Οι Παστούν βρίσκονται επίσης σε διάφορα μέρη του Πακιστάν, κι έτσι εξηγείται πιθανότατα ότι το PTM έγινε το μεγαλύτερο μαζικό κίνημα στη χώρα, ικανό να να οργανώνει κινητοποιήσεις όχι μόνο στα βορειοδυτικά, αλλά και στη Λαχόρ (Πουντζάμπ) και το Καράτσι (Σίντ, στα νότια) για παράδειγμα. Έχει την ενεργό στήριξη ενός μετώπου οργανώσεων της πακιστανικής αριστεράς. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους έχει μπει στο στόχαστρο των στρατιωτικών και μυστικών υπηρεσιών που θέλουν να το τσακίσουν.

Στις 26 Μαΐου, ο στρατός πυροβόλησε σε μια ειρηνική διαδήλωση που διοργάνωσε το PTM διαμαρτυρόμενο για τη βία και κακοποίηση που υπέστη ο πληθυσμός (ειδικά οι γυναίκες) κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στην παραμεθόρια περιοχή. Τουλάχιστον 13 άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 40 τραυματίστηκαν. Οι δύο βουλευτές του PTM, Αλί Ουαζέρ και Mοσί Νταουάρ, συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και στη συνέχεια κλείστηκαν στις φυλακές του Πεσαβάρ [3]. Οι δυο τους ήταν άμεσοι στόχοι των πυρών και ο Μοσίν Νταουάρ ήταν ένας από τους τραυματίες.

Το PTM είναι μαζικό κίνημα κι έχει δύο εκλεγμένα μέλη στη Βουλή. Ο Αλί Ουαζέρ είναι μέλος της οργάνωσης “Ο αγώνας”, που πρόσφατα έγινε τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς. Ο Μοσίν Νταουάρ δεν ανήκει σε κάποιο κόμμα. Και οι δύο δείχνουν μεγάλο θάρρος.

Μια βιώσιμη καμπάνια αλληλεγγύης

Έχουν κερδίσει μεγάλη υποστήριξη στο Πακιστάν, συμπεριλαμβανομένων των φεμινιστικών ομάδων που είναι πολύ ευαισθητοποιημένες στη βία κατά των γυναικών Παστούν από τις δυνάμεις καταστολής του κράτους και των Ταλιμπάν.

Μια διεθνής καμπάνια μαζέματος υπογραφών έχει ξεκινήσει μέσω της ιστοσελίδας European solidar sans frontières (ESSF). Έχουν μαζευτεί ήδη 500 περίπου υπογραφές από πολλές χώρες: Αργεντινή και Βραζιλία, Γαλλία, Πολωνία και Πορτογαλία, Φιλιππίνες (Mindanao), Καναδά-Κεμπέκ, Τυνησία και Αλγερία, για να αναφέρουμε μερικές. Η συγκέντρωση υπογραφών δημοσιεύεται επί του παρόντος στην αρχική σελίδα του ιστοτόπου μας [4]

Ο στόχος αυτής της καμπάνιας είναι τριπλός:

  • Η άμεση απελευθέρωση του Αλί Ουαζέρ και του Μοσί Νταουάρ.
  • Να εξασφαλιστούν ασφαλείς συνθήκες μετά την απελευθέρωσή τους. Ο πακιστανικός στρατός διατηρεί στενούς δεσμούς με τις οργανώσεις των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν (άλλες επιχειρούν στο ίδιο το Πακιστάν) και δεν είναι σίγουρο ότι θα αποτρέψει τη δολοφονία τους.
  • Να επιστρέψει στην κανονικότητα στα βορειοδυτικά όπου οι Παστούν ζουν σήμερα σε συνθήκες πραγματικού αποκλεισμού και κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Επομένως, δεν πρόκειται για καμπάνια που θα τελειώσει «μια κι έξω». Πρέπει να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Γενικά, οι προοδευτικές δυνάμεις στο Πακιστάν βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση. Η στήριξη του PTM είναι μια από τις κινήσεις αλληλεγγύης που πρέπει να δείξουμε προς την Αριστερά και το κίνημα του πακιστανικού λαού. Η “εξαφάνιση”  bloggers,  συνδικαλιστών, αγροτικών ηγετών και η χρήση  βασανιστηρίων είναι συνήθη φαινόμενα. Τα κινήματα των γυναικών αντιμετωπίζουν πολύπλευρη βία. Ό,τι απέμεινε από τα δημοκρατικά δικαιώματα απειλείται. Άλλες καμπάνιες αλληλεγγύης βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.

http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article6150

Μετάφραση: Αλέξης Λιοσάτος




Η εθνική απεργία των καθηγητών στη Χιλή βγάζει χιλιάδες στους δρόμους

Κυριακή 14 Ιουλίου 2019, του Σεμπαστιάν Ουχίντα Τσάβεζ

80 χιλιάδες εκπαιδευτικοί στα δημόσια σχολεία στη Χιλή βρίσκονται σε απεργία διαρκείας. Στο στόχαστρό τους θέτουν το νεοφιλελεύθερο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας – η σκληρή κληρονομιά της δικτατορίας του Πινοσέτ που ανέτρεψε τον Σαλβαδόρ Αλιέντε.

Πριν από έξι εβδομάδες, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών Χιλής (CPC) ανακοίνωσε απεργία διαρκείας, αφού η κυβέρνηση έθεσε τέρμα στις διαπραγματεύσεις σχετικά με  αιτήματα που αφορούσαν τον τερματισμό των επισφαλών συνθηκών εργασίας και τις συνθήκες εκπαίδευσης στα δημόσια σχολεία της χώρας. [1] Το συνδικάτο, που  εκπροσωπεί όλους τους εκπαιδευτικούς των δημόσιων σχολείων της Χιλής, εκτιμά ότι πάνω από ογδόντα χιλιάδες δάσκαλοι συμμετέχουν στην απεργία. [2]

Από τότε, η CPC έχει οργανώσει μια σειρά μαζικών διαδηλώσεων που έχουν κινητοποιήσει εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές, καθηγητές και εργάτες στους δρόμους της Χιλής. Καθώς οι διαμαρτυρίες κλιμακώνονται και 1 εκατομμύριο μαθητές συνεχίζουν να είναι «έξω από την τάξη», η ιστορία φαίνεται να επαναλαμβάνεται για την κυβέρνηση του συντηρητικού προέδρου Σεμπαστιάν Πινέρα, ο οποίος είχε περάσει άλλη μια κρίση νομιμοποίησης κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησής του το 2010, και τότε πάλι ως αποτέλεσμα των οργισμένων κινητοποιήσεων των μαθητών και των εκπαιδευτικών.

Ανοιχτές πληγές

Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα πολιτικά κινήματα στη Χιλή σήμερα, αυτή η κατάσταση έχει τις ρίζες της στη στρατιωτική δικτατορία του Αουγκούστο Πινοσέτ. Και ενώ η στρατιωτική χούντα του Πινοσέτ ανέτρεψε τα δημοκρατικά οφέλη που είχαν κατακτηθεί επί Αλιέντε, η κεντροαριστερή συμμαχία Concertación (=Συμφωνία) διαπραγματεύτηκε με τον Πινοσέτ για να διασφαλίσει ότι οι νεοφιλελεύθεροι πυλώνες του καθεστώτος θα παρέμεναν άθικτοι κατά τη διάρκεια της «μετάβασης στη δημοκρατία».

Για τον λόγο αυτό, η Χιλή διατηρεί το σύνταγμα του στρατιωτικού καθεστώτος, το οποίο μέχρι σήμερα δεν εγγυάται την εκπαίδευση ως δικαίωμα. Αντίθετα, ζητά από το κράτος να παίζει βοηθητικό  ρόλο με ένα σύστημα κουπονιών, δημιουργώντας μια αγορά εκπαίδευσης – μαζί με όλες τις ανισότητες που δημιουργεί η αγορά. Η δικτατορία κατακερμάτισε επίσης το εκπαιδευτικό σύστημα μεταφέροντας τη διοίκηση των δημόσιων σχολείων στην αρμοδιότητα των δήμων, των επιχειρήσεων και των ιδιωτών σχολαρχών.

Αυτό σήμαινε ότι οι συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών δεν τελούσαν πλέον υπό τη νομοθεσία του δημοσίου, αλλά μάλλον υπόκειντο στους αδύναμους εργατικούς νόμους που διέπουν τον ιδιωτικό τομέα. Κατ ‘αυτόν τον τρόπο, οι εκπαιδευτικοί – η μεγάλη πλειοψηφία τους πλέον γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας – δεν επωφελήθηκαν από το διάταγμα του 1981 που αναπροσάρμοζε τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων κατά 90%.

Πάνω από τέσσερις δεκαετίες αργότερα, πενήντα οκτώ χιλιάδες δάσκαλοι εξακολουθούν να αναμένουν αυτή την αναπροσαρμογή, η οποία θα σήμαινε αύξηση 30% των μισθών τους και θα ανερχόταν σχεδόν σε 14 δισεκατομμύρια αμερικάνικα δολάρια. [3] Η καταβολή αυτού του ιστορικού χρέους βρίσκεται στην πρώτη θέση στον κατάλογο αιτημάτων της CPC και βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο του εθνικού πολιτικού διαλόγου.[4] Αυτό το κίνημα, που  προέκυψε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη δράση από τα κάτω, τώρα έχει αποκτήσει αρκετή δύναμη για να επιβάλει τον τόνο της συζήτησης.

Πολιτικό πλαίσιο

Οι δολοφονίες, απαγωγές κι εξορίες των αγωνιστών της εργατικής τάξης της Χιλής, από τη  δικτατορία του Πινοσέτ μετά την ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε, έπληξαν σοβαρά τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα, δηλαδή το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Από τότε, τα κόμματα αυτά προσπάθησαν να προλάβουν τις λαϊκές κινητοποιήσεις μέσω μιας αυστηρά ελεγχόμενης μεταρρυθμιστικής ατζέντας, που επιδίωκε να ελαφρύνει, παρά να καταργήσει, τις πελατειακές σχέσεις και  τις ανισότητες που κυριαρχούν στη Χιλή. Και παρόλο που η δημιουργία  νέων κομμάτων της εργατικής τάξης πιέζει τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές προς τα αριστερά, ο ρόλος τους στην εδραίωση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης τους έχει κάνει να χάσουν την υποστήριξη εκατομμυρίων Χιλιανών εργατών.

Κατά συνέπεια, όταν η υποψήφια Σοσιαλίστρια Μισέλ Μπασελέ κέρδισε την προεδρία το 2006, δεν έκανε τίποτα περισσότερο από να καλέσει νέους να συμμετάσχουν σε κυβερνητικές “ομάδες εργασίας” για να κάμψει τη μαχητικότητα εκατοντάδων χιλιάδων μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που έβγαιναν στους δρόμους και καταλάμβαναν τα σχολεία τους για να διαμαρτυρηθούν για τις τεράστιες ανεπάρκειες του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Η πρόβλεψη ότι οι μεταρρυθμίσεις του Μπασελέτ δεν θα απέτρεπαν για καιρό μια επόμενη εξέγερση, έστρεψε τις οικονομικές ελίτ στον κεντροδεξιό υποψήφιο του «νόμου και της τάξης», Σεμπαστιάν Πινέρα, το 2010.

Όπως σημειώνει ο Ρενέ Ρόχας, ο Πινέρα απέτυχε οικτρά στην προσπάθειά του να αποτρέψει τις κινητοποιήσεις των μαθητών Λυκείου και Γυμνασίου οι οποίοι τότε είχαν περάσει στο κολέγιο και αναζωπύρωσαν το φοιτητικό κίνημα μαζί με τους μαχητικούς δασκάλους, λιμενεργάτες και ανθρακωρύχους, σε ένα μέτωπο με ευρύτερα αντι-νεοφιλελεύθερα αιτήματα για συνταξιοδοτικές και εργατικές μεταρρυθμίσεις. Η μη εξεύρεση λύσης για τα ασταμάτητα κύματα των πορειών και καταλήψεων σχολών “που πλέον περιείχαν και μια δόση ταξικής δυσπιστίας”, ο Πινέρα εξαπέλυσε ένα κύμα καταστολής “που είχε να εμφανιστεί από τη δικτατορία”, χρησιμοποιώντας κανόνια νερού και επιθέσεις σκύλων, προχωρώντας  σε εκατοντάδες συλλήψεις κάθε βράδυ .

Η κυβερνητική καταστολή του 2011 οδήγησε τον Πινέρα σε ποσοστό αποδοχής 26%, όντας έτσι ο πιο αντιδημοφιλής πρόεδρος μετά τη μετάβαση στη δημοκρατία το 1990. [5] Με την αυξανόμενη λαϊκή υποστήριξη στις κινητοποιήσεις και την απότομη πτώση της  νομιμοποίησης της κυβέρνησης, η αστική τάξη της χώρας δεν είχε άλλη επιλογή από το να στραφεί σε συμμαχία με το Κομμουνιστικό Κόμμα στις εκλογές του 2014.

Η υποστήριξη των Κομμουνιστών και η απρόθυμη έγκριση των ηγετών του κινήματος, εξασφάλισαν στην Μπασελέτ μια δεύτερη ευκαιρία. Αλλά οι αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις της Μπασελέτ με τις οποίες προχώρησε σε περαιτέρω διαχωρισμό (αντί για ενοποίηση) του εκπαιδευτικού συστήματος και έθετε ρυθμίσεις (και όχι τερματισμό) της κερδοσκοπίας στην εκπαίδευση στάθηκε αδύνατο να μετριάσουν την κρίση νομιμοποίησης της κυβέρνησης. [6] Επίσης, οδήγησαν σε μια σειρά σημαντικών ρήξεων στο εργατικό κίνημα και στην ευρύτερη πολιτική σκηνή.

Με το καινούριο

Η «εξέγερση της βάσης» ήταν ένα αυθόρμητο κίνημα εκπαιδευτικών που κινητοποίησε περισσότερους από εξήντα χιλιάδες δασκάλους εναντίον του τότε προέδρου της CPC Χάιμε Γκαχάρτο, επίσης ηγετικού στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος, που έκλεισε κρίσιμη συμφωνία με την κυβέρνηση Μπασελέτ χωρίς να λάβει υπόψη τη βούληση των εκπαιδευτικών. [7]

Ο Γκαχάρτο, έχοντας προδώσει την εμπιστοσύνη της βάσης του συνδικάτου, έχασε τη θέση που κατείχε για πάνω από μια δεκαετία από τον Μάριο Αγκιλάρ το 2014. Υπό τον Αγκιλάρ, η CPC ζωντάνεψε τα τελευταία χρόνια και αποστασιοποιήθηκε από το κατεστημένο, επιλέγοντας αντίθετα να αντλήσει δύναμη από τη νεότερη και μαχητικότερη γενιά εκπαιδευτικών που είχαν εμπειρίες από τις κινητοποιήσεις του 2006 και του 2011 και δεν φοβόντουσαν να πολεμήσουν με δόντια και με νύχια για να σώσουν τη δημόσια εκπαίδευση.

Από ό,τι φαίνεται, η διπλή προδοσία των παραδοσιακών αριστερών σημάδεψε για τα καλά τη γενιά που οδήγησε τις φοιτητικές κινητοποιήσεις το 2006 και το 2011. Μερικοί από τους βασικούς-ές αγωνιστές-στριες του κινήματος, οι οποίοι τότε ηγούνταν στους φοιτητικούς  συλλόγους των πανεπιστημίων και στη συνέχεια αναδείχθηκαν στο πολιτικό προσκήνιο, άρπαξαν την ευκαιρία για να δημιουργήσουν νέα πολιτικά κόμματα και να δώσουν κεντρικές εκλογικές μάχες.

Οι πολιτικές δυνάμεις που διαμορφώθηκαν μετά την εξέγερση της βάσης συσπειρώθηκαν γύρω από μια μαζική πολιτική οργάνωση για να δημιουργήσουν έγκαιρα τον συνασπισμό του Ευρέος Μετώπου (Frente Amplio) για τις προεδρικές εκλογές του 2017. Αν και ο κεντροαριστερός συνασπισμός έχασε από τον κεντροδεξιό συνασπισμό του Πινέρα στις γενικές εκλογές, το Ευρύ Μέτωπο πήρε μόλις 3% λιγότερο από το κεντροαριστερό κατεστημένο στις εκλογές (στΜ το Ευρύ Μέτωπο πήρε 20,3%).

Η μαζική υποστήριξη που κερδήθηκε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από το «Ευρύ Μέτωπο» είναι δείγμα του ευάλωτου του κάποτε ηγεμονικού νεοφιλελεύθερου στρατοπέδου της Χιλής. Από αυτή την άποψη, το ξέσπασμα της εθνικής απεργίας καθηγητών σήμερα, δύο χρόνια μετά τη δημιουργία του Ευρέος Μετώπου, δείχνει το πόσο έδαφος έχει κερδίσει η εργατική τάξη μέσα από την οργάνωσή της.

Η σημερινή Σύγκρουση

Η απεργία της CPC, τώρα στην έκτη εβδομάδα, ποντάρει σε αυτή την κατάκτηση για να επιτύχει μια νίκη για τους καθηγητές, για τους οποίους το συγκεκριμένο στοίχημα αντιπροσωπεύει τη μοναδική ελπίδα για ένα αξιοπρεπές, δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα και τρόπο ζωής. [8]

Για τους εκπαιδευτικούς, αυτό σημαίνει κυρίως καταβολή των χρωστούμενων του κράτους  στα συνταξιοδοτικά τους ταμεία, κατάργηση του τιμωρητικού συστήματος αξιολόγησης και ασφάλιση για τους περισσότερους από πενήντα χιλιάδες καθηγητές που εργάζονται με βραχυπρόθεσμες συμβάσεις και βρίσκονται αντιμέτωποι με απολύσεις κάθε Δεκέμβριο χωρίς καν να λαμβάνουν αποζημιώσεις. Επιπλέον, η CPC ενέκρινε τα αιτήματα των μαθητών για ένα νέο δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Από αυτή την άποψη, τα αιτήματα της CPC αντικατοπτρίζουν τόσο την άθλια κατάσταση της δημόσιας εκπαίδευσης στη Χιλή όσο και την επείγουσα ανάγκη για μια εναλλακτική λύση στο μοντέλο της, το νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Η αντιμετώπιση αυτού του αγώνα από το κατεστημένο ως πρόκληση για την πολιτική (νεοφιλελεύθερη) συναίνεση αποδείχθηκε κρίσιμη για τη διάρκεια της απεργίας, δίνοντας στο κίνημα αρκετό χώρο για ευρείες συμμαχίες από τις οποίες θα αντλούσε στήριξη. Ταυτόχρονα, αυτή η γραμμή αντιμετώπισης ώθησε την πολιτική ελίτ σε ένα  βυθιζόμενο πλοίο που δεν θα εγκαταλείψει ποτέ: την οιονεί θρησκευτική πίστη στις θεραπευτικές δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς.

Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη ότι η Μαρσέλα Κουμπίλος, κόρη ενός υπουργού την εποχή της δικτατορίας και  σημερινή υπουργός Παιδείας, απέχει πλήρως από τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην απεργία. Επιπλέον, αρνούμενη να δώσει στην απεργία κάποιου είδους νομιμοποίηση, η Κουμπίλος απέφυγε επανειλημμένα να συναντήσει τους εκπαιδευτικούς ή και να σχολιάσει την απεργία, αποφεύγοντας πρακτικά αρνούμενη τον ρόλο της ως μεσάζοντα μεταξύ της κυβέρνησης και των εκπαιδευτικών. [9] Βαθιά δυσαρεστημένος από τη πεισματική άρνηση του υπουργείου να διαπραγματευτεί, ο Aγκιλάρ επιβεβαίωσε ότι η CPC είχε “την υποχρέωση να βγει στους δρόμους” ενάντια σε μια τόσο κραυγαλέα “έλλειψη σεβασμού” και απαράδεκτη αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών. [10]

Αρχικά, η κυβέρνηση υιοθέτησε την ίδια στρατηγική που εφάρμοσε το 2011: αρνήθηκε να συναντηθεί με τους εκπαιδευτικούς και να σταθεί εχθρικά απέναντι στο κίνημα. Ως αποτέλεσμα, οι τελευταίες έξι εβδομάδες χαρακτηρίστηκαν από μια ολοένα αυξανόμενη ένταση μεταξύ του υπουργείου και της CPC.

Για παράδειγμα, σε μια κίνηση άμεσης πρόκλησης προς τους δασκάλους, ο Πρόεδρος Πινέρα κήρυξε την απεργία “παράνομη” και τα αιτήματα “αδύνατο” να γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Απαντώντας, ο Αγκιλάρ επιβεβαίωσε ότι οι «τεχνοκρατικές» δηλώσεις του προέδρου δεν έγιναν καλά δεκτές στους κόλπους των εκπαιδευτικών, προσθέτοντας ότι «δεν είναι προς το συμφέρον του Προέδρου να μιλάμε για παρανομίες», αναφερόμενος στις πολυάριθμες περιπτώσεις διαφθοράς και συγκρούσεων συμφερόντων που ταλανίζουν την κυβέρνηση Πινέρα. [11]

Ομοίως, ο ισχυρισμός του Προέδρου ότι η απεργία «έχει προκαλέσει τεράστιες ζημιές στη δημόσια εκπαίδευση και ειδικά στους ευάλωτους μαθητές» έχει εξοργίσει τους ίδιους τους μαθητές. Εξάλλου, μόνο το προηγούμενο έτος, η κυβέρνηση Πινέρα διεξήγαγε έναν σκληρό πόλεμο απέναντι στους μαθητές, πρώτον στερώντας με νόμο σημαντικές εργασιακές προστατευτικές ρυθμίσεις από τους μαθητές ή φοιτητές που ταυτόχρονα εργάζονται και, δεύτερον, για την πρόταση ενός μέτρου που πρακτικά ποινικοποιούσε την οργάνωση των μαθητών υπό το πρόσχημα της δημιουργίας “ασφαλούς μαθησιακού περιβάλλοντος” [12].

Παρά τις προσπάθειες της σημερινής κυβέρνησης να σπείρει διχόνοιες μεταξύ μαθητών και καθηγητών, η Συνομοσπονδία Χιλιανών Μαθητών (CONFECH) και η οργάνωση μαθητών λυκείου συμπαρατάχθηκαν με την CPC την περασμένη εβδομάδα για να καλέσουν την πρώτη εθνική πανεκπαιδευτική απεργία. Επίσης, στη συνέντευξη Τύπου συμμετείχαν εκπρόσωποι των ενώσεων κρατικών υπαλλήλων στην Εκπαίδευση. [13]

“Για εμάς ως καθηγητές, το ότι βασιζόμαστε σε μια τόσο πλατιά βάση υποστήριξης είναι ανεκτίμητο. Είναι τμήμα του σχεδόν 70% του πληθυσμού που υποστηρίζει το κίνημά μας “, δήλωσε ο Αγκιλάρ σε μια αίθουσα γεμάτη καθηγητές, μαθητές, εργαζόμενους και πολιτικούς συμπαραστάτες.

Πράγματι, η απειλή μιας εθνικής εκπαιδευτικής απεργίας έδωσε στην Υπουργό Κουμπίλος το κίνητρο που χρειαζόταν για να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την περασμένη Δευτέρα. Μετά την προβλεπόμενη συνάντηση μεταξύ της υπουργού και του προέδρου της CPC, ο Αγκιλάρ δήλωσε ότι κερδήθηκαν σημαντικά αιτήματα. Τα πιο αξιοσημείωτα ανάμεσά  τους είναι η κατάργηση της εξοντωτικής διαδικασίας αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, η δέσμευση για αύξηση της χρηματοδότησης σε υποβαθμισμένα σχολεία και δημόσιες σχολικές υποδομές, υψηλότεροι μισθοί για τους εκπαιδευτικούς ειδικής εκπαίδευσης και η δημιουργία κυβερνητικής επιτροπής για το θέμα του ιστορικού χρέους στους βετεράνους καθηγητές. [14] Ενώ αυτές οι παραχωρήσεις αφορούν λιγότερα από τα μισά των αρχικών αιτημάτων της CPC,  αντιπροσωπεύουν μια ιστορική νίκη για τους δασκάλους, οι οποίοι πολεμούν για «μια χαμένη υπόθεση» από τότε που πήρε την εξουσία το στρατιωτικό καθεστώς. [15] Ως εκ τούτου, ο Αγκιλάρ ζήτησε από τους περισσότερους από πενήντα χιλιάδες δασκάλους της CPC να ψηφίσουν τον τερματισμό της απεργίας υποστηρίζοντας ότι «το σημαντικότερο επίτευγμα του κινήματος μας είναι ο σεβασμός του λαού. Eίναι η αγάπη του λαού που έζησαν οι εκπαιδευτικοί. [16] Για το λόγο αυτό, πιστεύω ότι είναι καιρός να σταματήσουμε την απεργία. Είναι καιρός να πάρουμε αυτό που κερδίσαμε και να διασφαλίσουμε την εφαρμογή του. ”

Είτε η ψήφος της βάσης ψηφίσει για συνέχεια είτε για τερματισμό της κινητοποίησης, αυτές οι τελευταίες τριάντα επτά ημέρες διεύρυναν τις δυνατότητες  για ένα κίνημα που, λίγο πριν από μια δεκαετία, δεν μπορούσε να κερδίσει ούτε τις παραμικρές παραχωρήσεις.

Όπως οι πρόσφατες απεργίες των εκπαιδευτικών στις Ηνωμένες Πολιτείες περπάτησαν «χέρι με χέρι» με τη μαζική ανάπτυξη του σοσιαλιστικού κινήματος, έτσι και η μάχη για τη διάσωση της δημόσιας εκπαίδευσης στη Χιλή προέκυψε στο πλαίσιο μιας αυξανόμενης αντιπαράθεσης με τον καπιταλισμό στη χώρα. [17] Η απεργία δεν αποτελεί μόνο μια δοκιμασία της πολιτικής οργάνωσης του κινήματος, αλλά και μια απόδειξη της πολιτικής εξέλιξης της εργατικής τάξης. Μέσα από τον αγώνα και ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, οι Χιλιανοί επανέφεραν ένα κίνημα του είδους που πολλοί πίστευαν ότι έχει πεθάνει με τον Αλιέντε.

http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article6147

Μετάφραση: Αλέξης Λιοσάτος.

ΣτΜ: Τελικά η απεργία κράτησε άλλη μια εβδομάδα, κι έληξε στις 22 Ιουλίου. Συνολικά η απεργία κράτησε 7 εβδομάδες. Η βάση ψήφισε με 67,37% σταμάτημα της απεργίας, είναι όμως αξιοσημείωτο ότι ένα 32,63% ψήφισε τη συνέχισή της.

 




Νότια Αφρική: Απεργία ενάντια στη σεξουαλική παρενόχληση: μια ισχυρή στιγμή στην ιστορία της εργασίας

 

Τι χρειάζεται για να πάρει στα σοβαρά η κυβέρνηση μια καταγγελία σεξουαλικής παρενόχλησης; Εάν η είδηση για την πρόσφατη απεργία της Εθνικής Ένωσης Μεταλλεργατών της Νότιας Αφρικής (Numsa) ήταν κάτι που  μπορούσε να προσπεραστεί εύκολα, δεν ισχύει το ίδιο με τους περίπου 290 απεργούς εργάτες που παρέμειναν κάτω από τη γη χωρίς φαγητό και πόσιμο νερό για εννέα ημέρες.

Από τις 19 έως τις 27 Ιουνίου, μια απεργία κάτω από τη γη πραγματοποιήθηκε στο ορυχείο χρωμίου Lanxess κοντά στο Rustenburg στα Βορειοδυτικά, κατά τη διάρκεια της οποίας οι εργαζόμενοι απαίτησαν από τη διοίκηση να πάψει αμέσως και να τιμωρήσει  τον φερόμενο ως δράστη σεξουαλικής παρενόχλησης. Χρειάστηκαν εννέα ημέρες για να επιτευχθεί συμφωνία, ώστε τα μέλη των συνδικάτων να επιστρέψουν στην εργασία.

Πρόκειται για μια αξιοσημείωτη επίδειξη δύναμης και μια στιγμή εξαιρετικής ενότητας από τους εργαζόμενους για την υποστήριξη μιας συναδέλφισσάς τους που βίωσε σεξουαλική παρενόχληση.

Οι εργαζόμενοι, άνδρες και γυναίκες, ζήτησαν να αντιμετωπιστεί από την διοίκηση των ορυχείων ένα ζήτημα μακρόχρονης σεξουαλικής παρενόχλησης. Το θέμα είχε τεθεί τον Αύγουστο του 2018, αλλά δεν είχε επιλυθεί μέχρι τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους. Η καταγγέλλουσα, μια εργάτρια στα υπόγεια ορυχεία, υπέστη σεξουαλική παρενόχληση από έναν διευθυντή, προϊστάμενο ορυχείων με τον οποίο εργαζόταν.

Η γυναίκα κατέθεσε καταγγελία, αλλά η διοίκηση, μέσω του διευθυντή ανθρώπινου δυναμικού και δύο άλλων ανώτερων υπαλλήλων, την πίεσε να την αποσύρει. Ήταν καθαρό στον καταγγέλλοντα και στο συνδικάτο ότι ο διευθυντής και οι δύο συνάδελφοί του συνέπρατταν με τον φερόμενο ως δράστη.

Για να εντείνουν την πίεση πάνω στη γυναίκα να αποσύρει την καταγγελία, το συνδικάτο ισχυρίζεται ότι την υποχρέωσαν να καθίσει στην ίδια αίθουσα με τον φερόμενο θύτη και την ενθάρρυναν να επιλυθεί το ζήτημα μέσω του διαλόγου.

Το συνδικάτο διαμαρτυρήθηκε για τη συμπεριφορά του διευθυντή ανθρώπινου δυναμικού και την προφανή υποστήριξή του στον δράστη. Μόνο μετά από αυτό ο προϊστάμενος τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Ωστόσο, η παύση του ήταν σύντομη και επανήλθε στη θέση του χωρίς να ειδοποιηθεί η γυναίκα σχετικά με το γιατί έληξε η αναστολή των καθηκόντων του. Αναγκάστηκε να συνεχίσει να εργάζεται μαζί του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Η απεργία που ακολούθησε ως αποτέλεσμα της στάσης της εταιρείας ήταν πάρα πολύ σκληρή και βίαιη.

Όπως δήλωσε ο πανεθνικός εκπρόσωπος της Numsa,  Phakamile Hlubi: “Ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη στιγμή για τα μέλη μας. Κοιμόντουσαν στο κρύο σκληρό  δάπεδο, χωρίς κουβέρτες … μέσα στον χειμώνα. Εισέπνεαν χρώμιο και, ακόμα χειρότερα, μερικές φορές από τη διοίκηση των ορυχείων τους αρνιόντουσαν ακόμα και το πόσιμο νερό. Υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις που η διοίκηση αρνήθηκε να επιτρέψει την αποστολή τροφίμων στους εργαζόμενους. Η στάση τους ήταν ότι αν οι εργαζόμενοι τα καταφέρνουν δύσκολα, πρέπει να τερματίσουν την απεργία και στη συνέχεια θα τους δώσουν τρόφιμα. Μια εκ των ημερών της απεργίας, (21 Ιουνίου), η διοίκηση έκοψε την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στο ορυχείο. Αυτό στέρησε το νερό και τον εξαερισμό για τους εργαζόμενους που βρίσκονταν κάτω από τη γη. Κατά τη διάρκεια της απεργίας, τουλάχιστον 12 εργαζόμενοι νοσηλεύτηκαν για διάφορες παθήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες οφείλονταν στην αφυδάτωση και την πείνα, ενώ άλλοι γιατί τους απαγορεύθηκε η πρόσβαση σε φάρμακα για χρόνιες παθήσεις.”

Λαμβάνοντας υπόψη τα προχωρήματα που έχουν γίνει στους χώρους δουλειάς μέσα από σκληρές μάχες για την πρόληψη και αντιμετώπιση της μάστιγας της σεξουαλικής παρενόχλησης, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ένα τέτοιο είδος διαμαρτυρίας ήταν απαραίτητο για να γίνει πράξη το δικαίωμα της εργάτριας στην ασφάλεια και την αξιοπρέπεια.

Το 2002, ο κανονισμός των μεταλλείων της Νότιας Αφρικής επέβαλε ποσοστώσεις που απαιτούσαν από τις επιχειρήσεις εξόρυξης να απασχολούν μια ποσόστωση 10% γυναικείου προσωπικού. Το 2018, αυτή η ποσόστωση είχε ξεπεραστεί στον κλάδο, με το Αρχείο Συμβάντων και Αριθμών του Συμβουλίου Ορυχείων Νότιας Αφρικής για το 2018 να αναφέρει ότι το 15% των εργαζομένων στον μεταλλευτικό τομέα ήταν γυναίκες.

Η Asanda Benya, η οποία είχε αναλάβει μια μελέτη σχετικά με τις εργαζόμενες γυναίκες στα ορυχεία του Rustenburg, εξηγεί ότι οι γυναίκες που εργάζονται στα ορυχεία παραμένουν βασικά στις χαμηλότερες τάξεις, με πολλές να εργάζονται υπόγεια. Τις υπόγειες θηλυκές ανθρακωρύχους διευθύνουν βασικά άνδρες προϊστάμενοι και διευθυντές βάρδιας, κάτι που αποτελεί μια προφανή σχέση εξουσίας και που τις καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτες.

Η δύναμη της εξουσίας στο πλαίσιο της απασχόλησης έχει αναγνωριστεί από τα δικαστήρια ως ένα κρίσιμο στοιχείο της σεξουαλικής παρενόχλησης. Όπως απεφάνθη κι ένα δικαστήριο που αφορούσε την υπόθεση μεταξύ Campbell Scientific Africa από τη μια μεριά και Simmers και Σία από την άλλη, μια υπόθεση του 2016 που έφτασε μέχρι το Εφετείο: «Στον πυρήνα της, η σεξουαλική παρενόχληση αφορά την άσκηση εξουσίας και κυρίως αντικατοπτρίζει τις σχέσεις εξουσίας που υπάρχουν τόσο στην κοινωνία γενικά όσο και συγκεκριμένα σε ένα συγκεκριμένο χώρο εργασίας.”

Η Benya αναφέρει ότι ακόμη και το ταξίδι κάτω από τη γη μέσα σε ένα κλουβί για να φτάσουν οι θηλυκές ανθρακωρύχοι στις υπόγειες περιοχές τις θέτει σε κίνδυνο. Οι γυναίκες που έδωσαν συνέντευξη παραπονέθηκαν ότι αντιμετώπιζαν απρεπή αγγίγματα, πασπατέματα και χαϊδολογήματα, όσο βρίσκονταν στοιβαγμένες με τους άνδρες συναδέλφους τους.

Η συγκεκριμένη περίπτωση της καταγγέλλουσας δεν ήταν μεμονωμένη. Την περασμένη εβδομάδα, η εφημερίδα The Daily Sun ανέφερε στον περιφερειακό γραμματέα της Numsa Jerry Morulane ότι η διοίκηση αρνείται να αντιμετωπίσει γενικώς την αχαλίνωτη σεξουαλική παρενόχληση στα ορυχεία και ότι ιδιαίτερα διευθυντές βάρδιας και οι προϊστάμενοι εκμεταλλεύονται τις γυναίκες.

Στο πλαίσιο ενός Συντάγματος που βασίζεται στις αξίες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του Νόμου περί Ισότητας στην Απασχόληση, το οποίο αναγνωρίζει ότι η παρενόχληση ενός εργαζομένου αποτελεί μορφή άδικης διάκρισης, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι-ες έπρεπε να φτάσουν σε αυτό το σημείο για να ακουστούν. Αυτός ο νόμος επιβάλλει το καθήκον στους εργοδότες να εξαλείψουν τις άδικες διακρίσεις στο εργασιακό περιβάλλον. Και ο τροποποιημένος κώδικας Ορθής Αντιμετώπισης για τη διαχείριση περιπτώσεων σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας, που εκδόθηκε από τον Υπουργό Εργασίας το 2005 με βάση τον νόμο για την ισότητα απασχόλησης, διευρύνει αυτό το καθήκον περισσότερο.Ο κώδικας επιβάλλει στους εργοδότες την υποχρέωση να δημιουργήσουν ένα ασφαλές περιβάλλον για τις εργαζόμενες και να διασφαλίσουν ότι ο χώρος εργασίας θα σέβεται την αξιοπρέπεια των εργαζομένων και ότι οι καταγγέλλουσες σεξουαλική παρενόχληση δεν θα αισθάνονται ότι οι καταγγελίες τους αγνοούνται, θα σχετικοποιούνται ή ότι θα πρέπει να φοβούνται για αντίποινα. Δηλώνει ότι πρέπει να υπάρχουν σαφείς κανόνες, οι εργαζόμενοι να τους γνωρίζουν και αυτοί οι κανόνες πρέπει να διευκρινίζουν ότι υπάρχουν συνέπειες για φερόμενους ως αυτουργούς, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν πειθαρχική δίωξη και απόλυση. Οι εργοδότες πρέπει να αποσαφηνίσουν τις διαδικασίες με τις οποίες γίνεται η καταγγελία της σεξουαλικής παρενόχλησης και πρέπει να λάβουν μέτρα για την εξάλειψή της μόλις αναφερθεί ένα τέτοιο περιστατικό.

Στην υπόθεση της εταιρείας SA Metal Group (Pty) Ltd εναντίον ενός Επιτρόπου, μια υπόθεση του 2014 που έφτασε στο δικαστήριο εργατικού δικαίου, το δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να γίνει χρήση και εφαρμογή του Κώδικα. Στην υπόθεση PE εναντίον Κοινότητας Ikwezi και σε μια υπόθεση του 2016, το δικαστήριο προχώρησε περισσότερο και απεφάνθη ότι οι εργοδότες θα πρέπει να εκπαιδεύουν τους υπαλλήλους τους με βάση τον κώδικα.

Μια υπόθεση του 2006, μεταξύ Piliso και Old Mutual, έδειξε την κατάσταση στην οποία μπορεί να περιέλθει ένας εργοδότης εάν δεν λάβει μέτρα για την εξάλειψη της ανάρμοστης συμπεριφοράς. Μόλις μια καταγγελία κατατεθεί στον εργοδότη, ο εργοδότης πρέπει να ενεργήσει. “Είναι αποδεκτό και εύλογο ότι ένας εργοδότης έχει καθήκον να λαμβάνει την κατάλληλη μέριμνα για την ασφάλεια των υπαλλήλων του και να παρέχει στους εργαζομένους του ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον”.

Η διοίκηση συχνά επιδεικνύει ένα αξιοσημείωτο επίπεδο αδιαφορίας σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης καταγγελιών σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας. Μια πολιτική που να βασίζεται στην καταγγέλλουσα σεξουαλική παρενόχληση θα έπρεπε μέχρι τώρα να έχει ενσωματωθεί σε όλους τους χώρους εργασίας. Αυτή θα επέτρεπε την υποβολή καταγγελιών σε συγκεκριμένα άτομα που δεν είναι μέλη της διοίκησης και θα όριζε διαδικασίες σχετικά με τον τρόπο χειρισμού της καταγγελίας. Το να επιτρέπεται σε διευθυντές ανθρώπινου δυναμικού να ασχολούνται με τις καταγγελίες μπορεί να αποδειχθεί προβληματικό, καθώς υπάρχει η πιθανότητα να συμπράξουν με τους κατηγορούμενους που είναι συνάδελφοί τους διευθυντές.

Επιπλέον, η πίεση στις καταγγέλλουσες να παραμείνουν στο ίδιο δωμάτιο με τους δράστες για να προσπαθήσουν να «ξεκαθαρίσουν τα πράγματα» είναι καταστροφική και επιζήμια για την καταγγέλλουσα και υπονομεύει εξ ολοκλήρου τον ρόλο του μεσολαβητή από τη μεριά τους. Η επιλογή ως προς το αν αυτό είναι κάτι που επιθυμούν να κάνουν πρέπει να αφήνεται στην καταγγέλλουσα. Εάν η καταγγέλλουσα αποφασίσει να μην το πράξει, οι πολιτικές θα έπρεπε να προσφέρουν σαφώς και άλλες εναλλακτικές επιλογές.

Στην περίπτωση της σεξουαλικής παρενόχλησης στο ορυχείο Lanxess, η διοίκηση έφθασε σε συμφωνία με το συνδικάτο μετά από μια εξαντλητική απεργία εννέα ημερών. Η διοίκηση συμφώνησε ότι ο  φερόμενος δράστης θα τεθεί σε ειδική άδεια, εν αναμονή της ολοκλήρωσης της έρευνας σχετικά με την κατηγορία που του αποδιδόταν. Επίσης, συμφώνησε να διεξαγάγει έρευνα σε βάρος τριών διευθυντών που φέρονται να απέτυχαν να αντιμετωπίσουν κατάλληλα τις καταγγελίες περί σεξουαλικής παρενόχλησης, έρευνα που θα αποφάσιζε αν πρέπει να διωχθούν πειθαρχικά. Τέλος, συμφωνήθηκε ότι όλες οι έρευνες θα διεξάγονται από μια ανεξάρτητη εξωτερική ομάδα για να διασφαλιστεί ότι οι διευθυντές δεν θα εμπλέκονται στη διαδικασία.

Όπως λέει ο Hlubi: «Ήταν μια δυνατή στιγμή στην ιστορία του εργατικού κινήματος, όπου οι άνδρες και οι γυναίκες ενώθηκαν και διακινδύνευσαν τη ζωή τους για να πολεμήσουν ενάντια στη βία με βάση το φύλο. Ήταν πρόθυμοι-ες να υπομείνουν τις αφόρητες συνθήκες κάτω από το έδαφος και να εκτεθούν σε ακραίες ταλαιπωρίες και βάσανα, για να δείξουν ότι δεν θα ανεχτούν την κακοποίηση και τον εκφοβισμό των εργαζομένων. Απαιτούσαν πραγματική αλλαγή και ήταν πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους γι ‘αυτό. Ως Numsa, είμαστε πάρα πολύ περήφανοι για αυτούς που φάνηκαν τόσο γενναίοι-ες και θαρραλέοι-ες ».

http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article6149

Μετάφραση Αλέξης Λιοσάτος

 




Οδοιπορικό σε μονοπάτια της γερμανικής εργατικής τάξης

Εµπειρίες και συµπεράσµατα από ταξίδι γνωριµίας µε εργατικούς και κινηµατικούς χώρους στο Βερολίνο

Των Χρήστου Παναγιωτόπουλου* και Γιώργου Ορταντζόγλου**

Κατά τη διάρκεια της οικονοµικής καπιταλιστικής κρίσης και των µνηµονίων, µια οµάδα εργαζοµένων, συνδικαλιστών και συνταξιούχων Γερµανών συγκρότησε πρωτοβουλία αλληλεγγύης προς τους Έλληνες. Η οµάδα αυτή των αγωνιστών Γερµανών, επισκέφτηκε αρκετές φορές την Ελλάδα και είχε συναντήσεις µε διάφορες συλλογικότητες και συνδικαλιστικές οργανώσεις. Στο πλαίσιο αυτών των συναντήσεων, τον Σεπτέµβριο του 2018,  επισκέφτηκαν το αµαξοστάσιο του ∆ήµου Βύρωνα και είχαν συνάντηση µε τους εργαζόµενους στο κυλικείο της καθαριότητας. Αντίστοιχη συνάντηση πραγµατοποιήθηκε και µε τη Λαϊκή Συνέλευση Νέας Φιλαδέλφειας- Νέας Χαλκηδόνας. Μετά τις συναντήσεις αυτές, η γερµανική επιτροπή αλληλεγγύης προς τους Έλληνες, µας κάλεσε, ως αντιπροσώπους των εργαζόµενων και συνδικαλιστών των ∆ήµων Βύρωνα και Φιλαδέλφειας-Χαλκηδόνας, να  επισκεφτούµε διάφορες πόλεις της Γερµανίας, προκειµένου να διαπιστώσουµε πώς έχουν τα πράγµατα στον εργασιακό τοµέα, στα συνδικάτα και στα κινήµατα εκεί. Η επίσκεψη πραγµατοποιήθηκε από τις 11 έως τις 17 Μαΐου 2019, κυρίως στο Βερολίνο, το Αµβούργο και την πόλη Ζαλτς Γκίτε όπου εδράζεται η χαλυβουργία.

Έτσι, το Σάββατο 11 Μαΐου, ξεκίνησε ένα όµορφο ταξίδι. Αρχικά ήµασταν µουδιασµένοι. ∆εν φανταζόµασταν ότι θα µας επιφυλασσόταν µια τόσο εγκάρδια φιλοξενία από Γερµανούς συναγωνιστές. Ούτε ότι για µία εβδοµάδα θα είχαν διαµορφώσει ένα τόσο έντονο πρόγραµµα καθηµερινών συναντήσεων µε συλλογικότητες και σωµατεία, καθώς και επισκέψεων σε χώρους εργασίας, αλλά και συµµετοχής σε πορείες και διαδηλώσεις.

Ας αναφερθούµε πιο συγκεκριµένα στο ταξίδι, ξεφυλλίζοντας το ηµερολόγιό µας, στο οποίο καταγράψαµε όλες τις σηµαντικές στιγµές αυτού του ταξιδιού.

Κυριακή 12 Μαΐου: Το µεσηµέρι, µε τον Άντι και την Αλεξάνδρα  κατευθυνθήκαµε στην περιοχή του δυτικού Βερολίνου Ντελ Μπεχάλ, για να συναντήσουµε συνδικαλιστές και εργαζόµενους διαφόρων κλάδων. Η συνάντηση έγινε στα γραφεία του συνδικάτου, σε ένα ιστορικό κτήριο, όπου το 1925-26 στεγάζονταν τα συνδικάτα των τυπογράφων. Στη συνάντηση έγινε διεξοδική συζήτηση µε συνδικαλιστές από τους κλάδους της υγείας και τα ταχυδροµεία, καθώς και µε τον πρόεδρο των εργαζοµένων στον ηλεκτρικό σιδηρόδροµο.

Οι συνδικαλιστές µας ενηµέρωσαν για τις µεγάλες περικοπές των µισθών που γίνονται τα τελευταία χρόνια στη Γερµανία και την προώθηση της ιδιωτικοποίησης σε διάφορους τοµείς και υπηρεσίες. Ένας από τους στόχους  της ιδιωτικοποίησης είναι να µειωθεί το εργατικό κόστος. Οι ιδιώτες αλλάζουν τους όρους εργασίας προς το χειρότερο και µειώνουν τους µισθούς. Οι δηµόσιες υπηρεσίες και τα νοσοκοµεία δηµιουργούν θυγατρικές εταιρείες και σε αυτές µεταφέρουν προσωπικό και προσλαµβάνουν εργαζόµενους µε συµβόλαια χειρότερα σε µισθό και δικαιώµατα. Τα σωµατεία αντιδρούν και αγωνίζονται για να µην υπάρχουν εργαζόµενοι δύο ταχυτήτων, να διατηρηθούν οι µισθοί και τα συµβόλαια εργασίας και να µη γίνονται θυγατρικές εταιρείες σε δηµόσιες υπηρεσίες.

Το 2008 στο νοσοκοµείο ΣΑΡΙΤΕ του Βερολίνου, δηµιουργήθηκε  θυγατρική εταιρεία. Στην αρχή της λειτουργίας της οι εργαζόµενοι είχαν τις ίδιες αµοιβές µε το τµήµα που είχε αποµείνει στο ∆ηµόσιο. Στη συνέχεια σταδιακά επιβλήθηκε διαφορετικός µισθός, µε αποτέλεσµα όσοι εργάζονται σε αυτή αµείβονται µε 800 έως 1.200 ευρώ λιγότερα το µήνα. «Το 2015 προχωρήσαµε σε πολιτικό αγώνα και απαιτήσαµε κοινά συµβόλαια εργασίας, καταφύγαµε και στα δικαστήρια και δικαιωθήκαµε, αφού οι εργοδότες της θυγατρικής εταιρείας απειλήθηκαν µε φυλάκιση», µας είπαν. Ο µισθός στο νοσοκοµείο τον πρώτο χρόνο ανέρχεται σε 2.800 ευρώ µικτά -35% κρατήσεις- και µετά από δέκα χρόνια υπηρεσίας φτάνει τα 4.200 ευρώ το µήνα.

Ιδιωτικοποίηση σιδηροδρόµων

«Μετά την κατάρρευση της Αν. Γερµανίας και την επανένωση των δύο Γερµανιών, το 1993, αποφασίστηκε από την κυβέρνηση η  ιδιωτικοποίηση των γερµανικών σιδηροδρόµων», µας είπε ο συνδικαλιστής εκπρόσωπος των εργαζοµένων. Στη δυτική Γερµανία οι εργαζόµενοι ήταν δηµόσιοι υπάλληλοι, στη ανατολική δεν ήταν. Από το 1994 άρχισε η ιδιωτικοποίηση µέρους των σιδηροδρόµων. Αρχικά δεν υπήρχαν επιπτώσεις στα εργασιακά και µισθολογικά δικαιώµατα. Όσο όµως περνούσαν τα χρόνια, οι µισθοί µειώνονταν τόσο για τους νέους εργαζόµενους όσο και στους παλιούς, και όλο και περισσότερα τµήµατα του σιδηρόδροµου ιδιωτικοποιούνταν. Πριν  ιδιωτικοποιηθούν, έσπασαν – χωρίστηκαν αρχικά σε κοµµάτια και έγιναν θυγατρικές εταιρείες. Αυτό διευκόλυνε την ιδιωτικοποίηση. Ακόµη και οι υποδοµές των σιδηροδρόµων έγιναν θυγατρικές εταιρείες και ιδιωτικοποιηθήκαν.

Το 2008 οι σιδηρόδροµοι µπήκαν και στο χρηµατιστήριο, αρχικά σε ποσοστό 25%. Στη συνέχεια ιδιωτικοποιήθηκε το 50% των σιδηροδρόµων και ταυτόχρονα µειώθηκαν οι µισθοί  και οι παροχές στους εργαζόµενους.

Τα συνδικάτα συναίνεσαν σε αυτές τις πολιτικές!  Στο σιδηρόδροµο λειτουργούσαν δύο συνδικάτα, ένα των οδηγών και ένα όλων των άλλων εργαζοµένων. Το 2006 το συνδικάτο των οδηγών διαλύθηκε, ενώ αργότερα, µε παρέµβαση των εργαζοµένων δηµιουργήθηκε ξανά.

«Σύµφωνα µε τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι µεταφορές πρέπει να δοθούν σε ιδιώτες. Αυτό το κατάφεραν στη Γερµανία σε αρκετές περιοχές, κρατίδια. Στο Βερολίνο δεν τα κατάφεραν, δεν πέρασε η ιδιωτικοποίηση στον ηλεκτρικό σιδηρόδροµο, εξαιτίας του αγώνα των εργαζοµένων και της αλληλεγγύης του κόσµου»,  µας λένε οι συνδικαλιστές.

«Η Ε. Ένωση και η κυβέρνηση επιµένουν στην πολιτική της ιδιωτικοποίησης του ηλεκτρικού σιδηροδρόµου. Οκτώ µεγάλες εταιρείες από όλο τον κόσµο ενδιαφέρονται να αγοράσουν µέρος ή και όλο τον ηλεκτρικό σιδηρόδροµο», µας ανέφερε ο συνδικαλιστής και συνέχισε: «Οι ηγεσίες των συνδικάτων περιορίζονται µόνο στο αίτηµα να είναι δίκαιος ο διαγωνισµός. Αρκετοί εργαζόµενοι διαφωνούν. Χρειάζεται αντίσταση ώστε να µην προχωρήσει συνολικά η ιδιωτικοποίηση. Το 2015 εκλέχτηκα επικεφαλής στο συνδικάτο των οδηγών και στη συνέχεια στο συµβούλιο των σιδηρόδροµων. Ο νόµος επιβάλλει τη συµµετοχή εκπροσώπου των εργαζοµένων στο συµβούλιο των σιδηρόδροµων. Ο εκπρόσωπος των εργαζοµένων δεν πρέπει να συνδιοικεί, χρειάζεται να είναι απέναντι στην εργοδοσία», µας τόνισε µε νόηµα.

(…)

Ιδιωτικοποίηση των Ταχυδροµείων

Συνδικαλιστής από τα Ταχυδροµεία µας ενηµέρωσε για την κατάσταση στο κλάδο λέγοντας ότι τα Ταχυδροµεία ιδιωτικοποιήθηκαν τµηµατικά. Αυτοµατοποιήθηκαν υπηρεσίες και απολύθηκαν εργαζόµενοι. Από 30.000 έµειναν 15.000 εργαζόµενοι και µειώθηκαν ο µισθός και οι παροχές.

Το 2015 έγιναν µεγάλες απεργίες ενάντια στην ιδιωτικοποίηση. Τέσσερις εβδοµάδες απεργούσαν οι ταχυδροµικοί υπάλληλοι, εµποδίζοντας την πολιτική της ιδιωτικοποίησης. «Οι παλιοί εργαζόµενοι δεν πλήττονται προς το παρόν, µένουν µε τα ίδια, παλιά συµβόλαια αµοιβών και δικαιωµάτων. Οι νέοι προσληφθέντες όµως µετά το 2015, υπογραφούν νέα, πιο φτηνά συµβόλαια και έχουν λιγότερα δικαιώµατα, µικρότερο µισθό, διαφορετικό ωράριο. Έχουµε διάφορες ‘‘ταχύτητες’’ εργαζοµένων. Αυτό δεν διαµορφώνει ενιαία παραγωγικά χαρακτηριστικά, ενιαία συνείδηση, στάση και συµπεριφορά των εργαζοµένων. Όσοι προσληφθούν µετά το 2020 θα έχουν ακόµη χειρότερα συµβόλαια και µειωµένα δικαιώµατα. Οι εργαζόµενοι µετά το 2015 δεν έχουν την καλύτερη σχέση µε τα συνδικάτα, φοβούνται να συµµετέχουν, δεν εµπνέονται από τα συνδικάτα. Αναθέτουν στους συνδικαλιστές την επίλυση των προβληµάτων τους».

(…)

Το πρόβληµα της στέγης

∆ιανυκτερεύσαµε στο Αµβούργο και την Τετάρτη 15 Μαΐου επιστρέψαµε στο Βερολίνο. Συναντηθήκαµε µε µια συλλογικότητα γειτονιάς που αναπτύσσει δράσεις κυρίως για το µεγάλο πρόβληµα της στέγης που αντιµετωπίζουν οι πολίτες στο Βερολίνο. Στη συνάντηση είχαν κληθεί εκπρόσωποι του σωµατείου εργαζοµένων για να ενηµερώσουν για τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι εργαζόµενοι στον κλάδο των ΗΟSΤΕL (πανδοχεία µε δωµάτια µε πολλά κρεβάτια), διότι βρίσκονται σε κινητοποίηση εναντίον των αντεργατικών πρακτικών της εργοδοσίας.

Μετά την εισήγηση του πρόεδρου του σωµατείου, ακολούθησε πλούσια συζήτηση που ανέδειξε για άλλη µία φορά την επίθεση που κάνουν οι εργοδότες ενάντια στα δικαιώµατα των εργαζοµένων, παραβιάζοντας ακόµα και την υπάρχουσα εργατική νοµοθεσία. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στον αγώνα που έκαναν οι εργαζόµενοι για να δηµιουργήσουν σωµατείο, η εργοδοσία προχώρησε σε απολύσεις προκειµένου να τους εκφοβίσει, αλλά  δικαιώθηκαν από τα δικαστήρια. Ακόµη όµως και µετά τη δηµιουργία του σωµατείου, η εργοδοσία συνεχίζει να επιβάλλει νέα συµβόλαια, µε περιορισµένα δικαιώµατα και χαµηλότερους µισθούς στις προσλήψεις των νέων εργαζοµένων. Σε αυτό το σωµατείο οι εργαζόµενοι αντιδρούν και βρίσκονταν σε κινητοποίηση για 3 εβδοµάδες. Γενικά, πληθαίνουν οι εργοδότες που επιδιώκουν να καταργήσουν δικαιώµατα των εργαζοµένων, να επιβάλουν µικρότερες αµοιβές, ακόµη και από αυτά που προβλέπει η νοµοθεσία, µε αποτέλεσµα να ξεσπούν διάφοροι µικροί εργατικοί αγώνες σε επιχειρήσεις. Στην προσπάθεια των εργοδοτών να επιβάλουν νέο εργασιακό και µισθολογικό καθεστώς χειρότερο από το προβλεπόµενο, συνεπικουρούν και νέες επιχειρήσεις µε Έλληνες ιδιοκτήτες. Φέρνουν Έλληνες µετανάστες, µε συµφωνίες από την Ελλάδα, καταπατώντας τους όρους αµοιβής και εργασίας που ισχύουν στη Γερµανία.

Την  Πέµπτη 16 Μαΐου έγινε συγκέντρωση διαµαρτυρίας έξω από την είσοδο του HOSTEL. Στη συγκέντρωση παραβρεθήκαµε κι εµείς κρατώντας πλακάτ αλληλεγγύης. Μιλήσαµε στη συγκέντρωση και περιγράψαµε τα προβλήµατα των εργαζοµένων στην Ελλάδα, διατυπώνοντας την ανάγκη  αλληλεγγύης και κοινής δράσης ενάντια στην πολιτική της Ε. Ένωσης, των κυβερνήσεων και των εργοδοτών.

(…)

Όλοι σχεδόν µας ανέφεραν τα πανάκριβα ενοίκια και το πρόβληµα στέγασης. Στη Γερµανία και ιδιαίτερα στα µεγάλα αστικά κέντρα, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης είναι σχεδόν ανύπαρκτο. Τα σπίτια ανήκουν σε µεγάλες εταιρείες που τα εκµεταλλεύονται. Στο Βερολίνο το 85% των κατοικιών είναι µε ενοίκιο. Υπάρχουν εταιρείες που έχουν στη διάθεσή τους δεκάδες χιλιάδες διαµερίσµατα. Ένα τέτοιο παράδειγµα είναι η µεγαλύτερη εταιρεία VONOVIA,   που έχει στην ιδιοκτησία της 120.000 ακίνητα.

Ιδιαίτερα µετά την πτώση της Αν. Γερµανίας, το πρόβληµα οξύνεται συνεχώς, ιδιαίτερα στο Βερολίνο – αλλά όχι µόνο. Στην πρώην Αν. Γερµανία τα σπίτια ανήκαν στο κράτος, που τα διέθετε σχεδόν δωρεάν στους πολίτες – σε αντίθεση µε τη δυτική Γερµανία που τα είχαν πάντα εταιρείες. Με την πτώση του καθεστώτος και την ενοποίηση των δύο Γερµανιών, τα σπίτια της πρώην Αν. Γερµανίας τα αγόρασαν µε πολύ µικρό τίµηµα ιδιωτικές εταιρείες και διάφοροι επιτήδειοι, στους οποίους σχεδόν χαρίστηκαν.

Αυτή η κατάσταση δηµιούργησε εντελώς νέα δεδοµένα και αποτέλεσε πεδίο κερδοφορίας και κερδοσκοπίας για τις εταιρείες. Οι εταιρείες επισκευάζουν τα σπίτια και στη συνέχεια επιβάλλουν νέα ενοίκια στους ενοίκους, ζητώντας υπερβολικά ποσά. ∆ιαφορετικά, τους ζητούν να φύγουν και προχωρούν σε έξωση.

Η κατάσταση αυτή δεν γίνεται αποδεχτή πλέον από πάρα πολλούς ενοικιαστές, που αρνούνται να φύγουν από τα σπίτια που µένουν και προχωρούν σε κατάληψη της κατοικίας τους. Το 2012 οι εταιρείες ξεκίνησαν να κάνουν µαζικές εξώσεις, οι ενοικιαστές αντέδρασαν και σιγά-σιγά άρχισε να δηµιουργείται κίνηµα, αφού διάφορες κατηγορίες ανθρώπων (συνταξιούχοι, ανάπηροι) αρνούνται να φύγουν από το σπίτι και να δεχτούν την έξωση. (…) Επισκεφτήκαµε και συνοµιλήσαµε µε ανθρώπους που ζουν µε τις οικογένειές τους σε κατειληµµένα διαµερίσµατα. Είδαµε µαζικά κατειληµµένες πολυκατοικίες. Ακούσαµε την ιδέα ότι χρειάζεται να δηµιουργηθεί  µια χάρτα δικαιωµάτων των πολιτών και των ενοικιαστών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, που θα ασκεί πιέσεις και θα απαιτεί λύσεις από τις κυβερνήσεις.

Τα παραπάνω αναφέρθηκαν, µεταξύ άλλων στη συζήτηση την Πέµπτη 16 Μαΐου. Ακούσαµε κατοίκους που έζησαν στο ανατολικό Βερολίνο να αναφέρουν ότι το προηγούµενο καθεστώς διάθετε κατοικία στον κόσµο, κάτι που δεν γίνεται σήµερα, και ότι το θέµα της στέγης αποτελεί τεράστιο κοινωνικό πρόβληµα.

(…)

Υποστηρίζουν ακόµη ότι η κατοικία και η στέγαση των ανθρώπων είναι κοινωνικό δικαίωµα όλων. Ο καπιταλισµός το αντιµετωπίζει και αυτό σαν εµπόρευµα και µέσο κερδοφορίας και κερδοσκοπίας. Το κίνηµα που αναπτύσσεται, και αποκτά και πολιτικούς συµµάχους, ζητεί να υπάρχει πλαφόν στο ύψος του ενοικίου. Ακόµη ζητεί να γίνει δηµοψήφισµα στο Βερολίνο. Να  γίνουν απαλλοτριώσεις των µεγάλων εταιρειών και να περάσουν τα σπίτια στο κράτος. Το σύνταγµα της Γερµανίας από το 1948 προβλέπει ότι µπορεί να γίνονται απαλλοτριώσεις και κοινωνικοποιήσεις στη βιοµηχανία και την κατοικία. «Απαιτούµε το κράτος να δηµιουργήσει κατοικίες που να νοικιάζονται µε χαµηλό ενοίκιο. Να προορίζονται για χαµηλά και µεσαία εισοδήµατα».

(…)

Συµπεράσµατα

Συνοψίζοντας τα όσα αποκοµίσαµε από αυτή την επίσκεψη στην Γερµανία θα µπορούσαµε να πούµε ότι:

• Τα τελευταία χρόνια και στη χώρα αυτή επιδιώκεται από το κεφάλαιο να περιοριστούν οι εργατικές κατακτήσεις και να διαµορφωθούν νέες εργασιακές σχέσεις, µε περιορισµένους µισθούς και δικαιώµατα, κυρίως για τους νέους εργαζόµενους.

• Έχουν αυξηθεί και εκεί τα όρια ηλικίας για τη σύνταξη – στα 67.

• Οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν προχωρήσει και τοµείς του ∆ηµοσίου λειτουργούν ως επιχειρήσεις µε όρους αγοράς.

• Το κράτος πρόνοιας είναι σε διαρκή υποχώρηση. Ωστόσο ασκείται ακόµη κάποιο είδος κοινωνικής πολιτικής για τα λαϊκά στρώµατα, τους ανέργους κ.λπ.

• Το βασικότερο κοινωνικό πρόβληµα είναι το πρόβληµα της στέγης.

• Οι µισθοί στη Γερµανία δεν έχουν καµία σχέση µε τους µισθούς στην Ελλάδα, όµως πολύ µεγάλο µέρος του µισθού δαπανάται για το ενοίκιο κατοικίας. Το ωράριο εργασίας στις υπηρεσίες καθαριότητας είναι µεγαλύτερο από την Ελλάδα – 37 έως 38,5 ώρες, έναντι 32 ωρών την εβδοµάδα. Οι συνθήκες εργασίας, όµως, η υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία δεν έχουν σχέση µε τα όσα συµβαίνουν και ισχύουν στην Ελλάδα. Γίνονται συχνά  ιατρικές εξετάσεις, δεν υπάρχει από ό,τι φαίνεται εντατικοποίηση στην εργασία, ενώ υπάρχει αυστηρή τήρηση  του ωραρίου. Τα ρούχα εργασίας πλένονται στο χώρο εργασίας από την υπηρεσία, υπάρχουν κυλικεία και εστιατόρια στους χώρους εργασίας. Γίνεται διαρκής εκπαίδευση στους εργαζόµενους και σεµινάρια. Οι εργάτες καθαριότητας δεν ανεβαίνουν πίσω στα σκαλοπάτια του απορριµµατοφόρου, για λόγους προστασίας της υγείας τους. Τα οχήµατα και µηχανήµατα που χρησιµοποιούν είναι σε πολύ καλή κατάσταση. Τα συνδικάτα έχουν ουσιαστικό λόγο στη λειτουργία της υπηρεσίας καθαριότητας. Είναι σχεδόν όλοι συνδικαλισµένοι. Οι νεότεροι εργαζόµενοι εκφράζουν σε ένα µικρό βαθµό άρνηση στο να συνδικαλιστούν. Η µηνιαία  συνδροµή στο συνδικάτο ανέρχεται στο 1% του µισθού. Σε όσους συµµετέχουν σε πολυήµερες απεργίες, καταβάλλεται οικονοµική αποζηµίωση από το συνδικάτο.

• Έχει αξία να αναφέρουµε ότι στις συναντήσεις που είχαµε µε συνδικαλιστικούς φορείς, εργαζόµενους, συλλογικότητες κ.λπ., ζητήµατα καπιταλιστικής ανατροπής τέθηκαν σε περιορισµένο βαθµό. Επίσης, στη µεγάλη αντιφασιστική διαδήλωση στο κέντρο του Βερολίνου, οργανώσεις και κόµµατα όπως το DIE LINKE, οι Πράσινοι, το SPD κ.λπ., καθώς και απλός κόσµος, κρατούσαν σηµαίες της Ε.Ε. Αντίθετα, διαβάσαµε συνθήµατα κατά της Ε.Ε. σε προεκλογικές αφίσες στους δρόµους από το ακροδεξιό AFD καθώς και το γερµανικό µ-λ.

• Από τις συζητήσεις διαπιστώσαµε ότι η επίθεση του κεφαλαίου και των αστικών  κυβερνήσεων στα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώµατα είναι κοινή σε όλη την Ε. Ένωση, µε διάφορες ταχύτητες και ρυθµούς. Τονίσαµε τον αντεργατικό και αντιλαϊκό χαρακτήρα της Ε. Ένωσης και την ανάγκη να υπάρξουν κοινές πρωτοβουλίες και δράσεις των συνδικάτων και των κινηµάτων σε όλη την Ευρώπη, γιατί τα προβλήµατα των εργαζοµένων είναι κοινά.

Στο Βερολίνο έχει γίνει ήδη η αρχή ενός τέτοιου µαζικού κινήµατος. Βαρύνεται ακόµη από τις δεκαετίες του σοσιαλδηµοκρατικού εκφυλισµού, αλλά υπάρχει και αναπτύσσεται µε ελπιδοφόρο τρόπο. Ας συµπορευτούµε µαζί του µη ξεχνώντας τα λόγια της Ρόζας:

«Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο!». Ηλίθιοι δήµιοι! Η ‘‘τάξη’’ σας είναι χτισµένη πάνω στην άµµο. Η επανάσταση αύριο ‘‘θα υψώσει τη βροντερή φωνή της ως τους ουρανούς’’. Τροµαγµένοι θα ακούσετε το νικητήριο σάλπισµά της: Ήµουν, είµαι και θα είµαι!»

(Ρόζα Λούξεµπουργκ, 14 Γενάρη 1919)

*Πρόεδρος του Συλλόγου Εργαζοµένων του δήµου Βύρωνα

**Μέλος του ∆.Σ. του Συλλόγου Εργαζοµένων του δήµου και µέλος της Λαϊκής Συνέλευσης Ν. Φιλαδέλφειας – Νέας Χαλκηδόνας