1

Πορεία αλληλεγγύης για την Παλαιστίνη αύριο στις 12 μ. στο Σύνταγμα

Στη Γάζα συντελείται μια γενοκτονία από τον Ισραηλινό στρατό κατοχής. Το κράτος -τρομοκράτης του Ισραήλ επιδίδεται σε μια τεράστια επιχείρηση εξόντωσης του παλαιστινιακού λαού. Τρεις μήνες από την έναρξη των βομβαρδισμών η Γάζα έχει ισοπεδωθεί με πάνω από 23000 αμάχους νεκρούς με την πλειοψηφία μικρά παιδιά και γυναίκες, είναι χωρίς νερό, ρεύμα, με κατεστραμμένα νοσοκομεία και υποδομές, με εκατοντάδες χιλιάδες να έχουν εκτοπιστεί, ενώ εκδηλώνεται από αέρος και ξηράς η εισβολή του Ισραηλινού στρατού. Αυτές τις μέρες ο νους και η καρδιά μας είναι με τη μαρτυρική Γάζα.
Είναι κατάπτυστη η θέση της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και των κομμάτων της αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ) που στηρίζουν και σπεύδουν να δικαιολογήσουν το κράτος-δολοφόνο στο όνομα της «καταπολέμησης της τρομοκρατίας». Προκαλεί η θέση των περισσότερων ΜΜΕ που καθοδηγούμενα από τις ΗΠΑ, την ΕΕ και τα επιχειρηματικά συμφέροντα (όπως η εκμετάλλευση των ΑΟΖ στη Μεσόγειο) έχουν αναλάβει εκστρατεία πρωτοφανούς αντιστροφής και παραμόρφωσης της πραγματικότητας. Προσπαθώντας να παρουσιάσουν το θύμα ως θύτη, τον αμυνόμενο ως επιτιθέμενο, τους βομβαρδισμούς αμάχων ως νόμιμη άμυνα και το κράτος-δολοφόνο και τρομοκράτη ως φορέα δημοκρατίας.

Συγκέντρωση διαμαρτυρίας έχει προγραμματιστεί αύριο Σάββατο –όπως και κάθε Σάββατο– στις 12 το μεσημέρι στο Σύνταγμα από την Ένωση Παλαιστινίων Εργαζομένων.




Από τα κάτω και προς τ’ αριστερά

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας “Κόκκινo Νήμα” Νο46 που κυκλοφορεί

Με ενιαίο µέτωπο και µαζική αντικαπιταλιστική αριστερά ενάντια στις «εναλλακτικές» του Κέντρου και της άκρας δεξιάς, να µετατρέψουµε τη δυσαρέσκεια σε µαζική αντίσταση

Οι κοινωνικές συνθήκες δηµιουργούν κοινωνική δυσαρέσκεια σε διευρυνόµενη κλίµακα, αλλά οι ήττες και η ιστορικών διαστάσεων αδυναµία της Αριστεράς δεν επιτρέπουν στην κοινωνική δυσαρέσκεια να εκφραστεί απ’ τα κάτω και προς τα αριστερά, µε αποτέλεσµα ο πολιτικός άξονας να µετατοπίζεται δεξιότερα, να κυβερνούν η δεξιά ή το ακραίο κέντρο και να ενδυναµώνεται η φευδο-εναλλακτική της άκρας δεξιάς. Αυτή θα µπορούσε να είναι µια απλή-γενική περιγραφή της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και την Ευρώπη, µε όλες τις αναγκαίες προσαρµογές µε βάση τις ιδιαιτερότητες των επιµέρους χωρών. Στην Ελλάδα, αυτές οι ιδιαιτερότητες είναι σηµαντικές και παράγουν σηµαντικά πολιτικά αποτελέσµατα στην τωρινή συγκυρία. 

Οι πηγές της κοινωνικής δυσαρέσκειας

Η βασικότερη πηγή κοινωνικής δυσαρέσκειας είναι η ακρίβεια. Η µεγάλη άνοδος της τιµής των βασικών προϊόντων που αποτελούν το λεγόµενο «καλάθι του νοικοκυριού», δηλαδή τα βασικά αγαθά και υπηρεσίες που τα εργατικά-λαϊκά νοικοκυριά πρέπει να προµηθευτούν για να ζήσουν, σηµαίνει αντίστοιχη µείωση του πραγµατικού εργατικού εισοδήµατος. Όταν το εισόδηµα ενός νοικοκυριού αυξάνεται κατά 3, 5 ή 7% (µε βάση τις πρόσφατες ή τις αναµενόµενες από 1/1/2024 αυξήσεις σε µισθούς και συντάξεις στον ιδιωτικό και δηµόσιο τοµέα, αλλά η ακρίβεια καλπάζει µε 20 και 25% στη διετία της πληθωριστικής έκρηξης (2022-2023), η αγοραστική δύναµη του εργατικού µισθού µειώνεται από 10-15%.  

Το 2012, µε το δεύτερο µνηµόνιο, ο κατώτερος µισθός στον ιδιωτικό τοµέα µειώθηκαν 22,5%. Στα χρόνια των µνηµονίων, οι µισθοί στον δηµόσιο τοµέα µειώθηκαν έως και κατά 40% ενώ καταργήθηκαν δύο επιπλέον µισθοί, τα δώρα Χριστουγέννων – Πάσχα και το καλοκαιρινό επίδοµα άδειας. Μόλις µε την τελευταία αύξηση από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, 11 χρόνια µετά, ο κατώτατος µισθός στον ιδιωτικό τοµέα ξεπέρασε λίγο τα επίπεδα του 2011! Όσο για τον δηµόσιο τοµέα, είµαστε ακόµη πολύ πίσω και µακριά από τα επίπεδα του 2011!  

Το κύµα της ακρίβειας στην πραγµατικότητα έρχεται να λειτουργήσει σαν µια νέα µνηµονιακή µείωση του εργατικού µισθού. Η συνέπεια είναι προφανής: για τη µεγάλη πλειονότητα των µισθωτών, που όπως δείχνουν οι στατιστικές έχει µισθό από λίγο κάτω (λόγω µερικής ή επισφαλούς απασχόλησης) έως και λίγο πάνω από τον κατώτατο µισθό, οι συνθήκες ζωής είτε χειροτερεύουν είτα παραµένουν στάσιµες. Για να το πούµε αλλιώς: στο ζήτηµα του εισοδήµατος δεν βγήκαµε ποτέ από τα µνηµόνια!  

Τα πλήγµατα στο εργατικό εισόδηµα, τον «µισθό  στο χέρι», συνοδεύονται από εξίσου µεγάλα -αν όχι µεγαλύτερα- πλήγµατα στον «κοινωνικό µισθό»: τις συντάξεις, αλλά κυρίως τα προνοιακά επιδόµατα και τις υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας καθώς και την υγεία συνολικά και την παιδεία. Ύστερα από τα µεγάλα πλήγµατα που δέχθηκε επί µνηµονίων, µε τις θηριώδεις περικοπές στις κοινωνικές µεταβιβάσεις (τους πόρους που µεταβιβάζονται από τον κρατικό προϋπολογισµό σε αυτούς τους τοµείς), οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη από τις εκλογές του 2019 µέχρι και σήµερα συνεχίζουν συστηµατικά την υποβάθµιση, απαξίωση, διάλυση των τοµέων της καθαυτό κοινωνικής πολιτικής. Κι όχι µόνο: ευρύτερα των δηµόσιων υπηρεσιών, περιλαµβανόµενων και των διοικητικών, που σχετίζονται εν τέλει µε κοινωνικές υπηρεσίες προς τον πολίτη και ιδιαίτερα τον πολίτη που βγάζει το ψωµί του από την εργασία του κι όχι από την εργασία των άλλων, δηλαδή τον µισθωτό, τον εργαζόµενο, την εργατική τάξη.   

Η απαξίωση, υποβάθµιση, διάλυση του κοινωνικού κράτους συνιστά, όχι µόνο θεωρητικά αλλά στην πραγµατική ζωή και την καθηµερινότητα των ανθρώπων, µια δεύτερο, εξίσου σηµαντική µείωση του εργατικού µισθού. Με τον απλό τρόπο που είναι στην καθηµερινή εµπειρία όλων: το εργατικό νοικοκυριό χρειάζεται επιπλέον δαπάνες ή στερείται, ανεξάρτητα και από δαπάνες, θεµελιώδεις υπηρεσίες υγείας, πρόνοιας και παιδείας. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουµε πλέον και τις συνέπειες των ακραίων καιρικών φαινοµένων, τις οποίες υφίστανται µε τη µεγαλύτερη βιαιότητα οι πλέον απροστάτευτοι, τα εργατικά νοικοκυριά, τα θύµατα της «ευέλικτης» εργασίας, οι άνεργοι, οι «περιττοί» πληθυσµοί της κοινωνικής εξαθλίωσης. Σε αυτόν τον τοµέα δεν χτίστηκε ποτέ κοινωνικό κράτος και ο νεοφιλελευθερισµός θα περάσει κατευθείαν στην «ατοµική ευθύνη»: όποιος/α µπορεί, ας ασφαλίσει τα σπίτια του, τα χωράφια του, την περιουσία του – για τους/τις υπόλοιπους/ες, καλή τύχη…    

Αν αυτά µπορεί κανείς να τα αναγνώσει και µέσα από τις επίσηµες στατιστικές, υπάρχει ένα ακόµη έµβολο υποβάθµισης της ζωής της εργατικής τάξης: η απίστευτη κλίµακα στην οποία λειτουργεί η εντελώς αποθρασυµένη εργοδοσία. Η κλοπή ωρών εργασίας, υπερωριών και δώρων, η «διευθέτηση» του ωραρίου κατά το δοκούν, το µάνατζµεντ ανθρώπινου δυναµικού για δούλους, οι εκβιασµοί και εκφοβισµοί, η σεξουαλική παρενόχληση για τις γυναίκες εργαζόµενες.  

Τέλος, αλλά πλέον όχι έσχατο σε σηµασία, η εκτίναξη των τιµών των ενοικίων και των κατοικιών είναι πρωτοφανής, σε επίπεδα έως 40% τα τελευταία χρόνια. Αυτό σηµαίνει ότι δηµιουργείται οικιστική κρίση, κρίση στέγης, για σηµαντικά τµήµατα εργατικών νοικοκυριών που ζουν στο νοίκι. Πολλά µπορεί να στερηθεί ή να περικόψει ένας εργαζόµενος, αλλά το να έχει «κεραµίδι πάνω από το κεφάλι του» δεν µπορεί να το στερηθεί – γιατί τότε γίνεται άστεγος, εξαθλιωµένος, πετιέται κυριολεκτικά στον δρόµο. Τι κάνει λοιπόν για να µη χάσει αυτό το θεµελιώδες αγαθό; Περικόπτει τις δαπάνες για όλα τα υπόλοιπα ή έστω για όσα από αυτά δεν θεωρεί πρώτης προτεραιότητας. Όταν, σε καιρούς µεγάλης ακρίβειας, όπως λένε οι στατιστικές η δαπάνη για τη στέγαση αντιστοιχεί στο 40% των συνολικών δαπανών του νοικοκυριού, τότε οι υπόλοιπες δαπάνες περικόπτονται αγρίως. 

Ποιο είναι το συνολικό αποτέλεσµα όλων αυτών; Μπορεί να κωδικοποιηθεί σε τίτλους ως εξής: 

Οι συνθήκες ζωής του µεγαλύτερου τµήµατος της εργατικής τάξης υποβαθµίζονται σηµαντικά – και συστηµατικά. Η θεωρία του trickle down διαψεύδεται: οι υψηλοί ρυθµοί ανάπτυξης και τα υψηλά κέρδη των καπιταλιστών, αυτό που οι νεοφιλελεύθεροι αποκαλούν µε µία λέξη «ανάπτυξη», δεν διαχέουν ισοµερώς τα αγαθά τους στην κοινωνία. Η αστική τάξη και τα κέρδη της ευηµερούν, αλλά η εργατική τάξη και οι µισθοί πένονται. 

Εκτός από το προηγούµενο, η συµπίεση της κλίµακας των µισθών κοντά στον κατώτατο µισθό (λίγο κάτω και λίγο πάνω απ’ αυτόν) για το µεγαλύτερο τµήµα της εργατικής τάξης, αλλά και η µεγάλη επέκταση της µερικής-«ευέλικτης» εργασίας γεννάει ένα διαρκώς διευρυνόµενο τµήµα εργαζόµενων φτωχών, δηλαδή εργαζόµενων µε εισόδηµα κάτω από το όριο της φτώχειας. 

Η ανεργία στην Ελλάδα παραµένει υψηλή παρά τους υψηλούς ρυθµούς ανάπτυξης των τελευταίων χρόνων, πάνω από το 10% και πλέον πολύ δύσκολα και πολύ αργά θα αποκλιµακωθεί (αν αποκλιµακωθεί) σε χαµηλότερα επίπεδα. Αυτό σηµαίνει ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δεν έχουν εισόδηµα. Ένα µικρό ποσοστό απ’ αυτούς (περί το 7%) και για λίγο είναι δικαιούχοι του ταµείου ανεργίας. Ένα άλλο µέρος, όσοι/ες έχασαν µε πιο µόνιµο τρόπο την επαφή µε την αγορά εργασίας, είναι τρόφιµοι/ες του Ελάχιστου Εγγυηµένου Εισοδήµατος – του εισοδήµατος κοινωνικής εξαθλίωσης. 

Αναπόφευκτα, στους διάφορους δείκτες της φτώχειας και της κοινωνικής στέρησης η Ελλάδα φιγουράρει, µαζί µε κάποιες χώρες των Βαλκανίων και της Βαλτικής, στις πρώτες θέσεις της κοινωνικής δυστυχίας πανευρωπαϊκά.    

Ένας τέτοιος, συνοπτικός λόγος για τα βάσανα της ελληνικής εργατικής τάξης, στην οποία περιλαµβάνεται και το πιο καταπιεσµένο και εκµεταλλευόµενο τµήµα της, οι µετανάστες/στριες εργαζόµενοι/ες, είναι λόγος για την εργατική τάξη ως τάξη. Και αυτό οδηγεί στο επόµενο βήµα: υπάρχει κανείς που να της απευθύνεται µιλώντας µε τ’ όνοµά της, που να θέλει και να επιδιώκει να συµβάλει στην οργάνωση των αγώνων της και να την εκπροσωπήσει πολιτικά στο πολιτικό επίπεδο της ταξικής πάλης; Με αυτό το ερώτηµα θα ασχοληθούµε στη συνέχεια.  

Ποιος «είναι µε
την εργατική τάξη»; 

 ∆εν µπορείς να «είσαι µε την εργατική τάξη»:

Αν διστάζεις και να προφέρεις το «όνοµά» της, αν δεν της απευθύνεσαι µε το «όνοµά της». Όποια οργάνωση, κόµµα, πολιτικό ρεύµα δεν «βλέπει» το 75% της µισθωτής εργασίας, τη µακράν πιο µαζική κοινωνική δύναµη, δεν µπορεί ούτε να «συνοµιλήσει» ούτε να οικοδοµήσει σχέσεις µαζί της ούτε, πολύ περισσότερο, να την εκπροσωπήσει πολιτικά. Η Ν∆, το κατεξοχήν κόµµα του κεφαλαίου, δεν θέλει να το κάνει – εκπροσωπεί την αστική τάξη. Το ΠΑΣΟΚ είναι κόµµα που µετέχει περιφερειακά αλλά και σε κεντρικούς αρµούς του µπλοκ εξουσίας -είναι λοιπόν αστικό κόµµα του κέντρου- και εκφράζει δευτερεύοντα, µεσαία κυρίως τµήµατα της αστικής τάξης. Μόνη του χρησιµότητα να είναι µπαλαντέρ στο µπλοκ εξουσίας της αστικής τάξης και µόνη του φιλοδοξία να καταφέρει να συµµετάσχει και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο της εξουσίας, δηλαδή στην κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προ πολλού αποδυθεί σε… ξετσίπωτο φλερτ µε τη µεσαία τάξη. Η εκλογική του κατάρρευση και η θεαµατική του πολιτική υποβάθµιση στη δεύτερη πολιτική κατηγορία δεν οφείλεται κυρίως στην παταγώδη του αποτυχία σε αυτό το φλερτ αλλά στο ότι έχασε κάτι που είχε – µέχρι ενός σηµείου και βαθµού: στην κατάρρευση της µαζικής του επιρροής στην εργατική τάξη. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ τόσο του Τσίπρα όσο και -πολύ περισσότερο- του Κασσελάκη δεν δείχνει να… αναγνωρίζει την εργατική τάξη, δεν της απευθύνεται µε κανέναν τρόπο και ανταγωνίζεται µε το ΠΑΣΟΚ για τα µάτια της µεσαίας τάξης. Ο Βαρουφάκης και το ΜΕΡΑ25 επίσης δεν αναγνωρίζουν στην εργατική τάξη τον ρόλο της κοινωνικής δύναµης που πρέπει να συγκροτηθεί σε αντίπαλο δέος µε την αστική τάξη και να εκπροσωπηθεί πολιτικά µε τέτοιους όρους – για την ιδιότυπη µετα-σοσιαλδηµοκρατία του ΜΕΡΑ25, όπως και για όλους τους προηγούµενους, όλα αυτά είναι tres banal.
Τι µένει; Η αντικαπιταλιστική-επαναστατική Αριστερά και το ΚΚΕ. Ακόµη όµως και αυτό το τελευταίο, άρχισε να µιλάει σαν τον ΣΥΡΙΖΑ παλαιότερων εποχών, στο όνοµα των «πολλών» ενάντια στους «λίγους». 

Αν δεν αναφέρεσαι επίσης ονοµαστικά στην αστική τάξη ως κυρίαρχη τάξη που κανοναρχεί κατά το συµφέρον της τις οικονοµικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Η κοινωνία δεν είναι κάτι άµορφο όπου διάφορα πολιτικά ρεύµατα επιδιώκουν να το πλάσουν κατά το δοκούν και προσπαθούν να κερδίσουν πόντους στο πολιτικό χρηµατιστήριο· είναι καπιταλιστικός κοινωνικός οργανισµός, συγκροτείται από τάξεις και µερίδες τάξεων, έχει κυρίαρχη τάξη και κοινωνικές συµµαχίες που στηρίζουν το µπλοκ εξουσίας της, έχει ύστατο φρουρό το αστικό κράτος – που όποτε χρειάζεται βγαίνει σε πρώτο πλάνο.   Όλα αυτά δεν έχουν µόνο αφηρηµένη-θεωρητική αξία: είναι οι κανόνες και το πλαίσιο του «παιχνιδιού». ∆υστυχώς, όχι µόνο η εκφυλισµένη σοσιαλδηµοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ που τώρα µετατοπίστηκε ολοκληρωτικά στο αστικό κέντρο, αλλά και η ελάσσων και ιδιότυπη µετα-σοσιαλδηµοκρατία του ΜΕΡΑ25 καθώς και τµήµατα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που προσβλέπουν σε συµµαχία µαζί της, εκλαµβάνουν την αριστερή και αντικαπιταλιστική πολιτική σαν ένα «παιχνίδι» απόκτησης αξίας στο πολιτικό χρηµατιστήριο, «κατάλληλης τοποθέτησης» στη γεωµετρία του πολιτικού συστήµατος και διεύρυνσης της πολιτικής επιρροής µε εκλογικούς ή στενά οργανωτικούς όρους. 

Ο ρεφορµισµός δεν µπορεί να ξαναγίνει µαζικός

∆εν µπορούµε να γνωρίζουµε τι θα συµβεί αν δηµιουργηθούν συνθήκες πολιτικής αστάθειας όπως αυτές της περιόδου 2010-2012.  Υπό «κανονικές συνθήκες» όµως, ο σοσιαλδηµοκρατικός ρεφορµισµός τύπου Νέα Αριστερά και ΜΕΡΑ25 (παρότι δεν ταυτίζονται) δεν µπορεί να ξαναγίνει µαζικός. Όλη η εµπειρία των τελευταίων χρόνων στην Ευρώπη (η Λατινική Αµερική είναι µια άλλη ιστορία, αν και όχι εντελώς διαφορετική) αποδεικνύει ότι η συµβιβασµένη σοσιαλδηµοκρατία καταστρέφεται, πολιτικά και εκλογικά, κατά κύµατα. Η διαδικασία καταστροφής της είναι τυπική: συµβιβάζεται-συµβιβάζεται-συµβιβάζεται, ακολουθεί κατά πόδας τη δεξιά µετατόπιση του συνολικού πολιτικού άξονα, εγκαταλείπει κάθε  στοιχείο στοιχειώδους ταξικής αναφοράς, στρέφεται στο κέντρο και πριν φτάσει σε αυτό το πολιτικό Ελντοράντο του αστισµού, καταρρέει εκλογικά και πολιτικά. Όπου αρνείται να ακολουθήσει αυτή την πορεία και προσπαθεί να λειτουργήσει σαν στοιχειωδώς συνεπής σοσιαλδηµοκρατία, δέχεται τα συντονισµένα πυρά του συστήµατος και πολώνεται στ’ αριστερά αλλά συρρικνούµενη. Το συµπέρασµα είναι ότι σε αυτές τις εποχές, για να είσαι στοιχειωδώς συνεπής σοσιαλδηµοκράτης, πρέπει να είσαι «αρκετά λενινιστής». 

∆εν είναι λοιπόν τυχαία, αλλά τυπική περίπτωση πολιτικής χρεοκοπίας ό,τι συνέβη στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη αυξήσει τα ποσοστά του στο µέλλον, κάτι που θεωρητικά δεν µπορεί να αποκλειστεί, θα το κάνει ως αστικό κόµµα του κέντρου – και άρα θα είναι εντελώς αδιάφορο για την Αριστερά. 

Μπορεί το ΜΕΡΑ25 και ο Βαρουφάκης να επαναλάβουν την επιτυχία του Μελανσόν; Όχι, γιατί εδώ το µεγάλο τεστ βρίσκεται πίσω µας κι όχι µπροστά µας. Ο Βαρουφάκης δοκιµάστηκε το 2015 – και απέτυχε. Η πολιτική φόρµουλα που κοµίζει η συσπείρωση γύρω από το ΜΕΡΑ25, επίσης δοκιµάστηκε, στη µορφή του αντιµνηµονιακού ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ µετά το 2015 – και απέτυχε επίσης. Η ιδέα επανενεργοποίησης ενός τέτοιου «µηχανισµού» πολιτικής µαζικοποίησης µε αριστερο-ρεφορµιστικούς όρους είναι αυταπάτη και σπατάλη δυνάµεων. Στην Ελλάδα, η εποχή που ο σοσιαλδηµοκρατικού τύπου ρεφορµισµός µπορούσε να γίνει µαζικό ρεύµα έχει περάσει. Στο προβλεπτό διάστηµα, ο ρεφορµισµός δεν µπορεί πλέον να είναι µαζικός. Έτσι, είναι καταστροφική η ιδέα να συσπειρωθούν δίπλα του ή γύρω του κοµµάτια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς µε την ελπίδα ότι θα επωφεληθούν έτσι από την πολιτική του µαζικοποίηση και θα αποκτήσουν πολιτικό σχέδιο έστω µε τη µορφή «σεναρίου εργασίας».   

Μαζική αντικαπιταλιστική αριστερά! 

Αντίθετα, δηµιουργούνται οι όροι ώστε να γίνει η αντικαπιταλιστική αριστερά µαζικό πολιτικό ρεύµα. Οι πρόσφατες δηµοτικές και περιφερειακές εκλογές πρόσφεραν τις πρώτες ενδείξεις. Η ιστορική συγκυρία προσφέρει τη δική της ετυµηγορία: µόνο η αντικαπιταλιστική αριστερά -ως πρόγραµµα, οργανωτική κουλτούρα και συνδυασµός στρατηγικής «ακαµψίας» και τακτικής ευελιξίας, δηλαδή επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής ενιαίου µετώπου, µπορεί να είναι άξια µαχήτρια απέναντι στον καπιταλισµό και τον ιµπεριαλισµό της γενικής κρίσης και παρακµής. Μόνο αυτή µπορεί να δηµιουργήσει όρους µαζικού αντισυστηµικού ρεύµατος και ριζοσπαστισµού «από τα κάτω και προς τα αριστερά» και να δώσει έτσι αριστερή και αντικαπιταλιστική διέξοδο στις αντισυστηµικές διαθέσεις που τώρα κανιβαλίζει η άκρα δεξιά. 

Το αστικό κέντρο, όπου µετατοπίστηκε ολοκληρωτικά ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν µας αφορά πλέον µε κανέναν τρόπο. Η πάλη ενάντια στη δεξιά, την άκρα δεξιά, τον καπιταλισµό της «πολυκρίσης» και τον ιµπεριαλισµό δεν µπορεί να στηριχτεί στην εναλλακτική του «δηµοκρατικού κέντρου» (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ). Η σοσιαλδηµοκρατία δεν είναι εναλλακτική και δεν µπορεί να ξαναγίνει µαζικό ρεύµα. Το ΚΚΕ δεν µπορεί να είναι εναλλακτική – για λόγους που έχουµε εξηγήσει σε προηγούµενα κείµενά µας. Ας εξετάσουµε λοιπόν τις προϋποθέσεις επιτυχίας του πολιτικού στόχου για οικοδόµηση µαζικού µετώπου-ρεύµατος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Αν διδαχθεί από τα λάθη της και τα διορθώσει, η αντικαπιταλιστική αριστερά µπορεί να γίνει µαζικό πολιτικό ρεύµα.

 




Η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά

Του Θανάση Κούρκουλα

Ενός κακού µύρια έπονται. Κάπως έτσι θα µπορούσε κανείς να περιγράψει όσα ακολούθησαν την εκλογή του «αυτοδηµιούργητου» εφοπλιστή Στέφανου Κασσελάκη στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ: ∆ιαλυτική κρίση και διάσπαση, νέα Κοινοβουλευτική Οµάδα 11 βουλευτών/τριών από τις τάσεις «Οµπρέλα» και «6+6» που αποχώρησαν, χιλιάδες αποχωρήσεις µελών του ΣΥΡΙΖΑ σε όλη την Ελλάδα. 

Πρόκειται για εξέλιξη που σηµατοδοτεί την ριζική ανατροπή του χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ; Έγινε ξαφνικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεξιός από εκεί που ήταν αριστερός, όπως ισχυρίζονται στελέχη σαν τον Βούτση και τον Βίτσα; Αποτελεί η εκλογή Κασσελάκη βίαιη συντηρητικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ που αλλάζει τον πολιτικό του προσανατολισµό; Ή µήπως πρόκειται για φυσιολογική εξέλιξη της πορείας του που επιταχύνθηκε µετά από τη συντριπτική ήττα των διπλών βουλευτικών εκλογών του καλοκαιριού; Νοµίζουµε ότι το δεύτερο σενάριο είναι πιο κοντά στην πραγµατικότητα.

Κοµµατικός µηχανισµός

Για να πάρουµε τα πράγµατα από την αρχή, ας αναρρωτηθούµε: Είναι δυνατόν ένα -κατά τα άλλα- αριστερό κόµµα να διαθέτει τόσα δεξιά ερείσµατα στο εσωτερικό του που από την επόµενη µέρα της εκλογής του νέου -δεξιού- προέδρου απευθείας από την βάση, αυτά τα ερείσµατα να αποτελούν την πλειοψηφία του κοµµατικού µηχανισµού στα πιο αντιπροσωπευτικά όργανα του κόµµατος όπως η προηγούµενα εκλεγµένη Κεντρική Επιτροπή; Αν έγινε πλήρης ανατροπή των πολιτικών δεδοµένων του ΣΥΡΙΖΑ «από τα έξω» και «από τα δεξιά» µε την εκλογή Κασσελάκη, δεν θα ήταν αυτά τα δεξιά ερείσµατα ισχνή µειοψηφία µέσα σε ένα οποιασδήποτε µορφής αριστερό κόµµα; Κι από την άλλη, µπορεί το αποτέλεσµα µιας διαδικασίας όπως η εκλογή προέδρου να είναι τόσο άσχετο µε την πολιτική φυσιογνωµία ενός αριστερού κόµµατος ώστε εν µιά νυκτί να µετατρέπεται αυτό το κόµµα σε κεντρώο; Ένας πολιτικός φορέας µε εργατο-λαϊκή βάση γίνεται να µετατραπεί ξαφνικά σε κόµµα της µεσαίας τάξης; 

Ισχυριζόµαστε πως κάτι τέτοιο είναι µάλλον αδύνατο, και υπάρχουν αρκετά πράγµατα που συνηγορούν για το αντίθετο. Στην πραγµατικότητα, ο αντιµνηµονιακός ΣΥΡΙΖΑ του ριζοσπαστισµού του 2010-2015, όχι απλώς µετατοπίστηκε σε δεξιότερες θέσεις, αλλά µέσα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2015-2019, όσο και από την πορεία του προς το «προοδευτικό κέντρο» µετά το 2019 έχει ήδη απολέσει τη µεγάλη µερίδα της εργατικής-λαϊκής βάσης που του εξασφάλιζε τον πρότερο αριστερό ρεφορµιστικό του χαρακτήρα. Κι’ όπως συνέβη προηγουµένως µε το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ µεταλλάχθηκε σε κόµµα που από λίγο έως καθόλου έχει την υποχρέωση να λογοδοτεί και να αναφέρεται στον κόσµο της µισθωτής εργασίας και στον λαό της Αριστεράς. Αυτό εξέφρασε άλλωστε µε τον πιο κυνικό τρόπο και ο Κασσελάκης στην πρώτη του δηµόσια παρουσία, στη συνέλευση του ΣΕΒ, αλλά και στη συνέχεια σε όλες τις αναφορές του στην περιβόητη «πατριωτική αριστερά», στους «νοικοκυραίους» και στο «προοδευτικό κέντρο». Από την άλλη, τρανή απόδειξη της συνέχειας της φυσιογνωµίας του ΣΥΡΙΖΑ πριν και µετά από την εκλογή Κασσελάκη, είναι η στήριξη που ο νέος πρόεδρος απολαµβάνει από τον προηγούµενο, τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα. ∆εν έχουν περάσει πολλές µέρες από τότε που ο Τσίπρας εµφανίστηκε στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Οµάδας του ΣΥΡΙΖΑ, αµέσως µετά την αποχώρηση των «11» βουλευτών των οµάδων Τσακαλώτου-Αχτσιόγλου. Αν κανείς λάβει υπόψη πως ο Τσίπρας αποτελούσε συνεκτικό ιστό και σηµαία της συνέχειας και της ενότητας του ΣΥΡΙΖΑ το προηγούµενο διάστηµα, η στήριξη Τσίπρα στον Στέφανο Κασσελάκη δεν πρέπει να υποτιµηθεί καθόλου. Πρόκειται για απόδειξη πως -παρά το χοντροκοµµένο δεξιό πολιτικό προφίλ του νέου προέδρου- καµία ασυνέχεια των πολιτικών στοχεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ δεν σηµατοδότησε η εκλογή του. ∆εν πάει άλλωστε πολύς καιρός που ο Αλέξης Τσίπρας στόχευε σε συγκυβέρνηση «προοδευτικού κέντρου» µε το ΠΑΣΟΚ και απευθυνόταν στη µεσαία τάξη που υποτίθεται ότι χτύπησε αλύπητα η Ν∆ του Κυριακάκου Μητσοτάκη. Και να υπενθυµίσουµε ότι η πρώτη πρόσφατη εµφάνιση του Στέφανου Κασσελάκη στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε πρόταση και είχε την υπογραφή του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα.

Άρση εµπιστοσύνης

Στις διπλές βουλευτικές εκλογές που προηγήθηκαν, επιβεβαιώθηκε µε τον πιο κατηγορηµατικό τρόπο η άρση της εµπιστοσύνης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωµάτων προς τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την πρωτιά, που διατηρούσε ακόµα και στις εκλογές της ήττας του 2019, σε µια σειρά από εργατικές περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά: Από 38,6 % και 85.000 ψήφους που είχε συγκεντρώσει το 2019 στον ∆υτικό τοµέα της Αθήνας (∆ήµοι Αιγάλεω, Περιστερίου, Λιοσίων, Πετρούπολης κ.λπ.) κατακρηµνίστηκε στο 21% και 43.000 ψήφους τον Ιούνιο του 2023. Και από 38,2 % και 56.000 ψήφους που πήρε στην Β’ Πειραιά το 2019 (∆ήµοι Νίκαιας, Κερατσινίου, Κορυδαλλού κ.λπ.) καταποντίστηκε στο 19% και 26.000 ψήφους τον Ιούνιο του ‘23. ∆εν πρόκειται απλά για κατρακύλα αλλά για ουσιαστική ποιοτική αλλαγή, που σηµατοδοτεί την άρση της εµπιστοσύνης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωµάτων στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Αποτελεί την επιβεβαίωση της µετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από ρεφορµιστικό σε αστικό κόµµα του κέντρου, που έχει ήδη απολέσει τη µεγάλη πλειοψηφία της λαϊκής του βάσης. Είναι κάτι αντίστοιχο της µετάλλαξης του ΠΑΣΟΚ από κόµµα της ρεφορµιστικής σοσιαλδηµοκρατίας της δεκαετίας του ‘80 σε ακροκεντρώο µνηµονιακό κόµµα το 2010…

Μετάλλαξη σε όλα τα επίπεδα

Για να συµβεί αυτό προηγήθηκε η οργανωτική και πολιτική µετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα επίπεδα. Το πάλαι ποτέ αντιµνηµονιακό κόµµα µετατράπηκε σε κυβερνητικό τοποτηρητή του 3ου µνηµονίου. Ως αντιπολίτευση στη Ν∆ µετά το 2019, αναζητούσε διακαώς να χτίσει γέφυρες µε το ΠΑΣΟΚ και τη µεσαία τάξη. Σε όλα τα µεγάλα ζητήµατα εσωτερικής κι εξωτερικής πολιτικής έκανε δεξιά στροφή. 

Οι δεξιές µετατοπίσεις ακολουθήθηκαν από οργανωτικές προσαρµογές στο µοντέλο της ευρωπαϊκής δεξιάς σοσιαλδηµοκρατίας, µε µετατροπή των µελών του κόµµατος σε οπαδούς του προέδρου και µε ανάδειξή του σε παντοδύναµο µονοπρόσωπο όργανο που δεν έδινε κανέναν λογαριασµό στα όργανα και στα µέλη του κόµµατος. Η πλειοψηφία όσων στελεχών αποχώρησαν εσχάτως από τον ΣΥΡΙΖΑ είχαν υπερψηφίσει τη διαδικασία εκλογής του Τσίπρα απευθείας από τον «λαό του ΣΥΡΙΖΑ» το 2022, µε µοναδική προϋπόθεση εγγραφής νέων µελών την καταβολή 2 ευρώ την µέρα της ψηφοφορίας, καθώς και τη δηµιουργία λίστας ψηφιακών µελών µε την εγγραφή στην πλατφόρµα isyriza. Με την ίδια ακριβώς διαδικασία, ένας πρώην άγνωστος και άσχετος µε την Αριστερά αστός πολιτικάντης, λάτρης του Μπάϊντεν και του ∆ηµοκρατικού Κόµµατος των ΗΠΑ, «είδε φως» (µε τα λόγια του συντρόφου του, «είδαµε µια opportunity στην Ελλάδα) και µπήκε στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. 

Όταν τέτοια σενάρια… επιστηµονικής φαντασίας για τις παραδόσεις της Aριστεράς στην Ελλάδα µπορούν να  γίνονται πραγµατικότητα, δεν πρόκειται για τυχαία ή απροσδόκητα γεγονότα, αλλά για αποτελέσµατα µιας απολύτως προδιαγεγραµµένης πορείας.

Οι διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ

Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 γέννησε την ΛΑΕ, όταν πραγµατικά υπήρχε το πολιτικό επίδικο «µνηµόνιο – αντιµνηµόνιο». Όµως δεν κατάφερε να ορθοποδήσει συγκροτώντας αξιόπιστη και ορατή εναλλακτική λύση στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ (για λόγους που δεν αφορούν το παρόν κείµενο). Το ΜΕΡΑ25 του Βαρουφάκη, έχοντας αποτύχει να εκπροσωπηθεί κοινοβουλευτικά ακόµα και σε σύµπραξη µε τα υπολείµµατα της ΛΑΕ, κινείται σήµερα µεταξύ φθοράς και αφθαρσίας ποντάροντας το τελευταίο του χαρτί στις επερχόµενες ευρωεκλογές. Τούτων δοθέντων, πολύ αµφιβάλλουµε και για την τύχη των σηµερινών διασπάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που διαθέτουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση 11 βουλευτών/βουλευτριών και συγκρότησαν πρόσφατα κοινοβουλευτική οµάδα. 

Στα µάτια του κόσµου της εργασίας και της Αριστεράς δεν είναι πολιτικά ξεκάθαρη και προφανής κάποια σηµαντική διαφωνία της οµάδας Τσακαλώτου-Αχτσιόγλου µε το κόµµα Κασσελάκη-Τσίπρα από το οποίο προέρχονται, ενώ τα ηγετικά της στελέχη εξακολουθούν να υπερασπίζονται την διακυβέρνηση 2015-2019, τα «µαξιλάρια» Τσακαλώτου, τις υπουργικές επιλογές της γενιάς των «σαραντάρηδων» στα µνηµονιακά χρόνια του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ. Ακόµα και όσον αφορά την οργανωτική µετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αρχηγικό κόµµα οπαδών των 2 ευρώ, οι περισσότεροι από τους σηµερινούς αποχωρήσαντες ήταν υπέρµαχοι της εκλογής απευθείας «από την βάση» (µε την εξαίρεση της «Οµπρέλας») όσο πρόεδρος εξακολουθούσε να είναι ο Αλέξης Τσίπρας. 

Από την άλλη, οι αποχωρήσαντες από τον ΣΥΡΙΖΑ διαθέτουν εξαιρετικά ισχνή κοινωνική γείωση, ενώ ακόµα ισχνότερη είναι η σχέση τους µε την εργατική τάξη και τα ευρύτερα λαϊκά στρώµατα. ∆εν είναι τυχαίο ότι στην πλειονότητά τους οι συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να παραµένουν στο κόµµα Κασσελάκη και αρνούνται να µπουν σε περιπέτειες έξω από το κοµµατικό «µαντρί». Η όποια σχέση της νέας διάσπασης µε τα κινήµατα περιορίζεται στα στελέχη του Τµήµατος ∆ικαιωµάτων του ΣΥΡΙΖΑ. Στελέχη που δεν είναι σε θέση να δηµιουργήσουν ή να διοργανώσουν κινηµατικά γεγονότα, ενώ ακόµα και µέχρι πρόσφατα δεν βρήκαν το θάρρος να αντιταχθούν σθεναρά στην ξενοφοβική κατρακύλα του Τσίπρα που δήλωνε πως ο φράχτης του Έβρου «καλώς υπάρχει», υποτασσόµενοι στις κοµµατικές εκλογικές σκοπιµότητες. Ως εκ τούτου, οι αποχωρήσαντες από τον ΣΥΡΙΖΑ µπορεί να µην επικαλούνται την αγαστή σχέση συνεργασίας κεφαλαίου-εργασίας που θα στηρίζεται στα stock options όπως ο Κασσελάκης, όµως δεν κοµίζουν κανενός είδους πρόταση για «αριστερή διέξοδο» που θα αναγκάσει τον Μητσοτάκη και το σύστηµα σε υποχωρήσεις. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη έχει χάσει µια φορά την στήριξη της εργατικής και λαϊκής αντιµνηµονιακής του βάσης, στην περίπτωση των αποχωρησάντων από τον ΣΥΡΙΖΑ η στήριξη από τα λαϊκά στρώµατα είναι εξαρχής υποτυπώδης έως ανύπαρκτη.

Το ΚΚΕ και η αντικαπιταλιστική αριστερά

Αντί για τον Τσακαλώτο και την Αχτσιόγλου, ένα τµήµα των αριστερών διαρροών από το κόµµα Κασσελάκη κινείται προς το ΚΚΕ. Ποσοστά κοντά στο 10% που καταγράφονται από τις πρόσφατες δηµοσκοπήσεις, το ΚΚΕ έχει να δει από τη Μεταπολίτευση. Οι επιτυχίες του ΚΚΕ στις δηµοτικές εκλογές ενίσχυσαν αυτό το πολιτικό ρεύµα, ενώ η αποτυχία Βαρουφάκη να µπει στη Βουλή λειτουργεί ενισχυτικά προς την ελληνική σταλινική εκδοχή της παραδοσιακής Αριστεράς που αντέχει στον χρόνο.  Όµως όσο η πολιτική και εκλογική του επιρροή διευρύνεται πέρα από τα όρια του παραδοσιακού του στενού πολιτικού κορµού, το ΚΚΕ δέχεται όλο και µεγαλύτερες πιέσεις να πάψει να αδιαφορεί για το ζήτηµα της διακυβέρνησης. Αν αποφασίσει να κάνει στροφή στην πολιτική και να εγκαταλείψει τη στάση της αποχής από τις πολιτικές διακυβεύσεις, θα στραφεί ενάντια στην εγκαθιδρυµένη πολιτική του ταυτότητα και θα υποστεί εσωτερικούς κλυδωνισµούς. Αν δεν το κάνει, η ευρύτερη επιρροή του κινδυνεύει να ξεφουσκώσει γρήγορα. Η παλιότερη αλλά και πιο πρόσφατη πολιτική ιστορία του ΚΚΕ διδάσκει πως -παρά τις αντικαπιταλιστικές του κορώνες- το ΚΚΕ πάντα απέτυχε να µετατρέψει την εµπιστοσύνη ευρύτερων λαϊκών στρωµάτων σε δύναµη σύγκρουσης µε το σύστηµα. Από τον καιρό της προδοσίας της Βάρκιζας το 1945, ως την συγκυβέρνηση µε τον πατέρα Μητσοτάκη το 1989, το ΚΚΕ πάντα εξαντλεί την λαϊκή εµπιστοσύνη σε συστηµικές διεξόδους και προδοσίες.

Όσον αφορά την αντικαπιταλιστική αριστερά, η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί µοναδική ευκαιρία. Με τις κεντροαριστερές κυβερνητικές αυταπάτες να έχουν πιάσει πάτο, η αντισυστηµική αριστερά είναι σε θέση να εκφράσει ένα τµήµα της µαχητικής αριστερής δυναµικής που εξακολουθεί να υπάρχει στην κοινωνία και να αναδειχτεί σε ορατή εναλλακτική. ∆είγµα αυτής της δυνατότητας είναι οι πρόσφατες επιτυχίες των δυνάµεων της µαχόµενης αριστεράς σε εκπαιδευτικά σωµατεία ή η µεγάλη επιτυχία σχηµάτων σαν την «Ανατρεπτική Συµµαχία για την Αθήνα» µε επικεφαλής τον Κώστα Παπαδάκη στις δηµοτικές εκλογές. Το επόµενο διάστηµα θα είναι κρίσιµο για το εάν θα αξιοποιηθεί αυτή η δυνατότητα ή θα πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων. Για να αξιοποιηθεί όµως χρειάζεται να µην εισακουστούν οι σειρήνες της διευρυµένης πολιτικής ενότητας που υπόσχονται εκλογικές επιτυχίες στη βάση της συµµαχίας µε αναξιόπιστους πρώην µνηµονιακούς εταίρους που ονειρεύονται διαχειρίσεις του συστήµατος ακουµπισµένες σε κυβερνητικά «µαξιλάρια»…




Η δήλωση του Κώστα Παπαδάκη μετά την ορκωμοσία για το Δήμο Αθήνας 28.12.23

Διαβεβαιώνω ότι ως εκπρόσωπος της «Ανατρεπτικής Συμμαχίας για την Αθήνα» θα υπηρετήσω στη διάρκεια της θητείας μου από την θέση του Δημοτικού Συμβούλου για όσο έχω την ιδιότητα αυτή με όλες μου τις δυνάμεις και με ανιδιοτέλεια τα δικαιώματα των κατοίκων του Δήμου Αθήνας ανεξάρτητα από φύλο, εθνικότητα, θρήσκευμα, καταγωγή, σεξουαλικό προσανατολισμό. Θα αγωνισθώ μαζί μέσα και έξω από το Δημοτικό Συμβούλιο, μαζί με τους κατοίκους και τα κινήματα :

Για μια Αθήνα πόλη αντιφασιστική που θα σταματήσει οριστικά τη ναζιστική εγκληματική οργάνωση και βία και κάθε φασιστική συμμορία και ρατσιστικό έγκλημα και δεν θα επιτρέπει σε κανέναν εθνικισμό να εκμεταλλεύεται και να μαγαρίζει την αγάπη του λαού για τον τόπο μας. Ούτε στην Αθήνα, ούτε πουθενά !

Για μια δημοτική αρχή διεκδικητική και  μαχητική απέναντι στην κεντρική εξουσία, για την ανάκτηση των αρμοδιοτήτων, των πόρων και της ανεξαρτησίας που της αντιστοιχεί, και για την ανάπτυξη κινήματος ανατροπής των ταξικών πολιτικών όλων των φορέων κεφαλαίου και εξουσίας, κυβέρνησης και Ε.Ε.

Για μια Αθήνα πόλη αντιρατσιστική, κοινωνικά αλληλέγγυα, φιλόξενη απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες και ενάντια στους πολέμους και τις πολιτικές που προκαλούν την προσφυγιά και τη μετανάστευση.

Για έναν Δήμο που υπηρετεί τους κατοίκους και τους εργαζομένους της Αθήνας και αγωνίζεται απέναντι στη στεγαστική κρίση για τον περιορισμό των βραχυχρόνιων μισθώσεων και του ύψους των μισθωμάτων και για την απαγόρευση των πλειστηριασμών και εξώσεων πρώτης κατοικίας, και  με κοινωνικές υπηρεσίες επαρκείς και αποτελεσματικές, με μόνιμο προσωπικό και με αξιοπρεπείς αποδοχές να  συμπαραστέκεται ενάντια στην ακρίβεια, στην ενεργειακή φτώχεια, στην κλιματική κρίση και στην παράδοση της πόλης στο τουριστικό και κατασκευαστικό κεφάλαιο.

Για μια Αθήνα πόλη βιώσιμη, που σέβεται αντί να καταστρέφει το περιβάλλον, με ελεύθερους χώρους, πεζόδρομους, παιδικές χαρές, δημόσιες κρήνες, πλατείες και χώρους πρασίνου, λόφους και δάση δημόσια, πράσινα και ελεύθερα, ενάντια στις καταστροφές λόφων και πλατειών, στις ιδιωτικοποιήσεις και στις εργολαβίες, για ποιότητα ζωής, αντιπλημμυρικά έργα, για γειτονιές φιλικές για όλες και όλους, για να μπορούμε να ζούμε και να κυκλοφορούμε στην πόλη μας.

Για έναν Δήμο σύμμαχο στην Αθήνα, πόλη που διεκδικεί το δικαίωμα στην εργασία, στην αξιοπρέπεια, στη στέγαση, στον πολιτισμό, στον αθλητισμό, στην εκπαίδευση, στη μόρφωση για όλους ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια.

Για την Αθήνα πόλη της ειρήνης και της φιλίας των λαών, ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και το ΝΑΤΟ, αλληλέγγυα σε κάθε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, όπως ο αγώνας των Παλαιστινίων.

Για μια Αθήνα πόλη για τη δημοκρατία και την ελευθερία, που απαιτεί την κατάργηση των αντιδημοκρατικών νόμων και στέκεται απέναντι στην κρατική καταστολή, την αστυνομική βία  και τον αυταρχισμό, υπερασπίζεται δικαιώματα και ελευθερίες και σέβεται τις διαδηλώσεις και τις απεργίες.

Για μια Αθήνα που τιμά και αναδεικνύει την ιστορία των αγώνων της.

Για μια Αθήνα για τις ανάγκες των πολλών πάνω από τα κέρδη των λίγων.

Για μια ζωή που μας αξίζει σε μια πόλη που μας ανήκει.

Αθήνα, 28.12.2023

Κώστας Παπαδάκης

Δημοτικός Σύμβουλος Αθήνας,

Εκπρόσωπος της «Ανατρεπτικής Συμμαχίας για την Αθήνα».

 

Η δήλωση του Κώστα Παπαδάκη στο 18′ 46”




5 μεγάλες αλλαγές στο πολιτικό σύστημα. Από τις βουλευτικές μέχρι τις αυτοδιοικητικές εκλογές

Aναδημοσίευση από το commune.org.gr

του Πάνου Κοσμά

Χιλιάδες, ίσως και δεκάδες χιλιάδες, «κόσμου της Αριστεράς» -εξαιρουμένων όσων αποτελούν τον κορμό της πάγιας επιρροής του ΚΚΕ- βιώνουν μια κατάσταση μαζικού… ψυχοδράματος. Πώς να εξηγηθούν και πώς να αφομοιωθούν οι μαζικές πολιτικές καταστροφές που συνέβησαν στο πεντάμηνο από τις πρώτες βουλευτικές εκλογές του Μαΐου ως την εξ εφόδου κατάληψη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ από τον Κασσελάκη και τον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών; Και πώς να προσανατολιστούμε στη νέα κατάσταση που, αιφνιδιαστικά και με σοκαριστικό τρόπο, έχει δημιουργηθεί;
Ας αρχίσουμε από την καταγραφή και αξιολόγηση των 5 μεγάλων μεταβολών που συνέβησαν στο πολιτικό σύστημα.

Το τέλος της «εκκρεμότητας» στο ζήτημα της κυβέρνησης

Το βράδυ των δεύτερων βουλευτικών εκλογών, μιλώντας στους συγκεντρωμένους οπαδούς της ΝΔ στην επινίκια συγκέντρωση έξω από τα γραφεία της ΝΔ στη Συγγρού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε τον πιο ουσιαστικό απολογισμό του εκλογικού  αποτελέσματος. Είπε (μεταξύ άλλων):

«Καταφέραμε να κλείσουμε οριστικά τον κύκλο του διχασμού και της τοξικότητας που άνοιξε πριν από μία δεκαετία». Είχε δίκιο. Όχι επειδή είναι πιο ευφυής από τους υπόλοιπους (που απέφυγαν στο σύνολό τους, αν και για διαφορετικούς λόγους, αυτήν τη θεμελιώδη αποτίμηση), αλλά γιατί διακρίθηκε από την ταξική ωμότητα του νικητή που γνώριζε πολύ καλά σε τι συνίσταται η νίκη του. Ο δεκαετής κύκλος στον οποίο αναφέρθηκε ήταν ο πολιτικός κύκλος 2012-2023, η δε «τοξικότητα» αφορούσε προφανώς το γεγονός ότι από το 2012 «παρεισέφρησε» στο κυβερνητικό παιχνίδι και η Αριστερά, μέσω του ΣΥΡΙΖΑ. Μα παρέμενε ο ΣΥΡΙΖΑ «τοξικός», δηλαδή πρόβλημα για το αστικό πολιτικό σύστημα, ακόμη και ύστερα από τη μνημονιακή του στροφή και προδοσία το 2015, ακόμη και ύστερα από τη μνημονιακή του θητεία στα χρόνια 2015-2019; Ναι, παρέμενε για τρεις βασικούς λόγους:

1. Γιατί ο ελληνικός καπιταλισμός, ύστερα από τα χρόνια της ντε φάκτο χρεοκοπίας του 2010 και της διεθνούς επιτήρησής της που εκτείνεται πολύ πέρα από τα μνημόνια σε βάθος δεκαετιών, δεν συμβιβάζεται με τίποτε λιγότερο για τη διαχείριση των υποθέσεών του από μια κυβέρνηση «σκυλί του ταξικού πολέμου» όπως του Μητσοτάκη: αδίστακτη ακόμη και μπροστά στα απομεινάρια της αστικής δημοκρατίας, με «λυμένα χέρια» ώστε να πραγματοποιήσει τις πιο μύχιες επιθυμίες και τα όνειρα των καπιταλιστών, ορκισμένη να ξεθεμελιώσει ό,τι μπορεί να σημαίνει ο όρος Μεταπολίτευση. Στις ιδιαίτερες συνθήκες του Ιανουαρίου 2015 και ύστερα του Ιουλίου και Σεπτεμβρίου 2015 «επιτράπηκε» στον ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει, αλλά μνημονιακά και με «το λουρί στο σβέρκο», αλλά ύστερα από τη μεγάλη ήττα και προδοσία του δημοψηφίσματος δεν υπήρχε πλέον καμία «έκτακτη συνθήκη» ώστε η αστική τάξη να θέλει να τον ξαναδεί στην κυβέρνηση και μετά το 2019. Η λύσσα με την οποία τα μίντια, οι επιχειρηματίες και η δεξιά αντιμετώπισαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι και τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου και Ιουνίου 2023, ήταν εκδήλωση της απόφασης να τελειώνουν με και να θέσουν εκτός μάχης οτιδήποτε θύμιζε έστω ή αναφερόταν ή παρέπεμπε και κουβαλούσε «εκκρεμότητες» Αριστεράς.

2. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αργοπορούσε «απελπιστικά» -για τα δεδομένα των αναγκών της αστικής τάξης- να μετατοπιστεί πλήρως και χωρίς «ναι μεν, αλλά» στο αστικό κέντρο. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της ηγεσίας Τσίπρα, που αυτό ακριβώς είχε βάλει σκοπό, δεν μπορούσε να αναπαραχθεί σαν μαζικό κόμμα με «κυβερνητικά» εκλογικά ποσοστά χωρίς να παραμένει δέσμιο αριστερών ελπίδων και προσδοκιών, αριστερών αναφορών και αριστερών εσωκομματικών εξαρτήσεων (ακόμη και αν οι αριστερές του πτέρυγες δεν εξέφραζαν/εκφράζουν παρά μια οριακά αξιοπρεπή κεντρώα σοσιαλδημοκρατία). Η αστική τάξη, λοιπόν, δεν μπορούσε, δεν ήθελε και δεν είχε κανέναν λόγο να του δώσει τον απαιτούμενο χρόνο. Ήθελε να επιβάλει η ίδια τη «βίαιη» και πλήρη προσαρμογή του.

3. Γιατί το σύστημα αστικής διακυβέρνησης έχει μετατοπιστεί δομικά σε μια αυταρχική και απολυταρχική μορφή διακυβέρνησης, στο πλαίσιο μιας συνειδητής μετατόπισης που αφαιρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια οποιασδήποτε μορφής «δικομματισμού» και οποιουδήποτε σεβασμού των βασικών συντεταγμένων της αστικής δημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό, δεν υπάρχει χώρος ούτε καν για ένα μαζικό κόμμα του αστικού κέντρου, παρά μόνο για δευτερεύοντες-συμπληρωματικούς ρόλους -κι αυτό, μόνο αν υπάρξει ανάγκη- για μικρά κόμματα του αστικού κέντρου.

Ο «δικομματισμός» (με έναν πόλο του τη Δεξιά και δεύτερο τον ΣΥΡΙΖΑ) στον οποίο αναφέρονταν μετά το 2015 το ΚΚΕ αλλά και τμήματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, δεν ήταν παρά πολιτική φαντασίωση. Ενώ υιοθετήθηκε σαν πολιτικό σχήμα για να υπηρετήσει μια ριζοσπαστική κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο ήταν ακατάλληλο γι’ αυτόν τον στόχο (όπως θα δούμε παρακάτω), αλλά συσκότιζε την κατανόηση της πολιτικής πραγματικότητας στην οποία η αστική τάξη, συστηματικά και με σχέδιο, μας υποχρέωνε να ζήσουμε. Με την εξίσωση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και για να μην αφήσει χώρο για καλλιέργεια αυταπατών για τον ΣΥΡΙΖΑ, εν τέλει καλλιεργούσε αυταπάτες για τη ΝΔ.
Ίσως γι’ αυτό κανείς, ακόμη και στην αντικαπιταλιστική αριστερά, δεν άκουσε ούτε αξιολόγησε την πολιτική αποτίμηση του αποτελέσματος των βουλευτικών εκλογών από τον Μητσοτάκη. Αυτός όμως, όπως και ο στρατηγικός ιθύνων νους της Δεξιάς Μάκης Βορίδης, όχι μόνο ξέρουν για τι μιλούν, αλλά υλοποιούν με προσήλωση το σχέδιό τους.

Το τέλος της «εκκρεμότητας» στον ΣΥΡΙΖΑ

Το ίδιο βράδυ, των εκλογών της 25ης Ιουνίου, και ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη συντριβεί εκλογικά για δεύτερη φορά, στα συνήθη τηλεοπτικά «τραπέζια» με μεγαλοδημοσιογράφους και μεγαλοστελέχη των κομμάτων, ήταν εντυπωσιακή η λύσσα με την οποία αντιμετώπιζαν τον συντριπτικά ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που η βασική εκκρεμότητα, της διακυβέρνησης είχε κριθεί. Για έναν απλό λόγο: Επειδή παρέμενε η «εκκρεμότητα» όσον αφορά τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί το σύστημα να μη θέλει δικομματισμό και η δεξιά μετατόπιση του πολιτικού άξονα να μην εξασφαλίζει μαζική εκλογική βάση για το αστικό κέντρο, αλλά για λόγους πλήρους επανόδου στην «κανονικότητα» ο ΣΥΡΙΖΑ «έπρεπε» να μετατοπιστεί «μια και καλή» στο αστικό κέντρο. «Έπρεπε», και ταυτόχρονα ήταν «ώριμος» γι’ αυτή τη μετατόπιση: η μακρά και σε αλληλοδιάδοχες φάσεις διαδικασία εκφυλισμού του (πολιτικού, προγραμματικού, οργανωτικού) τον είχε κάνει «ώριμο» ώστε να αποδεχθεί τη θεραπεία-σοκ.

Έτσι, η εμφάνιση «από το πουθενά» του Κασσελάκη και η εξ εφόδου κατάληψη απ’ αυτόν της ηγεσίας του κόμματος αποκτά όλα τα χαρακτηριστικά φυσιολογικής «προέκτασης» του θριάμβου της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη στις εκλογές του Ιουλίου. Τα δύο γεγονότα δεν είναι ταυτόσημα, είναι όμως πολιτικά ομώνυμα, έχουν δηλαδή κοινό παρονομαστή: την πλήρη αποκατάσταση, σε επίπεδο διακυβέρνησης αλλά και σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, της «κανονικότητας» στο αστικό πολιτικό σύστημα. Η πλήρης μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο έχει ολοκληρωθεί – οι «εκκρεμότητες» έληξαν!

Πλήρης αποκλεισμός της εργατικής τάξης από το «παιχνίδι» της διακυβέρνησης

Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν ένα σημαντικό γεγονός: τον πλήρη αποκλεισμό της εργατικής τάξης από το «παιχνίδι» της διακυβέρνησης. Η έως τώρα συμμετοχή της σε αυτό εκφραζόταν μέσω του ΣΥΡΙΖΑ – στρεβλά, ισχνά και αδύναμα, αλλά εκφραζόταν. Άλλωστε, αυτή ήταν η ουσιαστική βάση συντήρησης της εκκρεμότητας, για την κεντρική πολιτική σκηνή γενικά και για τον ΣΥΡΙΖΑ ιδιαίτερα: ότι η δίοδος μέσω της οποίας η εργατική τάξη πίεζε, επένδυε ελπίδες και διεκδικούσε παρουσία στην κεντρική πολιτική σκηνή -στρεβλά, ισχνά και αδύναμα, όπως είπαμε παραπάνω- ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ότι αυτό γινόταν με όρους αναφοράς στην Αριστερά, σήμαινε ότι μαζικές εργατικές προσδοκίες επενδύονταν στ’ αριστερά – κι αυτό σήμαινε μια αριστερόστροφη παρουσία, ή έστω επαφή, μαζών στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Έτσι όμως, η εκκρεμότητα συντηρούνταν και για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ: οι μαζικές εργατικές προσδοκίες που επενδύονταν σε αυτόν, δεν επέτρεπαν στην ηγεσία Τσίπρα να ολοκληρώσει -και μάλιστα με την ταχύτητα που απαιτούσε η αστική τάξη- τη μετατόπιση στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο. Παρ’ όλες τις επιταχύνσεις προς τα δεξιά, ό,τι πέτυχε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακόμη «ανεπαρκές». Η ηγεσία Τσίπρα πίστεψε το αδύνατο: ότι μπορεί να το «τερματίσει» στη μετατόπιση στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο και ταυτόχρονα να διατηρεί τη μαζική της πολιτική-εκλογική επιρροή στα εργατικά στρώματα που επένδυαν ελπίδες και προσδοκίες στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι εκλογές του Μαΐου και Ιουνίου απέδειξαν το μάταιο της προσπάθειας: ο Τσίπρας δεν μπορούσε να τα έχει και τα δύο. Κατ’ αναλογία με τον λαϊκό μύθο του Χότζα όπου ο γάιδαρος πεθαίνει λίγο πριν συνηθίσει να μην τρώει, η εργατική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσε «λίγο πριν» ο ΣΥΡΙΖΑ μετατοπιστεί πλήρως στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο.

Από τη στιγμή που έγινε αυτό, έχασε κάθε νόημα και το «παιχνίδι» μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, αφού το έργο παιζόταν πλέον χωρίς θεατές. Όλα ήταν έτοιμα για την πλήρη μετατόπιση στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο. Και παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν ο Τσίπρας ο κατάλληλος για να κάνει αυτή τη δουλειά – κι ακόμη λιγότερο η Έφη Αχτσιόγλου ή οποιοσδήποτε άλλος. Η τραγωδία αυτή έμελλε να ολοκληρωθεί με τη μέθοδο του από μηχανής θεού: με την εμφάνιση κάποιου έξω από το καστ, που δεν υπήρχε στο σενάριο – του Κασσελάκη. Ο οποίος, αφού επέλεξε τον λαό που τον εξέλεξε (χάρη στη γελοία διαδικασία με τα μέλη «των δύο ευρώ και των δύο ωρών», τώρα θα πρέπει να ψαρέψει εκλογική πελατεία από τους ψηφοφόρους του κέντρου. Όχι με όρους εργατολαϊκής βάσης αλλά με όρους κεντροφιλελεύθερων εκλογέων.

Και τι θα γίνουν οι ψηφοφόροι που εγκατέλειψαν μαζικά τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου; Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δίνουν μια ιδέα: το 70% θα ακολουθήσει τον Κασσελάκη. Ως κεντροφιλελεύθεροι εκλογείς με αντιδεξιές διαθέσεις αλλά όχι σαν φορείς κάποιας εργατολαϊκής βάσης που επενδύει τις ελπίδες της στ’ αριστερά. Το 30%, όσοι και όσες δεν μπορούν να χωνέψουν την πλήρη και οριστική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα του αστικού κέντρου, είτε θα παραμείνουν ψηφοφόροι του αλλά πλήρως παραιτημένοι, χωρίς καμία επιρροή και «απαιτήσεις» είτε θα διασπαρούν προς την αποχή ή άλλες πολιτικές κατευθύνσεις. Οι ελπίδες να εκπροσωπηθούν πολιτικά από ένα νέο κόμμα που θα φτιάξει η αριστερή διαφωνία στον Κασσελάκη είναι μάλλον φρούδες: Δεν υπάρχουν αυτοί/ές που θα έχουν τα κότσια, θα πάρουν τα ρίσκα και θα αναλάβουν τις ευθύνες για ένα νέο κόμμα με την πλήρη σημασία της λέξης. Ύστερα από τόσες δηλητηριώδεις συναινέσεις, ενοχές και ανοχές στην πολιτεία Τσίπρα (με κορυφαία τη συναίνεση στη μετατροπή του ΟΧΙ του δημοψηφίσματος του 2015 σε ΝΑΙ και τη συμμετοχή τους στο έργο της μνημονιακής διακυβέρνησης), ποια ταυτότητα κόμματος έχουν να εισηγηθούν; Το ΟΧΙ στον Κασσελάκη δεν συνιστά πολιτική πρόταση.

Έτσι, το πολύ πολύ να φτιάξουν κάτι σαν δίκτυο ή κάτι σαν ένα νέο ΚΚΕεσ. μετά τη διάσπαση με την ΕΑΡ ή ΚΚΕεσ. – Ανανεωτική Αριστερά ή ΑΚΟΑ, ανάλογης πολιτικής-εκλογικής εμβέλειας αλλά μετατοπισμένο πολύ δεξιότερα αυτών, μετατοπισμένο σε θέσεις κεντρώας σοσιαλδημοκρατίας.

Η σημαντικότερη, η πραγματικά ουσιαστική συνέπεια της πολιτικής-εκλογικής συντριβής του ΣΥΡΙΖΑ είναι λοιπόν μία: η αποστείρωση, πρώτα της κεντρικής πολιτικής σκηνής και ύστερα του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, από την επιρροή, τις πιέσεις, τις ελπίδες και προσδοκίες ευρύτερων εργατολαϊκών στρωμάτων που, παρά τις διαδοχικές ήττες και εκφυλισμούς, επέμεναν να επενδύουν ελπίδες στ’ αριστερά για παρέμβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή και να αποτελούν ανάχωμα στην πλήρη και οριστική μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο. Η εργατική τάξη έχει πλήρως αποξενωθεί και αποκλειστεί από την κεντρική πολιτική σκηνή. Ο πολιτικός κύκλος που καθορίστηκε από αυτό της το σκίρτημα και αυτή της τη δυνατότητα, ανάμεσα στο 2012 και το 2023, έκλεισε.

Ποια είναι πλέον (η) Αριστερά;

Αυτό έχει σημαντικές συνέπειες: Εξαιρώντας την ιδιαίτερη περίπτωση της μετασοσιαλδημοκρατίας του ΜΕΡΑ25, η οποία απαιτεί ξεχωριστή εξέταση (και σε άλλο κείμενο), δεν υπάρχει πλέον μαζικός πολιτικός εκπρόσωπος της σοσιαλδημοκρατίας – έστω και στην πιο δεξιά της εκδοχή, αλλά που να μην ταυτίζεται με το φιλελεύθερο αστικό κέντρο). Η Αριστερά ταυτίζεται πλέον με τον ελληνικό «ορισμό» του όρου: είναι πλέον μόνο η κομμουνιστική και κομμουνιστογενής Αριστερά, το ΚΚΕ και η αντικαπιταλιστική Αριστερά. Η οποία πρέπει να συνειδητοποιήσει, να αναλάβει και να προσπαθήσει να ανταποκριθεί στις ευθύνες που απορρέουν από αυτό το γεγονός: τη συγκέντρωση των ευρύτερων δυνατών δυνάμεων ώστε να δοθούν αποτελεσματικές μάχες του κινήματος ενάντια στο σύστημα (με τον «κανόνα» του ενιαίου μετώπου: χτυπάμε μαζί – βαδίζουμε χωριστά), τη διεκδίκηση της μαζικής πολιτικής εκπροσώπησης στρωμάτων της μισθωτής εργασίας, την πάλη για να σπάσει ο αποκλεισμός και να ανακτηθεί η δυνατότητα αυτών των στρωμάτων να πιέζουν και παρεμβαίνουν στην κεντρική πολιτική σκηνή. Χωρίς αυτά, περιλαμβανόμενου και του τελευταίου, που συνήθως είτε υποτιμάται είτε παραγνωρίζεται πλήρως, η εργατική τάξη είναι σε απελπιστικά υψηλό βαθμό τάξη καθεαυτή κι όχι τάξη για τον εαυτό της.

Η κεντρώα σοσιαλδημοκρατία της αριστερής διαφωνίας στον ΣΥΡΙΖΑ και η ιδιότυπη μετα-σοσιαλδημοκρατία του ΜΕΡΑ25 δεν μπορούν να αναλάβουν αυτά τα καθήκοντα, γιατί δεν «κοιτούν» καν προς τα εκεί και άρα δεν διεκδικούν καν να τα αναλάβουν. Το να διεκδικήσουν μια εκλογική επανεκκίνηση σε επόμενες εκλογές δεν ταυτίζεται καθόλου με την ανάληψη ευθύνης να ανταποκριθούν σε τέτοια καθήκοντα και, επιπλέον, το πολιτικό τους σχέδιο είναι πολλαπλά ηττημένο και έχουν δομική αδυναμία και απροθυμία να το αλλάξουν ριζικά. Ούτε η αριστερή διαφωνία του ΣΥΡΙΖΑ έχει διάθεση να θέσει έστω υπό συζήτηση τη μνημονιακή μετάλλαξη του 2015 ούτε το ΜΕΡΑ25 μπορεί να υπερβεί την παραλυτική λαβή των μετα-σοσιαλδημοκρατικών αναζητήσεων του αρχηγού του. Κυρίως όμως, δεν διαφαίνεται ο αποχρών λόγος που όσοι/ες δεν ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΜΕΡΑ25 στις διπλές εκλογές του Μαΐου – Ιουνίου θα το πράξουν στο μέλλον. Η απελπισία δεν ήταν ποτέ όρος επιτυχίας, ειδικά όταν δεν έχει οποιοδήποτε αποτέλεσμα στη σκηνή της διακυβέρνησης.

Η εκλογική επιτυχία του ΚΚΕ, που κέρδισε μόνο ένα μικρό ποσοστό από τις μεγάλες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ, είναι πιθανόν να συνεχιστεί με δημοσκοπική άνοδο (όπως μαρτυρούν οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος) και με νέα εκλογική άνοδο προς το 10% στις ευρωεκλογές. Ύστερα από τη δεινή εκλογική ήττα (και στη συνέχεια μετατόπιση στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο) του ΣΥΡΙΖΑ και την επίσης δεινή ήττα του ΜΕΡΑ25, το ΚΚΕ είναι ο μοναδικός εκπρόσωπος της μαζικής Αριστεράς στην κεντρική πολιτική σκηνή. Καθώς η πολιτική-εκλογική του επιρροή διευρύνεται πέρα από τα όρια του παραδοσιακού του στενού πολιτικού κορμού, το ΚΚΕ θα δέχεται όλο και μεγαλύτερες πιέσεις να πάψει να αδιαφορεί για το ζήτημα της (δια)κυβέρνησης και να κάνει αυτό που αρνείται πεισματικά τα πολλά τελευταία χρόνια: να εκπονήσει πρόταση εξουσίας που να μην ταυτίζεται με το σοσιαλισμό αλλά να μπορεί να «παίξει» στην πολιτική αντιπαράθεση με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις στη σημερινή και στην αυριανή συγκυρία, να είναι δηλαδή «παραγωγική» και ενεργή στον πολιτικό αγώνα.

Το ΚΚΕ δεν μπορεί πλέον να κρύβεται πίσω από τις προδοσίες του ΣΥΡΙΖΑ και να απέχει από τις πολιτικές διακυβεύσεις της εκάστοτε συγκυρίας. Αν αποφασίσει να κάνει στροφή στην πολιτική και να εγκαταλείψει τη στάση της ιδιότυπης αποχής από τις πολιτικές διακυβεύσεις, θα στραφεί ενάντια στην εγκαθιδρυμένη πολιτική του ταυτότητα και θα υποστεί εσωτερικούς κλυδωνισμούς. Αν δεν το κάνει, η ευρύτερη επιρροή του θα ξεφουσκώσει γρήγορα. Πρέπει να προσθέσουμε όμως και τούτο: αν το κάνει, θα το κάνει με τον λάθος τρόπο: με μετάπτωση από τον αριστερό οπορτουνισμό (σεχταρισμό) στον δεξιό οπορτουνισμό. Έχοντας ταυτίσει τη μοίρα του με τη σταλινική παράδοση, θα ταλαντώνεται αδιέξοδα μεταξύ αυτών των δύο συμμετρικών λαθών. Να περάσει ανάμεσα στις Συμπληγάδες υιοθετώντας την αντίληψη του μεταβατικού προγράμματος και μεταβατικού σχεδίου για την επανάσταση και τον σοσιαλισμό είναι σενάριο στη σφαίρα της φαντασίας.

Ένα άλλο πεδίο στο οποίο θα δοκιμαστεί η ικανότητά του να ανταποκριθεί στα νέα καθήκοντα που του αναθέτει η συγκυρία είναι η ενότητα στη δράση μέσα στο κίνημα. Απευθυνόμενο σε ευρύτερο κόσμο σε σχέση με τον στενό του πολιτικό κορμό, θα είναι όλο και πιο δύσκολο να συνεχίσει χωρίς κόστος την ανθενωτική και απαξιωτική του πολιτική απέναντι στις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Όλα αυτά ορίζουν ένα πεδίο πολιτικής δοκιμασίας για το ΚΚΕ, που χάνει πια την πολυτέλεια να κρύβεται πίσω από τα λάθη των άλλων (του ΣΥΡΙΖΑ όλα τα προηγούμενα χρόνια) και πρέπει να αποδείξει αυτό τι μπορεί να κάνει σε σχέση με τα καθήκοντα ηγεσίας που του αναθέτει, θέλοντας και μη, η συγκυρία.

Το σχέδιο οικοδόμησης «πλατύ κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς» μάς τελείωσε

Υπάρχει «καλός κόσμος» στον χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που σκέφτεται -ξανά!- την επιλογή ΜΕΡΑ25: τη συσπείρωση γύρω από το μέτωπο ΜΕΡΑ25 και των υπολειμμάτων της ΛΑΕ. Ιδού πώς παρουσιάζεται μια τέτοια «λύση»: ένα «ενωτικό» κατέβασμα στις ευρωεκλογές που θα υπόσχεται είσοδο στη Βουλή στις… επόμενες εκλογές! Στον βαθμό που τα υπολείμματα της ΛΑΕ εκπροσωπούν την όλη διαδρομή της, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το σχέδιο ΛΑΕ (ό,τι κι αν σήμαινε κάποτε ή μπορεί να σημαίνει σήμερα) έχει ηττηθεί επανειλημμένα μέχρις καταρρεύσεως. Σε ό,τι αφορά στο ΜΕΡΑ25, πέραν όλων των άλλων, η παρουσία Βαρουφάκη είναι τόσο καταλυτική, ώστε μην υπάρχει… κοσμική δύναμη ικανή να την προσπεράσει. Ο Βαρουφάκης λοιπόν έχει εξηγήσει πολύ καλά το σχέδιό του ώστε να μην επιτρέπεται να κάνουμε πως δεν καταλάβαμε: Πρώτο, δεν πιστεύει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ένας «κανονικός» καπιταλισμός ώστε να έχει νόημα ο ανταγωνισμός εργασίας – κεφαλαίου. Πρέπει πρώτα να γίνει ένας «κανονικός» καπιταλισμός για να αξονίσει η Αριστερά την πολιτική της παρέμβαση και το πρόγραμμά της πάνω στην αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας. Δεύτερο, οι αναφορά ότι ο καπιταλισμός έχει μετασχηματιστεί σε τεχνοφεουδαρχία σημαίνει πως ούτε διεθνώς ο καπιταλισμός είναι «κανονικός» καπιταλισμός. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως ούτε το ΜΕΡΑ25 είναι «κανονική» Αριστερά αλλά μια ιδιότυπη μετα-σοσιαλδημοκρατία, με παρόντα σε υπερεπάρκεια όλα τα προβλήματα του «πλατιού κόμματος»: ισχνότατη κοινωνική γείωση και (αναπόφευκτα) ισχνότατη συγκρότηση στη βάση, υψηλές δόσεις προεδρικού βοναπαρτισμού (ανάλογες με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ επί Τσίπρα), πλήρης εξάρτηση από τις εκλογικές επιδόσεις και την κοινοβουλευτική παρουσία, πρόγραμμα λιγότερο ριζοσπαστικό σε σχέση με του ΣΥΡΙΖΑ ως το 2014.

Ακόμη όμως και αν παραβλέψουμε όλα αυτά, που θα ήταν ασυγχώρητο, το σχέδιο ΜΕΡΑ25 και συσπείρωση γύρω από το ΜΕΡΑ25 υπέστη δεινή ήττα στις εκλογές. Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ θα το αναζωογονούσε; Σε αυτή την περίπτωση, γιατί -και σε ποια βάση- ο Τσακαλώτος να συμμαχήσει με τον Βαρουφάκη; Και με ποιον τρόπο θα αφορούσε μια τέτοια συμμαχία κόσμο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς; Σε αντίθεση με τέτοιες φρούδες ελπίδες, είναι πολύ πιθανότερο να έχουμε έναν διπλό «εμφύλιο»: Στο φιλελεύθερο αστικό κέντρο μεταξύ ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ και στον χώρο της κεντρώας σοσιαλδημοκρατίας μεταξύ ΜΕΡΑ25 και του μορφώματος που θα συγκροτήσουν όσοι/ες φύγουν από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Υπάρχει όμως, αν μιλάμε για σχέδιο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ένα απείρως κρισιμότερο και καθοριστικό ερώτημα: Όσοι/ες αναφερόμαστε στην αντικαπιταλιστική αριστερά, τι πολιτικό σχέδιο έχουμε; Τι θέλουμε να οικοδομήσουμε πολιτικά; Θα κινηθούμε με βάση μια επικαιροποίηση ή παραλλαγή ή υβρίδιο του «πλατιού κόμματος πολιτικής ενότητας», που δοκιμάστηκε στη μορφή του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ εγχωρίως και του Podemos και του βραζιλιάνικου PT διεθνώς; Ή θα προστρέξουμε σε μια τέτοια συσπείρωση με την ελπίδα του απελπισμένου ότι «κάτι καλό, κάπως, κάποτε» θα συμβεί μέσα από αυτό;

Δεν μπορείς ποτέ να οικοδομήσεις κάτι που δεν επιδιώκεις και δεν προσπαθείς συνειδητά και συστηματικά να διαμορφώσεις τις προϋποθέσεις για την οικοδόμησή του. Το ερώτημα λοιπόν είναι αμείλικτο: τι πολιτικό υποκείμενο χρειαζόμαστε και πρέπει να οικοδομήσουμε, με μακρόχρονη και συστηματική προσπάθεια; Στην ιστορική συγκυρία της «πολυκρίσης» του καπιταλισμού και των πολέμων ποια απάντηση δίνουμε σε αυτό το ερώτημα; Ξανά μανά «πλατύ κόμμα πολιτικής ενότητας» (ή «πλατύ κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς», που στην καλύτερη περίπτωση είναι συνώνυμο του αριστερού κινηματικού ρεφορμισμού); Μετά από τόσες, επανειλημμένες και συντριπτικές, ήττες και χρεοκοπίες αυτού του πολιτικού σχεδίου, οι εκδοχές με τις οποίες προσφέρεται ή επανεμφανίζεται είναι όλο και πιο ξέπνοες, δεξιές, αποκαρδιωτικές. Χρειάζεται πολλή απελπισία και πάντως καμία πολιτική έμπνευση ούτε πραγματικό και συγκεκριμένο σχέδιο για να τις υιοθετήσουμε.

Η ιστορική ευκαιρία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς

Οι εξελίξεις αυτές συνιστούν ιστορική ευκαιρία για τον χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Είναι η πρώτη φορά μετά την πρώιμη Μεταπολίτευση που ο συνδυασμός χαρακτηριστικών της συγκυρίας, όπως εκτέθηκε στις προηγούμενες γραμμές, της προσφέρει τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε μαζικό πολιτικό ρεύμα. Η συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε μαζικό πολιτικό υποκείμενο-μέτωπο είναι το μόνο πολιτικό σχέδιο που δεν έχει συντριβεί πολιτικά.

Η Ανταρσύα, πολλά αυτοδιοικητικά σχήματα που σταθεροποίησαν μια αξιοπρεπή παρουσία σε δήμους και περιφέρειες, η ΕΑΑΚ, τα σχήματα των παρεμβάσεων αλλά και άλλα σχήματα αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην εκπαίδευση, κινηματικοί Συντονισμοί (όπως ο Αντιφασιστικός Συντονισμός Αθήνας – Πειραιά), τα πολλά βήματα μπρος που έχουν γίνει στην κουλτούρα συνεργασίας των οργανώσεων του χώρου, αποτελούν θετικά «προηγούμενα» και βάση πάνω στην οποία μπορεί και πρέπει να αναληφθεί μια νέα μεγάλη πρωτοβουλία.

Η εκλογική επιτυχία των ενωτικών δημοτικών σχημάτων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη δείχνει τις δυνατότητες. Ταυτόχρονα όμως, θα ήταν αυταπάτη να πιστέψουμε ότι αυτές οι δυνατότητες θα παραμένουν επ’ αόριστον: Ισχύει κι εδώ το «Χθες ήταν νωρίς, αύριο ίσως είναι αργά». Τώρα υπάρχει ο συνδυασμός παραγόντων που καθιστά τη συγκυρία ευκαιρία – σύντομα, δεν ξέρουμε πόσο, η ευκαιρία θα πάψει να υπάρχει.

Η αντίρρηση είναι γνωστή, είναι δε και δική μας: η Ανταρσύα προσέφερε ό,τι είχε να προσφέρει, έκλεισε τον κύκλο της, είναι σε κρίση και δεν μπορεί να αποτελέσει την πολιτική πλατφόρμα για την ευόδωση ενός τέτοιου σχεδίου. Απαιτείται η υπέρβασή της, για ένα νέο μέτωπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που θα υπερβεί τα λάθη και τις καθηλώσεις της.

Ασφαλώς απαιτείται πιο λεπτομερής επεξεργασία ενός τέτοιου σχεδίου, αλλά θα συνιστούσε πολιτική ανευθυνότητα να σπαταληθεί η ιστορική ευκαιρία στο όνομα των υπαρκτών δυσκολιών ή, ακόμη χειρότερα, στο όνομα ψυχολογικού χαρακτήρα δυσανεξιών και χασμάτων μεταξύ ρευμάτων, χώρων και οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Στο επόμενο κείμενο αυτής της σειράς: Ήταν σωστό να ψηφίσουμε στον δεύτερο γύρο των δημοτικών στην Αθήνα Χάρη Δούκα;

 




Μία από τις μεγαλύτερες πορείες των τελευταίων ετών!

Η πορεία για το Πολυτεχνείο ήταν μία από τις μεγαλύτερες των τελευταίων ετών. Δεκάδες χιλιάδες κατέβηκαν να δηλώσουν πως οι εξεγέρσεις σαν κι αυτή που έγινε στο Πολυτεχνείο πριν από 50 χρόνια, μας δείχνουν τον δρόμο για να αγωνιστούμε ενάντια στις πολιτικές λιτότητας, στην κρατική καταστολή, αλλά και να διεκδικήσουμε τα εργασιακά δικαιώματα μας που προσπαθούν κάθε μέρα να μας τα πετσοκόψουν.

Κεντρικό αίτημα η δικαίωση του παλαιστινιακού λαού για γη και ελευθερία και η παύση της γενοκτονίας στη Γάζα. Το σύνθημα “Λευτεριά στην Παλαιστίνη” δονούσε τους δρόμους της Αθήνας.

Όμως συνθήματα φωνάχτηκαν και για να καταδικαστεί η αστυνομική βία και συγκεκριμένα η δολοφονία των ρομά από αστυνομικούς αλλά βέβαια και αντιφασιστικά, αφού οι φασίστες προσπαθούν να σηκώσουν πάλι κεφάλι.

 

Σε ένα ηχηρό μήνυμα απέναντι στις πολιτικές λιτότητας, τις αντεργατικές πολιτικές, τις ρατσιστικές πολιτικές και τις πολιτικές καταστολής ντόπιων και μεταναστών, ο κόσμος επέστρεψε στο δρόμο για να διεκδικήσει πίσω τη ζωή του και τα δικαιώματα του, για να περιφρουρήσει όλα όσα κατακτήθηκαν στη Μεταπολίτευση και να δηλώσει ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός!

Κίνηση “Απελάστε τον Ρατσισμό”




Για την επικαιρότητα του «Πολυτεχνείου»

Κάποιες σκέψεις με αφορμή τη χθεσινή πετυχημένη εκδήλωση της Κίνησης Πολιτών Πτολεμαΐδας για το Πολυτεχνείο, που παρακολούθησαν 50 άνθρωποι όλων των ηλικιών, και την πλούσια συζήτηση που ακολούθησε.

του Αλέξη Λιοσάτου

50 χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, έχει νόημα να συζητάμε γι’ αυτό, πέρα από «εθιμοτυπικούς λόγους»; Η απάντηση είναι «ΝΑΙ», 100%.
Το «Πολυτεχνείο του ‘73» δεν έσκασε ως κεραυνός εν αιθρία: ζυμώθηκε μέσα σε μια περίοδο πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, σε μια περίοδο που η εργατική τάξη διεθνώς ανακτούσε τη χαμένη αυτοπεποίθησή της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οργανωνόταν και διεκδικούσε καλύτερους όρους ζωής, η Αριστερά ενισχυόταν και μια σειρά από γιγάντιες απεργίες, επαναστάσεις, εξεγέρσεις, αντιαποκιακοί αγώνες και κινήματα σάρωναν τον πλανήτη. Την περίοδο πριν το ’73, σημειώθηκε κατακόρυφη άνθιση της πολιτικής συζήτησης σε αντιχουντική κατεύθυνση, εκδηλώθηκαν μικρότερης κλίμακας αγώνες και ενέργειες αντίστασης και η διεθνής κατακραυγή για τα εγκλήματα της χούντας που αποκάλυπταν ρωγμές στον «γύψο» κι έδειχναν ότι η δικτατορία δεν είναι ανίκητη. Έναν μήνα πριν την ελληνική εξέγερση, μια άλλη εξέγερση στην Ταϋλάνδη γκρέμιζε την εκεί χούντα κι ενέπνευσε τον κόσμο της αντίστασης: «Απόψε θα γίνει Ταϋλάνδη» ήταν ένα από τα κεντρικά συνθήματα των εξεγερμένων του Πολυτεχνείου. Η χούντα σήμαινε πλούτο και ραγδαία ανάπτυξη για το κεφάλαιο, διαφθορά και πλουτισμό για τους χουνταίους, και ακραία φτωχοποίηση για τον απλό λαό, καταστρατήγηση και κατάργηση κάθε εργατικού δικαίου, ακραία καταπίεση της νεολαίας και σκληρή καταστολή για τους αντιστασιακούς.
Τα περισσότερα συνεχίζουν να ισχύουν και σήμερα: ζούμε επίσης μια σειρά πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, κυβερνιόμαστε από την πιο αντιδραστική κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2008 και των μνημονίων. Τα μεγάλα αφεντικά πέτυχαν τεράστια υποτίμηση της εργατικής δύναμης κι εκτίναξαν τα κέρδη τους, οι μνημονιακές δεσμεύσεις ζουν και βασιλεύουν, η ακρίβεια θερίζει το λαϊκό εισόδημα, το κοινωνικό κράτος καταρρέει. Η απεργία, ο εργατικός συνδικαλισμός, το 8ωρο και η κυριακάτικη αργία, ο φοιτητικός συνδικαλισμός, οι πορείες, η ελευθερία της έκφραση τελούν υπό κατάργηση. Μπάτσοι δολοφονούν νεολαίους (Αλ. Γρηγορόπουλο, Β.Μάγγο, νεαρούς Ρομά) και όχι μόνο (πρόσφατα υπόθεση Μανιουδάκη για λίγη κάναβη), πετάνε φοιτητές από τις ταράτσες ή τους στέλνουν στην εντατική γιατί συμμετείχαν σε αντιφασιστικές συναυλίες. Την ίδια ώρα με τις πλάτες της αστυνομίας οι φασίστες ξυλοκοπούν ή και δολοφονούν στον Έβρο πρόσφυγες και ξυλοκοπούν ή και απειλούν να κάψουν ζωντανούς αγωνιστές. Κάνουν πλάτες σε ξένους νεοναζί (Κροάτες και υπόθεση νεκρού οπαδού της ΑΕΚ). Το τραστ των ΜΜΕ στηρίζει «μονομπλόκ» τον Μητσοτάκη, ειδήσεις παρουσιάζονται κατά το δοκούν (πχ για τον Παύλο Φύσσα «τον σκότωσαν για το ποδόσφαιρο», για τον Αντώνη στον Πειραιά «άτυχος επιβάτης πνίγηκε καθώς προσπαθούσε να προλάβει το πλοίο») μέχρι να κυκλοφορήσουν τυχαία βίντεο (αν και εφόσον υπάρχουν) από περαστικούς κ.ο.κ. Όλα αυτά συσσωρεύουν εκρηκτικά υλικά στη βάση της κοινωνίας με τρόπο που δεν μπορούμε να διακρίνουμε εύκολα, αλλά επιδρούν και οδηγούν σε μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις και ξεσπάσματα, όπως ο Δεκέμβρης του 2008, ο παλλαϊκός ξεσηκωμός του 2011-2013, οι διαδηλώσεις με ρεκόρ μαζικότητας για τα Τέμπη, αλλά και σε μεγάλες πολιτικές ζυμώσεις και μετατοπίσεις, όπως η άνοδος της Αριστεράς το 2012-2015, η κατάρρευση του «κέντρου» (ΠΑΣΟΚ παλιότερα, ΣΥΡΙΖΑ πρόσφατα) ή το στραπάτσο του Μητσοτάκη στον β’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών. Το πότε θα υπάρξει το νέο κοινωνικό ξέσπασμα, την αφορμή ή την κλίμακά του δεν μπορούμε να τα προβλέψουμε. Μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι ότι κάποια στιγμή θα έρθει, να χτίσουμε τους όρους από τώρα για έρθει μια ώρα αρχύτερα, να είναι ισχυρότερο και να είμαστε πιο έτοιμοι να μπούμε στη μάχη για να νικήσουμε. Τότε μικρά και μεγαλύτερα «ρυάκια» αντίστασης, διεθνείς αντιστάσεις και κινήματα επώασαν τις εξεγέρσεις της εποχής: Μάης ’68, Χιλή ’70-73, Πολυτεχνείο, Ταϋλάνδη, Ισπανία και Πορτογαλία, Πολωνία και Τσεχοσλοβακία κλπ. Σήμερα ο ηρωικός αγώνας των Παλαιστινίων κατά του Ισραήλ, κράτους-απαρτχάιντ και μαντρόσκυλου του ιμπεριαλισμού στη Μ.Ανατολή προκαλεί κύμα συμπαράστασης και τεράστιες κινητοποιήσεις διεθνώς. Την τελευταία πενταετία μόνο μια σειρά εξεγέρσεων ξέσπασε σε δεκάδες χώρες, όσο κι αν «διέφυγαν» των ΜΜΕ, από τη Λ.Αμερική ως την Αφρική και την Ασία. Αλλά κι εργατικοί αγώνες στη «Δύση», όπως στη Γαλλία φέτος με ένα τετραμήνο απεργιακού αναβρασμού. Μικρές και πιο μεγάλες πρωτοβουλίες, κινητοποιήσεις, εκδηλώσεις, αντιστάσεις, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι δεν πάνε χαμένες αλλά γράφουν ιστορία και χτίζουν τα επόμενα μεγάλα γεγονότα.

Το Πολυτεχνείο ζει: η εξέγερση είναι επίκαιρη και μονόδρομος για να αποκτήσουμε καλύτερους όρους ζωής σήμερα και για να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο αύριο. Το Πολυτεχνείο ζει στους αγώνες σήμερα ενάντια στη φτώχεια, την ακρίβεια, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, για καλύτερη Παιδεία και Υγεία, ενάντια στον ρατσισμό, τον σεξισμό, τον φασισμό και τον πόλεμο. Δίπλα μας, η ηρωική αντίσταση του παλαιστινιακού λαού και η αλληλεγγύη προς αυτήν της Αριστεράς στα μετόπισθεν του ιμπεριαλιστικού μπλοκ, δημιουργεί τα πρώτα ρήγματα σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Παρά τις συντριπτικές ήττες της Αριστεράς, ο καπιταλισμός δεν νιώθει -και δεν είναι «ασφαλής». Υποχρεωμένος να συμπιέζει τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων προς τα κάτω, εγκυμονεί τις επόμενες εξεγέρσεις κι επαναστάσεις, το γνωρίζει πολύ καλά και προετοιμάζεται γι’ αυτό.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου απάντησε για άλλη μια φορά στο κλασικό ερώτημα που διαιρεί την Αριστερά: «Μεταρρύθμιση ή επανάσταση»; Η εξέγερση οδήγησε σε τεράστια ριζοσπαστικοποίηση των μαζών και στροφή προς τα αριστερά, έχτισε και μαζικοποίησε συνδικάτα, μεταρρυθμιστικά κόμματα και επαναστατικές οργανώσεις και γέννησε τους μεγάλους αγώνες της μεταπολίτευσης που για μια δεκαετία περίπου υποχρέωσαν τους Έλληνες καπιταλιστές σε μεγάλες παραχωρήσεις σε οικονομικό και πολιτικοκοινωνικό επίπεδο. Αυτές τις κατακτήσεις χρειάστηκαν 50 χρόνια για να τις ξηλώσουν, κι ακόμα δεν τα έχουν καταφέρει. Οι μεγάλες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις έχουν εξαφανιστεί αλλά εξασφάλισαν για δεκαετίες πολύ καλύτερη ζωή για τους ίδιους αλλά και για τα παιδιά και τα εγγόνια των εξεγερμένων. Ακόμα και σήμερα που ο Μητσοτάκης κάνει φιλότιμες προσπάθειες να αντιγράψει τη χούντα σε επίπεδα καταστολής κι αυταρχισμού, συντηρητικοποίησης και κήρυξης πολέμου κατά των αριστερών ιδεών (που γέννησε το «Πολυτεχνείο») απολαμβάνουμε δημοκρατικά δικαιώματα που δεν διανοούνταν ο κόσμος μας πριν το ’73. Η εξέγερση και ό,τι ακολούθησε δεν ανέτρεψαν τον καπιταλισμό, αλλά βελτίωσαν το επίπεδο ζωής μας σε αυτόν, δικαιώνοντας την επαναστατική μέθοδο ακόμα και για «μικρές» κατακτήσεις στο σήμερα. Η δε κυριαρχία των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων και η ύφεση του κινήματος τα επόμενα χρόνια οδήγησε ακριβώς στα αντίθετα αποτελέσματα. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησαν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, ξήλωσαν τις κατακτήσεις του τότε και οδήγησαν στην κατάρρευσή τους και στην κυριαρχία της Δεξιάς.

Έχει νόημα να παλεύουμε σήμερα μέσα από τις μικρές επαναστατικές οργανώσεις ή καλύτερα να ψάξουμε κάποιο «μεγάλο» κόμμα; Η πάλη γραμμών μέσα στις συνελεύσεις του Πολυτεχνείου έπαιξε ρόλο για το ξέσπασμα της εξέγερσης. ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού τάσσονταν υπέρ της αποχώρησης από το Πολυτεχνείο μπροστά στο ενδεχόμενο καταστολής και τις πιέσεις της αστικής τάξης. Αν και οι μαζικότερες δυνάμεις, η γραμμή τους ηττήθηκε τόσο εξαιτίας του μίσους των εξεγερμένων για τη χούντα όσο από την εναλλακτική πρόταση των επαναστατικών οργανώσεων, των οποίων η επιρροή εκτινάχθηκε ακριβώς επειδή δρούσαν σε «εκρηκτικό» κλίμα. Συνεπώς οι επαναστατικές οργανώσεις έπαιξαν κομβικό ρόλο στις κατακτήσεις που προαναφέραμε, δηλαδή υπερτέρησαν ακόμα και για την επιβολή μεταρρυθμίσεων. Αν δεν υπήρχαν είναι πιθανό να μην υπήρχε ούτε Πολυτεχνείο ούτε μεταπολίτευση. Πάντα με τις απαραίτητες αναλογίες, μπορούμε να πούμε ότι είδαμε αυτή τη συνεισφορά της επαναστατικής κι αντικαπιταλιστικής Αριστεράς το 2006-2007, όταν κέρδιζαν κατά κράτος την ΠΚΣ (ΚΚΕ) στις συνελεύσεις όπου ψηφίζονταν καταλήψεις διαρκείας, πετυχαίνοντας μια από τις ελάχιστες νίκες της σύγχρονης εποχής, την ανατροπή της αναθεώρησης του άρθρου 16 που προέβλεπε ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια απαγορεύονται. Ή το 2011 στο κίνημα των πλατειών που ξεκίνησε ως ανοιχτό στοίχημα με κυρίαρχο σύνθημα «έξω τα κόμματα» και ήταν διεκδικήσιμο και από τους φασίστες και την Άκρα Δεξιά, αλλά μέσα από τη δράση της επαναστατικής Αριστεράς το κίνημα ριζοσπαστικοποιήθηκε σε αιτήματα, συνδέθηκε με το εργατικό κίνημα, η Αριστερά ηγεμόνευσε και ζήσαμε την κατάρρευση των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, την φυγή του Γ.Παπανδρέου με τις κλωτσιές, την εκλογική άνοδο της Αριστεράς και μια περίοδο που οι καπιταλιστές έτρεμαν κι εκβίασαν ανοιχτά με capital control και ακόμα και με πραξικόπημα την περίοδο του δημοψηφίσματος, δείχνοντας που έχουν γραμμένη τη δημοκρατία και αποκαλύπτοντας το πραγματικό τους πρόσωπο.
Παρόλο που η επαναστατική Αριστερά έπαιξε αυτόν τον ρόλο στο Πολυτεχνείο, η ιστορία γράφτηκε από τους ισχυρούς. Η επαναστατική Αριστερά έπαιξε ρόλο για την έκβαση της εξέγερσης, αλλά δεν μπόρεσε να την καθορίσει: το Πολυτεχνείο δεν οδήγησε Γενική Απεργία Διαρκείας, ούτε πολύ περισσότερο σε επανάσταση, που ήταν η «γραμμή» τους. Δεν υπήρξε μαζικό επαναστατικό κόμμα για να καθορίσει περισσότερο τις εξελίξεις και να φτάσουμε «μέχρι το τέλος», την ανατροπή του καπιταλισμού, με αποτέλεσμα τις επόμενες δεκαετίες να μας πάρουν τα περισσότερα πίσω και να κινδυνεύουμε να φτάσουμε πίσω από το σημείο εκκίνησης.
Τις επόμενες δεκαετίες, ΚΚΕ, ΚΚΕες. Και ΠΑΣΟΚ τα επόμενα χρόνια καπηλεύτηκαν την εξέγερση και τη μεταπολίτευση, ενώ στην πραγματικότητα τις μέρες που «έκαιγαν» έπαιξαν αντιδραστικό ρόλο. Η ιστορία γράφτηκε και πάλι από τους νικητές, ως συνήθως. Κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα πως όποιον ρόλο κι αν παίξουν οι επαναστάτες, αν δεν αποκρυσταλλώνεται η συμβολή τους αυτή με οργανωτικούς όρους, δεν θα καταγραφεί σε μαζική κλίμακα η ιστορική αλήθεια «από μόνη της». Τα παραπάνω έχουν σημασία, γιατί οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αξίζει να παλεύουμε σήμερα όχι μόνο με την «ανιδιοτελή» συμβολή μας στο κίνημα αλλά και για την ενίσχυση της δύναμης και της επιρροής των επαναστατικών οργανώσεων. Η ένταξη και η στράτευση σε τέτοιες οργανώσεις, παρά τα όποια προβλήματα, παραμένουν μακράν πιο σοφές και χρήσιμες επιλογές από την όποια ένταξη ή ψήφο στο όποιο «μεταρρυθμιστικό» κόμμα που δεν μπορεί να προωθήσει ούτε μισή φιλολαϊκή μεταρρύθμιση. Και ο στόχος παραμένει να ενισχύσουμε την επαναστατική Αριστερά, τόσο για τη χρησιμότητά της στο σήμερα, στις ακόμα πιο σκληρές μάχες που έρχονται, αλλά και για να φτάσουμε τη μάχη μέχρι το τέλος: σήμερα η διεθνής οικονομική κρίση έχει στενέψει πολύ τα περιθώρια των καπιταλιστών για παραχωρήσεις σε σύγκριση με τη δεκαετία του ’70, είναι ακόμα πιο αποφασισμένοι να μας επιβληθούν με τη βία, αν προκύψει επαναστατική κατάσταση, σπέρνουν εθνικισμό και μιλιταρισμό φέρνοντας πιο κοντά έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πριμοδοτούν ανοιχτά ακροδεξιές λύσεις και τις προτιμούν σαφώς από ημίμετρα τύπου Τσίπρα, Γιωργάκη ή Αντρέα Παπανδρέου. Κάτι που επαναφέρει με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση το ζήτημα του οράματος, της ανατροπής του καπιταλισμού και μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση, καταπίεση και πολέμους, το ζήτημα του «να φτάσουμε μέχρι το τέλος».

Οι παραπάνω είναι οι λόγοι για τους οποίους η φράση «Το Πολυτεχνείο ζει/είναι επίκαιρο» δεν είναι απλώς επετειακοί αλλά συνδέονται με τη σημερινή πραγματικότητα και τα συμπεράσματα για τις μεθόδους πάλης. Και η ανάγκη για να δράσουμε ενάντια στο σύστημα και να συμμετέχουμε στο κίνημα, στρατευμένοι στις γραμμές των οργανώσεων με αναφορά στην επανάσταση, δεν είναι «ξεπερασμένη» αλλά μεγαλύτερη από ποτέ.




Γι’ αυτό μισούν το Πολυτεχνείο και τη Μεταπολίτευση…

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973, ως αυθόρμητο ξέσπασμα με παλλαϊκό χαραχτήρα, καταγράφτηκε στην συλλογική συνείδηση δύο τουλάχιστον γενιών σαν η δίκαιη απάντηση στην καταπίεση. Συμβολίζει τη δυνατότητα των «απλών» ανθρώπων να παρεμβαίνουν και να καθορίζουν τις εξελίξεις πέρα και ανεξάρτητα από τις «βουλές» των από πάνω και τις «συμβουλές» των φρονίμων. Συμβολίζει την προσπάθεια για αλλαγή των όρων διαβίωσης με συλλογικό – εξεγερσιακό και όχι ατομικό τρόπο.

Γι’ αυτό ο Καραμανλής έκανε τις πρώτες μεταχουντικές εκλογές στην επέτειο της εξέγερσης το ’74, γι’ αυτό απαγορεύτηκε το ’77 (και οι «φρόνιμοι» συμμορφώθηκαν), γι’ αυτό δολοφονήθηκαν οι Κουμής – Κανελλοπούλου το ’80.
Γι’ αυτό επιχαίρει ο κ. Βορίδης ότι «οι ψευδοαξίες της γενιάς του Πολυτεχνείου ενταφιάστηκαν». Γι’ αυτό ο Δένδιας διακηρύσσει ότι «ήρθε η ώρα η χώρα να κλείσει τους λογαριασμούς που μένουν ανοιχτοί από το 1974». Γι’ αυτό ο κ. Χρυσοχοΐδης ζητούσε «λευτεριά από τη Μεταπολίτευση». Γι’ αυτό οι υμνητές της Χούντας και αρνητές των νεκρών της εξέγερσης Γεωργιάδης, Πλεύρης κ.λπ. βρέθηκαν πρωτοκλασάτοι υπουργοί. Γι’ αυτό από τους πρώτους νόμους της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και γι’ αυτό σήμερα επιμένουν (παρά τις παλινωδίες που υποχρεώνονται από το κίνημα) στην «πανεπιστημιακή» αστυνομία…
Το μισούσαν ανέκαθεν θανάσιμα το «Πολυτεχνείο» και ό,τι συμβόλιζε και συμβολίζει.
Γιατί, το «Πολυτεχνείο» είναι ένα σύμβολο του αγώνα των καταπιεσμένων για «ψωμί – παιδεία – ελευθερία».
Μισούν όχι μόνο το Πολυτεχνείο αλλά και τη Μεταπολίτευση. Γιατί, σε αντίθεση με άλλες χώρες, την ανατροπή της χούντας δεν τη διαδέχθηκε μια περίοδος αυταρχικής ανασυγκρότησης του κράτους και περιθωριοποίησης της Αριστεράς αλλά μια περίοδος κοινωνικών και πολιτικών κατακτήσεων και ελευθεριών, αλλά στην οποία η Αριστερά και η οι ιδέες της είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Δεξιά βρέθηκε ενοχοποιημένη σε μαζική κοινωνική κλίμακα για τα δύο ιστορικά εγκλήματα της άκρας δεξιάς: τον δωσιλογισμό στην Κατοχή και τον εμφύλιο και τη χούντα των συνταγματαρχών. Χρειάστηκε σχεδόν μισός αιώνας για να κηρύξει η δεξιά τη νίκη ενάντια στη Μεταπολίτευση – η οποία και πάλι δεν είναι «πλήρης».
Οι απόγονοι των μαυραγοριτών – ταγματαλητών – χιτών -ρουφιάνων – «νοικοκυραίων» συνεχίζουν να μας λένε «τι θέλετε τα Πολυτεχνεία και κουραφέξαλα. Καθίστε στην τρύπα σας μην φάτε το κεφάλι σας». Εμείς όμως δεν θα τους κάνουμε την χάρη να απολαύσουν «Ησυχία, Τάξη και Ασφάλεια».

 

 




Εποχή γενικής κρίσης και πολέμων. Εποχή (και) επαναστάσεων;

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας “Κόκκινo Νήμα” Νο45 που κυκλοφορεί

Πόλεµος στην Ουκρανία και ένταση στη Μαύρη Θάλασσα, ένταση Κίνας – Ταϊβάν, εµφύλιος στη Λιβύη, πόλεµος Αζερµπαϊτζάν – Αρµενίας και εκδίωξη των Αρµενίων από το Ναγκόρνο Καραπάγ, πόλεµος στη Γάζα…

Στα τέλη Φλεβάρη του 2022 η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Έκτοτε, ο πόλεµος αυτός συνεχίζεται αδιάλειπτα και δεν µπορεί κανείς να προβλέψει πότε και υπό ποιους όρους θα σταµατήσει – δηλαδή στο έδαφος ποιων συσχετισµών δύναµης, στο έδαφος της Ουκρανίας αλλά και διεθνώς. Στις αρχές Απριλίου του 2023 οι κινεζικές ένοπλες δυνάµεις περικύκλωσαν την Ταϊβάν και ένας διεθνής χορός ψυχρής αντιπαράθεσης στήθηκε γύρω από αυτό, µε άµεσο τον κίνδυνο πολεµικής σύρραξης. Το άνοιγµα πολεµικού µετώπου αποφεύχθηκε, αλλά αυτή η εστία µένει ηµι-ενεργή, σαν τα ηφαίστεια που βγάζουν πίδακες ατµών πριν εκραγούν σε χρόνο που κανείς δεν µπορεί να προβλέψει. Στη Λιβύη, η ανατροπή του καθεστώτος του Καντάφι το 2011 µε άµεση ανάµιξη των ΗΠΑ, της Γαλλίας κ.λπ., εγκαινίασε µια µακρά περίοδο εµφύλιου πολέµου µε όρους κρατικής αποσάθρωσης και κοινωνικής διάλυσης, µε δύο αντιµαχόµενα κέντρα εξουσίας («κυβερνήσεις») και µε επιπλέον ανάµιξη και µάλιστα βαρύνουσα τα τελευταία χρόνια, όχι µόνο διπλωµατική αλλά και στρατιωτική, της Ρωσίας και της Τουρκίας. Μόλις την προηγούµενη βδοµάδα, το Αζερµπαϊτζάν ολοκλήρωσε τη νίκη του στον πόλεµο µε την Αρµενία του 2020 οδηγώντας τον αρµενικό πληθυσµό του θυλάκου στο Ναγκόρνο Καραµπάχ στη φυγή και την προσφυγιά, υπό την κάλυψη της Τουρκίας και την αιδήµονα «ουδετερότητα» της Ρωσίας.

Στο µεταξύ, ο πόλεµος στην Ουκρανία, καθώς δεν µπορεί να κριθεί, ακόµη, µε µια αποφασιστική νίκη στο ουκρανικό έδαφος και καθώς η πολυαναµενόµενη ουκρανική αντεπίθεση απέτυχε, προβάλλεται στην ευρύτερη περιοχή, κυρίως στη Μαύρη Θάλασσα, όπου η Μ, Βρετανία ετοιµαζόταν να στείλει δυνάµεις αλλά η Ρωσία προέβη σε ενέργεια αποτροπής ανακοινώνοντας την εναέρια επιτήρηση µε αεροσκάφη Mig-31 εξοπλισµένα µε τον σούπερ υπερηχητικό πύραυλο Kinhal µε εµβέλεια 2.000 χιλιόµετρα και τροµερή καταστρεπτική ισχύ – µπορεί να χτυπήσει ακόµη και στο Ισραήλ… Η Μαύρη Θάλασσα γίνεται ακόµη πιο σηµαντική καθώς οι «ενδιάµεσες» ισορροπίες καταστρέφονται η µία µετά την άλλη: Οι δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας συνεχίζονται σε αλλεπάλληλα κύµατα, η συµφωνία για τα ουκρανικά σιτηρά αποτελεί παρελθόν, νέα, πιο καταστροφικά οπλικά συστήµατα επιστρατεύονται 

(ικανά να χτυπήσουν και πολύ πέρα από το έδαφος της Ουκρανίας) και οι δολιοφθορές σε αγωγούς φυσικού αερίου και από τις δύο µεριές συνεχίζονται. Στη δολιοφθορά στον ρωσικό αγωγό Nord Stream I στα τέλη Σεπτεµβρίου 2022 «ανταποδόθηκε» πρόσφατα µε δολιοφθορά στον αγωγό που συνδέει τη Φινλανδία µε την Εσθονία. Αντί για αποκλιµάκωση, µυρίζει όλο και εντονότερα µπαρούτι… 

Σε αυτά τα πυκνά γεγονότα προστίθεται τώρα η Γάζα, ένα µείζον περιφερειακό µέτωπο, µε γενικευµένη διπλωµατική και ευρύτερη στρατιωτική εµπλοκή και δηµιουργία αντιπαρατιθέµενων «µετώπων». Οι ΗΠΑ κινητοποίησαν βαριές δυνάµεις του στρατιωτικού τους µηχανισµού στην περιοχή, η Κίνα έστειλε επίσης ναυτικές δυνάµεις (πολύ υποδεέστερες, σε µια υπόµνηση ότι είναι ανερχόµενη και στρατιωτικά παγκόσµια δύναµη, αλλά ικανές για στρατιωτική εµπλοκή αν η πολεµική αντιπαράθεση «ξεφύγει») και λίγες µέρες πριν ξεσπάσουν τα γεγονότα στη Γάζα, αµερικανικές δυνάµεις κατέρριψαν drone της Τουρκίας που έπληττε κουρδικούς στόχους στη Βόρεια Συρία – ασήµαντης εµβέλειας γεγονός, αλλά πολύ ενδεικτικό της εκτράχυνσης των σχέσεων ακόµη και µεταξύ δυνάµεων που δεν έχουν «πολεµικές» σχέσεις. 

Η κατάσταση εκτραχύνεται διαρκώς και τα έως χθες κοινά αποδεκτά όρια για το πλαίσιο της αντιπαράθεσης παραβιάζονται συστηµατικά. 

Για τα γεγονότα στη Γάζα, το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ και τον δίκαιο αγώνα του παλαιστινιακού λαού για αυτοδιάθεση µιλούµε αναλυτικά σε άλλα άρθρα αυτού του φύλλου (σελ. 8-9 και σελ. 16). Εδώ θα τοποθετηθούµε για τη δυναµική των -πυκνών ύστερα από το ξέσπασµα του πολέµου στην Ουκρανία- πολεµικών αναµετρήσεων, µε διεθνή εµβέλεια και σηµασία, που µας εισάγουν σε µια εποχή πολέµων, αλλά και για το αν και υπό ποιες γενικές προϋποθέσεις αυτή η εποχή πολέµων µπορεί να γίνει και εποχή επαναστάσεων.

Οικονοµικός ανταγωνισµός και κρίση

Όλα αυτά εξελίσσονται στο έδαφος αυτού που ονοµάζεται πλέον, από συστηµικούς αλλά και µαρξιστές διεθνώς «πολυκρίση». Ο όρος θέλει να πει ότι έχουµε τη σύµπτωση, τη χρονική σύγκλιση, πολλών ταυτόχρονα κρίσεων: της κρίσης ηγεµονίας στο ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο, της κλιµατικής κρίσης, της οικονοµικής κρίσης µε τη «στενή έννοια», της κρίσης της «παγκοσµιοποίησης», της ενεργειακής κρίσης, µιας έρπουσας υγειονοµικής κρίσης που κάνει πιο συχνές της επιδηµίες και τις πανδηµίες και επαναφέρει και στον αναπτυγµένο κόσµο ασθένειες που είχαν εκλείψει προ πολλού, της µεταναστευτικής κρίσης κ.λπ. Θέλει επίσης να πει ότι δεν είναι κάποια κρίση η µήτρα όλων των άλλων, ότι δεν πρόκειται δηλαδή για τις συνέπειες που προκαλεί µια «κλασική» µεγάλη οικονοµική κρίση ή ένας µεγάλος πόλεµος, αλλά για κρίσεις µε µεγάλη αυτονοµία όσον αφορά τις αιτίες και τον τρόπο που ωριµάζουν και εκδηλώνονται. Στην πραγµατικότητα όµως οι µεγάλες κρίσεις είναι τρεις, και αποτελούν τη µήτρα όλων των άλλων: 

Πρώτο, η κρίση ηγεµονίας στο ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο:

Για πρώτη φορά ύστερα από τη νίκη των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεµο ξανανοίγει η µάχη για την ιεράρχηση και την κατανοµή ισχύος στην κορυφή της ιµπεριαλιστικής πυραµίδας: ∆εν πρόκειται µόνο για το γεγονός ότι η Κίνα αµφισβητεί τη θέση της ισχυρότερης οικονοµικά χώρας στον πλανήτη που κατέχουν οι ΗΠΑ, αλλά και για το γεγονός ότι νέες, ανερχόµενες ιµπεριαλιστικές δυνάµεις καταπίνουν ανεβαίνοντας γοργά τις θέσεις της πυραµίδας οικονοµικής ισχύος (που µεταφράζεται αργά ή γρήγορα, µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σε στρατιωτική άνοδο, αυτοπεποίθηση και φιλοδοξίες) σε βάρος των παλιών ιµπεριαλιστικών δυνάµεων που είναι σε πτώση και παρακµή (Γερµανία, Ιαπωνία, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία). Αυτή η δυναµική ρευστοποιεί µέχρι πρότινος σταθερά «συστήµατα ασφάλειας», δηλαδή το στάτους κβο, σε παγκόσµιο, διεθνές, ηπειρωτικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Οι βαθµοί ελευθερίας για «δράση», οι διακυβεύσεις, η ανασφάλεια και η επιθετικότητα αυξάνονται σε όλα τα επίπεδα. Τοπικές, περιφερειακές και διεθνείς συµµαχίες σχηµατίζονται, µετασχηµατίζονται ή και «αλλάζουν, και στην κορυφή» σχηµατίζεται το περίγραµµα δύο παγκόσµιων ιµπεριαλιστικών µπλοκ: του µπλοκ της ∆ύσης (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία, Αυστραλία κ.λπ.) και του µπλοκ της Ανατολής (Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Νότια Αφρική κ.λπ.) – παρόλο που σε αµφότερα τα µπλοκ υπάρχουν επαµφοτερίζοντες ή ασταθείς σύµµαχοι. Αυτό, µε τη σειρά του, δίνει ώθηση σε δύο βασικές κατευθύνσεις: α) Σε µια νέα κούρσα εξοπλισµών σε διεθνή κλίµακα, β) στην επάνοδο, µε κρατική καθοδήγηση, του εθνικισµού και σοβινισµού, του ρατσισµού, του µιλιταρισµού στις διεθνείς σχέσεις και στο εσωτερικό όλων των χωρών.  

Κλιµατική κρίση και επικίνδυνος υπερκορεσµός του πλανήτη σε κάθε είδους µόλυνση του περιβάλλοντος:

Το δεύτερο στοιχείο κακώς υπερκαλύπτεται από το πρώτο, καθώς ενώ η επικινδυνότητά του είναι επίσης πολύ µεγάλη, έχει πολύ διαφορετικές άµεσες αιτίες – παρόλο που η βαθύτερη αιτία και των δύο είναι κοινή.  

Όσον αφορά πάντως την κλιµατική κρίση, ο καπιταλισµός είναι βεβαιωµένα ανίκανος να την αντιµετωπίσει και να προλάβει τα χρονικά ορόσηµα πέρα από τα οποία θα γίνει ανεξέλεγκτη προκαλώντας µη αντιστρεπτές καταστροφικές δυναµικές. Μόνο ένα τεχνολογικό θαύµα που θα έλυνε ριζικά το πρόβληµα της ενέργειας, που µάλιστα θα έµπαινε σε µαζική εφαρµογή και θα έλυνε ταυτόχρονα το πρόβληµα της ηγεµονίας στο ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο, θα µπορούσε να µπορούσε να αποτρέψει τις καταστροφικές συνέπειες µιας εκτός ελέγχου κλιµατικής κρίσης που αυτή τη στιγµή φαίνονται αναπόφευκτες.

Κρίση του νεοφιλελεύθερου µοντέλου συσσώρευσης του κεφαλαίου: 

Το µοντέλο αυτό συσσώρευσης, που επικράτησε σταδιακά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ολοκλήρωσε πανηγυρικά την κυριαρχία του στις αρχές της δεκαετίας του ’90, γνώρισε την περίοδο της ακµής του στο διάστηµα ανάµεσα στα µέσα της τελευταίας δεκαετίας του προηγούµενου αιώνα και το 2007, από το ξέσπασµα της δοµικής οικονοµικής κρίσης του 2008 µπήκε σε πορεία παρατεταµένης κρίσης και παρακµής. Ο καπιταλισµός, που γνώρισε ιστορικά τη µεγαλύτερή του άνθηση περνώντας από την όγδοη δεκαετία του 19ου αιώνα από το στάδιο του καπιταλισµού της απόλυτης υπεραξίας (στο πλαίσιο του οποίου η υπεραξία και το κέρδος αποσπώνται κυρίως χάρη στο υψηλό ποσοστό του απλήρωτου εργάσιµου χρόνου, που εξασφαλίζεται µε διάφορους τρόπους) στον καπιταλισµό της σχετικής υπεραξίας (στο πλαίσιο του οποίου η υπεραξία και το κέρδος αποσπώνται κυρίως µε την αύξηση της παραγωγικότητας χάρη στην ενσωµάτωση στην παραγωγή της επιστήµης και των επιτεύξεων των µεγάλων τεχνολογικών ανακαλύψεων και επαναστάσεων), πλέον εισήλθε σε µια φάση που µε ακρίβεια µπορεί να χαρακτηριστεί παρακµιακή: οι σταθερές του καπιταλισµού της σχετικής υπεραξίας κλονίζονται και παρακµάζουν, το ειδικό βάρος των µεθόδων απόσπασης υπεραξίας και κέρδους που στηρίζονται στις µεθόδους του καπιταλισµού της απόλυτης υπεραξίας αυξάνεται και το αντίστοιχο των µεθόδων του καπιταλισµού της σχετικής υπεραξίας µειώνεται.      

Ιστορικού χαρακτήρα κρίση του καπιταλιστικού συστήµατος

Από την ωρίµανση και χρονική σύµπτωση-συγχώνευση αυτών των τριών µειζόνων κρίσεων, δηλαδή κρίσεων δοµικών και µεγάλου βεληνεκούς, ξεπηδούν πολλές κρίσεις µεσαίου ή µικρού βεληνεκούς που δεν έχουν αυτόνοµες άµεσες αιτίες ύπαρξης: 

• Η κρίση της παγκοσµιοποίησης, ως άµεση απόρροια της κρίσης ηγεµονίας στο ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο αλλά και της κρίσης του νεοφιλελεύθερου µοντέλου συσσώρευσης (αφού η µετατόπιση των αλυσίδων παραγωγής στην περιφέρεια της υψηλής συγκέντρωσης φτηνής εργατικής δύναµης, Κίνα, Ινδία κ.λπ., προετοίµασε την ανατροπή των παγκόσµιων οικονοµικών συσχετισµών δύναµης).

• Η υγειονοµική κρίση, ως άµεση απόρροια των συνεπειών της κλιµατικής αλλαγής, των άθλιων συνθηκών εκτροφής των ζώων στην µεγάλη καπιταλιστική κτηνοτροφική βιοµηχανία αλλά και της µεγάλης καπιταλιστικής γεωργικής παραγωγής), της διαρκούς και αδηφάγου αστικοποίησης, της υπονόµευσης των συστηµάτων υγείας.

• Η µεταναστευτική κρίση, που γνωρίζει εξάρσεις και υφέσεις αλλά µακροχρόνια συστηµατική άνοδο, ως συνέπεια των ιµπεριαλιστικών πολέµων ή και τοπικών πολέµων που υποδαυλίζονται, της ακραίας φτώχειας σε περιοχές του πλανήτη, της παγίδας της υπερχρέωσης κ.λπ.     

Θα µπορούσαµε να µακρύνουµε τον κατάλογο τέτοιων κρίσεων, αλλά δεν είναι απαραίτητο. Αυτό που όµως είναι απαραίτητο, είναι να αξιολογήσουµε τη βαθύτερη αιτία των τριών µειζόνων κρίσεων και να αναδείξουµε τη κοινή βαθύτερη βάση της. 

Η κλιµατική κρίση είναι κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που ωρίµασε στον πολύ µακρύ ιστορικό χρόνο (από την απαρχή του βιοµηχανικού καπιταλισµού µέχρι σήµερα). Το γεγονός ότι εκδηλώνεται µε βιαιότητα, «ξαφνικά», τώρα για πρώτη ιστορικά φορά ως ανθρωπογενής κρίση, οφείλεται στον ξέφρενο, ανεξέλεγκτο και έξω από οποιοδήποτε κοινωνικού χαρακτήρα πρόταγµα, της καπιταλιστικής λεηλασίας της φύσης. Ενώ ωρίµασε στον πολύ µακρύ ιστορικό χρόνο των 2,5 και κάτι αιώνων, ενώ συνειδητοποιήθηκε µε ένα γενικό τρόπο η σηµασία της από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ συνειδητοποιήθηκε ότι το χρονικό σηµείο των µη αντιστρεπτών µεταβολών βρίσκεται πολύ κοντά µας και σε απόσταση δύο δεκαετιών, ο καπιταλισµός, επειδή δεν µπορεί να µην είναι ο εαυτός του, κατάφερε να χάσει το παιχνίδι της αποτροπής της και πλέον διαλαλεί ανεπίσηµα ότι «πρέπει να µάθουµε να ζούµε µε αυτήν».

Η κρίση ηγεµονίας στο ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο είναι κρίση του ενδιάµεσου ιστορικού χρόνου, που µετριέται όχι µε αιώνες αλλά µε πολλές δεκαετίες, που ωριµάζει µέσα από τον «µηχανισµό» της ανισόµετρης ανάπτυξης (παλιές καπιταλιστικές αυτοκρατορίες και δυνάµεις υποχωρούν και παρακµάζουν, νέες αναδύονται και ανέρχονται). Αυτή είναι επίσης παιδί του καπιταλισµού, του τρόπου οργάνωσής του σε εθνικά κράτη και παγκόσµια ιµπεριαλιστική αλυσίδα. Και αυτής της κρίσης ήρθε τώρα η ώρα της. 

Η κρίση του νεοφιλελεύθερου µοντέλου συσσώρευσης είναι επίσης κρίση του µακρού ιστορικού χρόνου που ωριµάζει στη διάρκεια πολλών δεκαετιών. «Πιστοποιήθηκε» µε τη δοµική κρίση του καπιταλισµού το 2008 και έκτοτε απλώς γνωρίζει διαρκείς µεταστάσεις σε όλο το οικοδόµηµα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισµού.   

Τρεις µείζονες κρίσεις που ωριµάζουν ταυτόχρονα, δηλαδή στην ίδια ιστορική συγκυρία. 

Τρεις µείζονες κρίσεις, των οποίων οι άµεσες, ιδιαίτερες αιτίες οφείλονται στη βαθύτερη «αιτία όλων των αιτιών», τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. 

Τρεις µείζονες κρίσεις, εκ των οποίων η µία ωριµάζει ιστορικά για πρώτη φορά στη σηµερινή συγκυρία (κλιµατική κρίση), οι δε άλλες δύο ωριµάζουν ταυτόχρονα για πρώτη φορά. 

Τρεις µείζονες κρίσεις που παράγουν πάµπολλα υβρίδια κρίσεων µεσαίου και µικρού βεληνεκούς.

Εποµένως, αν δεν µας γελούν τα µάτια µας και όλες µας οι αισθήσεις, αν είναι πραγµατικότητα κι όχι παραίσθηση όσα βιώνουµε και είναι κοινή εµπειρία δισεκατοµµυρίων ανθρώπων, αν αυτές οι διαπιστώσεις ισχύουν στη βασική τους διάσταση, αν αυτή η συναστρία των κρίσεων δεν µπορεί να αντιµετωπιστεί από τον καπιταλισµό επειδή ακριβώς δεν µπορεί να µην είναι ο εαυτός του, τότε η όνη συνόψιση που αρµόζει σε µια τέτοια ιστορική συγκυρία όπως διαµορφώνεται, είναι τούτη: είναι µια συγκυρία ιστορικού χαρακτήρα, γενικής κρίσης του καπιταλισµού. Της οποίας οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες είναι ήδη φανερές, αν και ακόµη προδροµικού χαρακτήρα: συχνές, ποικίλες και διαρκώς µεγαλύτερης έκτασης καταστροφές, πόλεµοι των οποίων η εµβέλεια και οι συνέπειες διαρκώς µεγαλώνουν, στρατωνισµός των δισεκατοµµυρίων της εργατικής τάξης και της φτωχολογιάς της ανθρωπότητας, αυτών που ζουν από την εργασία τους και όχι από την εργασία των άλλων, είτε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και εξαθλίωσης (στην εξωτερική και εσωτερική περιφέρεια του παγκόσµιου συστήµατος) είτε σε εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες που αποτελούν υβρίδια του καπιταλισµού του 19ου αιώνα και του καπιταλισµού του 20ού αιώνα.        

Αυτή η κατάσταση µεταγγίζει σε όλους τους ιστούς της κοινωνίας, εθνικά και παγκόσµια, µε πολλές «ταχύτητες» και ιδιαιτερότητες ανά ήπειρο, περιοχή και κράτος, διαρκώς µεγαλύτερες δόσεις από πολιτικές και ιδεολογικές τοξίνες κάθε είδους, µε εικόνες συντριβής και παρακµής. Οι µεταπολεµικές κατακτήσεις, οι ιστορικές κατακτήσεις ακόµη ακόµη, οι ίδιες οι σταθερές της αστικής δηµοκρατίας, αµφισβητούνται, υποχωρούν, παρακµάζουν. 

Είναι εποχή γενικευµένης και ιστορικού χαρακτήρα κρίσης του καπιταλισµού, εποχή πολέµων και καταστροφών.  

Σοσιαλιστική απάντηση, µε µαζική κοµµουνιστική-επαναστατική Αριστερά 

Αν έτσι έχουν τα πράγµατα, δύο προοπτικές ανοίγονται µπροστά µας: η βαρβαρότητα ή ο σοσιαλισµός. Η κατάσταση είναι τόσο ώριµη για να διατυπωθεί ξανά, όσο ήταν και όταν πρωτοδιατυπώθηκε από τη Ρόζα Λούξεµπουργκ στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι δύο αυτές προοπτικές δεν είναι φανταστικές ή υποθετικές, αλλά πραγµατικές. Όχι µόνο αυτό, αλλά η κατεύθυνση της απάντησης που θα δοθεί, θα κριθεί όχι στον απώτατο ιστορικό χρόνο, αλλά στις επόµενες δύο ή τρεις δεκαετίες. Η ταχύτητα της ωρίµανσης των τριών µειζόνων κρίσεων και η επιτάχυνση που προσδίδει στις εξελίξεις η συµπύκνωσή τους σε µία, ιστορικού χαρακτήρα γενικευµένη κρίση του καπιταλισµού συµπυκνώνει τον ιστορικό χρόνο, επιταχύνει και επισπεύδει τις απαντήσεις ππου πρέπει να δοθούν τόσο από τον καπιταλισµό όσο και από το στρατόπεδο της Αριστεράς και της εργατικής τάξης. 

Μακριά από κάποια µεταφυσική-ουσιοκρατική θεώρηση για την εργατική τάξη και το µυθικό της «γενετικό υλικό» που κάποια στιγµή, «αναπόφευκτα» θα εκδηλωθεί και θα δώσει τη λύση, πρέπει να θέσουµε το ερώτηµα: µπορεί η πλειονότητα της ανθρωπότητας, απέναντι σε ένα αντίπαλο που έχει να προσφέρει µόνο καταστροφές και κρίσεις, να «αυτοκτονήσει» αµαχητί;  

Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει άλλος δρόµος παρά να οικοδοµήσουµε τον αξιόµαχο αντίπαλο (αντιπάλους) του συστήµατος. Η σκληρότητα της αντιπαράθεσης απαιτεί πολιτικά και κοινωνικά υποκείµενα που να είναι σκληροί µαχητές – η Γάζα προσφέρει ένα ακραίο µεν για τα σηµερινά δεδοµένα αλλά απολύτως µέσα στο ιστορικό πνεύµα της εποχής παράδειγµα. Και η ιστορικότητα των διακυβεύσεων απαιτεί πολιτική συγκρότηση µε ιστορικούς απελευθερωτικούς ορίζοντες. 

Ο παλιός ρεφορµισµός πέθανε, τόσο στη µορφή του σοσιαλδηµοκρατικού ρεφορµισµού όσο και στη µορφή του ευρωκοµµουνισµού ή του σταλινισµού (από την παλιά σταλινική αυτοκρατορία απέµεινε διεθνώς µόνο το ελληνικό ΚΚΕ σαν υπολογίσιµη πολιτική δύναµη) µέσα από αλλεπάλληλες µαζικές καταστροφές. 

Σε µια εποχή γενικευµένης και ιστορικού χαρακτήρα κρίσης του καπιταλισµού, πολέµων και καταστροφών, η µόνη απάντηση είναι η  συγκρότηση µαζικής κοµµουνιστικής – επαναστατικής αριστεράς και κοµµάτων, µε υψηλό βαθµό στράτευσης, αφοσίωσης και πειθαρχίας και εξίσου υψηλό βαθµό εσωτερικής δηµοκρατίας. Υπ’ αυτή τη θεµελιώδη προϋπόθεση, αυτή η εποχή µπορεί να γίνει (και) εποχή σοσιαλιστικών επαναστάσεων!




Η αστική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώνεται

Του Θανάση Κούρκουλα

Στην οµιλία του νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, ο Στέφανος Κασσελάκης ισχυρίστηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «περνάει στο επόµενο στάδιο της ιστορικής του πορείας, εκείνο µιας σύγχρονης Αριστεράς που δεν δαιµονοποιεί τη λέξη “κεφάλαιο”, αλλά τη βλέπει ως ένα εργαλείο για ευηµερία, για µείωση των τεράστιων ανισοτήτων µέσω µιας ισχυρής ανάπτυξης». Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. συµπλήρωσε ότι «η σύγχρονη Αριστερά αναγνωρίζει το οικονοµικό περιβάλλον στο οποίο ζούµε. Η λέξη “κεφάλαιο” δεν είναι λέξη προς δαιµονοποίηση. Και η λέξη “εργασία” πρέπει -είπε- να είναι προτροπή για “συνεργασία”, για ένα νέο κοινωνικό συµβόλαιο στο οποίο οι εργαζόµενοι συµµετέχουν ενεργά στην ανάπτυξη της επιχείρησης». 

Με τον πιο καθαρό τρόπο, η εκλογή Κασσελάκη συµπυκνώνει το τέλος του προηγούµενου κεφαλαίου της ιστορικής πορείας του ΣΥΡΙΖΑ: εκείνο της µετάλλαξής του από ρεφορµιστικό κόµµα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωµάτων σε αστικό κόµµα του κέντρου, µε κύρια απεύθυνση σε µικροαστικά στρώµατα και στη λεγόµενη µεσαία τάξη, ενώ πολιτικά επιχειρεί να εµφανίζεται πλέον ως κόµµα του προοδευτικού κέντρου. Όπως και στην περίπτωση της παλαιότερης αστικής µετάλλαξης του ΠΑΣΟΚ, δεν πρόκειται µόνο για δεξιά µετατόπιση στις πολιτικές θέσεις και τον πολιτικό λόγο του αυτοδηµιούργητου εφοπλιστή προέδρου, αλλά για κάτι µεγαλύτερο και βαθύτερο. 

Το «οργανωτικό» είναι πολιτικό

Ένας πολύ σοβαρός παράγοντας που καθορίζει την φυσιογνωµία του «νέου ΣΥΡΙΖΑ» είναι ο ίδιος ο τρόπος λειτουργίας του. Οι βάσεις της µετάλλαξης του κόµµατος είχαν ήδη µπει σε προηγούµενες περιόδους, όταν ακόµα η απεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυρίως προς την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώµατα. Ήδη αµέσως µετά την «αυτοδιάλυση των συνιστωσών» του 2012, στο πρώτο συνέδριο του 2013 αποφασίστηκε η εκλογή του προέδρου  από το σώµα του συνέδριου αντί για την εκλεγµένη Κεντρική Επιτροπή του κόµµατος, κάτι που αναδείκνυε τον τότε πρόεδρο Τσίπρα σε ισότιµο «µονοπρόσωπο Όργανο» µε την Κεντρική Επιτροπή, που επίσης εκλεγόταν από το συνέδριο. Υπήρχαν όµως ακόµα µέλη µε -έστω µίνιµουµ- δικαιώµατα και υποχρεώσεις και καθηµερινή δυνατότητα συµµετοχής στην κοµµατική ζωή καθώς και στις παρεµβάσεις των τοπικών Οργανώσεων Μελών του κόµµατος. 

Η διαδικασία που άλλαξε ποιοτικά την έννοια του κοµµατικού µέλους του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν όµως η τελευταία αλλά η προτελευταία εκλογή προέδρου, αυτή του Αλέξη Τσίπρα το 2022. Από τότε για την εγγραφή ενός νέου µέλους στον ΣΥΡΙΖΑ αρκούσε η αυτοπρόσωπη παρουσία του την ηµέρα της εκλογής του αρχηγού από τον «λαό» µε συνδροµή 2 ευρώ, ή ακόµα και η ηλεκτρονική αίτηση στην πλατφόρµα isyriza. Ουσιαστικά από τότε η έννοια του µέλους ταυτίστηκε µε την έννοια του ψηφοφόρου-οπαδού του αρχηγού, µια σοσιαλδηµοκρατική πατέντα που στην Ελλάδα είχε εισαχθεί για πρώτη φορά από το ΠΑΣΟΚ το 2004 µε την εκλογή του προέδρου του Γ.Α. Παπανδρέου. Πρόκειται για την επισηµοποίηση της µετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ από κόµµα που ακόµα λειτουργούσαν στοιχειωδώς τα συλλογικά όργανα, κατώτερα, µέσα και ανώτερα, σε κόµµα αρχηγικό όπου ο πρόεδρος καθόριζε σε µεγάλο βαθµό την αρχή και το τέλος, την πλήρη φυσιογνωµία του κόµµατος. 

Η εργατική – λαϊκή βάση

Ακόµα και ως τότε όµως, ακόµα και διά της τεθλασµένης, αυτό που «διέσωζε» µε κάποιον τρόπο τον ρεφορµιστικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η εργατική/λαϊκή του βάση στην οποία κυρίως απευθυνόνταν και εκπροσωπούσε πολιτικά, µε την µεγαλύτερή του εκλογική δύναµη να διατηρείται στις εργατολαϊκές λαϊκές περιοχές των µεγάλων πόλεων της χώρας. Η αλήθεια είναι ότι ακόµα και στις καλύτερες µέρες του αριστερού ρεφορµιστικού ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπήρχε οργανωµένη σχέση µε τις εργατικές µάζες εντός των συνδικάτων ή των τοπικών οργανώσεων εργατικών-λαϊκών περιοχών, αντίστοιχη µε εκείνη του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’70 και του ’80. Παρ’ όλα αυτά, διατηρούνταν µια σχέση µέσω της εκλογικής εκπροσώπησης της πρώην εργατικής βάσης του ΠΑΣΟΚ που ηγεµονικά έκφρασε κατά την περίοδο 2010-2015 ο πάλαι ποτέ αντιµνηµονιακός ΣΥΡΙΖΑ. Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές όµως, αυτά τα λαϊκά «κάστρα» του ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσαν, µε µεγάλο εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ να στρέφεται προς την αποχή ή την λαϊκή δεξιά, ένα άλλο προς το ΚΚΕ κι ένα µικρότερο προς το ΠΑΣΟΚ. Το αποτέλεσµα ήταν ακόµα και οι εργατογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά να βαφτούν «µπλε». Η τάση αυτή ενισχύθηκε στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, όπου µεγαλύτερα περαιτέρω κέρδη από την λαϊκή φθορά του ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε το ΚΚΕ.

Φιλελεύθερο αστικό κόµµα του κέντρου

Συµπερασµατικά, ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη αποτελεί πλέον αµετάκλητα φιλελεύθερο αστικό κόµµα του κέντρου. Κι αυτό όχι κυρίως µε κριτήριο τις µετατοπίσεις στο πρόγραµµα, αλλά µε κριτήριο το οριστικό τέλος σε µια σχέση µαζικής πολιτικής εκπροσώπησης στην κεντρική πολιτική σκηνή εργατολαϊκού κόσµου και κόσµου της ευρύτερης Αριστεράς µε όρους που θα παρέπεµπαν -έστω αδύναµα, έµµεσα και στρεβλά- στο αριστερό παρελθόν και στις αριστερές παραδόσεις. Είναι η κατάρρευση των µαζικών σχέσεων εκπροσώπησης του ευρύτερου κόσµου της Αριστεράς και της εργατολαϊκής του βάσης ο βασικός λόγος που τον µετατρέπει σήµερα σε φιλελεύθερο κόµµα του αστικού κέντρου. Τώρα, ο Κασσελάκης, κατά τον ίδιο τρόπο που «επέλεξε τον λαό» που τον ανέδειξε αρχηγό, θα «επιλέξει» κι έναν άλλο λαό για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, αποτελεί ερωτηµατικό τι ακριβώς θα πράξουν ιστορικά στελέχη της ευρω-αριστεράς όπως ο Νίκος Βούτσης το αµέσως επόµενο διάστηµα, ο οποίος τις προάλλες έκφρασε την αγωνία «το κόµµα µας σταδιακά, γρήγορα ή λιγότερο γρήγορα να µην µεταλλαχθεί σε ένα κόµµα του κέντρου της δεξιάς σοσιαλδηµοκρατίας, όπως έγινε στην Ιταλία και εδώ και 30 χρόνια δεν υπάρχει Αριστερά». Πρόκειται για ειλικρινείς αγωνίες ιστορικών στελεχών της ευρωκοµµουνιστικής αριστεράς, που όµως δεν εκφράστηκαν όταν µπορούσαν να αποτελέσουν κάποιου τύπου φραγµό στην αστική µετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Μετάλλαξη που επιταχύνθηκε κατά την περίοδο της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ και τα αµέσως επόµενα χρόνια, όταν η παντοκρατορία του Αλέξη Τσίπρα επέβαλλε την µετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε αρχηγικό κόµµα τύπου δεξιάς ευρωπαϊκής σοσιαλδηµοκρατίας, για να πάρει τη σκυτάλη σήµερα ο Κασσελάκης ο οποίος έχει ως πρότυπο αστικούς πολιτικούς φορείς όπως το ∆ηµοκρατικό Κόµµα του Μπάιντεν των ΗΠΑ.