1

Αλληλεγγύη στο σ.Γιώργο Χαρίση!

Δηλώνουμε την αμέριστη συμπαράστασή μας στο σ. και συνδικαλιστή Γιώργο Χαρίση, απέναντι στη δικαστική δίωξη εναντίον του από τη δημοτική αρχή του δήμου Αλίμου.

Ο σ. διώκεται επειδή μαζί με 18 ομοσπονδίες και σωματεία του δημοσίου (ΟΕΝΓΕ, ΠΟΕΔΗΝ, ΠΟΓΕΔΥ, Ομοσπονδία Υπαλλήλων ΟΑΕΔ, ΠΟΠΟΚΠ, ΠΣΕ ΟΓΑ ΟΠΕΚΑ – ΕΦΚΑ Αγροτών, ΕΛΜΕ Νότιας Αθήνας, ΣΕΠΕ «η Αθήνα», Σύλλογος Εργαζομένων Δήμου Αγίας Παρασκευής, Σύλλογος Εργαζομένων ΟΤΑ ν. Ηρακλείου, Σύλλογος Εργαζομένων ΟΤΑ επαρχίας Λιβαδειάς, Σύλλογος Εργαζομένων Yπ. Γεωργίας N.Αττικής, Σωματείο Οδηγών Μηχανικών Εργατοτεχνιτών Δήμου Πειραιά, Σωματείο Εργαζομένων «Ασκληπιείου» Βούλας, ΠΑΣΕΚΔΑΠ) εξέφρασε σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης την αλληλεγγύη του.

Ο Γιώργος Χαρισης διώκεται γιατί με την συνδικαλιστική του ιδιότητα στήριξε ενεργά, έμπρακτα και δημόσια την συνδικαλίστρια Αν. Παπαχριστου. Υπενθυμίζουμε ότι ο Γ. Χαρισης είναι μέλος του Γενικού Συμβουλίου της ΑΔΕΔΥ, της ΠΟΕ-ΟΤΑ και μέλος της Γραμματείας του ΜΕΤΑ. 

Δεκάδες συνδικαλιστές κ συνδικαλίστριες του ιδιωτικού και δημοσιου τομέα διώκονται αυτή την περίοδο με πειθαρχικές ενέργειες, απολύσεις και πλέον και με προσωπικές μηνύσεις. 

Ο αυταρχισμός της κυβέρνησης, των εντολοδόχων της και των εργοδοτών δεν θα περάσουν! 

Η αλληλεγγύη και η πάλη μας θα τους τσακίσουν!

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΟΚΚΙΝΟ ΝΗΜΑ




Κοινή ανακοίνωση-κάλεσμα συγκέντρωσης στο Σύνταγμα, Δευτέρα 9 Αυγούστου, στις 20.00

Δεν πάει άλλο!

Η εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης, συνέχεια των πολιτικών όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, δεν έχει όρια. Ηλεία 2007, Μάτι 2018 και τώρα όλη η χώρα βρέθηκαν και βρίσκονται στο έλεος της ανυπαρξίας κρατικής μέριμνας, πρόληψης και επιχειρησιακής ετοιμότητας για να αντιμετωπίσουν τα αποτελέσματα της διαχρονικής υποβάθμισης και διάλυσης των κρατικών δημόσιων υπηρεσιών προστασίας του λαού. Οι συνέπειες της καταστροφής που επιτελείται αυτές τις μέρες είναι ανυπολόγιστες. Χιλιάδες άνθρωποι βλέπουν το βιός τους, οι αγώνες τους μιας ζωής, να καταστρέφονται, βορά στην πολιτική του κέρδους και του ατομικισμού. Η καταστροφή δυστυχώς θα συνεχιστεί καθώς το περιβάλλον εκδικείται. Επίκεινται πλημμύρες και βάθεμα της περιβαλλοντικής καταστροφής και η κυβέρνηση αυτοθαυμάζεται γιατί προς το παρόν δεν έχουμε νεκρούς, όπως είχαμε με προηγούμενες κυβερνήσεις. Διώχνει τον κόσμο από τα χωριά του και αφήνει τις περιουσίες τους να καίγονται.

Αυτή η πολιτική είναι συνέχεια αυτής που ακολουθείται στο μέτωπο της πανδημίας. Εγκατάλειψη του δημόσιου συστήματος υγείας, αλλοπρόσαλλές αντιφατικές πολιτικές με μοναδικό γνώμονα την υποβάθμιση του, την «ατομική ευθύνη» δηλαδή την ενοχοποίηση του καθενός ξεχωριστά και την επέκταση της καταστολής. Αποτέλεσμα χιλιάδες νεκροί και η υγειονομική κρίση να συνεχίζεται.

Πρέπει να μπει ένα τέρμα σε αυτή την εγκληματική πολιτική και να αποδοθούν ευθύνες. Αυτή η κυβέρνηση πρέπει να ανατραπεί κάτω από την πίεση της λαϊκής οργής και του συντονισμένου λαϊκού αγώνα.

Οι παρακάτω πολιτικές οργανώσεις που υπογράφουμε το κάλεσμα, καλούμε τους εργαζόμενους και το λαό σε συγκέντρωση στο Σύνταγμα τη Δευτέρα στις 20.00 μμ για να διαδηλώσουμε την απόφαση μας να ανατρέψουμε αυτές τις εγκληματικές πολιτικές και τις κυβερνήσεις που τις υλοποιούν. Ο αγώνας όλων μας είναι αναγκαίος, είναι αγώνας για τη ζωή. Καλούμε το λαό να οργανώσει αντίστοιχες συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα. Καλούμε τις συλλογικότητες για το περιβάλλον και όλους όσους συμμετέχουν σε κινήσεις πόλης αλλά και τα σωματεία σε όλη τη χώρα να πάρουν πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση.

Ο λαός σώζει το λαό.

8/8/2021

Αναμέτρηση

ΑΝΤΑΡΣΥΑ

ΕΕΚ

ΕΚΚΕ

ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση

Νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση

Ξεκίνημα

Πολιτική Οργάνωση Κόκκινο Νήμα

ΣΕΚ

Συνάντηση




Το σύστημα του κέρδους και η κυβέρνηση Μητσοτάκη καταστρέφουν το περιβάλλον και τις ζωές μας

Συγκέντρωση: Δευτέρα 8.00 μ.μ Σύνταγμα

Οι βασικοί ένοχοι για τις καταστροφικές πυρκαγιές, που καταστρέφουν τη χώρα τις τελευταίες ημέρες είναι δύο:

1) ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, που δεν υπολογίζει ούτε τις ανθρώπινες ζωές, ούτε το περιβάλλον, προκειμένου να διατηρήσει και να αυξήσει τα κέρδη, και

2) η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που από την πρώτη στιγμή ξεκίνησε μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια διάλυσης όλου του Δημόσιου Τομέα, συμπεριλαμβανομένης και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.

Έχουμε την χειρότερη και πιο ακραία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση των τελευταίων σαράντα ετών. Προώθησε σε μεγαλύτερο βαθμό από τις προηγούμενες κυβερνήσεις τις προσδοκίες του κεφαλαίου, και έβαλε στο στόχαστρο, εκτός από τα εργασιακά δικαιώματα, και το περιβάλλον.

Οι “επενδύσεις” πάνω απ’ όλα. Με τα περιβαλλοντοκτόνα νομοθετήματα της και την απουσία οποιαδήποτε φραγμού, το κεφάλαιο έχει ξεκινήσει νέα λεηλασία της φύσης. Ελληνικό, ανεμογεννήτριες, εργοστάσια καύσης σκουπιδιών, εργοστάσια “ανακύκλωσης” που καίγονται, ξενοδοχεία, λιμάνια και μαρίνες που εξαφανίζουν παραλίες, ανεξέλεγκτες χωματερές, μαζικός τουρισμός ακόμα και με την πανδημία που υποβαθμίζει το περιβάλλον. Και την ίδια ώρα καμία προστασία για τη φύση, τις προστατευόμενες περιοχές, την ενίσχυση των κρατικών δομών προστασίας.

Το καπιταλιστικό σύστημα καταστρέφει τον πλανήτη και προκαλεί την κλιματική κρίση, για τα κέρδη των λίγων. Έτσι έχουμε την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, την ένταση των ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως είναι ο τελευταίος πολυήμερος καύσωνας, τις καταστροφικές πυρκαγιές, το λιώσιμο των πάγων κ.α.

Ο “ανέμελος” πρωθυπουργός και οι “άριστοι” της κυβέρνησης τους ενδιαφέρονται μόνο πως θα ενισχύσουν τα μέσα καταστολής και έτσι έτρεξαν να προσλάβουν χιλιάδες αστυνομικούς, συνοριοφύλακες, πανεπιστημιακή αστυνομία, νέα αστυνομία για τις διαδηλώσεις, “αύρες” και παντός τύπου μηχανοκίνητα για τα σώματα ασφαλείας, πανάκριβα στρατιωτικά αεροπλάνα και πολλά άλλα.

Και φυσικά έκαναν ελάχιστα για την Υγεία εν μέσω της χειρότερης πανδημίας των τελευταίων εκατό ετών, τίποτα για την Πυροσβεστική, πολύ λίγα για το Κοινωνικό Κράτος.

Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ενδιαφέρεται μόνο να μην υπάρξουν (πολλοί) νεκροί, όχι γιατί ενδιαφέρεται για τις ανθρώπινες ζωές, αλλά για να μπορεί να κουνάει το δάχτυλο στο ΣΥΡΙΖΑ για το Μάτι και να έχει λιγότερο πολιτικό κόστος.

Και μπορεί ακόμα να κατηγορήσει και τους πυροσβέστες για ολιγωρία, καθώς την “ατομική ευθύνη” την έχει αναγάγει σε βασική πολιτική επιβίωσης της κυβέρνησης του.

Τα ΜΜΕ κατηγορούν τον πρόεδρο της Τουρκίας για τις τεράστιες πυρκαγιές, που συμβαίνουν εκεί, αλλά δεν λένε τίποτα για τις εγκληματικές ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης.

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση οι οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς έχουμε καθήκον να αγωνιστούμε για να σώσουμε το περιβάλλον από την κρατική εγκατάλειψη και από τα αδηφάγα κοράκια των “επενδυτών”! Πρέπει άμεσα να οργανωθούν μεγάλες κινητοποιήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

Διεκδικούμε:

Ενίσχυση των πυροσβεστικών δυνάμεων με χιλιάδες μόνιμες προσλήψεις

Μέσα ατομικής προστασίας, εξοπλισμό και κάθε αναγκαίο μέσο (οχήματα, αεροπλάνα κ.α.)

Άμεση αποκατάσταση και προστασία των πληγέντων από τις καταστροφικές πυρκαγιές (σπίτια, υποδομές, κ.α.) και των εργαζόμενων

Έργα αντιπλημμυρικής προστασίας

Προστασία του περιβάλλοντος κόντρα σε καταπατητές, επιχειρηματικά συμφέροντα και τη συνολικότερη υποβάθμιση της φύσης.

Αυτή η κυβέρνηση πρέπει να ανατραπεί πριν ολοκληρώσει το καταστροφικό της έργο απέναντι στην εργατική τάξη και το περιβάλλον.

Πολιτική Οργάνωση «Κόκκινο Νήμα»




Πανδημικό αδιέξοδο

Ο καπιταλισμός και οι κυβερνήσεις του απειλούν την ανθρωπότητα με νέο κύκλο πανδημίας, φτώχεια και κοινωνική κρίση


Η άνοιξη και κυρίως το καλοκαίρι του 2021 είχαν προαναγγελθεί από τις κυβερνήσεις ως το χρονικό σημείο εξόδου από τον κύκλο της πανδημίας, επιστροφής στην «κανονικότητα» και σε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, στα μέσα Ιουλίου αυτό το «αγγελτήριο λύτρωσης» δεν επιβεβαιώνεται από τα πραγματικά δεδομένα. Αντίθετα, είμαστε ήδη στην έναρξη ενός νέου, του 4ου, κύματος πανδημίας στην Ελλάδα και διεθνώς, η θρυλούμενη οικονομική ανάπτυξη βραδυπορεί και υπολείπεται των προβλέψεων, ενώ μια νέα «πανδημία» είναι προ των πυλών: η φτώχεια, η υπερχρέωση και μια κοινωνική κρίση που μπορεί να προσλάβει εκτεταμένα, οδυνηρά και επικίνδυνα χαρακτηριστικά.

Η πανδημία


Οι εξελίξεις όσον αφορά αυτή τη νέα κρίση που επωαζόταν από τα τέλη του 2019 και ξέσπασε ανοιχτά τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 2020, καθοδηγούνται αυτονόητα από τις εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας˙ και όχι μόνο είναι ανησυχητικές, αλλά προσλαμβάνουν όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα επικίνδυνου αδιεξόδου σε διεθνές επίπεδο. Ενδεικτικά:

  • Η μεγάλη συχνότητα εμφάνισης νέων μεταλλάξεων του ιού εγκυμονεί σαφώς τον κίνδυνο τα υπάρχοντα εμβόλια να αποδειχτούν αναποτελεσματικά για κάποιες εξ αυτών. Το αποτέλεσμα θα ήταν τραγικό και με άγνωστες, αλλά σε κάθε περίπτωση τραγικές συνέπειες: νέος, παγκόσμιος κύκλος πανδημίας, νέος κύκλος συνεπειών από αυτές που γνωρίζουμε ήδη (οικονομικές, κοινωνικές, ανθρώπινων ζωών). Προστιθέμενες στο αργόσυρτο και μακροχρόνιο «σαράκι» των συνεπειών της κρίσης του 2008 και στις ήδη βαριές συνέπειες του πρώτου κύκλου της πανδημίας, θα δημιουργούσαν ένα εφιαλτικό περιβάλλον πρωτόγνωρης σε έκταση και ένταση φτώχειας, κοινωνικής δυστυχίας και παρακμής, ενώ σε καθαρά πολιτικό επίπεδο θα οδηγούσαν σε δυστοπικές καταστάσεις και καθεστώτα κλιμακούμενου αυταρχισμού και κυβερνητικού βοναπαρτισμού.

  • Ο ρυθμός και η κατανομή του εμβολιασμού στο σύνολο του πλανήτη φέρνει τον κίνδυνο αχρήστευσης των εμβολίων ακόμη πιο κοντά. Το γεγονός ότι δεν έχουν αρθεί οι πατέντες των εμβολίων, δεν σημαίνει μόνο ένα οργιώδες κερδοσκοπικό πάρτι εις βάρος της υγείας του παγκόσμιου πληθυσμού από τις πολυεθνικές του φαρμάκου˙ σημαίνει επίσης ότι μειώνεται δραστικά το παραγωγικό δυναμικό της ανθρωπότητας σε εμβόλια, σημαίνει δηλαδή ότι καθυστερεί επικίνδυνα η πλήρης και έγκαιρη (όσον αφορά τη μάχη με τον χρόνο για να μην αχρηστευτούν τα υπάρχοντα εμβόλια από νέες μεταλλάξεις του ιού) εμβολιαστική κάλυψη των αναγκών του παγκόσμιου πληθυσμού. Το αποτέλεσμα είναι η σπανιότητα/ανεπάρκεια σε αριθμό των εμβολίων. Και το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής, η «αποικιοκρατία των εμβολίων»: οι πλούσιες χώρες «καπάρωσαν» τα εμβόλια για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες -μάλιστα σε υψηλής σκαιότητας ανταγωνισμό και μεταξύ τους- ενώ οι υπανάπτυκτες καπιταλιστικά και ακόμη περισσότερο οι φτωχές χώρες του πλανήτη (κυρίως Αφρική, Αραβία, Ασία, χώρες της Λ. Αμερικής) δεν έχουν σχεδόν καθόλου εμβόλια. Έτσι, η εμβολιαστική κάλυψη της Αφρικής είναι κάτω από 4% ενώ στις χώρες της ΕΕ και τις ΗΠΑ τείνει ή και ξεπέρασε ήδη, κατά περίπτωση, το 50%.

  • Το πώς μπορεί να χαθεί η μάχη με τον χρόνο και τις μεταλλάξεις του ιού μας το δείχνει η μετάλλαξη τύπου Δ, στην οποία οφείλεται το εν εξελίξει τέταρτο κύμα της πανδημίας και μάλιστα ακόμη και σε χώρες πρωτοπόρες στον εμβολιασμό όπως το Ισραήλ, όπου επανήλθαν τα περιοριστικά μέτρα. Στο μεταξύ έχει προκύψει και η μετάλλαξη Ε, της οποίας τα χαρακτηριστικά αναλύονται ακόμη, και έπεται συνέχεια.

  • Η μάχη με τον χρόνο έχει και ένα χρονικό όριο, έστω και αν αυτό δεν μπορεί να προσδιοριστεί συγκεκριμένα: να μην αχρηστευτούν τα εμβόλια μέχρι τη στιγμή που θα επιτευχθεί ανοσία σε πλανητική κλίμακα με ποσοστά εμβολιασμού 80% και πλέον. Όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα απαιτηθεί γι’ αυτό πάνω από ένα εξάμηνο, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, όπου το εμβολιαστικό πρόγραμμα δεν έχει ουσιαστικά ξεκινήσει και ο οποίος δεν χρειάζεται μόνο εμβόλια αλλά και διεθνή υποστήριξη και συνδρομή για την οργάνωση του εμβολιαστικού προγράμματος (οργάνωση εμβολιαστικών κέντρων, δημιουργία υποδομών αποθήκευσης κ.λπ.) θα χρειαστεί ακόμη περισσότερο χρόνο. Και έτσι η ανθρωπότητα είναι μπροστά στο ρίσκο: θα κερδίσει στη διάρκεια του επόμενου χρόνου από τώρα, που με τις καλύτερες των προϋποθέσεων μπορεί, δυνητικά, να έχει καλυφθεί εμβολιαστικά όλος ο πλανήτης, τη μάχη με τον χρόνο και μεταλλάξεις που πιθανά θα ακυρώσουν τα υπάρχοντα εμβόλια; Μόνο θυμός, οργή και ταξικό μίσος για το γεγονός ότι τόσα πολλά, οι ίδιες οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, παίζοντα στα ζάρια της καπιταλιστικής κερδοσκοπίας!

  • Ίσως μια ένδειξη για το πού βαδίζουν τα πράγματα, είναι ότι τη στιγμή που μιλάμε πάνω από 100 νέα εμβόλια είναι στο στάδιο των δοκιμών, ενώ για 6-7 από αυτά εξετάζεται η αίτηση παροχής προσωρινής αδειοδότησης για να κυκλοφορήσουν στην αγορά. Προφανώς, αν η εκτίμηση ήταν ότι η όλη υπόθεση θα λήξει σε μερικούς μήνες, δεν θα έμπαιναν στον κόπο, από τη στιγμή που τα 4 εμβόλια που έχουν λάβει προσωρινή άδεια αλλά και άλλα, άλλων προελεύσεων (το ρωσικό, το κινεζικό, το κουβανέζικο κ.λπ.) κυκλοφορούν ήδη και έχουν σαφές προβάδισμα. Δεν θα υπήρχε τέτοια εργώδης προετοιμασία αν δεν υπήρχαν εκτιμήσεις, αρκετά βάσιμες ώστε να αξίζει τον κόπο να δαπανηθούν εκατοντάδες εκατομμύρια ή και δισεκατομμύρια δολάρια για την έρευνα και την παραγωγή τόσων επιπλέον εμβολίων. Τα κοράκια των πολυεθνικών του φαρμάκου «μυρίζονται ανθρώπινο αίμα» εκτιμώντας ότι η υπόθεση covid-19 έχει ακόμη πολύ δρόμο και εκατόμβες θυμάτων μπροστά της…

Όπως και σε άλλα κρίσιμα ζητήματα (π.χ. κλιματική αλλαγή), ο καπιταλισμός απειλεί πλέον όχι μόνο τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις της κοινωνικής πλειοψηφίας, αλλά και τις ζωές των ανθρώπων: των εκατομμυρίων που πέθαναν ήδη και αυτών που θα πεθάνουν από την covid-19, όσων πεθαίνουν από άλλα νοσήματα επειδή δεν έχουν την απαιτούμενη υγειονομική περίθαλψη (αφού τα ανεπαρκή και υποβαθμισμένα συστήματα δημόσιας υγείας έχουν πλημμυρίσει από περιστατικά covid-19 και έχουν μετατραπεί σε «μονοθεματικά»), αλλά και όσων θα ταλαιπωρούνται σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους από υποκείμενα νοσήματα-κατάλοιπα της νόσησης λόγω κορονοϊού («long covid»).

Να βάλουμε τα καλά μας για να υποδεχτούμε ποιαν; Την «ανάπτυξη» ή τον νέο κύκλο λιτότητας και φτώχειας


Όταν ο πυροδότης της νέας οικονομικής κρίσης είναι η πανδημία και όταν οι περί την πανδημία εξελίξεις είναι αυτές που περιγράψαμε προηγουμένως, το «λυτρωτικό άγγελμα» ότι «έρχεται ανάπτυξη σε υψηλούς ρυθμούς για να γιατρέψει τις πληγές», δεν είναι απλώς μια υπερβολή αλλά μια απάτη. Οι διεθνείς καπιταλιστικοί οργανισμοί δημοσιοποιούν εκθέσεις με αισιόδοξες προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης. Το γενικό σχήμα είναι: για το 2021 προβλέπεται εκρηκτική διεθνής ανάπτυξη, για το 2022 επίσης πολύ υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης (αλλού λίγο υψηλότεροι σε σχέση με το 2021, αλλού λίγο χαμηλότεροι), ώστε η παγκόσμια οικονομία (το παγκόσμιο ΑΕΠ) να φτάσουν στα τέλη του 2022 περίπου στα επίπεδα του 2019. Για την Ελλάδα, περίπου το ίδιο σχήμα: το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2022-2025 προβλέπει ρυθμούς ανάπτυξης 3,6% το 2021 και 6,2% για το 2022, ύστερα από την πρωτοφανή ύφεση 8,2% το 2020. Ιδού λοιπόν η προβλεπόμενη διαμόρφωση του ΑΕΠ από το 2019 έως και το 2022, με βάση τις κυβερνητικές προβλέψεις:

Ετος

Ρυθμοί ανάπτυξης (% μεταβολή)

ΑΕΠ

(σε δισ. ευρώ)

2019

194,4

2020

-8,2

178,5

2021

+3,6

184,9

2022

+6,2

196,3

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πόσο καλά είναι υπολογισμένες οι προβλέψεις ώστε το ΑΕΠ το 2022 να ξεπερνάει έστω και λίγο το ΑΕΠ του 2019… Ακόμη όμως και αν σε αυτό δεν υπάρχει… πολιτικός δόλος, ακόμη και αν αυτές οι προβλέψεις επαληθευτούν (συνήθως, αν όχι πάντα, διαψεύδονται), πάλι το συμπέρασμα είναι ότι, αν τίποτε δεν «στραβώσει», το επίπεδο της παραγωγής στα τέλη του 2022 θα φτάσει λίγο πάνω από του 2019. Αν οι εκλογές γίνουν το 2023, ο Μητσοτάκης, που ήρθε με την υπόσχεση ενός αναπτυξιακού κρεσέντο, θα μπορεί να ισχυριστεί μόλις ότι κατάφερε να παραδώσει το ΑΕΠ στα επίπεδα που το παρέλαβε…

Ακόμη κι αυτό, ωστόσο, θα ήταν ακατόρθωτο χωρίς τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και χωρίς τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, άρα και των επιχειρήσεων, που οφείλονται όχι στο σφρίγος της ελληνικής οικονομίας αλλά στη διεθνή επιτήρηση και τις διεθνείς εγγυήσεις της ελληνικής χρεοκοπίας αλλά και τα θηριώδη προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης» των κεντρικών τραπεζών, που κρατούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα τα επιτόκια δανεισμού. Μια πολλαπλώς «ντοπαρισμένη», από εξωτερικούς παράγοντες, οικονομία μόλις που επανέρχεται στα τέλη του 2022 στα επίπεδα του 2019.
Έχει όμως σημασία και η συνέχεια. Μετά το «μπουμ» του 2022 (στις προβλέψεις πάντα…) προβλέπεται ραγδαία αποκλιμάκωση των ρυθμών ανάπτυξης, από 6,2% το 2022 σε 3,3% το 2025. Το 2025 το ΑΕΠ θα είναι 220,3 δισ. ευρώ.
Για να έχουμε μια πιο μακροσκοπική εικόνα: το 2025, 17 χρόνια μετά την κρίση του 2008, το ΑΕΠ θα βρίσκεται ακόμη σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από το 2008: 220,3 δισ. ευρώ, έναντι 242 δισ. ευρώ το 2008, μειωμένο ακόμη κατά 9%!!!

Όμως, δεν εξαντλούνται όλα σε αυτό, αφού πρέπει να πάρουμε υπόψη και τα εξής:

  • Αυτές οι προβλέψεις προϋποθέτουν ότι δεν θα έχουμε πισωγυρίσματα στο «μέτωπο» της πανδημίας ή ότι δεν έχουν υποτιμηθεί οι μακροχρόνιες επιπτώσεις της. Το Μεσοπρόθεσμο γράφτηκε από τους επιτελείς του υπουργείου Οικονομικών με την υπόθεση ότι με την άρση του lockdown «τελειώσαμε με την πανδημία». Και ήδη το 4ο κύμα της πανδημίας είναι εδώ και αναμένεται να κορυφωθεί μέσα στον Αύγουστο (προκαλώντας πυκνή αρθρογραφία για τις αρνητικές επιπτώσεις του στους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ελλάδα και διεθνώς και τάσεις αναθεώρησης των επίσημων προβλέψεων), ενώ από όσα γράψαμε για τους ρυθμούς εμβολιασμού διεθνώς και τη μάχη με το χρόνο για να αποφευχθεί η αχρήστευση των εμβολίων από νέες μεταλλάξεις, οι κίνδυνοι είναι ακόμη μεγαλύτεροι.

  • Τίποτε από τις επίσημες προβλέψεις για την ελληνική αλλά και την παγκόσμια οικονομία δεν θα ίσχυε αν δεν συνεχιζόταν η «παρά φύσιν» πολιτική των κεντρικών τραπεζών, που με όπλο τις τεράστιες μάζες ρευστότητας της «ποσοτικής χαλάρωσης» κρατάει με «διάταγμα» τα επιτόκια κρατικού δανεισμού λίγο πάνω από το 0%. Τώρα όμως, διαφαίνεται σαφώς στον ορίζοντα ο κίνδυνος ανόδου του πληθωρισμού σε επίπεδα που θα καθιστούν ντε φάκτο αδύνατο να κρατηθούν τα επιτόκια δανεισμού στα ίδια χαμηλά επίπεδα. Με οδηγό τα αμερικανικά επιτόκια, η άνοδος του κόστους δανεισμού θα τα αλλάξει όλα: θα αναβιώσει τον κίνδυνο νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης και κρίσης χρέους, αλλά και αλυσίδας χρεοκοπιών στον ιδιωτικό τομέα – που απειλείται ούτως ή άλλως στο διάστημα μετά την άρση των lockdown.

  • Πρέπει να ληφθεί υπόψη ένας άλλος σημαντικός παράγοντας, που φαίνεται να μην έχει ενσωματωθεί (ή έχει ενσωματωθεί πλημμελώς) στις επίσημες προβλέψεις: το νέο άλμα υπερχρέωσης, για κράτη, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, που έγινε στη διάρκεια της πανδημίας. Τα διάφορα μέτρα κρατικής ενίσχυσης στη διάρκεια των lockdown που είχαν κατά κύριο λόγο χαρακτήρα χρονικής μετάθεσης/αναβολής υποχρεώσεων ή φτηνού δανεισμού αποσύρονται και έρχεται η ώρα του λογαριασμού. Κοντά στα παλιά χρέη, έρχεται η ώρα να εξυπηρετηθούν και τα χρέη της πανδημίας. Ένα βουνό από παλιά και νέα χρέη πάνω από τα κράτη και τις επιχειρήσεις δεν είναι αυτό ακριβώς που θα λέγαμε «αναπτυξιακός μοχλός»…

Για την Ελλάδα ωστόσο, ο σημαντικότερος λόγος που κάνει τους ρυθμούς ανάπτυξης να μη λένε όλη την αλήθεια είναι άλλος: ο ελληνικός καπιταλισμός είναι από την άποψη της ουσίας σε καθεστώς διεθνούς επιτήρησης μιας ντε φάκτο χρεοκοπίας και από την άποψη των θεσμικών υποχρεώσεων σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Έχει προικιστεί με «δημοσιονομική ευελιξία», δηλαδή άρση της υποχρέωσης να παράγει τα γνωστά θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι και το 2022. Από το 2023 όμως θα επανέλθει στο καθεστώς παραγωγής υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Επιπλέον, μέχρι τότε, δηλαδή το 2021 και το 2022, θα πρέπει κάνει μια τεράστια προσαρμογή από πρωτογενές έλλειμμα 10% το 2020 σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023. Η δημοσιονομική λιτότητα έχει αρχίσει ήδη, και μαντέψτε: για να μην «πληγωθεί η ανάπτυξη», η προσαρμογή θα γίνει με λιτότητα στις κρατικές δαπάνες. Και βέβαια όχι στις «επενδυτικές» κρατικές δαπάνες, αλλά στις κοινωνικού χαρακτήρα.
Τούτων δοθέντων, ο νέος κύκλος «δημοσιονομικής προσαρμογής» και λιτότητας είναι ήδη εδώ. Οι ρυθμοί ανάπτυξης, όποιοι και αν είναι τελικά, δεν θα επουλώσουν τις πληγές της φτώχειας και της κοινωνικής δυστυχίας για την πλειονότητα των εργαζόμενων τάξεων. Αντίθετα, αυτές οι πληγές θα κακοφορμίσουν ακόμη περισσότερο!

Η κυβερνητική πολιτική, τα εμβόλια και η υποχρεωτικότητα


Έχουμε αρθρογραφήσει συστηματικά στην εφημερίδα μας για το γεγονός ότι η κυβέρνηση διαχειρίστηκε την πανδημία με βάση επτά βασικά προτάγματα:

1) Τη συνειδητή απόρριψη μιας στρατηγικής αντιμετώπισης της πανδημίας «τύπου Νέας Ζηλανδίας» με μεγάλο αριθμό τεστ, ιχνηλάτηση και στοχευμένα μέτρα περιορισμού των φορέων, παράλληλα με άμεση και δραστική ενίσχυση του συστήματος δημόσιας υγείας και πρωτοβάθμιας φροντίδας – στρατηγικής εντελώς ασύμβατης με το σκληρό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που εφαρμόζει. Απέρριψε ταυτόχρονα -και εξίσου συνειδητά- μια στρατηγική «τύπου Αυστραλίας» ή «τύπου Κίνας», με καθολικό lockdown, κρατώντας «ανοιχτά» μεγάλα κομμάτια της οικονομίας, για να μη θίξει τον επιχειρηματικό τομέα.

2) Την αποφυγή μαζικού θανατικού και κατάρρευσης του δημόσιου συστήματος υγείας, για να αποφύγει την πολιτική κατάρρευση και την κοινωνική έκρηξη – αλλά χωρίς ταυτόχρονα να ενισχυθεί η δημόσια υγεία, με «δωράκια» στον ιδιωτικό τομέα της υγείας και αναβάλλοντας μόνο για λίγο τα σχέδιά της για περαιτέρω ιδιωτικοποίηση.

3) Την επιστροφή το γρηγορότερο δυνατόν στην «κανονικότητα» της «ανοιχτής οικονομίας»: να αρθεί το lockdown για να ξαναδουλέψει στο φουλ η καπιταλιστική μηχανή της κερδοφορίας.

4) Τη μετάθεση των δικών της ευθυνών για κάθε είδους «αστοχία» στους πολίτες – «ατομική ευθύνη».

5) Τη συνέχιση της «σαρωτικής» υλοποίησης του προγράμματός της, που έχουμε χαρακτηρίσει πρόγραμμα ταξικού ρεβανσισμού, αλλά και την εμπέδωση κλίματος κρατικής τρομοκρατίας.

6) Την αξιοποίηση της ευκαιρίας για επικερδείς «δουλειές» με τον ιδιωτικό τομέα με έντονη δυσοσμία εκδουλεύσεων και «μίζας».

7) Να διαφυλάξει και πάντως να μη διακινδυνεύσει την ανοιχτή ρήξη με τις «κοινωνικές της συμμαχίες», ιδιαίτερα με την εκκλησία και το ακροδεξιό ποίμνιο.

Υπηρετώντας αυτά τα προτάγματα, δεν έχασε την ευκαιρία να «εμπλουτίσει» το προαποφασισμένο κυβερνητικό πρόγραμμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού και αυταρχισμού, αξιοποιώντας την πανδημική κρίση σαν ευκαιρία, σύμφωνα με το «δόγμα του σοκ». Όλα αυτά την οδήγησαν σε άδικα, κατασταλτικά, αλλά και υπερβολικά και αχρείαστα μέτρα. Το αποτέλεσμα -μεταξύ άλλων- ήταν ο κόσμος να μην την εμπιστεύεται, να δυσπιστεί για τη σκοπιμότητα και μην εμπιστεύεται την αναγκαιότητα ακόμη και μέτρων αναγκαίων όπως ο εμβολιασμός.

Αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες της πολιτικής της, προχωρεί τώρα σε ένα νέο κατασταλτικό μέτρο: τον υποχρεωτικό εμβολιασμό με τη συνεπικουρία κατασταλτικών μέτρων που φτάνουν μέχρι την απόλυση εργαζομένων που αρνούνται να εμβολιαστούν, καθώς βλέπει τα ποσοστά εμβολιασμού να μην είναι ικανοποιητικά και τον ρυθμό εμβολιασμού να μειώνεται αντί να αυξάνεται – εξαιτίας της διάχυτης δυσπιστίας που έχει προκαλέσει η πολιτική της.

Όπως και μέχρι τώρα, η Αριστερά κι το κίνημα πρέπει να σταθούν ενάντια στην κυβερνητική πολιτική στο σύνολό της και να σταθούν αποφασιστικά ενάντια στον υποχρεωτικό εμβολιασμό και το κρεσέντο καταστολής που τον συνοδεύει.




#Απεργια_6Μαη Μία από τις μαζικότερες διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς ενάντια στο νομοσχέδιο – τερατούργημα

Xιλιάδες εργαζόμενοι και εργαζόμενες διαδήλωσαν σήμερα σε όλη την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ σε συνεργασία με την κυβέρνηση προσπάθησαν να σαμποτάρουν την πρωτομαγιάτικη απεργία. Διαδηλώσαμε για να μην καταργηθεί το 8ωρο, για να μην περάσουν τα αντεργατικά μέτρα που θέτουν σε αμφισβήτηση τα συνδικάτα και το ίδιο το δικαίωμα των εργαζομένων στην απεργία.

Δεκάδες οργανώσεις της Αριστεράς, συνδικάτα, αντιρατσιστικές και άλλες συλλογικότητες δώσαμε ραντεβού σήμερα το πρωί στην Αθήνα, στα Προπύλαια. Η πρωτομαγιάτικη πορεία ξεκίνησε από εκεί, πέρασε μπροστά από το Υπουργείο Εργασίας και την πλατεία Κλαυθμώνος, όπου είχε συγκέντρωση η ΑΔΕΔΥ και το ΕΚΑ και όλοι μαζί κατευθυνθήκαμε στο Σύνταγμα, όπου προηγουμένως είχε συγκέντρωση το ΠΑΜΕ.

Τα συνθήματα που ακούστηκαν αφορούσαν κυρίως την υπεράσπιση του 8ωρου και των συλλογικών συμβάσεων, της ενίσχυσης της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης και της δημόσιας υγείας, ιδίως την κρίσιμη περίοδο που διανύουμε. Επίσης φωνάξαμε συνθήματα ενάντια στην αστυνομοκρατία, στον ρατσισμό και τον σεξισμό, καθώς και ενάντια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που εγκλωβίζουν τους πρόσφυγες σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης.

Μετά από καιρό ήταν μια από τις μαζικότερες διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς με έντονη παρουσία εργατικών πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων συνδικάτων. Η κυβέρνηση έλαβε ηχηρό μήνυμα αντίστασης ενάντια στο αντεργατικό νομοσχέδιο-τερατούργημα. Οι αγώνες μας χρειάζεται να κλιμακωθούν μέχρι τη νίκη!




Μια κεντρική πολιτική μάχη!

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο του φύλλου 24 της εφημερίδας “Κόκκινο Νήμα” που κυκλοφορεί”

Νοµοσχέδιο για τα εργασιακά: στο στόχαστρο, 8ωρο, αργία της Κυριακής, συλλογικές συµβάσεις, συνδικαλιστική δράση, εργασιακά δικαιώµατα

του Πάνου Κοσμά

Το νοµοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη για τα εργασιακά δικαιώµατα και τον εργατικό συνδικαλισµό δεν αφορά κάποια «θεµατική» των δικαιωµάτων· είναι κεντρικό πολιτικό ζήτηµα. Όχι µόνο επειδή, γενικά, τα ζητήµατα που αφορούν την εργασία δεν έχουν «θεµατικό» χαρακτήρα, αλλά και επειδή το συγκεκριµένο νοµοσχέδιο δεν είναι µια συνηθισµένη νεοφιλελεύθερη αντι-µεταρρύθµιση: έχει ιστορικό χαρακτήρα. Όλα όσα αποτελούν την επιτοµή του νεοφιλελεύθερου προγράµµατος στα ζητήµατα αυτά, όλα όσα αποτελούν ιστορικές απαιτήσεις και «εµµονές» της άρχουσας τάξης, όλα όσα στοχοποίησε µε επιµέρους ρυθµίσεις όλα τα προηγούµενα χρόνια, περιέχονται σε αυτό το νοµοσχέδιο: η κατάργηση του 8ώρου, η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, η ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συµβάσεων, η ουσιαστική κατάργηση των συνδικάτων και η πλήρης υπονόµευση του εργατικού συνδικαλισµού, η πλήρης ευελιξία όσον αφορά το ωράριο εργασίας.

Αρκεί να αναλογιστούµε τον χαρακτήρα των κατακτήσεων που µπαίνουν στο στόχαστρο, για να συλλάβουµε εύκολα το µέγεθος της ιστορικής πρόκλησης για την εργατική τάξη και το εργατικό κίνηµα· αλλά και την Αριστερά, που συνδέθηκε ιστορικά µαζί τους όχι µόνο µε αγωνιστικούς δεσµούς, αλλά και «υπαρξιακά», µε όρους στρατηγικής και απελευθερωτικού οράµατος.     

«Ολοκληρωµένος» νεοφιλελευθερισµός

Ας δούµε κατ’ αρχάς περί τίνος πρόκειται, δηλαδή τις βασικές προβλέψεις αυτού του νοµοσχεδίου.

Κατάργηση 8ώρου:

Το 8ωρο είναι θεµελιώδης και «εµβληµατική» εργατική κατάκτηση, συνδεµένη µε το «Σικάγο» και µε τους πρώιµους αγώνες της εργατικής τάξης στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και το πρώτο τέταρτο του 20ού. Η κατάργησή του υπήρξε κρυφός πόθος αλλά και συστηµατική στρατηγική για τον νεοφιλελευθερισµό. Καθώς το εργατικό κίνηµα και η Αριστερά δεν κατόρθωσαν να ανασχέσουν τη δυναµική των αντι-µεταρρυθµίσεών του και να οδηγήσουν σε ήττα τα σχέδια ταξικού ρεβανσισµού που είναι σε πλήρη εφαρµογή εδώ και πάνω από 30 χρόνια, ήρθε η ώρα που η ποσότητα µετατρέπεται σε ποιότητα: από τις διαρκείς αλλά επιµέρους απόπειρες, περνάµε στην ευθεία κατάργηση, καθώς το νοµοσχέδιο νοµοθετεί το 10ωρο ως ηµερήσιο χρόνο απασχόλησης. Πλέον, ο εργοδότης µπορεί να απασχολήσει τους εργαζόµενους στην επιχείρησή του µε 10ωρο καθηµερινά. «Απάτη! απάτη!», φωνάζουν οι νεοφιλελεύθεροι αγύρτες. «Το 8ωρο δεν καταργείται, απλώς διευθετείται ο χρόνος εργασίας σε… εξαµηνιαία βάση». Όποιες «υπερβάσεις» γίνουν µε ωράριο πέραν του 8ώρου και µέχρι το 10ωρο, θα αντισταθµίζονται µέσα στο εξάµηνο µε µειωµένο χρόνο εργασίας ή µε ρεπό σε άλλες περιόδους. Έτσι, οι εργαζόµενοι -υποτίθεται- θα δουλεύουν τις ίδιες ώρες εργασίας σε εξαµηνιαία βάση, οπότε δεν υπάρχει και λόγος για αύξηση των αποδοχών…   

Είναι εύκολο να φανταστούµε ότι από όλο αυτό θα µείνει απλώς και µόνο η αύξηση του ωραρίου από 8ωρο σε 10ωρο. ∆ιότι ποιος µηχανισµός, τίνος και µε την εγγύηση ποιων θα εγγυηθεί το… ακριβές µέτρηµα των ωρών σε εξαµηνιαία βάση ώστε να αντισταθµίζονται οι υπερβάσεις του 8ώρου;

∆ιευθέτηση χρόνου εργασίας µε πλήρη «ευελιξία»:

Ωστόσο, δεν πρόκειται µόνο για τον ηµερήσιο χρόνο εργασίας. Τα νεοφιλελεύθερα «ανώτερα µαθηµατικά» της εργασίας είναι πλήρως προσαρµοσµένα στις ανάγκες του εργοδότη, και καθώς αυτές οι ανάγκες είναι «ευέλικτες» (η ευελιξία των αναγκών και η ανάγκη της ευελιξίας), η «ευελιξία» υψώνεται στο τετράγωνο και τον κύβο και φτάνει ως την εξατοµίκευση. Κάθε εργαζόµενης/η µπορεί δυνητικά να έχει το δικό του «καλάθι» χρόνου εργασίας σε εξαµηνιαία βάση. Αυτό µάλιστα δεν αφορά µόνο το ωράριο, αλλά και τις βάρδιες και τον αριθµό των υπερωριών – από µέρα σε µέρα, από βδοµάδα σε βδοµάδα, από µήνα σε µήνα. Όχι απλώς ο εργάσιµος χρόνος αλλά και η ίδια η ζωή, ο ελεύθερος χρόνος που αποµένει, τα «κουράγια» που αποµένουν, όλα επαφίενται στις απαιτήσεις του εργοδότη. Είναι ο ορισµός της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, πλέον και µε πλήρη θεσµική κάλυψη. Είναι ο ορισµός της µισθωτής δουλείας…    

Κατάργηση συλλογικών συµβάσεων:

Η Ελλάδα είναι ήδη η χώρα όπου το µνηµονιακό καθεστώς εξαίρεσης για τα εργατικά δικαιώµατα παραµένει ακλόνητο και στη «µεταµνηµονιακή» περίοδο. Στο πλαίσιο αυτού, οι συλλογικές συµβάσεις έχουν στην πράξη και σε µεγάλο βαθµό καταργηθεί. Ο κατώτερος µισθός έχει πάψει να αποτελεί αντικείµενο διαπραγµάτευσης µεταξύ των συνδικάτων και των εργοδοτικών οργανώσεων, καθώς καθορίζεται από τις κυβερνήσεις, ενώ η µετατρεψιµότητα των κλαδικών συµβάσεων έχει δεχθεί ανεπανόρθωτα πλήγµατα. Όµως το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις που έχουν ενεργήσει για λογαριασµό του δεν αρκούνται σε αυτά. Έτσι, στο τωρινό νοµοσχέδιο η «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας µε όρους πλήρους «ευελιξίας» γίνεται ο µοχλός για νέο χτύπηµα στις συλλογικές συµβάσεις. Το πώς θα διευθετηθεί ο χρόνος εργασίας είναι ευθύνη του εργοδότη και κάθε εργαζόµενου χωριστά! Έτσι, δεν υπάρχει συλλογικός κοινός παρονοµαστής – και άρα χάνει κάθε νόηµα η έννοια της συλλογικής σύµβασης. Αν µέχρι χθες, το εργατικό κίνηµα και η Αριστερά πάλευαν ενάντια στην υποκατάσταση της γενικής συλλογικής σύµβασης ή και των κλαδικών από τις επιχειρησιακές, τώρα ανεβαίνουµε «πίστα»: η κατάργηση του 8ώρου και η «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας µε πλήρη «ευελιξία» και εξατοµίκευση µας εισάγουν στην εποχή των ατοµικών συµβάσεων.

«Κατάργηση» συνδικάτων και απεργίας:     

Ήδη µε τα προηγούµενα ο ρόλος των συνδικάτων υποβαθµίζεται σηµαντικά: ποιος θα είναι ο ρόλος τους αν δεν µπορούν να διαπραγµατεύονται συλλογικές συµβάσεις και αν η «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας γίνεται πλέον υπόθεση προσωπικής διαπραγµάτευσης -και σύµβασης- µεταξύ του εργοδότη και κάθε εργαζόµενου/ης χωριστά; Κι όµως, αποµένει κάτι για να… κάνουν: συνέλευση, στάση εργασίας, απεργία, κατάληψη εργασιακού χώρου, µοίρασµα φυλλαδίων και προπαγανδιστικού υλικού, διαδήλωση. Ε, λοιπόν, ο νοµοθέτης έχει προβλέψει και γι’ αυτά! Η απεργία θα µπορεί να αποφασιστεί µε το 50%+1 των εγγεγραµµένων µελών του συνδικάτου, µε ψηφοφορία που µπορεί να είναι ηλεκτρονική – άρα η συνέλευση… περιττεύει· ο πίνακας ανακοινώσεων του συνδικάτου στον χώρο εργασίας απαγορεύεται – αντικαθίσταται από ηλεκτρονικό χώρο ανακοινώσεων· υπάρχει ηλεκτρονικό µητρώο µελών του συνδικάτου, κι ο εργοδότης έχει πρόσβαση σε αυτό µέσω του κράτους – οι γενναίοι/ες που θα αποφασίσουν να φτιάξουν συνδικάτο, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι αυτοµάτως «συστήνονται» στον εργοδότη· η κατάληψη εργασιακού χώρου ή χώρου της επιχείρησης είναι ποινικό αδίκηµα· αν, παρ’ όλα τα προηγούµενα κηρυχθεί απεργία, η επιχείρηση θα πρέπει να συνεχίσει να δουλεύει µε προσωπικό ασφαλείας, που ξεπερνά το 40% των εργαζοµένων! όσο για τους συνδικαλιστές, καλά θα κάνουν να ασχολούνται µε το πώς δεν θα βρεθούν αντιµέτωποι µε ποινικές διώξεις εξαιτίας όλων αυτών και καλού κακού να βρουν και κάναν καλό δικηγόρο, παρά να σκέφτονται διαµαρτυρίες και απεργίες…

Κατάργηση κυριακάτικης αργίας: Οι µέχρι τώρα «άτολµες» ρυθµίσεις που καταργούσαν την κυριακάτικη αργία επεκτείνονται στην πλειονότητα των επιχειρήσεων και σε ποσοστό που ξεπερνά το 40%.   

Αν τώρα σκεφτείτε ότι όλα αυτά συνιστούν όχι απλώς ένα σύγχρονο ιδιώνυµο κατά του εργατικού συνδικαλισµού αλλά και ένα ιδιώνυµο κατά της εργασίας, θα έχετε απόλυτο δίκιο – περί αυτού πρόκειται!

Τέλος εποχής…

Εκπροσωπώντας µε τον πιο ωµό τρόπο τον πιο ακραίο νεοφιλελευθερισµό πινοτσετικού τύπου, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κηρύσσει επισήµως και ρυθµίζει θεσµικά το τέλος της κοινωνικής/ταξικής διαπραγµάτευσης. Η ίδια η ίδρυση συνδικάτου, πολύ περισσότερο η απεργία (για να µη µιλήσουµε για κατάληψη εργασιακού χώρου) προϋποθέτουν πλέον όχι απλώς µαχητική διάθεση και απόφαση για προσωπικές θυσίες (κατά περίπτωση και βαριές), αλλά και απόφαση κήρυξης πολέµου µε την εργοδοσία και το κράτος. Είναι ειρωνικό, αλλά τώρα ακριβώς που ο ακραίος νεοφιλελευθερισµός νοµοθετεί αυτό το µεταµοντέρνο ιδιώνυµο κατά της συνδικαλιστικής δράσης αλλά και των εργασιακών δικαιωµάτων, οι τριτοβάθµιες οργανώσεις της εργατικής τάξης (ΓΣΣΕ και Α∆Ε∆Υ) και η πλειονότητα των Εργατικών Κέντρων έχουν σε τέτοιο βαθµό εκφυλιστεί και γραφειοκρατικοποιηθεί, ώστε να µπορούν δίκαια να χαρακτηριστούν «αυλικοί του αυτοκράτορα». Κάτω από αυτό το τριτοβάθµιο και κατά περίπτωση δευτεροβάθµιο «καπάκι», τα πράγµατα για την εργατική διαµαρτυρία και κινητοποίηση, για τον εργατικό συνδικαλισµό, γίνονται τροµερά δύσκολα. Ποιος θα κηρύσσει στο εξής «νοµίµως» απεργία όταν οι τριτοβάθµιες οργανώσεις δεν δείχνουν διάθεση να κηρύξουν απεργία ούτε καν γι’ αυτό το νοµοσχέδιο που µοιάζει σαν να το εµπνεύστηκε υπουργός του Ιωάννη Μεταξά; Ποιοι/ες θα πάρουν την απόφαση να φτιάξουν «νοµίµως» συνδικάτο όταν πρέπει να κοινοποιούν τα µέλη του ουσιαστικά και στον εργοδότη; Ποιο συνδικάτο θα κηρύξει απεργία µε ηλεκτρονική ψηφοφορία και χωρίς να έχει προηγηθεί  συνέλευση; Ποια διοίκηση ποιου σωµατείου δεν θα σκέφτεται δυο και τρεις φορές τη διοργάνωση διαµαρτυρίας και -πολύ περισσότερο- απεργίας όταν οι «νόµιµες» προϋποθέσεις τους είναι δρακόντειες την ίδια στιγµή που οι ποινικές ευθύνες γίνονται πολύ µεγάλες;       

Να κηρύξουµε λοιπόν κι εµείς το «τέλος των συνδικάτων» και του εργατικού συνδικαλισµού, δηλαδή του εργατικού κινήµατος, και να «πάµε γι’ άλλα»;

Η απάντηση είναι όχι, για τον ίδιο λόγο που δεν κηρύξαµε το τέλος των  διαδηλώσεων όταν η κυβέρνηση ψήφισε το νοµοσχέδιο για τις διαδηλώσεις µε τις -εξίσου- δρακόντειες προϋποθέσεις «νοµιµότητας». Ωστόσο, υπάρχουν πολλές και µεγάλες διαφορές ανάµεσα σε κεντρικές πολιτικές µάχες στον δρόµο και σε µάχες στους εργασιακούς χώρους – στη δεύτερη περίπτωση τα πράγµατα είναι πολύ πιο δύσκολα, οι ευθύνες προσωποποιούνται και τα κόστη έχουν υπαρξιακό χαρακτήρα.

∆εν µπορούµε λοιπόν να ξεµπερδεύουµε µε την τεράστια απειλή που αντιπροσωπεύει το συγκεκριµένο νοµοσχέδιο µε επικές κορώνες. Αντί να παρακολουθούµε τα πράγµατα σαν υπνωτισµένοι, πρέπει επειγόντως και µε πλήρη αίσθηση της ιστορικότητας των διακυβεύσεων για το εργατικό κίνηµα και την Αριστερά να γίνει µια µεγάλη συζήτηση για το πώς πρέπει να απαντηθεί συγκεκριµένα αυτή η ιστορική πρόκληση. Πώς θα συγκεντρωθούν δυνάµεις στη µάχη· τι θα γίνει από την «επόµενη µέρα», όταν θα τεθούν σε ισχύ αυτές οι δρακόντειες διατάξεις – πώς θα τις καταργήσουµε στην πράξη· ποια συνδικάτα, συγκροτηµένα σε ποιο επίπεδο (πρωτοβάθµιο, κλαδικό κ.λπ. αποτελούν την πιο αποτελεσµατική µορφή συγκρότησης)· ποια είναι η ενδεδειγµένη στάση απέναντι στις εκφυλισµένες τριτοβάθµιες και δευτεροβάθµιες συνδικαλιστικές οργανώσεις – όχι µε γενικά πολιτικά κριτήρια, αλλά µε έγνοια και αγωνία να απαντηθεί το ερώτηµα «ποιος θα κηρύσσει πανεργατική απεργία». κ.λπ. κ.λπ.

Πώς θα πρέπει να οργανώνονται οι απεργίες που κηρύσσονται «νόµιµα», όταν είναι τόσο απαραίτητες αλλά και τόσοι «ακριβές» και -λίαν προσεχώς- υψηλού κόστους για να αποτελούν υπόθεση προδιαγεγραµµένης αποτυχίας; Και πώς θα οργανώνονται απεργίες παρά και ενάντια στις νέες, δρακόντειες προϋποθέσεις του νοµοσχεδίου Χατζηδάκη;       

Αυτό το νοµοσχέδιο σηµατοδοτεί ένα «τέλος εποχής». Όχι για το εργατικό κίνηµα καθαυτό, αλλά για τις µεθόδους και τα εργαλεία της πάλης του. Οφείλουµε να ο δούµε, να το συζήσουµε ανοιχτά και να βρούµε επειγόντως τις απαντήσεις.

Η κεντρικότητα της εργασίας -και της εργατικής τάξης- και  η Αριστερά

Ωστόσο, το ζήτηµα δεν αφορά µια «θεµατική «περιοχή» της ταξικής πάλης ούτε µόνο τους/τις εργαζόµενους/ες: είναι ζήτηµα κεντρικό πολιτικό! Αυτό το νοµοσχέδιο είναι η πιο εύγλωττη απόδειξη του γεγονότος ότι οι νεοφιλελεύθεροι γνωρίζουν πολύ καλά αυτό που έχουν ξεχάσει ή έστω υποτιµούν µεγάλα τµήµατα της Αριστεράς: την κεντρικότητα της εργασίας! Πάνω από τρεις δεκαετίες κρίσης της Αριστεράς, πάνω από τρεις δεκαετίες αποϊδεολογικοποίησης, υποχώρησης του µαρξισµού και υποκατάστασής του από τις νέες κριτικές θεωρίες και ιδιαίτερα τις θεωρίες των ταυτοτήτων, οδήγησαν τα πράγµατα µέχρι του σηµείου να γίνει σχεδόν «αθέατη» για µεγάλα τµήµατα της Αριστεράς η κεντρικότητα της εργασίας, συχνά δε και η ίδια η εργασία! Στη χώρα που η µισθωτή εργασία έχει διευρυνθεί έως το 70% του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού – µάλιστα, αν υπολογίσουµε και το τµήµα των αυτοαπασχολούµενων που ζουν αποκλειστικά από τη δική τους εργασία και δεν εκµεταλλεύονται εργασία άλλων, φτάνουµε σε επίπεδα πάνω από 80%! Πάνω από το 80% των οικονοµικά ενεργών ανθρώπων στην κοινωνία µας ζουν µόνο στον βαθµό που πουλούν την εργατική τους δύναµη σε κάποιο, µεγάλο, µικρό ή µεσαίο, αφεντικό. Αυτό είναι το κεντρικό, το «υπαρξιακό» στοιχείο που καθορίζει, άµεσα και έµµεσα, µε πολλούς τρόπους, τη ζωή -και µάλιστα σε πάµπολλες εκδοχές της- του 80% της κοινωνίας. Είναι λοιπόν δυνατόν να µη θεωρούµε κεντρική, αξονική αυτή την πραγµατικότητα και να την υποβιβάζουµε σε «θεµατικού ενδιαφέροντος» ζήτηµα;   

Οι νεοφιλελεύθεροι πάντως δεν κάνουν τέτοια λάθη: η «ευελιξία» στην εργασία, η λιτότητα στο εργατικό εισόδηµα, η λιτότητα στο κοινωνικό κράτος (δηλαδή η λιτότητα στις δαπάνες για τον «κοινωνικό µισθό»), η απαλλοτρίωση µέρους των περιουσιακών στοιχείων των εργαζόµενων τάξεων και η υποθήκευση µελλοντικού εργατικού εισοδήµατος έναντι χρεών που δεν µπορούν να εξυπηρετηθούν εξαιτίας της εισοδηµατικής λιτότητας, η ιδιωτικοποίηση δηµόσιων και κοινωνικού χαρακτήρα αγαθών, υπηρεσιών και επιχειρήσεων είναι εδώ και τέσσερις δεκαετίες ο πυρήνας της στρατηγικής τους. Και µε τι σχετίζεται αυτός ο πυρήνας αν όχι µε τη µοιρασιά του κοινωνικού προϊόντος της εργασίας ανάµεσα στην εργασία και το κεφάλαιο; Και γιατί τόση συστηµατικότητα και αδιατάρακτη επιµονή σε αυτές τις πολιτικές, γιατί τόση «λύσσα» στην υλοποίησή τους, αν όχι επειδή αποτελούν θεµελιώδη προϋπόθεση για τα καπιταλιστικά κέρδη;

∆εν είναι όµως µόνο η εργασία και η τιµή της εργατικής δύναµης κεντρικές. Είναι και η εργατική τάξη. Οι νεοφιλελεύθεροι µοιάζει να αξιολογούν αυτή την παράµετρο περισσότερο απ’ ό,τι η ίδια η Αριστερά! Το νοµοσχέδιο Χατζηδάκη δεν είν αι µόνο ιδιώνυµο κατά των εργασιακών δικαιωµάτων αλλά και ιδιώνυµο κατά του εργατικού συνδικαλισµού. Είναι απορίας άξιο: για ποιον λόγο όταν οι τριτοβάθµιες και πολλές δευτεροβάθµιες οργανώσεις της εργατικής τάξης είναι όχι µόνο γραφειοκρατικοποιηµένες και εκφυλισµένες, άρα καθόλου επίφοβοι αντίπαλοι, αλλά και «δικές» τους σε επίπεδο διοίκησης; Εδώ αναδεικνύεται ένα άλλο πλεονέκτηµα των «από πάνω» σε σχέση µε την Αριστερά: διδάσκονται από την πείρα τους. Όταν νοµοθετούν ενάντια στην εργασία και το εργατικό κίνηµα, δεν το κάνουν µε βάση τις τρέχουσες ανάγκες τους, αλλά έχοντας υπόψη την αλλαγή των συσχετισµών σε µεσοµακροπρόθεσµη βάση. Όταν «λυσσάνε» µε τη Μεταπολίτευση, γνωρίζουν γιατί: γιατί οι συνολικοί ταξικοί συσχετισµοί δύναµης διαµορφώνονται σε µακροπεριόδους – µια τέτοια µακροπερίοδος µε «ανεπίτρεπτες» κατακτήσεις για το εργατικό κίνηµα και την Αριστερά ήταν η Μεταπολίτευση. Κι όταν θέλουν να «ανατρέψουν» τη Μεταπολίτευση, στοχεύουν στην οικοδόµηση ενός «καθεστώτος» ενάντια στα εργατικά δικαιώµατα σε µεσοµακροπρόθεσµη βάση. Φροντίζουν δηλαδή όχι στενά για το σήµερα, αλλά για το αύριο και το µεθαύριο των συµφερόντων του κεφαλαίου. ∆εν θεωρούν -και καλά κάνουν- εγγύηση σε µεσοµακροπρόθεσµη βάση τη σηµερινή κατάντια των τριτοβάθµιων και δευτεροβάθµιων οργανώσεων της εργατικής τάξης. ∆εν ξεχνούν ότι η ανεκδιήγητη ηγεσία Παναγόπουλου κήρυξε στη διάρκεια των µνηµονιακών χρόνων -σε συνθήκες πολιτικής κρίσης, κοινωνικών και εργατικών πιέσεων- 28 γενικές απεργίες, οι οποίες έγιναν ηµέρες αγώνα και µαζικών διαδηλώσεων όχι µόνο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη αλλά και σε δεκάδες πόλεις της Ελλάδας. ∆εν αγνοούν επίσης ότι οι µαζικές διαθέσεις αλλάζουν και ότι η πολιτική κρίση µπορεί κάλλιστα να επανέλθει. Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σηµαντικό, δεν υποτιµούν τη δύναµη αυτού του ογκώδους 80% της µισθωτής εργασίας, αντίθετα θεωρούν πολύ σηµαντικό να µένει καθηλωµένο – µε όλους τους δυνατούς τρόπους.

Αποµένει στην Αριστερά να «θυµηθεί», από τη δική της πλευρά, όλα όσα ξέχασε – και να πράξει αναλόγως, τόσο απέναντι στο  νοµοσχέδιο Χατζηδάκη όσο και γενικά, αναδεικνύοντας τον κεντρικό τους πολιτικό χαρακτήρα.




Προμήθεια Self Tests: «δουλίτσες»με άρωμα σκανδάλου

Η οδύνη για τους πολλούς, «ευκαιρίες» για τους λίγους

Η προμήθεια ύψους 320.000.000 ευρώ που αφορά τα self test δύο μηνών, που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός, αποτελεί μια σοβαρή δουλειά. Ο πρώτος διαγωνισμός λοιπόν, 40.000.000 για τα 10 εκ. τεστ, «βγήκε» με fast track διαδικασίες λίγο πριν τα μεσάνυχτα της παραμονής 25ης Μαρτίου, με προθεσμία υποβολής προσφορών 3 ημερών, εκ των οποίων μία αργία και ένα Σάββατο! Ο διαγωνισμός καταγγέλθηκε ότι είχε οσμή από Siemens, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι η προμήθεια αυτή πραγματοποιείται λίγες μέρες μετά την πιστοποίηση του σχετικού προϊόντος της εν λόγω εταιρείας, καθώς και ότι η ύπαρξη αυτής της πιστοποίησης ήταν βασική προδιαγραφή του διαγωνισμού. Αυτό όμως δεν είναι αποτρεπτικό της συμμετοχής σε αυτόν τον διαγωνισμό (που αποτελεί πρόκριμα και για τη συνέχεια αλλά και για την προώθηση των self tests και σε άλλες χώρες), για μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην αγορά. Και αυτό γιατί είναι γνωστό ότι σε τόσο μεγάλες προμήθειες συνήθως η «πίτα» μοιράζεται…

Παρ’ όλα αυτά, από τις γνωστές κατασκευάστριες εταιρείες του χώρου, στον διαγωνισμό συμμετείχε μόνο η πολυεθνική Roche, ενώ τα μεγάλα ονόματα (π.χ. Abbott, Becton Dickinson) δεν εμφανίστηκαν ούτε μέσω διανομέων. Αντίθετα, συμμετείχαν 29 ακόμη εταιρείες, μόνο που οι 25 εταιρείες αποκλείστηκαν λόγω «απόκλισης από τις τεχνικές προδιαγραφές», ενώ σε αυτές περιλαμβάνοντας πολλές άσχετες με το αντικείμενο εταιρείες. Είναι δε απορίας άξιο πώς δεν βρέθηκε μια από τις υπόλοιπες να μειοδοτήσει για τα αδιάθετα 600 χιλ. τεστ που δεν κατακυρώθηκαν. Με βάση τα προηγούμενα, βάσιμα εκτιμάται ότι οι πιο πολλές συμμετοχές ήταν εικονικές, προκειμένου να υποστηριχθεί το αφήγημα της «ανοικτής διαδικασίας» όπως αναφέρθηκε από την κυβερνητική εκπρόσωπο.

Εντύπωση όμως προκαλεί η έρευνα για τους μειοδότες του διαγωνισμού. Εκτός της Roche, οι υπόλοιπες 4 εταιρείες πρόσφεραν το ίδιο προϊόν: το JOYSBIO, κινεζικής προέλευσης! Ακόμη πιο ενδιαφέρον εμφανίζει η έρευνα για την SWISS MED ΙΚΕ, που ήταν η εταιρεία στην οποία κατακυρώθηκε η μεγαλύτερη ποσότητα : 3 εκ. τεστ έναντι 10.080.000 € (με 3,36 € το ένα, έναντι 2,29 € για το ίδιο από την φθηνότερη Ξενοφών Γερμανός ΑΕ). Η εταιρεία αυτή ιδρύθηκε μόλις τον Σεπτέμβριο του 2020 με κεφάλαιο 30.000 € και καταφέρνει να πάρει δύο αναθέσεις αξίας πάνω από 20 εκ. ευρώ! Η πρώτη ανάθεση αφορούσε την προμήθεια rapid tests στον ΕΟΔΥ, για την οποία απορρίφθηκε ένσταση από την Roche, που συμμετείχε επίσης, ενώ εκκρεμεί το ζήτημα της κατάθεσης δικαστικής προσφυγής. Το γεγονός αυτό προκαλεί την απορία αν η τωρινή κατακύρωση στη Roche είναι αντάλλαγμα για να υποχωρήσει στο έργο του ΕΟΔΥ, απορία που εντείνεται αν συνδυαστεί με αριθμό γνωστοποίησης που έδωσε ο ΕΟΦ στο προϊόν της, ανήμερα του εθνικού εορτασμού (!), προκειμένου να συμμετάσχει το προϊόν της στον διαγωνισμό.

Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον προκαλεί η διερεύνηση των κύριων ιδιοκτητών της SWISS MED ΙΚΕ, ο πατέρας των οποίων (που εμπλέκεται μάλλον ενεργά στην εταιρεία) έχει ιδιαίτερο επιχειρηματικό παρελθόν με χρέη προς Δημόσιο και ιδιώτες εκατομμυρίων, ο οποίος έχει πτωχεύσει με απόφαση Πρωτοδικείου, ενώ φέρεται να έχει σχέσεις με τον γνωστό επιχειρηματία και πρόεδρο του Άρη Θ. Καρυπίδη (ο οποίος κατηγορείται για σειρά αδικημάτων, μεταξύ των οποίων ότι άφησε απλήρωτους τους εργαζόμενους των Super Makret που κατείχε), ο οποίος έχει σοβαρές διασυνδέσεις με τη Νέα Δημοκρατία. Επίσης, όσον αφορά στον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, υπάρχει καταχώριση στη λίστα μεγαλο-οφειλετών της εφορίας για εταιρεία στην οποία ήταν συνεταίρος. Εδώ κάπου η κατάσταση… διαπλέκεται: το τεστ της Swiss Med (Joysbio) ήταν αυτό που είχε προσφέρει η AMANI SWISS (συμφερόντων Καρυπίδη) στον περιβόητο διαγωνισμό της Περιφέρειας Αττικής με τα πανάκριβα rapid tests, η οποία όμως στον τωρινό διαγωνισμό για τα self-tests δεν υπέβαλε προσφορά!

Επιστρέφοντας στον διαγωνισμό, αξίζει επίσης να σημειωθεί η απαίτηση για παράδοση αυστηρά εντός 7 ημερών, που σημαίνει ότι ο όποιος ανάδοχος θα έπρεπε να έχει ήδη στείλει την παραγγελία στην Κίνα ή να έχει στις αποθήκες του αυτή την ποσότητα – εκτός αν έχει «πλάτες» και μπορεί να πάρει μία ή και δύο παρατάσεις, όπως έγινε με την Amani Swiss στον διαγωνισμό της 2ης ΔΥΠΕ για μάσκες αξίας 1,5 εκ. Και το φιάσκο του διαγωνισμού ολοκληρώνεται (για την πρώτη φάση) με την κήρυξη της SWISS MED ως έκπτωτης, γιατί δεν μπόρεσε να παραδώσει έγκαιρα τα self tests! Όμως, ακόμη μεγαλύτερη δυσωδία προκαλεί το γεγονός ότι η εν λόγω εταιρεία «πουλήθηκε» – ακριβώς μια ημέρα πριν την λήξη της προθεσμίας για την παράδοση  – σε άλλη εταιρεία (ΒΑΣΤΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΙΚΕ), κοινών συμφερόντων με γνωστή αλυσίδα φούρνων που έχουν κατηγορηθεί για trafficking, σωματεμπορία και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος!    

Μπορεί στη δουλειά να μην φαίνεται ότι εμπλέκεται η Siemens (ακόμη ..), όμως «δουλίτσες» γίνονται και με άλλους παίκτες (τι και αν δεν είναι τόσο άμεμπτοι …). Ήδη στον 2ο διαγωνισμό των 20 εκ. tests για 75.000.000 €, που «τρέχει» αυτή τη στιγμή, το μεγαλύτερο τμήμα (~ 7,4 εκ. tests με δικαίωμα προαίρεσης για άλλα τόσα), ανατίθεται προς 15.782.500 € (συν άλλα τόσα η προαίρεση) στην METRON HEALTHCARE – μια εταιρεία με ετήσιο τζίρο <400χιλ. ευρώ και μια μόνο δουλειά άνω των 30χιλ ευρώ στο Δημόσιο (Απευθείας Ανάθεση προμήθειας 5.000 rapid tests, του γνωστού … JOYSBIO, προς 11,28 € ! το ένα στην Περιφέρεια Πελοποννήσου). 

Σίγουρα τα κέρδη είναι μεγάλα – και ενδέχεται η «αμοιβή», αντίστοιχα, όσων σχεδιάζουν «επιτελικά» το μοίρασμα της «πίτας».

Κ.Μ.




Covid-19 Self Tests: η «ατομική ευθύνη» ανεβαίνει επίπεδο

Του Κ.Μ.

Όλο και περισσότερο απλώνεται στην ελληνική κοινωνία η αίσθηση ότι ο έλεγχος της πανδημίας έχει χαθεί. Σε αυτό δεν συντελεί μόνο το γεγονός ότι στην κορύφωση του τρίτου κύματος μετράμε κάθε εβδομάδα πάνω από 500 νεκρούς από Covid-19, έχοντας καταγράψει συνολικά σχεδόν 9.000 θανάτους και με πρόβλεψη να υπερβούμε τους 10.000 στον επόμενο μήνα. Ο κόσμος συγκλίνει στο συμπέρασμα αυτό, περισσότερο λόγω της ορατής πλέον έλλειψης σοβαρής αντιμετώπισης της πανδημίας από την κυβέρνηση, σε συνδυασμό με την διαπίστωση ότι η περιβόητη επιστροφή στην κανονικότητα μοιάζει να είναι χαμένη στo cloud της virtual ζωής που μας έχει εγκλωβίσει τους τελευταίους 13 μήνες.

Το χρονικό 10.000+ προαναγγελθέντων θανάτων


Από το 1ο κύμα της πανδημίας η κυβέρνηση δεν φάνηκε διατεθειμένη να εφαρμόσει μια ολιστική αντιμετώπιση της πανδημίας, περιορίζοντας τα μέτρα σε κλείσιμο αρκετών δραστηριοτήτων και απαγόρευση μετακινήσεων εκτός εργασίας, αφήνοντας όμως τον συνωστισμό στα ΜΜΕ και χώρους μαζικής εργασίας, που λειτουργούσαν κανονικά, χωρίς ελέγχους και μέτρα. Αρνήθηκε οποιαδήποτε σοβαρή ενίσχυση του συστήματος υγείας, αλλά και την διενέργεια μαζικών τεστ και ιχνηλάτησης των κρουσμάτων. Μας άφησε με μοναδικό όπλο τις μάσκες (που στην αρχή μάλιστα έλεγε διά του κυβερνητικού εκπροσώπου σε θέματα υγείας κ. Τσιόδρα ότι δεν χρειάζονται …).

Το μικρότερο επιδημιολογικό χτύπημα της χώρας στο 1ο κύμα (λόγω της χαμηλών διακρατικών μετακινήσεων από/προς την Ελλάδα την περίοδο που προηγήθηκε) επέτρεψε (σε συνδυασμό με τη λίστα Πέτσα) την επικοινωνιακή διαχείριση της κατάστασης από την κυβέρνηση παρουσιάζοντας τον μικρό αριθμό κρουσμάτων και θανάτων σαν «επιτυχημένη διαχείριση».

Όμως ο χρόνος που κερδήθηκε με την ύφεση που ακολούθησε μετά την άνοιξη δεν αξιοποιήθηκε. Τουναντίον, τα οφέλη του χαμηλού επιδημιολογικού φορτίου της Ελλάδας θυσιάστηκαν στο ανεξέλεγκτο άνοιγμα του τουρισμού. Χιλιάδες θετικοί τουρίστες εισήλθαν χωρίς τεστ στη χώρα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται σε μελέτη ότι, για το διάστημα Ιουνίου με Σεπτέμβριο 2020, οι Βρετανοί που επέστρεφαν στο Η.Β. από την Ελλάδα ήταν σε ποσοστό 20% θετικοί στον κορονοϊό, με την χώρα μας να κατακτά την πρώτη θέση στη σχετική λίστα! Παράλληλα, η ανάγκη για φτηνά εργατικά χέρια στην αγροτική παραγωγή (και όχι μόνο), επέφερε σημαντική αύξηση κρουσμάτων στη Βόρεια Ελλάδα, αφού χιλιάδες εργάτες περνούσαν μέχρι τον Αύγουστο χωρίς τεστ.

Ταυτόχρονα και ενώ τα παραπάνω είχαν γίνει γνωστά μέχρι τον Σεπτέμβρη, καθιστώντας πλέον αναπόφευκτο το δεύτερο και πιο «βαρύ» κύμα της πανδημίας, η κυβέρνηση προχώρησε στο άνοιγμα των σχολείων χωρίς ουσιαστικά μέτρα (εκτός ίσως από τις μάσκες-αερόστατα).

Την ίδια περίοδο στο μέτωπο της ενίσχυσης του ΕΣΥ δεν λαμβάνουν σχεδόν κανένα μέτρο, με την κυβέρνηση να θέτει παράλληλα υποψηφιότητα για όσκαρ υποκρισίας. Οι μόνες νέες ΜΕΘ που εγκαινίασαν Μητσοτάκης και Κικίλιας ήταν οι 50 κλίνες που δώρισε η Βουλή και οι 30 κλίνες του ιδρύματος Νιάρχου. Και ενώ δεν έγινε καμία πρόσληψη νέου προσωπικού (δηλ. το υφιστάμενο προσωπικό κλήθηκε να εξυπηρετήσει περισσότερες κλίνες), με περισσό θράσος μιλούσαν για χιλιάδες προσλήψεις στην υγεία (παρά το ότι οι αριθμοί τούς διέψευδαν αφού, σε σχέση με το 2019, ο αριθμός προσωπικού μειώθηκε κατά 5.000 άτομα) και την ίδια στιγμή μείωσαν τις δαπάνες υγείας κατά 531 εκ.

Συνέπεια όλων των παραπάνω ήταν ένα εφιαλτικό δίμηνο Νοέμβρη – Δεκέμβρη, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, με εκατόμβες νεκρών, γεγονός στο οποίο συνέβαλε σημαντικά η έλλειψη κρεβατιών ΜΕΘ (με αποτέλεσμα εκατοντάδες θανάτων διασωληνωμένων ασθενών που δεν είχαν την κατάλληλη περίθαλψη).

Το δεύτερο λοκντάουν που επέβαλε η κυβέρνηση (με πολύ περισσότερες -σε σχέση με το πρώτο- επαγγελματικές δραστηριότητες ανοικτές) αποδείχθηκε περιορισμένης αποτελεσματικότητας. Ακόμη και η επαναλαμβανόμενη αναφορά των πρωθυπουργικών διαγγελμάτων στις «επόμενες δύο εβδομάδες που θα είναι κρίσιμες», για τον κόσμο φαινόταν ότι μάλλον έχει να κάνει με «παραμύθι δίχως τέλος».

Στη διάρκεια του 2ου κύματος και προκειμένου να «κλείσει» η συζήτηση για τυχόν ευθύνες στη διαχείριση της πανδημίας, η κυβέρνηση βιάζεται να διακηρύξει την αρχή του τέλους της πανδημίας λόγω του εμβολίου που ανακαλύφθηκε (και ας μην το είχαν δει ούτε με το κιάλι…). Παραμύθιαζαν τον κόσμο για την γρήγορη επίτευξη ανοσίας (εξαγγέλλοντας 2 εκ. εμβολιασμούς τον μήνα), ενώ γνώριζαν ήδη ότι αυτό δεν ήταν εφικτό, λόγω των προβλημάτων που υπήρχαν τόσο στην παραγωγή όσο και στη διάθεση των εμβολίων.

Πριν κοπάσει το 2ο κύμα είχαμε την κυβέρνηση, πιεσμένη από την αγορά, να σπεύδει για χαλάρωση του (περιορισμένου) λοκντάουν, συνοδεύοντάς την με νέο επικοινωνιακό κρεσέντο περί λύτρωσης μέσω των εμβολιασμών.

Όμως και πάλι μέσα σε λίγες εβδομάδες άρχισε το σκηνικό της «επιτυχίας» να ανατρέπεται. Η χώρα εισήλθε με ταχύτητα (λόγω και των μεταλλάξεων που έχουν εμφανιστεί) στο 3ο κύμα της πανδημίας, με καταγραφή που φτάνει τα τρεις και τέσσερις χιλιάδες κρούσματα καθημερινά. Η μαύρη λίστα των απωλειών εκτοξεύτηκε σταδιακά σχεδόν στα επίπεδα του 2ου κύματος (είναι λίγο πιο κάτω, λόγω μικρότερης μέσης ηλικίας των νοσούντων, εξαιτίας των νέων μεταλλάξεων, που χτυπούν μικρότερες ηλικίες, αλλά και των εμβολιασμών στους πιο ηλικιωμένους). Αποτέλεσμα είναι η κατάρρευση του εθνικού συστήματος υγείας με υπερπλήρωση των κλινών ΜΕΘ και μέχρι και πάνω από 100 διασωληνωμένους καθημερινά εκτός ΜΕΘ να ελπίζουν μήπως αδειάσει εγκαίρως κάποιο κρεβάτι και επιλεγούν να εισαχθούν, ενώ το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό έδινε τη μάχη χωρίς να περιμένει πλέον ενισχύσεις και έχοντας προ πολλού ξεπεράσει τα όρια των αντοχών του…

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η Ελλάδα είναι στις χειρότερες θέσεις στον κυλιόμενο μέσο όρο 7 ημερών του αριθμού νεκρών ανά 1 εκ. κατοίκους, εμφανίζοντας και στην 5η χειρότερη πανευρωπαϊκά θνητότητα των νοσούντων από Covid-19 (βλ. σχετικά διαγράμματα).

Και χωρίς να είναι δεδομένο ούτε καν ότι αγγίξαμε την κορύφωση του 3ο κύματος της πανδημίας, η κυβέρνηση μεθοδεύει, ενόψει τουριστικής περιόδου, την άρση των όποιων μέτρων προστασίας ισχύουν, χωρίς κανένα πλέον ουσιαστικό σχέδιο ελέγχου της πανδημίας ή των επιπτώσεών της στο ΕΣΥ, επιστρατεύοντας ως τελευταίο αφήγημα το όπλο των «self tests» (που εξετάζουμε παρακάτω).

Η πολιτική διαχείριση της πανδημίας


Στο σκηνικό αυτό της πλήρους χρεοκοπίας της πολιτικής διαχείρισης της πανδημίας, η κυβέρνηση οργανώνει προπαγανδιστικά την «αφήγησή» της σε τρεις άξονες:

α) Μια αδιόρατη προσπάθεια η εκτίναξη του αριθμού των θανάτων να εμπεδωθεί από την κοινωνία ως κάτι το «αναμενόμενο», ως ένα στατιστικό νούμερο που δείχνει το μέγεθος μιας «φυσικής» καταστροφής, χωρίς υπεύθυνους και ηθικούς αυτουργούς.

β) Μια συστηματική προετοιμασία ανάδειξης «αποδιοπομπαίων τράγων», οι οποίοι θα θεωρηθούν υπεύθυνοι για τα «λάθη» στη διαχείριση της πανδημίας, στους οποίους θα περιλαμβάνει από τους ίδιους τους «πρόθυμους» επιστήμονες των ειδικών επιτροπών (που θυσίασαν την επιστημονική τους ακεραιότητα στον βωμό των κυβερνητικών σκοπιμοτήτων), μέχρι και τους γιατρούς τους ΕΣΥ, στους οποίους ήδη χρεώθηκε ότι ευθύνονται γιατί επέλεγαν ποιοι θα μπουν στις ΜΕΘ…

γ) Μια οργιώδη προετοιμασία μεταρρυθμίσεων για το μετα-πανδημικό κράτος με την υπόκρυφη «υπόσχεση» ταξικού επιμερισμού των δεινών της πανδημίας: Από τη μια πλευρά η φόρτωση των δεινών της πανδημίας στα λαϊκά στρώματα, που θα τους καταλογιστεί το βάρος της ατομικής ευθύνης στην αντιμετώπισή τους και τις θυσίες που θα κληθούν να κάνουν˙ και στον αντίποδα, η καλλιέργεια προσδοκιών για ταχύτατη ανάκαμψη, η οποία αφήνει στα μεσαία στρώματα την (ανομολόγητη ίσως) υπόσχεση της ταξικής (σχετικής) αναβάθμισής τους, μέσω της συμμετοχής τους στο μοίρασμα της «πίτας» του «νέου σχεδίου Μάρσαλ» – φρούδες ελπίδες, αφού τα χρήματα δεν είναι αρκετά και θα απορροφηθούν από το μεγάλο κεφάλαιο και τους «ημετέρους».

Απαραίτητο υπόβαθρο, για να είναι αποτελεσματικός αυτός ο σχεδιασμός, είναι -σε πρώτο επίπεδο- η διατήρηση του αφηγήματος της επιτυχίας, που ξεκίνησε πέρσι στο τέλος του πρώτου κύματος και -σε πείσμα της δεινής πραγματικότητας- συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Σε δεύτερο επίπεδο, ενισχυτικό και του πρώτου, πρέπει να διατηρείται η αισιοδοξία του ορατού τέλους της κρίσης, καθώς και η ψευδαίσθηση της νίκης ή έστω της επάρκειας των όπλων για αυτήν. Στο επίπεδο αυτό επιλέχθηκε τον τελευταίο μήνα η χρήση των self tests, που προβλήθηκαν σαν πανάκεια για την υιοθέτηση μέτρων χαλάρωσης (αλλά και σε μεγάλο βαθμό για την συνολική αντιμετώπιση της πανδημίας). Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Σκέρτσου: «Η νέα φιλοσοφία είναι ότι οι πολίτες πλέον μπαίνουν σε συνδυασμό συμμετοχικού και υποχρεωτικού screening […] Το κεντρικό μήνυμα στην τρέχουσα συγκυρία της πανδημίας, λοιπόν, είναι μεγαλύτεροι βαθμοί ελευθερίας με αυξημένο αυτοέλεγχο της κοινωνίας και έμφαση στην όσο πιο πιστή τήρηση των ακόλουθων μέτρων. Δηλαδή μάσκες, self-test, εμβόλια και βεβαίως αποφυγή κοινωνικών εκδηλώσεων μεγάλων ομάδων».

Self Tests: μύθοι και πραγματικότητα


Τα self tests δεν αποτελούν κάποια ιδιαίτερη καινοτομία. Αποτελούν παραλλαγή των γνωστών rapid tests αντιγόνων, τα οποία βασίζονται σε τεχνολογία που προϋπήρχε της πανδημίας και διαδόθηκαν ευρέως από το τέλος του 1ου κύματος και μετά (όταν οι εταιρείες φαρμάκων άρχισαν να παράγουν μαζικά για να ανταπεξέλθουν στην μεγάλη ζήτηση, ενώ ακολούθησαν και πολλές κινεζικές εταιρείες). Ως προϊόν, με απλά λόγια, περιλαμβάνει τα ίδια κατά βάση αντιδραστήρια με τα rapid tests, αλλά παρέχει και τα κατάλληλα «εργαλεία» ώστε με αντίστοιχη μεθοδολογία να μπορεί να γίνει η συλλογή του δείγματος στο σπίτι από τον ίδιο τον χρήστη (συνήθως με απλό δείγμα ρινικών υγρών ή σιέλου). Εκεί ακριβώς μειονεκτούν έναντι των rapid tests, που διεξάγονται με ρινο-φαρυγγικό ή στοματο-φαρυγγικά δείγματα και σε εργαστηριακό περιβάλλον (ή ειδικών σημείων POS) από υγειονομικό προσωπικό. Και αν τα rapid tests έχουν μειωμένη αξιοπιστία (ειδικά όσον αφορά στην διάγνωση αρνητικών δειγμάτων), για τα self test η αξιοπιστία αυτή είναι επικίνδυνα μειωμένη (ανεξάρτητα του θεωρητικού ποσοστού ακρίβειας που αναφέρουν), με αποτέλεσμα αυτή να πέφτει στο 70% ή, σύμφωνα με κάποιους ειδικούς, ακόμη και κάτω από 50%!

Τα λίγα self tests στις ΗΠΑ που έχουν αδειοδοτηθεί από τoν FDA έχουν ειδική άδεια «επείγουσας χρήσης» (δηλ. δεν έχουν ολοκληρωμένη τη σειρά των ελέγχων και κλινικών μελετών που απαιτούνται), ενώ και ο ευρωπαϊκός ECDA στις οδηγίες που δημοσίευσε σχετικά, αφού επισημαίνει ότι «δεν υπάρχει στην αγορά της Ε.Ε. CE πιστοποιητικό για RADT for self-testing, που να είναι σύμφωνο με την Οδηγία 98/79/EC», αναφέρει ότι «η μετατόπιση της ευθύνης της αναφοράς αποτελεσμάτων δοκιμών από επαγγελματίες υγείας και εργαστήρια σε άτομα θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποεκθέσεις και σε ακόμη πιο δύσκολη την ανίχνευση και τη λήψη μέτρων αντιμετώπισης». Προσθέτει δε ότι «οι αρχές δημόσιας υγείας που επιθυμούν να εφαρμόσουν αυτοδιαγνωστικούς ελέγχους θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους πληθυσμός που στοχεύουν, καθώς και τον επιπολασμό της νόσου σε αυτόν τον πληθυσμό».

Γενικά, είναι κατανοητό ότι η χρήση των self tests δεν αποτελεί τον ορισμό της καλής επιστημονικής πρακτικής. Η αναγκαστική επαφή με τα υλικά, αυξάνει εκθετικά τον κίνδυνο αλλοίωσης των αποτελεσμάτων, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στην εκάστοτε περίπτωση, ειδικά σε προϊόντα με σημαντικό περιθώριο λάθους. Πιο επικίνδυνο όμως είναι το γεγονός πως οι ψευδώς αρνητικοί ασυμπτωματικοί θα κυκλοφορούν πιστεύοντας πως δεν αποτελούν απειλή για κανέναν – και αν αναλογιστεί κάποιος ότι σε πρώτη φάση αυτοί θα είναι οι μαθητές Λυκείου, με την ιδιαίτερη κινητικότητα που έχει η ηλικία τους, τότε το σενάριο αυτό γίνεται σχεδόν εφιαλτικό για τις επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει στο σύστημα υγείας…

Ο ECDA επισημαίνει επίσης: «Η εισαγωγή της χρήση self tests ως ρουτίνας για την ανίχνευση μολυσματικών ατόμων πρέπει να είναι καλά σχεδιασμένη και να εφαρμοστεί προσεκτικά».

Εδώ τα πράγματα γίνονται τραγικά: Ξεπερνώντας τις αρχικές κυβερνητικές εξαγγελίες που έγιναν χωρίς την ενημέρωση των φαρμακοποιών οι οποίοι αποτελούν την βάση διανομής των tests, καθώς και την παρωδία του πρώτου διαγωνισμού για την προμήθειά τους, διαπιστώνουμε ότι το σχέδιο εφαρμογής εκπονείται χωρίς στοιχειώδη προετοιμασία, περιοριζόμενο ad hoc μόνο στους μαθητές και εκπαιδευτικούς Λυκείων (αφού οι ποσότητες για κάτι άλλο δεν είναι διαθέσιμες). Ακόμη και η υλοποίηση της απαραίτητης πλατφόρμας για την καταχώριση των αποτελεσμάτων παρουσίασε συμπτώματα… σκοϊλ ελικίκου 2.0», ενώ σειρά ζητημάτων (διασταυρώσεις στοιχείων από ιδιωτικά σχολεία ή εσπερινά λύκεια) αντιμετωπίζονται κυριολεκτικά «στο πόδι». Ακόμη σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμιά μέριμνα για όσους μαθητές βρεθούν θετικοί, οι οποίοι απλώς αποκλείονται από τα μαθήματα (γι’ αυτούς σταματάει η τηλε-εκπαίδευση!).

Self Tests και ευκαιρίες μέσα στην κρίση


Η ανάπτυξη των συγκεκριμένων self tests, σε αυτή τη συγκυρία, δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας επιτακτικής ανάγκης που κλήθηκε να καλύψει η αγορά, αλλά περισσότερο προσπάθεια των μεγάλων εταιρειών φαρμάκων (Siemens, Abbott, Roche κ.ά.) να εκμεταλλευτούν την κατάσταση που διαμορφώθηκε με την πανδημία, διευρύνοντας την αγορά τους, ειδικά όταν, μετά την είσοδο των αντίστοιχων κινεζικών προϊόντων στην αγορά, είδαν το ποσοστό κέρδους των rapid tests να μειώνεται. Έτσι στοχεύουν να αυξήσουν τις πωλήσεις τους, π.χ. στην Ευρώπη, από 0,19 ~ 5,01 tests ανά κάτοικο (μοριακά και αντιγόνων) στη διάρκεια των 13 μηνών της πανδημίας σε 4 ή και 8 self tests ανά κάτοικο τον μήνα.

Αποδεικνύεται έτσι για μία ακόμη φορά ότι οι κρίσεις (κάθε είδους) στον καπιταλισμό, μπορεί να έχουν δυσάρεστες ή καταστροφικές επιπτώσεις για τον εργαζόμενο λαό (ή και αδύναμα τμήματα του κεφαλαίου), όμως παρουσιάζουν και τεράστιες ευκαιρίες πλουτισμού για κάποιους. Οι εταιρείες υγειονομικών προϊόντων και φαρμάκων δεν θα μπορούσαν, σε μια τέτοια υγειονομική κρίση, να μην είναι στην «πρώτη γραμμή» της εκμετάλλευσης της συγκυρίας. Έτσι, μετά από την κερδοσκοπία με τις μάσκες στην αρχή της πανδημίας και τα τεράστια κέρδη με την ανάπτυξη των εμβολίων για τον κορονοϊό, ακολουθεί η ανάπτυξη της αγοράς των self tests.

Τώρα, το πώς η Ελλάδα που μέχρι πριν μερικούς μήνες ήταν ουραγός στους ελέγχους για Covid-19, γίνεται πρωτοπόρα στην εφαρμογή των self tests ως κεντρικό όπλο για τον έλεγχο της πανδημίας, ανακοινώνοντας 10 εκ. τεστ την εβδομάδα (ένα για κάθε κάτοικο), είναι ένα ερώτημα που δύσκολα βρίσκει απάντηση. Ειδικά όταν πέρυσι το καλοκαίρι είχαμε ακούσει τον κ. Τσιόδρα να δηλώνει ότι δεν επαρκούσαν τα χρήματα για την διενέργεια ελέγχων σε όλους τους ~ 5 εκ. τουρίστες που ήρθαν το καλοκαίρι! Όμως, το ερώτημα απαντάται εύκολα με τον συνδυασμό δύο λογικών σκέψεων: α) η ανάγκη της κυβέρνησης για ανατροφοδότηση του αφηγήματος της επιτυχημένης διαχείρισης της πανδημίας, ειδικά την στιγμή που προετοιμάζει πλήρες «άνοιγμα», και β) ο σταθερός προσανατολισμός στην εκμετάλλευση κάθε ευκαιρίας για να βγουν κέρδη – ειδικά αν αυτά προορίζονται για «ημετέρους» (και όταν προέρχονται από τον κρατικό κορβανά ακόμη καλύτερα, γιατί τότε εξυπακούονται και αντίστοιχες «αμοιβές», με μεγάλο μέρος αυτών να προορίζονται στο επιτελείο διαμοιρασμού των «δουλειών»).

Στα προηγούμενα πρέπει να προστεθεί και η έμμεση εκδούλευση που παρέχεται, ειδικά για την περίπτωση των self tests (με τη δημιουργία ενός πιλοτικού case study για τη διάδοση των self tests σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες) ή και άμεση (μένει να αποδειχθεί) σε οικογενειακούς φίλους σε μεγάλες εταιρείες, ειδικά τώρα που το αντίστοιχο προϊόν τους πήρε πιστοποίηση από τον BfArM (τον γερμανικό ΕΟΦ).

Γενικά, αν και ξεκίνησε πριν την πανδημία, στη διάρκειά της άνθησε μια «βιομηχανική» παραγωγή αναθέσεων (είτε απευθείας είτε μέσω «περίεργων» διαγωνισμών) έργων και προμηθειών Δημοσίου, φαινόμενο που είναι διαχρονικό, σε μικρότερη κλίμακα, και στο οποίο δεν πρωτοτυπεί η Ελλάδα παγκόσμια. Η ελληνική ιδιομορφία, ειδικά αυτή την περίοδο, συνίσταται στο ότι πολλές φορές αυτές οι προμήθειες ανατίθενται σε εταιρείες που είτε εμφανίζονται «από το πουθενά» (όπως η SWISS MED ΙΚΕ στον διαγωνισμό για τα self tests) είτε είναι άσχετες με το αντικείμενο (όπως π.χ. μανάβικα που προμήθευσαν είδη προστασίας από τον κορονοϊό) είτε παραβιάζουν κάθε έννοια «υγιούς ανταγωνισμού», «φωτογραφίζοντας» προκλητικά προμηθευτές. Πιο εξοργιστικό όμως είναι ότι αυτές οι προμήθειες συνιστούν, πολλές φορές, μεγάλες ευκαιρίες για τις εταιρείες των κυβερνητικών «ημετέρων». Για παράδειγμα, προμήθεια 140.000 μασκών ΚΝ95 προς 6,15 € στην Ένωση Περιφερειών ή rapid tests προς 9,31 € στην Περιφέρεια Αττικής (τα ίδια που τώρα προμηθεύεται η ΓΓΠΣ προς 2,29 € το ένα!).

Και για τους εργαζόμενους, «ατομική ευθύνη»…


Τα self tests εξυπηρετούν βέβαια και την πεμπτουσία της στρατηγικής διαχείρισης της κρίσης, που συνιστάται στην μεταφορά της ευθύνης από την κυβέρνηση στους εργαζόμενους, οι οποίοι βλέπουν το «Μένετε σπίτι» να μετασχηματίζεται στο «Κάντε αυτοέλεγχο» (για να πάτε σχολείο, για να πάτε στη δουλειά ή για να πάτε για ψώνια). Η πρόβα κοινωνικής μηχανικής και πειθάρχησης, που ξεκίνησε με τα SMS και τις παράλογες απαγορεύσεις, συνοδευόμενη από ακραία αστυνόμευση και καταστολή στους «απείθαρχους» ανεβαίνει πίστα, στο ιδιαίτερο αυτό παιχνίδι βιοπολιτικού ελέγχου, μεταβιβάζοντας στους εργαζόμενους την ευθύνη ελέγχου της υγείας τους, δημιουργώντας πλέον άπλετο χώρο στην φαντασία για το τι άλλο μας επιφυλάσσει η κυβέρνηση…

Η ατομική ευθύνη γίνεται σταδιακά η κυρίαρχη αντίληψη για τον τρόπο ζωής μας στη διαδικασία επιστροφής στην «κανονικότητα». Σε αυτήν μεταφέρθηκε, εκτός της προστασίας από την πανδημία, η αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας από άλλα νοσήματα: να προσέχουμε να μην έχουμε τροχαίο και να μην πάθουμε έμφραγμα ή εγκεφαλικό, γιατί το ΕΣΥ εξυπηρετεί μόνον περιπτώσεις Covid-19 – εκτός αν είσαι ο Άδωνης… Και ασφαλώς, ατομική μας ευθύνη είναι και η επιβίωσή μας, είτε με τα επιδόματα φτώχειας των 534 ευρώ είτε και χωρίς αυτά – γιατί, όπως δήλωσε ο Κυρανάκης, καλομάθαμε να μην δουλεύουμε…

Πότε θα ξημερώσει ή τι να κάνουμε


Είναι σαφές ότι σε αυτήν τη φάση, παρότι έχει χαθεί ο έλεγχος της πανδημίας από πλευράς κυβέρνησης, θέλουμε και το άνοιγμα των σχολείων (και των υπόλοιπων δραστηριοτήτων) και τη χρήση των self tests (καθώς και κάθε προσφερόμενης δυνατότητας περιορισμού της εξάπλωσης). Πρέπει όμως να γίνει συνείδηση ότι κανένα μέτρο δεν πρόκειται να εφαρμοστεί με «αγνά» κίνητρα για την προστασία του λαού. Τα αιτήματα για την προστασία από την πανδημία -με πρωταρχικά την ενίσχυση του ΕΣΥ, το άνοιγμα σχολείων με μείωση των μαθητών ανά τάξη, την διεκδίκηση ελέγχων και μέτρων για τα ΜΜΜ και τους χώρους εργασίας- είναι υπόθεση δική μας και πρέπει να συνδυάζονται με τις διεκδικήσεις κάθε χώρου (όπως στα Λύκεια η μείωση της ύλης, η κατάργηση τράπεζας θεμάτων και μείωσης εισακτέων) αλλά και τα κεντρικά ζητήματα (αυξήσεις μισθών και επιδομάτων κ.λπ.).

Το σκοτάδι στο οποίο μας βυθίζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν μπορεί να κρατήσει πολύ. Μετά τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης και τις κινητοποιήσεις των φοιτητών, μετά το τσουνάμι των αποκαλύψεων με επίκεντρο την υπόθεση Λιγνάδη, μετά το κίνημα για την υπεράσπιση του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα, οι ρωγμές στο κυβερνητικό οικοδόμημα είναι ορατές. Γι’ αυτό κάθε άνοιγμα δραστηριότητας πρέπει να το δούμε ως ευκαιρία συνάντησης για την άμεση οργάνωση των εμπλεκομένων, ώστε να συστηματοποιηθούν οι διεκδικήσεις μας και να προετοιμάσουμε άμεσα αγωνιστικές κινητοποιήσεις. Είναι η στιγμή που πρέπει να «σπάσει» το δυστοπικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε με την πανδημία, ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Το «άνοιγμα» που θέλει να κάνει ο Μητσοτάκης πρέπει να το πληρώσει ακριβά με το «κλείσιμο» του δικού του «μαγαζιού»!

Σχετικά με τους όρους:
https://www.jhsph.edu/covid-19/articles/clarifyingcovid-19-terminology.html
Δες Case Fatality Ratio
https://coronavirus.jhu.edu/map.html
Δες και για mortality
https://coronavirus.jhu.edu/data/mortality
 Όσον αφορά τα test: ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 917.570 tests ανά εκ. κατοίκους, με την Ελλάδα να βρίσκεται (διαχρονικά πάντα) στα 692.035 tests ανά εκ. κατοίκους.
Όμως οι αριθμοί των test δεν είναι αξιόπιστο μέτρο (για τη θνητότητα), γιατί δεν γνωρίζουμε πόσοι έχουν κάνει 2-3 test ή και περισσότερα και πόσα test έκαναν όσοι ήταν κρούσματα  (οι αριθμοί αυτοί δεν αναφέρονται σε unique κατοίκους, γι΄ αυτό και υπάρχουν χώρες όπως π.χ. το ΗΒ και η Κύπρος που έχουν 2,022 και 3,295 εκ. test ανά 1 εκ. κατοίκους).




‘Οχι στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό Θέλουμε ΜΕΘ, γιατρούς τεστ και εμβόλια, όχι rafale και φρεγάτες

Το Σάββατο 17 Απρίλη, στην Αθήνα και σε μια σειρά από πόλεις της Ελλάδας, διαδηλώνουμε ενάντια στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό και τον εθνικισμό. Ενάντια στις υπέρογκες εξοπλιστικές δαπάνες για μαχητικά αεροσκάφη rafale και για νέες φρεγάτες του πολεμικού ναυτικού. Ενάντια στην πρόσληψη χιλιάδων νέων μισθοφόρων στον Ελληνικό Στρατό. Για να μην αυξηθεί η στρατιωτική θητεία στον στρατό ξηράς. Για να σταματήσουν οι αποστολές οπλικών συστημάτων και στρατιωτικών στελεχών σε χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και το Μάλι. Για να επιστρέψουν όλες οι Ελληνικές αποστολές που βρίσκονται εκτός των συνόρων.

 

Στην κλιμάκωση του Ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού χρειάζεται να απαντήσουμε με την αλληλεγγύη και την φιλία των απλών ανθρώπων. Που δοκιμάζονται και στις δύο χώρες από την εγκληματική “αμέλεια” των κυβερνήσεών μας όσον αφορά την κάλυψη στοιχειωδών υγειονομικών αναγκών, την ενίσχυση των νοσοκομείων και της πρωτοβάθμιας υγείας, την έλλειψη εμβολίων και τεστ που χρειάζονται για να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού για την πανδημία. Απαιτούμε τη δραστική μείωση των εξοπλιστικών δαπανών που για την Ελλάδα φτάνουν στο υπέρογκο 4% του προϋπολογισμού, πάνω από το αντίστοιχο ποσοστό της Τουρκίας και της πλειοψηφίας των χωρών του πλανήτη. Πολύ παραπάνω από το συνολικό ποσοστό του ΑΕΠ που διατίθεται για την υγεία και την παιδεία!

 

Διαδηλώνουμε ενάντια στην επιμονή της Ελληνικής Κυβέρνησης στην συμμαχία με το Σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ και τη χούντα της Αιγύπτου. Διεκδικούμε την απεμπλοκή της Ελλάδας από τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες που πυκνώνουν τα σύννεφα του πολέμου και στρατιωτικοποιούν τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Να κλείσουν οι βάσεις του ΝΑΤΟ στην Ελλάδα, να αποχωρήσει η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ. Στεκόμαστε απέναντι στις περιβαλλοντοκτόνες εξορύξεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Δεν θέλουμε να συρθούμε σε θερμά επεισόδια και πόλεμο για τις ΑΟΖ, προς όφελος των πολυεθνικών κολοσσών και των πετρελαϊκών ομίλων.

 

Στην Αθήνα, το Σάββατο 17 Απρίλη, στις 12 το μεσημέρι καλούμε στα Προπύλαια. Διαδηλώνουμε υπέρ της ειρήνης και της φιλίας των λαών της περιοχής. Οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί άνθρωποι σε Ελλάδα και Τουρκία δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα. Κοινός αντίπαλός είναι ο εθνικισμός και ο μιλιταρισμός στις ίδιες μας τις χώρες. Είναι οι κυβερνήσεις μας που αδιαφορούν για τη δημόσια υγεία και την ανεργία. Είναι οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις από την Συρία και την Λιβύη ως την Ουκρανία. Είναι οι φασίστες που τρέφονται από τις ρατσιστικές και πολεμοκάπηλες πολιτικές των χωρών μας!

 

Πολιτική Οργάνωση “Κόκκινο Νήμα”




Κρίση αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων και Αριστερά

Αναδημοσίευση από το commune.org.gr

Η πολύμορφη κοινωνική δυστυχία, η εμβάθυνση και εξάπλωσή της με τις διαδοχικές κρίσεις και η επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισής της
του Πάνου Κοσμά
_____If they would rather die they had better do it, and decrease the surplus population.

«Η διαγραφή χρέους εξαιτίας της πανδημίας είναι αδιανόητη». Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), συνέντευξη στην Journal du Dimanche, 7/2/2021

«Οι δανειστές της Ελλάδας από τον δημόσιο τομέα ίσως χρειαστεί να συμμετάσχουν στην αναδιάρθρωση του χρέους της, αν το κούρεμα που είναι υπό διαπραγμάτευση με τον ιδιωτικό τομέα δεν είναι αρκετό για να καταστήσει βιώσιμο το χρέος της Αθήνας. Η ισορροπία ανάμεσα στη συμμετοχή του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα είναι ζήτημα που πρέπει να μας ανησυχεί».
Κριστίν Λαγκάρντ, γενική διευθύντρια ΔΝΤ, συνέντευξη σε γαλλικό ραδιόφωνο, 25/1/2012

Πέρα από τη διασκεδαστική αντίφαση μεταξύ των δύο δηλώσεων της Λαγκάρντ, ποια σχέση έχει το χρέος και το ζήτημα της διαγραφής του με την κρίση αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων; Η απορία θα ήταν ενδεχομένως αυθόρμητη και ειλικρινής αν δεν είχε προηγηθεί η οδυνηρή και πολύ διδακτική εμπειρία των χρόνων ύστερα από την κρίση του 2008 και τα αλλεπάλληλα μνημόνια της περιόδου 2010-2016 που οικοδόμησαν το καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» ενάντια στην εργασία. Όλα έγιναν στο όνομα του υψηλού δημόσιου χρέους και των υψηλών δημόσιων ελλειμμάτων, που όπως απέδειξαν τα γεγονότα, έχουν τη μεταφυσική ιδιότητα να θεραπεύονται μόνο με ανθρωποθυσίες. Η επάνοδος στον υποτιθέμενο δημοσιονομικό «ενάρετο» κύκλο αποδείχθηκε συνώνυμη της εγκατάστασης ενός «μηχανισμού» διευρυμένης αναπαραγωγής της φτώχειας και της κοινωνικής δυστυχίας. Αυτός ο «μηχανισμός» ήρθε να διευρύνει και εμβαθύνει τα αποτελέσματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών των κυβερνήσεων αλλά και της εγκαθίδρυσης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης του κεφαλαίου, του οποίου οι βάσεις άρχισαν να τίθενται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Σήμερα, στην εκκίνηση της δεύτερης, στη διάρκεια μόλις μίας δωδεκαετίας, κρίσης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης, βρισκόμαστε μπροστά σε μια διευρυνόμενη κρίση αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων. Αυτή είχε ήδη προσλάβει επικίνδυνα μεγάλες διαστάσεις στα χρόνια ύστερα από την κρίση του 2008˙ εντελώς αναμενόμενα και με κάθε βεβαιότητα, θα προσλάβει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις κατά την εξέλιξη της νέας, τωρινής κρίσης.

Οι κυβερνήσεις και οι κάθε είδους διαχειριστές του συστήματος έχουν κάθε λόγο να προσποιούνται ότι δεν βλέπουν το «θηρίο στο δωμάτιο», να προσπαθούν να παραπλανήσουν για το μέγεθος του προβλήματος ή για τις αιτίες του. Αντίθετα, η Αριστερά, το εργατικό κίνημα, ο κόσμος των κινημάτων και της αλληλεγγύης όχι μόνο δεν μπορούν να υποτιμούν το πρόβλημα, αλλά θα πρέπει να το αναδείξουν σε όλη του τη σημασία και -κυρίως- να αναλάβουν δράση/εις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α. Η φτώχεια και η κοινωνική δυστυχία αποκαλύπτονται και αποκαλύπτουν


Γενικοί δείκτες για τη φτώχεια

Την έκταση, τα βασικά χαρακτηριστικά και τον χρόνιο χαρακτήρα της κρίσης αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων, όπως αυτή είχε ωριμάσει ήδη πριν από την νέα μεγάλη κρίση του 2020, αποκαλύπτουν -αν όχι πλήρως, πάντως επαρκώς- τα επίσημα στατιστικά στοιχεία. Ο πίνακας 1 μας αποκαλύπτει κατ’ αρχάς την έκταση αλλά και το «βάθος» της φτώχειας στην ελληνική κοινωνία. Ο/η αναγνώστης/στρια θα απορήσει ή και θα μπερδευτεί βλέποντας τέσσερις διαφορετικές σειρές στοιχείων, κι ακόμη περισσότερο επειδή για το ποσοστό της φτώχειας υπάρχουν δύο σειρές στοιχείων (ποσοστό φτώχειας α και ποσοστό φτώχειας β) με το ποσοστό της φτώχειας να υπερδιπλασιάζεται στη δεύτερη περίπτωση. Ας διευκρινίσουμε λοιπόν τι μας αποκαλύπτουν τα στοιχεία: Πρώτο (πρώτη σειρά στοιχείων), το «βάθος της φτώχειας» με διευρυμένα κριτήρια: Μας δείχνει το ποσοστό των ατόμων που είναι κάτω από το όριο της φτώχειας ή πάσχουν από σοβαρή υλική στέρηση ή ζουν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας (όπου τα οικονομικά ενεργά μέλη τους αξιοποιούν μόνο το 20% των δυνατοτήτων τους για εργασία). Είναι, δηλαδή, ένας υποδείκτης που αποτελεί σύνθεση τριών βασικών εκδοχών φτώχειας και κοινωνικής δυστυχίας. Βλέπουμε ότι αυτό το ποσοστό ήταν 30% το 2019 ενώ είχε ξεπεράσει το 35% τα προηγούμενα χρόνια. Η φτώχεια με διευρυμένα -και όχι μόνο εισοδηματικά- κριτήρια αγγίζει το ένα τρίτο της κοινωνίας!

Δεύτερο (δεύτερη σειρά), το ποσοστό της εισοδηματικής φτώχειας, με βάση το όριο της φτώχειας όπως διαμορφώνεται κατ’ έτος.
 Τα στοιχεία εδώ δίνουν πολύ απατηλή εικόνα επειδή το όριο της φτώχειας στην Ελλάδα υπέστη πολύ μεγάλη μείωση στη δεκαετία ανάμεσα στο 2009 και το 2019. Άρα, αυτό που βλέπουμε σε αυτή τη σειρά στοιχείων ως ποσοστό φτώχειας, είναι πολύ χαμηλότερο από το πραγματικό και βασίζεται μόνο σε εισοδηματικά κριτήρια. Έστω κι έτσι όμως, η εισοδηματική φτώχεια κυμαίνεται κοντά στο 20%.

Τρίτο, το «πραγματικό» ποσοστό φτώχειας, με βάση το όριο φτώχειας του 2008. Αυτό προκύπτει αν πάρουμε σαν σημείο αναφοράς και καθορισμού του ορίου φτώχειας το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα του 2008, πριν ξεκινήσει η μνημονιακή οδύνη για τις εργαζόμενες τάξεις και η διαρκές μείωση του εργατικού εισοδήματος. Επειδή μόνο στην Ελλάδα (μεταξύ 36 χωρών της Ευρώπης, περιλαμβανομένων και των βαλκανικών και της Τουρκίας – βλέπε και πίνακα 1α) το όριο της φτώχειας μειώθηκε σημαντικά μεταξύ 2009 και 2019, τα ποσοστά φτώχειας της σειράς (α) είναι πολύ υποτιμημένα: στην πραγματικότητα είναι υπερδιπλάσια! Στο «μεταμνημονιακό» 2019 το «πραγματικό» ποσοστό της φτώχειας ήταν 42%! Η διαφορά οφείλεται σε μια στατιστική οφθαλμαπάτη Καθώς -μόνο στην Ελλάδα, σε όλη την Ευρώπη!- το όριο της φτώχειας μειώνεται διαρκώς, το πραγματικό ποσοστό φτώχειας υπολογίζεται επί μιας διαρκώς μειούμενης εισοδηματικής βάσης. Προφανώς, όσο μειώνεται το όριο της φτώχειας, τόσο μεγαλύτερο ποσοστό πραγματικής φτώχειας αποκρύβεται.

Τέταρτο, την πύκνωση (ή διασπορά) της φτώχειας στα επίπεδα λίγο πάνω από το όριο:
 Το ποσοστό των ατόμων με εισόδημα όχι κάτω από 60% του μέσου ισοδύναμου εισοδήματος αλλά κάτω από το 70%. Τα δεδομένα αποκαλύπτουν ότι ένα επιπλέον ποσοστό, που διαρκώς αυξάνεται (το 2009 ήταν 5,7% και το 2019 είχε αυξηθεί σε 7,4%), είναι πάνω μεν, πολύ κοντά δε στο όριο της φτώχειας.

Αν μάλιστα σκεφτούμε πόσο δραστικά -προς τα πάνω- θα διαμορφώνονταν τα ποσοστά στην κατηγορία της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού και στην κατηγορία της διασποράς της φτώχειας αν παίρναμε ως σταθερή βάση το μέσο ισοδύναμο εισόδημα του 2008,1 είναι εύκολο να αντιληφθούμε την έκταση και το βάθος του προβλήματος ήδη προ της πανδημικής κρίσης – η οποία, όπως θα δούμε στο τέλος του κειμένου, θα επιδεινώσει δραματικά όλους τους σχετικούς δείκτες. Στην πραγματικότητα η εισοδηματική φτώχεια ξεπερνά το 40% της κοινωνίας, η δε φτώχεια με διευρυμένα κριτήρια υλικής στέρησης κυμαίνεται κοντά ή και πάνω από το 50%!

Καθώς οι γενικοί δείκτες της φτώχειας έχουν χαρακτήρα «συνόψισης» πολλών επιμέρους δεικτών στέρησης και κοινωνικής δυστυχίας, μπορούμε να εξαγάγουμε ένα πρώτο συμπέρασμα: η φτώχεια στην ελληνική κοινωνία έχει έκταση και βάθος αλλά και χρόνιο χαρακτήρα, αφού παραμένει σε υψηλά επίπεδα επί μακρά σειρά ετών.

Ελλάδα: στη βαλκανική «ταχύτητα» της φτώχειας, με θλιβερή ευρωπαϊκή πρωτιά!

Αυτή η πρώτη, «συγκεντρωτική» εικόνα διευκρινίζεται ακόμη καλύτερα αν αξιολογήσουμε τα ευρήματα του πίνακα 1α, που περιέχει συγκριτικά στοιχεία για την εξέλιξη του ορίου της φτώχειας και του ποσοστού της φτώχειας σε 36 ευρωπαϊκές χώρες. Εκεί διαπιστώνουμε:

α.
 Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα του σχετικού πίνακα στην οποία το όριο της φτώχειας μειώθηκε σημαντικά και εξακολουθούσε το 2019 να παραμένει σημαντικά κάτω από τα επίπεδα του 2009. Ο πίνακας περιλαμβάνει χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και όσες είναι σε κάποιο στάδιο προενταξιακής διαδικασίας ή σύνδεσης με την Ε.Ε. καθώς και το Ην. Βασίλειο (με δεδομένα, σε αυτή την τελευταία περίπτωση, έως και το 2018).
Σε όλες τις χώρες του πίνακα, με την εξαίρεση της Αλβανίας για την οποία η Eurostat δεν παραθέτει στοιχεία, το όριο της φτώχειας αυξήθηκε έστω και αργά μεταξύ 2009 και 2019, και μόνο στην Ελλάδα μειώθηκε – και μάλιστα σημαντικά! Αυτό σημαίνει δύο πράγματα, που έχουν σχέση αιτίου και αποτελέσματος: Πρώτο, ότι μόνο στην Ελλάδα στο προαναφερθέν διάστημα μειώθηκε το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα ενώ σε όλες τις άλλες χώρες αυξήθηκε. Δεύτερο, ότι εξαιτίας αυτού το όριο της φτώχειας μειώθηκε σημαντικά, αποκρύβοντας σημαντικό ποσοστό πραγματικής φτώχειας – η οποία, γι’ αυτούς τους λόγους, αποδίδεται στις πραγματικές της διαστάσεις αν υπολογισθεί με βάση το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα του 2008, οπότε το ποσοστό της εξακοντίζεται σε επίπεδα πάνω από το 40!

β. Η Ελλάδα είναι όχι μόνο αρνητική πρωταθλήτρια όσον αφορά τη σχετική μεταβολή του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος αλλά και στις τελευταίες θέσεις της σχετικής λίστας όσον αφορά τις απόλυτες τιμές του το 2019: Μόλις 29η στη σχετική λίστα, κάτω -και σε σημαντική απόσταση- από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, κάτω από όλες τις χώρες της κεντροευρωπαϊκής διεύρυνσης (Τσεχία, Πολωνία, Κροατία, Σλοβενία, Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία, Σλοβακία) πλην της Ουγγαρίας, η οποία θα την ξεπεράσει επίσης σύντομα, αν δεν την έχει ξεπεράσει ήδη, καθώς η διαφορά ήταν το 2019 μόλις 240 ευρώ. Η Ελλάδα υπερέχει μόνο της Τουρκίας, της Βουλγαρίας, του Μαυροβουνίου, της Ρουμανίας, της Σερβίας, της Αλβανίας (δεν υπάρχουν στοιχεία, αλλά το υποθέτουμε βάσιμα) και Βόρειας Μακεδονίας, αλλά το χάσμα μικραίνει διαρκώς καθώς σε όλες αυτές τις χώρες το μέσο διαθέσιμο ισοδύναμο εισόδημα αυξάνεται σταθερά ενώ στην Ελλάδα ήταν 22,1% κάτω από τα επίπεδα του 2009!

Αυτά είναι τα αποτελέσματα της σκληρότητας και της μετατροπής σε «καθεστώς» των ακραίων πολιτικών λιτότητας στην Ελλάδα της Ευρωζώνης: σε έναν τόσο κρίσιμο κοινωνικό δείκτη να είναι αποσυνάγωγη της Ευρωζώνης, να υστερεί των χωρών της κεντροευρωπαϊκής διεύρυνσης και να υπερέχει μόνο των κατεστραμμένων κοινωνικά και οικονομικά χωρών των Βαλκανίων, οι οποίες μάλιστα μειώνουν ταχύτατα το χάσμα.

Από τον πίνακα απορρέουν επίσης κάποια συμπεράσματα γενικότερης σημασίας:

Ανεξάρτητα από το πρόσημο (όπως είπαμε, αρνητικό μόνο για την Ελλάδα) και τους ρυθμούς μεταβολής του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος, το ποσοστό φτώχειας παραμένει σε υψηλά επίπεδα και μειώνεται αργά ή και πολύ αργά – γύρω από ένα ορισμένο ύψος ανά κατηγορία χωρών:

Στις κεντροευρωπαϊκές και βόρειες χώρες της Ευρωζώνης (περιλαμβανόμενης της Γαλλίας) το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε στην ενδεκαετία 2009-2019 κατά 1.800 έως 3.000 ευρώ κατά περίπτωση (με τις Σουηδία, Φινλανδία, Νορβηγία να έχουν τις χειρότερες σχετικά επιδόσεις), ενώ το ποσοστό φτώχειας παραμένει σταθερό με μικρές αυξομειώσεις κατά περίπτωση, στην περιοχή του 11 – 17%, με τις Σουηδία (17,1 %) και Ελβετία (16,0%) να έχουν τα υψηλότερα ποσοστά σε αυτή την ομάδα χωρών.

Στις Ιταλία και Ισπανία το όριο της φτώχειας αυξήθηκε ανεπαίσθητα ή πολύ λίγο, αλλά ανάλογα αυξήθηκε και το ποσοστό της φτώχειας (σε επίπεδα περί ή πάνω από το 20%). Η Πορτογαλία είναι σε λίγο καλύτερη κατάσταση: αύξηση του ορίου φτώχειας με οριακή μείωση του ποσοστού φτώχειας περί το 17%.

Τα πολλά πρόσωπα της κοινωνικής δυστυχίας

Οι συγκεντρωτικοί πίνακες για τη φτώχεια συνοψίζουν, αλλά δεν αποκαλύπτουν σε όλες του τις βασικές πτυχές το πρόβλημα της κοινωνικής στέρησης και δυστυχίας. Ο πίνακας 1β μας βοηθά στην κατανόηση αυτών ακριβώς των πτυχών. Παρατηρούμε εκεί ότι έχουμε σημαντική αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας, μείωση της συμμετοχής στην προσχολική εκπαίδευση, αύξηση του ποσοστού των νέων ηλικίας 15-24 ετών που είναι εκτός οποιασδήποτε διαδικασίας εκπαίδευσης ή κατάρτισης, αύξηση και παραμονή σε υψηλά επίπεδα του ποσοστού των ατόμων με σοβαρή υλική στέρηση, παραμονή σε υψηλά επίπεδα του ποσοστού του πληθυσμού που διαβιοί σε προβληματική κατοικία, διπλασιασμός και παραμονή σε υψηλά επίπεδα του ποσοστού των ατόμων που διαβιούν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας.

Τα ποσοστά αυτά δεν αθροίζονται προφανώς, αλληλοεπιχωρούν όμως και συνδυάζονται αυξάνοντας συνολικά την κοινωνική δυστυχία, που είναι η άλλη πλευρά της φτώχειας.

Η Ελλάδα, χώρα που μειώνεται διαρκώς ο πληθυσμός της και γερνά μέσα στη φτώχεια και εξαιτίας της

Μια ιδιαίτερη, έμμεση κατηγορία συνεπειών της φτώχειας και της κοινωνικής δυστυχίας εντοπίζεται στις στατιστικές των πληθυσμιακών δεικτών. (πίνακας 1γ) Η Ελλάδα, μόνη με την Πορτογαλία μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης -και όχι μόνο- ανήκει στην ομάδα χωρών που είχαν μείωση πληθυσμού μεταξύ 2008 και 2019, μαζί με τις: Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Κροατία, Ρουμανία, Αλβανία, Πορτογαλία. Η μείωση είναι σημαντική (370.146 άτομα). Παρόλο που, εξαιτίας των δεινών της λιτότητας, της ανεργίας και της κοινωνικής δυστυχίας, η μετανάστευση νέων αλλά και ειδικευμένων εργαζομένων στο εξωτερικό στα μνημονιακά χρόνια αυξήθηκε σημαντικά, αυτός δεν είναι σημαντικός λόγος για τη μείωση του πληθυσμού, καθώς ο αριθμός των Ελλήνων/ίδων που μετανάστευσαν στο εξωτερικό την ενδεκαετία 2009-2019 ήταν περίπου στα ίδια επίπεδα -και πάντως μεγαλύτερος και όχι μικρότερος- με τον αριθμό των εισερχόμενων μακροχρόνιων μεταναστών. Οι αιτίες είναι εν μέρει η γενικότερη τάση στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο να μειώνεται διαρκώς η αναλογία γεννήσεων για κάθε νέο ζευγάρι, αλλά όλο και περισσότερο την τελευταία δεκαετία σε έναν άλλο παράγοντα: Στην περαιτέρω μείωση των γεννήσεων εξαιτίας της εισοδηματικής αδυναμίας των νοικοκυριών και των επιπτώσεων της φτώχειας (που αποτυπώνεται στον δείκτη γήρανσης του πληθυσμού και στη διαρκή επιδείνωση του δείκτη γεννήσεων προς θανάτους).
Από εδώ προκύπτουν τρία συμπεράσματα: Πρώτο, η διαρκής και σωρευτικά σημαντική μείωση του πληθυσμού στα χρόνια 2009-2019 οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη φτώχεια, την ανεργία και τη δραματική επιδείνωση του εργασιακού περιβάλλοντος.Δεύτερο, η Ελλάδα, με μόνη συντροφιά την Πορτογαλία από τις χώρες της Ευρωζώνης, αλλά με την πολυπληθή συντροφιά των κεντροευρωπαϊκών και βαλκανικών χωρών του πρώην «σοσιαλιστικού» στρατοπέδου, απέφυγε τη συμφόρηση μιας ανεργίας αδιανόητων και μη διαχειρίσιμων διαστάσεων, χάρη στη στρόφιγγα «αποσυμφόρησης» της μαζικής φυγής εργατικού δυναμικού της στο εξωτερικό. Τρίτο, οι εισροές μακροχρόνιων μεταναστών, αντισταθμίζοντας τη μαζική μετανάστευση ελληνικής εθνικότητας εργατικού δυναμικού (κυρίως νέων και ειδικευμένου εργατικού δυναμικού), απάλυναν το πρόβλημα, που διαφορετικά θα εμφανιζόταν και θα λειτουργούσε πολύ πιο «δραματικά». Τελικό συμπέρασμα: Η Ελλάδα συρρικνώνεται σταθερά πληθυσμιακά και γερνάει μέσα στη φτώχεια και εξαιτίας της…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β. Το «μυστικό» πίσω από τη φτώχεια: κρίση και λιτότητα για εργαζόμενους-κοινωνικό κράτος


Ανεργία, «ευέλικτη» εργασία και εργατικό εισόδημα

Δεν είναι «κοινωνική μάστιγα», δεν είναι η «αναμενόμενη» τιμωρία των «τεμπέληδων του Νότου» (που όπως θα δούμε παρακάτω, κάθε άλλο παρά «τεμπέληδες» είναι), δεν είναι οι αναπόφευκτες «παρενέργειες» της «οικονομίας» σε κρίση, δεν είναι κάποιος απρόβλεπτος-εξωγενής παράγοντας με τη μορφή του «μαύρου κύκνου». Είναι τα δεινά που επισώρευσαν σταδιακά για τις εργαζόμενες τάξεις οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές στα χρόνια της παγκόσμιας στροφής και επικράτησης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης του κεφαλαίου˙ είναι η κλιμάκωσή τους ύστερα από την κρίση του 2008˙ είναι η απογείωση ως την ασυδοσία του «διευθυντικού δικαιώματος» του καπιταλιστή εργοδότη˙ είναι οι κυβερνητικές πολιτικές, που δεν ανέχθηκαν απλώς αλλά βοήθησαν αποφασιστικά και «καθοδήγησαν» αυτή την ασυδοσία, διέλυσαν τις εργασιακές κατακτήσεις των εργαζομένων, επέβαλαν τη λιτότητα για το εργατικό εισόδημα και το κοινωνικό κράτος. Προκειμένου για την Ελλάδα, είναι επιπλέον η ιστορική απόδειξη για τη βουλιμία και τον τυχοδιωκτισμό της αστικής τάξης, που αφού επωφελήθηκε μονομερώς από σχεδόν μία δεκαπενταετία υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και υψηλής κερδοφορίας μέχρι και το 2007, βρέθηκε πλήρως εκτεθειμένη και ανίκανη μπροστά στην κρίση του 2008 και όχι μόνο μετέφερε, με τη συνδρομή των διεθνών εταίρων και προστατών της, όλα τα βάρη της κρίσης στις εργαζόμενες τάξεις, αλλά αξιοποίησε την κρίση σαν ευκαιρία για να διαλύσει το κοινωνικό κράτος και το σύστημα εγγυήσεων και εργατικών κατακτήσεων. Πίσω από την επέκταση της φτώχειας και την εγκαθίδρυση μιας δυναμικής χρόνιας κρίσης αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων, βρίσκονται τα «πάθη» της εργασίας. Τα δεδομένα του πίνακας 2 μας αποκαλύπτουν:

  • Το ποσοστό ανεργίας, που το 2008 ήταν 7,8% και το 2010 12,7%, εξακοντίστηκε στη συνέχεια σε επίπεδα πάνω από 25% για να μειωθεί το «μεταμνημονιακό» 2019 σε 17,3% – επίπεδο, παρ’ όλα αυτά πολύ υψηλότερο σε σχέση με τα προ της κρίσης. Πρόκειται, ξανά, για στατιστική οφθαλμαπάτη: αν προσθέσουμε στον πληθυσμό των ανέργων τις πολλές εκατοντάδες χιλιάδες νέων και ειδικευμένου εργατικού δυναμικού που μετανάστευσαν στα χρόνια των μνημονίων στο εξωτερικό, το ποσοστό της ανεργίας εκτοξεύεται ξανά σε επίπεδα πολύ πάνω του 20%.
  • Το Μερίδιο της εργασίας στο προϊόν, που δείχνει το ποσοστό του ΑΕΠ που επιμερίζεται στην εργασία, μειώθηκε δραστικά στα χρόνια μετά το 2010. Ο/η αναγνώστης/ρια που δεν είναι εξοικειωμένοι με τον συγκεκριμένο δείκτη, ας έχουν υπόψη τους ότι επειδή είναι ποσοστό επί του ΑΕΠ, ακόμη και φαινομενικά μικρές ποσοστιαίες μεταβολές είναι σημαντικές. Για παράδειγμα, η απώλεια ποσοστού 1,4% ανάμεσα στο 2010 και το 2011 μεταφράζεται σε απώλεια εργατικού εισοδήματος 2,846 δισ. ευρώ.
  • Ο αριθμός (και το ποσοστό) των ανθρώπων που ενώ έχουν απόλυτη ανάγκη να εργαστούν, αποθαρρύνονται επειδή δεν βρίσκουν και παύουν να αναζητούν εργασία αυξήθηκαν σημαντικά στα χρόνια ύστερα από το 2010. Επειδή «τα παρατάνε», δεν καταγράφονται στις στατιστικές της ανεργίας – τα ευρήματα των οποίων είναι, έτσι, υποτιμημένα. Το ποσοστό του 2010 αυξήθηκε 2,5 φορές μέχρι και το 2016 για να μειωθεί το 2019 αλλά σε επίπεδα πολύ υψηλότερα σε σχέση με το 2010. Ξανά, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τις μεταβολές του ποσοστού, ακόμη και όταν φαίνονται μικρές. Για παράδειγμα, για το 2019 μεταφράζεται σε 160.630 αποθαρρημένους ανέργους.
  • Ο αριθμός (και το ποσοστό) του εργατικού δυναμικού που ενώ εργάζονται, είναι φτωχοί, δηλαδή έχουν εισοδήματα κάτω από το όριο της φτώχειας, αυξήθηκε επίσης σημαντικά στα χρόνια ύστερα από την κρίση του 2008.
  • Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων (άνεργοι για διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών) υπε-πενταπλασιάστηκε σε σχέση με το 2008. Στο «μεταμνημονιακό» 2019 εξακολουθούσε να είναι 3,3 φορές πάνω από το ποσοστό του 2010.
  • Το ποσοστό των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, το ποσοστό των υποαπασχολούμενων και το ποσοστό της μερικής απασχόλησης αυξήθηκαν επίσης σημαντικά στα χρόνια ύστερα από την κρίση του 2008 και έκτοτε παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Είναι οι διαφορετικές εκδοχές της «ευέλικτης» εργασίας, που όλο και περισσότερο υποκαθιστούν την εργασία με πλήρες ωράριο, με το ανάλογο εισόδημα και δικαιώματα.

Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και άλλες πτυχές που δεν μπορούν να ταξινομηθούν στατιστικά: την αδήλωτη ή μισο-δηλωμένη εργασία, τις παράνομες ή και απλήρωτες υπερωρίες, την παράνομη επιμήκυνση του ωραρίου, τις απότομες ή και συνεχείς αλλαγές χρονικής ζώνης απασχόλησης (βάρδιας) κ.λπ.

Αφήσαμε για το τέλος αυτού του κεφαλαίου το ζήτημα των ωρών εργασίας. Εδώ οι στατιστικές είναι αποκαλυπτικές και καταρρίπτουν θεαματικά τους ισχυρισμούς Ευρωπαίων και Ελλήνων αξιωματούχων, πολιτικών και μίντια περί «τεμπέληδων του Νότου». Ο τελευταίος δείκτης του πίνακα 2 δείχνει το μέσο επίπεδο των ωρών εργασίας ανά εβδομάδα πλήρους απασχόλησης. Οι εργαζόμενοι/ες στην Ελλάδα, όχι μόνο το 2019, όχι μόνο το 2010, αλλά και το 2008, δηλαδή προ της κρίσης, ήταν οι πλέον σκληρά εργαζόμενοι στην Ευρώπη! Ο σχετικός ελληνικός δείκτης ήταν και παραμένει πιο ψηλά ακόμη και σε σχέση με χώρες «υψηλής εργασιακής οδύνης» όπως η Βουλγαρία… Η καμπάνια περί «τεμπέληδων του Νότου», παραπλανητική και σε πλήρη αντίθεση με τα επίσημα στατιστικά δεδομένα, ήταν και πολιτικά ανήθικη!

Συμπέρασμα; Η υψηλή ανεργία, η άδηλη (αποθαρρημένοι) και μακροχρόνια ανεργία και η διαρκής επέκταση των ποικίλων μορφών «ευέλικτης» εργασίας αυξάνουν τον αριθμό των εργαζόμενων φτωχών, των ανέργων και των αποθαρρημένων που σταματούν να αναζητούν εργασία ενώ την έχουν απόλυτη ανάγκη. Αυτό σημαίνει ότι μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ζουν σε συνθήκες φτώχειας και πολυποίκιλης κοινωνικής δυστυχίας. Το «μυστικό» της φτώχειας βρίσκεται στις οδύνες της εργασίας – κι αυτές, όπως θα δούμε στη συνέχεια, στις κυβερνητικές πολιτικές και στην εργοδοτική ασυδοσία, που όχι μόνο ενθαρρύνεται αλλά ενισχύεται και «καθοδηγείται».

Το ποσοστό ανεργίας και το ποσοστό φτώχειας δεν λένε όλη την αλήθεια

Πέρα από την «στατιστική οφθαλμαπάτη» όσον αφορά τον «επίσημο» δείκτη φτώχειας για την οποία μιλήσαμε, πέρα από τις δεδομένες ανεπάρκειες και «αστοχίες» στις έρευνες των εθνικών στατιστικών αρχών για όλη την γκάμα των σχετικών ζητημάτων, οι στατιστικές για την ανεργία και τη φτώχεια δεν λένε όλη την αλήθεια και για επιπλέον, σημαντικούς λόγους:

Πρώτο, διότι το γενικό ποσοστό ανεργίας λέει τη μισή αλήθεια, από τη στιγμή που επεκτείνεται διαρκώς η «ευέλικτη» εργασία, η οποία σε μεγάλο της ποσοστό είναι ουσιαστικά συνθήκη μισο-ανεργίας.

Δεύτερο, διότι οι στατιστικές για την απασχόληση (αριθμός απασχολουμένων) αδυνατούν να καταγράψουν την αδήλωτη και την μισο-δηλωμένη εργασία, περιοχές στις οποίες κρύβεται αξιόλογο και διαρκώς διευρυνόμενο ποσοστό μισο-ανεργίας.

Τρίτο, διότι το ζήτημα των περιουσιακών στοιχείων και ιδιαίτερα της ιδιόκτητης στέγης, και η επίδρασή του στο ζήτημα της φτώχειας, δεν μπορούν να καταγραφούν.

Τέταρτο, διότι δεν μπορούν να καταγραφούν πολύ «ειδικές» καταστάσεις όπως οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι οικογένειες με μέλη πάσχοντα από χρόνια νοσήματα που επιβαρύνουν με επιπλέον δαπάνες υγείας κ.λπ., οι πρόσφυγες και μετανάστες, οι ρομά, η μειονεκτική θέση των γυναικών στην εργασία, η επίδραση περιοχών με υποβαθμισμένες περιβαλλοντικές συνθήκες, η παράνομη ή υπό απαράδεκτες συνθήκες παιδική εργασία, τα νοικοκυριά που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη σύνταξη των εργασιακά απόμαχων μελών τους κ.λπ.

Ο «μηχανισμός» της διευρυμένης φτωχοποίησης με «ομοιογενοποίηση προς τα κάτω», με νέους καθοδικούς σπειροειδείς κύκλους ύστερα από κάθε κρίση, κατατρώει σαν το σαράκι τις συνθήκες ζωής και την υπερηφάνεια ενός ποσοστού που αγγίζει πλέον το 50% της κοινωνίας. Αν ο νεοφιλελευθερισμός της περιόδου της ακμής του δημιούργησε τους όρους για την «κοινωνία των 2/3» (στο πλαίσιο της οποίας το 1/3 δυστυχούσε όλο και περισσότερο), ο νεοφιλελευθερισμός των διαδοχικών κρίσεων έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την «κοινωνία του ½».

Δημόσιο: πρωτοπόρο στην «ευέλικτη» εργασία

Οι μισθοί -και οι συντάξεις- στον δημόσιο τομέα υπέστησαν τρομερές περικοπές στα μνημονιακά χρόνια – που πλέον θεωρούνται «δεδομένες». Δεν πρόκειται όμως μόνο γι’ αυτό: Η απόσταση από τον ιδιωτικό τομέα καλύπτεται ταχύτατα και όσον αφορά την «ευέλικτη» εργασία. Όπως δείχνει πολύ εύγλωττα ο πίνακας2β, η «ευέλικτη» εργασία καλπάζει και στον δημόσιο τομέα, με πρωτοβουλία όλων των κυβερνήσεων. Ο πληθυσμός -και αναλόγως το ποσοστό- των εργαζομένων με «ευέλικτες»-επισφαλείς μορφές εργασίας, συμβασιούχοι και ωρομίσθιοι, αυξάνεται διαρκώς – κι εδώ, ο ένοχος είναι προφανής: οι κυβερνήσεις, κι όχι κάποιες αόρατες «δυνάμεις της αγοράς». Το ποσοστό των «ευέλικτων» θέσεων εργασίας στο σύνολο των θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα σχεδόν διπλασιάστηκε στην πενταετία 2016-2020 και τείνει προς το εντυπωσιακό 20%. Και όχι μόνο αυτό: Το ποσοστό της «ευέλικτης» εργασίας στον δημόσιο τομέα αυξάνεται με τέτοιους ρυθμούς, ώστε τείνει πλέον να ξεπεράσει το αντίστοιχο στον ιδιωτικό τομέα. Τα συμπεράσματα από αυτό το γεγονός είναι δύο: Πρώτο, αποδεικνύεται ότι πίσω από το προπαγανδιστικό επιχείρημα των νεοφιλελεύθερων περί «προνομιούχων» εργαζόμενων του δημόσιου τομέα, οι οποίοι έπρεπε να υποστούν εισοδηματική και εργασιακή υποβάθμιση ώστε να αποκατασταθεί η… αδικία σε βάρος των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα, κρύβεται ο στόχος της εισοδηματικής και γενικότερης εργασιακής υποβάθμισης του συνόλου της εργατικής τάξης μέσα από μια κοινή, αμφίδρομη δυναμική υποβάθμισης. Φτάσαμε πλέον στο σημείο που η εργασιακή υποβάθμιση στον δημόσιο τομέα όχι μόνο συναγωνίζεται ευθέως την αντίστοιχη στον ιδιωτικό, αλλά τείνει, ως προς την πτυχή της «ευελιξίας», να τον ξεπεράσει.

Δεύτερο, η συναφής προσπάθεια να υποδαυλιστεί ο λεγόμενος κοινωνικός αυτοματισμός, δηλαδή ο ανταγωνισμός και η εχθρότητα μεταξύ εργαζόμενων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, δεν ήταν παρά η χυδαία πολιτική προέκταση της μνημονιακής προπαγάνδας. Είναι πλέον φανερό ότι οι κυβερνήσεις και οι «εκκαθαριστικές» λειτουργίες της καπιταλιστικής κρίσης προωθούν τη συστηματική ομοιογενοποίηση του εργατικού εισοδήματος και των εργασιακών σχέσεων προς τα κάτω, με βάση τον διπλό κανόνα «χαμηλότερα και δυσμενέστερα».

Οι νέοι εργαζόμενοι, στο στόχαστρο

Στις στατιστικές της ανεργίας για τις επιμέρους ηλικιακές ομάδες, τα ποσοστά ανεργίας και μερικής απασχόλησης των νέων κυμαίνονται σε τρομακτικά επίπεδα. Ο προηγούμενος πίνακας 2 δείχνει ότι η μερική απασχόληση στην ηλικιακή ομάδα 14-24 ετών είναι, γα τα αντίστοιχα έτη, 2,5 έως 3,3 φορές πάνω από ό,τι στο σύνολο της απασχόλησης! Ο πίνακας 2β, με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για το 2020, αποκαλύπτει ότι το ποσοστό ανεργίας των νέων της ίδιας ηλικιακής ομάδας κυμάνθηκε σε επίπεδα πάνω από 30% από τις αρχές του 2020. Ξεκινώντας από 31,7% τον Ιανουάριο, αυξήθηκε μέχρι σχεδόν 40% τον Ιούνιο για να καταλήξει κοντά στο 36% τον Οκτώβριο. Ενώ τα παιδιά των πιο αδύναμων εισοδηματικά τμημάτων των εργαζόμενων τάξεων πετιούνται έξω από την εκπαίδευση ή και την κατάρτιση, η μεγάλη πλειονότητα των νέων δοκιμάζεται σκληρά από ανεργία και «ευέλικτη» απασχόληση σε επίπεδα τουλάχιστον δυόμισι φορές πάνω σε σχέση με τα επίπεδα του αντίστοιχου συνολικού πληθυσμού, υφίσταται στην πιο σκληρή της εκδοχή την εργοδοτική ασυδοσία, είναι αντικείμενο ταχύρρυθμης και σκληρής «εκπαίδευσης» στην εργασιακή «άγρια Δύση» του νεοφιλελευθερισμού της κρίσης. Μέσα από μια τέτοια εργασιακή «εκπαίδευση» η ελληνική άρχουσα τάξη προετοιμάζει την εργατική τάξη του μέλλοντος, υπολογίζοντας και ελπίζοντας ότι θα αποδειχθεί πειθαρχημένη και υποταγμένη. Οι οδύνες των σημερινών νέων εργαζόμενων προδιαγράφουν το μέλλον που προετοιμάζει ο καπιταλισμός για την εργατική τάξη ως σύνολο.

Κατ’ αναλογία με το προπαγανδιστικό τέχνασμα για τους «προνομιούχους» εργαζόμενους του δημόσιου τομέα, έτσι και προκειμένου με τους/τις νέους/ες εργαζομένους/μενες: το προπαγανδιστικό τέχνασμα περί «προσωρινότητας» των απαράδεκτων εργασιακών συνθηκών «μαθητείας» για τους/τις νέους/ες -μέχρι, υποτίθεται, να ωριμάσουν εργασιακά αποκτώντας «εργασιακή εμπειρία»- αποκρύβει τον ευρύτερο πραγματικό στόχο: τη διάχυση της εργασιακής υποβάθμισης σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες των εργαζομένων, στο σύνολο της εργατικής τάξης.

Οι κυβερνήσεις «καθοδηγούν» τη φτώχεια

Η τέτοιας έκτασης ανεργία, φτώχεια και κοινωνική δυστυχία απαιτεί ανάλογα αυξημένες δαπάνες κοινωνικής προστασίας. Το γεγονός ότι οι σχετικοί δείκτες αποκλιμακώνονται πολύ αργά σε συνθήκες θετικών ρυθμών ανάπτυξης (από το 2017 έως και το 2019), επομένως σταθεροποιούνται σε υψηλά επίπεδα και προσλαμβάνουν χρόνιο χαρακτήρα, είναι η «εκ του αποτελέσματος» απόδειξη ότι η κοινωνική πολιτική των κυβερνήσεων αποτυγχάνει να αντισταθμίσει τις αιτίες του προβλήματος. Η αποτυχία αυτή δεν είναι προϊόν ανικανότητας αλλά συνειδητής επιλογής. Η κοινωνική πολιτική των κυβερνήσεων έχει προ πολλού πάψει να διέπεται από οποιουδήποτε είδους κοινωνικά προτάγματα και ιδιαίτερα από το πρόταγμα της προστασίας του εργατικού εισοδήματος και της αντιμετώπισης της κοινωνικής δυστυχίας. Ιδιαίτερα στα χρόνια ύστερα από τη διεθνή κρίση του 2008 και το ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα το 2009, το κυρίαρχο και απαραβίαστο πρόταγμα των κυβερνήσεων ήταν η επάνοδος στη «δημοσιονομική σταθερότητα» μέσα από το καθαρτήριο της «εσωτερικής υποτίμησης», πολιτικής που επιδίωξε συνειδητά την ύφεση και επεξέτεινε την ανεργία, τη φτώχεια και την κοινωνική δυστυχία. Στη μετα-μνημονιακή περίοδο τα προτάγματα παρέμειναν τα ίδια. Οι ελπίδες για την «επούλωση των πληγών» της κρίσης και της ύφεσης εναποτέθηκαν κυρίως στην «ανάπτυξη», δηλαδή στις «αυθόρμητες» τάσεις της αγοράς εργασίας. Το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων για την «κοινωνική συνοχή» υπήχθη στη λογική του «διχτυού ασφαλείας» για τους πεπτωκότες και «ατυχήσαντες» της καπιταλιστικής αγοράς. Στο επίπεδο της εργασίας,

Η συγκριτική εξέταση των δαπανών για συντάξεις και των συνολικών δαπανών για κοινωνικές μεταβιβάσεις με την πορεία των μεγεθών της ανεργίας και της φτώχειας (πίνακας 3) αποδεικνύουν όχι μόνο την ανεπάρκεια αλλά και τον προκλητικό χαρακτήρα των κυβερνητικών πολιτικών:

  • Τα ποσοστά της φτώχειας αφορούν τη φτώχεια μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα δύο πράγματα: Πρώτο, ότι η πολιτική των κυβερνήσεων αποτυγχάνει σε διαρκώς διευρυνόμενη βάση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Δεύτερο, ότι αν τα πράγματα αφήνονταν πραγματικά στις «φιλάνθρωπες» τάσεις της αγοράς, η κατάσταση θα ήταν τραγική. Η καπιταλιστική αγορά αποδεικνύεται μια καλολαδωμένη μηχανή ανθρωποθυσιών σε διευρυνόμενη κλίμακα.
  • Μέχρι και το 2018, η ανεργία εκτινάχθηκε σε τόσο υψηλά επίπεδα όχι παρά αλλά σύμφωνα με τις κυβερνητικές στοχεύσεις: οι μνημονιακές πολιτικές της «εσωτερικής υποτίμησης» είχαν συνειδητά στόχο την εκκαθάριση των αδύναμων κεφαλαίων αλλά ακόμη περισσότερο την υποτίμηση της εργασίας μέσω των περιοριστικών πολιτικών και της ύφεσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η υψηλή ανεργία, η επέκταση της «ευέλικτης» εργασίας και η φτώχεια ήταν τουλάχιστον προϋπολογισμένες – αν όχι και επιθυμητές. Παρά τους υποκριτικούς κλαυθμούς και οδυρμούς για το brain drain, που συνεχίζεται, η πολιτική αυτή των κυβερνήσεων «επιδοτήθηκε» ανακουφιστικά από τη μεγάλη έξοδο εργατικού δυναμικού (νέων και ειδικευμένης εργασίας) στο εξωτερικό. Χωρίς αυτήν, η κοινωνική έκταση και ένταση του προβλήματος της ανεργίας θα ήταν, εκτός από κοινωνικά, και πολιτικά πολύ επώδυνη.
  • Η δαπάνη για συντάξεις υπέστη σημαντική μείωση κατά λίγο περισσότερο από 3 δισ. ευρώ σε απόλυτους αριθμούς μεταξύ 2010 και 2019 ή κατά ποσοστό 10,16%! Αν πάρουμε υπόψη μας ότι ο αριθμός των συνταξιούχων αυξάνεται και ότι μεγάλος αριθμός ώριμων συντάξεων δεν εκδίδεται συνειδητά για να ωραιοποιούνται τα στοιχεία για τις δαπάνες και το έλλειμμα (εκκρεμείς συντάξεις), στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με κατάρρευση της κοινωνικής πολιτικής όσον αφορά τις συντάξεις. Και παρ’ όλα αυτά, η έκθεση Πισσαρίδη προϊδεάζει για πιθανές νέες «παρεμβάσεις».
  • Οι δαπάνες για κοινωνική προστασία (στις οποίες περιλαμβάνεται και η δαπάνη για συντάξεις) υπέστησαν στο ίδιο διάστημα εξίσου θηριώδη μείωση, κατά 13,74 δισ. ευρώ ή 24,5%.
  • Αν αφαιρέσουμε τις δαπάνες για συντάξεις από τις δαπάνες για κοινωνική προστασία, προκύπτει ένα ποσοστό δαπανών για όλες τις υπόλοιπες δράσεις κοινωνικής προστασίας εντελώς αναιμικό και δυσανάλογα χαμηλό σε σχέση με την έκταση της ανεργίας, της φτώχειας και των πολυποίκιλων μορφών κοινωνικής δυστυχίας. Οι δαπάνες αυτές μειώθηκαν κατά 10,67 δισ. ευρώ ή 41%!

Το γενικό συμπέρασμα αυτού του κεφαλαίου είναι ότι η λιτότητα στις πολιτικές για το κοινωνικό κράτος δεν υποκρύπτει κυβερνητική ανικανότητα, αλλά συνειδητή πολιτική με διπλό στόχο: Πρώτο, την αποθάρρυνση, παθητικοποίηση και εξατομίκευση των πλέον εκτεθειμένων στην ανεργία, τη φτώχεια και τη δυστυχία τμημάτων των εργαζόμενων τάξεων. Δεύτερο, τη θωράκιση της δημοσιονομικής «ορθοδοξίας» με την καθολίκευση της πολιτικής του «διχτυού ασφαλείας» – με επιτομή αυτής της πολιτικής τα ψιχία του Εισοδήματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης των 200, στην καλύτερη περίπτωση, ευρώ τον μήνα. Οι κυβερνήσεις δεν «ανέχονται» απλώς, αλλά «καθοδηγούν» την κοινωνική δυστυχία, στον βαθμό που καθοδηγούν τη λιτότητα στο εργατικό εισόδημα, την «ευελιξία», την υποβάθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων και τη λιτότητα όσον αφορά το κοινωνικό κράτος˙ η πολιτική του «διχτυού ασφαλείας» σηματοδοτεί μια στρατηγική διαχείρισης των «περιττών» πληθυσμών και της διευρυνόμενης κοινωνικής δυστυχίας, με πολιτικές «διευθέτησης» και «στοχευμένων» παρεμβάσεων που έχουν στόχο την αποφυγή ακραίων εκδηλώσεων και προβλημάτων τόσο στο ζήτημα της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης σε επιθυμητά για το κεφάλαιο πλαίσια όσο και στο ζήτημα της πολιτικής σταθερότητας του συστήματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ. Πολιτικά συμπεράσματα και προοπτικές

Οι προοπτικές ύστερα από τη νέα κρίση

Ποια κατάσταση τείνει να διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας (εργατικός μισθός, ανεργία, «ευέλικτη» εργασία) στην εξέλιξη της νέας, τωρινής κρίσης; Εδώ δυστυχώς δεν είναι εφικτό να μιλήσουμε με βάση επίσημα στατιστικά στοιχεία – με την εξαίρεση του δείκτη ανεργίας, ο οποίος όμως έχει κι αυτός «μεταβατική» σημασία. Όσον αφορά τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, οι ελληνικές στατιστικές αρχές και σχετικοί φορείς αποκρύβουν συστηματικά, σε μεγάλο βαθμό ή και εν όλω ανάλογα με το θέμα, τα πραγματικά στοιχεία. Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) είναι προκλητικά ανεπαρκής – την ίδια στιγμή που αποστέλλει στη Eurostat αναλυτικά σχετικά στοιχεία. Στην Ελλάδα των μνημονιακών και «μεταμνημονιακών» χρόνων όλες οι κυβερνήσεις αντιμετώπισαν με εχθρότητα τα στατιστικά δεδομένα˙ είχαν να βγάλουν πολλή βρόμικη δουλειά, και τα στατιστικά δεδομένα δεν ήταν -για ευνόητους λόγους- σύμμαχοι σε αυτό. Ωστόσο, ούτε στη «μεταμνημονιακή» περίοδο παραμένουν σύμμαχοι, καθώς αποδεικνύουν ότι η κατάσταση στους τομείς της λιτότητας, της εργασιακής υποβάθμισης, της εργασιακής «ευελιξίας» και της φτώχειας και κοινωνικής δυστυχίας ελάχιστα μεταμνημονιακή είναι…

Για παρεμφερείς λόγους, το ΣΕΠΕ αρνείται το τελευταίο διάστημα να δημοσιεύσει στοιχεία (π.χ. για τον αριθμό των αναστολών εργασίας), μη ανταποκρινόμενο ακόμη και σε σχετικά αιτήματα ερευνητών. Στην Ελλάδα τα στατιστικά στοιχεία αντιμετωπίζονται στην καλύτερη περίπτωση σαν περιττό μέλημα και στη χειρότερη -και συνηθέστερη- σαν κρατικό μυστικό. Οι ελληνικές στατιστικές αρχές κοινοποιούν στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές αναλυτικά στοιχεία, αλλά δεν τα αναρτούν στα δικά τους σάιτ και δεν τα θέτουν υπόψη του ελληνικού κοινού… Τέλος, η επικαιροποίηση των στοιχείων της Eurostat καθυστερεί να ενσωματώσει τα νέα στοιχεία.

Ωστόσο, το ποσοστό ανεργίας εξαιρείται όσων προείπαμε. Τα δεδομένα της AMECO (βάση μακροοικονομικών δεδομένων της Κομισιόν) ενσωματώνουν τις προβλέψεις της Κομισιόν για το 2020 και 2021: Ανεργία 18% το 2020 και 17,5% το 2021 (έναντι 17,3% το 2019). Όμως αυτές οι προβλέψεις έχουν τριπλό πρόβλημα αξιοπιστίας: Πρώτο, υποκρύπτουν ένα απροσδιόριστο ποσοστό άδηλης ανεργίας επειδή δεν γνωρίζουμε ποιο ποσοστό αναστολών εργασίας θα μετατραπεί σε απολύσεις ύστερα από την απόσυρση των λεγόμενων «μέτρων στήριξης». Δεύτερο, συνδέονται με εκτιμήσεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης που πλέον δεν ισχύουν (εκτιμήσεις Κομισιόν φθινοπώρου 2020), καθώς η πορεία της πανδημίας τις έχει ακυρώσει. Τρίτο, διότι οι μεσοπρόθεσμες (για την επόμενη τριετία-πενταετία) εκτιμήσεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι υπερ-τιμημένες.

Πέραν όσων σχολιάσαμε για την ανεργία, με δεδομένες τις προαναφερθείσες δυσκολίες περί τα στατιστικά στοιχεία, μπορούμε να κάνουμε μόνο εκτιμήσεις για τις τάσεις που διαμορφώνονται όσον αφορά στην ανεργία, το εργατικό εισόδημα και την εργασιακή «ευελιξία». Ίσως λοιπόν η πλέον αξιόπιστη στατιστική να είναι το παρακάτω γράφημα, που καταγράφει το ποσοστό των νοικοκυριών τα οποία δηλώνουν ότι στη διάρκεια της πανδημίας αντιμετωπίζουν μεγάλες ή πολύ μεγάλες δυσκολίες. Βλέπουμε ότι η Ελλάδα είναι «δευτεραθλήτρια» στην Ευρώπη των «27», με ποσοστό 39,8% πίσω μόνο από την Κροατία και πάνω από τις Σλοβακία, Λετονία, Βουλγαρία, Ρουμανία… Όσο για κάποιες επίσημες εκτιμήσεις-προβλέψεις, θα μπορούσαμε να παραθέσουμε προβλέψεις όπως της Παγκόσμιας Τράπεζας (που υπολογίζει ότι 70 ως 100 εκατομμύρια άνθρωποι μπορεί να περιπέσουν σε κατάσταση ακραίας φτώχειας λόγω της πανδημίας), του ΟΗΕ (που εκτιμά ότι το 50% των φτωχών του κόσμου είναι παιδιά και ότι το πρόβλημα θα επιδεινωθεί) ή της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (που αναφέρει ότι οι συνέπειες της κρίσης της πανδημίας στην οικονομία και στην απασχόληση θα επιφέρουν τεράστια πίεση προς τα κάτω στους μισθούς).1 Η απάντηση στο ερώτημα τι θα συμβεί στους τομείς της εργασίας και της φτώχειας στην επόμενη διετία-τριετία σχετίζεται με τις απαντήσεις δύο άλλα ερωτήματα: α) ποια θα είναι η πολιτική της κυβέρνησης σε αυτούς τους τομείς και β) αν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο συσσώρευσης θα γνωρίσει στα χρόνια ύστερα από την πανδημική κρίση πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Όσον αφορά την πολιτική των κυβερνήσεων, οι προβλέψεις είναι ασφαλείς: Ύστερα από τη σημαντική αύξηση των κρατικών ελλειμμάτων και του χρέους λόγω της ύφεσης αλλά και των πολιτικών «στήριξης της οικονομίας» στη διάρκεια της πανδημίας, θα ακολουθήσει νέος κύκλος λιτότητας και περικοπών στις κρατικές δαπάνες. Μιλούμε για νέο κύκλο λιτότητας -κι όχι για προσωρινά μέτρα- διότι η αύξηση των ελλειμμάτων και των κρατικών χρεών, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, είναι πολύ μεγαλύτερη αυτής που ακολούθησε την κρίση του 2008. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα για να επανέλθει σε «υγιή» δημοσιονομικά σύμφωνα με τις απαιτήσεις του «μεταμνημονιακού» προγράμματος, ακόμη και αν μειωθούν λίγο τα πρωτογενή πλεονάσματα, θα πρέπει να καλύψει δημοσιονομική απόσταση πάνω από 10 μονάδες του ΑΕΠ ως προς το έλλειμμα και πάνω από 20 μονάδες του ΑΕΠ σε σχέση με το χρέος μέχρι και το 2022. Το γεγονός αυτό προδιαγράφει κύκλο λιτότητας στις κρατικές δαπάνες και περικοπές μεγάλης έκτασης.

Όσον αφορά τις δυνατότητες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης να πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε μεγάλη διάρκεια (την περιβόητη ανάπτυξη σχήματος V) μπορούμε επίσης να κάνουμε ασφαλή πρόβλεψη. Η τωρινή κρίση έχει επιδεινώσει τα θεμελιώδη υποκείμενα νοσήματά» του σε μεγάλο βαθμό: Τα κρατικά χρέη και ελλείμματα δέχθηκαν νέα μεγάλη ώθηση, οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών όχι μόνο ευνόησαν τη μεγέθυνση κάθε είδους «φούσκας» (σε χρηματιστήρια, ομόλογα, κρυπτονομίσματα κ.λπ.) σε επίπεδα συγκρινόμενα ευθέως με αυτά της κρίσης του 2008, αλλά δημιούργησαν μια στρατιά εταιρειών-«ζόμπι» χάρη στον προστατευτισμό των πολύ χαμηλών επιτοκίων – στον οποίο συνέβαλαν τα κρατικά μέτρα στήριξης (αναβολές δανειακών και φορολογικών υποχρεώσεων κ.λπ.). Προκειμένου για την Ελλάδα, θα πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι ήδη προ της πανδημίας, σε συνθήκες ισχνής «μεταμνημονιακής» ανάπτυξης, η Ελλάδα παρέμενε η μόνη χώρα συνολικά στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο που ήταν σε μακροχρόνιο κύκλο αρνητικών ρυθμών συσσώρευσης του κεφαλαίου. Με αυτά τα θεμελιώδη δεδομένα, η γενική κατεύθυνση των προβλέψεων είναι ασφαλής: ύστερα από μια πρόσκαιρη αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης μετά την ολοκλήρωση του κύκλου της πανδημίας, η ελληνική οικονομία θα επανέλθει στη μιζέρια πολύ ισχνών ρυθμών ανάπτυξης σε μεσοπρόθεσμη διάρκεια. Προκειμένου για την Ελλάδα, η ιδιαίτερη ένταση του νέου κύκλου λιτότητας στις κρατικές δαπάνες (λόγω μεγαλύτερης έντασης της ύφεσης και μεγαλύτερων «απαιτήσεων» δημοσιονομικής προσαρμογής στο πλαίσιο της «μεταμνημονιακής» συμφωνίας) θα είναι ένας ακόμη ισχυρός παράγοντας καθήλωσης των ρυθμών ανάπτυξης.

Τι θα σημάνουν όλα αυτά; Απλούστατα, νέο κύκλο υποβάθμισης για το εργατικό εισόδημα και τα εργατικά δικαιώματα και νέο κύκλο επέκτασης και εμβάθυνσης της φτώχειας.

Pasted Graphic
Πηγή: European Foundation for the Improvement of Living and Working Conditions

Πολιτικά συμπεράσματα

 

Η προηγηθείσα έκθεση της κατάστασης μας οδηγεί στα εξής πολιτικά συμπεράσματα:

  • Είναι φανερό ότι είμαστε μάρτυρες μιας προϊούσας κρίσης κοινωνικής αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων˙ όσων η μοναδική δυνατότητα να ζήσουν είναι να πουλούν την εργατική τους δύναμη σε κάποιο, μικρό ή μεγάλο, αφεντικό. Η κρίση αυτή έχει προσλάβει ήδη μεγάλη έκταση και απειλεί να «αγγίξει» μεγαλύτερα τμήματα της εργατικής τάξης. Στα χρόνια ύστερα από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης θα γνωρίσει νέα «ωρίμανση». Αν μιλούμε για κοινωνικά προβλήματα, αυτό είναι μακράν το υπ’ αριθμόν ένα κοινωνικό πρόβλημα.
  • Ο συστηματικός, άτεγκτος και διεθνώς συντονισμένος (από κυβερνήσεις, υπερεθνικές ενώσεις, διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς και οργανισμούς της καπιταλιστικής «κοινωνίας των πολιτών» – θεσμικούς επενδυτές κ.λπ.) χαρακτήρας των πολιτικών που οδηγούν στη διευρυμένη αναπαραγωγή της κρίσης αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων μαρτυρά τη στοχοποίηση τη εργασίας, το σχέδιο ταξικού ρεβανσισμού που αποτελεί τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής. Αυτή η θηριώδης, διεθνής και μακροχρόνια «επένδυση» στην παντοιότροπη υποβάθμιση της εργασίας είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της κεντρικότητας της εργασίας˙ είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός γνωρίζει ποιο είναι το κοινωνικό υποκείμενο που πρέπει να ποδηγετήσει.
  • Η διευρυμένη αναπαραγωγή αυτής της κρίσης είναι μια αντιφατική διαδικασία: αφενός, έχει ενιαίο χαρακτήρα και ομοιογενοποιεί προς τα κάτω τις συνθήκες ζωής μεγάλων τμημάτων των εργαζόμενων τάξεων˙ αφετέρου, διακρίνεται για την τεράστια ποικιλία των εκφάνσεών της, που κερματίζει σε υποκατηγορίες και επιμέρους «ταυτότητες» το κοινωνικό υποκείμενο που τις υφίσταται. Ο νεοφιλελευθερισμός της ακμής, αλλά πολύ περισσότερο ο νεοφιλελευθερισμός της κρίσης, από τη μία παράγει την κοινή, διαρκώς ομοιογενοποιούμενη βάση μιας νέας ιστορικής ενότητας του προλεταριάτου, αλλά από την άλλη το κερματίζει σε πολλές υποκατηγορίες και «ταχύτητες». Δεν μιλούμε μόνο για τον κερματισμό ανάμεσα στα λεγόμενα «προνομιούχα» τμήματά του (που διαρκώς συρρικνώνονται) και στα μη προνομιούχα (που διαρκώς επεκτείνονται), αλλά και για τον κερματισμό σε υποκατηγορίες εντός των μη προνομιούχων τμημάτων του (υποκατηγορίες εργαζομένων ή και ανέργων, αλλά και υποκατηγορίες φτωχών). Οι κυβερνήσεις και οι καπιταλιστικοί οργανισμοί έχουν αναγάγει σε ύψιστη προτεραιότητα -με τα χρόνια, και σε «τέχνη»- όχι μόνο τον κερματισμό του προλεταριάτου καθαυτόν, αλλά και τον κερματισμό των συνειδήσεων και, ακόμη περισσότερο, την αποξένωση και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις επιμέρους υποκατηγορίες του. Η πολιτική των δαπανών για κοινωνική προστασία συνιστά από μόνη της στρατηγική κατάτμησης και αποξένωσης μεταξύ των διάφορων υποκατηγοριών εργαζόμενων, ανέργων και φτωχών. Η πάλη ενάντια στην παθητικοποίηση και την αποθάρρυνση, αλλά και ενάντια στον κερματισμό, πραγματικό και συνειδησιακό, των επιμέρους τμημάτων του σύγχρονου προλεταριάτου είναι κεντρικό καθήκον για το εργατικό κίνημα, την Αριστερά και τα κινήματα αλληλεγγύης.
  • Για την Αριστερά τίθενται επίσης σημαντικά ζητήματα θεωρίας και στρατηγικής σχετικά με το κοινωνικό υποκείμενο, την εργατική τάξη (ή προλεταριάτο). Η κρίση της Αριστεράς, στα χρόνια ύστερα από την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μετασχηματίστηκε σε κρίση του μαρξισμού ως ιδεολογίας μαζών,χ κι αυτό επιτάχυνε την κρίση θεωρίας και στρατηγικής στους χώρους της Αριστεράς. Μεταξύ άλλων, αυτή η κρίση εκφράστηκε και ως κρίση αυτοπεποίθησης, ακόμη και κρίση απλών αναφορών στην εργατική τάξη (ή το προλεταριάτο). Κι όχι μόνο: σε κρίση ενδιαφέροντος για παρέμβαση στα ζητήματα (εργασιακά, συνδικαλιστικά, κοινωνικά) που αφορούν το προλεταριάτο. Η θεωρία των ταυτοτήτων -και οι νέες κριτικές θεωρίες εν γένει- εκτόπισαν τη μαρξιστική προσέγγιση για την κεντρικότητα της εργασίας και για το κοινωνικό υποκείμενο της ανατροπής.

Η ανάλυση και παρουσίαση των αιτιών, της δυναμικής και των πολυποίκιλων πτυχών της κρίσης αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για τους/τις αγωνιστές/στριες των εργασιακών χώρων και του εργατικού κινήματος, των κινημάτων αλληλεγγύης και της Αριστεράς να παρέμβουν, να αναστοχαστούν και να καλύψουν τα μεγάλα κινηματικά, συνδικαλιστικά, οργανωτικά και θεωρητικά κενά˙ να επανασυνδεθούν με τη διαδικασία συγκρότησης του προλεταριάτου σε «τάξη για τον εαυτό του» – διαδικασία που η πείρα μας έχει διδάξει πως είναι όχι μόνο συνδικαλιστική και κοινωνική, αλλά και κατεξοχήν πολιτική και ιδεολογική.

 

***

Σημειώσεις-παραπομπές:
1. Βλέπε σε αυτό τον φάκελο στο Commune, Δώρα Σταθοπούλου «Γιατί το Βασικό εισόδημα πανδημίας».
2. Βλέπε: Ηλίας Ιωακείμογλου «Αποχαιρετισμός στο προλεταριάτο και τον μαρξισμό», στο Commune: https://commune.org.gr/blog-32/index.html

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΙΝΑΚΩΝ

Πίνακες για τη φτώχεια

Table 1 Kerasovitis
Table 1a Kerasovitis

Table 1b Kerasovitis
Table 1c Kerasovitis

Πίνακες για την εργασία

 

Table 2a Kerasovitis

Table 2 Kerasovitis

Πίνακας για τις δαπάνες κοινωνικής προστασίας

 

Table 3 Kerasovitis