1

Μαζικό συλλαλητήριο αλληλεγγύης στο δοκιμαζόμενο λαό της Γάζας

Χιλιάδες διαδηλωτές και διαδηλώτριες συμμετείχαν την Παρασκευή 13 Οκτώβρη στην κινητοποίηση ενάντια στα εγκλήματα του Ισραήλ στην Παλαιστίνη και τη συνεχιζόμενη σφαγή στη Γάζα.

Η συγκέντρωση έγινε στο Πάρκο Ελευθερίας (Μέγαρο Μουσικής)  και ακολούθησε δυναμική πορεία μέχρι την πρεσβεία του Ισραήλ. Τον παλμό στην πορεία τον έδιναν οι εκατοντάδες Παλαιστίνιοι και Παλαιστίνιες που συμμετείχαν μαζικά με τις οικογένειες και τα παιδιά τους. Επίσης στο συλλαλητήριο συμμετείχαν σχεδόν όλες οι πολιτικές οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Κεντρικό σύνθημα που αντηχούσε ήταν: Λευτεριά στην Παλαιστίνη!

Αυτή η κινητοποίηση είναι πολύ σημαντική για να σπάσει η μονοδιάστατη προπαγάνδα των συστημικών κομμάτων και των ΜΜΕ, που στηρίζουν τόσο ανεπιφύλακτα την πλευρά του επιτιθέμενου σφαγέα, κατακτητή και εισβολέα, δηλαδή του Ισραήλ.

Ακόμα και ο Σύριζα στήριξε το Ισραήλ μαζί με Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, ενώ το ΚΚΕ καταγγέλλει το Ισραήλ, αλλά ακόμα (προφανώς λόγω των εκλογών) δεν συμμετέχει στα συλλαλητήρια διαμαρτυρίας που έχουν γίνει.

Την ίδια στιγμή και στην Ευρώπη έχουν αρχίσει οι κινητοποιήσεις υπέρ των Παλαιστινίων, κόντρα στις απαγορεύσεις πολλές  φορές, καθώς όλες οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη στηρίζουν το κράτος-τρομοκράτη του Ισραήλ.

Το Ισραήλ από το 1948 έχει κατακτήσει σχεδόν το 90% της Παλαιστίνης και έχει καταδικάσει στο θάνατο, την εξορία, στη φυλακή και στις πόλεις-στρατόπεδα-φυλακές εκατομμύρια Παλαιστινίων. Δεν πρέπει να του επιτρέψουμε να ολοκληρώσει τη νέα επίθεση του, γιατί θα έχει οδυνηρές επιπτώσεις στους κατοίκους της Γάζας, που απ’ ότι φαίνεται έχει σκοπό να ισοπεδώσει τη λωρίδα αυτή.

Η συμμετοχή μας στις κινητοποιήσεις αλληλεγγύης και η μαζικότητα τους θα μπορέσουν αν πιέσουν τις χώρες τις Ε.Ε. να πάψουν να στηρίζουν το Ισραήλ και να το οδηγήσουν στην διεθνή απομόνωση για τα εγκλήματα που διαπράττει σε βάρος του παλαιστινιακού λαού.

 

 

 




Καμία ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη – Αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη. Όλες/οι Παρασκευή 6 μ.μ. στo Πάρκο Ελευθερίας.

Το κράτος του Ισραήλ κλιμακώνει διαρκώς τον πόλεμο από την πλευρά του ενάντια στον παλαιστινιακό λαό. Οι εποικισμοί δεν έχουν σταματήσει ποτέ, η απομόνωση, όπως και η γενοκτονία των Παλαιστίνιων στη Λωρίδα της Γάζας.

Ο παλαιστινιακός λαός έχει δοκιμάσει κάθε μέθοδο για να επιτύχει κάποια μορφή ουσιαστικής αυτοδιάθεσης. “Αποκήρυξε τη βία”, κατάφερε μαζική υποστήριξη για το Μποϊκοτάζ, την Αποεπένδυση και τις Κυρώσεις (BDS): ένα κυρίως ειρηνικό κίνημα, το οποίο κέρδισε έδαφος παγκοσμίως μεταξύ καλλιτεχνών, ακαδημαϊκών, συνδικάτων, οργανώσεων και κάποιων κυβερνήσεων. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ προσπαθώντας να απονομιμοποιήσουν το BDS στη Δύση χέρι χέρι με τα σιωνιστικά λόμπι, ότι το μποϊκοτάζ του Ισραήλ ήταν “αντισημιτικό”. Το αποτέλεσμα; Πρακτικά ελάχιστα κέρδισαν με “ειρηνικά μέσα”.

Πλέον η εκλεγμένη ηγεσία στη Γάζα αρχίζει -απόλυτα δικαιολογημένα- να αντιστέκεται ένοπλα. Όλο το αστικό πολιτικό σύστημα, παγκοσμίως και στη χώρα μας, επέλεξαν (καθόλου τυχαία) την ενεργητική στήριξή τους στο ισραηλινό κράτος – σφαγέα του παλαιστινιακού λαού. ΗΠΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ είναι ξεκάθαρα στο πλευρό του Ισραήλ. Ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ έβγαλε μια κατάπτυστη ανακοίνωση, αποδεικνύοντας άλλη μια φορά την υποταγή του στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Και όπως πάντα, ένας τεράστιος μηχανισμός προπαγάνδας από τα επίσημα ΜΜΕ έχει ενεργοποιηθεί, εκφράζοντας μονόπλευρα και ξεκάθαρα με τη μεριά του κράτους-φονιά Ισραήλ, τις “φρικαλεότητες του πολέμου”.

Οι Παλαιστίνιοι έχουν κάθε δικαίωμα να αντισταθούν στις επιθέσεις που υπόκεινται. Δεν υπάρχει κανενός είδους “ισοδυναμία”, στρατιωτική, πολιτική, ούτε καν ηθική όσον αφορά τις δύο πλευρές. Το Ισραήλ είναι ένα πανίσχυρο κράτος με πυρηνικά, εξοπλισμένο από τις ΗΠΑ, που η ύπαρξή του επ ουδενί απειλείται. Για τους Παλαιστίνιους, απειλούνται οι ζωές τους, τα εδάφη τους, με σύσσωμο το δυτικό “πολιτισμό” απέναντί τους. Και απολύτως δικαιολογημένα ξεσηκώνονται ενάντια στους αποικιοκράτες, με όποιο τρόπο μπορούν.

Είμαστε και θα είμαστε με τους καταπιεσμένους και εξεγερμένους Παλαιστίνιους.

Η Πολιτική Οργάνωση “Κόκκινο Νήμα” στηρίζει και καλεί στη συγκέντρωση αλληλεγγύης στον αγώνα τους την Παρασκευή 6 μ.μ στο Πάρκο Ελευθερίας (Μετρό Μέγαρο Μουσικής).

Καμία ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη – Αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη




Μπροστά στις αυτοδιοικητικές εκλογές της 8ης Οκτώβρη – Η πρόταση του «Κόκκινου Νήματος»

H κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας χρησιμοποιεί τη νίκη της στις βουλευτικές εκλογές σαν έναυσμα νέας επίθεσης απέναντι στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Το ξεδίπλωμα των επιδρομών για την αύξηση των κερδών του κεφαλαίου δεν ανεστάλη ούτε από τη ζέστη του θέρους, ούτε από το προεκλογικό κλίμα των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών. Έτσι ο υπουργός Εργασίας Αδ. Γεωργιάδης και η ΝΔ ψηφίζουν νόμους για αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης στα 74 και σχεδιάζουν 13ωρη καθημερινή εργασία, και μάλιστα χωρίς αποζημίωση απόλυσης. Οι “μεταρρυθμίσεις” στην Υγεία, τα πρόστιμα σε κόμματα για αφισοκολλήσεις, η συνεχιζόμενη ακρίβεια, που απομυζεί το λαϊκό εισόδημα και αυξάνει τα κέρδη των λίγων, η επιδίωξη για εφαρμογή της προσχηματικής αξιολόγησης στον Δημόσιο Τομέα, με παράλληλο ξεπούλημα των υπηρεσιών και του δημόσιου πλούτου, δείχνουν τις προθέσεις για τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων. Την ίδια ώρα το περιβάλλον καταστρέφεται για τα κέρδη των επιχειρήσεων, με τις μεγάλες πυρκαγιές που κατέκαψαν εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δάσους, σπίτια, ανθρώπους, χωρίς να αναστατώσει τις διακοπές, τα μπάνια και την διασκέδαση των κυβερνώντων.

Απέναντι στις νέες επιθέσεις η εργατική τάξη έχει χρέος να αντιδράσει και οι πολιτικές οργανώσεις και συλλογικότητες τις επαναστατικής-αντικαπιταλιστικής αριστεράς, να δώσουν τις καλύτερες πολιτικές προτάσεις και τα καταλληλότερα πολιτικά μέσα και εργαλεία πάλης. Εν μέσω καλοκαιριού έγιναν κινητοποιήσεις για τις πυρκαγιές, το ναυάγιο με τους πρόσφυγες στην Πύλο, τους ελεύθερους χώρους και τις παραλίες, οι οποίες πρέπει να οργανωθούν, να ενταθούν και να πολλαπλασιαστούν τους επόμενους μήνες. Ταυτόχρονα οι δυνάμεις αυτές πρέπει να αποτελέσουν ορατή, εναλλακτική πρόταση για τις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές στις αρχές Οκτώβρη.

Οι δήμοι και οι περιφέρειες αξιοποιούνται ως όργανα μέσω των οποίων μεταβιβάζονται οι κυβερνητικές πολιτικές στην αυτοδιοίκηση, ώστε να εξυπηρετήσουν τα κέρδη του κεφαλαίου και των ιδιωτών. Οι προϋπολογισμοί μετατρέπονται σε πιστά αντίγραφα του κεντρικού κράτους, με τις γνωστές απαιτήσεις για «μείωση των ελλειμμάτων», ισοσκέλιση και προοπτικά, παραγωγή πλεονασμάτων. Άμεσος οικονομικός στόχος είναι η μείωση της κρατικής επιχορήγησης και η συνολική αλλαγή του τρόπου χρηματοδότησης των περιφερειών και των δήμων, που θα πλήξει τις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων προς τους πολίτες.

Ταυτόχρονα με το νέο νόμο Βορίδη για την αυτοδιοίκηση και την μείωση του αριθμού των περιφερειακών-δημοτικών συμβούλων, που σημαίνει αύξηση του ορίου για είσοδο σε αυτά, επιδιώκεται ο αποκλεισμός και η φίμωση των δυνάμεων της αριστεράς και η πάλη που δίνονταν σε αυτά. Τα παραπάνω καθιστούν την παρέμβαση της αριστεράς στους δήμους όχι μόνο από πρόθεση αλλά και «εξ ανάγκης» συγκρουσιακή. Μια τέτοια παρέμβαση είναι αναγκασμένη να κινηθεί έξω και σε σύγκρουση με τη «νομιμότητα» αυτού του πλαισίου, μακριά από αυταπάτες για «αριστερή» ή «φιλολαϊκή» ή ακόμη και «χρηστή» διαχείριση της δημοτικής εξουσίας μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Μόνο με τέτοιους όρους θα έχει νόημα η εμπλοκή της στις δημοτικές εκλογές, η συμμετοχή της δηλαδή σε ένα «παιχνίδι» που, αν το παίξει με τους κανόνες που ορίζει ο αντίπαλος, είναι χαμένο από χέρι. Και μόνο με τη συμμετοχή του κόσμου και τη δημιουργία κινήματος μπορούν να υπάρξουν παρεμβάσεις και αγώνες για την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου.

Η ριζοσπαστική -αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει να απαντήσει σε όλα τα παραπάνω:

• Με την συγκρότηση ενωτικών κινηματικών αυτοδιοικητικών σχημάτων που να επιδιώκουν τη διεύρυνση των στενών πλαισίων πολιτικής καταγραφής των υπαρχόντων σχηματισμών/μηχανισμών της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε τοπικό επίπεδο. Σχημάτων με κοινωνικό και πολιτικό στίγμα ικανό να απευθυνθεί σε ευρύτερα ακροατήρια, ανθρώπους, κινήματα και δυνάμεις αντίστασης της περιοχής.

• Με υπεράσπιση όλων των δοκιμαζόμενων από τη βαρβαρότητα – καμιά διακοπή της παροχής νερού, ρεύματος και φυσικού αερίου, καμιά κατάσχεση σπιτιού , κανένα κλείσιμο σχολείου ή δομής υγείας της πόλης, καμιά παραχώρηση σε ιδιώτες έργων, αγώνας για προσλήψεις προσωπικού για μόνιμη σταθερή εργασία.

• Με αντιρατσιστική – αντιφασιστική παρέµβαση ως ταυτοτικό στοιχείο. Να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση των προσφύγων προς τις χώρες που επιθυμούν. Να καταργηθούν τα στρατόπεδα κράτησης των προσφυγ(ισσ)ων – να δημιουργηθούν δομές πραγματικής φιλοξενίας των προσφύγων στην ενδοχώρα και μέσα στον οικιστικό ιστό. Να παραμείνουν στη χώρα μας όσοι πρόσφυγες το επιθυμούν. Καλοδεχούμενα τα προσφυγόπουλα στα σχολεία – καλοδεχούμενοι οι προσφυγ(ισσ)ες στους δήμους. Έξω οι φασίστες από τις γειτονιές –

Η στήριξή ή συμμετοχή σε δημοτικές παρατάξεις της Αριστεράς, καθώς και σε υποψηφιότητες που τα εκφράζουν, πρέπει να στοχεύει:

• Στο άνοιγμα της συζήτησης για τα μεγάλα θέματα της κεντρικής πολιτικής σκηνής και στην κινητοποίηση του κόσμου για ζητήματα όπως η φτώχεια, ο πόλεμος, οι πλειστηριασμοί, οι εξώσεις που επίκεινται, η ελαστική εργασία, η κατάργηση 8ώρου, οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί στην περιοχή, ο ελληνικός εθνικισμός, η άνοδος του ρατσισμού και της ακροδεξιάς.

• Στο να βάλει σε κίνηση τον κόσμο των τοπικών κοινωνιών μέσω πολιτικής συμμετοχής και αντίστασης με δημιουργία επιτροπών αγώνα στη γειτονιά, λαϊκών συνελεύσεων, διχτύων υπεράσπισης, που αποτελούν μια ταξική εμπειρία χρήσιμη στους αγώνες της κεντρικής πολιτικής σκηνής.

• Στο άνοιγμα του διαλόγου για περαιτέρω συνεργασία και συγκρότηση μετώπου με πρωτοβουλία της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής αριστεράς.

• Στο άνοιγμα της συζήτησης πάνω σε έννοιες όπως ο κοινωνικός και εργατικός έλεγχος, η αυτοδιαχείριση, οι οποίες δείχνουν ότι ένας άλλος τρόπος πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης είναι δυνατός.

Τέσσερις μήνες μετά τις βουλευτικές εκλογές θεωρούμε ότι δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα οι προϋποθέσεις και το πολιτικό τοπίο στην αριστερά, γι’ αυτό και θα στηρίξουμε κριτικά, εκτός από σχήματα ενωτικά, αγωνιστικά, ριζοσπαστικά, όπου αυτά δεν υπάρχουν, τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στις περιφέρειες και σε μεγάλους δήμους. Θα στηρίξουμε σε δήμους τις ενωτικές παρατάξεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με συμμετοχή στους αγώνες και παρουσία αριστερών αγωνιστ(ρι)ών. Θεωρούμε ότι θα μπορούσε και θα έπρεπε να κατέλθουν στην εκλογική μάχη, όσο το δυνατό πιο ενωτικά σχήματα με συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα δημοτικής συνεργασίας αντικαπιταλιστικών δυνάμεων είναι στην Αθήνα η Ανατρεπτική Συμμαχία, συνεργασία Αντικαπιταλιστικής Ανατροπής – Ανυπότακτης Αθήνας- Ανταρσύα στις γειτονιές της Αθήνας, οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς όπως του Κόκκινου Νήματος, αλλά και ανένταχτων αγωνιστ(ρι)ών. Τέτοιες πρωτοβουλίες μπορούν να δώσουν αυτοπεποίθηση και αποτελέσουν εναλλακτική πολιτική πρόταση απέναντι στις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, τον συμβιβασμό και την ακροδεξιά.

Δημοτικά σχήματα τα οποία στηρίζει με υποψηφιότητες η πολιτική οργάνωση Κόκκινο Νήμα και ανένταχτοι ες αγωνιστ(ρι)ες

«Ανατρεπτική Συμμαχία» – Αθήνα

Κούρκουλας Θανάσης, εκπαιδευτικός ΔΕ, μέλος της Κίνησης απελάστε το Ρατσισμό

Πάνος Κοσμάς, δημοσιογράφος

Μπενάτου Ελένη, ιδιωτική υπάλληλος, μέλος του Κυριακάτικου Σχολείου Μεταναστών

Φάκαρος Ελισσαίος, εκπαιδευτικός ΠΕ, μέλος ΔΣ «Ο Αριστοτέλης»

Χασάπη Σάσα, εκπαιδευτικός ΔΕ, μέλος «Πρωτοβουλίας για το Πάρκο Ακαδημίας Πλάτωνα»

«Ανυπότακτος Κορυδαλλός»- Κορυδαλλός

Αναστασιάδου Ελένη, μέλος της Κίνησης «Απελάστε τον Ρατσισμό», εκπαιδευτικός

Αυγουστάτος Μάριος, μέλος της Κίνησης «Απελάστε τον Ρατσισμό», γραφίστας, μέλος του κλαδικού σωματείου

«Πόλη αλλιώς» Νεάπολη-Συκεές -Θεσσαλονίκη

Λιγάσης Βαγγέλης, εργαζόμενος στο νοσοκομείο Γεννηματάς και μέλος της Κίνησης «Απελάστε τον Ρατσισμό»

Αναστασιάδου Σάρρα, συνταξιούχος δημοσίου, πρώην μέλος ΔΣ σωματείου ΑΧΕΠΑ

«Μια πόλη στο δρόμο»- Καλλιθέα

Μακρή Εύη, ιδιωτική υπάλληλος, μέλος του Κυριακάτικου Σχολείου Μεταναστών

Στις περιφέρειες στηρίζουμε κριτικά τα αυτοδιοικητικά σχήματα που συγκροτήθηκαν με πρωτοβουλία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στην Δυτική Μακεδονία στηρίζουμε κριτικά την Αριστερή Συμπόρευση για την Ανατροπή στην Δυτική Μακεδονία (Αρ.Συ) και προτείνουμε ψήφο στην υποψήφια Περιφερειακή σύμβουλο Ιωάννα Παλαμπουικίδου, μέλος του Κόκκινου Νήματος και της Κίνησης “Απελάστε τον Ρατσισμό”.




Βαδίζοντας προς τις αυτοδιοικητικές εκλογές – Η πρόταση του Κόκκινου Νήματος

Είχε επισημανθεί, και από εμάς σαν πολιτική οργάνωση και από τις περισσότερες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αμέσως μετά τις εκλογές Μαΐου-Ιουνίου και τα δυστοπικά αποτελέσματα τους, ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα χρησιμοποιήσει τη νίκη της σαν έναυσμα νέας επίθεσης απέναντι στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

Παρόλο που βρισκόμαστε στο μέσο του καλοκαιριού και τον Οκτώβρη έχουμε τις αυτοδιοικητικές εκλογές, το ξεδίπλωμα των επιδρομών για την αύξηση των κερδών του κεφαλαίου δεν ανεστάλη ούτε από τη ζέστη του θέρους, ούτε από το προεκλογικό κλίμα των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών.
Έτσι ο υπουργός Εργασίας Αδ. Γεωργιάδης και η ΝΔ ψηφίζουν νόμους για αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης στα 74 και σχεδιάζουν 16ωρη καθημερινή εργασία, και μάλιστα χωρίς αποζημίωση απόλυσης! Οι “μεταρρυθμίσεις” στην Υγεία, τα πρόστιμα σε κόμματα για αφισοκολλήσεις, η συνεχιζόμενη ακρίβεια, που απομυζεί το λαϊκό εισόδημα και αυξάνει τα κέρδη των λίγων, η επιδίωξη για εφαρμογή της προσχηματικής αξιολόγησης στον Δημόσιο Τομέα, με παράλληλο ξεπούλημα των υπηρεσιών και του δημόσιου πλούτου, δείχνουν τις προθέσεις τους για τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων.
Την ίδια ώρα το περιβάλλον καταστρέφεται για τα κέρδη των επιχειρήσεων, ειδικά με τις μεγάλες πυρκαγιές που κατέκαψαν εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δάσους, χωρίς να αναστατώσει τις διακοπές, τα μπάνια και την διασκέδαση των κυβερνώντων.

Απέναντι στις νέες επιθέσεις η εργατική τάξη έχει χρέος να αντιδράσει και οι πολιτικές οργανώσεις και συλλογικότητες τις επαναστατικής-αντικαπιταλιστικής αριστεράς, να δώσουν τις καλύτερες πολιτικές προτάσεις και τα καταλληλότερα πολιτικά μέσα και εργαλεία πάλης.
Εν μέσω καλοκαιριού έγιναν κινητοποιήσεις για τις πυρκαγιές, το ναυάγιο με τους πρόσφυγες στην Πύλο, τους ελεύθερους χώρους και τις παραλίες, οι οποίες πρέπει να οργανωθούν, να ενταθούν και να πολλαπλασιαστούν τους επόμενους μήνες.

Ταυτόχρονα πρέπει οι δυνάμεις της αριστεράς να αποτελέσουν ορατή, εναλλακτική πρόταση για τις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές στις αρχές Οκτώβρη. Η κατάθεση υποψηφιοτήτων ολοκληρώνεται στις 31 Αυγούστου και θα πρέπει να γίνουν πολύ μεγάλα και γρήγορα βήματα από τις δυνάμεις του χώρου μας, αν θέλουμε να κατέβουν σχήματα αριστερά, ενωτικά και αγωνιστικά.

Αυτοδιοικητικές εκλογές

Σαν πολιτική οργάνωση “Κόκκινο Νήμα” θεωρούμε ότι οι κυβερνητικές πολιτικές για την αυτοδιοίκηση στο σύνολό τους αποσκοπούν στην εξάλειψη κάθε ίχνους «αυτο»διοίκησης και στη μετατροπή της σε τοπικό-δημοτικό «επιτελικό κράτος».
Οι προϋπολογισμοί μετατρέπονται σε πιστά αντίγραφα του κεντρικού κράτους, με τις γνωστές απαιτήσεις για «μείωση των ελλειμμάτων», ισοσκέλιση και προοπτικά, παραγωγή πλεονασμάτων. Άμεσος οικονομικός στόχος είναι η μείωση της κρατικής επιχορήγησης και η συνολική αλλαγή του τρόπου χρηματοδότησης των περιφερειών και των δήμων, που θα πλήξει τις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων προς τους πολίτες.
Ταυτόχρονα με το νέο νόμο Βορίδη για την αυτοδιοίκηση και την μείωση του αριθμού των περιφερειακών-δημοτικών συμβούλων, που σημαίνει αύξηση του ορίου για είσοδο σε αυτά, επιδιώκεται ο εξοβελισμός των δυνάμεων της αριστεράς από αυτά και η πάλη που δίνονταν σε αυτά.
Τα παραπάνω καθιστούν την παρέμβαση της αριστεράς στους δήμους όχι μόνο από πρόθεση αλλά και«εξ ανάγκης» συγκρουσιακή. Μια τέτοια παρέμβαση είναι αναγκασμένη να κινηθεί έξω και σε σύγκρουση με τη «νομιμότητα» αυτού του πλαισίου, μακριά από αυταπάτες για «αριστερή» ή «φιλολαϊκή» ή ακόμη και «χρηστή» διαχείριση της δημοτικής εξουσίας μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Μόνο με τέτοιους όρους θα έχει νόημα η εμπλοκή της στις δημοτικές εκλογές, η συμμετοχή της δηλαδή σε ένα «παιχνίδι» που, αν το παίξει με τους κανόνες που ορίζει ο αντίπαλος, είναι χαμένο από χέρι. Και μόνο με τη συμμετοχή του κόσμου και τη δημιουργία κινήματος μπορούν να υπάρξουν παρεμβάσεις και αγώνες για την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου.

Η στήριξή ή πιθανή συμμετοχή μας σε δημοτικές παρατάξεις της Αριστεράς πρέπει να δηλώνει την αντίθεσή της σε όλα τα παραπάνω (καθώς και σε υποψηφιότητες που τα εκφράζουν) και να στοχεύει:
– Στο άνοιγμα της συζήτησης για τα μεγάλα θέματα της κεντρικής πολιτικής σκηνής και στην κινητοποίηση του κόσμου σε ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, όπως οι πλειστηριασμοί και οι κατασχέσεις και οι εξώσεις που επίκεινται, η μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου, ζητήματα δημοκρατίας και αντιφασισμού καθώς επίσης και στα κεφαλαιώδη ζητήματα της σχέσης της χώρας με την Ε.Ε. και της Ευρωζώνη, των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών στην περιοχή, του ελληνικού εθνικισμού και της ανόδου του
ρατσισμού και της ακροδεξιάς.
– Στο να βάλει σε κίνηση την εργατική τάξη των τοπικών κοινωνιών μέσω της δημιουργία νέων θεσμών πολιτικής συμμετοχής και αντίστασης όπως π.χ. δίχτυα υπεράσπισης ενάντια στις εξώσεις και στις εταιρίες των βασικών κοινωνικών αναγκών, οι οποίοι θα μπορούσαν να αποτελούν μια ταξική εμπειρία χρήσιμη στους επόμενους αγώνες της κεντρικής πολιτικής σκηνής.
– Στη σκιαγράφηση του τρόπου με τον οποίο μπορούν οι δήμοι ή οι δημοτικές παρατάξεις της αριστεράς να γίνουν προπύργια υπεράσπισης των λαϊκών στρωμάτων, των ανέργων της νεολαίας, των γυναικών, των μεταναστ(ρι)ών κ.λπ. μετατρεπόμενοι έτσι σε σημαντικό παράγοντα του κινήματος.
– Στο άνοιγμα της συζήτησης πάνω σε έννοιες όπως ο κοινωνικός και εργατικός έλεγχος, η αυτοδιαχείριση, η εμβάθυνση της δημοκρατίας μέσω νέων θεσμών αποτύπωσης της λαϊκής βούλησης κ.λπ., οι οποίες θα αποδείξουν ότι ένας άλλος τρόπος πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης είναι δυνατός, έστω και σε τοπικό αρχικά επίπεδο.

Για να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω, θα πρέπει να διαμορφωθούν προγράμματα με ένα γενικό πολιτικό πλαίσιο, αντικυβερνητικό και αντικαπιταλιστικό, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις όσων περιλαμβάνονται παραπάνω, αλλά και με τους εξής άξονες:
– Συγκρότηση ενωτικών κινηματικών αυτοδιοικητικών σχημάτων που να επιδιώκουν τη διεύρυνση των στενών πλαισίων πολιτικής καταγραφής των υπαρχόντων σχηματισμών/μηχανισμών της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε τοπικό επίπεδο. Σχημάτων με κοινωνικό και πολιτικό στίγμα ικανό να απευθυνθεί σε ευρύτερα ακροατήρια, ανθρώπους, κινήματα και δυνάμεις αντίστασης της περιοχής.
– Δημιουργία νέων αυτοδιοικητικών οργάνων με στόχο τη διασφάλιση και την ενίσχυση της συμμετοχής του κόσμου στην άσκηση της δημοτικής πολιτικής, πχ επιτροπές κατοίκων, συνοικιακά συμβούλια ή λαϊκές συνελεύσεις.
– Υπεράσπιση όλων των δοκιμαζόμενων από τη μνημονιακή βαρβαρότητα δημοτών – καμιά διακοπή της παροχής νερού, ρεύματος και φυσικού αερίου, καμιά κατάσχεση σπιτιού ανέργου, υποαπασχολούμενου ή φτωχού δημότη, κανένα κλείσιμο σχολείου ή δομής υγείας της πόλης, καμιά παραχώρηση σε ιδιώτες έργων που μπορούν να υλοποιηθούν από τις δημοτικές υπηρεσίες, για τις οποίες, πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι ο αγώνας για προσλήψεις προσωπικού για μόνιμη σταθερή εργασία.
– Αντιρατσιστική – αντιφασιστική παρέµβαση ως ταυτοτικό στοιχείο. Αυτό εξειδικεύεται στις εξής γενικές θέσεις-κατευθύνσεις: πάλη ενάντια στην ΕΕ-«φρούριο» και τις ρατσιστικές της πολιτικές. Να καταργηθεί η ρατσιστική συμφωνία ΕΕ-Ελλάδας-Τουρκίας. Να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση των προσφύγων προς τις χώρες που επιθυμούν. Να καταργηθούν τα στρατόπεδα κράτησης των προσφυγ(ισσ)ων – να δημιουργηθούν δομές πραγματικής φιλοξενίας των προσφύγων στην ενδοχώρα και μέσα στον οικιστικό ιστό. Να παραμείνουν στη χώρα μας όσοι πρόσφυγες το επιθυμούν. Καλοδεχούμενα τα προσφυγόπουλα στα σχολεία – καλοδεχούμενοι οι προσφυγ(ισσ)ες στους δήμους. Να καταδικαστούν οι νεοναζί δολοφόνοι της ΧΑ. Έξω οι φασίστες από τις γειτονιές – Ποτέ ξανά φασισμός
– Διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για φλέγοντα τοπικά ζητήματα.
– Απόλυτη διαφάνεια στην οικονομική διαχείριση, με τη δημοσιοποίηση όλων των οικονομικών στοιχείων των δήμων.
– Κατάρτιση συμμετοχικών προϋπολογισμών, ώστε να μπορεί να ασκηθεί κοινωνική πολιτική υπέρ των ασθενέστερων στρωμάτων ακόμα και σε ευθεία σύγκρουση με τον «Κλεισθένη» και γενικά με το νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη λειτουργία της Τ.Α., ακόμα κι αν χρειαστεί να φτάσουμε σε παραίτηση ή καθαίρεση της δημοτικής αρχής.
Ευθεία σύνδεση των δήμων και των παρατάξεων της αριστεράς με τις τοπικές κοινωνίες των πολιτών και τα κάθε είδους κινήματα και συλλογικότητες με τρόπο οργανωμένο.

Με βάση τα παραπάνω σαν “Κόκκινο Νήμα” θεωρούμε ότι δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα οι προϋποθέσεις και το πολιτικό τοπίο στην αριστερά, γι’ αυτό και θα στηρίξουμε πάλι κριτικά τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που θα συμμετάσχουν στις Περιφερειακές εκλογές και σε μεγάλους δήμους.
Η Οργάνωση μας επίσης θα στηρίξει σε δήμους τις ενωτικές παρατάξεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με συμμετοχή στους αγώνες και παρουσία αριστερών αγωνιστ(ρι)ών.

Θεωρούμε ότι θα μπορούσε και θα έπρεπε να κατέλθουν στην εκλογική μάχη, όσο το δυνατό πιο ενωτικά σχήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς με συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις και προτάγματα.
Ένα παράδειγμα δημοτικής συνεργασίας αντικαπιταλιστικών δυνάμεων που πρέπει να στηριχτεί είναι στην Αθήνα η συνεργασία Αντικαπιταλιστικής Ανατροπής – Ανυπότακτης Αθήνας, οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς όπως του Κόκκινου Νήματος, αλλά και ανένταχτων αγωνιστ(ρι)ών.

Μπορεί να ανοίξει και τώρα η πολιτική συζήτηση για τη δημιουργία ενιαιομετωπικών σχημάτων, τουλάχιστον σε δήμους, για να αποτελέσουν εναλλακτική πολιτική πρόταση απέναντι στις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, τον συμβιβασμό και την ακροδεξιά.
Ταυτόχρονα τέτοιες κινήσεις θα συμβολίσουν και το άνοιγμα του διαλόγου για περαιτέρω συνεργασία και τη συγκρότηση μαζικής αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής αριστεράς.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καλείται να συμβάλει σε μια τέτοια κατεύθυνση, καθώς τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου-Ιουνίου φανέρωσαν τις πολιτικές της αδυναμίες.




Ανακοίνωση του Κόκκινου Νήματος για τα αποτελέσματα των εκλογών της 25ης Ιούνη

Σε συνθήκες αύξησης της αποχής, τα εκλογικά αποτελέσματα της 25ης Ιούνη επιβεβαιώνουν τη διαμόρφωση ενός δεξιόστροφου πολιτικού σκηνικού και ενός αρνητικού συσχετισμού για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Η επανεμφάνιση  φασιστικού συνδυασμού στη Βουλή, μαζί με την είσοδο ακροδεξιών, θρησκόληπτων και συντηρητικών κομμάτων, είναι το νέο στοιχείο που χρειάζεται να σημάνει συναγερμό. Η παγίωση αυτού του αρνητικού συσχετισμού θα εξαρτηθεί από την κίνηση και την απάντηση της εργατικής τάξης, του κινήματος και της Αριστεράς.

Η ΝΔ παρότι χάνει 300.000 ψήφους αναδεικνύεται ξανά ως το κόμμα, που θα συνεχίσει την επόμενη μέρα των εκλογών την επίθεση για λογαριασμό της αστικής τάξης και του συστήματος. Ο νέος εκλογικός νόμος της δίνει ισχυρή αυτοδυναμία να προχωρήσει στις σαρωτικές νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που έχει ήδη εξαγγείλει, αλλά όχι την παντοδυναμία που επιζητούσε.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το κόμμα που υφίσταται περαιτέρω απώλειες των ποσοστών του προς την Πλεύση Ελευθερίας, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και μπαίνει ανοιχτά σε κρίση. Η συντριπτική του ήττα οφείλεται στη συνεχιζόμενη δεξιά μετατόπιση, στην πλήρη υποταγή του στο κεφάλαιο και στην περαιτέρω απαξίωση του στα μάτια των λαϊκών στρωμάτων. Η ηγεσία του προσπαθώντας να κερδίσει τη λεγόμενη μεσαία τάξη, έχασε μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης, που ήταν η βάση του σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις.

Το ΠΑΣΟΚ διασώθηκε προσωρινά σε αυτές τις εκλογικές αναμετρήσεις σαν συμπλήρωμα στις αστικές επιδιώξεις και μάλιστα ξεπέρασε τον ΣΥΡΙΖΑ σε δέκα εκλογικές περιφέρειες. Τα σενάρια διαφόρων ευκαιριακών συνεργασιών είναι ξανά ανοιχτά με τον Σύριζα, ενώ αρκετά στελέχη του γλυκοκοιτάζουν ή/και αναλαμβάνουν κυβερνητικές θέσεις με τη Νέα Δημοκρατία.

Παρά την καταδίκη της ΧΑ ως εγκληματικής οργάνωσης, η επανεμφάνιση των φασιστών του συνδυασμού “Σπαρτιάτες” στη βουλή με τη στήριξη εκατοντάδων χιλιάδων ψήφων, πατάει πάνω στην ακροδεξιά ατζέντα της ΝΔ σε εθνικά θέματα και μεταναστευτικό-προσφυγικό, στην προβολή των φασιστών όλη την προηγούμενη περίοδο για τις τροπολογίες αποκλεισμού Κασιδιάρη. Οφείλεται στην όξυνση της κρίσης και τη φτωχοποίηση των λαϊκών στρωμάτων, βαραίνει κυρίως την Aριστερά που δεν πρόβαλλε ως πειστική λύση απέναντι στο σύστημα. Εν όψει της ανελέητης επίθεσης που θα δεχτεί η εργατική τάξη, το σύστημα χρειάζεται και θα αξιοποιήσει τη παρουσία τους μέσα και έξω από τη βουλή για τη καταστολή των αγώνων και του κινήματος όποτε αυτό καταστεί αναγκαίο.

Οι συνδυασμοί “Νίκη” και “Ελληνική Λύση” που ενισχύθηκαν από την εκκλησία και ακροδεξιούς, συντηρητικούς κύκλους συμπληρώνουν το δεξιόστροφο σκηνικό.

Την επόμενη περίοδο που η κρίση θα οξυνθεί και η νεοφιλελεύθερη επίθεση στα εργατικά και λαϊκά στρώματα θα ενταθεί, άμεσο καθήκον είναι οι πρωτοβουλίες για ένα ισχυρό αντιφασιστικό μέτωπο μπροστά στον κίνδυνο ανασύνταξης ναζιστικών ταγμάτων εφόδου.

Το ΚΚΕ αύξησε ελάχιστα τα ποσοστά του, είναι η μόνη αριστερή εξαίρεση στη βουλή, αλλά δεν ενισχύθηκε από την νέα πτώση του Σύριζα, παρότι πρόβαλλε ως «η μόνη λαϊκή αντιπολίτευση» όλη την προεκλογική περίοδο. Η επιμονή του να εμφανίζεται ως μελλοντική λύση κάποτε που θα «αλλάξουν οι συσχετισμοί», ενώ προς το παρόν αντιμάχεται κάθε άλλη αριστερή και κινηματική επιλογή, δεν του επιτρέπει να προβάλει ως αντίπαλο δέος στην επέλαση της δεξιάς του Μητσοτάκη και το κατατάσσει αντικειμενικά στις αβλαβείς για το σύστημα δυνάμεις.

Η Πλεύση Ελευθερίας που δεν θέλει να ανήκει στην Αριστερά αλλά ψηφίζεται κατά πλειοψηφία από κόσμο της Αριστεράς, κατάφερε να μπει στη βουλή, παίρνοντας ψήφους και από τον Σύριζα και από το Μέρα 25 και με μεγάλη προώθηση από τα ΜΜΕ ως τάχα αντισυστημική δύναμη, ενώ το κόμμα του Γ. Βαρουφάκη δεν κατάφερε τελικά να φτάσει το όριο του 3%, πληρώνοντας τον θολό σοσιαλδημοκρατικό του λόγο.

Η Ανταρσύα είχε σημαντική απώλεια ψήφων, κάνοντας χαμηλή εκλογική καταγραφή αναντίστοιχη με την πραγματική πολιτική της επιρροή στο κίνημα και την Αριστερά. Δεν  πρόβαλε ως πειστική αριστερή απάντηση σε ένα δεξιο-ακροδεξιό σκηνικό και αυτό χρειάζεται να γίνει στοιχείο αυτοκριτικής στην περίοδο που έρχεται. Η συζήτηση για το νέο μέτωπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, που προβάλλει ως η μόνη απάντηση δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στις οργανώσεις που ανήκουν ή στηρίζουν Ανταρσύα.

Επόμενα βήματα

Το εργατικό κίνημα δεν έχει ηττηθεί, ούτε υπάρχει μια ξαφνική συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Απέναντι στα εκατομμύρια δεξιών και ακροδεξιών ψηφοφόρων βρίσκονται τα εκατομμύρια που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις για το έγκλημα στα Τέμπη, στις εργατικές, φοιτητικές και αντιρατσιστικές-αντιφασιστικές κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος. Οι εργαζόμενοι/ες και η νεολαία θα ξανακατέβουν στο δρόμο, χρειάζονται όμως τότε μια ορατή πολιτική στήριξη και εναλλακτική από τις δυνάμεις της επαναστατικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

Ο σεχταρισμός αλλά και ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής για τη συγκρότηση ενός μετώπου πρέπει να αποφευχθούν, αν θέλουμε να ξαναγίνουμε πειστικοί στον κόσμο μας και να δείξουμε ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος. Κανένα ρεφορμιστικό κόμμα δεν πρόκειται να συγκροτήσει ουσιαστική αντιπολίτευση απέναντι στη Νέα Δημοκρατία.

Κόντρα στις σκληρές νεοφιλελεύθερες επιθέσεις της δεξιάς κυβέρνησης χρειάζεται σαν αντίπαλο δέος ένα ισχυρό εργατικό κίνημα και πολιτική απάντηση από μια μαχητική επαναστατική Αριστερά.

Το Κόκκινο Νήμα θα συμβάλει με όλες του τις δυνάμεις σε μια τέτοια προσπάθεια και καλεί συντροφικά σε μια προσπάθεια συγκρότησης μετώπου της επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στη βάση ενός μεταβατικού προγράμματος που να απαντά στις βασικές επιθέσεις του συστήματος και μιας αποτελεσματικής τακτικής κοινής δράσης απέναντί τους.

 




H τοποθέτηση του “Κόκκινου Νήματος” στο φεστιβάλ “Αναιρέσεις”

Συντρόφισσες και σύντροφοι του ΝΑΡ και της νΚΑ
Ευχαριστούμε για την πρόσκληση. Θεωρούμε πολύ σημαντική την αποψινή συζήτηση. Δυόμιση εβδομάδες μετά τις εκλογές της 21 Μάη και η θριαμβευτική νίκη της δεξιάς εξακολουθεί να προβληματίζει τον κόσμο των αγώνων και της αριστεράς. Την ίδια ώρα δεν έχουν περάσει πολλές εβδομάδες από την συγκλονιστική συμμετοχή του κόσμου στις μεγαλειώδης γενικές απεργίες που έγιναν μετά το έγκλημα των Τεμπών. Πρόκειται για μια εικόνα αντιφατική που δεν οδηγεί σε εύκολες γενικεύσεις περί συντριπτικής ήττας ή ανεπίστρεπτης δεξιάς μετατόπισης. Την ίδια στιγμή, είναι βέβαιο ότι η νίκη της ΝΔ επιτρέπει στο Μητσοτάκη να συνεχίσει επιθετικά, “νομιμοποιημένος” από το αποτέλεσμα των εκλογών, την ίδια πολιτική. Ενώ η ελληνική εκδοχή της κεντροαριστεράς, των «πλατιών»ρεφορμιστικών κομμάτων τύπου ΣυΡιζΑ φαίνεται να ξεφουσκώνει – όπως σε όλες τις διεθνείς εκδοχές της – αδυνατώντας να εμπνεύσει την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, πως αξίζει τον κόπο να συνεχίζει να τα εκπροσωπεί απέναντι στις πιο ληστρικές και αυταρχικές μορφές επίθεσης του κεφαλαίου που καλούμαστε να αντιμετωπίζουμε χωρίς σταματημό.
Είναι αλήθεια πως κάθε νίκη ή ήττα είναι αποτέλεσμα και συνάρτηση της ποιότητας και του αξιόμαχου του αντιπάλου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση λοιπόν η αστική τάξη εμφανίστηκε ενωμένη και αποφασισμένη όσο ποτέ να στηρίξει ψυχή τε και σώματι την επανεκλογή του Μητσοτάκη, ενθαρρυμένη από τα κονδύλια του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης και πλαισιωμένη από πλείστες όσες εκδοχές της μεσαίας τάξης που ακόμα ροκανίζει τις κρατικές επιδοτήσεις διαφόρων ειδών. Την ίδια ώρα η εργατική τάξη έδινε τη μάχη με το κουτσό άλογο του ΣυΡιζΑ ενός πολιτικού φορέα που δεν υποσχόταν πολλά παραπάνω από τα ψίχουλα ελεημοσύνης του Κυριάκου Μητσοτάκη (π.χ.880€ κατώτατο μισθό μικτά αντί για 780 του Μητσοτάκη), ενός ΣυΡιζΑ που παράλληλα έδινε και συνεχίζει να δίνει διαπιστευτήρια αστικής νομιμότητας και σταθερότητας του πολιτικού και οικονομικού συστήματος αναζητώντας επί ματέω την μεσαία τάξη και χάνοντας την όποια εμπιστοσύνη του είχε απομείνει στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα.
Έχει επίσης σημασία να σημειώσουμε πως η αναζήτηση από τον ΣυΡιζΑ αλλά και το Μέρα 25 άλλοθι για την ήττα με τις αναφορές περί μαζικής συντηρητικής στροφής στην κοινωνία είναι πολιτικά ανέντιμος και αβάσιμος ισχυρισμός. Είναι προφανές ότι μια σημαντική μετατόπιση έχει ήδη συμβεί από την επικράτηση του νεοφιλευθερισμού της δεκαετίας του ’80 και του ’90, μετατόπιση που έδωσε χώρο στην δεξιά και την ακροδεξιά, παραδοσιακή και σύγχρονη. Ο ισχυρισμός όμως ότι αυτό επιταχύνθηκε ιδιαίτερα μετά το 2019 ώστε να εξηγεί το double score της ΝΔ επί του ΣυΡιζΑ, είναι παντελώς αστήρικτος. Αντίθετα, το κίνημα των Τεμπών, η κατρακύλα της ΔΑΠ στα Πανεπιστήμια, κινήματα όπως των καλλιτεχνών ή η αδυναμία επιβολής πολιτικών όπως της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας ή της απαγόρευσης των διαδηλώσεων, αποτελούν σαφείς ενδείξεις ρωγμών στο ιδεολογικό και πολιτικό οπλοστάσιο του νεοφιλευθερισμού και – υπό προϋποθέσεις – έδαφος ανάταξης του κινήματος και συγκρότησης της εναλλακτικής, αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς που περισσότερο από ποτέ έχουμε ανάγκη.
Τμήμα της πολιτικής φθοράς του ΣυΡιζΑ την καρπώθηκε το ΚΚΕ. Όμως δυστυχώς η προηγούμενη πείρα μας δεν επιτρέπει να περιμένουμε το κόμμα αυτό να την μετουσιώσει σε ουσιαστική αναβάθμιση της αντίστασης, παίζοντας το ρόλο ενός κινηματικού και πολιτικού γραναζιού κινητοποίησης ευρύτερων δυνάμεων. Ένα πολύ μικρότερο δείγμα ανόδου είχαν οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με βασικό κορμό τα ψηφοδέλτια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όμως παραμένει ένα ελάχιστο δείγμα αναζήτησης ανατρεπτικής εναλλακτικής, πολύ κατώτερο από την πραγματική κινηματική και πολιτική αξία των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Η ανατροπή αυτής της αναντιστοιχίας είναι που πρέπει άμεσα να μας απασχολήσει. Δεν εννοούμε κυρίως τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, όπου βέβαια καλούμε ξανά για κριτική ψήφο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αλλά πρωτίστως μετά από αυτές, δηλώνοντας συμμετοχή στην υπερεπείγουσα συζήτηση για την συγκρότηση ενός νέου αντικαπιταλιστικού μετώπου, στήριγμα των αγώνων και ταυτόχρονα προϋπόθεση ανατροπής της πολιτικής ήττας της αριστεράς μετά το 2015, αλλάζοντας – εν κινήσει -όπως λέει και ο ΣυΡιζΑ τους συσχετισμούς πολιτικής επιρροής στην εργατική αγωνιστική τάξη και την νεολαία.
Το κίνημα μπορεί να ξαναβγεί στο προσκήνιο και μάλιστα πολύ σύντομα αλλά η αριστερά δεν έχει δικαίωμα να σπαταλά τους πόρους του αναπαράγοντας τα λάθη της και τους διαδοχικούς κύκλους ήττας της. Απαιτείται άμεσα στροφή ευρύτερων δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε ένα αντικαπιταλιστικό σχέδιο, στην συγκρότηση μαζικού αντικαπιταλιστικού μετώπου.



Ανακοίνωση του Κόκκινου Νήματος: 10 σημεία για την αποτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων

Ανακοίνωση του Κόκκινου Νήματος

10 σημεία για την αποτίμηση 

των εκλογικών αποτελεσμάτων

1. Η θριαμβευτική νίκη της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη αποδεικνύει ότι το κοινωνικό μπλοκ εξουσίας στο οποίο στηρίχτηκε από το 2019 μέχρι και σήμερα παραμένει ισχυρό, συμπαγές και ενισχυμένο, παρά την υλοποίηση επί τέσσερα χρόνια επιθετικών πολιτικών ενάντια στον κόσμο της εργασίας, τη νεολαία και την Αριστερά. Η νίκη αυτή επιτρέπει στον Μητσοτάκη να συνεχίσει επιθετικά, «νομιμοποιημένος» από το αποτέλεσμα των εκλογών, την ίδια πολιτική. Θα πρέπει να περιμένουμε ένταση των επιθέσεων σε ό,τι εξακολουθεί να είναι εμπόδιο στο ληστρικό μοντέλο συσσώρευσης του κεφαλαίου και ακραίας εκμετάλλευσης της εργασίας που έχει εγκαθιδρυθεί με τα 3 μνημόνια, το «υπερμνημόνιο» του 2018 για την… έξοδο από τα μνημόνια και την τετραετία Μητσοτάκη: στην εργασία και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, στην υγεία, την παιδεία, τα δημόσια και κοινά αγαθά, το κοινωνικό κράτος, τα δημοκρατικά δικαιώματα, την πολιτική για τους πρόσφυγες. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την απογοήτευση που δημιουργούν τα εκλογικά αποτελέσματα στον κόσμο της Αριστεράς και στη μαζική κινηματική πρωτοπορία, θα έχει αρνητικές συνέπειες. Θα χρειαστεί υπομονή, καθαρή σκέψη και ετοιμότητα για αξιοποίηση κάθε ευκαιρίας για οργάνωση των αντιστάσεων στην πολιτική του ώστε να αρχίσει να αντιστρέφεται η βαριά αίσθηση της παντοδυναμίας της κυβέρνησης της ΝΔ – μια αίσθηση που είναι κατανοητή μεν, αλλά ταυτόχρονα υπερβολική. 

2. Αυτή η νίκη του αστικού μπλοκ εξουσίας οφείλεται κατά ένα μέρος σε υλικούς όρους. Λόγω των διαδοχικών κρίσεων της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία που πυροδότησε τον υψηλό πληθωρισμό, η Ευρωπαϊκή Ένωση κήρυξε τη δημοσιονομική «ευελιξία», επιτρέποντας πολιτική υψηλών δημόσιων δαπανών και άρα υψηλά ελλείμματα. Ταυτόχρονα, εγκαθίδρυσε το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης (ΤΑΑ – RRF), από το οποίο άρχισαν να εισρέουν στην Ελλάδα πολλά δις. ευρώ (συνολικά 31 μέχρι και το τέλος του 2026). Έτσι, η κυβέρνηση του ακρο-νεοφιλελεύθερου Μητσοτάκη ήταν η μοναδική από το 2010 που έκανε πολιτική όχι δημοσιονομικής πειθαρχίας αλλά υψηλών ελλειμμάτων και ταυτόχρονα είχε τη δυνατότητα να διαθέσει τεράστια ποσά με τη μορφή κρατικών επιδοτήσεων και κατάλληλης κατανομής των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Αξιοποίησε αυτή την ευκαιρία όχι για να στηρίξει τις κοινωνικές υποδομές και το κοινωνικό κράτος, αλλά για να ενισχύσει τους αρμούς του μπλοκ εξουσίας. Δεκάδες δισ. ευρώ κρατικών επιδοτήσεων (από τις επιστρεπτέες προκαταβολές μέχρι τα διάφορα pass και τις επιδοτήσεις του κόστους της ενέργειας, αλλά και πολλά ακόμη δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης κατευθύνθηκαν στοχευμένα σε μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, σε μεσαίες, σε μικρές και σε επαγγελματίες σε όλη τη χώρα. Μια ανάλογη πανελλαδική «δικτύωση» λειτούργησε, συμπληρωματικά, μέσω του τουρισμού, ο οποίος επεκτείνεται στις μεγάλες πόλεις και τις ορεινές περιοχές και διαχέεται πολύ πέρα από την καλοκαιρινή τουριστική περίοδο.        

Η πολιτική αυτή έφτασε ως τη βάση της πυραμίδας, με προλήψεις συνοριοφυλάκων, εποχικών και ορισμένου χρόνου σε όλη την έκταση του ευρύτερου δημόσιου τομέα. 

Το ληστρικό πρότυπο ανάπτυξης που εγκαθίδρυσε η κυβέρνηση με την πολιτική της (καταργώντας από εργατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα μέχρι και περιβαλλοντικές διατάξεις) και οι αθρόες επιδοτήσεις κάθε είδους στο κεφάλαιο, δημιούργησαν τις συνθήκες για έκρηξη κερδών των εισηγημένων στο χρηματιστήριο επιχειρήσεων, η οποία επίσης πέρασε προς τα κάτω σε μεγάλο μέρος της μεσαίας και μικρής αστικής τάξης.  

Η πολιτική αυτή έκανε το σύνολο της αστικής τάξης «έξαλλο» και επιθετικό υποστηρικτή του Μητσοτάκη και αυτή η πολιτική διαχεόταν με μεγάλες δόσεις κυνισμού, παραπληροφόρησης και πολιτικού αποπροσανατολισμού από τα αστικά μίντια, που ήταν «μασίφ» με τον μεγάλο τους χορηγό.  

Οι υλικοί αυτοί όροι ήταν σημαντικό λιπαντικό και μεγάλο στήριγμα του μπλοκ εξουσίας. 

3. Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ έχει συντριπτικό χαρακτήρα. Πρέπει να περιμένουμε και το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιουνίου για να βγάλουμε οριστικό συμπέρασμα, αλλά μπορούν να βγουν ήδη κάποια συμπεράσματα και να γίνει μια πρόβλεψη:
Πρώτο, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε σχεδόν 400.000 ψήφους, από τις συνολικά 600.000 που μειώθηκε, στις εργατικές και πληβειακές περιοχές της Αττικής (π.χ. Β’ Πειραιώς, Β2 Δυτικού Τομέα, Β’ Δυτικής Αττικής), όπου γνώρισε συντριπτική υποχώρηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε δηλαδή μεγάλο μέρος της εργατικής και πληβειακής του βάσης.
Δεύτερο, έχασε τη μαζική του επιρροή σε περιοχές όπως η Κρήτη, η Θεσσαλία, η Ήπειρος και τμήματα της Πελοποννήσου, όπου ο πολιτικός ριζοσπαστισμός της μεταπολίτευσης μετατόπισε τις πολιτικές εκπροσωπήσεις αριστερότερα της παλιάς Ένωσης Κέντρου – κυρίως στο ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως στην Αριστερά.       

Το 2012 και τον Ιανουάριο του 2015, η εκδήλωση μαζικού και ριζοσπαστικού κινήματος ενάντια στις μνημονιακές πολιτικές στο πλαίσιο της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού και της κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος, προκάλεσε μαζικές μετατοπίσεις στην πολιτική εκπροσώπηση κοινωνικών δυνάμεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε σε ηγεσία του αντιμνημονιακού αγώνα και σε πολιτικό εκπρόσωπο εργατικών και πληβειακών στρωμάτων αλλά και σημαντικού τμήματος της μικροαστικής τάξης, που σε κείνες τις συνθήκες δέχθηκε συντριπτικές πιέσεις και βίωνε ακραία ανασφάλεια. Τέτοιας έκτασης μετατοπίσεις στην πολιτική εκπροσώπηση κοινωνικών στρωμάτων γίνονται σε εξαιρετικές ιστορικές στιγμές και όταν καταρρέουν, όπως τώρα με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι δύσκολο να ανακτηθούν – και πάντως όχι άμεσα ούτε φυσικά με όρους τακτικών επιλογών και στροφών. Έτσι, η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μεγάλη και υπαρξιακή και θα έχει πολλά ακόμη επεισόδια. 

4. Η ελπίδα αριστερού και εργατολαϊκού κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ ότι αυτή η ήττα θα προκαλέσει κάποιου είδους στροφή αριστερά είναι μάταιη: Ήδη ο κομματικός λόγος που εκπέμπεται δημόσια αναφέρεται σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τις πραγματικές αιτίες αυτής της ήττας, σε μια προσπάθεια να αναζητηθούν οι αιτίες οπουδήποτε αλλού εκτός από τη στρατηγική και τη συνολική πολιτική του φυσιογνωμία: τη μετατροπή του Όχι του δημοψηφίσματος σε ναι, τη μνημονιακή του θητεία, το γεγονός ότι μετά το 2019 διέψευσε τον δικό του ισχυρισμό πως έκανε ό,τι έκανε «με το πιστόλι στον κρόταφο» και ύστερα από τα μνημόνια θα επέστρεφε στον παλιό ριζοσπαστικό του εαυτό, το «ξενέρωμα» του κόσμου του από τη μη αντιπολίτευση στο διάστημα 2019 – 2023, τη στροφή στο πολιτικό κέντρο (ΠΑΣΟΚ) και τη μεσαία τάξη ταυτόχρονα με το έλλειμμα απεύθυνσης και αναφοράς στην εργατική τάξη, τον απόλυτο σεβασμό στα δικά του μνημονιακά πεπραγμένα αλλά και συνολικά στις δεσμεύσεις για το πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας που ο ίδιος υπέγραψε το 2018 με την υποτιθέμενη συμφωνία εξόδου από τα μνημόνια κ.λπ. κ.λπ. Να σημειώσουμε επίσης την μετατροπή του σε υπέρμαχο ακραίων εξοπλιστικών δαπανών, σε προστάτη των συνόρων έναντι των προσφύγων και μεταναστών/τριών, σε υπέρμαχο του φράχτη στον Έβρο, κ.λ.π. Επειδή είναι ανίκανος να στραφεί σε μια  αναθεώρηση πολιτικής και προσανατολισμού, είναι ανίκανος τόσο να βγει από τον φαύλο κύκλο της κρίσης του, που μόλις άρχισε, όσο και -πολύ περισσότερο- να κάνει στροφή αριστερά.

5. Η αναζήτηση από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το ΜΕΡΑ25, άλλοθι για την ήττα με τις αναφορές περί μαζικής συντηρητικής στροφής στην κοινωνία είναι ένας πολιτικά ανέντιμος και αβάσιμος ισχυρισμός. Βεβαίως, η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού από τη δεκαετία του ’80 και η εμβάθυνση και επέκταση της κυριαρχίας του από τη δεκαετία του ’90, η ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων ιδεών και «αξιών», προφανώς μετατόπισαν δεξιά τον ιδεολογικό συσχετισμό δύναμης και έδωσαν ιδεολογικό χώρο στη δεξιά και την ακροδεξιά, παραδοσιακή και σύγχρονη. Ο ισχυρισμός όμως ότι αυτή η διαδικασία επιταχύνθηκε ιδιαίτερα μετά το 2019 ώστε να εξηγεί τη νίκη της ΝΔ και την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΜΕΡΑ25 είναι εντελώς αστήρικτος. Αντίθετα, ανάμεσα στο 2019 και το 2023 είχαμε σαφή δείγματα ότι η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία ασθμαίνει: η ήττα των πολιτικών εκπροσωπήσεων της άκρας δεξιάς (με σημαίνοντα τον ρόλο του αντιφασιστικού κινήματος), η σταδιακή ανάκαμψη του κινήματος ήδη από την περίοδο της πανδημίας, κυρίως όμως το «κίνημα των Τεμπών», δεν σηματοδοτούν έναν κλιμακούμενο ιδεολογικό και πολιτικό συντηρητισμό μετά το 2019, αλλά μάλλον τα προδρομικά σημάδια μιας αντίστροφης, έστω και αργής, κίνησης του κοινωνικοϊδεολογικού εκκρεμούς. Όμως, ο πολιτικός, προγραμματικός και ιδεολογικός λόγος τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και του ΜΕΡΑ25 ήταν εντελώς ακατάλληλοι για να γονιμοποιήσουν και να δώσουν ώθηση και περιεχόμενο στην αναδυόμενη ζήτηση ριζοσπαστικών ιδεών. Αμφότεροι, όταν εκδηλώθηκε το μαζικό «κίνημα των Τεμπών» δεν έθεσαν καν ζήτημα επανακρατικοποίησης του σιδηρόδρομου ούτε θέλησαν να στηρίξουν το κίνημα ώστε να πάμε σε εκλογές με το κίνημα στον δρόμο και με καθορισμό της πολιτικής ατζέντας απ’ αυτό.  

Τα δεκάδες δισ. ευρώ χρηματικών πόρων με τους οποίους η κυβέρνηση Μητσοτάκη χρηματοδότησε αδρά το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας είναι βέβαια μια εξήγηση για την ανθεκτικότητά του, αλλά εξήγηση εντελώς ανεπαρκής για την έκταση και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ (ιδιαίτερα την απώλεια της εργατικής και πληβειακής του βάσης), πολύ δε περισσότερο για την ήττα του ΜΕΡΑ25.        

Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜΕΡΑ25, που ούτε ίδια είναι ούτε έχει πανομοιότυπες αιτίες, είναι καθαρά ήττα της πολιτικής τους ταυτότητας και στρατηγικής. Κανένα άλλοθι δεν μπορεί να αλλάξει αυτή την πραγματικότητα.  

6. Η νίκη του Μητσοτάκη και η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜΕΡΑ25 παράγουν αποτελέσματα με πολύ ευρύτερες επιπτώσεις σε σχέση με τους τρεις αυτούς πολιτικούς χώρους αλλά και σε σχέση με την κεντρική πολιτική σκηνή συνολικά. Είναι πολιτική ήττα για την Αριστερά συνολικά, για τους εξής λόγους:  

  • Διότι το κενό πολιτικής εκπροσώπησης εργατικών και πληβειακών στρωμάτων που άφησε η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί και δεν θα καλυφθεί από την Αριστερά. Εργατικά και πληβειακά στρώματα που είχαν στραφεί αριστερά από την περίοδο του αντιμνημονιακού αγώνα, τώρα μένουν έκθετα στον πολιτικό αποπροσανατολισμό, την απόσυρση από την αναζήτηση πολιτικής εκπροσώπησης γενικά ή και στρέφονται σε αλλότριες πολιτικές εκπροσωπήσεις (τη Δεξιά -πρωτιά της ΝΔ στη β’ Πειραιά, τη Δυτική Αττική κ.λπ.-, την άκρα δεξιά, το ΠΑΣΟΚ). Αυτό είναι μια  σημαντική «βλάβη» στον εργατικό ταξικό συσχετισμό δύναμης που,  συνήθως δεν αναστρέφεται εύκολα και γρήγορα. 
  • Η μαζική στροφή των μικροαστικών στρωμάτων στη «μασίφ» υποστήριξη του Μητσοτάκη και δευτερευόντως του Ανδρουλάκη, δηλαδή η προσχώρηση της περιλάλητης «μεσαίας τάξης» στο κοινωνικό μπλοκ εξουσίας που εκπροσωπεί ο Μητσοτάκης, σε συνδυασμό με το κενό πολιτικής εκπροσώπησης εργατικών και πληβειακών στρωμάτων που δημιουργεί η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, σηματοδοτούν την κατάρρευση του κοινωνικού μπλοκ της εργατικής τάξης και σύμμαχων στρωμάτων που άρχισε να σχηματίζεται την περίοδο των αντιμνημονιακών αγώνων με πιο λαμπρή του στιγμή το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015. Η σταδιακή του αποσάθρωση, με ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα δέχεται ένα αποφασιστικό πλήγμα. 
  • Διότι η νίκη Μητσοτάκη θα περιχαρακώσει το αστικό πολιτικό σύστημα, θα το κάνει πιο «ολιγαρχικό», αυταρχικό και ασύδοτο, θα στερήσει από την εργατική τάξη δυνατότητες να ασκεί πιέσεις και να αναζητεί εκπροσωπήσεις σε αυτό το επίπεδο. 
  • Διότι όλα τα προηγούμενα γίνονται, συνειδητά ή διαισθητικά, αντιληπτά από την εργατική τάξη και την ευρύτερη κινηματική πρωτοπορία και επιδρούν αρνητικά στο ηθικό της και τη διάθεσή της για κινητοποίηση.      

Το να μην αξιολογούμε αυτές τις επιπτώσεις της νίκης Μητσοτάκη και να θεωρούμε ότι η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜΕΡΑ25 είναι μόνο δική τους υπόθεση, είναι πολιτικό λάθος. Ο συνολικός ταξικός συσχετισμός δύναμης είναι αλγεβρική σχέση κι όχι υπόθεση αριθμητικού αθροίσματος. 

7. Η νίκη του ΚΚΕ, παρ’ ότι αριθμητικά σημαντική για τον συγκεκριμένο πολιτικό σχηματισμό, είναι πολιτικά μικρή και ταυτόχρονα πύρρειος. Το να ξεκολλήσει από το ιστορικό χαμηλό του 5,5% και να κερδίσει 1,7 ποσοστιαίες μονάδες σε συνθήκες κατάρρευσης της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ και ήττας του ΜΕΡΑ25 ελαχιστοποιεί τη σημασία της. Το ΚΚΕ απέτυχε να συσπειρώσει σε αξιόλογο ποσοστό τον κόσμο της εργατικής τάξης και της Αριστεράς που απογοήτευσε ο ΣΥΡΙΖΑ – και δευτερευόντως το ΜΕΡΑ25. Αποδεικνύεται τώρα ότι όλη η πολιτική του την περίοδο 2010-2015 αλλά και μετέπειτα μέχρι σήμερα απέτυχε να οικοδομήσει δεσμούς με σημαντικά κομμάτια της εργατικής τάξης που στράφηκαν αριστερά, αλλά και με κόσμο της Αριστεράς που το 2010-2015 μετατοπίστηκε αριστερότερα από τις παλιές του πολιτικές εκπροσωπήσεις. Τον Ιούλιο του 2015, με τη μνημονιακή στροφή και προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ, ισχυρίστηκε ότι δικαιώθηκε, αλλά το «ταμείο» έδειξε άλλα στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015: κανείς άλλος, ούτε η εργατική τάξη ούτε η Αριστερά, δεν αντιλήφθηκε αυτή τη δικαίωση. Τώρα, που η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ σε εργατικά και πληβειακά στρώματα καταρρέει, μιλάει πάλι για δικαίωση και για νίκη, αλλά ξανά αυτή τη «δικαίωση» δεν την αντιλαμβάνεται η εργατική τάξη ούτε ο κόσμος της Αριστεράς σε αξιόλογη κλίμακα.       

Τα εκλογικά αποτελέσματα είναι δείκτης πολιτικής ωριμότητας της εργατικής τάξης, αλλά μόνο όταν οι αριστεροί και οι κομμουνιστές κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Όταν δεν την κάνουν, τότε είναι δείκτης δικής τους ανεπάρκειας . Σε όλη αυτή τη μακροπερίοδο από το 2010 μέχρι σήμερα, το ΚΚΕ απείχε από τις πολιτικές διακυβεύσεις της συγκυρίας και σε κάθε κρίσιμη καμπή λειτούργησε σαν αριστερός εγγυητής της ομαλότητας: τον Δεκέμβρη του 2008 (όταν διαβεβαίωσε την αστική τάξη και κατακεραύνωσε την εξεγερμένη νεολαία λέγοντας ότι στην «πραγματική επανάσταση δεν θα σπάσει ούτε τζάμι»), την περίοδο του αντιμνημονιακού αγώνα 2010-2015 (όταν κατήγγειλε τον στόχο για ανατροπή του αστικού-μνημομνιακού πολιτικού συστήματος σαν ρεφορμιστική αυταπάτη αφήνοντας την ηγεσία Τσίπρα να αλωνίζει), στο δημοψήφισμα του 2015 (όταν αποξενώθηκε από τις διαθέσεις της εργατικής τάξης και της Αριστεράς θεωρώντας το ΟΧΙ αυταπάτη και μη μπορώντας να κινητοποιήσει ούτε έναν άνθρωπο όταν η «αυταπάτη» του εργατολαϊκού ΟΧΙ προδόθηκε), στη συνέχεια μέχρι και σήμερα θεωρώντας στην πράξη τον ΣΥΡΙΖΑ «κύριο εχθρό» (όταν η αστική τάξη είδε τους κόπους της όλης της Μεταπολίτευσης να δικαιώνονται αποκτώντας με τον Μητσοτάκη την κυβέρνηση των ονείρων της), ακόμη και πρόσφατα στην κινητοποίηση των Τεμπών (όταν αρνήθηκε να προβάλει το αίτημα επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων χωρίς αποζημίωση και υπό εργατικό έλεγχο, επειδή… στον καπιταλισμό η ιδιωτική ή κρατική ιδιοκτησία δεν κάνουν διαφορά).  

Για όσο διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυβερνητική εναλλακτική, το ΚΚΕ θεωρούσε ότι τα πολιτικά τεστ είναι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ κι όχι για το ίδιο. Τώρα όμως αυτή η περίοδος ιδιόμορφης πολιτικής ασυλίας τελειώνει. Τώρα, το ΚΚΕ θα αρχίσει να περνά το δικό του πολιτικό τεστ χωρίς την πολυτέλεια άλλοθι. Τώρα πρέπει να αποδείξει όχι την ακαταλληλότητα του ΣΥΡΙΖΑ ή της υπόλοιπης Αριστεράς (των «οπορτουνιστών»), αλλά τη δική του καταλληλότητα ως ηγεσίας στον αγώνα, ως ηγεσίας που μπορεί να εμπνεύσει, να ηγηθεί και να οργανώσει νικηφόρους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Και το τεστ αυτό θα γίνεται όλο και πιο απαιτητικό και σκληρό για το ΚΚΕ, καθώς είναι πολύ μεγάλο για να συμπεριφέρεται σαν ομάδα σοσιαλιστικής προπαγάνδας και είναι πλέον αρκετά μόνο -και μικρό, με δική του ευθύνη- για να ρίχνει το φταίξιμο σε άλλους.    

8. Η ήττα του ΜΕΡΑ25 δεν έχει κανένα ελαφρυντικό. Ηττήθηκε καθαρά εξαιτίας της πολιτικής και προγραμματικής του φυσιογνωμίας. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε επειδή δεν έπεισε ότι η μνημονιακή του πολιτική ήταν μια παρένθεση, το ΜΕΡΑ25 ηττήθηκε γιατί δεν έπεισε ότι η «πρώτη φορά ρήξη»  μπορούσε να έχει το πρόσωπο του σχεδίου «Δήμητρα» και θολών νομισματικών εμπνεύσεων. Ο αταξικός-διαταξικός και ελιτίστικος χαρακτήρας αυτής της «ρήξης» έγινε, έστω διαισθητικά και ενστικτωδώς, αντιληπτός και τιμωρήθηκε από τον κόσμο της Αριστεράς. Η αριστερή πολιτική αν δεν είναι ταξική, τότε είναι αναπόδραστα σοσιαλδημοκρατική. Και μάλιστα, στη σημερινή ιστορική συγκυρία, δεν μπορεί να είναι καν η μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική πολιτική της αναδιανομής και του κοινωνικού κράτους. Το ΜΕΡΑ25 το απέδειξε αυτό με το να μη βάλει στο κέντρο της πολιτικής του την αναδιανομή εις βάρος των κερδών και υπέρ της εργασίας, με το να μην τολμήσει καν να θέσει το αίτημα για κρατικοποίηση του σιδηρόδρομου την περίοδο του «κινήματος των Τεμπών», με το να μη θίξει τις συντεταγμένες του «υπερ-μνημονίου» του 2018 (χρέος και πρωτογενή πλεονάσματα).    

Τον Σεπτέμβριο του 2015 ηττήθηκε πολιτικά η αριστερή διαφωνία με την ηγεσία Τσίπρα στη μορφή της ΛΑΕ, το 2023 ηττήθηκε η ετεροχρονισμένη εκδοχή αριστερής διαφωνίας με την ηγεσία Τσίπρα στη μορφή του ΜΕΡΑ25. Η προσθήκη «Συμμαχία για τη Ρήξη» είναι μια ήττα μέσα στην ήττα.   

Η ήττα του ΜΕΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη είναι επίσης ήττα, κι αυτό είναι σημαντικό κρατούμενο, μιας πολιτικής φόρμουλας για την ανασυγκρότηση της Αριστεράς με σοσιαλδημοκρατική δομή προγράμματος, με κατεύθυνση το «πλατύ κόμμα» και με διαταξική και αφηρημένα ριζοσπαστική φυσιογνωμία.  

Στις εκλογές του 2023 κατέρρευσαν ταυτόχρονα η «κύρια» εκδοχή ΣΥΡΙΖΑ και οι εκδοχές αριστερών αντιπολιτεύσεων της ΛΑΕ και του ΜΕΡΑ25.  

Η απόδοση της ήττας του ΜΕΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη στην υποτιθέμενη συντηρητική στροφή της κοινωνίας μετά το 2019 είναι εντελώς αστήρικτη, αλλά και ανέντιμη. Η Αριστερά μονίμως τροφοδοτείται από πόρους του κινήματος, όπως πρόσφατα από το «κίνημα των Τεμπών», και μονίμως τους σπαταλά. Δεν δικαιούται να απαιτεί τη διαρκή της τροφοδοσία από πόρους του κινήματος για να αναπαράγει διαρκώς τα ίδια λάθη – οφείλει να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη. 

Σε ένα τέτοιο τοπίο ηττών όλων των εκδοχών του πάλαι ποτέ ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και η αντικαπιταλιστική Αριστερά απομένουν οι μόνοι αριστεροί χώροι – σχηματισμοί που ενώ δεν έχουν νικήσει, δεν έχουν ταυτόχρονα ηττηθεί εκλογικά. Δεν μας είναι αδιάφορος ο συνολικός συσχετισμός δύναμης της Αριστεράς, όπου οι δυνάμεις του ΚΚΕ είναι ο μαζικός πυλώνας. Ταυτόχρονα, η πολιτική γραμμή και στάση του ΚΚΕ (όπως εκτέθηκε συνοπτικά στα προηγούμενα) είναι εχθρική σε οποιοδήποτε σχέδιο ανασυγκρότησης της Αριστεράς και του κινήματος. Αν αυτή η γραμμή αλλάξει, τότε θα χρειαστεί επανατοποθέτηση. Υπό τις παρούσες συνθήκες, όμως, η καλλιέργεια κλίματος πολιτικής «συμπάθειας» προς το ΚΚΕ αποτελεί επιβράβευση μιας σεχταριστικής και συντηρητικής γραμμής και πολιτικής στάσης μέσα στην Αριστερά και λειτουργεί εκφυλιστικά και σαν ανάχωμα ενάντια στις διαδικασίες ανασυγκρότησης της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

9. Οι συλλογικότητες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που συμμετείχαν στις εκλογές δε θα πρέπει να είναι καθόλου ικανοποιημένες από τη στασιμότητα, ή την ελάχιστη άνοδό τους. Η εκλογική απόδοση του “μηδέν κόμμα κάτι” αποτελεί μια σταθερή αποτυχία. Υπάρχει μια μεγάλη αναντιστοιχία με τις ανάγκες της περιόδου, αλλά και με την κινηματική, αγωνιστική και γενικά πολιτική τους αξία. Ένας σοβαρότερος από ποτέ κύκλος διαλόγου πρέπει να ξεκινήσει αμέσως μετά τις εκλογές. Αν μιλάμε για πολιτική συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς κι όχι απλά για συγκέντρωση δυνάμεων σε κινηματικές μάχες, το δίκαιο αίτημα της ενότητας υπερκαθορίζεται από τις πολιτικές, προγραμματικές και στρατηγικές προϋποθέσεις. Το ΜΕΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη είναι το ζωντανό παράδειγμα μιας ήττας που οφείλεται ακριβώς σε αυτή την «παράβλεψη». Μάλιστα, η ήττα του ΜΕΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη προεκτείνεται σε ήττα αντιλήψεων και μέσα στην αντικαπιταλιστική Αριστερά που σχετικοποιούν σημαντικά στοιχεία του αντικαπιταλιστικού προγράμματος (όπως οι θέσεις για τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και τον πόλεμο, τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισμό, το προσφυγικό και την «προστασία των συνόρων» κ.λπ.) στο όνομα του «όλοι μαζί». 

Όσον αφορά την «ΠΟ Κόκκινο Νήμα», καλούμε ξανά για κριτική ψήφο στην Ανταρσύα στις εκλογές της 25ης Ιουνίου, ως μορφή πολιτικής δέσμευσης και διαθεσιμότητας για την υπερ-επείγουσα συζήτηση μετά τις εκλογές για τη συγκρότηση ενός νέου αντικαπιταλιστικού μετώπου-υποκειμένου.  

10. Η εκτίμησή μας ότι τα εκλογικά αποτελέσματα συνιστούν πολιτική ήττα για την Αριστερά με δυσμενείς συνέπειες για τους όρους πολιτικής εκπροσώπησης της εργατικής τάξης και για το κίνημα, συμβαδίζει με τη δεύτερη βασική μας εκτίμηση ότι δεν υπάρχει νέα συντηρητική στροφή στην κοινωνία μετά το 2019 που να εξηγεί αυτή την ήττα. Η νίκη του Μητσοτάκη δεν είναι «μακράς πνοής» ούτε συντριπτική, γιατί: 

  • Οφείλεται κατά ένα σημαντικό μέρος της σε ευνοϊκές συγκυρίες που του επέτρεψαν να λιπάνει τους αρμούς του κοινωνικού μπλοκ εξουσίας που τον στηρίζει με τεράστιους χρηματικούς πόρους χρηματοδοτημένους από υψηλά ελλείμματα, από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και από τα υψηλά κέρδη του επιχειρηματικού τομέα χάρη στη συμπίεση του κόστους εργασίας και τις ασύδοτες εκδοχές της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Με την επάνοδο στη δημοσιονομική πειθαρχία, αυτά τα περιθώρια θα στενέψουν αρκετά.   
  • Ένα 10% από το συνολικό του ποσοστό αποφάσισε (σύμφωνα με τα δεδομένα των exit polls) να ψηφίσει Μητσοτάκη την τελευταία βδομάδα ή και την τελευταία μέρα – κάτι που αποκαλύπτει μειωμένο και άρα επισφαλή βαθμό συναίνεσης. 
  • Γιατί παραμένουν όλοι οι λόγοι που οδήγησαν στο ξέσπασμα του κινήματος των Τεμπών. Οι κοινωνικές διεργασίες που οδήγησαν στην πτώση της πολιτικής επιρροής της ΔΑΠ στα πανεπιστήμια, στον «εμφύλιο» στη νεολαία (όπου ο νεοφιλελεύθερος κυνισμός συναντά ισομεγέθη αντίσταση από ένα τμήμα της που «ψάχνεται» σε ριζοσπαστικές κατευθύνσεις) ή στο κίνημα των Τεμπών δεν παραγράφονται.  
  • Γιατί ευνοήθηκε αφάνταστα από την ψοφοδεή πολιτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ και τη στρατηγική του ΜΕΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη. 
  • Γιατί -ίσως το σημαντικότερο- η διεθνής οικονομική συγκυρία «μυρίζει μπαρούτι» και άρα θα εντείνει τις πιέσεις στην ελληνική οικονομία με διάφορους τρόπους.      

Παραμένει όμως πολιτική ήττα για την Αριστερά συνολικά, με δυσμενείς συνέπειες για το κίνημα. Αυτές οι συνέπειες θα είναι πιο έντονες το πρώτο διάστημα μετά τις εκλογές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα είναι συντριπτικές ή μακροχρόνιες. Το κίνημα μπορεί να ανακάμψει, και μάλιστα πιο σύντομα απ’ όσο φοβούνται πολλοί, αλλά η Αριστερά δεν έχει δικαίωμα να σπαταλά αενάως τους αγωνιστικούς του πόρους αναπαράγοντας τα λάθη της και διαδοχικούς πολιτικούς κύκλους ήττας. Απαιτείται στροφή ευρύτερων δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε ένα αντικαπιταλιστικό σχέδιο, στη συγκρότηση μαζικού αντικαπιταλιστικού μετώπου – υποκειμένου. Οι δυνάμεις της διεθνιστικής-επαναστατικής αριστεράς πρέπει να παίξουν τον ρόλο τους σε αυτή την κατεύθυνση.  




Η θέση μας για τις εκλογές

Κόκκινο Νήμα

 

Η θέση μας για τις εκλογές

 

 

Το Κόκκινο Νήμα καθόρισε την εκλογική του στάση στην Ολομέλειά του στις 4 Μαρτίου 2023. Τμήμα της απόφασης, με τα πιο “επίμαχα” ζητήματα, δημοσιεύτηκε στο φύλλο του Μαρτίου της εφημερίδας μας «Κόκκινο Νήμα» (σελ. 10-11). Εδώ, δημοσιεύεται στο σύνολό της.

 

 

Η ιστορική συγκυρία

 

Πρέπει να τονιστούν, συνοπτικά, τρία χαρακτηριστικά της ιστορικής συγκυρίας που είναι θεμελιώδη:

  • Για πρώτη φορά στην ιστορία των δομικών οικονομικών κρίσεών του, ο καπιταλισμός δεν έχει σχέδιο για την αντιμετώπισή της, πέρα από την άγρια εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και την επιστροφή σε μορφές καπιταλισμού της απόλυτης υπεραξίας.
  • Για πρώτη φορά εδώ και έναν αιώνα

    συγκλίνουν μια δομική οικονομική κρίση του καπιταλισμού και μια κρίση ηγεμονίας στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο.

Για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού ωριμάζει και ξεσπά στην τωρινή συγκυρία μια κρίση του μακρού ιστορικού χρόνου, η κλιματική κρίση, η οποία συμφύεται αναπόφευκτα τόσο με την οικονομική κρίση όσο και με την κρίση ηγεμονίας στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο (μέσω της ενεργειακής κρίσης, της απo-παγκοσμιοποίησης και της κρίσης στις εφοδιαστικές αλυσίδες κ.λπ.).

Αυτή η συναστρία των κρίσεων, που συγκλίνουν όλες στη συγκυρία που ζούμε, συνθέτει τις όψεις μιας γενικής και ιστορικού χαρακτήρα κρίσης του καπιταλισμού. Πολλά, κρίσιμης σημασίας και ιστορικού χαρακτήρα γεγονότα και εξελίξεις θα συμβούν όχι στο μακρινό μέλλον αλλά στην επόμενη δεκαετία και μέχρι το βάθος δύο δεκαετιών.

Είναι σε αυτό το πλαίσιο που:

  • Οι δυτικές αστικές δημοκρατίες και το πολιτικό τους σύστημα μετατοπίζονται διαρκώς προς πιο αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, όχι αντιστεκόμενες αλλά μετατοπιζόμενες προς τα αυταρχικά πρότυπα καθεστώτων όπως το κινεζικό, το ρωσικό, το τουρκικό κ.λπ. και “ξεπλένουν” καθεστώτα όπως οι θεοκρατικές μοναρχίες του Κόλπου.

Η ενίσχυση των μορφών εκμετάλλευσης τύπου απόλυτης υπεραξίας (καθήλωση μισθών -ενώ ο πληθωρισμός καλπάζει-, επέκταση ωραρίου, απλήρωτες υπερωρίες=απλήρωτος χρόνος εργασίας, διαρκής εντατικοποίηση της εργασίας κ.λπ.) συμβαδίζει με τη διαρκή υπονόμευση του κοινωνικού κράτους (δημόσια συστήματα υγείας, πρόνοιας, εκπαίδευσης, επιδότησης της ανεργίας κ.λπ.) και την εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση κοινών αγαθών και δημόσιων υπηρεσιών.

Αυτές οι μετατοπίσεις είναι κοινές σε όλες τις χώρες του δυτικού  ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, αν και προφανώς διαφέρουν οι μορφές και η ένταση των “φαινομένων” από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο. Πολύ χειρότερα είναι τα πράγματα στις χώρες που διεκδικούν από τον δυτικό ιμπεριαλισμό την παγκόσμια ηγεμονία (κυρίως Κίνα, Ρωσία), όπου η εκμετάλλευση της εργασίας είναι πολύ αγριότερη και το πολιτικό σύστημα είναι είτε απολυταρχικό (Ρωσία) είτε ανοιχτά δικτατορικό (Κίνα). Τέλος, σε εκτεταμένες περιοχές του πλανήτη (στις αναπτυσσόμενες και φτωχές περιοχές της περιφέρειας), η απόλυτη φτώχεια και η έλλειψη στοιχειωδών κοινωνικών υποδομών εκπαίδευσης, υγείας και πρόνοιας, ο πόλεμος και ειδικά ο εμφύλιος πόλεμος, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και κυρώσεις δημιουργούν ένα κοκτέιλ ανείπωτης δυστυχίας για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους.

Με αυτά δεδομένα, προκύπτουν βασικά γενικά συμπεράσματα που αφορούν τη στάση της οργάνωσής μας στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές:

  • Η συναστρία των κρίσεων και των ιστορικού χαρακτήρα απειλών που συσσωρεύουν για τον πλανήτη και την εργαζόμενη κοινωνική πλειονότητα, επαναφέρουν όχι με όρους ιδεώδους αλλά με όρους ιστορικού ορθολογισμού και ιστορικής ανάγκης το πρόταγμα της επανάστασης. Η ανατροπή του καπιταλισμού γίνεται διακύβευση σωτηρίας από τη βαρβαρότητα.

Η πολιτική μορφή συγκρότησης που χρειαζόμαστε, η μόνη ικανή να σταθεί αξιόμαχα απέναντι στον “πολεμικό” (κυριολεκτικά και μεταφορικά) καπιταλισμό της εποχής μας, είναι το μαζικό αντικαπιταλιστικό-επαναστατικό κόμμα. Ούτε τα “πλατιά” κόμματα “πολιτικής ενότητας” (που, όπως αποδείχθηκε από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2010-2015, δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον ορίζοντα του αριστερού κινηματικού ρεφορμισμού και εγκυμονούν τον κίνδυνο ακόμη και ακαριαίας παλινδρόμησης στον δεξιό, σοσιαλδημοκρατικού τύπου ρεφορμισμό) ούτε κόμματα του αριστερού-μετανεωτερικού ρεφορμισμού όπως το ΜΕΡΑ25 ούτε, πολύ περισσότερο, κόμματα όπως ο σημερινός διαρκώς αστικοποιούμενος ΣΥΡΙΖΑ, μπορούν να εκπροσωπούν τον τύπο πολιτικής συγκρότησης που χρειαζόμαστε.

  • Στην ιστορική συγκυρία της γενικής κρίσης του καπιταλισμού τα περιθώρια για σχέδια μεταρρύθμισης, για ρεφορμιστικά “κοινωνικά συμβόλαια”, για σχέδια win-win ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, την εργατική και την αστική τάξη, είμναι από ελαχιστότατα έως ανύπαρκτα. Ο μόνος χώρος και το μόνο σχέδιο που απομένει για τον ρεφορμισμό -και αυτό όχι σαν γενική φόρμουλα που μπορούσε να στηρίξει τη δημιουργία πολιτικού ρεύματος, αλλά για “ειδικές περιπτώσεις”- είναι η σχετικά ήπια λιτότητα (ήπια σε σχέση με τις κλιμακούμενες μορφές της ύστερα από την κρίση του 2008) και ο σχετικός περιορισμός των πιο έκδηλων πολιτικών μορφών του νεοφιλελεύθερου κράτους “έκτακτης ανάγκης”. Αυτή η “λωρίδα” διαφοροποίησης είναι τόσο στενή και τόσο διαρκώς συρρικνούμενη, που δεν αφήνει περιθώρια για την αναπαραγωγή του ρεφορμισμού σε πλατιά βάση. Αντίθετα, η βάση αναπαραγωγής του συρρικνώνεται διαρκώς. Το αποτέλεσμα είναι ότι ένα τέτοιο σχέδιο “ήπιου πολεμικού καπιταλισμού” αφυδατώνει συστηματικά, κοινωνικά και πολιτικά, τον ρεφορμισμό. Έτσι, στις εξαιρέσεις που ένας τέτοιος ρεφορμισμός υπάρχει, είναι φαινόμενο ιστορικής αδράνειας (όπως τα στοιχεία ρεφορμισμού που επιβιώνουν ακόμη στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ) και μετατοπίζεται αναπόφευκτα προς το “δημοκρατικό κέντρο”.
  • Στην ιστορική συγκυρία της γενικής κρίσης του καπιταλισμού και των ιστορικών διακυβεύσεων, στο πλαίσιο της οποίας ο ιστορικός χρόνος συμπυκνώνεται, δεν υπάρχουν περιθώρια για σπατάλη χρόνου και για πολιτική ψυχολογία business as usual. Ό,τι είναι απαραίτητο και ουσιαστικό να γίνει, επείγει και δεν μπορεί να αφεθεί στον μεσο-μακροπρόθεσμο ιστορικό χρόνο. Η αίσθηση του επείγοντος, περισσότερο και από “πολιτική ψυχολογία”, είναι απαραίτητο πολιτικό εφόδιο για την αντικαπιταλιστική-επαναστατική αριστερά.

 

Οι διακυβεύσεις των εκλογών

 

Αν ήμασταν αναρχικοί, δεν θα μας ενδιέφερε η πολιτική, επομένως ούτε οι εκλογές. Συμφωνούμε μαζί τους ότι «αν οι εκλογές άλλαζαν τον κόσμο, θα είχαν καταργηθεί», αλλά ταυτόχρονα δεν πιστεύουμε ότι δεν παίζουν κανένα ρόλο στους ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης, ότι είναι από ταξική και πολιτική άποψη αδιάφορες. Μάλιστα, κάποιες εκλογές -και τα αποτελέσματά τους- μπορούν να πυροδοτήσουν ανατροπές στον συσχετισμό δύναμης, πολιτικές κρίσεις ή σημαντικές πολιτικές μετατοπίσεις προς τα αριστερά ή τα δεξιά.

Τι “παίζεται”, λοιπόν, στις επερχόμενες ελληνικές βουλευτικές εκλογές; Ταξινομούμε τα βασικά τους πολιτικά στοιχήματα, αρχίζοντας από τη “μεγάλη εικόνα”, ως εξής:

  • Στη μεγάλη κλίμακα, το πολιτικό στοίχημα είναι αν θα ηττηθεί στις κάλπες η (δια)κυβέρνηση Μητσοτάκη, αυτό το υβρίδιο άκρας δεξιάς και ακραίου κέντρου, η πιο επιθετική απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας, τη νεολαία και την Αριστερά κυβέρνηση ύστερα από τη χούντα των συνταγματαρχών, που οικοδομεί συστηματικά μια εκδοχή κράτους “έκτακτης ανάγκης” με στοιχεία ιστορικού, αντι-αριστερού και αντεργατικού ρεβανσισμού, άγριας καταστολής, κοινοβουλευτικής χούντας, μαφιοζοποίησης (Greek Mafia, “μαφιοζοποίηση” των δυνάμεων καταστολής και του δικαστικού σώματος κ.λπ.), ακραίου σεξισμού και υπερ-συντηρητισμού. Τυχόν νίκη του Μητσοτάκη στις εκλογές θα συνιστά νίκη, “επιβεβαίωση” και εντολή εμβάθυνσης και εμπέδωσης αυτής της κορφής διακυβέρνησης. Δεν μπορεί να υπάρχει αντικαπιταλιστική – Επαναστατική αριστερά που αδιαφορεί -και μάλιστα (εκ)δηλώνει δημόσια αυτή την αδιαφορία- για την έκβαση αυτού του στοιχήματος.

Το Κόκκινο Νήμα έχει υποστηρίξει με συνέπεια ότι στο πολιτικό σύστημα του ελληνικού καπιταλισμού μόνο κατά φαντασίαν υπάρχει αυτό που το ΚΚΕ και δυνάμεις της άκρας αριστεράς αποκαλούν “δικομματισμό”. Έχει υποστηρίξει επίσης ότι το «τι Μητσοτάκης τι Τσίπρας» ή «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αστικό κόμμα» δεν συνιστούν εκδοχή ριζοσπαστικής κριτικής στον συστηματικά μετατοπιζόμενο προς το αστικό “δημοκρατικό κέντρο” Συριζαϊκό ρεφορμισμό, αλλά εκδοχή πολιτικής εξιδανίκευσης της (δια)κυβέρνησης Μητσοτάκη. Στον ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να γίνει η πιο συστηματική, επίμονη και σκληρή κριτική, αλλά όχι η λάθος κριτική που τον εξισώνει με ό,τι εκπροσωπεί η (δια)κυβέρνηση Μητσοτάκη. Δεν πρόκειται για απαίτηση πολιτικής ή θεωρητικής ακρίβειας και “ορθότητας”, αλλά για κάτι πολύ ουσιαστικότερο: για το πώς απευθυνόμαστε και αν μας ενδιαφέρει να απευθυνόμαστε με πειστικό τρόπο στην αριστερή, εργατολαϊκή και νεολαιίστικη, πολιτική ή απλώς εκλογική, βάση του ΣΥΡΙΖΑ και αν θεωρούμε σημαντικό ποια κατεύθυνση θα πάρει αυτή, αν θα ριζοσπαστικοποιηθεί προς τα αριστερά ή θα περιπέσει σε πολιτική απογοήτευση και απάθεια, με ποιες πολιτικές προοπτικές θα συνδεθεί στο επόμενο διάστημα και τα επόμενα χρόνια.

  • Στην κλίμακα της Αριστεράς, τα στοιχήματα είναι:

α) Η συνολική εκλογική δυναμική της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25, Ανταρσύα, άκρα αριστερά). Τυχόν νέα καθήλωση ή και νέα αποδυνάμωσή της, ως συνολική εικόνα και γενική αίσθηση για το σύνολο των δυνάμεών της, δεν θα είναι προφανώς καλό “κρατούμενο” (σε επίπεδο πολιτικού ηθικού και δυνατοτήτων παρέμβασης) για την “επόμενη μέρα”.

β) Αν θα επιβραβευτεί ή όχι -και σε ποιον βαθμό- η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ προς τον κόσμο της Αριστεράς, που καθορίζεται από τις γνωστές συντεταγμένες:

    1. Πολιτική ύψωσης των ιστορικών συμβόλων και στόχων του κομμουνιστικού κινήματος (του Μαρξ, του Λένιν… αλλά και του Στάλιν, του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, επιμονή στον κομμουνιστικό χαρακτήρα του κόμματος κ.λπ.). Αυτή η “ιδεολογικοποίηση της πολιτικής” έχει θετικά στοιχεία, ιδιαίτερα σε μια εποχή αποϊδεολογικοποίησης και γενικής δεξιάς αντεπίθεσης, αλλά ταυτόχρονα αυτά τα θετικά στοιχεία υποβαθμίζονται σε σημαντικό βαθμό από τη σύνδεσή τους με τον σταλινισμό και με τα καθεστώτα του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, αλλά και τη λειτουργία τους σαν αριστερών-ριζοσπαστικών άλλοθι της “πραγματικής πολιτικής” του κόμματος. (βλέπε παρακάτω)
    2. Πολιτική αγωνιστικής “παράταξης” των δυνάμεών του στους κοινωνικούς χώρους και το εργατικό κίνημα, αλλά ταυτόχρονα και ουσιαστικής αποχής από τις διακυβεύσεις της ταξικής πάλης, στη μικρή, τη μεσαία ή τη μεγάλη κλίμακα, που προσδίδει στην πολιτική του τα τυπικά χαρακτηριστικά συνδυασμού “αριστερού φλας” με “δεξιές στροφές” στην πράξη. Από τη στάση του στη νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 και στις μεγάλες διακυβεύσεις της περιόδου 2010-2015 μέχρι την πρόσφατη στάση του στη μεγάλη μάχη ενάντια στην αξιολόγηση στην εκπαίδευση, το ΚΚΕ έχει αποδείξει ότι είναι δυσανεκτικό ή και ανοιχτά εχθρικό σε “ανοιχτές” δυναμικές που εγκυμονούν την “ανασφάλεια” της ρήξης και προοπτικών “εκτός ελέγχου”. Με γενικό θεωρητικό άλλοθι τον γνωστό αφορισμό “η κατάσταση δεν είναι επαναστατική” (ή, άλλοτε, απλώς “ώριμη”), το ΚΚΕ είναι το κόμμα της κομμουνιστικής ρητορείας και της συντηρητικής πολιτικής όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι, που λειτουργεί αντικειμενικά σαν εγγύηση της καθεστωτικής σταθερότητας.
    3. Σεχταριστική πολιτική απέναντι σε όλες τις δυνάμεις της υπόλοιπης Αριστεράς και απέναντι σε συνδικαλιστικά, δημοτικά ή κινηματικά σχήματα και συσπειρώσεις με τα οποία συνδέονται, ηγεμονεύουν ή απλώς συμμετέχουν δυνάμεις της.
    4. Σεχταριστική πολιτική στα ζητήματα και τις διακυβεύσεις της κεντρικής πολιτικής σκηνής (“τι Νέα Δημοκρατία, τι ΣΥΡΙΖΑ”) και τελεσιγραφισμός προς τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ: «καταπολεμήστε τις αυταπάτες σας και αναγνωρίστε το λάθος σας αν θέλετε να συμπορευτούμε». Έτσι, αντιστρέφονται οι όροι, και το επιδιωκόμενο (ο στόχος), δηλαδή η χειραφέτηση του κόσμου από τις αυταπάτες και την επιρροή της αστικής ιδεολογίας, αντί να επιδιώκεται μέσα από τη συμπόρευση σε πολιτικές και κινηματικές μάχες, γίνεται προαπαιτούμενο γι’ αυτές. Το ζήτημα όμως για την αντικαπιταλιστική πολιτική είναι η συμπόρευση στη μάχη με τον κόσμο του ρεφορμισμού ενώ αυτός διατηρεί τις αυταπάτες του, με στόχο να τις ξεπεράσει μέσα από την εμπειρία του αγώνα.
    5. Πολιτική σεβασμού των εθνικών “εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων” και “εθνικών δικαίων”. Παρά κάποιες θεωρητικές του επεξεργασίες που αναθεωρούν ιστορικές του θέσεις σε διεθνιστική κατεύθυνση, αυτές δεν αγγίζουν την πραγματική πολιτική του, η οποία παραμένει “εθνική” και επομένως απολογητική απέναντι στην αστική τάξη, με κορυφαίο παράδειγμα τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισμό. Εδώ, το αριστερό άλλοθι της δεξιάς πολιτικής είναι μια στρεβλή εκδοχή “αντιμπεριαλισμού”.

Έχοντας πει όλα αυτά, πρέπει να σημειώσουμε κάποια ενθαρρυντικά δείγματα στην πολιτική πρακτική του ΚΚΕ που “δείχνουν” σε διαφορετική κατεύθυνση: Κάποιες εξαιρέσεις ενότητας στη δράση σε επιμέρους χώρους ή κινηματικές μάχες (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την κινητοποίηση για την e-food) και επίσης κάποιες ενδείξεις αποστασιοποίησης από την πλήρη “ουδετερότητα” σε διακυβεύσεις της κεντρικής πολιτικής σκηνής (όπως η κοινή ανακοίνωση με ΜΕΡΑ25 και ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στην απαγόρευση της πορείας του Πολυτεχνείου το 2020 ή η πρόσφατη συμπαράταξη με ΣΥΡΙΖΑ και ΜΕΡΑ25, έστω και χωρίς κοινή ανακοίνωση, ενάντια στην εισαγγελική παρέμβαση για το “ζήτημα Πολάκη”). Θα ήταν λάθος να αποδώσουμε αυτές τις -σε κάθε περίπτωση ανεπαρκέστατες- μετατοπίσεις σε κάποια συνολική αλλαγή ρότας. Η αυταπάτη ότι ο σταλινικός ρεφορμισμός μπορεί να αυτομετασχηματιστεί σε επαναστατικό ρεύμα και να αποτελέσει χώρο αναφοράς ή και πολιτική πλατφόρμα για τις διεργασίες ανασυγκρότησης της αντικαπιταλιστικής – επαναστατικής αριστεράς είναι επικίνδυνη και πρέπει να καταπολεμηθεί. Οι ανεπαρκέστατες μετατοπίσεις της τελευταίας περιόδου πρέπει να αποδοθούν στο γεγονός ότι η μεγάλη μετατόπιση του καθεστωτικού άξονα προς τα δεξιά γεννά στην ηγεσία του ΚΚΕ και σε τμήμα του στελεχικού του δυναμικού και του κόσμου του την ανασφάλεια ότι το “συμβόλαιο του 1974”, που εξασφάλιζε στο ΚΚΕ μια “αξιοσέβαστη” θέση στο πολιτικό σκηνικό και κατ’ ελάχιστο την απλή αναπαραγωγή του, δεν ισχύει πλέον, με αποτέλεσμα να μην είναι πια ούτε το ίδιο στο απυρόβλητο.
Τούτων δοθέντων, η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ, όπως τεκμαίρεται από την πραγματική του κίνηση στις πολιτικές και κοινωνικές μάχες και διακυβεύσεις, είναι μια συντηρητική πολιτική πρόταση (συντηρητική εντός της Αριστεράς), που στα κρίσιμα ζητήματα και τις κρίσιμες καμπές σέβεται τα όρια και τις αντοχές του αστικού καθεστώτος.
γ) Αν το ΜΕΡΑ25 θα παραμείνει στη Βουλή εκπροσωπώντας αυτή την ιδιότυπη -και, όσον αφορά τη σημερινή της μορφή, ετεροχρονισμένη- εκδοχή “αριστερής διαφωνίας” στη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και μετα-αριστερού/μετανεωτερικού ρεφορμισμού (κόμμα προσωποπαγές και “κόμμα του ίντερνετ” ταυτόχρονα) του σήμερα και του αύριο. Αν τα καταφέρει και επειδή, είτε εντός είτε εκτός κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπει σε νέα περίοδο κρίσης, θα μπορούσε να αποτελέσει υποδοχέα της δυσαρέσκειας κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ και τμήματος της νεολαίας.
Το ΜΕΡΑ25 παρουσιάζεται σαν εκπρόσωπος της αριστερής διαφωνίας με τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Η (προ)εκλογική πολιτική του πρόταση, συνοψισμένη στο κείμενο «Οι 7+1 τομές του ΜΕΡΑ25» είναι μια ρεφορμιστική πρόταση, με αρκετά ριζοσπαστικά στοιχεία, που, είναι μας ξαναγυρνάει στις συζητήσεις για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ πριν τη μνημονιακή του στροφή:

  1. Τα ριζοσπαστικά του στοιχεία είναι αρκετά για να παραπέμπουν σε μια διαδικασία ρήξης με το υπάρχον καθεστώς ακραίας λιτότητας και διεθνούς επιτήρησης λόγω του υπερβολικού χρέους είναι, για παράδειγμα: αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού αναδρομικά από το 2021, μείωση συντελεστών ΦΠΑ, κατάργηση του χρηματιστηρίου ενέργειας, κατάργηση του “Ηρακλή”, προστασία πρώτης κατοικίας και ίδρυση Οργανισμού Κοινωνικής Στέγης. Τέτοια αιτήματα, που σε παλιότερες εποχές θα ήταν τυπικά σοσιαλδημοκρατικά αιτήματα, σήμερα είναι ριζοσπαστικά επειδή όχι μόνο δεν είναι ανεκτά, αλλά θα προκαλέσουν τη λυσσασμένη αντίδραση της αστικής τάξης και των διεθνών ιμπεριαλιστικών κέντρων. Ωστόσο, δεν λέγεται πώς μπορούν να υλοποιηθούν και πώς θα αντιμετωπιστεί η βέβαιη (υπερ)αντίδραση σε αυτά: πέραν του ότι ισοδυναμούν με ξήλωμα μέτρων που είναι και προαπαιτούμενα της ενισχυμένης ευρωπαϊκής εποπτείας, απαιτούν υψηλούς πόρους και σκοντάφτουν στις δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα και εξυπηρέτηση του χρέους.
  2. Στα ζητήματα των ιδιωτικοποιήσεων, των τραπεζών και του ελέγχου των μηχανισμών ρευστότητας, για το σχέδιο “Ηρακλής” για τα “κόκκινα δάνεια” των τραπεζών λέγεται ότι θα καταργηθεί και τα βάρη του θα αναλάβει δημόσιος φορέας που θα συγκροτηθεί. Είναι η πρόταση του διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα, που δεν υιοθετήθηκε. Σημαίνει πάντως ότι το Δημόσιο θα αναλάβει τα βάρη των τραπεζικών “κόκκινων δανείων” ενώ οι τράπεζες καθαυτές δεν θα επιβαρυνθούν στο ελάχιστο. Οι τράπεζες μένουν στο απυρόβλητο. Στον απυρόβλητο μένουν και οι μεγάλες επιχειρήσεις, ακόμη και αυτές που συσσωρεύουν υπερκέρδη σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού.
  3. «Κοινωνικοποίηση δημόσιας υγείας, παιδείας και ενημέρωσης». Τον σχεδιασμό και έλεγχό τους θα αναλάβουν Συμβούλια Κληρωτών και Εκλεγμένων Πολιτών και τη διοίκησή τους οι εργαζόμενοι σε αυτά!
  4. Στο ίδιο μήκος κύματος, «Ανάκτηση της δημοκρατικής κυριαρχίας στο κράτος και τη δημόσια περιουσία» (ΑΑΔΕ, ΕΛΣΤΑΤ, Υπερταμείο, ΤΧΣ», που σημαίνει να περάσουν από την τρόικα στον έλεγχο του κράτους. Θα “κοινωνικοποιηθούν” όπως και η υγεία, παιδεία και ενημέρωση, συν ότι τις διοικήσεις τους θα ορίσει μια νέα Κοινωνική Επιτροπή Επιλογής Ανώτατου Προσωπικού. Όλα αυτά, στο όνομα του ότι η “κοινωνικοποίηση” δεν είναι ούτε ιδιωτικοποίηση ούτε κρατικοποίηση. Με ποιον τρόπο θα συσταθούν και θα νομιμοποιηθούν, ποια σχέση θα έχουν με το κράτος κ.λπ. αυτά τα “σοβιέτ διά κληρώσεως” δεν γνωρίζουμε… Το “πρόταγμα”, πάντως, της “ανάκτησης της κυριαρχίας” παραπέμπει στο βασικό πρόταγμα του Brexit και δεν συνοδεύεται από σαφή μέτρα ενάντια στο κεφάλαιο, η δε υπερβολική αοριστία των ίδιων των μέτρων μάλλον πρέπει να συσχετιστεί με τον μη αποκλεισμό του ενδεχόμενου κυβερνητικής σύμπραξης με ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ.
  5. Στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, υπάρχουν δύο θέσεις (καμία εξόρυξη και κατάργηση των ορμητηρίων του στρατού, του ναυτικού και της αεροπορίας των ΗΠΑ), αλλά καμία θέση για τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισμό, το ΝΑΤΟ και τον πόλεμο στην Ουκρανία, ούτε καν η λέξη “βάσεις”. Κατά τα άλλα, Μεσογειακή Διάσκεψη και πρωτοβουλίες για ένα νέο Κίνημα Αδεσμεύτων…Πρόκειται για πρόγραμμα με κάποια ριζοσπαστικά αιτήματα αλλά και με προφανή στοιχεία υπερβολικής αοριστίας, ερασιτεχνισμού και επιπολαιότητας, που είναι βέβαιο ότι στο ενδεχόμενο εφαρμογής του θα είχε τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα με την “περήφανη” διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ.δ) Αν η Ανταρσύα, ως ο μοναδικός “ορατός” σε πανελλαδική κλίμακα πόλος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, θα αναπαραγάγει εκλογικά τη συνθήκη της καθήλωσής της ή θα καταγράψει κάποιο ελπιδοφόρο ίχνος ξεπεράσματός της. (Ειδική αναφορά στην Ανταρσύα θα κάνουμε στη συνέχεια)Αν κριτικάρουμε με αυτόν τον τρόπο τον πολιτικό χαρακτήρα και την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ και του ΜΕΡΑ25, τότε γιατί να μας ενδιαφέρει η συνολική εκλογική καταγραφή της Αριστεράς (περιλαμβανόμενων και των ρεφορμιστικών της συνιστωσών) στις εκλογές; Για τον απλό λόγο ότι ο ρεφορμισμός έχει διπλή/αντιφατική φύση: α) είναι δεξιός συσχετισμός δύναμης μέσα στο κίνημα και την Αριστερά, αλλά β) αριστερός συσχετισμός δύναμης στη συνολική κλίμακα της κοινωνίας και του καθεστώτος. Στις εκλογές, που με το αποτέλεσμά τους συμβάλλουν στη διαμόρφωση του συνολικού συσχετισμού δύναμης, είναι το (β) που μετράει περισσότερο.Σχέδιο οικοδόμησης: Επαναστατική οργάνωση– πολιτικό μέτωπο της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής αριστεράς – παρέμβαση στο κίνημα και στη βάση του ρεφορμισμού με την τακτική του ενιαίου μετώπουΓια μας, κάθε εκλογική στάση (πρέπει να) λογοδοτεί στο πολιτικό σχέδιο οικοδόμησης, που σε ό,τι μας αφορά έχει τρεις “πυλώνες”:
    • Οικοδόμηση μαζικής επαναστατικής οργάνωσης: Στο πλαίσιο αυτό, είμαστε ανοιχτοί και στο ενδεχόμενο συγκέντρωσης δυνάμεων με ενοποίηση με άλλες επαναστατικές οργανώσεις – υπό προϋποθέσεις φυσικά.
    • Οικοδόμηση “ενδιάμεσου” πολιτικού και κινηματικού συσχετισμού δύναμης, με τη συγκρότηση αντικαπιταλιστικού πόλου-μετώπου, με προγραμματικές και άλλες προϋποθέσεις που θα εξασφαλίζουν πραγματικά κοινή στάση στις κεντρικές διακυβεύσεις της συγκυρίας.
    • Παρέμβαση στο κίνημα και στην πολιτική επιρροή του ρεφορμισμού με βάση την τακτική του ενιαίου μετώπου.

    Σε ό,τι μας αφορά, η εκλογική μας στάση οφείλει να παίρνει υπόψη της την “ισορροπία” και τον συνδυασμό αυτών των τριών “πυλώνων”.

     

    Το ενιαίο μέτωπο και οι παρεξηγήσεις γύρω απ’ αυτό

    Η τακτική του ενιαίου μετώπου είναι ένας από τους τρεις κρίσιμους πυλώνες του σχεδίου μας οικοδόμησης. Υπενθυμίζουμε λοιπόν τι είναι (και τι δεν είναι) το ενιαίο μέτωπο:

    • Η τακτική του ενιαίου μετώπου αφορά τη σχέση με τον ρεφορμισμό. Είναι η ενότητα στη δράση των μαζικών κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων της εργατικής τάξης και των κινημάτων αντίστασης. Χωρίς αυτό το στοιχείο, δεν μιλάμε για ενιαίο μέτωπο, αλλά για τακτική που εμπνέεται από τις αρχές του ενιαίου μετώπου. Οι κανόνες της ενιαιομετωπικής τακτικής μεταξύ κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων που ανήκουν στην αντικαπιταλιστική (ή άκρα ή εξωκοινοβουλευτική) αριστερά σχετίζονται και εμπνέονται μεν, δεν ταυτίζονται δε με τους κανόνες που διέπουν τη σχέση με τον ρεφορμισμό.
    • Η τακτική του ενιαίου μετώπου δεν είναι απλώς τακτική ενότητας στη δράση. Είναι διπλή τακτική: α) ενότητας στη δράση, αλλά ταυτόχρονα και β) αντιπαράθεσης με τον ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό. Είναι δηλαδή επαναστατική τακτική συγκρότησης α) του εργατικού κινήματος (και των κινημάτων αντίστασης γενικότερα) και β) του αντικαπιταλιστικού -επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου. Δεν ισχύει λοιπόν ότι με αυτούς που ενωνόμαστε στη δράση μέσα στο κίνημα συμφωνούμε κατ’ ανάγκην και πολιτικά ή έστω, στο όνομα “καλών τρόπων” ή “καλού κλίματος” σαν προϋπόθεση ή παράγωγο της ενότητας στη δράση, παραμερίζουμε και δεν αναφερόμαστε στις διαφορές μας. Δεν ισχύει επίσης ότι η ενότητα στη δράση προεκτείνεται “αυτόματα” σε πολιτική ενότητα (δημιουργία κοινού πολιτικού μετώπου, πόλου κ.λπ.). Αντίθετα, στην τακτική του ενιαίου μετώπου η ενότητα στη δράση, ταυτόχρονα και στο πλαίσιο της κοινής δράσης (και όχι ανεξάρτητα ή έξω απ’ αυτήν), συμπληρώνεται από τον πολιτικό, θεωρητικό και στρατηγικό ανταγωνισμό με τον ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό.
    • Η χρήση του όρου ενιαίο μέτωπο σε μεγάλη έκταση στους χώρους της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής αριστεράς αλλά και σε χώρους του ρεφορμισμού είναι καταρχήν θετική, βαρύνεται όμως από εκτεταμένες συγχύσεις. Δύο είναι οι βασικές “παρεξηγήσεις”, που αμφότερες συνιστούν αντιστροφή των όρων:

    Πρώτο, ο σεχταρισμός:

    Σεχταρισμός είναι να πιστεύεις ότι ο ανταγωνισμός για τα διαφορετικά πολιτικά σχέδια και τη στρατηγική πρέπει να επεκτείνεται και στα ζητήματα της κοινής δράσης. Πολλές δυνάμεις της άκρας αριστεράς έχουν αυτή την αντίληψη, που εκδηλώνεται συνήθως με δύο τρόπους: α) με την απαίτηση να τίθενται γενικότερα πολιτικά προαπαιτούμενα για να υπάρξουν κοινές δράσεις για συγκεκριμένα ζητήματα (με τη μορφή κοινών “πλαισίων”), β) με τη θέση ότι δεν πρέπει να υπάρχει ενότητα στη δράση με τις δυνάμεις του ρεφορμισμού.

    Δεύτερο, ο οπορτουνισμός:

    Οπορτουνισμός είναι να πιστεύεις ότι η ενότητα στη δράση πρέπει και μπορεί να επεκταθεί σε γενικότερη πολιτική ενότητα, ακόμη και αν υπάρχουν προγραμματικές και πολιτικές διαφορές σε κρίσιμα ζητήματα της συγκυρίας που χωρίς μια ξεκάθαρη θέση σε αυτά δεν μπορείς καν να κάνεις (κοινή) πολιτική.Βασικός εκφραστής της σεχταριστικής λογικής είναι το ΚΚΕ (με την πιο ακραία και “καθαρή” εκδοχή σεχταρισμού, που παραπέμπει στις σταλινικές τακτικές της “τρίτης περιόδου” του Μεσοπολέμου). Λιγότερο ακραίες αλλά σοβαρές ως προς τις πολιτικές τους συνέπειες εκδοχές υπάρχουν και στην αντικαπιταλιστική αριστερά (δυνάμεις Ανταρσύα, λοιπή άκρα αριστερά).

    Στον αντίποδα, εκφραστές της οπορτουνιστικής λογικής είναι οι κυρίαρχες δυνάμεις της πρωτοβουλίας για ενότητα όλης της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στις εκλογές (Στούντιο, κείμενο των “5”) αλλά και δυνάμεις του αριστερού ρεφορμισμού.

     

    Σε ποιο «στοίχημα» λογοδοτεί η στάση μας

     

    Με ποιο κριτήριο καθορίζουμε τη στάση μας στις εκλογές; Όχι με κανόνες γενικής πολιτικής ορθότητας, αλλά, συνδυαστικά, με βάση τρία κριτήρια:

    α) Να συμβάλλει, να αποτελεί ακόμη ένα βηματάκι στο πλαίσιο του σχεδίου οικοδόμησης (όπως εκτέθηκε σε “τίτλους” παραπάνω) στην κατεύθυνση της συγκρότησης μαζικού αντικαπιταλιστικού-επαναστατικού κόμματος.

    β) Για τον σκοπό αυτό, να παίρνει υπόψη της τις διακυβεύσεις των εκλογών, τόσο σε σχέση με το σύστημα όσο και σε σχέση με τις διεργασίες και μετατοπίσεις εντός της Αριστεράς.

    γ) Να είναι συμβατή με τις πραγματικές δυνατότητες αξιοποίησης της όποιας εκλογικής στάσης αλλά και απεύθυνσης της οργάνωσής μας. Κάθε πολιτική είναι πολιτική από και για συγκεκριμένο πολιτικό υποκείμενο και όχι “συστάσεις από μακριά” προς την εργατική τάξη, “οδηγίες προς ναυτιλλομένους” ή υποδείξεις προς τρίτους.

    Με τον συνδυασμό αυτών των κριτηρίων:

    Δεν υιοθετούμε μια παρέμβαση με βάση την κεντρική διακύβευση των εκλογών (αν θα πέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη). Υπάρχουν στην ιστορική μας παράδοση τέτοιου τύπου παραδείγματα παρέμβασης, με βάση τη λογική “στηρίζουμε όπως το σκοινί τον κρεμασμένο” (Λένιν), με κριτήριο ότι αν υπάρχει λαϊκό ρεύμα που επενδύει τον θυμό του και τις ελπίδες του απέναντι στο σύστημα και στα κόμματά του σε κάποιο ρεφορμιστικό κόμμα (στη δική μας περίπτωση, στον ΣΥΡΙΖΑ για να φύγει ο Μητσοτάκης), τότε μια ψήφος σε αυτό το κόμμα με ταυτόχρονη ανάδειξη του δικού μας προγράμματος και καταδίκη-καταγγελία (όχι απλώς κριτική) της ηγεσίας του και του προγράμματός του και προειδοποίηση ότι θα προδώσει ξανά και ξανά τις ελπίδες της εργατικής τάξης και της νεολαίας, μπορεί να υπάρξει, λογοδοτώντας στο κριτήριο ότι οι “μάζες” μαθαίνουν από την ίδια τους την πείρα κι όχι από διακηρύξεις. Το πρόβλημα είναι ότι μια τέτοια στάση θα κατέστρεφε τις προϋποθέσεις για να υπηρετήσουμε τον αντικειμενικό στόχο κάθε εκλογικής στάσης: να γίνουμε ικανότεροι στο να επηρεάσουμε τις διεργασίες για τη συγκρότηση μαζικής επαναστατικής οργάνωσης και αντικαπιταλιστικού πόλου-μετώπου. Με τέτοια έκταση και βάθος των συγχύσεων για το ενιαίο μέτωπο και τόσο μικρή προεργασία στο ξεκαθάρισμά αυτών των συγχύσεων, μια τέτοια στάση θα ήταν απλώς ακατανόητη και θα κατέστρεφε σχέσεις και δυνατότητες χωρίς να οικοδομεί τίποτε για την “επόμενη μέρα”. Γι’ αυτό τον λόγο άλλωστε δεν υπάρχει η δυνατότητα μια τέτοια εκλογική τακτική να υιοθετηθεί από έναν ευρύτερο πόλο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ώστε να μην είναι “οδηγίες από μακριά” αλλά δυνατότητα πραγματικής παρέμβασης για οικοδόμηση σχέσεων επιρροής με τμήμα του κόσμου του ρεφορμισμού.

    • Δεν επιλέγουμε την κριτική υποστήριξη στο ΚΚΕ ή το ΜΕΡΑ25, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω στο κείμενο. Ψήφος στο ΚΚΕ είναι ψήφος στον πολιτικό συντηρητισμό και τον σεχταρισμό εντός της Αριστεράς – και για να δυναμώσει ο συσχετισμός υπέρ αυτού μέσα στην Αριστερά. Ψήφος στο ΜΕΡΑ25 είναι ψήφος σε μια ετεροχρονισμένη και μεταμοντέρνα αναπαλαίωση των αδυναμιών και αδιεξόδων της αριστερής κριτικής στην ηγεσία Τσίπρα μέχρι και τη μνημονιακή στροφή του 2015 – και για να ενισχυθεί αυτό το πολιτικό σχέδιο εντός της Αριστεράς.
    • Δεν επιλέγουμε το «Ψήφος στην Αριστερά (ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25, Ανταρσύα)», γιατί αυτό θα σήμαινε ότι δεν προκρίνουμε κανένα σχέδιο και καμιά κατεύθυνση όσον αφορά τους συσχετισμούς δύναμης και τις διεργασίες μέσα στην Αριστερά. Ωστόσο, το ΚΚΕ και το ΜΕΡΑ25 είναι δυνάμεις του ρεφορμισμού, με τις οποίες -για διαφορετικούς για καθεμιά λόγους- δεν συναντιόμαστε παρά ελάχιστα σε ενότητα στη δράση στο κίνημα, ενώ η Ανταρσύα είναι μέτωπό δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με τις οποίες επιπλέον συναντιόμαστε συχνά σε κοινές δράσεις και μάχες.
    • Υιοθετούμε επομένως μια παρέμβαση με βάση τους δύο άλλους άξονες του σχεδίου μας οικοδόμησης: επαναστατική οργάνωση και αντικαπιταλιστικός πόλος-μέτωπο. Παρ’ όλα αυτά, η ανάγκη απεύθυνσης στον κόσμο του ρεφορμισμού (με ό,τι γράφουμε, λέμε, “ζυμώνουμε” σε συζητήσεις και παρεμβάσεις) εξακολουθεί να υπάρχει και πρέπει να υπηρετηθεί. Δεν πρέπει να απευθυνόμαστε σε αυτόν τον κόσμο υπεροπτικά και τελεσιγραφικά («πότε επιτέλους θα αντιληφθείς και θα αποτινάξεις τις αυταπάτες σου και θα έρθεις σε μας») ή διαγράφοντας τη βασική πολιτική διακύβευση των εκλογών («Δεν έχει σημασία αν θα καταψηφιστεί ο Μητσοτάκης, όποιος και να έρθει, το ίδιο θα είναι», «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αστικό κόμμα» και δεν διαφέρει από τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ κ.λπ.).

     

    Η θέση μας: Κριτική ψήφος στην Ανταρσύα, με το βλέμμα στην «επόμενη μέρα»

    Με βάση τέτοια κριτήρια και τέτοιες εκτιμήσεις, καταλήγουμε στη θέση για κριτική υποστήριξη της Ανταρσύα στις εκλογές.

    Υποστήριξη γιατί:

    α) Εκπροσωπεί την πρώτη σημαντική απόπειρα για δημιουργία πολιτικού πόλου-μετώπου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, με πανελλαδική αναγνωρισιμότητα και καταγραφή.

    β) Η συγκρότησή της ενίσχυσε την ενότητα στη δράση, τον συσχετισμό και την παρουσία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε κοινωνικούς χώρους και κινήματα (φοιτητές, εκπαιδευτικοί, υγεία, δήμοι).

    γ) Η συμπόρευση των δυνάμεών της χαρακτηρίστηκε από αξιόλογη και προωθητική προγραμματική συμφωνία, με θετικές μετατοπίσεις σε κρίσιμα και “δύσβατα” ζητήματα (“εθνικά θέματα”, εθνικισμός, ελληνο-τουρκικός ανταγωνισμός και πόλεμος – αντιρατσισμός και αντισεξισμός), στο πλαίσιο μιας αντικαπιταλιστικής-ανατρεπτικής στρατηγικής.

    Κριτική γιατί:

    • Δεν ξεκαθαρίστηκε και αντίθετα παρέμεινε ασαφές εξαρχής το κρίσιμο ζήτημα τι εργαλείο ήταν το μέτωπο και σε ποια προοπτική εντασσόταν. Εκδηλώθηκαν έτσι, συχνά με ανταγωνιστικό τρόπο, πολύ διαφορετικές απόψεις και πολιτικές “ιδιοσυγκρασίες”: που συνέχεαν τη μορφή μέτωπο με τη μορφή κόμμα, που αντιμετώπιζαν το μέτωπο είτε σαν “προστάδιο” για τη δημιουργία νέου αντικαπιταλιστικού κόμματος είτε εργαλειακά σαν πλαίσιο παρέμβασης για την ενίσχυση των επιμέρους οργανώσεων, που ήθελαν ή δεν ήθελαν μαζικές διαδικασίες και λειτουργίες βάσης, που ήταν ευεπίφορες σε ηγεμονισμούς κ.λπ.
    • Παρέμειναν σημαντικές διαφωνίες για τον τρόπο που η Ανταρσύα ασκούσε πολιτική. Έτσι, ενώ δεν υπήρχαν σημαντικές προγραμματικές διαφωνίες, υπήρχαν σημαντικές διαφωνίες στον τρόπο άσκησης πολιτικής, που σχετίζονταν με τον τρόπο κατανόησης της τακτικής του ενιαίου μετώπου (με τα “συμμετρικά” λάθη του σεχταρισμού και του οπορτουνισμού να έχουν ιδιαίτερο βάρος) και έφερναν διαρκώς σε οξεία αντίφαση την προωθημένη προγραμματική συμφωνία με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές.

    Ωστόσο, η Ανταρσύα εκπροσωπεί θετικές παρακαταθήκες και ένα σημαντικό στοιχείο του πολιτικού σχεδίου οικοδόμησης μαζικού αντικαπιταλιστικού-επαναστατικού κόμματος, που παραμένει και δεν παραγράφεται εξαιτίας της κρίσης της: τον “ενδιάμεσο κρίκο” του αντικαπιταλιστικού πολιτικού μετώπου-συσχετισμού.

    Με το βλέμμα στην “επόμενη μέρα” των εκλογών, η συζήτηση για ένα νέο μέτωπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, που δεν μπορεί να είναι απλώς “προέκταση” ή διεύρυνση της Ανταρσύα, γονιμοποιημένη από την πείρα της Ανταρσύα αλλά και την πείρα από την παρέμβαση δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής αριστεράς στον Σύριζα μέχρι και το 2015, πρέπει να ξαναρχίσει αμέσως μετά τις εκλογές.

    Η κριτική μας ψήφος στην Ανταρσύα ισοδυναμεί λοιπόν με πολιτική διαθεσιμότητα για μια τέτοια συζήτηση.




Τοποθέτηση του “Κόκκινου Νήματος” στην εκδήλωση της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος: η επαναστατική αριστερά στις εκλογές

Συντρόφισσες και σύντροφοι εκ μέρους του Κόκκινου Νήματος χαιρετίζουμε την εκδήλωση και σας ευχαριστούμε για την πρόσκληση.
Σε ποια συγκυρία γίνεται η σημερινή συζήτηση;
Για πρώτη φορά στην ιστορία των κρίσεων του, ο καπιταλισμός δεν έχει σχέδιο για την αντιμετώπιση, πέρα από την άγρια εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και για πρώτη φορά εδώ και έναν αιώνα συγκλίνουν μια οικονομική κρίση, μια κρίση ηγεμονίας στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο και η κλιματική κρίση.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που:
Σε εκτεταμένες περιοχές του πλανήτη ο πόλεμος και οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, η φτώχεια και η έλλειψη στοιχειωδών κοινωνικών υποδομών εκπαίδευσης κι υγείας δημιουργούν ερωτηματικά επιβίωσης για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους.
Οι δυτικές αστικές δημοκρατίες μετατοπίζονται διαρκώς προς πιο αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης,
Η ενίσχυση των μορφών εκμετάλλευσης (καθήλωση μισθών, επέκταση ωραρίου, απλήρωτες υπερωρίες, διαρκής εντατικοποίηση της εργασίας) συμβαδίζει με υπονόμευση του κοινωνικού κράτους και ιδιωτικοποίηση δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών.
Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις :
Στην σημερινή συγκυρία της γενικής κρίσης του καπιταλισμού τα περιθώρια για σχέδια μεταρρύθμισης, για ρεφορμιστικά “κοινωνικά συμβόλαια”, για ισοπαλία ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, την εργατική και την αστική τάξη, είναι ανύπαρκτα.
Η επίθεση του συστήματος και εδώ ενάντια σε εργατικά και λαϊκά στρώματα θα ενταθεί, ανεξάρτητα από το πολιτικό προσωπικό που θα προκύψει από τις εκλογές της 21ης Μάη για να διαχειριστεί αυτή την επίθεση.
Σε αυτή τη συγκυρία καλούμαστε να τοποθετηθούμε για τις εκλογές:
Οι εκλογές αυτές γίνονται στον απόηχο σημαντικών γεγονότων όπως το έγκλημα στα Τέμπη και εν μέσω μαζικών κινητοποιήσεων που είχαμε να δούμε πάνω από μια δεκαετία. Αναφέρομαι στις απεργιακές κινητοποιήσεις κυρίως της 8ης αλλά και της 16ης Μάρτη, που θύμισαν κινητοποιήσεις του 2010-12 αλλά και στις αξιοπρεπείς σε μαζικότητα διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς. Το κίνημα των Τεμπών έφερε ξανά στο προσκήνιο προχωρήματα στη συνείδηση ενός κόσμου, συνθήματα ριζοσπαστικά όπως “οι ιδιωτικοποιήσεις σκοτώνουν”, αιτήματα επιθετικά όπως “κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση των δημοσίων αγαθών”. Την ίδια στιγμή, η δυναμική αυτή δεν αρκεί για να δώσει πολιτική εναλλακτική στον κόσμο των αγώνων. Χρειάζεται σχέδιο, βήματα και μεθοδολογία συγκρότησης μαζικής αντικαπιταλιστικής – επαναστατικής αριστεράς, έχοντας καθαρό ότι αυτή δεν είναι απλή προέκταση του κινήματος αλλά έχει πολιτικές προϋποθέσεις.

Ποιο είναι το διακύβευμα των εκλογών της 21ης Μάη;

1) Η ήττα της ΝΔ και στην κάλπη. Δεν μας είναι αδιάφορο αν θα ηττηθεί στις κάλπες η ακροδεξιά κυβέρνηση Μητσοτάκη, η πιο επιθετική κυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών . Τυχόν νίκη της ακροδεξιάς κυβέρνησης του Μητσοτάκη στις εκλογές θα σημάνει επιβεβαίωση μιας επιθετικής ταξικής πολιτικής ενάντια σε εργαζόμενους, νεολαία και λαϊκά στρώματα και μιας πολιτικής ενίσχυσης του κεφαλαίου, τραπεζών, ΜΜΕ, του πολέμου, του ρατσισμού, του σεξισμού και της καταστολής.

2) Να μαυρίσουμε τα ακροδεξιά και φασιστικά μορφώματα που θα κατέβουν στις εκλογές. Δεν τελειώσαμε με το φασισμό. Ο αποκλεισμός του Κασιδιάρη προέκυψε μεν από την παρέμβαση της κυβέρνησης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ πάνω στους δικαστές (η ΝΔ θέλει τον Κασιδιάρη εκτός βουλής έτσι ώστε να αυξήσει τις πιθανότητες της αυτοδυναμίας). Μαζί με τον Κασιδιάρη είναι εκτός εκλογών και τα ακροδεξιά κόμματα των Εμφιετζόγλου/Μπογδάνου, Λατινοπούλου και Νικολόπουλου. Η Χρυσή Αυγή είναι επίσης εκτός εκλογών μιας και δεν κατέθεσε καν υποψηφιότητα. Ανεξάρτητα όμως από τις προθέσεις όσων πήραν την απόφαση για τον αποκλεισμό όλων των παραπάνω κομμάτων, για το αντιφασιστικό κίνημα πρέπει να είναι καθαρό πως αν δεν είχε υπάρξει ο δρόμος και το αντιφασιστικό κίνημα που οδήγησε σε νίκες όπως στην ιστορική καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική ναζιστική οργάνωση στις 7 Οκτώβρη του 2020, τίποτα από τα παραπάνω δεν θα είχε συμβεί.

3) Καμιά εμπιστοσύνη στον Συριζα. Την ήττα της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν την εμπιστευόμαστε στο δεξιότερο από την ίδρυση του πολιτικό προσωπικό του ΣυΡιζΑ. Από την μεριά μας δεν υιοθετούμε τους όρους «δικομματισμός» ή «τι Μητσοτάκης τι Τσίπρας», γιατί πιστεύουμε πως πρέπει να μας ενδιαφέρει να απευθυνόμαστε με πειστικό τρόπο στην πολιτική περιφέρεια του ΣυΡιζΑ, όχι εξισωτικά με την Νέα Δημοκρατία, αλλά με συστηματική, επίμονη και σκληρή κριτική και καταγγελία απέναντι στην πολιτική και την αντιπολίτευση του ΣυΡιζα. Η επιλογή ΣυΡιζα εμφανίζεται σαν μονόδρομος για να φύγει η Δεξιά σε ένα μεγάλο κομμάτι κόσμου και αυτή είναι μια μάχη που έχουμε να δώσουμε

4) Μας ενδιαφέρει η συνολική εκλογική δυναμική και ενίσχυση της Αριστεράς (του ΚΚΕ, κομματιών που συμμαχούν με το Μέρα25, της Ανταρσύα, των δυνάμεων της Άκρας Αριστεράς που συμμετέχουν αυτόνομα στις εκλογές). Όμως νομίζουμε πως δεν πρέπει να αρκεί μια γενικόλογη κριτική ψήφος στην «αριστερά» που δεν θα έπαιρνε υπόψη και δεν θα απαντούσε στα στοιχήματα της επόμενης μέρας για την ίδια την αριστερά και τα πολιτικά σχέδια των δυνάμεών της.
Από αυτή την άποψη δεν θα προτιμούσαμε να ενισχυθεί μια ετεροχρονισμένη κόπια του ΣυΡιζΑ το 2015, από δυνάμεις ρεφορμισμού προσωποπαγών κομμάτων του internet σαν το Μέρα25. Το πρόγραμμα που έχει ανακοινώσει το Μέρα25 κινδυνεύει στο ενδεχόμενο εφαρμογής του, κινδυνεύει να έχει τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα με το πρόγραμμα του ΣυΡιζΑ.

5) Δεν θα προτιμούσαμε να ενισχυθούν πολιτικές σαν του ΚΚΕ που ενώ συγκροτούν αγωνιστικές παρατάξεις στο κίνημα, ουσιαστικά απέχουν από τα πραγματικά στοιχήματα της ταξικής πάλης, με συνδυασμό «αριστερών flash» με δεξιές στροφές στην πράξη.
Σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από σκληρή επίθεση των κυβερνήσεων και του κεφαλαίου, αλλά και μεγάλες αντιστάσεις στην Ελλάδα και διεθνώς (Γαλλία), θα ήταν αυτονόητο το ΚΚ – η εργατική παράταξη του ΚΚ – να πάρει αγωνιστικές πρωτοβουλίες συντονισμού για ανατροπή των κυρίαρχων πολιτικών. Όμως το ΚΚΕ ακολουθεί  γραμμή αποκλιμάκωσης των αγώνων καιρό πριν την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου, ακόμα και μετά τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις για το έγκλημα στα Τέμπη, η οποία προκαλεί ερωτηματικά σε κάθε καλοπροαίρετο αγωνιστή-ρια.
Ενώ η παρουσία του ΓΓ του ΚΚΕ Κουτσούμπα στην Γαλλία σηματοδοτούσε στήριξη στα συνδικάτα που κάλεσαν σε συνολικά δώδεκα γενικές απεργίες ενάντια στο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο Μακρόν και στον γαλλικό λαό που αναμετριόταν με την κυβέρνηση και τις δυνάμεις καταστολής, εδώ η κυρίαρχη γραμμή ήταν τα κυριακάτικα απογευματινά συλλαλητήρια διαμαρτυρίας και εκτόνωσης. Μετά το έγκλημα στα Τέμπη το ΚΚΕ δεν έθεσε στο κέντρο της δημόσιας αντιπαράθεσης το αίτημα για κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.
Ποιο ήταν το θεωρητικό του άλλοθι για αυτή τη στάση; α) Ότι τα μεταβατικά αιτήματα μέσα στον καπιταλισμό γεννούν αυταπάτες ότι μπορούν να υλοποιηθούν σε συνθήκες καπιταλισμού. Και β) Ότι μεταβατικά αιτήματα χωρίς κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής είναι λάθος.
Οι ευθύνες για το διάστημα ύφεσης των αγώνων που διανύουμε προεκλογικά βαρύνουν όλη την Αριστερά, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Οι προτάσεις της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής αριστεράς και στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και στα συνδικάτα για κλιμάκωση ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, με ΓΣ, απεργίες, επιτροπές αγώνα, αιτήματα για επανακρατικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων και αγαθών χωρίς αποζημίωση, δηλαδή εκλογές με το κίνημα στον δρόμο, ήταν αυτές που αντιστοιχούν σε αυτή τη συγκυρία. Οτιδήποτε άλλο είναι απολύτως συνειδητή πολιτική πράξη, η οποία ισοδυναμεί με υποχώρηση και συνθηκολόγηση.

Με αυτές τις σκέψεις, η πολιτική οργάνωση «Κόκκινο Νήμα» αποφάσισε την κριτική υποστήριξη της Ανταρσύα στην σειρά των εκλογικών αναμετρήσεων που έχουμε μπροστά μας.

Υποστήριξη με επιλογή στην Ανταρσύα γιατί:

α. Εκπροσωπεί την πιο σημαντική – ως τώρα – απόπειρα για δημιουργία πολιτικού πόλου – μετώπου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς με πανελλαδική αναγνωρισιμότητα και καταγραφή.

β. Η συγκρότηση της ενισχύει την ενότητα στην δράση, τον συσχετισμό και την παρουσία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε κοινωνικούς χώρους και κινήματα και

γ. Η συμπόρευση των δυνάμεων της Ανταρσύα χαρακτηρίστηκε από αξιόλογη προγραμματική συμφωνία, με μετατοπίσεις σε κρίσιμα ζητήματα (π.χ. πόλεμος, εθνικισμός, ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός).

Κριτική γιατί: Παραμένουν διαφωνίες για τον τρόπο που οι διαφορετικές εκδοχές της Ανταρσύα ή και η Ανταρσύα συνολικά, ασκεί πολιτική. Ενώ για παράδειγμα δεν υπήρχαν σημαντικές προγραμματικές διαφωνίες, στον τρόπο άσκησης πολιτικής το προηγούμενο διάστημα συχνά υπήρχαν λάθος – κατά τη γνώμη μας – πρακτικές μαζικής απεύθυνσης και κατανόησης της τακτικής του ενιαίου μετώπου.

Παρόλα αυτά: Η Ανταρσύα συνεχίζει να εκπροσωπεί ιδιαίτερα σημαντικό στελεχικό δυναμικό, σημαντικές παρακαταθήκες και ένα σημαντικό σχέδιο οικοδόμησης μαζικής αντικαπιταλιστικής δύναμης που παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο.

Με το βλέμμα στην «επόμενη μέρα» των εκλογών, η συζήτηση για ένα νέο μέτωπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που δεν μπορεί να είναι απλώς μια διεύρυνση της Ανταρσύα, πρέπει να ξαναρχίσει αμέσως μετά τις εκλογές.
Όπως και αν εξελιχθούν τα πράγματα, είτε ο Μητσοτάκης καταφέρει να ξαναγίνει κυβέρνηση είτε όχι, η πρωτοπορία των κινημάτων και η αντικαπιταλιστική Αριστερά μπορούν να έχουν μόνο έναν στόχο: την ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, για ισχυρό κίνημα και ισχυρή αντικαπιταλιστική Αριστερά.




1η ΜΑΗ 2023 – Οι ανάγκες των εργατ(ρι)ών πάνω από τα κέρδη των καπιταλιστών

Επόμενος σταθμός του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα και διεθνώς είναι οι κινητοποιήσεις για την Εργατική Πρωτομαγιά, που αποτελεί μέρα μνήμης, τιμής και αγώνα για τους\τις εργαζόμενους\ες.

Τα απεργιακά συλλαλητήρια πρέπει να πλημμυρίσουν την Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις της χώρας, στέλνοντας το μήνυμα της συνέχισης των αγώνων μετά τις μεγάλες απεργίες και διαδηλώσεις στις 8 και 16 Μάρτη. Οι απεργίες αυτές αποτέλεσαν τομή στην πρόσφατη ιστορία του εργατικού κινήματος, καθώς έσπασαν την αδράνεια και την απογοήτευση τουλάχιστον οχτώ ετών μετά την προδοσία του Σύριζα.

Η ακροδεξιά κυβέρνηση Μητσοτάκη, ίσως η χειρότερη κυβέρνηση μετά την Μεταπολίτευση, κατάφερε σημαντικά πλήγματα στους εργαζόμενους, τη νεολαία, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, με σημαντικότερο από αυτά τον αντεργατικό νόμο Χατζηδάκη.

Στην περίοδο διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας οι εργασιακές σχέσεις απορυθμίστηκαν εντελώς, οι ελεγκτικοί κρατικοί μηχανισμοί διαλύθηκαν και εξαιτίας αυτού τα εργατικά δυστυχήματα το 2022 ήταν διπλάσια σε σχέση με το 2019 (102 έναντι 51).

Το κοινωνικό κράτος εγκαταλείφθηκε, μαζί με την παιδεία και την υγεία παρά την πανδημία του κορονοϊού. Το περιβάλλον και οι ελεύθεροι χώροι χαρίζονται στο κεφάλαιο για περαιτέρω εκμετάλλευση, ενώ την ίδια τύχη αντιμετωπίζουν και οι δημόσιες επιχειρήσεις.

Όλα παραδίδονται βορά στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και στους καπιταλιστές. Η εκτίναξη του πληθωρισμού και η αισχροκέρδεια, που συνεχίζεται εδώ και μήνες, κατατρώει τα πενιχρά εισοδήματα της τάξης μας, ενώ τα funds έχουν ξεκινήσει μπαράζ πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας.

Η Νέα Δημοκρατία στη θητεία της ενίσχυσε το κεφάλαιο, την εκκλησία, τη δικαστική εξουσία και τα ΜΜΕ, καθώς και τα σώματα ασφαλείας για να χτυπήσει τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζομένων. Προώθησε τον εθνικισμό, τον ρατσισμό και τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό. Οι ελευθερίες, το δικαίωμα στη διαδήλωση και οι κινητοποιήσεις μπήκαν στο στόχαστρο.

Πιο σκληρή ακόμα είναι η επίθεση που έχουν εξαπολύσει κατά των προσφυγ(ισσ)ων και μεταναστ(ρι)ών με δεκάδες επαναπροωθήσεις (push-backs), δολοφονίες και ληστείες, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο περαιτέρω την ακροδεξιά.

Η εργατική τάξη όμως αντιστάθηκε και αντιστέκεται με πολλούς μικρούς και μεγάλους αγώνες, κλαδικούς, αλλά και γενικές απεργίες. Είναι το νήμα αυτών των αγώνων που μας ενώνει με τις αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις, με τις διαδηλώσεις του 2001, με τις μεγαλειώδεις απεργίες της Μεταπολίτευσης και ακόμα πιο πίσω, αλλά και με τις μεγάλες απεργίες στην Ευρώπη και κυρίως στη Γαλλία. Κόντρα στην Ευρώπη του πολέμου και των εξοπλισμών, υπάρχει η Ευρώπη του διεθνισμού, της αλληλεγγύης και των αγώνων.

Οι Γάλλοι εργαζόμενοι αυτή την περίοδο με δώδεκα μαζικές και μαχητικές γενικές απεργίες και πολύπλευρες δράσεις, δείχνουν τις δυνατότητες και τις αντοχές της εργατικής τάξης και το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν οι λαοί της Ευρώπης.

Η σπίθα που σιγόκαιγε όλο το προηγούμενο διάστημα, ξέσπασε με το πολύνεκρο έγκλημα στα Τέμπη. Χρειάζονται οι αγώνες να συνεχιστούν και πριν και μετά τις εκλογές. Δεν πρέπει να τρέφουμε εκλογικές αυταπάτες, γι’ αυτό και θα συνεχίσουμε να παλεύουμε και μετά τις εκλογές, όποια κυβέρνηση και να σχηματιστεί.

Απέναντι στις αντεργατικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές πρέπει να οικοδομήσουμε ένα ισχυρό εργατικό κίνημα και μια ισχυρή Επαναστατική Αριστερά στήριγμα των αγώνων και των καταπιεσμένων. Για έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση.

 

Όλες & όλοι στα απεργιακά συλλαλητήρια & τις διαδηλώσεις

Αθήνα: 10.30 π.μ. Προπύλαια

Θεσσαλονίκη: 10.30 π.μ. Καμάρα

Το δρόμο τον δείχνει η γαλλική εργατική τάξη

Ζήτω η Εργατική Πρωτομαγιά

 

Π.Ο. ΚΟΚΚΙΝΟ ΝΗΜΑ