1

Ιδιωτικοποιήσεις: ενός κακού, μύρια έπονται

Του Γιώργου ∆ιαµάντη

Τις τελευταίες µέρες, µετά τη δολοφονία 57 ανθρώπων στο σιδηροδροµικό δυστύχηµα των Τεµπών, άνοιξε ξανά µε τραγικό τρόπο η συζήτηση για τις ιδιωτικοποιήσεις στη χώρα µας. Τι είναι οι ιδιωτικοποιήσεις, γιατί γίνονται, ποιος κερδίζει από αυτές, τι αποτέλεσµα έχουν για την κοινωνία; Αυτά είναι τα ερωτήµατα που ξαφνικά ήρθαν πάλι στην επικαιρότητα.

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να επισηµάνουµε ότι ιδιωτικοποιήσεις γίνονταν πάντα, αλλά µετά το 1980, που έχουµε την επιβολή του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού µοντέλου ανάπτυξης διεθνώς, αυξήθηκαν, συστηµατοποιήθηκαν και απέκτησαν χαρακτήρα στρατηγικής επιλογής του κεφαλαίου.

Κάπως σχηµατικά, µπορούµε να κατατάξουµε τις ιδιωτικοποιήσεις σε δύο µεγάλες κατηγορίες:

α. Αυτές που αφορούν τις αναπτυγµένες καπιταλιστικές χώρες και γίνονται συνήθως σε περιόδους ύφεσης ή στασιµότητας της οικονοµίας, µε στόχο την αύξηση της κερδοφορίας που το κεφάλαιο δεν µπορεί να πετύχει αλλιώς, και

β. Αυτές που αφορούν τις χώρες της περιφέρειας και αποσκοπούν στην άµεση µεταφορά πόρων από την περιφέρεια στο καπιταλιστικό κέντρο, οι οποίες γίνονται µε όρους πραγµατικά ληστρικούς και συνήθως µε τη συνεργασία της ντόπιας αστικής τάξης και των κυβερνήσεων (δικτατορικών ή µη) που αποτελούν τον πολιτικό της βραχίονα.

Κοινό χαρακτηριστικό των δύο κατηγοριών είναι ότι αφορούν αγαθά πρώτης ανάγκης, η κατανάλωση των οποίων είναι ανελαστική και µαζική και ότι εντάσσονται στο βασικό σχέδιο του νεοφιλελευθερισµού για δραστική µείωση του οικονοµικού ρόλου του κράτους.

Πολιτική ιδιωτικοποιήσεων: στο στόχαστρο, οι αναδιανεµητικές λειτουργίες του κράτους

Το κράτος σταδιακά αποσυνδέεται από τοµείς της οικονοµίας που παραδοσιακά του ανήκαν όπως η ενέργεια, το νερό, η παιδεία, η υγεία, οι µεταφορές, τα δηµόσια έργα, οι κάθε είδους υποδοµές, η βαριά, η εξορυκτική και η στρατιωτική βιοµηχανία κ.λπ. Οι εκτεταµένες αποκρατικοποιήσεις, δηλαδή η εκποίηση σε εξευτελιστικές συνήθως τιµές του δηµόσιου πλούτου, συνοδεύεται πάντα από χαµηλότερη φορολογία του κεφαλαίου, υποτίθεται ως κίνητρο για επενδύσεις, άρση κάθε νοµικού περιορισµού στην ασύδοτη δράση του, αποδόµηση του κοινωνικού κράτους και απορρύθµιση της αγοράς εργασίας.

Στην πραγµατικότητα, βέβαια, στόχος των κεφαλαιοκρατών και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που πρακτορεύουν τα συµφέροντά τους δεν είναι το κράτος, που αποτελεί πολύτιµο εργαλείο στα χέρια τους, αλλά ο αναδιανεµητικός του ρόλος. Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, αυτός ο ρόλος, όσο περιορισµένος κι αν είναι, δεν µπορεί να γίνει ανεκτός από το κεφάλαιο. Μάλιστα, όσο πιο πολύ φωνάζουν οι κεφαλαιοκράτες εναντίον του κράτους τόσο πιο πολύ το χρειάζονται, κι όσο πιο πολύ το χρειάζονται τόσο περισσότερο φωνάζουν εναντίον του. Για παράδειγµα, οι τραπεζίτες, που ήταν πάντα κάθετα αντίθετοι σε κάθε κρατική παρέµβαση, σώθηκαν ευχαρίστως µε κρατικές εγγυήσεις αλλά και µε ζεστό κρατικό χρήµα σε µια σειρά από χώρες, µε πρώτη την  Ελλάδα.

Με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές ηγεσίες, λοιπόν, το κράτος αρνείται για πρώτη φορά τον ρόλο του συλλογικού καπιταλιστή, δηλαδή τον ρόλο του εγγυητή των όρων της καπιταλιστικής συσσώρευσης, παύει να είναι ο µεγαλύτερος παραγωγός, καταναλωτής και εργοδότης και εκχωρεί στο ιδιωτικό κεφάλαιο ακόµα και την άσκηση της φορολογικής, νοµισµατικής και εισοδηµατικής πολιτικής του. ∆εν προχωρεί µόνο σε µια σκανδαλωδώς άδικη αναδιανοµή του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, αλλά απεµπολεί τις εξουσίες του: ουσιαστικά «αυτοδιαλύεται» ιδιωτικοποιούµενο.

Οι µόνοι τοµείς που το κράτος διατηρεί ολοκληρωτικά είναι οι κατασταλτικοί και φοροεισπρακτικοί µηχανισµοί.

Στο πολιτικό επίπεδο, ο νεοφιλελευθερισµός, ενώ στηρίζεται στην τυπική κοινοβουλευτική νοµιµότητα, σε περιόδους κρίσης τη στερεί από κάθε περιεχόµενο. Το κράτος µετατρέπεται απλά σε µηχανισµό µετακύλισης των συνεπειών της κρίσης στους ασθενέστερους. Η Βουλή υποκαθίσταται από την κυβέρνηση, αυτή από έναν πυρήνα «σηµαντικών υπουργών», αυτός ο πυρήνας από τον πρωθυπουργό κι αυτός µε τη σειρά του από τους ισχυρότερους εκπροσώπους του ιδιωτικού κεφαλαίου. Η αστική τάξη γίνεται φορέας της πολιτικής εξουσίας άµεσα και όχι σε «τελική ανάλυση».

Συνοψίζοντας, παρατηρούµε ότι µε τη νεοφιλελεύθερη πολιτική έχουµε κολοσσιαία µεταφορά πλούτου και κοινωνικών πόρων από τον δηµόσιο τοµέα στον ιδιωτικό, αποδυνάµωση των δηµόσιων λειτουργιών του κράτους, αλµατώδη ιδιωτικοποίηση του συνόλου της οικονοµίας. Αυτή η εξελικτική πορεία των τελευταίων δεκαετιών είναι εκτός των άλλων και µια από τις κυριότερες αιτίες της παγκόσµιας κρίσης δηµόσιου χρέους, η οποία αγγίζει και χώρες πολύ ισχυρότερες από την Ελλάδα. Παντού το κεφάλαιο χρησιµοποιεί το κράτος για να ιδιωτικοποιήσει τα κέρδη σε περιόδους ανάπτυξης και να κοινωνικοποιήσει τις ζηµιές σε περιόδους ύφεσης.

Η «αντικρατική» προπαγάνδα του κεφαλαίου

Βασικό επιχείρηµα της «αντικρατικής» προπαγάνδας είναι ότι το κράτος, λόγω του δυσκίνητου γραφειοκρατικού µηχανισµού του, βάζει προσκόµµατα στην ιδιωτική πρωτοβουλία, ενώ δεν είναι και το ίδιο κερδοφόρο. Το επιχείρηµα είναι σαθρό για δύο λόγους:

α. Το κράτος δεν οφείλει να είναι κερδοφόρο µε όρους ιδιωτικής επιχειρηµατικότητας, αλλά κοινωνικά δίκαιο και αποτελεσµατικό. Η οικονοµική του δράση δεν µπορεί και δεν πρέπει να υπακούει στη λογική της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, µε την έννοια ότι το κέρδος που αποφέρει δεν είναι πάντα µετρήσιµο σε χρήµα. Παραδείγµατος χάριν, οι υποδοµές προς διευκόλυνση των ιδιωτικών επενδύσεων ή η φροντίδα για την καλή εκπαίδευση και υγεία του πληθυσµού είναι σηµαντικοί παραγωγικοί συντελεστές που το κράτος αποδίδει προς εκµετάλλευση στην ιδιωτική πρωτοβουλία.

β. Το κράτος είναι συνήθως ελλειµµατικό, ακριβώς λόγω του θανάσιµου εναγκαλισµού του από το ιδιωτικό κεφάλαιο, το οποίο προσκολλάται πάνω του και το αποµυζά. ∆εν είναι µόνο η τεράστια φοροδιαφυγή του κεφαλαίου ή η ταξική πολιτική των κυβερνήσεων που ελέγχονται απ’ αυτό και επιβάλλουν σκληρή λιτότητα, βαριά φορολογία, διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης και περιστολή κάθε είδους κοινωνικών παροχών. Συχνά ακολουθούνται και πραγµατικά έκνοµες µέθοδοι όπως το τζογάρισµα των αποθεµατικών των ταµείων στο χρηµατιστήριο ή ο εξαναγκασµός της λαϊκής µικροαποταµίευσης να πάρει τον ίδιο δρόµο. Ακόµη χειρότερη είναι η -συνήθης και στην Ελλάδα- πρακτική της απευθείας τροφοδότησης του κεφαλαίου από το κράτος µε χαµηλότοκα δάνεια, επιδοτήσεις ή φοροαπαλλαγές που υποτίθεται ότι θα το στρέψουν σε παραγωγικές επενδύσεις. Αυτές όµως δε γίνονται ποτέ, το κεφάλαιο συνεχίζει να αποσύρεται από την παραγωγή αν δεν µπορεί να επιτύχει το επιθυµητό ποσοστό κέρδους, χωρίς µάλιστα να επιστρέψει τα λεφτά που δεν χρησιµοποίησε για τον σκοπό που τα πήρε. Αυτά τοποθετούνται στην εικονική οικονοµία φέρνοντας νέα κέρδη, µε τελική κατάληξη οι ιδιώτες να δανείζουν µε ληστρικά επιτόκια το ίδιο το κράτος που είχε καταχρεωθεί για να τους χρηµατοδοτήσει. Η όλη διαδικασία θα ήταν πολύ αστεία αν δεν ήταν τραγική.

Πέρα απ’ όλα αυτά, οι ιδιωτικοποιήσεις δηµόσιων  οργανισµών και φορέων συνοδεύονται σχεδόν πάντα από πτώση της ποιότητας των παρεχόµενων υπηρεσιών και προϊόντων και αύξηση της τιµής τους, καθώς ο ιδιώτης όχι µόνο έχει αποκλειστικό σκοπό τη µεγιστοποίηση του κέρδους του, αλλά και δεν φοβάται κάποιο πολιτικό κόστος. Το επιχείρηµα ότι οι ιδιώτες προσφέρουν ποιοτικές υπηρεσίες σε χαµηλές τιµές γιατί εξαναγκάζονται από τον ανταγωνισµό είναι εντελώς αστήρικτο, πρώτον γιατί στην αγορά αυτών των υπηρεσιών διαµορφώνονται συνήθως µονοπωλιακές συνθήκες και δεύτερον γιατί ακόµα κι αν δεν ισχύει αυτό, υπάρχει πάντα η δυνατότητα της συµφωνίας των ανταγωνιζόµενων σε ένα ορισµένο ύψος τιµών, που διευκολύνεται από το γεγονός ότι η κατανάλωση αυτών των υπηρεσιών και προϊόντων είναι όπως είπαµε ανελαστική.

Ακόµη, όπως έδειξε και το πρόσφατο παράδειγµα των εταιρειών παροχής ηλεκτρικού ρεύµατος στη χώρα µας, ο χώρος των ιδιωτικοποιήσεων προσελκύει τα πιο τυχοδιωκτικά στοιχεία του κεφαλαίου, απατεώνες, τζογαδόρους και γενικά αδίστακτους κυνηγούς του κέρδους. Για όλους αυτούς τους λόγους, έχουµε πολλές περιπτώσεις που τα κράτη προσπάθησαν να πάρουν πίσω αυτά που έδωσαν στο ντόπιο και διεθνές κεφάλαιο, παρά την εξάρτηση των κυβερνήσεών τους απ’ αυτό.

Πού βαδίζουµε;

Από ιστορική άποψη, είναι πραγµατικά ενδιαφέρον πού θα καταλήξει αυτή η εξέλιξη προς ένα όλο και µικρότερο κράτος, αν το κίνηµα δεν µπορέσει να τη σταµατήσει. Από ένα πλήθος ιστορικών παραδειγµάτων ξέρουµε πως όταν ένας κοινωνικός σχηµατισµός αρχίζει να αποσυντίθεται, από κάποιο σηµείο και πέρα η πορεία αυτή αποκτά µια δική της δυναµική που δεν είναι εύκολο να ανακοπεί: Κράτος που δεν αναδιανέµει, δεν παράγει, δεν καταναλώνει, δεν δηµιουργεί θέσεις εργασίας το ίδιο, δεν παρέχει υπηρεσίες υγείας και παιδείας, δεν ελέγχει την ενέργεια, δεν κατασκευάζει δηµόσια έργα κ.λπ., απονοµιµοποιείται σταδιακά στη συνείδηση του κόσµου και κινδυνεύει να χάσει αργά ή γρήγορα και τον κατασταλτικό και φοροεισπρακτικό του ρόλο. Το αν αυτό θα οδηγήσει σε µια ζοφερή κατάσταση βαρβαρότητας, µε ιδιωτικούς στρατούς του κεφαλαίου και ιδιωτικούς µηχανισµούς είσπραξης των φόρων, ή θα αφήσει ένα κενό εξουσίας που θα µπορέσει να εκµεταλλευτεί η εργατική τάξη, είναι ένα ερώτηµα που θα απαντηθεί στο µέλλον.




Το δυστύχημα στα Τέμπη: το χρονικό ενός προαναγγελθέντος εγκλήματος

Του Αλέξανδρου Τζαρκά

Ο φετινός Μάρτιος µπήκε επιφυλάσσοντας ένα τραγικό γεγονός: το βράδυ της πρώτης Μαρτίου µια επιβατική αµαξοστοιχία InterCity από την Αθήνα µε τελικό προορισµό τη Θεσaσαλονίκη συγκρούστηκε µε µια εµπορική λίγο µετά τη Λάρισα, στο ύψος της κοιλάδας των Τεµπών. Τραγικός απολογισµός τουλάχιστον 57 νεκροί και δεκάδες αγνοούµενοι. Την επόµενη ήδη µέρα, ξεκίνησε από την κυβέρνηση η επικοινωνιακή διαχείριση της τραγωδίας, µε τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα ∆ηµοκρατία να αποδίδει το δυστύχηµα σε ανθρώπινο λάθος, δείχνοντας ουσιαστικά σαν αποδιοποµπαίο τράγο τον σταθµάρχη του ΣΣ Λάρισας και διαµορφώνοντας τη γραµµή που πρέπει να ακολουθήσει το κυβερνητικό στρατόπεδο τις προσεχείς µέρες ως προς το γεγονός.

Είναι όµως έτσι τα πράγµατα ή µιλάµε για ένα έγκληµα που ήταν θέµα χρόνου να τελεστεί; Οι σιδηροδροµικοί υποστηρίζουν το δεύτερο, καθώς, όπως λένε, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων κυβερνήσεων στο πεδίο του σιδηροδρόµου οδήγησαν στην τραγική υποστελέχωση του ΟΣΕ και στις περικοπές δαπανών για κατασκευή και συντήρηση έργων υποδοµής και συστηµάτων ασφαλείας (σηµατοδότηση – τηλεδιοίκηση). Σηµαντικός παράγοντας ήταν και η «σαλαµοποίηση» του ΟΣΕ, καθώς πριν 15 χρόνια διασπάστηκε σε 4 ανεξάρτητες εταιρείες (ΤΡΑΙΝΟΣΕ για τα δροµολόγια, ΕΡΓΟΣΕ για τα έργα υποδοµής, ΓΑΙΑΟΣΕ για την ακίνητη περιουσία και ΟΣΕ για τη διαχείριση της σιδηροδροµικής υποδοµής), κάτι που οδήγησε σε πλήρη ασυνεννοησία και αλληλοεπικάλυψη αρµοδιοτήτων. Η κατάσταση επιδεινώθηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, οπότε και εκπληρώθηκε η µνηµονιακή υποχρέωση που προέβλεπε το ξεπούληµα έναντι πινακίου φακής της ΤΡΑΙΝΟΣΕ (νυν Hellenic Train) και κατόπιν της Ελληνικής Εταιρείας Συντήρησης Τροχαίου Υλικού (ΕΕΣΤΥ) στην ιταλική κρατική εταιρεία σιδηροδρόµων. Αποτέλεσµα η διακοπή της συνεργασίας ΟΣΕ και ΤΡΑΙΝΟΣΕ, µε τον δηµόσιο διαχειριστή να αναλαµβάνει τις υποχρεώσεις συντήρησης της υποδοµής -παρά την τραγική έλλειψη προσωπικού και χρηµατοδότησης- και τον ιδιωτικό µεταφορέα να αναλαµβάνει την είσπραξη των εσόδων από τα εισιτήρια και από τις σκανδαλώδεις επιχορηγήσεις που έδινε κάθε χρόνο το Ελληνικό ∆ηµόσιο!

Για πολλά χρόνια τα προβλήµατα εντείνονταν και οι σιδηροδροµικοί, µέσω κινητοποιήσεων και ανακοινώσεων, προσπαθούσαν να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου, λέγοντας πως: «∆εν θα περιµένουµε το δυστύχηµα που έρχεται, για να τους δούµε να χύνουν κροκοδείλια δάκρυα, κάνοντας διαπιστώσεις». (∆ΕΣΚ – ΣΙ∆ΗΡΟ∆ΡΟΜΙΚΩΝ, 07/02/2023).

Και έτσι φτάνουµε στα ξηµερώµατα της πρώτης Μαρτίου, οπότε και δίνεται εντολή επιβατική αµαξοστοιχία µε κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη να µπει στην ίδια γραµµή µε µια εµπορική µε κατεύθυνση την Αθήνα. Ελλείψει συστηµάτων τηλεδιοίκησης και σηµατοδότησης δεν υπήρχε δυνατότητα ελέγχου της κατάστασης και έτσι τα τρένα κινούνταν στις ίδιες ράγες για 12 ολόκληρα λεπτά ώσπου τελικά συγκρούστηκαν, αφήνοντας έναν τραγικό απολογισµό δεκάδων νεκρών και αγνοουµένων, στο µεγαλύτερο σιδηροδροµικό δυστύχηµα που συνέβη ποτέ στη χώρα. Η γραµµή της κυβέρνησης ως προς την επικοινωνιακή διαχείριση του δυστυχήµατος ήταν να επιρριφθούν όλες οι ευθύνες σε «τραγικό ανθρώπινο λάθος», αποκρύπτοντας στην ουσία το ότι επρόκειτο για έγκληµα που αναπόφευκτα θα συνέβαινε κάποια στιγµή λόγω της χρόνιας απαξίωσης του σιδηροδρόµου. Καθυστερήσεις και σιδηροδροµικά ατυχήµατα συνέβαιναν και πιο πριν. Ενδεικτικά αναφέρουµε ότι προηγούµενο δροµολόγιο καθυστέρησε λόγω βλάβης στην ηλεκτροδότηση, θέτοντας σε κίνδυνο δεκάδες επιβάτες που ακινητοποιήθηκαν για ώρες στον Παλαιοφάρσαλο.

Αµέσως µετά, αποκαλύφθηκαν ζητήµατα στα συστήµατα σηµατοδότησης και του προαστιακού αλλά και του τραµ, ανοίγοντας µια γενικότερη συζήτηση για την ασφάλεια στις µεταφορές και τη ζηµιά που υπέστησαν από τις µνηµονιακές πολιτικές.

Από την πρώτη κιόλας µέρα οργανώθηκαν κινητοποιήσεις στα γραφεία της Hellenic Train και στον Σ.Σ. Θεσσαλονίκης, µε τον κόσµο που διαµαρτυρόταν να φωνάζει πως στα Τέµπη συντελέστηκε ένα προδιαγεγραµµένο έγκληµα µε τη σφραγίδα κυβέρνησης και ιδιωτών και µε την ΕΛΑΣ να τις καταστέλλει άγρια. Λίγα 24ωρα µετά παραιτήθηκε ο υπουργός Μεταφορών, Κώστας Καραµανλής, ο οποίος µία εβδοµάδα πριν υποστήριζε πως δεν υπάρχει κανένα θέµα ασφαλείας στον ελληνικό σιδηρόδροµο. Η λαϊκή οργή, ωστόσο, δεν κόπασε και οι συγκεντρώσεις συνεχίστηκαν µε αµείωτο ρυθµό, µε αποκορύφωµα την απεργία της 8ης Μαρτίου που έτυχε µεγάλης συµµετοχής τόσο στην Αθήνα όσο και σε 70 ακόµα πόλεις, µε συνθήµατα όπως «Το αίµα κυλάει, εκδίκηση ζητάει», «ήταν ευθύνη ιδιωτική, ήταν δολοφονία κρατική» και «Μητσοτάκη κάθαρµα, άκου το καλά, το αίµα των νεκρών θα σε κυνηγά». Παράλληλα, οι εργαζόµενοι στον σιδηρόδροµο ξεκίνησαν απεργία διαρκείας έως ότου αποκατασταθεί η ασφάλεια στο δίκτυο του ΟΣΕ.

Ο λαός δε φαίνεται να πείθεται από φτηνές δικαιολογίες περί ανθρώπινου λάθους. Η ρητορική Μητσοτάκη για «διαχρονικές ευθύνες» -αν είµαστε όλοι ένοχοι, δεν είναι κανένας- ενώ πριν τέσσερα χρόνια υποσχόταν σιδηρόδροµο ευρωπαϊκών προδιαγραφών και εκσυγχρονισµό, µάλλον εξοργίζει παρά καθησυχάζει. Είναι πλέον φανερό σε όλους πως οι ιδιωτικοποιήσεις και η χρόνια απαξίωση της δηµόσιας συγκοινωνίας και δη των σιδηροδροµικών µεταφορών δολοφονούν. Οι µεταφορές είναι δηµόσιο αγαθό και δεν πρέπει να αφήνονται έρµαια στον εκάστοτε ιδιώτη που δε (θα) διστάζει να θυσιάσει ανθρώπινες ζωές στον βωµό του κέρδους. Χωρίς πλήρη κρατικοποίηση και ανασύσταση ενός ενιαίου και ισχυρού δηµόσιου ΟΣΕ, θα συνεχίσουµε να είµαστε στο ίδιο έργο θεατές.




8 Μάρτη η συνέχεια – Κάτω η κυβέρνηση των δολοφόνων 

Η 8η  Μάρτη , η ημέρα της γυναίκας έγινε ημέρα πανεργατικού ξεσηκωμού ενάντια στην εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Οι συγκεντρώσεις στην Αθήνα αλλά και στις άλλες πόλεις ήταν αντίστοιχες εκείνων του 2010-12 . Τεράστιες ήταν και οι απογευματινές φεμινιστικές πορείες.

Η θλίψη για το έγκλημα στα Τέμπη έχει γίνει συνειδητή οργή ενάντια στις πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων , της υποβάθμισης των δημόσιων αγαθών και της αδιοριστίας στον δημόσιο τομέα. Το σύνθημα ” Εσείς μιλάτε για κέρδη και ζημιές – Εμείς μιλάμε για ανθρώπινες ζωές ” αντηχούσε σε όλα τα μπλοκ της διαδήλωσης.

Είναι αλήθεια ότι από την μέρα των Τεμπών υπάρχει μια γενική κατήφεια σε όλη την κοινωνία και η απεργία της 8ης Μάρτη έγινε η αφορμή να ανέβει το ηθικό του κόσμου της εργασίας γιατί έγινε αντιληπτό ότι μπορεί με την δυναμική παρουσία του να παίξει ενεργό ρόλο στις εξελίξεις.  Πέρα από την γενικευμένη οργή , η απεργία της 8ης Μάρτη  τροφοδοτήθηκε από όλες τις μάχες του τελευταίου διαστήματος (καλλιτεχνών,  εκπαιδευτικών, υγειονομικών  κ.α.) .

Οι εργαζόμενοι με διαφορετικές αφορμές ανά περίπτωση στην Ευρώπη βρίσκονται σε πολύμηνες κινητοποιήσεις ( Γαλλία ασφαλιστικό,  Αγγλία – Πορτογαλία μισθολογικό κ.α.)

Δεν έχει κανένα λόγο ο κόσμος της εργασίας να γυρίσει σπίτι του και να παρακολουθεί παθητικά την στείρα προεκλογική συζήτηση των μεγάλων κομμάτων. Υποχρέωση των  ριζοσπαστικών δυνάμεων είναι να παρθούν  πρωτοβουλίες για την κινηματική συνέχεια με όλα τα μέσα,  τόσο  στους χώρους που βρίσκονται σε δράση όσο και εκεί που δεν υπάρχει ακόμα ενώ όλες οι ενέργειες θα πρέπει να συγκλίνουν σε μία ακόμη Γενική Απεργία.




Έγκλημα στα Τέμπη • Ένοχοι κράτος-κυβερνήσεις-κεφάλαιο • Όλοι-ες στις απεργιακές συγκεντρώσεις 8 Μάρτη

Χιλιάδες κόσμου βγήκαν στους δρόμους, παρά τα χημικά και την καταστολή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, να καταγγείλουν ότι οι ιδιωτικοποιήσεις δολοφονούν και να απαιτήσουν να μην συγκαλυφθούν οι ένοχοι της τραγωδίας. Για το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη ευθύνονται οι πολιτικές των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ και ΝΔ που απαξίωσαν, ιδιωτικοποίησαν και παρέδωσαν τους σιδηροδρόμους βορά στα κέρδη των ιδιωτών. Συνένοχος και φυσικός αυτουργός είναι και ο όμιλος ιταλικών συμφερόντων, που ελέγχει την Hellenic train και στον οποίο ανήκουν οι σιδηρόδρομοι, Ferrovie dello Stato Italiane Group.

Η εταιρεία πωλήθηκε το 2017 στο εξευτελιστικό τίμημα των 45 εκατ. ευρώ, από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ενώ η ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ ήταν βασικός στόχος της ΕΕ και του ΔΝΤ και «μνημονιακή υποχρέωση» από το 2010. Η ΝΔ όταν έγινε κυβέρνηση συνέχισε να επιδοτεί με 50 εκ. ετησίως τη νέα εταιρεία, ενώ ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ και ΝΔ την είχαν τα προηγούμενα χρόνια σαλαμοποιήσει σε μικρότερες (ΕΡΓΟΣΕ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, ΓΑΙΑΟΣΕ κ.ο.κ.), προκειμένου να μπορούν να ξεπουληθεί ευκολότερα.

Η αμέλεια της ασφάλειας επιβατών και εργαζομένων μπροστά στο κόστος για τη νέα εταιρεία είχε επισημανθεί προ πολλού από επίσημα χείλη και επανειλημμένως από τα συνδικάτα. Η επιστολή παραίτησης στελέχους και τότε προέδρου, τον Απρίλη του 2022, της επιτροπής αρμόδιας για έργα σηματοδότησης και ασφάλειας στο σιδηροδρομικό δίκτυο έβαζε το ζήτημα ξεκάθαρα.

Αλλά και ο πρόεδρος των μηχανοδηγών του ΟΣΕ κατήγγειλε τις συνθήκες λειτουργίας των ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας. «Δεν λειτουργεί τίποτα. Γίνονται όλα με ανθρώπινο παράγοντα, χειροκίνητα, manual. Είμαστε στο manual. Αν λειτουργούσαν… Δεν λειτουργούν ούτε οι ενδείξεις, τα φωτοσήματα. Ούτε ο έλεγχος της κυκλοφορίας. Αν αυτά λειτουργούσαν, οι μηχανοδηγοί θα έβλεπαν την κόκκινη ένδειξη και τα τρένα θα σταματούσαν σε απόσταση 500 μέτρων μεταξύ τους. Το έχουμε πει επανειλημμένως, έχει μαλλιάσει η γλώσσα μας». Οι εργαζόμενοι στον σιδηρόδρομο με ανακοίνωσή τους 7 Φεβρουαρίου ανέφεραν, με αφορμή δύο πρόσφατα ατυχήματα. «Όσο δεν παίρνονται μέτρα προστασίας στους εργασιακούς χώρους και την ασφαλή λειτουργία και κυκλοφορία των τρένων, τα ατυχήματα δεν έχουν τελειωμό…Όπως οι προηγούμενες Κυβερνήσεις έτσι και η σημερινή, έχει άλλες προτεραιότητες και όχι την ασφαλή μετακίνηση των πολιτών. Αντιλαμβάνονται την ασφάλεια ως κόστος. Το Υπουργείο βρίσκει λεφτά για τις διάφορες εργολαβίες, αλλά για να ολοκληρωθούν επιτέλους οι σιδηροδρομικές υποδομές και τα συστήματα ασφαλούς κυκλοφορίας ΟΧΙ»!

Το έγκλημα αυτό έχει συγκεκριμένους ενόχους και δεν είναι «η κακιά στιγμή» ή «το ανθρώπινο λάθος». Είναι η πολιτική των μνημονίων, των ιδιωτικοποιήσεων, της «ανάπτυξης», του κέρδους που δολοφονεί. Όχι άλλα κροκοδείλια δάκρυα και υποκρισία πάνω στο χαμό τόσων ανθρώπινων ζωών!

Να μην μείνει αναπάντητο το έγκλημα!

  • Κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση του δικτύου σιδηροδρόμων
  • Άμεση πρόσληψη μόνιμου προσωπικού για την κάλυψη των ελλείψεων σε όλες τις ειδικότητες
  • Ολοκλήρωση των έργων υποδομής και ασφαλούς λειτουργίας του σιδηροδρομικού δικτύου
  • Σωστή συντήρηση και επισκευή του τροχαίου υλικού και της γραμμής
  • Μέτρα ασφαλούς κυκλοφορίας των τρένων ιδιαίτερα κατά τη διέλευσή τους από κατοικημένες περιοχές.
  • Δωρεάν δημόσιες ασφαλείς συγκοινωνίες

Προσυγκέντρωση 12.00 Υπουργείο Εργασίας

Πολιτική οργάνωση Κόκκινο Νήμα




Το αποτρόπαιο πρόσωπο του καπιταλισμού

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας “Κόκκινo Νήμα” Νο39 που κυκλοφορεί

Η ανείπωτη ανθρώπινη τραγωδία του σεισμού στη νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία αποκάλυψε τον εγκληματικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής “ανάπτυξης”, τον αντιλαϊκό χαρακτήρα του εθνικισμού και του μιλιταρισμού, τις διαχρονικές ευθύνες των κυβερνήσεων, τον κυνισμό και την υποκρισία της “διεθνούς κοινότητας”

Σε περιόδους “κανονικότητας”, όταν το σύστημα φαίνεται να ελέγχει και μάλιστα, στα μάτια των περισσότερων, να εγγυάται την “εύρυθμη” αναπαραγωγή της ζωής, οι “μεγάλες αλήθειες” μένουν λιγότερο ή περισσότερο καλά κρυμμένες. Μέχρις ότου, μια απότομη παρέκκλιση από την “κανονικότητα”, μια απότομη συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου, απελευθερώνει τις κρυμμένες αλήθειες από τα ιδεολογικά δεσμά της “κανονικότητας” και τις κάνει ορατές σε ευρύτερα ακροατήρια. Όπως όμως γνωρίζουμε από τη φυσική, η διάσταση του (ιστορικού στην προκείμενη περίπτωση) χρόνου δεν είναι η μόνη αποφασιστική. Ο χώρος έχει επίσης κομβική σημασία, και όταν πρόκειται για σημαντικά κοινωνικά γεγονότα, αφορά τον τόπο και το κοινωνικό έδαφος στο οποίο λαμβάνουν χώρα. Η φυσική επίσης, με τη θεωρία της σχετικότητας, μας έμαθε ότι σημαντική είναι και η θέση του παρατηρητή του φαινομένου. Βεβαίως, η κατά Μαρξ επιστήμη της Ιστορίας δεν διέπεται από τους νόμους που διέπουν τη φυσική επιστήμη, μπορούμε όμως να βρούμε εύγλωττες αναλογίες. Με αφορμή λοιπόν τον καταστροφικό διπλό σεισμό των 7,8 και 7,6 Ρίχτερ στη νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία βγήκαν στην επιφάνεια πολλές αλήθειες από αυτές που σε περιόδους “κανονικότητας” είναι καλά κρυμμένες. Αν θέλουμε να είμαστε πιο ακριβείς, δημιουργήθηκε η δυνατότητα να βγουν αυτές οι αλήθειες στην επιφάνεια και να γονιμοποιήσουν τη “συλλογική ευφυΐα”.

Φυσικά φαινόμενα και κοινωνικές επιπτώσεις

Ο σεισμός είναι φυσικό φαινόμενο. Οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές του επιπτώσεις όμως έχουν ισχυρή κοινωνικο-πολιτική διάσταση. Στην Ιαπωνία, χώρα με την ισχυρότερη ίσως αντισεισμική προστασία στον κόσμο, ένας σεισμός 7,8 Ρίχτερ μπορεί να μην έχει ούτε ένα θύμα. Δεν είναι λοιπόν τα Ρίχτερ που αποφασίζουν, αλλά οι κοινωνικές υποδομές. Μιλώντας γενικά, η ανθρωπότητα έχει όλα τα τεχνικά μέσα για αντισεισμική προστασία στον ύψιστο βαθμό, που θα μπορούσε να κάνει σεισμούς όπως αυτός στην Τουρκία και Συρία ελάχιστα επικίνδυνους και να περιορίσει σημαντικά τον αριθμό των θυμάτων και την έκταση των υλικών καταστροφών ακόμη και πολύ ισχυρότερων σεισμών.

Στις 11 Μαρτίου του 2011, ο ισχυρότερος σεισμός που εκδηλώθηκε ποτέ στην Ιαπωνία, 9-9,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, μαζί με το φονικό τσουνάμι που προκάλεσε (με κύματα έως και 40 μέτρων) και σάρωσε την ιαπωνική ενδοχώρα ταξιδεύοντας με ταχύτητα 10 χιλιομέτρων την ώρα. Ο τελικός απολογισμός ήταν 15.900 νεκροί, στη συντριπτική τους πλειονότητα από το τσουνάμι και μόνο 900 περίπου από καταστροφή κτηρίων.

Στον τωρινό σεισμό σε Τουρκία – Συρία, με πολύ μικρότερη ένταση και χωρίς τσουνάμι, ο θλιβερός απολογισμός θα ξεπεράσει κατά πολύ τους 50.000 νεκρούς. Η διαφορά έγκειται όλη κυρίως στην αντισεισμική προστασία: αυστηρός αντισεισμικός κανονισμός για σεισμούς πολύ μεγάλης έντασης, που τηρείται, αντισεισμική εκπαίδευση κ.λπ.

Θα ήταν όμως λάθος να συγκρίνουμε χώρες με βάση τον πολύ αόριστο δείκτη της “αντισεισμικής κουλτούρας”. Δεν είναι μόνο ότι η πολιτική τάξη της Ιαπωνίας συνειδητοποίησε τις συνέπειες από τον έντονα σεισμικό χαρακτήρα της χώρας, είναι επίσης τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ιαπωνικού καπιταλισμού που του επέτρεψαν να εντάξει σε ένα πλάνο κερδοφορίας των Ιαπώνων καπιταλιστών τον κατασκευαστικό τομέα της χώρας με όρους τέτοιας αντισεισμικής προστασίας. Οποιαδήποτε “σωτήρια” για την κοινωνία παρέμβαση ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να την εντάσσει στον μηχανισμό της κερδοφορίας. Οτιδήποτε υπονομεύει την κερδοφορία, οτιδήποτε στερεί “αντιπαραγωγικά” από τον μηχανισμό της παραγωγής κέρδους οικονομικούς, ανθρώπινους και φυσικούς πόρους, απορρίπτεται ασυζητητί. Ακόμη και για την πιο μεγάλη και γενικευμένη απειλή, την κλιματική κρίση, ο καπιταλισμός ένα πράγμα γνωρίζει να κάνει: να δώσει κίνητρα στον ιδιωτικό τομέα να κάνει πράσινες μπίζνες.

Υπάρχουν όμως κοινωνικές ανάγκες που δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να “συντονιστούν” με τον κανόνα του κέρδους.

Στην ισχυρότερη οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά χώρα του πλανήτη, το 2005 ο τυφώνας “Κατρίνα” έβαλε μια ολόκληρη πόλη, τη Νέα Ορλεάνη, κάτω από το νερό, προκάλεσε 1.833 θανάτους και καταστροφές 81 δισ. δολαρίων (με την ισοτιμία του 2005). Σε τέτοιες περιπτώσεις το ραντάρ του κέρδους μπορεί να εντοπίσει μόνο τα εκ των υστέρων κέρδη για την “ανοικοδόμηση”. Ο καπιταλισμός είναι αλλεργικός στις μπίζνες για την πρόληψη κοινωνικών καταστροφών λόγω ακραίων φυσικών φαινομένων. Γνωρίσει μόνο τις μπίζνες πάνω στο έδαφος της καταστροφής.

Σε κάθε περίπτωση, η έκταση των κοινωνικών επιπτώσεων ενός ακραίου (δηλαδή μεγάλης έντασης) φυσικού φαινομένου δεν προσδιορίζεται αυτόματα όπως η ένταση ενός σεισμού στην κλίμακα Ρίχτερ: προσδιορίζεται από την επάρκεια των κοινωνικών υποδομών πρόληψης αλλά και “καταστολής” των επιπτώσεων. Στον σεισμό σε Τουρκία-Συρία η πλήρης απουσία αντισεισμικού σχεδιασμού (σε μια χώρα σεισμογενή, στην οποία μάλιστα προλέγεται νέος μεγάλος σεισμός στη θάλασσα του Μαρμαρά που, αν γίνει, θα πλήξει την πυκνοκατοικημένη Ιστανμπούλ των 15 εκατομμυρίων κατοίκων), η με πολιτική κάλυψη καταστρατήγηση κάθε αντισεισμικής πρόβλεψης στην κατασκευή των κτηρίων, η πλήρης ανυπαρξία μηχανισμού αποτελεσματικής επέμβασης ιδιαίτερα τα πρώτα κρίσιμα εικοσιτετράωρα μετά τον σεισμό, κι όχι τα 7,8 Ρίχτερ καθαυτά, προσδιόρισαν την τρομακτική έκταση της κοινωνικής καταστροφής.

Κοινωνικό κράτος: αυτό που καταστρέφεται και αυτό που δεν πρόλαβε καν να οικοδομηθεί

Ο σεισμός σε Τουρκία-Συρία είναι μια φρικτή αφορμή για να σκεφτούμε πιο συνολικά το κρίσιμο ζήτημα των κοινωνικών υποδομών.

Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός των τελευταίων δεκαετιών, που διασφαλίζει την υψηλή κερδοφορία εμβαθύνοντας διαρκώς τη στρατηγική της λιτότητας, καταστρέφει συστηματικά τους μεταπολεμικούς πυλώνες του “κοινωνικού κράτους”: την κοινωνική ασφάλιση, την υγεία, την παιδεία, τα κοινωνικά επιδόματα. Το “παλιό” κοινωνικό κράτος καταστρέφεται ενώ αναδεικνύεται πιεστική η ανάγκη για ένα “νέο” κοινωνικό κράτος που θα εντάξει στις πρόνοιές του και την αντιμετώπιση των ακραίων φυσικών φαινομένων. Η κλιματική αλλαγή/κρίση, για την οποία ο στόχος της ανάσχεσης έχει χαθεί και επομένως θα κλιμακωθεί τις επόμενες δύο δεκαετίες, θα κάνει πιο συχνά και πιο καταστροφικά ακραία καιρικά φαινόμενα όπως οι ξηρασίες, οι πλημμύρες, οι τυφώνες και οι φονικές μεγα-πυρκαγιές – ενώ και το ζήτημα της μόλυνσης του υπεδάφους και του νερού, της επιφάνειας και της ατμόσφαιρας έχει επίσης φτάσει στο “μη περαιτέρω”. Πέρυσι, το 1/3 της έκτασης του Πακιστάν καλύφθηκε από τα νερά εξαιτίας τρομακτικών πλημμυρών, το Μπαγκλαντές και άλλα κράτη και περιοχές κινδυνεύουν να βρεθούν κάτω από το νερό εξαιτίας της αναμενόμενης ανόδου της στάθμης της θάλασσας, το δε Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός προειδοποίησε φέτος ότι την επόμενη δεκαετία θα έχουμε κατάρρευση οικοσυστημάτων, μεγάλης έκτασης φυσικές καταστροφές, μεγάλης έκτασης εξαναγκαστική μετανάστευση κ.λπ. – για να μη μιλήσουμε για την επάνοδο της πυρηνικής απειλής εξαιτίας της έντασης του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού ή τις καταστροφές που φέρνει ο συμβατικός πόλεμος…

Οι σεισμοί παραμένει η μόνη μη ανθρωπογενής (ως προς τις αιτίες της) απειλή που προστίθεται σε όλα αυτά, αλλά ο περιορισμός των καταστρεπτικών του συνεπειών είναι απόλυτα κοινωνικό ζήτημα.

Για την πρόληψη (κατά το δυνατόν) και την αντιμετώπιση όλων αυτών (δηλαδή τον περιορισμό της κλίμακας των συνεπειών και την αρωγή στους πληγέντες, όχι μόνο για να σωθούν οι ζωές τους αλλά και για να ανακτήσουν τα πρότερα επίπεδα ζωής) απαιτείται η οικοδόμηση ενός νέου, ισχυρού πυλώνα του κοινωνικού κράτους, που πλέον δεν θα αφορά τις άμεσες προϋποθέσεις αναπαραγωγής της ζωής αλλά τις συνολικότερες. Απαιτείται… επιστημονική φαντασία για να υποθέσουμε ότι ο καπιταλισμός -πολλώ δε μάλλον ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός-, που θεωρεί όρο της δικής του αναπαραγωγής τη συστηματική καταστροφή του “παλιού” κοινωνικού κράτους, θα οικοδομήσει το νέο κοινωνικό κράτος που απαιτεί η ιστορική συγκυρία. Θα κάνει μπίζνες πάνω στην καταστροφή και θα αφήσει την επιβίωση των θυμάτων στην… ατομική τους ευθύνη.

 

«Τι ‘ν’ η πατρίδα μας» και πώς μετριέται η ισχύς της;

Ο σεισμός σε Τουρκία-Συρία προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία -δυστυχώς στο έδαφος μιας τεράστιας κοινωνικής καταστροφής- για να συνειδητοποιηθεί ο αντι-κοινωνικός και αντιδραστικός χαρακτήρας του εθνικισμού γενικά και του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού ειδικά. Αφήνουμε κατά μέρος τους πλέον σκατόψυχους που πανηγύρισαν για τα παθήματα των “εχθρών”, αυτή την αμοραλιστική ή και φασιστική “εμπροσθοφυλακή” του εθνικισμού, για να μιλήσουμε για τα πιο ουσιαστικά. Στα μεγάλα κοινωνικά γεγονότα αποδεικνύεται περίτρανα ότι υπάρχουν δύο πατρίδες: η πατρίδα του κεφαλαίου και η πατρίδα των μισθωτών εργατών και της φτωχολογιάς. Οι μεγάλες καταστροφές όχι μόνο δεν ενώνουν αυτές τις δύο πατρίδες, αλλά αποδεικνύουν τον αγεφύρωτο ανταγωνισμό μεταξύ τους. Πόσο ισχυρή αποδείχθηκε η Τουρκία την “ώρα της κρίσεως”; Τετραπλασίασε το ΑΕΠ της μέσα σε 15 χρόνια, έχει τον δεύτερο ισχυρότερο στρατό του ΝΑΤΟ, ασκεί περιφερειακή πολιτική ισχύος, αλλά την κρίσιμη στιγμή αποδείχθηκε τελείως ανίσχυρη μπροστά στον Εγκέλαδο; Και ποια από τις δύο πατρίδες πλήρωσε το βαρύ τίμημα; Η πατρίδα των εργατών και των φτωχών. Και η Ελλάδα μπορεί να δοκιμαστεί από μεγάλο σεισμό, προέβλεψε ο καθηγητής φυσικών καταστροφών Κων/νος Συνολάκης. “Είμαστε σε αυτό το παράθυρο του αιώνα”, είπε. Ποιος αμφιβάλλει ότι, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, και η “ισχυρή Ελλάδα” θα δοκιμαστεί από μια μεγάλη ανθρώπινη τραγωδία, στην οποία πάλι θα πληρώσει το βαρύ τίμημα η πατρίδα των εργατών και των φτωχών; Και ότι το ισχυρό “μας” κράτος -στην Τουρκία, εδώ και παντού- δεν θα στερήσει πόρους από την ανάπτυξη για το κέρδος για να κάνει μια “αντιπαραγωγική επένδυση πόρων” συνδράμοντας ουσιαστικά τα θύματα;

Η πατρίδα των εργατών και των φτωχών, η δική μας πατρίδα, είναι τόσο ισχυρή όσο οι κοινωνικές τους κατακτήσεις. Είναι τόσο πιο ισχυρή, όσο αυτές μπαίνουν πάνω από τα κέρδη. Η ισχύς της δικής μας πατρίδας είναι αντιστρόφως ανάλογη της ισχύος των μηχανισμών που εμπεδώνουν την ανάπτυξη για το κέρδος, των μηχανισμών που περικόπτουν τους μισθούς και τις κοινωνικές δαπάνες για να επιδοτήσουν παντοιοτρόπως τους καπιταλιστές, να χρηματοδοτήσουν πολυδάπανα εξοπλιστικά προγράμματα (που προετοιμάζουν τις μεγάλες κοινωνικές καταστροφές του πολέμου), να κάνουν προσλήψεις αστυνομικών κι όχι γιατρών ή δασκάλων, να χτίσουν φαραωνικά έργα-σύμβολα της ανάπτυξης για τους λίγους κι όχι νοσοκομεία και σχολεία.

Ο αντιδραστικός και αντι-κοινωνικός χαρακτήρας του εθνικισμού, σε Ελλάδα και Τουρκία, αποκαλύπτεται τώρα σε όλη του τη γύμνια. Και είναι χαρακτηριστικό πως οι δύο πατρίδες, στην Τουρκία και στην Ελλάδα, δεν βγάζουν το ίδιο συμπέρασμα, δεν έχουν καν την ίδια γλώσσα για να μιλήσουν: οι “από πάνω”, ο Ερντογάν κι ο Μητσοτάκης, Ο Δένδιας και ο Τσαβούσογλου, σκέφτονται και μιλάνε για τους νέους ορίζοντες της διπλωματίας, για τη διπλωματία των σεισμών”, δηλαδή για το ενδεχόμενο -με την παρέμβαση και ισχυρών “μεσαζόντων” του δυτικού ιμπεριαλισμού- να ανοίξουν προοπτικές για διευθέτηση του μεταξύ τους ανταγωνισμού και διαμοιρασμού των μεριδίων εκμετάλλευσης του υποθαλάσσιου πλούτου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Οι δεκάδες χιλιάδες των νεκρών, στην υπηρεσία του διαμοιρασμού των κερδών και της περιφερειακής ισχύος… Η δική μας πατρίδα όμως, οι δικοί μας άνθρωποι, οι εργάτες, οι φτωχοί, οι νέοι/ες χωρίς μέλλον, άλλο πράγμα συνειδητοποιούν: την κοινή τους μοίρα, ότι δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν, κι ότι την κρίσιμη στιγμή της μεγάλης ανάγκης μόνο “ο λαός σώζει τον λαό”. Γι’ αυτούς, η βασική έννοια είναι η αλληλεγγύη των λαών – κι όχι η διπλωματία των σεισμών.

Η “διεθνής κοινότητα”: κοινότητα ληστών και εγκληματιών

Τα αποκαλυπτήρια όμως αφορούν εξίσου και αυτό που τα αστικά μίντια ονομάζουν “διεθνής κοινότητα”. Η παλιότερη και πρόσφατη εμπειρία και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχουν ήδη αποκαλύψει πολλά. Ο σεισμός αποκάλυψε ακόμη περισσότερα. Πρώτα απ’ όλα, δεν πρόκειται καν για “κοινότητα”, αλλά για ανταγωνιζόμενους ληστές των διεθνών σχέσεων, που έχουν καταστήσει άχρηστα όλα τα δικά τους διεθνή όργανα: τον ΟΗΕ, τον ΠΟΕ, την ετήσια σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα. Ύστερα, αποδεικνύουν για μία ακόμη φορά ότι μπροστά στα συμφέροντά τους δεν διστάζουν να προκαλέσουν μεγάλες κοινωνικές καταστροφές – με την πείνα, τις πανδημίες, τον λιμό, τον πόλεμο. Δεν χρειάζεται καν να κομίσουν άλλες αποδείξεις για να μας πείσουν ότι δεν συγκινούνται μπροστά σε οποιασδήποτε έκτασης κοινωνική καταστροφή. Το εγκληματικό εμπάργκο ενάντια στη Συρία (όπως και ενάντια στο Ιράν κ.λπ.) διαρκεί ήδη, εμπλουτιζόμενο κατά περίπτωση με νέα μέτρα, πολλές δεκαετίες. Μεταξύ άλλων, απαγορεύει τις προσεδαφίσεις αεροπλάνων στα αεροδρόμια της Συρίας. Όποιος/α φαντάστηκε ότι αυτοί ότι αυτοί οι αυτοπροβαλλόμενοι σαν υπερασπιστές της δημοκρατίας και της διεθνούς ευημερίας θα επεδείκνυαν -έστω και υποκριτικά και προσχηματικά- την ευαισθησία να άρουν έστω αυτή την απαγόρευση για να καταστεί δυνατή η μεταφορά ανθρωπιστικής βοήθειας στη Συρία, αποδείχθηκαν πολύ αφελείς. Όπως μέσα στις επιμέρους χώρες το τίμημα των μεγάλων καταστροφών το πληρώνει η πατρίδα των εργατών και των φτωχών, έτσι και στη “διεθνή σκηνή” το τίμημα των καταστροφών πληρώνεται πολύ βαρύτερο από αυτούς που είναι οι τελικοί αποδέκτες της ιμπεριαλιστικής επιβολής. Στην προκείμενη περίπτωση, όχι το καθεστώς Άσαντ, που έχει ειδικευτεί πολύ καλά στο να σφάζει τον λαό του χωρίς να χρειάζεται σε αυτό διεθνή βοήθεια, αλλά οι σεισμόπληκτοι της βόρειας Συρίας.

Η “διεθνής κοινότητα” αποκαλύπτεται για άλλη μία φορά αυτό που είναι: συμμορία ληστών και εγκληματιών, που οργανώνουν, μέσα από συμφωνίες και ανταγωνισμούς, τον διεθνή μηχανισμό κατανομής του κέρδους και της ισχύος. Αυτοί που οργανώνουν μέσα στις ίδιες τους τις χώρες τις κοινωνικές καταστροφές εναντίον της πατρίδας των εργατών και των φτωχών, αυτοί που επιμελούνται τον “διεθνή καταμερισμό των καταστροφών”, δεν έχουμε αυταπάτες ότι θα συνδράμουν τα θύματα.

Τι είναι σημαντικό – και για ποιους;

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για κάτι ακόμη χειρότερο από αυτό που μόλις ειπώθηκε: το πόσο σημαντικό “οφείλουμε” να πιστέψουμε ότι είναι ένα διεθνές γεγονός, όπως τώρα ο καταστροφικός σεισμός σε Τουρκία και Συρία, θα το πει και θα προσπαθήσει να το επιβάλει το διεθνές “χρηματιστήριο” των σημασιών, αυτό που με τα αστικά μίντια και συνολικά τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του συστήματος ιεραρχεί και σημασιοδοτεί τα διεθνή γεγονότα. Αυτό που πείθει ότι “ένας πόλεμος στην Ευρώπη” πρέπει να μας ευαισθητοποιεί περισσότερο από την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ ή έναν διαρκή εμφύλιο στην Αφρική – ακόμη και αν έχουν πολύ καταστροφικότερα αποτελέσματα. Αυτό που θέλει να πείσει ότι οι πρόσφυγες και προσφύγισσες από την Ουκρανία είναι “δικοί μας” και αξίζουν την αλληλεγγύη μας, ενώ οι Σύριοι, Αφγανοί, Αφρικανοί, Ασιάτες κ.λπ. όχι. Αυτό που θυμάται τον ΟΗΕ όταν -ρέπει να επικυρώσει ιμπεριαλιστικές εκστρατείες και πολέμους αλλά κωφεύει στις εκκλήσεις του για λιμούς και επισιτιστικές τραγωδίες.

Ο σεισμός στην Τουρκία και τη Συρία είναι, οιονεί, ένας σεισμός στις άμεσες παρυφές της Ευρώπης. Η ανθρώπινη τραγωδία είναι δύσκολο να υποτιμηθεί. Από την Αριστερά και τα κινήματα αλληλεγγύης εξαρτάται τα πικρά συμπεράσματα και η αποκαλυπτική δύναμη των γεγονότων να γίνουν κτήμα της “συλλογικής ευφυΐας” και της συλλογικής μνήμης των “από κάτω”. Κι εδώ δεν αρκεί το θεμελιώδες “ένστικτο” της αλληλεγγύης: είναι απαραίτητα τα ιστορικά και σύγχρονα μαθήματα του διεθνισμού. Απέναντι στη διεθνή κοινότητα των ληστών, η δική μας “διεθνής κοινότητα” είναι οι συνασπισμένες “πατρίδες” των εργατών και των φτωχών – αυτή που δεν έχουμε και πρέπει επειγόντως να οικοδομήσουμε.




Η ενότητα της αριστεράς και οι επερχόμενες εκλογές

Του Θανάση Κούρκουλα

Όταν η κατακερµατισµένη εξωκοινοβουλευτική αριστερά συζητά για την απαραίτητη ενότητα µεταξύ των διαφορετικών τµηµάτων της προκειµένου να αντιµετωπιστεί η επίθεση του συστήµατος στους εργαζόµενους και στα λαϊκά στρώµατα, αυτό είναι καλό νέο. Εκτός από καλό νέο, είναι και συζήτηση παραγωγική όταν καταλήγει στη δηµιουργία ενός νέου σωµατείου εργαζοµένων, µιας αντιφασιστικής πρωτοβουλίας, µιας τοπικής οµάδας ενάντια στην καταπάτηση κάποιου δηµόσιου χώρου κ.λπ. Όταν όµως αυτή η συζήτηση γίνεται µόνο ή κυρίως τις παραµονές των εκλογών, τότε είναι εντελώς εύλογο να αντιµετωπίζεται µε σκεπτικισµό. Υποδηλώνει συγκυριακές ή µακρόπνοες πολιτικές αναζητήσεις; Και αν οι επιζητούµενες προοπτικές είναι µακρόπνοες, τι φταίει και οι ίδιες «ενωτικές» δυνάµεις µέχρι πρότινος συνήθως δεν µπορούσαν να πετύχουν την κοινή τους παρουσία σε µια απεργιακή συγκέντρωση, σε µια διαδήλωση για τα δικαιώµατα των προσφύγων που θαλασσοπνίγονται, σε µια αντιφασιστική διαδήλωση;

Δικαιολογείται κάποιες δυνάµεις να µην µπορούν να συνεργαστούν στο κίνηµα ούτε µε τον ίσκιο τους και στις δηµοτικές εκλογές ούτε µε τους πολιτικούς συµµάχους τους, και όταν έρχονται οι βουλευτικές εκλογές να ανακαλύπτουν λαµπρές προοπτικές συνεργασίας µε χαλαρά κριτήρια; Είναι οι εκλογές κάποιου είδους «εξαίρεση» από τον γενικό κανόνα των µίνιµουµ πολιτικών απαντήσεων που είναι απαραίτητες ώστε να αντιµετωπιστεί η επίθεση του συστήµατος αλλά και να αποφευχθούν νέες µεταρρυθµιστικές αυταπάτες σαν κι’ αυτές που οδήγησαν στην -καταστροφική για το σύνολο της αριστεράς- “κωλοτούµπα” του ΣΥΡΙΖΑ το 2015; Είναι στην παρούσα συγκυρία οι εκλογικές συµµαχίες λιγότερο απαιτητικές από τις γενικότερες πολιτικές συνεργασίες;

Λάθος προσεγγίσεις

Σ’ αυτή την ερώτηση, υπάρχουν δυο ειδών προσεγγίσεις-απαντήσεις, που είναι και οι δυο λάθος. Η πρώτη λάθος απάντηση είναι πως η αντισυστηµική αριστερά στις εκλογές -σε µια διαδικασία δηλαδή που αντικειµενικά διεξάγεται στο αστικό “γήπεδο” µε δυσµενείς όρους για την τάξη µας- πρέπει να έχει µάξιµουµ επαναστατικές προγραµµατικές θέσεις, ώστε να διεκδικήσει την ψήφο του πιο συνειδητού τµήµατος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωµάτων. Κάτι τέτοιο µπορεί να έχει νόηµα σε επαναστατικές περιόδους, αλλά σήµερα δεν είµαστε σε τέτοια περίοδο. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η λογική έχει εκφραστεί από οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς, οι οποίες διεκδικούν την ψήφο στον εαυτό τους ως «ψήφο στην επανάσταση». Η αλήθεια είναι πως τέτοια εκλογικά κατεβάσµατα είναι µεν “τίµια”, πλην όµως συνήθως -και στην ελληνική περίπτωση, πάντα- δεν οδηγούν σε ιδιαίτερη αναπτέρωση του ηθικού των επαναστατικών δυνάµεων, αφού καταλήγουν σε µερικές χιλιάδες ψήφους και οικτρά ποσοστά, κάτι που δεν λειτουργεί συσπειρωτικά. Η άλλη όµως λάθος απάντηση, έχει τον χαρακτήρα “συµµετρικού λάθους”: µε βάση αυτήν, τα κριτήρια των εκλογικών συνεργασιών µπορεί να είναι τόσο διευρυµένα, ώστε να χωρούν την συνεργασία ρεφορµιστικών και επαναστατικών πολιτικών και δυνάµεων, κάτω από θολές προγραµµατικές θέσεις ανεπαρκείς για να απαντήσουµε στοιχειωδώς στις βασικές επιθέσεις του συστήµατος, που δεν απαντούν σε βασικά πολιτικά διλήµµατα όπως: «χρειάζεται άρνηση ή αποδοχή αποπληρωµής του δηµόσιου χρέους;», «χρειαζόµαστε εξοπλισµούς ή κοινωνικές δαπάνες;» ή «ανοιχτά ή κλειστά τα σύνορα για την προσφυγιά;».

Συζητώντας για την ανάγκη συσπείρωσης δυνάµεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σήµερα, πρέπει να αποφύγουµε αυτά τα δύο λάθη. Αυτή η συσπείρωση, κινηµατική και πολιτική, δεν πρέπει να προϋποθέτει µάξιµουµ συµφωνίες τύπου «ιδεολογικού ρεύµατος» και κοινής στρατηγικής για την επανάσταση. Προϋποθέτει όµως κοινές θέσεις-απαντήσεις στα βασικά επίδικα της συγκυρίας και κοινή στάση όσον αφορά τιες βασικές πολιτικές διαχωριστικές µέσα στην Αριστερά. Πρέπει να είναι, παραδείγµατος χάριν, αυτονόητο πως δεν µπορεί η αντικαπιταλιστική αριστερά να συνεργαστεί εκλογικά µε τον ΣΥΡΙΖΑ για να ηττηθεί η δεξιά, όταν υπάρχει η εµπειρία τόσο της ήττας του «αριστερού» µνηµονίου του 2015 όσο και της «εντός των τειχών του συστήµατος» αντιπολίτευσης που ασκεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ. Ακόµη, παρά την πρόσφατη µετατόπιση του ΜΕΡΑ25 προς πιο αριστερές θέσεις, ούτε το «κόµµα» Βαρουφάκη µπορεί να αποτελέσει σήµερα πόλο ή συνεργαζόµενη δύναµη για µια εκλογική-πολιτική απάντηση στο σύστηµα, όταν οι βασικές του προτάσεις δεν αποκλείουν καν δυνάµεις όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ-Κίνηµα Αλλαγής. Αλλά και το ΚΚΕ, µε τον σεχταρισµό του απέναντι στις υπόλοιπες δυνάµεις της Αριστεράς και την παγιωµένη τακτική του να αποφεύγει κρίσιµες αναµετρήσεις µε το σύστηµα στο σήµερα εν αναµονή της αλλαγής των συσχετισµών προς όφελος των «ταξικών δυνάµεων», δεν µπορεί να είναι –ακόµη κι’ αν το ήθελε– σύµµαχη δύναµη της αντικαπιταλιστικής ενότητας που απαιτείται.

Πολιτικές προτάσεις

Από κει και πέρα, πολιτικές προτάσεις συστράτευσης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς όπως εκείνη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που συµπεριλαµβάνουν τους βασικούς άξονες πάλης στο σήµερα από ταξική και διεθνιστική σκοπιά, αποτελούν θετικό κεκτηµένο στη διεξαγόµενη συζήτηση. Αντιθέτως, πολιτικές προτάσεις όπως της ΛΑΕ, που συµπεριλαµβάνουν στην ριζοσπαστική αριστερά δυνάµεις όπως το αρχηγικό διαδικτυακό ΜΕΡΑ25, ή του ΣΕΚ και άλλων που αξιολογούν σαν δευτερεύουσα την ανάγκη καθαρών πολιτικών θέσεων π.χ. για τον πόλεµο στην Ουκρανία ή για τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισµό, δεν πληρούν στοιχειωδώς τα κριτήρια αντιµετώπισης της συγκυρίας µε πολιτικά επαρκείς όρους. Ιδιαίτερα σε περιόδους -όπως σήµερα- που, παρά τις επιµέρους µάχες και νίκες, το εργατικό κίνηµα δεν έχει καταφέρει ακόµα να ανασυντάξει τις δυνάµεις του από το στραπάτσο της ήττας του 2015, το να επιζητεί η επαναστατική αριστερά την εκλογική συσπείρωση χωρίς καθαρές απαντήσεις σε βασικά επίδικα της ταξικής πάλης, αποτελεί σήµα υποχώρησης και όχι πραγµατικά συσπειρωτική απόπειρα απάντησης στις επιθέσεις του συστήµατος και απάντησης στην πολιτική κυβερνήσεων όπως του Μητσοτάκη.

Ως ευρύτερος αντικαπιταλιστικός χώρος είµαστε αντικειµενικά σε θέση εκλογικής αδυναµίας. Αυτό όµως δεν είναι λόγος να εκβιάσουµε την άρση αυτής της αδυναµίας όπως-όπως. Με το βλέµµα στην «επόµενη µέρα» και τον νέο πολιτικό κύκλο που θα σηµατοδοτήσουν οι εκλογές, η ελάχιστη απαίτηση είναι να µην κάνουµε βήµατα πίσω. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αξίζει υποστήριξης στις εκλογές για τα δύο βασικά θετικά της κεκτηµένα, τα οποία πρέπει να κληρονοµηθούν στις διεργασίες της «επόµενης µέρας» για έναν ευρύτερο αντικαπιταλιστικό πόλο που όµως δεν θα βαρύνεται µε τις αδυναµίες που καθηλώνουν την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ: α) τα βήµατα που έκανε στη συσπείρωση, συνεργασία και κοινή δράση ενός δυναµικού µερικών χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, σε πολιτικό επίπεδο αλλά και στους κοινωνικούς χώρους και στο κίνηµα, και β) η δηµιουργία ενός αντικαπιταλιστικού προγραµµατικού πλαισίου για τη συνεργασία αυτών των δυνάµεων. Αντίθετα, θα είναι αρνητική «κληρονοµιά» η υποχώρηση σε πολιτικές φόρµουλες συνεργασίας που επαναφέρουν την πολιτική κουλτούρα συνεργασιών του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ, αυτή την πολιτική κουλτούρα που ηττήθηκε «θεαµατικά» το 2015.




«Πίσω από τις θημωνιές»: από τις καλύτερες ταινίες πολλών δεκαετιών, το μεγάλου μήκους ντεπούτο της Ασημίνας Προέδρου

του Μάριου Αυγουστάτου

«Το θέμα της ταινίας σχετίζεται με το πώς οι καθημερινοί άνθρωποι εγκλωβιζόμαστε σε ένα σύστημα διαφθοράς, και τελικά, πώς – με ποιους μηχανισμούς εννοώ – ένα διεφθαρμένο σύστημα αναπαράγει τον εαυτό του. Το θέμα έχει να κάνει με δικούς μου προσωπικούς, πολιτικούς, φιλοσοφικούς και υπαρξιακούς προβληματισμούς, τα αδιέξοδα και τις αναζητήσεις μου.» 
Ασημίνα Προέδρου

Η Ασημίνα Προέδρου μας εντυπωσίασε από το 2013 με την ταινία μικρού μήκους «Red Hulk», την ιστορία ενός νέου που παίρνει μέρος σε μια ναζιστική οργάνωση. Μια ταινία που αποτύπωσε με αγωνία την άνοδο της Χρυσής Αυγής τότε. Έχουν περάσει 10 χρόνια από τότε, έγινε πρωτόδικα η δίκη της ΧΑ, τα (περισσότερα) στελέχη της μπήκαν στη φυλακή. Η δίκη σε δεύτερο βαθμό είναι σε εξέλιξη, αλλά οι ιδέες τους είναι ακόμα εδώ σε ένα κομάτι της κοινωνίας (και της κυβέρνησης) και με τα διάφορα ακροδεξιά-φασιστικά μορφώματα να διαγκωνίζονται ποιος θα αποκτήσει το δαχτυλίδι της διαδοχής. Δεν έχουμε τελειώσει με τους φασίστες. Αλλά αυτό είναι (;) μια άλλη ιστορία…

Η Ασημίνα Προέδρου φέτος μάς εντυπωσιάζει ξανά με το «Πίσω από τις Θημωνιές», το αιχμηρά πολιτικό και με στέρεες κινηματογραφικές βάσεις ντεμπούτο μεγάλου μήκους της, συνεχίζοντας να κοιτάζει κατάματα την ελληνική κοινωνία. Κορμός του σεναρίου, ένα κοινωνικό δράμα, που διαδραματίζεται το 2015 στα σύνορα με την Βόρεια Μακεδονία, μια χρονιά που η Ελλάδα βίωσε ένα από τα μεγαλύτερα μεταναστευτικά κύματα. Η ταινία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό στο 63ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αποσπώντας έξι ξεχωριστά βραβεία. Στην πρώτη έξοδο εκτός χώρας, επέστρεψε από το Διεθνές Φεστιβάλ IFFI Goa της Ινδίας με το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενης Σκηνοθέτη.

Η ταινία ξεκινάει με μια παρέα παιδιών που παίζουν ανέμελα σε μια λίμνη. Κάτι που προϊδεάζει ότι κάτι τραγικό θα συμβεί. Τα παιδιά βρίσκουν νεκρούς, πνιγμένους ανθρώπους, κάτι που θα αλλάξει τα πάντα σε μια ολόκληρη κοινωνία. Η ιστορία παρουσιάζεται σε τρία κεφάλαια συν τον επίλογο. Στο καθένα βλέπουμε τη διαφορετική οπτική γωνία των πρωταγωνιστών/ιστριών, και μάλιστα μη γραμμικά. Αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και βάζει τον θεατή στη θέση να συνθέσει το παζλ της ιστορίας.

Το συμβάν όμως δεν είναι η αιτία, είναι το αποτέλεσμα μιας περίπλοκης εξίσωσης που έχει ήδη ξεκινήσει από τις «νοικοκυρεμένες» ζωές των ηρώων, με τόνους υποκρισίας της τοπικής (και όχι μόνο) κοινωνίας, δομικά χτισμένο από ένα αδηφάγο σύστημα εκμετάλλευσης που συνθλίβει την ανθρώπινη υπόσταση και τις όποιες θετικές προοπτικές στις ζωές των ανθρώπων.

Ας δούμε τους κεντρικούς χαρακτήρες:

Ο πατέρας Στέργιος (Στάθης Σταμουλακάτος) 

Το κράτος με τα γρανάζια του έχει «αναγκάσει» τον πρωταγωνιστή να κάνει «λαμογιές» μεν αλλά όταν φτάνει στο μη παρέκει, του βάζει το μαχαίρι στο λαιμό. Του πατέρα, από τις τραγικές φιγούρες αυτού του παζλ, που μια ωραία πρωία του απαιτήθηκε ένα τεράστιο ποσό -για τα δεδομένα του σχετικά φτωχού ψαρά- και μάλιστα «χωρίς δυνατότητα διακανονισμού» (ένας μηχανισμός που «λειτουργεί ικανοποιητικά», σωστά κύριοι Τσακαλώτε και Σταϊκούρα;). Ένα σύστημα αδηφάγο που αφότου φορτώσει ενοχές και απύθμενο άγχος, εξωθεί τους ανθρώπους σε καταστάσεις και σχέσεις εκμετάλευσης και κάθε είδους βίας, με θύματα ως συνήθως τα πιο ευάλωτα κομάτια της κοινωνίας.

Βεβαίως και εν προκειμένω, ο πατέρας δεν είναι άμοιρος ευθυνών. «Συνεργάζεται» και είναι εν γνώσει του η συνενοχή στα εγκλήματα, μαζί με τον τοπικό «προύχοντα» κακούργο (Πασχάλη Τσαρούχακαι αδελφό της συζύγου. Το δράμα κλιμακώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις (δεν θα σας κάνουμε spoiler). Ένας χαρακτηριστικά σεξιστής πατέρας-αφέντης, που ξεσπάει βίαια, μέχρι και στην ίδια του την κόρη.

Η μάνα (Λένα Ουζουνίδου)

Μέσα σε όλες τις αλληλοσυγκρουόμενες σχέσεις η μάνα προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες, ωθούμενη από αγνή αγάπη. Αγαπάει την κόρη της, αλλά όταν ο πα-τέρας την καταπιέζει δεν παίρνει θέση, ούτε καν όταν τη χτυπάει… Και έχοντας τα κλειδιά της εκκλησίας της ενορίας, αρνείται να φιλοξενήσει τους/τις πρόσφυγες/ισσες που ξεπαγιάζουν στον χιονιά. Μια γυναίκα επί το πλείστον άβουλη που καθαρίζει κυριολεκτικά και μεταφορικά τις βρωμιές των άλλων, θεωρώντας ότι αυτό είναι το καθήκον της.

Οι άνθρωποι όμως αλλάζουν και, όντας πνιγμένη στις ενοχές, παρακούει το φασίστα παπά (που με «χριστιανική» αγάπη προσπαθεί να επιβάλλει στο ποίμνιο τις μισαλλόδοξες απόψεις του) και προσφέρει τη βοήθεια (που θεωρεί ότι της αναλογεί)στους πρόσφυγες/ίγισσες. Είναι αυτό όμως αρκετό; Προσπαθεί παράλληλα να μην την πάρει χαμπάρι το χωριό και της «βγει το όνομα»…

Η κόρη (Ευγενία Λάβδα)

Η Ευγενία προσπαθεί να πάρει τη ζωή στα χέρια της, μέσα σε ένα καταπιεστικό πατριαρχικό περιβάλλον. Με δύο γονείς πνιγμένους στην υποκρισία και στα ψέμματα που έχουν γίνει βουνό και την καταπίνουν, οι καταστάσεις ωθούνται στα άκρα. Έρωτας, σπουδές και μια επαναστατικότητα που ξεπηδάει αυθόρμητα μέσα από τις καταστάσεις, ως αντίδραση στην καταπίεση. Ενηλικιώνεται και ωριμάζει με τον πιο σκληρό τρόπο, παιδί ακόμα για τους γονείς (και με «ιδιοκτησιακά» δικαιώματα για τον πατριάρχη πατέρα), γυναίκα με τα όλα της για τον αγαπημένο της, εκπαιδευόμενη νοσοκόμα για το σύστημα, αστέρι της νύχτας για να εκπληρώσει τα όνειρά της κόντρα (;) σε οικογενειακές νόρμες και σύστημα.

Και ναι, δεν είναι τυχαίο ότι για άλλη μια φορά η ελπίδα πηγάζει από τους νέους ανθρώπους, που στους ώμους τους πέφτει η ευθύνη, με τις όποιες αντιφάσεις τους, να αλλάξουν τον κόσμο συθέμελα…

Τα ερωτήματα που βάζει η ταινία αναζητούν απαντήσεις

Χωρίς καμία δόση υπερβολής, η ταινία είναι από τις καλύτερες των τελευταίων δεκαετιών, τουλάχιστον όσον αφορά στην ντόπια παραγωγή. Άφησε ήδη και θα αφήσει ηχηρό αποτύπωμα στο ελληνικό αλλά και διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα.

Με πολλά πρακτικά εμπόδια που αναδεικνύουν κοινωνικοπολιτικά επίδικα: γυρισμένη εν μέσω της πανδημίας του Covid19, όταν οι κυβερνήσεις (με προεξάρχουσα την ελληνική) έβαλαν στο επίκεντρο την έννοια της ατομικής ευθύνης για την αντιμετώπισή της. Η ταινία δεν απαλάσσει τους ήρωες και ηρωίδες από τις ατομικές τους ευθύνες. Υπάρχουν, και όχι τυχαία, διαβαθμίσεις σε αυτό. Κάποιοι χαρακτήρες είναι περισσότερο ηθικοί, κάποιοι λιγότερο. Ταυτοχρόνως μας δείχνει πολύ εύστοχα το πότε μπορούμε να καταλογίσουμε ατομικές και πότε συλλογικές, κοινωνικές και εν τέλει πολιτικές ευθύνες.

Δεν έχει νόημα να καταλογίσουμε ατομικές ευθύνες όταν το άτομο δεν έχει δυνατότητες παρέμβασης σε ήδη διαμορφωμένες απάνθρωπες συνθήκες συνθλιμμένο από πολιτικές εγχώριες και μη. Όταν κυβερνήσεις, αφεντικά και τράπεζες διαλύουν ανθρώπινες ζωές στο βωμό του κέρδους και τα άτομα προσπαθούν να επιβιώσουν με κάθε τρόπο, όταν θεσμικά έχουν διαιωνιστεί πατριαρχικές δομές καταπίεσης και εκμετάλλευσης, όταν οι πολιτικές δεκαετιών έχουν υποβιβάσει τη Δημόσια Υγεία του ΕΣΥ που χτίστηκε με αγώνες δεκαετιών στο να μη μπορεί να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες. Όταν η ΕΕ έχει ήδη επιβάλλει αγροτικές πολιτικές σε συνεταιρισμούς και επιβάλλει αντιμεταναστευτικές πολιτικές αποτροπής, ταυτόχρονα με τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις του ΝΑΤΟ (και όχι μόνο) που έχουν καταστρέψει οικονομικά και κυριολεκτικά χώρες, δημιουργώντας ανθρώπινα ποτάμια εξαθλιωμένων προσφύγων, με το σύστημα να τους έχει βαφτίσει «ξένους», «αλλόθρησκους», «εθνική απειλή»…

Άρα, ενώ όλα δείχνουν προκαθορισμένα, πως τα μεμονωμένα άτομα μπορούμε να αντιδράσουμε; Πως να αντιδράσει κανείς στην τοπική κοινωνία που απ’τη μία κάνει τους μεγάλους (χριστιανικούς) σταυρούς και εκκλησιάζεται κάθε Κυριακή στο όνομα του «αγαπάτε αλλήλους» ενώ απ’την άλλη πνίγει (και το επικροτεί εμμέσως πλην σαφώς) ανθρώπους και δεν ανοίγει καν την πόρτα της εκκλησιάς στους ξεπαγιασμένους ανθρώπους; Πως να αντιδράσεις στο σεξισμό του πατέρα-αφέντη;

Η Ασημίνα Προέδρου βάζει τα ερωτήματα και μια πρώτη πιθανή απάντηση: τη στάση της κόρης, που παίρνει την κατάσταση στα χέρια της και (έστω) με όλες τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις της, πάει παρακάτω. 

Η απάντηση είναι να κοιτάξουμε κατάματα στο τι κρύβεται «πίσω από τις θημωνιές», όπως κάνει η Ασημίνα Προέδρου στην ταινία της, μια σπαρακτική τοιχογραφία της ελληνικής επαρχίας (που είναι βεβαίως και μια μικρογραφία συνολικά της κοινωνίας). Και το κάνει αυτό «Μπρεχτικά», ρεαλιστικά και χωρίς μελοδραματισμό. Η πραγματικότητα είναι από μόνη της τραγική και φαντάζει αδιέξοδη, ενώ δεν είναι. Η συνολική απάντηση όμως -τουλάχιστον- όταν το άτομο δεν μπορεί να παρέμβει από μόνο του, είναι να το κάνει αυτό μαζί με άλλα άτομα. Η πραγματική απάντηση λοιπόν είναι στη συλλογικότητα, την οργάνωση και τους αγώνες. Μέχρι να μη χρειάζεται πια να κοιτάμε «πίσω από τις θημωνιές»…

Η ταινία «Πίσω από τις Θημωνιές» παίζεται αυτές τις μέρες στους κινηματογράφους. Της ευχόμαστε από τη μεριά μας καλοτάξιδη.

Ελλάδα, Γερμανία, Βόρεια Μακεδονία, 2022 Παραγωγή: Ιωάννα Μπολομύτη, Μάρκους Χάλμπερσμιντ, Βλαντιμίρ Αναστάσοφ, Αντζελα Νεστόροφσκα Σκηνοθεσία: Ασημίνα Προέδρου Σενάριο: Ασημίνα Προέδρου Φωτογραφία: Σίμος Σαρκετζής Μοντάζ: Ηλέκτρα Βενάκη Μουσική: Μάριος Στρόφαλης Πρωταγωνιστούν: Στάθης Σταμουλακάτος, Λένα Ουζουνίδου, Ευγενία Λάβδα, Χρήστος Κοντογεώργης, Ντίνα Μιχαηλίδου και ο Πασχάλης Τσαρούχας Διάρκεια: 118 λεπτά Διανομή: Tanweer

 Το επίσημο trailer:

 




Χαιρετισμός από το Κόκκινο Νήμα στην 5η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Αγαπητοί σύντροφοι-αγαπητές συντρόφισσες, χαιρετίζουμε τις εργασίες της συνδιάσκεψής σας και ευχόμαστε τα πιο γόνιμα αποτελέσματα!

 

Σκεφτόμαστε ότι η καλύτερη συμβολή μας θα είναι μια ειλικρινής -και συνοπτική βέβαια- κατάθεση βασικών σκέψεων για τα ζητήματα που απασχολούν την αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Ζήτημα πρώτο: η συγκυρία

 

Θα τονίσουμε τρία χαρακτηριστικά, που θεωρούμε θεμελιώδη:

  • Για πρώτη φορά στην ιστορία των δομικών οικονομικών κρίσεών του, ο καπιταλισμός δεν έχει σχέδιο για την αντιμετώπισή της, πέρα από την άγρια εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και την επιστροφή σε μορφές καπιταλισμού της απόλυτης υπεραξίας.
  • Για πρώτη φορά εδώ και έναν αιώνα συγκλίνουν μια δομική οικονομική κρίση του καπιταλισμού και μια κρίση ηγεμονίας στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο.
  • Για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού ωριμάζει και ξεσπά στην τωρινή συγκυρία μια κρίση του μακρού ιστορικού χρόνου, η κλιματική κρίση, η οποία συμφύεται αναπόφευκτα τόσο με την οικονομική κρίση όσο και με την κρίση ηγεμονίας στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο (μέσω της ενεργειακής κρίσης, της από-παγκοσμιοποίησης και της κρίσης στις εφοδιαστικές αλυσίδες κ.λπ.).

Αυτή η συναστρία των κρίσεων, που συγκλίνουν όλες στη συγκυρία που ζούμε, συνθέτει τις όψεις μιας γενικής καιν ιστορικού χαρακτήρα κρίσης του καπιταλισμού. Πολλά, κρίσιμης σημασίας και ιστορικού χαρακτήρα γεγονότα και εξελίξεις θα συμβούν όχι στο μακρινό μέλλον αλλά στην επόμενη δεκαετία και μέχρι το βάθος δύο δεκαετιών.

Ζούμε μια ιστορική συγκυρία με εξίσου ιστορικές διακυβεύσεις, στο πλαίσιο της οποίας ο ιστορικός χρόνος συμπυκνώνεται. Δεν υπάρχουν λοιπόν περιθώρια για σπατάλη χρόνου και για πολιτική ψυχολογία business as usual. Ό,τι είναι απαραίτητο και ουσιαστικό να γίνει, επείγει και δεν μπορεί να αφεθεί στον μακρό ιστορικό χρόνο.

 

Ζήτημα δεύτερο: τι θέλουμε να οικοδομήσουμε

 

Σε μια τέτοια συγκυρία, η διαπιστωμένη τις δεκαετίες της ανόδου του νεοφιλελευθερισμού αδυναμία του ρεφορμισμού γίνεται απόλυτη: δεν υπάρχει χώρος για στοιχειώδη ρεφορμιστικά σχέδια. Στην Ελλάδα ακόμη περισσότερο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλα τα γεγονότα της κεντρικής πολιτικής σκηνής είναι αδιάφορα, αφορούν μόνο τις αστικές δυνάμεις και δεν πρέπει να αφορούν την αντικαπιταλιστική αριστερά. Για δύο λόγους:

 

  • Γιατί έχει σημασία να μη νικήσει στις εκλογές η ΝΔ του Μητσοτάκη. Μια νίκη του Μητσοτάκη δεν θα είναι μόνο ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ήττα του κινήματος και της Αριστεράς, που θα δώσει νέα ώθηση στην επιθετικότητα των αστρικών δυνάμεων.
  • Γιατί ο ρεφορμισμός δεν είναι μόνο πολιτικο-ιδεολογικό ρεύμα και πολιτικοϊδεολογικός μας αντίπαλος, αλλά και ελπίδες ή προσδοκίες εργατικών στρωμάτων και νεολαίας που επενδύονται σε λάθος πολιτική κατεύθυνση με το κριτήριο της χρήσιμης ψήφου που μπορεί να έχει αποτέλεσμα στην κεντρική πολιτική σκηνή.
  • Γιατί ο ρεφορμισμός ανασυντάσσεται γρηγορότερα απ’ ό,τι η επαναστατική και αντικαπιταλιστική αριστερά. Δεν υπάρχει μεν χώρος για ρεφορμιστικές πολιτικές, αλλά καθώς η κατάσταση για την εργατική τάξη και τη νεολαία χειροτερεύει διαρκώς, υπάρχει χώρος για ρεφορμισμό, στη λογική να αποφευχθεί το χειρότερο και να υπάρξει έστω μια μικρή απάλυνση των δεινών.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, πρέπει να ξεκαθαριστούν ποιοι είναι οι στόχοι των οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Αν θέλουμε να είμαστε σε επαφή με την ιστορική συγκυρία, ο στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος από τη μαζική πολιτική εκπροσώπηση των πιο προωθημένων τμημάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας σε αντικαπιταλιστική βάση. Ο μαζικός αντικαπιταλιστικός πόλος.

 

Ζήτημα τρίτο: Πώς μπορεί η εκλογική παρέμβαση να υπηρετήσει τον στόχο της οικοδόμησης μαζικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς

 

Μπροστά στις επερχόμενες εκλογές, το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, είναι αν η όποια συμμαχία για εκλογικό κατέβασμα εντάσσεται σε ένα σχέδιο οικοδόμησης μαζικού αντικαπιταλιστικού πόλου ή απλώς σε μια εκλογική παρέμβαση που δεν θα έχει καμία συνέχεια την «επόμενη μέρα». Κατά τη γνώμη μας, η δεύτερο εκδοχή πρέπει να αποκλειστεί. Αν η συγκυρία έχει αυτά τα χαρακτηριστικά και το βασικό πρόβλημα του δικού μας ταξικού στρατοπέδου είναι η ιστορικών διαστάσεων κρίση εκπροσώπησης των πιο προωθημένων τμημάτων της εργατικής και της νεολαίας, και αν μάλιστα ο ιστορικός χρόνος πιέζει ασφυκτικά, το μόνο που δεν χρειάζεται είναι νέα σπατάλη πολύτιμου χρόνου και δυνάμεων μέσω εκλογικών συγκολλήσεων που ο επείγων χαρακτήρας τους δεν έχει να κάνει με τις επείγουσες διακυβεύσεις της ιστορικής συγκυρίας αλλά με τις επείγουσες ανάγκες εκλογικής καταγραφής «όπως όπως» δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.

Κατά τη γνώμη μας, οι δύο μεγάλες συνεισφορές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν

α) τα βήματα που έκανε στη συσπείρωση, συνεργασία και κοινή δράση ενός δυναμικού μερικών χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, σε πολιτικό επίπεδο αλλά και στους κοινωνικούς χώρους και στο κίνημα,

β) η δημιουργία ενός αντικαπιταλιστικού προγραμματικού πλαισίου για τη συνεργασία αυτών των δυνάμεων.

Ωστόσο, κατά τη γνώμη μας βαρύνεται και με πολλά προβλήματα, που υποσκάπτουν τη δυναμική των δύο βασικών της συνεισφορών και την καθηλώνουν πολιτικά. Δεν θα αποτελούσαν όμως λύσεις στα προβλήματα της ευρύτερης αντικαπιταλιστικής αριστεράς το να ακυρώσει την ίδια της τη συνεισφορά. Όποια μορφή και αν έχει μια κοινή εκλογική κάθοδος, δεν μπορεί να αποφύγει κατ’ ελάχιστο μια εκλογική διακήρυξη που να αποτελεί στιβαρή βάση για κοινή παρέμβαση, πριν και μετά τις εκλογές, στα κρίσιμα μέτωπα της περιόδου:

 

  • εργατικό εισόδημα-εργασιακές σχέσεις-«κοινωνικό κράτος»
  • δημοκρατικά -κοινωνικά και πολιτικά- δικαιώματα
  • πόλεμος-εθνικισμός-μιλιταρισμός (με τα δύο μεγάλα κεφάλαια: ελληνο-τουρκικός ανταγωνισμός και πόλεμος στην Ουκρανία-ανταγωνισμός των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων)
  • προσφυγικό
  • κλιματική αλλαγή

 

Αν δεν πρόκειται για αποκλειστικά εκλογική πλατφόρμα που θα διαλυθεί, κατά κοινή και εκ των προτέρων παραδοχή, στα εξ ων συνετέθη την επομένη των εκλογών, ένα πρόγραμμα εκλογικής καθόδου δεν μπορεί να στηριχτεί μόνο σε θέσεις αντι-λιτότητας, αιτημάτων για τον πληθωρισμό και την ενεργειακή κρίση και δημοκρατικών αιτημάτων, που σε όλα τα υπόλοιπα σημαντικά θα καλύπτει τις βαθιές διαφωνίες με την παλιά «τεχνική» του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ: γενικολογίες και κατάλληλα επιλεγμένες προτάσεις ώστε να επιδέχονται πολλαπλών ή και αντίθετων αναγνώσεων.

Αυτή ήταν η «τεχνική» του «πλατιού κόμματος πολιτικής ενότητας» τύπου ΣΥΡΙΖΑ και ΛΑΕ που ξόρκιζε όχι μόνο τη στρατηγική αλλά και την ειλικρινή συμφωνία στα απολύτως απαραίτητα ώστε να κάνουμε πολιτική στη συγκυρία χωρίς να λέμε υποτίθεται τα ίδια ενώ στην πραγματικότητα εννοούμε πολύ διαφορετικά.

Ένα πρόγραμμα που θα φιλοδοξεί να είναι ένας βασικός πυλώνας για τη συγκρότηση του αντικαπιταλιστικού πόλου δεν χρειάζεται ένα μάξιμουμ πρόγραμμα κόμματος, χρειάζεται όμως τις απολύτως απαραίτητες συμφωνίες πάνω στα 5 βασικά πολιτικά της περιόδου, που θα είναι ειλικρινείς και τέτοιες ώστε να εξασφαλίζουν ότι θα μπορούμε να κάνουμε πολιτική με λυμένα τα χέρια όταν ο κόμπος «φτάνει στο χτένι»:

 

  • Που θα μπορούμε να πούμε ανοιχτά σύνορα για τους πρόσφυγες όχι σαν αξιακό πρόταγμα σε ανύποπτο χρόνο, αλλά την κρίσιμη στιγμή όπως τον Φεβρουάριο του 2020, όταν οι πρόσφυγες επιχείρησαν να περάσουν μαζικά από τον Έβρο και τη Λέσβο, χωρίς θεωρητικά άλλοθι ότι τα σύνορα θα καταργηθούν στον κομμουνισμό.
  • Που θα είμαστε ξεκάθαροι στη θέση ότι ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός είναι αντιδραστικός και από τις δύο πλευρές, ώστε να μην είμαστε άφωνοι από τώρα την κρίσιμη στιγμή ενός θερμού επεισοδίου να αποδειχθεί ότι είμαστε σε αντίπαλα στρατόπεδα. Που θα συμπληρώνουμε αυτή τη θέση με τη θέση «καλοδεχούμενοι οι μετανάστες στη χώρα μας, τις πόλεις μας και τις γειτονιές μας, με ίσα δικαιώματα στη μόρφωση, την υγεία και την εργασία.
  • Που στον πόλεμο της Ουκρανίας θα είμαστε με τη θέση ότι είναι ιμπεριαλιστικός πόλεμος δι’ αντιπροσώπων και δεν θα είμαστε με τον ρωσικό ιμπεριαλισμό, πιστεύοντας ότι είναι μια μάχη ανάμεσα στον δυτικό ιμπεριαλισμό και τους φορείς του υποτιθέμενου «εκδημοκρατισμού» των διεθνών σχέσεων, της πολυπολικότητας που ανάγεται σε πρόταγμα της Αριστεράς κ.λπ. κ.λπ.

Τέλος, ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πρέπει να διαπνέεται από τη θέση ότι η στρατηγική μας κατεύθυνση δεν είναι ο «εκδημοκρατισμός του κράτους» (που, μεταξύ άλλων, τρέφει τον κυβερνητισμό της αστικής διαχείρισης, αλλά η αποδυνάμωση των μηχανισμών του παράλληλα με την ενίσχυση των στοιχείων εργατικής και λαϊκής αντι-εξουσίας στην κατεύθυνση της ανατροπής και του σοσιαλισμού.

 

Εκτιμούμε ότι οι επερχόμενες εκλογές θα σηματοδοτήσουν το τέλος του πολιτικού κύκλου του 2015, για την κεντρική πολιτική σκηνή, αλλά και για το κίνημα και την Αριστερά. Ένας νέος πολιτικός κύκλος θα ανοίξει.
Εκτιμούμε επίσης ότι στις εκλογές οι βεβιασμένες συγκολλήσεις της τελευταίας στιγμής, εκβιάζοντας καταστάσεις και ρυθμούς και προσπερνώντας οπορτουνιστικά τα σοβαρά προβλήματα για χάρη μιας εκλογικής συρραφής της τελευταίας στιγμής, μόνο νέες ήττες και απογοητεύσεις μπορούν να φέρουν. Με βάση όσα έγιναν ή δεν έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, δεν υπάρχουν δυνατότητες για νέα, ουσιαστικά ξεκινήματα τους τελευταίους μήνες πριν τις εκλογές. Σε αυτή τη βάση, μόνο νέα εκλογικά και πολιτικά «ατυχήματα» μπορούμε να έχουμε.

Εκτιμούμε λοιπόν ότι ως ευρύτερος αντικαπιταλιστικός χώρος είμαστε αντικειμενικά σε θέση εκλογικής αδυναμίας. Αυτό όμως δεν είναι λόγος να εκβιάσουμε την άρση αυτής της αδυναμίας όπως-όπως. Με το βλέμμα στην «επόμενη μέρα» και τον νέο πολιτικό κύκλο που θα σηματοδοτήσουν οι εκλογές, το ελάχιστο που πρέπει να κάνουμε, είναι να μην κάνουμε βήματα πίσω.

Κατά τη γνώμη μας, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αξίζει υποστήριξης στις εκλογές για τα δύο βασικά θετικά της κεκτημένα, τα οποία πρέπει να κληρονομηθούν στις διεργασίες της «επόμενης μέρας» για έναν ευρύτερο αντικαπιταλιστικό πόλο που δεν θα βαρύνεται με τις αδυναμίες που την καθηλώνουν.

Αντίθετα, θα είναι αρνητική «κληρονομιά» η υποχώρηση σε πολιτικές φόρμουλες συνεργασίας που επαναφέρουν την πολιτική κουλτούρα συνεργασιών του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ, αυτή την πολιτική κουλτούρα που ηττήθηκε «θεαματικά» το 2015.

Την «επόμενη μέρα» ύστερα από τις εκλογές, όλες οι εν δυνάμει συνιστώσες του αντικαπιταλιστικού χώρου θα μετρηθούμε πάνω σε δύο βασικά πράγματα:
α) αν θα κληρονομήσουμε για τα εγχειρήματα του μέλλοντος τη θετική κληρονομιά και την πολιτική ωριμότητα που κατακτήθηκε, παρά τις ήττες και αποτυχίες, όλα τα προηγούμενα χρόνια

β) αν θα επιδείξουμε την πολιτική βούληση και γενναιότητα να κάνουμε τις αναγκαίες υπερβάσεις για ένα νέο ελπιδοφόρο εγχείρημα συγκρότησης μαζικού αντικαπιταλιστικού πόλου.

Σε αυτή την κατεύθυνση, δεν είναι μόνο το πρόγραμμα και η αναγκαία στρατηγική πυξίδα˙ είναι εξίσου, και σε συνδυασμό, ο τρόπος που κάνουμε πολιτική, η αντίληψη του ενιαίου μετώπου και το πώς συνδυάζουμε τη στρατηγική ακαμψία με την τακτική ευελιξία χωρίς να τα θεωρούμε ανταγωνιστικά στοιχεία, είναι το εμπόδιο του ηγεμονισμού ότι ο πυρήνας του αντικαπιταλιστικού-επαναστατικού κόμματος είμαστε εμείς και θα πρέπει να ηγεμονεύσουμε πάνω σε όλους τους άλλους.

Σε μια συγκυρία που ο ιστορικός χρόνος πιέζει ασφυκτικά, δεν μας περισσεύουν πολλές ζωές για να θυσιάσουμε δίνοντας παράταση ζωής σε αυταπάτες και λαθεμένες φόρμουλες που κρίθηκαν και ηττήθηκαν όχι μία αλλά πολλές φορές και κατ’ εξακολούθηση.

 




2023: έτος καμπής, στην Ελλάδα, την Ευρώπη, τον κόσμο

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας “Κόκκινo Νήμα” Νο39 που κυκλοφορεί

Την τελευταία τριετία, οι αναλύσεις και εκθέσεις διάφορων καπιταλιστικών θεσμών -γνωστών και μη εξαιρετέων- αλλά και οι δημόσιες παρεμβάσεις «επώνυμων» με διεθνή φήμη, αποκτούν όλο και πιο έντονα… στοχαστικό χαρακτήρα. Στο τέλος του 2022, τρεις διακεκριμένοι «γκουρού» του συστήματος, ο Μπιλ Γκέιτς, ο Νουριέλ Ρουμπινί και ο Μοχάμεντ Ελ-Εριάν, είπαν τα δικά τους «κάλαντα» γεμάτα μαύρες προβλέψεις για τις οικονομικές -και όχι μόνο- προοπτικές για το 2023. Και στις 10 Ιανουαρίου, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός (WEF) εξέδωσε την ετήσια έκθεσή του για το 2023, υπερφορτωμένη με «μαύρες προφητείες». Είναι φανερό: οι «απέναντι» φοβούνται και εκφράζουν τους φόβους τους δημόσια – έστω και σε διπλωματική γλώσσα. Είναι σημαντικό να ακούσουμε τι έχουν να (μας) πουν…

To Φόρουμ του Νταβός… εκτιμά την ιστορική συγκυρία

Η πρόσφατη, των αρχών Ιανουαρίου, ετήσια έκθεσή του 2023 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic ForumWEF) του Νταβός περιέχει εντυπωσιακές εκτιμήσεις για τα επόμενα χρόνια. Μεταξύ άλλων, η έκθεση παραθέτει πίνακα στον οποίο ιεραρχεί τους σημαντικότερους κινδύνους που θα αντιμετωπίσει ο κόσμος για τα επόμενα δύο χρόνια και για τα επόμενα 10 χρόνια. Η κατάταξη είναι πράγματι εντυπωσιακή:

  • Για την επόμενη διετία, ως υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος καταγράφεται η «κρίση κόστους διαβίωσης». Υπ’ αριθμόν 2 κίνδυνος, οι «φυσικές καταστροφές και ακραία καιρικά φαινόμενα» και υπ’ αριθμόν 3 κίνδυνος η «γεωοικονομική αντιπαράθεση». Πιο χαμηλά στη λίστα βρίσκουμε τις κλιματικές απειλές («αποτυχία μετριασμού της κλιματικής αλλαγής», «Μεγάλης κλίμακας περιβαλλοντικές καταστροφές», «κρίση φυσικών πόρων»), στη μέση της κλίμακας τη «Διάβρωση της κοινωνικής συνοχής και κοινωνική πόλωση», 8η στη σειρά την απειλή «Εκτεταμένο κυβερνοέγκλημα και κυβερνοασφάλεια» και στην τελευταία θέση τη νεοεμφανιζόμενη σε τέτοιες εκθέσεις απειλή «Μεγάλης κλίμακας εξαναγκαστική μετανάστευση»!

  • Για την επόμενη δεκαετία, από τη λίστα αφαιρείται ο κίνδυνος της «Κρίσης κόστους διαβίωσης» και αντικαθίσταται από έναν ακόμη κλιματικό κίνδυνο «Μείωση βιοποικιλότητας και κατάρρευση οικοσυστήματος»! Η μεγάλη αλλαγή ωστόσο είναι άλλη: οι πρώτοι έξι κίνδυνοι στη λίστα αφορούν άμεσα (οι 5 εξ αυτών) ή έμμεσα (ο 6ος) την κλιματική αλλαγή/κρίση και ένας 7ος είναι στην τελευταία θέση (7 στους 10 συνολικά)! Εντυπωσιακή επίσης είναι η κατάταξη των κινδύνων «Διάβρωση της κοινωνικής συνοχής», «Εκτεταμένο κυβερνο-έγκλημα και κυβερνο-ασφάλεια» και «γεωοικονομική αντιπαράθεση» στις θέσεις 7-9 της σχετικής λίστας.

Πρόκειται για καπιταλιστική εκτίμηση της ιστορικής συγκυρίας που τείνει να διαμορφωθεί, από την οποία απορρέουν κάποια σημαντικά συμπεράσματα:

  • Στην επόμενη διετία δεν θα έχουμε απλώς ακρίβεια, αλλά «κρίση κόστους διαβίωσης». Η αφαίμαξη του εργατικού εισοδήματος από τον πληθωρισμό θα πάρει μεγάλες διαστάσεις και, σε συνδυασμό με την προαναγγελλόμενη ύφεση, θα δημιουργήσει συνθήκες κρίσης στην καθημερινότητα της εργατικής τάξης.

  • Η «γεωοικονομική αντιπαράθεση» θα είναι κορυφαίος κίνδυνος. Με τον όρο αυτό, καθώς και με τον δίδυμο όρο «γεωπολιτική αντιπαράθεση», οι εκθέσεις των καπιταλιστικών οργανισμών εννοούν τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η υποβάθμιση αυτού του κινδύνου στη λίστα των 10 χρόνων ενδεχομένως εμπεριέχει μια εκτίμηση ότι στην επόμενη διετία θα λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία και αυτό θα εξομαλύνει την κατάσταση όσον αφορά την ένταση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Μια τέτοια εκτίμηση ωστόσο είναι λαθεμένη: Είναι ακριβώς η επόμενη δεκαετία, ίσως μάλιστα και η επόμενη πενταετία, που θα κριθεί το ζήτημα της παγκόσμιας οικονομικής πρωτοκαθεδρίας ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, σε ιμπεριαλιστική Δύση και ιμπεριαλιστική Ανατολή συνολικότερα.

  • Όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, είναι φανερά τρία πράγματα:
    α) Ότι οι καπιταλιστές είναι πλέον βέβαιη πως όχι μόνο έχει χαθεί το «τρένο» της ανάσχεσης της κλιματικής κρίσης, όχι μόνο θα υπάρξει αποτυχία μετριασμού της κλιματικής κρίσης, αλλά θα υπάρξει και αποτυχία όσον αφορά στην «προσαρμογή» στην κλιματική κρίση, δηλαδή στην αντιμετώπιση των συνεπειών της,
    β) Ότι οι συνέπειες θα είναι τρομερές: όχι απλώς αύξηση της συχνότητας και της έντασης των ακραίων καιρικών φαινομένων, αλλά και μεγάλης κλίμακας φυσικές καταστροφές, κατάρρευση οικοσυστήματος και μεγάλης κλίμακας εξαναγκαστική μετανάστευση!

Πλησιάζουμε στα χρόνια που η κλιματική αλλαγή/κρίση δεν θα είναι απλώς μία κρίση ανάμεσα στις άλλες, αλλά Η Κρίση, που θα επισκιάσει όλες τις άλλες, θα συγχωνευτεί μαζί τους και θα προσδώσει στη μία-πολύπλευρη κρίση του καπιταλισμού εφιαλτικά χαρακτηριστικά.

Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για τα επόμενα 2 και 10 χρόνια*

Για τα επόμενα 2 χρόνια

Για τα επόμενα 10 χρόνια

Κρίση κόστους διαβίωσης

Αποτυχία μετριασμού

της κλιματικής αλλαγής

Φυσικές καταστροφές

και ακραία καιρικά φαινόμενα

Αποτυχία προσαρμογής

στην κλιματική αλλαγή

Γεωοικονομική αντιπαράθεση

Φυσικές καταστροφές

και ακραία καιρικά φαινόμενα

Αποτυχία μετριασμού

της κλιματικής αλλαγής

Μείωση βιοποικιλότητας και κατάρρευση οικοσυστήματος

Διάβρωση της κοινωνικής

συνοχής και κοινωνική πόλωση

Μεγάλης κλίμακας

εξαναγκαστική μετανάστευση

Περιβαλλοντικές καταστροφές μεγάλης κλίμακας

Κρίσεις φυσικών πόρων

Αποτυχία προσαρμογής

στην κλιματική αλλαγή

Διάβρωση της κοινωνικής

συνοχής και κοινωνική πόλωση

Εκτεταμένο κυβερνο-έγκλημα

και κυβερνο-ασφάλεια

Εκτεταμένο κυβερνο-έγκλημα

και κυβερνο-ασφάλεια

Κρίσεις φυσικών πόρων

Γεωοικονομική αντιπαράθεση

Μεγάλης κλίμακας

εξαναγκαστική μετανάστευση

Περιβαλλοντικές καταστροφές μεγάλης κλίμακας

*Ετήσια έκθεση 2023 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός (WEF Global Risk Report 2023)

Η οικονομική κρίση

Όσον αφορά την οικονομική κρίση, όλες οι προβλέψεις των καπιταλιστικών οργανισμών συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι το 2023 θα επιδεινωθεί σε όλες τις βασικές της παραμέτρους:

-η παγκόσμια οικονομία θα επιβραδυνθεί μέχρι τη στασιμότητα ή ίσως και την ύφεση

-Ο συνολικός πληθωρισμός θα μειωθεί, αλλά η ακρίβεια θα παραμείνει και θα ενταθεί, αφού η πτώση του πληθωρισμού δεν σημαίνει μείωση των τιμών, αλλά μείωση του ρυθμού περαιτέρω αύξησης των τιμών

-η ανεργία και ο πληθωρισμός θα φέρουν αύξηση της ανεργίας, μεγάλη μείωση του εργατικού εισοδήματος, μεγάλη μείωση της πραγματικής αξίας των καταθέσεων

– η μείωση του εισοδήματος σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων, θα φέρουν μεγάλη αύξηση των δόσεων αποπληρωμής τραπεζικών δανείων, αλλά και νέα γενιά «κόκκινων» δανείων.

Οι εξαγγελλόμενες πολιτικές των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων θα επιδεινώσουν όλες τις παραπάνω συνέπειες, καθώς:

  • Οι κεντρικές τράπεζες ανακοινώνουν περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων, με αναπόφευκτες συνέπειες την ακόμη μεγαλύτερη οικονομική επιβράδυνση ή και ύφεση.

  • Οι κυβερνήσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις κυβερνήσεις των χωρών-μελών της Ευρωζώνης, εξαγγέλλουν επιστροφή στις σκληρές πολιτικές λιτότητας στις δημόσιες δαπάνες, που όπως έχει αποδειχθεί περίτρανα είναι λιτότητα μόνο για τις δαπάνες για το κοινωνικό κράτος (ενώ τις δαπάνες για την καταστολή και τους εξοπλισμούς δεν τις αγγίζει η λιτότητα).

Πρόκειται για προαναγγελία «μεγάλης κλίμακας καταστροφών» -για να δανειστούμε την έκφραση της έκθεσης του Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός- για την εργαζόμενη μεγάλη πλειονότητα του πλανήτη, για αυτούς και αυτές που ζουν από τη δική τους εργασία κι όχι από την εργασία των άλλων.

Ο καπιταλισμός έχει ξεμείνει από λύσεις

Όπως σημειώνει ο Ηλίας Ιωακείμογλου (βλέπε «Μπροστά στην 4η οργανική κρίση του καπιταλισμού», σελ. 6-7), ο καπιταλισμός βιώνει την 4η οργανική (άλλως, διαρθρωτική ή δομική) κρίση του. Οργανική, δομική, διαρθρωτική ή δομική, σημαίνει ότι δεν μπορεί να ξεπεραστεί με επιμέρους προσαρμογές κάποιων παραμέτρων, αλλά απαιτεί δομική αναθεώρηση του μοντέλου καπιταλιστικής συσσώρευσης. Εδώ ακριβώς έγκειται ο ιστορικός, γενικευμένος και αδιέξοδος χαρακτήρας αυτής της κρίσης, που προσλαμβάνει παρακμιακά και εκφυλιστικά χαρακτηριστικά: ο καπιταλισμός έχει ξεμείνει από λύσεις και απαντήσεις που να έχουν τον αναγκαίο δομικό χαρακτήρα:

  • Έχει ήδη αποτύχει να ανακόψει την κλιματική αλλαγή/κρίση, για δύο βασικούς λόγους:
    α) Διότι για να την ανακόψει, θα έπρεπε να «αλλάξει δέρμα», να αρνηθεί το βασικότερο στοιχείο του γονιδιώματός του: την παραγωγή για το κέρδος, αλλά και τη διευρυμένη αναπαραγωγή. Ο καπιταλισμός όμως «δεν μπορεί να μην είναι ο εαυτός του».
    β) Διότι η φύση δεν είναι ένας «αντίπαλος» που μπορεί να αντιμετωπιστεί με τα γνωστά ως τα σήμερα μέσα: δεν «αντιδρά» στην ιδεολογική παραπλάνηση και την ιδεολογική σύγχυση, δεν υποτάσσεται με μέτρα καταστολής, η δε δομική αλλαγή που απαιτεί είναι αντίθετη με την ίδια τη φύση του καπιταλισμού.

  • Αποτυγχάνει -συστηματικά και διαρκώς όλο και περισσότερο- στο να ανατάξει την παραγωγικότητα, της οποίας οι αυξήσεις αποκλιμακώνονται από δεκαετία σε δεκαετία και προσεγγίζουν πλέον αναιμικά ποσοστά, τέτοια που δεν μπορούν να ανατροφοδοτήσουν τη δυναμική επανεκκίνηση του συστήματος.

  • Δεν υπάρχει παραγωγικός τομέας που να μπορεί να παίξει τον ρόλο της «ατμομηχανής», εξασφαλίζοντας νέα πεδία κερδοφορίας και ρυμουλκώντας τους υπόλοιπους τομείς σε μια νέα αναπτυξιακή δυναμική. Οι «πράσινες» επενδύσεις, στις οποίες κατευθύνονται όλο και περισσότερα κεφάλαια είναι ανταγωνιστικές με τις επενδύσεις στον τομέα των ορυκτών καυσίμων και αναγκασμένες να συνυπάρχουν με αυτές σε μια ισορροπία που δεν επιτρέπει μια λυτρωτική φυγή προς τα μπρος, περιορίζονται δε από τις αρχόμενες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής/κρίσης: στα επόμενα χρόνια, όλο και περισσότερο οι «πράσινες» επενδύσεις θα αφορούν τις τεχνολογίες δέσμευσης άνθρακα (για να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή, που όμως… δεν αντιμετωπίζεται), ενώ θα αυξάνεται η ανάγκη επενδύσεων για την αποκατάσταση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης: αποκατάσταση υποδομών και αποζημίωση πληττόμενων.

  • Ο κλιμακούμενος ανταγωνισμός των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αφενός έχει καταλυτικές οικονομικές συνέπειες, αφετέρου δεν μπορεί καν να εκτονωθεί εύκολα με ένα «Μεγάλο Πόλεμο», αυτοπροσώπως μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και μπλοκ, όπως συνέβη με τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
    Οι καταλυτικές οικονομικές συνέπειες είναι:
    α) η διάσπαση ή και αποδιάρθρωση των διεθνών αλυσίδων εφοδιασμού,
    β) η κλιμάκωση του ενεργειακού ανταγωνισμού και κρίσης,
    γ) η ανεξέλεγκτη πορεία της κλιματικής αλλαγής – και των επιπτώσεών της.
    Στο σύνολό τους, όλα αυτά σημαίνουν ότι ο καπιταλισμός είναι αναγκασμένος να αποχαιρετήσει πολλά από τα οικονομικά πλεονεκτήματα της «παγκοσμιοποίησης»: το χαμηλό κόστος παραγωγής (αφού η προμήθεια πρώτων υλών, ενέργειας και ενδιάμεσων προϊόντων δυσκολεύει και γίνεται πιο ακριβή), το χαμηλό κόστος των τελικών προϊόντων (που θα ενσωματώνουν ένα υψηλότερο κόστος παραγωγής), τη διάχυση της καινοτομίας.
    Όσο για την αδυναμία εκτόνωσης του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού με ένα μεγάλο πόλεμο, η μεγάλη διαφορά είναι πλέον η ύπαρξη των πυρηνικών όπλων σε ποσότητα και «ποιότητα» τέτοια, που σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου εξασφαλίζει τον αφανισμό του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα είχε ήδη τελειώσει εις βάρος της Ρωσίας αν δεν υπήρχαν τα πυρηνικά όπλα της Ρωσίας, οι δε πρώτος και δεύτερος Παγκόσμιοι Πόλεμοι δεν θα είχαν τη γνωστή κατάληξη αν υπήρχαν πυρηνικά όπλα στη διάθεση των εμπόλεμων δυνάμεων.

Ο καπιταλισμός ξεμένει από λύσεις απέναντι στην πολυπαραγοντική δομική του κρίση. Ο συνηθισμένος τρόπος, δηλαδή μια μεγάλης έκτασης καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων (ζωντανής και νεκρής εργασίας) αποφεύγεται συστηματικά για έναν πολύ σημαντικό λόγο: επειδή τόσο τα κράτη όσο και οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά είναι σε ιστορικά υψηλό βαθμό υπερχρεωμένα. Το συνολικό χρέος είναι 4 φορές πάνω από το παγκόσμιο ΑΕΠ και υποχρεώνει κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες να «απαγορεύουν» (για όσο θα μπορούν ακόμη) την έξοδο από την κρίση με την «παραδοσιακή» μέθοδο της καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων σε μεγάλη κλίμακα, δηλαδή με τον να επιτρέψουν μια ανεξέλεγκτη κρίση να κάνει εκτεταμένη «εκκαθάριση» αδύναμων κεφαλαίων.
Την ίδια στιγμή, μια άλλη, ιστορικά ιδιότυπη, διαδικασία καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων, μέσω των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής/κρίσης, είναι μη επιθυμητή (διότι επιδεινώνει και δεν ανατάσσει την κρίση) αλλά και αναπόφευκτη ταυτόχρονα.

Η «κοινωνική πόλωση»

Ο κίνδυνος της «κοινωνικής πόλωσης» αναφέρεται και προβάλλεται συστηματικά τους τελευταίους μήνες σε όλες τις εκθέσεις των διεθνών καπιταλιστικών οργανισμών, οίκων αξιολόγησης του χρέους, επενδυτικών τραπεζών κ.λπ. (όπως και στην προαναφερθείσα έκθεση του Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός). Τι εννοούν οι… ποιητές; Εννοούν τον άμεσο κίνδυνο να προκληθεί κοινωνική πόλωση και αναταραχή εξαιτίας της βίαιης επιδείνωσης των όρων ζωής της εργαζόμενης πλειονότητας λόγω της ακρίβειας. Εννοούν επίσης, πιο ειδικά, τον εκ του πληθωρισμού προερχόμενο κίνδυνο να «ξυπνήσει» η διεκδικητική δράση των εργαζομένων και των συνδικάτων (και έτσι να «αφυπνιστεί» και η Αριστερά) στο έδαφος του αιτήματος για αύξηση των μισθών ως αντιστάθμισμα στην ακρίβεια.
Δεν μένουν πολλές σταθερές όρθιες για τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό˙ για την ακρίβεια μένουν μόνο δύο: α) Η διαρκώς κλιμακούμενη καταστολή, β) η στρατηγική της λιτότητας. Επί σχεδόν 4 δεκαετίες νεοφιλελεύθερης «προσαρμογής» οι κυβερνήσεις έκαναν το παν ώστε να καθηλώσουν όχι μόνο το εργατικό εισόδημα αλλά και την ικανότητα της εργατικής τάξης να αντιστέκεται. Ξορκίζουν λοιπόν με κάθε τρόπο τον κίνδυνο να επιστρέψει το εργατικό κίνημα στον δρόμο των μαχητικών διεκδικήσεων. Αυτή είναι η βάση της σκληρής αντιπληθωριστικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών: θέλουν, πατάσσοντας τον πληθωρισμό, να περιορίσουν ή και απαλείψουν τον κίνδυνο της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος και των αναπόφευκτων πολιτικών συνεπειών μιας τέτοιας ανασύνταξης.

Δεν υπάρχει χρόνος για να σπαταληθεί!

Εφόσον ισχύουν τα παραπάνω, είμαστε στην ιδιότυπη συγκυρία μιας γενικευμένης, πολυπαραγοντικής, δομικής κρίσης του καπιταλισμού, κρίσης που προσλαμβάνει ιστορικά χαρακτηριστικά καθώς συμφύεται με την κλιμακούμενη κλιματική κρίση, κρίσης αδιέξοδης διότι ο καπιταλισμός δεν διαθέτει λύσεις με δομικό χαρακτήρα, δηλαδή λύσεις αποτελεσματικές. Επιπλέον, ο συγχρονισμός κρίσεων του βραχυμεσοπρόθεσμου ιστορικού χρόνου (οικονομική, με όλες της τις πλευρές), κρίσεων του μεσομακροπρόθεσμου ιστορικού χρόνου (κρίση της «παγκοσμιοποίησης» και κρίση ηγεμονίας στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο) και κρίσεων του μακρού ιστορικού χρόνου (κλιματική κρίση και συναφείς κρίσεις όπως οι πανδημικές) προσδίδει στη συγκυρία δύο βασικά χαρακτηριστικά: ιστορικότητα και χρονική επίσπευση. Όλες οι κρίσεις συμπυκνώνονται σε μία, κι ο χρόνος στον οποίο θα κριθούν οι απαντήσεις συμπυκνώνεται στον Μεσοπρόθεσμο ορίζοντα των επόμενων δύο δεκαετιών αρχίζοντας από σήμερα!

Σε τέτοιες συνθήκες, το «ληθαργικό σύνδρομο» και το business as usual θα ήταν καταστροφή. Σε τέτοιες συνθήκες, επίσης, πρέπει να αξιολογούμε τον πολιτικό χρόνο όχι με βάση τον κανόνα της γραμμικότητας αλλά με βάση τον κανόνα «χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά». Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να αρχίσουν έστω να γίνονται όχι κάποτε στο μέλλον, όχι «ίσως αύριο», αλλά… χθες. Και είναι δύο κατηγοριών:

  • Η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και των κινημάτων αντίστασης, σε ταξική και μαχητική βάση και με όπλο τη συγκέντρωση δυνάμεων με βάση την κουλτούρα του ενιαίου μετώπου.

  • Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς, όχι στη μορφή της «παναριστεράς», όχι με βάση την αποτυχημένη φόρμουλα του «πλατιού κόμματος πολιτικής ενότητας», αλλά με βάση ένα σχέδιο συγκρότησης μαζικής αντικαπιταλιστικής οργάνωσης/κόμματος, που θα εδράζεται σε στρατηγικές απαντήσεις με βάση τη διαχωριστική μεταρρύθμιση ή επανάσταση και δεν θα συνενώνει χαλαρά χομπίστες των λόγων αλλά αγωνιστές και αγωνιστές ουσιαστικής στράτευσης, συλλογικής πειθαρχίας σε συνδυασμό με πλήρη ελευθερία έκφρασης «μέσα και έξω», και δράσης.




3 χρόνια Ανυπότακτος Κορυδαλλός: για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, την πόλη μας τον Κορυδαλλό και την χρονιά που έρχεται

Στην τελευταία γενική συνέλευση της Ριζοσπαστικής Προοδευτικής Δημοτικής Κίνησης «Ανυπότακτος Κορυδαλλός» ομόφωνα αποφασίστηκε να δώσουμε την μάχη των επόμενων δημοτικών εκλογών, κόντρα στο πολιτικό κατεστημένο που διοικεί το δήμο εδώ και 30 χρόνια, καθώς και στις κεντρικές πολιτικές τόσο της ΝΔ όσο και των προηγούμενων κυβερνήσεων που υποβαθμίζουν συστηματικά το ρόλο της την Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Υπηρετώντας για ακόμα μια φορά μετά την εναλλαγή του δημοτικού συμβούλου μας μέσα στην θητεία -στην πράξη και όχι μόνο στα λόγια- τις προγραμματικές μας δεσμεύσεις για εναλλαγή των προσώπων που εκπροσωπούν την δημοτική μας κίνηση -μια επιλογή που αποτέλεσε το θεμέλιο της ανοιχτής συγκρότησης και της δημοκρατικής λειτουργίας μας, χαρακτηριστική της αντίληψής μας για την πολιτική και την εκπροσώπηση των συλλογικών αποφάσεών μας- ο νέος υποψήφιος δήμαρχος του Ανυπότακτου Κορυδαλλού θα είναι ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΜΑΤΟΝΙΚΟΛΟΣ. Για εμάς οι θέσεις εκπροσώπησης δεν ήταν ποτέ ατομική υπόθεση. Σε ένα πλαίσιο προσωποκεντρικό, όπου κυριαρχούν ο πολιτικός καριερισμός, η ατομική διαπραγμάτευση και το πολιτικό πάρε-δώσε, εμείς προτάσσουμε την δημιουργικότητα του συλλογικού νου και αγώνα. Επιμένουμε πως η πολιτική δεν είναι προνόμιο των λίγων αλλά κεκτημένο των πολλών. Συνεχίζουμε να χτίζουμε μια κίνηση ζωντανή, ανοιχτή, ανεξάρτητη, δημοκρατική. Συνεχίζουμε να χτίζουμε μια κίνηση στο μπόι της κοινωνίας που ονειρευόμαστε.
Από τον πρώτο χρόνο της θητείας της, η κυβέρνηση της ΝΔ προσπάθησε να διευκολύνει θεσμικά την εφαρμογή στρατηγικών κατευθύνσεων για την χωρική αναδιάρθρωση και την τοπική αυτοδιοίκηση. Επιχείρησε να στήσει ένα συνολικότερο θεσμικό πλαίσιο για την ακόμη πιο ανεξέλεγκτη επιχειρηματικοποίηση των ΟΤΑ, την ανταποδοτικότητα των δημοτικών υπηρεσιών, την σκλήρυνση της οικονομικής επιτροπείας και της λιτότητας (τα παρακρατηθέντα από δήμους και περιφέρειες αγγίζουν τα 27 δις ευρώ), την κατεύθυνση των πόρων που απευθύνονται στους δήμους σε συγκεκριμένα πεδία κερδοφορίας μέσω χρηματοδοτικών προγραμμάτων-εργαλείων χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι συγκεκριμένες ανάγκες κάθε δήμου και χωρίς να δίνεται η δυνατότητα αυτοτελούς σχεδιασμού στα δημοτικά συμβούλια, την αντιδημοκρατική θωράκιση της ΤΑ από τα κινήματα και τους κοινωνικούς φορείς, την παράδοση δημόσιων χώρων στο μεγάλο κεφάλαιο.
Στην πόλη μας, τον Κορυδαλλό, η πραγματικότητα των τελευταίων χρόνων δεν διαφέρει ουσιαστικά. Παρά τις επίμονες προσπάθειες να παρουσιαστεί η νέα δημοτική αρχή Χουρσαλά-Δημόπουλου ως ανεξάρτητη και υπερκομματική, σε όλα τα σημαντικά ζητήματα που έχουν προκύψει ο νέος δήμαρχος δεν έχει επιχειρήσει να εκφράσει έστω και την ελάχιστη αντίθεση του στα σχέδια της κυβέρνησης. Από την Μονάδα Επεξεργασίας Αποβλήτων που επιχειρείται να εγκατασταθεί στην περιοχή του Σχιστού Κερατσινίου και θα επιβαρύνει σημαντικά την πόλης μας οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά για τα επόμενα 30 χρόνια, την ανησυχητική αδράνειά του να διεκδικήσει με αποφασιστικότητα την έκταση των φυλακών προς όφελος των κατοίκων του δήμου, την θετική του τοποθέτηση σε όλες τις αντιμεταρρυθμίσεις για την Τοπική Αυτοδιοίκηση της κυβέρνησης -οι οποίες μία μία κρίνονται ως αντισυνταγματικές από το ΣτΕ- έως την εκπληκτική ταχύτητα με την οποία έτρεξε να δημιουργήσει Αναπτυξιακή ΑΕ και τις προσπάθεια να τοποθετήσει ιδιωτικές εταιρίες security σε δημόσιους χώρους, είναι πασιφανές ότι η «νέα» δημοτική αρχή αποτελεί μακρύ χέρι της κεντρικής κυβέρνησης.
Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο που πιέζει ασφυκτικά τους ανθρώπους της εργασίας και την νεολαία. Ο πληθωρισμός και η εκτίναξη της ακρίβειας στην ενέργεια, στα ενοίκια, στα τρόφιμα και στα βασικά αγαθά πρώτης ανάγκης, την ίδια ώρα που οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι, εξανεμίζει τα λαϊκά εισοδήματα χωρίς να επηρεάζει την κερδοφορία του κεφαλαίου. Ο πόλεμος ο οποίος πλέον είναι πραγματικότητα στην καρδιά της Ευρώπης και μας επηρεάζει άμεσα, η αυταρχικοποίηση του κράτους και η έξαρση της αστυνομικής αυθαιρεσίας που δολοφονεί για 20 ευρώ και καταστέλει όποια κοινωνική ομάδα διεκδικεί και βγαίνει στο δρόμο, δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια στις δυνάμεις της εργασίας και την νεολαία και διαμορφώνει ένα ασταθές και εν δυνάμει εκρηκτικό κοινωνικό τοπίο.
Σε αυτή τη συγκυρία, θεωρούμε πως υπάρχει η ανάγκη να συνεχίζει να αρθρώνεται μια διαφορετική φωνή στην πόλη. Μια φωνή που θα θέτει τα ζητήματα από την σκοπιά των συμφερόντων της θιγόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας, μια φωνή αυτών που δεν ακούγεται η φωνή τους. Μια φωνή που θα ασχολείται από τα κεντρικά και μεγάλα ζητήματα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του δήμου μας μέχρι τα καθημερινά και απλά των γειτονιών του Κορυδαλλού. Που θα προσπαθεί να βάλει σε κίνηση τις κοινωνικές δυνάμεις και δυναμικές που αναπτύσσονται με την λογικής της αυτονομίας και της συμμετοχής στη λήψη απαφάσεων, στον σχεδιασμό και στον έλεγχο. Μια φωνή με όραμα για την πόλη και τους κατοίκους της και όχι παθητικό διαχειριστή-manager της λιτότητας. Μια φωνή που δεν βολεύεται στο υπάρχον ασφυκτικό πλαίσιο αλλά προσπαθεί να το υπερβεί δημιουργικά μετασχηματίζοντας το παρόν ώστε να χωράει τις σύγχρονες ανάγκες των πολλών και πρωτίστως της νεολαίας και των ανθρώπων της εργασίας.
Κάνουμε ανοιχτό κάλεσμα σε όλους τους ενεργούς πολίτες του Κορυδαλλού, στις νέες και τους νέους που ονειρεύονται το μέλλον τους σε μια πόλη ανθρώπινη, σε κάθε συλλογικότητα και πρωτοβουλία που ενεργοποιείται, αγωνιά και καταθέτει τον αγώνα και την άποψή της, σε όλους του κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς που δεν βολεύονται με το παρόν και θέλουν να αγωνιστούν, να συμβάλλουν ενεργά και να δώσουμε από κοινού την μάχη αυτή. Με ενωτικό στίγμα συνεχίζουμε να διερευνούμε τις δυνατότητες συσπείρωσης ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων με τις οποίες είτε στο τοπικό κίνημα είτε μέσα στο δημοτικό συμβούλιο έχουμε συντονιστεί και έχουμε δώσει μάχες μαζί, στην κατεύθυνση συγκρότησης ευρύτερων πολιτικών συμμαχιών για να ανατρέψουμε το πολιτικό κατεστημένο που διοικεί το δήμο εδώ και 30 χρόνια και τις κεντρικές πολιτικές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, πάντα στην βάση των προγραμματικών αρχών μας και όχι σε κλειστά γραφεία και υπόγειες συμφωνίες.
 ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ
ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ