Με αφορμή τα 50 χρόνια από την Μεταπολίτευση αναδημοσιεύουμε μερικά παλαιότερα άρθρα:
Από την εργατική Μεταπολίτευση μέχρι τον «νόμο Χατζηδάκη»
Των Σάσας Χασάπη – Χρήστου Βαγενά
Οι κατακτήσεις από το 1974, το ξήλωμά τους από τις μνημονιακές κυβερνήσεις και την κυβέρνηση Μητσοτάκη και οι όροι της εργατικής αντεπίθεσης
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι ένας πολύ σημαντικός σταθμός των αγώνων της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα ενάντια στην εκμετάλλευση. Η χούντα κατέλαβε την πολιτική εξουσία στη χώρα τον Απρίλη του 1967 με την έγκριση της κυρίαρχης τάξης, προκειμένου να κατασταλεί το κίνημα ριζοσπαστικοποίησης που, με αποκορύφωμα τα Ιουλιανά το 1965, αμφισβήτησε την εξουσία των πλουσίων και διεκδίκησε δικαιώματα και ελευθερίες που στερούνταν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Η χούντα διέλυσε εκτός από τα πολιτικά κόμματα και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, κυρίως εκείνες που ελέγχονταν από τις δυνάμεις της Αριστεράς, και συνέλαβε εκατοντάδες συνδικαλιστικά στελέχη. Ταυτόχρονα, δημιουργηθήκαν σωματεία-σφραγίδες, διορίστηκαν αρεστές στη χούντα διοικήσεις σε πολλά συνδικαλιστικά όργανα, ενώ το συνδικαλιστικό της Ασφάλειας ανέλαβε συστηματική επιχείρηση τρομοκράτησης των συνδικαλιστών και των εργαζομένων.
Το κλίμα αυτό δεν έμεινε πολύ καιρό χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Οι εργαζόμενοι και η νεολαία από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να οργανώνονται σε μαζικούς χώρους όπως τα εργοστάσια και τα πανεπιστήμια και να αντιδρούν στις αποφάσεις των εργοδοτών, των χουντικών και των συνεργατών τους.
Οι εργάτες Τύπου, οι δημοσιογράφοι, οι εργαζόμενοι στα λεωφορεία, τα τρόλεϊ, τη ΔΕΗ και την Ολυμπιακή κινητοποιήθηκαν απεργιακά κόντρα στο χουντικό καθεστώς διεκδικώντας τα αιτήματά τους. Οι φοιτητές στα πανεπιστήμια διεκδίκησαν ελευθερίες και δημοκρατία, κλιμακώνοντας τις διαμαρτυρίες τους με την κατάληψη της Νομικής και προετοιμάζοντας έτσι την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Από την κυβέρνηση Καραμανλή ως την άνοδο του ΠΑΣΟΚ
Η πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας σήμανε το ξεκίνημα μιας δεκαετίας περίπου σκληρών εργατικών αγώνων, που οδήγησαν σε πολλές νίκες και κατακτήσεις για την εργατική τάξη στην Ελλάδα. Ήταν ο δικός μας Μάης του ’68, το δικό μας κίνημα αμφισβήτησης. Ένα από τα κεντρικά συνθήματα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ήταν το σύνθημα (από τις δυνάμεις της Επαναστατικής Αριστεράς) για Γενική Απεργία, που θα μπορούσε να οδηγήσει στην πτώση της χούντας πολύ πιο γρήγορα.
Η κατάσταση για την εργατική τάξη στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’70 ήταν πολύ δύσκολη. Τα αφεντικά δεν ήταν διατεθειμένα να απολέσουν τα προνόμιά τους και να υποχωρήσουν εύκολα απέναντι στους εργαζόμενους, ενώ η κυβέρνηση Καραμανλή ήταν συνέχεια της σκληρής και αυταρχικής Δεξιάς, που είχε γαλουχηθεί στις αξίες και τις πρακτικές της προδικτατορικής ΕΡΕ. Ο Καραμανλής ήρθε από το Παρίσι για να «πειθαρχήσει» τις εξεγερτικές διαθέσεις και να επιβάλει μια αυταρχική αστική δημοκρατία με ευρωπαϊκή νομιμοποίηση.
Ωστόσο, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Οι εργαζόμενοι ξεκίνησαν άμεσα από την πτώση της χούντας να οργανώνονται σε επιτροπές αγώνα, εργοστασιακές επιτροπές και εργοστασιακά συνδικάτα. Μέσα από συλλογικές διαδικασίες βάσης και συνελεύσεις αυτοργανώνονταν και έπαιρναν αγωνιστικές αποφάσεις για να διεκδικήσουν αυξήσεις στους μισθούς, συνδικαλιστικές ελευθερίες, κράτος πρόνοιας και άλλα αιτήματα. Ιδρύθηκαν ισχυρά εργοστασιακά και επιχειρησιακά συνδικάτα κόντρα στους νόμους της χούντας (που ίσχυαν ακόμα) και κόντρα στην εργοδοτική τρομοκρατία.
Η πρώτη μεγάλη απεργία ήταν στη National Can και ακολούθησαν δυναμικές κινητοποιήσεις στις βιομηχανίες Ιζόλα, ΜΕΛ, ΙΤΤ, Εσκιμό, Πίτσος, Πετζετάκης, στην Πυρκάλ, στη ΛΑΡΚΟ, στα μεταλλεία Μαντουδίου και ΜΑΔΕΜ-ΛΑΚΚΟ και σε πολλούς άλλους εργασιακούς χώρους. Ξέσπασαν εκατοντάδες απεργίες ειδικά την περίοδο 1975-1977 σε όλες τις εργατικές συνοικίες, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν πολυήμερες. Ενδεικτικά αναφέρουμε την απεργία στη ΛΑΡΚΟ με διάρκεια 110 ημέρες, στον Λαδόπουλο με 93 ημέρες, στη ΜΕΛ με 80, ενώ στην απεργία των μεταλλωρύχων στη ΜΑΔΕΜ ΛΑΚΚΟ, οι αγώνες, οι συγκρούσεις, οι συλλήψεις και η αστυνομική τρομοκρατία κράτησαν πάνω από 2 χρόνια!
Δεν ήταν καθόλου εύκολη η απεργιακή δράση των εργαζομένων εκείνη την περίοδο. Οι εργοδότες χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο για να τρομοκρατήσουν τους εργαζόμενους και να κάμψουν το ηθικό τους. Οι απολύσεις, ειδικά των συνδικαλιστών, ήταν στην ημερήσια διάταξη. Οι εργοδότες προσπαθούσαν να δημιουργήσουν εργοδοτικά σωματεία και χρησιμοποιούσαν πληρωμένους τραμπούκους για να χρησιμοποιήσουν οργανωμένη βία ενάντια στους εργαζόμενους. Πολλοί από αυτούς τους μπράβους ήταν στην υπηρεσία των σκληρών μηχανισμών της χούντας τα προηγούμενα χρόνια. Χαρακτηριστική της κτηνώδους βίας που χρησιμοποίησε η εργοδοσία εκείνη την περίοδο είναι η δολοφονία της Σωτ. Βασιλακοπούλου, στις 28 Ιούλη 1980 έξω από το εργοστάσιο της ΕΤΜΑ, κατά την διάρκεια εξόρμησης του ΚΚΕ και της ΚΝΕ. Η άτυχη 21χρονη φοιτήτρια παρασύρθηκε από πούλμαν της εταιρείας, το οποίο με εντολές της αστυνομίας και οδηγό έναν πρώην ΕΣΑτζή θέλησε να αποτρέψει με κάθε τίμημα τα μέλη του ΚΚΕ να προσεγγίσουν τους εργαζόμενους.
Η κυβέρνηση Καραμανλή από την άλλη πλευρά επιστράτευε τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης εναντίον των απεργών και έθετε την αστυνομία και τη δικαιοσύνη στις διαταγές των επιχειρηματιών, απαντώντας με καθημερινή βία, συλλήψεις και επιθέσεις σε εργαζόμενους
1976: ο διαβόητος αντεργατικός νόμος 330
Προκειμένου να τιθασεύει τις κλιμακούμενες απεργιακές διεκδικήσεις, η κυβέρνηση Καραμανλή ψήφισε, το 1976, τον νόμο 330 περί «εργατικών οργανώσεων και συνδικαλιστικών ελευθεριών», το λεγόμενο και νόμο Λάσκαρη, κατ’ εντολή του κεφαλαίου. Ο νόμος αυτός υπήρξε η μακρινή πηγή έμπνευσης του πρόσφατου «νόμου Χατζηδάκη» (νόμος 4808/2021), με περιορισμούς στο δικαίωμα στην απεργία, απαγόρευση της πολιτικής απεργίας και των απεργιών αλληλεγγύης, θέσπιση του εργοδοτικού «δικαιώματος» στην ανταπεργία και τους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς των εργοδοτών.
Το διήμερο 24-25 Μάη 1976 συνδικάτα και ομοσπονδίες πραγματοποίησαν 48ωρη απεργία ενώ στη Βουλή συζητιόταν το αντεργατικό τερατούργημα. Η κυβέρνηση Καραμανλή εξαπέλυσε δολοφονική επίθεση κατά των διαδηλωτών με δεκάδες «αύρες», δακρυγόνα, δεκάδες συλλήψεις, ξυλοδαρμούς και σοβαρούς τραυματισμούς ακόμα και από πυροβόλα όπλα. Μια ηλικιωμένη μικροπωλητής έχασε τη ζωή της καθώς παρασύρθηκε από «αύρα» της αστυνομίας!
Ύστερα από την ψήφιση του νόμου, σχεδόν όλες οι απεργίες που προκηρύσσονταν, έβγαιναν παράνομες κι έτσι διώκονταν και συλλαμβάνονταν καθημερινά εργάτες που ήθελαν να διεκδικήσουν το οτιδήποτε. Επίσης οι εργοδότες είχαν συντάξει τις δικές τους λίστες (με τη συνδρομή της Ασφάλειας), τα δικά τους «μητρώα συνδικαλιστών», όπου κατέγραφαν τους εργάτες που διαμαρτύρονταν, συνδικαλίζονταν και προσπαθούσαν να οργανώσουν κινητοποιήσεις. Αυτές οι λίστες κυκλοφορούσαν μεταξύ των εργοδοτών, ώστε να μην προσλαμβάνουν τους απολυμένους «ταραχοποιούς».
Οι απεργίες το επόμενο διάστημα μειώθηκαν, αλλά το κίνημα των εργατικών αντιστάσεων και διεκδικήσεων δεν κάμφθηκε. Τη σκυτάλη πήραν άλλοι κλάδοι εργαζομένων: οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι εκπαιδευτικοί, οι οικοδόμοι, οι ναυτεργάτες, οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ κ.ά.
Οι εργαζόμενοι, σε μια προσπάθεια συντονισμού πέραν των κυβερνητικά ελεγχόμενων τότε ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, δημιούργησαν τη Συντονιστική Επιτροπή Δημοσιοϋπαλληλικών Οργανώσεων (ΣΕΔΟ) στον δημόσιο τομέα και τις Συνεργαζόμενες Αγωνιστικές Δημοκρατικές Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις (ΣΑΔΕΟ) στον ιδιωτικό τομέα.
Οι αγώνες εκείνης της περιόδου έφεραν σημερινές κατακτήσεις με αυξήσεις στους μισθούς και καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας, ενώ το 1982 η πίεση του εργατικού κινήματος εξανάγκασε το ΠΑΣΟΚ να ψηφίσει τον νόμο 1264 για τα «Συνδικαλιστικά δικαιώματα και συνδικαλιστικές ελευθερίες». Ο νόμος αυτός, παρά τα προβλήματά του, ήταν αποτέλεσμα των αγώνων της μεταπολίτευσης.
Συστηματική υπονόμευση κατακτήσεων
Όλες οι πρωτοβουλίες της άρχουσας τάξης και των κυβερνήσεών της από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά αποσκοπούσε στο να παρθούν πίσω οι εργατικές (και όχι μόνο) κατακτήσεις των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης.
Από το 1985 με το πρώτο πρόγραμμα λιτότητας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με υπουργό Οικονομικών τον Σημίτη, μέχρι την περίοδο των Μνημονίων, στο όνομα των (εργατικών) «ρετιρέ», της κρίσης και του χρέους, εξελίχθηκαν διαδοχικά κύματα επιθέσεων στα εργατικά δικαιώματα στα εργατικά δικαιώματα, καθένα πιο βίαιο από το προηγούμενο. Δυστυχώς, οι μεγάλοι αγώνες της περιόδου των μνημονίων, που είχαν έντονη εργατική διάσταση, οδηγήθηκαν από την προδοσία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ σε σκληρή ήττα. Έτσι, με την άνοδο της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη επιχειρεί να ολοκληρώσει το έργο της κατάργησης των εργατικών κατακτήσεων.
Σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πατώντας και στην απογοήτευση του κόσμου της εργασίας από την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκει να πάρει τη ρεβάνς για το μεγάλο κεφάλαιο. Με ένα σχέδιο πιο οργανωμένο από τη Μνημονιακή επίθεση, που δεν έχει αφετηρία ή αιτία τον κορωνοϊό, όπως ενδεχομένως νομίζουν μερικοί, αλλά αποτελεί μοναδική επιλογή του κεφαλαίου για να ξεπεράσουν τα αδιέξοδα των οικονομικών κρίσεων.
Ο «νέος 330», των Μητσοτάκη – Χατζηδάκη
Αιχμή του δόρατος της μέχρι τώρα επίθεσης της Νέας Δημοκρατίας στα εργατικά δικαιώματα αποτελεί ο νόμος Χατζηδάκη για τη λειτουργία των συνδικάτων και το δικαίωμα στην απεργία, που αποτελεί ευθεία επίθεση στο ν.1264/82. Η «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνηση του Σύριζα αποπειράθηκε πρώτη το 2017 να αλλάξει το νόμο αυτόν στο πολυνομοσχέδιο με τα αντιλαϊκά προαπαιτούμενα της τρίτης αξιολόγησης, με μια τροπολογία που περιόριζε το δικαίωμα στην απεργία και στη συλλογική δράση των εργαζομένων.
Ο νόμος Χατζηδάκη συμπυκνώνει το σύνολο των αντεργατικών ρυθμίσεων που οραματίζονται κεφάλαιο και εργοδότες εδώ και δεκαετίες. Αποτελεί προσπάθεια συνολικής ρεβάνς για λογαριασμό της αστικής τάξης. Εργοδότες και κεφάλαιο θέλουν να συμπιέσουν το κόστος εργασίας προς όφελος της κερδοφορίας.
Η ρεβανσιστική κυβέρνηση της ΝΔ δίνει μεγάλη βαρύτητα στη μεταρρύθμιση αυτή: «Η αγορά εργασίας άλλαξε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και οφείλει και η εργατική νομοθεσία -ο πυρήνας της οποίας του χρόνου θα συμπληρώσει 40 χρόνια ζωής (είναι από το 1982)- να προσαρμοστεί σε αυτή τη νέα πραγματικότητα», ήταν η δήλωση Μητσοτάκη.
Ο νόμος καταργεί στην πράξη το 8ωρο με την περιβόητη «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας σε εξαμηνιαία (!) βάση, νομιμοποιεί μέσω αυτής της διευθέτησης τις απλήρωτες υπερωρίες, θεσπίζει τις ατομικές συμβάσεις, καταργεί την κυριακάτικη αργία και αποτελεί ευθεία βολή προς τη δράση και λειτουργία των σωματείων όπως τη γνωρίζαμε ως τώρα. Ουσιαστικά επιδιώκει την κατάργησή τους για την πλήρη και ανεμπόδιστη ισοπέδωση του κόσμου της εργασίας, έχοντας επίγνωση ότι αποτελούν, ακόμα και σε περιόδους εκφυλισμού τους, στοιχειώδεις δομές και εστίες αντίστασης.
Οι αποφάσεις για τις απεργίες στα πρωτοβάθμια σωματεία θα παίρνονται υποχρεωτικά με ηλεκτρονική ψηφοφορία και πλειοψηφία 50%+1. Οι συλλογικές διαδικασίες των σωματείων, όπως η γενική συνέλευση, καταργούνται, υποσκάπτεται σοβαρά η αποτελεσματικότητα της απεργίας, υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο ο ρόλος και η αίσθηση «χρησιμότητας» των συνδικάτων. Επιπλέον, το νομοσχέδιο καλύπτει νομοθετικά την απεργοσπασία, επιβάλλοντας προσωπικό ασφαλείας σε περιόδους απεργιακών κινητοποιήσεων τουλάχιστον 40% σε περίπτωση απεργίας στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ, τα ΝΠΔΔ, αλλά και σε επιχειρήσεις που η λειτουργία τους χαρακτηρίζεται κρίσιμη για το κοινωνικό σύνολο. Προστίθενται νέα «εργαλεία» ποινικοποίησης των συνδικάτων και των συνδικαλιστών, καθώς προωθείται η απαγόρευση των καταλήψεων χώρων και εισόδων καθώς και η άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής βίας (πρόβλεψη που θέλει να αποτρέψει την περιφρούρηση των απεργιών).
Το νομοσχέδιο προβλέπει ακόμα μητρώο μελών των σωματείων, δηλαδή φακέλωμα των συνδικαλισμένων εργατών και εργατριών, και ηλεκτρονικό χώρο ενημέρωσης από το συνδικάτο, με κατάργηση του πίνακα ανακοινώσεων και της αφισοκόλλησης στον χώρο δουλειάς.
Πολλά από τα παραπάνω αποτελούν ήδη πραγματικότητα σε χώρους εργασίας, ειδικά του ιδιωτικού τομέα, με πρόσχημα την πανδημία: εκ περιτροπής εργασία, αναστολές, διευθέτηση του χρόνου εργασίας, απελευθέρωση της κυριακάτικης λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων, ροκάνισμα ημερών κανονικής άδειας με τις άδειες ειδικού σκοπού, τηλεργασία κ.ά. Η επίσημη αναγωγή τους σε νόμο του κράτους και η καθολική εφαρμογή τους, αποσκοπεί στο να εμπεδώσει έναν εξαιρετικά δυσμενή συσχετισμό δύναμης ενάντια στην εργατική τάξη και υπέρ του κεφαλαίου και της εργοδοσίας.
Αντίσταση – ανυπακοή
Η ανατροπή αυτού του νόμου μπορεί να έρθει μέσα από την ανυπακοή και αντίσταση της εργατικής τάξης και των συνδικάτων. Και ήδη εκδηλώθηκαν αγώνες που δημιουργούν ελπιδοφόρες ρωγμές στο οικοδόμημα του αυταρχισςμού.
Ο αγώνας των εργατών της COSCO, παρότι κρίθηκε παράνομος από τα δικαστήρια, συνεχίστηκε ως την τελική νίκη, δίνοντας ένα παράδειγμα πώς ο απεργοκτόνος – αντισυνδικαλιστικός νόμος Χατζηδάκη μπορεί να ανατραπεί στην πράξη από τους ίδιους τους εργαζόμενους.
Η καθολική συμμετοχή στην απεργία και η νίκη μαζικοποίησε το σωματείο, το έκανε αντιπροσωπευτικό και πιο ισχυρό απέναντι στην εργοδοσία και τους χαφιέδες της. Η αλληλεγγύη που εκφράστηκε από συνδικάτα και εργατικά κέντρα, αλλά και τους πολίτες, δημιούργησε ασπίδα προστασίας γύρω από τα δίκαια αιτήματα των εργατών και τον αγώνα τους.
Ο αγώνας στην εκπαίδευση από την πρώτη μέρα συνδέθηκε με την αντίσταση στο νόμο Χατζηδάκη στο σύνολό του. Η κυβέρνηση με τη βοήθεια των αστικών δικαστηρίων ουσιαστικά απαίτησε την πειθάρχηση / συμμόρφωση των εργαζομένων εκπαιδευτικών σε βασικές διατάξεις του νόμου. Επιτέθηκε στο δικαίωμα της απεργίας βγάζοντας παράνομη την απεργία – αποχή των εκπαιδευτικών και αμφισβήτησε την ύπαρξη των σωματείων καθώς έσυρε δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια συνδικαλιστικά όργανα σε δικαστήρια. Η πραγματική αντίσταση στο νόμο Χατζηδάκη ήρθε με τη συνέχιση της απεργίας παρά την απόφαση των δικαστηρίων και πρέπει/μπορεί να συνεχιστεί με τις εκλογές των πρωτοβάθμιων σωματείων των εκπαιδευτικών αγνοώντας τους περιορισμούς που θέτει ο νόμος.
Μια άλλη μεγάλη νίκη κλάδου εργαζομένων ήταν αυτή των διανομέων στην E-FOOD, όπου η εργοδοσία επιδίωξε να εφαρμόσει διατάξεις του νόμου Χατζηδάκη εις βάρος εργαζομένων. Σε αυτό τον αγώνα καταλυτικό ρόλο, εκτός από την μαχητικότητα των διανομέων, έπαιξε το τεράστιο κίνημα συμπαράστασης και αλληλεγγύης που ξέσπασε σε όλη την κοινωνία και εξανάγκασε της εταιρεία σε υποχώρηση.Οργάνωση από τα κάτω
Πολλά συνδικάτα με την πίεση παρατάξεων της Αριστεράς παίρνουν αποφάσεις για ανυπακοή και απειθαρχία σε αυτά που προβλέπει ο νόμος Χατζηδάκη για την λειτουργία τους και τον τρόπο προκήρυξης των απεργιών. Πρέπει η πάλη αυτή να γίνει κτήμα της βάσης μέσα από συλλογικές και δημοκρατικές διαδικασίες κόντρα στους συμβιβασμούς και την υποταγή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Οι εργαζόμενοι πρέπει να πάρουμε αποφάσεις «από τα κάτω» για μαζικής σύγκρουση με την κυβέρνηση και μη εφαρμογή του νόμου με κάθε τίμημα. Τα συνδικάτα πρέπει και μπορούμε να λειτουργούμε μακριά από κάθε κυβερνητική και εργοδοτική κηδεμονία. Έχουμε την πείρα των αγώνων του παρελθόντος και μπορούμε να δημιουργήσουμε παράλληλες δομές, όπως οι ΣΕΔΟ και ΣΑΔΕΟ κόντρα σε πιθανές προδοσίες των ηγεσιών σε ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Μπορούμε και πρέπει να μάθουμε να λειτουργούμε και σε συνθήκες «παρανομίας», δηλαδή λειτουργίας ενάντια στις προβλέψεις του νόμου, προκειμένου να υπερασπιστούμε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Μπροστά μας έχουμε μια δύσκολη περίοδο εργοδοτικών και κυβερνητικών επιθέσεων αλλά και αγώνων, με πολλά «πάνω και κάτω». Σε αυτό τον αγώνα θα σφυρηλατηθεί το μαχητικό εργατικό κίνημα του αύριο, ώστε να βγούμε νικητές! Σε αυτόν τον αγώνα, το Πολυτεχνείο και οι εργατικοί αγώνες της Μεταπολίτευσης αποτελούν πηγή έμπνευσης.
Το καπιταλιστικό σύστημα προσπαθεί να μας πείσει ότι στην Ελλάδα για όλα τα κακώς κείμενα φταίει το Πολυτεχνείο, η Μεταπολίτευση και τα δικαιώματα των πολλών και όχι τα υπερκέρδη των λίγων. Δηλαδή μας λένε ότι το κεφάλαιο, αυτοί οι λίγοι που ζουν παρασιτικά από τον ιδρώτα και το αίμα των πολλών, έχουν δίκιο.
Είναι μια αντιστροφή της πραγματικότητας ενάντια στον κόσμο της εργασίας και πρέπει να τους απαντήσουμε μαχητικά ότι οι κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης δεν θα συρρικνωθούν, όσα μέσα και αν χρησιμοποιήσουν, αλλά με τους αγώνες μας θα ανακτηθούν και θα διευρυνθούν. Μέχρι να σταματήσει πλήρως η εκμετάλλευση.
Χωρίς εσένα γρανάζι δεν γυρνά – Εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά!
1974 – 2019: 45 χρόνια από την μεταπολίτευση – Μύθοι και αλήθειες
Του Βαγγέλη Λιγάση
Εισαγωγικά, ορίζουμε ως Μεταπολίτευση κάθε δομική αλλαγή της μεθόδου διακυβέρνησης ενός κράτους (π.χ. κοινοβούλιο ή δικτατορία-βοναπαρτισμός) χωρίς να θίγεται η ουσία του κοινωνικού καθεστώτος (σχέσεις παραγωγής, ιδιοποίηση κοινωνικού υπερπροϊόντος κ.λπ.). Το πολύπλοκο ιστορικό προτσές που επιβάλλει την εφαρμογή της όποια μεταπολίτευσης σε έναν κοινωνικό σχηματισμό εμπεριέχει (και με τη μεταπολίτευση εκφράζει) αναπόφευκτα και την τροποποίηση των ταξικών συσχετισμών, όπως μέχρι τότε (νομικά) διατυπώνονταν.
ΑΛΗΘΕΙΑ:
H ελληνική Μεταπολίτευση στις 24/7/1974 συνιστά τομή στην ιστορία του ελληνικού κράτους
Η αναδιάρθρωση της δομής της εξουσίας από το τρίγωνο στρατός – βασιλιάς – κυβέρνηση (με πρωτοκαθεδρία του 1oy) που η τρομαγμένη από το ΕΑΜικό κίνημα ελληνική αστική τάξη θα στήσει μετεμφυλιακά, θα επαναδιατυπωθεί με οριστική αποβολή της μοναρχίας και υποβάθμιση του στρατού από αυτόνομο πυλώνα εξουσίας σε εκτελεστικό όργανο της κυβέρνησης. Η διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, η αδιατάρακτη κοινοβουλευτική εναλλαγή, τα συνδικαλιστικά κ.λπ. δικαιώματα, υπήρξαν ως γεγονότα εξαιρετικά στην έως τότε νεοελληνική ιστορία. Σε μια βιωματική προσέγγιση, ας φανταστούν οι νεώτεροι και ανυποψίαστοι αναγνώστες μια κοινωνία όπου για να διοριστείς στο Δημόσιο ή να κάνεις ένα μεταπτυχιακό χρειαζόσουν (εκτός από το σημείωμα του βουλευτή) πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων από το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής σου (και αλίμονό σου αν ανακαλυπτόταν όχι ενεργή συμμετοχή αλλά συγγενικό πρόσωπο με «αντεθνική» πολιτεία). Μια στρατιωτική θητεία που διαρκούσε περίπου 2 χρόνια και όπου μόνο η ΕΣΑ (στρατ. Αστυνομία) είχε φτάσει να έχει 25.000 αξιωματικούς και οπλίτες. Επίσημη γλώσσα στη διοίκηση και στην παιδεία η μυξοκαθαρεύουσα. Χωριστά γυμνάσια αρρένων και θηλέων… Απαγόρευση κομμάτων, οργανώσεων, ιδεολογιών, εκδόσεων κ.λπ. Δίκτυο «εθνικόφρονων» ρουφιάνων σε κάθε γειτονιά, όπου χαρακτηριζόσουν ύποπτος ακόμη και αν διάβαζες φιλελεύθερες κεντρώες εφημερίδες. Και βλαχομπαρόκ αισθητικής προπαγάνδα για το «ιερό» αξιακό τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια».
Ευτυχώς, όλα τα παραπάνω αποτελούν πλέον «ιστορία». Έγιναν Ιστορία, χάρη στη Μεταπολίτευση.
ΜΥΘΟΣ:
«Η 7ετής δικτατορία ήταν μια αποκοτιά παράφρονων αξιωματικών»
Το 1967 ο Στρατός, επεμβαίνοντας την κατάλληλη στιγμή με το πραξικόπημα, ανέστειλε την κλιμάκωση της πολιτικής κρίσης (στην οποία οδήγησε η δυναμική των λαϊκών κινητοποιήσεων από τα Ιουλιανά και μετά)και επέλυσε μεσοπρόθεσμα την κρίση εκπροσώπησης εκ μέρους της αστικής τάξης (που σύσσωμη αποδέχτηκε και στήριξε τη δικτατορία).
Η (καπιταλιστική) οικονομία γνώρισε σημαντική ανάπτυξη, η οποία κυμάνθηκε από 5,7% έως το 11,6%. Τα επιχειρηματικά κέρδη εκτινάσσονται, καθώς η απουσία ανεξάρτητου συνδικαλισμού οδηγεί σε καταστρατήγηση εργατικών δικαιωμάτων. Το 1973 το μέσο ποσοστό των ακαθάριστων κερδών φτάνει το 45% του παγίου κεφαλαίου, ποσοστό που έφτανε το 12% πριν την επιβολή της χούντας και δεν ξεπερνούσε το 8% στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες!
Το 55% των φορολογικών εσόδων του κράτους προερχόταν από έμμεσους φόρους και το 36% από τη φορολόγηση των νοικοκυριών. Έμενε μόλις ένα 9% φορολογική συμβολή των επιχειρήσεων στον κρατικό κορβανά. Για δε τους ντόπιους και ξένους μεγαλοκαπιταλιστές, η πολιτική της χούντας ήταν επί της ουσίας επιδοματική… Οι σχέσεις με τους Έλληνες καπιταλιστές (Ωνάσης, Νιάρχος, Λάτσης, Βαρδινογιάννης κ.λπ.) ήταν στενές, σε σημείο μάλιστα που καθένας από τους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος να έχει «υιοθετήσει» και έναν από αυτούς! Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι ο Παπαδόπουλος έμενε σε βίλα στο Λαγονήσι ιδιοκτησίας Ωνάση! Η διαμάχη μεταξύ των ντόπιων καπιταλιστών για το 3ο διυλιστήριο προκάλεσε ρήγματα στην κυβέρνηση, γιατί καθένα από τα μέλη της ήθελε να το δώσει στον «προστατευόμενό» του. Τελικά το 1972 το 3ο διυλιστήριο δόθηκε στον Ανδρεάδη και τον Λάτση και το 4ο στο Βαρδινογιάννη.
Το 1974 το 20% των πλουσιότερων Ελλήνων κατέχει το 47,9% του συνολικού πλούτου ενώ το φτωχότερο 20% το 3,1%. Οι πραγματικοί μισθοί (σε περίοδο ανάπτυξης και, ελέω μετανάστευσης, πρακτικά μηδενικής ανεργίας) μειώθηκαν κατά 4%.
ΜΥΘΟΣ:
«Η μεταπολίτευση ήταν σικέ, μια αλλαγή φρουράς, συνεννόηση μεταξύ των στρατοκρατών και των δεξιών πολιτικών»
Η αλήθεια είναι ότι η μη αποδοχή του καθεστώτος από τις λαϊκές τάξεις, η ανυπαρξία θεσμών πολιτικής νομιμοποίησης, η ιδεολογική «αίγλη» του κοινοβουλευτισμού σε αντίθεση με την ιδεολογική «ένδεια» της δικτατορίας, αποτελούσαν μακροπρόθεσμα κινδύνους για τη σταθερότητα του αστικού καθεστώτος. Πολύ περισσότερο που αφενός τα απόνερα της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης (πληθωρισμός) και αφετέρου η επιτάχυνση του ρυθμού κατάργησης των ελληνικών δασμών στις βιομηχανικές εισαγωγές από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 βάσει της συμφωνίας σύνδεσης που είχε υπογράψει η Ελλάδα με την ΕΟΚ το 1961, έκαναν αναπόφευκτη για την αστική τάξη την αναζήτηση εισροών κεφαλαίου από το εξωτερικό, οπότε η ένδυση κοινοβουλευτικού μανδύα ήταν προφανής ανάγκη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο αστισμός με την χούντα σχεδίασαν και προσπάθησαν να μεθοδεύσουν την φιλελευθεροποίηση με το νόθο δημοψήφισμα για το πολιτειακό και το σύνταγμα (29/7/73), με τη άρση του στρατιωτικού νόμου στην Αθήνα και την αμνήστευση πολιτικών κρατουμένων (20/8/73), το διορισμό «πολιτικής» κυβέρνησης Μαρκεζίνη (8/10/73) και την προκήρυξη εκλογών για τις 10/12/74. Σε αυτήν την ελεγχόμενη από τον Στρατό και τον νεοσύστατο και προικισμένο με υπερεξουσίες «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» Γ. Παπαδόπουλο (με 7ετή θητεία) φιλελευθεροποίηση, θα αντιταχθούν από τον αστικό πολιτικό κόσμο μόνο οι Π. Κανελλόπουλος, Γ. Μαύρος (ο Κ. Καραμανλής τηρεί «διαπραγματευτική ουδετερότητα») ενώ από την αριστερά το ΚΚΕ και το ΠΑΚ θα την καταγγείλουν ενώ το κυρίαρχο τότε στην αριστερά Γρ. Εσωτερικού και η ΕΔΑ θα την αποδεχτούν (ο Μπ. Δρακόπουλος προτείνει κατέβασμα «ενιαίας αντιδικτατορικής παράταξης από την αριστερά ως την δεξιά»!, ενώ ο Η. Ηλιού δηλώνει ότι «η ανοικτή εκλογική αναμέτρηση εμπιστεύεται τη μαζική κινητοποίηση και πάλη, κορυφαίο στάδιο της οποίας θα είναι η 2μηνη προεκλογική περίοδος»!).
Ωστόσο, το πολιτικό σκηνικό ανατράπηκε από έναν βίαιο καταλύτη: την άμεση επέμβαση των μαζών στο πολιτικό προσκήνιο που κορυφώθηκε με τη κατάληψη του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβρη του ’73.
Το «Πολυτεχνείο» αιφνιδίασε και ξεπέρασε τα κόμματα – ιδίως τα αριστερά. Μια κορυφαία «στιγμή» που ξέσπασε ακαθοδήγητα, αυθόρμητα, με πλήθος από διαφορετικές συγκρουόμενες πλατφόρμες στο εσωτερικό του αλλά που αποδείχθηκε τόσο δυναμική και ισχυρή, ώστε να κλονίσει μια ηγεμονική αστική γραμμή. Μέσα σ’ ένα τριήμερο το «Πολυτεχνείο» κατάφερε: α) να ανατρέψει και να απομυθοποιήσει τη «φιλελευθεροποίηση», β) να ανατρέψει την κυρίαρχη γραμμή των αστών πολιτικών για συνδιαλλαγή με τη χούντα, γ) να επανατοποθετήσει με υλικούς πραγματικούς όρους το πρόβλημα της επαναστατικής στρατηγικής, πολύ πιο μακριά από την «αποκατάσταση της δημοκρατίας».
Το «Πολυτεχνείο» είχε να αντιμετωπίσει τη γραμμή των αριστερών κομμάτων στη δεδομένη περίοδο, γραμμή που κάθε άλλο παρά συλλάμβανε την ιστορική σημασία των γεγονότων εκείνων και άρα ήταν αδύνατο να το καθοδηγήσει.
Το ΠΑΚ του Α. Παπανδρέου όριζε ως εθνικοαπελευθερωτικό τον χαρακτήρα του αντιδικτατορικού κινήματος και προσανατολιζόταν σε μορφές «ένοπλης εξέγερσης». Το πρόβλημα παραπέμπει στο γεγονός ότι μια τέτοια γραμμή είναι γραμμή «αναμονής» των μαζών και του μαζικού κινήματος. Όταν η ένοπλη αντίσταση ανάγεται στη μοναδική μορφή που πρέπει να λάβει ο αντιδικτατορικός αγώνας, τότε εκμηδενίζονται οι άλλες μορφές ανάπτυξης του μαζικού κινήματος. Η ρήξη, από πολιτική και κοινωνική διαδικασία σύγκρουσης των μαζών με το κράτος, ανάγεται σε «στιγμιαία» στρατιωτικοπολιτική μάχη της δυναμικής «πρωτοπορίας» που βέβαια παραπέμπεται πάντα στις καλύτερες συνθήκες οργάνωσης κ.λπ. Έτσι, όταν η ρήξη είναι μια υπαρκτή, αντικειμενική πραγματικότητα, συμπύκνωση ταξικής πάλης, η «ένοπλη πρωτοπορία» εμφανίζεται χωρίς γραμμή «συμμαχιών» και χωρίς πολιτική αναζήτηση στο τι διαδέχεται τη δικτατορία.
Από ανάλογη στάση «αναμονής» (της «αντιιμπεριαλιστικής αλλαγής») το ΚΚΕ δεν αναγνώρισε κατ’ αρχήν στο «Πολυτεχνείο» παρά μόνο «300 προβοκάτορες», αν και οι δυνάμεις της αντιΕΦΕΕ συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις. Όπως και το ΠΑΚ έτσι και το ΚΚΕ, αναγκάζεται να «ακολουθήσει» το Πολυτεχνείο χωρίς να μπορεί να καθοδηγήσει πολιτικά τη ρήξη με τη δικτατορία. Το ΚΚΕεσ. «έψεξε» την κυβέρνηση Μαρκεζίνη γιατί «ενώ οι φοιτητές εζήτησαν δημοκρατικές λύσεις στα σπουδαστικά τους αιτήματα, η κυβέρνηση τις απέρριψε και ανέλαβε την ευθύνη για την εξέλιξη. Ενώ όφειλε και οφείλει να τις υιοθετήσει».
Το πρώτο λοιπόν πολιτικό αποτέλεσμα, αφορά αυτό που επιγραμματικά ονομάζουμε «ανολοκλήρωτη νίκη» του «Πολυτεχνείου». Η καταστολή του «Πολυτεχνείου», αν και ακυρώνει την αυτόνομη πολιτική επέμβαση των μαζών στις εξελίξεις, δεν ακυρώνει την παρουσία τους στην πολιτική σκηνή, η οποία διαμεσολαβείται μέσω των αριστερών κομμάτων που «νομιμοποιούνται» ντε φάκτο. Το δεύτερο πολιτικό αποτέλεσμα του «Πολυτεχνείου» αφορά την ενεργοποίηση της «σκληροπυρηνικής» τάσης του στρατού (μικρομεσαίοι αξιωματικοί – ΕΣΑ) κάτω από την αρχηγία του Ιωαννίδη.
Τέλος, η στρατιωτική επέμβαση εναντίον του Μακάριου στις 15/7/74, η επακόλουθη τουρκική εισβολή στις 20/7/74 και η συνεπακόλουθη κήρυξη γενικής επιστράτευσης στην Ελλάδα, έκανε αδύνατη τη σχεδιασμένη και υπό όρους ασφαλείς για τον αστισμό μεταπολίτευση στην Ελλάδα (όπως συνέβη για παράδειγμα στην Ισπανία).
ΑΛΗΘΕΙΑ:
«Η στρατιωτική ήττα και η κατάρρευση της επιστράτευσης ανέτρεψε την δικτατορία»
Όπως έχει συμβεί πολλές φορές, η ήττα του κράτους-έθνους, κάτω από τις ίδιες του τις αντιφάσεις και την αποτυχία των πολιτικών του, δημιουργεί όρους για τη βελτίωση της ζωής και των δικαιωμάτων των «υπηκόων» του. Τα γεγονότα μοιάζουν «απλοϊκά»: δύο ήταν οι κύριοι τρόποι με τους οποίους η επιστράτευση απείλησε το καθεστώς: α) Οι αξιωματικοί φοβούνταν τους φαντάρους, οι οποίοι δεν επεδείκνυαν καμία διάθεση να τους υπακούσουν· και β) η κοινωνία έμαθε για την αδυναμία και τη διάλυση του στρατού, ενώ δεχόταν και τις επιπτώσεις σε όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες από την επιστράτευση του άρρενα πληθυσμού, με αποτέλεσμα το πλήθος να πυκνώνει στους δημόσιους μαζικούς χώρους εν αναμονή ειδήσεων ή πρωτοβουλιών για δράση.
Παραθέτω μερικές διηγήσεις «από 1ο χέρι», ενδεικτικές του κλίματος που επικρατούσε.
«Στις συζητήσεις αποκαλύπτονταν αδύναμοι μικροαστοί που μόνη τους έγνοια ήταν πως άφησαν τις δουλειές τους, τις σπουδές τους, τις οικογένειές τους ή ακόμα και το χουζούρι τους. Ωστόσο και μόνο η παρουσία τους στο στρατό δυνάμει μπορούσε να αποτελέσει μια φοβερή βόμβα για το ίδιο το σύστημα. Κατ’ αρχάς η ίδια η εμφάνισή τους ήταν ντε φάκτο άρνηση της στρατιωτικής πειθαρχίας. Οι προσπάθειες της ιεραρχίας να αλλάξει αυτή την εμφάνιση συνάντησαν αποτελεσματική αντίσταση. Κανένας δεν έκοψε τα μαλλιά ή το μούσι του. Η πατριωτική προπαγάνδα τους άφηνε αδιάφορους. Δεν έβρισκαν κανένα νόημα στον πόλεμο. […] Παρακολουθούσαν τις ειδήσεις και δεν έκρυβαν την απέχθειά τους για τις πολεμικές συγκρούσεις. Ήταν φανερό ότι σε περίπτωση σύρραξης, οι λιποταξίες καθώς και οι εκτελέσεις αξιωματικών θα έπαιρναν μεγάλες διαστάσεις».
«Τις πρώτες μέρες μάς έκοψε πείνα. Είχε κάτι αγριοκορόμηλα, αλλά ήταν πικρά τα ρημάδια, δεν κατεβαίνανε. Δεν είχαν φαΐ να μας δώσουν. Τίποτα, μιλάμε. Τίποτα δε θύμιζε στράτευμα κανονικό. Έφευγε ο άλλος, ερχόταν μετά από δυο-τρεις μέρες. Δεν υπήρχε κάποιος έλεγχος, δεν ήμασταν καταγεγραμμένοι. Έβγαινε ένας λοχαγός φώναζε “συγκέντρωση”. Δεν πήγαινε κανένας. Φτάσανε οι λοχαγοί να παρακαλάνε: “Ρε Βασίλη, ρε Γιώργο, ελάτε να πάμε δέκα στο διοικητήριο”. Χάος. Δεν υπάκουε κανείς στο στράτευμα. Ο καθένας φορούσε ό,τι είχε από τότε που ήταν πολίτης. Να μην έχεις ούτε ένα τουφέκι. Κανείς δεν είχε διάθεση να πολεμήσει. Όλοι βλέπαμε ότι υπήρχε ένα τουρλουμπούκι, δεν υπήρχε οργάνωση καμία. Εγώ πιστεύω -και είμαι σίγουρος γι’ αυτό, γιατί μιλάγαμε μεταξύ μας- ότι σε πρώτη φάση μόνιμος αξιωματικός δεν θα επιζούσε κανείς. Δηλαδή, θα μου έλεγε εμένα τώρα ο μόνιμος να πάω να πολεμήσω; Αυτομάτως θα αντιδρούσα. Εγώ, που είμαι φιλήσυχος και με βλέπεις, ή θα τον έδερνα ή θα τον σκότωνα. Μετά από 5-6 μέρες ήρθε μια νταλίκα και έφερε ρουχισμό και όπλα. Αλλά αυτά έφταναν για 300-400 άτομα και ήμασταν πάνω από 2.500 στο δάσος. Κάτι Τόμσον, κάτι μπιστόλια και κάτι Μ1, και αυτά δεν τα παρέλαβε κανείς. Τα αμόλησε μέσα στη λάκα, σε ένα οικόπεδο. Τρέξανε πολλοί από εμάς, έτσι αδέσποτα, παίρναν κάνα ρούχο να ντυθούν, να μη κρυώνουν. Τα όπλα δεν τα φρουρούσε κανείς. Και όλη μέρα έρχονταν αυτοκίνητα ΙΧ –κάποιοι τα είχαν πάρει χαμπάρι– και φορτώνανε όπλα, ρουχισμό, ντουφέκια μπιστόλια. Κόσμος απ’ τα χωριά εκεί. Τέτοιος χαμός».
«Αποδείχθηκε ότι όλο το στρατοκρατικό οικοδόμημα της δικτατορίας που προέβαλλε την τάξη, τη στρατιωτική οργάνωση και τα λοιπά ήτανε μια μπούρδα. Γιατί ο μηχανισμός από κάτω ήτανε εντελώς διαλυμένος και διαβρωμένος. Άχρηστος. Με αποτέλεσμα να καταλήξει ένα φιάσκο η επιστράτευση. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι που κλήθηκαν να επιστρατευτούν, μετέφεραν σε όλη την κοινωνία ότι αυτό είναι διαλυμένο. Δεν υπάρχει στρατός. Αυτό ενίσχυσε και μια αισιοδοξία στην κοινωνία, αφού δεν υπήρχε φόβητρο. Ούτε κανένας φοβερός μηχανισμός που θα έρθει με τις στρατιωτικές μονάδες τους και τα όπλα τους και θα επιβάλουν κ.λπ. Ένα μπάχαλο ήτανε».
Η ελίτ στην Ελλάδα δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου να εισηγηθεί η ίδια τους όρους της μετάβασης, πόσο μάλλον υπό την απειλή μιας «επανάληψης» της πορτογαλικής ριζοσπαστικοποίησης του στρατεύματος, ενδεχόμενο που η επιστράτευση του 1974 καθιστούσε πιθανό.
Η απόφαση των στρατηγών να προχωρήσουν σε «πολιτικοποίηση» πάρθηκε ήδη το μεσημέρι της 21/7: στην Κύπρο η κατάσταση ήταν δραματική, στην Αθήνα δεν υπήρχε κυβέρνηση και «στις ένοπλες δυνάμεις επικρατούσε φανερός αναβρασμός, καθώς χιλιάδες επίστρατοι με πολλή καχυποψία στέκονταν απέναντι στους αξιωματικούς». Τα πράγματα ακολούθως κύλησαν πολύ γρήγορα. Ειδικά η πτώση της Κερύνειας στις 22 Ιουλίου ισοδυναμούσε με πράξη εθνικής προδοσίας εκ μέρους των χουντικών, γι’ αυτό άλλωστε και η είδησή της προκάλεσε σοκ. Το πρωί της ίδιας μέρας κυκλοφορούσε μια προκήρυξη 250 αξιωματικών από τη Βόρεια Ελλάδα, οι οποίοι διακήρυτταν ότι μόλις περνούσε η ελληνο-τουρκική κρίση θα εξόντωναν τη χούντα, ενώ κυκλοφορούσαν έντονα φήμες ότι οι επιστρατευμένοι «όλη μέρα βρίζουν όποιον αξιωματικό βρουν μπροστά τους». Στη συνέχεια οι στρατηγοί επέδειξαν παροιμιώδη βιασύνη στην προσπάθειά τους να μεταβιβάσουν την εξουσία σε πολιτική κυβέρνηση. Στις 23/7 απόγευμα γνωστοποιείται στον Τύπο σύσκεψη της ηγεσίας του στρατού (υπό τον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» Φ. Γκιζίκη) με «παλαιοκομματικούς» πολιτικούς («γεφυροποιούς και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις»…).
Ενδεχόμενο ναυάγιο της σύσκεψης, αδυναμία «να βγούμε με κυβέρνηση» όπως εκλιπαρούσε ο Γκιζίκης, θα δημιουργούσε απρόβλεπτες συνέπειες. Όλες οι προτάσεις που ρίχτηκαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όπως και εκείνη που προς στιγμήν αποφασίσθηκε (κυβέρνηση Κανελλόπουλου) είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: αποδέχονταν την «τομή» με τη στρατιωτική δικτατορία, διέφεραν όμως ως προς το βάθος της. Κυβέρνηση Κανελλόπουλου δεν έγινε ποτέ. Την ύστατη κυριολεκτικά στιγμή ο Αβέρωφ και οι στρατιωτικοί αντιλήφθηκαν ότι τα πράγματα θα ήταν εξαιρετικά δύσκολα με μια κυβέρνηση Κανελλόπουλου, και πρότειναν Καραμανλή. Η στρατιωτική ηγεσία πίστεψε στην προσωπική ικανότητα του Καραμανλή να περιορίσει τις δυνατότητες εκδημοκρατισμού της εξουσίας που άνοιγε η μεταπολίτευση και να εγγυηθεί μια συνέχεια στο μετεμφυλιακό καθεστώς του στρατού. Υπολόγισαν εσφαλμένα. Μπορεί βέβαια να εγγυούταν μια «αυταρχικότερη» δομή από τον Κανελλόπουλο, αλλά ταυτόχρονα το βάθος της «μεταπολιτευτικής τομής» δεν θα κρινόταν απ’ αυτόν αλλά από τα αποτελέσματα της ταξικής πάλης.
ΑΛΗΘΕΙΑ
«Στις εκλογές του 1974 τέθηκαν μόνο 2 επιλογές: Καραμανλής ή τανκς»
Είναι ένα ζήτημα αν την περίοδο εκείνη ο λαός φοβόταν τα τανκς ή τα τανκς το λαό… Σε κάθε περίπτωση ο Καραμανλής αποφάσισε να συμπέσουν οι εκλογές με την επέτειο της πρώτης εξέγερσης του Πολυτεχνείου στις 17 Νοέμβρη. Υποτίθεται για να τιμηθεί καλύτερα η επέτειος! Στην πραγματικότητα επεδίωκε ν’ αποφύγει τις μαζικές δημοκρατικές δυναμικές κινητοποιήσεις σε μια περίοδο ιδιαίτερα φορτισμένη. Για τους χουντικούς μηχανισμούς, που έμεναν ανέπαφοι (και απειλούσαν). Για την τιμωρία των χουντικών (ουδείς εκ των πρωταιτίων είχε ακόμη συλληφθεί! Θα συλληφθούν αργότερα, κατόπιν μηνύσεων ιδιωτών). Την αυταρχική δημοκρατία που οικοδομούνταν στη βάση του ιουλιανού συμβιβασμού (ο Γκιζίκης εξακολουθούσε να είναι Πρόεδρος!). Το πολιτειακό (ακόμη και για τη βασιλεία ήταν θολή η θέση Καραμανλή!), την «αμερικανοκρατία»… Ανεξαρτήτως όλων αυτών, στις 17 Νοεμβρίου 1974 οι Έλληνες πολίτες, στις πρώτες εκλογές μετά τη δικτατορία, καλούνταν να ψηφίσουν «Καραμανλή ή τανκς». Φυσικά, οι περισσότεροι προτίμησαν να θριαμβεύσει ο πρώτος – ο Καραμανλής με το 54% θα κυριαρχήσει στην 1η φάση της μεταπολίτευσης.
Η πολιτική γραμμή των κομμάτων της Αριστεράς, για δεύτερη φορά σ’ ένα χρόνο, αποδείχτηκε ανεπαρκής να συλλάβει το πεδίο των αντιθέσεων και να αξιοποιήσει τη δυναμική τους. Το ΠΑΚ, το ΚΚΕ αλλά και οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς κατανοούσαν τη μεταπολίτευση σαν απλή «αλλαγή φρουράς». Υποτιμούσαν όμως έτσι τον λαϊκό παράγοντα και την ιδιότυπη παρουσία του στις εξελίξεις, κάτι που αντίθετα λάμβαναν έντονα υπόψη οι στρατιωτικοί και οι αστοί πολιτικοί.
Βλέποντας τη μια πλευρά, δεν κατανοούσαν την αντίθεση που πραγματικά κρινόταν εκείνη τη «στιγμή» και άρα προσδιόρισαν τη γραμμή της μη επέμβασης στην εν εξελίξει μεταπολίτευση, κάτι που διευκόλυνε αφάνταστα τον Καραμανλή στις πρωτοβουλίες του.
Το ΠΑΚ-ΠΑΣΟΚ κατεβαίνει με το σύνθημα «στις 18 σοσιαλισμός» (!), ενώ τα δύο ΚΚΕ κατεβαίνουν ως «Ενωμένη Αριστερά» με το ΚΚΕ εσ. να έχει κύρια γραμμή την ΕΑΔΕ (ενιαία αντιδικτατορική ενότητα με αστούς πολιτικούς – καλεσμένος και ο βασιλιάς) μεταφέροντας την κύρια αντίθεση στο δίπολο Καραμανλής ή στρατός. Γενικά αρκέστηκαν σε γενικόλογες αντιιμπεριαλιστικές αναφορές και στην ανάγκη εμβάθυνσης της (αστικής) δημοκρατίας, αφήνοντας πρακτικά το λαϊκό κίνημα χωρίς πολιτική πρόταση πέρα από την εκλογική καταγραφή τους.
ΜΥΘΟΣ:
«Η ‘‘σοσιαλμανία’’ της πρώτης κυβέρνησης Καραμανλή και η κατοχύρωση των εργατικών δικαιωμάτων»
Η κατάρρευση της δικτατορίας στον απόηχο της κυπριακής τραγωδίας έμοιαζε με πορεία σε αχαρτογράφητα ύδατα για την ελληνική αστική τάξη. Μέσα σε λίγους μήνες, ωστόσο, βοηθούσης και της ισχυρής κυβερνητικής πλειοψηφίας που προέκυψε από τις εκλογές του Νοεμβρίου, η πολιτική σταθερότητα φαινόταν να έχει αποκατασταθεί. Το Δεκέμβριο μάλιστα, το δημοψήφισμα έθεσε τέλος και στο πολιτειακό ζήτημα, που είχε ταλανίσει επί μακρόν την ελληνική πολιτική σκηνή. Την επαύριο του δημοψηφίσματος, ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Δημήτριος Μαρινόπουλος, σημείωνε από το βήμα της ετήσιας συνόδου της Ένωσης των Συνδέσμων Βιομηχανίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (UNICE):
Ήταν μεγάλη τύχη που η μεταβολή […] έγινε με τρόπο ειρηνικό και ομαλό, χωρίς σοβαρές περιπλοκές και προβλήματα, που το ενδεχόμενό τους ήταν φυσικό να φοβίζει, ιδιαίτερα τη βιομηχανική ηγεσία, για τις σοβαρότατες επιπτώσεις που μπορούσε να έχει στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, μια βίαιη ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος.
Ωστόσο, η διάψευση των χειρότερων φόβων του ΣΕΒ για τα συμπαρομαρτούντα της δημοκρατικής μετάβασης δεν συνεπαγόταν και μια ομαλή προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Οι Έλληνες βιομήχανοι αποδέχτηκαν εκόντες άκοντες τις πρώτες μεταπολιτευτικές αυξήσεις των εργατικών απολαβών που ανακοίνωσε η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με στόχο τη μερική αποκατάσταση των απωλειών που είχε υποστεί η μισθωτή εργασία το 1973-’74. Όταν όμως διαπίστωσαν ότι οι αυξήσεις αυτές ήταν μόνο η αρχή, καθότι τα επόμενα χρόνια θα έκανε την εμφάνισή του στα εργοστάσιά τους ένα είδος συνδικαλισμού πολύ διαφορετικού ύφους και ήθους από αυτό με το οποίο είχαν συνηθίσει μέχρι τότε, η νευρικότητά τους άρχισε να αυξάνεται. Τα πνεύματα οξύνθηκαν ιδιαίτερα, όταν στην προσπάθειά της να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του κράτους με τους μεγάλους κεφαλαιούχους που είχαν αναδειχθεί στα κύρια στηρίγματα της δικτατορίας, η πρώτη κυβέρνηση της ΝΔ προχώρησε στην κρατικοποίηση του Ομίλου της Εμπορικής Τράπεζας (Ανδρεάδης). Η κίνηση αυτή εκλήφθηκε από τους κύκλους του ΣΕΒ, οι οποίοι το Μάρτιο του 1976 εξαπέλυαν κατά του Καραμανλή μύδρους περί «σοσιαλμανίας», ως στροφή στον κρατικό παρεμβατισμό. Η αντίδραση του ΣΕΒ μπορεί να μην ανέκοψε άμεσα την αυξανόμενη ανάμιξη του κράτους στην οικονομία, επιτάχυνε ωστόσο ένα άλλο είδος κρατικής παρέμβασης -επιθυμητό αυτήν τη φορά- για τους βιομηχάνους: τη σκλήρυνση του νομικού πλαισίου για το συνδικαλισμό και την καταστολή των εργατικών κινητοποιήσεων. Το στοιχείο αυτό χαρακτηρίζει ολόκληρη την περίοδο μέχρι το 1981, ακόμη και όταν συνοδεύεται από παραχωρήσεις θεαματικών μισθολογικών αυξήσεων σε συνθήκες σχετικής υποχώρησης του πληθωρισμού. Η συμβολική ρήξη με την παράδοση των κρατικοποιήσεων που εγκαινίασε η πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση της ΝΔ θα ερχόταν λίγο αργότερα. Το 1977 κύκλοι του ΣΕΒ θα επιβάλουν ως υποψήφιο με τα ψηφοδέλτια του κόμματος τον προερχόμενο από το σινάφι τους Στ. Μάνο, ενώ το Μάιο του 1978 η είσοδος του Κ. Μητσοτάκη στο κυβερνητικό σχήμα από τη θέση του υπουργού Συντονισμού θα γίνει δεκτή με ενθουσιασμό από τους θιασώτες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Το εργοστασιακό κίνημα γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1974, στο εργοστάσιο της Νational Can στην Ελευσίνα, όταν οι 500 εργαζόμενοι κάλεσαν Γενική Συνέλευση για να συζητήσουν σχετικά με τις άθλιες συνθήκες εργασίας και τα εξουθενωτικά ωράρια. Η εργοδοσία απέλυσε αστραπιαία έναν πρωτοπόρο αγωνιστή εργάτη, πράξη που ώθησε τους εργάτες σε δυναμική απεργία. Οι απεργοί αρνήθηκαν πεισματικά να συνδιαλεγούν με εκπρόσωπους της ΓΣΕΕ και του υπουργείου Εργασίας, και τελικά η απεργία, παρά τις συνεχείς πιέσεις της εργοδοσίας, έληξε όταν ο εργάτης επαναπροσλήφθηκε. Η κινητοποίηση στη National Can ήταν πρωτοπόρα για μια σειρά από λόγους: Ήταν η πρώτη απεργία μεγάλης εμβέλειας μετά την πτώση της Χούντας αλλά και η πρώτη απεργία της Μεταπολίτευσης με κοινή συμμετοχή Ελλήνων και μεταναστών εργατών, καθώς στο εργοστάσιο δούλευαν 100 μετανάστες από το Πακιστάν. Κυρίως, όμως, πυροδότησε δυναμικές κινητοποιήσεις και σε άλλα εργοστάσια. Ένα μήνα μετά, το Νοέμβριο του 1974, ξεκίνησε μαχητική απεργία στο εργοστάσιο ΗΒΗ, με παρόμοια αιτήματα.
Από το 1975 ως το 1977 το εργοστασιακό κίνημα κορύφωσε τη δράση του, με δυναμικές απεργίες στις βιομηχανίες Ιζόλα, ΜΕΛ, ΙΤΤ, Εσκιμό, AEG, ΒΙΩΜΑΞ, Πίτσος, Φούλγκορ, ΛΑΡΚΟ και Πετζετάκις, καθώς και στα μεταλλεία Μαντουδίου και ΜΑΔΕΜ – ΛΑΚΚΟ.
Οι απεργιακές κινητοποιήσεις του εργοστασιακού κινήματος χαρακτηρίστηκαν από μεγάλη διάρκεια και μαζικότητα, με ενδεικτικές περιπτώσεις τις 93 ημέρες απεργίας στον Λαδόπουλο (1975), τις 110 ημέρες απεργίας στη ΛΑΡΚΟ (1977) και τη συμμετοχή 5.000 μεταλλεργατών στην απεργία στο Μαντούδι (Μάρτιος-Απρίλιος 1976).
Tα αιτήματα του εργοστασιακού συνδικαλισμού δεν εξαντλούνταν σε βραχυπρόθεσμες υλικές διεκδικήσεις με την ικανοποίηση των οποίων θα επέρχονταν εργασιακή ειρήνη. Τα εργοστασιακά σωματεία αμφισβητούσαν ανοιχτά το διευθυντικό δικαίωμα, πραγματοποιούσαν πλήθος παρεμβάσεων ενάντια στην εντατικοποίηση της εργασίας, εξέφραζαν τη θέληση των εργαζομένων για αυτοδιαχείριση των εργοστασίων και προχωρούσαν σε καταλήψεις βιομηχανικών μονάδων. Εφαρμόστηκαν πρωτότυπες για τα δεδομένα της εποχής πρακτικές του εργοστασιακού κινήματος να συνδεθεί με την κοινωνία: εκδόσεις εφημερίδων, καταλήψεις δρόμων, πορείες κ.λπ. Οι εν λόγω πρακτικές βρήκαν ανταπόκριση, όπως φαίνεται από το παράδειγμα της ΛΑΡΚΟ, όπου η τοπική κοινωνία, εργαζόμενοι άλλων βιομηχανικών επιχειρήσεων (Πετζετάκις, Πίτσος) και φοιτητές συνέβαλαν, μέσα από την ενεργή αλληλεγγύη τους, στη νικηφόρα έκβαση της απεργίας το 1977. Αυτή η μορφή οργάνωσης, οι στόχοι και οι μαχητικότητά της αντιμετωπίστηκαν εχθρικά από πολλές πλευρές. Η (και τότε κρατικοδίαιτη -κυβερνητική) ΓΣΕΕ εξαρχής δεν αποδέχτηκε τη μορφή οργάνωσης που επεδίωκαν τα εργοστασιακά σωματεία και επανειλημμένα τα καταδίκασε. Σε ό,τι αφορά την Αριστερά, το ΚΚΕ (στην πεπατημένη οδό «ό,τι δεν ελέγχω είναι εχθρός») άσκησε συστηματική πολεμική εναντίον τους, με βασικό -αλλά καθ’ όλα αβάσιμο- επιχείρημα ότι διέτρεχαν τον κίνδυνο να μετατραπούν σε εργοδοτικά σωματεία. Το ΚΚΕ Εσωτερικού, αν και φραστικά θετικό, σε επίπεδο πρακτικής πολιτικής δεν συμμετείχε στις διεργασίες των εργοστασιακών σωματείων, καθώς έδινε βάρος στις παραδοσιακές μορφές συνδικαλιστής συγκρότησης (και στη συγκρότηση ενιαίας παράταξης με την αντιδικτατορική δεξιά στη ΓΣΕΕ). Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ και κύρια οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς στήριξαν την υπόθεση του εργοστασιακού συνδικαλισμού τόσο πολιτικά όσο και οργανωτικά, με τις όποιες δυνάμεις είχαν στους εν λόγω χώρους.
Σημείο-τομή στην όλη διαδικασία ήταν ο διαβόητος νόμος 330/1976, που έθετε ασφυκτικούς περιορισμούς σε κάθε απεργιακή δραστηριότητα στους χώρους δουλειάς, εξίσωνε θεσμικά την εργατική απεργία με το εργοδοτικό lock-out, νομιμοποιούσε τη συγκρότηση απεργοσπαστικών μηχανισμών, απαγόρευε την πολιτική απεργία, καθώς και τις απεργίες που δεν κηρύσσονταν από τα νομικά κατοχυρωμένα σωματεία.
Συνολικά, οι αγώνες των εργοστασιακών σωματείων αντιμετωπίστηκαν με μαζικές απολύσεις, καταδίκες, φυλακίσεις, απειλές και άφθονη αστυνομική βία. Η σκληρότατη αντιμετώπιση των απεργιών και των κινητοποιήσεων οδήγησε σταδιακά το εργοστασιακό κίνημα στην εξάντλησή του ως το καλοκαίρι του 1979. Στο εξής, η διατήρηση του θεσμικού πλαισίου εναντίον του εργοστασιακού συνδικαλισμού δεν θα συνοδευόταν από αυξήσεις που θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν τη δεύτερη πληθωριστική έκρηξη της δεκαετίας. Η οριστική ήττα του κινήματος των εργοστασιακών επιτροπών, ωστόσο, δεν συνεπαγόταν και την κοινωνική ειρήνευση. Αντίθετα, τη θέση των «άγριων» απεργιών θα έπαιρνε ένα συνδικαλιστικό κίνημα «κοινοβουλευτικού» χαρακτήρα, το οποίο αντί της έντασης και της διάρκειας θα προέκρινε την έκταση και το συμβολισμό. Το κίνημα αυτό, που επικεντρωνόταν σε τράπεζες και επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας, προοιώνιζε την αυξανόμενη σημασία της επερχόμενης εκλογικής μάχης σε συνθήκες οικονομικής αστάθειας και κινηματικής υποχώρησης.
ΑΛΗΘΕΙΑ
Το ΠΑΣΟΚ συμβολοποιεί όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης
Στις 3/9/74 στην ιδρυτική διακήρυξη του νεοπαγούς κόμματος σε θέατρο της πρωτεύουσας παρευρίσκονταν μόλις 70 με 80 άτομα. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε και κυριάρχησε στο «λαό» της Αριστεράς (εργασιακοί χώροι, λαϊκές συνοικίες). Χρησιμοποίησε το ίδιο παρωχημένο ιδεολογικό οπλοστάσιο του σταλινικού και ευρωκομμουνιστικού ρεφορμισμού περί «καθυστερημένου» ελληνικού καπιταλισμού, «εξάρτησης», «πατριωτισμού» με κεϊνσιανά οικονομικά και σκόρπια αστικοδημοκρατικά προτάγματα, με πιο ριζοσπαστική φρασεολογία και τακτική (ξεκάθαρο αντιδεξιό μέτωπο, «οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από προστάτες», «βυθίσατε το Χόρα», συμμετοχή στο εργοστασιακό κίνημα και στην ίδρυση νέων πρωτοβάθμιων σωματείων κ.λπ.). Άποψή μου είναι ότι είχε δύο κύριες διαφορές. 1) Την υιοθέτηση του όρου «των μη προνομιούχων», κάτι που έβγαζε από την πρωτοκαθεδρία της συμμαχίας που πρόκρινε η παραδοσιακή αριστερά («εργάτες, αγρότες, φοιτητές» …και ακολουθούσαν μικρομεσαίοι, πατριώτες κ.λπ.) την εργατική τάξη σαν κυρίαρχο πόλο από την μεριά των υποτελών τάξεων και την ενέτασσε σε έναν ανθρώπινο χυλό (αντίστοιχο του 99%) όπου ο κάθε φτωχός ή μη εντασσόμενος στο παραδοσιακό πελατειακό πλέγμα της δεξιάς μπορούσε να βρει «το δίκιο του». Ο ασαφής αυτός προσδιορισμός του πολιτικού ακροατηρίου σε μια χώρα όπως η Ελλάδα που, ακόμα και αν συγκριθεί με «όμοιες» χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Τουρκία), έχει την ιδιοτυπία να μην κυριαρχείται η απασχόληση από τη μισθωτή εργασία, μη ξεπερνώντας ποτέ το 50% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και παρά την «αγροτική εισβολή στις πόλεις», πολλαπλασίασε τους προσβλέποντες στην «Αλλαγή», από το λούμπεν προλεταριάτο μέχρι τις παρυφές του αστισμού (μικρομεσαίοι) και τους αριβίστες. 2) Την αδιαμφισβήτητη ισχυρή προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου, πουλόγω επικάλυψης πρακτικά κάθε άλλης έκφανσης προς τα έξω, έδωσε το οργανωτικό και πρακτικό περιθώριο για την πολιτική συστέγαση διάφορων πολιτικών τάσεων και πρακτικών πρωτοβουλιών (όπως αυτές στο εργατικό κίνημα και στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης) παρά τις απανωτές εκκαθαρίσεις – διαγραφές ως τα μέσα της δεκαετίας του ’80, δυνατότητα που η φοβικότητα, η συνωμοσιολογία και το σταλινικό παρελθόν της παραδοσιακής αριστεράς δεν έδινε σε νέους πρωτοπόρους αγωνιστές. Κατά τα λοιπά, από το ’77 και μετά η παραδοσιακή αριστερά ετεροκαθοριζόταν από την επιτυχία του ΠΑΣΟΚ. «Αλλαγή» διακήρυττε το ΠΑΣΟΚ, «Πραγματική Αλλαγή» ευαγγελιζόταν το ΚΚΕ, «εμβάθυνση της Αλλαγής» το ΠΑΣΟΚ, «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ» από τη μια και «κυβέρνηση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων» από την άλλη.
Το ΠΑΣΟΚ εν πολλοίς, όντας κυβέρνηση από τις 18/10/1981, ενσωμάτωσε υλικά τον πρώιμο μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό με πολιτικές ξεκάθαρου πολιτικού πρόσημου: κατακόρυφη αύξηση των κατώτατων ημερομισθίων, εκδημοκρατισμός του εργατικού συνδικαλισμού, επαναφορά των κρατικοποιήσεων ως μέσου άσκησης οικονομικής πολιτικής, αλλά και επαναπροσδιορισμού των σχέσεων με τον επιχειρηματικό κόσμο. Το 1982, το μερίδιο της εργασίας στο προϊόν της ελληνικής βιομηχανίας ξεπερνά για πρώτη φορά τα προδικτατορικά επίπεδα, ενώ το 1984 θα γνωρίσει ιστορικό υψηλό, προσεγγίζοντας επίπεδα κοντά στο 50% (αλλά πάντως κάτω από αυτό). Στο μεταξύ, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει προλάβει να δρομολογήσει την κρατικοποίηση της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ, μιας από τις επιχειρήσεις-σύμβολα της ελληνικής εκβιομηχάνισης, να επιβάλει την επαναπρόσληψη απολυμένων συνδικαλιστών σε βιομηχανίες που είχαν γνωρίσει μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις και να εξασφαλίσει τη συμμετοχή εκπροσώπων της εργασίας στη διοίκηση ιδιωτικών επιχειρήσεων. Επιπλέον, υλοποίησε αστικούς εκσυγχρονισμούς όπως η θέσπιση του πολιτικού γάμου, η θεσμοθέτηση και το χτίσιμο του Εθνικού Συστήματος Υγείας που θεωρούνται τομές σε σχέση με τους προηγούμενους αναχρονισμούς. Ωστόσο, ποτέ δεν κυριάρχησε στο ΠΑΣΟΚ κάποιο σοσιαλιστικό σχέδιο για οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας έξω από το κανονιστικό πλαίσιο που ορίζει η αστική κυριαρχία και υπηρέτησε με συνέπεια τις κεντρικές δουλείες της (π.χ. σε σχέση με την ΕΟΚ «των μονοπωλίων»).
Έτσι όταν το μοντέλο της ανάπτυξης μέσω της ενίσχυσης της εσωτερικής αγοράς κατέδειξε τα όριά του, το 1985 η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θα προχωρούσε σε μια θεαματική στροφή της οικονομικής πολιτικής. Το 1986 θα σημειωθεί η δραστικότερη μείωση των κατώτατων ημερομισθίων και των κατά κεφαλήν αμοιβών στο σύνολο της οικονομίας. Η πολιτική αυτή θα συνεχιζόταν και την επόμενη χρονιά, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να αντιστρέψει τις διαρθρωτικές αδυναμίες του παραγωγικού μοντέλου. Τα υφεσιακά αποτελέσματα της λιτότητας σε συνδυασμό με την αδυναμία βελτίωσης κρίσιμων δεικτών, όπως η παραγωγικότητα της εργασίας, συνηγορούσαν στην εγκατάλειψη της στροφής, χωρίς να παραγνωρίζεται και το πολιτικό κόστος.
Στο τέλος της περιόδου, η αντίφαση αυτή της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, είχε προσλάβει μια δική της δυναμική. Έχοντας έρθει σε ρήξη με τους παραδοσιακούς φορείς της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ προσπάθησαν, μέσα από αμφιλεγόμενες διαδικασίες, να οικοδομήσουν συμμαχίες με αναδυόμενους επιχειρηματικούς κύκλους, με κριτήριο την κομματική στήριξη. Η διαδικασία αυτή κατέληξε να πυροδοτήσει πολέμους συμφερόντων (σκάνδαλο Κοσκωτά, Κόκκαλης, Σάλλας κ.λπ.). Παρ’ όλες τις αντιφάσεις, τις διαψεύσεις και τις απάτες από τη μεριά του ΠΑΣΟΚ, κατάφερε και κυριάρχησε στις εργατικές και λαϊκές αντιπροσωπεύσεις έως και την προηγούμενη δεκαετία, κυρίως λόγω της ιδεολογικής και πολιτικής ένδειας της σταλινογενούς ελληνικής αριστεράς.
ΜΥΘΟΣ
Η Μεταπολίτευση όρισε την επέλευση και το εύρος της σημερινής κρίσης
Αν και στην παρούσα ανάλυση -όπως και στις περισσότερες- η περίοδος που αποκαλούμε Μεταπολίτευση εκτείνεται χρονικά από το 1974 έως το 1989 (λόγω της «συγκυβέρνησης» Δεξιάς-Αριστεράς, μετάλλαξης των πολιτικών πρωταγωνιστών, αναδιάρθρωσης των παγκόσμιων συσχετισμών κ.λπ.), τα τελευταία χρόνια αρθρώνεται σταδιακά μια πλειάδα δημόσιων τοποθετήσεων σύμφωνα με τις οποίες η «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» ευθύνεται για όλα τα κακώς κείμενα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Στη μάχη αυτή, γύρω από το σώμα και το πνεύμα της Μεταπολίτευσης, όπλα είναι οι λέξεις: συντεχνίες, λαϊκισμός, προνόμια, πελατειακό κράτος, διαφθορά, «βία και ανομία».
Επιχαίρει ο κ. Βορίδης επειδή «οι ψευδοαξίες της γενιάς του Πολυτεχνείου ενταφιάστηκαν». Απειλεί ο κ. Δένδιας: «Ήρθε η ώρα η χώρα να κλείσει τους λογαριασμούς που μένουν ανοιχτοί από το 1974-1975». Και πιο προωθημένος ο κ. Χρυσοχοϊδης: «Ένα κυρίαρχο -αν και αδιαμόρφωτο ακόμη- ρεύμα ζητάει ακριβώς αυτό: λευτεριά από τη Μεταπολίτευση»!
Σύμφωνα λοιπόν με τις επιθυμίες της κυρίαρχης τάξης η μεταπολίτευση τελειώνει με την έναρξη των μνημονίων. Η δεξιά προπαγάνδα θέλει την «μεταπολίτευση» υπεύθυνη για τα δεινά «του τόπου». Είναι η αφήγηση που χρησιμοποιεί τον όρο «συντεχνίες» για να ορίσει το πλέγμα εργατικού δικαίου, που παρουσιάζει ως προνόμια τα στοιχειώδη δικαιώματα που κατέκτησαν οι Έλληνες εργαζόμενοι στην εργασία, στην παιδεία, στην υγεία και την πρόνοια μέσα από συλλογικούς αγώνες μιας γενιάς για τουλάχιστον αξιοπρεπή διαβίωση. Εν τέλει, είναι η αφήγηση που εντέλλεται από τις ανάγκες ενός καπιταλισμού σε κρίση, του επονομαζόμενου «πολεμικού» καπιταλισμού, με όρους ρεβανσιστικής εκδικητικότητας.
Η δική μας, η κομμουνιστική αφήγηση δεν μπορεί να είναι η στείρα αμυντική υπεράσπιση των παλιότερων ταξικών συσχετισμών που εμπεριέχουν τελικά την αστική επικυριαρχία (π.χ. το Ν.1264/82 για τον συνδικαλισμό), αλλά η διαμόρφωση ενός νέου μεταβατικού (μεταρρυθμιστικού αλλά μη ενσωματώσιμου) προγράμματος που θα καλύπτει τις σύγχρονες συλλογικές ανάγκες των εργαζομένων και θα αμφισβητεί άμεσα και έμπρακτα το σάπιο σύστημα της αλλοτρίωσης και της καταστροφής.
Πάνε µερικά χρόνια που εισέβαλαν στη ζωή µας, επίφοβες και µε ισχυρή γόµωση ανασφάλειας και τρόµου, οι «τροµερές» λέξεις και έννοιες της οικονοµίας: δηµοσιονοµικό ισοζύγιο, έλλειµµα και χρέος, πρωτογενές έλλειµµα/πλεόνασµα, οµόλογα, αποδόσεις και spread κ.λπ. κ.λπ. Μαζί τους και η τυραννία των «ειδικών», οικονοµολόγων και οικονοµολογούντων, να προκαλούν δέος στον «απλό λαό» και βαθύ αίσθηµα αδυναµίας και ανεπάρκειας: πόσο δύσκολη και στριφνή είναι η «οικονοµία» και πόσο αδύναµοι εµείς να την καταλάβουµε…
Πώς το είχε πει ο Μπρεχτ; «Αυτοί που παίρνουν όλο το ψωµί από το τραπέζι, κηρύσσουν τη λιτότητα». Και πόσο ευκολότερα µπορείς να κηρύξεις και να επιβάλεις τη λιτότητα αν τροµοκρατήσεις τα θύµατά της µε αυτές τις τροµερές λέξεις, µε αυτά τα υπερόπλα της νεοφιλελεύθερης αργκό; Αν τους εµφυσήσεις αίσθηµα άγνοιας και ανεπάρκειας, αν πλήξεις καίρια την αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίµησή τους. ∆ιότι ο συνειρµός είναι αυτόµατος: αν κάτι δεν µπορείς καν να το καταλάβεις, αν είναι τόσο περίπλοκο ώστε µόνο «ειδικοί και τεχνικοί» της εξουσίας µπορούν να το καταλάβουν και να το χειριστούν, πώς µπορείς να έχεις και απαιτήσεις για το περιεχόµενο της οικονοµικής πολιτικής; «Αυτοί ξέρουν» – εσύ όχι.
Κι όµως, όλα είναι τόσο απλά. Και ταυτόχρονα, τόσο καλά και τόσο επιµελώς κρυµµένα.
Στις επίσηµες οικονοµικές στατιστικές θα βρει κανείς κάθε είδους µετρήσεις για πάµπολλα οικονοµικά µεγέθη. Τα περισσότερα από αυτά παρελαύνουν κάθε µέρα στις οικονοµικές ειδήσεις των καναλιών, στις οικονοµικές σελίδες των εφηµερίδων, στα οικονοµικά σάιτ. Υπάρχει όµως ένα µέγεθος, που λέει περισσότερο από κάθε άλλο την αλήθεια1 για την «οικονοµία», αλλά απουσιάζει συστηµατικά! Για να το βρει κανείς, πρέπει να ψάξει στις εξειδικευµένες στατιστικές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Με απλά λόγια: Ποιο είναι το µερίδιο που παίρνουν οι εργαζόµενοι από τον παραγόµενο πλούτο; Ή πώς µοιράζεται ο παραγόµενος κάθε έτος πλούτος ανάµεσα σε µισθούς και κέρδη;
Ιδού λοιπόν τι έγινε µε αυτή τη «µοιρασιά» από το 2010 µέχρι και σήµερα στην Ελλάδα, αλλά και τι προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (µε βάση προφανώς τις δροµολογηµένες πολιτικές) ότι θα γίνει µέχρι και το 2020, σε έναν απλό πίνακα:
Τι µας λέει αυτός ο απλός πίνακας; Ότι ανάµεσα στο 2010 και το 2018 (που έχουµε αποτελέσµατα και όχι προβλέψεις ή εκτιµήσεις), το Μερίδιο της εργασίας στο προϊόν µειώθηκε κατά 4,9 εκατοστιαίες µονάδες του ΑΕΠ. Αυτό µεταφράζεται άµεσα σε χρηµατική/εισοδηµατική απώλεια. Αν το ΑΕΠ του 2018 µε βάση τα επίσηµα στατιστικά στοιχεία (ελληνικά, που επικυρώνονται όµως από τη Eurostat) ήταν 184,9 δισ. ευρώ, η εργασία έχασε 9 δισ. ευρώ. Αυτά τα 9 δισ. ευρώ δεν χάθηκαν… στο διάστηµα: πέρασαν στα κέρδη. Και ήταν το πέραν πάσης αµφιβολίας, βεβαιωµένο τµήµα των απωλειών για τους µισθωτούς – οι συνολικές απώλειες είναι πολύ µεγαλύτερες.1
Έτσι λοιπόν, η προ ετών συζήτηση για το ποιοι ευθύνονται για την κρίση (στην οποία έλαµψε για τον ταξικό της οίστρο η ατάκα του Θόδωρου Πάγκαλου «Μαζί τα φάγαµε») έχει την εύλογη συνέχειά της: ποιοι ωφελήθηκαν και ποιοι ζηµιώθηκαν από την οικονοµική πολιτική των κυβερνήσεων στη διάρκεια της κρίσης; Και η απάντηση είναι σαφής: ωφελήθηκαν τα κέρδη σε βάρος των µισθών. Για να είµαστε ακριβείς και να µην παίζουµε µε τις λέξεις: ωφελήθηκε το κεφάλαιο σε βάρος των εργαζόµενων τάξεων.
Τα διαδοχικά µνηµόνια δεν επιδείνωσαν απλώς την κατάσταση για τις εργαζόµενες τάξεις, αλλά ευνόησαν στον ίδιο βαθµό τα κέρδη. ∆εν ισχύει, λοιπόν, ότι αυτή η επιδείνωση είναι αποτέλεσµα της κρίσης: είναι αποτέλεσµα των πολιτικών, µε τις οποίες οι κυβερνήσεις διαχειρίστηκαν την κρίση.
Από τον πίνακα που παραθέσαµε, εξάγονται και πιο ειδικά συµπεράσµατα, σύµφωνα µε την κοινή εµπειρία. Με βάση αυτά, αποκαλύπτεται το «νόηµα» της πρόσφατης πολιτικής µας ιστορίας:
• Η πρώτη µνηµονιακή κυβέρνηση, του ΓΑΠ, µέχρι και το 2011 κατάφερε τα πρώτα πλήγµατα στους µισθούς. Αποδείχθηκε, όµως, «ακατάλληλη» για να βγάλει όλη την… απαραίτητη «βρόµικη δουλειά». Γι’ αυτό και… αποσύρθηκε.
• Στη µεσοβασιλεία Παπαδήµου έγιναν και άλλα βήµατα… προόδου στην αντεργατική διαχείριση της κρίσης.
• Η µεγάλη «βουτιά» έγινε το 2013, επί κυβέρνησης Αντώνη Σαµαρά και λοιπών συγκυβερνητών (Βενιζέλου και Κουβέλη αρχικά, µόνο Βενιζέλου στη συνέχεια). Το δεύτερο µνηµόνιο ήταν η «σωστή δόση», σύµφωνα µε το ∆ΝΤ, την Κοµισιόν και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
• Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ευθύνεται κι αυτή για την επιδείνωση της κατάστασης των µισθωτών µε το τρίτο µνηµόνιο που υπέγραψε. Ωστόσο, το µεγάλο πλήγµα που κατάφερε, δεν αποδίδεται µε αυτό τον πίνακα, αφού εστιάζεται κυρίως στην κοινωνική πολιτική (ασφαλιστικό, κοινωνικά επιδόµατα). ∆εν δικαιούται να ισχυρίζεται ούτε ότι καλυτέρευσε τη θέση των µισθών έστω κατά 0,001%.
• Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δικαιούται καν να ισχυριστεί ότι έστω το 2019 και το 2020 θα καλυτερεύσει η κατάσταση όσον αφορά το Μερίδιο της Εργασίας στο προϊόν. Οι προβλέψεις της Κοµισιόν δείχνουν µικρή επιδείνωση. Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου µισθού ενδεχοµένως θα ακυρώσει απλώς αυτή την επιδείνωση ή θα αυξήσει οριακά το Μερίδιο της Εργασίας στο Προϊόν. Αλλά ως εκεί: ούτε λόγος για την αποκατάσταση των απωλειών. Μια σταθεροποίηση ή οριακή αύξηση µέχρι την επόµενη προσαρµογή προς τα κάτω.
Μια µατιά στις χρονοσειρές των δεκαετιών του ’80 και του ’90 (δεν παραθέτουµε σχετικό πίνακα για να µη «βαρύνει» κι άλλο αυτό το άρθρο) αποκαλύπτει επίσης γιατί πολλοί αρθρογράφοι και πολιτικοί «αγαπούν να µισούν» τη Μεταπολίτευση. Και τι εννοούν µιλώντας για «έλλειµµα µεταρρυθµίσεων»:
• Όµως το 1985 ο Αντρέας Παπανδρέου, ανταποκρινόµενος στη διεθνή στροφή στον νεοφιλελευθερισµό και στην πίεση των αγορών στη δραχµή, µε µοχλό την εξυπηρέτηση του χρέους, ανέθεσε το υπουργείο Οικονοµικών στον Κώστα Σηµίτη. Ο τελευταίος εκπόνησε το πρώτο «σοσιαλιστικό» πρόγραµµα λιτότητας. Το αποτέλεσµα αποτυπώθηκε «αυτόµατα» στο Μερίδιο της Εργασίας στο Προϊόν. Από 57,2% το 1985, έκανε «βουτιά» στο 53,8% το 1986. Το 1988 είχε µειωθεί ακόµη περισσότερο, στο 53,2%. Ήρθε όµως το σκάνδαλο Κοσκωτά, η απόπειρα ανατροπής του ΠΑΣΟΚ µε ανορθόδοξα µέσα και οι γνωστές απανωτές εκλογικές αναµετρήσεις το 1989, οπότε η κοµµατική αυτοσυντήρηση επέβαλε «χαλάρωση» της λιτότητας. Έτσι, το Μερίδιο της Εργασίας στο Προϊόν αυξήθηκε το 1989 σε 55,4%.
• Το 1991 ανέλαβε η Ν∆ του Κων/νου Μητσοτάκη να «βάλει τα πράγµατα στη θέση τους»: το Μερίδιο της Εργασίας στο Προϊόν έπεσε από 54,8% το 1990 σε 50,3% το 1991 – η µεγαλύτερη ετήσια πτώση στη Μεταπολίτευση! Η πτώση συνεχίστηκε ακάθεκτη µέχρι και το 1993, οπότε έφτασε στο 48,4%. Στην τριετία της κυβέρνησης Κων/νου Μητσοτάκη, η πτώση έφτασε τις 6,4 ποσοστιαίες µονάδες – ένα υπερ-µνηµόνιο της εποχής.
• Όταν ανέλαβε ξανά το ΠΑΣΟΚ το 1994, ακολούθησαν τα «προγράµµατα σύγκλισης» για την είσοδο στην ΟΝΕ, µε υπουργό Οικονοµικών τον φανατικό νεοφιλελεύθερο Αλέκο Παπαδόπουλο -για τον οποίο, καθόλου τυχαία- ο Κων/νος Μητσοτάκης είχε µόνο καλά λόγια να πει. Ξεκινώντας από 48,2% το 1994 και µετά από µια µικρή αύξηση, το Μερίδιο της Εργασίας στο Προϊόν ήταν 48,7% το 2001 µε την είσοδο στην ΟΝΕ. Με τον Κώστα Σηµίτη να έχει αναλάβει, ως πρωθυπουργός πλέον, τη σκυτάλη από τον Αλέκο Παπαδόπουλο.
• Από το 2002 µέχρι και το 2008 (κυβερνήσεις Σηµίτη και Κώστα Καραµανλή) το Μερίδιο της Εργασίας στο Προϊόν παρέµεινε σε επίπεδα λίγο υψηλότερα σε σχέση µε την περίοδο των «προγραµµάτων σύγκλισης», γύρω στο 51% µε 52%. Με δύο χαρακτηριστικές εξαιρέσεις: το έτος των Ολυµπιακών Αγώνων, οπότε ήταν µειωµένο κάτω από αυτό το επίπεδο, στο 50,6% (όταν οι συνδαιτυµόνες του κ. Πάγκαλου έτρωγαν µε χρυσά κουτάλια – κατά τη γνωστή λαϊκή έκφραση) και το 2005 που αυξήθηκε σε 53,9% (όταν η ∆εξιά του Κώστα Καραµανλή, κυνηγηµένη από το φάντασµα της «∆εξιάς παρένθεσης», αποφάσισε να χρηµατοδοτήσει τη µακροχρόνια παραµονή της στην εξουσία).
• Το 2008, καθώς ολοκληρωνόταν ένας κύκλος ανάπτυξης 14 ετών µε µέσους ρυθµούς περί το 3,5% ετησίως, το Μερίδιο της Εργασίας στο Προϊόν ήταν 51,8%, όσο περίπου και το 2002. Ξανά τα στατιστικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι… δεν τα φάγαµε µαζί.
• Το 2009 η απερχόµενη κυβέρνηση Καραµανλή είτε για να διεκδικήσει την παραµονή της στην εξουσία είτε σε µια προσπάθεια να µειώσει την ένταση της κρίσης του 2008 στην ελληνική οικονοµία (πιθανότατα και για τους δύο αυτούς λόγους) «ανέχθηκε» την αύξηση του Μεριδίου της Εργασίας στο Προϊόν σε 54,1%. Το 2010, µε κυβέρνηση ΓΑΠ (που ήρθε επαγγελλόµενος παροχές), ήταν 54,3%. Ήταν η µικρή µεταβατική περίοδος της σύγχυσης για την ελληνική άρχουσα τάξη µπροστά στην κρίση του 2008, που ερχόταν σαρωτική και για την ελληνική οικονοµία.
Ύστερα ήρθαν τα µνηµόνια, για τα οποία µιλήσαµε ήδη.
Αυτή η ιστορική αναδροµή αποκαλύπτει εύγλωττα γιατί πολλοί «αγαπούν να µισούν» τόσο πολύ τη Μεταπολίτευση. Τι είναι αυτό που θεωρούν «καταστροφικό» σε αυτή την περίοδο. Τι εννοούν, όταν µιλούν µονότονα για πάνω από µία εικοσαετία για την «ανάγκη µεταρρυθµίσεων».
Μισούν τις κατακτήσεις των µισθωτών, οτιδήποτε που για οποιοδήποτε λόγο αυξάνει το Μερίδιο της Εργασίας στο Προϊόν. Ακόµη και αν είναι η ανάγκη των κυβερνώντων να στηρίξουν την κυβερνητική τους εξουσία ή να τη διεκδικήσουν (στην περίπτωση αυτή απαιτούν από τα κόµµατα τη… γενναιότητα να «αδιαφορούν για το πολιτικό κόστος», δηλαδή για τη δυσαρέσκεια που θα προκαλέσουν οι πολιτικές τους στους εργαζόµενους. Αλλά και «συναίνεση», αφού αν όλοι αδιαφορήσουν για το πολιτικό κόστος, οι εργαζόµενοι δεν θα έχουν τι να ψηφίσουν και το αστικό πολιτικό σύστηµα θα αποκαθαρθεί από τέτοιες «ιδιοτέλειες»!). Πολύ περισσότερο αν είναι οι πιέσεις και τα κινήµατα από τους εργαζόµενους, τη νεολαία και την Αριστερά. Θέλουν να εγκατασταθεί η αιώνια «κανονικότητα» της λιτότητας. Σύµφωνα µε την αντίληψή τους, ο κόσµος είναι φτιαγµένος από το κεφάλαιο και για το κεφάλαιο. Οι εργαζόµενοι είναι απλώς τα υποζύγια της «οικονοµίας».
Και εν ολίγοις, «ορθή» οικονοµική πολιτική είναι αυτή που µειώνει ή έστω κρατά καθηλωµένο το Μερίδιο της Εργασίας στο Προϊόν. Εξάλλου, χωρίς µια τέτοια πολιτική, πώς θα µας κάνουν τη χάρη οι κερδοσκόποι των αγορών να αγοράσουν τα οµόλογα του ελληνικού ∆ηµοσίου;
Όταν λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ περηφανεύεται για την πρόσφατη «επιτυχή» έκδοση του δεκαετούς οµολόγου, πρέπει να γνωρίζουµε ότι η οικονοµική του πολιτική δεν θα είχε µια τέτοια «επιτυχία», αν δεν είχε συµβάλει κι αυτός µε συνέπεια στη µείωση του Μεριδίου της Εργασίας στο Προϊόν. Και όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπόσχεται καλύτερο επιτόκιο στις εκδόσεις οµολόγων και περισσότερες «µεταρρυθµίσεις», πρέπει να µην έχουµε καµία αµφιβολία ότι υπόσχεται περαιτέρω µείωση του Μεριδίου της Εργασίας στο Προϊόν και πιο «αποτελεσµατική» πολιτική λιτότητας.