1

«Αρχειομαρξιστές. Οι άλλοι κομμουνιστές του Μεσοπολέμου», Κώστας Παλούκης

Αναδημοσίευση από το https://marginalia.gr

του Λουκή Χασιώτη

Το βιβλίο του ιστορικού Κώστα Παλούκη αφηγείται παράλληλα την ιστορία του αρχειομαρξισμού, του κομμουνιστικού και του εργατικού κινήματος, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας κατά τον Μεσοπόλεμο. Ο συγγραφέας περνάει ομαλά από το μερικό στο γενικό, από την αναφορά σε μια μειοψηφική, αλλά δυναμική, τάση της ούτως ή άλλως αδύναμης ελληνικής αριστεράς του Μεσοπολέμου, στο ευρύτερο ελληνικό και ευρωπαϊκό ιστορικό πλαίσιο, επισημαίνοντας τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Κι αυτό το πετυχαίνει όντας εξοικειωμένος με τη νεότερη και σύγχρονη ευρωπαϊκή και ελληνική ιστορία, με την ιστοριογραφία του εργατικού κινήματος και της αριστεράς, τόσο με τις πιο παραδοσιακές προσεγγίσεις όσο και με την πολιτισμική και κοινωνική προσέγγιση του Άγγλου ιστορικού Τόμσον και των επιγόνων του. Παράλληλα, φαίνεται ότι γνωρίζει καλά τις ανθρωπολογικές και ιστορικές μελέτες της ελληνικής κοινωνίας της εποχής.  Θα προσπαθήσω λοιπόν να παρουσιάσω κάποιες όψεις από το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, εντός του οποίου ο Κώστας Παλούκης συζητάει την περίπτωση του ελληνικού αρχειομαρξισμού.

Η πρώτη αφορά τα κατεξοχήν θύματα του Μεγάλου Πολέμου: τους βετεράνους του, και ιδιαίτερα τους ανάπηρους πολέμου. Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 8 εκατομμύρια στρατιώτες έμειναν ανάπηροι εξαιτίας του πολέμου μεταξύ των χωρών και των πληθυσμών που ενεπλάκησαν σε αυτόν. Στην Ελλάδα ο αντίστοιχος αριθμός (που συμπεριλαμβάνει το σύνολο της πολεμικής δεκαετίας 1912-1922) φαίνεται πως ξεπερνούσε τις 100.000. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες οι ανάπηροι συγκρότησαν σωματεία διεκδικώντας συντάξεις, επαγγελματική αποκατάσταση και στέγη. Οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να ανταποκριθούν τόσο για συμβολικούς λόγους όσο και για να απαντήσουν σε πραγματικές κοινωνικές και πολιτικές προκλήσεις. Αφενός, όπως λέει ο Παλούκης, «οι ανάπηροι πολέμου αποτέλεσαν ιδιαίτερη κατηγορία αναπήρων με ξεχωριστή ιδεολογία και συνείδηση, αυτή της θυσίας για το καλό της πατρίδας». Αφετέρου, η εγκατάλειψή τους οδηγούσε στην επαιτεία, αλλά και στην πολιτική τους οργάνωση, με προσανατολισμούς συχνά ριζοσπαστικούς. Και στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η αποκατάσταση των αναπήρων πολέμου συνέβαλε στο πέρασμα από τη φιλανθρωπία στην κρατική πρόνοια. Οι καθυστερήσεις και οι ανεπάρκειες, ωστόσο, του συστήματος ενίσχυσαν την επιρροή της αριστεράς στα σωματεία των αναπήρων ειδικότερα και των παλαιών πολεμιστών γενικότερα. Εδώ ο συγγραφέας επισημαίνει τις διακριτές στοχεύσεις αρχειομαρξιστών και ΚΚΕ, καθώς οι πρώτοι ηγήθηκαν του κινήματος των αναπήρων πολέμου, ενώ το δεύτερο και ιδιαίτερα ο Πουλιόπουλος, ηγήθηκαν του κινήματος των ριζοσπαστικοποιημένων παλαιών πολεμιστών.

Μία άλλη παράμετρος της εμπειρίας της βίας του Μεγάλου Πολέμου υπήρξε η ίδια η επιλογή της βίας και από το κράτος, αλλά και από όλες τις πολιτικές παρατάξεις, όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο. Ο Παλούκης σχολιάζει την κατάσταση αυτή ως «ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο», που στην Ελλάδα αποτελούσε μια συνέχεια του Εθνικού Διχασμού, αλλά και μια διεύρυνση των αντιπαραθέσεων, οι οποίες είχαν πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Στο πλαίσιο αυτό το βιβλίο εξετάζει το φαινόμενο της βίας μεταξύ αρχειομαρξιστών και «κομματικών», που περιλάμβανε τόσο δημόσιες συγκρούσεις με πολιτικά διακυβεύματα όσο και ενέδρες που αφορούσαν υποθέσεις τιμής και γοήτρου. Ο τελευταίος λόγος ανταποκρινόταν, σύμφωνα με τον συγγραφέα, στις παραδοσιακές αξίες που έφεραν οι πρωταγωνιστές των συγκρούσεων από τον τόπο καταγωγής τους (Μανιάτες, Ηπειρώτες), αλλά και από το λαϊκό πολιτισμικό περιβάλλον των ελληνικών πόλεων (τον κόσμο του ρεμπέτικου, με τον οποίο γίνονται αρκετές συγκρίσεις στο βιβλίο).

Ακόμη μία όψη της ευρύτερης ευρωπαϊκής εμπειρίας κατά τον Μεσοπόλεμο την οποία εξετάζει ο συγγραφέας υπό ελληνικό πρίσμα, είναι βέβαια οι ταξικοί ανταγωνισμοί της περιόδου. Οι ανταγωνισμοί αυτοί περιλάμβαναν απεργίες, συνδικαλισμό, εργοδοτική, κρατική και συνδικαλιστική βία, επαναστατικές επιδιώξεις και αντεπαναστατικές πρακτικές. Ο αρχειομαρξιστικός συνδικαλισμός συμμετείχε σ’ αυτούς ως τρίτο ρεύμα ανάμεσα στο ΚΚΕ και τους «καθαρούς συνδικαλιστές» ή «εργατοπατέρες». Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ήλεγχε 26 μαχητικά σωματεία, διέθετε 1500 μέλη και διατηρούσε κάποια επιρροή σε πολύ περισσότερους εργάτες, οργανωμένους σε συνδικάτα. Οι αρχειομαρξιστές/αρχειομαρξίστριες ήταν συνήθως νέοι, κυρίως εσωτερικοί μετανάστες, οικοδόμοι, αρτεργάτες, υποδηματοποιοί, τυπογράφοι, υπάλληλοι, διανοούμενοι που αμφισβητούσαν το αστικό καθεστώς. Συμμετείχαν σε σωματεία, απεργίες και διαδηλώσεις, «φυλακίζονταν, βασανίζονταν και εξορίζονταν». Όπως και τα μέλη του ΚΚΕ, υιοθετούσαν πάνω απ’ όλα την κουλτούρα της ολικής στράτευσης και το μπολσεβικικό πρότυπο του επαγγελματία επαναστάτη –χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο αρχηγός της οργάνωσης Δημήτρης Γιωτόπουλος (Witte).

Στο πλαίσιο των ταξικών ανταγωνισμών η κομμουνιστική αριστερά υποστήριξε την κατασκευή ενός «νέου πολιτικού ανθρώπου», ο οποίος θα συμβόλιζε τη ρήξη με τις παραδοσιακές και αστικές αξίες. «Ο νέος πολιτικός άνθρωπος» δεν θα ήταν ο παλιός κομματάρχης ή ο επιφανής αστός, αλλά ο απλός «άνθρωπος του λαού», ταυτόχρονα ακτιβιστής και διανοούμενος. Έπρεπε να χαρακτηρίζεται από αυτοκυριαρχία, αυτοθυσία, κομμουνιστική πειθαρχία και τιμιότητα, και να απέχει από τον καπνό, το αλκοόλ, το χασίς και την χαρτοπαιξία. Στη ρητορική των αρχειομαρξιστών οι περιορισμοί αυτοί παραπέμπαν, όπως εύστοχα επισημαίνει ο συγγραφέας, σε μια «διαπλοκή ηθικής και ταξικής συνείδησης»: ηθικοί εργάτες vs καθολικά ανήθικης αστικής τάξης. Έτσι, ο αστικός πολιτισμός καταδικαζόταν συλλήβδην ως ανήθικος, συμπεριλαμβανομένου του ρεμπέτικου, του καρναβαλιού και των χοροεσπερίδων. Ανάλογους, μολονότι όχι τόσο αυστηρούς, ηθικούς περιορισμούς έθετε στα μέλη του το ΚΚΕ –αλλά και άλλα εργατικά κινήματα της εποχής.

Ο «νέος πολιτικός άνθρωπος» έπρεπε να είναι ταυτόχρονα μορφωμένος. Οι αρχειομαρξιστές έδωσαν εξαρχής ιδιαίτερη προσοχή σε αυτήν τη διάσταση, διατηρώντας ισχυρή μορφωτική επιρροή μεταξύ των εργατών, ακόμα και μεταξύ μελών του ΚΚΕ. Δημιούργησαν μορφωτικούς συλλόγους και κόκκινα σχολεία, οργάνωναν φυσιολατρικές εκδρομές, στελέχωναν μαθητικές και αθλητικές ομάδες, όπου διεξάγονταν μαθήματα μαρξισμού, συνδικαλισμού, αλλά και γενικής παιδείας. Η διαδικασία αυτή εξέφραζε, αφενός, μια σταθερή εμπιστοσύνη στην παιδεία και την επιστήμη και, αφετέρου, το πνεύμα της αυτομόρφωσης –χαρακτηριστικό στοιχείο από την εποχή των μεθοδιστών αγκιτατόρων του 18ου αι. μέχρι τα σύγχρονα κοινωνικά και αντικαπιταλιστικά κινήματα. Ο πολιτισμικός τους ρόλος επομένως ήταν σημαντικός στη διαμόρφωση της εργατικής ταυτότητας στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.

Στο εσωτερικό της Αριστεράς εξελισσόταν βέβαια μια σειρά από ανταγωνισμοί για την πολιτική ηγεμονία. Στη Γερμανία της Βαϊμάρης Σοσιαλδημοκράτες και Κομμουνιστές πάλεψαν μέχρις εσχάτων (μέχρι την επικράτηση του ναζισμού) για την κυριαρχία στο εργατικό κίνημα. Στην Ελλάδα η σοσιαλδημοκρατία ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη, αλλά και το ΚΚΕ ήταν εξαιρετικά αδύναμο. Αυτό επέτρεψε την ανάπτυξη του αρχειομαρξισμού που, κατά τον Παλούκη, αποτελούσε εκδοχή και των δύο, με έντονα στοιχεία ελληνικών ριζοσπαστικών ρευμάτων της προπολεμικής περιόδου. Η σύγκρουση μεταξύ αρχειομαρξιστών και «κομματικών» υπήρξε σκληρή και περιλάμβανε από ηθικιστικές κριτικές μέχρι δολοφονικές επιθέσεις.

Η συστράτευση των αρχειομαρξιστών με τον τροτσκισμό και η παράλληλη ανάληψη της ηγεσίας του ΚΚΕ από τον Ζαχαριάδη οριστικοποίησε και όξυνε ακόμα περισσότερο τη μεταξύ τους αντιπαράθεση. Αντιπαράθεση που θα μπορούσε να συγκριθεί, ως ένα σημείο βέβαια, με την αντίστοιχη διαμάχη ανάμεσα στο ΚΚ Ισπανίας και το POUM, με το οποίο καθόλου τυχαία επικοινωνούσε ο Γιωτόπουλος και στις τάξεις του οποίου πολέμησε κατά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, μέχρι που συνελήφθη από τις φιλοκομμουνιστικές αρχές και κινδύνευσε με εκτέλεση, για να γλιτώσει τελικά χάρη σε διεθνή εκστρατεία υποστήριξής του. Η όξυνση της διαμάχης αρχειομαρξιστών-ΚΚΕ έβλαψε τελικά τους πρώτους περισσότερο, όπως φαίνεται από την κατακόρυφη πτώση της δυναμικής τους μετά το 1933. Βέβαια για την πτώση αυτή ο συγγραφέας παρουσιάζει περισσότερους λόγους: κυρίως την επιλογή μιας άτυπης συμμαχίας-ανοχής με το αντιβενιζελικό στρατόπεδο και τη στροφή στη χρήση υπερεπαναστατικού και αντισυντεχνιακού λόγου στον συνδικαλισμό.

Το τελευταίο αυτό σημείο αξίζει μεγαλύτερης διευκρίνισης, επειδή ακριβώς είναι χαρακτηριστικό της μετεξέλιξης της εργασίας και της βιομηχανίας στις ευρωπαϊκές χώρες: πρόκειται για έναν ακόμα ανταγωνισμό ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και την παράδοση, «ανάμεσα στη βιομηχανική εργατική τάξη και τον κόσμο του εργαστηρίου», όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας. Οι αρχειομαρξιστές υπήρξαν αρχικά φορείς μιας συντεχνιακής συνδικαλιστικής κουλτούρας, από την οποία το ΣΕΚΕ και στη συνέχεια το ΚΚΕ απομακρύνονταν. Αποτέλεσαν εν μέρει ένα αντιεκσυγχρονιστικό συνδικαλιστικό κίνημα (θυμίζοντας στοιχεία τόσο του «καθαρού» όσο και του «επαναστατικού» συνδικαλισμού) μέχρι το 1930, όταν αυτό εγκατέλειψε σταδιακά τις προηγούμενες θέσεις του προκειμένου να συνδεθεί με τη βιομηχανική εργατική τάξη. Η επιλογή αυτή δεν σημείωσε ιδιαίτερα κέρδη μεταξύ των βιομηχανικών εργατών/τριών, ενώ από την άλλη απομάκρυνε τα παλιά χειροτεχνικά στρώματα, τα οποία, όπως επισημαίνεται στο βιβλίο, δεν έπαψαν να υπάρχουν στον Μεσοπόλεμο.

Άφησα για το τέλος την αναφορά του βιβλίου τους έμφυλους ρόλους εντός του αρχειομαρξιστικού κινήματος και στον αρχειομαρξιστικό φεμινισμό. Οι προσεγγίσεις γύρω από το έμφυλο δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένες στην ελληνική ιστοριογραφία του εργατικού και του σοσιαλιστικού κινήματος, μολονότι είναι νομίζω καθοριστικής σημασίας για να κατανοήσουμε τα χαρακτηριστικά τόσο των ίδιων των κινημάτων όσο και γενικότερα των κοινωνικών αντιλήψεων μιας εποχής.  Ο Παλούκης επιχειρεί λοιπόν να μας συστήσει τους αρχειομαρξιστές/στριες και με έναν ακόμα τρόπο, προσπαθώντας να περιγράψει τις έμφυλες ταυτότητες που οι ίδιοι/ες υιοθέτησαν. Και στην περίπτωση αυτή κινητήριος δύναμη της συγκρότησης του αρχειομαρξιστικού ανδρισμού είναι η ηθική καταδίκη της έκφυλης αστικής τάξης και η ανάγκη επανανοηματοδότησής του με βάση τις αξίες του «νέου πολιτικού ανθρώπου» και της κολεκτιβίστικης ηθικής. Εδώ ο συγγραφέας εντοπίζει ρήξεις με τα αντίστοιχα πρότυπα και της αστικής κουλτούρας και της λούμπεν υποκουλτούρας, αλλά ταυτόχρονα και σημεία σύνδεσης με την τελευταία, στο πλαίσιο ενός «κοινού λαϊκού ιδιώματος» που είχε ως κοινό παρονομαστή την εξέγερση εναντίον της αστικής κοινωνίας. Ωστόσο, στην περίπτωση των ρεμπετών η εξέγερση αυτή ήταν ατομική, ενώ των αρχειομαρξιστών συλλογική: ο αρχειομαρξιστής ήταν ο κοινωνικός αγωνιστής, όχι ο παραβατικός τύπος. Ως τέτοιος όφειλε να σέβεται τις συντρόφισσές του ως ίσες και στον χώρο εργασίας, αλλά και στην πολιτική δράση.

Μολονότι βέβαια πολύ λίγες γυναίκες ανέβηκαν ψηλά στην ιεραρχία της οργάνωσης, οι αρχειομαρξίστριες ανέδειξαν σημαντική δράση και συγκρότησαν διακριτή φεμινιστική οργάνωση εντός της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας–Αρχειομαρξιστών (ΚΟΜΛΕΑ). Βέβαια ο αρχειομαρξιστικός φεμινισμός, όπως και γενικότερα ο φεμινισμός που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των κομμουνιστικών κομμάτων ή των εργατικών συνδικάτων στον Μεσοπόλεμο, ήταν προσανατολισμένος κυρίως στη συνολική κοινωνική χειραφέτηση παρά ειδικά στη γυναικεία και εκπορευόταν, αφενός, από την καθολικότητα του σοσιαλιστικού ανθρωπισμού και, αφετέρου, από την ανάγκη προσεταιρισμού της αυξανόμενης γυναικείας εργατικής δύναμης. Οι αρχειομαρξίστριες πάντως δεν αγνοούσαν τη «διπλή σκλαβιά» των γυναικών, την εκμετάλλευσή τους δηλαδή και από το κεφάλαιο και από την αντρική εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό τα πρότυπα της εργατικής θηλυκότητας προσομοίαζαν με εκείνα του αντίστοιχου ανδρισμού: η αρχειομαρξίστρια όφειλε να είναι μαχητική, αταλάντευτη στις αρχές της, να απορρίπτει τα αστικά θηλυκά πρότυπα (της «κούκλας των σαλονιών», σύμφωνα με το ιδεώδες που πρόβαλε ο αστικός Τύπος της εποχής) και ταυτόχρονα να είναι σεμνή και ηθική (μια αναμφίβολα αμυντική στάση έναντι της διαχρονικής αστικής και συντηρητικής πρόσληψης της επαναστάτριας ως ανήθικης ή πόρνης), ακόμα και να αρνείται τον έρωτα χάριν της πολιτικής στράτευσης

Τελικά, το βιβλίο ικανοποιεί τους αναγνώστες/τριες  και για το ιστορικό ενδιαφέρον που έχει το θέμα του και για τις ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του, αλλά και για την στρωτή και ρέουσα αφήγηση που προσφέρει.


Το κείμενο του Λουκή Χασιώτη επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης




Η εξέγερση του 1931, η στάση του Κοµµουνιστικού Κόµµατος Κύπρου και η Γ΄ ∆ιεθνής. Ένα βιβλίο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου και του Μανώλη Χουμεριανού

Αναδημοσίευση από το commune.org.gr

του Νίκου Τριμικλινιώτη

Mέσα από τα επίσηµα έγγραφα της Κοµµουνιστικής ∆ιεθνούς, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2021.

Πρόκειται για ένα συναρπαστικό βιβλίο με επιμέλεια των Σπύρου Σακελλαρόπουλου και του Μανώλη Χουμεριανού. Στο βιβλίο δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην ολότητα τους, πρώτον, οι πρωτότυπες απολογίες των θρυλικών κομμουνιστών ηγετών Χαράλαμπου Βατυλιώτη, γνωστό ως Βάτη και Κώστα Σκελέα (Χριστοδουλίδη) στη Κομμουνιστική Διεθνή ή Κομιντέρν[1], και δεύτερον, επίσημα έγγραφα που σχολιάζουν την θέση του κόμματος κατά την εξέγερση [2]. Οι συντάκτες πιστεύουν ότι συγγραφέας ενός εκ των κειμένων της Κομιντέρν που ασκούν σκληρή κριτική στην τότε ηγεσία του ΚΚΚ είναι ο Πλούτης Σέρβας (Πλούταρχος Σαββίδης), με το ψευδώνυμο «Γεώργιος Νησιώτης», μετέπειτα ηγέτης του ΚΚΚ και ΑΚΕΛ [3]. Επίσης, συγγραφέας του άλλου κειμένου πιστεύουν ότι ήταν ο «Πανώφ», Στυλιανός Τριανταφίλοφ (Στυλιανός Τριανταφύλλου) που ήταν Έλληνας Πόντιος, ο οποίος, σύμφωνα με τους συντάκτες, εργαζόταν ως αξιωματούχος της Κομιντέρν τότε. Μεταξύ του Σέρβα και του Πανώφ οι επιμελητές θεωρούν ότι υπάρχει «ώσμωση», δηλαδή προσυνεννόηση για την ετοιμασία κοινών θέσεων.

Οι επιμελητές και οι συγγραφείς της εκτενούς εισαγωγής είναι αυστηροί μελετητές που φροντίζουν σχολαστικά το υλικό που παρουσιάζουν.

Το Κεφάλαιο 1 (σελ. 11-18) είναι μια εισαγωγή στα έγγραφα που αποτελούν τις κύριες πηγές για το βιβλίο καθώς και τις προηγούμενες διαθέσιμες αναφορές και μαρτυρίες.

Το Κεφάλαιο 2 (σ. 19-26) είναι ιδιαίτερα χρήσιμο καθώς παρέχει μια σύντομη βιογραφία των τεσσάρων πρωταγωνιστών στη «δίκη» του Βάτη και του Σκελέα από την Κομιντέρν, το 1932 όταν βρίσκονταν στη Μόσχα.

Το Κεφάλαιο 3 (σελ. 27-88) παρέχει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, σε βάθος και εύρος μελετημένη  ανάλυση των εγγράφων υπό το φως διαφόρων άλλων διαθέσιμων πηγών. Παρέχει επίσης κριτική αξιολόγηση (σελ. 88), η οποία εντάσσει στο κλίμα της εποχής τις απολογίες-κείμενα των Βάτη και Σκελέα και άλλα κείμενα των «δικογράφων». Ο ορισμός ενός τέτοιου πλαισίου είναι αναγκαίος για να κατανοηθεί το κλίμα στην Κύπρο υπό Βρετανική  αποικιοκρατική διοίκηση, αλλά και στις συζητήσεις στην Αριστερά της εποχής παγκοσμίως. Πρόκειται για μια επιστημονική εργασία που συμβάλλει στη γνώση, βασισμένη σε στοιχεία του σύνολου σχεδόν του διαθέσιμου υλικού για το θέμα.

Το Κεφάλαιο 4 είναι μια πραγματικά συναρπαστική ενότητα: «Τα έγγραφα» (σ. 89-198). Αυτός είναι ένας θησαυρός για όποιον ενδιαφέρεται για τις θέσεις των κομμουνιστών στην απολογία τους για τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 και πώς αντιμετωπίζονταν από την Κομιντέρν (τουλάχιστον μέχρι το 1932). Μπορεί κανείς να δει τον επαναστατικό ζήλο, την πολιτική λάμψη, καθώς και τα τυφλά σημεία, τα ελαττώματα και τις αποτυχίες της ανάλυσής τους για τα ταξικά δεδομένα και την πολιτική και ιδεολογική τους εκδήλωση σε μια χώρα όπως η Κύπρος. Ο Βάτης, ο Σκελέας και ο Σέρβας ερμηνεύουν την εξέγερση του 1931, επιχειρώντας να κατανοήσουν την πολιτική χρησιμοποιώντας την ταξική ανάλυση ως βασικό εργαλείο για την ερμηνεία της ιστορίας. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, είναι προφανές σήμερα πώς η αναγωγική και συχνά οικονομίστικη ανάγνωση του κόσμου που κατά κάποιο τρόπο υποθέτει την «αυτόματη» αναπαράσταση στην πολιτική χωρίς ιδεολογική διαμεσολάβηση οδηγούν σε προβληματικά συμπεράσματα στην ερμηνεία των πολιτικών γεγονότων: Το «άλμα» από μια αφηρημένη ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών δυνάμεεων σε συγκεκριμένη κατάσταση της χώρας, η χρήση ιδεολογικών εργαλείων και όχι επιστημονικών εργαλείων ανάλυσης αποτελεί τρωτό σημείο στην ανάλυση τους. Κι όμως, είναι θαυμαστό το υψηλό επίπεδο ανάλυσης  και ο πλούτος της, και αυτά δείχνουν το επίπεδο των ηγετικών στελεχών της εποχής. Αυτό καταρρίπτει τους μύθους που καλλιέργησαν μετέπειτα ηγεσίες ότι δήθεν οι πρωτεργάτες του κομμουνιστικού κινήματος στη Κύπρο περιέπεσαν σε λάθη για το εθνικό ζήτημα, ανάμεσα σε άλλα,  λόγω του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου των στελεχών της εποχής. Ασφαλώς, υπάρχουν εσφαλμένες προσεγγίσεις και λάθη τακτικής ή θεώρησης, αλλά αυτό δεν σχετίζεται με το δήθεν χαμηλό τους επίπεδο.

Όσο για τους πρωταγωνιστές (τον Βάτη, τον Σκελέα και τον Σέρβα), βλέπουμε πώς το πλαίσιο της εποχής είναι ανελέητο, κάτι που ίσως εξηγεί, τουλάχιστον εν μέρει, τις άδικες κατηγορίες που εκτοξεύουν ο ένας για τον άλλο, στις απολογίες τους. Επίσης, σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος του Σέρβα δεν είναι «αθώος», ούτε οι επικρίσεις κατά της ηγεσίας των Κυπρίων κομμουνιστών χωρίς απώτερο σκοπό. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε τις εποχές και το πολιτικό πλαίσιο της ΕΣΣΔ όταν ο Στάλιν ανέλαβε τον έλεγχο – αυτό είναι το 1932, πριν από τις δίκες επίδειξης της δύναμής του κατά το 1936.

Σημαντικό είναι επίσης ότι  αναφέρονται δύο ονόματα Τουρκοκυπρίων που οι επιμελητές εντόπισαν ως κομμουνιστές που συνάντησε ο Βάτης στις 10 Αυγούστου 1931: τον Asim Aziz Buli και τον Ahmet Hulusi. Ο τελευταίος έγινε πληροφοριοδότης και μάρτυρας στις δίκες κατά κομμουνιστών, όπως ο ποιητής Τεύκρος Ανθίας που ήταν ηγετικό στέλεχος του ΚΚΚ[4]. Υπήρχαν επίσης τουλάχιστον είκοσι Τουρκοκύπριοι κομμουνιστές, παρόλο που ο Hulusi στη δίκη ισχυρίζεται ότι έχει στρατολογήσει διακόσιους ​​Τουρκοκύπριους μέλη (σελ. 101). Αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να ασχοληθούν και Τουρκοκύπριοι και μη κύπριοι ερευνητές – γι’ αυτό θα είναι πολύτιμο να μεταφραστεί τόσο στα τουρκικά όσο και στα αγγλικά.

Μια πρώτη αξιολόγηση – Οι ελλιπείς πηγές και οι σκοπιμότητες στη ιστορία του κόμματος

Πρέπει να σημειωθεί ότι ελάχιστα έχουν γραφτεί για το θέμα. Ως γνωστό, ελάχιστες πηγές έχουμε για το κόμμα και την εποχή εκείνη – οι επιμελητές τις έχουν ξεσκονίσει.

Κρίσιμη πηγή είναι μια τετρασέλιδη επιστολή προς την Κεντρική Επιτροπή του ΑΚΕΛ του Έλληνα βετεράνου κομμουνιστή και δημοσιογράφου Ορφέα Οικονομίδη (9/8/1976) περίπου τριανταπέντε χρόνια μετά τα γεγονότα, καθώς και δύο σχετικά αδημοσίευτα κείμενα του ΑΚΕΛ: Πρώτο,  το αδημοσίευτο κείμενο Δοκίμιο για την Ιστορία του ΚΚΚ-ΑΚΕΛ» εγκεκριμένο από την Κεντρική Επιτροπή του ΑΚΕΛ, που έγραψε ο Μίνως Πέρδιος το 1968, σύγχρονος και αρχικά στενός συνεργάτης του Πλουτή Σέρβα αλλά αργότερα έγινε ένας από τους βασικούς του αντιπάλους στη Λεμεσό και έπαιξε βασικό ρόλο στην εκδίωξη του Σέρβα από τη θέση του Γενικού Γραμματέα το 1945. Δεύτερη πηγή είναι το κείμενο Ιστορία του ΚΚΚ-ΑΚΕΛ, από τις αρχές του 20ου αιώνα έως το 1985 που προοριζόταν να είναι η επίσημη ιστορία του κόμματος[5]. Συντάχθηκε από ιστορικούς του κόμματος και εγκρίθηκε από την ηγεσία του Κόμματος, αλλά δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, καθώς η ενδοκομματική αντιπαλότητα κατά την περεστρόικα, αλλά κυρίως η διάσπαση που ακολούθησε το 1990, προφανώς εμπόδισε την απόπειρα να εξευρεθεί μια συναινετική προσέγγιση στην ιστορία του κόμματος. Οι δύο «ιστορίες» κυκλοφόρησαν άτυπα.

Μια σημαντική μελέτη του Γιάννη Λεύκη (Γιάννης Παπαγγέλου, 1899-1991), Ρίζες,[6], ο οποίος ήταν κομμουνιστής διανοούμενος με έδρα τη Λεμεσό και συμμετείχε στην ίδρυση του κομμουνιστικού κόμματος τη δεκαετία του 1920. Ενώ το κείμενο αυτό αποτελεί σημαντική πηγή, γράφτηκε περίπου 50 χρόνια μετά.

Επίσης έχουν δημοσιευτεί διάφορα απομνημονεύματα που είναι πολύτιμες πηγές, αλλά και πάλι γράφτηκαν πολλά χρόνια αργότερα και είναι μάλλον επιλεκτικά λόγω αδυναμιών μνήμης, ενώ δεν  είναι δυνατό να αποκλειστούν, σκόπιμα ή μη, στο τονίζουν, να θυμούνται και τί ξεχνούν.

Σημαντική είναι η μικρή μελέτη του ιστορικού Κώστα Γραικού, Η εξέγερση του Οκτώβρη και το ΚΚΚ. Πρόκειται για μελέτη από επαγγελματία ιστορικό που ήταν παράλληλα οργανικός διανοούμενος του Κυπριακού συνδικαλιστικού κινήματος και της Αριστεράς[7].

Ο Γιάννος Κατσουρίδης έχει εκδώσει ένα βιβλίο στα αγγλικά,[8], το οποίο αναπαράγει και υιοθετεί μάλλον άκριτα χαρακτηρισμούς για τους πρωτοπόρους κομμουνιστές που προβάλλει το Δοκίμιο για την Ιστορία του Περδίου: Θεωρεί ότι βασικά περιπέπιπταν σε λάθη στο εθνικό ζήτημα λόγω  σεχταρισμού και ανωριμότητας.  Ασφαλώς, η σκόπιμη αξιολόγηση των πρωτεργατών του κυπριακού κομμουνισμού από μετέπειτα ηγεσίες, τους υποτιμούσε, επιχειρώντας να δικαιολογήσει την επακόλουθη στροφή προς την «Ένωση» στη δεκαετία του 1940, ακόμα και όταν η γραμμή άλλαξε. Στη πορεία έγινε μια ημιτελής αποκατάσταση αλλά αυτό μάλλον έγινε σιωπηλά.

Πρόσφατα εμφανίστηκαν κάποια άλλα κείμενα για τον εθνικισμό και τον κομμουνισμό στα αγγλικά.

Υπάρχουν ορισμένα θέματα ερμηνείας των επιμελητών του βιβλίου (κεφάλαιο 3) που θα σχολιάσω.

Πρώτο, οι συγγραφείς έχουν δίκιο να σημειώνουν ότι η «εθνική απελευθέρωση» από την αποικιοκρατία περιέχει κρίσιμες ταξικές-κοινωνικές διαστάσεις. Ωστόσο, φαίνεται να υπερεκτιμούν τα επαναστατικά ή προοδευτικά στοιχεία του αιτήματος της «Ένωσης» στη περίπτωσης της Κύπρου. Χωρίς να το δηλώνουν, φαίνεται να κατανοούν το σύνθημα της «Ένωσης» ως επίλυση του εθνικού ζητήματος στην Κύπρο περίπου όπως έγινε και με άλλα ελληνικά νησιά που ενώθηκαν στην πορεία με την Ελλάδα μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για να είμαστε δίκαιοι, αυτό δεν τους κάνει λιγότερο αυστηρούς στην ανάλυσή τους. Κάποια στιγμή όμως φαίνεται να συμμερίζονται την άποψη ότι οι λίγοι που εκδιώχθηκαν από το ΚΚΚ ως «λικβινταριστές» (ρωσικά λικβινταρισμός: Ликвидаторство) ήταν επειδή ήθελαν να συμβιβαστούν με τους εθνικιστές ή υποτίμησαν τις δυνατότητες δικοινοτικών σχέσεων τόσο στην αποτίναξη της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, όσο στις προοπτικές οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Δεύτερο, παρά το ότι ορθά τελειώνουν με τη φράση ότι τα συμβάντα είναι γνήσια τέκνα της εποχής τους, φαίνεται να υποτιμούν τις συνθήκες υπό τις οποίες γράφτηκαν οι «απολογίες» του Βάτη και του Σκελέα. Μετά την εξέγερση του Οκτωβρίου και συνελήφθησαν και εξορίστηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, από όπου και οι δύο διέφυγαν για να καταφύγουν στην ΕΣΣΔ – το έκαναν αυτό προφανώς οικειοθελώς. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη η ακριβής φύση της διαδικασίας κατά την «ακρόαση» της Κομιντέρν αλλά και οι συνθήκες και οι όροι υπό τους οποίους  συνέγραψαν τις «απολογίες» τους και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις  ως προς το τι είχε συμβεί το 1931. Ασφαλώς, οι επιμελητές υπογραμμίζουν την ευρύτερη πόλωση και τις άγριες αντιπαραθέσεις μεταξύ συντρόφων σε αυτές τους δύσκολες εποχές. Ωστόσο, τείνω να συμφωνήσω με τον Κώστα Γραικό που ονομάζει τη διαδικασία αυτή «δίκη»: Αυτό εξηγεί τις βίαιες επιθέσεις, συχνά αβάσιμες ή άδικες αλληλοκατηγορίες Βάτη-Σκελέα. Επίσης, εξηγεί γιατί και πώς ο Σκελέας εκδιώχθηκε από την πολιτική και πώς ο Βάτης που ήταν λαμπρός κομμουνιστής ηγέτης στάλθηκε να εργαστεί γεωπόνος στη Σιβηρία, όπου και πέθανε τελικά από τύφο [9].

Γενικά, θεωρώ την έρευνά για το βιβλίο αυτό υποδειγματική, αναλυτική και τεκμηριωμένη. Τέλος, θεωρώ πολύτιμα τα τεκμήρια που δημοσιεύονται για την ιστορία του κυπριακού κομμουνισμού, τα οποία ως αναπόσπαστο μέρος παγκόσμιας ιστορίας – είναι οι βάσεις για το μέλλον της Αριστεράς.

Το βιβλίο πρέπει να διαβαστεί, να συζητηθεί και να μεταφραστεί.

[1] Αγγλικά: Comintern από το Communist International.

[2] Για μια πρώτη ανάλυση των κειμένων του Βάτη βλ. Σπύρος Σακελλαρόπουλος και Μανώλης Χουμεριανός «Σχετικά με την “απολογία” του ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου Χαράλαμπου Βατυλιώτη (Βάτη) στην Κομιντέρν γύρω από τη στάση του Κόμματος στην εξέγερση του 1931», ΘΕΣΕΙΣ,

Τεύχος 150, περίοδος: Ιανουάριος – Μάρτιος 2020, http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1471&Itemid=29

[3]  Ηγέτης του ΚΚΚ και ΑΚΕΛ (1935-1945). Αποβλήθηκε από κόμμα το 1952. Βλ. Σακελλαρόπουλος, Σπύρος και Αλέκου, Αλέξης, «H Παράδοξη Συνύπαρξη Δύο Κομμουνιστικών Κομμάτων σε Ένα: Η περίπτωση ΚΚΚ και ΑΚΕΛ (1941-1944)», Θέσεις, τ. 147, Απρίλιος-Ιούνιος 2019.

[4] Βλ. «Η Δίκη του Προλετάριου Ποιητού Τεύκρου Ανθία», εφημ. Πάφος, 7 Απριλίου 1933.

[5] ΑΚΕΛ, Ιστορία του ΚΚΚ-ΑΚΕΛ: Από τις Αρχές του 20ου Αιώνα μέχρι το 1981, (αδημοσίευτο), ΚΕ ΑΚΕΛ, Λευκωσία 1985.

[6] Λεφκης, Γιάννης (1984) Ρίζες, Λεμεσός.

[7] Γραικός, Κώστας Η εξέγερση του Οκτώβρη και το ΚΚΚ, Λευκωσία, 1994. Ο κώστας Γραικός εργαζόταν ως αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας εφημερίδας Εργατικό Βήμα της Παγκύπριας Εργατικής Ομοσπονδίας- ΠΕΟ.

[8] Katsourides, Yiannos. The History of the Communist Party in Cyprus: Colonialism, Class and the Cypriot Left, I. B. Tauris, Λονδίνο 2014.

[9] Γραικός, Κώστας Η εξέγερση του Οκτώβρη και το ΚΚΚ, Λευκωσία, 1994, σελ. 28.




Στα χνάρια ενός ιστοριογραφικά αόρατου ρεύματος

Το βιβλίο του Παλούκη αναδεικνύει υποτιμημένες ή και άγνωστες όψεις του μεσοπολεμικού εργατικού κινήματος, που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για εναλλακτικές συνολικές αφηγήσεις.

Σπάνια μια βιβλιοπαρουσίαση ξεκινά με τη ρητή κατάθεση επαίνων. Ομως η οικονομία του λόγου όχι μόνο δεν το απαγορεύει, ίσως και να το επιτάσσει. Δεν διστάζω έτσι να πω πως το βιβλίο του Κώστα Παλούκη «Αρχειομαρξιστές.  Οι άλλοι κομμουνιστές του Μεσοπολέμου», που με εξαιρετική επιμέλεια εξέδωσαν οι Εκδόσεις Ασίνη, μου προκάλεσε έναν πηγαίο ενθουσιασμό ‒ ταυτόχρονα επιστημολογικό, ερευνητικό, αλλά και πολιτικό (που όχι μόνο υποδεέστερος από τους προηγούμενους δύο δεν είναι, ίσως και να είναι ο πιο σημαντικός).

Προτρέπω ως εκ τούτου προκαταβολικά τους αναγνώστες αυτού του σημειώματος να προμηθευτούν το βιβλίο, να το μελετήσουν προσεκτικά (με το μολύβι στο χέρι και μπόλικο χαρτί για σημειώσεις) και να προβληματιστούν: να συμφωνήσουν, να διαφοροποιηθούν ή και να διαφωνήσουν με την ανάλυση του συγγραφέα, αλλά κυρίως για να μάθουν.

Οι γραμμές που ακολουθούν οργανώνονται στη βάση των τριών ενοτήτων που ήδη επισήμανα: της επιστημολογικής, της ερευνητικής και της πολιτικής.

Ι

Δεν ξέρω πόσες φορές έχω υποστηρίξει τις τελευταίες δύο δεκαετίες την ανάγκη για μια επανάκαμψη της πολιτικής στη μελέτη της κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας γενικά (και πιο ειδικά στη μελέτη των συλλογικών δράσεων και των κοινωνικών κινημάτων).

O Παλούκης αυτό ακριβώς επιχειρεί: αναλαμβάνει τη συγγραφή μιας πολιτικής ιστορίας του μεσοπολεμικού εργατικού κινήματος: μιας ιστορίας που περιλαμβάνει οργανικά την επίδραση της πολιτικής στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και των συμπεριφορών των διεκδικητικών υποκειμένων. Οι επιστημολογικές προεκτάσεις είναι σημαίνουσες κατά το ότι ‒έξω από την κομματική ή την εμπρόθετα απολογητική βιβλιογραφία‒ στον χώρο της ούτω αποκαλούμενης «επιστημονικής» ή ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, η πολιτική έχει εδώ και καιρό σχεδόν εκλείψει.

Το φαινόμενο έχει βαθιές ρίζες, κάποιες εκ των οποίων είναι εμπρόθετα υποβολιμαίες, κάποιες όμως είναι απλώς αφελείς ή ανεπίγνωστες. Απηχούν τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνική και αργότερα η πολιτισμική ιστορία (η περίφημη ιστορία «από τα κάτω») ήρθαν στο προσκήνιο: όχι για να ερμηνεύσουν και να συμπληρώσουν την πολιτική (την ιστορία που συνοπτικά αποδόθηκε ως ιστορία «από πάνω»), αλλά για να την εκτοπίσουν.

Οι φοιτητές μας και οι περισσότεροι νέοι μελετητές δεν έχουν έτσι σήμερα ιδέα για τα περιεχόμενα πολιτικής παρελθουσών εποχών ούτε βέβαια και για την τεράστια επίδραση που αυτά άσκησαν: δεν έχουν ιδέα για την Τρίτη Περίοδο και τον Σοσιαλφασισμό, δεν έχουν ιδέα για τη διαφορά Ενιαίου και Λαϊκού Μετώπου, ούτε βέβαια και για συμβάντα όπως η 6η Ολομέλεια του 1934.

Τολμηρά και απόλυτα τεκμηριωμένα, ο Παλούκης επιχειρεί αυτήν την ισόρροπη ιστορία, εντάσσοντας στην πολιτική του αφήγηση στέρεα ευρήματα κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων: πρώτιστα την ιδιότυπη σχέση του αρχειομαρξισμού με τα συντεχνιακά στρώματα κατά την περίοδο μέχρι τη δεκαετία του ’30, το εν γένει μοτίβο του «ηθικού κομμουνισμού» αντιπαραβολικά προς την κουλτούρα του ρεμπέτικου, τη σχέση βίας και τιμής και άλλα πολλά που αποδίδονται με λεπτομέρεια, εμβρίθεια και εντέλεια.

Εχει σημασία στο σημείο αυτό να επιμείνει κανείς και να προβληματιστεί για τις επιστημολογικές προϋποθέσεις και τις προεκτάσεις του επιτεύγματος: ότι δηλαδή υπό το φως ‒ή στο πλαίσιο‒ αυτής της κατά βάση πολιτικής ιστορίας του εργατικού κινήματος, έχουμε μια νέα ‒πρωτότυπη και εν πολλοίς ρηξικέλευθη‒ αξιοποίηση στοιχείων τής πιο προχωρημένης πολιτισμικής ιστορίας (έτσι όπως αποτυπώνεται κυρίως στο Κεφάλαιο 3, αλλά διατρέχει το βιβλίο και στο σύνολό του).

Συναφώς παραδειγματικός είναι και ο τρόπος με τον οποίο ο Παλούκης διαχειρίζεται το ζήτημα της «ηθικής οικονομίας», αποφεύγοντας τις παγίδες μιας κατά βάση ιδεολογικής ιστορίας που στην ‒εν τέλει αντικαπιταλιστική‒ νοσταλγία επιμένει να αποδίδει έναν ουσιοκρατικά στατικό συντηρητικό αναχρονισμό. Οπως γράφει χαρακτηριστικά,

ίσως τελικά να μην μπορούσε παρά μόνο με αυτόν τον τρόπο [δηλαδή με τον αποκαλούμενο «καθαρό συνδικαλισμό» που παρέπεμπε σε αναπαραστάσεις ενός μοτίβου «ηθικής οικονομίας»] να εκδηλωθεί η ριζοσπαστικοποίηση που αναδυόταν μέσα στον μικρόκοσμο των εργαστηρίων με έναν έως δύο εργάτες… (σ. 138).

Η ηθική οικονομία μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα είναι κάτι ολότελα διαφορετικό από τον ελλιπή (αν όχι στρεβλό) τρόπο που η κυρίαρχη ιστοριογραφία δεξιώθηκε τη συμβολή του E.P. Thomspon.

Το κρίσιμο συμπέρασμα που από όλα αυτά απορρέει μπορεί να παρατεθεί αφοριστικά, ως γνωστική παρακαταθήκη: ότι δεν είναι δυνατόν να κάνουμε ποιοτική κοινωνική και πολιτισμική ιστορία χωρίς την πολιτική (ως στρατηγικά εμπρόθετα μετασχηματιστικά διαβήματα).

ΙΙ

Πηγαίνοντας στον ερευνητικό πόλο, το συναφές επίτευγμα (ένα επίτευγμα αλληλένδετο με το προηγούμενο επιστημολογικό) μπορεί και αυτό να αποδοθεί απλά: το βιβλίο του Παλούκη αναδεικνύει υποτιμημένες ή και άγνωστες όψεις του μεσοπολεμικού εργατικού κινήματος που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για εναλλακτικές συνολικές αφηγήσεις.

Επισημαίνονται κρίσιμες απεργίες, κομβικές κινηματικές πρωτοβουλίες (με την επιβεβαίωση ή τη διάψευσή τους), συνδικαλιστικά και πολιτικά εγχειρήματα (λ.χ., η σημασία των αγώνων του Δεκέμβρη του ’32, η επίδραση που άσκησε στο εργατικό κίνημα η επαναληπτική εκλογή στη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του ’33 και αρκετά άλλα), που πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη αν θέλουμε να συγκροτήσουμε ένα εμπεριστατωμένο ‒κεντρικό και συμπεριληπτικό‒ αφήγημα της ιστορίας του μεσοπολεμικού εργατικού κινήματος στην Ελλάδα.

Εχει όμως σημασία να επιμείνει κανείς και στο ίδιο το εγχείρημα: την επιδίωξη συγκρότησης ενός κεντρικού αφηγήματος νίκης και ήττας (προχωρημάτων και αποτυχιών), ως συνάρτησης συγκεκριμένων συνδικαλιστικών και πολιτικών επιλογών, καθώς και της επίδρασης που αυτές είχαν στην εξέλιξη του μετασχηματιστικού εγχειρήματος.

Το σημείο δεν είναι δυνατόν να αναλυθεί εδώ εκτενέστερα (να αντιπαραβληθεί η κεντρική απέναντι στη λεγόμενη «αποκεντροθετημένη» οπτική), δεν πρέπει όμως να διαφύγει την προσοχή ότι ο Παλούκης επιτυγχάνει να περισώσει από την αφόρητη υπεροψία του παρόντος (για να χρησιμοποιήσω την παροιμιώδη φράση ‒και πάλι‒ του E.P. Thomspon) δράσεις που αναλήφθηκαν και συντελέστηκαν στο παρελθόν: τη δράση, τις κοινωνικές προϋποθέσεις και τις πολιτικές απολήξεις ενός σημαντικού πολιτικού ρεύματος, του αρχειομαρξιστικού, που τα πολιτικά του διλήμματα, οι μεταστροφές του, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες του (θα πρόσθετα και το συχνά απροσδόκητο μίσος με το οποίο αντιμετωπίστηκαν οι εξαγγελίες του) είναι ‒σε μεγάλο βαθμό‒ ακόμη μαζί μας.

Οντας εν μέσω ακόμη μιας σφοδρής οργανικής κρίσης, όσοι οραματίζονται την κοινωνική χειραφέτηση έχουν και σήμερα πολλά από τα ίδια διλήμματα, αντιμετωπίζονται με την ίδια δυσπιστία, έρχονται αντιμέτωποι με τις ίδιες σχεδόν προκλήσεις.

Και στο σημείο αυτό έγκειται ίσως η κορυφαία συμβολή του βιβλίου: μας εξοικειώνει με τη διαδρομή ενός σημαντικού ρεύματος, που εφεξής κανένας ερευνητής με φιλοδοξία συμπεριληπτικής απόδοσης της μεσοπολεμικής ιστορίας δεν θα δικαιούται να αγνοεί.

Στρέφομαι τέλος στην πολιτική, την πραξιακή συνάφεια όλων αυτών: τι συμπεράσματα μπορούμε να αποκομίσουμε από την εμπειρία του Αρχείου των τριών φάσεων που ο συγγραφέας επισημαίνει (1916-1924, 1924-1930 και κυρίως 1930-1934);

ΙΙΙ

Ο Παλούκης είναι στον τομέα αυτό πολύ προσεκτικός, όμως μας παρέχει άφθονο υλικό όχι μόνο για να ξεκινήσουμε αλλά και για να προχωρήσουμε σημαντικά τη σχετική συζήτηση. Οχι βέβαια για να αποδώσουμε ευθύνες ‒λ.χ., για τις αλλεπάλληλες διασπάσεις: να αποφανθούμε περί του αν «έφταιγε» ο Πουλιόπουλος ή το Αρχείο, οι ανάπηροι ή οι παλιοί πολεμιστές, ο Τρότσκι ή ο Γιωτόπουλος. Τίποτε από όλα αυτά. Το βιβλίο μάς δίνει όμως τα εφόδια για να αναστοχαστούμε πάνω σ’ αυτά τα θέματα και σε μια σειρά άλλα. Και αναφέρω ενδεικτικά:

Τον ρόλο τής ‒προφανώς απαραίτητης‒ εκπαίδευσης στελεχών. Είναι αυτή (μπορεί να είναι αυτή) μια διαδικασία «πέραν πάσης πολιτικής» κατά τις πρόνοιες του πρώιμου «καθαρού συνδικαλισμού» του Αρχείου;

Συναφώς, τον ρόλο της εσωτερικής δημοκρατίας. Μπορούν οι οργανώσεις της ανατρεπτικής Αριστεράς να μετεξελιχθούν σε σοβαρούς πολιτικούς φορείς εκπροσώπησης των υποτελών χωρίς δημοκρατικές εσωτερικές δομές και διαρκή διάλογο;

Και ας θυμηθούμε εδώ παρεμπιπτόντως ότι οι μπολσεβίκοι των αρχών του προηγούμενου αιώνα έδωσαν συγκεκριμένα παραδείγματα: όταν πρωτοδιατυπώθηκαν οι θέσεις του Απρίλη που οδήγησαν στην Οκτωβριανή Επανάσταση, λ.χ., ανήκαν στη μειοψηφία.

Τέλος, και εξίσου κρίσιμα: Ανεξάρτητη οργάνωση, φράξια στο μαζικό πλην συμβιβασμένο και προβληματικό κόμμα, ή νέο κόμμα (το δίλημμα κάθε αριστερής αντιπολίτευσης που στο βιβλίο αναλύεται διεξοδικά στο κεφάλαιο 6);

Το βιβλίο δεν δίνει ‒ούτε και θα ήταν δυνατόν να δώσει‒ μια συγκεκριμένη απάντηση με διαχρονική ισχύ. Ομως η συζήτηση στη βάση αυτής της πολύτιμης (και ενδεχομένως σκόπιμα εξαφανισμένης) εμπειρίας πρέπει επιτέλους κάποια στιγμή να ξεκινήσει: όχι ως να μην υπήρχε ιστορικό προηγούμενο, όχι ως να αντιμετωπίζαμε κάτι ολότελα νέο, αλλά στη βάση τής ήδη (και πολλαπλώς) βιωμένης εμπειρίας.

Η ιστορία του εργατικού κινήματος (ειδικά μειοψηφικών ρευμάτων όπως ο αρχειομαρξισμός) μας παρέχει άφθονο υλικό για αντιπαραβολικές εκτιμήσεις, υποθέσεις που επιδέχονται συγκριτικό έλεγχο ώστε να επικυρωθούν ως δόκιμες γενικεύσεις, ή, για να το θέσω γενικά, μας παρέχει τροφή για συμπεράσματα. Η ΚΟΜΛΕΑ μπορούσε άραγε να γίνει κόμμα με ευρεία απεύθυνση στα ούτω αποκαλούμενα «μικροαστικά στρώματα» (όπως το είχε επιτύχει στους καπνοπώλες) ή έπρεπε να παραμείνει μια ανεξάρτητη ενδοκομμουνιστική αντιπολίτευση;

Επρεπε μήπως να περιμένει πριν αναλάβει αυτόνομη δράση ή μήπως άργησε υπερβολικά; Πώς διαχειρίστηκε το ζήτημα της ενότητας; Πού υπήρχαν περιθώρια για μια διαφορετική πορεία, σε ποιους τομείς η ευθύνη ήταν αλλού και πώς αξιολογούμε τις αντιδράσεις της; Ποιον ρόλο ‒τέλος‒ διαδραμάτισαν τα εσωτερικά οργανωτικά της ισοζύγια και οι πρακτικές: η λειψή εσωτερική δημοκρατία και ο αρχηγισμός που ακόμα και κατά την μπολσεβικοποίηση των αρχών της δεκαετίας του ’30 συνέχισε να εκπορεύεται ‒έστω‒ από τη μνήμη της οιονεί μυστικιστικής «Εργασίας». Πρόκειται για ερωτήματα απολύτως επίκαιρα που αφορούν το παρόν και το μέλλον των κοινωνικών αγώνων.

Το βιβλίο φέρνει στο προσκήνιο όλον αυτόν τον προβληματισμό και το κάνει σε πολλά επίπεδα (μακρο-, μεσο-, και μικρο-), ιστορώντας διαπλεκόμενους και αλληλεπιδρώντες βίους: του Αρχείου, της ΚΟΜΛΕΑ και της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης, του ΚΚΕ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ακόμα και της ιστορίας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Και, για να επιστρέψω στον πρώτο άξονα όσων διατύπωσα, όλα αυτά γίνονται με εξαιρετικά σοβαρές μέριμνες για την αποτύπωση πολιτισμικών νοοτροπιών, κοινωνικών συνθηκών και αναπαραστάσεων στη διαρκή τους αλληλεπίδραση με συγκεκριμένα πολιτικά διαβήματα.

Πρόκειται λοιπόν γι’ αυτό που λέμε ένα «βιβλίο αναφοράς» ‒ έτσι θα καταγραφεί. Κριτικές για βελτιώσεις (συντομεύσεις, επεκτάσεις, τολμηρότερες ή λιγότερο τολμηρές αναλύσεις) μπορούμε βέβαια να κάνουμε ‒ και είμαι βέβαιος ότι θα γίνουν. Ομως όλα αυτά δεν θα είναι παρά τεκμήριο της αξίας του.

*Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH)

Πηγή: efsyn.gr




Βιβλιοπαρουσίαση: “Πρώιμη εργατική τάξη κατά την επανάσταση του 1821”

Έχει ιδιαίτερη αξία, από την πλευρά του εργατικού κινήματος, να δούμε ποια ήταν η συμμετοχή των εργαζόμενων τάξεων, κατά την Επανάσταση του 1821.

Για να το καταδείξουμε, παρακολουθήσαμε τόσο την περίοδο πριν από την Επανάσταση, δηλαδή την ανάπτυξη, κατά τον 18ο αιώνα, της ανερχόμενης αστικής τάξης και την ανάδυση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες, όσο και το πολυπληθές τμήμα των εργαζομένων που απασχολείται σε αυτές. Επίσης, τις κοινωνικές αντιδράσεις και τους ταξικούς ανταγωνισμούς που εκδηλώθηκαν από τα πληβειακά στρώματα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Οι μεγαλύτερες κοινωνικές αντιδράσεις εκδηλώθηκαν από το ναυτεργατικό δυναμικό και από την πολυπληθή κατηγορία των φτωχών αγροτών, οι οποίοι, υπό την επιρροή των ριζοσπαστικών ιδεών του Διαφωτισμού, απέκτησαν γρήγορα εξεγερσιακή συνείδηση ενάντια στους Οθωμανούς, αλλά και ενάντια στις ανώτερες τάξεις των Ελλήνων προυχόντων, κοτζαμπάσηδων, πλοιοκτητών κλπ. Εν κατακλείδι, αυτό που προσπαθούμε να αναδείξουμε είναι ότι οι βασικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι τελικά «οι από κάτω», οι αδικημένοι, οι καταπιεσμένοι, όλοι αυτοί που αναδεικνύουν ότι η Απελευθέρωση ξεπηδά από τη δράση των ανθρώπων.

* Όλες οι εκδόσεις διατίθενται για το ευρύ κοινό δωρεάν, σε έντυπη μορφή από τη βιβλιοθήκη του οργανισμού.



«1905», του Λ. Τρότσκι Η επανάσταση που ηττήθηκε, ξεχάστηκε και γέννησε το σοσιαλισμό

Το κλασικό βιβλίο κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις «ΕΝΕΚΕΝ»

του Βασίλη Μορέλλα

μεταφραστή του βιβλίου από τα αγγλικά 

Το 1905. Η μήτρα της προλεταριακής επανάστασης και των Σοβιέτ. Αλλά κι η μήτρα του φασιστικού κινήματος, με τη μορφή των προφασιστικών παρακρατικών συμμοριών και των ρατσιστικών-εθνικιστικών πογκρόμ κατά εβραίων και κόκκινων «προδοτών». Μια συνταρακτική και αυθόρμητη επανάσταση που πυροδοτήθηκε από την ικανότητα των μαζών «όχι να σκοτώνουν, μα να πεθαίνουν». Χωρίς πρόγραμμα, με πολλές αυταπάτες. Χωρίς μαζικά επαναστατικά κόμματα –που η ίδια αυτή έφτιαξε είτε διόγκωσε, δίδαξε είτε διέσπασε. Που ξεκίνησε -όπως πάντα- από μια «εθνική κρίση», με την αντικαθεστωτική δυσφορία να διαπερνά κάθετα τα κοινωνικά στρώματα, ακόμα και τα ανώτερα. Που λύγισε κάτω από την λαϊκή απειρία και την άγρια καταστολή, με τις μάζες.

«Χωρίς τη ‘‘γενική πρόβα’’ του 1905, η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917 θα ήταν αδύνατη.» Αρκετοί ξέρουν τη ρήση του Λένιν, αλλά πολλοί λίγοι έχουν μελετήσει την ιστορία του 1905. Εν μέρει, επειδή η νίκη επισκίασε την παλιά ήττα. Εν μέρει, επειδή η μελέτη του 1905 υπονομεύει θέσφατα της αριστερής -σταλινικής- παράδοσης. (Για παράδειγμα, δεν είναι πολύ διαδεδομένο ότι το πρώτο Σοβιέτ συστάθηκε βασικά από μενσεβίκους μαχητικούς συνδικαλιστές, ότι οι μπολσεβίκοι καταρχάς το κατέκριναν ως μη-κομματικό και απολίτικο κι ότι ο Λένιν επέκρινε τους συντρόφους του για την ανικανότητά τους να συνδεθούν με τις μάζες.) Όμως, η ήττα συχνά διδάσκει περισσότερα απ’τη νίκη. Το «1905», γραμμένο από τον ιθύνοντα νου του πρώτου Σοβιέτ, είναι βασικό βιβλίο για την κατανόηση όλων των ρωσικών επαναστάσεων και του επαναστατικού φαινομένου διαχρονικά.

Το βιβλίο συμπυκνώνει όχι μόνο αειθαλή διδάγματα της επαναστατικής ήττας, επεξεργασμένα με ρητορική δεινότητα όσο και μαρξιστική ακρίβεια. Αλλά κυρίως την ζωντανή ουσία του 1905 και κάθε λαϊκής επανάστασης γενικότερα. Γραμμένο μεταξύ 1907-1909 αποτελείται ουσιαστικά από τρεις ενότητες. Οι πρώτες 270 σελίδες, αφού κατατοπίσουν για την ιστορική εξέλιξη και τη στατιστική της ρωσικής κοινωνίας και οικονομίας, περνάνε στην γλαφυρή απεικόνιση της επανάστασης. Από τα προεόρτιά της με τις βραχύβιες διαδηλώσεις μεσοαστών και φοιτητών, ως τις εργατικές απεργίες και τη Ματωμένη Κυριακή, τη γενίκευση του κινήματος σε όλη την αυτοκρατορία, τις πολιτικές απεργίες των εργατών και την ίδρυση του πρώτου Σοβιέτ, την αγροτική εξέγερση, τις ανταρσίες των στρατιωτών, τις προσπάθειες συντονισμού όλων των τρομερών δονήσεων που συντάραζαν την ρωσική υπο-ήπειρο˙ αλλά και τις μηχανορραφίες των κορυφών, την πανικόβλητη ανικανότητά τους, τις πτέρυγες και τους ελιγμούς τους, τις χάρτινες παραχωρήσεις ταυτόχρονα με τους πυροβολισμούς, τα πογκρόμ, την αιματηρή κατάπνιξη της εξέγερσης στις πόλεις, την περιοδεία θανάτου σε όλη τη χώρα.

Μέσο της αφήγησης είναι ένα καλειδοσκόπιο αντιπροσωπευτικών γεγονότων και σκηνών. Οι αγρότες, που, απαλλοτριώνοντας τσιφλίκια μοναστηριών και ευγενών, διακήρυσσαν ότι «οι μοναχοί θα’πρεπε να προσεύχονται στο Θεό, όχι να αγοράζουν και να πουλάνε γη για το κέρδος». Οι στρατιώτες, που εκτελώντας αιμοδιψείς αξιωματικούς, αθωώνονταν από άλλους αξιωματικούς που έτρεμαν τα συντάγματά τους. Οι εργάτες, που μετέτρεψαν τις πόλεις σε εγκεφάλους της επανάστασης και δίδαξαν τη ιδιόλεκτο του συνδικάτου, της απεργίας και του Συμβουλίου (Σοβιέτ) στα μεσοστρώματα μέχρι και τους εξαθλιωμένους μουζίκους. Που προστάτευαν τον πληθυσμό από τα πογκρόμ, όταν συγκροτούσαν ένοπλες πολιτοφυλακές. Και που αντιμετώπισαν το μαύρο μέτωπο του «δημοκρατικού» κεφαλαίου και του τσαρισμού όταν τόλμησαν να ξεστομίσουν το αίτημα του οχτάωρου. Η ενότητα κλείνει με μια προφητική αποστροφή για τη συμμετοχή της Ρωσίας στον Α΄ Παγκόσμιο και το νικηφόρο ‘17: «Η λογική των γεγονότων σπρώχνει λοιπόν την κυβέρνηση στο επισφαλές μονοπάτι της μάχης για την αποκατάσταση του παγκόσμιου γοήτρου της. Ποιος ξέρει; Ίσως, προτού η μοίρα της αυταρχίας κριθεί τελικά κι αμετάκλητα στους δρόμους της Πετρούπολης και της Βαρσοβίας, να δοκιμαστεί ξανά στις όχθες του Αμούρ ή στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας.»

Το 1905 ήταν επίσης ο καταλύτης της ωρίμανσης ή της γέννησης των βασικών κομμάτων που θα καθόριζαν την αλληλουχία του 1917. Δεν είναι τυχαίο ότι το αστικό κόμμα των Καντέ και το αγροτοκεντρικό κόμμα των Σοσιαλεπαναστατών ιδρύθηκαν ακριβώς τότε. Εξίσου αποφασιστικά διαμορφώθηκε το Εργατικό Κόμμα των Λένιν, Μάρτοφ, Τρότσκι. Η δεύτερη ενότητα, δηλαδή οι 70 σελίδες των παραρτημάτων, συνοψίζουν ακριβώς αυτές τις αντιπαραθέσεις.

Αν και η επαναστατική πλημμύρα επανένωσε όλες τις τάσεις του κόμματος (Συνδιάσκεψη Τάμερφορς, Δ’ και Ε’ Συνέδριο), η οριστική άμπωτη απομάκρυνε τις ηγεσίες των φραξιών, μπολσεβίκων και μενσεβίκων, αλλά και τον Τρότσκι από αμφότερες. Ο Τρότσκι κατεδαφίζει τα επιχειρήματα μενσεβίκων θεωρητικών που μετάνιωναν για την συμμετοχή τους σε μια «επαναστατική τρέλα», επαναλάμβαναν ότι η ήττα είχε «επιβεβαιώσει» την ανωριμότητα των συνθηκών για μια σοσιαλιστική επανάσταση και αναζητούσαν ασφάλεια σε «νόμιμες» συμμαχίες με αστικά κόμματα. Διάφορα αποσπάσματα μοιάζουν να αντιστοιχούν σε σημερινές καταστάσεις. Αφού ουσιαστικά αφορούν τον επαναστατικό πεσιμισμό, την απουσία επαναστατικού οράματος, που οδηγεί, παντού και πάντα, ακόμα και από επαναστατική αφετηρία, τελικά στο ρεαλισμό του υπαρκτού, στην ενσωμάτωση στην αντεπανάσταση. «Καταρχάς, κανείς δεν μπορούσε να πει εκ των προτέρων αν η νίκη ήταν εφικτή ή όχι και, δεύτερον, ασχέτως αν η νίκη ήταν πιθανή ή όχι, αυτός ήταν ο μόνος δρόμος που μπορούσε να ακολουθήσει το κόμμα της επανάστασης, εκτός αν προτιμούσε από την απλή πιθανότητα της ήττας την άμεση αυτοκτονία»…

Τελικά, η μαχητικότητα του εργατικού κινήματος έστειλε οριστικά τους «δημοκράτες» αστούς στο πλευρό του στρατιωτικού νόμου. Η ηττοπάθεια και ο θεωρητικός σχολαστικισμός μετέτρεψαν οριστικά τους μενσεβίκους ηγέτες σε ουρά των αστών, απωθώντας τους προς τα δεξιά –όπως οι ίδιοι απωθούσαν όλο και περισσότερο την ίδια τη βάση τους. Αντίθετα, οι μπολσεβίκοι έγιναν οι ορκισμένοι εχθροί των αστών «δημοκρατών» και του καπιταλιστικού κόμματος, με προοπτική μια «δημοκρατική δικτατορία εργατών και αγροτών». Οι αγιάτρευτες αδυναμίες των αγροτών και η πολιτική επικυριαρχία των εργατών το 1905, έκανε τον Τρότσκι να συλλάβει από τότε το αναπόφευκτο της Διαρκούς Επανάστασης. Μιας διαδικασίας επαναστατικής ηγεμονίας των εργατών μέσα στη λαϊκή συμμαχία, για να σαρωθούν όχι μόνο ο τσαρισμός και οι αστοί πολιτικοί, μα και όλες οι καπιταλιστικές σχέσεις, προχωρώντας άμεσα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Άλλωστε, το ίδιο το 1905 είχε αρχίσει ως ήπια δημοκρατική διαδήλωση, ζητώντας στοιχειώδη δικαιώματα. Για να εξελιχθεί, στο πλαίσιο ενός ασύμβατου συστήματος, σε αγώνα υπέρ πάντων και για όλα. Όπως συχνά συμβαίνει σήμερα, στις χώρες που καταδυναστεύουν οι στρατιωτικο-οικονομικές ελίτ και ο ιμπεριαλισμός. Όπως οι χώρες της Αραβικής Άνοιξης κι ίσως στο μέλλον κάποιες ευρωπαϊκές.

Οι τελευταίες 120 σελίδες, το πιο λαογραφικό και λογοτεχνικό τμήμα, μέσα από την αφήγηση της δίκης των αντιπροσώπων του Σοβιέτ, της εξορίας και της απόδρασης του Τρότσκι, αποδίδουν πιο ανάγλυφα την εποχή και τη χώρα. Την σκληρότητα και τον πρωτογονισμό του κατασταλτικού μηχανισμού, που εξακολουθούσε να φοβάται τα θύματά του. Την καθυστέρηση της ρωσικής υπαίθρου που μόλις αγγιζόταν από το ιδεολογικό και πολιτικό πανόραμα των πόλεων. Την φαινομενικά υπεράνθρωπη επιμονή και υπομονή των επαναστατών, που όμως έπαιρναν κουράγιο από εκατομμύρια συμπαραστατών.

Η άγρια καταστολή και η πολλαπλή «εθνική κρίση», οικονομική και υγειονομική, που φορτώνεται ανεξαίρετα στους φτωχούς, δεν είναι χαρακτηριστικά μόνο της σύγχρονης Ελλάδας. Μαζί με τον θεσμικό ρατσισμό, την ακροδεξιά τρομοκρατία, τα εγκλήματα μίσους, τον οργανωμένο φασισμό, γίνεται φανερό σε όλο και περισσότερους ότι αποτελούν τις σταθερές του σύγχρονου καπιταλισμού για το ορατό μέλλον. Σταθερές που χαρακτήριζαν για δεκαετίες την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική, τώρα εγκαθίστανται και στην «αναπτυγμένη» Δύση. Σαν ο άλλοτε «τρίτος κόσμος», που δεν υπερασπιστήκαμε όπως έπρεπε, να γίνεται πια το μέλλον όλης της ανθρωπότητας. Σαν το ρολόι της ιστορίας να μετρά πλέον αντίστροφα. Οι εξεγέρσεις, που όταν αγκαλιάσουν ολόκληρη μια χώρα και συστήσουν όργανα και ριζικά αιτήματα γίνονται επαναστάσεις, είναι αναπόφευκτες. Οι καταβλητικές ήττες πριν τη νίκη, επίσης. Αν η μελέτη των επαναστάσεων που ηγούνται οι εργαζόμενοι είναι άκρως ενδιαφέρουσα για τους θαυμαστές του κοινωνικού γίγνεσθαι, για όσους φιλοδοξούν να παρέμβουν σε αυτό είναι υποχρεωτική. Το 1905 είναι μια παραμελημένη, αλλά πολύ βαθιά ρίζα τους. Το «1905» η καλύτερη περιγραφή του.




Βιβλιοπαρουσίαση: «Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση 2015-2019: Η Αριστερά;»

Ένα πολύ χρήσιμο πολιτικό εργαλείο, για τη συζήτηση του απολογισμού αλλά και για την κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ:

Από την Τρίτη 2 Ιουνίου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος ο συλλογικός τόμος με τίτλο «Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση 2015-2019: Η Αριστερά;», που επιμελήθηκαν ο Χρήστος Λάσκος και ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος.

Το βιβλίο επιχειρεί μια συγκεκριμένη αποτίμηση ανά πεδίο πολιτικής, αντί μιας γενικόλογης διαπίστωσης των ορίων που (όντως) έθεταν οι μνημονιακές δεσμεύσεις των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Οι 35 συγγραφείς των κεφαλαίων συνθέτουν ένα ισορροπημένο μίγμα ειδικών επιστημονικών προδιαγραφών, από τη μια, και πολιτικής-κινηματικής παρουσίας, από την άλλη. Στο σύνολό τους, όσες και όσοι συνέβαλαν είχαν προσωπική συμμετοχή στα τεκταινόμενα της περιόδου 2015-2019, πράγμα που συνιστά ισχυρό γνωστικό πλεονέκτημα. Οι αποτιμήσεις συνδυάζουν, έτσι, γνώση τού κάθε πεδίου, διανοητική εντιμότητα και πολιτική νηφαλιότητα, χωρίς να προσποιούνται «αξιολογική ουδετερότητα».

Σύμφωνα με τους επιμελητές, η έκδοση συνιστά μια επίκαιρη απόπειρα ερμηνείας της συνεχιζόμενης καθήλωσης του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο στις δημοσκοπήσεις, αλλά και σε ό,τι αφορά την αδυναμία του να αντιπολιτευτεί την κυβερνώσα συντηρητική παράταξη, παρά τα πλείστα όσα δείγματα αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού έχει δώσει η τελευταία, πριν και μετά τις εκλογές του 2019. Αν σήμερα η διαχείριση της πανδημίας αποκαλύπτει ένα επικίνδυνο κενό αριστερής αντιπολίτευσης μεγάλης εμβέλειας, η πραγματικότητα αυτή συνδέεται αναπόφευκτα με την περίοδο 2015-2019 – με όσα έκανε και δεν έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ στην υγεία, την οικονομία, την εκπαίδευση, την εργασία, την κοινωνική πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις, το προσφυγικό, το περιβάλλον. Η αποτίμηση, λοιπόν, των τεσσεράμισι χρόνων δεν αφορά πρωτίστως στο παρελθόν. Καθώς οι διαβεβαιώσεις του 2018 για την υπέρβαση της κρίσης και την προστασία των εργαζομένων αποδεικνύονται σήμερα αβάσιμες, ο δρόμος του «μικρότερου κακού» που διανύθηκε δείχνει από πού ήρθαμε και, κυρίως, πού (δεν) πρέπει να ξαναπάμε: τι επιτεύχθηκε

και τι παραχωρήθηκε – αν βοήθησε ή αν έβλαψε η συγκεκριμένη «εμπειρία διακυβέρνησης» το ελληνικό και το διεθνές κίνημα.

Στο βιβλίο γράφουν οι: Λουκία Αργυριάδου, Γιώργος Βελεγράκης, Σίσσυ Βωβού, Γιάννος Γιαννόπουλος, Νίκος Γιαννόπουλος, Ηρώ Διώτη, Θόδωρος Ζδούκος, Ηλίας Ιωακείμογλου, Λευτέρης Καρχιμάκης, Τόνια Κατερίνη, Απόστολος Καψάλης, Γιάννης Κιμπουρόπουλος, Κυριακή Κλοκίτη, Γιάννης Κουζής, Βαγγέλης Κουμαριανός, Νίκος Κουραχάνης, Χαράλαμπος Κουρουνδής, Πάνος Κοσμάς, Χρήστος Λάσκος, Γιάννης Μαυρής, Αλέξης Μπένος, Νάγια Νικολάου, Αντώνης Νταβανέλος, Ντίνος Παντελίδης, Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, Βασίλης Παπαστεργίου, Εύη Πάτκου, Δώρα Σταθοπούλου, Πέτρος Σταύρου, Παναγιώτης Σωτήρης, Σταύρος Τομπάζος, Θόδωρος Φέστας, Αποστόλης Φωτιάδης, Γιώργος Χαρίσης, Δημήτρης Χριστόπουλος

Σχεδιασμός εξωφύλλου: Μένιος Εξίογλου