Μπορούμε να πάμε πέρα από τον κομμουνισμό μόνο αν αναμετρηθούμε με την ιστορία του

image_pdfimage_print

Μετάφραση και εισαγωγή του Νίκου Τριμικλινιώτη

Σε αυτούς τους ζοφερούς καιρούς που ζούμε, όπου ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται, σκορπώντας τον θάνατο, την μιζέρια και την απελπισία, αλλά και αλυσιδωτά οδηγεί σε νέες αντιφάσεις την διεθνή πολιτική-ιδεολογική, γεωπολιτική και οικονομική σκηνή, οφείλουμε να ξανασκεφτούμε και να δούμε την ιστορία της επανάστασης κατά τον εικοστό αιώνα.  Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι, υπό αυτή τη διάσταση, παρά συνέχεια της διάλυσης της ΕΣΣΔ μια τριακονταετία μετά. Παρατηρούμε με τον πόλεμο αυτό μια βίαιη και άρδην μεταβολή της διεθνούς πολιτικής αρχιτεκτονικής που είχε μπει σε τροχιά ριζικής μεταβολής από τότε με την ανακήρυξη και την δημιουργία νέων κρατών από το 1990 μέχρι το 1995, δεκατέσσερα από τα οποία ορίστηκαν ως εθνικά κράτη σύμφωνα με τις πολιτικές σοβιετικών εθνοτήτων από το 1917 μέχρι τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Το κείμενο που μεταφράσαμε εδώ δεν ασχολείται με το εθνικό ζήτημα στην ΕΣΣΔ ως τέτοιο, αλλά ευρύτερα με την επανάσταση και τη σημασία της κατά τον εικοστό αιώνα. Αποτελεί όμως αναγκαίο υπόβαθρο στη συζήτηση περί ειρήνης, σοσιαλισμού και προοπτικών, κατά την εποχή μιας μακράς ήττας της επανάστασης, αλλά και της όξυνσης των αντιθέσεων στου παγκόσμιου συστήματος. Να μη ξεχνούμε ότι με την κατάρρευσή του «υπαρκτού» φαίνεται να επαληθεύεται η ερμηνεία  ότι η κατάρρευση του «αδύνατου κρίκου» του κοσμο-συστήματος που βασίζονται στο φιλελευθερισμό: Ενώ η επανάσταση του 1917 είχε σοσιαλιστικό χαρακτήρα,  το καθεστώς στη συνέχεια που πρόκυψε λειτούργησε δομικά ως junior partner σε ένα σύστημα σφαιρών επιρροής της παγκόσμια καπιταλιστικής ηγεμονίας των ΗΠΑ.[1] Η  δε παρακμή της Αμερικανικής ισχύος, όπου οι ΗΠΑ σε ένα χαοτικό κόσμο[2] υποφέρουν από imperial overreach και  αποσύρονται από διάφορες περιοχές, οδηγεί στην άνοδο άλλων δυνάμεων σε διάφορες περιφέρειες για να καλύψουν το κενό που προκύπτει. Εξ ου και η σημασία της μετάφρασης του κείμενου του Τραβέρσο που έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό  Jacobin και στην διεύθυνση https://jacobinmag.com/2021/12/communism-history-october-revolution-soviet-union-anti-colonialism-social-democracy?fbclid=IwAR2iTdQnytyll9Kk9TiQj5m9bmYFR4JHheVsnXXeraprVrX2WX2O6ao81EU
αλλά και του βιβλίου του Traverso, Revolution, An Intellectual History (Verso, 2021), το οποίο μεταφράζεται και στα ελληνικά.

Ο Τραβέρσο αναπτύσσει ένα ενδιαφέρον ιστορικό σχήμα ανάλυσης της ιστορίας  εξαιρετικά γόνιμο έτσι ώστε νa στοχαστούμε  την ιστορία, όχι στο κενό αλλά ως επαναστατική διαδικασία για το παρόν και το μέλλον. Στα επιμέρους μπορεί να έχουμε διάφορες ενστάσεις. Ιδίως σήμερα που εξελίσσεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά και με την όλη εμπειρία η μελαγχολική διάθεση είναι σίγουρα κατανοητή μετά από τόσες ήττες. Ωστόσο, η μελαγχολία μπορεί να είναι προβληματική ως διάθεση στην ανάλυση διότι πολλές φορές δεν οδηγεί στον αναστοχασμό αλλά στην παράλυση και την απραξία. Εν τούτοις, μπορεί από την άλλη μεριά, να οδηγήσει σε υγιή προβληματισμό και να ωθήσει, αφού ξεπεραστεί η όποια διάθεση εσωστρεφούς παράλυσης, στη αναγκαία φαντασία που απαιτείται στη ανάπτυξη συλλογικής δράσης με στρατηγική για το μέλλον. 

Επίσης, όταν υπάρχει μεγάλη απόσταση και απογοήτευση εξαιτίας της ήττας, οδηγούν σε έξοδο από τη ζωντανή και μαχόμενη δράση ιστορικούς ή αναλυτές που παρακολουθούν την ιστορία από τα έξω. Αυτό μπορεί να έχει θετικές πλευρές επειδή ωθεί σε πιο έγκυρες και ορθές αναλύσεις πέραν σκοπιμοτήτων, και σε εξαγωγή συμπερασμάτων που αποτελούν παρακαταθήκες για τα κινήματα και τους αγωνιζόμενους λαούς στο μέλλον.  Από την άλλη μεριά ωστόσο, η απομόνωση και έξοδος από την ενεργό δράση στερεί από τους αναλυτές τη δυνατότητα αφενός να δουν να δοκιμαζονται οι αναλύσεις τους στην πράξη, κι αφετέρου να έχουν την αίσθηση του συλλογικού ανήκειν. Όσοι είναι μέσα στα κινήματα αντλούν δύναμη κι έμπνευση από  ζωογόνο αναζήτηση παρά τις απανωτές ήττες κι απογοητεύσεις, εφόσον εξακολουθούν να μάχονται. Ο καθένας ασφαλώς με τον τρόπο του  αλλά κυρίως συλλογικά, κι αυτό είναι αφάνταστη πηγή ελπίδας και δύναμης και έμπνευσης που προστατεύει από την μελαγχολία.

Τέλος, ως προς το επαναστατικό μέλλον, το κείμενο που μεταφράσαμε, λίγα πράματα δίνει – το βιβλίο του είναι πολύ πιο πλούσιο ασφαλώς.  Μπορούμε όμως  μέσα από το κείμενο στην ολότητα του να φανταστούμε πολύ περισσότερα για το μέλλον, αλλά γι’ αυτό ας επεξεργαστούμε αντλώντας από τις γόνιμες αυτές εργασίες για να φανταστούμε  το μέλλον της ανθρωπότητας αισιόδοξα πέραν της δυστοπίας ή μια αφελούς ουτοπικής μελλοντολογίας.

[1] Βαλλερστέιν, Ι. Μετά τον Φιλελευθερισμό, εκδ. Ηλέκτρα, 2004.

[2] Βαλλερστέιν, Ι. Η Παρακμή της Αμερικανικής ισχύος. Οι ΗΠΑ σε ένα χαοτικό κόσμο, εκδ. Εξάντας, 2005.

Η κληρονομιά της Οκτωβριανής Επανάστασης διχάζεται ανάμεσα σε δύο αντίθετες ερμηνείες. Η άνοδος των Μπολσεβίκων στην εξουσία εμφανίστηκε, αφενός, ως η αναγγελία ενός παγκόσμιου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού κι αφετέρου, ως το γεγονός που έθεσε τις βάσεις για μια εποχή ολοκληρωτισμού. Οι πιο ριζοσπαστικές εκδοχές αυτών των αντιτιθέμενων ερμηνειών – επίσημος κομμουνισμός και ψυχροπολεμικός αντικομμουνισμός – συγκλίνουν επίσης στο βαθμό που, και για τους δύο, το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν ένα είδος δημιουργικής ιστορικής δύναμης.

Αρκετές δεκαετίες μετά την εξάντλησή της, η κομμουνιστική εμπειρία δεν χρειάζεται υπεράσπισης, εξιδανίκευσης ή δαιμονοποίησης. Αξίζει να κατανοηθεί κριτικά στο σύνολό της, ως μια διαλεκτική ολότητα διαμορφωμένη από εσωτερικές εντάσεις και αντιφάσεις, που παρουσιάζει πολλαπλές διαστάσεις σε ένα τεράστιο φάσμα αποχρώσεων, από τα λυτρωτικά élans έως την ολοκληρωτική βία, από τη συμμετοχική δημοκρατία και τη συλλογική διαβούλευση έως την τυφλή καταπίεση και τη μαζική εξόντωση, από την πιο ουτοπική φαντασία στην πιο γραφειοκρατική κυριαρχία — μερικές φορές μετατοπίζεται από το ένα στο άλλο σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Όπως πολλοί άλλοι «ισμοί» του πολιτικού και φιλοσοφικού μας λεξικού, ο κομμουνισμός είναι μια πολύσημη και τελικά «διφορούμενη» λέξη. Η ασάφειά του δεν έγκειται αποκλειστικά στην ασυμφωνία που διαχωρίζει την κομμουνιστική ιδέα από τις ιστορικές της ενσωματώσεις. Βρίσκεται στην εξαιρετική ποικιλομορφία των εκφράσεών του. Όχι μόνο επειδή ο ρωσικός, ο κινεζικός και ο ιταλικός κομμουνισμός ήταν διαφορετικοί, αλλά και επειδή μακροπρόθεσμα πολλά κομμουνιστικά κινήματα υπέστησαν βαθιές αλλαγές, παρόλο που κράτησαν τους ηγέτες τους και τις ιδεολογικές τους αναφορές.

Θεωρώντας την ιστορική του τροχιά ως παγκόσμιο φαινόμενο, ο κομμουνισμός εμφανίζεται ως ένα μωσαϊκό κομμουνισμών. Σκιαγραφώντας την «ανατομία» του, μπορεί κανείς να διακρίνει τουλάχιστον τέσσερις ευρείες μορφές, αλληλένδετες και όχι απαραίτητα αντίθετες μεταξύ τους, αλλά αρκετά διαφορετικές ώστε να αναγνωρίζονται από μόνες τους: ο κομμουνισμός ως επανάσταση· ο κομμουνισμός ως καθεστώς· ο κομμουνισμός ως αντιαποικισμός· και τέλος, ο κομμουνισμός ως παραλλαγή της σοσιαλδημοκρατίας.

Επαναστατικό πρότυπο


Είναι σημαντικό να θυμόμαστε τη διάθεση της Ρωσικής Επανάστασης, γιατί συνέβαλε δυναμικά στη δημιουργία μιας εμβληματικής εικόνας που επέζησε από τις κακοτυχίες της ΕΣΣΔ και έριξε τη σκιά της σε ολόκληρο τον εικοστό αιώνα. Η αύρα του προσέλκυσε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο και παρέμεινε σχετικά καλά διατηρημένη ακόμα και όταν η αύρα των κομμουνιστικών καθεστώτων κατέρρευσε εντελώς. Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, πυροδότησε ένα νέο κύμα πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης που όχι μόνο διεκδίκησε αυτονομία από την ΕΣΣΔ και τους συμμάχους της, αλλά τους αντιλαμβανόταν και ως εχθρούς.

Η Ρωσική Επανάσταση βγήκε από τον Μεγάλο Πόλεμο. Ήταν προϊόν της κατάρρευσης του «μακριού δέκατου ένατου αιώνα».

Η Ρωσική Επανάσταση βγήκε από τον Μεγάλο Πόλεμο. Ήταν προϊόν της κατάρρευσης του «μακριού δέκατου ένατου αιώνα» και η συμβιωτική σύνδεση μεταξύ πολέμου και επανάστασης διαμόρφωσε ολόκληρη την τροχιά του κομμουνισμού του εικοστού αιώνα. Αναδυόμενη από τον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο του 1870, η Κομμούνα του Παρισιού ήταν ο πρόδρομος της στρατιωτικοποιημένης πολιτικής, όπως τόνισαν πολλοί μπολσεβίκοι στοχαστές, αλλά η Οκτωβριανή Επανάσταση την ενίσχυσε σε ασύγκριτα μεγαλύτερη κλίμακα.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος μεταμόρφωσε τον ίδιο τον Μπολσεβικισμό, αλλάζοντας πολλά από τα χαρακτηριστικά του: αρκετά κανονικά έργα της κομμουνιστικής παράδοσης, όπως Η Προλεταριακή Επανάσταση και ο Αποστάτης Κάουτσκι (1918) του Λένιν ή Η Τρομοκρατία και ο Κομμουνισμός του Λέον Τρότσκι (1920), απλά δεν μπορούσαν να είχαν συλληφθεί στη φαντασία των συγγραφέων τους πριν από το 1914. Ακριβώς όπως το 1789 εισήγαγε μια νέα έννοια της επανάστασης —που ορίζεται πλέον ως κοινωνική και πολιτική ρήξη— ο Οκτώβριος του 1917 την αναδιατύπωσε με στρατιωτικούς όρους: κρίση της παλιάς τάξης, μαζική κινητοποίηση, δυϊσμός εξουσίας, ένοπλη εξέγερση, προλεταριακή δικτατορία, εμφύλιος πόλεμος και βίαιη σύγκρουση με την αντεπανάσταση.

Το Κράτος και η Επανάσταση του Λένιν επισημοποίησε τον Μπολσεβικισμό τόσο ως ιδεολογία (ερμηνεία των ιδεών του Καρλ Μαρξ) όσο και ως ενότητα στρατηγικών επιταγών που τον διακρίνουν από τον σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμισμό, μια πολιτική που ανήκει στην εποχή του φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα. Ο μπολσεβικισμός προήλθε από μια εποχή αυξανόμενης βαναυσότητας, όταν ο πόλεμος ξέσπασε στην πολιτική, αλλάζοντας τη γλώσσα και τις πρακτικές του. Ήταν προϊόν του ανθρωπολογικού μετασχηματισμού που διαμόρφωσε τη γηραιά ήπειρο στο τέλος του Μεγάλου Πολέμου.

Αυτός ο γενετικός κώδικας του μπολσεβικισμού ήταν ορατός παντού, από τα κείμενα στις γλώσσες, από την εικονογραφία μέχρι τα τραγούδια, από τα σύμβολα μέχρι τις τελετουργίες. Ξεπέρασε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και συνέχισε να τροφοδοτεί τα επαναστατικά κινήματα της δεκαετίας του 1970, των οποίων τα συνθήματα και οι λειτουργίες τόνιζαν με εμμονή την ιδέα μιας βίαιης σύγκρουσης με το κράτος. Ο μπολσεβικισμός δημιούργησε ένα στρατιωτικό παράδειγμα επανάστασης που διαμόρφωσε βαθιά τις κομμουνιστικές εμπειρίες σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Η Ευρωπαϊκή Αντίσταση, καθώς και οι σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί στην Κίνα, την Κορέα, το Βιετνάμ και την Κούβα αναπαρήγαγαν μια παρόμοια συμβιωτική σχέση μεταξύ πολέμου και επανάστασης. Ως εκ τούτου, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα οραματιζόταν ως έναν επαναστατικό στρατό που σχηματίστηκε από εκατομμύρια μαχητές, και αυτό είχε αναπόφευκτες συνέπειες όσον αφορά την οργάνωση, τον αυταρχισμό, την πειθαρχία, τον καταμερισμό της εργασίας και, τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, τις ιεραρχίες των φύλων. Σε ένα κίνημα πολεμιστών, οι γυναίκες ηγέτες θα μπορούσαν να είναι μόνο εξαιρέσεις.

Σεισμός


Οι Μπολσεβίκοι ήταν βαθιά πεπεισμένοι ότι ενεργούσαν σύμφωνα με τους «νόμους της ιστορίας». Ο σεισμός του 1917 γεννήθηκε από την εμπλοκή πολλών παραγόντων, μερικοί στη μεγάλη διάρκεια της ρωσικής ιστορίας και άλλοι πιο προσωρινοί, συγχρονισμένοι απότομα με τον πόλεμο: μια εξαιρετικά βίαιη αγροτική εξέγερση ενάντια στην αριστοκρατία της γης, μια εξέγερση του προλεταριάτου που επηρέασε από την οικονομική κρίση και τελικά την εξάρθρωση του στρατού, που σχηματίστηκε από αγρότες-στρατιώτες που ήταν εξουθενωμένοι μετά από τρία χρόνια τρομερής σύγκρουσης, την οποία ούτε κατάλαβαν ούτε θεώρησαν ότι πλησίαζε στο τέλος της.

Αν αυτές ήταν οι προϋποθέσεις της Ρωσικής Επανάστασης, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς σε αυτήν οποιαδήποτε υποτιθέμενη ιστορική αναγκαιότητα. Το σοβιετικό πείραμα ήταν εύθραυστο, επισφαλές και ασταθές κατά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του. Απειλούνταν διαρκώς και η επιβίωσή του απαιτούσε τόσο ανεξάντλητες ενέργειες όσο και τεράστιες θυσίες. Ένας μάρτυρας εκείνων των χρόνων, ο Victor Serge, έγραψε ότι το 1919 οι Μπολσεβίκοι θεωρούσαν πιθανή την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος, αλλά αντί να τους αποθαρρύνει, αυτή η επίγνωση πολλαπλασίασε την επιμονή τους. Η νίκη της αντεπανάστασης θα ήταν ένα τεράστιο λουτρό αίματος.

Το σοβιετικό πείραμα ήταν εύθραυστο, επισφαλές και ασταθές κατά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του.

Ίσως η αντίστασή τους να ήταν δυνατή επειδή ήταν εμψυχωμένοι από τη βαθιά πεποίθηση ότι ενεργούσαν σύμφωνα με τους «νόμους της ιστορίας». Όμως, στην πραγματικότητα, δεν ακολούθησαν καμία φυσική τάση. εφευρίσκαν έναν νέο κόσμο, ανίκανοι να ξέρουν τι θα προέκυπτε από την προσπάθειά τους, εμπνευσμένοι από μια εκπληκτικά ισχυρή ουτοπική φαντασία και σίγουρα ανίκανοι να φανταστούν το ολοκληρωτικό της αποτέλεσμα.

Παρά τη συνήθη έκκλησή τους στο θετικιστικό λεξικό των «ιστορικών νόμων», οι Μπολσεβίκοι είχαν κληρονομήσει τη στρατιωτική τους αντίληψη για την επανάσταση από τον Μεγάλο Πόλεμο. Οι Ρώσοι επαναστάτες διάβασαν τον Κλάουζεβιτς και ασχολήθηκαν με τις ατελείωτες διαμάχες σχετικά με την κληρονομιά του μπλανκισμού και την τέχνη της εξέγερσης, αλλά η βία της Ρωσικής Επανάστασης δεν προέκυψε από μια ιδεολογική παρόρμηση. Προερχόταν από μια κοινωνία που βίωσε ο πόλεμος.

Αυτό το γενετικό τραύμα είχε βαθιές συνέπειες. Ο πόλεμος είχε αναδιαμορφώσει την πολιτική αλλάζοντας τους κώδικές της, εισάγοντας μέχρι τότε άγνωστες μορφές αυταρχισμού. Το 1917, το χάος και ο αυθορμητισμός εξακολουθούσαν να επικρατούν σε ένα μαζικό κόμμα που αποτελείται κυρίως από νέα μέλη και διευθύνεται από μια ομάδα εξόριστων, αλλά ο αυταρχισμός εδραιώθηκε γρήγορα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ο Λένιν και ο Τρότσκι διεκδίκησαν την κληρονομιά της Παρισινής Κομμούνας του 1871, αλλά ο Julius Martov είχε δίκιο όταν επεσήμανε ότι ο πραγματικός τους πρόγονος ήταν ο τρόμος των Ιακωβίνων του 1793-94.

Ωστόσο, το στρατιωτικό υπόδειγμα της επανάστασης δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως λατρεία της βίας. Στην Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, ο Τρότσκι πρότεινε στέρεα επιχειρήματα ενάντια στη θέση που διαδόθηκε ευρέως από τη δεκαετία του 1920 και μετά για ένα μπολσεβίκικο «πραξικόπημα». Απορρίπτοντας την ευρηματικότητα του ειδυλλιακού οράματος της κατάληψης των Χειμερινών Ανακτόρων ως αυθόρμητης λαϊκής εξέγερσης, αφιέρωσε πολλές σελίδες στη μεθοδική προετοιμασία μιας εξέγερσης που απαιτούσε, πολύ πέρα ​​από μια αυστηρή και αποτελεσματική στρατιωτική οργάνωση, μια εις βάθος αξιολόγηση των πολιτικών συνθηκών  και προσεκτική επιλογή των χρόνων εκτέλεσής του.

Αποτέλεσμα ήταν η απόλυση της προσωρινής κυβέρνησης και η σύλληψη των μελών της πρακτικά χωρίς αίμα. Η αποσύνθεση του παλιού κρατικού μηχανισμού και η κατασκευή ενός νέου ήταν μια επίπονη διαδικασία που κράτησε για περισσότερα από τρία χρόνια εμφυλίου πολέμου. Φυσικά, η εξέγερση απαιτούσε τεχνική προετοιμασία και εφαρμόστηκε από μια μειοψηφία, αλλά αυτό δεν ισοδυναμούσε με «συνωμοσία». Σε αντίθεση με τη διάχυτη άποψη που διαδόθηκε από τον Κούρτσιο Μαλαπάρτε, μια νικηφόρα εξέγερση, έγραψε ο Τρότσκι, «διαχωρίζεται ευρέως τόσο ως προς τη μέθοδο όσο και ως προς την ιστορική σημασία από μια κυβερνητική ανατροπή που επιτυγχάνεται από συνωμότες που ενεργούν κρυφά από τις μάζες».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων και η απόλυση της προσωρινής κυβέρνησης ήταν μια σημαντική στροφή στην επαναστατική διαδικασία: ο Λένιν την αποκάλεσε «ανατροπή» ή «εξέγερση» (perevorot). Ωστόσο, οι περισσότεροι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι αυτή η ανατροπή έλαβε χώρα σε μια περίοδο ασυνήθιστου αναβρασμού, που χαρακτηρίζεται από μια μόνιμη κινητοποίηση της κοινωνίας και τη συνεχή προσφυγή στη χρήση βίας. Σε ένα παράδοξο πλαίσιο στο οποίο η Ρωσία, ενώ παρέμενε εμπλεκόμενη σε έναν παγκόσμιο πόλεμο, ήταν ένα κράτος που δεν κατείχε πλέον το μονοπώλιο στη νόμιμη χρήση βίας.

Τέλος της αυταπάτης


Παραδόξως, η θέση του μπολσεβίκικου «πραξικοπήματος» είναι το σημείο σύγκλισης μεταξύ της συντηρητικής και της αναρχικής κριτικής για την Οκτωβριανή Επανάσταση. Οι λόγοι τους ήταν σίγουρα διαφορετικοί – για να μην πω στον αντίποδα η μιας της άλλης – αλλά τα συμπεράσματά τους συνέκλιναν: ο Λένιν και ο Τρότσκι είχαν εγκαθιδρύσει μια δικτατορία.

Η Έμα Γκόλντμαν και ο Αλεξάντερ Μπέρκμαν, που εκδιώχθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1919 λόγω της ενθουσιώδους υποστήριξής τους στη Ρωσική Επανάσταση, δεν μπορούσαν να αποδεχτούν την κυριαρχία των Μπολσεβίκων και, μετά την καταστολή της εξέγερσης της Κρονστάνδης τον Μάρτιο του 1921, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την ΕΣΣΔ. Η Γκόλντμαν δημοσίευσε το My Disillusion in Russia (1923) και ο Μπέρκμαν The Bolshevik Myth (1925), του οποίου το συμπέρασμα εξέφραζε μια πικρή και αυστηρή εκτίμηση:

“Γκρι είναι οι μέρες που περνούν. Ένα-ένα τα κάρβουνα της ελπίδας έχουν σβήσει. Ο τρόμος και ο δεσποτισμός έχουν συντρίψει τη ζωή που γεννήθηκε τον Οκτώβριο. Τα συνθήματα της Επανάστασης είναι προαποφασισμένα, τα ιδανικά της καταπνίγονται στο αίμα του λαού. Η ανάσα του χθες καταδικάζει εκατομμύρια σε θάνατο. Η σκιά του σήμερα κρέμεται σαν μαύρο παλάτι πάνω από τη χώρα. Η δικτατορία ποδοπατάει τις μάζες. Η επανάσταση είναι νεκρή· το πνεύμα της κλαίει στην έρημο”.

Η κριτική τους σίγουρα αξίζει προσοχής, αφού προήλθε από το εσωτερικό της ίδιας της επανάστασης. Η διάγνωσή τους ήταν ανελέητη: οι Μπολσεβίκοι είχαν εγκαθιδρύσει μια κομματική δικτατορία που κυβερνούσε όχι μόνο στο όνομα των σοβιέτ αλλά μερικές φορές —όπως στην Κρονστάνδη— εναντίον τους, και της οποίας τα αυταρχικά χαρακτηριστικά γίνονταν όλο και πιο ασφυκτικά.

Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι οι Μπολσεβίκοι δεν αμφισβήτησαν αυτήν την λυσσαλέα εκτίμηση. Στο βιβλίο του Ο Πρώτος Χρόνος της Ρωσικής Επανάστασης (1930), ο Victor Serge περιέγραψε την ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου με αυτόν τον τρόπο:

“Αυτή τη στιγμή, το κόμμα εκπλήρωσε μέσα στην εργατική τάξη τις λειτουργίες ενός εγκεφάλου και ενός νευρικού συστήματος. Είδε, ένιωσε, ήξερε, σκέφτηκε, θέλησε για και μέσα από τις μάζες· η συνείδησή του, η οργάνωσή του ήταν ένα αντιστάθμισμα για την αδυναμία των μεμονωμένων μελών της μάζας. Χωρίς αυτό, η μάζα δεν θα ήταν παρά ένας σωρός ανθρώπινης σκόνης, που θα βίωνε συγκεχυμένες φιλοδοξίες που εκτοξεύτηκαν από λάμψεις νοημοσύνης —αυτές, ελλείψει ενός μηχανισμού ικανού να τις οδηγήσει σε δράση μεγάλης κλίμακας, ήταν καταδικασμένες να σπαταληθούν. Μέσα από την αδιάκοπη ταραχή και την προπαγάνδα του, λέγοντας πάντα την αλήθεια χωρίς βερνίκι, το κόμμα ύψωσε τους εργάτες πάνω από τον δικό τους στενό, ατομικό ορίζοντα και τους αποκάλυψε τις απέραντες προοπτικές της ιστορίας. Μετά το χειμώνα του 1918–19, η επανάσταση γίνεται έργο του Κομμουνιστικού Κόμματος”.

Το εγκώμιο των Μπολσεβίκων για την κομματική δικτατορία, η υπεράσπιση της στρατιωτικοποίησης της εργασίας και η βίαιη γλώσσα τους ενάντια σε κάθε αριστερή κριτική —είτε σοσιαλδημοκρατική είτε αναρχική— της εξουσίας τους, ήταν σίγουρα απεχθής και επικίνδυνη. Ήταν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου που ο σταλινισμός βρήκε τις εγκαταστάσεις του. Γεγονός παραμένει ότι μια αριστερή εναλλακτική δεν ήταν εύκολη επιλογή. Όπως ο ίδιος ο Σερζ αναγνώρισε ξεκάθαρα, η πιο πιθανή εναλλακτική στον μπολσεβικισμό ήταν απλώς ο αντεπαναστατικός τρόμος.

Χωρίς να είναι πραξικόπημα, η Οκτωβριανή Επανάσταση σήμαινε την κατάληψη της εξουσίας από ένα κόμμα που αντιπροσώπευε μια μειοψηφία και το οποίο παρέμεινε ακόμη πιο απομονωμένο μετά την απόφασή του να διαλύσει τη Συντακτική Συνέλευση. Στο τέλος του Ρωσικού Εμφυλίου, ωστόσο, οι Μπολσεβίκοι είχαν κατακτήσει την πλειοψηφία, και έτσι έγιναν η ηγεμονική δύναμη σε μια κατεστραμμένη χώρα.

Αυτή η δραματική αλλαγή δεν συνέβη λόγω της Τσέκα και του κρατικού τρόμου, όσο ανελέητο κι αν ήταν, αλλά λόγω του διχασμού των εχθρών τους, της υποστήριξης της εργατικής τάξης και της μεταβίβασης στο πλευρό τους τόσο της αγροτιάς όσο και των μη Ρωσικών εθνικοτήτων. Εάν το τελικό αποτέλεσμα ήταν η δικτατορία ενός επαναστατικού κόμματος, η εναλλακτική δεν ήταν ένα δημοκρατικό καθεστώς. Η μόνη εναλλακτική ήταν μια στρατιωτική δικτατορία Ρώσων εθνικιστών, αριστοκρατών γαιοκτημόνων και πογκρομιστών.

Επανάσταση από τα πάνω


Το κομμουνιστικό καθεστώς θεσμοθέτησε τη στρατιωτική διάσταση της επανάστασης. Κατέστρεψε το δημιουργικό, αναρχικό και αυτόχειραφετητικό πνεύμα του 1917, αλλά ταυτόχρονα εγγράφηκε στην επαναστατική διαδικασία. Η στροφή της επανάστασης προς το σοβιετικό καθεστώς πέρασε από διάφορα στάδια: τον Εμφύλιο Πόλεμο (1918–21), την κολεκτιβοποίηση της γεωργίας (1930–33) και τις πολιτικές εκκαθαρίσεις στις Δίκες της Μόσχας (1936–38).

Διαλύοντας τη Συντακτική Συνέλευση, τον Δεκέμβριο του 1917, οι Μπολσεβίκοι επιβεβαίωσαν την ανωτερότητα της σοβιετικής δημοκρατίας, αλλά μέχρι το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου η τελευταία πέθαινε. Κατά τη διάρκεια αυτής της άγριας και αιματηρής σύγκρουσης, η ΕΣΣΔ εισήγαγε τη λογοκρισία, κατέστειλε τον πολιτικό πλουραλισμό σε σημείο να καταργήσει οριστικά κάθε φράξια  μέσα στο ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα, στρατιωτικοποίησε την εργασία και δημιούργησε τα πρώτα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και ίδρυσε μια νέα πολιτική μυστική αστυνομία (Cheka). Τον Μάρτιο του 1921, η βίαιη καταστολή της Κρονστάνδης συμβόλιζε το τέλος της σοβιετικής δημοκρατίας και η ΕΣΣΔ αναδύθηκε από τον Εμφύλιο Πόλεμο ως μονοκομματική δικτατορία.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930, οι πολιτικές εκκαθαρίσεις εξάλειψαν φυσικά τα υπολείμματα του επαναστατικού μπολσεβικισμού και πειθάρχησαν ολόκληρη την κοινωνία εγκαθιδρύοντας τον κανόνα του τρόμου.

Δέκα χρόνια αργότερα, η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας τερμάτισε βάναυσα την αγροτική επανάσταση και εφηύρε νέες μορφές ολοκληρωτικής βίας και γραφειοκρατικά συγκεντρωτικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930, οι πολιτικές εκκαθαρίσεις εξάλειψαν φυσικά τα υπολείμματα του επαναστατικού μπολσεβικισμού και πειθάρχησαν ολόκληρη την κοινωνία εγκαθιδρύοντας τον κανόνα του τρόμου. Για δύο δεκαετίες, η ΕΣΣΔ δημιούργησε ένα γιγαντιαίο σύστημα στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, η ΕΣΣΔ αντιστοιχούσε κατά προσέγγιση με τον κλασικό ορισμό του ολοκληρωτισμού που επεξεργάστηκε λίγα χρόνια αργότερα πολλοί συντηρητικοί πολιτικοί στοχαστές: συσχετισμός επίσημης ιδεολογίας, χαρισματικής ηγεσίας, μονοκομματικής δικτατορίας, καταστολής του κράτους δικαίου και πολιτικού πλουραλισμού. Μονοπώλιο όλων των μέσων επικοινωνίας μέσω της κρατικής προπαγάνδας, του κοινωνικού και πολιτικού τρόμου που υποστηρίζεται από ένα σύστημα στρατοπέδων συγκέντρωσης και της καταστολής του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς από μια συγκεντρωτική οικονομία.

Αυτή η περιγραφή, που χρησιμοποιείται τώρα για να επισημανθούν οι ομοιότητες μεταξύ κομμουνισμού και φασισμού, δεν είναι λάθος αλλά εξαιρετικά επιφανειακή. Ακόμα κι αν παραβλέψει κανείς τις τεράστιες διαφορές που χώριζαν τις κομμουνιστικές και φασιστικές ιδεολογίες, καθώς και το κοινωνικό και οικονομικό περιεχόμενο των πολιτικών τους συστημάτων, το γεγονός παραμένει ότι ένας τέτοιος κανονικός ορισμός του ολοκληρωτισμού δεν κατανοεί την εσωτερική δυναμική του σοβιετικού καθεστώτος. Απλώς αδυνατεί να το εγγράψει στην ιστορική διαδικασία της Ρωσικής Επανάστασης. Απεικονίζει την ΕΣΣΔ ως ένα στατικό, μονολιθικό σύστημα, ενώ η έλευση του σταλινισμού σήμαινε έναν βαθύ και παρατεταμένο μετασχηματισμό της κοινωνίας και του πολιτισμού.

Εξίσου μη ικανοποιητικός είναι ο ορισμός του σταλινισμού ως γραφειοκρατικής αντεπανάστασης ή «προδομένης» επανάστασης. Ο σταλινισμός σίγουρα σήμαινε μια ριζική απομάκρυνση από κάθε ιδέα δημοκρατίας και αυτοχειραφέτησης, αλλά δεν ήταν, σωστά μιλώντας, αντεπανάσταση. Μια σύγκριση με τη Ναπολεόντεια Αυτοκρατορία είναι κατάλληλη στο βαθμό που ο σταλινισμός συνέδεσε συνειδητά τους μετασχηματισμούς που προκάλεσε η Ρωσική Επανάσταση τόσο με τον Διαφωτισμό όσο και με την παράδοση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά ο σταλινισμός δεν ήταν η αποκατάσταση του Παλαιού Καθεστώτος, ούτε πολιτικά ούτε οικονομικά, ούτε καν πολιτιστικά. .

Μακριά από την αποκατάσταση της δύναμης της παλιάς αριστοκρατίας, ο σταλινισμός δημιούργησε μια εντελώς νέα οικονομική, διευθυντική, επιστημονική και πνευματική ελίτ.

Μακριά από την αποκατάσταση της εξουσίας της παλιάς αριστοκρατίας, ο σταλινισμός δημιούργησε μια εντελώς νέα οικονομική, διευθυντική, επιστημονική και πνευματική ελίτ, που στρατολογήθηκε από τις κατώτερες τάξεις των σοβιετικών κοινωνιών —κυρίως της αγροτιάς— και εκπαιδεύτηκε από νέους κομμουνιστικούς θεσμούς. Αυτό είναι το κλειδί για να εξηγήσει γιατί ο σταλινισμός επωφελήθηκε από μια κοινωνική συναίνεση, παρά τον τρόμο και τις μαζικές απελάσεις.

Μνημειώδης και Τερατώδης


Η ερμηνεία του σταλινισμού ως βήμα στη διαδικασία της Ρωσικής Επανάστασης δεν σημαίνει σκιαγράφηση μιας γραμμικής διαδρομής. Το πρώτο κύμα τρόμου σημειώθηκε κατά τη διάρκεια ενός εμφυλίου πολέμου, όταν η ίδια η ύπαρξη της ΕΣΣΔ απειλήθηκε από έναν διεθνή συνασπισμό. Η βαρβαρότητα της λευκής αντεπανάστασης, η ακραία βία της προπαγάνδας και των πρακτικών της —πογκρόμ και σφαγές— ώθησαν τους Μπολσεβίκους να εγκαθιδρύσουν μια αδυσώπητη δικτατορία.

Ο Στάλιν ξεκίνησε το δεύτερο και τρίτο κύμα τρόμου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 – κολεκτιβοποίηση και εκκαθαρίσεις – σε μια ειρηνοποιημένη χώρα της οποίας τα σύνορα είχαν αναγνωριστεί διεθνώς και της οποίας η πολιτική εξουσία δεν είχε απειληθεί ούτε από εξωτερικές ούτε από εσωτερικές δυνάμεις. Φυσικά, η άνοδος στην εξουσία του Χίτλερ στη Γερμανία σηματοδότησε ξεκάθαρα την πιθανότητα ενός νέου πολέμου μεσοπρόθεσμα, αλλά ο μαζικός, τυφλός και παράλογος χαρακτήρας της βίας του Στάλιν αποδυνάμωσε σημαντικά την ΕΣΣΔ αντί να την ενισχύσει και να την εξοπλίσει για να αντιμετωπίσει τέτοιους κινδύνους.

Ο μαζικός, τυφλός και παράλογος χαρακτήρας της βίας του Στάλιν αποδυνάμωσε σημαντικά την ΕΣΣΔ αντί να την ενισχύσει και να την εξοπλίσει για να αντιμετωπίσει τους κινδύνους του ναζισμού.

Ο σταλινισμός ήταν μια «επανάσταση άνωθεν», ένα παράδοξο μείγμα εκσυγχρονισμού και κοινωνικής οπισθοδρόμησης, το τελικό αποτέλεσμα του οποίου ήταν μαζικές εκτοπίσεις, ένα σύστημα στρατοπέδων συγκέντρωσης, ένα σύνολο δοκιμών που εκθάβουν τις φαντασιώσεις της Ιεράς Εξέτασης και ένα κύμα μαζικών εκτελέσεων που αποκεφάλισαν το κράτος, το κόμμα και τον στρατό. Στις αγροτικές περιοχές, ο σταλινισμός σήμαινε, σύμφωνα με τον Νικολάι Μπουχάριν, την επιστροφή σε μια «φεουδαρχική εκμετάλλευση» της αγροτιάς με καταστροφικές οικονομικές επιπτώσεις. Την ίδια στιγμή που οι κουλάκοι λιμοκτονούσαν στην Ουκρανία, το σοβιετικό καθεστώς μετέτρεπε δεκάδες χιλιάδες αγρότες σε τεχνικούς και μηχανικούς.

Εν ολίγοις, ο σοβιετικός ολοκληρωτισμός συνδύασε τον μοντερνισμό και τη βαρβαρότητα· ήταν μια περίεργη, τρομακτική, προμηθεϊκή τάση. Ο Arno Mayer το ορίζει ως «ένα άνισο και ασταθές κράμα μνημειακών επιτευγμάτων και τερατωδών εγκλημάτων». Φυσικά, κάθε αριστερός μελετητής ή ακτιβιστής θα μπορούσε εύκολα να μοιραστεί την εκτίμηση του Victor Serge για την ηθική, φιλοσοφική και πολιτική γραμμή που χώριζε ριζικά τον σταλινισμό από τον αυθεντικό σοσιαλισμό, στο βαθμό που η ΕΣΣΔ του Στάλιν είχε γίνει σύμφωνα με τα λόγια του «ένα απόλυτο, ολοκληρωτικό κράτος, μεθυσμένο από τη δική του δύναμη, για την οποία ο άνθρωπος δεν μετράει». Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός, όπως αναγνωρίζει ο ίδιος ο Σερζ, ότι αυτός ο κόκκινος ολοκληρωτισμός ξεδιπλώθηκε και επέτεινε μια ιστορική διαδικασία που ξεκίνησε από την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Αποφεύγοντας οποιαδήποτε τελεολογική προσέγγιση, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι αυτό το αποτέλεσμα δεν ήταν ούτε ιστορικά αναπόφευκτο ούτε εγγεγραμμένο με συνοχή σε ένα μαρξιστικό ιδεολογικό πρότυπο. Οι απαρχές του σταλινισμού, ωστόσο, δεν μπορούν απλώς να αποδοθούν, όπως υποδηλώνει ο ριζοσπαστικός λειτουργισμός, στις ιστορικές συνθήκες του πολέμου και στην κοινωνική υστέρηση μιας γιγάντιας χώρας με απολυταρχικό παρελθόν, μιας χώρας στην οποία η οικοδόμηση του σοσιαλισμού απαιτούσε αναπόφευκτα την αναπαραγωγή της φρικαλεότητας της «πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου».

Η ιδεολογία των μπολσεβίκων έπαιξε ρόλο κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου σε αυτή τη μεταμόρφωση από τη δημοκρατική άνοδο στην αδίστακτη, ολοκληρωτική δικτατορία. Το κανονιστικό όραμά του για τη βία ως «μαία της ιστορίας» και η υπαίτια αδιαφορία του για το νομικό πλαίσιο ενός επαναστατικού κράτους, ιστορικά μεταβατικού και καταδικασμένου σε εξαφάνιση, ευνόησαν σίγουρα την εμφάνιση ενός αυταρχικού, μονοκομματικού καθεστώτος.

Πολλαπλά νήματα τρέχουν από την επανάσταση στον σταλινισμό, καθώς και από την ΕΣΣΔ μέχρι τα κομμουνιστικά κινήματα που δρουν σε όλο τον κόσμο. Ο σταλινισμός ήταν ταυτόχρονα ένα ολοκληρωτικό καθεστώς και, για αρκετές δεκαετίες, το ηγεμονικό ρεύμα της Αριστεράς σε διεθνή κλίμακα.

Από τη Μόσχα στο Χουνάν


Οι Μπολσεβίκοι ήταν ριζοσπάστες Δυτικιστές (Westernizers). Η μπολσεβίκικη λογοτεχνία ήταν γεμάτη αναφορές στη Γαλλική Επανάσταση, το 1848 και την Κομμούνα του Παρισιού, αλλά ποτέ δεν ανέφερε την Επανάσταση της Αϊτής ή τη Μεξικανική Επανάσταση. Για τον Τρότσκι και τον Λένιν, που αγαπούσαν αυτή τη μεταφορά, ο «τροχός της ιστορίας» κύλησε από την Πετρούπολη στο Βερολίνο, όχι από την απεριόριστη ρωσική ύπαιθρο στα χωράφια του Morelos ή στις φυτείες των Αντιλλών.

Σε ένα κεφάλαιο της Ιστορίας της Ρωσικής Επανάστασης, ο Τρότσκι εξέφρασε τη λύπη του για το γεγονός ότι οι αγρότες συνήθως αγνοούνταν από τα ιστορικά βιβλία, όπως οι κριτικοί θεάτρου δεν δίνουν σημασία στους εργάτες που, στα παρασκήνια, χειρίζονται τις κουρτίνες και αλλάζουν το σκηνικό. Στο δικό του βιβλίο, ωστόσο, οι αγρότες εμφανίζονται ως επί το πλείστον ως μια ανώνυμη μάζα. Δεν παραμελούνται αλλά παρατηρούνται από μακριά, με αναλυτική αποστασιοποίηση παρά ενσυναίσθηση.

Οι Μπολσεβίκοι είχαν αρχίσει να αμφισβητούν το όραμά τους για την αγροτιά – που κληρονόμησε από τα γραπτά του Μαρξ για τον γαλλικό βοναπαρτισμό – ως μια πολιτιστικά καθυστερημένη και πολιτικά συντηρητική τάξη, αλλά ο προλεταριακός τροπισμός τους ήταν πολύ ισχυρός για να ολοκληρώσει αυτή την αναθεώρηση. Αυτό έγινε, όχι χωρίς θεωρητικές και στρατηγικές αντιπαραθέσεις, από τον αντιαποικιακό κομμουνισμό στα χρόνια μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων.

Στην Κίνα, η κομμουνιστική στροφή προς την αγροτιά προέκυψε τόσο από την καταστροφική ήττα των αστικών επαναστάσεων στα μέσα της δεκαετίας του 1920 όσο και από την προσπάθεια να εγγραφεί ο μαρξισμός σε μια εθνική ιστορία και πολιτισμό. Μετά την αιματηρή καταστολή που επέφερε το Kuomintang (GMD), οι πυρήνες του Κομμουνιστικού Κόμματος είχαν σχεδόν εξολοθρευτεί στις πόλεις και τα μέλη του είχαν φυλακιστεί και διωχθεί. Υποχωρώντας στη ύπαιθρο, όπου βρήκαν προστασία και μπορούσαν να αναδιοργανώσουν το κίνημά τους, πολλοί κομμουνιστές ηγέτες άρχισαν να κοιτάζουν τους αγρότες με άλλα μάτια, εγκαταλείποντας το πρώην δυτικοποιημένο βλέμμα τους για την ασιατική «οπισθοδρόμηση».

Αυτή η στρατηγική στροφή, αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του κινεζικού τμήματός της κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, διεκδικήθηκε από τον Μάο Τσε Τουνγκ στις αρχές του 1927, ακόμη και πριν από τις σφαγές που διέπραξε το GMD στη Σαγκάη και στο Καντόν εκείνο το έτος. Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του Χουνάν, ο Μάο έγραψε μια περίφημη αναφορά στην οποία όριζε την αγροτιά – αντί για το αστικό προλεταριάτο – ως την κινητήρια δύναμη της Κινεζικής Επανάστασης.

Ενάντια στους πράκτορες της Μόσχας που θεωρούσαν τις αγροτικές πολιτοφυλακές αποκλειστικά ως εναύσματα αστικών εξεγέρσεων, το 1931, ο Μάο επέμενε στην οικοδόμηση μιας σοβιετικής δημοκρατίας στο Jiangxi. Χωρίς να πιστεύει στον αγροτικό χαρακτήρα της Κινεζικής Επανάστασης, δεν θα μπορούσε να είχε οργανώσει τη Μεγάλη Πορεία για να αντισταθεί στην εκστρατεία εξόντωσης που ξεκίνησε από το GMD. Αρχικά θεωρήθηκε ως τραγική ήττα, αυτό το επικό εγχείρημα άνοιξε το δρόμο για έναν επιτυχημένο αγώνα την επόμενη δεκαετία, πρώτα ενάντια στην ιαπωνική κατοχή και μετά ενάντια στο ίδιο το GMD.

Οι τρεις κύριες διαστάσεις του κομμουνισμού — επανάσταση, καθεστώς και αντιαποικισμός — συγχωνεύτηκαν εμβληματικά στην Κινεζική Επανάσταση.

Η ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στο Πεκίνο το 1949 ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που, από τις εξεγέρσεις του 1925 έως τη Μεγάλη Πορεία και τον αντι-ιαπωνικό αγώνα, είχε ως προϋπόθεσή της τον Οκτώβριο του 1917· αλλά ήταν και προϊόν στρατηγικής αναθεώρησης. Υπήρχε μια περίπλοκη γενετική σύνδεση μεταξύ της Κινεζικής και της Ρωσικής Επανάστασης. Οι τρεις κύριες διαστάσεις του κομμουνισμού — επανάσταση, καθεστώς και αντιαποικισμός — συγχωνεύτηκαν εμβληματικά στην Κινεζική Επανάσταση.

Ως ριζική ρήξη με την παραδοσιακή τάξη, ήταν αναμφισβήτητα μια επανάσταση που προανήγγειλε το τέλος αιώνων καταπίεσης. Ως ολοκλήρωση ενός εμφυλίου πολέμου, κατέληξε στην κατάκτηση της εξουσίας από ένα στρατιωτικοποιημένο κόμμα που από την αρχή εγκαθίδρυσε τη δικτατορία του με τις πιο αυταρχικές μορφές. Και ως το τέλος δεκαπέντε χρόνων αγώνα, πρώτα ενάντια στην ιαπωνική κατοχή και μετά ενάντια στο GMD – μια εθνικιστική δύναμη που είχε γίνει ο πράκτορας των δυτικών μεγάλων δυνάμεων – η κομμουνιστική νίκη του 1949 σηματοδότησε όχι μόνο το τέλος της αποικιοκρατίας στην Κίνα αλλά σε ευρύτερη κλίμακα και μια σημαντική στιγμή στην παγκόσμια διαδικασία αποαποικιοποίησης.

Ο άνεμος από το Μπακού


Μετά τη Ρωσική Επανάσταση, ο σοσιαλισμός πέρασε τα σύνορα της Ευρώπης και έγινε θέμα ημερήσιας διάταξης στον Νότο και στον αποικιακό κόσμο. Λόγω της ενδιάμεσης θέσης της μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, με μια γιγαντιαία επικράτεια που εκτείνεται και στις δύο ηπείρους, κατοικημένη από μια ποικιλία εθνικών, θρησκευτικών και εθνοτικών κοινοτήτων, η ΕΣΣΔ έγινε ο τόπος ένα νέο σταυροδρόμι μεταξύ της Δύσης και του αποικιακού κόσμου. Ο μπολσεβικισμός μπόρεσε να μιλήσει εξίσου στις προλεταριακές τάξεις των βιομηχανικών χωρών και στους αποικισμένους λαούς του Νότου.

Ο μπολσεβικισμός μπόρεσε να μιλήσει εξίσου στις προλεταριακές τάξεις των βιομηχανικών χωρών και στους αποικισμένους λαούς του Νότου.

Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα, η αντι-αποικιοκρατία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στη Δύση, με αξιοσημείωτη εξαίρεση το αναρχικό κίνημα, του οποίου οι ακτιβιστές και οι ιδέες κυκλοφόρησαν ευρέως μεταξύ της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής και διαφόρων ασιατικών χωρών. Μετά τον θάνατο του Μαρξ, ο σοσιαλισμός στήριξε τις ελπίδες και τις προσδοκίες του στην αυξανόμενη δύναμη της βιομηχανικής εργατικής τάξης, κυρίως λευκών και ανδρών, και συγκεντρώθηκε στις ανεπτυγμένες (κυρίως προτεσταντικές) καπιταλιστικές χώρες της Δύσης.

Κάθε μαζικό σοσιαλιστικό κόμμα περιελάβανε ισχυρά ρεύματα που υπερασπίζονταν την «εκπολιτιστική αποστολή» της Ευρώπης σε όλο τον κόσμο. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα —ιδιαίτερα εκείνα που βρίσκονται στις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες— ανέβαλαν την αποικιακή απελευθέρωση μέχρι μετά τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Μπολσεβίκοι έσπασαν ριζικά μια τέτοια παράδοση.

Το δεύτερο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα τον Ιούλιο του 1920, ενέκρινε ένα προγραμματικό έγγραφο που καλούσε σε αποικιακές επαναστάσεις ενάντια στον ιμπεριαλισμό: στόχος του ήταν η δημιουργία κομμουνιστικών κομμάτων στον αποικιακό κόσμο και η υποστήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Το συνέδριο επιβεβαίωσε ξεκάθαρα μια ριζική στροφή από τις παλιές σοσιαλδημοκρατικές απόψεις για την αποικιοκρατία.

Λίγους μήνες αργότερα, οι Μπολσεβίκοι οργάνωσαν ένα Συνέδριο των Λαών της Ανατολής στο Μπακού της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν, το οποίο συγκάλεσε σχεδόν δύο χιλιάδες αντιπροσώπους από είκοσι εννέα ασιατικές εθνικότητες. Ο Γκριγκόρι Ζινόβιεφ επιβεβαίωσε ρητά ότι η Κομμουνιστική Διεθνής είχε σπάσει με παλαιότερες σοσιαλδημοκρατικές συμπεριφορές, σύμφωνα με τις οποίες η «πολιτισμένη Ευρώπη» μπορούσε και πρέπει να «λειτουργήσει ως δάσκαλος στη «βάρβαρη» Ασία». Η επανάσταση δεν θεωρούνταν πλέον ως το αποκλειστικό βασίλειο των «λευκών» Ευρωπαίων και Αμερικανών εργατών και ο σοσιαλισμός δεν μπορούσε να φανταστεί κανείς χωρίς την απελευθέρωση των αποικισμένων λαών.

Οι αντικρουόμενες σχέσεις μεταξύ κομμουνισμού και εθνικισμού θα ξεκαθαρίσουν τις επόμενες δεκαετίες, αλλά η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν η εναρκτήρια στιγμή της παγκόσμιας αντιαποικιοκρατίας. Στη δεκαετία του 1920, η αντιαποικιοκρατία μετατοπίστηκε ξαφνικά από το πεδίο της ιστορικής δυνατότητας στο πεδίο της πολιτικής στρατηγικής και της στρατιωτικής οργάνωσης. Η διάσκεψη του Μπακού ανακοίνωσε αυτή την ιστορική αλλαγή.

Η συμμαχία μεταξύ κομμουνισμού και αντι-αποικιοκρατίας γνώρισε αρκετές στιγμές κρίσης και έντασης, που σχετίζονται τόσο με ιδεολογικές συγκρούσεις όσο και με τις επιταγές της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ. Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα συμμετείχε σε μια κυβέρνηση συνασπισμού που κατέστειλε βίαια τις αντιαποικιακές εξεγέρσεις στην Αλγερία και τη Μαδαγασκάρη, και την επόμενη δεκαετία υποστήριξε τον πρωθυπουργό Γκυ Μολέ στην αρχή του Αλγερινού πολέμου. Στην Ινδία, το κομμουνιστικό κίνημα περιθωριοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου λόγω της απόφασής του να αναστείλει τον αντιαποικιακό του αγώνα και να υποστηρίξει τη συμμετοχή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας σε μια στρατιωτική συμμαχία με την ΕΣΣΔ ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα.

Εάν αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ξεκάθαρα τις αντιφάσεις της κομμουνιστικής αντιαποικιοκρατίας, δεν αλλάζουν τον ιστορικό ρόλο που έπαιξε η ΕΣΣΔ ως σημείο στήριξης για πολλές αντιαποικιακές επαναστάσεις. Όλη η διαδικασία της αποαποικιοποίησης έλαβε χώρα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, μέσα στους συσχετισμούς δύναμης που δημιουργήθηκαν από την ύπαρξη της ΕΣΣΔ.

Αναδρομικά, η αποαποικιοποίηση εμφανίζεται ως μια ιστορική εμπειρία στην οποία οι αντιφατικές διαστάσεις του κομμουνισμού που αναφέρθηκαν προηγουμένως – χειραφέτηση και αυταρχισμός, επανάσταση και δικτατορική εξουσία – συγχωνεύτηκαν μόνιμα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αντιαποικιακοί αγώνες σχεδιάστηκαν και οργανώθηκαν σαν στρατιωτικές εκστρατείες που πραγματοποιήθηκαν από στρατούς απελευθέρωσης, και τα πολιτικά καθεστώτα που ίδρυσαν ήταν, από την αρχή, μονοκομματικές δικτατορίες.

Στην Καμπότζη, στο τέλος ενός άγριου πολέμου, η στρατιωτική διάσταση του αντιαποικιακού αγώνα έπνιξε τελείως κάθε χειραφέτηση και η κατάκτηση της εξουσίας από τους Ερυθρούς Χμερ οδήγησε αμέσως στην εγκαθίδρυση μιας γενοκτονικής δύναμης. Η ευτυχία της εξεγερμένης Αβάνας την πρώτη Ιανουαρίου 1959 και ο τρόμος των πεδίων δολοφονίας της Καμπότζης είναι οι διαλεκτικοί πόλοι του κομμουνισμού ως αντιαποικιοκρατίας.

Επαναστάτες Μεταρρυθμιστές


Η τέταρτη διάσταση του κομμουνισμού του εικοστού αιώνα είναι η σοσιαλδημοκρατική: σε ορισμένες χώρες και περιόδους, ο κομμουνισμός έπαιξε τον ρόλο που παραδοσιακά εκπλήρωνε η ​​σοσιαλδημοκρατία. Αυτό συνέβη σε ορισμένες δυτικές χώρες, κυρίως στις μεταπολεμικές δεκαετίες, χάρη σε ένα σύνολο συνθηκών που σχετίζονται με το διεθνές πλαίσιο, την εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ και την απουσία ή αδυναμία κλασικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων· και συνέβη επίσης σε ορισμένες χώρες που γεννήθηκαν από την αποαποικιοποίηση.

Σε ορισμένες χώρες και περιόδους, ο κομμουνισμός έπαιξε τον ρόλο που παραδοσιακά εκπλήρωνε η ​​σοσιαλδημοκρατία.

Τα πιο σημαντικά παραδείγματα αυτού του περίεργου φαινομένου βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, την εποχή του New Deal, στη μεταπολεμική Γαλλία και Ιταλία, καθώς και στην Ινδία (Κεράλα και Δυτική Βεγγάλη). Φυσικά, ο σοσιαλδημοκρατικός κομμουνισμός ήταν γεωγραφικά και χρονολογικά πιο περιορισμένος από τις άλλες μορφές του, αλλά παρόλα αυτά υπήρχε. Σε κάποιο βαθμό, η αναγέννηση της ίδιας της σοσιαλδημοκρατίας μετά το 1945 ήταν ένα υποπροϊόν της Οκτωβριανής Επανάστασης, η οποία είχε αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα και ανάγκασε τον καπιταλισμό να μεταμορφωθεί σημαντικά, υιοθετώντας ένα «ανθρώπινο πρόσωπο».

Ο σοσιαλδημοκρατικός κομμουνισμός είναι ένας οξύμωρος ορισμός που δεν αγνοεί τους δεσμούς του γαλλικού, ιταλικού ή ινδικού κομμουνισμού με τις επαναστάσεις, τον σταλινισμό και την αποαποικιοποίηση. Δεν παραμελεί την ικανότητα αυτών των κινημάτων να ηγούνται εξεγέρσεων —ιδίως κατά τη διάρκεια της Αντίστασης κατά της ναζιστικής κατοχής— ούτε τις οργανικές τους συνδέσεις με τη Μόσχα για αρκετές δεκαετίες. Η πρώτη τους ανοιχτή κριτική για την εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ έλαβε χώρα μόλις τη δεκαετία του 1960, πρώτα με τη σινοσοβιετική διάσπαση και μετά με την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία από σοβιετικά τανκς.

Ακόμη και η εσωτερική τους δομή και οργάνωσή τους ήταν, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, πολύ περισσότερο σταλινικά παρά σοσιαλδημοκρατικά, καθώς και η κουλτούρα, οι θεωρητικές πηγές και η πολιτική τους φαντασία. Παρά αυτά τα σαφώς αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά, τέτοια κόμματα έπαιξαν έναν τυπικό σοσιαλδημοκρατικό ρόλο: μεταρρυθμίζοντας τον καπιταλισμό, περιορίζοντας τις κοινωνικές ανισότητες, προσφέροντάς τους πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση και τον ελεύθερο χρόνο στον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Εν ολίγοις, βελτιώνοντας τις συνθήκες διαβίωσης των εργατικών τάξεων και δίνοντάς τους πολιτική εκπροσώπηση.

Φυσικά, ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σοσιαλδημοκρατικού κομμουνισμού ήταν ο αποκλεισμός του από την πολιτική εξουσία, εκτός από μερικά χρόνια μεταξύ του τέλους του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και της έκρηξης του Ψυχρού Πολέμου (το κύκνειο άσμα του σοσιαλδημοκρατικού κομμουνισμού έλαβε χώρα στη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF) συμμετείχε σε μια αριστερή κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Φρανσουά Μιτεράν. Σε αντίθεση με το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα, το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ή τις σοσιαλδημοκρατίες της Σκανδιναβίας δεν διεκδικούν την πατρότητα του κοινωνικού κράτους.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν ένας από τους αριστερούς πυλώνες του New Deal, μαζί με τα συνδικάτα, αλλά ποτέ δεν μπήκε στην κυβέρνηση Ρούσβελτ. Δεν γνώρισε την εξουσία, μόνο τις εκκαθαρίσεις του Μακαρθισμού. Στη Γαλλία και την Ιταλία, τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν ισχυρή επιρροή στη γέννηση των μεταπολεμικών κοινωνικών πολιτικών απλώς και μόνο λόγω της δύναμής τους και της ικανότητάς τους να ασκούν πίεση στις κυβερνήσεις.

Η αρένα του κοινωνικού ρεφορμισμού τους ήταν ο «δημοτικός σοσιαλισμός» στις πόλεις που ηγήθηκαν ως ηγεμονικά προπύργια, όπως η Μπολόνια ή η παρισινή «κόκκινη ζώνη». Σε μια πολύ μεγαλύτερη χώρα όπως η Ινδία, οι κομμουνιστικές κυβερνήσεις της Κεράλα και της Δυτικής Βεγγάλης θα μπορούσαν να θεωρηθούν ισοδύναμες μορφές «τοπικών», μετα-αποικιακών κρατών πρόνοιας.

Στην Ευρώπη, ο σοσιαλδημοκρατικός κομμουνισμός είχε δύο απαραίτητες προϋποθέσεις: από τη μια πλευρά, την Αντίσταση που νομιμοποίησε τα κομμουνιστικά κόμματα ως δημοκρατικές δυνάμεις· από την άλλη, η οικονομική ανάπτυξη που ακολούθησε τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, η εποχή του σοσιαλδημοκρατικού κομμουνισμού είχε τελειώσει. Επομένως, το τέλος του κομμουνισμού το 1989 ρίχνει ένα νέο φως στην ιστορική τροχιά της ίδιας της σοσιαλδημοκρατίας.

Μια ολοκληρωμένη μορφή του σοσιαλδημοκρατικού κράτους πρόνοιας υπήρχε μόνο στη Σκανδιναβία. Αλλού, το κράτος πρόνοιας ήταν πολύ περισσότερο αποτέλεσμα μιας καπιταλιστικής αυτομεταρρύθμισης παρά μιας σοσιαλδημοκρατικής κατάκτησης. Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στη μέση μιας ερειπωμένης ηπείρου, ο καπιταλισμός δεν μπόρεσε να επανεκκινήσει χωρίς ισχυρή κρατική παρέμβαση. Παρά τον προφανή – και σε μεγάλο βαθμό επιταχυνόμενο – στόχο του να υπερασπιστεί την αρχή της «ελεύθερης αγοράς» ενάντια στη σοβιετική οικονομία, το Σχέδιο Μάρσαλ ήταν, όπως έδειξε το όνομά του, ένα «σχέδιο» που εξασφάλιζε τη μετάβαση από τον ολοκληρωτικό πόλεμο στην ειρηνική ανασυγκρότηση.

Το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας ήταν ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα της περίπλοκης και αντιφατικής αντιπαράθεσης μεταξύ κομμουνισμού και καπιταλισμού που είχε ξεκινήσει το 1917.

Χωρίς μια τέτοια τεράστια αμερικανική βοήθεια, πολλές ευρωπαϊκές χώρες που είχαν καταστραφεί υλικά δεν θα μπορούσαν να ανακάμψουν γρήγορα και οι Ηνωμένες Πολιτείες ανησυχούσαν ότι μια νέα οικονομική κατάρρευση θα μπορούσε να ωθήσει ολόκληρες χώρες προς τον κομμουνισμό. Από αυτή την άποψη, το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας ήταν ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα της περίπλοκης και αντιφατικής αντιπαράθεσης μεταξύ κομμουνισμού και καπιταλισμού που είχε ξεκινήσει το 1917.

Όποιες κι αν ήταν οι αξίες, οι πεποιθήσεις και οι δεσμεύσεις των μελών της, ακόμη και των ηγετών της, η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε τον ρόλο του ενοικιαστή: μπορούσε να υπερασπιστεί την ελευθερία, τη δημοκρατία και το κράτος πρόνοιας στις καπιταλιστικές χώρες απλώς και μόνο επειδή υπήρχε η ΕΣΣΔ και ο καπιταλισμός είχε αναγκαστεί να μεταμορφώνεται στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Μετά το 1989, ο καπιταλισμός ανέκτησε το «άγριο» πρόσωπό του, ανακάλυψε ξανά το την ορμή των ηρωικών του χρόνων και διέλυσε το κράτος πρόνοιας σχεδόν παντού.

Στις περισσότερες δυτικές χώρες, η σοσιαλδημοκρατία στράφηκε στον νεοφιλελευθερισμό και έγινε ουσιαστικό εργαλείο αυτής της μετάβασης. Και παράλληλα με την παλαιού τύπου σοσιαλδημοκρατία, εξαφανίστηκε ακόμη και ο σοσιαλδημοκρατικός κομμουνισμός. Η αυτοδιάλυση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το 1991, ήταν ο εμβληματικός επίλογος αυτής της διαδικασίας: δεν μετατράπηκε σε ένα κλασικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αλλά μάλλον σε υποστηρικτή του κεντροαριστερού φιλελευθερισμού, με το ρητά διεκδικούμενο μοντέλο του Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος.

Μετά τη πτώση


Το 1989, η πτώση του κομμουνισμού έκλεισε την αυλαία ενός θεατρικού έργου τόσο επικό όσο και τραγικό, τόσο συναρπαστικό όσο και τρομακτικό. Η εποχή της αποαποικιοποίησης και του κράτους πρόνοιας είχε τελειώσει, αλλά η κατάρρευση του κομμουνισμού ως καθεστώτος πήρε μαζί της και τον κομμουνισμό ως επανάσταση. Αντί να απελευθερώσει νέες δυνάμεις, το τέλος της ΕΣΣΔ προκάλεσε μια ευρεία συνειδητοποίηση της ιστορικής ήττας των επαναστάσεων του εικοστού αιώνα: παραδόξως, το ναυάγιο του υπαρκτού σοσιαλισμού κατέκλυσε την κομμουνιστική ουτοπία.

Η αριστερά του εικοστού πρώτου αιώνα αναγκάζεται να επανεφεύρει τον εαυτό της, να αποστασιοποιηθεί από τα προηγούμενα πρότυπα. Δημιουργεί νέα μοντέλα, νέες ιδέες και μια νέα ουτοπική φαντασία. Αυτή η ανασυγκρότηση δεν είναι εύκολη υπόθεση, στο βαθμό που η πτώση του κομμουνισμού άφησε τον κόσμο χωρίς εναλλακτικές στον καπιταλισμό και δημιούργησε ένα διαφορετικό ψυχικό τοπίο. Μια νέα γενιά έχει μεγαλώσει σε έναν νεοφιλελεύθερο κόσμο στον οποίο ο καπιταλισμός έχει γίνει μια «φυσική» μορφή ζωής.

Η Αριστερά ανακάλυψε ξανά ένα σύνολο επαναστατικών παραδόσεων που είχαν καταπιεστεί ή περιθωριοποιηθεί κατά τη διάρκεια ενός αιώνα, μεταξύ των οποίων ο αναρχισμός, και αναγνώρισε μια πλειάδα πολιτικών υποκειμένων που προηγουμένως αγνοήθηκαν ή είχαν υποβιβαστεί σε δευτερεύουσα θέση. Οι εμπειρίες των κινημάτων της «άλλης παγκοσμιοποίησης», της Αραβικής Άνοιξης, του Occupy Wall Street, των Ισπανικών Αγανακτισμένων, του ΣΥΡΙΖΑ, του γαλλικού Nuit πρωτοεμφανιζόμενου και των Κίτρινων Γιλέκων, των φεμινιστικών και LGBT κινημάτων και των Black Lives Matter είναι βήματα στη διαδικασία οικοδόμησης  μιας νέας επαναστατικής φαντασίας, με ασυνεχή χαρακτήρα, τρεφόμενη από την μνήμη αλλά ταυτόχρονα αποκομμένη από την ιστορία του εικοστού αιώνα και στερημένη από μια αξιοποιήσιμη κληρονομιά.

Ο κομμουνισμός του εικοστού αιώνα, γεννημένος ως μια προσπάθεια να κατακτήσει τον παράδεισο, έγινε, με και κατά του φασισμού, έκφραση της διαλεκτικής του Διαφωτισμού. Τελικά, οι σοβιετικού τύπου βιομηχανικές πόλεις, τα πενταετή σχέδια, η αγροτική κολεκτιβοποίηση, τα διαστημόπλοια, τα γκουλάγκ που μετατράπηκαν σε εργοστάσια, τα πυρηνικά όπλα και οι οικολογικές καταστροφές, ήταν διαφορετικές μορφές του θριάμβου της εργαλειακής λογικής.

Δεν ήταν ο κομμουνισμός το τρομακτικό πρόσωπο ενός προμηθεϊκού ονείρου, μιας ιδέας της Προόδου που έσβησε και κατέστρεψε κάθε εμπειρία αυτοχειραφέτησης; Δεν ήταν ο σταλινισμός μια καταιγίδα «που στοιβάζει συντρίμμια πάνω σε συντρίμμια», σύμφωνα με την εικόνα του Walter Benjamin, και την οποία εκατομμύρια άνθρωποι αποκαλούσαν λανθασμένα «Πρόοδο»; Ο φασισμός συνδύασε ένα σύνολο συντηρητικών αξιών που κληρονόμησε από τον αντιδιαφωτισμό με μια σύγχρονη λατρεία της επιστήμης, της τεχνολογίας και της μηχανικής δύναμης. Ο σταλινισμός συνδύασε μια παρόμοια λατρεία της τεχνικής νεωτερικότητας με μια ριζοσπαστική και αυταρχική μορφή Διαφωτισμού: ο σοσιαλισμός μεταμορφώθηκε σε μια «ψυχρή ουτοπία».

Μια νέα, παγκόσμια αριστερά δεν θα πετύχει χωρίς να εργαστεί μέσα από αυτήν την ιστορική εμπειρία. Η εξαγωγή του χειραφετητικού πυρήνα του κομμουνισμού από αυτό το πεδίο των ερειπίων δεν είναι μια αφηρημένη, απλώς διανοητική λειτουργία. Θα απαιτήσει νέες μάχες, νέους αστερισμούς, στους οποίους ξαφνικά το παρελθόν θα αναδυθεί ξανά και η μνήμη θα αποκτήσει πάλι την ζωτικότητά της. Οι επαναστάσεις δεν μπορούν να προγραμματιστούν, έρχονται πάντα απροσδόκητα.


 

Πηγή: commune.org.gr

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.