Του Αλέξη Λιοσάτου
Από τις αρχές Ιουνίου, ξέσπασε φοιτητικό κίνημα κατά «του συστήματος ποσοστώσεων εργασίας» του Μπαγκλαντές. Με την κήρυξη ανεξαρτησίας του Μπαγκλαντές (1971), η κυβέρνηση καθιέρωσε ένα σύστημα ποσοστώσεων για προσλήψεις στον δημόσιο τομέα, με το 30% των θέσεων να πηγαίνουν στους 300.000 «μαχητές του απελευθερωτικού πολέμου», ενώ αργότερα συμπεριέλαβε στις ποσοστώσεις τα παιδιά και τα εγγόνια τους, που πρακτικά σήμαινε ότι για δεκαετίες μεγάλο ποσοστό των θέσεων εργασίας «καπαρώνονταν» από μέλη του κυβερνώντος κόμματος Awami League (ΑL), που είχε ηγηθεί του απελευθερωτικού αγώνα, ενώ αποκλειόταν σε μεγάλο βαθμό το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού (170+ εκατ. κάτοικοι). Το 2008 και το 2013 είχαν εκδηλωθεί και πάλι κινητοποιήσεις για το ζήτημα, ενώ το 2018, ένα παρόμοιο φοιτητικό κίνημα ανάγκασε την κυβέρνηση να καταργήσει εντελώς το σύστημα των ποσοστώσεων. Τον φετινό Ιούνιο ωστόσο το ανώτατο δικαστήριο του Μπαγκλαντές («αδέκαστη δικαιοσύνη» έχουν κι εκεί όπως φαίνεται) έκρινε τον τερματισμό του συστήματος των ποσοστώσεων αντισυνταγματικό.
Για πάνω από έναν μήνα οι φοιτητές κάνανε καταλήψεις και διαδηλώσεις αγωνιζόμενοι-ες για το εργασιακό μέλλον τους. Το κίνημα εξαρχής αντιμετώπισε τη βία της αστυνομίας και των τραμπούκων της BCL (κυβερνητική φοιτητική παράταξη,) απαγωγές, έλεγχο κινητών και φυλάκιση με γκεμπελίστικες κατηγορίες περί … αποπειρών δολοφονίας, μόνο και μόνο επειδή είχαν αναρτήσεις στο fb που υποστήριζαν την εξέγερση.
Η ημιδικτατορική (δημοκρατική στα λόγια, δικτατορική στην πράξη) και φιλοδυτική (αλλά και φιλοκινέζικη) κυβέρνηση Χασίνα, βασικό διεθνές στήριγμα της οποίας αποτελούσε η ινδική αστική τάξη, αντιμετώπισε χλευαστικά τους διαδηλωτές, αποκαλώντας τους «ραζακάρ», δηλαδή προδότες και συνεργάτες των Πακιστανών στον πόλεμο του 1971 (κάτι αντίστοιχο σαν το δικό μας «δοσίλογοι» ή «γερμανοτσολιάδες» δηλαδή).
Τα εξίσου αντιλαϊκά και πρώην κυβερνόντα αντιπολιτευόμενα κόμματα Εθνικιστικό Κόμμα του Μπαγκλαντές (BNP) και Τζαμάατ-Ε-Ισλάμι εκμεταλλεύτηκαν δημαγωγικά τη δυσαρέσκεια των νέων και δήλωναν στήριξη στο κίνημα.
Στις 17 Ιουλίου η κυβέρνηση κλιμάκωσε την καταστολή και 6 άνθρωποι δολοφονήθηκαν από κρατικές και παρακρατικές δυνάμεις καταστολής στις πόλεις Ντάκα, Τσάτογκραμ και Ρανγκπούρ.
Αλλά η εξέγερση κλιμακώθηκε αντί να κατασβεστεί και στις 18 Ιουλίου, είχαμε ακόμα περισσότερους νεκρούς, ενώ η κυβέρνηση για να δυσκολέψει την εξάπλωσή της έκλεισε τα δίκτυα Διαδικτύου και κινητής τηλεφωνίας και επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας. Η απροκάλυπτη στήριξη των ΜΜΕ στην κυβέρνηση και την ωμή δολοφονική καταστολή από τα μέσα ενημέρωσης είχε ήδη εξαγριώσει την κοινή γνώμη, κι η εξαγρίωση μεγάλωσε με το κλείσιμο του διαδικτύου. Ο στρατός αναπτύχθηκε σε όλη τη χώρα με διαταγές να πυροβολεί στο ψαχνό για να σβήσει η εξαπλούμενη φωτιά της εξέγερσης. Στις 21/7 αριθμός των νεκρών της διαδήλωσης ξεπερνούσε τους 130. H καταστολή ήταν βάρβαρη, και πυροβολούνταν στο ψαχνό όχι μόνο διαδηλωτές, αλλά και αλληλέγγυοι (πχ άνθρωποι που πρόσφεραν νερό και τρόφιμα στους διαδηλωτές), περαστικοί ή και κάτοικοι της γειτονιάς στα μπαλκόνια τους.
Στο ζήτημα των ποσοστώσεων εργασίας, η κυβέρνηση ενώ αρχικά παρίστανε την ατρόμητη, τελικά υποχώρησε, μετέθεσε την εκδίκαση της έφεσης κατά της δικαστικής απόφασης σχετικά με τις ποσοστώσεις από τις 7 Αυγούστου στις 21 Ιουλίου. Στις 21/7 το δικαστήριο αποφάσισε τελικά ότι οι ποσοστώσεις που ευνοούν τους απογόνους των βετεράνων του απελευθερωτικού πολέμου δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 5%, κάτι που κάλυπτε σε γενικές γραμμές τη σχετική απαίτηση του φοιτητικού κινήματος. Όμως το κίνημα πλέον δεν αρκούταν σε αυτό: μέσα και από μάχες της ριζοσπαστικής του πτέρυγας είχε πλέον διευρυμένα αιτήματα, διεκδικώντας την απελευθέρωση των φυλακισμένων διαδηλωτών, την τιμωρία των ένοπλων δολοφόνων που σκότωσαν πολίτες και την παραίτηση συγκεκριμένων υπουργών της κυβέρνησης. Στο τέλος, και εν μέσω αυξανομένων νεκρών και αδίστακτης καταστολής, βασικό αίτημα της εξέγερσης έγινε «να φύγει η Χασίνα».
Παράλληλα, στις χώρες του Περσικού Κόλπου, όπου ζουν εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες εργάτες από το Μπαγκλαντές, πραγματοποιούνταν μεγάλες διαδηλώσεις αλληλεγγύης, που αντιμετωπίστηκαν με βία από τα ντόπια αντιδραστικά καθεστώτα.
Τα αίτια της εξέγερσης είναι βαθύτερα και ταξικά
Οι ποσοστώσεις ήταν η αφορμή για το ξέσπασμα του κινήματος. Η αιτία είναι η συσσωρευμένη οικονομική και πολιτική δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης. Ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 10% και μειώνει το ήδη πενιχρό εισόδημα, η ανεργία επίσης καλπάζει ιδιαίτερα στη νεολαία και πληθώρα σκανδάλων που αφορούν κυβερνητικούς αξιωματούχους ξέσπασαν τα προηγούμενα χρόνια. Οι πλούσιοι απολαμβάνουν φοροαπαλλαγές, φοροελαφρύνσεις , φοροδιαφυγή, μεταφορά κεφαλαίων σε φορολογικούς παραδείσους και η επίδειξη του πλούτου τους (πολυτελή σπίτια κλπ) είναι προκλητική. Το 41% των νέων στο Μπαγκλαντές είναι άεργοι (ούτε εργαζόμενοι ούτε φοιτητές-μαθητές) και το 66% των αποφοίτων πανεπιστημίου άνεργοι.
Η Χασίνα κυβερνά συνεχώς από το 2009, με εκτεταμένες κατηγορίες για νοθείες στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2014, 2018 και 2024, με βία και συλλήψεις κατά ηγετών της μείζονος αντιπολίτευσης (BNP), ενώ στις τελευταίες εκλογές (αρχές 2024) βασικά κόμματα της αντιπολίτευσης απείχαν και καλούσαν σε μποϊκοτάζ, με αποτέλεσμα η Χασίνα να ελέγχει το 95% της Βουλής. Η Χασίνα επικρινόταν ευρέως από την αντιπολίτευση ως «πράκτορας» των συμφερόντων της Ινδίας αλλά και τη βαθιά λογοκρισία και ανελευθερία του τύπου.
Γενικά η κυβέρνηση Χασίνα αντιμετώπιζε με μίσος και καταστολή την οποιαδήποτε λαϊκή κινητοποίηση, αντιμετωπίζοντας τους διαδηλωτές με φυλακές, βασανιστήρια, στημένα κατηγορητήρια, δολοφονίες και «εξαφανίσεις». Το 2018 ψήφισε νόμο με τον οποίο η αστυνομία μπορούσε να συλλαμβάνει όποιον θέλει χωρίς ένταλμα. Ακολουθούσε τακτική φίμωσης οποιασδήποτε αντιπολιτευτικής φωνής, με φυλακίσεις και δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων της και δημοσιογράφων που της ασκούσαν κριτική.
Στις εκλογές του 2018 στα εκλογικά κέντρα η ψηφοφορία δεν ήταν μυστική, ο κόσμος απειλούταν να ψηφίσει υποχρεωτικά ΑL, απαγορεύτηκε στους υποψηφίους της αντιπολίτευσης να κάνουν προεκλογικό αγώνα, η παρουσία εκπροσώπων της αντιπολίτευσης στην καταμέτρηση ψήφων απαγορεύτηκε, 18 άνθρωποι δολοφονήθηκαν και πάνω από 200 τραυματίστηκαν, χιλιάδες ακτιβιστές του BNP φυλακίστηκαν. Σε ένα φρικτό περιστατικό που έγινε γνωστό, όταν μια γυναίκα ψήφισε BNP παρά τις απειλές, οι εκλογικοί αντιπρόσωποι της AL διέρρηξαν το σπίτι της, έδεσαν με σχοινιά τον άντρα της και τα 4 παιδιά της σε ένα δωμάτιο και τη βίασαν ομαδικά μπροστά τους.
Το 2018 επίσης ξέσπασε μεγάλο φοιτητικό και μαθητικό κίνημα, με αφορμή τον θάνατο δύο φοιτητών σε τροχαίο δυστύχημα , το οποίο κυβέρνηση αντιμετώπισε βάναυση καταστολή αστυνομικών, επιστρατεύοντας και παρακρατικούς με μαχαίρια.
Τέλος το 2022 είχαν και πάλι ξεσπάσει αντικυβερνητικές διαδηλώσεις απαιτώντας την παραίτηση της Χασίνα.
Ιδιαίτερα η νεολαία ασφυκτιούσε από το καταπιεστικό καθεστώς. Η όποια υπόνοια φοιτητικής κινητοποίησης αντιμετωπιζόταν με βία. Οι τραμπούκοι της BCL (νεολαία της AL, με δράση που θυμίζει τους κατά καιρούς τραμπουκισμούς και δολοφονικές ενέργειες της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ και του προγόνου της, της ΕΚΟΦ) τρομοκρατούσαν τους φοιτητές-τριες, τα social media παρακολουθούνταν και οι αντιφρονούντες διώκονταν. Πολλοί αριστεροί φοιτητές υπέστησαν σκληρά βασανιστήρια και αρκετοί πέθαναν στα κρατητήρια.
Στο ξέσπασμα της εξέγερσης των Μπαγκλαντέζων δεν αποκλείεται να έπαιξε ρόλο και το διεθνές περιβάλλον. Το καλοκαίρι 2022 ξέσπασε μεγάλη λαϊκή εξέγερση ενάντια στη φτώχεια και την ακρίβεια στο νησί της Σρι Λάνκα, ενώ από το 2021 οι καταπιεσμένες μάζες στη Βιρμανία/Μυανμάρ (που έχει κοινά σύνορα με το Μπαγκλαντές) διεξάγουν πόλεμο ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία. Επίσης, από το 2021, η αντιδραστική ηγεσία του Μπαγκλαντές συνεργαζόταν στενότερα με το Ισραήλ, κάτι που επίσης έβρισκε την πλειοψηφία του πληθυσμού αντίθετη, ιδιαίτερα εν μέσω γενοκτονίας των Παλαιστινίων.
Στα τέλη του 2023 μια μεγάλη απεργία εξαπλώθηκε σε πάνω από 500 εργοστάσια του ιματισμού με αίτημα τον τριπλασιασμό των μισθών και βρέθηκε αντιμέτωπη με αστυνομική καταστολή και δολοφονίες απεργών.
Τέλος, στις τελευταίες γενικές εκλογές (1/2024), που διεξήχθησαν τον Ιανουάριο αυτού του έτους, η αντιπολίτευση αποφάσισε να απέχει από την εκλογική διαδικασία αφού πρώτα προεκλογικά είχαν συλληφθεί περισσότεροι από 20.000 ακτιβιστές της.
Εισβολή της εργατικής τάξης και ανυπακοή των στρατιωτών: η δύναμη της επανάστασης
Παρά τη θηριώδη καταστολή το κίνημα όχι μόνο δεν κάμφθηκε αλλά γενικεύτηκε: το φοιτητικό κίνημα καλούσε τον λαό του Μπαγκλαντές σε ανυπακοή στην κυβέρνηση, παύση πληρωμών λογαριασμών και φόρων, γενική απεργία και πανεθνική κινητοποίηση την Κυριακή (εργάσιμη στο Μπαγκλαντές) στις 4/8, που άρχισε να οργανώνεται άμεσα, ραγδαία και από τα κάτω. Οι εργαζόμενοι στο προάστιο Gazipur της Ντάκα προχώρησαν σε απεργία, κάνοντας την αρχή κι έπειτα εξαπλώθηκε απεργιακό κίνημα στον δημόσιο τομέα, τις τράπεζες και την κλωστοϋφαντουργία, δημιουργώντας χιονοστιβάδα, με επιτροπές εργατ(ρι)ών να πηγαίνουν από το ένα εργοστάσιο στο άλλο και να μεταδίδουν το «μήνυμα» της επανάστασης. Η εργοδοτική ομοσπονδία απάντησε κλείνοντας τα εργοστάσια σε όλη τη χώρα. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε «τριήμερη υποχρεωτική αργία» από τη Δευτέρα έως τη Τετάρτη, καθώς και το κλείσιμο σχολείων και πανεπιστημίων, ώστε να αποφύγει την περαιτέρω εξάπλωση της εξέγερσης στην εργατική τάξη.
Η φαινομενική «πυγμή» της Χασίνα με απειλές για «συντριβή των σαμποτέρ» και σκληρή καταστολή κράτησε μέχρι τις 4/8 (97 νεκροί), καθώς στις 5/8 διαδήλωσαν εκατομμύρια άνθρωποι στη Ντάκα και κατέλαβαν το πρωθυπουργικό μέγαρο και το κοινοβούλιο. Παρατηρήθηκε το φαινόμενο συναδέλφωσης στρατιωτών με διαδηλωτές και ανοίγματος πυρ των πρώτων εναντίον των φιλοκυβερνητικών πολιτοφυλακών, θορυβώντας το γενικό επιτελείο. Ο στρατός επέλεξε να αφήσει από ένα σημείο και μετά τη βρώμικη δουλειά στην αστυνομία και τους παρακρατικούς, αλλά στο τέλος παρέλυσαν κι αυτοί. Τελικά ο στρατός, από φόβο μήπως χαθεί τελείως ο έλεγχος από την αστική τάξη, πήρε ξεκάθαρη θέση υπέρ της αλλαγής της κυβέρνησης, φροντίζοντας για τη «συνέχεια του κράτους».
Στις 5/8 ο πληθυσμός πανηγύριζε μια νίκη του μεγαλύτερου κινήματος στην ιστορία του Μπαγκλαντές από τη δεκαετία του ‘70. Χιλιάδες άνθρωποι στην πρωτεύουσα Ντάκα εισέβαλαν και κατέλαβαν την πρωθυπουργική κατοικία, ενώ έσπασαν και το άγαλμα του πατέρα της Χασίνα και ηγέτη του «εθνικοαπελευθερωτικού» αγώνα, Σεΐχη Μουτζιμπούρ Ραχμάν, του πατέρα της πρωθυπουργού Χασίνα.
Αν δεν ακούσατε για όλα αυτά κάτι από τα ΜΜΕ, μην σας κάνει εντύπωση, είναι φυσιολογικό. Ο ντόπιος και ο διεθνής Τύπος ανήκουν σε δισεκατομμυριούχους, των οποίων «συνάδελφοι» καπιταλιστές έχουν μετατρέψει το Μπαγκλαντές σε έναν παράδεισο πάμφτηνης εργασίας, ενώ το Μπαγκλαντές εκθειαζόταν τα τελευταία χρόνια ως πρότυπο «ανάπτυξης». Εννοείται πως θα στήριζαν τη Χασίνα, θα απέκρυβαν τις δολοφονίες και την ανατροπή της. Επιπλέον εννοείται πως τα ΜΜΕ είναι εχθρικά σε οποιαδήποτε μαζική εξέγερση και υποστηρίζουν την άμεση κατάπνιξή της. Εν προκειμένω, η εργατική τάξη του Μπαγκλαντές έπρεπε σύντομα να μπει «σε τάξη» ώστε να συνεχίσει να ξεζουμίζεται «ομαλά», για να βγάζουν τα αφεντικά σε Ανατολή και Δύση δισεκατομμύρια. Τέλος «απαγορεύεται» στην δυτική εργατική τάξη να δει την εργατική τάξη του Μπαγκλαντές ως επαναστατικό υποκείμενο, γιατί έτσι καλλιεργούνται τα μικρόβια της ταξικής συνείδησης, της διεθνιστικής αλληλεγγύης και της έμπνευσης του επαναστατικού παραδείγματος, ενώ γκρεμίζεται το έδαφος πάνω στο οποία πατάει η ρατσιστική και φασιστική προπαγάνδα.
Κατάληξη, απολογισμός και συμπεράσματα
Η ήττα της Χασίνα σαφώς αξίζει πανηγυρισμούς, αλλά αυτή η εξέγερση είχε πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες…
Η Human Rights Support Society, ανέφερε σε έκθεσή της ότι τουλάχιστον 819 άνθρωποι σκοτώθηκαν μεταξύ 16 Ιουλίου και 18 Αυγούστου, μεταξύ τους 83 παιδιά και 14 φοιτητές. Η οργάνωση εκτιμούσε ότι ο αριθμός των νεκρών της εξέγερσης μπορεί να φτάσει τους 1.000. Κάποιες άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών σε χιλιάδες. Φυλακίστηκαν πάνω από 11.000 άτομα, πολλά από τα οποία βασανίστηκαν, ενώ τραυματίστηκαν πάνω από 25.000. Χιλιάδες νεολαίοι βασανίστηκαν, μεταξύ των οποίων και κάποιοι από αυτούς τυφλώθηκαν και ακρωτηριάστηκαν.
Η Χασίνα κατηγόρησε το Πακιστάν και άφησε υπόνοιες για τον ρόλο των ΗΠΑ στην ανατροπή της. Στις εκλογές του φετινού Γενάρη η Κίνα συνεχάρη τη Χασίνα, μιλώντας για «επιτυχημένη διεξαγωγή» των εκλογών, ενώ οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι το εκλογικό αποτέλεσμα δεν ήταν δίκαιο. Ωστόσο στη συνέχεια η Δύση συνέχισε τις business με τη Χασίνα, ενώ κατά τη διάρκεια της εξέγερσης καλούσαν γενικώς όλες τις πλευρές σε «ψυχραιμία», όταν η Χασίνα μακέλευε φοιτητές κι εργάτες. Ούτε γεωπολιτικά «στέκει» μια τέτοια προσέγγιση περί εμπλοκής ΗΠΑ. Θα ήταν δύσκολο για τις ΗΠΑ να οργανώσουν «μέτωπο» στην αυλή της Κίνας, ενώ έχουν βαλτώσει στην Ουκρανία και Παλαιστίνη, και τη στιγμή που κάτι τέτοιο θα έστρεφε την Ινδία εναντίον της και στην αγκαλιά της Κίνας (οι ΗΠΑ αυτή την περίοδο προσπαθούν να «συγκρατήσουν με νύχια και με δόντια» την Ινδία απ’ το να συμπήξει μια στενότερη και μονόπλευρη συνεργασία με Κίνα-Ρωσία) κι ενώ ταυτόχρονα το Μπαγκλαντές θα «περικυκλωνόταν απειλητικά». Αντίθετα στρατιωτικά οχήματα του ΟΗΕ (των οποίων οι ΗΠΑ παραμένουν -επί της ουσίας- επικεφαλής) αξιοποιήθηκαν για επίθεση στους εξεγερμένους. Χώρια που η εξέγερση είχε καθαρά ταξικό υπόβαθρο και ξέφυγε από τον έλεγχο όλων των πολιτικών δυνάμεων, των αστικών μηχανισμών και των μαζικών δολοφονιών. Οι Δυτικοί δεν συνηθίζουν να στηρίζουν γνήσιες και «ανεξέλεγκτες» λαϊκές εξεγέρσεις, κι αυτό φάνηκε και από τη στάση των ΜΜΕ που ήδη προαναφέραμε. Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στην ανείπωτη φτώχεια, τη στυγνή εκμετάλλευση και καταπίεση, τη δυστυχία και τα βάσανα των μαζών από τη διακυβέρνηση Χασίνα, αλλά και στη δύναμη των εργατ(ρι)ών και της νεολαίας όταν παγώνουν την παραγωγή και το κράτος και βγαίνουν μαζικά κι αποφασιστικά στους δρόμους.
Με την ανατροπή της Χασίνα, ο στρατός ανέλαβε αμέσως να σχηματίσει μια προσωρινή κυβέρνηση- το αστικό κράτος, δηλαδή ο μηχανισμός εξουσίας της αστικής πάνω στην εργατική τάξη, υφίσταται και χωρίς τα χρήσιμα πιόνια που ονομάζονται πρωθυπουργοί. Μετά τη φυγή της Χασίνα οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, όπως και το BNP (το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που στηρίζει τη «μεταβατική κυβέρνηση») κάλεσαν γρήγορα τους φοιτητές να παραμείνουν ψύχραιμοι και να πάνε στα σπίτια τους… Έτσι αποκαλύφθηκε και ο πραγματικός τους ρόλος ως προς την εξέγερση και το κατά πόσο εννοούσαν την «αλληλεγγύη» τους.
Μεταξύ των πρώτων ενεργειών της νέας κυβέρνησης ήταν η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων των δυο βασικών αντιπολιτευόμενων φιλοπακιστανικών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένης της ηγέτιδας του δεξιού ισλαμικού BNP Χαλέντα Ζία και ηγετών του ακροδεξιού ισλαμικού Τζαμάατ-Ε-Ισλάμι.
Τις επόμενες μέρες είχαμε επιθέσεις από ισλαμιστές κατά ινδουιστών του Μπαγκλαντές, που προσπάθησε να αξιοποιήσει η φιλοϊνδική/ φιλο-AL αστική πτέρυγα ώστε να επηρεαστεί η ινδική κοινή γνώμη και να διευκολυνθεί η επέμβαση του ινδικού στρατού. Τμήμα του κινήματος ωστόσο σχημάτισε επιτροπές υπεράσπισης ναών και σπιτιών ινδουιστών για να αποτρέψουν τις επιθέσεις σε βάρος τους, άλλωστε η νικηφόρα πορεία της εξέγερσης βασίστηκε πάνω στην ενότητα ινδουιστών και μουσουλμάνων πληβείων, κόντρα σε λογικές «διαίρει και βασίλευε».
Ο Ασίφ Μαχμούντ, ηγέτης του φοιτητικού κινήματος, από τη μια μεριά δήλωνε ότι οι φοιτητές δεν θέλουν στρατιωτική κυβέρνηση, καλώντας τους φοιτητές και τον υπόλοιπο πληθυσμό να οργανωθούν σε επιτροπές και να διαδηλώσουν σε όλη τη χώρα, και από την άλλη ότι «θα δεχτούμε μόνο την κυβέρνηση που προτείνουν οι φοιτητές κι ο λαός». Και ποιος ήταν ο «εκλεκτός» του φοιτητικού κινήματος; Ένας νομπελίστας νεοφιλελεύθερος οικονομολόγος, 84χρονος παππούς και τραπεζίτης, ο Μοχάμεντ Γιουνούς, ο οποίος έμεινε γνωστός ως «τραπεζίτης των φτωχών», κάτι σαν «φιλολαϊκός τραπεζίτης» δηλαδή, τις δεκαετίες του ’80, ’90 και 2000, ενώ ήταν πολιτικός αντίπαλος της Χασίνα και διωκόμενος από το καθεστώς της. Ο Γιουνούς χρίστηκε πρωθυπουργός με τις ευλογίες του BNP, του στρατού και των ΗΠΑ στις 12/8. Το κατά πόσο θα βελτιώσει τη ζωή των Μπαγκλαντέζων εργατών ή νέων και το κατά πόσο θα δικαιώσει την εξέγερση και τους 819 (ή και παραπάνω) νεκρούς, το αφήνουμε στην κρίση σας.
Εν τέλει προέκυψε μια νέα αστική κυβέρνηση, με ένα κόμμα (BNP) που έχει κυβερνήσει φιλοεργοδοτικά στο παρελθόν και τις ευλογίες του στρατού, ο οποίος, πολλές φορές, ηγήθηκε της χώρας μετά από την ανεξαρτησία της χώρας. Ο στρατός συναντήθηκε με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τραπεζίτη και μέλος του κόμματος της Χασίνα, ενώ και ο ίδιος ο επικεφαλής του στρατού, ο Waker-uz-Zaman, είναι … κουνιάδος της Χασίνα. Προφανώς και δεν άλλαξε κάτι στις δυνάμεις καταστολής που έσφαξαν το κίνημα, ούτε στη «δικαιοσύνη» που έβγαλε την προκλητική απόφαση για την εργατική τάξη και αφήνει ατιμώρητους τους πραίτορες του καθεστώτος. Συνεπώς τίποτε το «προοδευτικότερο» δεν μπορεί να περιμένει η νεολαία και οι εργαζόμενοι του Μπαγκλαντές, αν δεν απαλλαγούν ΚΑΙ από αυτούς και κυρίως από το σύστημα που τους στηρίζει.
Επί της ουσίας η Αριστερά και η συνδικαλιστική δράση στο Μπαγκλαντές λειτουργούν σε συνθήκες παρανομίας. Αυτό το κίνημα σίγουρα δεν καθοδηγήθηκε από την Αριστερά. Ίσως όμως η σημερινή εξέγερση κάνει τις συνθήκες για τους εκεί συντρόφους και συντρόφισσες λίγο λιγότερο ανυπόφορες. Ο κοινός αγώνας μουσουλμάνων κι αγωνιστών, η επίδειξη δύναμης της ταξικής ενότητας, του φοιτητικού κινήματος και της συμμαχίας φοιτητών-εργατών-αγροτών-ανέργων-φτωχών μικροαστών αφαιρούν το έδαφος κάτω από τα πόδια όλων των συστημικών δυνάμεων και δημιουργούν «ευήκοα ώτα» και συνειδήσεις προς τα αριστερά. Αλλά κι αυτό το ενδεχόμενο «παράθυρο χαλάρωσης» είναι λογικό να μην κρατήσει για πολύ: πρέπει να κερδηθούν από τους εξεγερμένους πολύ περισσότερα από την πτώση της Χασίνα και από μια προσωρινή αστική κυβέρνηση που έχει στόχο κυρίως να ξεγελάσει και να κατευνάσει τις μάζες για να συνεχίσουν να ξεζουμίζονται και να υποφέρουν όπως πριν…
Συνοψίζοντας, δεν ήταν απλώς μια φοιτητική κινητοποίηση, όπως παρουσιάστηκε στα «ψιλά» λίγων ΜΜΕ. Επρόκειτο για μια μεγάλη κοινωνική εξέγερση, που άντεξε στις σφαίρες, και μόλις άρχισε να βάζει για τα καλά την εργατική τάξη στο παιχνίδι ανέτρεψε ένα κόμμα-καθεστώς μετά από δεκαετίες κι έκανε την αστική τάξη να χάσει για λίγο τον ύπνο της.
Η εξέγερση έδειξε τη δύναμη της νεολαίας και της εργατικής τάξης, που όταν ξεσηκώνονται και κινητοποιούνται δείχνουν ότι αποτελούν τον ισχυρότερο παράγοντα στην κοινωνία και μπορούν να γκρεμίσουν τελείως το σύστημα και να φτιάξουν μια εντελώς καινούρια κοινωνία. Όσο ζοφερό κι αν είναι το πολιτικό σκηνικό, όσο απολυταρχικά κι αν είναι τα καθεστώτα, όσο και αν προσπαθούν να μας πείσουν ότι «οι επαναστάσεις αφορούν παλιότερες εποχές και ότι σήμερα δεν αλλάζει ο κόσμος έτσι», η εξέγερση στο Μπαγκλαντές έδειξε ότι τεράστιες ποσότητες «εκρηκτικής ύλης» συσσωρεύονται στη βάση της κοινωνίας σε κάθε χώρα εξαιτίας της φτώχειας και της επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου και μπορούν να ξεσπάσουν σε μορφή εξέγερσης και να τινάξουν κάθε καθεστώς και σύστημα στον αέρα, ότι η εξέγερση προκύπτει από την «κοινωνική μηχανική» που προκαλεί ο καπιταλισμός και η ταξική πάλη και άρα είναι ότι πάντα και παντού επίκαιρη και ότι στην πραγματικότητα ΜΟΝΟ ΕΤΣΙ αλλάζει ο κόσμος.
Περιμένοντας να δούμε και τα επόμενα επεισόδια του πολιτικού σκηνικού στο Μπαγκλαντές, μπορούμε αρχικά να πούμε ότι η υποχώρηση του κινήματος με την αλλαγή κυβέρνησης έχει να κάνει με τις ρεφορμιστικές αυταπάτες του φοιτητικού κινήματος και την έλλειψη πολιτικής δύναμης ριζωμένης στη νεολαία και τους εργάτες-τριες που να δίνει αντικαπιταλιστική δυναμική, την έλλειψη δηλαδή επαναστατικού κόμματος. Ανήκει στα (δύσκολα μεν, «εκ των ων ουκ άνευ» δε) καθήκοντα των αγωνιστών-τριών να φτιάξουν ένα τέτοιο κόμμα όχι μόνο στο Μπαγκλαντές, αλλά διεθνώς.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1:
Ιστορία του κράτους και του κινήματος στο Μπαγκλαντές
Το Μπαγκλαντές ήταν μέρος της Ινδίας κατά τη διάρκεια της βρετανικής κυριαρχίας, που ξεκίνησε από τα μέσα του 18ου αιώνα. Ο λιμός της Βεγγάλης το 1769 -1773, προκάλεσε τον θάνατο έως και 10 εκατομμυρίων ανθρώπων. Το 1857, υπήρξε μαζική λαϊκή εξέγερση του λαού της ενιαίας Ινδίας ενάντια στην εξουσία του βρετανικού στέμματος, αλλά συντρίφτηκε. Το 1947, στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Βρετανοί παρέδωσαν την εξουσία σε ιθαγενείς πολιτικές δυνάμεις διχοτομώντας τη χώρα σε Ινδία και Πακιστάν με θρησκευτικά κριτήρια: το Πακιστάν στους μουσουλμάνους και η Ινδία στους ινδουιστές. Η περιοχή του Μπαγκλαντές ήταν πλέον τμήμα του Πακιστάν, ως «Ανατολικό Πακιστάν». Ο πληθυσμός του ήταν πλειοψηφικά μουσουλμανικός αλλά διαφορετικής γλώσσας και πολιτισμού, οι Μπενγκάλι. Το Δυτ. Πακιστάν άρχισε να κυβερνά αποικιοκρατικά τους Μπενγκάλι. Το 1948 επιβλήθηκε η γλώσσα του Δυτικού Πακιστάν, η Ουρντού, ως η μόνη επίσημη κρατική γλώσσα, κάτι που οδήγησε σε κίνημα αντίστασης που κορυφώθηκε με την αιματοβαμμένη εξέγερση του 1952 και οδήγησε σε νίκη και στην κατοχύρωση των Μπενγκάλι ως επίσης επίσημης γλώσσας το 1954. Το Δυτ. Πακιστάν είχε τον πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο του κρατικού μηχανισμού στο Ανατ. Πακιστάν, ασκούσε σοβαρές διακρίσεις σε βάρος του πληθυσμού του ενώ οι όποιες διαμαρτυρίες πνίγονταν στο αίμα.
Από τον Οκτώβρη του 1958 η χώρα κυβερνιόταν από τη στρατιωτική δικτατορία του αρχιστράτηγου Μουχάμαντ Αγιούμπ Χαν, που σφετερίστηκε την εξουσία με πραξικόπημα.
Συμβαδίζοντας με το πνεύμα της εποχής διεθνώς μετά τον Β’ ΠΠ, η εργατική τάξη στο ενιαίο Πακιστάν αύξανε σταδιακά την αυτοπεποίθηση και τη μαχητικότητά της. Στο τέλος του 1958, ο ρυθμός των απεργιών και των εργατικών κινητοποιήσεων άρχισε να αυξάνεται ραγδαία, σε τέτοιο βαθμό που προέκυψε η πραγματική πιθανότητα μιας γενικευμένης εξέγερσης. Οι πρώτες γενικές εκλογές στη χώρα είχαν προγραμματιστεί να διεξαχθούν τον Μάρτιο του 1959. Ήταν πολύ πιθανό να τις κερδίσει η Αριστερά. Οι αστοί φοβόντουσαν ότι θα χάσουν τον έλεγχο. Ο Αγιούμπ Χαν οργάνωσε το πραξικόπημα για να προλάβει τις εξελίξεις.
Στις αρχές του ’60 παρατηρείται ριζοσπαστικοποίηση των φοιτητών και εμφανίζεται στο προσκήνιο το φοιτητικό κίνημα. Οι φοιτητές αρχίζουν να μελετούν μαζικά τον μαρξισμό και καθημερινά γίνονται διαδηλώσεις κατά του Αγιούμπ Χαν και για διάφορα φοιτητικά αιτήματα.
Μετά το πραξικόπημα του Αγιούμπ το 1958, άρχισε να λάμπει το άστρο του αστού πολιτικού Ζούλφικαρ Άλι Μπούτο, που έγινε μέλος του υπουργικού συμβουλίου του Αγιούμπ και γρήγορα πήρε το υπουργείο Εξωτερικών. Από τότε που εντάχθηκε στο καθεστώς μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1965, ο Μπούτο και ο Αγιούμπ Χαν είχαν πολύ στενές σχέσεις.
Μετά την ήττα του Πακιστάν στον πόλεμο με την Ινδία (1965), ο Αγιούμπ και ο Ινδός πρωθυπουργός Λαλ Μπαχαντούρ Σάστρι συναντήθηκαν στη διάσκεψη της Τασκένδης, όπου ο Μπούτο συμμετείχε ως ένας από τους συμβούλους του Αγιούμπ. Εκεί ήρθαν σε ρήξη Μπούτο και Αγιούμπ, με τον Μπούτο να απαιτεί να συνεχιστεί ο πόλεμος μέχρι να απελευθερωθεί το Κασμίρ από την ινδική κατοχή, χαρακτηρίζοντας την Τασκένδη «ένα ξεκάθαρο ξεπούλημα της κυριαρχίας του Πακιστάν».
Μέχρι τις αρχές του 1967 ο Μπούτο δημιούργησε ένα νέο κόμμα κόντρα στον Αγιούμπ – το Πακιστανικό Λαϊκό Κόμμα (PPP). Στο πρόγραμμα υποστηριζόταν με θέρμη η υπόθεση του σοσιαλισμού. Οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 βέβαια χαρακτηρίστηκαν διεθνώς από την άνοδο των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων ενάντια στους ιμπεριαλιστές-αποικιοκράτες και την άνοδο του αραβικού εθνικισμού, ενώ η κρατικοκαπιταλιστική ΕΣΣΔ είχε τεράστιο κύρος ως «κομμουνιστική», τα σταλινικά ΚΚ μαζικοποιούνταν και ο σοσιαλισμός ως ρεύμα ενέπνεε και ριζοσπαστικοποιούσε τα κινήματα αντίστασης σε όλο τον κόσμο. Όλα αυτά ωθούσαν πληθώρα αστών πολιτικών να υιοθετήσουν τον «σοσιαλισμό» ως σημαία ευκαιρίας για να προωθήσουν τις επιδιώξεις τους και μια πιο «εθνικά ανεξάρτητη» από τα δυτικά συμφέροντα οικονομική πολιτική. Φυσικά η ΕΣΣΔ και τα ΚΚ δεν είχαν κανένα πρόβλημα να στηρίζουν τέτοιους πολιτικούς και καθεστώτα και να τα βαφτίζουν «σοσιαλιστικά», στον βαθμό που εξυπηρετούσαν την εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ. Επιπλέον ο σταλινικός «σοσιαλισμός» σήμαινε κρατικό καπιταλισμό, πατριωτική «εθνική» ανάπτυξη, μονοκομματικές δικτατορίες, ειρηνική συνύπαρξη με τη Δύση και εχθρότητα απέναντι σε εργατικές επαναστάσεις και αντικαπιταλιστικές προοπτικές. Ήταν δηλαδή σχετικά εύκολο να τον υιοθετήσουν αστοί πολιτικοί για να προσεταιριστούν τις ριζοσπαστικοποιημένες μάζες. Σαφώς λοιπόν και δεν εννοούσε τον «σοσιαλισμό» στο πρόγραμμά του ο καριερίστας, αριστοκρατικής καταγωγής, αστός πολιτικός Μπούτο.
Το 1968, Στο Καράτσι, τη Λαχόρη και τη Ραβαλπίντι ήταν οφθαλμοφανής και προκλητικός ο πλούτος λίγων προνομιούχων: νέα αυτοκίνητα, πολυτελή ξενοδοχεία και κατοικίες. Από την άλλη πλευρά, παρόλο που η βιομηχανική παραγωγή είχε αυξηθεί κατά περίπου 160% μέσα σε οκτώ χρόνια, η ζωή της εργατικής τάξης και των αγροτικών μαζών δεν βελτιωνόταν: πεινούσαν, κρύωναν, πυροβολούνταν όταν απεργούσαν. Το Πακιστάν είχε μετατραπεί σε μια πυριτιδαποθήκη, έτοιμη να εκραγεί. Διεθνώς φυσούσε ο «αέρας» του γαλλικού Μάη ’68, που ενέπνεε κινήματα, εξεγέρσεις κι επαναστάσεις σε Ανατολή και Δύση.
Η Πακιστανική Επανάσταση του 1968-9
Σε μια φοιτητική κινητοποίηση στην πόλη Ραβαλπίντι στις αρχές του Νοέμβρη 1968, η αστυνομία σκότωσε έναν 17χρονο φοιτητή. Σύντομα μάζες απλών ανθρώπων κατέκλυσαν τους δρόμους για μια βραδιά πένθους. Οι φοιτητές ενώθηκαν με άνεργους κι εργάτες και συγκρούστηκαν με την αστυνομία. Η πόλη είχε βγει εντελώς εκτός ελέγχου. Διαδηλώσεις αλληλεγγύης πραγματοποιήθηκαν στο Καράτσι, τη Λαχόρη, το Μουλτάν, τη Χαϊντεραμπάντ, την Πεσαβάρ και σε πολλές άλλες πόλεις και κωμοπόλεις.
Έμελλε αυτά τα γεγονότα να είναι έναρξη μιας τεράστιας εξέγερσης που κράτησε έως τα τέλη του Μάρτη του 1969 σε όλο το Πακιστάν, με καθημερινές απεργίες, διαδηλώσεις και καταλήψεις. Σε αυτήν συμμετείχαν περίπου 10 έως 15 εκατομμύρια άνθρωποι τόσο στο Ανατολικό όσο και στο Δυτικό Πακιστάν.
Πρωταγωνιστές αρχικά ήταν οι φοιτητές που στηρίζονταν από τους εργάτ(ρι)ες και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Ο Αγιούμπ από τις πρώτες μέρες της εξέγερσης προχώρησε στην άμεση σύλληψη του Μπούτο, που έχαιρε εκτίμησης στον κόσμο της αντίστασης, αλλά αυτό οδήγησε στην ραγδαία άνοδο της δημοτικότητάς του και αναζωπύρωσε το κίνημα.
Στη συνέχεια μπήκε για τα καλά η εργατική τάξη στην αρένα: Από τη Ραβαλπίντι (Δ.Πακιστάν) έως τη Ντάκα (Αν.Πακιστάν, σήμερα Μπαγκλαντές), εξαπλώθηκαν γενικές απεργίες στα τέλη Νοέμβρη και αρχές Δεκεμβρίου, φοιτητές ενώνονταν με τους εργάτες και από κοινού συγκρούονταν με την αστυνομία. Μέσα σε μέρες η γενική απεργία εξαπλώθηκε σε όλο το Ανατ. Πακιστάν. Στη Ντάκα διαδηλωτές επιτέθηκαν σε κυβερνητικές εγκαταστάσεις και περικύκλωσαν τη Βουλή. Στο Καράτσι, τη Λαχόρη, τη Ραβαλπίντι, τη Τσιταγκόνγκ και αλλού επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία.
Στο Καράτσι και στη Λαχόρη, ο Ιανουάριος ήταν μήνας μεγάλων φοιτητικών συγκεντρώσεων, απεργιών και συγκρούσεων. Εργάτες, φοιτητές και άνεργοι έκαψαν λεωφορεία, τραμ, αντλίες βενζίνης, πρατήρια πετρελαίου και κυβερνητικά γραφεία. Οι εργάτες εισέβαλαν σε τράπεζες, έβγαλαν χρηματοκιβώτια στους δρόμους και τα ανατίναξαν. Τον Φεβρουάριο, ο Αγιούμπ προσέφερε απεγνωσμένα παραχωρήσεις στο κίνημα, απελευθερώνοντας τον Μπούτο από τη φυλακή και αίροντας την κατάσταση έκτακτης ανάγκης – αλλά αυτά δεν οδήγησαν σε αναχαίτιση της εξέγερσης. Στις 14 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε γενική απεργία («χαρτάλ») σε πανεθνικό επίπεδο. Κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο, ο Αγιούμπ συνέχισε να κάνει μεταρρυθμίσεις και παραχωρήσεις∙ αλλά αυτά δεν κάλμαραν τους εξεγερμένους. Άλλωστε όλους αυτούς τους μήνες η καταστολή ήταν βάρβαρη, μόνο στο Ανατ. Πακιστάν δολοφονήθηκαν σχεδόν δύο χιλιάδες άνθρωποι. Στο κίνημα του 1968-69 άρχισε να ακούγεται από αριστερές οργανώσεις το σύνθημα της Ανεξάρτητης Βεγγάλης. Τελικά ο Αγιούμπ κήρυξε στρατιωτικό νόμο και απαγόρευση κυκλοφορίας, διατάζοντας τον στρατό να καταστείλει τους εξεγερμένους, αλλά ο αρχηγός του στρατού, ο στρατηγός Μοχάμμαντ Γιαχία Χαν, αρνήθηκε: οι στρατιώτες είχαν ήδη αρνηθεί να πυροβολήσουν κατά των διαδηλώσεων∙ υπήρξαν ακόμη και μερικές φορές που οι στρατιώτες ενώθηκαν με τις μάζες και υπήρχε ο κίνδυνος να διαλυθεί ο ίδιος ο στρατός, το ύστατο δηλαδή στήριγμα του αστικού κράτους. Στις 25 Μαρτίου, ο Αγιούμπ Χαν παραιτήθηκε. Η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές τον Δεκέμβριο 1970 από τον Γιαχία. Ο Μπούτο, αναδείχθηκε νικητής στη Δύση, συνδυάζοντας λαϊκισμό, σοσιαλιστική ρητορική, πακιστανικό εθνικισμό και συμμαχίες με τμήματα της αστικής τάξης και των γαιοκτημόνων. Στο Ανατ Πακιστάν, η Ένωση Αουάμι (AL, το κόμμα της Χασίνα) εκμεταλλεύτηκε το μαζικό κίνημα και με σύνθημα την αυτονομία του Ανατ. Πακιστάν κέρδισε 167 από τις 169 έδρες στη Βουλή. Ωστόσο η εξουσία δεν παραδόθηκε ποτέ στους νικητές των εκλογών στο Ανατ. Πακιστάν από τον Γιαχία, ενώ ούτε ο «σοσιαλιστής» Μπούτο αναγνώρισε το εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτές οι εξελίξεις ενίσχυσαν το κίνημα αυτοδιάθεσης και στις 23/3/1971 η AL κήρυξε μονομερώς ανεξαρτησία του Μπαγκλαντές.
Στις 25 Μαρτίου 1971, ο πακιστανικός στρατός εισέβαλε στο Μπαγκλαντές, συνέλαβε τον Μουτζιμπούρ Ραχμάν, ηγέτη της AL και μπαμπά της Χασίνα, και μέχρι τις 16/12/1971 οδήγησε σε γενοκτονία των Βεγγαλέζων, με 3 εκατομμύρια νεκρούς και 200.000 γυναίκες βιασμένες. Ο πακιστανικός στρατός και οι ισλαμικές πολιτοφυλακές, στοχοποίησαν ιδιαίτερα την ινδουιστική μειονότητα (10% του πληθυσμού) στη Ντάκα και αλλού. Απέναντι στις θηριωδίες του Πακιστάν αναπτύχθηκε ηρωικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα.
Το κίνημα της ανεξαρτησίας όχι μόνο άντεχε, αλλά και ριζοσπαστικοποιούταν, εξαπλωνόταν και μετατοπιζόταν προς τα αριστερά, οπότε η Ινδία αποφάσισε να παρέμβει για να ανακόψει τη ριζοσπαστικοποίηση των Μπαγκλαντέζων, να αποδυναμώσει το Πακιστάν και να κατοχυρώσει ρόλο και λόγο στα εσωτερικά της νέας χώρας.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1971, ο ινδικός στρατός σε συνεργασία με το μπαγκλαντέζικο κίνημα, οδήγησαν το Πακιστάν σε ήττα και το Μπαγκλαντές προέκυψε ως ανεξάρτητη χώρα. Το Πακιστάν αναγνώρισε το Μπαγκλαντές το 1974.
Η ήττα σήμαινε και το τέλος της διακυβέρνησης του Γιαχία Χαν στο (πρώην Δυτικό) Πακιστάν, ο οποίος παρέδωσε άμεσα την εξουσία στον Μπούτο (20/12/71).
Ο Ραχμάν απελευθερώθηκε από το Πακιστάν στις 8/1/1972 και ορκίστηκε πρώτος πρωθυπουργός του Μπαγκλαντές. Τα ινδικά στρατεύματα αποχώρησαν τις 12 Μαρτίου 1972, τρεις μήνες μετά τη λήξη του πολέμου. Έκτοτε η ινδική αστική τάξη παίζει σοβαρό ρόλο στην πολιτική και οικονομική ζωή του Μπαγκλαντές.
Αρχικά, η AL και ο Μουτζιμπούρ Ραχμάν, πιεζόμενοι και από τη ριζοσπαστικοποιημένη κομματική και κοινωνική βάση τους, υιοθέτησαν κι αυτοί το σύνθημα του σοσιαλισμού. Το νέο κράτος βαφτίστηκε «λαϊκή δημοκρατία» και το σύνταγμά του αναφερόταν στον σοσιαλισμό. Η AL υποσχέθηκε να εθνικοποιήσει όλες τις ντόπιες τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, τα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας και ζάχαρης, καθώς και μεγάλα τμήματα του εξωτερικού εμπορίου ως πρώτο βήμα προς το σοσιαλισμό, ας πούμε δηλαδή μια παραλλαγή της «θεωρίας των σταδίων». Τελικά κι αναμενόμενα, η νέα κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα από όσα έλεγε, ακολούθησε αστική και φιλοαμερικανική πολιτική, οι τιμές πολλαπλασιάστηκαν, ενώ οι μισθοί μειώθηκαν. Η AL άρχισε να αποδυναμώνεται και η Αριστερά κέρδιζε και πάλι έδαφος. Ο Ραχμάν γινόταν όλο και πιο αυταρχικός και πολιτοφυλακές της AL επιτίθεντο σε αριστερούς αγωνιστές. Τον Γενάρη του 1975 ανακήρυξε μονοκομματική διακυβέρνηση. Απαγόρευσε όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα και την κυκλοφορία αντιπολιτευτικών εφημερίδων.
Αλλά ενώ ο Μουτζιμπούρ Ραχμάν κατέστειλε τις δυνάμεις στα αριστερά του, η Δεξιά τον έριξε με πραξικόπημα. Στις 15 Αυγούστου 1975, φιλοαμερικανοί αξιωματικοί δολοφόνησαν τον ίδιο και το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειάς του, για να αναλάβει δικτάτορας ο στρατηγός Ζιαούρ Ραχμάν. Η αστική αντεπανάσταση ολοκληρώθηκε.
Σταλινική και μαοϊκή παράδοση: «μαρξισμός» στα λόγια, ταξικές συνεργασίες, θεωρία «σταδίων», σίγουρες και πετυχημένες συνταγές για ήττες του εργατικού κινήματος
Τα σταλινογενή κομμουνιστικά κόμματα απέτυχαν να ηγηθούν του μαζικού κινήματος ή να επωφεληθούν από τις εκλογές. Ένας λόγος γι’ αυτό ήταν ότι τόσο τα πιο δυναμικά τμήματα της Αριστεράς σε Βεγγάλη και Πακιστάν εμπνέονταν από την Κίνα του Μάο. Η κυβέρνηση (χούντα) του Αγιούμπ διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την Κίνα ως αντίβαρο στον κοινό τους αντίπαλο, την Ινδία. Λόγω των … «αντιιμπεριαλιστικών χαρακτηριστικών» του Αγιούμπ, μεγάλο μέρος της μαοϊκής αριστεράς δεν αντιτάχθηκε στο καθεστώς του και απέφυγε να προβάλει αιτήματα που θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν τη θέση του Πακιστάν σε σχέση με την Ινδία, συμπεριλαμβανομένης της αυτοδιάθεσης των Βεγγαλέζων.
Η δε ορθόδοξη σταλινική-ρωσόφιλη (μη μαοϊκή) αριστερά επικεντρώθηκε στην αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και έγινε δυσδιάκριτη από την AL ή τον Μπούτο σε Ανατολικό και Δυτικό Πακιστάν αντίστοιχα.
Το 1971, ενώ ο πακιστανικός στρατός διέπραττε θηριωδίες σε κλίμακα γενοκτονίας, το Πεκίνο παρέμεινε σιωπηλό. Στις 12 Απριλίου 1971, ο πακιστανικός Τύπος δημοσίευσε ένα μήνυμα του Κινέζου πρωθυπουργού Τσου Ενλάι που επαινούσε τη χούντα του Γιαχία για το «χρήσιμο έργο» της αλλά και τον χρηματοδότησε για να ενισχύσει τη σφαγή των Βεγγαλέζων. Τη σφαγή των Βεγγαλέζων υποστήριξαν και οι ΗΠΑ.
Μαοϊκοί εντός και εκτός Μπαγκλαντές κατήγγειλαν το κίνημα ανεξαρτησίας ως μια αντι-κινεζική συνωμοσία «Ινδών επεκτατιστών» με τη βοήθεια του «σοβιετικού (ρωσικού) σοσιαλιμπεριαλισμού». Κάποιες μαοϊκές δυνάμεις στο Μπαγκλαντές μέχρι και το 1976 αγωνίζονταν για την ενότητα Μπαγκλαντές και Πακιστάν σε συνεργασία με τον Μπούτο ενάντια στην AL. Άλλες μαοϊκές δυνάμεις ένωσαν τις δυνάμεις τους με την AL κι έγιναν ουρά του Ραχμάν. Συνοψίζοντας, η στάση του Πεκίνου έβλαψε σοβαρά το κίνημα.
Εντωμεταξύ ενώ ο Ραχμάν μετέτρεπε την κυβέρνησή του σε αντιδραστική δικτατορία προδίδοντας την επανάσταση και κατέστελλε αγωνιστές και μέχρι τη δολοφονία του εξακολούθησε να υποστηρίζεται από το ρωσόφιλο-σταλινικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Μια άλλη αριστερή δύναμη, το JSD, ιδρύθηκε από πρώην μέλη της AL, συνδέθηκε με τη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών κι εκμεταλλεύτηκε την κρίση της σταλινικής και μαοϊκής αριστεράς για να μαζικοποιηθεί ραγδαία. Οι «ορθόδοξοι» σταλινομαοϊκοί το χαρακτήριζαν … τροτσκιστικό επειδή υποστήριζε (στα λόγια) τη σοσιαλιστική επανάσταση κόντρα στη σταλινική θεωρία των σταδίων. Στην πραγματικότητα ήταν μια δύναμη αριστερού εθνικισμού απαλλαγμένη από τις θεωρητικές αγκυλώσεις των «ορθόδοξων», αλλά με παρόμοια στρατηγική και αυταπάτες «σταδίων» και ταξικής συνεργασίας. Το JSD υποστήριξε τον αντεπαναστάτη στρατηγό Ζιαούρ στην προσπάθεια ανατροπής της AL. Στη συνέχεια αριστεροί στρατιωτικοί ανέτρεψαν τον Ζιαούρ, αλλά αντί να πάρουν την εξουσία, τον άφησαν ελεύθερο για να επιστρέψει στην εξουσία. Μετά την ανατροπή του Μουτζιμπάρ Ραχμάν ο Ζιαούρ επιτέθηκε στο JSD και καταδίκασε τον ηγέτη του JSD, τον Abu Taher, σε θάνατο. Στελέχη του JSD εξηγούσαν αργότερα γιατί έδωσαν την εξουσία στον Ζιαούρ αντί να την πάρουν οι ίδιοι, και πάλι εξαιτίας της εμπότισής τους με τη θεωρία των σταδίων: «Πιστεύαμε ότι δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για την επανάσταση και ότι χρειαζόμασταν μια μεταβατική περίοδο με μια αντίστοιχη ‘κυβέρνηση Κερένσκι’, για την προετοιμασία και την πραγματοποίηση της επανάστασης».
Πολιτικό σκηνικό, κίνημα και Αριστερά από το 1975 μέχρι σήμερα
Τελικά ο Ζιαούρ δολοφονήθηκε και ο ίδιος σε μια άλλη απόπειρα πραξικοπήματος το 1981. Ο Ζιαούρ ήταν ιδρυτής και επικεφαλής του Εθνικιστικού Κόμματος Μπαγκλαντές (BNP), του ισλαμικού δεξιού κόμματος που ηγείτο μέχρι πρότινος της αντιπολίτευσης και σήμερα στηρίζει τη μετεξεγερσιακή «προσωρινή κυβέρνηση». Ο Ζιαούρ Ραχμάν αντικατέστησε την «κοσμικότητα» στο σύνταγμα με την «απόλυτη εμπιστοσύνη και πίστη στον παντοδύναμο Αλλάχ».
Ο διάδοχός του, ο στρατηγός Ερσάντ, ανέλαβε δικτάτορας και πάλι με πραξικόπημα και κυβέρνησε από το 1982 μέχρι το 1990, συμμορφωνόμενος με τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού και του ΔΝΤ και ιδιωτικοποιώντας δημόσιο πλούτο. Όπως και ο Ζιαούρ, ο Ερσάντ χρησιμοποίησε τις δεξιές-ισλαμιστικές θρησκευτικές δυνάμεις εναντίον της Αριστεράς, ενώ οργάνωνε τις επιθέσεις στον ινδουϊστικό πληθυσμό καλλιεργώντας το «διαίρει και βασίλευε». Ο Ερσάντ αντιμετώπισε κατά καιρούς φοιτητικές κινητοποιήσεις και γενικές απεργίες, τις οποίες αντιμετώπιζε με καταστολή και δολοφονίες διαδηλωτών.
Η πιο μεγάλη αντίδραση ξέσπασε με την εξέγερση των φοιτητών τον Οκτώβριο του 1990 που γενικεύτηκε με διαδηλώσεις δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων και γενικές απεργίες.
Το Μπαγκλαντές ακινητοποιήθηκε από μια τεράστια γενική απεργία όπου συμμετείχαν εργάτες, αγρότες, εργάτες γης, δικηγόροι, δάσκαλοι, γιατροί κλπ. Παρά τις θηριωδίες του καθεστώτος, δεκάδες χιλιάδες βγήκαν εναντίον του στρατού και ορκίστηκαν ότι δεν θα τα παρατήσουν μέχρι που ο Στρατηγός Ο Ερσάντ παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο του 1990.
Από το 1990 AL και BNP εναλλάσσονται στην κυβέρνηση. Το BNP εξακολουθεί να έχει στενούς δεσμούς με τον στρατό και δεξιές ισλαμιστικές δυνάμεις, ενώ η AL εξακολουθεί να διεκδικεί τον μανδύα του κοσμικού εθνικισμού με βασικό στήριγμα την ινδική αστική τάξη. Η AL δεν είναι πραγματικά ούτε δημοκρατικό ούτε «κοσμικό» κόμμα και ενίοτε συμμαχεί με τους ισλαμιστές. Ο στρατός εξακολουθεί επίσης να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική, ενώ διαθέτει σημαντική οικονομική δύναμη και δεκάδες εταιρείες.
Το κόμμα Τζαμάατ-Ε-Ισλάμι το 2001-2006 συγκυβερνούσε με το BNP κι έχει συμμαχικές σχέσεις μαζί του, πήρε στις εκλογές του 2008 λίγο κάτω από 5%, ενώ έκτοτε δεν έχει ξανακατέβει σε εκλογές είτε γιατί του απαγορευόταν είτε γιατί απείχε. Eιναι η 3η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη, ένα ακροδεξιό ισλαμιστικό κόμμα με μεγάλη δυνατότητα κινητοποίησης, τάγματα εφόδου και τρομοκρατική δράση. Επιτίθεται και κατά καιρούς δολοφονεί ινδουϊστές, αγωνιστές, πολιτικούς αντιπάλους, δημοσιογράφους, «άθεους» κ.ά.
Ιδιαίτερα οι ινδουϊστές γίνονται από τη γέννηση του κράτους του Μπαγκλαντές στόχος των ισλαμιστικών δυνάμεων, οι οποίες πυρπολούν και βανδαλίζουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, βασανίζουν, τραυματίζουν και σκοτώνουν τους «αλλόθρησκους». Δρουν ατιμώρητα οι ινδουιστές ήταν απροστάτευτοι ακόμα και υπό την «κοσμική» κυβέρνηση Χασίνα, η οποία έκανε συχνά συμμαχίες και παραχωρήσεις προς τον ισλαμικό φονταμενταλισμό.
Αριστερά
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, τα αριστερά κόμματα έχασαν μεγάλο μέρος της δύναμής τους. Κάποιες δυνάμεις στήριξαν τα καθεστώτα Ζιαούρ και Ερσάντ, ενώ το ρωσόφιλο Κομμουνιστικό Κόμμα συνέχισε να στηρίζει την AL.
Τα δύο μεγαλύτερα «αριστερά» και κοινοβουλευτικά κόμματα σήμερα – το Εργατικό Κόμμα (δηλώνουν Μαρξιστές) και το Jatiya Samajtantrik Dal (JASAD) (Δηλώνουν Σοσιαλδημοκράτες-«Δημοκράτες Σοσιαλιστές») είναι …σύμμαχοι με το κόμμα της Χασίνα. Υπάρχει επίσης η Αριστερή Δημοκρατική Συμμαχία (μέτωπο 10 οργανώσεων), το Κομμουνιστικό Κόμμα του Μπανγκλαντές και άλλες μικρές οργανώσεις, χωρίς ιδιαίτερη ισχύ κι επιρροή.
Αξιοσημείωτη είναι η αγροτική οργάνωση Bangladesh Krishok Federation, με δράση από το 1976 και 1,6 εκατομμύρια μέλη, που υπερασπίζεται τους ακτήμονες αγρότες και διεκδικεί αναδιανομή γης σε όλη τη χώρα. Οργάνωσε κινήματα καταλήψεων γης και παρά την καταστολή πέτυχε να έχουν διανεμηθεί μέχρι σήμερα 76600 στρέμματα σε πάνω από 100.000 ακτήμονες σε όλη τη χώρα. Η ίδια οργάνωση παλεύει για δικαιώματα γυναικών και LGBTQI, σε συνθήκες ουσιαστικά παρανομίας. Πλέον έχει σχέσεις με την τροτσκιστική τάση της 4ης Διεθνούς.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2:
Μπαγκλαντεζοι εργατ(ρι)ες: ο ορισμός των «κολασμένων της γης» και ταξικά αδέρφια μας
Το Μπαγκλαντές, μια χώρα λίγο μεγαλύτερη από την Ελλάδα, αποτελεί την 2η μεγαλύτερη χώρα-παραγωγό κι εξαγωγέα ρούχων παγκοσμίως μετά την Κίνα. Με 170+ εκατ. κατοίκους αποτελεί μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες χώρες στον κόσμο. Το 65% του πληθυσμού είναι κάτω από 35 ετών. Το 45% των εργαζομένων απασχολείται στον αγροτικό τομέα, στη βιομηχανία το 30%, ενώ στον τομέα των υπηρεσιών το 25%.
Στο Μπαγκλαντές πάνω από το 40% ζει σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας (με λιγότερο από 1,25 δολάρια τη μέρα), κι εδώ σημειώνονται από τα υψηλότερα ποσοστά παιδικού υποσιτισμού διεθνώς. Λίγα χρόνια πριν το ΔΝΤ κατέτασσε το Μπαγκλαντές στις τριάντα φτωχότερες χώρες του κόσμου, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα επαινούσε τη χώρα για τους «ανταγωνιστικούς μισθούς» της.
Υπάρχει τεράστιος βαθμός υποαπασχόλησης, σωματικής και σεξουαλικής βίας σε βάρος των νέων εργαζομένων, καθώς και πολύ μεγάλο ποσοστό άστεγων εργαζομένων.
Η χώρα αποτελεί το παγκόσμιο εργασιακό κάτεργο του ιματισμού. 7.000 εργοστάσια ιματισμού απασχολούν πάνω από 12 εκατομμύρια εργαζομένους, το 90% αυτών γυναίκες, και μεγάλο ποσοστό αυτών ανήλικες (το 1996 τα παιδιά αποτελούσαν το 43% των εργαζομένων στον ιματισμό), αποφέροντας 38,4 δις δολάρια ετησίως για τα αφεντικά τους και το 85% των ετήσιων εσόδων της χώρας από εξαγωγές.
Πολλές πολυεθνικές ρούχων (όπως οι Marks and Spencer, H&M, Carrefour, Gap, Zara, Levis κ.ά.) διατηρούν συνεργασία με εργοστάσια στο Μπαγκλαντές, λόγω του χαμηλότατου εργασιακού κόστους, με τους εργοδότες να μην τηρούν στοιχειώδη εργατικά δικαιώματα, κανόνες υγιεινής και ασφάλειας, ενώ συχνά δένουν και τις εργάτριες με αλυσίδες, ώστε να δουλεύουν 12-16 ώρες συνεχόμενα χωρίς να εγκαταλείπουν το πόστο τους ούτε λεπτό.
Ο βασικός μηνιαίος μισθός είναι περίπου 70 ευρώ κι εξανεμίζεται περαιτέρω από την καλπάζουσα ακρίβεια, ενώ οι καπιταλιστές στην ένδυση δίνουν ακόμα λιγότερα και επιπλέον αρνούνται να δώσουν τις όποιες αυξήσεις ψηφίζει η κυβέρνηση, πιεζόμενη από άγριους απεργιακούς αγώνες, όπως έγινε στα τέλη του 2023 (όπου ο μισθός «ανέβηκε» νομικά στα 110 ευρώ, αλλά οι εργοδότες αρνήθηκαν να τον αυξήσουν). Στον ιματισμό αναφέρονται μισθοί ακόμα και ύψους … 37 ευρώ.
Οι εργαζόμενοι αδυνατούν να ζήσουν αξιοπρεπώς, υποσιτίζονται, ζουν κατά δεκάδες σε κοινά σπίτια, στοιβαγμένοι ο ένας στον άλλο όταν δεν είναι άστεγοι. Το Μπαγκλαντές είναι από τις χώρες με τα χειρότερα ποσοστά αναλφαβητισμού και παιδικής εργασίας.
Χιλιάδες εργαζόμενοι έχουν χάσει τη ζωή τους εξαιτίας της εγκληματικής αμέλειας των εργοδοτών σε σχέση με τους κανόνες ασφαλείας («εργατικά ατυχήματα»), ενώ στη χώρα ανθεί η εμπορεία ζωτικών οργάνων, αφού εργάτες μπαίνουν στον πειρασμό να πουλήσουν όργανά τους ώστε να εξασφαλισθούν τα ελάχιστα για την επιβίωση της οικογένειας.
Η εργατική τάξη διαθέτει πλούσια αγωνιστική παράδοση. Αν και η συνδικαλιστική δράση επί της ουσίας απαγορεύεται, ξεσπούν συχνά μεγάλοι απεργιακοί αγώνες κι εργατικές διαδηλώσεις, που πετυχαίνουν ενίοτε κάποιες νίκες, παρόλο που αντιμετωπίζονται πάντα με σκληρή καταστολή, που καταλήγει μέχρι και σε δολοφονίες αγωνιζόμενων εργαζομένων.
Αυτές οι συνθήκες ωθούν τους εργάτες και τις εργάτριες σε μετανάστευση. Μεγάλο ποσοστό των γυναικών αναγκάζεται να μεταναστεύσει σε γειτονικές χώρες για να εργαστούν ως οικιακές βοηθοί, υφιστάμενες συχνά σεξουαλικά βασανιστήρια από τους «αφέντες» τους. Επιπλέον η Μπαγκλαντεσιανή κυβέρνηση ενθαρρύνει συνειδητά τη μετανάστευση στο εξωτερικό, καθώς η οικονομία ενισχύεται σημαντικά από τα εμβάσματά τους.
Προς τη μετανάστευση οδηγεί και ο κλιματικός παράγοντας. Το Μπαγκλαντές είναι μία χώρα εκτεθειμένη σε ακραία καιρικά φαινόμενα (κυκλώνες, καταιγίδες, άνοδο της στάθμης της θάλασσας, ξηρασίες και πλημμύρες, μουσώνες και καύσωνες), φαινόμενα που επιτάθηκαν κατά πολύ με την παγκόσμια περιβαλλοντική καταστροφή που συντελείται τις τελευταίες δεκαετίες. Κάθε χρόνο, περίπου το 20% της χώρας βυθίζεται σε νερό. Από τις πλημμύρες πλήττονται εκατομμύρια άνθρωποι, που –όταν δεν πνίγονται- για μέρες ζουν χωρίς σπίτι, φαΐ, πόσιμο νερό, ρεύμα και πολλοί πεθαίνουν από ασθένειες. Η κλιματική αλλαγή προβλέπεται ότι θα δηλητηριάσει ακόμα περισσότερο τα ήδη επιβαρυμένα υπόγεια ύδατα και το πόσιμο νερό της χώρας. Καθεστωτικές εκτιμήσεις προ δεκαετίας εκτιμούσαν ότι η «κλιματική αλλαγή» μπορεί να εκτοπίσει περισσότερα από 30 εκατομμύρια άτομα έως το 2050. Οι πλούσιες βιομηχανικές χώρες ευθύνονται κυρίως για την κλιματική αλλαγή, αλλά ο λαός του Μπαγκλαντές είναι από αυτούς που πληρώνουν δυσανάλογα το τίμημα.
Έτσι η χώρα αποτελεί μία από τις χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών προς την Ευρώπη. Στην Ελλάδα η κυβέρνηση Μητσοτάκη προωθεί τα τελευταία χρόνια διμερείς συμφωνίες με το Μπαγκλαντές για μετανάστευση χιλιάδων εποχιακών εργατών, που θα εργάζονται χωρίς δικαιώματα σε άθλιες εργασιακές συνθήκες, με σκοπό να ταΐζουν τα αφεντικά, το κράτος και τα ταμεία στην Ελλάδα, αλλά να μην δικαιούνται σύνταξη και μόνιμη και οικογενειακή εγκατάσταση. Ήδη εργάζονται ως σκλάβοι στις «Μανωλάδες», για μεροκάματα πείνας, ζώντας σε καλύβες και χαρτόκουτα και ενίοτε τρώνε σφαίρες από τα αφεντικά και τους μπράβους τους.
Οι Μπαγκλαντέζοι εργάτ(ρι)ες λοιπόν είναι από τα πιο χτυπημένα κομμάτια της διεθνούς εργατικής τάξης, υποφέρουν στη χώρα τους αλλά και στη χώρα μας και αξίζουν την αλληλεγγύη και τον σεβασμό μας. Όσα αναφέρθηκαν ξεκαθαρίζουν ότι διεθνιστική αλληλεγγύη, αντιρατσιστικός αγώνας και ταξική πάλη πηγαίνουν μαζί, ότι η ελληνική Αριστερά οφείλει κατά προτεραιότητα οργανώσει τον κοινό αγώνα ντόπιων και μεταναστών, ενώ οι Έλληνες εργαζόμενοι-ες έχουν να παραδειγματιστούν από τη μαχητικότητα των Μπαγκλαντέζων «αδερφών» τους.
Υποβολή απάντησης