7 ερωτήματα και απαντήσεις σχετικά με την «καθαρή έξοδο από τα μνημόνια»: Ούτε καθαρή ούτε έξοδος

image_pdfimage_print

Του Πάνου Κοσμά

Παρότι εκπαιδευµένοι και υποψιασµένοι επαρκώς στα χρόνια του µνηµονίου, παρότι δικαίως καχύποπτοι και… υγιώς σκεπτικιστές για τα προβαλλόµενα από την εκάστοτε κυβερνητική προπαγάνδα -περιλαµβανοµένης της κυβέρνησης Τσίπρα και Καµµένου, που έχει ειδικούς λόγους να παρουσιάσει το «µαύρο άσπρο» για να συνταιριάξει τη δεξιά πολιτική µε την αριστερή ρητορεία-, η υπόθεση «καθαρή έξοδος από τα µνηµόνια» φαντάζει αρκετά περίπλοκη για να κατανοηθεί. Όχι µόνο η κυβερνητική προπαγάνδα, µε τις σκοπιµότητές της, αλλά και η αντίστοιχη µιντιακή, που στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων υπηρετεί ευσυνείδητα και συστηµατικά τα δόγµατα και τις αντιλήψεις του αγοραίου νεοφιλελευθερισµού, συσσωρεύουν σύγχυση και αποπροσανατολισµό σε τόσο ισχυρές δόσεις, ώστε είναι δύσκολο να «µεταβολιστεί». Θα προσπαθήσουµε λοιπόν να ξεκαθαρίσουµε τα βασικότερα ζητήµατα που αφορούν στην «καθαρή έξοδο από τα µνηµόνια» µέσω 7 βασικών ερωτηµάτων και απαντήσεων σε αυτά.

1. Έξοδος από τα µνηµόνια;

Όπως προκύπτει από τις δηλώσεις και ρητές απαιτήσεις των δανειστών, «Η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει τις δεσµεύσεις της» και να µη διανοηθεί να ξηλώσει έστω και ένα από τα µέτρα που έχουν ψηφιστεί στη διάρκεια των διαδοχικών µνηµονίων.

Η «καθαρή έξοδος» προϋποθέτει και συνεπάγεται ότι:

α) Θα εξακολουθήσουν να ισχύουν οι µνηµονιακοί νόµοι, µέτρα και ρυθµίσεις που συσσωρεύτηκαν από την ψήφιση του πρώτου µνηµονίου στις 10 Μαΐου του 2010 µέχρι και σήµερα.

β) Αυτοί συµπληρώθηκαν ήδη µε τα µέτρα και ρυθµίσεις του πολυνοµοσχεδίου µε τα 88 προαπαιτούµενα της τέταρτης αξιολόγησης. Αυτά ολοκληρώνουν το πρόγραµµα εσωτερικής υποτίµησης «διευθετώντας» τα αποµένοντα βασικά εκκρεµή ζητήµατα στις εργασιακές σχέσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις, τα «κόκκινα» δάνεια, τη διοικητική µεταρρύθµιση και την «αποπολιτικοποίηση» του ∆ηµοσίου.

γ) Η νέα, δραστική µείωση των συντάξεων από 1/1/2019 και η δραµατική µείωση του αφορολόγητου στα 5.685 ευρώ από 1/1/2020 – αν τελικώς αποφευχθεί η επίσπευση της µείωσης από το 2019.

δ) Από κει και ύστερα, το λόγο έχουν τα µεγάλα «λουκέτα» που κλειδώνουν τις µνηµονιακές πολιτικές σε µακροχρόνια βάση: τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσµατα 3,5% µέχρι και το 2022, τα πρωτογενή πλεονάσµατα 2,2% από το 2023 µέχρι και το… 2060, η υποχρέωση µείωσης του χρέους σε σταθερούς ρυθµούς µέχρι να πέσει στο 75% του ΑΕΠ (πολύς δρόµος από το 179% του ΑΕΠ που βρίσκεται σήµερα…), η συγκεκριµενοποίηση της συµφωνίας για το ύψος των ετήσιων τοκοχρεολυσίων (ετήσιων βαρών εξυπηρέτησης του χρέους) που σε κάθε περίπτωση θα κυµαίνονται στο τροµακτικό ύψος του 15% του ΑΕΠ!

 

2. Λιγότερη και πιο ήπια εποπτεία;

Η Ελλάδα θα ξαναγίνει µια «φυσιολογική» ευρωπαϊκή χώρα – έστω και υπερχρεωµένη. Η εποπτεία θα γίνει πιο «πολιτική», άρα πιο ήπια και πιο «πλαστική», δίνοντας µεγαλύτερα περιθώρια ελιγµών και άσκησης πολιτικής. Αυτά ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Είναι πράγµατι έτσι; Όχι, για τους εξής λόγους:      

α) Στο παιχνίδι της εποπτείας θα µπει στο εξής, και µάλιστα στο βασικό ρόλο, ένα νέο «µαντρόσκυλο», πιο άγριο απ’ όλα τ’ άλλα: οι αγορές. Ένας απρόσωπος µηχανισµός όπου κάθε κερδοσκόπος µπορεί να κάνει παιχνίδι. Ένας µηχανισµός που δεν γνωρίζει από διαβουλεύσεις και πολιτικές λύσεις, αλλά από την «άµεση δράση» και την ωµή βία. Ο µοχλός εκβιασµού είναι εξίσου ισχυρός µε τον εκβιασµό για την εκταµίευση των δόσεων από τους δανειστές: το επιτόκιο δανεισµού του ελληνικού ∆ηµοσίου. Κάθε «βρυχηθµός» των αγορών (µια δυσµενής έκθεση των οίκων αξιολόγησης, µια υποβάθµιση ή προειδοποίηση για υποβάθµιση της πιστοληπτικής ικανότητας), θα στέλνει το επιτόκιο δανεισµού του ελληνικού ∆ηµοσίου ψηλότερα, θα αυξάνει το κόστος δανεισµού του και θα ισοδυναµεί µε απαίτηση για περισσότερη λιτότητα. Αν αγνοηθούν οι «παραινέσεις», τότε οι «συστάσεις» θα γίνουν πιο ωµές…     

β) Η άτεγκτη εποπτεία από τις αγορές θα διατηρήσει την ουσιαστικά σκληρή εποπτεία των «θεσµών». Αυτό που θα συµβεί, είναι το εξής: Οι αγορές θα εκβιάζουν χωρίς να συζητούν, και οι δανειστές (κρυµµένοι µε τα πολλά τους πρόσωπα πίσω από τη θεσµική εποπτεία της Κοµισιόν αλλά επικαλούµενοι επιπλέον τον ανεξάρτητο ρόλο της ΕΚΤ, τον «αυτεπάγγελτο» ρόλο του ∆ΝΤ και το «έννοµο συµφέρον» του ESM) θα «συζητούν» πατώντας πάνω στον εκβιασµό των αγορών. Η θεσµική εποπτεία θα παίρνει δύναµη από την ωµότητα των αγορών, αποτελώντας το θεσµικό εντολοδόχο τους. Θα είναι οι δικηγόροι των µαφιόζων της αγοράς.

Όµως το ζήτηµα µε τη «µεταµνηµονιακή» εποπτεία δεν εξαντλείται σε αυτά.

Το ∆ΝΤ παραµένει, σε ρόλο «υπερ-συµβούλου». Ο λόγος του θα είναι ισχυρός γιατί είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος των συµφερόντων των αγορών: αν το ∆ΝΤ βγάλει «φιρµάνι» ότι η ελληνική κυβέρνηση κάνει «απαράδεκτα» πράγµατα ή ότι στην Ελλάδα η δηµοσιονοµική προσαρµογή» υποσκάπτεται, τότε το ελληνικό ∆ηµόσιο θα αποκτήσει αµέσως πρόβληµα πρόσβασης στις αγορές.

Η ΕΚΤ, θα έχει λόγο για τις ελληνικές τράπεζες: η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων θα υπαγορεύει για πολλά ακόµη χρόνια πολιτικές – µε την απειλή µιας νέας τραπεζικής αστάθειας, αν «ξαφνικά» αποκαλυφθεί το κοινό µυστικό πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν κεφαλαιακές «τρύπες».

Όσο για τον ESM, θα έχει το έννοµο συµφέρον αυτού που έχει δανείσει πολλά χρήματα στο ελληνικό Δημόσιο, αλλά και το θεσµικό «πάτηµα» του ∆ηµοσιονοµικού Συµφώνου που προβλέπει ότι τα υπερχρεωµένα κράτη είναι σε επιτήρηση µέχρι το χρέος τους να µειωθεί στο 75% του ΑΕΠ. Επιπλέον, η διαδικασία διεύρυνσης των αρµοδιοτήτων του ESM ώστε να µετασχηµατιστεί σταδιακά σε «Ευρωπαϊκό Νοµισµατικό Ταµείο» έχει ήδη δροµολογηθεί.

Ιδιαίτερα ύστερα από την ιταλική κρίση, κανείς απ’ όλους αυτούς δεν θα «παίξει» µε την Ελλάδα…

 

3. Το χρέος «ρυθµίστηκε» και έγινε βιώσιµο;

Το πιο «γενναίο» µέτρο για το χρέος ήταν η επιµήκυνση του δανείου του EFSF (δεύτερο δάνειο = 96,6 δισ. ευρώ) κατά 10 χρόνια (θα αρχίσει να εξυπηρετείται -τόκοι και χρεολύσια- 10 χρόνια αργότερα, δηλαδή από το 2033). Τα υπόλοιπα µέτρα ήταν:

-Επιστροφή (σε ετήσιες ή εξαµηνιαίες δόσεις, που εποµένως οι δανειστές έχουν την ευχέρεια να αναστείλουν αν κρίνουν ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν τηρεί τα συµφωνηθέντα) των κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών που κατέχουν ελληνικά κρατικά οµόλογα. Τα κέρδη αυτά ανέρχονται συνολικά σε 4,8 δισ. ευρώ.

-Κατάργηση του step up επιτοκίου του δεύτερου δανείου (του EFSF), δηλαδή κατάργηση της προβλεπόµενης αύξησης επιτοκίων αυτού του δανείου.     

Όλα αυτά τα µέτρα δεν κάνουν βιώσιµο το χρέος ως τέτοιο, αλλά κάνουν βιώσιµη -κατά την εκτίµηση των δανειστών- την εξυπηρέτηση του χρέους µεσοπρόθεσµα, µέχρι και το 2033.

Όµως, σε αυτή την εκτίµηση υπάρχει ένα κρίσιµο «εκτός εάν»: «εκτός εάν» δεν επιτευχθούν τα προβλεπόµενα υψηλά πρωτογενή πλεονάσµατα (3,5% ως και το 2022 και 2,2% από κει και ύστερα). Πολλά µπορεί να οδηγήσουν σε µια τέτοια αποτυχία: µια ύφεση ή στασιµότητα της ελληνικής οικονοµίας, µια διεθνής ύφεση ή µεγάλη αναταραχή στις αγορές ή ο συνδυασµός τους σε µια κρίση σαν αυτή του 2008, µια µείζων γεωπολιτική αναστάτωση στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Επειδή οι προβλέψεις της απόφασης του Eurogroup εκτείνονται σε διάρκεια άνω της δεκαετίας (κατά αρχάς µέχρι και το 2033 αλλά και πολύ πάνω από αυτό) είναι µάλλον αδύνατο να µην υπάρξουν τέτοια γεγονότα – τουλάχιστον τα δύο πρώτα από τα τρία, χωρίς να αποκλείεται και το τρίτο…

Οι δανειστές σπρώχνουν τον «Έλληνα ασθενή» στις φουρτουνιασµένες θάλασσες των αγορών µε τρύπιο σωσίβιο και χωρίς καµία διασφάλιση για το τι θα συµβεί αν κάτι πάει στραβά.

Η δεκαετής επιµήκυνση αφορά λιγότερο από το 1/3 του ελληνικού κρατικού χρέους και φυσικά απλώς µεταφέρει τα βάρη της αποπληρωµής στις επόµενες γενιές. Το κριτήριο όλων των «διευθετήσεων» είναι όχι η ελάφρυνση των χρεολυσίων αλλά πώς θα παραµένει σταθερό στο 15% περίπου του ΑΕΠ το ύψος των ετήσιων τοκοχρεολυτικών βαρών – ποσοστό τροµακτικό. Το κριτήριο είναι να µπορεί το ελληνικό ∆ηµόσιο να συνεχίσει να πληρώνει, ενώ ταυτόχρονα διατηρείται η αδυναµία του να πληρώνει για πάντα – άρα διατηρείται η βεβαιότητα ότι κάποια στιγµή δεν θα µπορεί να πληρώνει και η κρίση θα επιστρέψει.     

 

4. Πόσο διασφαλίζει το «µαξιλάρι ρευστότητας»;

Το «µαξιλάρι ρευστότητας» ανέρχεται σε 24,1 δισ. ευρώ: 9,6 δισ. ευρώ από τη δόση που αποφάσισε το Eurogroup (συνολικά 15 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 5,4 δισ. ευρώ θα πάνε για αποπληρωµή δανείων τους επόµενους µήνες) + 14,5 δισ. ευρώ που έχουν ήδη συγκεντρωθεί από εκδόσεις οµολόγων του προηγούµενου διαστήµατος, ρέπος, διαθέσιµα φορέων του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα. Αυτό επαρκεί για 22 µήνες.

Από το τρίτο χρηµατοδοτικό πρόγραµµα του ESM έµειναν στο «ράφι» 25 δισ. ευρώ. ∆εν µιλάµε για νέα χρηµατοδότηση (που δεν υπήρξε) αλλά για µέρος του παλιού δανείου που δεν εκταµιεύτηκε ποτέ! (Εννοείται ότι ανάλογη «έκπτωση» στα µνηµονιακά µέτρα που συνόδευσαν το τρίτο χρηµατοδοτικό πρόγραµµα όχι µόνο δεν υπήρξε, αλλά αντίθετα τα µέτρα τελικά ήταν περισσότερα από όσα είχαν αρχικά συµφωνηθεί.)   

Σε αντίθεση µε την κυβερνητική προπαγάνδα, το «µαξιλάρι» αυτό έχει νόηµα µόνο αν δεν χρειαστεί ποτέ να χρησιµοποιηθεί! Αν χρειαστεί να χρησιµοποιηθεί από αυτό έστω και 1 ευρώ, αυτό θα είναι απόδειξη ότι το ελληνικό ∆ηµόσιο δεν έχει «κανονική» πρόσβαση στις αγορές. Σε συνθήκες που δεν θα υπάρχει χρηµατοδότηση από τους δανειστές, ένα τέτοιο «µήνυµα» θα είναι καταστροφικό: θα ισοδυναµεί µε επιστροφή της κρίσης χρέους και άνοιγµα της συζήτησης για νέο µνηµόνιο – ή ποιος ξέρει τι άλλο. Για να µην αρχίσει να καταναλώνεται το «µαξιλάρι» και ξαναρχίσει η συζήτηση ότι η Ελλάδα δεν µπορεί να χρηµατοδοτηθεί από τις αγορές, η (όποια) κυβέρνηση θα πρέπει να είναι «τύπος και υπογραµµός» όχι µόνο µε τις έως τώρα µνηµονιακές ρυθµίσεις και τις λοιπές υποχρεώσεις που έχει αναλάβει για τα επόµενα χρόνια, αλλά ενδεχόµενα να επιβάλει και νέα µέτρα – αν χρειαστεί να εξευµενιστούν οι αγορές…

5. Τι σηµαίνει η εξαφάνιση του «γαλλικού κλειδιού»;

Η γαλλική πρόταση για σύνδεση του ύψους των τοκοχρεολυσίων (ετήσια δαπάνη για την εξυπηρέτηση του χρέους) µε το ρυθµό ανάπτυξης, ώστε όταν οι ρυθµοί ανάπτυξης µειώνονται και πολύ περισσότερο όταν υπάρχει ύφεση, να µειώνονται αντίστοιχα τα βάρη εξυπηρέτησης του χρέους, απορρίφθηκε. Η απόρριψη µιας τέτοιας ρύθµισης σηµαίνει ότι στο ενδεχόµενο της επιβράδυνσης ή ακόµη χειρότερα της ύφεσης το ύψος των τοκοχρεολυσίων θα παραµένει σταθερά στο τεράστιο ύψος του 15% του ΑΕΠ, εποµένως τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσµατα θα παραµένουν σταθερά, για να επιτευχθούν θα απαιτούνται νέα µέτρα περικοπών και έτσι θα επιτείνονται τα συµπτώµατα της επιβράδυνσης και της ύφεσης δηµιουργώντας φαύλο κύκλο.

Αντί λοιπόν για ρήτρα ανάπτυξης στο χρέος, έχουµε το αντίθετο: ρήτρα χρέους στην ανάπτυξη! Που ισοδυναµεί µε ρήτρα νέων µέτρων. Ήδη η Έκθεση Συµµόρφωσης της Κοµισιόν που δόθηκε στη δηµοσιότητα αµέσως µετά το Eurogroup της 22ας Ιουνίου, προβλέπει ρυθµούς ανάπτυξης 1% µετά το 2022. Η προηγούµενη πρόβλεψη (µόλις πριν τρεις µήνες…) ήταν 1,5%.       

6. Υπερ-πλεονάσµατα και «αντίµετρα»: ήρθε η ώρα της «επούλωσης των πληγών»;

Όσον αφορά τα περίφηµα «αντίµετρα», που υποτίθεται θα έρθουν για να επουλώσουν τις κοινωνικές πληγές, τα πράγµατα έχουν επίσης ξεκαθαρίσει. Σε αντίθεση µε τις απροκάλυπτου κυνισµού δηλώσεις του Νίκου Παππά τον Ιούνιο του 2017 (ύστερα από το κλείσιµο της δεύτερης αξιολόγησης) ότι «για κάθε 1 ευρώ νέα µέτρα θα υπάρχει 1 ευρώ αντίµετρα», τα πράγµατα έχουν ως εξής:

α. Κάθε 1 ευρώ υπερ-πλεόνασµα πάνω από το 3,5%, θα «επιστρέφεται στην οικονοµία». Αντίµετρα θα υπάρχουν τόσο όσο η κυβέρνηση θα ξεπερνάει τους στόχους για τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσµατα! Όταν και εάν (µε τις περικοπές, τη φοροληστεία και φοροτροµοκρατία) καταφέρνει να ξεπερνάει τους στόχους, τότε θα µοιράζει «κοινωνικό µέρισµα». Πρόκειται ασφαλώς για µεταµοντέρνα εκδοχή της τακτικής του Χότζα.

β. Τα αντίµετρα δεν θα αφορούν στο σύνολό τους τα φτωχά λαϊκά στρώµατα. Θα είναι κατά βάση φορολογικού χαρακτήρα και θα αφορούν επίσης τις επιχειρήσεις. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονοµικών Γιώργος Χουλιαράκης ενηµέρωσε τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ότι το υπερ-πλεόνασµα του 2019 θα µοιραστεί το 2020 κατά 75% σε φοροελαφρύνσεις και κατά 25% σε κοινωνικές παροχές, ενώ από το 2021 και ύστερα θα µοιράζεται 50%-50%. Οι φοροελαφρύνσεις θα αφορούν βεβαίως και τις επιχειρήσεις (ακούγεται για µείωση των φορολογικών συντελεστών των κερδών από 29% σε 26%, για µείωση των εργοδοτικών εισφορών κ.λπ.), ενώ δεν είναι σαφές ποια θα είναι τα µέτρα για τη φοροελάφρυνση των νοικοκυριών και πώς θα κατανεµηθούν στα διαφορετικά εισοδηµατικά επίπεδα. Στη µείωση του ΦΠΑ οι δανειστές είναι «κάθετα» αντίθετοι.

Το 2019, το υπερ-πλεόνασµα του 2018 θα µοιραστεί πιθανότατα µε τη µορφή στεγαστικού επιδόµατος σαν αντιστάθµισµα στα βάρη του ΕΝΦΙΑ, αν και αναµένεται το ξεκαθάρισµα των κυβερνητικών σχεδιασµών µε την αναµενόµενη σχετική έκθεση του Ευκλείδη Τσακαλώτου.

γ. Εννοείται πως όταν δεν θα υπάρχει υπερ-πλεόνασµα, δεν θα υπάρχουν και «αντίµετρα», ενώ όταν δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι για το πλεόνασµα, θα υπάρχουν νέα µέτρα (αντί για αντίµετρα).

δ. Για τι ύψους ποσά υπερ-πλεονάσµατος µιλάµε; Με βάση τις κυβερνητικές προβλέψεις όπως αποτυπώνονται στο Μεσοπρόθεσµο πλαίσιο 2019-2022, το υπερ-πλεόνασµα θα αυξάνεται κάθε χρόνο µέχρι και το 2022:

   

Από τον πίνακα φαίνεται ότι το υπερ-πλεόνασµα οφείλεται σε (εκτιµώµενη) υπεραπόδοση των δηµόσιων εσόδων, δηλαδή στη φοροληστεία των εργαζόµενων τάξεων! Η κυβέρνηση υπολογίζει περισσότερα έσοδα από όσα απαιτούσε το µνηµονιακό πρόγραµµα, άρα έβαλε «προληπτικά» και περισσότερους φόρους από όσους απαιτούσε αυτό το πρόγραµµα. Και φυσικά εκβιάζει µε τα µέτρα αναγκαστικής είσπραξης τις εργαζόµενες τάξεις για να εισπράξει όσο το δυνατόν περισσότερα, για να έχει τα περιθώρια να επιστρέψει ένα µικρό τµήµα τους σαν «αντίµετρα»! Η τακτική του Χότζα!

7. Θα υπάρξει «καθαρή έξοδος» στις αγορές; Και, αν ναι, θα είναι θετικό γεγονός;

Αν «καθαρή έξοδος» στις αγορές σηµαίνει ότι το ελληνικό ∆ηµόσιο θα καλύπτει όλες τις δανειακές του ανάγκες από τις αγορές, είναι επίσης προφανές ότι δεν ισχύει – αλλιώς, τι χρειάζεται το «µαξιλάρι» ρευστότητας; Η έξοδος στις αγορές λοιπόν, που για µεγάλο διάστηµα δεν θα είναι η «καθαρή» αλλά θα στηρίζεται στο «µαξιλάρι» ρευστότητας, θα έχει δύο σηµαντικές δυσµενείς επιπτώσεις:

α. Προσθέτει τις αγορές στο σύστηµα επιτήρησης. Από αυτή την προσθαφαίρεση (πρόσθεση αγορών µείον οι µειωµένες δυνατότητες εκβιασµών από την τρόικα ή το κουαρτέτο) το πρόσηµο δεν είναι καθόλου σαφές…

β. Αυξάνει σηµαντικά το επιτόκιο δανεισµού του ελληνικού ∆ηµοσίου: καθώς τα δάνεια του «επίσηµου τοµέα» θα αντικαθίστανται σταδιακά από δανεισµό από τις αγορές, το µέσο επιτόκιο δανεισµού θα αυξηθεί σηµαντικά. Ο σχετικός πίνακας δίνει µια εύγλωττη εικόνα: Το ακριβότερο επιτόκιο έχουν τα δάνεια των αγορών, δάνεια (κρατικά οµόλογα) προ της κρίσης. Ακολουθούν τα δάνεια του ∆ΝΤ, που όµως είναι µικρό ποσοστό του συνόλου. Στη συνέχεια τα δάνεια του EFSF που επιµηκύνθηκαν κατά 10 νέτη. Τα διακρατικά και τα δάνεια του ESM έχουν πολύ χαµηλό επιτόκιο. Τα νέα επιτόκια δανεισµού του ελληνικού ∆ηµοσίου θα κυµαίνονται στα επίπεδα προ της κρίσης για όσο τα επιτόκια του ευρώ θα είναι πολύ χαµηλά (στο βαθµό που αρχίσουν να ανεβαίνουν τα επιτόκια του ευρώ, θα έχουµε… δράµατα) και σε κάθε περίπτωση για τη δεκαετία θα είναι πάνω από 4%. Αν φανταστούµε όλο το χρέος να αντικαθίσταται από νέες εκδόσεις οµολόγων µε τέτοιο ύψος επιτοκίων, η δαπάνη για τόκους θα αυξηθεί κατά πάνω από δύο φορές. Αν τα περίπου 330 δισ. ευρώ του κρατικού χρέους είχαν σήµερα επιτόκια 4%, οι ετήσιες δαπάνες για τόκους θα ανέρχονταν στο θηριώδες ύψος των περίπου 13 δισ. ευρώ, αντί για λιγότερο από 6 δισ. ευρώ που είναι σήµερα. Αυτό θα ισοδυναµεί µε νέα κρίση που για να αποσοβηθεί είναι πιθανή µια νέα ρύθµιση του χρέους, µε νέες δεσµεύσεις κ.λπ. κ.λπ. Ο συνδυασµός της εξόδου στις αγορές και του µη βιώσιµου χρέους σηµαίνει ότι επωάζεται µια νέα κρίση ή ότι η Ελλάδα παραµένει σε καθεστώς υποτροπιάζουσας επιτροπείας επί δεκαετίες.

Επιτόκια δανεισµού
ανά κατηγορία δανείου

∆ΝΤ

3,8%

ESM

0,89%

EFSF

2,5%

∆ιακρατικά

0,65%

Οµόλογα αγοράς

>4 – 4,5%

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.