1

Μπροστά στην τέταρτη οργανική κρίση του καπιταλισμού

Aναδημοσίευση από το Commune.org.gr

Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλη διαρθρωτική κρίση του καπιταλισμού, και είναι διαφορετική από τις προηγούμενες. Είναι μια γενική κρίση χωρίς προηγούμενο: είναι γενική, διότι θίγει σχεδόν το σύνολο των επί μέρους βαθμίδων της οικονομίας και της κοινωνίας.

Κρίση οικονομική που είναι πλέον και

  • κρίση κλιματική, γεωπολιτική, δημοσιονομική, 
  • κρίση παραγωγικότητας,
  • που χαρακτηρίζεται τώρα και από χαμηλούς ρυθμούς συσσώρευσης παραγωγικού κεφαλαίου,
  • από υψηλό πληθωρισμό και επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ,
  • διέρχεται από ύφεση η οποία είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι θα είναι τόσο ρηχή όσο αναγγέλλουν οι επίσημες κυβερνητικές προβλέψεις (διότι αν η κυβέρνηση αναγγείλει βαθιά ύφεση, ενισχύει τις προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθεί κιόλας, δημιουργεί, δηλαδή, δυσμενές κλίμα που επιτείνει την ύφεση, και παράγει έτσι μιαν αυτο-πραγματοποιούμενη προφητεία),
  • επεκτείνεται στις αλυσίδες ανεφοδιασμού των επιχειρήσεων,
  • διαπλέκεται με την ενεργειακή κρίση, που δεν είναι πρόσκαιρη ούτε οφείλεται απλά και μόνο στον πόλεμο στην Ουκρανία, έχει βαθιές ρίζες και αλληλεπιδρά με την κλιματική κρίση.

Η γενική κρίση αγκαλιάζει και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το χρηματιστήριο, τις τράπεζες, και όλων των ειδών τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτόν. Προσθέστε σε αυτά και την «ποσοτική χαλάρωση» κατά την οποία οι κεντρικές τράπεζες διοχέτευσαν στην παγκόσμια οικονομία μια γιγαντιαίων διαστάσεων ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί τώρα στην αγορά και μετατρέπεται σε καύσιμο του πληθωρισμού, για τον έλεγχο του οποίου, το σύστημα μας σπρώχνει σε ύφεση, σε λιτότητα, ανεργία και σε νέα μεγάλη απαξίωση της εργασίας. Προσθέστε σε αυτά και τις υγειονομικές κρίσεις, των οποίων η πιθανότητα επανεμφάνισης δεν έχει μειωθεί ουσιαστικά διότι το σύστημα αδυνατεί, ούτε προτίθεται, να λάβει τα αναγκαία μέτρα. Στην γενική κρίση του καπιταλισμού συμμετέχει και η κρίση πολιτικής ηγεμονίας, κρίση ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης του καθεστώτος, με την έννοια ότι οι κυβερνήσεις πλέον δεν είναι σε θέση να εκφωνήσουν σχέδιο εξόδου από την κρίση ώστε να αποσπάσουν τη συναίνεση του πληθυσμού. Για αυτό, για να αναπληρώσουν το κενό στρέφονται στον αυταρχισμό που εμφανίζεται με κυβερνήσεις συμμαχικές με την άκρα δεξιά, με την μετατροπή της αστυνομίας σε πολυάριθμο και εξοπλισμένο στρατό, με τις μυστικές υπηρεσίες που παρακολουθούν όλους τους αντιφρονούντες κ.λπ.

Πρόκειται για οργανική κρίση του καπιταλισμού, εννοώντας με αυτόν τον όρο ότι πρόκειται για κρίση που δεν μπορεί να λυθεί, εκτός εάν γίνουν αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του οικονομικού συστήματος, στον τρόπο με τον οποίο συνδυάζονται οι επιμέρους λειτουργίες του, εάν αλλάξουν θεσμοί, ο ρόλος του κράτους, τα όργανά του ή ο τρόπος με τον οποίο αυτά αρθρώνονται μεταξύ τους.

Δεν πρόκειται, δηλαδή, για περιοδική κρίση, παροδική, που αντιμετωπίζεται με αύξηση ή μείωση κάποιων μεγεθών (των επιτοκίων, των δημόσιων δαπανών κ.λπ.) για να επανέλθει η οικονομία στο κανονικό, ανοδικό μονοπάτι της.

Η σημερινή οργανική κρίση διακρίνεται από τις προηγούμενες τρεις, στις οποίες το σύστημα έδωσε λύση είτε με μια τεχνολογική επανάσταση (1895) είτε με ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο (δεκαετία του 1930, Ρούσβελτ, κεϊνσιανισμός / δεκαετία του 1980, Θάτσερ, Ρήγκαν, νεοφιλελευθερισμός), κατά το ότι τώρα, κανένας δεν έχει ιδέα ποια είναι η έξοδος από την κρίση. Με άλλα λόγια, οι κυβερνήσεις δεν είναι πλέον σε θέση να παρουσιάσουν ένα σχέδιο εξόδου, όπως έγινε τις προηγούμενες φορές, ούτε υπάρχει τεχνολογική επανάσταση, όπως ισχυρίζονται πολλοί δημοσιογράφοι και επιχειρηματίες. Κυκλοφορεί, βέβαια, η ιδέα ότι είμαστε στο μέσο μιας τεχνολογικής επανάστασης αλλά αυτό δεν επαληθεύεται από τα στατιστικά στοιχεία. Αν υπήρχε τέτοια επανάσταση θα έπρεπε να βλέπουμε την παραγωγικότητα να ανεβαίνει αλματωδώς. Υπάρχουν μεμονωμένοι τομείς, όπως η ιατρική και η επιστήμη των υλικών, όπου όντως υπάρχει μεγάλη τεχνολογική πρόοδος, πλην όμως δεν υπάρχει στο σύνολο της οικονομίας. Αυτό οδηγεί στην συνεχή επιβράδυνση της παραγωγικότητας της εργασίας σε όλες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Υπάρχουν ακόμα και χώρες στις οποίες όχι μόνο επιβραδύνεται αλλά μειώνεται η παραγωγικότητα, και η Ελλάδα είναι μία από αυτές.

Το πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού που ανοίγεται μπροστά μας

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν διαθέτει πλέον ηγεμονικό σχέδιο: ισχυριζόταν ότι «απελευθερώνει» τις αγορές για να ευνοήσει τα κέρδη των επιχειρήσεων, τα οποία στην συνέχεια θα διαχέονταν κατά κάποιο τρόπο στο σύνολο της οικονομίας (από τα πάνω προς τα κάτω). Ήταν ένα ηγεμονικό σχέδιο, με την έννοια ότι εμφάνιζε το ιδιοτελές συμφέρον των επιχειρήσεων ως συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας -όμως σε βάθος χρόνου. Αυτή η ετεροχρονισμένη υπόσχεση ήταν εύθραυστη εξαρχής, ακριβώς επειδή ήταν στον διηνεκές ετεροχρονισμένη, αλλά τώρα έχει προφανώς διαψευσθεί, και ο νεοφιλελευθερισμός είναι γυμνός, έχει κάνει τον κύκλο του – αν μη τι άλλο στην παρούσα, αμιγή, μορφή του.

Η δε σοσιαλδημοκρατία, αλλά και η σοσιαλδημοκρατική πολιτική από όποιον και αν ασκείται, δεν έχει πλέον καμμία θέση στο σημερινό τοπίο των ταξικών ανταγωνισμών, διότι η υλική προϋπόθεσή της ήταν οι μακροχρόνιες και μεγάλες αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας που επέτρεπαν τον παράδοξο συνδυασμό να βελτιώνεται η αγοραστική δύναμη του μισθού και ταυτοχρόνως να πραγματοποιείται αναδιανομή της εργασίας σε βάρος των μισθωτών. Αυτή η δυνατότητα, η υλική βάση της σοσιαλδημοκρατίας, σήμερα δεν υπάρχει.

Γι’ αυτό και έχουμε έναν αχαλίνωτο πολεμικό καπιταλισμό, επιθετικό έναντι των εργαζόμενων τάξεων, διότι η μοναδική του διέξοδος είναι η εντατικοποίηση της εργασίας και η ελευθερία του κεφαλαίου να εκμεταλλεύεται την εργασία ασύδοτα και ανεξέλεγκτα. Είναι η κρίση του καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας στο υψηλότερο σημείο της -προς το παρόν. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει εκτός από την διαρκή αύξηση της απόλυτης υπεραξίας.

Επιπλέον, ο νεοφιλελευθερισμός δεν επιζητεί μόνο να είναι υψηλή η κερδοφορία, αλλά να είναι υψηλή και ταυτόχρονα αυξανόμενη. Εξάλλου, διαθέτει γι’ αυτό ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο ελέγχει την επιχείρηση, την επιβραβεύει όταν αυξάνει τα κέρδη της από χρονιά σε χρονιά, αλλά και την τιμωρεί όταν μειώνονται.

Επομένως, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός είναι αναγκασμένος, πρώτον, να επιζητεί με φανατισμό την μείωση του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ, δηλαδή του μεριδίου με το οποίο εμείς καλούμαστε να ζήσουμε, και δεύτερον, να επιζητεί με φανατισμό να απορρυθμίζει την αγορά εργασίας, διότι από αυτό εξαρτάται η ικανότητά του να μειώνει το μερίδιο της εργασίας. Αν το καλοσκεφτείτε, έχουν περάσει σαράντα τρία χρόνια από την άνοδο της Θάτσερ στην κυβέρνηση, και έκτοτε συνεχίζουν αδιαλείπτως να απορρυθμίζουν την αγορά εργασίας, γεγονός που δείχνει πόσο πολύτιμη είναι αυτή η «απελευθέρωση» από τα δεσμά της μισθωτής εργασίας: μια απορρύθμιση χωρίς τέλος. Θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα εάν υπήρχε τεχνολογική επανάσταση. Επειδή όμως δεν υπάρχει άλλη διέξοδος, όλη τους η ένταση και όλος ο φανατισμός τους συγκεντρώνεται στην αγορά εργασίας και στην απαξίωση του εμπορεύματος που πωλούν οι μισθωτοί, δηλαδή των εργασιακών ικανοτήτων τους.

Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά το πεδίου του κοινωνικού ανταγωνισμού που ανοίγεται μπροστά μας.

Το πέρασμα από τον πληθωρισμό

Ο πληθωρισμός ήταν μια ευκαιρία και την άρπαξαν οι κυβερνήσεις. Είδαν ένα διψήφιο πληθωρισμό να αναπτύσσεται και άφησαν τις επιχειρήσεις να απολαμβάνουν ενός μεγάλου οφέλους, διότι με τον πληθωρισμό μειώνεται το κόστος εργασίας. Οι μισθωτοί έχουν μικρότερη αγοραστική δύναμη, κι αυτό μετατρέπεται σε αύξηση των κερδών (παρά την αύξηση των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών που επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής). Εάν πάρουμε στα σοβαρά τις δηλώσεις κεντρικών τραπεζιτών, της Λαγκάρντ και των άλλων, υπάρχει μεν μεγάλη αποφασιστικότητα να ελεγχθεί ο πληθωρισμός ώστε να μην εξελιχθεί σε υπερ-πληθωρισμό που διαβρώνει την πίστη, την εμπιστοσύνη χωρίς την οποία δεν γίνεται εμπόριο, πλην όμως δεν είναι καθόλου σαφές ότι στο τέλος της διαδικασίας του αποπληθωρισμού θα επιστρέψουμε στον πολύ χαμηλό πληθωρισμό του 2% όπου βρισκόμασταν για πολλά χρόνια. Δεν θα υπάρξει επαναφορά ίσως επειδή, μετά από τόσα χρόνια χαμηλού πληθωρισμού, με τις τωρινές αυξήσεις των τιμών θυμήθηκαν πόσο εύκολα απαξιώνουν την εργασία. Είναι πολύ πιο εύκολο να την απαξιώσεις αφήνοντας την βρώμικη δουλειά στον πληθωρισμό, ενώ είναι δύσκολο να την απαξιώσεις με το τρόπο που συνέβη σ’ εμάς με την πολιτική των μνημονίων.

Επομένως, μετά από τον έλεγχο του υψηλού πληθωρισμού, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να συνεχιστεί η απαξίωση της εργασίας μέσω του πληθωρισμού, αυτήν την φορά όμως με ήπιο τρόπο, πολύ πιο ανεκτό από τους μισθωτούς, λίγο-λίγο, χρονιά με τη χρονιά. Μια τέτοια τακτική μπορεί να αποδώσει σε βάθος δεκαετίας μια πολύ αξιόλογη μείωση του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ της τάξης του 10%-15%, που θα έρθει να προστεθεί σε αυτήν που υφίστανται τώρα οι εργαζόμενες τάξεις και σε αυτήν που επέβαλαν τα μνημόνια. Αντίστοιχες θα είναι οι αυξήσεις των κερδών, εκτός εάν τους σταματήσουμε.

Συνοψίζοντας

  1. Σαράντα τρία χρόνια μετά την Θάτσερ, πυκνώνουν οι ενδείξεις ότι ο νεοφιλελευθερισμός, τουλάχιστον στην σημερινή του μορφή, έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο στις χώρες του αναπτυγμένου, ύστερου καπιταλισμού της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Ανέκαθεν ήταν δύσκολο για τον νεοφιλελευθερισμό να εμφανιστεί στους πολίτες ως οικονομικό σχέδιο που εξασφαλίζει την γενική ευημερία, τώρα όμως αυτό έχει καταστεί αδύνατο. Αντιθέτως, εμφανίζεται ως ένα σύστημα που προάγει τις εισοδηματικές ανισότητες, την φτώχεια και την υλική στέρηση για μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, και την στασιμότητα ή υποχώρηση της υλικής ευημερίας για τις εργαζόμενες τάξεις στο μεγαλύτερο μέρος τους.
  2. Κατά το παρελθόν, ο νεοφιλελευθερισμός μπορούσε να ισχυρίζεται ότι οι εισοδηματικές ανισότητες, οι χαμηλοί μισθοί, η υλική στέρηση απελευθέρωναν δημιουργικές δυνάμεις της οικονομίας που θα οδηγούσαν σε κατάσταση ευημερίας. Η υπόσχεση όμως αυτή δεν υλοποιήθηκε, και η πλάνη πως ο πλούτος που παραγόταν στην κορυφή της εισοδηματικής πυραμίδας θα διαχεόταν προς την βάση της, έχει διαψευσθεί παταγωδώς. Έτσι, ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίζεται σήμερα όχι μόμο ως άδικο οικονομικό σύστημα αλλά και ως αναποτελεσματικό, διότι ευθύνεται για την παρούσα γενικευμένη οικονομική και κοινωνική κρίση.
  3. Στις τρεις προηγούμενες κρίσεις του, ο καπιταλισμός μπορούσε να προτείνει είτε τεχνολογικές λύσεις είτε συνεκτικά πολιτικά σχέδια με τα οποία διεκδικούσε την πολιτική ηγεμονία, δηλαδή την εκπροσώπηση του γενικού συμφέροντος. Στην παρούσα ιστορική συγκυρία, όμως, η τεχνολογική πρόοδος παραμένει περιορισμένη σε ορισμένους μόνο κλάδους της οικονομίας, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται με πολύ χαμηλούς και μειούμενους ρυθμούς και η δυνητική οικονομική μεγέθυνση (δηλαδή η μέγιστη ταχύτητα με την οποία μπορεί να αναπτύσσεται η οικονομία) μειώνεται. Ο μόνος τρόπος που έχει απομείνει στον καπιταλισμό για να αυξάνει την κερδοφορία είναι η απαξίωση της εργασίας, όχι μέσω αυξήσεων της παραγωγικότητας, αλλά με μειώσεις των ονομαστικών μισθών (όπως στη διάρκεια των μνημονιακών προγραμμάτων στην Ελλάδα και αλλού) και των πραγματικών μισθών (όπως στην παρούσα ιστορική στιγμή μέσω του πληθωρισμού). Για να μπορεί δε να χρησιμοποιεί αυτές τις μεθόδους απαξίωσης των εργασιακών ικανοτήτων των εργαζομένων είναι αναγκασμένος να επιδίδεται στην «απελευθέρωση» των αγορών εργασίας, που διαρκεί δεκαετίες και θα συνεχίζεται στο διηνεκές διότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δεν αρκείται στην υψηλή κερδοφορία, θέλει να είναι και αυξανόμενη (και αυτό δεν είναι αναστρέψιμη επιλογή, είναι επιλογή χτισμένη στους κανόνες λειτουργίας του, είναι στην φύση του δηλαδή).

Μοιραία, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, εμφανίζεται σήμερα ως άδικος και συνάμα αναποτελεσματικός, και για αυτόν τον λόγο δεν δικαιούται να αρθρώνει λόγο περί γενικού συμφέροντος. Με το λεξιλόγιο της μαρξιστικής θεωρητικής παράδοσης, δεν μπορεί πλέον να ηγεμονεύει πολιτικά, και ο λόγος που ακόμα κυβερνάει είναι η απουσία συμπύκνωσης των συμφερόντων των υποτελών κοινωνικών τάξεων σε αντικαπιταλιστική πολιτική οργάνωση, σε πρόταση πολιτικής ηγεμονίας.

Οι μορφές πολιτικής οργάνωσης των υποτελών τάξεων

Σε μια τέτοια συγκυρία, ποια είναι άραγε η μορφή οργάνωσης που μπορεί να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των υποτελών κοινωνικών τάξεων και να τα συμπυκνώνει σε πρόταση πολιτικής ηγεμονίας, να μετουσιώνει δηλαδή το ιδιαίτερο ταξικό συμφέρον τους σε γενικό συμφέρον;

Είναι προφανές ότι σε αυτά δεν μπορούν να ανταποκριθούν τα πολυσυλλεκτικά πλατιά κόμματα ή πολιτικές οργανώσεις με ασαφές περίγραμμα, χαλαρή οργάνωση, μεταρρυθμιστική λογική και αμυντικό όραμα, που είναι δομημένα με την αρχή της αστικής δημοκρατίας (όπου ο καθένας εκφράζεται ελεύθερα και στο τέλος κάνει ό,τι θέλει η ηγεσία, κορυφαίο παράδειγμα ο Σύριζα) και των οποίων το περιορισμένο βεληνεκές γνωρίζουμε σε πόσες αποτυχίες οδηγεί και πόσες απογοητεύσεις διασπείρει.

Ούτε μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της παρούσας ιστορικής στιγμής, τα κοινωνικά κινήματα, με τον περιστασιακό αντικαπιταλισμό τους, που λειτούργησαν επί δεκαετίες ως χαλαρωτικό υποκατάστατο των ταξικών αντιπαραθέσεων που δεν επιχειρήσαμε.

Χρειαζόμαστε ανταγωνιστικές, αντικαπιταλιστικές πολιτικές οργανώσεις, διότι μόνο αυτές μπορούν να σηκώσουν το βάρος μιας τέτοιας συγκυρίας.

Δεν χρειαζόμαστε μια προοδευτική, δημοκρατική, μεταρρυθμιστική Αριστερά, αλλά οργάνωση (ή οργανώσεις) που αναφέρεται στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της αστικής κοινωνίας και εν τέλει στον κομμουνισμό, και προς τούτο δεν πελαγοδρομεί στα νερά των νέων κριτικών θεωριών και των κοινωνικών κινημάτων αλλά ξαναπιάνει το σπασμένο νήμα της μαρξιστικής θεωρητικής παράδοσης και πολιτικής πρακτικής: Οργάνωση των οποίων τα μέλη δεν είναι χομπίστες αλλά μέλη γενναιόδωρα, που θέλουν επομένως να διαθέσουν τουλάχιστον ένα μέρος του ελεύθερου χρόνου τους και της ελεύθερης ενέργειάς τους στις πολιτικές μάχες μέσα σε συνθήκες ηθικής δέσμευσης, συνέπειας και αλληλεγγύης με τα άλλα μέλη της οργάνωσης,

μιας οργάνωσης που καταλαβαίνει ότι ο κομμουνισμός δεν είναι μόνο ένα μελλοντικό στάδιο της κοινωνίας αλλά και ιστορική τάση υπαρκτή μέσα στα πράγματα εδώ και τώρα, που περιμένει να την αναδείξουμε και να την ενδυναμώσουμε.




Τάξη, Πλήθος και Κινήματα

του Σταύρου Τομπάζου

Αναδημοσίευση από το Commune.org.gr

Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 και η καπιταλιστική παλινόρθωση οδήγησε στην περιθωριοποίηση της μαρξιστικής σκέψης και, κυρίως, υπονόμευσε την επίδρασή της σε ευρέα κοινωνικά στρώματα. Μαζί με το σοσιαλισμό σε μια μόνη χώρα, τη θεωρία των σταδίων, τη ντετερμινιστική αντίληψη της κοινωνικής εξέλιξης, την αφελή ή ιδιοτελή «δικαιολόγηση» του σταλινικού οικοδομήματος, την Ιστορία (με μεγάλο Ι) που καθυποτάσσει την πολιτική, εν ολίγοις μαζί με την «ορθόδοξη» δογματική μαρξιστική καρικατούρα, περιέπεσαν στην ανυποληψία όλες οι εκδοχές του μαρξισμού: ακόμη και οι πιο δημιουργικές εκδοχές του, που αντιτάχθηκαν ευθύς εξαρχής στη σοβιετικού τύπου δυσφήμηση του σοσιαλισμού και τη δικτατορία πάνω στο προλεταριάτο και τις οποίες η «ορθοδοξία» επιχείρησε (ανεπιτυχώς) να εξοντώσει.

Ποιος είπε, όμως, ότι η Ιστορία αποδίδει δικαιοσύνη; Ποια ακριβώς είναι η προνομιούχα στιγμή που το δίκαιο κατισχύει και οι αδικίες του παρελθόντος αναγνωρίζονται; Πότε ακριβώς ο «ιστορικός του μέλλοντος», αυτή η μυθική φιγούρα της μεταφυσικής πίστης στην αέναη κοινωνική πρόοδο, αποκαθιστά την αλήθεια;

Μαζί με το υποτιθέμενο «τέλος της Ιστορίας» που ακολούθησε την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», κηρύχθηκε και το τέλος της ίδιας της ταξικής πάλης, αφού η τελευταία υποβιβάστηκε από κοινωνική πραγματικότητα σε ανυπόστατη μαρξιστική εμμονή.

Βέβαια, όσο και να δυσφημίσει κανείς τις έννοιες, οι έννοιες είναι ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις και δεν καταργούνται ούτε με ιδεολογικά πυροτεχνήματα ούτε με διατάγματα. Εν μέσω του «τέλους» της κινητήριας δύναμης της Ιστορίας, ξεσπά το 1995 ένα εντυπωσιακό εργατικό κίνημα στη Γαλλία, που με γενική απεργία προλειαίνει το έδαφος για κυβερνητική αλλαγή. O L. Jospin, με ακροαριστερό παρελθόν, έχασε βέβαια τις προεδρικές εκλογές του 1995 ως υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος (με ελάχιστη διαφορά από τον J. Chirac), κυβέρνησε όμως ως πρωθυπουργός από το 1997 μέχρι το 2002. Με αφορμή αυτό, η «εργατική τάξη», το «εργατικό κίνημα», η «πάλη των τάξεων» διεκδίκησαν ξανά τη θέση τους στα λεξικά της κοινής γαλλικής.

Η δεκαετία του 2000 ήταν η δεκαετία του κινήματος κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ή, όπως το ονόμαζαν σε κάποιες χώρες, του κινήματος για μια άλλη παγκοσμιοποίηση. Παρά το γεγονός ότι το κίνημα αυτό υπήρξε κίνημα χαλαρής στράτευσης των μελών του, κατάφερε να συντονίσει συγκλίνουσες κοινωνικές ευαισθησίες και προτεραιότητες –ιδιαίτερα στη Δυτική Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τη Λατινική Αμερική–, να κινητοποιήσει εκατομμύρια ανθρώπους και να έχει και πρακτικές επιτυχίες. Οι διαπραγματεύσεις για περαιτέρω φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου (στο πνεύμα της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον») προς όφελος των αναπτυγμένων κρατών, στο Seattle το 1999, δεν κατέληξαν λόγω της μαζικής κινητοποίησης του κινήματος και της επίδρασης που είχε στους εκπροσώπους πολλών αναπτυσσόμενων κρατών.

Το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης υπήρξε πραγματική αντίσταση στο νεοφιλελεύθερο ρεύμα που υποχρέωσε τις συνόδους κορυφής των ηγεμονικών κρατών να συνεδριάζουν σε όλο και πιο απόμακρες και απίθανες γεωγραφικές τοποθεσίες για να αποφεύγουν τις μαζικές διαδηλώσεις και τη δημοσιότητα που τις συνοδεύει. Κατάφερε να εμπλέξει συνδικαλιστικές οργανώσεις, οικολογικές οργανώσεις, πολιτικά κόμματα της Αριστεράς, ΜΚΟ, φεμινιστικές και ΛΟΑΤΚΙ συλλογικότητες, Οικολόγους, άνεργους, αγανακτισμένους, ιθαγενείς χωρίς γη, μετανάστες χωρίς χαρτιά.

Το κίνημα κατάφερε να εφαρμόσει σχετικά οριζόντιες δομές και να επεξεργαστεί πολιτικές στα παγκόσμια φόρα, τα οποία πραγματοποιούνταν σε τακτά χρονικά διαστήματα στο Πόρτο Αλέγρε της Βραζιλίας κυρίως (το Παγκόσμιο Φόρουμ του 2004 πραγματοποιήθηκε στη Βομβάη σε μια προσπάθεια μεγαλύτερης εμπλοκής ασιατικών πληθυσμών στο κίνημα).

Η Αυτοκρατορία και το Πλήθος

Σε αυτό το ιστορικό συγκείμενο, δημοσιεύτηκαν δύο εμβληματικά βιβλία που κατά κάποιον τρόπο επιχείρησαν να συλλάβουν και να διατυπώσουν θεωρητικά το πνεύμα της νέας εποχής: Η Αυτοκρατορία(1) και το Πλήθος(2) των  Michael Hardt και Antonio Negri.

Το «πλήθος» είναι εκ πρώτης όψεως μια εύληπτη έννοια, αφού φαίνεται να συνάδει με την «πολυμορφία» του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης. Είναι επίσης μια έννοια ψυχολογικά «εύπεπτη», αφού δεν ανάγεται αυτόματα σε μια «παλιάς κοπής» αφηρημένη ή «κύρια αντίθεση» που εγείρει ηγεμονικές αξιώσεις για να επισκιάσει τις διάφορες ευαισθησίες και προτεραιότητες.

Ωστόσο, το «πλήθος» σύμφωνα με τους Hardt και Negri δεν είναι μια περιγραφική ή ακόμη κοινωνιολογική έννοια. Την αντιλαμβάνονται ως μια φιλοσοφική και στρατηγική έννοια και μας καλούν να την κρίνουμε σε αυτή τη βάση.

Το «πλήθος» προκύπτει λοιπόν από την κρίση του φορντιστικού μοντέλου και από τον ηγεμονικό ρόλο της πνευματικής άυλης παραγωγής στη σύγχρονη μεταμοντέρνα κοινωνική αναπαραγωγή.

Αυτή η άυλη παραγωγή υπονομεύει τα σαφή όρια ανάμεσα στην εργασία και τον ελεύθερο χρόνο, τον παραγωγό και τον πολίτη, τη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα. Δημιουργεί ένα άνθρωπο ευέλικτο και κινητικό, ενώ αναπτύσσει τις επικοινωνιακές δεξιότητές του. Η άυλη παραγωγή δημιουργεί –μαζί με τη νεοφανή «ρευστότητα» της ύπαρξης– νέες, μεταμοντέρνες κοινωνικές σχέσεις, που τείνουν να κατισχύσουν.

Οι συγγραφείς παραδέχονται βέβαια ότι αυτός ο μεταμοντέρνος άνθρωπος δεν αποτελεί την κοινωνική πλειονότητα. Στην πραγματικότητα, αποτελεί μια ισχνή μερίδα του εργαζόμενου πληθυσμού. Η λεγόμενη άυλη παραγωγή κρύβει, άλλωστε, τους δικούς της χειρώνακτες εργάτες: Στη δούλεψη μεγάλων διαφημιστικών εταιριών, οι Ινδοί εργάτες που ειδικεύονται στο να μετρούν κλικ στο παγκόσμιο ηλεκτρονικό δίκτυο δεν είναι εργάτες του πνεύματος. Δεν μπορεί να τους εντάξει κανείς στην ίδια ομάδα επαγγελματικών κατηγοριών με τον λέκτορα επισφαλούς απασχόλησης που ευδοκιμεί στο πλαίσιο των περικοπών οργανικών θέσεων στα πανεπιστήμια της νεοφιλελεύθερης εποχής. Ο ντελιβεράς, του οποίου το επάγγελμα άνθησε κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, προσφέρει μια άυλη υπηρεσία (την μεταφορά). Το επάγγελμά του ανήκει, ωστόσο, στα βαρέα και ανθυγιεινά και όχι στα πνευματικά επαγγέλματα, όπως του ειδικού στην ανάπτυξη πληροφοριακών προγραμμάτων.

Πιθανόν τα περί «ηγεμονίας» της άυλης πνευματικής εργασίας των συγγραφέων του Πλήθους να έλκουν την καταγωγή τους από ένα άλλο υποτιθέμενο «τέλος»: το προαναγγελθέν «τέλος της εργασίας» με την αυτοματοποίηση της παραγωγής, που υποστήριξαν συγγραφείς όπως ο Jeremy Rifkin(3) ή ο  André Gorz(4). Ωστόσο, και το «τέλος της εργασίας» είχε την ίδια τύχη με το «τέλος της Ιστορίας»: τελείωσε και αυτό. Η απασχόληση δεν έπαψε ποτέ να ακολουθεί την οικονομική συγκυρία, παρά το γεγονός ότι η νεοφιλελεύθερη εποχή καθιέρωσε μεγαλύτερα μέσα ποσοστά ανεργίας συγκριτικά με το ανοδικό μεταπολεμικό κύμα.

Στην ψυχολογία, ο Byung-Chul Han στην Κοινωνία της Κόπωσης(5) υποπίπτει σε ένα παρόμοιο σφάλμα με αυτό των συγγραφέων του Πλήθους. Ακυρώνει τον Sigmund Freud και την κοινωνία της επιτήρησης και της καταστολής, στο όνομα μια κοινωνίας της επίδοσης. Το σύγχρονο άτομο δεν υποφέρει πλέον από την ενοχοποίηση και την καταστολή της παρόρμησης (άρνηση), αλλά από ένα «πλεόνασμα θετικότητας» συνδεδεμένο με την επίδοση. Εξουθενώνεται έτσι σε έναν ατέρμονο αγώνα δρόμου με τους μεγαλεπήβολους στόχους που το ίδιο θέτει στον εαυτό, πράγμα που καθορίζει τη φύση των μεταμοντέρνων ψυχικών ασθενειών.

Αυτό το μετανεωτερικό άτομο που είναι θύμα του εαυτού του, θύμα «αυτο-εκμετάλλευσης», είναι όμως «ηγεμονικό»; Πρόκειται για τον επίδοξο, κινητικό και ευέλικτο υπάλληλο των θεσμών, οργανώσεων και επιχειρήσεων, τον καλλιτέχνη, τον πανεπιστημιακό, κι όχι για τον σύγχρονο εργάτη σε συνθήκες μικρής ή μεγάλης επισφάλειας και χωρίς πολυτέλεια ιδιωτικότητας (συνεπώς υπό επιτήρηση) στην προσωπική του ζωή, που αγωνίζεται να επιβιώσει και που αποτελεί τη μάζα του εργατικού δυναμικού. Η ψυχολογία της επίδοσης παραπέμπει σε μια επιθυμία αυτοπραγμάτωσης μέσω της εργασίας και όχι σε μια κουραστική και ανιαρή ρουτίνα εργασίας με σκοπό την εξασφάλιση κάποιου επιπέδου διαβίωσης, στην οποία ο μισθός και το ωράριο παραμένουν η κύρια διακύβευση.

Το κοινό σφάλμα των δύο προσεγγίσεων είναι ότι γενικεύουν κάποιες υπαρκτές κοινωνικές τάσεις στη βάση κάποιων ανομολόγητων αυτοματισμών στην ιστορική εξέλιξη. Πρόκειται για παραλλαγές της ιδέας περί αυτόματης ιστορικής εξέλιξης, που υποτιμά τις συστημικές δυνάμεις αντίστασης σε αυτήν. Η θεωρία της αξίας στον Μαρξ είναι μια πρακτική κριτική σε αυτό τον «εξελικτισμό». Το κεφάλαιο κινητοποιεί συνεχώς τις δυνάμεις της επιστήμης και της τεχνολογίας για να μειώσει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για τη παραγωγή του εμπορεύματος, ενώ ταυτόχρονα αρνείται πεισματικά να υπολογίζει τον κοινωνικό πλούτο βάσει κάποιου άλλου μέτρου πέραν του χρόνου εργασίας. Γι’ αυτό τον λόγο οι καπιταλιστικές κρίσεις εκδηλώνονται ως κρίσεις υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης εμπορευματικών αξιών.

Το κεφάλαιο δημιουργεί τον παραγωγό-πολίτη θολώνοντας τα όρια χρόνου εργασίας και ελεύθερου χρόνου σε κάποιες κατηγορίες εργαζομένων, επιμένει όμως να επιτηρεί και να ελέγχει όχι μόνο τη διάρκεια αλλά και την ένταση του χρόνου εργασίας σε όλες τις κατηγορίες εργαζομένων και με όλα τα μέσα που διαθέτει. Η επιδοσιακή κοινωνία της κόπωσης και η κατασταλτική κοινωνία του σισύφειου μόχθου, της επισφάλειας και της ανεργίας συνυπάρχουν χωρίς η πρώτη να επισκιάζει προοδευτικά τη δεύτερη, διότι, ταυτόχρονα, η φτωχοποίηση ενισχύει τους ορατούς και αόρατους μηχανισμούς καταστολής τόσο της διαμαρτυρίας όσο και της παρόρμησης.

Το κοινό σφάλμα και των δύο προσεγγίσεων είναι ότι τοποθετούν βιαστικά κάποια νεοφανή φαινόμενα σε ένα χρονικό «μετά», αντί σε ένα χωρικό «εντός»: εντός ενός τοπίου αντιθέσεων που εμπλουτίζεται χωρίς να χάνει τα δομικά χαρακτηριστικά του.

Οι Hardt και Negri επικεντρώνονται στο να πουν τι δεν είναι το «πλήθος», παρά στο να πουν τι είναι. Δεν είναι καταρχήν ο «λαός», από τον οποίο υποτίθεται ότι εκπηγάζει η μια και αδιαίρετη εθνική κυριαρχία. Δεν είναι ο «λαός» του Hobbes που αποδέχεται και νομιμοποιεί τον απόλυτο μονάρχη, ούτε αυτός του Rousseau που διαμορφώνει μια γενική θέληση.

Το «πλήθος» δεν είναι το «βιομηχανικό προλεταριάτο», ούτε ακυρώνει την έννοια της εργατικής τάξης, σύμφωνα πάντα με τους Hardt και Negri. Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι το «βιομηχανικό προλεταριάτο» πάντα ήταν στην μαρξιστική σκέψη μια πολύ περιοριστική έννοια για να είναι ταυτόσημη με την έννοια της εργατικής τάξης. Μόνο στον ιταλικό εργατισμό το βιομηχανικό προλεταριάτο ταυτιζόταν με την εργατική τάξη. Ο ίδιος ο Negri συνέβαλε παλαιότερα σε αυτή την περιοριστική και προφανώς λανθασμένη αντίληψη της εργατικής τάξης.

Μήπως το «πλήθος» είναι, λοιπόν, το σύγχρονο προλεταριάτο του παγκοσμιοποιημένου εμπορεύματος που περιλαμβάνει και τον πνευματικό παραγωγό-πολίτη της άυλης παραγωγής; Αν ναι, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τη φιλοσοφική καινοτομία του «πλήθους». Απλώς, ο Negri με τη συμβολή του Hardt διορθώνει ένα δικό του παλαιότερο σφάλμα, εγκαταλείποντας το εννοιολογικό πλαίσιο του ιταλικού εργατισμού.

Αφού κοινωνιολογικά η έννοια του «πλήθους» δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική, αξίζει να διερωτηθούμε αν συμβάλλει στη διαμόρφωση στρατηγικής υπέρβασης της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Όπως δηλώνει και ο υπότιτλος του, το Πλήθος, Πόλεμος και δημοκρατία στην εποχή της αυτοκρατορίας  είναι η συνέχεια της Αυτοκρατορίας. Στην «αυτοκρατορία», το σύστημα παγκόσμιας κυριαρχίας παραπέμπει σε ένα ευέλικτο και συνεχώς μεταλλασσόμενο σύστημα δικτύων, παρά σε χώρο και έδαφος. Θα έλεγε κανείς ότι μοιάζει περισσότερο με ιστό αράχνης παρά με τον κυψελοειδή και κατακερματισμένο χώρο των εθνικών κρατών. Το δίκτυο της αυτοκρατορικής κυριαρχίας είναι ακέφαλο και χωρίς σταθερό κέντρο. Τα εθνικά κράτη, ακόμη και τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη, φθίνουν στη νέα τάξη πραγμάτων. Το «σκληρό» έδαφος της κρατικής κυριαρχίας εξαϋλώνεται προοδευτικά στην «αέρινη» κυριαρχία των δικτύων. Οι έκνομες μεταγωγές της CIA, με τα στρατόπεδα εγκλεισμού και τα αεροδρόμια σε διάφορες χώρες του διεθνούς της δικτύου, είναι ένα καλό παράδειγμα αυτής της αυτοκρατορικής κυριαρχίας. Η ρευστότητα αυτού του δικτύου προκύπτει από τη δυνατότητα να αντικαθίστανται τόσο οι συνεργαζόμενες υπηρεσίες και χώρες όσο και οι χρησιμοποιούμενες υποδομές για να διαφεύγουν την προσοχή και το νόμο.

Το πλήθος συναρθρώνεται με αυτή την υποτιθέμενη μεταμοντέρνα πραγματικότητα της σύγχρονης αυτοκρατορικής κυριαρχίας. Σε αυτή την απο-εδαφικοποιημένη και «ρευστή» κυριαρχία αντιστοιχείται το παγκόσμιο δίκτυο των πληθυντικών αντιστάσεων του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης.

Αν όμως το έθνος-κράτος είναι πλέον μια σκιά του παρελθόντος, ένα ιστορικό κατάλοιπο, η πολιτική σε εθνικό επίπεδο χάνει τη σημασία της. Η πολιτική του πλήθους πρέπει λοιπόν να προσαρμοστεί με τη νέα απο-εθνικοποιημένη πραγματικότητα και να συγχρονιστεί αντιπαραθετικά απευθείας με την παγκόσμια ή αυτοκρατορική κυριαρχία.

Με αυτή την ανάγνωση της πραγματικότητας, πώς η πολιτική να μην παλινδρομήσει σε μια προνεωτερική διατύπωση ηθικών αιτημάτων; Πώς να τα βάλει κανείς με απρόσωπα και ακέφαλα δίκτυα, γυρνώντας την πλάτη στους πολιτικούς ρυθμούς, περιοδικότητες και επικαιρότητες που ακόμη καθορίζονται κυρίως σε εθνικό επίπεδο: εκλογικές αναμετρήσεις, κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις, κυβερνητικές αποφάσεις, κομματικές διαμάχες κ.λπ.;

Η πολιτική πράξη είναι η ηθική εγγεγραμμένη σε ένα στρατηγικό ορίζοντα. Όταν χαθεί ο στρατηγικός ορίζοντας, μένει μόνο η ηθική χωρίς πολιτική, δηλαδή η «χριστιανική αγάπη» που συνοψίζεται σε «δελτία παραπόνων» κατά το πρότυπο των cahiers de doléances που συλλέγονταν στην προεπαναστατική Γαλλία από τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ’ και μεταρρυθμιστικές προτάσεις ήπιου χαρακτήρα για την αποτροπή του πολέμου, την καταπολέμηση της φτώχειας, την αποκατάσταση της δικαιοσύνης κ.λπ.

Παράπονα, ευχολόγια και εν τέλει ελπίδα στην εκπλήρωση της θεολογικής προφητείας: «[…] οι εκπληκτικές συγκεντρώσεις παραπόνων και μεταρρυθμιστικών προτάσεων πρέπει κάποια στιγμή να μετασχηματιστούν από ένα ισχυρό συμβάν, από ένα ριζοσπαστικό εξεγερτικό αίτημα. Μπορούμε ήδη να αναγνωρίσουμε ότι σήμερα ο χρόνος είναι διχασμένος ανάμεσα σε ένα παρόν ήδη νεκρό και ένα μέλλον ήδη ζωντανό – και η άβυσσος που χαίνει ανάμεσα τους γίνεται τεράστια. Εν καιρώ, ένα συμβάν θα μας εκτοξεύσει σαν βέλος σε αυτό το ζωντανό μέλλον. Αυτή θα είναι η πραγματική πολιτική πράξη αγάπης»(6).

Στην πραγματικότητα, η «άβυσσος που χαίνει» συνίσταται στο στρατηγικό κενό ανάμεσα στην ήπια μεταρρυθμιστική πρόταση-ευχολόγιο (π.χ. να ενισχυθεί η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εις βάρος του Συμβουλίου Ασφαλείας) και το επαναστατικό πρόταγμα της απελευθέρωσης από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της βίας.

Επιστροφή στην εργατική τάξη

Αφού το «πλήθος» είναι κοινωνιολογικά μετέωρο, στρατηγικά κενό και ως εκ τούτου φιλοσοφικά ανυπόστατο, η επιστροφή στην «εργατική τάξη» φαίνεται αναγκαία.

Το ερώτημα είναι σε ποια «εργατική τάξη»: Σε αυτή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου ή σε αυτή του Κεφαλαίου; Δεν είναι η ίδια.

Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο το «προλεταριάτο» έχει τον αέρα πρίμα και τα πανιά γεμάτα. Ενώ οι παραγωγικές σχέσεις συγκρούονται με τις παραγωγικές δυνάμεις και οι κρίσεις υπερπαραγωγής γίνονται όλο και πιο οξείες, το προλεταριάτο καθίσταται όλο και πιο πολυπληθές, όλο και πιο συγκεντρωμένο σε μεγάλες μονάδες παραγωγής, όλο και πιο συνειδητό, όλο και πιο απειλητικό για την αστική τάξη, που κατασκευάζει η ίδια το κοινωνικό όπλο της καταστροφής της.

Αυτός ο αισιόδοξος εξελικτισμός βασίζεται σε αναπόδεικτες εξισώσεις: Ο αριθμός δεν ισούται με τη συνείδηση και γενικότερα η κοινωνική πραγματικότητα δεν ισούται με την πολιτική πράξη. Η τελευταία δεν ακολουθεί βιολογικού τύπου κύκλους. Δεν κοκκινίζει όπως το μήλο στη μηλιά. Άλλωστε, αυτός ο εξελικτισμός διαψεύδεται από τα ίδια τα γεγονότα. Οι ανησυχίες του Χέγκελ για ένα λαό που γίνεται «πλέμπα» είναι, σαφώς, πιο επίκαιρες. Η φτωχοποίηση, η απώλεια της αίσθησης του δικαίου,  η πληγωμένη αξιοπρέπεια όταν κάποιος δεν μπορεί να επιβιώσει από τη δουλειά του δημιουργούν μια «πλέμπα» που διευκολύνει ακόμη περισσότερο την συγκέντρωση του πλούτου σε λίγα χέρια και επισπεύδει την κοινωνική παρακμή. Τις ίδιες ανησυχίες συμμερίζονται η Hanna Arendt, ο Walter Benjamin και o Daniel Bensaïd. Η ταξική συνείδηση είναι δυνατό να οπισθοδρομήσει και να πνίξει την τάξη στη «μάζα».

Πρέπει λοιπόν να επιστρέψουμε στην εργατική τάξη του Κεφαλαίου. Πρόκειται εκ πρώτης όψεως για παράδοξη δήλωση, διότι, όπως είναι ευρέως γνωστό, το κεφάλαιο για τις τάξεις στο Κεφάλαιο περιλαμβάνει μιάμιση σελίδα. Ο θάνατος δεν επέτρεψε στον Μαρξ να το ολοκληρώσει. Ωστόσο, το Κεφάλαιο περιλαμβάνει και στους τρεις θεωρητικούς του τόμους μερικές εκατοντάδες σελίδες σχετικές με το θέμα των κοινωνικών τάξεων.

Καταρχήν ξεκαθαρίζει με τον πιο πλήρη τρόπο το θέμα της αξίας και της υπεραξίας, ενώ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο το «κόστος παραγωγής» συγχέεται ακόμη με την αξία του εμπορεύματος. Το ίδιο το κεφάλαιο είναι μια σύνθετη έννοια που συνοψίζεται σε μια τριπλή διαδικασία αξιοποίησης ή πολλαπλασιασμού της αξίας διαμέσου της παραγωγής υπεραξίας, συσσώρευσης της αξίας διαμέσου της παραγωγικής επένδυσης μέρους της υπεραξίας και πραγματοποίησης της αξίας διαμέσου της πώλησης των εμπορευμάτων και την μετατροπή τους σε χρήμα.

Το κεφάλαιο είναι μια διττή κοινωνική σχέση: μια σχέση ισότητας διότι ο πωλητής και ο αγοραστής των εμπορευμάτων ανταλλάσσουν εμπορεύματα ισοδύναμης αξίας σε μια εκούσια συναλλαγή και μια σχέση ανισότητας διότι κάποιοι (όχι όλοι) μισθωτοί εργάτες παράγουν με την εργασία τους μια εμπορευματική αξία μεγαλύτερη από την αξία των εμπορευμάτων που μπορούν να αγοράσουν με τον μισθό τους. Ο Μαρξ ονομάζει αυτή τη διαφορά (τη διαφορά ανάμεσα στην παραχθείσα αξία και την αξία που επιστρέφεται στους εργάτες ως μισθός για την αγορά της εργατικής τους δύναμης) υπεραξία. Η υπεραξία αντιστοιχεί στο συνολικό κέρδος που οι καπιταλιστές ιδιοποιούνται σε κάθε παραγωγική διαδικασία. Η σχέση της υπεραξίας (Υ) ως προς την αξία της εργατικής δύναμης (τον μισθό: Μ) ή Υ/Μ ονομάζεται ποσοστό υπεραξίας ή ποσοστό εκμετάλλευσης.

Η εκμετάλλευση παραπέμπει στον κεντρικό πυρήνα μιας άνισης κοινωνικής σχέσης: Η κοινωνική τάξη που εκμεταλλεύεται την άλλη ονομάζεται κεφαλαιοκρατική. Η τάξη που τυγχάνει εκμετάλλευσης ονομάζεται εργατική. Ωστόσο, υπάρχουν κεφαλαιοκράτες που δεν διαθέτουν μέσα παραγωγής αξίας και υπάρχουν μισθωτοί εργάτες που εργάζονται σε διαδικασίες που δεν παράγουν αξία, συνεπώς ούτε και υπεραξία. Πρόκειται για μια μερίδα του πληθυσμού που ασχολείται με τη διαδικασία «κυκλοφορίας» της αξίας.

Ο Μαρξ ονομάζει διαδικασία κυκλοφορίας της αξίας την απλή αλλαγή μορφής της αξίας από εμπόρευμα σε χρήμα και από χρήμα σε εμπόρευμα. Ένα αμιγώς εμπορικό κεφάλαιο π.χ. δεν απασχολεί εργάτες που παράγουν αξία ή υπεραξία, γιατί η εργασία τους υπηρετεί την κυκλοφορία της αξίας. Ο έμπορος-κεφαλαιοκράτης πουλά μια υπηρεσία στον δραστήριο παραγωγικά κεφαλαιοκράτη που συνίσταται στην συντόμευση του χρόνου κυκλοφορίας των εμπορευμάτων του, των οποίων η αξία, όσο είναι εγκλωβισμένη στη σφαίρα της κυκλοφορίας, δεν μπορεί να επενδυθεί στη παραγωγική διαδικασία της αξίας. Το εμπορικό κέρδος είναι συνεπώς μέρος της υπεραξίας ή του κέρδους της παραγωγικής δραστηριότητας. Ο μισθός των εργαζομένων στο εμπόριο είναι μέρος της συνολικής παραχθείσας αξίας. Συμβάλλει έμμεσα στην παραγωγή αξίας και υπεραξίας επιτρέποντας την συντόμευση του χρόνου κυκλοφορίας των εμπορευμάτων που είναι αδρανής χρόνος ως προς την παραγωγή αξίας. Η εργασία στη σφαίρα της κυκλοφορίας επιτρέπει  την αύξηση της συνολικής αξίας που μπορεί να επενδυθεί παραγωγικά(7).

Η σχέση εκμετάλλευσης είναι κεντρικής σημασίας στη συγκρότηση των σύγχρονων κοινωνικών τάξεων, όχι όμως γιατί όποιος δεν παράγει άμεσα υπεραξία αποκλείεται από την εργατική τάξη και όποιος δεν ιδιοποιείται άμεσα υπεραξία αποκλείεται από την κεφαλαιοκρατική.

Το γεγονός ότι το κεφάλαιο για τις κοινωνικές τάξεις είναι το τελευταίο της αναπαραγωγικής διαδικασίας του Κεφαλαίου, της διαδικασίας του όλου (τρίτος τόμος), που ενώνει την παραγωγική διαδικασία (πρώτος τόμος) και τη διαδικασία της κυκλοφορίας (δεύτερος τόμος), λέει κάτι από μόνο του. Οι κοινωνικές τάξεις δεν ορίζονται στην παραγωγή αλλά στην αναπαραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου. Ο μισθωτός εργάτης του εμπορικού κεφαλαίου παράγει έμμεσα υπεραξία, ο έμπορος κεφαλαιοκράτης ιδιοποιείται έμμεσα υπεραξία. Και οι δύο είναι εξίσου αναγκαίοι στην αναπαραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου με τον παραγωγικό εργάτη και τον δραστήριο στην παραγωγή κεφαλαιοκράτη.

Οι ταξικές σχέσεις στον Μαρξ συγκροτούνται αντιπαραθετικά μέσα στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η πωλήτρια στο ταμείο της υπεραγοράς ανήκει στην εργατική τάξη. Δεν μπορούμε ωστόσο να πούμε το ίδιο για τον μάνατζερ ενός εργοστασίου που, ο ίδιος δεν διαθέτει μέσα παραγωγής και τον οποίο η εθνική στατιστική καταγράφει ως μισθωτό. Τον καταγράφει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως καταγράφει τον μισθωτό εργάτη που δουλεύει στον ιμάντα παραγωγής του ίδιου εργοστασίου. Η εργασία του πρώτου, ωστόσο, συνίσταται στην μεγιστοποίηση της άντλησης υπεραξίας διαμέσου μιας «ορθολογικής διαχείρισης» που περιλαμβάνει την επιτήρηση του δεύτερου. Ο «μισθός» και τα ωφελήματα του μάνατζερ τείνουν να αυξάνονται ή να μειώνονται μαζί με την υπεραξία, ενώ, δεδομένης της συνολικά παραγόμενης αξίας, όταν αυξάνεται η υπεραξία μειώνεται υποχρεωτικά ο μισθός.

Ο Μαρξ δεν διατυπώνει θετικά κοινωνιολογικά κριτήρια για την κατάταξη του ενός ή του άλλου εργαζόμενου στην εργατική τάξη. Ελάχιστα ενδιαφέρεται για μια αυστηρή, ταξινομικού τύπου, ένταξη στην μια ή την άλλη τάξη. Δεν ενδιαφέρεται ούτε για τις γκρίζες ζώνες που σίγουρα υπάρχουν. Εξερευνά το κοινωνικό τοπίο μιας σύγκρουσης, δηλαδή μιας κοινωνικά συγκρουσιακής σχέσης ανάμεσα στους δύο αντίθετους πόλους της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι συμμετέχουν στην αναπαραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου, αφού δεν νοείται καπιταλισμός χωρίς κράτος. Το εισόδημά τους προέρχεται από τη φορολογία. H θέση του κάθε δημόσιου υπαλλήλου στην κοινωνική συγκρουσιακή σχέση διαφέρει ανάλογα με το συγκεκριμένο του ρόλο στην δημόσια υπηρεσία. Ιδιοποιείται ή παράγει έμμεσα υπεραξία; Κάποιων ο ρόλος προσομοιάζει με αυτόν του μάνατζερ της ιδιωτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, κάποιων άλλων με αυτόν της εργάτριας στην ταμιακή μηχανή. Η γκρίζα ζώνη στο ενδιάμεσο της ιεραρχίας στους μηχανισμούς της δημόσιας υπηρεσίας υπάρχει, αλλά δεν ακυρώνει την συγκρουσιακή σχέση.

Αυτή η ταξική συγκρουσιακή σχέση έχει τις ρίζες της στις κοινωνικές διαδικασίες παραγωγής και αναπαραγωγής της αξίας. Παραπέμπει δηλαδή σε ένα αντικειμενικό υπόβαθρο, το οποίο ωστόσο αποκαλύπτεται από μια επιστημονική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας.

Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, ο Μαρξ δίνει έμφαση στην αδιαφάνεια των κοινωνικών σχέσεων στον καπιταλισμό. Η αξία και η υπεραξία είναι κοινωνικές πραγματικότητες. Δεν είναι πράγματα τα οποία μπορεί κανείς να δει με τα μάτια ή να τα αγγίξει με τα χέρια. Αυτός είναι ο λόγος που το εμπόρευμα είναι ένα «αισθητό-υπεραισθητό» πράγμα. Ως αξία χρήσης είναι ένα αντικείμενο όπως όλα τα άλλα. Ως αξία, όμως, είναι αδιαφανές και μυστήριο.

Ο δουλοπάροικος γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτός παρήγαγε το υπερπροϊόν. Όταν π.χ. κάποιες μέρες της εβδομάδας εργάζεται σε χωράφια τη σοδειά των οποίων ιδιοποιείται ο φεουδάρχης, ή όταν ο τελευταίος αποσπά μέρος της σοδειάς με τη συμβολική ή πραγματική βία του σπαθιού του, δεν χρειάζεται καμιά σκέψη σχετικά με την προέλευση του υπερπροϊόντος. Ποιο μέρος, όμως, της εργάσιμης μέρας αντιστοιχεί με την αναγκαία εργασία και ποιο με την υπεραξία; Από ποιους παράγοντες καθορίζεται το κέρδος; Από τον κίνδυνο μήπως που ο καπιταλιστής αναλαμβάνει όταν επενδύει; Από τον χρόνο γενικά και όχι από τον χρόνο εργασίας; Δεν προκύπτει τόκος από την παρέλευση του χρόνου; Βάζω τα χρήματά μου σε τοκοφόρο λογαριασμό και περιμένω απλώς να περάσει ο χρόνος. Άλλωστε, κάθε περιπτεράς γνωρίζει ότι ζητά μεγάλο ποσοστό κέρδους για τα προϊόντα που δεν πουλά και τόσο συχνά. Πώς ο χρόνος κυκλοφορίας (π.χ. αναμονής μέχρι να πουληθεί το προϊόν) «προσθέτει» στην αξία;

Κάτω από τη γενική επικεφαλίδα «φετιχισμός», ο Μαρξ αναλύοντας το εμπόρευμα μας εισάγει στην τέχνη της μεταμφίεσης. Η τιμή δεν είναι απλώς η φαινομενική μορφή της αξίας. Είναι ταυτόχρονα και η μάσκα της. Η αξία (ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας για την παραγωγή του εμπορεύματος) κρύβεται μέσα στην τυχαιότητα των διακυμάνσεων των τιμών, δηλαδή μέσα στο εκτυφλωτικό φως του «φαίνεσθαι». Η υπεραξία κρύβεται πίσω από τις πολλαπλές μάσκες του κέρδους μιας παραγωγικής διαδικασίας: κέρδος της παραγωγικής επιχείρησης, τόκος, μέρισμα, εμπορικό κέρδος, γαιοπρόσοδος…

Οι μάσκες, όμως, είναι εγγενείς στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Η Ιρανική γυναίκα βγάζει σήμερα τη μαντίλα. Η Σαουδαράβισσα γυναίκα μπορεί αύριο να βγάλει τον φερετζέ. Η αξία και η υπεραξία δεν μπορούν να εμφανιστούν χωρίς τις μάσκες τους. Το «φαινόμενο» (η τιμή, το κέρδος κ.λπ.), όταν κατανοηθεί, δεν είναι επουσιώδες.  Είναι το «φαίνεσθαι» της ουσίας (αξία, υπεραξία), διότι είναι ο αναγκαίος και αποκλειστικός τρόπος εξωτερίκευσής της.

Η αδιαφάνεια των κοινωνικών σχέσεων είναι ένας πραγματικός κοσμικός σκοταδισμός που καθιστά τον θρησκευτικό σκοταδισμό λιγότερο αναγκαίο. Στη θρησκεία, το αποκύημα της ανθρώπινης φαντασίας αποκτά ανεξάρτητη υπόσταση για να καθυποτάξει τον άνθρωπο. Στις σύγχρονες κοινωνικές σχέσεις, τα προϊόντα της καπιταλιστικής παραγωγής αυτονομούνται από τους παραγωγούς και συνάπτουν προσωπικές σχέσεις μεταξύ τους καθυποτάσσοντας έτσι τους πρώτους. Με άλλα λόγια, η δια-υποκειμενικότητα των ανθρώπινων οικονομικών σχέσεων χάνεται διότι οι σχέσεις αυτές διαμεσολαβούνται από τα προϊόντα της εργασίας τους, που συναντώνται στην αγορά ως εμπορεύματα για να εμπλακούν εκεί σε έναν σιωπηλό διάλογο. Το κάθε εμπόρευμα διεκδικεί μια τιμή την οποία το χρήμα, ως το καθολικό εμπόρευμα, μπορεί να αμφισβητήσει.

Ο διάλογος των εμπορευμάτων μοιάζει με τον πλατωνικό διάλογο στον οποίο ο Σωκράτης, ως η ενσάρκωση της λογικής, απαξιώνει το επιχείρημα του συνομιλητή του υποχρεώνοντάς τον να αναγνωρίζει τα όριά του. Ο συνομιλητής αναγκάζεται έτσι να αναθεωρήσει ή να εγκαταλείψει τον επιχείρημά του. Η κριτική του χρήματος, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, συρρικνώνει παραγωγικές δραστηριότητες και κλείνει επιχειρήσεις για να ευνοήσει άλλες. Με τον ίδιο τρόπο που ο Σωκράτης ρυθμίζει το έλλογο επιχείρημα, το χρήμα ρυθμίζει τον καταμερισμό της εργασίας στην καπιταλιστική κοινωνία. Βέβαια, ο Σωκράτης επικαλείται τη λογική. Το χρήμα, ως γενικό ισοδύναμο της αξίας, επικαλείται το «νόμο του προφήτη»: το κέρδος.

Επειδή τα πράγματα συνομιλούν σαν πρόσωπα, τα πρόσωπα τυγχάνουν μεταχείρισης σαν πράγματα. Στο συνεχή «αυθόρμητο» επαναπροσδιορισμό του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, ο εργάτης μεταφέρεται από τον ένα κλάδο στο άλλο, επαγγέλματα διαγράφονται, θέσεις εργασίας εξαφανίζονται. Το σκεπτόμενο υποκείμενο είναι η ίδια η κοινωνική σχέση,  δηλαδή το κεφάλαιο, ενώ το άτομο μειώνεται σε απλό εργαλείο της.

Ο ευμετάβλητος κόσμος των ανθρώπινων υποθέσεων και ο φυσικός κόσμος πέραν της ανθρώπινης θέλησης συγχέονται μεταξύ τους. Οι νόμοι του κεφαλαίου, αν και προϊόντα της ανθρώπινης ιστορίας, εμφανίζονται στον εργάτη, του οποίου η καθημερινότητα καθορίζεται από αυτούς όσο και από το νόμο της βαρύτητας, σαν φυσικοί νόμοι ανεξάρτητοι από την ανθρώπινη βούληση. Αυτός είναι ο λόγος που οι εργάτες στο «αδιάκοπο βαλς των εμπορευμάτων, ζουν την ύπαρξή τους με παραισθησιακό τρόπο, σαν ένα όνειρο κατά τη διάρκεια της μέρας, και διασπώνται οι ίδιοι σε καταπονημένα όντα, που συχνά συνθλίβονται από τις εργασιακές σχέσεις και σαρώνονται από τα γεγονότα, και σε πιστούς που ασκούν τη λατρεία του εμπορεύματος στους διάφορους ναούς του(8)».

Στο σκοτάδι των φετίχ και των παραισθήσεων μιας κοσμικής καθημερινής θρησκείας καμιά αυθόρμητη καπιταλιστική ανάπτυξη δεν οδηγεί στη συγκρότηση της εργατική τάξης ως υποκειμένου. Τα κοινωνικά δεδομένα είναι αντικειμενικά, αλλά οι αλλοτριωμένες μορφές συνείδησης που τα ίδια τα δεδομένα δημιουργούν, δεν επιτρέπουν την συγκρότηση της εργατικής τάξης, ως μιας τάξης που γνωρίζει εαυτό ως ενότητα. Το υποκείμενο είναι μια συμπεριληπτική ταυτότητα. Είναι δηλαδή η υπαγωγή των πολλών στο ένα.

Οι Hardt  και Negri επαγγέλλονται μια νέα κοινωνική σάρκα «γεμάτη ζωή» που «αρνείται την οργανική ενότητα του σώματος». Ωστόσο, η σάρκα εκτός της οργανικής ενότητας του σώματος είναι σαν κι’ αυτή που πωλείται στα κρεοπωλεία. Όσο η κοινωνική σάρκα παραμένει κατακερματισμένη, τρέφει ξένους οργανισμούς, ανακυκλώνεται σε νέα υποβαθμισμένα επαγγέλματα, μπαίνει στο ψυγείο ή την κατάψυξη για ενδεχόμενη μελλοντική χρήση, εξάγεται και εισάγεται, αναλώνεται στην κατασκευή των γηπέδων του Κατάρ…

Πώς συγκροτείται το κοινωνικό υποκείμενο; Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να είναι ευνοϊκή ή δυσμενής στην συγκρότησή του, δεν είναι όμως ποτέ επαρκής. Το κοινωνικό υποκείμενο συγκροτείται μέσα και από την πολιτική. Προϋποθέτει δηλαδή μια πολιτική διαμεσολάβηση που το κατασκευάζει. Αρκεί να διαβάσει κανείς το κλασσικό βιβλίο του Edward-Palmer Thomson Συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης(9) για να το διαπιστώσει.

Όπως ο Σεραφείμ Σαυροειδής(10) πολύ εύστοχα επιχειρηματολογεί, ποτέ δεν υπήρξε μια χρυσή εποχή για τη συγκρότηση της εργατικής τάξης ως υποκειμένου, ποτέ δεν υπήρξε τέτοια ομοιογένεια στην απασχόληση που να οδηγεί αυθόρμητα στη διαμόρφωση ταυτότητας. Η εργατική τάξη ως υποκείμενο δεν είναι λιγότερο «κατασκευή» απ’ ό,τι το έθνος του Benedict Anderson ή του Jürgen Habermas. Το έθνος κατασκευάζεται από τους κρατικούς μηχανισμούς, τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, την εκπαίδευση, τις γενιές που υπηρέτησαν στον στρατό, τους απελευθερωτικούς αγώνες, τους πολέμους. Το ίδιο και η εργατική τάξη: κατασκευάζεται από τα πολιτικά κόμματα που θέλουν να την εκπροσωπήσουν, από τα απεργιακά κινήματα και τους ταξικούς αγώνες, από μνήμη, από λέξεις που εμπεδώνονται κοινωνικά (εκμετάλλευση, υπεραξία, καπιταλισμός κ.λπ.) και που περιλαμβάνουν και το όνομά της στον ενικό: «εργατική τάξη» ή «προλεταριάτο» αντί «υποτελή στρώματα», «εργαζόμενοι», «καταπιεσμένοι», «φτωχοί». Η συνείδηση του υποκειμένου είναι η ενική εκδοχή του πολλαπλού, δηλαδή η συνείδηση της ταυτότητας μέσα στη διαφορετικότητα.

Κοινωνία και πολιτική. Ο παράκαιρος χαρακτήρας της επανάστασης

Η πολιτική αντιστοιχεί στις κοινωνικές πραγματικότητες, αλλά δεν συντονίζεται αυτόματα μαζί τους. Πολιτική και κοινωνία έχουν τους δικούς τους ιδιαίτερους χρόνους ή ρυθμούς. Ο Karl Kaoutsky του 1906 (όχι του 1917)  δημοσίευσε ένα εμβληματικό άρθρο με τον τίτλο Der Amerikanische Arbeiter(11) («O Αμερικανός Εργάτης») στο περιοδικό της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας Die Neue Zeit: Εξηγεί την πολιτική καθυστέρηση της αμερικανικής εργατικής τάξης σε σχέση με τη ρωσική, παρά το γεγονός ότι οι παραγωγικές δυνάμεις στις ΗΠΑ είναι πολύ πιο ανεπτυγμένες απ’ ό,τι στη Ρωσία. Η πολιτική συνείδηση δεν αντανακλά πιστά την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, όπως, άλλωστε, τεκμηριώνουν τα σοβιέτ της Πετρούπολης του 1905. Σύμφωνα με τον Kaoutsky, η παράλληλη ανάπτυξη συνείδησης και παραγωγικών δυνάμεων δεν είναι παρά μια αυθαίρετη υπόθεση του δογματικού μαρξισμού.

Αυτή η σχετική ασυμφωνία ή αυτονομία ρυθμών μεταξύ πολιτικής συνείδησης και κοινωνικής πραγματικότητας αναπτύσσεται βέβαια πολύ περισσότερο από τον Τρότσκι, στον οποίο συναρθρώνεται και με την θεωρία του για την «συνδυασμένη και άνιση ανάπτυξη»(12) σε παγκόσμια κλίμακα, καθώς και με την «διαρκή επανάσταση»(13) που έλκει την καταγωγή της από κάποιες αρχικές σκέψεις του Ferdinand Lassalle σχετικά με τις επαναστάσεις του 1848 (που κοινοποίησε στον Μαρξ), καθώς βέβαια και από τον ίδιο τον Μαρξ.

Τα προσχέδια απαντητικής επιστολής του Μαρξ στη Vera Zasoulitch(14) του 1881 έχουν ανεκτίμητη αξία γιατί αμφισβητούν την ιδέα μιας ιστορικής κανονικότητας καθ’ εικόνα και ομοίωση της ευρωπαϊκής εμπειρίας. Στο πλαίσιο μιας άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης, σύμφωνα με τον Μαρξ, μια σοσιαλιστική επανάσταση είναι δυνατή και επιθυμητή, έστω κι αν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής είναι εντελώς υπανάπτυκτες, όπως στη Ρωσία εκείνης της εποχής.

Συνεπώς, όχι μόνο η πολιτική εντάσσεται σε μια σχετικά αυτόνομη χρονικότητα, αλλά και η επαναστατική κρίση δεν έχει προκαθορισμένο ραντεβού με την Ιστορία. Όπως σημειώνει ο Daniel Bensaïd(15), η επανάσταση δεν έρχεται ποτέ στην ώρα της και από μια άποψη είναι πάντα πρώιμη. Το μήλο ωριμάζει στην ώρα του, στο πλαίσιο ενός λίγο ή πολύ προβλέψιμου εποχικού κύκλου. Όμως, η Ιστορία δεν κάνει κύκλους ούτε και επαναλαμβάνεται, όπως πολύ σωστά διαπίστωσε ο Χέγκελ. Η επανάσταση είναι πάντα και εξ ορισμού παράκαιρη, γιατί αλλιώς θα «υποβιβαζόταν» σε μια απλή «πιστοποίηση» ενός τέλους και μιας νέας αρχής στην κανονική και άρα προβλέψιμη πορεία της Ιστορίας.

Οι επαναστάσεις της εποχής μας (η Γαλλική, η Ελληνική, αυτές του 1848, η Ρωσική κ.λπ.) δεν ήταν όμως «πιστοποιήσεις». Ήταν κοινωνικές τελικές μάχες απρόβλεπτης έκβασης, στις οποίες υπήρξαν νικητές και ηττημένοι.

Συνεπώς, αν ο «υποκειμενικός παράγοντας» είναι υπανάπτυκτος σε σχέση με τις «αντικειμενικές συνθήκες» δεν φταίνε γι’ αυτό οι αντικειμενικές συνθήκες. Φταίει ο ίδιος ο «υποκειμενικός παράγοντας» για το πως ανέλυσε και πως εσωτερίκευσε τα γεγονότα. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός ότι στη Γαλλία, τώρα, η ριζοσπαστική Αριστερά διεκδικεί με αξιώσεις την κυβερνητική εξουσία, ενώ στη γειτονική Ιταλία είναι σχεδόν ανύπαρκτη;

Το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης συσσώρευσε εμπειρίες και επιτυχίες (κυρίως συμβολικές) μέσα στη δεκαετία του 2000, τις οποίες όμως δεν ήξερε πώς να αξιοποιήσει. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η δράση του στόχευε κυρίως την «αυτοκρατορία» και όχι το έθνος-κράτος, που παραμένει το κατεξοχήν πεδίο της πολιτικής. Βέβαια, το τελευταίο δεν είναι το μόνο πεδίο της πολιτικής. Η πολιτική δράση δεν μπορεί να αγνοεί ούτε το περιφερειακό επίπεδο (την Ε.Ε. στη «γειτονιά» μας) ούτε το παγκόσμιο. Το εθνικό, το περιφερειακό και το παγκόσμιο δεν αλληλοεπιδρούν απλώς. Συναρθρώνονται οργανικά μεταξύ τους με τέτοιον τρόπο που δεν είναι δυνατό να αφήσει κανείς το περιφερειακό και το παγκόσμιο επίπεδο για κάποιο «μετά». Η πολιτική για έναν άλλο κόσμο και μια άλλη Ευρώπη δεν ακολουθεί χρονικά την πολιτική για μια άλλη Ελλάδα. Οφείλουν να συναρθρώνονται οργανικά μεταξύ τους, αφού η παγκοσμιοποίηση δεν κατάργησε τα εθνικά κράτη, αλλά καθιέρωσε νέες ιεραρχίες, αλληλεξαρτήσεις και συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ τους, αλλοιώνοντας την ίδια την έννοια της κρατικής κυριαρχίας. Στην ζώνη ευρώ η νομισματική κυριαρχία αφαιρείται από όσα κράτη συμμετέχουν.

Η έμφαση στα τρία πεδία του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης ήταν όμως θνησιγενής, όπως καταδεικνύει και η ελληνική εμπειρία. Με την οικονομική κρίση του 2008 και τα μνημόνια, οι πολιτικές οργανώσεις και τα στελέχη του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης στην Ελλάδα συντονίζονται με τα κοινωνικά κινήματα κατά των μνημονίων και των ακραίων πολιτικών λιτότητας που επιβάλλουν. Το θεσμικό εργατικό κίνημα ήταν το πρώτο που κινητοποιήθηκε(16). Έκανε αισθητή τη παρουσία του, όχι μόνο με διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις, αλλά και με σειρά γενικών απεργιών ανοίγοντας τον δρόμο και σε άλλα κινήματα διαμαρτυρίας και κοινωνικής αλληλεγγύης: αγανακτισμένοι, κοινωνικά ιατρεία, κοινωνική κουζίνα, κίνημα «δεν πληρώνω» κ.λπ.

Όλη αυτή η κοινωνική κινητοποίηση δεν μπόρεσε όμως να θέσει τέρμα στις μνημονιακές πολιτικές και να εμποδίσει τις διαδικασίες αντι-μεταρρύθμισης και κοινωνικής οπισθοδρόμησης. Η κοινωνική διαμαρτυρία και κινητοποίηση συνειδητοποίησε την ανάγκη πολιτικής εκπροσώπησής της, με σκοπό την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Η έμφαση των κοινωνικών δυνάμεων αντίστασης στα μνημόνια μετατοπίστηκε από το κοινωνικό στο πολιτικό πεδίο, και η πολιτική γεωγραφία στην Ελλάδα άλλαξε εν ριπή οφθαλμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που συγκροτήθηκε από τον Συνασπισμό και από πολλές οργανώσεις και στελέχη της Αριστεράς και του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, κατάφερε να εκπροσωπήσει πολιτικά αυτό το κύμα αντίστασης κατά των μνημονίων.

Ως κυβέρνηση, ωστόσο, μετά από μια σύντομη αποτυχημένη διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς», μια μικρή ομάδα γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα υποχωρεί κατά κράτος και συνθηκολογεί αποδεχόμενη ένα νέο μνημόνιο. Πώς κάτι τέτοιο ήταν δυνατό; Όπως έλεγε ο Μαρξ, ανάμεσα στον πιστό στη γη, τον παπά και το θεό στον ουρανό, σημαντικότερος είναι ο παπάς που ως διαμεσολαβητής ενώνει τα δύο άκρα. Ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ, τον Τσίπρα και τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπούσε το κόμμα, ο πιο σημαντικός ήταν ο Τσίπρας. Αυτόν ήξερε το κοινωνικό σώμα που επιδίωκε την αλλαγή. Με το κόμμα δεν είχε «προσωπική» σχέση.

Φταίνε οι αντικειμενικές συνθήκες, δηλαδή η υπεροπλία του αντιπάλου; Σαφώς όχι. Οι συσχετισμοί δυνάμεων ήταν εκ των προτέρων γνωστοί. Η ενδοκομματική συναίνεση «καμιά θυσία για το ευρώ» ήταν επίσης δεδομένη. Οι «αντικειμενικές συνθήκες» δεν ήταν και τόσο αρνητικές όσο θέλει να τις παρουσιάσει η ομάδα Τσίπρα. Ιδιαίτερα μετά το θρίαμβο του Όχι στο δημοψήφισμα, η δεξιά ήταν εντελώς απονομιμοποιημένη πολιτικά και αποδιοργανωμένη σε κομματικό επίπεδο. Οι κοινωνικές δυνάμεις της Αριστεράς δήλωναν ετοιμοπόλεμες. Ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε τα στελέχη και την γνώση για να επιχειρήσει μια κοινωνική ριζοσπαστική αλλαγή.

Το δίλημμα λοιπόν ήταν απλό: η αποδοχή της «μοίρας», να μετατραπεί δηλαδή η Ελλάδα σε αποικία χρέους, ή η ανάληψη του κινδύνου της πλεύσης σε σχετικά αχαρτογράφητα κοινωνικά νερά. Το κόμμα ήθελε το δεύτερο. Η ηγεσία του επέλεξε το πρώτο. Το αποτέλεσμα ήταν μια ιστορική ήττα της Αριστεράς και η αποσύνθεση του παλιού ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα μετατράπηκε σε ένα υβρίδιο που συμπεριλαμβάνει ανακυκλωμένα στελέχη και νοοτροπίες του ΠΑΣΟΚ στις κακές εποχές του.

Ποιο είναι το συμπέρασμα αυτής της εμπειρίας; Μήπως ότι δεν χρειάζεται κόμμα; Μπορεί να περιοριστεί κανείς στα κινήματα; Σαφώς όχι. Είναι το εργατικό κόμμα (ή τα εργατικά κόμματα) που δημιουργεί το ταξικό υποκείμενο. Είναι κυρίως το κόμμα που παράγει θεωρία, γνώση, στρατηγική και καθημερινή πολιτική. Το συμπέρασμα είναι ότι χρειάζεται ένα δημοκρατικό εργατικό επαναστατικό κόμμα στελεχών αυστηρής στράτευσης, στο οποίο η αυτονόμηση της ηγεσίας από το πνεύμα και τις πολιτικές του να μην είναι δυνατή. Ιδιαίτερα σε μια εποχή που οι οικονομικές κρίσεις πυκνώνουν και το αστικό κράτος γίνεται όλο και πιο αυταρχικό-κατασταλτικό, δεν υπάρχει άλλη οδός.

_________________________

1 Εκ. SCRIPTA, 2002

2 Εκ. Αλεξάνδρεια, 2004.

3 Το Τέλος της Εργασίας και το Μέλλον της, Εκ. Λιβάνης, 1996.

4 Adieux au proletariat, Ed. Galilée, 1980.

5 Εκ. ΟΠΕΡΑ, 2015.

6 Michael Hardt και Antonio Negri, Πλήθος, ό.π., σ. 375.

7 Αν ένας καπιταλιστής διαθέτει μια αξία Χ για παραγωγική κεφαλαιοκρατική επένδυση, αυτό το ποσό μπορεί να υπηρετεί παραγωγικούς σκοπούς μόνο όσο βρίσκεται στη παραγωγική διαδικασία. Αν η πώληση των εμπορευμάτων που παράγονται διαρκεί κάποιο χρόνο κατά τον οποίο η αξία μέρους του Χ είναι εγκλωβισμένη στην εμπορευματική μορφή, ο καπιταλιστής δεν μπορεί να επενδύσει ευθύς εξαρχής το σύνολο του Χ.  Πρέπει να κρατήσει ένα μέρος του για να εξασφαλίσει το συνεχές της παραγωγής (για να αγοράσει πρώτες ύλες, να πληρώσει μισθούς κ.λπ.), ενόσω ένα άλλο μέρος του Χ (υπό μορφή εμπορευμάτων) θα βρίσκεται σε κυκλοφορία. Αν ο χρόνος κυκλοφορίας εκμηδενιστεί λόγω της άμεσης χονδρικής αγοράς των εμπορευμάτων από το εμπορικό κεφάλαιο, το σύνολο του Χ μπορεί να επενδυθεί παραγωγικά ευθύς εξαρχής. Αυξάνεται έτσι η παραχθείσα αξία και υπεραξία κατά τη διάρκεια του έτους. Ο καπιταλιστής, όμως, πουλώντας χονδρικά τα εμπορεύματα του στον έμπορο κάτω από την αξίας τους, εκχωρεί μέρος της αξίας υπό μορφή μισθού στους μισθωτούς εργάτες του εμπορικού κεφαλαίου και μέρος της υπεραξίας στον έμπορο.

8 Jean-Marie Vincent, Un autre Marx. Après les marxismes, Ed. Page Deux, Lausanne, 2001, p. 8.

9 Εκ. Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, 2018.

10 Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά, Εκ Τόπος,  2021.

11 Βλέπε: https://sites.google.com/site/sozialistischeklassiker2punkt0/karl-kautsky/1906/karl-kautsky-der-amerikanische-arbeiter

12 Βλέπε: https://praxisreview.gr/l-d-trotsky-

13 Διαρκής Επανάσταση, Εκ Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2010.

14 Βλέπε: https://www.academia.edu/9639350/

15 Ο Μαρξ της Εποχής μας, Εκ. Τόπος, 2013.

16 Νίκος Σερντεδάκις, Σταύρος Τομπάζος (Επιμ.), Όψεις της Ελληνικής Κρίσης, Εκ. 
GUTENBERG
, 2018.




Ο πόλεμος, η Αριστερά και το «DNA της Βάρκιζας»

Αναδημοσίευση από το «Πριν» 23-25 Δεκεμβρίου 2022

του Πάνου Κοσμά

Αν, όπως έχει εύστοχα ειπωθεί, «οικολογία χωρίς ταξική πάλη, είναι κηπουρική», τότε, κατ’ αναλογία, λόγος περί πολέμου χωρίς ταξική πάλη είναι είτε φιλοσοφίζοντα πασιφιστικά φληναφήματα, στην καλύτερη περίπτωση, είτε ωμή κρατική προπαγάνδα, στη χειρότερη. Σε κάθε περίπτωση, η Αριστερά είναι «καταστατικά» υποχρεωμένη να συζητεί για τα ζητήματα του πολέμου και της ειρήνης όχι απλώς από τη σκοπιά της ταξικής πάλης, των άμεσων και ιστορικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, αλλά ειδικότερα από τη σκοπιά της πάλης για την εξουσία. 

Το κριτήριο της ταξικής ανεξαρτησίας στον πόλεμο

Κι όμως, αυτή η θεμελιώδης παραδοχή δεν είναι καθόλου δεδομένη και αυτονόητη. Αυτός είναι ο λόγος που στα ταραγμένα νερά του πολέμου η Αριστερά, στην πλειονότητά της, ναυαγεί.  

Η Β’ Διεθνής μάς προσέφερε το πλέον μνημειώδες παράδειγμα «ναυαγίου» της Αριστεράς στα ταραγμένα νερά του πολέμου. Η προδοτική στάση της Β’ Διεθνούς στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η ρεφορμιστική αντίληψη εκφρασμένη στο ζήτημα του πολέμου, που εν ολίγοις ισχυριζόταν ότι «κατ’ εξαίρεση» υπάρχουν ζητήματα όπου δεν ισχύουν τα προτάγματα της ταξικής πάλης, δηλαδή η ταξική ανεξαρτησία και ο ταξικός ανταγωνισμός. Αυτά -υποτίθεται- ισχύουν στον καιρό της ειρήνης και εμπνέουν τους αγώνες της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος για το εισόδημα, τις συνθήκες ζωής και τα δικαιώματα, αλλά αίρονται, τίθενται σε παρένθεση στον καιρό του πολέμου – στον πόλεμο, «υπερασπιζόμαστε την πατρίδα». 

Ας μας προβληματίσουν λίγο οι μακρινές αντανακλάσεις αυτής της λογικής στο σήμερα: στην Αριστερά υπάρχει συμφωνία στους βασικούς στόχους πάλης για το εισόδημα, το «κοινωνικό κράτος», τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, αλλά μόλις φτάσουμε στο ζήτημα των «εθνικών» και του πολέμου (αλλά ενίοτε και στο προσφυγικό, αφού έχει κι αυτό «εθνική διάσταση»), η συμφωνία αυτή καταρρέει. 

Πόλεμος και πάλη για την εξουσία

Βεβαίως δεν είναι όλοι οι πόλεμοι ίδιοι και δεν αρμόζει σε κάθε πόλεμο η ίδια στάση από την πλευρά της Αριστεράς: εδώ έγκειται η σημασία της συγκεκριμένης ανάλυσης του χαρακτήρα κάθε συγκεκριμένου πολέμου. Ωστόσο, πριν από αυτό, υπάρχει μία αρχή που ισχύει σε κάθε πόλεμο: η αρχή της ταξικής ανεξαρτησίας. Ακόμη και όταν η Αριστερά πρέπει να καλέσει για συμμετοχή σε έναν δίκαιο πόλεμο, ακόμη και τότε, δεν πρέπει να τον διεξάγει υπό τις σημαίες και πολύ περισσότερο την καθοδήγηση ή τη διοίκηση της αστικής τάξης. Δεν πρέπει να θεωρεί ότι οι ταξικές διακυβεύσεις αναστέλλονται ή μπαίνουν σε παρένθεση για να «διευθετηθούν» μετά τον πόλεμο. Αντίθετα, πρέπει να έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι ο -κυριολεκτικός- εξοπλισμός της εργατικής τάξης και του κόσμου της Αριστεράς θέτει αναπόφευκτα, ή έστω μπορεί να θέσει, μέσα στον πόλεμο και διά του πολέμου, το ζήτημα της εξουσίας. 

Σε αντίθεση με πολλά ρεύματα της Αριστεράς, η αστική τάξη είχε πάντα πλήρη συνείδηση αυτού του γεγονότος. Η Βάρκιζα στέκει εκεί, σαν μνημείο πολιτικού εγκλήματος από μια Αριστερά που κατέθεσε τα όπλα ενώ μπορούσε να πάρει την εξουσία, επειδή πίστευε ότι ο αγώνας ενάντια στην Κατοχή ήταν «εθνικός» και ο στόχος της απελευθέρωσης θα λυνόταν με «εθνικά» μέσα. Την ίδια στιγμή, η αστική τάξη έβλεπε καθαρά: γνώριζε ότι το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ εκπροσωπούσε τον ένα πόλο του εμφυλίου πολέμου και όχι τον ένα πυλώνα της «εθνικής ενότητας». 

30 χρόνια περίπου μετά, με το πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο, την τουρκική εισβολή και την επιστράτευση στην Ελλάδα, η χούντα, με πρόσφατη την εξέγερση του Πολυτεχνείου, είδε σωστά στους «μαλλιάδες» επίστρατους τον κίνδυνο του ένοπλου λαού για το καθεστώς. Η επιστράτευση κατέρρευσε – και ευτυχώς: η ελληνική Μεταπολίτευση δεν θα υπήρχε χωρίς αυτή την κατάρρευση – που απέδειξε, για μία ακόμη φορά, έστω και έμμεσα και «εν δυνάμει», πως όταν ο λαός εξοπλίζεται μαζικά στον πόλεμο, η αστική τάξη φοβάται -και δικαίως- ότι αυτό μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την αμφισβήτηση της εξουσίας της.   

Η αστική τάξη γνωρίζει εκ πείρας ότι η ταξική πάλη δεν τίθεται σε παρένθεση στη διάρκεια του πολέμου, αντίθετα τότε μπορεί να προσλάβει ένοπλη μορφή. Αυτό το ένστικτο της διατήρησης της εξουσίας της στους ταραγμένους καιρούς του πολέμου την κάνει ικανή για τις μεγαλύτερες «εθνικές» προδοσίες και τα μεγαλύτερα εγκλήματα: Δεν είναι μόνο το «διάσημο» παράδειγμα της γαλλικής αστικής τάξης που συμμάχησε με τους Πρώσους εισβολείς ενάντια στην Παρισινή Κομμούνα˙ ούτε μόνο ότι, στα καθ’ ημάς, οι Ράλληδες και οι ταγματασφαλήτες συμμάχησαν και έγιναν όργανα ξένων δυνάμεων (των ναζί πρώτα, της Βρετανίας ύστερα). Στον Έλληνα ύπατο αρμοστή της Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη οφείλουμε την πιο απερίφραστη, ωμή και ταξικά… διεστραμμένη διατύπωση αυτής της «αρχής», όταν το καλοκαίρι του 1922, αναφερόμενος στον ελληνικό πληθυσμό της Σμύρνης που προσπαθούσε να φύγει με κάθε μέσον προς την Ελλάδα, είπε: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»!  

Οι δυνάμεις της ελληνικής «πατριωτικής αντιμπεριαλιστικής» Αριστεράς, που στον πόλεμο της Ουκρανίας θεωρούν τον ρωσικό ιμπεριαλισμό τη «σωστή πλευρά της Ιστορίας» επειδή η Ουκρανία είναι «τσιράκι» του δυτικού ιμπεριαλισμού αλλά στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό θεωρούν «σωστή πλευρά της Ιστορίας» την Ελλάδα πυλώνα του ΝΑΤΟ και «προθυμωτέρα των προθύμων» της… «λάθος πλευράς της Ιστορίας» στον πόλεμο της Ουκρανίας,   αυτές οι δυνάμεις δεν είναι απλώς φορείς της αδυναμίας να διακρίνουν τον δίκαιο από τον άδικο πόλεμο (στην προκείμενη περίπτωση, πως ούτε στον πόλεμο της Ουκρανίας ούτε στον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισμό υπάρχει «σωστή πλευρά της Ιστορίας»), αλλά κάτι πολύ χειρότερο: εκπροσωπούν την παράδοση της Βάρκιζας, αυτή που ακόμη και στους δίκαιους πολέμους αδυνατεί να διακρίνει τον ταξικό ανταγωνισμό μέσα στον πόλεμο και υποτάσσεται στο «διευθυντικό δικαίωμα» της αστικής τάξης στον «εθνικό αγώνα». 

Η ελληνική Αριστερά, και μάλιστα η αντικαπιταλιστική, δεν θα αναγεννηθεί από το «πολιτικό dna» της Β’ Διεθνούς και της Βάρκιζας!    




Περού: πραξικόπημα της ολιγαρχίας κατά του Πέδρο Καστίγιο!

Πραξικόπημα κατά του Προέδρου του Περού, Πέδρο Καστίγιο: γεγονότα και πρώτα συμπεράσματα από τον Χόρχε Μαρτίν, μέλος της Διεθνούς Γραμματείας της IMT.

Τις τελευταίες ώρες η πολιτική κρίση στο Περού έχει οξυνθεί ραγδαία. Ο Πρόεδρος Καστίγιο διέταξε το κλείσιμο του Κογκρέσου, αλλά συνελήφθη αμέσως από την αστυνομία. Το Κογκρέσο υπερψήφισε την καθαίρεσή του και ανακήρυξε την αντιπρόεδρό του, ως νέα Πρόεδρο της χώρας.

Τι σημαίνει αυτό; Για να καταλάβουμε τι έχει συμβεί, πρέπει να παραμερίσουμε τα τεχνικά συνταγματικά ζητήματα και να κοιτάξουμε στη ρίζα των διαδικασιών που εξελίσσονται: η CONFIEP (εργοδοτική ένωση), ο στρατός, η αστυνομία, τα καπιταλιστικά ΜΜΕ, η πρεσβεία των ΗΠΑ και οι πολυεθνικές μεταλλευτικές εταιρείες απομάκρυναν, μέσω των πρακτόρων τους στο Κογκρέσο, τον Πρόεδρο Καστίγιο από το αξίωμα στο οποίο εξελέγη δημοκρατικά από τον λαό. Είναι λοιπόν ένα αντιδραστικό πραξικόπημα.

Ο Καστίγιο, όντας ηγετική φυσιογνωμία στους αγώνες των δασκάλων με ισχυρές ρίζες στις αγροτικές περιοχές, εξελέγη Πρόεδρος κόντρα σε όλες τις πιθανότητες τον Ιούλιο του 2021. Αυτή ήταν μια έκφραση της οργής των εκμεταλλευόμενων μαζών του Περού, των φτωχών αγροτών, των εργατών, των ιθαγενών . Όλα τα πιο καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας ευελπιστούσαν σε μια θεμελιώδη αλλαγή στις σχέσεις εξουσίας, η οποία εκφραζόταν στο αίτημα για μια Συντακτική Συνέλευση. Συσπειρώθηκαν πίσω από το σύνθημα του Καστίγιο ότι «δεν πρέπει να υπάρχουν φτωχοί άνθρωποι σε μια πλούσια χώρα». Οι καπιταλιστές ιδιοκτήτες της χώρας δεν μπορούσαν να το δεχτούν αυτό.

Ο Καστίγιο και το κόμμα με το οποίο κατέβηκε, το Perú Libre («Ελεύθερο Περού»), βρέθηκαν αντιμέτωποι με δύο σοβαρούς περιορισμούς:

Πρώτον, το πολιτικό τους πρόγραμμα – κοινωνικές μεταρρυθμίσεις αλλά χωρίς ρήξη με τον καπιταλισμό. Αυτό ήταν ουτοπικό και η προσπάθεια να υλοποιηθεί θα μπορούσε να έχει μόνο δύο πιθανά αποτελέσματα: είτε να εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε ρήξη με τον καπιταλισμό, είτε ο καπιταλισμός να διατηρηθεί και οι μεταρρυθμίσεις να μην εφαρμοστούν.

Δεύτερον, οι αριθμοί στο κοινοβούλιο ήταν δυσμενείς, και επομένως η δημοκρατική βούληση των μαζών μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο μέσω μαζικής πίεσης στους δρόμους, αλλά ποτέ δεν υπήρξε μια σοβαρή έκκληση από την πλευρά του Καστίγιο ή του Perú Libre για να κινητοποιήσουν ή να οργανώσουν κάποια τέτοια πίεση.

Από τη στιγμή που ο Καστίγιο περιορίστηκε στο στενό πλαίσιο της αστικής θεσμικότητας, έκανε όλο και μεγαλύτερες παραχωρήσεις στις καπιταλιστικές δυνάμεις. Απομάκρυνε υπουργούς που δεν ήταν αρεστοί στις πολυεθνικές μεταλλευτικές. Απομάκρυνε τον καγκελάριο εναντίον του οποίου είχαν διαμαρτυρηθεί οι στρατιωτικοί. Άλλαξε αυτούς που δεν ήθελε η ένωση εργοδοτών CONFIEP. Αυτά ήταν μοιραία λάθη, γιατί η ολιγαρχία δεν ήταν ικανοποιημένη και απαιτούσε περισσότερες παραχωρήσεις, ενώ ταυτόχρονα κάθε τέτοια παραχώρηση υπονόμευε την στήριξη του Καστίγιο από τη δική του κοινωνική βάση, που ήταν η μόνη ελπίδα σωτηρίας του.

Υπήρχε εναλλακτική; Ναι. Η εναλλακτική ήταν να καλέσει τις μάζες στους δρόμους, να διαλύσει το Κογκρέσο και να συγκαλέσει μια Εθνική Επαναστατική Συνέλευση, και αυτά να τα συνδυάσει με χτυπήματα κατά της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας της καπιταλιστικής ολιγαρχίας (εθνικοποίηση του φυσικού αερίου, ακύρωση συμβάσεων εξόρυξης, κλπ.). Μια επικίνδυνη στρατηγική που θα μπορούσε να έχει αποτύχει; Φυσικά, στην ταξική πάλη δεν υπάρχει εγγύηση νίκης. Αλλά με τον κατήφορο του συμφιλιωτισμού ένα πράγμα είναι εγγυημένο: ότι θα οδηγήσει σε καταστροφή.

Υπήρξαν επίσης λάθη από την πλευρά του Perú Libre (που στο μεταξύ είχε «σπάσει» από τον Καστίγιο) και τον αρχηγό του, τον Σερόν. Σε ορισμένες περιπτώσεις φλέρταραν με τον «Φουτζιμορισμό» (το δεξιό πολιτικό ρεύμα του πρώην προέδρου-δικτάτορα Φουτζιμόρι) στο Κογκρέσο, από καθαρή μνησικακία εναντίον του Καστίγιο. Αντίθετα, το Perú Libre θα έπρεπε να είχε εργαστεί για να χτίσει μια σταθερή βάση στις μάζες του πληθυσμού, οργανώνοντας τις για να ασκηθεί πίεση στον Καστίγιο από τα αριστερά και, αν αυτός δεν ακολουθούσε, να προετοιμάσει να το ξεπέρασμά του.

Πριν από περίπου ένα μήνα, όταν ο Καστίγιο είχε ήδη απωλέσει σχεδόν όλο το πολιτικό του κεφάλαιο, έχοντας συμπάθεια από τα πιο καταπιεσμένα στρώματα αλλά χωρίς την ενεργή οργάνωση και κινητοποίησή τους, προσέφυγε στον ΟΑΚ (Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών) για να βγει από το κοινοβουλευτικό του αδιέξοδο! Αυτό ήταν ακριβώς το ίδιο λάθος που έκανε ο Έβο στη Βολιβία, και κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα (στην ανατροπή τους). Φαίνεται ότι δεν έχει εξαχθεί κανένα δίδαγμα.

Και τέλος, σε μια τελευταία απελπισμένη πράξη, για να αποφύγει την ψηφοφορία για την καθαίρεσή του, σήμερα προχώρησε στη διάλυση του Κογκρέσου, αλλά αντί να στηριχθεί στην κινητοποίηση των μαζών για να επιβάλει το διάταγμα, φαινόταν να περιμένει την υποστήριξη του… στρατού!

Η άρχουσα τάξη κινήθηκε σαν την καλολαδωμένη μηχανή που είναι, με ένα σχέδιο προετοιμασμένο από καιρό. Ο Καστίγιο συνελήφθη. Υπάρχει μια πολιτική συμφωνία μεταξύ των Φουτζιμορικών, της παραδοσιακής δεξιάς, και της αποκαλούμενης αριστεράς του «χαβιαριού». Η καθαίρεση έχει υπερψηφιστεί από το Κογκρέσο (με την υποστήριξη της πλειοψηφίας των βουλευτών του Perú Libre και του λεγόμενου «μπλοκ των δασκάλων», του ίδιου του Καστίγιο). Η αντιπρόεδρος του Καστίγιο διορίστηκε Πρόεδρος με την ευρεία υποστήριξη του Κογκρέσου και κάλεσε για μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» (δηλαδή ενότητα όλων των κομμάτων ενάντια στους πόθους των εργαζομένων). Ο ΟΑΚ και οι ΗΠΑ αναγνώρισαν άμεσα αυτή τη νέα κυβέρνηση, η οποία δεν προέκυψε από κάλπες. Το πραξικόπημα έχει ολοκληρωθεί.

Το μόνο που μένει να φανεί είναι η αντίδραση των μαζών τις επόμενες ώρες. Είναι αναμενόμενο ότι θα βγουν στους δρόμους, ιδιαίτερα έξω από τη Λίμα, στον εξεγερμένο νότο, και στις αγροτικές επαρχίες. Το πόσο έντονα και με ποιο βαθμό αποφασιστικότητας δεν είναι ξεκάθαρο. Ο Καστίγιο έχει υπονομεύσει τη δική του κοινωνική βάση, αλλά το μίσος εναντίον της ολιγαρχίας είναι βαθύ.

Εκτός της χώρας, απομένει σε εμάς να οργανώσουμε τη διεθνή καταδίκη του πραξικοπήματος και να βοηθήσουμε τη διαδικασία εξαγωγής των απαραίτητων συμπερασμάτων για το Περού και τη Λατινική Αμερική. Γιατί ακόμα κι αν το νέο καθεστώς παγιωθεί, και αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση εγγυημένο, αυτή είναι μόνο μια μάχη. Ο πόλεμος συνεχίζεται.

Μετάφραση από την ιστοσελίδα marxist.com: Πάτροκλος Ψάλτης

Πηγή: https://marxismos.com




Παραμονή Χριστουγέννων 1914: η ημέρα που ο πόλεμος σταμάτησε, έστω για λίγο

Aναδημοσίευση από το Ξεκίνημα

Η παραμονή Χριστουγέννων του 1914, κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει μείνει στην ιστορία ως η ημέρα που οι στρατιώτες των δύο στρατοπέδων εγκατέλειψαν τα όπλα τους και έδωσαν ένα εξαιρετικό παράδειγμα συναδέλφωσης των λαών, έστω και προσωρινής.

Ο Α’ ΠΠ ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1914 και διήρκεσε έως τον Νοέμβριο του 1918. Το φθινόπωρο του 1914 και καθώς ο χειμώνας πλησίαζε, γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο ότι ο πόλεμος δεν θα τελείωνε σύντομα. Έτσι, αρκετά πριν την παραμονή των Χριστουγέννων οι στρατιώτες των δύο πλευρών έκαναν κατά καιρούς άτυπες και σύντομες εκεχειρίες, έτσι ώστε να έχουν την δυνατότητα να θάψουν τους νεκρούς τους, να επιδιορθώσουν τις κατεστραμμένες τάφρους και να βοηθήσουν τους τραυματίες τους. Κατά την διάρκεια μίας εκεχειρίας ήταν συνηθισμένο ακόμα και να ανταλλάσσουν μεταξύ τους κουβέντες και άλλα αντικείμενα όπως τσιγάρα.

***

Κάτι παρόμοιο έγινε και την Παραμονή των Χριστουγέννων. Σύμφωνα με τις καταγραφές, στο Δυτικό Μέτωπο, σε διάφορα σημεία φαντάροι από τις δύο μεριές του μετώπου, Γερμανοί από τη μία και Βρετανοί από την άλλη, τραγούδησαν τα κάλαντα, αντάλλαξαν ευχές και δώρα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις στήθηκαν και παιχνίδια ποδοσφαίρου με αυτοσχέδιες μπάλες.

Οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν στολίσει δέντρα και είχαν ανάψει κεριά. Όταν ξεκίνησαν να τραγουδούν τα κάλαντα, οι Βρετανοί τους μιμήθηκαν και σύντομα τραγουδούσαν μαζί, σε διαφορετικές γλώσσες ενώ φώναζαν «Καλά Χριστούγεννα» στους «εχθρούς» τους. Η νεκρή ζώνη γέμισε με ανθρώπους που αντάλλασσαν ευχές, δώρα όπως τσιγάρα, κουμπιά και αλκοόλ, ενώ το εορταστικό κλίμα συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα. Γράμματα των στρατιωτών στις οικογένειές τους μαρτυρούν πως σε κάποια σημεία του μετώπου υπήρξαν ποδοσφαιρικά παιχνίδια με μπάλες από συρματόπλεγμα και υφάσματα. Υπολογίζεται πως κατά μήκος του μετώπου συμμετείχαν στην εκεχειρία γύρω στις 100.000 στρατιώτες μέσα στις ημέρες των Χριστουγέννων. Δόθηκε έτσι η δυνατότητα στους στρατιώτες όχι απλά να ξεχάσουν για λίγη ώρα την φρίκη του πολέμου, αλλά ακόμα και να ζήσουν κάποιες ευτυχισμένες στιγμές!

Με το πέρασμα των χρόνων, η προσωρινή εκεχειρία την Παραμονή των Χριστουγέννων του 1914, έχει μετατραπεί σχεδόν σε χριστουγεννιάτικο παραμύθι. Και σαν τέτοιο περιέχει αρκετές υπερβολές και ωραιοποιήσεις, παρουσιάζοντας τις ημέρες των Χριστουγέννων του 1914 σαν τις μοναδικές στιγμές εκεχειρίας.

***

Δεν είναι όμως τυχαίο το γεγονός ότι τα περιστατικά της εκεχειρίας την παραμονή των Χριστουγέννων έχουν συγκινήσει χιλιάδες κόσμου. Η κάθε μικρή εκεχειρία, πόσο μάλλον αυτή που γίνεται με αφορμή μια γιορτή, κάνει πράξη αυτό που βαθιά μέσα μας νιώθουμε και πιστεύουμε: ότι οι λαοί μεταξύ μας, δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Ότι μπορεί οι άνθρωποι της εργατικής τάξης και των φτωχότερων στρωμάτων να είναι αυτοί που συμμετέχουν και έχουν απώλειες από τους πολέμους, αλλά αυτοί οι πόλεμοι δεν είναι δικοί τους. Η ανάγκη των στρατιωτών, είτε της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας από τη μία μεριά, είτε της Γαλλίας, της Βρετανίας και του Βελγίου από την άλλη, να συναδερφωθούν, να ξεχάσουν έστω για λίγο πως οι κυβερνήσεις τους τους βάφτισαν εχθρούς, δεν είναι απλά συγκινητική. Είναι τρανταχτό παράδειγμα ότι για τους απλούς φαντάρους και στρατιώτες, ο εχθρός δεν βρίσκεται στο αντίπαλο στρατόπεδο, αλλά στο δικό του: στην κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη της χώρας του, που τους στέλνουν να σκοτώσουν και να σκοτωθούν για τα δικά τους συμφέροντα.

Αυτό ακριβώς το παράδειγμα εξάλλου, φοβήθηκαν οι υψηλές διοικήσεις όλων των στρατών! Φοβήθηκαν ότι μετά από αυτήν την συναδέρφωση, οι στρατιώτες θα αμφισβητούσαν συνολικότερα την ανάγκη του πολέμου. Έτσι, μετά τα γεγονότα της 24ης Δεκεμβρίου, οι εντολές που έδωσαν ήταν πολύ σκληρές, απαγορεύοντας κάθε μικρή εκεχειρία και προέβλεπαν σκληρή τιμωρία σε όποιον αρνιόταν να πολεμήσει.

***

Στην πραγματικότητα, η ημέρα που έχει μείνει στην ιστορία ως η ημέρα της εκεχειρίας στον Α΄ΠΠ, ήταν μία από τις τελευταίες μέρες που υπήρξε εκεχειρία ανάμεσα στις δύο μεριές.

Η ιστορία είχε γραφτεί σε γράμματα των στρατιωτών προς τις οικογένειές τους, είχε γίνει γνωστή και δεν ξεχάστηκε ποτέ. Γιατί, τελικά, ακόμα και αν παραποιήθηκε, διατήρησε το νόημα της αυτούσιο: κάθε πόλεμος συνοδεύεται με φρικαλεότητες, μίσος και φανατισμό. Όταν όμως οι λαοί έχουν το περιθώριο να επιλέξουν ελεύθεροι, επιλέγουν την συναδέρφωση και την ειρήνη.




Το νόημα των Ιμίων: ΟΧΙ στον πόλεμο

Του Στέλιου Φαζάκη

Εικοσιεπτά χρόνια συμπληρώνονται τον Ιανουάριο του 2023 από την “Κρίση των Ιμίων”. Όμως τα γεγονότα του 1996 μοιάζουν πολύ κοντινά, γιατί πρώτον, άνοιξαν ένα μεγάλο κύκλο διπλωματικής και στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που μέχρι σήμερα εντείνεται και τροφοδοτείται από τις αστικές τάξεις των δύο χωρών και άλλους, “τρίτους” παράγοντες και δεύτερον, επειδή στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο η “Επέτειος των Ιμίων” χρησιμοποιήθηκε τα προηγούμενα χρόνια από τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής για να εκφράσουν με μνημόσυνα-φιέστες τα μιλιταριστικά, φασιστικά πιστεύω τους, αποδεικνύοντας όπως πάντα τη χρησιμότητά τους για το σύστημα, που πάντα προσπαθεί να συντηρεί και να ενισχύει μια “πατριωτική”, ετοιμοπόλεμη κουλτούρα στον λαό, η οποία δικαιολογεί διαρκώς νέες δυσβάσταχτες στρατιωτικές δαπάνες και προσπαθεί να εξασφαλίσει μια συναίνεση και συμμετοχή σε πιθανή μελλοντική σύρραξη.

Το χρονικό της κρίσης

Χριστούγεννα του 1995. Ένα εμπορικό πλοίο με τουρκική σημαία προσαράζει στην ανατολική νησίδα Ίμια και εκπέμπει S.O.S. Το ελληνικό Λιμενικό στέλνει ρυμουλκά για να το τραβήξουν, όμως ο πλοίαρχος δε δέχεται τη βοήθεια, ισχυριζόμενος ότι βρίσκεται σε τουρκικά χωρικά ύδατα. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών επικοινωνεί με το αντίστοιχο τουρκικό, το οποίο επιτρέπει τη ρυμούλκηση αλλά επισημαίνει ότι οι νησίδες Καρντάκ είναι τουρκικές και υπάγονται στην απέναντι περιφέρεια του Μπόντρουμ. Στις 28 Δεκεμβρίου, δύο ελληνικά πλοιάρια ρυμουλκούν το πλοίο σε τουρκικό λιμάνι και το συμβάν λήγει προσωρινά.
Τις επόμενες μέρες το κλίμα έντασης συντηρείται στα ΜΜΕ και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Στις 25 Ιανουαρίου ο δήμαρχος και ο αστυνομικός διευθυντής της Καλύμνου τοποθετούν ελληνικές σημαίες στα ερημικά νησιά. Δύο μέρες μετά, δημοσιογράφοι της εφημερίδας Χουριέτ κατεβάζουν τις ελληνικές και βάζουν τουρκικές σημαίες. Η “επιχείρηση” μεταδίδεται και τηλεοπτικά και η ένταση μεγαλώνει ώρα με την ώρα. Στρατιωτικές δυνάμεις των δύο χωρών αρχίζουν να συγκεντρώνονται στην περιοχή. Στις 29/1, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κώστας Σημίτης δηλώνει ότι η Ελλάδα θα “απαντήσει δυναμικά” σε αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας και παίρνει αντίστοιχη απάντηση από την Τανσού Τσιλέρ, πρωθυπουργό της Τουρκίας. Από τα τουρκικά μέσα ανακοινώνεται ότι Τούρκοι κομμάντος βρίσκονται ήδη στα νησιά. Τη νύχτα 31/1 ελληνικό ελικόπτερο πετά για αναγνώριση πάνω από τα Ίμια και επιστρέφοντας στο πολεμικό πλοίο, πέφτει και σκοτώνονται τρεις Έλληνες στρατιωτικοί. Τις επόμενες ώρες παρεμβαίνουν οι Αμερικανοί και αναγκάζουν τις δύο χώρες να απεμπλακούν, αποσύροντας τις στρατιωτικές δυνάμεις τους. Για την πτώση του ελικοπτέρου, το επίσημο πόρισμα είναι ότι κατέπεσε λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών που προκάλεσαν απώλεια προσανατολισμού (
vertigo) στον πιλότο. Μέχρι σήμερα από πολλούς, κυρίως εθνικιστές “αναλυτές”, αμφισβητείται το επίσημο πόρισμα και θεωρούν ότι το ελικόπτερο έπεσε από τουρκικά πυρά. Μια βολική εκδοχή που “ζητά εκδίκηση”. Όλοι πάντως παραδέχονται ότι κερδισμένοι μέσα από την ένταση και το “γκριζάρισμα”της περιοχής ήταν μόνο οι Αμερικανοί.

Οι φασίστες βλέπουν την «ευκαιρία»

Η «Επέτειος των Ιμίων» τα επόμενα χρόνια, είχε τα χαρακτηριστικά που χρειάζονταν οι φασίστες της Χρυσής Αυγής για την προπαγάνδα τους: Εθνικιστικό μεγαλείο, μιλιταρισμός, ηρωικά πεσόντες στρατιωτικοί και προδότες πολιτικοί. Προσπάθησαν να μεγαλώσουν την κινητοποίησή τους χρόνο με τον χρόνο, από τοπικά «μνημόσυνα» σε κεντρικές εκδηλώσεις και πορείες στην Αθήνα. Η «Επέτειος» έγινε γι’ αυτούς ταυτοτική παρέμβαση και έδειξε τη δυναμική που αποκτούσαν με την παραδοσιακή δεξιά να τους «κλείνει το μάτι». Δεν ήταν τυχαίο. Ήταν μια περίοδος (2004-2010) που ανέβαιναν τα Αριστερά κινήματα της αντιπαγκοσμιοποίησης και στην Ελλάδα διαμορφώνονταν μέτωπα με εκλογικές και κινηματικές προοπτικές (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Άρχισε να συγκροτείται αντιφασιστικό κίνημα και πραγματοποιήθηκαν αντισυγκεντρώσεις. Σημαντική στιγμή ήταν το 2008, όταν φάνηκε ξεκάθαρα το μοτίβο των επόμενων χρόνων. Τα ΜΑΤ που βρίσκονταν ανάμεσα σε φασίστες και αντιφασίστες επιτέθηκαν στους δεύτερους, έχοντας ανάμεσά τους και μαζί τους τους φασίστες. Μαχαίρωσαν δύο άτομα που βρίσκονταν πεσμένα στο έδαφος. Η συνεργασία κράτους-φασιστών σφραγίστηκε με αίμα. Η λήξη της επίσημης συνεργασίας ολοκληρώθηκε το 2013 με ένα άλλο μαχαίρωμα, εκείνο στον Παύλο Φύσσα.

Ακροδεξιές μετατοπίσεις

Κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, ζήσαμε την περίοδο των μνημονίων, την άνοδο και πτώση της Χρυσής Αυγής. Κάνοντας μια σύγκριση της κυβερνητικής πολιτικής πριν το 2010 και μετά, μπορούμε να πούμε ότι πραγματικά η ναζιστική οργάνωση δεν έχει πλέον καμιά χρησιμότητα, αφού ο εθνικισμός, ο μιλιταρισμός και η επιθετική εξωτερική πολιτική έγιναν επίσημο δόγμα των κυβερνήσεων. Η Ελλάδα έχει για τα καλά μπει σε μια δίνη ιμπεριαλιστικών διεκδικήσεων με κύριο αντίπαλο την Τουρκία. Η διεκδίκηση όσο τον δυνατό μεγαλύτερης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) στα διεθνή ύδατα της ανατολικής Μεσογείου, από τις εθνικιστικές, περιθωριακές σελίδες πέρασε στην κυβερνητική πολιτική. Και στις δύο χώρες η αστική τάξη ονειρεύεται τα κέρδη των Αράβων εμίρηδων, ποντάροντας στην ένταση και την πρόκληση (αναλυτικό αφιέρωμα στο προηγούμενο φύλλο Κ.Ν).

Η μεγάλη ακροδεξιά μετατόπιση ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της «πρώτη φορά Αριστερής» κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, με τον ακροδεξιό Καμμένο υπουργό άμυνας και τον Κοτζιά υπουργό εξωτερικών, ο οποίος έβαλε τις βάσεις για την αντιτουρκική συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου-Ισραήλ. Επίσης η ρατσιστική και αντιπροσφυγική πολιτική θεσμοθετήθηκε ανάμεσα σε Ε.Ε, Ελλάδα και Τουρκία. Ενάντια στους κατατρεγμένους οι κυβερνήσεις τα βρήκαν μια χαρά και μοιράστηκαν τα λεφτά, για να κρατήσουν πρόσφυγες και μετανάστες μακρυά από το ευρωπαϊκό κέντρο.

«Οι πόλεμοι δικοί τους, οι νεκροί δικοί μας»

Οι αντιφασίστες και αντιφασίστριες, κατάφεραν τα τελευταία χρόνια να μην αφήσουν περιθώρια στους φασίστες για συγκεντρώσεις και έδωσαν πραγματικό νόημα στη “μέρα των Ιμίων”. Αυτή η ημέρα μας υπενθυμίζει τα αδίστακτα παιχνίδα που στήνονται σε βάρος των λαών της περιοχής.

Τεράστια χρηματικά ποσά από τις φτωχοποιημένες χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, διατίθενται με μεγάλη ευκολία προς όφελος ισχυρών κρατών που παίζουν το ρόλο του μεσάζοντα για τις μεγάλες πολεμικές βιομηχανίες. Με την αρωγή των ΜΜΕ προσπαθούν να μας πείσουν πόσο απαραίτητες είναι οι ολοένα και μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες. Η “αμυντική” συμφωνία με τη Γαλλία βάζει τη χώρα ακόμα πιο βαθιά στα ιμπεριαλιστικά παιχνίδια. Ταυτόχρονα επιχειρείται από την κυβέρνηση ο κατευνασμός των Αμερικανών. “Λεφτά υπάρχουν¨, θα αγοράσουμε και τα δικά τους αεροσκάφη, αφού πρώτα τους παρακαλέσουμε.

Είναι λοιπόν αυτή η μέρα μια ευκαιρία να μιλήσουμε για όλη αυτή την εκμετάλλευση. Να αποκαλύψουμε όλους αυτούς που οφελούνται από την ένταση και ρισκάρουν την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή. Να δείξουμε ότι πίσω από την “εθνική γραμμή”, στην οποία δυστυχώς προσχωρούν ακόμα και αριστερές οργανώσεις και κόμματα, όπως το ΚΚΕ, είναι μια απάτη. Τα συμφέροντα της εργατικής τάξης σε Ελλάδα, Τουρκία και τις υπόλοιπες χώρες δε συμπίπτουν με τα συμφέροντα των αστών. Μητσοτάκης και Ερντογάν είναι στη ιδια πλευρά, υπέρ του κεφαλαίου και ενάντια στους λαούς τους.

Η “μέρα των Ιμίων” πρέπει να γίνει η αρχή για ένα οργανωμένο αντιπολεμικό, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα με συνεχείς δράσεις κόντρα στην παραπληροφόρηση. Ο λαός στενάζει κάτω από την ακρίβεια, την καταστροφή του κράτους πρόνοιας, της καταστολής. Οι κυβερνώντες εδώ και καιρό δεν τον πείθουν. Πρέπει όμως να αποκτήσει και αυτοπεποίθηση για να νικήσει.




100 χρόνια από τη «Μικρασιατική καταστροφή»

Του Βαγγέλη Λιγάση

Η «ντροπαλή» επέτειος της συντριβής της «Μεγάλης Ιδέας», του εθνικιστικού τυχοδιωκτισμού, των σφαγών και θηριωδιών ενάντια στους Τούρκους χωρικούς και της συνειδητής εγκατάλειψης των προσφύγων από τη Μικρά Ασία

Πλησιάζοντας στο τέλος και του σωτήριου έτους 2022, αναλογιζόμαστε το ότι μια «εθνική» επέτειος, τα εκατοντάχρονα από τη «Mικρασιατική καταστροφή» του 1922, δεν γιορτάστηκε κατά πώς της έπρεπε. Ελάχιστες, χλιαρές «επίσημες» αναφορές, κάποιες εκδηλώσεις (κατά κανόνα σε κλειστό χώρο) κυρίως προσφυγικών δήμων, με μεγαλύτερη αυτή του Δήμου Νέας Σμύρνης, απουσία της… Μαρίας Ευθυμίου από την ΥΕΝΕΔ -ΕΡΤ, όπως τέλος πάντων λέγεται σήμερα η κρατική τηλεόραση, έκαναν τη γιορτή ενός επιχειρηματία, του ιδιοκτήτη της ΑΕΚ, «Τίγρη» Δ. Μελισσανίδη, για την «Αγιά-Σοφιά» (το γήπεδο – εμπορικό κέντρο της ΑΕΚ που του «χάρισαν» ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ) την σπουδαιότερη δημόσια (με την υποστήριξη επιφανών εκπροσώπων όλων των κομμάτων – έως και της άκρας αριστεράς) εκδήλωση όλης της χρονιάς για την μικρασιατική καταστροφή, την προσφυγιά, τις «αλησμόνητες πατρίδες» κ.λπ.

Γιατί άραγε η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα σνόμπαρε αυτή την επέτειο; Δεν είχε εθνικοαπελευθερωτικό – «αλυτρωτικό» χαραχτήρα ο πόλεμος 1919-1922; Δεν ενεργούσαμε σύμφωνα με το «διεθνές δίκαιο»; Δεν ήμασταν και τότε οι «σταυροφόροι» της «ειρηνευτικής δύναμης» της «πολιτισμένης Δύσης» ενάντια στην «βάρβαρη Ανατολή»;

Η διαχείριση μιας στρατιωτικής ήττας είναι δύσκολη, όταν στη συλλογική μνήμη οι λέξεις που κυριαρχούν δεν είναι ο «ηρωισμός των στρατιωτών μας», το «δίκαιο», οι «σκλαβωμένες πατρίδες» κ.λπ., αλλά ο καιροσκοπισμός, η προδοσία και η εγκατάλειψη!

Δεν θα έπρεπε να είναι μόνος ο Ερντογάν, που για τους δικούς του λόγους, επιμένει να υπενθυμίζει στο πολιτικό-στρατιωτικό προσωπικό της ελληνικής αστικής τάξης αυτή την χρονολογία…

Το «Ανατολικό Ζήτημα»: όταν ο ελληνικός καπιταλισμός οσμίστηκε «θήραμα»

Η αστικοδημοκρατική επανάσταση των Νεοτούρκων, που ξεκίνησε το 1908 από το 3ο Σώμα του Οθωμανικού Στρατού στη Θεσσαλονίκη, δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Η ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (με σημαντικότερα τότε αυτά της Μοσούλης στο σημερινό κουρδικό Ιράκ) έκαναν επιτακτική για τους αποικιοκράτες την αποτροπή δημιουργίας ενός ισχυρού κράτους χωρίς αποικιοκρατικές «διομολογήσεις». Οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13 είχαν άμεσο αποτέλεσμα τον τεμαχισμό των Βαλκανίων σε έξι εθνικά κράτη και ένα πρώτο μεγάλο κύμα μουσουλμάνων προσφύγων (περίπου 400 με 500 χιλιάδες). Πόλεμοι και εθνοκαθάρσεις είχαν γίνει πλέον τα κυρίαρχα στοιχεία στα Βαλκάνια – την «μπαρουταποθήκη της Ευρώπης». Η συνθήκη ανακωχής επί του θωρηκτού «Agamemnon» στον Μούδρο της Λήμνου στις 30/10/1918 μεταξύ του Άγγλου ναυάρχου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι η πρώτη από αυτές που τερμάτισαν τον Μεγάλο Πόλεμο, αλλά και η ληξιαρχική πράξη θανάτου του «μεγάλου ασθενή» των αρχών του 20ού αιώνα. Παρότι δεν ηττήθηκε σε ανοιχτό πεδίο μάχης (εξαίρεση η κατάληψη της Δαμασκού από τα αραβικά στρατεύματα των Φεϊζάλ – Λόρενς), υπέκυψε όπως και οι υπόλοιπες προπολεμικές αυτοκρατορίες στην ιστορική υπεροχή του καπιταλισμού στο ανώτατό του στάδιο (χρηματοπιστωτικό – ιμπεριαλιστικό).

Εφεξής, οι ύαινες θα διαμέλιζαν το πτώμα της παλιάς αυτοκρατορίας.

Ο Βενιζέλος, εκπρόσωπος των Ελλήνων μεγαλοαστών (απανταχού την Γην) και αυτόκλητος τοποτηρητής των συμφερόντων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, είχε προλάβει να καπαρώσει μια θέση στο τραπέζι των νικητών, με το πραξικόπημα της «Εθνικής Αμύνης» το 1916 στην Θεσσαλονίκη και την συγκρότηση 3 μεραρχιών (Σερρών, Κρήτης και Αρχιπελάγους) για την υποστήριξη του Μακεδονικού μετώπου.

Κυβερνώντας χωρίς αντιπολίτευση πάνω στις λόγχες των «συμμάχων», προσέφερε 2 μεραρχίες στην εκστρατεία κατά των Μπολσεβίκων στην Κριμαία (Δεκέμβριος-Απρίλιος 1919) – η πρώτη «υπερπόντια» αποστολή ελληνικού στρατού. «Ατυχώς», οι Γάλλοι ναύτες προσβλήθηκαν από κάποιο «κομμουνιστικό μικρόβιο» και ύψωσαν κόκκινες σημαίες στα πολεμικά τους καράβια, ενώ το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα (που μεταξύ άλλων είχε δολοφονήσει και τραυματίσει κομμουνιστές διαδηλωτές) το έσωσαν 3 βρετανικά αντιτορπιλικά που παρεμβλήθηκαν ανάμεσα σε αυτό και τις κάνες των γαλλικών κανονιών.

«Μεγάλη Ιδέα»: η ελληνική συμμετοχή στον διαμοιρασμό των «ιματίων» της Οθωμανικής αυτοκρατορίας

Με αυτά και με κείνα, τον Απρίλιο του 1919, το Ανώτατο Συμβούλιο των 4 (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία) ικανοποίησε το αίτημα της Ελλάδας για την κατάληψη της Σμύρνης. Η απόβαση έγινε στις 15 Μαΐου του 1919. Τα αποβατικά σκάφη τα συνόδευαν, ως προστασία, 4 ελληνικά και 3 αγγλικά πολεμικά πλοία. Η εγκατάσταση του ελληνικού στρατού έγινε με πρόσχημα την τήρηση της τάξης στην περιοχή (πρόσχημα κλασικό σε πλειάδα ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων σε όλον τον κόσμο και σε όλες τις εποχές).

Η έλευση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη σήμαινε άμεσα σφαγές αφοπλισμένων (βάσει των συμφωνιών) Τούρκων αξιωματικών και φαντάρων. Επίσης σήμανε σφαγές αμάχων, λεηλασίες και βιασμούς στα κοντινά χωριά. Το σοκ φιλελεύθερων Δυτικών, όπως του Γάλλου συγγραφέα Λουί ντε Μπερνιέρ -που ήταν αυτόπτης μάρτυρας της ελληνικής απόβασης- ή του διάσημου (και μέχρι τότε φιλέλληνα) Βρετανού ιστορικού Άρνολντ Τόινπι, ήταν μεγάλο.

Το επόμενο καλοκαίρι, του 1920, σε ένα προάστιο του Παρισιού, τις Σέβρες, υπογράφηκε η συνθήκη που περιόριζε την Οθωμανική αυτοκρατορία στο 1/5 της προπολεμικής της επικράτειας. Γαλλία, Αγγλία και Ιταλία άρπαξαν τεράστιες περιοχές της ηττημένης αυτοκρατορίας, από τη Συρία έως το Μαρόκο. Κέντρο της συνθήκης ήταν η επιβολή διεθνούς ελέγχου των Στενών του Βοσπόρου και της Ισταμπούλ (Κωνσταντινούπολης), αλλά με γαλλική (Κιλικία), ιταλική (Αττάλεια), ελληνική (Σμύρνη) κατοχή και αρμενικό κράτος στα ανατολικά. Ό,τι απέμενε στους Τούρκους ήταν οι περιοχές γύρω από την Άγκυρα.

Η Ελλάδα εξασφάλιζε την ήδη κατεχόμενη περιοχή της Σμύρνης (με πρόβλεψη για διεξαγωγή δημοψηφίσματος σε πέντε χρόνια για την ενσωμάτωση στο Ελληνικό Βασίλειο). Επιπλέον, έπαιρνε όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και την ανατολική Θράκη έως τη γραμμή της Τσατάλτζας κοντά στην Ισταμπούλ. Η «Μεγάλη Ιδέα», η «Ελλάδα των 5 θαλασσών και 2 ηπείρων» φαινόταν να γίνεται πραγματικότητα.

Όπως ήταν φυσικό, Τούρκοι αστοί, ο πυρήνας των αξιωματικών (υπό τον ήρωα της Καλλίπολης Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα Ατατούρκ), διανοούμενοι, αγροτιστές αλλά και κομμουνιστές (το 2ο και 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς είχε παροτρύνει τους κομμουνιστές σε Τουρκία, Ινδία και Κίνα να υποστηρίξουν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα διατηρώντας την ανεξαρτησία τους) αντέδρασαν δημιουργώντας το Εθνικό Σύμφωνο του 1920, το οποίο κήρυξε ανταρτοπόλεμο ενάντια στους ιμπεριαλιστές.

Η Ελλάδα, όντας πλέον σημαντική στρατιωτική δύναμη με 11 μεραρχίες που συμπεριλαμβάνουν σημαντικό πυροβολικό και έναν στόλο με το μοναδικό θωρηκτό στην Αν. Μεσόγειο, αυτοπροτείνεται για τη «βρώμικη δουλειά»…

Έτσι, γενικεύτηκε, ουσιαστικά, ο πόλεμος στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.

Η Μικρασιατική καταστροφή

Οι πρώτες όμως εκλογές μετά το 1915, το φθινόπωρο του 1920, θα δείξουν τις διαθέσεις των φτωχών ανθρώπων. 8 χρόνια διαρκών πολέμων είχαν αφήσει δεκάδες χιλιάδες νεκρούς (όχι μόνο από τις μάχες αλλά και από λιμούς, ψείρες κ.λπ.) και πολλούς περισσότερο σακατεμένους. Οι υπέρογκες πολεμικές δαπάνες είχαν ρημάξει το λαϊκό εισόδημα. Ο βασιλικός συνασπισμός κομμάτων, με κεντρικό σύνθημα το σταμάτημα του πολέμου, θα νικήσει στις εκλογές. Ο «θριαμβευτής» και «εθνάρχης» Βενιζέλος δεν θα καταφέρει καν να βγει βουλευτής.

Ωστόσο, και η νέα κυβέρνηση, χωρίς ταξικό πολιτικό αντίπαλο και με διάφορα προσχήματα, θα συνεχίσει τον πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1921 στο Λονδίνο θα αρνηθεί κατηγορηματικά την πρόταση για διεθνή απογραφή του πληθυσμού της περιοχής της Σμύρνης, επιμένοντας στον (αυθαίρετο) υπολογισμό των κατοίκων (της πόλης μόνο) σε 270 χιλιάδες, από τους οποίους υποτίθεται οι 140 χιλιάδες ήταν Έλληνες. Το εθνολογικό επιχείρημα ότι το ελληνο-χριστιανικό στοιχείο κυριαρχούσε στα μικρασιατικά παράλια ήταν ένας βολικός μύθος…

Ο ελληνικός στρατός, επιβάλλοντας το «Διεθνές Δίκαιο» (όπως και σήμερα) θα προελάσει στα βάθη της Ανατολίας κάνοντας μικρά και μεγάλα εγκλήματα κατά αμάχων. Ήταν, μάλιστα, τέτοιο το θράσος των Ελλήνων αστών, που αποπειράθηκαν (και μάλιστα έφτασαν κοντά) την κατάληψη της Άγκυρας, επί της ουσίας την εξαφάνιση του τουρκικού έθνους (αυτό έχει καλλιεργηθεί και αποτυπωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο του τουρκικού λαού μέχρι σήμερα).

Ωστόσο, τα χρόνια 2021-2022 η κατάσταση άλλαζε.

Ο στρατός του Κεμάλ, έχοντας χρησιμοποιήσει σοβιετικά όπλα και υποστήριξη και πατώντας στο εθνικοαπελευθερωτικό συναίσθημα των Τούρκων χωρικών, είχε γίνει υπολογίσιμη δύναμη για να τον αγνοούν οι «μεγάλες δυνάμεις». Το 2022 έχει ήδη εγκαταλείψει τους Σοβιετικούς, καταστέλλοντας την «πράσινη» επανάσταση των φτωχών αγροτών υπέρ της «εθνικής ενότητας» με τους τσιφλικάδες και δολοφονώντας τους κομμουνιστές. Ήδη από τα τέλη του 2021 έχει υπογράψει μυστική συμφωνία με τους Γάλλους.

Από την άλλη, ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Πρωτοπαπαδάκης, για να χρηματοδοτηθεί ο μακρόσυρτος πλέον πόλεμος (που κόστιζε καθημερινά 8 εκατομμύρια δραχμές, ποσό ιλιγγιώδες για την εποχή), θα κόψει την αξία της δραχμής στην μέση, εξαθλιώνοντας ακόμη περισσότερο τα φτωχά στρώματα. «Άγριες απεργίες» ξεσπούν διαρκώς, με επίκεντρο κυρίως Πειραιά, Βόλο και Καβάλα. Η ποινή που επιβάλλεται στους απεργούς που συλλαμβάνονται, είναι υποχρεωτική στρατολόγηση και αποστολή στην κόλαση του μετώπου… Η δυσαρέσκεια αποτυπώνεται στο πλήθος των λιποτακτών (παρά την επικρεμάμενη ποινή άμεσης εκτέλεσης), που φθάνουν το καλοκαίρι του 1922 σε 80.000 σε σύνολο στρατευσίμων 240.000. Μέσα σε αυτό το κύμα μαζικής απέχθειας στον πόλεμο, αντρώνονται πολιτικά και οργανωτικά οι ολιγάριθμοι κομμουνιστές του νεαρού (από το 1918) ΣΕΚΕ. Μην έχοντας υποκύψει στις σειρήνες του «πατριωτισμού» και της «εθνικής ομοψυχίας», μένουν πιστοί στην προοπτική του πολέμου για τα συμφέροντα των εργατο-αγροτών και όχι των μεγαλοαστών. Δρώντας συνωμοτικά σε τριάδες (μοντέλο που θα αναπαραγάγει το κίνημα των φαντάρων στη Μέση Ανατολή 20 χρόνια αργότερα – και όχι μόνο…), αυτοί οι λιγοστοί φαντάροι θα αποτελέσουν την «μαγιά» του κινήματος των «παλαιών πολεμιστών», που θα πρωτοστατήσει μεταπολεμικά στον αγώνα για κοινωνική χειραφέτηση και θα προσφέρει την ηγεσία (Παντελής Πουλιόπουλος κ.λπ.) που θα προσανατολίσει το ΣΕΚΕ στη Γ’ Διεθνή μετονομαζόμενο σε ΚΚΕ.

Το ελληνικό κράτος λόγιζε σαν απειλή τους πρόσφυγες. Υπολογίζονται σε 900.000 Έλληνες (από ένα σύνολο 1.700.000 Ελληνορθόδοξων που είχαν απογραφεί το 1916 σε όλη την Θράκη και Μικρά Ασία) και 50.000 Αρμένιους, οι πρόσφυγες που καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου έφτασαν κυνηγημένοι στην ακτή και πέρασαν στην Ελλάδα. Ακολουθώντας τις προτροπές του «Αρμοστή» της Σμύρνης Στεργιάδη «[…] καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα […]», η ελληνική Βουλή, παμψηφεί, θα εγκρίνει τον Ιούλιο του 1922 νόμο που τους απαγόρευε αμετάκλητα τη μετανάστευση στην Ελλάδα!..

Κατ’ αυτόν τον τρόπο και καθόλου αναπάντεχα, τον Αύγουστο του 2022 το στρατιωτικό μέτωπο κατέρρευσε («σαν τραπουλόχαρτα», ήταν η έκφραση Άγγλου στρατηγού). Στην σύντομη υποχώρηση, διαπράχθηκαν τα χειρότερα εγκλήματα σφαγών, βιασμών, εμπρησμών κ.λπ. (Καρατεπέ, Σαλιχλί, Αλασεχίρ). Εμφαντική περίπτωση, η πόλη Μανισά. Ενώ πρακτικά έχει τελειώσει ο πόλεμος (στις 6/9/1922), ο Ελληνικός Στρατός δολοφονεί 4.500 Τούρκους αμάχους.

Ήταν 5 Σεπτέμβρη του 1922 όταν ο ελληνικός στρατός πέρασε μπροστά από τις μάζες των προσφύγων, από την γνωστή παραλία της Σμύρνης, όπου πριν 3,5 χρόνια είχε κάνει την υπερήφανη παρέλασή του, αγνοώντας τώρα τις ικεσίες και τις οιμωγές για να τους σώσουν. Στις 8 Σεπτεμβρίου μπήκε ο τουρκικός στρατός και στις 11 ξέσπασε η πυρκαγιά στις κεντρικές συνοικίες, με επακόλουθο τον «συνωστισμό» στην προβλήτα της πόλης. Μετά από μια υπερδεκαετία πολέμων ποτισμένων στο αίμα εκατομμυρίων σκοτωμένων και εκατομμυρίων ξεριζωμένων από όλες τις μεριές, η «Μεγάλη Ιδέα» ενταφιάστηκε, ευτυχώς, για πάντα.

Επακόλουθα

Στις 13 Σεπτεμβρίου αποβιβάζεται στο Λαύριο στρατός από Λέσβο και Χίο με επικεφαλής «Επαναστατική Επιτροπή» (Στρατηγοί Στ. Γονατάς, Φωκάς και Ν. Πλαστήρας). Τις δύο προηγούμενες ημέρες ο Θ. Πάγκαλος με στρατιωτικές μονάδες έχει συλλάβει πλήθος πολιτικών. Η διαχείριση της ήττας όφειλε να έχει άξονα τη συνέχεια του κράτους και όχι τη σωτηρία της κυβερνητικής ηγεσίας. Πάνω απ’ όλα, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να διασωθεί το κύρος του στρατού και να βρεθεί στο απυρόβλητο της κριτικής, γιατί ήταν η τελική εγγύηση του καπιταλιστικού καθεστώτος. Μέχρι το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου έχουν αλλάξει 3 κυβερνήσεις. Ο Βενιζέλος, με τηλεγραφήματα από το Παρίσι, είναι ο ενορχηστρωτής των ενεργειών των στρατιωτικών. Για τον εξιλασμό των ατιμωτικών πράξεων του ελληνικού στρατού, δρομολογείται η δίκη-παρωδία (το κατηγορητήριο της οποίας συνέταξε ο ανερχόμενος τότε Βενιζελικός Γεώργιος Παπανδρέου) των 8 επικεφαλής πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων της κυβέρνησης Γούναρη (και όχι των 6, όπως επικράτησε να λέγεται) και η εκτέλεση των 6 από αυτούς.

Ταυτόχρονα, στις 23 Σεπτέμβρη υπογράφεται η ανακωχή των Μουδανιών που θα δώσει τον ελληνο – τουρκικό πόλεμο (ελλείψει στόλου των Τούρκων) και θα χαράξει τα σύνορα όπως έχουν σήμερα και όπως επικυρώθηκαν ένα χρόνο αργότερα, στις 24/7/1923, με την συνθήκη της Λωζάννης.

Οι πρόσφυγες

Κεμάλ και Βενιζέλος θα συμφωνήσουν στις 30/1/1923 στη Λωζάννη στην υποχρεωτική ανταλλαγή των εναπομεινάντων πληθυσμών στη «λάθος πλευρά» των συνόρων, που υπολογίζονταν σε 190 χιλιάδες ελληνορθόδοξων και 355 χιλιάδες μουσουλμάνων. Εξαιρέθηκαν οι Έλληνες της Κων/πολης, Ίμβρου-Τενέδου και οι μουσουλμάνοι της δυτ. Θράκης. Επειδή τα χρόνια εκείνα, με τη θολή και υπό διαμόρφωση εθνική «συνείδηση», ήταν ευχερέστερη η εθνική ομοιογενοποίηση αλλάζοντας τη γλώσσα παρά τη θρησκεία, συμφωνήθηκε η ανταλλαγή πληθυσμών με όρους θρησκεύματος. Σεφαραδίτες ντονμέδες και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι από τις «νέες χώρες» και την Θεσσαλία, σλαβόφωνοι πομάκοι, αρβανίτες τσάμηδες και εναπομείναντες ελληνόφωνοι «τουρκοκρητικοί», αποτέλεσαν τους τελευταίους του ενός εκατομμυρίου μουσουλμάνων που ξεριζώθηκαν από τη Βαλκανική.

Αντίστροφα, τουρκόφωνοι χριστιανορθόδοξοι από Καρς και κεντρική Ανατολία και κυρίως πολλοί Πόντιοι (όσοι δεν ακολούθησαν τον μητροπολίτη τους Αλέξανδρο που μετονομάστηκε σε Ισκαντέρ εξισλαμιζόμενος), έγιναν μέρος του ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων προσφύγων στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Το προσφυγικό ζήτημα λύθηκε με τους όρους της άρχουσας τάξης, ένθεν κι ένθεν. Αφενός ρατσισμός («τουρκόσποροι»), εγκατάλειψη και στυγνή εκμετάλλευση, αφετέρου χρησιμοποίησή τους ως εποίκων σε «ευαίσθητες εθνικά» περιοχές.

Αυτό ήταν σημαντικότερο για την ελληνική άρχουσα τάξη, που είχε υπερδιπλασιάσει την επικράτεια και τον πληθυσμό της αλλά (όπως η ίδια παραδεχόταν) είχε ένα ποσοστό 20% «αλλογενών». Ήταν σημαντικό και για την νεογέννητη τουρκική «δημοκρατία» και τον «Κεμαλισμό», που από εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα μεταλλάχθηκε σε στυγνό καθεστώς εθνοκάθαρσης και πνιξίματος κάθε δημοκρατικής φωνής.

Παρ’ όλα αυτά, οι τσακισμένες προσφυγικές μάζες άντεξαν. Ένα μεγάλο κομμάτι προσφύγων προσανατολίστηκε προς την Αριστερά και το ΚΚΕ. Τα χρόνια που ακολούθησαν, οι πρόσφυγες των πόλεων μαζί με τις άλλες καταπιεσμένες εθνικές μειονότητες, των Εβραίων και των Σλαβομακεδόνων, αποτέλεσαν τον βασικό κορμό των μαζικών αγώνων για μια καλύτερη ζωή. Οι προσφυγικές συνοικίες, προπύργια της εαμικής αντίστασης, επιμένουν ακόμη να αποτελούν αριστερά αναχώματα στις ανθρωποφαγικές ιδέες της Δεξιάς.

Σήμερα

Η κυρίαρχη τάξη είναι υποχρεωμένη να αγιογραφεί την Μικρασιατική Εκστρατεία σαν απελευθερωτικό πόλεμο και να εξηγεί την καταστροφή σαν αποτέλεσμα του «εθνικού διχασμού», των κακών ελληνικών κυβερνήσεων, των ξένων δυνάμεων κ.λπ. Εμείς έχουμε υποχρέωση να αποκαλύπτουμε την απληστία της, που είναι η πραγματική αιτία της μικρασιατικής καταστροφής.

Αναλογίζεται το 1932, ένας ανώνυμος «παλαιός πολεμιστής» περνώντας έξω από τα αριστοκρατικά καφενεία του αθηναϊκού κέντρου, οι θαμώνες των οποίων ξαναδίνουν κατά φαντασίαν τις μάχες της Μικρασίας. «Σου έρχεται να βροντοφωνήσεις: Αϊ σιχτίρ, σκατοπατρίδες! Είναι αυτοί που μιλάν για πατρίδες και για ηρωισμούς, και που άμα ξεψαχνίσεις καλά τα σχέδιά τους, θα ανακαλύψεις κάπου το μπεζαχτά που ’ναι γιομάτος με το αντίτιμο ακριβώς εκείνου του φαντάρου που έμεινε αμανάτι στο ποταμάκι του Σαλιχλή, τη Αλμυρή Έρημο ή στις χαράδρες του Ουτουράκ».

Και ένας φυματικός σύντροφός του ανακαλεί τη διάψευση των κηρυγμάτων του δασκάλου του στη Ριζάρειο, αρχιεπισκόπου Αθηνών πλέον, που τον είχαν ωθήσει να καταταγεί εθελοντής στον ίδιο πόλεμο: «Μπροστά στα λαμπαδιασμένα τουρκοχώρια, μπροστά στους σφαγμένους γέρους, τις ξεκοιλιασμένες γυναίκες, μέσα στα ουρλιαχτά των γυναικών και τις τσιρίδες των παιδιών, θυμόμουνα πάντα τα λόγια του διευθυντή μας: ‘‘ο ευγενής ελληνικός στρατός […] ο πρόδρομος του πολιτισμού […]” Σάπιοι, κουρελήδες, ψειριασμένοι, αγνώριστοι κι απ’ τη γυναίκα μας κι απ’ τη μάνα μας, γυρίσαμε κυνηγημένοι. Χτυπούσαν και τότες οι καμπάνες. Μα πόσο διαφορετικό ήταν το καμπάνισμά τους! Και τα δικά μας λόγια ήταν και πάλι γεμάτα πάθος. Μα πόσο ήταν διαφορετικά τα λόγια μας! Ήταν μια ατέλειωτη κι ασώπαστη βλαστήμια για τον πόλεμο, για την πατρίδα».

Μπροστά στις νέες «σταυροφορίες» (με ξένες πάντα πλάτες) για τα πετρέλαια της Έξον Μόμπιλ και το φυσικό αέριο της Τοτάλ, κάτω από το οικονομικό βάρος εντεινόμενων εξοπλισμών (είμαστε διαρκώς, μετά τις ΗΠΑ και Βρετανία, με τις υψηλότερες αναλογικά στρατιωτικές δαπάνες μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ), απειλούμαστε ξανά με την επανάληψη μιας ελληνο – τουρκικής τραγωδίας (άγνωστης κλίμακας).

Έλληνες και Τούρκοι εργάτες ενωμένοι, να δώσουμε στις χώρες μας το μάθημα Ιστορίας που χρειάζεται.




Εκλογές στον σύλλογο «Αριστοτέλης» Νίκη με αυτοδυναμία στο Δ.Σ. για «Πρωτοβουλία-Παρεμβάσεις»

Ξανά πρωτιά και ξανά αυτοδυναμία για την συνεργασία της Πρωτοβουλίας Ανεξάρτητων Εκπαιδευτικών και Παρεμβάσεων για το δ.σ. του συλλόγου εκπαιδευτικών «Αριστοτέλης». Μόνο ως νίκη ενάντια στην πολιτική κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας μπορούν να χαρακτηριστούν τα αποτελέσματα, μαζί με την αύξηση της συμμετοχής σε σχέση με το 2021. Η αύξηση της συμμετοχής στις διά ζώσης εκλογές αποδεικνύει επίσης ότι η αποχή στις ηλεκτρονικές εκλογές για τους αιρετούς στις 5 Νοεμβρίου, που άγγιξε στην Α’ Αθήνας το 84%, είχε καθαρά πολιτικό χαρακτήρα αντίθεσης στις πολιτικές που προωθεί το υπουργείο. 

Η πρωτιά των ριζοσπαστικών ταξικών δυνάμεων είναι μια επιβράβευση των προτεραιοτήτων τους. Πρώτα απ’ όλα, η συνέχιση της μάχης ενάντια στην αξιολόγηση, με κύριο όπλο την απεργία-αποχή, κόντρα στους συμβιβασμούς της ομοσπονδίας. Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, απαιτώντας οριστική μονιμοποίηση, χωρίς την εκβιαστική αξιολόγηση για τους νεοδιόριστους, και των διορισμό όλων των αναπληρωτών χωρίς προσοντολόγιο αλλά μόνο με βάση το πτυχίο και την προϋπηρεσία. Τον συντονισμό των ενεργειών για να αναπτυχθούν οι απαραίτητοι αγώνες από τα κάτω για τις αυξήσεις στους μισθούς, μείωση των τιμών και υπεράσπιση όλων των δημόσιων αγαθών. 

Αναλυτικά τα αποτελέσματα (σε παρένθεση αυτά του 2021), με βάση τα οποία η «Πρωτοβουλία-Παρεμβάσεις καταλαμβάνει 4 έδρες στο 7μελές Δ.Σ., το ΠΑΜΕ 2, η ΔΑΚΕ 1 και η ΔΥΣΗ καμία!  

Εκλογές – σύλλογος «Αριστοτέλης»

Ψήφοι

2022

2021

Ψηφίσαντες

702

677

Πρωτοβουλία

-Παρεμβάσεις

408

397

ΠΑΜΕ

188

172

ΔΑΚΕ

62

57

ΔΥΣΗ

30

38

Ε.Φ.




Οι Φλωρινιώτες έδωσαν ένα μάθημα στους μεταφερόμενους εγκληματίες, νεοναζί της Χρυσής Αυγής

Τα Χιτλερικά κατάλοιπα της Χ.Α «έσπασαν τα μούτρα τους» στη Φλώρινα αφού δεν τόλμησαν καν να πατήσουν το πόδι τους στην κεντρική Πλατεία όπου είχαν προαναγγείλει τη συγκέντρωσή τους. Και πώς να πατούσαν αφού η Πλατεία είχε κατακλυστεί από αντιφασίστες αγωνιστές και δημοκρατικούς πολίτες οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των φορέων της Περιοχής για να μην επιτρέψουν τα φασιστικά κτήνη να βρωμίσουν το Χώρο.

Με πολιτιστικές εκδηλώσεις και αντιρατσιστικά, αντιφασιστικά συνθήματα περιφρούρησαν την Πλατεία και το δικαίωμα των κατοίκων της να ζήσουν ειρηνικά και αδελφωμένα στην πολύπαθη Περιοχή τους. Ο δημοκρατικός λαός της Φλώρινας είπε ένα βροντερό ΟΧΙ στα κηρύγματα μίσους και διχασμού που προσπάθησαν να σπείρουν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης και το «Σύστημα» που τους τροφοδοτεί και τους χρησιμοποιεί κατά περίσταση ενάντια στα εργατικά, λαϊκά και δημοκρατικά δικαιώματα του Εργατικού Κινήματος και του Λαού. Χαρακτηριστικό είναι ότι κάτοικοι της Φλώρινας και της γύρω Περιοχής δεν πλαισίωσαν ούτε κατ` ελάχιστο τη συγκέντρωση των Χρυσαυγιτών η οποία ήταν «πάμφτωχη» από άποψη συμμετοχής παρά την μεγάλη κινητοποίηση που έγινε σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Τα λεωφορεία τους ήταν σχεδόν άδεια και οι λεγόμενοι «υπερασπιστές της Μακεδονίας» ήταν κάποιες δεκάδες που μετριούνταν στα δάχτυλα μόνο του ενός χεριού.

Παρόλα αυτά ερωτηματικά και αγανάκτηση των πολιτών προκάλεσε η στάση της αστυνομίας που συνόδευε τα «περιφερόμενα σκιάχτρα» στους έρημους δρόμους της Πόλης αντί να απαγορεύσει και τη συγκέντρωση και την πορεία, σεβόμενη την απόφαση της Ελληνικής δικαιοσύνης που, εδώ και δυο χρόνια, χαρακτήρισε «εγκληματική» την οργάνωση της Χ.Α και έκλεισε όλα τα στελέχη της στη Φυλακή. Αυτό ίσως μας προϊδεάζει για το τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον αφού όπως γνωρίζουμε και ιστορικά το κράτος, το κεφάλαιο, οι μηχανισμοί και οι μυστικές υπηρεσίες συντηρούν και χρησιμοποιούν τον φασισμό όποτε τον θεωρούν χρήσιμο για τη διασφάλιση των κρυφών και φανερών συμφερόντων τους.

Χαιρετίζουμε όλους τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που έδωσαν το παρόν στο αντιφασιστικό, δημοκρατικό κάλεσμα της «αντιρατσιστικής πρωτοβουλίας», των κομμάτων και των άλλων μαζικών φορέων της Περιοχής.

Καλούμε σε αγωνιστική επαγρύπνηση επειδή όπως φαίνεται το τέρας του φασισμού δεν ξεψύχησε αλλά ζει και άρχισε πάλι να βρυχάται….

Η Μακεδονία, η Ελλάδα και όλες οι γειτονικές Χώρες δεν κινδυνεύουν από τους πολίτες τους αλλά κυρίως από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, που αλωνίζουν στην Περιοχή και επιχειρούν να μας εμπλέξουν όλους στα πολεμικά, ιμπεριαλιστικά τους σχέδια.

Κοζάνη 19/12/2022 «Αριστερή Συμπόρευση για την Ανατροπή στη Δυτική Μακεδονία»




Υπόθεση «Κιβωτός»: Δημόσιες δωρεάν δομές – κοινωνικό κράτος κι όχι μεσαιωνική «φιλανθρωπία»!

Του Μάριου Αυγουστάτου

Πριν ακόμη κοπάσει ο θόρυβος από την αποκάλυψη του κυκλώματος παιδοβιαστών με επικεφαλής τον διαβόητο Μίχο, ήρθαν οι αποκαλύψεις για την «Κιβωτό του κόσμου». Ένα ιδιωτικό «φιλανθρωπικό» ίδρυμα πασίγνωστο από τη δημοσιότητα που απλόχερα του χάριζαν τα ΜΜΕ. Κεντρικό πρόσωπο εδώ, ο παπα-Αντώνης, ένα από τα πιο προβεβλημένα πρόσωπα της χριστιανικής «φιλανθρωπίας», για τον οποίο τα ΜΜΕ της μιντιακής αθλιότητας σκιαγραφούσαν επί χρόνια το προφίλ του «καλού παπά», που ήταν «in», έπαιζε μπάσκετ και, μαζί με τη σύζυγο, «βοηθούσαν τα παιδάκια». Οι αποκαλύψεις πλέον τεκμηριώνουν ότι οι δομές του ήταν κολαστήρια για τα ευάλωτα παιδιά που φιλοξενούσε και υποτίθεται φρόντιζε.

Μικρό ιστορικό

Το 1998 χειροτονείται νέος παπάς ο Αντώνης Παπανικολάου, 26 ετών τότε, στον Αϊ-Γιώργη Ακαδημίας Πλάτωνος, στον Κολωνό. Η «Κιβωτός» άρχισε να λειτουργεί μετά από λίγους μήνες. 24 χρόνια μετά, η αρχικά μικρή δομή έφτασε να είναι ένα τεράστιο ανεξέλεγκτο καρκίνωμα με παραρτήματα σε διάφορα μέρη στη χώρα. Εκατομμύρια ευρώ κατέληγαν στα ταμεία της «Κιβωτού», με προεξάρχοντες χρηματοδότες μεγαλοκαπιταλιστές και celebrities, αλλά και ζεστό κρατικό χρήμα.

Πλέον, οι κατά συρροήν καταγγελίες για περιπτώσεις κακοποίησης, σωματικής και ψυχολογικής βίας, ακόμη και βασανιστηρίων, αποκαλύπτουν τη δράση μιας πραγματικά εγκληματικής συμμορίας.

Ο ίδιος ο παπα-Αντώνης δεν δίστασε να διαπράξει τη βλασφημία να κατηγορήσει τα θύματα. Ωστόσο, οι καταγγελίες και αποκαλύψεις είναι τόσο πυκνές, συγκλίνουσες και πειστικές, ώστε καμιά «υπερασπιστική γραμμή» δεν μπορεί να τις διαψεύσει…

Η «Κιβωτός» δεν είχε γίνει ποτέ αντικείμενο οποιουδήποτε ελέγχου (οικονομικού ή κοινωνικού) από δημόσιο φορέα. Αντιθέτως, με τις ευλογίες ΜΜΕ και καπιταλιστών, βραβευόταν για το «έργο» που πρόσφερε. Πλέον έχει αποκαλυφθεί ότι ήταν μια δαιδαλώδης δομή στην οποία γίνονταν κακοποιήσεις, ξυλοδαρμοί, μέχρι και βασανιστήρια με τιμωρητικό χαρακτήρα και όπου βασίλευε ο νόμος της σιωπής.

Απ’ ό,τι διαφαίνεται, οι κακοποιήσεις και ό,τι άλλο έχει γίνει δεν ήταν η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας, ισχύει δε κι εδώ ο κανόνας ότι «το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι»: βασικοί ύποπτοι είναι ο ίδιος ο παπάς, η σύζυγός του και πρόσωπα από τον στενό κύκλο τους – ενδεχομένως κι άλλοι.

Ιδρύματα, αυτή η μάστιγα

Δεν μας εκπλήσσουν οι αποκαλύψεις. Διαχρονικά τέτοιου είδους «φιλανθρωπικές» οργανώσεις, μέσα και γύρω από την Εκκλησία -και όχι μόνο-, είναι «πλυντήρια» χρήματος και οίκοι εμπορίου ανθρώπινου πόνου και ελπίδας. Οι ίδιοι εκμεταλλευτές που ευθύνονται για τη φτώχεια και την εξαθλίωσή μας, προσποιούνται τους φιλάνθρωπους, ξεπλένοντας και φοροδιαφεύγοντας ταυτόχρονα τεράστια χρηματικά ποσά ενώ κάποιοι παπα-Αντώνηδες θησαυρίζουν πλασάροντας παράλληλα ένα κοινωνικό προφίλ, την ίδια στιγμή που ασκούν ανελέητη σωματική και ψυχολογική βία σε ευάλωτες ψυχές. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι αντίστοιχες δομές έχουν το στίγμα του ιδρύματος, όντας δεκανίκια και εργαλεία του συστήματος, που κανονικοποιούν τη φτώχεια, συντηρώντας κι αναπαράγοντας τις εκμεταλλευτικές σχέσεις του συστήματος.

Ένα απτό αντιπαράδειγμα: ο αγώνας των τυφλών

Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, το 1976 για την ακρίβεια, μια ομάδα εξεγερμένων κατέλαβε τον Οίκο Τυφλών Καλλιθέας, δίνοντας το έναυσμα για μια μακροχρόνια μετωπική σύγκρουση που καταγράφηκε στην ιστορία των κοινωνικών κινημάτων ως ο «αγώνας των τυφλών».

Ο αγώνας των εξεγερμένων είχε απέναντι όλο το οικονομικό, πολιτικό και θρησκευτικό κατεστημένο στην πιο σκληρή εκδοχή του. Ήταν από τους αγώνες που η επιμονή στη σύγκρουση δικαιώθηκε. Παραφράζοντας το «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» της (πρόσφατης τότε) εξέγερσης του Πολυτεχνείου, το σύνθημα των τυφλών που κατέλαβαν τον Οίκο Τυφλών στις 2 Μαΐου ήταν το «ψωμί, παιδεία και όχι επαιτεία». Ένα σύνθημα που γεννήθηκε από την ανάγκη να αποτινάξουν τον διαχρονικό (εκκλησιαστικό και όχι μόνο) πατερναλισμό των φιλανθρώπων. Ο βαθμός συνειδητοποίησης αποτυπώθηκε στα αιτήματά τους: δεν ζητούσαν απλώς βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας του Οίκου Τυφλών, αλλά άγγιζαν τη ρίζα του προβλήματος και απαιτούσαν την παραχώρηση του ιδρύματος και της περιουσίας του από την Εκκλησία στο Δημόσιο. Η οπισθοχώρηση της Εκκλησίας σε συμβιβασμό από μια ομάδα εξεγερμένων αναπήρων ήταν η πρώτη (και μοναδική μέχρι σήμερα) έμπρακτη αμφισβήτηση στην Ελλάδα του «απαραβίαστου» και «ιερού» θεσμού της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Και τώρα τι;

Σαφώς το ζήτημα δεν είναι ότι τα παιδιά που φιλοξενούνται στις δομές «πρέπει» να εξεγερθούν. Είναι δική τους απόφαση πώς θα κινηθούν˙ το γεγονός ότι ξεκίνησε μια διαδικασία αποκαλύψεων από τα ίδια και τους οικείους τους, είναι ήδη ουσιαστική συνεισφορά.

Φυσικά και δεν μας πείθουν τα κροκοδείλια δάκρυα του Μητσοτάκη, ούτε οι εξαγγελίες για «κάθαρση», π.χ. με την αλλαγή του ΔΣ και με την τοποθέτηση σε αυτό προσώπων «κύρους» (που φημίζονται για τις φιλανθρωπικές τους πράξεις σε… αντίστοιχα ιδρύματα).

Δεν μας πείθουν επίσης οι δηλώσεις Ιερώνυμου, που διαχώρισε την επίσημη θέση της Εκκλησίας και διέταξε (sic) να σταματήσει να λειτουργεί ο παπάς, γιατί (μεταξύ άλλων) «ουδέποτε δέχθηκε να θέσει τις δομές της ΜΚΟ υπό την εποπτεία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών», όταν π.χ. την υπόθεση των Αγ. Ισιδώρων με τα «θαύματα» κ.λπ. μια χαρά την έχει συγκαλύψει η Αρχιεπισκοπή – γιατί… είναι πολλά τα λεφτά.

Το εμπόριο «σωτηρίας» όχι απλά δεν αρκεί, αλλά συντηρεί και αναπαράγει το ίδιο σύστημα στο οποίο γεννήθηκε και γιγαντώθηκε η «Κιβωτός» και όλες οι αντίστοιχες δομές πουλώντας φιλανθρωπία. Το δικό μας καθήκον είναι να απαιτήσουμε καταρχήν να υπάρξει δωρεάν απεριόριστη μέριμνα και κάλυψη όλων των αναγκών, υλικών και μη, των παιδιών της «Κιβωτού». Να σταματήσει άμεσα το εμπόριο πόνου από τα ΜΜΕ, που με τον τρόπο που προβάλλουν το θέμα επανατραυματίζουν τα θύματα, για τα οποία υποτίθεται κόπτονται.

Εν τέλει να μπει λουκέτο σε όλα ανεξαιρέτως τα αντίστοιχα «φιλανθρωπικά» ιδρύματα και να δημιουργηθούν δημόσιες δωρεάν αποϊδρυματοποιημένες δομές με οικονομικό και κοινωνικό έλεγχο, ενταγμένες στις τοπικές κοινωνίες, σε αλληλεπίδραση με αυτές. Με προσλήψεις εργαζόμενων κάθε αναγκαίας ειδικότητας με επίκεντρο τις ανάγκες των παιδιών, με πλήρη χρηματοδότηση από το κράτος. Και παράλληλα, να παλέψουμε να ανατραπεί το σύστημα που αναπαράγει την εκμετάλλευση και τη φτωχοποίηση και εν τέλει τους παπα-Αντώνηδες. Δεν τους έχουμε ανάγκη!