1

Ο Τρότσκι για την Παρισινή Κομμούνα

Mε αφορμή σαν σήμερα τη δολοφονία του το 1940:

Λέον Τρότσκι

 

Τα μαθήματα της Παρισινής Κομμούνας

Συχνά η επανάσταση έχει ακολουθήσει τον πόλεμο στην ιστορία. Σε ομαλούς καιρούς, οι εργατικές μάζες εργάζονται από μέρα σε μέρα, υπομένοντας πειθήνια τη μισθωτή σκλαβιά τους, υποτασσόμενοι στη μεγάλη δύναμη της συνήθειας. Ούτε οι επιτηρητές, ούτε η αστυνομία, ούτε οι δεσμοφύλακες αλλά ούτε και οι εκτελεστές δεν θα μπορούσαν να κρατούν τις μάζες αυτές υποταγμένες αν δεν υπήρχε αυτή η συνήθεια, που προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στον καπιταλισμό.

Ο πόλεμος που βασανίζει και καταστρέφει τις μάζες είναι επίσης επικίνδυνος και για τους κυρίαρχους –ακριβώς επειδή με ένα μόνο χτύπημα αποσπά τους ανθρώπους από τη συνήθη κατάστασή τους και αφυπνίζει με τους κεραυνούς του τα πιο καθυστερημένα και σκοτεινά στοιχεία και τα αναγκάζει να εκτιμήσουν την κατάσταση και να κοιτάξουν γύρω τους.

Ωθώντας εκατομμύρια εργάτες μέσα στις φλόγες, οι κυρίαρχοι υποχρεώνονται να καταφύγουν σε υποσχέσεις και ψέματα στη θέση της αλήθειας. Η μπουρζουαζία χρωματίζει τον πόλεμό της με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που είναι αγαπητά στη γενναιόδωρη ψυχή των μαζών: ο πόλεμος γίνεται για την «ελευθερία», για τη «δικαιοσύνη», για μια «καλύτερη ζωή!» Οδηγώντας τις μάζες στο κατώτερο σημείο τους, ο πόλεμος αναπόφευκτα οδηγεί στην εξαπάτησή τους: δεν τους φέρνει τίποτα πέρα από νέες πληγές και αλυσίδες.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η οξυμένη κατάσταση των εξαπατημένων μαζών που δημιουργεί ο πόλεμος συχνά οδηγεί σε μια έκρηξη κατά των κυρίαρχων. Ο πόλεμος γεννά την επανάσταση.

Αυτό συνέβη πριν από δώδεκα χρόνια κατά τη διάρκεια του Ρωσο-Ιαπωνικού πολέμου. Αμέσως όξυνε τη λαϊκή δυσφορία και αγανάκτηση και οδήγησε στην επανάσταση του 1905.

Αυτό συνέβη και πριν από 46 χρόνια. Ο Γαλλο-Πρωσικός πόλεμος του 1870-71 οδήγησε στην εξέγερση των εργατών και τη δημιουργία της Παρισινής Κομμούνας.

Οι Παρισινοί εργάτες οπλίστηκαν από την αστική κυβέρνηση και οργανώθηκαν σε Εθνοφρουρά για την υπεράσπιση της πρωτεύουσας εναντίον των Γερμανικών στρατευμάτων. Η Γαλλική μπουρζουαζία όμως φοβόταν πολύ περισσότερο τους προλετάριους από όσο τα στρατεύματα του Χοετζόλερν.

Μετά τη συνθηκολόγηση του Παρισιού, η Δημοκρατική κυβέρνηση προσπάθησε να αφοπλίσει τους εργάτες. Ο πόλεμος όμως είχε ήδη αφυπνίσει μέσα τους το πνεύμα της εξέγερσης. Δεν επιθυμούσαν να επιστρέψουν στους πάγκους της εργασίας τους, όπως ήταν πριν από τον πόλεμο. Οι Παρισινοί εργάτες αρνήθηκαν να αφήσουν τα όπλα από τα χέρια τους.

Μια σύγκρουση έλαβε χώρα μεταξύ των ένοπλων εργατών και των συνταγμάτων της Κυβέρνησης. Αυτό συνέβη στις 18 Μαρτίου του 1871. Οι εργάτες ήταν νικητές. Το Παρίσι ήταν στα χέρια τους και στις 28 Μαρτίου δημιούργησαν στην πρωτεύουσα μια προλεταριακή κυβέρνηση, γνωστότερη ως Κομμούνα.

Η τελευταία δεν κράτησε πολύ καιρό. Μετά από μια ηρωική αντίσταση στις 28 Μαΐου [1871], οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κομμούνας έπεφταν μπροστά στην επίθεση των αστικών μονάδων. Στη συνέχεια ακολούθησαν βδομάδες και μήνες αιματηρών αντιποίνων ενάντια στους συμμετέχοντες της προλεταριακής επανάστασης.

Όμως, παρά τη σύντομη ύπαρξή της, η Κομμούνα έχει παραμείνει το μεγαλύτερο γεγονός στην ιστορία της προλεταριακής πάλης. Για πρώτη φορά, πάνω στη βάση της εμπειρίας των Παρισινών εργατών, το παγκόσμιο προλεταριάτο μπόρεσε να δει πώς είναι η προλεταριακή επανάσταση, ποιοί είναι οι στόχοι της και τί μονοπάτια πρέπει να ακολουθήσει.

Η Κομμούνα ξεκίνησε επιβεβαιώνοντας την εκλογή όλων των ξένων στην εργατική κυβέρνηση. Διακήρυξε ότι: «Το λάβαρο της Κομμούνας είναι το λάβαρο της Παγκόσμιας Δημοκρατίας».

Εκδίωξε από το κράτος και το σχολείο τη θρησκεία, κατάργησε τη θανατική ποινή, έριξε τη στήλη του Βεντόμ (το μνημείο στο σωβινισμό), μετέφερε όλα τα καθήκοντα και τις θέσεις στους πραγματικούς υπηρέτες του λαού, ορίζοντας το μισθό τους σ’ ένα επίπεδο που δεν ξεπερνούσε το μισθό του εργάτη.

Άρχισε την καταγραφή των εργοστασίων και των μύλων που είχαν κλείσει από τους τρομαγμένους καπιταλιστές για να θέσουν την παραγωγή πάνω σε κοινωνική βάση. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα προς τη σοσιαλιστική οργάνωση της οικονομικής ζωής.

Η Κομμούνα δεν πραγματοποίησε τα προτεινόμενα μέτρα της: συντρίφτηκε. Η Γαλλική μπουρζουαζία σε συνεργασία με τον «εθνικό εχθρό» της, τον Μπίσμαρκ –που αμέσως έγινε ο ταξικός σύμμαχός της– έπνιξε στο αίμα την εξέγερση του πραγματικού εχθρού της: της εργατικής τάξης. Τα σχέδια και τα καθήκοντα της Κομμούνας δεν πραγματώθηκαν. Αντ’ αυτού όμως βρήκαν το δρόμο τους προς τις καρδιές των καλύτερων τέκνων του προλεταριάτου σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Έγιναν τα επαναστατικά σύμβολα της πάλης μας.

Σήμερα, στις 15 του Μάρτη 1917, η εικόνα της Κομμούνας εμφανίζεται μπροστά μας πιο καθαρά από οποιαδήποτε άλλη φορά, καθώς, μετά από μια μεγάλη χρονική περίοδο, για μια ακόμα φορά έχουμε εισέλθει στην εποχή μεγάλων επαναστατικών μαχών.

Ο παγκόσμιος πόλεμος έχει αποσπάσει δεκάδες εκατομμύρια εργάτες από τη συνήθη κατάστασή τους, κάτω από τις οποίες η εργασία τους φυτοζωούσε. Έως τώρα αυτό συμβαίνει μονάχα στην Ευρώπη. Αύριο θα δούμε το ίδιο και στην Αμερική επίσης. Ποτέ η εργατική τάξη δεν είχε ακούσει τόσες υποσχέσεις. Ποτέ δεν της είχαν παρουσιάσει μια πιο ειδυλλιακή κατάσταση από τη σημερινή. Ποτέ δεν την κολάκευαν τόσο όσο κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου. Ποτέ οι ιδιοκτήτριες τάξεις δεν τόλμησαν να απαιτήσουν τόσο αίμα από το λαό στο όνομα της υπεράσπισης του ψέματος που ακούει στο όνομα «Υπεράσπιση της Πατρίδας». Και ποτέ οι εργάτες δεν έχουν εξαπατηθεί, προδοθεί και σταυρωθεί όσο σήμερα.

Στα χαρακώματα που είναι γεμάτα αίμα και λάσπη, στις πόλεις και χωριά που λιμοκτονούν, εκατομμύρια καρδιές χτυπούν γεμάτες οργή, απελπισία και θυμό. Τα συναισθήματα αυτά, που έρχονται σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες, μεταμορφώνονται σε επαναστατική θέρμη. Αύριο οι φλόγες θα ξεχυθούν με πανίσχυρες εξεγέρσεις από τις εργατικές μάζες.

Ήδη, το προλεταριάτο της Ρωσίας έχει εμφανιστεί στο μεγάλο δρόμο της Επανάστασης και υπό την επίθεσή του συντρίβονται και καταρρέουν τα θεμέλια του πιο γνωστού δεσποτισμού που γνώρισε ο κόσμος. Η Ρωσική Επανάσταση όμως είναι μονάχα ο προάγγελος των προλεταριακών εξεγέρσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο.

Θυμηθείτε την Κομμούνα, θα πούμε εμείς οι σοσιαλιστές στις εξεγερμένες εργατικές μάζες. Η μπουρζουαζία σάς έχει εξοπλίσει εναντίον ενός εξωτερικού εχθρού. Αρνηθείτε να επιστρέψετε τα όπλα σας, όπως αρνήθηκαν οι Παρισινοί εργάτες το 1871! Ακούστε την έκκληση του Καρλ Λίμπκνεχτ και στρέψτε τα όπλα σας εναντίον των πραγματικών εχθρών σας, εναντίον του καπιταλισμού! Καταστρέψτε τον κρατικό μηχανισμό που κρατούν στα χέρια τους! Μεταμορφώστε τον από ένα όργανο αστικής καταπίεσης σε μηχανισμό προλεταριακής αυτό-εξουσίας.

Σήμερα είστε απεριόριστα πιο ισχυροί από ότι ήταν οι πρόγονοί σας την εποχή της Κομμούνας. Συντρίψτε τα παράσιτα από τους θρόνους τους! Καταλάβετε τη γη, τα ορυχεία και τα εργοστάσια προς δική σας χρήση! Αδελφότητα στην εργασία, ισότητα στην απόλαυση των καρπών της εργασίας!

Το λάβαρο της Κομμούνας είναι το λάβαρο της Παγκόσμιας Δημοκρατίας της Εργασίας.

«Τα Μαθήματα της Παρισινής Κομμούνας» είναι από μια ομιλία του Λεόν Τρότσκι κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής του στη Νέα Υόρκη, τον Μάρτη του 1917.

Αναδημοσίευση από το http://marxistbooks.gr/kommuna.htm (ανενεργό)

(Mετάφραση Aρ. Mαρ.).

 

Commune_19a.jpg

 

Η Κομμούνα του Παρισιού και η Σοβιετική Ρωσία

 

Το σύντομο επεισόδιο της πρώτης επανάστασης που έγινε από το προλεταριάτο για το προλεταριάτο, τέλειωσε με τον θρίαμβο των έχθρων του. Αυτό το επεισόδιο (18 Μάρτη – 28 Μάη) κράτησε 72 μέρες, (Η Κομμούνα του Παρισιού, 18 Μάρτη 1871, Π.Λ. ΛΑΒΡΟΦ, Πετρούπολη, έκδοση του Βιβλιοπωλείου «Γκόλος», 1919, σελίδες 160).

 

Η Ανωριμότητα των Σοσιαλιστικών Κομμάτων

στην Κομμούνα

Η Κομμούνα του Παρισιού του 1871 υπήρξε η πρώτη –αδύναμη ακόμα– ιστορική προσπάθεια κυριαρχίας της εργατικής τάξης. Με σεβασμό θυμόμαστε την Κομμούνα, πέρα από την υπερβολικά περιορισμένη εμπειρία της, την ανωριμότητα των αγωνιστών της, τη σύγχυση του προγράμματος της, την απουσία ενότητας των ηγετών της, την έλλειψη αποφασιστικότητας στα σχέδια της, τον απελπιστικό πανικό των εκτελεστικών της οργάνων, και την τρομερή συμφορά που μοιραία έφεραν όλα αυτά. Στην Κομμούνα χαιρετίζουμε –σύμφωνα με την έκφραση του Λαβρόφ– τη χαραυγή, αν και πολύ χλωμή, της πρώτης προλεταριακής Δημοκρατίας. Ο Κάουτσκι δεν την αντιλαμβάνεται έτσι. Αφιερώνοντας το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του, Τρομοκρατία και Κομμουνισμός, για να κάνει ένα χοντροκομμένο παραλληλισμό ανάμεσα στην Κομμούνα και τη σοβιετική εξουσία, βλέπει τα κυρίαρχα χαρίσματα της Κομμούνας εκεί όπου εμείς βλέπουμε τη συμφορά και τα λάθη της,

Ο Κάουτσκι καταπιάνεται με ζήλο να αποδείξει πως η Κομμούνα του Παρισιού δεν είχε «τεχνητά» προετοιμαστεί, αλλά γεννήθηκε αυθόρμητα, αιφνιδιάζοντας τους επαναστάτες, αντίθετα από την Οκτωβριανή Επανάσταση που είχε προσεχτικά προετοιμαστεί από το Κόμμα μας. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Επειδή ο Κάουτσκι δεν έχει το θάρρος να διατυπώσει καθαρά τις βαθιά αντιδραστικές ιδέες του, δεν μας λέει με ειλικρίνεια αν θα πρέπει να επιδοκιμαστούν οι παρισινοί επαναστάτες του 1871 που δεν πρόβλεψαν την προλεταριακή εξέγερση κι επομένως, δεν προετοιμάστηκαν γι’ αυτήν, ή αν εμείς πρέπει να κατηγορηθούμε επειδή προείδαμε το αναπόφευχτό της και προχωρήσαμε συνειδητά μπροστά από τα γεγονότα. Μα ολόκληρη η έκθεση του Κάουτσκι είναι διατυπωμένη κατά τέτιο τρόπο ώστε να προκαλεί ίσα-ίσα στη σκέψη του αναγνώστη τούτη την εντύπωση: μια κακοτυχία έπεσε στ’ αλήθεια πάνω στους κομμουνάρους –(μήπως ο βαυαρός φιλισταίος Βόλμαρ δεν εξέφρασε, κάποια μέρα τη λύπη του που οι κομμουνάροι δεν πήγαν καλύτερα να κοιμηθούν παρά να πάρουν την εξουσία;)– και γι’ αυτό αξίζουν όλο μας τον οίκτο. Οι μπολσεβίκοι, αυτοί προχώρησαν συνειδητά να συναντήσουν την κακοτυχία (την κατάχτηση της εξουσίας) και γι’ αυτό δεν μπορούν να συγχωρεθούν ούτε σ’ αυτόν, ούτε στον άλλο κόσμο. Η τέτια τοποθέτηση του ζητήματος, μπορεί να φαίνεται σαν ένας απίστευτος παραλογισμός. Δεν είναι λιγότερο αληθινό πως αυτό απορρέει αναπόφευχτα από τη θέση των «Ανεξάρτητων» καουτσκιστών που έχουν το κεφάλι στους ώμους για να μην βλέπουν τίποτε, για να μην προβλέπουν τίποτε, και που δεν μπορούν να κάνουν ούτε ένα βήμα μπροστά αν δε δεχτούν προηγούμενα μια γερή κοντακιά στην πλάτη.

«Να ταπεινώσει», γράφει ο Κάουτσκι, «το Παρίσι, να του αρνηθεί την αυτονομία, να του αποστερήσει τον τίτλο του σαν πρωτεύουσα, να το αφοπλίσει για να το ρίξει σε συνέχεια, σίγουρα, σ’ ένα μοναρχικό πραξικόπημα, τέτιος είταν ο κύριος στόχος της Εθνικής Συνέλευσης και του Θιέρσου που τον είχε εκλέξει αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας: Από αυτή την κατάσταση γεννήθηκε η σύγκρουση που οδήγησε στην παρισινή εξέγερση. Βλέπει κανείς πόσο διαφέρει από αυτή τη μορφή του πραξικοπήματος εκείνο που πραγματοποίησε ο μπολσεβικισμός, που άντλησε τη δύναμή του από την επιθυμία για ειρήνη, που είχε πίσω του τις αγροτικές μάζες, που, στην Εθνική Συνέλευση, δεν είχε τους μοναρχικούς εναντίον του, μα τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μενσεβίκους σοσιαλδημοκράτες.

Οι μπολσεβίκοι έφθασαν στην εξουσία με ένα καλά προετοιμασμένο πραξικόπημα, που, μεμιάς, τους έβαλε στα χέρια ολόκληρο τον μηχανισμό του κράτους τον οποίο χρησιμοποίησαν αμέσως με τον πιο ενεργητικό και τον πιο ανελέητο τρόπο για να καθυποτάξουν τους αντιπάλους τους και, κοντά σ’ αυτούς, τους προλετάριους αντιπάλους τους. Αντίθετα, κανείς δεν εκπλάγηκε τόσο πολύ από την εξέγερση της Κομμούνας όσο οι ίδιοι οι επαναστάτες, και για πολλούς από αυτούς η σύγκρουση αυτή είταν πάνω από όλα ανεπιθύμητη», (σελ. 56).

Για να δόσουμε μια πολύ καθαρή εικόνα της πραγματικής σημασίας εκείνου που ειπώθηκε πιο πάνω από τον Κάουτσκι για τους κομμουνάρους, θα παραθέσουμε την παρακάτω ενδιαφέρουσα μαρτυρία:

«Την 1η του Μάρτη 1871» –γράφει ο Λαβρόφ στο πολύ διδαχτικό βιβλίο του για την Κομμούνα– «δηλαδή έξι μήνες υστέρα από την πτώση της Αυτοκρατορίας και μερικές μέρες πριν από την έκρηξη της Κομμούνας –οι ηγετικές προσωπικότητες της Διεθνούς στο Παρίσι δεν είχαν ακόμα καθορισμένο πολιτικό πρόγραμμα», (σελ. 64-65).

«Μετά τις 18 του Μάρτη» –γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας– «το Παρίσι βρισκόταν στα χέρια του προλεταριάτου, αλλά οι ηγέτες του, σαστισμένοι από την απροσδόκητη δύναμη τους, δεν πήραν ούτε τα πιο στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας», (σελ. 71). «Ο ρόλος σας δεν ταιριάζει με το ανάστημα σας, και η μοναδική φροντίδα σας είναι να απαλλαγείτε από τις ευθύνες», δήλωσε ένα μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της εθνοφρουράς. «Σ’ αυτό υπήρχε πολλή αλήθεια» –γράφει ο Λισαγκαρέ, ιστορικός της Κομμούνας που πήρε μέρος σ’ αυτήν– «αλλά, μέσα στην ίδια τη δράση, η έλλειψη προκαταρτικής οργάνωσης και προετοιμασίας προέρχεται πολύ συχνά από το γεγονός ότι οι ρόλοι πέφτουν σε ανθρώπους που δεν έχουν το απαιτούμενο ανάστημα για να τους φέρουν σε πέρας», (Λισαγκαρέ: Ιστορία της Κομμούνας του 1871, Βρυξέλλες 1876, σελ. 106).

Από τα παραπάνω βγαίνει (και πιο κάτω, αυτό θα γίνει ακόμα πιο καθαρό) πως η απουσία ενός προγράμματος άμεσης πάλης, των σοσιαλιστών του Παρισιού, για εξουσία εξηγείται από τη θεωρητική αμορφία τους και την πολιτική σύγχυση τους, και καθόλου από υψηλότερους υπολογισμούς ταχτικής.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η αφοσίωση του ίδιου του Κάουτσκι στις παραδόσεις της Κομμούνας θα εκφραστεί προπαντός με τη μεγάλη έκπληξη με την οποία θα υποδεχτεί την προλεταριακή επανάσταση στη Γερμανία, όπου δεν βλέπει παρά μια σύγκρουση «πάνω απ’ όλα ανεπιθύμητη». Ωστόσο αμφιβάλλουμε αν οι μελλοντικές γενιές θα τον ευγνωμονούν γι’ αυτό. Η ίδια η ουσία του ιστορικού παραλληλισμού του δεν είναι, πρέπει να το πούμε, παρά ένα ανακάτωμα σύγχυσης και παρασιώπησης και εξαπάτησης.

Τις ίδιες προθέσεις που έτρεφε ο Θιέρσος για το Παρίσι, τις έτρεφε και ο Μιλιουκόφ, υποστηριζόμενος ανοιχτά από τον Τσερνόφ και τον Τσερετέλι, για την Πετρούπολη. Καθημερινά, επαναλάβαιναν όλοι –από τον Κορνίλοφ ως τον Πότρεσοφ– πως η Πετρούπολη είχε αποξενωθεί από τη χώρα, πως δεν είχε πια τίποτε το κοινό μαζί της, και πως, διεφθαρμένη ως το μεδούλι, ήθελε να επιβάλει τη θέλησή της στο έθνος. Να ανατρέψουν και να ταπεινώσουν την Πετρούπολη, τέτιο είταν το πρώτο καθήκον του Μιλιουκόφ και των υποταχτικών του. Κι αυτό γινόταν σε μια εποχή που η Πετρούπολη είταν η πραγματική εστία της επανάστασης που δεν είχε ακόμα κατορθώσει να παγιωθεί στα άλλα μέρη της χώρας. Για να της δόσει ένα καλό μάθημα, ο Ροντζιάνκο, πρώην πρόεδρος της Δούμα, έλεγε ανοιχτά να παραδόσουν την Πετρούπολη στους Γερμανούς όπως είχαν κιόλας παραδόσει τη Ρήγα. Ο Ροντζιάνκο δεν έκανε τίποτε άλλο από το να λέει με το όνομα του αυτό που ο Μιλιουκόφ προσπαθούσε να κάνει και που ο Κερένσκι υποστήριζε με όλη του την πολιτική.

Ο Μιλιουκόφ ήθελε, σαν τον Θιέρσο, να αφοπλίσει το προλεταριάτο. Μα εκείνο που είταν ακόμα χειρότερο, είναι ότι, με τη μεσολάβηση των Κερένσκι, Τσερνόφ και Τσερετέλι, το προλεταριάτο της Πετρούπολης είχε σχεδόν αφοπλιστεί τον Ιούλη του 1917. Τα όπλα τα ξαναπήρε τον Αύγουστο, στη διάρκεια της επίθεσης του Κορνίλοφ ενάντια στην Πετρούπολη. Και ο καινούργιος αυτός εξοπλισμός του προλεταριάτου είταν ένα σοβαρό στοιχείο για την προετοιμασία της εξέγερσης του Οχτώβρη. Στα σημεία λοιπόν αυτά που πάνω τους στηρίζεται ο Κάουτσκι για να αντιτάξει την εξέγερση των εργατών του Παρισιού στη δική μας επανάσταση του Οχτώβρη, σε αυτά ακριβώς τα σημεία, είναι που σε μεγάλο βαθμό, συμπίπτουν.

Μα σε τί διαφέρουν; Πριν απ’ όλα, στο ότι πραγματοποιήθηκαν τα απαίσια σχέδια του Θιέρσου, στο ότι το Παρίσι στραγγαλίστηκε και σφάχτηκαν δεκάδες χιλιάδες εργάτες, ενώ ο Μιλιουκόφ κατάρρευσε άθλια, ενώ η Πετρούπολη παράμεινε η απόρθητη ακρόπολη του προλεταριάτου, ενώ οι ηγέτες της ρωσικής μπουρζουαζίας πήγαν στην Ουκρανία να εκλιπαρήσουν την κατάληψη της Ρωσίας από τα στρατεύματα του Κάιζερ. Είναι φανερό πως γι’ αυτό είμαστε σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι και είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε την ευθύνη. Υπάρχει μια ακόμα βασική διαφορά –κι αυτό έγινε πάνω από μια φορά αισθητό στην κατοπινή εξέλιξη των γεγονότων– στο γεγονός ότι, ενώ οι κομμουνάροι ξεκινούσαν από πατριωτικούς υπολογισμούς, εμείς τοποθετούμασταν αμετάκλητα στην άποψη της διεθνούς επανάστασης. Από τα ίδια τα πράγματα η ήττα της Κομμούνας έφερε την κατάρρευση της Πρώτης Διεθνούς. Η νίκη της σοβιετικής εξουσίας οδήγησε στην Ίδρυση της Τρίτης Διεθνούς.

Μα ο Μαρξ –την παραμονή της εξέγερσης– συμβούλεψε τους κομμουνάρους, όχι να εξεγερθούν, αλλά να δημιουργήσουν μια οργάνωση! Στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσε κανείς να καταλάβει ότι ο Κάουτσκι έφερε αυτή τη μαρτυρία για να αποδείξει πόσο ο Μαρξ υποτιμούσε την όξυνση της κατάστασης στο Παρίσι. Μα ο Κάουτσκι θέλει με κάθε θυσία να εκμεταλλευτεί τη συμβουλή του Μαρξ για να υπογραμμίσει τη ζημιά που προκαλεί στο κίνημα η εξέγερση γενικά. Όμοιος με όλους τους μανδαρίνους της σοσιαλδημοκρατίας ο Κάουτσκι βλέπει στην οργάνωση πριν απ’ όλα ένα μέσο παρεμπόδισης της επαναστατικής δράσης.

Αν μάλιστα περιοριστεί κανείς στο ζήτημα της οργάνωσης, δεν πρέπει να ξεχάσει πως πριν από την Επανάσταση του Οχτώβρη προηγήθηκαν οι εννιά μήνες ύπαρξης της κυβέρνησης Κερένσκι, που στη διάρκειά τους το Κόμμα μας ασχολήθηκε κι όχι χωρίς επιτυχίες και με την αγκιτάτσια και με την οργάνωση. Η Επανάσταση του Οχτώβρη έγινε όταν είχαμε πια καταχτήσει τη συντριπτική πλειοψηφία στα Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών της Πετρούπολης, της Μόσχας και γενικά όλων των βιομηχανικών κέντρων της χώρας και είχαμε μεταμορφώσει τα Σοβιέτ σε ισχυρές οργανώσεις, που κατευθύνονταν από το Κόμμα μας. Οι κομμουνάροι, δεν είχαν τίποτε το παρόμοιο. Τέλος, εμείς είχαμε πίσω μας τον ηρωισμό της Κομμούνας του Παρισιού, που από την κατάρρευση της είχαμε βγάλει το συμπέρασμα πως οι επαναστάτες πρέπει να προβλέπουν τα γεγονότα και να προετοιμάζονται γι’ αυτά. Ας το ξαναπούμε, αυτά είναι τα λάθη μας.

Ο Κάουτσκι δεν χρειάζεται τον πλατύ παραλληλισμό ανάμεσα στην Κομμούνα και τη σοβιετική Ρωσία παρά για να συκοφαντήσει και να αμαυρώσει τη ζωντανή και νικηφόρα διχτατορία του προλεταριάτου, προς όφελος μιας απόπειρας διχτατορίας που ανήκει κιόλας σ’ ένα μακρινό παρελθόν.

Ο Κάουτσκι παραθέτει με ιδιαίτερη ικανοποίηση μια δήλωση της Κεντρικής Επιτροπής της εθνοφρουράς, με ημερομηνία 19 του Μάρτη, με θέμα τη δολοφονία των στρατηγών Λεκόντ και Κλεμάν Τομά από τους στρατιώτες:

«Το λέμε με αγανάχτηση. Είναι μια κηλίδα αίματος με την οποία θέλουν να βρομίσουν την υπόληψη μας. Είναι μια άθλια συκοφαντία. Ποτέ δε δόσαμε εντολή για δολοφονίες. Η εθνοφρουρά δεν έχει καμιά συμμετοχή στη διάπραξη αυτού του εγκλήματος».

Καταλαβαίνει κανείς πως η Κεντρική Επιτροπή δεν είχε κανένα λόγο να αναλάβει την ευθύνη μιας δολοφονίας με την οποία δεν είχε καμιά σχέση. Μα ο παθητικός και συναισθηματικός τόνος της δήλωσης χαραχτηρίζει καλά την πολιτική συστολή αυτών των ανθρώπων μπροστά στην αστική κοινή γνώμη. Πρέπει να εκπλαγούμε γι’ αυτό; Οι εκπρόσωποι της εθνοφρουράς είταν στο μεγαλύτερο μέρος τους άνθρωποι ενός πολύ μέτριου επαναστατικού παρελθόντος.

«Ούτε ένας που να είναι γνωστό το όνομα του» –γράφει ο Λισαγκαρέ. «Είταν μικροαστοί, μαγαζάτορες, γνωστοί σε πολύ μικρούς κύκλους, επιφυλαχτικοί, και στο μεγαλύτερο μέρος τους ξένοι προς την πολιτική», (σελ. 70). «Ένα αίσθημα περίσκεψης, σχεδόν φόβου, μπροστά στην τεράστια ιστορική ευθύνη, και η επιθυμία να απαλλαγούν όσο το δυνατό πιο γρήγορα από αυτήν» –γράφει ο Λαβρόφ πάνω σ’ αυτό το θέμα– «διαπνέει όλες τις διακηρύξεις αυτής της Κεντρικής Επιτροπής, που στα χέρια της είχε πέσει το Παρίσι», (σελ. 77).

Αφού παράθεσε αυτή τη δήλωση για την αιματοχυσία για να μας συγχύσει, ο Κάουτσκι, ακολουθεί τον Μαρξ και τον Έγκελς, κριτικάροντας την αναποφασιστικότητα της Κομμούνας:

«Αν οι παρισινοί» (δηλαδή οι κομμουνάροι) «είχαν εφορμήσει ακούραστα καταδιώκοντας τον Θιέρσο, ίσως να είχαν κατορθώσει να πάρουν την κυβέρνηση. Τα στρατεύματα που υποχωρούσαν από το Παρίσι δεν θα μπορούσαν να τους προβάλουν την παραμικρή αντίσταση… Αλλά αφήσανε τον Θιέρσο να υποχωρήσει χωρίς εμπόδια. Του επέτρεψαν να αποτραβηχτεί μαζί με το στρατό του, να τον αναδιοργανώσει στις Βερσαλίες, να του δόσει καινούργιο θάρρος και να τον ενισχύσει», (σελ. 49).

Ο Κάουτσκι δεν μπορεί να καταλάβει πως είναι οι ίδιοι άνθρωποι και πως για τους ίδιους λόγους που δημοσίεψαν τη δήλωση της 19 του Μάρτη που παράθεσε, επέτρεψαν στο Θιέρσο να υποχωρήσει χωρίς μάχη και να ανασυντάξει το στρατό του. Αν οι κομμουνάροι είχαν κατορθώσει να νικήσουν μονάχα με την άσκηση μιας ηθικής επίδρασης, η δήλωση τους θα είχε μια μεγάλη σπουδαιότητα. Μα τα πράγματα δεν είταν έτσι. Πραγματικά, ο ανθρωπιστικός αισθηματισμός τους δεν είταν παρά η άλλη όψη της επαναστατικής παθητικότητας τους. Άνθρωποι στους οποίους με τη θέληση της τύχης έχει πέσει η εξουσία του Παρισιού, και που δεν καταλαβαίνουν την αναγκαιότητα να την εκμεταλλευτούν αμέσως και ολοκληρωτικά για να ριχτούν πίσω από το Θιέρσο, για να τον συντρίψουν μια για πάντα πριν προλάβει να ξαναελέγξει την κατάσταση, για να πάρουν στο χέρι τα ηνία του στρατού, για να κάνουν το απαραίτητο ξεκαθάρισμα στο σώμα των αξιωματικών, για να καταλάβουν την επαρχία –τέτιοι άνθρωποι δεν μπορούσαν φυσικά να είναι διατεθειμένοι να τιμωρήσουν αυστηρά τα αντεπαναστατικά στοιχεία. Υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα σ’ αυτά τα πράγματα. Είταν αδύνατο να ριχτούν πίσω από το Θιέρσο χωρίς να συλλάβουν τους πράχτορές του στο Παρίσι, Χωρίς να εκτελέσουν τους συνωμότες και τους κατασκόπους. Όταν υπολογίζουν τη δολοφονία των αντεπαναστατών στρατηγών σαν ένα απεχθές «έγκλημα», θα είταν παιδαριώδες το να θέλουμε να καταδιώξουν τα στρατεύματα που διοικούσαν οι αντεπαναστάτες στρατηγοί.

Στην επανάσταση, η πιο υψηλή ενεργητικότητα ισοδυναμεί με τον πιο υψηλό ανθρωπισμό.

«Οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι» –γράφει, και πολύ σωστά, ο Λαβρόφ– «που προσδίδουν τόση αξία στην ανθρώπινη ζωή, στο ανθρώπινο αίμα, πρέπει να κινητοποιήσουν τα πάντα για να πετύχουν μια γοργή και αποφασιστική νίκη και, σε συνέχεια, πρέπει να ενεργήσουν όσο το δυνατό πιο γρήγορα και πιο ενεργητικά για να τσακίσουν τον εχθρό. Γιατί μονάχα με αυτόν τον τρόπο μπορεί κανείς να πετύχει το μίνιμουμ των αναπόφευχτων θυσιών και της αιματοχυσίας», (σελ. 225).

Η δήλωση της 19 του Μάρτη μπορεί, ωστόσο, να εκτιμηθεί πιο σωστά αν την αντικρίσει κανείς όχι σαν απόλυτο πιστεύω, αλλά σαν έκφραση μιας παροδικής διάθεσης την επομένη μιας απρόσμενης νίκης, που επιτεύχθηκε χωρίς να χυθεί ούτε μια σταγόνα αίμα. Εντελώς ξένος οσοναφορά την κατανόηση της δυναμικής της επανάστασης και των εσωτερικών περιορισμών των γοργά αναπτυσσόμενων διαθέσεων της, ο Κάουτσκι σκέπτεται με νεκρά σχήματα και παραμορφώνει την προοπτική των γεγονότων με αυθαίρετα διαλεγμένες αναλογίες. Δεν καταλαβαίνει πως η μεγαλόψυχη αυτή αναποφασιστικότητα είναι γενικά φυσική στις μάζες στην πρώτη περίοδο της επανάστασης. Οι εργάτες δεν περνούν στην επίθεση παρά κάτω από το κράτος μιας ατσάλινης αναγκαιότητας, όπως δεν καταφεύγουν στην Κόκκινη Τρομοκρατία παρά κάτω από την απειλή της καταστροφής από τους λευκοφρουρούς. Αυτό που ο Κάουτσκι περιγράφει σαν το αποτέλεσμα ενός ιδιαίτερα εξυψωμένου ήθους του παρισινού προλεταριάτου του 1871, στην πραγματικότητα δεν χαραχτηρίζει παρά το πρώτο στάδιο του εμφυλίου πολέμου. Παρόμοια γεγονότα παρατηρήθηκαν επίσης και στη χώρα μας.

Στην Πετρούπολη, καταχτήσαμε την εξουσία τον Οχτώβρη του 1917, σχεδόν χωρίς να χυθεί αίμα, κι ακόμα χωρίς συλλήψεις. Οι υπουργοί της κυβέρνησης Κερένσκι αφέθηκαν ελεύθεροι αμέσως μετά την επανάσταση. Κι όχι μόνο αυτό: αμέσως μόλις πέρασε η εξουσία στα Σοβιέτ, ο κοζάκος στρατηγός Κρασνόφ, σε συμφωνία με τον Κερένσκι επιτέθηκε ενάντια στην Πετρούπολη, και πιάστηκε αιχμάλωτος στην Κατσίνα, αφέθηκε την επομένη, ξανά ελεύθερος, αφού μας έδοσε το λόγο της τιμής του. «Μεγαλοψυχία» που βρίσκεται μέσα στο πνεύμα των πρώτων μέτρων της Κομμούνας, μα που δεν είταν μικρότερο λάθος. Ο στρατηγός Κρασνόφ, αφού μας πολέμησε σχεδόν ένα χρόνο στο Νότο, αφού έσφαξε πολλές χιλιάδες κομμουνιστές, επιτέθηκε τελευταία για μια ακόμα φορά ενάντια στην Πετρούπολη, αλλά αυτή τη φορά μέσα στις γραμμές των στρατευμάτων του Γιουντένιτς. Η προλεταριακή επανάσταση έγινε πιο βίαιη μόνο μετά την εξέγερση των γιούγκερς στην Πετρούπολη και προπαντός μετά την εξέγερση –που προετοιμάστηκε στα παρασκήνια από τους Καντέ, τους σοσιαλεπαναστάτες, τους μενσεβίκους– των Τσεχοσλοβάκων στην περιοχή του Βόλγα όπου σφάχτηκαν χιλιάδες κομμουνιστές, ύστερα από την απόπειρα εναντίον του Λένιν, τη δολοφονία του Ουρίτσκι, κλπ, κλπ.

Τις ίδιες αυτές τάσεις, μα μονάχα στην πρώτη φάση τους, τις παρατηρούμε και στην Ιστορία της Κομμούνας.

Σπρωγμένη από τη λογική της πάλης, μπήκε αρχικά στο δρόμο των απειλών. Η δημιουργία της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας είχε υπαγορευτεί για πολλούς από τους οπαδούς της από την ιδέα της Κόκκινης Τρομοκρατίας. Η Επιτροπή αυτή είχε για προορισμό να «κόψει το κεφάλι των προδοτών» («Επίσημη Εφημερίδα», Νο 123) και να «χτυπήσει την προδοσία» («Επίσημη Εφημερίδα», Νο 124). Ανάμεσα στα «απειλητικά» διατάγματα, πρέπει να σημειώσουμε την εντολή (της 3 του Απρίλη) για τη δέσμευση της περιουσίας του Θιέρσου και των υπουργών του, την κατεδάφιση του σπιτιού του, το γκρέμισμα της στήλης της Βαντόμ, και ιδιαίτερα το διάταγμα για τους ομήρους. Για κάθε αιχμάλωτο ή οπαδό της Κομμούνας που τουφέκιζαν οι Βερσαλιέζοι, έπρεπε να τουφεκίζουν τρεις ομήρους. Τα μέτρα που πάρθηκαν από την αστυνομική Διεύθυνση, που διευθυνόταν από τον Ραούλ Ριγκό, είχαν ένα χαραχτήρα καθαρά τρομοκρατικό, αν και δεν ανταποκρίνονταν πάντα στον επιδιωκόμενο σκοπό.

Στην πραγματικότητα, τα μέτρα αυτά είχαν παραλύσει από το άμορφο οπορτουνιστικό πνεύμα των ηγετικών στοιχείων της Κομμούνας, με την επιθυμία τους να συμφιλιώσουν με κούφιες φράσεις την μπουρζουαζία με το τετελεσμένο γεγονός, με τις ταλαντεύσεις τους ανάμεσα στο μύθο της δημοκρατίας και την πραγματικότητα της διχτατορίας. Η τελευταία αυτή σκέψη έχει θαυμάσια διατυπωθεί από τον Λαβρόφ στο βιβλίο του για την Κομμούνα.

«Το Παρίσι των πλούσιων αστών και των δυστυχισμένων προλεταρίων, το Παρίσι των κοινωνικών αντιθέσεων, σαν πολιτική κοινότητα, διαφορετικών τάξεων, απαιτούσε, στο όνομα των φιλελεύθερων αρχών, πλήρη ελευθερία λόγου, συγκέντρωσης, κριτικής της κυβέρνησης, κλπ. Το Παρίσι, που μόλις έκανε την επανάσταση μέσα στα πλαίσια των συμφερόντων του προλεταριάτου, και που είχε τάξει για σκοπό του να την πραγματοποιήσει και στους θεσμούς, απαιτούσε, σαν κοινότητα του χειραφετημένου εργατικού προλεταριάτου, επαναστατικά μέτρα, δηλαδή δικτατορικά, απέναντι στους εχθρούς του καινούριου καθεστώτος», (σελ. 143-144).

Αν η Κομμούνα του Παρισιού δεν είχε πέσει, αν είχε μπορέσει να κρατηθεί μέσα σε μια αδιάκοπη πάλη, δεν χωρεί καμιά αμφιβολία πως θα είταν υποχρεωμένη να καταφύγει σε ολοένα και πιο αυστηρά μέτρα για να συντρίψει την αντεπανάσταση. Είναι αλήθεια πως ο Κάουτσκι δεν θα είχε τότε τη δυνατότητα να αντιτάξει τους ανθρωπιστές κομμουνάρους στους απάνθρωπους μπολσεβίκους. Καί ο Θιέρσος από την άλλη δεν θα είχε μπορέσει να διαπράξει την τερατώδη αιματοχυσία του προλεταριάτου του Παρισιού. Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία δεν θα είτανε ο χαμένος.

 

Η Ανεύθυνη Κεντρική Επιτροπή

και η «Δημοκρατική» Κομμούνα

«Στις 19 του Μάρτη» (διηγείται ο Κάουτσκι), «στην Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς, ορισμένοι απαιτούσαν να βαδίσουν ενάντια στις Βερσαλίες, άλλοι να προκηρύξουν εκλογές, άλλοι πάλι να καταφύγουν πριν από όλα σε επαναστατικά μέτρα, σαν να υπήρχε περίπτωση, το καθένα από αυτά τα βήματα» (όπως μας διδάσκει ο τόσο εμβριθής συγγραφέας μας) «να μην είταν εξίσου αναγκαία ή το ένα από αυτά να απέκλειε το άλλο», (σελ. 72).

Στις γραμμές που ακολουθούν, ο Κάουτσκι θα μας προσφέρει, πάνω στο θέμα αυτών των διαφωνιών στους κόλπους της Κομμούνας, ξαναζεσταμένες κοινοτοπίες για τις αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις και την επανάσταση. Στην πραγματικότητα, το ζήτημα έμπαινε ως έξης: αν αποφάσιζαν να επιτεθούν ενάντια στις Βερσαλίες και μάλιστα χωρίς να χάσουν λεπτό, είταν αναγκαίο να αναδιοργανώσουν αμέσως την εθνοφρουρά, να βάλουν επικεφαλής της τα καλύτερα από τα μαχητικά στοιχεία του παρισινού προλεταριάτου, πράγμα που θα έφερνε ένα προσωρινό αδυνάτισμα του Παρισιού από επαναστατική άποψη. Μα το να οργανώσουν εκλογές στο Παρίσι, βγάζοντας παράλληλα έξω από τα τείχη του το άνθος της εργατικής τάξης, αυτό θα είταν χωρίς έννοια από την άποψη του επαναστατικού κόμματος. Βέβαια, η πορεία ενάντια στις Βερσαλίες και οι εκλογές στην Κομμούνα, θεωρητικά δεν έρχονταν καθόλου σε αντίθεση. Στην πράξη όμως αλληλοαποκλείονταν: για την επιτυχία των εκλογών έπρεπε να αναβληθεί η επίθεση ενάντια στις Βερσαλίες. Για την επιτυχία της επίθεσης, έπρεπε να αναβληθούν οι εκλογές. Τέλος, βγαίνοντας στην ύπαιθρο, το προλεταριάτο αδυνάτιζε προσωρινά το Παρίσι και, από τότε, γινόταν απαραίτητο να εξασφαλιστεί ενάντια σ’ όλες τις δυνατότητες αντεπαναστατικών αιφνιδιασμών στην πρωτεύουσα, γιατί ο Θιέρσος δεν θα σταματούσε μπροστά σε τίποτε για να ανάψει πίσω από τους κομμουνάρους τη φωτιά της αντίδρασης. Έπρεπε να εγκαθιδρύσει στην πρωτεύουσα ένα πιο στρατιωτικό, δηλαδή πιο αυστηρό, καθεστώς.

«Είταν υποχρεωμένοι» –γράφει ο Λαβρόφ– «να παλεύουν ενάντια σε ένα πλήθος εσωτερικών έχθρων, που κατάκλυζαν το Παρίσι, και που, χθες ακόμα, ξεσηκώνονταν γύρω από το Χρηματιστήριο και την πλατεία Βαντόμ, που είχαν τους αντιπροσώπους τους στη διοίκηση και στην εθνοφρουρά, που είχαν τον Τύπο τους, που έκαναν τις συνελεύσεις τους, που, σχεδόν φανερά, διατηρούσαν σχέσεις με τους Βερσαλιέζους, και που γίνονταν όλο και πιο αποφασιστικοί, όλο και πιο θρασείς σε κάθε απερισκεψία, σε κάθε αποτυχία της Κομμούνας», (σελ. 87).

Παράλληλα, είταν ακόμα αναγκαίο να πάρουν μια σειρά από επαναστατικά μέτρα, οικονομικού γενικά χαραχτήρα, για τον εφοδιασμό πάνω απ’ όλα του επαναστατικού στρατού. Όλα αυτά τα μέτρα, τα πιο απαραίτητα για την επαναστατική διχτατορία, με δυσκολία θα μπορούσαν να συμβιβαστούν με μια πλατιά εκλογική καμπάνια. Μα ο Κάουτσκι δεν έχει την παραμικρή ιδέα τί σημαίνει επανάσταση στην πράξη. Νομίζει ότι συμβιβάζω θεωρητικά σημαίνει υλοποιώ πραχτικά.

Η Κεντρική Επιτροπή είχε καθορίσει τις εκλογές για την Κομμούνα στις 22 του Μάρτη, αλλά επειδή της έλλειπε η αυτοπεποίθηση, επειδή φοβόταν την παρανομία της και προσπαθούσε να δράσει σύμφωνα με τους πιο «νόμιμους» θεσμούς, άνοιξε γελοίες και ατέλειωτες διαπραγματεύσεις, με την εντελώς ανίσχυρη και χωρίς κύρος Συνέλευση των δημάρχων και των βουλευτών του Παρισιού, δείχνοντας την προθυμία της να μοιραστεί μαζί της την εξουσία μόνο και μόνο για να πετύχει μια συμφωνία. Έτσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος.

Ο Μαρξ, που πάνω του προσπαθεί ο Κάουτσκι, σύμφωνα με μια παλιά του συνήθεια, να στηριχτεί, δεν έχει σε καμιά περίπτωση προτείνει, να προκηρυχτούν εκλογές για την Κομμούνα και ταυτόχρονα να ριχτούν οι εργάτες σε μια στρατιωτική εξόρμηση. Στο γράμμα του προς τον Κούγκελμαν, στις 12 του Απρίλη 1871, ο Μαρξ έγραφε πως η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς είχε πάρα πολύ νωρίς εγκαταλείψει τις εξουσίες της για να αφήσει ελεύθερο το έδαφος στην Κομμούνα. Ο Κάουτσκι, όπως λέει ο ίδιος, «δεν καταλαβαίνει» αυτή την άποψη του Μαρξ. Το πράγμα είναι πολύ απλό. Όπως και νά ’χει, ο Μαρξ καταλάβαινε πως το πρόβλημα είταν, όχι να τρέχουν πίσω από τη νομιμότητα, αλλά να δόσουν ένα θανάσιμο χτύπημα στον εχθρό.

«Αν η Κεντρική Επιτροπή αποτελούνταν από πραγματικούς επαναστάτες» –λέει και πολύ σωστά ο Λαβρόφ– «θα έπρεπε να ενεργήσει πολύ διαφορετικά. Θα είταν ασυγχώρητο από μέρους της να παραχωρήσει δέκα μέρες στους εχθρούς της πριν από την εκλογή και τη σύγκληση της Κομμούνας, για να μπορέσουν να αναλάβουν τη στιγμή που οι ηγέτες του προλεταριάτου αρνούνταν να εκτελέσουν το καθήκον τους και δεν έκαναν χρήση του δικαιώματος τους να ηγηθούν άμεσα στο προλεταριάτο. Η πλήρης ανωριμότητα των λαϊκών κομμάτων γεννούσε τώρα μια Επιτροπή που θεωρούσε τις δέκα αυτές μέρες απραγίας σαν υποχρεωτικές», (σελ. 78).

Οι επιθυμίες της Κεντρικής Επιτροπής, που ήθελε να παραδόσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα την εξουσία σε μια «νόμιμη» κυβέρνηση, υπαγορεύονταν λιγότερο από τις προλήψεις της τυπικής δημοκρατίας, που άλλωστε δεν έλλειπαν, και περισσότερο από το φόβο για τις ευθύνες. Με το πρόσχημα ότι δεν είταν παρά ένας προσωρινός θεσμός, η Κεντρική Επιτροπή, αρνήθηκε αν και ολόκληρος ο μηχανισμός της εξουσίας είταν συγκεντρωμένος στα χέρια της, να πάρει τα πιο αναγκαία και τα πιο επείγοντα μέτρα. Όμως, η Κομμούνα δεν ξαναπήρε ολόκληρη την πολιτική εξουσία από την Κεντρική Επιτροπή που συνέχισε, χωρίς να στενοχωριέται και πολύ, να χώνει τη μύτη της σ’ όλες τις υποθέσεις. Από αυτό βγαίνει μια δυαδικότητα της εξουσίας εξαιρετικά επικίνδυνη, ιδιαίτερα για τη στρατιωτική κατάσταση.

Στις 3 του Μάη, η Κεντρική Επιτροπή έστειλε στην Κομμούνα μια αντιπροσωπία που απαίτησε την παράδοση της διεύθυνσης του υπουργείου πολέμου. Γι’ άλλη μια φορά –όπως το λέει ο Λισαγκαρέ– ξανατέθηκε το ίδιο ζήτημα:

«Αν έπρεπε να διαλύσουν ή να συλλάβουν την Κεντρική Επιτροπή, ή αν έπρεπε να της παραχωρήσουν τη διεύθυνση του υπουργείου πολέμου».

Γενικά, εδώ δεν επρόκειτο για τις αρχές της δημοκρατίας, αλλά για την απουσία ενός καθαρού προγράμματος δράσης κι από τις δυο πλευρές, και για την κοινή επιθυμία, τόσο της ανεύθυνης επαναστατικής οργάνωσης, που προσωποποιείται από την Κεντρική Επιτροπή, όσο και της «δημοκρατικής» οργάνωσης της Κομμούνας, να φορτώσουν η μια πάνω στην άλλη τις ευθύνες, χωρίς να αρνούνται εντελώς την εξουσία.

Αυτές οι πολιτικές σχέσεις δεν είναι παράδειγμα για μίμηση.

«Μα η Κεντρική Επιτροπή»–έτσι παρηγοριέται ο Κάουτσκι– «δεν προσπάθησε ποτέ να χτυπήσει την αρχή που σύμφωνα με αυτήν η ανώτατη εξουσία πρέπει να ανήκει στους εκλεγμένους με καθολική ψηφοφορία. Σ’ αυτό το σημείο, η Κομμούνα του Παρισιού είταν το ακριβώς αντίθετο της Σοβιετικής Δημοκρατίας», (σελ. 55).

Δεν υπήρχε ενότητα στην κυβέρνηση ούτε και επαναστατική αποφασιστικότητα, αλλά μια δυαδικότητα της εξουσίας, και το αποτέλεσμα είταν μια ραγδαία και τρομαχτική καταστροφή. Όμως (και δεν είναι μήπως αυτό μια ικανοποιητική παρηγοριά;) δεν παραβιάστηκε καθόλου η «αρχή» της δημοκρατίας.

 

Η Δημοκρατική Κομμούνα

και η Επαναστατική Διχτατορία

Ο σύντροφος Λένιν έχει αποδείξει κιόλας στον Κάουτσκι ότι το να προσπαθείς να παρουσιάσεις την Κομμούνα σαν μια τυπική δημοκρατία, είναι θεωρητική αγυρτεία. Η Κομμούνα, τόσο από τις παραδόσεις όσο κι από τις προθέσεις εκείνων που την κατεύθυναν –οι μπλανκιστές– είταν η έκφραση της διχτατορίας της επαναστατικής πόλης πάνω σ’ ολόκληρη την ύπαιθρο. Αυτό έγινε στη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, το ίδιο θα γινόταν στην Επανάσταση του 1871 αν η Κομμούνα δεν είχε πέσει τόσο γρήγορα. Το γεγονός ότι μέσα στο ίδιο το Παρίσι η κυβέρνηση είχε εκλεγεί πάνω στη βάση της καθολικής ψηφοφορίας, δεν αποκλείει το άλλο, το πιο σημαντικό γεγονός: τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Κομμούνας, μιας πόλης, ενάντια στην αγροτική Γαλλία, δηλαδή ενάντια σ’ ολόκληρη τη χώρα. Για να ικανοποιήσουν το μεγάλο δημοκράτη Κάουτσκι, θα έπρεπε οι επαναστάτες της Κομμούνας να ρωτήσουν προκαταβολικά, διαμέσου μιας καθολικής ψηφοφορίας, ολόκληρο τον πληθυσμό της Γαλλίας για να ξέρουν αν έπρεπε η όχι να εξαπολύσουν τον πόλεμο ενάντια στις συμμορίες του Θιέρσου.

Τελικά, στο ίδιο το Παρίσι, οι εκλογές έγιναν μετά τη φυγή της μπουρζουαζίας –ή το λιγότερο, των πιο δραστήριων στοιχείων της– και μετά την εκκένωση του από τον ταχτικό στρατό. Η μπουρζουαζία που παράμεινε στο Παρίσι, παρόλη την αυθάδειά της, δεν φοβόταν λιγότερο τα επαναστατικά τάγματα, και κάτω από την επήρεια αυτού του φόβου –προάγγελος της αναπόφευχτης μελλοντικής Κόκκινης Τρομοκρατίας– έγιναν οι εκλογές. Το να παρηγορείσαι με το ότι η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς, που κάτω από τη διχτατορία της –δυστυχώς χαλαρή και φορμαλιστική διχτατορία– έγιναν οι εκλογές της Κομμούνας, δεν καταπάτησε την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας, είναι πραγματικά, σαν να σκουπίζεις με τη σκιά μιας σκούπας.

Ο Κάουτσκι εκμεταλλεύεται την άγνοια των αναγνωστών του, πολλαπλασιάζοντας τους στείρους παραλληλισμούς. Στην Πετρούπολη το Νοέμβρη του 1917, εκλέξαμε κι εμείς μια Κομμούνα (τη δημοτική Δούμα) πάνω στη βάση της ίδιας «δημοκρατικής» ψηφοφορίας χωρίς περιορισμούς για την μπουρζουαζία. Οι εκλογές αυτές, υστέρα από το μποϋκοτάζ των αστικών κομμάτων, μας έδοσαν μια συντριπτική πλειοψηφία. Η δημοκρατικά εκλεγμένη Δούμα υποτάχτηκε με τη θέληση της στο Σοβιέτ της Πετρούπολης, πράγμα που σημαίνει ότι έβαζε το γεγονός της διχτατορίας του προλεταριάτου πάνω από την «αρχή» της καθολικής ψηφοφορίας, και υστέρα από λίγο καιρό, διαλύθηκε με δική της πρωτοβουλία προς όφελος ενός από τα τμήματα του Σοβιέτ της Πετρούπολης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το Σοβιέτ της Πετρούπολης –ο αληθινός αυτός πατέρας του σοβιετικού καθεστώτος– έχει με το μέρος του τη θεία χάρη, ένα φωτοστέφανο τυπικά «δημοκρατικό» που δεν υστερεί σε τίποτε από αυτό της Κομμούνας του Παρισιού.

«Στις εκλογές της 26 του Μάρτη, εκλέχτηκαν 80 μέλη για την Κομμούνα. Ανάμεσα τους βρίσκονταν 15 μέλη του κυβερνητικού κόμματος (του Θιέρσου) και 6 αστοί ριζοσπάστες που, ενώ είταν αντίπαλοι της κυβέρνησης, καταδίκαζαν την εξέγερση των εργατών του Παρισιού. Η Σοβιετική Δημοκρατία» –μας μαθαίνει ο Κάουτσκι– «δεν θα είχε ποτέ ανεχθεί να γίνουν δεχτά τέτια αντεπαναστατικά στοιχεία, έστω και σαν υποψήφιοι, και για ένα λόγο παραπάνω σαν εκλεγμένοι. Η Κομμούνα, από σεβασμό προς τη δημοκρατία, δεν έβαλε ούτε το παραμικρό εμπόδιο στην εκλογή των αστών αντιπάλων της», (σελ. 74).

Έχουμε κιόλας δει πιο πάνω ότι ο Κάουτσκι λέει ότι του κατέβει στο μυαλό. Πρώτα πρώτα, στην αντίστοιχη φάση ανάπτυξης της Ρώσικης Επανάστασης, έγιναν δημοκρατικές εκλογές στην Κομμούνα της Πετρούπολης, εκλογές που στη διάρκεια τους η σοβιετική εξουσία δεν έβαλε κανένα εμπόδιο στο δρόμο των αστικών κομμάτων, κι αν οι Καντέ, οι σοσιαλεπαναστάτες και οι μενσεβίκοι, που είχαν τον τύπο τους και καλούσαν ανοιχτά τον πληθυσμό να ανατρέψει τη σοβιετική εξουσία, μποϋκοτάρισαν τις εκλογές, είναι μόνο και μόνο γιατί ελπίζανε κείνη την εποχή να ξεμπλέξουν γρήγορα μαζί μας με τη δύναμη των όπλων. Δεύτερο, δεν υπήρξε στην Κομμούνα του Παρισιού μια δημοκρατία που να εκφράζει όλες τις τάξεις. Για τους αστούς βουλευτές –συντηρητικούς, φιλελεύθερους, γκαμβετιστές– δεν υπήρχε θέση.

«Όλες σχεδόν αυτές οι προσωπικότητες» –γράφει ο Λαβρόφ– «είτε αμέσως, είτε πολύ σύντομα, έφυγαν από τα Συμβούλια της Κομμούνας. Μπορεί, βέβαια, να είταν οι αντιπρόσωποι του Παρισιού –της ελεύθερης πόλης κάτω από την εξουσία της μπουρζουαζίας– αλλά είταν τελείως εκτός τόπου στο συμβούλιο της Κομμούνας, που παρόλα αυτά, θέλοντας και μη, με συνέπεια ή με ασυνέπεια, ολότελα ή μερικά, αντιπροσώπευε την επανάσταση του προλεταριάτου και μια προσπάθεια, αν και αδύνατη, να δημιουργήσει τις μορφές μιας κοινωνίας που θα είταν εναρμονισμένη με αυτήν την επανάσταση», (σελ. 111-112).

Αν η μπουρζουαζία της Πετρούπολης δεν είχε μποϋκοτάρει τις δημοτικές εκλογές, οι αντιπρόσωποι της θα είχαν μπει στη Δούμα της Πετρούπολης. Και θα έμεναν εκεί μέχρι την πρώτη εξέγερση των σοσιαλεπαναστατών και των Καντέ, υστέρα από την οποία –με την άδεια ή χωρίς την άδεια του Κάουτσκι– θα είχαν πιθανόν συλληφθεί αν δεν είχαν έγκαιρα εγκαταλείψει τη Δούμα, όπως άλλωστε είχαν κάνει, σε μια ορισμένη στιγμή, οι αντιπρόσωποι των αστών στην Κομμούνα του Παρισιού. Η πορεία των γεγονότων θα είταν η ίδια, μόνο που στην επιφάνεια ορισμένα γεγονότα θα εκτυλίσσονταν αλλιώτικα.

Υποστηρίζοντας τη δημοκρατία της Κομμούνας και ταυτόχρονα κατηγορώντας την πως της έλλειπε η αποφασιστικότητα απέναντι στις Βερσαλίες, ο Κάουτσκι δεν καταλαβαίνει πως οι εκλογές της Κομμούνας, που έγιναν με την αμφίβολη βοήθεια των «νόμιμων» δημάρχων και βουλευτών, αντανακλούσαν την ελπίδα για τη σύναψη μιας συμφωνίας ειρήνης με τις Βερσαλίες. Κι όμως, σ’ αυτό βρίσκεται όλη η ουσία του ζητήματος. Οι ηγέτες θέλουν μια συμφωνία και όχι την πάλη. Οι μάζες δεν είχαν ακόμα απαλλαγεί από τις αυταπάτες τους. Δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα να ξεσκεπαστεί το ψεύτικο επαναστατικό κύρος ορισμένων. Όλα αυτά μαζί αποκαλούνταν «δημοκρατία».

«Οφείλουμε» –συνιστούσε επίμονα ο Βερμορέλ– «να κυριαρχήσουμε πάνω στους εχθρούς μας με την ηθική δύναμη μας… Δεν πρέπει να θίξουμε την ελευθερία και τη ζωή του ατόμου…».

Ο Βερμορέλ, που επιθυμούσε να αποτρέψει τον αδερφοκτόνο πόλεμο, καλούσε τη φιλελεύθερη μπουρζουαζία, που άλλοτε τη στιγμάτιζε τόσο ανελέητα, να εγκαθιδρύσει μια «νόμιμη κυβέρνηση, που να την αναγνωρίζει και να τη σέβεται όλος ο πληθυσμός του Παρισιού». «Η Επίσημη Εφημερίδα», που εκδιδόταν κάτω από τη διεύθυνση του διεθνιστή Λογκέ, έγραφε:

«Η τραγική παρεξήγηση που, στις μέρες του Ιούνη (1848), εξόπλισε τις δυο τάξεις, τη μια ενάντια στην άλλη, δεν μπορεί τώρα πια να ξαναγίνει… Ο ανταγωνισμός των τάξεων έπαψε να υπάρχει…», (30 του Μάρτη).

Και πιο κάτω:

«Τώρα όλες οι συγκρούσεις θα σβήσουν, γιατί όλοι εμπνέονται από ένα αίσθημα αλληλεγγύης, γιατί ποτέ δεν υπήρξε τόσο λίγο κοινωνικό μίσος και κοινωνικός ανταγωνισμός όσο τώρα», (3 του Απρίλη).

Δεν είταν χωρίς λόγο που στη συνεδρίαση της Κομμούνας της 25 του Απρίλη ο Ζουρντέν έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό του για το γεγονός ότι «η Κομμούνα δεν είχε ποτέ μέχρι τώρα παραβιάσει την αρχή της ιδιοκτησίας». Έτσι, έλπιζε να κερδίσει τη συγκατάθεση των αστικών στρωμάτων και να προχωρήσει σε ένα συμβιβασμό.

«Οι θεωρίες αυτές» –λέει, κι έχει πέρα για πέρα δίκιο, ο Λαβρόφ– «δεν αφόπλισαν καθόλου τους εχθρούς του προλεταριάτου που καταλάβαιναν πολύ καλά πως τους απειλούσαν οι επιτυχίες του. Αντίθετα, σαν να είταν προσχεδιασμένες, αφαίρεσαν από το προλεταριάτο όλη τη μαχητική του ενεργητικότητα και το τύφλωσαν, μπροστά σε άκαμπτους εχθρούς», (σελ. 137).

Μα οι καθησυχαστικές αυτές θεωρίες είταν αδιάσπαστα δεμένες με το μύθο της δημοκρατίας: Η μορφή της ψευτονομιμότητας τους έκανε να πιστέψουν πως το ζήτημα μπορούσε να λυθεί χωρίς πάλη.

«Οσοναφορά τις λαϊκές μάζες –έγραφε ένα μέλος της Κομμούνας, ο Άρθουρ Αρνούλ– αυτές πίστευαν, κι όχι χωρίς λόγο, στην ύπαρξη μιας σιωπηρής συμμαχίας με την κυβέρνηση».

Ανήμποροι να τραβήξουν την μπουρζουαζία, οι συμφιλιωτές, παραπλανούσαν, όπως πάντα, το προλεταριάτο.

Το ότι μέσα στις συνθήκες του αναπόφευχτο εμφυλίου πολέμου, που άρχιζε κιόλας, ο δημοκρατικός κοινοβουλευτισμός δεν έκφραζε πια παρά τη συμφιλιωτική αδυναμία των ηγετικών ομάδων, αυτό το μαρτυράει με τον πιο χτυπητό τρόπο η ανόητη διαδικασία των συμπληρωματικών εκλογών της Κομμούνας (6 του Απρίλη). Εκείνη τη στιγμή «το μόνο που δεν τίθονταν είταν το ζήτημα των εκλογών», γράφει ο Άρθουρ Αρνούλ. Η κατάσταση είχε γίνει τόσο τραγική, ώστε κανείς πια δεν είχε ούτε το χρόνο, ούτε την αναγκαία ψυχραιμία για να γίνουν σωστά οι εκλογές…

«Όλοι οι πιστοί στην Κομμούνα είταν πάνω στα οχυρώματα, στα φρούρια, στα προκεχωρημένα φυλάκια… Ο λαός δεν θεωρούσε καθόλου σπουδαίες τις συμπληρωματικές αυτές εκλογές. Στην πραγματικότητα, οι εκλογές δεν είταν παρά κοινοβουλευτισμός. Δεν είταν ώρα για να μετράς εκλογείς αλλά να έχεις στρατιώτες. Το ζήτημα δεν είταν να ξέρουμε αν είχε αυξηθεί ή μειωθεί η επιρροή μας στο Παρίσι, αλλά να το υπερασπίσουμε ενάντια στις Βερσαλίες».

Τα λόγια αυτά θα μπορούσαν να δόσουν στον Κάουτσκι να καταλάβει γιατί στην πράξη δεν είναι τόσο εύκολο να συνδυαστεί ο ταξικός πόλεμος με μια υπερταξική δημοκρατία.

«Η Κομμούνα δεν είναι μια Συνταχτική Συνέλευση» –έγραφε στο βιβλίο του ο Μιγιέρ, ένα από τα καλύτερα μυαλά της Κομμούνας– «είναι ένα συμβούλιο πολέμου. Δεν πρέπει να έχει παρά ένα μονάχα στόχο: τη νίκη. Ένα μονάχα όπλο: τη βία. Ένα μονάχα νόμο: την κοινωνική σωτηρία». «Δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν» –φωνάζει ο Λισαγκαρέ κατηγορώντας τους ηγέτες– «πως η Κομμούνα είταν οδόφραγμα κι όχι διοικητική υπηρεσία».

Στο τέλος μονάχα άρχισαν να το καταλαβαίνουν, όταν είταν πια πάρα πολύ αργά. Ο Κάουτσκι δεν το έχει ακόμα καταλάβει. Και τίποτε δεν μας δείχνει πως κάποια μέρα θα το καταλάβει. Η Κομμούνα υπήρξε η ζωντανή άρνηση της τυπικής δημοκρατίας, γιατί, στην ανάπτυξη της, σήμαινε τη διχτατορία του εργατικού Παρισιού πάνω στο αγροτικό έθνος. Το γεγονός αυτό επισκιάζει όλα τά άλλα. Όποιες κι αν είταν οι προσπάθειες των δογματικών πολιτικών μέσα στους κόλπους της ίδιας της Κομμούνας να αγκιστρωθούν από τις εμφανίσεις της δημοκρατικής νομιμότητας, κάθε ενέργεια της Κομμούνας, ενώ δεν είταν αρκετή για τη νίκη, είταν αρκετή να αποκαλύψει την παράνομη φύση της. Η Κομμούνα, δηλαδή το Δημοτικό Συμβούλιο του Παρισιού, κατάργησε τη στρατιωτική θητεία. Τιτλοφόρησε το επίσημο όργανο της: Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας. Αν και προσεχτικά, έβαλε χέρι στην Τράπεζα της Γαλλίας. Διακήρυξε το χωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος και κατάργησε τους εκκλησιαστικούς προϋπολογισμούς. Ήρθε σε επαφή με τις ξένες πρεσβείες, κλπ, κλπ. Όλα αυτά τα έκανε στο όνομα της επαναστατικής διχτατορίας. Μα ο Κλεμανσό που, τότε, είταν ακόμα ένας νεαρός δημοκράτης αναγνώριζε αυτή την αρετή.

Στη Συνέλευση με την Κεντρική Επιτροπή, ο Κλεμανσό δήλωσε:

«Η εξέγερση είχε ένα παράνομο ξεκίνημα… Η Επιτροπή θα γίνει πολύ σύντομα γελοία και τα διατάγματα της αξιοκαταφρόνητα. Και επιπλέον, το Παρίσι δεν έχει το δικαίωμα να εξεγείρεται ενάντια στη Γαλλία και οφείλει να αποδεχτεί άνευ όρων την εξουσία της Συνέλευσης».

Το πρόβλημα της Κομμούνας είταν να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση. Και ο Κάουτσκι, ψάχνει τώρα να βρει ελαφρυντικά στοιχεία για τα εγκληματικά αυτά σχέδια.

Φέρνει σαν επιχείρημα το γεγονός ότι οι κομμουνάροι είχαν αντίπαλους τους μοναρχικούς στην Εθνοσυνέλευση ενώ στη Συντακτική Συνέλευση εμείς είχαμε ενάντια μας… τους σοσιαλιστές, δηλαδή τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μενσεβίκους. Ολική διανοητική έκλειψη! Ο Κάουτσκι μιλάει για τους μενσεβίκους και τους σοσιαλεπαναστάτες, αλλά λησμονάει τον μοναδικά σοβαρά εχθρό: τους Καντέ. Αυτοί ακριβώς αποτελούσαν το «βερσαλιέζικο» κόμμα της Ρωσίας, δηλαδή το μέτωπο των ιδιοχτητών στο όνομα της ιδιοχτησίας και ο καθηγητής Μιλιουκόφ έκανε ότι μπορούσε για να μιμηθεί τον μικρόσωμα μεγάλο άνδρα. Από πολύ νωρίς –πολύ πριν από την επανάσταση του Οχτώβρη– ο Μιλιουκόφ άρχισε να ψάχνει για τον Γκαλιφέ του, στους στρατηγούς Κορνίλοφ, Αλεξέγιεφ, Καλεντίν, Κρασνόφ. Και όταν ο Κολτσάκ είχε παραμερίσει τα πολιτικά κόμματα και διαλύσει τη Συνταχτική Συνέλευση, το κόμμα των Καντέ, το μόνο σοβαρό αστικό κόμμα, με προσανατολισμό βασικά μοναρχικό, όχι μονάχα δεν του αρνήθηκε την υποστήριξη, αλλά αντίθετα τον περιέβαλε με μεγαλύτερη συμπάθεια από πριν.

Οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες δεν έπαιξαν στη χώρα μας κανένα αυτόνομο ρόλο, όπως άλλωστε συνέβη και με το κόμμα του Κάουτσκι στα επαναστατικά γεγονότα της Γερμανίας. Αυτοί βάσιζαν ολόκληρη την πολιτική τους πάνω στη συμμαχία με τους Καντέ, εξασφαλίζοντας τους έτσι μια θέση υπεροχής που δεν ανταποκρινόταν καθόλου στο συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων. Τα κόμματα των σοσιαλεπαναστατών και των μενσεβίκων δεν είταν παρά ένας μηχανισμός μεταβίβασης προορισμένος να κερδίσει στις συγκεντρώσεις και στις εκλογές την πολιτική εμπιστοσύνη των ξεσηκωμένων επαναστατικών μαζών, προς όφελος του ιμπεριαλιστικού αντεπαναστατικού κόμματος των Καντέ –ανεξάρτητα άλλωστε από το αποτέλεσμα των εκλογών. Η εξάρτηση της πλειοψηφίας, μενσεβίκων και σοσιαλεπαναστατών, από τη μειοψηφία των Καντέ δεν είταν παρά μια σχεδόν ανοιχτή προσβολή στην ιδέα της «δημοκρατίας». Μα αυτό δεν είναι όλο. Σ’ όλα τα μέρη της χώρας όπου το καθεστώς της «δημοκρατίας» επιζούσε για πολύ καιρό, τέλειωνε αναπόφευχτα με ένα ανοιχτό πραξικόπημα της αντεπανάστασης. Έτσι έγινε στην Ουκρανία όπου η δημοκρατική Ράντα, που είχε πουλήσει τη σοβιετική κυβέρνηση στο γερμανικό ιμπεριαλισμό, βλέπει τον ίδιο τον εαυτό της παραμερισμένο από τη μοναρχία του Σκοροπάντσκι. Έτσι έγινε στο Κουμπάν, όπου η δημοκρατική Ράντα εξαφανίστηκε κάτω από το τακούνι του Ντενίκιν. Έτσι έγινε –κι αυτό είναι το πιο σημαντικό πείραμα της «δημοκρατίας» μας– στη Σιβηρία, όπου η Συνταχτική Συνέλευση που τυπικά κυριαρχούνταν από τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μενσεβίκους –με την απουσία των μπολσεβίκων– που στην πραγματικότητα διευθυνόταν από τους Καντέ, οδήγησε στη διχτατορία του τσαρικού ναυάρχου Κολτσάκ. Έτσι έγινε στο Βορρά, όπου η κυβέρνηση της Συνταχτικής Συνέλευσης του σοσιαλεπαναστάτη Τσαϊκόφσκι δεν είταν παρά ο κομπάρσος των αντεπαναστατών ρώσων και άγγλων στρατηγών. Σε όλα τα μικρά συνοριακά κράτη, τα πράγματα έγιναν ή γίνονται έτσι: στη Φιλανδία, την Εσθονία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, την Πολωνία, τη Γεωργία, την Αρμενία, όπου παγιώθηκε κάτω από τη σημαία της τυπικής «δημοκρατίας», η κυριαρχία των γαιοχτημόνων, των καπιταλιστών και των ξένων μιλιταριστών.

 

Ο Εργάτης του Παρισιού του 1871

και ο Προλετάριος του 1917

Ένας από τους πιο χοντροκομμένους παραλληλισμούς –που δεν δικαιολογείται με τίποτε και πολιτικά είναι ένα αίσχος– που κάνει ο Κάουτσκι ανάμεσα στην Κομμούνα και τη Σοβιετική Ρωσία, είναι ο παραλληλισμός που αφορά το χαραχτήρα του παρισινού εργάτη του 1871 και του ρώσου προλετάριου του 1917-1919. Ο Κάουτσκι μας περιγράφει τον πρώτο σαν έναν ενθουσιώδη επαναστάτη, ικανό για υψηλή αυταπάρνηση, ενώ μας παρουσιάζει το δεύτερο σαν ένα εγωιστή και δειλό, έναν ανεύθυνο αναρχικό.

Ο παρισινός εργάτης έχει πίσω του ένα παρελθόν εντελώς καθορισμένο ώστε δεν έχει ανάγκη από επαναστατικές συστάσεις ούτε χρειάζεται τα εγκώμια του Κάουτσκι για να υπερασπίσει τον εαυτό του. Ωστόσο, το προλεταριάτο της Πετρούπολης δεν έχει και δεν μπορεί να έχει λόγους να αρνηθεί τη σύγκριση με τον ηρωικό πρωτότοκο αδερφό του. Τα τρία χρόνια αδιάκοπης πάλης των εργατών της Πετρούπολης –αρχικά για την κατάχτηση της εξουσίας, σε συνέχεια για τη διατήρηση της και την παγίωση της– μέσα σε τέτια βάσανα που ποτέ δεν τα έχει ζήσει κανείς, παρά την πείνα, το κρύο, τους συνεχείς κινδύνους, αποτελούν μια εξαιρετική ιστορία συλλογικού ηρωισμού και αυταπάρνησης των μαζών. Ο Κάουτσκι, όπως θα το δείξουμε αλλού, παίρνει τα πιο καθυστερημένα στοιχεία του ρώσικου προλεταριάτου για να τα συγκρίνει με το άνθος των κομμουνάρων. Πάνω σ’ αυτό το σημείο δεν ξεχωρίζει σε τίποτε από τους αστούς συκοφάντες για τους οποίους οι σκοτωμένοι της Κομμούνας είναι άπειρα πιο συμπαθείς από τους ζωντανούς. Το προλεταριάτο της Πετρούπολης πήρε την εξουσία σαρανταπέντε χρόνια ύστερα από το παρισινό προλεταριάτο. Αυτό το μικρό χρονικό διάστημα μας προίκισε με μια τεράστια ανωτερότητα. Ο μικροαστικός και βιοτεχνικός χαραχτήρας του παλιού κι ως ένα μέρος του νέου Παρισιού είναι τελείως ξένος προς την Πετρούπολη –κέντρο της πιο συγκεντρωμένης βιομηχανίας του κόσμου. Ο τελευταίος αυτός παράγοντας μας έχει σημαντικά διευκολύνει τόσο στο έργο της αγκιτάτσιας και της οργάνωσης όσο και στην εγκαθίδρυση του σοβιετικού συστήματος. Το προλεταριάτο μας απέχει πολύ από το να διαθέτει τις πλούσιες επαναστατικές παραδόσεις του γαλλικού προλεταριάτου. Μα σε αντιστάθμισμα, στην αρχή της τωρινής επαναστάσης, η μεγάλη εμπειρία των αποτυχιών του 1905 είταν ακόμα ζωντανή στη μνήμη της μεγαλύτερης γενιάς, που δεν ξεχνούσε το καθήκον εκδίκησης που της είχε κληροδοτήσει. Οι ρώσοι εργάτες δεν πέρασαν, όπως οι γάλλοι εργάτες, από το μακρόχρονο σχολειό της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού, σχολειό που, σ’ ορισμένες εποχές, είταν ένας σημαντικός παράγοντας στην πολιτική εκπαίδευση του προλεταριάτου. Από την άλλη μεριά όμως, η πίκρα από τη διάψευση των ελπίδων και το δηλητήριο του σκεπτικισμού, που δένουν –ελπίζουμε για μικρό χρονικό διάστημα– την επαναστατική θέληση του γαλλικού προλεταριάτου, δεν είχαν τον καιρό να κατασταλάξουν στην ψυχή της ρώσικης εργατικής τάξης.

Η Κομμούνα του Παρισιού έχει υποστεί μια στρατιωτική ήττα πριν ακόμα ορθωθούν μπροστά της, σ’ όλο τους το μέγεθος, τα οικονομικά προβλήματα. Παρά τις θαυμάσιες πολεμικές αρετές των παρισινών εργατών, η στρατιωτική κατάσταση της Κομμούνας έγινε πολύ γρήγορα απελπιστική: η αναποφασιστικότητα και το συμφιλιωτικό πνεύμα των ανώτερων κύκλων γέννησαν την αποσύνθεση των κατώτερων στρωμάτων.

Σύμφωνα με το μισθολόγιο της εθνοφρουράς μισθοδοτούνταν 162.000 απλοί στρατιώτες και 6.500 αξιωματικοί, μα ο αριθμός εκείνων που πήγαιναν, πραγματικά, στη μάχη, προπαντός υστέρα από την έξοδο της 3 του Απρίλη, κυμαινόταν από είκοσι μέχρι τριάντα χιλιάδες.

Τα γεγονότα αυτά δεν εκθέτουν καθόλου τους παρισινούς εργάτες και δεν δίνουν σε κανέναν το δικαίωμα να τους χαραχτηρίσει λιποτάχτες και δειλούς –αν και οι περιπτώσεις λιποταξίας δεν έλειψαν βέβαια. Η μαχητική ικανότητα ενός στρατού απαιτεί προπαντός την ύπαρξη ενός ακριβούς και συγκεντροποιημένου μηχανισμού. Η Κομμούνα δεν διάθετε κάτι τέτιο.

Το υπουργείο Πολέμου της Κομμούνας συνεδρίαζε, σύμφωνα με τα λόγια ενός συγγραφέα, σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο όπου στριμώχνονταν όλος ο κόσμος. Το υπουργικό γραφείο είταν γεμάτο από αξιωματικούς, από εθνοφρουρούς που απαιτούσαν είτε πολεμοφόδια είτε τροφοδοσία, ή που διαμαρτύρονταν γιατί δεν τους αντικαταστούσαν. Τους ξανάστελναν στη Διοίκηση των οχυρωμάτων…

«Ορισμένα τάγματα παράμεναν στα χαρακώματα από 20 μέχρι 30 μέρες, τη στιγμή που τα άλλα βρίσκονταν διαρκώς σε εφεδρεία… Η ακαταστασία αυτή σκότωσε πολύ γρήγορα κάθε πειθαρχία. Οι πιο θαρραλέοι δεν ήθελαν πια να εξαρτιώνται από κανέναν. Οι άλλοι το έσκαζαν. Οι αξιωματικοί ενεργούσαν με τον ίδιο τρόπο: ορισμένοι εγκατέλειπαν τη θέση τους για να πάνε να βοηθήσουν το διπλανό τους που βρισκόταν κάτω από τα πυρά του εχθρού. Άλλοι έφευγαν για την πόλη…», (Η Κομμούνα του Παρισιού του 1871, Π. Λαβρόφ, 1919, σελ. 100).

Ένα τέτιο καθεστώς δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητο. Η Κομμούνα πνίγηκε στο αίμα. Μα, σ’ αυτό το θέμα, βρίσκει κανείς μια παρηγοριά, μοναδική στο είδος της, μέσα στα γραφτά του Κάουτσκι:

«Η διεύθυνση του πολέμου» –λέει, κουνώντας σοφά το κεφάλι του– «δεν είναι γενικά η ισχυρή πλευρά του προλεταριάτου», (σελ. 76).

Ο αφορισμός αυτός, ο αντάξιος του Παγκλός, βρίσκεται στο ύψος ενός άλλου αποφθέγματος του Κάουτσκι, που μας λέει πως η Διεθνής δεν είναι ένα κατάλληλο όπλο για την εποχή του πολέμου, αφού από τη φύση της είναι «ένα όργανο ειρήνης».

Στο βάθος, ολόκληρος ο σημερινός Κάουτσκι συνοψίζεται στους δυο αυτούς αφορισμούς. Καί η αξία του είναι μόλις ανώτερη από το απόλυτο μηδέν.

«Η διεύθυνση του πολέμου» –τ’ ακούτε;– «δεν είναι γενικά η ισχυρή πλευρά του προλεταριάτου. Κι ακόμα περισσότερο αφού η Διεθνής δεν δημιουργήθηκε για μια περίοδο πολέμου».

Το καράβι του Κάουτσκι ναυπηγήθηκε για να ταξιδεύει πάνω στα ήσυχα νερά των βάλτων, κι όχι για να διασχίζει το πέλαγος και να αντιμετωπίζει καταιγίδες. Αν αρχίζει να κατακλύζεται από τα νερά κι αν καταποντίζεται τώρα στα βάθη, το άδικο βρίσκεται φυσικά με το μέρος της θύελλας, των στοιχείων, των πελώριων κυμάτων και σε μια ολόκληρη σειρά άλλων, απρόβλεφτων, περιστάσεων για τις όποιες ο Κάουτσκι δεν προόριζε το θαυμάσιο εργαλείο του.

Το διεθνές προλεταριάτο έχει καθορίσει σαν καθήκον του να καταχτήσει την εξουσία. Το αν ο εμφύλιος πόλεμος «γενικά» είναι ή όχι ένα απαραίτητο γνώρισμα της επανάστασης «γενικά», εκείνο που μένει αναμφισβήτητο είναι ότι το προχώρημα του προλεταριάτου, στη Ρωσία, στη Γερμανία, και σ’ ορισμένα μέρη της παλιάς Αυστροουγγαρίας, έχει πάρει τη μορφή ενός εμφυλίου πολέμου μέχρις εσχάτων, κι αυτό, όχι μονάχα στα εσωτερικά μέτωπα, αλλά και στα μέτωπα του εξωτερικού. Αν η διεύθυνση του πολέμου δεν είναι η ισχυρή πλευρά του προλεταριάτου, κι αν η Διεθνής των εργατών δεν κάνει παρά για τις ειρηνικές εποχές, πρέπει να διαγράψουμε με μια μονοκοντυλιά την επανάσταση και το σοσιαλισμό, γιατί η διεύθυνση του πολέμου είναι μια από τις αρκετά ισχυρές πλευρές του καπιταλιστικού κράτους, που, χωρίς πόλεμο, δεν θα επιτρέψει βέβαια στον εργάτη να φτάσει στην εξουσία. Δεν μένει πια παρά να θεωρήσουμε αυτό που αποκαλεί κανείς «σοσιαλιστική» δημοκρατία σαν παράσιτο της καπιταλιστικής κοινωνίας και του αστικού κοινοβουλευτισμού, δηλαδή να επικυρώσουμε ανοιχτά αυτά που κάνουν στην πράξη οι Έμπερτ, οι Σάιντεμαν, οι Ρενοντέλ, κι αυτό που ενάντια του, φαίνεται να ορθώνεται ακόμα ο Κάουτσκι στα λόγια.

Η διεύθυνση του πολέμου δεν είταν η ισχυρή πλευρά της Κομμούνας. Αυτός είναι ο λόγος που οδήγησε στη συντριβή της. Και πόσο ανελέητα συντρίφτηκε!

«Πρέπει να ανατρέψουμε» –έγραφε στην εποχή του ο φιλελεύθερος, ή καλύτερα ο μετριοπαθής φιλελεύθερος ιστορικός Φιο– «στις προγραφές του Σίλα, του Αντώνιου και του Οκτάβιου για να βρούμε παρόμοιες σφαγές στην ιστορία των πολιτισμένων εθνών. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι των τελευταίων Βαλουά, η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου, η βασιλεία της Τρομοκρατίας δεν είναι σε σύγκριση μ’ αυτήν παρά παιδικά παιχνίδια. Μονάχα την τελευταία βδομάδα του Μάη θάφτηκαν στο Παρίσι 17.000 πτώματα των εξεγερμένων ομόσπονδων… Στις 15 του Ιούνη σκότωναν ακόμα».

«…Η διεύθυνση του πολέμου δεν είναι γενικά η ισχυρή πλευρά του προλεταριάτου…».

Μα αυτό είναι ψέμα! Οι ρώσοι εργάτες έχουν δείξει πως είναι ικανοί να γίνουν μαιτρ ακόμα και της «πολεμικής μηχανής». Κι εδώ βλέπουμε να πραγματοποιείται μια τεράστια πρόοδος σε σχέση με την Κομμούνα. Αυτό δεν είναι απάρνηση της Κομμούνας –γιατί η παράδοση της Κομμούνας δεν βρίσκεται στην αδυναμία της– αλλά στη συνέχιση του έργου της. Η Κομμούνα είταν αδύνατη. Για να ολοκληρώσουμε το έργο της, έχουμε γίνει ισχυροί. Σύντριψαν την Κομμούνα. Εμείς δίνουμε απανωτά χτυπήματα στους δήμιους της. Παίρνουμε εκδίκηση για την Κομμούνα και πληρώνουμε με το ίδιο νόμισμα.

Από τις 167.000 εθνοφρουρούς που μισθοδοτούνταν, 20 η 30 χιλιάδες πήγαιναν στη μάχη. Οι αριθμοί αυτοί είναι σημαντικό υλικό για τα συμπεράσματα που μπορεί να βγάλει κανείς σχετικά με το ρόλο της τυπικής δημοκρατίας σε μια επαναστατική περίοδο. Η τύχη της Κομμούνας του Παρισιού δεν κρίθηκε στις εκλογές, μα στις μάχες ενάντια στο στρατό του Θιέρσου.

Οι 167.000 εθνοφρουροί αντιπροσώπευαν τη μεγάλη μάζα των εκλογέων. Στην πραγματικότητα, όμως, οι 20 ή 30 χιλιάδες άνθρωποι, η πιο αφοσιωμένη και η πιο μαχητική μειοψηφία, καθόρισαν μέσα στη μάχη τα πεπρωμένα της Κομμούνας. Η μειοψηφία αυτή δεν είταν απομονωμένη, δεν έκανε τίποτε άλλο από το να εκφράζει με περισσότερο θάρρος και αυταπάρνηση τη θέληση της πλειοψηφίας

Μα παρόλα αυτά δεν είταν παρά μια μειοψηφία. Οι άλλοι, που κρύβονταν τις κρίσιμες στιγμές, δεν είταν εχθροί της Κομμούνας. Αντίθετα, την υποστήριζαν ενεργά ή παθητικά, αλλά είταν λιγότερο πολιτικά συνειδητοί και λιγότερο αποφασισμένοι. Στην αρένα της πολιτικής δημοκρατίας, το κατώτερο επίπεδο της πολιτικής τους συνείδησης έκανε δυνατή την απάτη των τυχοδιωχτών, των αγυρτών, των μικροαστών απατεώνων και των έντιμων κουφιοκεφαλάκηδων που στην πραγματικότητα εξαπατούσαν τον ίδιο τον εαυτό τους. Τη στιγμή όμως του ανοιχτού ταξικού πολέμου ακολούθησαν, περισσότερο ή λιγότερο, την αφοσιωμένη μειοψηφία. Η κατάσταση αυτή βρήκε την έκφραση της στην οργάνωση της εθνοφρουράς. Αν η ύπαρξη της Κομμούνας παρατεινόταν, οι αμοιβαίες αυτές σχέσεις ανάμεσα στην πρωτοπορία και τη μάζα του προλεταριάτου θα ενισχύονταν ολοένα και πιο πολύ. Η οργάνωση που θα είχε συγκροτηθεί και στερεωθεί στο προτσές της ανοιχτής πάλης, σαν οργάνωση των εργαζομένων μαζών, θα είχε γίνει η οργάνωση της διχτατορίας τους, το Σοβιέτ των Αντιπροσώπων του ένοπλου προλεταριάτου.

 

Από το Βιβλίο του Λέον Τρότσκι, Τρομοκρατία και Κομμουνισμός, εκδόσεις Αλλαγή, Αθήνα 1979, σσ. 112-133.

 

Commune_15_Rue_des_Abbesses.jpg

Πηγή: https://www.elaliberta.gr

 




Το ξεχασμένο κίνημα του εργατικού ελέγχου στην Άνοιξη της Πράγας

Pete Dolack

Τη στιγμή της σοβιετικής εισβολής [Αύγουστος 1968] στην Τσεχοσλοβακία, δυο μήνες μετά τον σχηματισμό των πρώτων εργατικών συμβουλίων, υπήρχαν ίσως λιγότερα από δύο δωδεκάδες από αυτά, παρόλο που αυτά συγκεντρώνονται στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις και, επομένως, αντιπροσώπευαν ένα μεγάλο αριθμό εργατών. Αλλά το κίνημα απογειώθηκε, και από τον Ιανουάριο του 1969 υπήρχαν συμβούλια σε περίπου 120 επιχειρήσεις, που αντιπροσώπευαν πάνω από 800.000 εργάτες, ή περίπου το ένα έκτο των εργατών της χώρας. Αυτό συνέβη παρόλο που από τον Οκτώβριο του 1968 υπήρχε ένα νέο κλίμα απογοήτευσης από την κυβέρνηση.

Από την αρχή, αυτό ήταν ένα λαϊκό κίνημα από τα κάτω, που ανάγκασε το κόμμα, την κυβέρνηση, και τις διοικήσεις των επιχειρήσεων να αντιδράσουν. Τα συμβούλια είχαν σχεδιάσει δικό τους καταστατικό και το εφάρμοζαν από την αρχή. Το σχέδιο καταστατικού για το εργοστάσιο Wilhelm Pieck στην Πράγα (ένα από τα πρώτα, που δημιουργήθηκε τον Ιούνιο του 1968) παρέχει ένα καλό παράδειγμα. «Οι εργάτες του εργοστασίου W. Pieck (CKD Πράγα) επιθυμούν να εκπληρώσουν ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, δηλαδή το δικαίωμα των εργατών να διαχειρίζονται το δικό τους εργοστάσιο», ανέφερε η εισαγωγή του καταστατικού. «Επιθυμούν μια στενότερη σύνδεση μεταξύ των συμφερόντων του συνόλου της κοινωνίας και των συμφερόντων του κάθε ατόμου. Για το σκοπό αυτό, έχουν αποφασίσει να καθιερώσουν την εργατική αυτοδιαχείριση».

Όλοι οι υπάλληλοι που εργάζονταν για τουλάχιστον τρεις μήνες, εκτός από τον διευθυντή, δικαιούνταν να συμμετάσχουν και οι υπάλληλοι στο σύνολό τους, που ονομαζόταν «συνέλευση των εργατών», ήταν το ανώτατο όργανο [σώμα] και θα έπαιρνε όλες τις θεμελιώδεις αποφάσεις. Με τη σειρά της, η συνέλευση θα εξέλεγε το εργατικό συμβούλιο για την εκτέλεση των αποφάσεων του συνόλου, τη διαχείρηση του εργοστασίου και την πρόσληψη του διευθυντή. Τα μέλη του συμβουλίου θα υπηρετούσαν σε διαδοχική βάση, θα εκλέγονταν με μυστική ψηφοφορία και θα ήταν ανακλητά. Ο διευθυντής θα επιλέγονταν μετά από εξέταση κάθε υποψηφίου που θα διεξάγονταν από το σώμα το οποίο αποτελούνταν από την πλειοψηφία των υπαλλήλων και μιας μειοψηφίας από εξωτερικές οργανώσεις.

Ένας διευθυντής θα ήταν ο κορυφαίος διαχειριστής, που ισοδυναμεί με τον διευθύνοντα σύμβουλο μιας καπιταλιστικής επιχείρησης. Το εργατικό συμβούλιο θα ήταν το ισοδύναμο του διοικητικού συμβουλίου σε μια καπιταλιστική εταιρεία με μετοχές που διακινούνται στη χρηματιστηριακή αγορά. Αυτός ο εποπτικός ρόλος, ωστόσο, θα ήταν ριζικά διαφορετικός: Το εργατικό συμβούλιο θα έπρεπε να αποτελείται από εργάτες που δρουν προς το συμφέρον των συναδέλφων τους εργατών και, θεωρητικά, θα μπορούσε κάλλιστα και για το γενικότερο καλό της κοινωνίας.

Αντίθετα, σε μια καπιταλιστική εταιρία εισηγμένη στο χρηματιστήριο, το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από κορυφαία στελέχη της εταιρείας, τους φίλους του Διευθύνοντος Συμβούλου, στελέχη από άλλες εταιρείες με τις οποίες υπάρχει μια ευθυγράμμιση συμφερόντων, και ίσως μια ή δύο διασημότητες, και το διοικητικό συμβούλιο έχει υποχρεώσεις μόνο απέναντι στους κατόχους των μετοχών της εταιρείας. Αν και αυτές οι υποχρεώσεις απέναντι στους μετόχους είναι αρκετά ισχυρές σε ορισμένες χώρες ώστε να αναφέρονται στο νομικό καταστατικό, η κυριότητα των μετοχών έχει εξαπλωθεί ανάμεσα σε τόσους πολλούς που το διοικητικό συμβούλιο ενεργεί συχνά προς το συμφέρον της ίδιας της ανώτατης διοίκησης, που μεταφράζεται σε όσο το δυνατό λιγότερο απρόσκοπτη μεταφορά του πλούτου προς τα πάνω. Όμως, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το Διοικητικό Συμβούλιο έχει επικυρώσει νομικά τις υποχρεώσεις του και τις ρυθμίζει προς το συμφέρον των κατόχων των μετοχών, οι υποχρεώσεις αυτές σημαίνουν απλά τη μεγιστοποίηση της τιμής της μετοχής, με οποιοδήποτε άλλο μέσο είναι απαραίτητο χωρίς να εξερούνται οι μαζικές απολύσεις, οι μειώσεις μισθών και η ελαχιστοποίηση των παροχών προς τους εργαζομένους. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η καπιταλιστική εταιρεία διοικείται ενάντια στα συμφέροντα του εργατικού δυναμικού της (ο συλλογικός κόπος του οποίου είναι η πηγή των κερδών), σύμφωνα με τον νόμο.

Η εθνική σύσκεψη προσπάθησε να κάνει νόμο το καταστατικό


Το καταστατικό του Εργοστασίου Wilhelm Pieck ήταν παρόμοιο με τα καταστατικά που δημιουργήθηκαν σε άλλες επιχειρήσεις όπου σχηματίστηκαν εργατικά συμβούλια. Ήταν λογικό μια εθνική ομοσπονδία των συμβουλίων που θα σχηματιζόταν να συντονίσει το έργο τους και την οικονομική δραστηριότητά τους για να έχουν σχέση με το πλατύτερο κοινωνικό συμφέρον. Ενόψει της καταληκτικής ημερομηνίας της κυβέρνησης για την διαμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας που θα έδινε νομική υπόσταση στα συμβούλια, πραγματοποιήθηκε η γενική συνέλευση των εργατικών συμβουλίων στις 9 και στις 10 Ιανουαρίου 1969 στο Πίλσεν, μια από τις σημαντικότερες βιομηχανικές πόλεις στην Τσεχοσλοβακία (ίσως πιο γνωστή διεθνώς για τις περίφημες μπύρες της). Μια έκθεση 104 σελίδων προέκυψε μέσα από τα καλά πρακτικά της σύσκεψης (τα οποία είχαν επίσης μαγνητοφωνηθεί)· αντιπρόσωποι από όλη την Τσεχία και τη Σλοβακία είχαν κληθεί για να παρουσιάσουν τις απόψεις των συμβουλίων ώστε να βοηθήσουν στην προετοιμασία του εθνικού νόμου.

Οι ηγέτες των συνδικάτων βρισκόταν μεταξύ των συμμετεχόντων στη συνεδρίαση, και υποστήριζαν τους συμπληρωματικούς ρόλους των συνδικάτων και των συμβουλίων. (Τα συνδικάτα, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, συγκάλεσαν τα δύο τρίτα των συμβουλίων.) Ένας από τους πρώτους ομιλητές, ένας μηχανικός ο οποίος ήταν ο πρόεδρος του τοπικού συνδικάτου του Πίλσεν, είπε ότι ένας καταμερισμός των καθηκόντων ήταν μια φυσική εξέλιξη: «Για εμάς, η δημιουργία εργατικών συμβουλίων σημαίνει ότι θα είμαστε σε θέση να επιτύχουμε ένα καθεστώς σχετικής ανεξαρτησίας για την επιχείρηση, ότι η εξουσία λήψης αποφάσεων θα πρέπει να διαχωριστεί από την εκτελεστική εξουσία, ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις θα έχουν ελεύθερα τα χέρια για να πραγματοποιήσουν τις δικές του συγκεκριμένες πολιτικές, ότι επιτεύχθηκε πρόοδος προς μια λύση του προβλήματος της σχέσης των παραγωγών με την παραγωγή τους, δηλαδή, αρχίζουμε να λύνουμε το πρόβλημα της αλλοτρίωσης».

Περίπου 190 επιχειρήσεις εκπροσωπήθηκαν στη σύσκεψη αυτή, μεταξύ των οποίων 101 εργατικά συμβούλια και 61 προπαρασκευαστικές επιτροπές για τη δημιουργία συμβουλίων· οι υπόλοιπες ήταν συνδικαλιστικές ή άλλου είδους επιτροπές. Η συνάντηση ολοκληρώθηκε με ένα ψήφισμα έξι σημείων που πέρασε ομόφωνα και περιλάμβανε μεταξύ άλλων «το δικαίωμα της αυτοδιαχείρισης ως αναφαίρετο δικαίωμα της σοσιαλιστικής παραγωγής».

Το ψήφισμα δήλωνε:

«Είμαστε πεπεισμένοι ότι τα εργατικά συμβούλια μπορούν να βοηθήσουν να εξανθρωπιστούν η δουλειά και οι σχέσεις μέσα στην επιχείρηση, και να δώσουν σε κάθε παραγωγό μια σωστή αίσθηση ότι δεν είναι απλά ένας υπάλληλος, ένα απλό εργαζόμενο στοιχείο στην παραγωγική διαδικασία, αλλά και ο διοργανωτής και ο από κοινού δημιουργός αυτής της διαδικασίας. Γι’ αυτό θέλουμε να τονίσουμε ξανά εδώ και τώρα ότι τα συμβούλια πρέπει να διατηρούν πάντα τον δημοκρατικό χαρακτήρα τους και τους ζωτικούς δεσμούς τους με τους εκλογείς τους, αποτρέποντας έτσι τη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης κάστας επαγγελματικών στελεχών στην αυτοδιαχείριση».

Αυτός ο δημοκρατικός χαρακτήρας, και η δημοτικότητα της έννοιας, αποδεικνύεται από την μαζική συμμετοχή, μια έρευνα 95 συμβουλίων διαπίστωσε ότι το 83% των εργαζομένων είχαν συμμετάσχει στις εκλογές του Συμβουλίου. Μια σημαντική μελέτη πραγματοποιήθηκε από αυτά τα 95 συμβούλια, που εκπροσωπούσαν την μεταποίηση και άλλους τομείς, και μια ενδιαφέρουσα τάση προέκυψε από τα στοιχεία τής υψηλού επιπέδου εμπειρίας που ενσωματώνονταν στα εκλεγμένα μέλη του συμβουλίου. Περίπου τα τρία τέταρτα από αυτούς που εκλέχτηκαν σε συμβούλια ήταν στους χώρους εργασίας τους για περισσότερα από δέκα χρόνια, και ως επί το πλείστον πάνω από 15 χρόνια. Περισσότερο από το 70% των μελών του συμβουλίου ήταν τεχνικοί ή μηχανικοί, περίπου το ένα τέταρτο ήταν εργάτες και μόνο το 5% ήταν από τα διοικητικά επιτελεία. Τα αποτελέσματα αυτά αντιπροσωπεύουν ένα ισχυρό βαθμό για ψήφο υπερ αυτών που θεωρούνταν σαν οι καλύτεροι υποψήφιοι, όχι ως αποτέλεσμα μιας ψηφοφορίας που οι εργαζόμενοι απλά ψηφίζουν τους φίλους τους ή υποψηφίους σαν αυτούς – επειδή το συμβουλιακό κίνημα ήταν ιδιαίτερα έντονο στους τομείς της μεταποίησης, οι περισσότεροι από εκείνους που ψήφιζαν για τα μέλη του συμβουλίου ήταν χειρώνακτες εργαζομένοι.

Αυτά τα αποτελέσματα έδειξαν ένα υψηλό επίπεδο πολιτικής ωριμότητας εκ μέρους των Τσεχοσλοβάκων εργατών. Μια άλλη ένδειξη γι’ αυτή την ωριμότητα είναι ότι το 29% των ατόμων που εκλέχτηκαν σε συμβούλια είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση, ενδεχομένως, ένα υψηλότερο μέσο επίπεδο εκπαίδευσης από αυτό που είχαν οι διευθυντές. Πολλοί διευθυντές στο παρελθόν είχαν πάρει τις θέσεις τους μέσα από πολιτικές διασυνδέσεις, και η επιθυμία της εξέγερσης ενάντια στην ερασιτεχνική διαχείριση μερικές φορές έπαιξε ρόλο στο κίνημα των συμβουλίων. Ενδιαφέρον, επίσης, είναι ότι περίπου τα μισά από τα μέλη των Συμβουλίων ήταν επίσης μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι Τσεχοσλοβάκοι εργάτες συνέχισαν να πιστεύουν στο σοσιαλισμό, ενώ απέρριπταν το επιβληθέν σύστημα σοβιετικού τύπου.

Η κυβέρνηση προσπάθησε να αποδυναμώσει τον εργατικό έλεγχο


Η κυβέρνηση σύνταξε ένα νομοσχέδιο, αντίγραφα του οποίου κυκλοφόρησαν τον Ιανουάριο του 1969, αλλά το νομοσχέδιο δεν ψηφίστηκε επειδή εντάθηκε η σοβιετική πίεση στην ηγεσία του Τσεχοσλοβάκικου κόμματος και οι σκληροπυρηνικοί άρχισαν να επιβάλλονται. Το νομοσχέδιο θα άλλαζε το όνομα των εργατικών συμβουλίων σε συμβούλια επιχείρησης και θα αποδυνάμωνε μερικά από τα καταστατικά που είχαν διαμορφωθεί από τα ίδια τα συμβούλια. Αυτές οι υπαναχωρήσεις περιλάμβαναν μια πρόταση για κρατικό βέτο στην επιλογή των διευθυντών της επιχείρησης, ότι το ένα πέμπτο των συμβούλιων των επιχειρήσεων θα αποτελούνταν από μη εκλεγμένους εξωτερικούς ειδικούς, και ότι τα συμβούλια που το νομοσχέδιο ανέφερε ως «κρατικές επιχειρήσεις» (τράπεζες, σιδηρόδρομοι και άλλες επιχειρουν μόνο μια μειοψηφία των μελών τους που θα εκλέγονταν από τους εργαζόμενους και θα επέτρεπε το βέτο της κυβέρνηση στις αποφάσεις του Συμβουλίου.

Οι προτεινόμενες υπαναχωρήσεις συνάντησαν αντίθεση. Η συνδικαλιστική καθημερινή εφημερίδα, Práce, σε ένα σχόλιο τον Φεβρουάριο, και ένα ομοσπονδιακό συνδικαλιστικό συνέδριο, τον Μάρτιο, χαρακτήρισαν το νομοσχέδιο της κυβέρνησης ως «το ελάχιστο αποδεκτό». Σε ένα σχόλιο της Práce, ένας μηχανικός και ακτιβιστής του Συμβουλίου, ο Ρούντολφ Σλάνσκι ο νεώτερος (γιος του εκτελεσμένου αρχηγού του κόμματος1), τοποθέτησε το κίνημα των συμβουλίων στο πλαίσιο του προβλήματος της ιδιοκτησίας της επιχείρησης.

«Η διαχείριση της οικονομίας του έθνους μας είναι ένα από τα κρίσιμα προβλήματα», έγραψε ο Σλάνσκι.

«Η βασική οικονομική αρχή στην οποία στηρίζεται ο γραφειοκρατικός-συγκεντρωτικός μηχανισμός διαχείρισης είναι η άμεση άσκηση των λειτουργιών ιδιοκτησίας της εθνικοποιημένης βιομηχανίας. Το κράτος, ή, ακριβέστερα, διάφορα κεντρικά όργανα του κράτους, αναλαμβάνουν αυτό το καθήκον. Είναι σχεδόν περιττό να υπενθυμίσω στον αναγνώστη ένα από τα κύρια διδάγματα του μαρξισμού, δηλαδή ότι αυτός που έχει ιδιοκτησία έχει εξουσία… Η μόνη δυνατή μέθοδος μετασχηματισμού του γραφειοκρατικού-διοικητικού μοντέλου της σοσιαλιστικής κοινωνίας μας σε ένα δημοκρατικό μοντέλο είναι να καταργηθεί το μονοπώλιο της κρατικής διοίκησης πάνω στην άσκηση των λειτουργιών ιδιοκτησίας, και να αποκεντρωθεί προς εκείνους που ενδιαφέρονται για τη λειτουργία της σοσιαλιστικής επιχείρησης, δηλαδή στις συλλογικότητες των εργατών της επιχείρησης».

Αντιμετωπίζοντας γραφειοκράτες οι οποίοι αντιτίθονταν στη χαλάρωση του κεντρικού ελέγχου, ο Σλάνσκι έγραψε,

«Σ αυτούς τους ανθρώπους αρέσει να συγχέουν κάποιες έννοιες. Λένε, για παράδειγμα, ότι ο νόμος αυτός θα σήμαινε τη μετατροπή του συνόλου της κοινωνικής ιδιοκτησίας σε ιδιοκτησία ομάδας, αν και είναι ξεκάθαρο πως δεν πρόκειται για ένα ζήτημα ιδιοκτησίας, αλλά για το να γνωρίζουμε ποιος ασκεί δικαιώματα ιδιοκτησίας στο όνομα του συνόλου της κοινωνίας, αν είναι ο κρατικός μηχανισμός ή οι σοσιαλιστές παραγωγοί άμεσα, δηλαδή οι συλλογικότητες των επιχειρήσεων».

Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε ένταση μεταξύ των καθηκόντων της εποπτείας και της καθημερινής διαχείρισης. Ένας άλλος σχολιαστής, ένας καθηγητής νομικών, δήλωσε,

«Δεν πρέπει να… αντιπαραβάλουμε τη δημοκρατία και την τεχνική επάρκεια ως αντιθέτες, αλλά να αναζητήσουμε μια αρμονική ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο συστατικών… Θα ήταν ίσως καλύτερα να μην μιλάμε για μεταφορά λειτουργιών, αλλά μάλλον για μια μεταβίβαση καθηκόντων. Στη συνέχεια, θα είναι απαραίτητο για την κατάλληλη μεταφορά να πρέπει να υπαγορεύεται από τις ανάγκες, όχι από λογικές δόγματος ή γοήτρου».

Αυτές οι συζητήσεις δεν είχαν την ευκαιρία να αναπτυχθούν. Τον Απρίλιο του 1969, ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ αναγκάστηκε να παραιτηθεί από πρώτος γραμματέας του κόμματος και αντικαταστάθηκε από τον Γκούσταβ Χούζακ, ο οποίος δεν άργησε να ξεκινήσει την καταστολή. Το νομοσχέδιο μπήκε στο αρχείο τον Μάιο, και οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης και του κόμματος άρχισαν μια εκστρατεία εναντίον των συμβουλίων. Η κυβέρνηση απαγόρευσε επίσημα τα εργατικά συμβούλια τον Ιούλιο του 1970, αλλά μέχρι τότε είχαν ήδη εξαφανιστεί.


Απόσπασμα από το βιβλίο του Pete Dolack, It’s Not Over: Learning From the Socialist Experiment, το οποίο εκδόθηκε στις 26 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Zero Books.Οι παραπομπές παραλείπονται.Οι πηγές γιαυτό αυτό το απόσπασμα είναι: Robert Vitak, «Workers Control: The Czechoslovak Experience»,Socialist Register, 1971·Oldřich Kyn, «The Rise and Fall of the Economic Reform in Czechoslovakia», American Economic Review, Μάιος 1970·και διάφορα άρθρα από τη συλλογή: Vladimir Fišera,Workers’ Councils in Czechoslovakia: Documents and Essays 1968-69, St.Μάρτιν Press, 1978.


Σημειώσεις

1 Σ.τ.Μ.: Ο Rudolf Slánský (ο πρεσβύτερος) υπήρξε Γενικός γραμματέας του Κομουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας από το 1946 μέχρι το 1952, όταν συνελήφθη μαζί με άλλα 13 υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος με την κατηγορία του Τιτοϊσμού και του σιωνισμού (οι 10 από τους συλληφθέντες ήταν Εβραίοι, όπως και ο Slansky) πέρασε από δίκη και εκτελέστηκε.

Μετάφραση: e la libertà


 

Πηγή: Pete Dolack, «The forgotten workers’ control movement of Prague Spring», Systemic Disorder, 9 Μαρτίου 2016 μέσω elaliberta.gr




Aφγανιστάν: η στρατιωτική επέμβαση και η κατοχή οδήγησε στην …επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία

του Αλέξη Λιοσάτου

Λίγο πριν ολοκληρώσουν την αποχώρηση τους οι ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, οι Ταλιμπάν (τους οποίους, ας μην ξεχνάμε έχουν εξοπλίσει και ενισχύσει κατά καιρούς και οι ίδιες οι ΗΠΑ) έκαναν έναν υγιεινό περίπατο και χωρίς την παραμικρή αντίσταση κατέλαβαν όλη τη χώρα, μέχρι και την πρωτεύουσα Καμπούλ. Τα φιλοαμερικανικά αφγανικά στρατεύματα, που υποτίθεται θα εξασφάλιζαν τη συνέχεια του καθεστώτος μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, ουσιαστικά τράπηκαν σε φυγή. Τόση … «δημοκρατία» έχτισε η επέμβαση της Δύσης και η 20χρονη κατοχή. 

Οι ΗΠΑ μπήκαν στο Αφγανιστάν το 2001 ως κατακτητές και επέβαλαν καθεστώς-μαριονέτα, «δοσιλογικό» καθεστώς όπως θα λέγαμε στην Ελλάδα με βάση την εμπειρία της ναζιστικής κατοχής. Οι ΗΠΑ και τα καθεστώτα τους παρέμειναν όλα αυτά τα χρόνια μισητά με ελάχιστο λαϊκό έρεισμα, και το τελικό αποτέλεσμα μιας 20ετούς κατοχής ήταν η πολιτική ενίσχυση των Ταλιμπάν. 

Οι ΗΠΑ μπήκαν στο Αφγανιστάν με αφορμή την επίθεση στους δίδυμους πύργους την 11η Σεπτέμβρη 2001. Η αιτία ήταν τα σχέδια της Ουάσινγκτον ήδη από τη δεκαετία του ’90 για «αναμόρφωση» της Μέσης Ανατολής. Το σχέδιο προέβλεπε πόλεμο και εγκατάσταση φιλοαμερικανικών κυβερνήσεων σε μια σειρά χωρών όπως το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Συρία, ο Λίβανος και στο τέλος το Ιράν, την εξουδετέρωση αντίπαλων ένοπλων δυνάμεων όπως η Χαμάς, η Χεζμπολάχ κι οι Ταλιμπάν, η κατάκτηση των περιοχών με τα πετρελαϊκά κοιτάσματα και η στέρηση αυτών από την ανερχόμενη -από τότε- Κίνα.

 Αυτά τα σχέδια πήγαν όλα κατά διαόλου. Η αντίσταση που βρήκαν οι κατακτητές ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους οδήγησαν σε στρατιωτικές και κυρίως πολιτικές αποτυχίες, καθώς τα ντόπια καθεστώτα παρέμειναν μισητά ή ανατράπηκαν (πχ Ιράκ, όπου τελικά ενισχύθηκε η επιρροή του Ιράν), στο εσωτερικό των ΗΠΑ οι στρατιωτικές επεμβάσεις απονομιμοποιήθηκαν, οι «ισλαμιστές τρομοκράτες» ενισχύθηκαν και γεννήθηκε το ακόμα «χειρότερο» ISIS, το οποίο κέρδισε επιρροή στη Μ.Ανατολή αλλά και στην Αφρική, η Χεζμπολάχ ενισχύθηκε, περιφερειακές στρατιωτικές δυνάμεις-χώρες ενίσχυσαν τον ρόλο τους και τρώθηκε η δυνατότητα των ΗΠΑ να τις επηρεάζουν (πχ Τουρκία, Σ.Αραβία, Ισραήλ)  ή να τις τρομάζουν (πχ Ιράν, Συρία), η Αραβική Άνοιξη οδήγησε σε απώλεια ελέγχου και σε χώρες της Βόρειας Αφρικής, ενώ η Κίνα και η Ρωσία ενισχύθηκαν και πάτησαν πολύ περισσότερο πόδι στη Μ.Ανατολή. Όλα αυτά έχουν στη βάση τους την σχετική αποδυνάμωση των ΗΠΑ ως μακράν μεγαλύτερης ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης και παγκόσμιου χωροφύλακα και την ενίσχυση του αντίπαλου ιμπεριαλιστικού δέους, την πλευρά Κίνας-Ρωσίας, ιδιαίτερα της πρώτης, που ήδη προσεγγίζει σε οικονομικό επίπεδο τις ΗΠΑ και εξαπλώνεται οικονομικά ταχέως σε όλο τον πλανήτη.

Οι ΗΠΑ δεν ηττήθηκαν κατά βάση στρατιωτικά στο Αφγανιστάν, αλλά ηττήθηκαν πολιτικά και ενίσχυσαν την πεποίθησή τους για την ανάγκη στροφής στην εξωτερική πολιτική, τη λογική του «πίβοτ στην Ασία» που κρατά ήδη από την εποχή Ομπάμα, με μεταφορά του κέντρου ανταγωνισμού των ΗΠΑ με την Κίνα στον Ειρηνικό Ωκεανό (πχ Ταϊβάν), δηλαδή στην «αυλή» της Κίνας. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη, αντίθετα κάνει την πιθανότητα στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ τους μεγαλύτερη, ιδιαίτερα όσο η Κίνα συνεχίζει να κερδίζει έδαφος οικονομικά (και οι ΗΠΑ –με λογικά και ιστορικά κριτήρια- δεν σκοπεύουν να αφήσουν αναξιοποίητη την -προς το παρόν- στρατιωτική υπεροχή τους για να παραχωρήσουν την οικονομική πρωτοκαθεδρία τους).

Τα αμερικανικά στρατεύματα δολοφόνησαν (πάνω από 150.000 Αφγανοί άμαχοι νεκροί κατά τη διάρκεια της κατοχής), βίασαν και βασάνισαν, «παρήγαγαν» εκατομμύρια πρόσφυγες και τραυματίες πολέμου, το καθεστώς τους ποτέ δεν εξασφάλισε ειρήνη και ευημερία για τον φτωχό πληθυσμό του (που συνέχισε να μεταναστεύει μαζικά όλα αυτά τα χρόνια για να γλιτώσει από τη φτώχεια και τον πόλεμο) και όταν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Αφγανιστάν,  εγκατέλειψαν ακόμα και μεγάλο τμήμα συνεργατών τους στο έλεος των Ταλιμπάν. Οι ΗΠΑ και το δοσιλογικό καθεστώς μάλιστα μπήκαν σε διάλογο με τους Ταλιμπάν για την ομαλή διαδοχή εξουσίας και σκοπεύουν να συνεχίσουν τις δοσοληψίες με το καθεστώς Ταλιμπάν, για να μην στραφούν οι τελευταίοι αποκλειστικά προς την Κίνα, που θα ενισχυθεί περαιτέρω στη Μ.Ανατολή. Οι δε αμερικανοί στρατιώτες άνοιξαν πυρ απέναντι στο πλήθος των Αφγανών που συνέρρευσε στο αεροδρόμιο της Καμπούλ για να διαφύγει από τη χώρα (όσοι θεωρούν ότι κινδυνεύουν από την εκδικητική μανία των Ταλιμπάν),  σκότωσαν τουλάχιστον 5 άτομα, για να «επιβάλλουν την τάξη» (άλλωστε οι περισσότεροι πρόθυμοι σύμμαχοι των κατακτητών δεν προβλεπόταν να σωθούν- ουδείς πιο αχάριστος του ευεργετηθέντος).

Γι’ αυτόν τον λόγο είναι τελείως υποκριτικά τα κροκοδείλια δάκρυα της Δύσης περί «επιστροφής στον σκοταδισμό των Ταλιμπάν, που θα καταπιέζουν άγρια τις γυναίκες» κλπ.

Καμιά δημοκρατία δεν έφερε το δοσιλογικό καθεστώς για τον λαό και καμία ελευθερία στις γυναίκες. Η δημοκρατία δεν προκύπτει από ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις αλλά από την πάλη των λαών απέναντι στους καταπιεστές τους. Αντίθετα η ιμπεριαλιστική επέμβαση μπορεί να ενισχύσει τους αντιδραστικούς κύκλους, γιατί «ουδείς μισητότερος του κατακτητή», οπότε ακόμα και τα πιο σκοταδιστικά καθάρματα μπορούν να φανούν κάποια σανίδα σωτηρίας για τον κόσμο που υποφέρει. Αυτό έγινε και με τους Ταλιμπάν. 

Στις χώρες της Μ.Ανατολής κάποτε το εργατικό κίνημα και η Αριστερά ήταν μαζικές δυνάμεις, τα λάθη αυτών και το κενό τους ήρθε να καλύψει το -αντιδραστικό- πολιτικό Ισλάμ, που όμως ανέλαβε την ηγεσία της πάλης απέναντι στον κατακτητή. Είναι μια παρόμοια διαδικασία με αυτή που διαδραματίζεται στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες, όπου το κενό της Αριστεράς ήρθε να καλύψει η Ακροδεξιά. Η Αριστερά στην Ανατολή όπως και η Αριστερά στη Δύση, παρά τις διάφορες εκδοχές και συνθήκες, είχαν ως κοινό σημείο ότι πολιτικά ήταν δυνάμεις ταξικής συνεργασίας, δυνάμεις δηλαδή που ήθελαν «να τα βρούν με το σύστημα» και όχι να το ανατρέψουν, με αποτέλεσμα να προδώσουν τον λαό τους και να τον οδηγήσουν σε ήττες, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία.

Σχεδόν δύο τρισεκατομμύρια δολάρια, σπαταλήθηκαν για τον έλεγχο του Αφγανιστάν από το 2001 μέχρι σήμερα… Σκοτώθηκαν πάνω από 6 χιλιάδες ένοπλοι Αμερικάνοι αλλά και περισσότεροι από 1000 στρατιώτες χωρών του ΝΑΤΟ… Και όλα αυτά έγιναν για να ξαναεπιστρέψουν οι Ταλιμπάν στην εξουσία. Αυτός είναι ένας εξευτελιστικός απολογισμός για τη Νο1 υπερδύναμη του πλανήτη. Αυτά τα τρις δολάρια τα στέρησαν από τις κοινωνικές δαπάνες, και δεν είναι τυχαίο πως οι ΗΠΑ είναι από τις χώρες που χτυπήθηκαν περισσότερο από την πανδημία. Στην εκστρατεία κατά του Αφγανιστάν συμμετείχε και ο ελληνικός στρατός. Είναι σημαντικό να ξαναγίνει σημαία της Αριστεράς εδώ το ζήτημα «λεφτά για κοινωνικές δαπάνες, για μισθούς και συντάξεις, όχι για εξοπλισμούς», για απεμπλοκή από το ΝΑΤΟ. Την ώρα που έχουμε διαλυμένα νοσοκομεία και κόσμος «έμενε σπίτι» …μέχρι να πεθάνει από Covid19, ο Μητσοτάκης, όπως και οι προκάτοχοί του, προτίμησε να δαπανούνται εκατομμύρια για εξοπλισμούς και για συμμετοχή σε συμμαχίες εξόντωσης/κατάκτησης άλλων λαών.

Παρόλο που πρόκειται για αποτυχία των ΗΠΑ, παρόλο που ηττήθηκε ο κατακτητής,  δεν πρόκειται για κάποια «νίκη» του αφγανικού λαού και αυτό λογικά θα φανεί το άμεσα επόμενο διάστημα. Η αποτυχία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού δεν είναι για να το ρίξουμε στον αστικό, υποκριτικό και κίβδηλο «φεμινισμό»  («οι καημένες οι γυναίκες, οι βάρβαροι αντιδημοκράτες Ταλιμπάν», καθώς η κατοχή των ΗΠΑ ούτε δημοκρατική ούτε φεμινιστική ήταν) αλλά αμφιβάλλουμε ότι υπάρχει λόγος «πανηγυρισμών» από την Αριστερά, καθώς η αποχώρηση των ΗΠΑ δεν συνοδεύεται από την αποδυνάμωση του ιμπεριαλισμού συνολικά, από την ενίσχυση του εργατικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος ή της Αριστεράς, και ότι σηματοδοτεί θετικές εξελίξεις ως γεγονός «από μόνο του». Σε κάθε περίπτωση, η λύση για την εργατική τάξη και τους φτωχους στη γη δεν είναι ούτε ο ιμπεριαλιστικός «εκδημοκρατισμός» ούτε η ακροδεξιά ή το πολιτικό Ισλάμ. Η ελπίδα βρίσκεται στην αντίσταση των λαών απέναντι στους ντόπιους και ξένους καταπιεστές τους, στη διεθνή εργατική-λαϊκή αλληλεγγύη, στην αλληλεγγύη και στο αίτημα για ανοιχτά σύνορα και ίσα δικαιώματα στα νέα προσφυγικά κύματα που αναμένονται προς τη Δύση, και στο χτίσιμο μιας νέας επαναστατικής Αριστεράς σε Ανατολή και Δύση που θα υπερασπιστεί τα παραπάνω και θα μπει εκείνη επικεφαλής στη μάχη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στον καπιταλισμό. 




Δικάζουν τετράκις τον αγωνιστή δάσκαλο Ηλία Σμήλιο!

Ο ίδιος σημειώνει: Η Ελευθερία δεν κερδίζεται με ένα χέρι που ζητιανεύει αλλά μ’ ένα χέρι σε υψωμένη γροθιά!!!


Δύο νέες δίκες πρόκειται να αντιμετωπίσει ο γνωστός συνδικαλιστής εκπαιδευτικός Ηλίας Σμήλιος.

Ενημερώθηκε γι’ αυτές στις 13 Αυγούστου. Έτσι, μαζί με τις άλλες δύο δίκες που τον περιμένουν, έχει να αντιμετωπίσει:

-Στις 14/9/2021, δίκη ως ”οργανωτής” της διαδήλωσης του Πολυτεχνείου (ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ!!!) που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 17 Νοέμβρη του 2020

-Στις 20/10, στις 2/12 και στις 7/12 δικάζεται λόγω της συμμετοχής του στις κινητοποιήσεις του Συντονισμού Συλλογικοτήτων Θεσσαλονίκης ενάντια στους πλειστηριασμούς και την αρπαγή της λαϊκής κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν το 2016-18.

Ο αγωνιστής δάσκαλος Ηλίας Σμήλιος είναι εκλεγμένος δημοτικός σύμβουλος με την Ανυπακοή στις Γειτονιές των Αμπελοκήπων και της Μενεμένης και στέλεχος του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση.

Και μια λεπτομέρεια: Όπως μας …πληροφορεί το κατηγορητήριο που του κοινοποιήθηκε για τη διοργάνωση της πορείας του Πολυτεχνείου στη Θεσσαλονίκη και παραθέτουμε στη συνέχεια, η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ και η ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ νομίζουν ότι η λέξη χρήζει γράφεται με γιώτα…

Ο Ηλίας Σμήλιος σημειώνει στο facebook:

Σήμερα [13/8/2021, σ.σ] έμαθα ότι παραπέμπομαι σε δίκη άλλες 2 φορές μέσα στους επόμενους μήνες κι έτσι διαμορφώθηκε το πλήρες πρόγραμμα:

Στις 14/9 ως “οργανωτής” της διαδήλωσης του ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ στις 17 Νοέμβρη 2020 στη Θεσσαλονίκη
και στις 20/10, 2/12 και 7/12 για συμμετοχή στις δράσεις του ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ενάντια στους πλειστηριασμούς και την αρπαγή της λαϊκής κατοικίας το 2016-18.

Κι έτσι το profil μου ως μεγαλύτερου εγκληματία αυτής της πόλης βελτιώνεται ακόμη περισσότερο. Πάνω απ’ όλα όμως ανυψώνεται το επίπεδο της “Δημοκρατίας” και της “Δικαιοσύνης” μας, που μετά από ένα (ακόμη) καλοκαίρι πανδημίας, πυρκαγιών κλπ, καθίζει τετράκις στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάποιον τύπο που τόλμησε να διαδηλώσει στις 17 Νοέμβρη, να φωνάξει “ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΥΓΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ” και να τραγουδήσει την “Ξαστεριά” ενώ έχει και παλιούς λογαριασμούς καθώς εμπόδιο στάθηκε κι αυτός στον ερχομό της ανάπτυξης με τον πλειστηριασμό κάτι παλιόσπιτων, μαγαζιών και χωραφιών από τις τράπεζες…

Εγώ/ΕΜΕΙΣ φυσικά δεν ξεχνάμε: Η Ελευθερία δεν κερδίζεται με ένα χέρι που ζητιανεύει αλλά μ’ ένα χέρι σε υψωμένη γροθιά!!!


 

Πηγή: pandiera.gr




ΜΕΤΑ: Το επιτελικό κράτος «σβήνει με τη μάνικα» κόπους μιας ζωής, θέσεις εργασίας και το περιβάλλον

«Το επιτελικό κράτος δε σβήνει με τη μάνικα φωτιές», είπε κυνικά, στη συνέντευξη που παραχώρησε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, για να προσθέσει πως «σχεδιάζει και συντονίζει». Τελικώς, όπως αποδείχθηκε το «επιτελικό κράτος» της κυβέρνησης της ΝΔ, όχι μόνον δε σχεδίασε, δε συντόνισε, δεν έσβησε φωτιές, αλλά αντιθέτως έδωσε «χείρα βοηθείας» για να γίνουμε όλοι μας, τις τελευταίες ημέρες, μάρτυρες μιας ανείπωτης τραγωδίας: με πάνω από 1 εκατομμύριο στρέμματα να έχουν καεί τις τελευταίες δύο εβδομάδες στη χώρα μας (στοιχεία Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφόρησης για τις Δασικές Πυρκαγιές – EFFIS), με πολίτες να έχουν δει τις περιουσίες τους, σπίτια, ζωικό και φυτικό κεφάλαιο, να έχουν γίνει παρανάλωμα του πυρός, αλλά και με χιλιάδες θέσεις εργασίας να έχουν χαθεί. Κι αυτό εξαιτίας της εγκληματικής διαχείρισης και των πυρκαγιών από την κυβέρνηση της ΝΔ, που στηρίζεται στην απουσία μοντέλου πυροπροστασίας, με βάση την πρόληψη, αλλά και στη στρατηγική της επιλογή «όλα για το κέρδος», ακόμα και το περιβάλλον.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο περιβαλλοντοκτόνος νόμος Χατζηδάκη, μέσω του οποίου υποβαθμίστηκαν και ελαχιστοποιήθηκαν οι όροι προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος για χάρη της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης» και των «επενδύσεων». Αλλά και το τελευταίο, που ανακοινώθηκε από τον υπουργό Περιβάλλοντος, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης των πυρόπληκτων, οι ιδιώτες που θα γίνουν… «ανάδοχοι αναδάσωσης» στις περιοχές που πλήττονται από πυρκαγιές.

Το «αφήγημα» του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης της ΝΔ ότι «η στρατηγική απέδωσε, δε χάθηκαν ανθρώπινες ζωές» και ότι φταίνε «η κλιματική κρίση» αλλά και «ο πρωτοφανής καύσωνας, οι πολλές πυρκαγιές και οι αναζωπυρώσεις» δεν μπορούν να καλύψουν την ανεπάρκεια, τα λάθη καιτις ευθύνες τους, όσον αφορά στις διαχρονικές ελλείψεις, στην υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση των υπηρεσιών στον τομέα της δασοπροστασίας και της δασοπυρόσβεσης. Όπως επίσης, δεν μπορούν να αποκρύψουν τις ευθύνες της κυβέρνησης της ΝΔ (αλλά και όλων των προηγούμενων ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ), αναφορικά με το μοντέλο δασοπυρόσβεσης που εφαρμόζεται(καταστολή της πυρκαγιάς όταν εκδηλωθεί), και το οποίο έχει αποδεδειγμένα αποτύχει. Άλλωστε, τα αποτελέσματα είναι «απτά», στην Αττική, στη Βόρεια Εύβοια, στην Πελοπόννησο και όχι μόνον. Πέραν του ότι έχει αποδειχθεί ότι το κόστος καταστολής είναι 30 φορές μεγαλύτερο από το κόστος πρόληψης. Συνεπώς, η πρόληψη δε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν κόστος αλλά ως επένδυση, και μάλιστα σε πέντε επίπεδα: υποδομές και σύγχρονα μέσα πυρασφάλειας, στελέχωση υπηρεσιών με μόνιμο προσωπικό, διαχείριση δασών και καθαρισμός, πληροφόρηση και εκπαίδευση πολιτών και εθελοντών, σύνταξη και εφαρμογή επιχειρησιακών σχεδίων.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι επιτακτική ανάγκη η εισαγωγή στην εκπαίδευση αντικειμένων σχετικών με την προστασία από τις φυσικές καταστροφές (πυρκαγιές, πλημμύρες, σεισμούς κ.λπ.), η κατάργηση όλων των περιβαλλοντοκτόνων νόμων και το «ζωντάνεμα» των δασικών υπηρεσιών και η επανασύνδεσή τους, με το φυσικό τους αντικείμενο στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι δασικές πυρκαγιές. Φυσικά, αυτό πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύεται με επαρκή χρηματοδότηση, στελέχωση με το αναγκαίο μόνιμο προσωπικό και ταυτόχρονα σύγχρονο μηχανικό εξοπλισμό, αντικατάσταση των μεγάλων πυροσβεστικών με 4×4 αγροτικού τύπου που φέρουν δεξαμενή, νέα μηχανήματα που να μπορούν να πηγαίνουν παντού με δεξαμενή νερού και ικανότητα για διάνοιξη ζωνών, άλλα σύγχρονα πυροσβεστικά οχήματα κτλ. Η κοινωνία μας έχει πληρώσει πολύ ακριβά την εγκληματική απόφαση της κυβέρνησης Σημίτη η οποία διαχώρισε το αντικείμενο της πρόληψης από την καταστολή των πυρκαγιώνκαι τη μεταφορά της δασοπυρόσβεσης στην Πυροσβεστική για δημοσιονομικούς λόγους.

Στον «πόλεμο» κατά της πυρκαγιάς, οι νέοι και οι νέες της Εύβοιας

Ωστόσο, οι εργαζόμενοι και ο λαός έχουν γνώση και βλέπουν και δυστυχώς πολλοί από εμάς ένιωσαν στο πετσί τους τις επιλογές της κυβέρνησης της ΝΔ, η οποία εδώ και δύο χρόνια «επενδύει» εκατομμύρια εκατομμυρίων στους πολεμικούς εξοπλισμούς, στην καταστολή, στον περιορισμό τωνελευθεριών, στην πανεπιστημιακή αστυνομία, και σε «δωράκια» σε κλινικάρχες, καναλάρχες, μεταφορικό και τουριστικό κεφάλαιο, τις δεκάδες χιλιάδες προσλήψεις σε αστυνομικούς, ειδικούςφρουρούς, ειδικές μονάδες καταστολής, οπλίτες, την αγορά κατασταλτικού μηχανισμού και καινούργιων οχημάτων για την αστυνομία με υπερσύγχρονα μέσα παρακολούθησης των πολιτών, την ώρα που «πετάει ψίχουλα», έχει εγκαταλείψει ουσιαστικά την πολιτική προστασία, την προστασίατων δασών (αλλά και την αντιπλημμυρική και αντισεισμική προστασία).

Για την κυβέρνηση, η πρόληψη, τα μέτρα αντιπυρικής, αντιπλημμυρικής και αντισεισμικής προστασίας είναι κόστος και δε αποδώσουν κέρδη. Είναι ακριβώς η ίδια πολιτική με αυτήν της εγκατάλειψης του ΕΣΥ, εν μέσω πανδημίας, με τραγικές συνέπειες για το λαό και την υγεία του, Είναι ακριβώς η ίδια πολιτική που εφαρμόζει για να ισοπεδώσει τα εργατικά, συνδικαλιστικά, κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα.

Το ΜΕΤΑ καλεί τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τους εργαζομένους να διεκδικήσουν, μαζί με το λαό:

▬ Ουσιαστική και μακροπρόθεσμη στήριξη των πυροπλήκτων, με πολιτικές οικονομικής ενίσχυσης, στέγασης, απασχόλησης, στήριξης της παραγωγικής αναδιοργάνωσης

▬ Προσλήψεις μόνιμων πυροσβεστών και γενναία ενίσχυση του εξοπλισμού και των μέσων πυρόσβεσης

▬ Προσλήψεις δασολόγων, δασεργατών, εκπαιδευμένων δασοκομάντος για το σχεδιασμό και την οργάνωση της πρόληψης και προστασίας των δασών

▬ Συγκρότηση ενιαίου φορέα δασοπροστασίας και δασοπυρόσβεσης

▬ Διασφάλιση των αποδοχών των εργαζομένων, στα εργοστάσια και στις επιχειρήσεις που επλήγησαν, με ευθύνη του κράτους και της εργοδοσίας. Να απογορευθούν οι απολύσεις εργαζομένων στις πυρόπληκτες περιοχές, να μη τεθούν σε αναστολή εργασίας και να μη μειωθούν οι μισθοί τους

▬ Να δοθούν αποζημιώσεις σε εργαζομένους που η δουλειά τους είναι σε άμεση εξάρτηση από το δάσος, όπως οι ρητινοσυλλέκτες, καθώς και στους αγροτοκτηνοτρόφους για την πλήρη αποκατάσταση σε μέσα, εργαλεία, τροφές και ζώα που έχουν απωλεστεί

▬ Μόνιμες προσλήψεις προσωπικού στους δήμους και στις περιφέρειες για τη στελέχωση των αρμόδιων υπηρεσιών για την εξασφάλιση κατοικίας, κάλυψη πρώτων άμεσων αναγκών, αποκατάσταση των υποδομών, άμεση έναρξη αντιπλημμυρικών έργων και την οικονομική στήριξη εργαζομένων, αγροτών και επαγγελματιών

▬ Να αποδεσμευθούν τα χρήματα που προορίζονται για την πανεπιστημιακή αστυνομία, την καταστολή και τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς και να διατεθούν για τη στήριξη των πληγέντων και την αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων.

Η αλληλεγγύη στους πληγέντες και τις περιοχές που καταστράφηκαν και ο συλλογικός αγώνας για την ανάκτηση και την κατάκτηση των αυτονόητων για την ζωή στον πλανήτη είναι οι δικές μας αρχές. Το ΜΕΤΑ καλεί όλους τους τους εργαζομένους και τα συνδικάτα να εκφράσουν εμπράκτως την αλληλεγγύη τους και να ενώσουν τις δυνάμεις τους, ώστε να μην επιτρέψουν άλλες καταστροφές.

Το ποτήρι έχει ξεχειλίσει και οφείλουμε να τους σταματήσουμε.

13-08-21
Από το ΜΕΤΑ




Εκφυλισμός της συνεδρίασης του δημοτικού συμβουλίου Κορυδαλλού στις 10/08

Η δημοτική αρχή και η πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου αποφάσισαν στα μέσα του Αυγούστου να συγκαλέσουν συνεδρίαση του συμβουλίου, περιλαμβάνοντας στην ημερήσια διάταξη του συμβουλίου ένα πολύ σημαντικό θέμα που αφορά την ίδρυση άλλης μιας δημοτικής κερδοσκοπικής επιχείρησης με τίτλο ‘’Ενεργειακή κοινότητα του Δήμου Κορυδαλλού‘’ (ακολουθεί επόμενη ανακοίνωση για το θέμα).
Παρά τις προσπάθειες των παρατάξεων της αντιπολίτευσης, τόσο της Λαϊκής Συσπείρωσης, όσο και του Μαζί για τον Κορυδαλλό, να μετατεθεί το θέμα σε επόμενη συνεδρίαση, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής όπου το μεγαλύτερο μέρος των εργαζόμενων και κατά συνέπεια και των μελών του δημοτικού συμβουλίου είναι σε διακοπές, ο δήμαρχος και η πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου αρνήθηκαν κάθε συζήτηση.
Μάλλον η δημοτική αρχή θεωρεί ότι το δημοτικό συμβούλιο είναι μόνο για επαγγελματίες πολιτικάντηδες που αλλάζουν παρατάξεις κάθε τετραετία και είναι διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή να υπερψηφίσουν τις προτάσεις του εκάστοτε ‘’ευεργέτη’’ δημάρχου και ότι σε αυτό δεν χωρούν εργαζόμενοι και νεολαίοι που έχουν το ‘’θράσος’’ να φεύγουν διακοπές.
Ο ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΣ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ, έστω και την τελευταία στιγμή, στην έναρξη του δημοτικού συμβουλίου κατέθεσε πρόταση για μετάθεση του συγκεκριμένου θέματος με αφορμή και το γεγονός ότι στην διαδικτυακή συνεδρίαση του συμβουλίου είχε επιτευχθεί οριακή απαρτία (25 μέλη στα 41). Θεωρήσαμε ότι ένα τέτοιο σημαντικό ζήτημα που θα αλλάξει κατά πολύ την λειτουργία του δήμου δεν μπορεί να συζητηθεί κάτω από τέτοιες συνθήκες, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία διαβούλευση και με μεγάλο μέρος των μελών του δημοτικού συμβουλίου να είναι απόντες.
Σε απάντηση της πρότασης μας, ο εκπρόσωπος του ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΥ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ στο δημοτικό συμβούλιο δέχτηκε μια προσβλητική επίθεση από την πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου, η οποία χαρακτήρισε την πρόταση ως παραίτηση του καθήκοντος από την συμμετοχή στο δημοτικό συμβούλιο, την ώρα που οι πυροσβέστες δεν κάνουν διακοπές και δίνουν την μάχη τους στα μέτωπα της φωτιάς.
Επιστρέφουμε την ‘’ευαισθησία’’ της προέδρου για τους πυροσβέστες και τις καταστροφικές πυρκαγιές και της θυμίζουμε ότι έχει επιλέξει να στηρίξει μια δημοτική αρχή που είναι επιλογή της κυβερνητικής παράταξης, οι εγκληματικές αμέλειες της οποίας έχουν οδηγήσει στις καταστροφικές πυρκαγιές.
Ο ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΣ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ, μετά από αυτές τις εξελίξεις δήλωσε ότι θα απέχει από την συνέχεια της συνεδρίασης. Μια συνεδρίαση που ολοκληρώθηκε σε 45 λεπτά, με τους μισούς και πλέον δημοτικούς συμβούλους να συνδέονται από τα εξοχικά τους, με φόντο κήπους και παραλίες, χωρίς κανένας και καμία να πάρει το λόγο και το επίδικο θέμα για την ίδρυση της δημοτικής επιχείρησης να υπερψηφίζεται χωρίς καμία συζήτηση και με την συναίνεση και πάλι της παράταξης του κ.Γουρδομιχάλη, όπως είχε προηγηθεί και με την ίδρυση των άλλων δύο δημοτικών επιχειρήσεων.
Ο ΑΝΥΠΟΤΑΤΑΚΤΟΣ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ, θεωρεί ότι όλα τα παραπάνω γεγονότα οδηγούν στο εκφυλισμό της λειτουργίας του δημοτικού συμβουλίου. Ωστόσο δεν είναι το τυπικό της διαδικασίας αλλά το περιεχόμενο των επιλογών της δημοτικής αρχής, που επιχειρεί να μετατρέψει το δήμο μας σε έναν όμιλο επιχειρήσεων, όπου στα διοικητικά συμβούλια αυτών των επιχειρήσεων θα παίρνονται πλέον όλες οι σημαντικές αποφάσεις και όχι στο δημοτικό συμβούλιο και οι ανάγκες των πολιτών του δήμου μας θα καθορίζονται αποκλειστικά από τους στόχους και τα κέρδη των εν λόγω επιχειρήσεων.
Ο ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΣ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ καλεί τις παρατάξεις, τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου και τους πολίτες του δήμους να αντιδράσουν δυναμικά και να ανατρέψουν αυτές τις πολιτικές επιλογές, της απαξίωσης του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης και την λεηλασία των δήμων από τους ιδιώτες και τα εκάστοτε επιχειρηματικά συμφέροντα.
Πρώτα από όλα όμως, με την ψυχή και την καρδιά μας δίπλα στον δύσκολο αγώνα που δίνουν οι κάτοικοι της Εύβοιας και των άλλων περιοχών που δοκιμάζονται από τις καταστροφικές πυρκαγιές.
Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΠΛΟ ΜΑΣ.
Για τον ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟ
ο δημοτικός σύμβουλος
Βαλσαμής Σταύρος



Ένα κύμα οργής σε μια χώρα που καίγεται

Κώστας Κούσιαντας

«Το τσουνάμι που σάρωσε τις ακτές [της Σρι Λάνκα] σαν ένας γιγάντιος οδοστρωτήρας, πρόσφερε στους κατασκευαστές μια ευκαιρία, και αυτοί έσπευσαν να την εκμεταλλευτούν.»

Σέιθ Μάιντανς, International Herald Tribune, 10 Μαρτίου 20051.


Η χώρα καίγεται: Αττική, Εύβοια, Πελοπόννησος, Φθιώτιδα…, μερικές μόνο από τις περιοχές ολόκληρης της χώρας, στις οποίες επί μέρες καίγονταν ανεξέλεγκτα δάση, ζώα, σπίτια κι ολόκληρα χωριά, καλλιεργήσιμες εκτάσεις και επιχειρήσεις. Στις αναρίθμητες εστίες σε όλα αυτά τα μέτωπα, η φωτιά κατέκαψε τα πάντα επί ώρες και επί μέρες, χωρίς να εμφανιστεί ούτε ένα πυροσβεστικό όχημα και, φυσικά, κανένα μέσο εναέριας πυρόσβεσης. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί από τις κατοικίες τους και πολλοί από αυτούς δεν θα μπορέσουν να ξαναγυρίσουν τους επόμενους μήνες ή και χρόνια. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι υφίστανται ήδη τις συνέπειες (οικονομικές, κοινωνικές και ψυχολογικές) αυτών των πυρκαγιών που ακόμα εξελίσσονται και θα βιώσουν με ακόμα πιο δραματικό τρόπο, ακόμα μεγαλύτερες συνέπειες μετά την κατάσβεση αυτών των πυρκαγιών. Οι ευρύτερες οικονομικές και περιβαλλοντικές συνέπειες από αυτή την καταστροφή θα πλήξουν εκατομμύρια ανθρώπους τους επόμενους μήνες και τα επόμενα χρόνια. Δίπλα σε όλα αυτά, προστίθεται και η καταθλιπτική βεβαιότητα, ότι σύντομα θα ξαναδούμε τις ίδιες εικόνες φρίκης στις τηλεοράσεις μας ή έξω από τα σπίτια μας και γύρω απ’ τα χωριά μας, σε άλλες περιοχές της χώρας ή και στις ίδιες, τις επόμενες πιθανόν μέρες, μήνες και χρόνια…

Ο Μητοστάκης, στο ρόλο του πρωθυπουργού της χώρας, μίλησε δυο φορές δημόσια, πανηγυρίζοντας για τις επιτυχίες του κυβερνητικού σχεδίου για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών και την πλήρη επάρκεια του κρατικού μηχανισμού. Είπε ότι ο κύριος στόχος ήταν να μην υπάρξουν ανθρώπινες απώλειες κι ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε. Είπε ότι η διάσωση των δασών και των σπιτιών είναι δευτερεύοντες στόχοι οι οποίοι θυσιάζονται για την επίτευξη του βασικού στόχου. Είπε ότι τα σπίτια ξαναχτίζονται και τα δέντρα ξαναφυτρώνουν. Είπε ακόμα, ότι γι’ αυτή την απροσδόκητη καταστροφή δεν φταίει η κυβέρνησή του, αλλά οι απροσδόκητα υψηλές θερμοκρασίες που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή, ένα παγκόσμιο πρόβλημα, το οποίο η κυβέρνησή του έχει ήδη ξεκινήσει να αντιμετωπίζει μαζί με τις υπόλοιπες κυβερνήσεις της ΕΕ. Και βέβαια υποσχέθηκε άμεσα καταβολή αποζημιώσεων και επιδομάτων, αποκατάσταση των ζημιών και αναδάσωση.

Στις δηλώσεις αυτές ο κυνισμός συναγωνίζεται το ψέμα και η απανθρωπιά την υποκρισία και τη χυδαιότητα. Κατανοούμε γιατί ο πρωθυπουργός έχει γίνει μάλλον το πιο απεχθές πρόσωπο σε όλη τη χώρα.

Ψέμα πρώτο: «Η επάρκεια του κρατικού μηχανισμού».


Αποτελεί ψέμα ότι η πυροσβεστική υπηρεσία είναι επαρκώς εφοδιασμένη με προσωπικό και με μηχανήματα και αποτελεί χυδαιότητα να λέγεται αυτό καθώς καίγεται ολόκληρη η χώρα, μαζί με τα περίχωρα της πρωτεύουσας ενώ δεν εμφανίζεται ούτε ένα αεροπλάνο πυρόσβεσης· κι όταν επί μέρες επιχειρούν στο πεδίο μερικές δεκάδες εξαντλημένοι πυροσβέστες (των οποίων ο μισθός –ας ειπωθεί κι αυτό– ανέρχεται σε ψίχουλα). Κάθε προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης της κυβέρνησης και των στελεχών της, που καλύπτονται πίσω από την παρουσίαση παραφουσκωμένων και, συνήθως, φανταστικών αριθμών, προσκρούει στην τραγική πραγματικότητα που βιώνουμε: για την αντιμετώπιση αυτών των πυρκαγιών και των άλλων που θα ξεσπάσουν τους επόμενους μέρες, μήνες και χρόνια, απαιτούνται υπερδιπλάσιοι αριθμοί: σε μόνιμο, καταρτισμένο και καλά αμειβόμενο προσωπικό και σε επίγεια και εναέρια μέσα πυρόσβεσης. Κι αυτή η αλήθεια, δυστυχώς, δεν αποκαλύφθηκε αυτές τις μέρες. Είναι κοινός τόπος σε κάθε σοβαρό, ή έστω απλώς αξιοπρεπή προβληματισμό για το πώς αντιμετωπίζεται το πρόβλημα των πυρκαγιών στη χώρα, εδώ και πολλά χρόνια, ήδη πριν την καταστροφή της Πάρνηθας (2007), της Ηλείας (2007) και στο Μάτι (2018). Όπως επίσης είναι πασιφανής αλήθεια, ότι η κυβέρνηση της ΝΔ (όπως εξάλλου και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις), δεν είχαν καμιά διάθεση να χρηματοδοτήσουν τη διάσωση των δασών, την αντιμετώπιση των πυρκαγιών, την ενίσχυση του δημόσιου τομέα πυρόσβεσης. Ότι οι προτεραιότητες της κυβέρνησης της ΝΔ είναι η υποβάθμιση, απορρύθμιση και καταστροφή ολόκληρου του δημόσιου τομέα και των δημόσιων υπηρεσιών και η ενίσχυση του κατασταλτικού, αυταρχικού και μιλιταριστικού κράτους. Η δημιουργία ενός κράτους που καταστέλλει, τρομοκρατεί και καταπιέζει τον λαό του, για να τον αναγκάσει να αποδεχτεί εξαντλητικούς ρυθμούς οικονομικής εκμετάλλευσης, να μην αντιδράσει στην εκχώρηση της δημόσιας περιουσίας και των δημόσιων υπηρεσιών στους ληστές της αγοράς τους οποίους η κυβέρνηση εκπροσωπεί. Αλλά και να προετοιμάσει το λαό να γίνει κρέας για τα κανόνια του ελληνικού ιμπεριαλισμού. Όπως πολύ σωστά έχει επισημανθεί τις τελευταίες μέρες από πολλούς, ένα ραφάλ κοστίζει όσο δυο τρία πυροσβεστικά αεροπλάνα και η κυβέρνηση έχει δαπανήσει δισεκατομμύρια για την αγορά ραφάλ αλλά τίποτα για την αγορά αεροπλάνων πυρόσβεσης. Ακόμα χειρότερα όμως κι απ’ αυτή τη σύγκριση, δεν πρέπει να παραβλέπουμε, ότι ένα ραφάλ αποτελεί από μόνο του μια απειλή για το λαό πολύ χειρότερη κι από την απειλή των πυρκαγιών.

Διαβάζοντας και παρακολουθώντας τα ρεπορτάζ αυτών των ημερών από τα πεδία της καταστροφής, μένει κανείς –εκτός των άλλων– και με μια αίσθηση αηδίας και οργής, βλέποντας να κυκλοφορούν στις περιοχές που καταστρέφονται ή κινδυνεύουν να καταστραφούν, εκατοντάδες αστυνομικοί, αλλά κανένας πυροσβέστης. Δεκάδες περιπολικά και κανένα πυροσβεστικό όχημα. Οι μόνες προσλήψεις μόνιμου προσωπικού που γίνονται επί χρόνια είναι στην αστυνομία. Όχι στην πυροσβεστική, όχι στα νοσοκομεία. Αυτή είναι μια από τις απαντήσεις γιατί καίγονται τα δάση, οι άνθρωποι και τα χωριά, γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι από την πανδημία του κορονοϊού και από άλλες, εύκολα αντιμετωπίσιμες ασθένειες. Όπως αντίστοιχα και οι προσλήψεις των αστυνομικών για τα πανεπιστήμια, αντί για προσλήψεις καθηγητών και δασκάλων, είναι η απάντηση στο ερώτημα γιατί φέτος χιλιάδες παιδιά αποκλείστηκαν από την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Ψέμα δεύτερο: «Το κυβερνητικό σχέδιο αντιμετώπισης των πυρκαγιών λειτούργησε στην εντέλεια».


Το ψέμα αυτό καλύπτεται πίσω από τους αδιανόητους πανηγυρισμούς, ότι δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα. Στην πραγματικότητα, αυτό που παραβλέπεται σε αυτόν τον βλακώδη και κυνικό ισχυρισμό, είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι το αυτονόητο: ένα σχέδιο αντιμετώπισης δασικών πυρκαγιών αποσκοπεί πρωτίστως στην κατάσβεσή τους, έτσι ώστε να μην καταστραφεί το δάσος και φτάσει στη συνέχεια η πυρκαγιά να απειλήσει κατοικημένες περιοχές και ανθρώπους. Όταν υπάρχει ένα πραγματικό σχέδιο αντιμετώπισης δασικών πυρκαγιών, όταν υπάρχει επάρκεια ανθρώπινου δυναμικού και μηχανικών μέσων, όταν υπάρχει συντονισμός αυτών των δυο, μπορεί να επιτυγχάνεται η κατάσβεση της πυρκαγιάς ως πρώτος και βασικός στόχος. Συνέπεια της επίτευξης του πρώτου και βασικού αυτού στόχου είναι ότι δεν θα κινδυνέψουν ανθρώπινες ζωές. Μόνο όταν ο στόχος αυτός έχει εκ των προτέρων υπονομευτεί, απαξιωθεί και στην πραγματικότητα τεθεί εκτός επιχειρησιακού σχεδιασμού, μπορεί να φτάσουμε στην τραγική κατάσταση να σκεφτόμαστε… «ας σωθούν τουλάχιστον οι άνθρωποι».

Θα ήταν όμως ασυγχώρητο λάθος να κατηγορήσουμε την κυβέρνηση (όπως κάνει η αντιπολίτευση), ότι, γενικά, δεν έχει σχέδιο. Έχει σχέδιο η κυβέρνηση, το υλοποιεί και, μέχρι τώρα, το υλοποιεί με επιτυχία. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν υπάρχει σχέδιο, το πρόβλημα είναι το ίδιο το σχέδιο που υπάρχει. Και επί πλέον, αυτό το σχέδιο αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες της σημερινής τραγωδίας.

Ποιο είναι αυτό το σχέδιο;


Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να πούμε ότι το πολιτικό πνεύμα που κυριαρχεί σ’ αυτό το σχέδιο, το χαρακτηρίζουν η χαμέρπεια και ο χυδαίος μικροπολιτικαντισμός: η πολιτική λογική του είναι να μπορέσει η κυβέρνηση της ΝΔ να συνεχίσει να έχει την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπό τη διαρκή απειλή ενός δικαστηρίου για τους νεκρούς από την πυρκαγιά στο Μάτι. Όχι μόνο να αξιοποιεί προπαγανδιστικά τους νεκρούς στο Μάτι, αλλά να εκφοβίζει μ’ αυτούς τον ΣΥΡΙΖΑ (ο οποίος άλλωστε, πολύ εύκολα, εκφοβίζεται από μόνος του), απέναντι στο απίθανο ενδεχόμενο, να τολμήσουν ο Τσίπρας και το κόμμα του, να αναλάβουν σε κάποια περίπτωση (για οποιοδήποτε θέμα), μια δράση ουσιαστικής αντιπολίτευσης.

Όμως το επιχειρησιακό σχέδιο της κυβέρνησης δεν εξαντλείται σε μικροπολιτικούς στόχους. Έχει εκπονηθεί από τα αρμόδια επιτελεία της κυβέρνησης και του κράτους με αρκετή μάλλον επιμέλεια, έχει πάρει υπ’ όψη του αρκετές παραμέτρους και, μέχρι στιγμής, φαίνεται να αποδίδει σε γενικές γραμμές. Αντίθετα από μια εύκολη κριτική (με την οποία μάλλον θα συμφωνούσε από ορισμένες απόψεις και ο Μητσοτάκης), ότι δηλαδή οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών δεν έχουν πάρει στα σοβαρά την παράμετρο της κλιματικής αλλαγής, των πολύ υψηλών και μεγάλης διάρκειας θερμοκρασιών, των ακραίων καιρικών φαινομένων κτλ, στην πραγματικότητα το επιχειρησιακό σχέδιο με το οποίο αντιμετωπίζει σήμερα η κυβέρνηση τις πυρκαγιές που καταστρέφουν τη χώρα, έχει λάβει πολύ σοβαρά υπ’ όψη του όλες αυτές τις παραμέτρους. Είναι ένα σχέδιο για τέτοιες ακριβώς καταστάσεις εκτεταμένων καταστροφών που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή, κεντρικός άξονας του οποίου είναι η (μη διατυπωμένη βέβαια) θέση, ότι πρέπει να αφήνεται η καταστροφή να ολοκληρώνει ανεμπόδιστα το έργο της, φροντίζοντας η κυβέρνηση να μην υπάρξουν ανθρώπινες απώλειες (τουλάχιστον μαζικές απώλειες), καθώς αυτό θα ήταν πιο δύσκολα διαχειρίσιμο πολιτικά, κοινωνικά και επικοινωνιακά. Το κράτος δεν θα πρέπει να παρέμβει για να σταματήσει την καταστροφή, γιατί κάτι τέτοιο κοστίζει πολύ περισσότερο από τις συμβολικές αποζημιώσεις των πληγέντων και από την οποιαδήποτε αποκατάσταση των ζημιών, η οποία αποκατάσταση εξάλλου, θα ενταχθεί στους επόμενους και εκπονημένους από πριν σχεδιασμούς οικονομικής εκμετάλλευσης των συνεπειών της καταστροφής. Γι’ αυτό και όλες αυτές τις μέρες βλέπουμε να πραγματοποιούνται σχεδιασμένες από πολύ καιρό πριν και με επιμέλεια, μαζικές και συντονισμένες εκκενώσεις χωριών, περιοχών και οικισμών, αλλά την ίδια στιγμή, πυροσβέστες τριγυρνούν στις φλεγόμενες περιοχές χωρίς να διαθέτουν ούτε ένα χάρτη για να ξέρουν πώς θα κινηθούν, ενώ για να έχουν ένα μπουκαλάκι νερό, να πρέπει να κινητοποιηθούν δίκτυα εθελοντών των τοπικών κοινωνιών.

Πολύ απλά, το σχέδιο της ΝΔ για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, αποβλέπει αποκλειστικά και μόνο στη διαχείριση των αποτελεσμάτων τους και όχι στην ανάσχεσή τους. Η ανάσχεση κοστίζει. Η διαχείριση των συνεπειών μιας καταστροφής που οφείλεται στην κλιματική αλλαγή, μπορεί να αποβεί κερδοφόρα. Η καταστροφή στη Νέα Ορλεάνη δεν αποτελεί απλώς μια άλλη περίπτωση καταστροφής και κρατικής αδιαφορίας, αποτελεί κυρίως ένα επιτυχημένο μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού2. Στο ζήτημα της καταστροφής σαν ευκαιρία κερδοφορίας θα επανέλθουμε.

Μια άλλη πτυχή του κυβερνητικού σχεδιασμού για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστροφών, είναι οι υποχρεωτικές και «τυφλές» εκκενώσεις των περιοχών που πλήττονται ή απειλούνται. Το σχέδιο αυτό λειτούργησε αρκετά καλά στην Αττική: η αστυνομία εκκένωσε απειλούμενες περιοχές, σε αρκετές περιπτώσεις με τη βία. Υπάρχουν αναφορές ακόμα και για ξυλοδαρμούς. Άνθρωποι οι οποίοι ήθελαν να μείνουν για να προστατέψουν τα σπίτια τους, υποχρεώθηκαν να τα εγκαταλείψουν, χωρίς να προλάβουν να πάρουν τίποτα μαζί τους. Και καθώς σε αυτές τις περιοχές δεν πήγε καθόλου η πυροσβεστική, το αποτέλεσμα ήταν να καούν δεκάδες κατοικίες και επιχειρήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν σωθεί από τους κατοίκους τους. Το αντίθετο συμβαίνει στην Εύβοια και στις άλλες περιοχές. Οι κάτοικοι της Εύβοιας κατάλαβαν αρκετά έγκαιρα, ότι η απόφαση της κυβέρνησης ήταν να αφήσει να καούν τα σπίτια τους και τα δάση και αντιστάθηκαν στην υποχρεωτική εκκένωση που προσπάθησε να επιβάλει η αστυνομία. Υπάρχουν αναφορές για συμπλοκές της αστυνομίας με νεαρούς. Οι νέοι άντρες κυρίως (αλλά αρκετές φορές και γυναίκες) παρέμειναν στο χωριό για να το σώσουν και απομακρύνθηκαν μόνο οι οικογένειές τους. Στη συνέχεια συγκρότησαν ομάδες που τριγύριζαν από χωριό σε χωριό και έσβηναν τις φωτιές, κάποιες φορές μόνοι τους κάποιες φορές μαζί με πυροσβέστες. Αυτή η πολιτική ανυπακοή είχε πολλαπλά θετικά αποτελέσματα: πολλά χωριά, πολλά σπίτια, ακόμα και δασικές εκτάσεις σώθηκαν μέχρι στιγμής, λόγω της δράσης αυτών των ανθρώπων που αγωνίζονται με αυτοθυσία και αποφασιστικότητα και …με πενιχρά μέσα στη διάθεσή τους. Επί πλέον, σύμφωνα με μαρτυρίες στα ΜΜΕ, σε αυτές τις περιπτώσεις όπου οι κάτοικοι του χωριού μένουν και αγωνίζονται με γυμνά χέρια ενάντια στη φωτιά, οι δυνάμεις της πυροσβεστικής παραμένουν να τους βοηθήσουν, κάποιες φορές παρά τις εντολές που έχουν να εγκαταλείψουν την περιοχή. Επίσης, οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι γνωρίζουν τα δάση πολύ καλύτερα από τους πυροσβέστες, τους δείχνουν τα δασικά μονοπάτια από τα οποία μπορούν να φτάστουν στις απομακρυσμένες εστίες φωτιάς και να τις σβήσουν.

Τρίτο ψέμα: «Προτεραιότητα έχουν οι ανθρώπινες ζωές. Τα σπίτια ξαναχτίζονται κτλ…»


Πίσω από αυτόν τον ισχυρισμό (ο οποίος μοιάζει με κάτι σαν… φονταμενταλιστικό «ανθρωπισμό»), υποκρύπτονται δύο κυνικά ψεύδη, δηλωτικά της δεξιάς ηθικής:

α) Σ’ αυτόν τον ισχυρισμό, η ανθρώπινη ζωή νοείται αποκλειστικά και μόνο στην πιο στενή εκδοχή της βιολογικής της διάστασης. Δηλαδή, νοείται απογυμνωμένη και στερημένη από όλα όσα μπορούν να την καταστήσουν «ζωή» με κοινωνικούς όρους: «ζωή», την οποία ο άνθρωπος τη ζει, επειδή τη διασφαλίζει, την αναπτύσσει και την απολαμβάνει, μέσα από το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων που τη νοηματοδοτούν. Εκτός αυτού του πλέγματος (της οικογένειας, των φίλων, της περιοχής με τους γείτονες και τους συντοπίτες και των συναδέλφων της δουλειάς, της οποιαδήποτε συλλογικότητας στην οποία μπορεί να εντάσσεται κάποιο άτομο, της τοπικής του δραστηριότητας στον κήπο του, το χωράφι του, στα ζώα του…) η ζωή δεν μπορεί να έχει άλλο έρεισμα, παρά μόνο τον φόβο του θανάτου. Πρόκειται για μια ζωή που δεν υπόσχεται την απόλαυσή της, αλλά τη διαφυγή απ’ το θάνατο. Κατά μία έννοια, είναι μια ζωή υποταγμένη στην εξουσία, η οποία μπορεί να την εγγυάται επειδή μπορεί και να την αφαιρεί.

Δεν πρόκειται για αφηρημένες φιλοσοφικές ανησυχίες, αλλά για πραγματικές αγωνίες πραγματικών ανθρώπων. Οι πυρκαγιές που βρίσκονται σε εξέλιξη και οι άλλες που θα ακολουθήσουν, προκαλούν πραγματικό ξεριζωμό, εκτοπίσεις, ακόμα και προσφυγοποίηση χιλιάδων ανθρώπων. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν χάσει τα πάντα κι όταν λέμε τα πάντα, εννοούμε κυρίως εκείνα τα κοινωνικά και υλικά στοιχεία, από τα οποία είχε διαμορφωθεί η κοινωνική τους ύπαρξη, δηλαδή, η «ζωή» τους (την οποία υποτίθεται ότι διασφάλισε το επιχειρησιακό σχέδιο της κυβέρνησης της ΝΔ). Πώς θα ζήσει στο εξής ένας άνθρωπος ή μια οικογένεια που έχουν χάσει την πρώτη και μοναδική τους κατοικία; Πώς θα ζήσει μια αγροτική οικογένεια, τα χωράφια της οποίας έχουν έχουν καεί; Πώς θα ζήσουν στο εξής άνθρωποι οι οποίοι δούλευαν στις επιχειρήσεις, τις βιοτεχνίες και τις βιομηχανίες οι οποίες έχουν καταστραφεί; Ένα μεγάλο μέρος αυτού του πληθυσμού, θα πρέπει να θεωρηθεί, ως εσωτερικοί πρόσφυγες, καθώς για μεγάλο χρονικό διάστημα, ή και για πάντα, δεν θα έχουν πια τη δυνατότητα να επιστρέψουν στον τόπο τους. Ένα πολύ μεγαλύτερο τμήμα αυτών των ανθρώπων, έχουν δεχτεί ανεπανόρθωτα πλήγματα στη ζωή τους, έτσι όπως την είχαν οργανώσει και τη ζούσαν οι ίδιοι. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε τις σοβαρές τραυματικές ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρουν τέτοιες καταστροφές στα θύματά τους3.

β) Ο «ανθρωπισμός» του Μητσοτάκη όμως κρύβει και άλλο ένα ψέμα. Ότι δηλαδή, πρόκειται για έναν «ανθρωπισμό» ταξικά και κυνικά επιλεκτικό. Πολύ απλά, για τον Μητσοτάκη και για την κυβέρνησή του, όλες οι ανθρώπινες ζωές δεν αξίζουν το ίδιο και αυτή η τυπικά δεξιά «ηθική» αρχή καθόρισε και τις επιχειρήσεις πυρόσβεσης και διάσωσης. Οι επιχειρήσεις αυτές αναπτύχθηκαν (και συνεχίζουν) κατά μήκος ενός άξονα προτεραιοτήτων: στην κορυφή αυτών των προτεραιοτήτων βρέθηκαν οι περιοχές στη Βόρεια Αττική, ενώ για την Εύβοια η απόφαση, απ’ ότι φαίνεται, ήταν: «την αφήνουμε να καεί». Αλλά ακόμα και μέσα στις περιοχές της Αττικής υπήρξε (και υπάρχει) μια σαφής διαφοροποίηση και επιλογή. Οι περισσότερες δυνάμεις της πυροσβεστικής διατέθηκαν για τη φύλαξη των περιοχών και των σπιτιών που διαμένει η αστική τάξη και τα στελέχη της κυβέρνησης, ακόμα κι όταν στην περιοχή δεν υπήρχε φωτιά. Αντίθετα, οι φτωχές και μικρομεσαίες περιουσίες αφέθηκαν να καούν από φωτιές που θα μπορούσαν να σβηστούν και με ένα κουβά νερό. Σε πολλές κατοικημένες περιοχές που κάηκαν ολοσχερώς, δεν εμφανίστηκε ποτέ κανένας πυροσβέστης.

Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι στον «πάτο» αυτής της κλίμακας των «ηθικών αξιών» της δεξιάς βρίσκονται οι πρόσφυγες. Τα δύο στρατόπεδα συγκέντρωσης, της Αμυγδαλέζας και της Μαλακάσας, εκκενώθηκαν τελικά εντελώς, μόνο όταν η φωτιά έφτασε έξω απ’ αυτά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή και επί μέρες, οι πρόσφυγες ζούσαν μέσα σε αποπνικτικές συνθήκες και με τον τρόμο ότι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να καιγόντουσαν ζωντανοί. Στις περιοχές αυτές, οι Έλληνες κάτοικοί τους, είχαν απομακρυνθεί από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η πυρκαγιά. Η απάντηση του Μυταράκη στην ευρωβουλεύτρια των Πράσινων Τίνεκε Στρικ, η οποία ζήτησε να απομακρυνθούν οι φυλακισμένοι της Αμυγδαλέζας, δείχνει ότι πρόκειται για μια σαφή πολιτική επιλογή που είχε τα χαρακτηριστικά της σαδιστικής, τιμωρητικής συμπεριφοράς σε βάρος των φυλακισμένων προσφύγων. Απάντησε λοιπόν ο Μυταράκης (θυμίζοντας κάτι από Χάινριχ Χίμλερ), ότι, ούτε λίγο – ούτε πολύ, η κυβέρνησή του ενδιαφέρεται για τους Έλληνες… Αν και απ’ ότι φάνηκε λίγες ώρες μόνο αργότερα, ενδιαφέρεται πρωτίστως για κάποιους Έλληνες, η ζωή των οποίων αξίζει περισσότερο απ’ τις ζωές άλλων Ελλήνων (πάντα σύμφωνα με το ηθικό μετρικό σύστημα της δεξιάς).

Με μια ανάλογη αξιολογική κλίμακα αντιμετωπίστηκε και το ζήτημα της «πολιτιστικής κληρονομιάς» και του Τατοΐου. Η διάσωση «των τάφων των βασιλέων» έγινε πρώτη προτεραιότητα και διατέθηκαν δυνάμεις, τη στιγμή που παραδίπλα καίγονταν σπίτια και δασικές εκτάσεις. Η προσπάθεια να παρουσιαστούν τα σύμβολα της ελληνικής βασιλείας ως μέρος της πολιτισμικής «μας» κληρονομιάς (και μάλλον ο τάφος της Φρειδερίκης έχει την ίδια αξία, αν όχι και μεγαλύτερη, από την Ολυμπία και τις Μυκήνες), υποδηλώνει ότι η περίοδος της βασιλείας εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην πνευματική συγκρότηση της σύγχρονης δεξιάς (παρ’ όλο που ο θεσμός της βασιλείας ήταν πάντα μισητός για την μεγάλη πλειοψηφία του λαού, η ΝΔ θέλει να μετατρέψει σε τόπο προσκυνήματος για τη δεξιά το Τατόι).

Τέταρτο ψέμα: «Τα σπίτια ξαναχτίζονται, τα δέντρα ξαναφυτρώνουν».


Πόσα όμως καμμένα δάση θα αναδασωθούν και τι θα ξαναχτιστεί στην περιοχή;

Οι πυρκαγιές της πρώτης εβδομάδας του Αυγούστου 2021 έχουν κατακάψει σχεδόν 650.000 στρέμματα, σε μεγάλο βαθμό δασικής έκτασης: Εύβοια 460.000 στρέμματα. Πελοπόννησος 110.000. Αττική 80.000 στρέμματα. Για ολόκληρο το 2021 (θερινούς μήνες) έχουν καεί συνολικά 933.680 στρέμματα σε ολόκληρη τη χώρα. Η καταστροφή είναι τεράστια. Σε πολλές από αυτές τις καμένες εκτάσεις, καταστροφή ήταν τέτοια, που είναι αδύνατο μάλλον να υπάρξει φυσική αναγέννηση του δάσους. Εκεί θα πρέπει να υπάρξουν εντατικές προσπάθειες αναδάσωσης. Στις υπόλοιπες δασικές εκτάσεις που κάηκαν και στις οποίες όμως το δάσος μπορεί να αναγεννηθεί, και πάλι αυτό θα είναι δύσκολο αν και σ’ αυτές δεν υπάρξει προστασία των καμένων εκτάσεων από τις πλημμύρες και τη διάβρωση. Οι πλημμύρες θα είναι η επόμενη μεγάλη απειλή, όχι μόνο για τις δασικές εκτάσεις αλλά και για τις κατοικημένες περιοχές (αγροτικές και αστικές) κοντά στα δάση. Οι κάτοικοί τους θα αντιμετωπίσουν (πιθανόν και από τις επόμενες μέρες) καταστροφικές πλημμύρες, ίσως ακόμα πιο επικίνδυνες κι από τις πυρκαγιές. Τα «ακραία καιρικά φαινόμενα» θα ενσκήψουν με αυξημένη ένταση σ’ αυτές τις περιοχές, αλλά και πιο πέρα από αυτές, εξαιτίας αυτών των πυρκαγιών. Επιπλέον οι πυρκαγιές έχουν εξοντώσει ένα πολύ μεγάλο μέρος της άγριας πανίδας στις περιοχές που κατέστρεψαν. Το οικοσύστημα όμως και των ζώων που γλίτωσαν έχει επίσης καταστραφεί και το επόμενο διάστημα τα περισσότερα άγρια ζώα δεν θα μπορούν να βρουν τροφή. Η αντιμετώπιση όλων αυτών των συνεπειών απαιτούν τεράστιους πόρους και καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, που φυσικά είναι αστείο να σκέφτεται κανείς ότι μπορούν να εξασφαλιστούν με τα ψίχουλα που εξήγγειλε ο Μητσοτάκης («σημαντικοί πόροι» και «συμπληρωματικό ποσό των 500 εκατομμυρίων»).

Το ίδιο συμβαίνει και με τις περιουσίες που καταστράφηκαν από την πυρκαγιά, καθώς και με τις ευρύτερες οικονομικές συνέπειες για τους κατοίκους των περιοχών που επλήγησαν από τη φωτιά. Εκτός από τις κατοικίες που καταστράφηκαν ολοσχερώς ή μερικώς, έχει επίσης καεί ένας ανυπολόγιστος αριθμός κοπαδιών αιγοπροβάτων, μελίσσια, αποθήκες με ζωοτροφές, αγροτικά μηχανήματα, στάνες, αγροτικές επιχειρήσεις, ελαιώνες, εκτάσεις με οπωροφόρα κι άλλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Πολλοί άνθρωποι που δούλευαν στο δάσος θα μείνουν άνεργοι (πχ ρητινοπαραγωγοί στην Εύβοια). Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους που ζούσαν μέχρι σήμερα στις περιοχές που καταστράφηκαν, θα υποχρεωθούν τους επόμενους μήνες να εγκαταλείψουν τον τόπο τους για να επιβιώσουν.

Εκτός όμως των παραπάνω, δεν πρέπει να παραβλέπουμε και το γεγονός ότι αυτές οι καμένες εκτάσεις αποτελούν πάντα και μια τεράστια ευκαιρία κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Τα δάση που καίγονται, αν και εξακολουθούν de jure να διατηρούν τον χαρακτηρισμό «δασική έκταση», αυτό που de facto θα συμβεί, είναι, είτε να περάσουν στα χέρια καταπατητών καπιταλιστών, τα χέρια των οποίων έχουν λυθεί με το νόμο Χατζηδάκη (και να αποχαρακτηριστούν ως δασικές εκτάσεις), είτε να ενταχθούν σε ευρύτερους σχεδιασμούς οικονομικής εκμετάλλευσης και «άξιοποίησης», ακόμα και με το πρόσχημα της προστασίας τους. Αυτό διαφαίνεται ξεκάθαρα πίσω από τις υποσχέσεις του Μητσοτάκη, για άμεση αναδάσωση (χωρίς επιστημονικό σχεδιασμό και επίβλεψη) από «αναδόχους… ιδρύματα, ιδιώτες, επιχειρήσεις, συλλόγους». Δηλαδή μια πλήρης παραχώρηση των δασών που κάηκαν στα αρπακτικά της αγοράς που καραδοκούν να μετατρέψουν την καταστροφή σε ευκαιρίες κερδοφορίας.

Από μια ανάλογη τύχη δεν θα είναι εύκολο να γλιτώσουν ούτε και οι ιδιωτικές αγροτικές εκτάσεις στις περιοχές που καταστράφηκαν, καθώς πολλές από αυτές, που ανήκουν σε ανθρώπους οι οποίοι έχουν καταστραφεί οικονομικά και χρειάζονται άμεσα χρήματα, θα ξεπουληθούν «για ένα κομμάτι ψωμί».

Δεν πρόκειται για «τυχοδιωκτικές» προσπάθειες κάποιων, ευνοούμενων από την κυβέρνηση, επιχειρηματικών κύκλων, αλλά για μια ευρύτερη στρατηγική ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού. Η ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα και του τομέα ακινήτων αποτελεί ήδη για την κυβέρνηση της ΝΔ προτεραιότητα, καθώς θεωρείται ότι θα προσελκύσουν επενδυτές και θα λειτουργήσουν ως η κινητήρια δύναμη ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Ο Μητσοτάκης φιλοδοξεί να αναζωογονήσει τον ελληνικό καπιταλισμό μέσα από τις στάχτες της Εύβοιας, της Ηλείας, της Αττικής… και όπου αλλού μπορέσει.

Ψέμα πέμπτο: «Φταίει ο απροσδόκητα υψηλός και παρατεταμένος καύσωνας».


Το ψέμα βρίσκεται στη λέξη «απροσδόκητα». Ο καύσωνας δεν ήταν απροσδόκητος, οι μετεωρολόγοι ενημέρωναν πολλές μέρες πριν γι’ αυτόν και η πυροσβεστική υπηρεσία προειδοποιούσε για τον κίνδυνο μεγάλων πυρκαγιών, αλλά κυρίως, δεν ήταν απροσδόκητο το γεγονός ότι η κλιματική αλλαγή προκαλεί παρατεταμένες περιόδους ζέστης και καύσωνες που έχουν σαν αποτέλεσμα (και) τεράστιες πυρκαγιές. Χιλιάδες εργασίες επιστημόνων τα τελευταία χρόνια έχουν επιχειρηματολογήσει σχετικά. Οι πυρκαγιές της Αυστραλίας, των ΗΠΑ, του Καναδά, έδειξαν ότι τέτοια φαινόμενα θα επαναλαμβάνονται διαρκώς και σε ολόκληρο τον κόσμο. Για την Ελλάδα ήταν κάτι περισσότερο από αναμενόμενο, αφού μεγάλες καταστροφικές πυρκαγιές έχουμε σχεδόν κάθε χρόνο εδώ και δεκαετίες. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι αυτές οι καταστροφικές πυρκαγιές που ακόμα βρίσκονται σε εξέλιξη, ξεκίνησαν σαν μικρές φωτιές τις οποίες εύκολα θα μπορούσαν να τις έχουν σβήσει με μερικές ρίψεις νερού από τον αέρα, ή με λίγα περισσότερα πυροσβεστικά οχήματα να επιχειρούν στην περιοχή.

Ψέμα έκτο: Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.


Η διαβεβαίωση του Μητσοτάκη, ότι η κυβέρνησή του, μαζί με τις υπόλοιπες κυβερνήσεις της ΕΕ έχουν επεξεργαστεί σχέδια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και της αύξησης της θερμοκρασίας δεν θα πρέπει να θεωρηθεί προπαγανδιστική υπεκφυγή. Η κλιματική αλλαγή αποτελεί μια πραγματικότητα που υποχρεώνει τα κράτη της ΕΕ να την πάρουν υπόψη τους και να καταρτίσουν σχέδια με τα οποία ισχυρίζονται ότι θα την αντιμετωπίσουν. Το πρόβλημα όμως με αυτούς τους σχεδιασμούς είναι ότι δεν αποσκοπούν στην αναχαίτιση της κλιματικής αλλαγής. Οι κυβερνήσεις της ΕΕ έχουν αποδεχτεί σαν μη αναστρέψιμη πραγματικότητα την αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από 1,5°C (για να μην θιγεί η ασύδοτη καπιταλιστική ανάπτυξη και καταστροφή του περιβάλλοντος) και θέτουν ως στόχο η αύξηση πάνω από 1,5°C να είναι «προσωρινή». Υποτίθεται, ότι με μακροχρόνια προγράμματα «πράσινης ανάπτυξης» θα πετύχουν αυτόν τον στόχο και θα θέσουν τις προϋποθέσεις για την μείωση της θερμοκρασίας στα φυσιολογικά επίπεδα (μια υποθετική «ψύξη» του πλανήτη). Όμως τα ακραία φαινόμενα που εξελίσσονται ανεξέλεγκτα και με γρήγορους ρυθμούς (καύσωνες, πυρκαγιές, πλημμύρες, παγετώνες, ερημοποίηση) είναι τα αποτελέσματα της αύξησης της θερμοκρασίας στα σημερινά επίπεδα τα οποία οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις αδυνατούν να αντιμετωπίσουν, γιατί η αντιμετώπισή τους προϋποθέτει μια ριζική αλλαγή της κλιματικής πολιτικής, μιας τέτοιας έκτασης και βάθους, που μόνο με τη ριζική αλλαγή του ταξικού συσχετισμού μπορεί να επιτευχθεί. Οι κυβερνήσεις της ΕΕ (οι οποίες φιλοδοξούν να επιβάλουν σε ολόκληρο τον πλανήτη το δικό τους μοντέλο διαχείρισης της κλιματικής αλλαγής, προβάλλοντας το ιδεολόγημα του «πράσινου καπιταλισμού») δεν έχουν ούτε τη δυνατότητα, ούτε τη διάθεση να αναχαιτίσουν την παγκόσμια καταστροφή.

Στην πραγματικότητα, αυτή την πολιτική ακολουθούν και οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης της ΝΔ για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών. Δεν γίνεται καμιά προσπάθεια για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής (καύσωνες, ξηρασία, πυρκαγιές κτλ), καθώς κάτι τέτοιο θεωρείται φυσιολογικό να συμβαίνει στα πλαίσια μιας πολιτικής που αποδέχεται ως μη αναστρέψιμη («άμεσα») την αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από 1,5°C. Η άλλη παράμετρος αυτής της ελληνικής και ευρωπαϊκής πολιτικής είναι η σαφής επιλογή, όχι μόνο να υποστούν όλο το βάρος των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής οι λαϊκές μάζες, αλλά και η διαχείριση αυτών των συνεπειών να ενταχθεί στους σχεδιασμούς τους για οικονομική ανάπτυξη και κερδοφορία του κεφαλαίου4.

Έβδομο ψέμα, μαζί με σύγχυση: Οι εμπρηστές και οι συνωμοσίες.


Σε κάθε μεγάλη πυρκαγιά κατά την οποία αποκαλύπτονται οι ευθύνες των κυβερνήσεων, εμφανίζονται μαζί και διάφορα σενάρια εμπρησμού. Κατά τη δεκαετία του ‘90, τα ΜΜΕ ισχυρίζονταν με μανία ότι τις πυρκαγιές τις έβαζαν οι Αλβανοί μετανάστες. Λίγο αργότερα ήταν οι «Τούρκοι πράκτορες». Σε κάποιες περιπτώσεις, πιο πρόσφατα, τα κανάλια επιχείρησαν να παρουσιάσουν ως εμπρηστές τους… αντιεξουσιαστές. Και ως προς αυτό δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Δεν είναι μόνο τα στελέχη της κυβέρνησης, τα οποία προσπαθούν να καλύψουν τις εγκληματικές της ευθύνες με σενάρια εμπρηστών, αλλά θα λέγαμε ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός, μέχρι τα πιο υψηλά του κλιμάκια, τον Άρειο Πάγο. Τις μέρες που καίγεται ολόκληρη η χώρα, τα ΜΜΕ αναφέρονται διαρκώς σε συλλήψεις υπόπτων για εμπρησμό ή για… πρόθεση εμπρησμού(!): από αγρότες που έκαναν κάποια εργασία στην ύπαιθρο, μέχρι πρόσφυγες που κυκλοφορούσαν σε κάποιο πάρκο με… έναν αναπτήρα στη τσέπη.

Ταυτόχρονα όμως, μια ανάλογη τάση αναζήτησης εμπρηστών και συνωμοσιών, υπάρχει και στη βάση της κοινωνίας, ακόμα και μεταξύ των θυμάτων αυτών των πυρκαγιών (πχ., η βεβαιότητα ότι οι πυρκαγιές σχετίζονται με τις προσπάθειες εγκατάστασης ανεμογεννητριών). Βέβαια, σ’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση, ως ύποπτοι εμπρησμού θεωρούνται σκοτεινά επιχειρηματικά κέντρα και συμφέροντα. Εδώ έχουμε να κάνουμε όχι με μια προσπάθεια συγκάλυψης της αλήθειας, αλλά, θα λέγαμε, με μια προσπάθεια αναζήτησής της προς λάθος κατεύθυνση. Γιατί, σ’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση, αυτό που είναι δύσκολο να κατανοηθεί, είναι ότι ολόκληρη η λειτουργία του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος (όχι μόνο κάποια σκοτεινά κέντρα και συμφέροντά του), με τους μηχανισμούς του και τις πολιτικές και οικονομικές του δομές, παράγει συγκεκριμένες πολιτικές και οικονομικές στρατηγικές για τη διαχείριση του περιβάλλοντος και των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Αυτές οι στρατηγικές αποσκοπούν στην απρόσκοπτη κερδοφορία του κεφαλαίου και σε αυτό τον στόχο (προϋπόθεση ύπαρξης του κεφαλαίου) θα υπαχθούν αντικειμενικά, τόσο η αντιμετώπιση (άρνηση αντιμετώπισης) της κλιματικής αλλαγής και της προστασίας του περιβάλλοντος (επειδή υπονομεύουν την κερδοφορία του κεφαλαίου και την καπιταλιστική ανάπτυξη), όσο και η εκμετάλλευση των καταστροφικών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, καθώς η αποκατάσταση από τις καταστροφές αποτελεί μια ευκαιρία για τους καπιταλιστές να επεκτείνουν τα πεδία της κερδοφορίας τους σε βάρος των λαϊκών μαζών.

Και η ώρα της αλήθειας: η λαϊκή οργή


Η κυβέρνηση της ΝΔ και προσωπικά ο ίδιος ο Μητστοτάκης έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με ένα κλίμα οργής, η έκταση και η ένταση του οποίου υπερβαίνει κατά πολύ τον θυμό που αισθάνθηκε ο κόσμος από τη χυδαία και προκλητική επίδειξη καταστολής και αυταρχισμού από την αστυνομία του Χρυσοχοΐδη τον Μάρτη του 2021. Για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια ένας πρωθυπουργός βρίζεται δημόσια από τον κόσμο. Οι αντίστοιχες περιπτώσεις όπου ένας πολιτικός βρίζονταν μαζικά και δημόσια αφορούσαν (τι σύμπτωση!) τον πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, το καλοκαίρι του 1965 (στις διαδηλώσεις των Ιουλιανών) και το καλοκαίρι του 1992 (στις διαδηλώσεις της ΕΑΣ).

Αυτή η οργή δεν μπορεί να βρει πολιτική διέξοδο και έκφραση μέσα στο κοινοβούλιο, από την αξιωματική αντιπολίτευση και τα δυο μικρότερα αριστερά κόμματα. Η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί επί της ουσίας κριτική στήριξη της κυβερνητικής πολιτικής σε όλα τα μεγάλα και τα μικρότερα πολιτικά ζητήματα. Και στο ζήτημα των πυρκαγιών. Δεν έχει να προσφέρει καμιά διέξοδο στον απελπισμένο και εξοργισμένο κόσμο που εδώ και τώρα θέλει να ξεμπερδεύει με τον Μητσοτάκη. Ούτε το ΚΚΕ και το ΜΕΡΑ 25 έχουν να προσφέρουν κάποια εναλλακτική προοπτική. Αν και το μικρό τους μέγεθος δεν τα καθιστά μια πιθανή ορατή κοινοβουλευτική εναλλακτική λύση, η πολιτική τους δράση περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στους διαδρόμους του κοινοβουλίου και στις παρυφές των θεσμών του κράτους. Ο πολιτικός συντηρητισμός τους δεν μπορεί να διαμορφώσει πεδία έκφρασης της τεράστιας οργής που βράζει μέσα στην κοινωνία. Κι ακόμα χειρότερα: σκόπιμα και συστηματικά αποφεύγουν να συνδέσουν την άτολμη κοινοβουλευτική τους ρητορεία με οποιαδήποτε προσπάθεια συγκρότησης μιας κινηματικής αντιπολίτευσης που θα έθετε ως στόχο της την ανατροπή της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Η οργή όμως ενάντια στην κυβέρνηση αποτελεί μια πραγματική κοινωνική δύναμη η οποία εξελίσσεται σωρευτικά από τις πρώτες ημέρες και τα πρώτα έργα αυτής της κυβέρνησης. Η εγκληματική εγκατάλειψη των δασών και των ανθρώπων στις πυρκαγιές που κατέκαψαν τη χώρα είναι η οργανική συνέχεια της πολιτικής της ΝΔ για την αντιμετώπιση της πανδημίας (με τα ίδια ουσιαστικά χαρακτηριστικά) και έτσι βιώνεται και την κατανοεί ο κόσμος. Οι ελλείψεις προσωπικού στα νοσοκομεία και οι ελλείψεις σε νοσοκομεία βρίσκουν την αντανάκλασή τους στις ελλείψεις σε πυροσβέστες και μηχανήματα κατάσβεσης της φωτιάς. Κι αυτό, κάνει τον κόσμο να θυμώνει ακόμα περισσότερο.

Δεν είναι αυτονόητο όμως ότι αυτή η οργή που συσσωρεύεται και επεκτείνεται, θα βρει μια μαζική κινηματική διέξοδο, αν και η διεθνείς εμπειρίες δείχνουν ότι βρισκόμαστε πιθανόν πριν από μια νέα παγκόσμια φάση λαϊκών εξεγέρσεων. Παρ’ όλ’ αυτά, η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, δείχνει μάλλον περισσότερο έναν κόσμο ο οποίος ασφυκτιά και οργίζεται, αλλά δεν μπορεί ακόμα να βρει και να σκεφτεί τρόπους για να μετατρέψει τα αισθήματα δυσαρέσκειας σε μαζικές και θετικές δράσεις διεκδίκησης των δικαιωμάτων του και υπεράσπισης της ζωής του. Σε αυτή τη φάση λοιπόν, ο στόχος των οργανωμένων κινηματικών και πολιτικών αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, θα πρέπει να είναι, να διαμορφώσουν κινηματικές δυναμικές που θα πλαισιωθούν από τις ευρύτερες λαϊκές μάζες και θα τους δώσουν τη δυνατότητα να αγωνιστούν για τις διεκδικήσεις τους, τα δικαιώματά τους και τις επιθυμίες τους.

Άμεσα πρέπει να πούμε:

Κάτω η κυβέρνηση της ΝΔ.

Στη φυλακή αυτοί που αφήσανε τη χώρα να καεί.

Η επέκταση της φωτιάς στην Εύβοια είναι ενδεικτική της απόφασης της κυβέρνησης να την αφήσει να εξελιχθεί ανεξέλεγκτα

Σημειώσεις

1 Naomi Klein, Το δόγμα του σοκ, Λιβάνης Αθήνα 2010, σελ. 518. μετάφραση Άγγελος Φιλιππάτος.
2 Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Μίλτον Φρίντμαν στη Wall Street Journal, αμέσως μετά την καταστροφή της Νέας Ορλεάνης από τον Τυφώνα Κατρίνα, δεν ήταν μόνο μια καταστροφή, αλλά και «μια ευκαιρία». Η καταστροφή της Νέας Ορλεάνης δεν ήταν μόνο το αποτέλεσμα ενός ακραίου καιρικού φαινομένου (συνέπεια της κλιματικής αλλαγής), αλλά και το αποτέλεσμα της διακοπής της χρηματοδότησης από την κυβέρνηση Μπους προγραμμάτων και έργων για την άμβλυνση των καταστροφών. Για παράδειγμα, τα φράγματα του ποταμού κατέρρευσαν επειδή δεν είχαν συντηρηθεί. Και βέβαια μετά την καταστροφή, ακολούθησε ένα όργιο εκμετάλλευσης των κατεστραμμένων περιοχών και ραγδαίας αλλαγής των κοινωνικών τους χαρακτηριστικών. Οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις εκδίωξαν τους φτωχούς από τις περιοχές τους. Για την καταστροφή στη Νέα Ορλεάνη και όσα ακολούθησαν, χρήσιμο παραμένει το βιβλίο της Naomi Klein, Το δόγμα του σοκ, ό.π., σσ. 544-560. Η Naomi Klein αναφέρει επίσης και την περίπτωση της Σρι Λάνκα, οι ακτές της οποίας σαρώθηκαν από τσουνάμι το 2004 (όπως και της Ινδονησίας και των Μαλδίβων). Κι εκεί ακολουθήθηκε η ίδια ακριβώς λογική για την αποκατάσταση ως ευκαιρία κερδοφορίας του κεφαλαίου. Τα σχέδια που υλοποιήθηκαν είχαν σαν έναν από τους βασικούς τους στόχους να εκδιώξουν τους φτωχούς ψαράδες από τις ακτές. Naomi Klein, Ό.π., σσ. 517-543.
3 Σε ρεπορτάζ κάποιου καναλιού ένας άνθρωπος, του οποίου το σπίτι είχε καεί ολοσχερώς, έλεγε ήρεμα, ότι αυτό το σπίτι το είχε χτίσει με δουλειά τριάντα χρόνων και με δάνεια που είχε καταφέρει να τα ξεπληρώσει κι ότι τώρα, αν και του ήταν δύσκολο να ξαναρχίσει απ’ την αρχή, θα το προσπαθήσει. Αλλά εκείνο που του φαινόταν αδιανόητο και πιο οδυνηρό, ήταν ότι μαζί με το σπίτι του κάηκαν όλες οι φωτογραφίες των παιδιών του, από την παιδική τους ηλικία μέχρι τώρα. Θυμήθηκα κάτι ανάλογο που έχω ακούσει από πολλούς πρόσφυγες. Έχοντας διασχίσει σύνορα θανάτου κι έχοντας υποστεί τεράστια σωματική, ψυχολογική και ηθική βία, οι πρόσφυγες αυτοί δεν μπορούσαν να αντέξουν το γεγονός ότι οι συνοριοφύλακες τους είχαν κλέψει/καταστρέψει τα κινητά τους τηλέφωνα, μέσα στα οποία είχαν τις «αναμνήσεις όλης τους της ζωής». Βάζω τη φράση σε εισαγωγικά γιατί σε όλες τις περιπτώσεις ειπώθηκε ακριβώς έτσι.
4 Για το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και τις συνέπειες, η αρθρογραφία και βιβλιογραφία είναι τεράστια. Ενδεικτικά να αναφέρουμε: Daniel Tanuro, «Μεγα-πυρκαγιές Αυστραλίας: Ένα κλιματικό «tipping point» μπροστά στα μάτια μας», Περιοδικό Τέσσερα, 19 Ιανουαρίου 2020, https://tpt4.org/2020/01/19/%ce%b1%cf%85%cf%83%cf%84%cf%81%ce%b1%ce%bb%ce%af%ce%b1-%cf%86%cf%89%cf%84%ce%b9%ce%ad%cf%82-%ce%ad%ce%bd%ce%b1-%ce%ba%ce%bb%ce%b9%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c-%ce%ac%ce%bb%ce%bc%ce%b1/. Jonathan Neale, «Κλιματική αλλαγή και σοσιαλιστές», e la libertà, 22 Ιουλίου 2020, https://www.elaliberta.gr/%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%B2%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CE%BD/6558-%CE%BA%CE%BB%CE%B9%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B3%CE%AE-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%83%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AD%CF%82. Daniel Tanuro, «Πλημμύρες: δεν πρόκειται για φυσική καταστροφή», e la libertà, 21 Ιουλίου 2021, https://www.elaliberta.gr/%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%B2%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CE%BD/7554-%CF%80%CE%BB%CE%B7%CE%BC%CE%BC%CF%8D%CF%81%CE%B5%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CF%80%CF%81%CF%8C%CE%BA%CE%B5%CE%B9%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%86%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%AE-%CF%84%CE%BF%CF%85-daniel-tanuro. Daniel Tanuro, «Στο χείλος του γκρεμού: το σενάριο της κλιματικής αλλαγής που παραμελείται», Περιοδικό Τέσσερα, 10 Αυγούστου 2021, https://tpt4.org/2021/08/10/%ce%ba%ce%bb%ce%af%ce%bc%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%bf-%cf%87%ce%b5%ce%af%ce%bb%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b3%ce%ba%cf%81%ce%b5%ce%bc%ce%bf%cf%8d/.

 

Πηγή: elaliberta.gr




Στο χείλος του γκρεμού: τι δεν βλέπει η διακυβερνητική ομάδα εμπειρογνωμόνων

Aναδημοσίευση από το commune.org.gr

Daniel Tanuro

Η Ομάδα εργασίας 1 της διακυβερνητικής ομάδας εμπειρογνωμόνων (IPCC) παρουσίασε την έκθεσή της για τα δεδομένα των φυσικών επιστημών σχετικά με την κλιματική κρίση (συμβολή στην έκτη έκθεση εκτίμησης για το κλίμα, που αναμένεται για τις αρχές του 2022). Η έκθεση (διαβάστε την εδώ) και η σύνοψή της είναι γραμμένες με το συγκεκριμένο στυλ και το λεξιλόγιο των επιστημονικών δημοσιεύσεων που κάνουν αντικειμενικές διαπιστώσεις. Ωστόσο, ποτέ μια έκθεση εμπειρογνωμόνων της παγκόσμιας υπερθέρμανσης δεν άφησε να διαφανεί σε αυτό τον βαθμό η αγωνία που προκαλεί η ανάλυση των γεγονότων υπό το φως των απαράβατων νόμων της φυσικής.

Φοβερές προοπτικές…

Η αγωνία απορρέει κατ’ αρχήν από το πλαίσιο: οι φοβερές πλημμύρες και πυρκαγιές που σπέρνουν την απόγνωση, τον θάνατο και τον τρόμο στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη συγκεκριμενοποιούν αυτό ενάντια στο οποίο η IPCC προειδοποιεί εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, και για το οποίο οι κυβερνήσεις δεν έχουν κάνει τίποτα, ή σχεδόν τίποτα. Απορρέει επίσης από τις τεράστιες διαστάσεις της διαπίστωσης: ακόμα και αν η συνάντηση κορυφής COP26 (στη Γλασκώβη, τον Νοέμβριο) αποφάσιζε να εφαρμόσει το πιο ριζοσπαστικό από τα σενάρια σταθεροποίησης που έχουν μελετήσει οι κλιματολόγοι, δηλαδή εκείνο που εξασφαλίζει την ταχύτερη μείωση των εκπομπών του CO2 και ακυρώνει τις καθαρές παγκόσμιες εκπομπές το αργότερο το 2060 (ενώ ταυτόχρονα μειώνει επίσης τις εκπομπές των άλλων αερίων του θερμοκηπίου), η ανθρωπότητα επρόκειτο να αντιμετωπίσει φοβερές προοπτικές. Συνοπτικά:

• Το ανώτατο όριο που όρισε το Παρίσι θα ξεπερνιόταν. Η μέση θερμοκρασία της επιφάνειας του πλανήτη θα αυξανόταν πιθανόν κατά 1,6°C (+/-0,4) μεταξύ του 2041 και του 2060 (σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο) για να ξανακατέβει μεταξύ 2081 και 2100 στο 1,4°C (+/-0,4).
• Προσοχή: Δεν πρόκειται παρά για μέσους όρους: είναι σχεδόν βέβαιο ότι η θερμοκρασία στη Γη θα αυξηθεί ταχύτερα από ό,τι στην επιφάνεια των ωκεανών (πιθανόν 1,4 έως 1,7 φορές ταχύτερα). Είναι επίσης σχεδόν βέβαιο ότι η Αρκτική θα συνεχίσει να θερμαίνεται πιο γρήγορα από την μέση παγκόσμια (πολύ πιθανόν πάνω από δύο φορές πιο γρήγορα).
• Μερικές περιοχές μεσαίου γεωγραφικού πλάτους και μισο-άγονες, καθώς και η περιοχή των μουσώνων στη Νότια Αμερική, θα έχουν το ρεκόρ αύξησης της θερμοκρασίας κατά τις πιο ζεστές μέρες (1,5 έως 2 φορές πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο), ενώ η Αρκτική θα έχει το ρεκόρ των αυξήσεων της θερμοκρασίας κατά τις πιο κρύες ημέρες (3 φορές πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο).
• Είναι πολύ πιθανό ότι η πρόσθετη υπερθέρμανση (σε σχέση με το σημερινό 1,1°C) θα εντείνει τις ακραίες πλημμύρες και θα αυξήσει τη συχνότητά τους (σε παγκόσμιο επίπεδο, 7% των πρόσθετων βροχών για 1,1°C υπερθέρμανσης). Ίδια αυξητική τάση για τη συχνότητα των έντονων τροπικών κυκλώνων (κατηγορίας 4-5) και την ισχύ τους. Οι έντονες βροχοπτώσεις και οι συναφείς πλημμύρες θα ενταθούν και θα γίνουν πιο συχνές στις περισσότερες περιοχές της Αφρικής και της Ασίας, της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης. Οι αγροτικές και οι οικολογικές ξηρασίες θα είναι επίσης πιο σοβαρές και συχνές σε ορισμένες περιοχές, σε όλες τις ηπείρους εκτός από την Ασία, σε σχέση με την περίοδο 1850-1900.
• Είναι ευνόητο ότι αυτή η πρόσθετη υπερθέρμανση (0,5°C+/-0,4 σε σχέση με σήμερα) θα συνεχίσει να μεγεθύνει το λιώσιμο του περμαφρόστ, και άρα την απελευθέρωση μεθανίου. Αυτή η θετική ανάδραση της υπερθέρμανσης δεν έχει ενσωματωθεί πλήρως στα μαθηματικά μοντέλα (που, παρά τις αυξανόμενες τελειοποιήσεις τους, συνεχίζουν κατά συνέπεια να υποτιμούν την πραγματικότητα).
• Η υπερθέρμανση των ωκεανών στο υπόλοιπο του 21ου αιώνα θα είναι πιθανόν 2 μέχρι 4 φορές πιο μεγάλη από ό,τι στην περίοδο 1971-2018. Η διαστρωμάτωση, η οξίνιση και η αποξυγόνωση των ωκεανών θα συνεχίσει να αυξάνεται. Αυτά τα τρία φαινόμενα έχουν αρνητικές συνέπειες για τη θαλάσσια ζωή. Θα χρειαστούν χιλιάδες χρόνια για να αναστραφούν.
• Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι παγετώνες των βουνών και της Γροιλανδίας θα συνεχίσουν να λιώνουν για δεκαετίες, και είναι πιθανόν ότι το λιώσιμο θα συνεχιστεί και στην Ανταρκτική.
• Είναι επίσης σχεδόν βέβαιο ότι η στάθμη των ωκεανών θα ανέβει κατά 0,28 μέχρι 0,55 μέτρα στον 21ο αιώνα, σε σχέση με την περίοδο 1995-2014. Στα 200 προσεχή χρόνια, θα συνεχίσει πιθανόν να ανεβαίνει -από 2 μέχρι 3 μέτρα- και αυτό θα συνεχιστεί και μετά. Συνέπεια αυτού θα είναι ότι, στα μισά από τα μέρη που διαθέτουν παλιρροιόμετρα, τα γεγονότα ακραίων παλιρροιών που παρατηρούνταν μια φορά κάθε αιώνα στο πρόσφατο παρελθόν θα παρατηρούνται τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο, αυξάνοντας έτσι τη συχνότητα των πλημμυρών στις περιοχές με χαμηλές ακτές.
• Γεγονότα όχι πολύ πιθανά αλλά με τεράστιες συνέπειες θα μπορούσαν να συμβούν σε παγκόσμιο και σε τοπικό επίπεδο, ακόμα και αν η υπερθέρμανση παρέμενε μέσα στα πιθανά όρια του ριζοσπαστικού σεναρίου (+1,6° +/-0,4°C). Ακόμα και με αυτό το σενάριο του 1,5°C, δεν μπορούν να αποκλειστούν απότομες εξελίξεις και καταστάσεις χωρίς επιστροφή – όπως μια πιο μεγάλη τήξη της Ανταρκτικής και ο θάνατος των δασών.
• Ένα από αυτά τα όχι πολύ πιθανά αλλά δυνατά γεγονότα είναι η κατάρρευση του ωκεανικού Ρεύματος που αποκαλείται AMOC (Atlantic Meridional Overturning Circulation). Η αποδυνάμωσή του είναι πολύ πιθανή κατά τον 21ο αιώνα, αλλά η έκταση του φαινομένου αποτελεί ερωτηματικό. Μια κατάρρευση θα προκαλούσε πολύ πιθανόν εξελίξεις χωρίς επιστροφή στο κλίμα περιοχών και στον κύκλο του νερού, όπως μετατόπιση προς τον νότο της ζώνης των τροπικών βροχοπτώσεων και αποδυνάμωση των μουσώνων στην Αφρική και στην Ασία. Ενίσχυση των μουσώνων στο νότιο ημισφαίριο και αποξήρανση της Ευρώπης.

…στην καλύτερη των περιπτώσεων;

Αυτή η έκθεση υποχρεώνει να κοιτάξουμε την πραγματικότητα κατάφατσα: είμαστε στη κυριολεξία στο χείλος του γκρεμού. Και αυτό επειδή, το επαναλαμβάνουμε και το τονίζουμε:

1) οι προβλέψεις οι σχετικές με την άνοδο των ωκεανών δεν ενσωματώνουν τα φαινόμενα αποσάθρωσης των παγετώνων, που είναι μη-γραμμικά και άρα μη μοντελοποιήσιμα, και μπορούν εν δυνάμει να μεταβάλουν πολύ γρήγορα την καταστροφή σε κατακλυσμό.

2) Ό,τι έχουμε απαριθμήσει παραπάνω είναι αυτό που θα συμβεί, σύμφωνα με την IPCC, στην περίπτωση που οι κυβερνήσεις του πλανήτη θα αποφάσιζαν να εφαρμόσουν το πιο ριζοσπαστικό από τα σενάρια μείωσης των εκπομπών που έχουν μελετηθεί από τους επιστήμονες, το σενάριο που στοχεύει να μην ξεπεραστεί (υπερβολικά) η άνοδος της θερμοκρασίας κατά 1,5°C σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή.

Η λεπτομερής περιγραφή των συνεπειών των άλλων σεναρίων θα βάραινε χωρίς λόγο αυτό το κείμενο. Ας αρκεστούμε σε μια ένδειξη, που αφορά τη στάθμη των θαλασσών: στο σενάριο business as usual, «δεν αποκλείεται» μια άνοδος 2 μέτρων το 2100 και 5 μέτρων το 2150. Μακροπρόθεσμα, σε ένα διάστημα δύο χιλιάδων ετών, για υπερθέμανση 5°C, οι θάλασσες θα ανέβαιναν αναπόφευκτα και ανεπιστρεπτί (στην ανθρώπινη κλίμακα του χρόνου) από …18 μέχρι 22 μέτρα!

Ας ξαναπάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Αυτό που δεν κάνουν οι κυβερνήσεις είναι να εφαρμόσουν το πιο ριζοσπαστικό από τα σενάρια που τους προτείνονται. Τα σημερινά σχέδιά τους για το κλίμα (οι «εθνικά καθοριζόμενες συμβολές») μας οδηγούν σε υπερθέρμανση 3,5°C. Εκατό μέρες πριν από τη συνάντηση κορυφής 3,5°C, μόνο μερικοί εταίροι «έχουν ανεβάσει τις φιλοδοξίες τους»…χωρίς όμως να φτάνουν, και μάλιστα απέχουν πάρα πολύ, τα αναγκαία επίπεδα μειώσεων των εκπομπών. Έτσι, η «κλιματική πρωταθλήτρια» ΕΕ δηλώνει στόχο μείωσης κατά 55% το 2030, ενώ θα χρειαζόταν 65%.

Ένα ζήτημα απλών μαθηματικών,
και το πολιτικό του συμπέρασμα

Η Γκρέτα Τούνμπεργκ δήλωσε κάποτε ότι «η κλιματική και οικολογική κρίση δεν μπορεί απλούστατα να λυθεί πια μέσα στο πλαίσιο των παρόντων πολιτικών και οικονομικών συστημάτων. Αυτό δεν είναι μια άποψη, είναι ζήτημα απλών μαθηματικών». Έχει απόλυτο δίκιο. Αρκεί να παραθέσουμε τους αριθμούς για να το διαπιστώσουμε:

1) Ο κόσμος εκπέμπει περίπου 40 GT του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) ετησίως.
2) ο «προϋπολογισμός άνθρακα» (η ποσότητα CO2 που μπορούμε ακόμα να εκπέμψουμε παγκοσμίως για να μην ξεπεράσουμε το 1,5°C) δεν είναι πια παρά 500 Gt (για μια πιθανότητα επιτυχίας της τάξης του 50% – για 83%, είναι 300Gt).
3) Σύμφωνα με την ειδική έκθεση 1,5°C της IPCC, η επίτευξη μηδενικών καθαρών εκπομπών CO2 το 2050 απαιτεί να μειώσουμε τις παγκόσμιες εκπομπές κατά 59% πριν το 2030 (κατά 65% στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, εξαιτίας των ιστορικών τους ευθυνών).
4) Το 80% αυτών των εκπομπών οφείλονται στην καύση ορυκτών καυσίμων που, παρά τις πολιτικο-επικοινωνιακές τυμπανοκρουσίες για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων, κάλυπταν το 2019… το 84% (!) των ενεργειακών αναγκών της ανθρωπότητας.
5) Οι κλάδοι που σχετίζονται με τα ορυκτά καύσιμα (ορυχεία, πετρελαιαγωγοί, διυλιστήρια, τέρμιναλ φυσικού αερίου, σταθμοί ηλεκτρικού ρεύματος, αυτοκινητοβιομηχανίες κ.λπ.) -η κατασκευή των οποίων δεν υποχωρεί, η σχεδόν δεν υποχωρεί!- είναι βαρείς εξοπλισμοί, στους οποίους το κεφάλαιο επενδύει με ορίζοντα καμιά σαρανταριά χρόνια. Το υπερ-συγκεντρωτικό τους δίκτυο δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις ανανεώσιμες (απαιτούν ένα άλλο, αποκεντρωμένο ενεργειακό σύστημα): αυτό πρέπει να καταστραφεί πριν την απόσβεσή του από τους καπιταλιστές, και τα αποθέματα άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου πρέπει να μείνουν κάτω από τη γη.

Κατά συνέπεια, γνωρίζοντας ότι τρία δισεκατομμύρια ανθρώπινων όντων στερούνται τα βασικά και ότι το 10% των πιο πλούσιων του πληθυσμού εκπέμπει πάνω από το 50% του συνολικού CO2, το συμπέρασμα είναι αναπόφευκτο: Το να αλλάξουμε ενεργειακό σύστημα για να μείνουμε κάτω από 1,5°C ενώ παράλληλα αφιερώνουμε περισσότερη ενέργεια για να ικανοποιήσουμε τα νόμιμα δικαιώματα των απόκληρων είναι κάτι απολύτως ασύμβατο με τη συνέχιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης που γεννάει οικολογικές καταστροφές και αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες.

Η καταστροφή δεν μπορεί να σταματήσει με τρόπο αντάξιο της ανθρωπότητας παρά μέσω μιας διπλής κίνησης που συνίσταται στη μείωση της συνολικής παραγωγής και στον ριζικό της αναπροσανατολισμό στην υπηρεσία των πραγματικών ανθρώπινων αναγκών, εκείνων της πλειοψηφίας, που καθορίζονται δημοκρατικά. Αυτή η διπλή κίνηση περνάει αναγκαστικά από τη κατάργηση των άχρηστων και επιζήμιων προϊόντων και από την απαλλοτρίωση των καπιταλιστικών μονοπωλίων –πριν απ’ όλα, στην ενέργεια, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στον αγροβιομηχανικό τομέα. Περνάει επίσης από μια δρακόντεια μείωση των καταναλωτικών υπερβολών των πλουσίων. Με άλλα λόγια, η εναλλακτική λύση είναι δραματικά απλή: ή η ανθρωπότητα θα αφανίσει τον καπιταλισμό, ή ο καπιταλισμός θα αφανίσει εκατομμύρια αθώων προκειμένου να συνεχίσει τη βάρβαρη πορεία του πάνω σε ένα ακρωτηριασμένο, και ίσως μη βιώσιμο πλανήτη.

Οι ληστές ενωμένοι
 για τις «τεχνολογίες αρνητικών εκπομπών»

Είναι ευνόητο ότι οι άρχοντες του κόσμου δεν έχουν καμιά διάθεση να αφανίσουν τον καπιταλισμό… Τότε, τι θα κάνουν; Ας αφήσουμε στην άκρη τους κλιματο-αρνητές του είδους Τραμπ, αυτούς τους οπαδούς του Μάλθους που ποντάρουν σε ένα ορυκτό νεοφασισμό, σε μια βουτιά στη πλανητική βαρβαρότητα στην πλάτη των φτωχών. Ας αφήσουμε στην άκρη τους Musk και τους Bezos, αυτούς τους χυδαίους δισεκατομμυριούχους που ονειρεύονται να εγκαταλείψουν το καράβι Γη που δεν είναι πια βιώσιμο εξαιτίας της απληστίας που χαρακτηρίζει αυτά τα καπιταλιστικά τρωκτικά. Ας επικεντρωθούμε στους άλλους, τους πιο πονηρούς, εκείνους και εκείνες -τους Μακρόν, Μπάιντεν, Φον ντερ Λάιεν, Τζόνσον, Σι Ζιπινγκ…- που θα τσακωθούν μεταξύ τους σαν ληστές προκειμένου η συμφωνία της Γλασκώβης να τους ευνοήσει απέναντι στους ανταγωνιστές τους, αλλά που θα μονιάσουν μπροστά στα ΜΜΕ για να προσπαθήσουν να μας πείσουν ότι «όλα είναι υπό έλεγχο».

Τι προτείνουν αυτοί οι κύριοι και κυρίες για να αποφύγουν την παραπάνω εναλλακτική λύση; Καταρχάς, βεβαίως, την ενοχοποίηση των καταναλωτών, που διατάσσονται «να αλλάξουν τις συμπεριφορές τους»… επί ποινή κυρώσεων. Κατόπιν, ένα σύνολο κόλπων και τεχνασμάτων ,μερικά από τα οποία είναι ξεκάθαρα χονδροειδή (όπως π.χ. να μη λαμβάνονται υπόψη οι εκπομπές των αεροπορικών και θαλάσσιων μεταφορών), και άλλα πιο εκλεπτυσμένα -αλλά όχι πιο αποτελεσματικά (για παράδειγμα, ο ισχυρισμός ότι η φύτευση δέντρων-στον παγκόσμιο Νότο- θα επέτρεπε να απορροφηθεί αρκετό διοξείδιο του άνθρακα για να αντισταθμιστούν μόνιμα οι εκπομπές ορυκτού CO2 στις χώρες του Βορρά). Όμως, πέρα από αυτά τα κολπάκια και τα τεχνάσματα, όλοι αυτοί οι πολιτικοί διαχειριστές του κεφαλαίου πιστεύουν απόλυτα (ή καμώνονται πως πιστεύουν) εφεξής σε μια θαυματουργή λύση: την αύξηση του μεριδίου των «τεχνολογιών χαμηλού άνθρακα» (κωδική ονομασία της πυρηνικής ενέργειας, ειδικά των «μικροσταθμών») και, κυρίως, την ανάπτυξη των επιλεγόμενων «τεχνολογιών αρνητικών εκπομπών» (TEN – ή CDR, για Carbon Dioxyde Removal), που θεωρούνται ότι ψύχουν το κλίμα αφαιρώντας από την ατμόσφαιρα τεράστιες ποσότητες CO2 που προορίζονται να αποθηκευθούν κάτω από τη γη. Πρόκειται για την επιλεγόμενη υπόθεση του «προσωρινού ξεπεράσματος του ορίου επικινδυνότητας» του 1,5°C.

Σχετικά με την πυρηνική ενέργεια, δεν έχει νόημα να επεκταθούμε μετά από αυτό που έγινε στη Φουκουσίμα. Όσο για τις «τεχνολογίες αρνητικών εκπομπών», οι περισσότερες δεν υπάρχουν παρά στο στάδιο του πρωτοτύπου ή της επίδειξης, και οι κοινωνικές και οικολογικές τους συνέπειες υπόσχονται να είναι επικίνδυνες (θα επανέλθουμε πιο πέρα). Όπως και να ’χει: θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε πως θα σώσουν το παραγωγικίστικο/καταναλωτικίστικο σύστημα και ότι η ελεύθερη αγορά θα αναλάβει να τις αναπτύξει. Στην πραγματικότητα, αυτό το σενάριο επιστημονικης φαντασίας δεν στοχεύει πριν απ’ όλα να σώσει τον πλανήτη: στοχεύει πριν απ’ όλα να σώσει την ιερή αγελάδα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και να προστατεύσει τα κέρδη των μεγαλύτερων υπευθύνων αυτής της καταστροφής: τις πολυεθνικές του πετρελαίου, του άνθρακα, του φυσικού αερίου και της αγροβιομηχανίας.

Η IPCC μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας

Και τι πιστεύει η IPCC γι’ αυτή την τρέλα; Οι στρατηγικές προσαρμογής και μετριασμού των εκπομπών δεν περιλαμβάνονται στις αρμοδιότητες της Ομάδας εργασίας 1. Ωστόσο, αυτή επεξεργάζεται επιστημονικές θέσεις που λαμβάνονται υπόψη από τις άλλες ομάδες εργασίας. Όσον αφορά τις θέσεις, φροντίζει να μην υψώσει τον τόνο. Η Σύνοψη γι’ αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις λέει τα εξής:
«Η αφαίρεση από την ατμόσφαιρα CO2 (Carbon dioxyde removal, CDR) έχει τη δυνατότητα να εξαλείψει CO2 από την ατμόσφαιρα και να το αποθηκεύσει επί μακρόν (sic) σε ταμιευτήρες (υψηλός βαθμός εμπιστοσύνης)». Το κείμενο συνεχίζει λέγοντας ότι «το CDR στοχεύει να αντισταθμίσει τις υπολειπόμενες εκπομπές για να φτάσει στην καθαρή μηδενική εκπομπή CO2  ή, αν εφαρμοστεί σε μια κλίμακα στην οποία οι απορροφήσεις ξεπερνούν τις εκπομπές, για να κατεβάσει τη θερμοκρασία επιφάνειας».

Είναι φανερό ότι η σύνοψη της Ομάδας εργασίας 1 επικροτεί την ιδέα ότι οι τεχνολογίες αρνητικών εκπομπών θα μπορούσαν να αναπτυχθούν μόνο για να συλλάβουν τις «υπολειπόμενες εκπομπές» των τομέων όπου η απο-ανθρακοποίηση είναι τεχνικά δύσκολη (για παράδειγμα η αεροπορία): θα μπορούσαν επίσης να εφαρμοστούν σε μαζική κλίμακα, για να αντισταθμίσουν το γεγονός ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός, για λόγους που δεν είναι «τεχνικοί» αλλά σχετίζονται με τα κέρδη, αρνείται να εγκαταλείψει τα ορυκτά καύσιμα. Το κείμενο συνεχίζει πλέκοντας το εγκώμιο των πλεονεκτημάτων αυτής της μαζικής ανάπτυξης ως μέσου για την επίτευξη καθαρών αρνητικών εκπομπών στο δεύτερο μισό του αιώνα:

«To CDR που οδηγεί σε παγκόσμιες καθαρές αρνητικές εκπομπές θα μείωνε τη συγκέντρωση ατμοσφαιρικού CO2 και θα ανέστρεφε την οξύνιση της επιφάνειας των ωκεανών (υψηλός βαθμός εμπιστοσύνης)».

Η σύνοψη διατυπώνει μια επιφύλαξη, αλλά αυτή είναι σιβυλλική: «Οι τεχνολογίες CDR μπορούν να έχουν επιπτώσεις που εν δυνάμει επεκτείνονται στους βιογεωχημικούς κύκλους και στο κλίμα, πράγμα που μπορεί είτε να αποδυναμώσει είτε να ενισχύσει τη δυνατότητα αυτών των μεθόδων να εξαλείψουν CO2 και να περιορίσουν την υπερθέρμανση, και μπορεί επίσης να επηρεάσει τη διαθεσιμότητα και την ποιότητα του νερού, τη διατροφική παραγωγή και τη βιοποικιλότητα (υψηλός βαθμός εμπιστοσύνης)».

Είναι ξεκάθαρο πως δεν είναι βέβαιο ότι οι TEN είναι τόσο αποτελεσματικές όσο τις παρουσιάζουν, και μερικές “συνέπειες” θα μπορούσαν «να αποδυναμώσουν τη δυνατότητά τους να εξαλείψουν το CO2». Το τελευταίο τμήμα αυτής της φράσης κάνει αναφορά στις κοινωνικές και οικολογικές επιπτώσεις: η βιοενέργεια με σύλληψη και παγίδευση του άνθρακα (μέχρι σήμερα, η πιο ώριμη από τις TEN) δεν θα μπορούσε να μειώσει αισθητά την ατμοσφαιρική συγκέντρωση CO2 παρά μόνο αν μια επιφάνεια ίση με πάνω από το ένα τέταρτο των σήμερα μόνιμα καλλιεργούμενων γαιών χρησιμοποιείτο για να παράγει ενεργειακή βιομάζα -σε βάρος των αποθεμάτων νερού, της βιοποικιλότητας, και/ή της διατροφής του παγκόσμιου πληθυσμού (βλέπε σχετικά με αυτό τη συζήτηση στο βιβλίο μου «Trop tard pour être pessimistes », Ed. textuel, 2020).

’Ετσι, από τη μια η Ομάδα εργασίας 1 της IPCC βασίζεται στους νόμους της φυσικής του κλιματικού συστήματος για να μας πει ότι είμαστε στο χείλος του γκρεμού, έτοιμοι να περάσουμε ανεπιστρεπτί σε έναν αδιανόητο κατακλυσμό. Και από την άλλη, αντικειμενοποιεί και καθιστά κοινότοπη την πολιτικο-τεχνολογική φυγή προς τα εμπρός με την οποία ο καπιταλισμός αποπειράται, για μίαν ακόμα φορά, να απομακρύνει τον ασυμφιλίωτο ανταγωνισμό μεταξύ της δικής του λογικής της απεριόριστης συσσώρευσης του κέρδους και του πεπερασμένου του πλανήτη. «Ποτέ μια έκθεση της IPCC δεν άφησε να διαφανεί σε αυτόν το βαθμό η αγωνία που προκαλεί η επιστημονική ανάλυση των γεγονότων υπό το φως των απαράβατων νόμων της φυσικής», γράφαμε στην αρχή αυτού του άρθρου. Ποτέ επίσης μια τέτοια έκθεση δεν θα καταδείκνυε τόσο καθαρά ότι μια επιστημονική ανάλυση που αντιμετωπίζει τη φύση σαν μηχανισμό και τους νόμους του κέρδους σαν φυσικούς νόμους δεν είναι επιστήμη αλλά επιστημονισμός, δηλαδή, τουλάχιστον εν μέρει, ιδεολογία.

Πρέπει λοιπόν να διαβάσουμε την έκθεση της Ομάδας εργασίας 1 της IPCC έχοντας κατά νου ότι είναι ταυτόχρονα το καλύτερο και το χειρότερο πράγμα. Το καλύτερο, επειδή προσφέρει μια αυστηρή διάγνωση από την οποία μπορούμε να αντλήσουμε θαυμάσια επιχειρήματα για να θέσουμε υπό κατηγορία τους κατέχοντες και τους πολιτικούς τους εκπροσώπους. Το χειρότερο, επειδή σπέρνει ταυτόχρονα τον φόβο και την ανημποριά… από τις οποίες επωφελούνται οι κατέχοντες, την ίδια ώρα που η διάγνωση τους θέτει υπό κατηγορία! Η επιστημονίστικη ιδεολογία της πνίγει το κριτικό πνεύμα μέσα σε έναν χείμαρρο «δεδομένων». Αποστρέφει έτσι το βλέμμα από τις συστημικές αιτίες, με αποτέλεσμα δύο συνέπειες: 1) να επικεντρώνεται η προσοχή πάνω στις «αλλαγές της συμπεριφοράς» και στις λοιπές ατομικές χειρονομίες -γεμάτες από καλή θέληση αλλά δραματικά ανεπαρκείς, 2) αντί να βοηθάει να καλυφθεί η απόσταση ανάμεσα στην οικολογική και στη κοινωνική συνείδηση, ο επιστημονισμός τη συντηρεί.

Η οικολογικοποίηση του κοινωνικού και η κοινωνικοποίηση της οικολογίας αποτελεί τη μόνη στρατηγική που μπορεί να σταματήσει την καταστροφή και να κάνει να αναγεννηθεί η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Μια ζωή φροντίδας για τους ανθρώπους και τα οικοσυστήματα, σήμερα αλλά και με ένα μακροπρόθεσμο όραμα. Μια ζωή που τα σενάρια της IPCC ποτέ δεν μοντελοποιούν, όπου η παραγωγή αξιών χρήσης για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών, δημοκρατικά καθορισμένων και με σεβασμό στη φύση, αντικαθιστά την παραγωγή εμπορευμάτων για το κέρδος μιας μειοψηφίας.

Μετάφραση-επιμέλεια: Γιώργος Μητραλιάς
*Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα www.contra-xreos.gr Το κείμενο αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της βελγικής Gauche anticapitaliste στις 9 Αυγούστου 2021




Παράδοση ειδών πρώτης ανάγκης στο Ολυμπιακό χωριό και στο camp Μαλακάσας

Την Κυριακή 8/8 και την Δευτέρα 9/8 συλλέξαμε είδη πρώτης ανάγκης, φάρμακα και τρόφιμα στο Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν συγκινητική!
Παραδώσαμε στο Ολυμπιακό χωριό: κούτες με φάρμακα που είχαν μεγάλη ανάγκη, κρέμες για εγκαύματα, γάζες, ορούς, ισοτονικά + energy drinks, μωρομάντηλα, νερά, σνακς πχ κρουασάν/κριτσίνια/κονσέρβες/μπισκότα.

Μετά από την παράδοση φαρμάκων και ειδών πρώτης ανάγκης στο Ολυμπιακό Χωριό από όπου στέλνονται σε πυροσβέστες/εθελοντές/τριες και κατοίκους στις πληγείσες περιοχές, σε συνεργασία με μέλη της Αφγανικής Κοινότητας φτάσαμε στο προσφυγικό camp της Μαλακάσας, στο οποίο βρίσκονται περισσότεροι από 3000 άνθρωποι και είχε εκκενωθεί λόγω της πυρκαγιάς, ανταποκρινόμενοι/ες στις τεράστιες ανάγκες και παραδώσαμε pampers, βρεφικά γάλατα και κρέμες, μωρομάντηλα, είδη υγιεινής, νερά καθώς και παιδικά ρούχα.

Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών

Κίνηση «Απελάστε τον Ρατσισμό»




Αντιπροσωπεία της ΠΕΝΕΝ στην κατεστραμμένη Βόρεια Εύβοια

Παράδοση υγειονομικού υλικού

Δελτίο Τύπου της ΠΕΝΕΝ

Κλιμάκιο της ΠΕΝΕΝ αποτελούμενο από τον Γενικό Γραμματέα Χρήστο Βιτουλαδίτη και το μέλος του Δ.Σ της Ένωσής μας Γιάννη Μπασιώτη πραγματοποίησαν επίσκεψη σε χωριά της Βόρειας Εύβοιας και παρέδωσαν υγειονομικό υλικό προσφορά των μελών μας ως έμπρακτη αλληλεγγύη στους πληγέντες της πυρκαγιάς.

Οι ευθύνες τόσο της σημερινής κυβέρνησης όσο και των προηγούμενων είναι τεράστιες και η ανεπάρκεια των πολιτικών τους (στην πρόληψη, στην ενίσχυση της πυροπροστασίας, στην ανάγκη ενίσχυσης σε προσωπικό, σε εναέρια και επίγεια πυροσβεστικά μέσα και στην διάθεση κονδυλίων για την προστασία της χώρας μας, του φυσικού περιβάλλοντος και των λαϊκών περιουσιών) είναι η βασική αιτία των επαναλαμβανόμενων καταστροφών!

Στην διάρκεια της ολοήμερης παρουσίας τους στην Βόρεια Εύβοια επισκέφτηκαν χωριά και περιοχές που κατέστρεψε η πύρινη λαίλαπα, είχαν την ευκαιρία να συνομιλήσουν με τοπικούς φορείς και κατοίκους της περιοχής, το Πυροσβεστικό Σώμα και ομάδες εθελοντών που δραστηριοποιήθηκαν και έδωσαν την δική τους μάχη για την κατάσβεση της φωτιάς.

Επίσης πήγαν στα μέτωπα που μαίνεται ακόμη η πυρκαγιά.

Παρέδωσαν το υγειονομικό υλικό άμεσα στους ίδιους τους φορείς της περιοχής.

Στις συναντήσεις αυτές το κλιμάκιο της ΠΕΝΕΝ τόνισε την ανάγκη το οργανωμένο λαϊκό και εργατικό κίνημα να αναδείξει και να παλέψει για ουσιαστικά μέτρα για την πρόληψη και την ενίσχυση της πυροπροστασίας και την θωράκιση της χώρας.

Από τις επαφές αυτές αναδείχθηκε η αποσπασματικότητα και η ανεπάρκεια των κυβερνητικών μέτρων που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης και τα οποία δεν καλύπτουν τις τρομακτικές ανάγκες που δημιούργησε η καταστροφική πυρκαγιά.

Από αυτή την άποψη επισημάνθηκε ότι τα μέτρα πρέπει να κινούνται στα πλαίσια ενός σχεδίου που θα στηρίζουν αποτελεσματικά τους πληγέντες στην Β. Εύβοια και σε ολόκληρη τη χώρα, πρέπει να αποσκοπούν στην πραγματική στήριξη και ανακούφιση των πληγέντων, στην αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος και όλες οι δασικές εκτάσεις να κηρυχθούν αναδασωτέες.

Το ίδιο αφορά την ανάγκη να δρομολογηθούν όλα τα απαραίτητα αντιπλημμυρικά μέτρα για να αποτραπεί μία νέα καταστροφή.

Η ΠΕΝΕΝ, σε συνεργασία με διάφορους λαϊκούς και τοπικούς φορείς και συνδικάτα, θα συνδράμει μαζί τους σε νέα αποστολή βοήθειας και σε άλλες περιοχές που έχουν υποστεί μεγάλες καταστροφές από τις συνεχιζόμενες πυρκαγιές.

Η Διοίκηση της ΠΕΝΕΝ