1

Για την εκλογική υποχώρηση και τη φυσιογνωμία του ΑΚΕΛ

Νίκος Τριμικλινιώτης

Βρισκόμαστε σε κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου είτε το κόμμα θα λάβει στρατηγικές αποφάσεις και θα προβεί στις αναγκαίες τομές είτε θα συνεχίσει στην πτωτική πορεία. Η πορεία είναι αναστρέψιμη. Αυτό όμως δεν θα έρθει με ένα απλό λίφτινγκ μιας «βιολογικής» ανανέωσης της ηγεσίας, ούτε με επικοινωνιακά τεχνάσματα. Θέλει μια ορατή στροφή προς την κοινωνία της εργασίας και το αγκάλιασμα των αγώνων των κινημάτων σε ρήξη με το κατεστημένο και τα στεγανά (συμπεριλαμβανομένου και του Κυπριακού, που βρίσκεται στα πρόθυρα μονιμοποίησης της διχοτόμησης).

Ο διάλογος δεν πρέπει να περιοριστεί στην «εκλογολογία», αλλά να εντάξει τα εκλογικά αποτελέσματα στην ευρύτερη ζωή και πορεία του κόμματος, των μειζόνων ζητημάτων που απασχολούν την Αριστερά και την κοινωνία σήμερα. Αριστερά σημαίνει: Να αφουγκράζεσαι, να κατανοείς τους συσχετισμούς και τις μετατοπίσεις στην ευρύτερη ταξική και κοινωνική πάλη, και να δίνεις διεξόδους στους νέους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες που αναδεικνύονται ακατάπαυστα. Έτσι κερδίζεται στην πράξη – όχι με τσιτάτα ή, χειρότερα, με διαδοχικά επικοινωνιακά και ρητορικά ερωτήματα. Είναι η πρωτοπορία στους αγώνες που ωθεί τη κοινωνία μπροστά, στρέφοντας προς τα αριστερά την πολιτική της ατζέντα.

Το ΑΚΕΛ στο επίκεντρο των συζητήσεων στο μετεκλογικό σκηνικό


Το εκλογικό αποτέλεσμα ενδιαφέρει την κοινωνία ολόκληρη κι όχι μόνο τα μέλη του κόμματος. Κανένα άλλο κόμμα από αυτά που έχασαν ψηφοφόρους δεν έχει συγκεντρώσει τόσο ενδιαφέρον.

Την τελευταία δεκαετία τα τέσσερα κόμματα που υπάρχουν από το 1974 έχουν απολέσει 127.000 ψήφους ή το 37,5% των ψήφων τους. Αυτό δεν αντικατοπτρίζεται σε επίπεδο κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης λόγω του εκλογικού συστήματος, αλλά κυρίως λόγω της αλματώδους αύξησης της αποχής, που τώρα κυμαίνεται στο 33% (από 21,3% που ήταν το 2001).

Το μείζον ζήτημα είναι γιατί το ΑΚΕΛ, το κόμμα της Αριστεράς, ενώ βρίσκεται για 8 χρόνια στην αντιπολίτευση, εισπράττει το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος από τη μακρά αυτή κρίση ενώ πολλοί θα ανέμεναν ότι οι συνθήκες αυτές θα το ευνοούσαν; Υπάρχει μια εσφαλμένη υπόθεση, την οποία θα αναλύσω:

Το ΑΚΕΛ έχασε τα τελευταία 10 χρόνια (στις τελευταίες δύο βουλευτικές αναμετρήσεις) περίπου 53.000 ψήφους (-39%), ο ΔΗΣΥ σχεδόν 40.000 (-28,4%), το ΔΗΚΟ έχασε 23.000 (-36,4%), ενώ η ΕΔΕΚ έχει χάσει σε ψήφους το 33% της εκλογικής της δύναμης και ανταγωνίζεται τα νέα μικρά κόμματα για την τέταρτη θέση. Το πλέον ανησυχητικό είναι η άνοδος των νεοναζιστών του ΕΛΑΜ, που ξεπέρασαν σε ψήφους την ΕΔΕΚ – δεν μπορεί κανείς πια να ισχυριστεί ότι δεν ήξεραν ποιοι είναι. Η ακροδεξιά πολιτική Αναστασιάδη τους επιβραβεύει όταν ο ΔΗΣΥ, με την συναίνεση όλων των υπολοίπων πλην του ΑΚΕΛ, προχωρεί σε θεσμική απόπειρα νομιμοποίησής τους μέσα από την παραχώρηση σε ναζιστές της προεδρίας «επιτροπής» της Βουλής που ασχολείται με το «δημογραφικό», δηλ. το φυλετικό.

Κάποια στελέχη θεωρούν, κι όχι άδικα, ότι η υπερβολική εστίαση στο ΑΚΕΛ αποτελεί άνιση και άδικη κριτική προς το κόμμα. Αυτό όμως ισχύει μόνο εν μέρει. Αντικειμενικά, η ίδια η Αριστερά θέτει τον πήχη ψηλά, στοχεύει στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό και στην ανατροπή  των εκμεταλλευτικών σχέσεων. Δεν πρέπει να εκπλήσσει, οπότε, ότι οι απολογητές του συστήματος (και τα καθεστωτικά ΜΜΕ) βλέπουν το κόμμα της Αριστεράς ως εχθρό, το κρίνουν με προκατάληψη έναντι των συστημικών διαπλεκόμενων της Δεξιάς.

Από την μεριά τους όμως, οι λαϊκές τάξεις που εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο κόμμα είναι αυστηρότερες όταν όχι μόνο βλέπουν τις προσδοκίες τους να μην πραγματώνονται, αλλά εισπράττουν την αίσθηση ότι εξανεμίζονται. Κάτω από αυτό το πρίσμα, είναι προφανές ότι ασχολούνται με το ΑΚΕΛ γιατί δεν έπαψαν να ελπίζουν σε αυτό. Αυτό είναι προϊόν της εκτίμησης του ιστορικού ρόλου του κόμματος στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της χώρας τον τελευταίο σχεδόν αιώνα. Από τότε που γεννήθηκε στον απόηχο της Οκτωβριανής επανάστασης, στην ίδρυση του ΑΚΕΛ το 1941 και καθ’ όλη τη διάρκεια της δραματικής ιστορίας της χώρας. Τα αποθέματα της ιστορικής εμπειρίας όμως δεν είναι πολιτικά ανεξάντλητα. Δοκιμάζονται καθημερινά.

Ευθύνεται η ιδεολογία του ΑΚΕΛ για την εκλογική του πτώση;


Παρακολουθώντας τις μέχρι τώρα συζητήσεις, θεωρώ ότι στους κόλπους της Αριστεράς (του κόμματος και ευρύτερα) υπάρχει υγιής προβληματισμός και υγιής κριτική για τα κακώς κείμενα. Υπάρχει ζωντάνια και βούληση που προκύπτει μέσα και γύρω από το κόμμα. (Προσπερνώ ασφαλώς τους κακεντρεχείς, τους γραφικούς και τους εξ επαγγέλματος υβριστές του κόμματος).

Ορισμένοι θέτουν ως «ζήτημα» την ιδεολογία του κόμματος. Εσφαλμένα και άσκοπα αναλώνουν φαιά ουσία για το αν πρέπει «να αλλάξει ή όχι η ιδεολογία του ΑΚΕΛ». Ωστόσο, το αποτέλεσμα των εκλογών δεν ήταν προϊόν ιδεολογικής συζήτησης και αντιπαράθεσης. Όταν το 1985 έπεσαν δραματικά τα ποσοστά του, ήταν για λόγους ιδεολογικούς; Όχι βέβαια. Ήταν λόγοι πολιτικοί που οδήγησαν στην τότε συρρίκνωση.  Όταν κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές το 2001 ή τις προεδρικές του 2008 ή όταν πήρε το 33% στις βουλευτικές  του 2011, είναι με την ίδια ιδεολογική φυσιογνωμία που κέρδισε. Εξ ου, θεωρώ τα περί «ιδεολογικής αναπροσαρμογής» άσχετα με το εκλογικό αποτέλεσμα και επικίνδυνα (έως τυχοδιωκτικά) ως προς τη μονοδιάστατη εκλογική (η ορθή λέξη είναι ψηφοθηρική) τους επικέντρωση.

Μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» το ΑΚΕΛ και το Νοτιοαφρικανικό ΚΚ ανέκαμψαν διότι και τα δύο, παρά τις διαφορές τους όσον αφορά στην εσωτερική τους οργάνωση και στο ιστορικό-γεωπολιτικό συγκείμενο, είχαν και έχουν μείζονα κοινά χαρακτηριστικά:

  • Πρώτο, γεννημένα στο βρετανικό αποικιακό/μετααποικιακό πλαίσιο στον απόηχο της Οκτωβριανής επανάστασης, τα δύο αυτά κόμματα βρέθηκαν αντιμέτωπα με πολιτικά προβλήματα που άπτονται συγκρουσιακών/εκμεταλλευτικών σχέσεων μεταξύ κοινοτήτων που απαιτούσαν άμεση επίλυση. Ως λύση ανέπτυξαν μια στρατηγική που συνδυάζει την επίλυση εθνοτικών/φυλετικών/εθνικών προβλημάτων με την ταυτόχρονη διασύνδεση τους με το κοινωνικό ζήτημα: με πρόταγμα τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Για το ΑΚΕΛ η επίλυση του «εθνικού ζητήματος» υπήρξε αναπόσπαστο τμήμα του αντιαποικιακού αγώνα, ενώ στη συνέχεια το Κυπριακό αποτέλεσε πρωτεύον ζήτημα αλλά πάντα σε συνάρτηση με την έκφραση και καθοδήγηση των αγώνων των εργαζομένων μαζών. Στην περίπτωση του Νοτιοαφρικανικού ΚΚ αυτή υπήρξε η βασική συνιστώσα στον αγώνα κατά του απαρτχάιντ. Υποχρεώθηκαν λοιπόν άμεσα και αποφασιστικά να προσανατολιστούν σε μια πολιτική υπέρβασης του εθνικού/εθνοτικού/φυλετικού παράγοντα ως κυρίαρχο ζήτημα στρατηγικής. Και τα δύο έχουν λαμπρή ιστορία στην αντιαποικιακή περίοδο που προεκτείνεται στην μετααποικιακή εποχή, όπου τα δυο αυτά κόμματα ηγήθηκαν μετώπων και συμμαχιών.
  • Η δεύτερη διάσταση αφορά τον παρόμοιο τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν στην κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ενώ άσκησαν κριτική στις στρεβλώσεις, αποκηρύττοντας τα εγκλήματα του Στάλιν, τα κόμματα αυτά έμειναν προσηλωμένα στον στρατηγικό στόχο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Το αν πάντοτε κατάφερναν μέσα από τις επιλογές τους να φέρουν πιο κοντά τον στρατηγικό στόχο είναι άλλο, διαφορετικό σε χαρακτήρα και περιεχόμενο ζήτημα. Όσον αφορά όμως τις εκλογές και την επιρροή τους, τα κόμματα αυτά διατήρησαν και αύξησαν την επιρροή τους, και σίγουρα δεν είχαν την τύχη που είχαν άλλα μεγάλα Εργατικά ή/και Κομμουνιστικά κόμματα. Ο καταποντισμός αυτών που εγκατέλειψαν το πρόταγμα για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και η μετατροπή τους σε κλασικά σοσιαλδημοκρατικά ή δημοκρατικά κόμματα έφεραν την φθορά τους, την πολυδιάσπαση και την συρρίκνωση σε σημείο ανυποληψίας: οδήγησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην σεχταριστική τους περιχαράκωση ή/και στην αποσύνθεσή τους.

Η εξαγωγή συμπερασμάτων περί ιδεολογίας μέσα από τις εκλογές του 2021, χωρίς να τίθεται το ευρύτερο πλαίσιο της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας και δη των λαϊκών στρωμάτων, είναι άκρως αποπροσανατολιστική. Η ιδεολογική φυσιογνωμία του κόμματος είναι σαφής. Όντας ζωντανός οργανισμός και όχι απολιθωμένο ιερατείο, οι πολιτικές θέσεις του κόμματος πρέπει να διαμορφώνονται καθημερινά από τη ζωή. Θα ήταν τουλάχιστο παράδοξο όμως, σε μια εποχή όπου ο καπιταλισμός παγκόσμια αντιστρατεύεται και της πιο μικρές μεταρρυθμίσεις υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, να προσχωρήσουμε ιδεολογικά στο στρατόπεδο των μεταρρυθμιστών από τα  πάνω, των μεταρρυθμιστών χωρίς μεταρρυθμίσεις. Οι κοινωνικοί αγώνες συνεχίζουν να αποτελούν τον κεντρικό και καθοριστικό άξονα της αντιπαράθεσης.

Η κεντρική αντίφαση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία οξύνεται και επεκτείνεται σε όλο το φάσμα της ζωής, επομένως το πρόταγμα για υπέρβαση του συστήματος είναι όσο ποτέ επίκαιρο. Η μορφή που θα πάρει και τα μέσα για μετασχηματισμό εμπλουτίζονται και ορίζονται από τα κοινωνικά, περιβαλλοντικά, τεχνολογικά, οικονομικά δεδομένα της εποχής. Οι αγώνες αντίστασης και οι μορφές πάλης επεκτείνονται και σε νέα πεδία, όπου πρωτοποριακή δύναμη οφείλει να είναι η Αριστερά.

Το κόμμα λοιπόν ας αφουγκραστεί την ιστορική του συνείδηση – ας ακούσει τα στελέχη του και ας διαβάσει τις μεταβολές που συντελούνται στην κοινωνία του καπιταλισμού σε κρίση. Τα διάφορα που γράφονται για να στραφεί το κόμμα είτε «αριστερότερα» είτε «δεξιότερα», είναι συχνά απόρροια ανόθευτου πανικού. Θεωρώ ορθή την κριτική που προτείνει την ανάγκη στρατηγικής που θα αναδείξει τον πρωτοποριακό ρόλο του κόμματος ως καθοδηγητή των αγώνων και μέσα στις μάζες των εργαζομένων που σήμερα αισθάνονται εγκαταλειμμένοι από το κράτος, και τις δομές αλληλεγγύης, συχνά και από τις συντεχνίες τους: Αυτός είναι ο πρωταρχικός ρόλος του κόμματος της Αριστεράς – μόνο έτσι θα είναι σε θέση να κυβερνήσει αποτελεσματικά ως Αριστερά. Ο κίνδυνος είναι να επικρατήσει μια δογματική λογική που αντί να ανοίγει προς την κοινωνία, να απωθεί και να κλείνει μέσα σε ανούσια συνθήματα κι όχι πολιτικές που να έχουν πραγματικό κοινωνικό αντίκρισμα. Αυτό έχει συμβεί σε αρκετά κόμματα του δικού μας τύπου: η επί της ουσίας δεξιά στροφή συνοδευμένη με μια βροντερή, μονολιθική, τάχα «αριστερή» ρητορική.

Από την αντίθετη οπτική, υπάρχει η πρόταση που θέλει να μετατρέψει το ΑΚΕΛ σε ένα Σοσιαλδημοκρατικό  ή Εργατικό Κόμμα τύπου Βρετανίας. Αυτή βασίζεται σε εξίσου εσφαλμένες υποθέσεις:

  • Πρώτο, αδυνατεί να κατανοήσει πως η ιδεολογία του κόμματος λειτουργεί όχι απλώς ως στρατηγικός φάρος, αλλά και ως πυρήνας συνοχής, έμπνευσης και προωθητικής δύναμης που το ξεχωρίζει από όλα τα άλλα κόμματα. Χωρίς αυτό, μπορεί κάποιοι (πολύ λίγοι!) να έρθουν πιο κοντά, όμως το κόμμα θα χάσει τον βασικό του κοινωνικό-μαζικό πυρήνα, που βρίσκεται στην πλατιά ταξική του βάση.
  • Δεύτερο, η πρόταση αυτή έρχεται με δεδομένη όχι μόνο την θλιβερή εμπειρία των κομμουνιστικών κομμάτων που σοσιαλδημοκρατικοποιήθηκαν, αλλά και αυτών των ίδιων των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που βρίσκονται σε βαθύτατη κρίση και έχουν μετατραπεί σε σκελετούς του παλιού τους εαυτού: αρχίζοντας από τη Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία (εκλογικά βρίσκεται στο 12%), στο Γαλλικό Σοσιαλιστικό κόμμα που κυριολεχτικά καταβαραθρώθηκε, έως και το Βρετανικό Εργατικό που κλυδωνίζεται από τις διαδοχικές ήττες του σε αναπληρωματικές εκλογές μετά τη δεξιά στροφή του μπλερικού Στάρμερ που διαδέχθηκε τον αριστερό Κόρμπιν. Η «ΠΑΣΟΚοποίηση» αναφέρεται πλέον ως προσδιορισμός του φαινομένου εξαΰλωσης της επιρροής των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Δυτική Ευρώπη κατά την περασμένη δεκαετία: το ΠΑΣΟΚ από 44% έπεσε στο 5%.

Αντί να μπούμε σε μια ανούσια και επώδυνη πολεμική περί της ορθότητας της μίας ή της άλλης τάσης, ας αντλήσουμε δημιουργικά από τον δημόσιο διάλογο, συνθέτοντας τα πιο γόνιμα. Μπορούμε κάλλιστα να αποφύγουμε την ανούσια πολεμική.

Υπάρχει όμως ένας ακόμα κίνδυνος που ενώ (ορθά!) ευνοεί τις «κεντρομόλες» δυνάμεις, εσφαλμένα μπορεί να εκληφθεί και ως υποστήριξη μιας γραφειοκρατικής/διοικητικής διαχείρισης των πολιτικών ζητημάτων που έχουν αναδειχθεί. Σε αυτή την περίπτωση, τα όποια οφέλη για το κόμμα θα είναι βραχυπρόθεσμα, αντί να αποτελέσει εφαλτήριο που θα ωθήσει σε μεταβολές που να διορθώνουν μακρόχρονα προβλήματα και στρεβλώσεις. Μια επιφανειακή γραφειοκρατική σταθεροποίηση θα οδηγήσει στην πολιτική ακαμψία και στην αδράνεια ακόμα, σε καιρούς που συχνά τρέχουν με φρενήρεις ρυθμούς. Σε αυτή την περίπτωση, μόλις καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός και απορροφηθούν οι κραδασμοί, αυτό θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στη περαιτέρω συρρίκνωση της επιρροής του κόμματος. Δεν αρκεί μια επιφανειακή, επικοινωνιακού τύπου «διόρθωση» που δεν θα αγγίξει δομικά και χρόνια προβλήματα του κόμματος.

Η στρατηγική την εποχή της πόλωσης και της αποσάθρωσης της δημοκρατίας


Ζούμε σε μια εποχή διαφορετική από αυτή που ξέραμε πριν την κρίση του 2011-13. Είναι η εποχή της πόλωσης με ρευστοποίηση και κατατεμαχισμούς πολιτικών σχηματισμών στον κόσμο, με όξυνση των ταξικών, οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων και με απαξίωση των θεσμών και διαδικασίες αποδημοκρατικοποίησης των πολιτειακών θεσμών.

Η αύξηση της ανισότητας, τη ανεργίας, της εργασιακής επισφάλειας και της φτωχοποίησης οδηγεί σε πόλωση. Σε αυτές τις συνθήκες μπορεί να θεωρήσει κάποιος ότι σχεδόν «νομοτελειακά» οδηγεί στη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας. Ωστόσο, τέτοιες μηχανιστικές αυτοματοποιήσεις αποτελούν εσφαλμένες υποθέσεις που έχουν ιστορικά διαψευστεί. Αυτό κατέδειξε η ιστορία από τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν υπάρχει κανένα «νομοτελειακό προτσές», αλλά ιστορικές τάσεις και εμπειρίες. Οφείλουμε λοιπόν να αντλήσουμε μαθήματα από την ιστορία των κοινωνικών αγώνων, του αντιαποικιακού κινήματος, την άνοδο και κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπως πρέπει να μάθουμε από την περίοδο του Μεσοπολέμου και μετά με την άνοδο των πιο τρομακτικών και στυγνών δικτατοριών, του ναζισμού και φασισμού και των ύστερων αυταρχικών και φονταμενταλιστικών καθεστώτων.

Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι η ιστορία είναι επαναλαμβάνεται κυκλικά. Απλώς οφείλουμε να διδαχτούμε από περιστάσεις που είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά και από λάθη του παρελθόντος. Όταν λοιπόν υπάρχει βαθιά κρίση της κοινωνίας, ιδίως όταν έχουμε κρίση της δημοκρατίας, μόνο υπό συγκεκριμένες περιστάσεις οδηγούνται οι κοινωνίες σε ριζοσπαστική διέξοδο. Τίποτε δεν είναι προκαθορισμένο. Η έκβαση των αγώνων εξαρτάται από τις ορθές πολιτικές παρεμβάσεις την κατάλληλη στιγμή, τη συγκυρία, και είναι ασφαλώς αποτέλεσμα πάλης. Πολλές κοινωνίες οδηγούνται σε περαιτέρω όξυνση των κρίσεων και των ανωμαλιών, που όλο και περισσότερο διαβρώνουν τη δημοκρατία και υπονομεύουν τις δυνατότητες για προοδευτικές λύσεις. Εκεί εμφανίζονται επικίνδυνοι και αυταρχικοί «σωτήρες», που μέσα από τις αυταρχικές λύσεις μπορεί να επιφέρουν καίρια πλήγματα σε κατακτήσεις που είναι εφαλτήρια των αριστερών και ευρύτερα δημοκρατικών δυνάμεων. Μάζες που αισθάνονται όλο και πιο απεγνωσμένες μπορεί υπό αυτές τις περιστάσεις να ωθούνται στην απαξίωση, αποστασιοποίηση από τις δημοκρατικές λύσεις και διεξόδους και μερίδες από αυτές ακόμα στον ρατσισμό και φασισμό. Η εποχή της πανδημικής κρίσης είναι τέτοια εποχή – ακόμα μια εποχή τερατογένεσης, όπου προς το παρόν το καινούργιο αδυνατεί να γεννηθεί. Τούτο όμως όχι μόνο δε πρέπει να μας αποπροσανατολίσει, αλλά να ωθήσει την Αριστερά προς τις αναγκαίες τομές για να είναι η πρωτοπόρος δύναμη που να δώσει διεξόδους στην κοινωνία.

Από τις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα παρατηρούνται τάσεις αντιδραστικές, συντηρητικές, ακόμα και νεοφασιστικές από συγκεκριμένα τμήματα της κυπριακής κοινωνίας. Αυτό συμβαίνει σε μια εποχή όπου οι ισχυροί αναζητούν αυταρχικές διεξόδους, εξ ου και η πολιτική στροφή προς το αντιδραστικότερο. Ωστόσο, αποτελεί εσφαλμένη ανάγνωση του τι συμβαίνει σε κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο η θέση ότι καταγράφεται μια συνολική συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Όλες οι σοβαρές έρευνες τόσο για την Κύπρο όσο και ευρύτερα για τις κοινωνίες της νότιας και ανατολικής Μεσογείου, αλλά ακόμα και στο κέντρο της ΕΕ, καταγράφουν κάτι πολύ πιο ρευστό, αντιφατικό, με θρυμματισμούς και κρίσεις θεσμών. Κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η πολυδιάσπαση, η πόλωση των κοινωνιών.  Αυτό συμβαίνει στην Κύπρο: Η μαζική αποχή, η απόσταση από τους θεσμούς, τα δημοκρατικά ελλείματα δημιουργούν κοινωνικούς χώρους. Σε αυτούς αναπτύσσονται έντονες αντιπαραθέσεις, με πολλές εκφάνσεις εκτός των επίσημων δομών και διαδικασιών.

Το 2016 είχαμε την εισδοχή των νεοναζιστών στη Βουλή, ενώ τώρα ενισχύουν την εκλογική τους επιρροή και κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση. Αυτό σαφώς καταγράφει μια αντιδραστική τάση, αλλά αποτελεί ένα τμήμα της κοινωνίας που αντιδραστικοποιείται, η οποία πρέπει να κατανοηθεί ως μια μακρά διαδικασία που πρώτα εκτράφηκε και γαλουχήθηκε εντός των «παραδοσιακών» κομμάτων και τώρα αυτονομείται – εξάλλου υπάρχουν και συγκυριακοί λόγοι (εκλογικό όριο, μαζική αποχή, ανακατατάξεις εντός της Δεξιάς και ακροδεξιάς κ.τ.λ.). Αυτό είδαμε και στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όπως και το 2016, θεωρώ ότι αποτελεί σοβαρό κοινωνιολογικό και πολιτικό σφάλμα στην ερμηνεία των εκλογικών αποτελεσμάτων, τότε και τώρα, ως να καταδεικνύουν ότι έχει συντηρητικοποιηθεί η κυπριακή κοινωνία στην ολότητά της. Εξάλλου, η άποψη που θεωρεί ότι, ανεξάρτητα από μας, όσες προσπάθειες και αν κάναμε ή θα κάνουμε, υπάρχει μια αντικειμενική μετατόπιση ολόκληρου το πολιτικού σκηνικού δεξιότερα, είναι μεν βολική για μας, αλλά είναι επικίνδυνη διότι οδηγεί στην απραξία και λειτουργεί ως άλλοθι στην αδράνεια, αντί στην ανάληψη δράσης και πρωτοβουλίας.

Μετά τα αποτελέσματα των βουλευτικών του 2016, ένα τμήμα του εκλογικού σώματος συντηρητικοποιείται και φαίνεται να γίνεται αντιδραστικότερο, ωστόσο παρατηρούμε άλλα τμήματα της κοινωνίας, κυρίως μικροαστοί, νεόπτωχοι, εργαζόμενες μάζες και πολλοί νέοι φαίνονται να ριζοσπαστικοποιούνται. Σήμερα αυτό ισχύει με ακόμα περισσότερη ένταση: Οι 10.000 στον δρόμο ή οι μαζικές δικοινοτικές κινητοποιήσεις στις 24ης Απριλίου 2021 είναι απόδειξη της τάσης αυτής. Επίσης, το φαινόμενο της ριζοσπαστικοποίησης πολλές φορές παίρνει λανθάνουσα μορφή και εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους, που μπορεί να είναι τελείως στρεβλοί.

Από το 2016 είχαμε επισημάνει ότι δυστυχώς το κόμμα δεν κατάφερε να εκφράσει επαρκώς και έτσι να αντλήσει δυνάμεις από αυτές τις τάσεις, και τους κοινωνικούς-πολιτικούς χώρους.

Η εποχή της συναίνεσης έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, και η αριστερά πρέπει να θέσει στρατηγικούς στόχους για την εποχή της πόλωσης. Στο Κυπριακό βιώνουμε μια μεγάλη αντίφαση που είναι αποτέλεσμα της πόλωσης. Από την μια πλευρά, για πρώτη φορά παρατηρούμε πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ της ομοσπονδιακής λύσης όπου μάζες είναι έτοιμες για λύση ΔΔΟ και στις δύο πλευρές του συρματοπλέγματος, εξ ου και οι μαζικές κινητοποιήσεις υπέρ της λύσης και επανένωσης. Αυτό καταγράφεται από όλες τις έρευνες γνώμης, παρά τις επιχειρούμενες αλχημείες και τα κομπογιαννίτικα μαθηματικά από κάποιους που θέλουν να παραπλανήσουν. Ωστόσο, η τάση τούτη ακόμα δε καταγράφεται καθαρά στις εκλογές. Η αδυναμία να συγκροτηθεί ένα ενιαίο δικοινοτικό μέτωπο με σαφή πολιτικο-κοινωνικό προσανατολισμό και οργάνωση από τα κάτω, που να αποσπάσει από τη μαζική αποχή αυτούς που έχουν χάσει την ελπίδα από τα θεσμικά και κοινοβουλευτικά πράγματα, ο κατατεμαχισμός των δυνάμεων αυτών και οι στρεβλώσεις του εκλογικού συστήματος δεν επέτρεψαν μέχρι τώρα τη σαφή εκλογική καταγραφή της τάσης αυτής. Από την άλλη πλευρά, μέσα στο πολωμένο αυτό πλαίσιο, παρατηρούμε τάσεις στους χώρους που θεωρούσαμε ότι ανήκαν στις «δημοκρατικές δυνάμεις» να ωθούνται προς τα άκρα και τον σοβινισμό: Τους βλέπουμε να τάσσονται ενάντια στη λύση ΔΔΟ προς τον διχοτομισμό, τον τυχοδιωκτισμό-εθνοσοβινισμό και ρατσισμό, με πρωτοφανείς πολιτικές μίσους ενάντια στους μετανάστες και πρόσφυγες και υπέρ του κλεισίματος των οδοφραγμάτων.

Η πόλωση είναι εξίσου αισθητή στα μείζονα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις γύρω μας έχουν αλλάξει, η μαζική ανεργία, η φτωχοποίηση, η πρεκαριοποίηση νέων κυρίως εργαζομένων, οι τεχνολογικές μεταβολές και αλλαγές στις συνήθειες και τρόπους ζωής έχουν αλλάξει βασικές προτεραιότητες δράσης, που απαιτούν αλλαγές στις μορφές οργάνωσης και δράσης. Ο κατεβατός ανακοινώσεων δεν είναι παραγωγή πολιτικής, αλλά υποκατάσταση πολιτικής σε μιντιακά παιγνίδια εντυπώσεων.

Τα άμεσα καθήκοντα


  1. Απαιτείται στρατηγική για το πώς θα πρέπει να πορευθεί η Αριστερά την εποχή της πόλωσης.
  2. Tο ΑΚΕΛ αποτελεί τον φυσικό πολιτικό φορέα και πυλώνα της επανένωσης, συνομιλεί και εκφράζει τους Ε/Κ αλλά και με τους Τ/Κ και έτσι καθίσταται ο πυλώνας που στρατηγικά είναι καθοριστικός για το μέλλον της χώρας. Ο αγώνας για την ειρήνη, την επανένωση και την ευημερία στην Κύπρο προϋποθέτει συντονισμό και διαρκείς κοινούς πολιτικούς αγώνες με την τουρκοκυπριακή αριστερά στην βάση της κοινωνίας.
  3. Να φράξει το δρόμο στην καταβαράθρωση της δημοκρατίας και στην (ιδεολογικά νεοφιλελεύθερη) απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών.
  4. Να απαλλάξει τον τόπο από την διεφθαρμένη και αδίστακτη κυβέρνηση Αναστασιάδη, οικοδομώντας στέρεες συμμαχίες στη βάση αρχών και κοινωνικών δυναμικών, κι όχι ευκαιριακές συμμαχίες στη βάση εκλογικής αριθμητικής.
  5. Να προβεί στις απαραίτητες αλλαγές εντός του κομματικού σχήματος και των λαϊκών οργανώσεων, φέρνοντας τα μέλη των ΚΟΒ σε άμεση τριβή με τοπικούς ή ευρύτερους αγώνες. Αυτό ίσως απαιτεί και κάποιες καταστατικές και οργανωτικές αλλαγές.
  6. Το κόμμα να τεθεί επικεφαλής στην οικοδόμηση ενός μαζικού αντιφασιστικού και αντιρατσιστικού μετώπου κατά της απειλής του ναζιστικού ΕΛΑΜ-Χρυσή Αυγή.
  7. Να σταθεί αμείλικτο σε όσους κάνουν κατάχρηση της θέσης τους για επίτευξη προσωπικών κερδών, φαινόμενα διαφθοράς και παραγοντισμού.
  8. Να κερδίσει την αντι-ηγεμονία υπερασπιζόμενο όλους τους εργαζόμενους (κεντρικά, ως κόμμα, και όχι μόνο καθηκόντως ως ΠΕΟ) και όλα τα καταπιεσμένα τμήματα του πληθυσμού – έτσι θα συνδέσει τους καθημερινούς αγώνες με τους στρατηγικούς του προσανατολισμούς.
  9. Να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων γύρω και πέραν του κόμματος στην οργάνωση της ιδεολογικής αντι-ηγεμονίας.
Με αυτά πρέπει να ασχοληθεί σοβαρά η Αριστερά ώστε να δώσει στους πιο πάνω προβληματισμούς σαφές περιεχόμενο. Όσο καθυστερούμε, τόσο πιο δύσκολη θα είναι η αναστροφή της κατάστασης, καθώς η πορεία συρρίκνωσης θα συνεχίζεται. Αυτό δεν είναι «νομοτέλεια» – υπάρχει διέξοδος.
Η κατάσταση είναι αναστρέψιμη, υπό έναν όρο: Δεν αφήνουμε τα «δύσκολα» κάτω από το χαλί. Η Αριστερά ήταν, είναι και θα είναι η μόνη ελπίδα.

Πηγή: commune.org.gr




Αϊνστάιν και Λαντάου: Επιστημονικές ιδιοφυίες και συνάμα… αντισταλινικοί αντικαπιταλιστές!

Του Γιώργου Μητραλιά

Τον Αϊνστάιν(1) τον έχουν ακουστά οι πάντες, αλλά το όνομα του Λεβ Λαντάου(2) το γνωρίζουν μόνο κάποιοι ειδήμονες των θετικών επιστημών. Ωστόσο, και οι δυο τους έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά: Κατέχουν περίοπτες θέσεις στον μικρό κατάλογο με τις πιο ξεχωριστές μεγαλοφυίες του περασμένου αιώνα. Διακρίθηκαν για την ελευθερία της σκέψης τους και τον αντικομφορμισμό της ζωής τους. Και κυρίως, μοιράζονται πολιτικές τοποθετήσεις από αυτές που, όχι άδικα, θεωρούνται “εξτρεμιστικές”, επαναστατικές και ανατρεπτικές της (κάθε) καθεστηκυίας τάξης! Και για τις οποίες, “φυσικά”, κανείς δεν σας μίλησε ποτέ…

Λαντάου: “Σύντροφοι, η μεγάλη υπόθεση της Οκτωβριανής Επανάστασης προδόθηκε ύπουλα”

Να λοιπόν γιατί ο λόγος σήμερα για τον Αϊνστάιν και τον Λαντάου όχι με την ιδιότητά τους του κορυφαίου επιστήμονα που σημάδεψε τη σύγχρονη εποχή, αλλά με εκείνη -την άγνωστη και επιμελώς κρυμμένη- του … αντιγραφειοκράτη σοσιαλιστή και του αντισταλινικού κομμουνιστή! Για τον Αϊνστάιν που, όπως θα δούμε παρακάτω πολύ διεξοδικότερα, προτείνει -μεσούντος του ψυχρού πολέμου- σαν μόνη λύση στα υπαρξιακά προβλήματα της ανθρωπότητας, την κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής και το σχεδιασμό της οικονομίας, προειδοποιώντας όμως ταυτόχρονα ότι “μια σχεδιασμένη οικονομία μπορεί να συνοδεύεται από την απόλυτη υποδούλωση του ατόμου” αν δεν “αποτραπεί η γραφειοκρατία από το να γίνει παντοδύναμη και αλαζονική”! Και για τον Λαντάου που έντεκα χρόνια νωρίτερα, -το 1938!- μεσούσης της σταλινικής αγριανθρωπικής λαίλαπας, τολμά το αδιανόητο: Να (συν)γράψει την εξής προκήρυξη/μανιφέστο που καλεί τους εργάτες να ανατρέψουν τον Στάλιν “και την κλίκα του” στο όνομα της Οκτωβριανής Επανάστασης που αυτοί “πρόδωσαν ύπουλα”! Και αυτό με την πρόθεση να την μοιράσει την Πρωτομαγιά του 1938 στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας (!) μπροστά στον Στάλιν και στο ιερατείο του:

 “Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε

Σύντροφοι!

Η μεγάλη υπόθεση της Οκτωβριανής Επανάστασης προδόθηκε ύπουλα. Η χώρα πλημμυρίζει από ποτάμια αίματος και λάσπης. Εκατομμύρια αθώων ρίχνονται στις φυλακές, και κανείς δεν ξέρει πότε θα έρθει και η δική του σειρά. Η οικονομία διαλύεται.Η πείνα σαρώνει. Είναι ξεκάθαρο, σύντροφοι, ότι η κλίκα του Στάλιν έχει κάνει φασιστικό πραξικόπημα! Ο σοσιαλισμός υπάρχει μόνο στις σελίδες των εφημερίδων που βουλιάζουν μέσα στα ψέματα. Ο Στάλιν, μισώντας θανάσιμα τον αυθεντικό σοσιαλισμό, έχει γίνει σαν τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι. Για να σώσει την εξουσία του, ο Στάλιν καταστρέφει τη χώρα και έτσι την κάνει εύκολη λεία για τον κτηνώδη γερμανικό φασισμό. Ο μόνος δρόμος για το προλεταριάτο της χώρας μας που ανέτρεψε την εξουσία του Τσάρου και των καπιταλιστών είναι να παλέψει αποφασιστικά ενάντια στο φασισμό του Στάλιν και του Χίτλερ, να παλέψει για το σοσιαλισμό.

Σύντροφοι, οργανωθείτε! Μην φοβάστε τους εκτελεστές της NKVD. Το μόνο που μπορούν είναι να χτυπάνε ανυπεράσπιστους φυλακισμένους, να συλλαμβάνουν αθώους ανθρώπους, να καταληστεύουν τον εθνικό πλούτο και να εφευρίσκουν γελοίες δίκες ενάντια σε ανύπαρκτες συνωμοσίες.

Σύντροφοι, οργανωθείτε στο Αντιφασιστικό Εργατικό Κόμμα. Μπείτε σε επαφή με την Επιτροπή του Μόσχας. Οργανώστε πυρήνες του ΑΕΚ στους χώρους δουλειάς. Χρησιμοποιήστε τεχνικές παρανομίας. Προετοιμάστε με αγκιτάτσια και προπαγάνδα το μαζικό κίνημα για το σοσιαλισμό.

Ο σταλινικός φασισμός υπάρχει επειδή εμείς είμαστε ανοργάνωτοι. Το προλεταριάτο της χώρας μας, που ανέτρεψε την εξουσία του τσάρου και των καπιταλιστών, θα καταφέρει να ανατρέψει τον φασίστα δικτάτορα και την κλίκα του.

Ζήτω η Πρωτομαγιά – ημέρα της πάλης για το σοσιαλισμό!

Επιτροπή Μόσχας του Αντιφασιστικού Εργατικού Κόμματος”.

Αυτή η προκήρυξη έμελλε να μην μοιραστεί ποτέ. Δυο μέρες πριν την Πρωτομαγιά, στις 28 Απριλίου 1938, η NKVD κάνει έφοδο στο Ινστιτούτο του Λαντάου και τον συλλαμβάνει, όπως εξάλλου συλλαμβάνει και τον στενό φίλο και επιστημονικό συνεργάτη του Μοϊσέι Κόρετς (που απελευθερώνεται μόλις το 1958), μαζί με τον οποίο είχαν γράψει και πολυγραφήσει την προκήρυξη. Η συνέχεια είναι η συνήθης: “Ανάκριση” και βασανιστήρια στη φυλακή Μπουτίρκα και τελικά καταδίκη του σε 10 χρόνια φυλακή με την εξωφρενική κατηγορία της… “κατασκοπείας υπέρ της ναζιστικής Γερμανίας”. Όμως, ο Λαντάου είναι πια παγκοσμίως γνωστός και η διεθνής επιστημονική κοινότητα κινητοποιείται για να τον βγάλει από την φυλακή. Ο Νιλς Μπορ και ο Πιοτρ Καπίτσα, πρόεδρος του Ινστιτούτου Φυσικής της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών, γράφουν στον Στάλιν και στον Μόλοτοφ ζητώντας την απελευθέρωση του Λαντάου. Και ω του θαύματος, μετά από ένα χρόνο στη φυλακή, ο Λαντάου αποφυλακίζεται!

Ασφαλίτικη φωτογραφία του Λαντάου (από τα αρχεία της NKVD)

Την (καλή) τύχη του Λαντάου δεν έχουν όμως, οι συνεργάτες και φίλοι του στο, παγκοσμίως διάσημο εκείνη την εποχή, Φυσικοτεχνικό Ινστιτούτο του Χαρκόβου, του οποίου ο ίδιος είναι εμπνευστής, διευθυντής και κινητήρια δύναμη. Ρώσοι αλλά και ξένοι (Αυστριακοί, Γερμανοί, Πολωνοί, Ρουμάνοι, Ολλανδοί…) ερευνητές, οι περισσότεροι από τους οποίους άνοιξαν νέους δρόμους στη Φυσική του περασμένου αιώνα, συλλαμβάνονται επίσης το 1937-1938, και είτε εκτελούνται, είτε “εξαφανίζονται” χωρίς να γίνει ποτέ γνωστή έστω η ημερομηνία και ο τόπος της θανάτωσής τους. Δηλαδή, έχουν ακριβώς την ίδια τύχη με εκατομμύρια άλλους σοβιετικούς πολίτες…

Όπως και ο Λαντάου, που περιγράφεται ως “φλογερός κομμουνιστής” από τους συναδέλφους του στην Οξφόρδη που επισκέφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, έτσι και οι “ξένοι” επιστήμονες του Ινστιτούτου του Χαρκόβου είναι όλοι τους κομμουνιστές και μέλη των κομμουνιστικών κομμάτων των χωρών τους. Έρχονται στο Χάρκοβο της Ουκρανίας όχι μόνο για να ξεφύγουν από τις ναζιστικές διώξεις -ως κομμουνιστές και Εβραίοι- αλλά και για να “οικοδομήσουν το σοσιαλισμό” στην ΕΣΣΔ. Έτσι, το Φυσικο-Τεχνικό Ινστιτούτο του Λαντάου -γνωστότερο ως Fiztech- φτάνει να φιλοξενεί την αφρόκρεμα ή μάλλον τον ανθό των νέων Ευρωπαίων επιστημόνων, προκαλώντας το έντονο ενδιαφέρον της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας διάσημοι εκπρόσωποι της οποίας το επισκέπτονται μάλιστα τακτικά, τουλάχιστον πριν το σταλινικό καθεστώς απαγορεύσει κάθε επαφή με τον έξω κόσμο.

Ψάχνοντας όχι τον επιστήμονα, αλλά τον επαναστάτη Λέβ Λαντάου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Η διεθνής αριστερά τον αγνοεί παντελώς και δεν υπάρχει το παραμικρό για αυτόν γραμμένο από κάποιον αριστερό οποιασδήποτε απόχρωσης και ευαισθησίας! Οι μοναδικές -και πολιτικά έντιμες και οξυδερκείς- εργασίες για τον “άλλο”, τον άγνωστο Λαντάου οφείλονται σε δύο Αμερικανούς και σε ένα Ρώσο όχι ιστορικούς αλλά μαθηματικούς και φυσικούς, που “ανακάλυψαν” σχετικά πρόσφατα τον αντισταλινικό κομμουνιστή Νομπελίστα Λαντάου γράφοντας για το τεράστιο επιστημονικό του έργο! Επωφελούμενοι του δειλού και πολύ σύντομου μισανοίγματος των αρχείων της NKVD (όπως και των GPU και KGB που την διαδέχτηκαν) στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αυτοί οι ερασιτέχνες ιστορικοί ανακάλυψαν έκπληκτοι την άγνωστη ως τότε πρωτομαγιάτικη προκήρυξη/μανιφέστο των Λαντάου-Κόρετς αλλά και τον φάκελλό του με τα πλήρη πρακτικά των διαδοχικών ανακρίσεων του Λαντάου στα υπόγεια της NKVD!

Ήταν σαν να αναδυόταν και να ερχόταν στο φως μια άγνωστη σκοτεινή πλευρά της παγκόσμιας ιστορίας, ίσως η μεγαλύτερη από τις τραγωδίες της. Και όπως ήταν αναπόφευκτο, η “ανακάλυψη” του πολιτικού Λαντάου έφερνε στο φως τις επίσης άγνωστες -και επιμελώς κρυμμένες- τραγωδίες των φίλων και συνεργατών του στο Ινστιτούτο του Χαρκόβου. Επειδή λοιπόν ακόμα και η απλή αναφορά των ονομάτων τους, συνιστά πράξη στοιχειώδους δικαιοσύνης και αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας, ιδού μερικά από αυτά: Lev Shubnikov (1901-1937), Lev Rozenkevich (1905-1937), Vadim Gorsky (1905-1937), Valentin Fomin (1909-1937), Konrad Weisselberg (1905-1937), καθώς και Matvei Bronstein (1906-1938), που θεωρείται ότι είναι ίσως η σημαντικότερη επιστημονική μεγαλοφυία του σοβιετικού μεσοπολέμου. Μακάρι να έβρισκε ο καθένας από αυτούς τον δικό του ιστορικό στο πρόσωπο κάποιου από τους πολιτικά ευαίσθητους νέους επιστήμονες μας,…

Από τα υπόλοιπα ονόματα συνεργατών του Λαντάου, διαλέξαμε δύο οι προσωπικές ιστορίες των οποίων είναι εμβληματικές της μεγάλης πολιτικής τραγωδίας εκείνης της εποχής που ακόμα πληρώνει ακριβά η ανθρωπότητα. Ο Γερμανο-Ολλανδο-Αυστριακός Fritz Houtermans και ο Πολωνο-Αυστριακός Alexander Weissberg, μέλη και οι δύο των κομμουνιστικών κομμάτων των χωρών τους, αφού συνελήφθησαν και βασανίστηκαν, παραδόθηκαν τελικά το 1940 από την NKVD στη Γκεστάπο του ναζιστικού καθεστώτος! Αυτή η παράδοσή τους, έγινε στο πλαίσιο της στενής συνεργασίας των υπηρεσιών ασφαλείας των δυό καθεστώτων που άρχισε πριν από το σύμφωνο Μόλοτοφ-Ρίμπεντροπ (1939), και είδε να παραδίνονται στη Γκεστάπο 80 Γερμανοί αντιφασίστες και κομμουνιστές πριν το 1939 και πάνω από 200 μετά το 1939.

Οι άνθρωποι του ινστιτούτου του Χαρκόβου. Στο κέντρο με τα άσπρα ο Λέβ Λαντάου και στα αριστερά του ο Νιλς Μπορ

Νομίζουμε ότι πρέπει να επωφεληθούμε της ευκαιρίας που μας δίνεται για να πούμε έστω και δυο λόγια, για μια από όλες αυτές τις απίστευτες προσωπικές ιστορίες των κομμουνιστών επιστημόνων του Ινστιτούτου του Χαρκόβου, την οδύσσεια του Alexander Weissberg που ακολούθησε την παράδοση του στους ναζιστές δημίους του. Αφού κλείστηκε σε πολλές φυλακές στη Γερμανία και στην (κατεχόμενη) Πολωνία, ο Βάϊσμπεργκ κατάληξε στο εβραϊκό γκέτο της Κρακοβίας. Όταν αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο να εκτελεστεί την επομένη, διέφυγε και βρήκε άσυλο σε άλλα εβραϊκά γκέτο στην Πολωνία, από όπου όμως δραπέτευσε έγκαιρα λίγο πριν αρχίσει η μαζική εξόντωση των κατοίκων τους. Κατάφερε να περάσει στην “άρια πλευρά” της Βαρσοβίας όπου όμως συνελήφθη λίγο αργότερα από τη Γκεστάπο, και στάλθηκε διαδοχικά σε φυλακές και σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Πολωνία. Δραπέτευσε και πάλι και έλαβε μέρος -με τα όπλα στο χέρι- στην ηρωϊκή εξέγερση της Βαρσοβίας ενάντια στη ναζιστική κατοχή. Συνελήφθη ξανά και κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης από το οποίο όμως δραπέτευσε με τη βοήθεια Γερμανού αντιφασίστα. Πέρασε στην παρανομία μέχρι το τέλος του πολέμου, και φοβούμενος μην τον ξανασυλλάβει η NKVD που δρούσε πια στην απελευθερωμένη Πολωνία, κατέφυγε τελικά το 1946 πρώτα στη Σουηδία και κατόπιν στη Γαλλία…

ΑΪΝΣΤΑΪΝ, Ο ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΗΣ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΗΣ!


Πολύ γνωστότερος από τον εντελώς άγνωστο αντισταλινικό κομμουνιστή Λαντάου, ο αντιγραφειοκράτης αντικαπιταλιστής Αϊνστάϊν παραμένει ωστόσο έως σήμερα αγνοημένος από την κάθε λογής αριστερά, που δεν τον επικαλείται ποτέ ακόμα και όταν ο “σοσιαλισμός” της παρουσιάζεται μαζικά -καλή ώρα όπως τώρα- σαν παρωχημένη ιδεολογία κάποιων απροσάρμοστων που δεν βγήκαν ποτέ από τον 19ο αιώνα. Φυσικά, η συστηματική απόκρυψη της μαρξιστικής και σοσιαλιστικής τοποθέτησης του Αϊνστάϊν και του Λαντάου δεν συνιστά καμιά έκπληξη όταν γίνεται με τις φροντίδες της αστικής τάξης και των ποικίλων μέσων που την υπηρετούν πιστά. Εξάλλου, η παραχάραξη της ιστορίας υπήρξε ανέκαθεν ένα από τα πιο προσφιλή χόμπυ της απανταχού γης δεξιάς και των παραφυάδων της…

Όμως, τι να πει κανείς για την αριστερά που πράττει περίπου το ίδιο ενώ -λογικά- θα έπρεπε να έχει κάθε συμφέρον να επικαλείται την αντικαπιταλιστική μαρτυρία δύο από τις “μεγαλύτερες διάνοιες” του σύγχρονου κόσμου, για να απαντήσει στη καθημερινή αντικομμουνιστική και αντισοσιαλιστική προπαγάνδα των δεξιών και ακροδεξιών αντιπάλων της; Η απάντηση σε αυτή την απορία δεν είναι δύσκολη: Η μεν σοσιαλδημοκρατία, που έχει προ πολλού αποκηρύξει το μαρξισμό και έχει αποφασίσει να συνδιαχειρίζεται το καπιταλιστικό σύστημα, αποστρέφεται -αν δεν μισεί- την έντονα αντικαπιταλιστική τοποθέτηση τόσο του Λαντάου όσο και του Αϊνστάϊν. Συνεπώς, είναι περίπου “φυσιολογική” και αναμενόμενη η συνεργασία της με τη δεξιά στο -πλέον- κοινό τους μέλημα να “θάψουν” πάσει θυσία τα…ανατρεπτικά στοιχεία που είναι ο Αϊνστάϊν και ο Λαντάου!

Απομένει όμως, η “άλλη”, η μη σοσιαλδημοκρατική αριστερά που εξακολουθεί να κραδαίνει τη σημαία του σοσιαλισμού. Αυτή -λογικά- θα είχε κάθε συμφέρον να απαντήσει στη προπαγάνδα της δεξιάς αλλά και της σοσιαλδημοκρατίας επικαλούμενη συστηματικά τις μαρτυρίες υπέρ του σοσιαλισμού, των δύο μεγάλων επιστημόνων της σύγχρονης εποχής. Όμως, αυτό δεν συνέβη ποτέ. Γιατί; Μα, επειδή αυτή η σταλινική και μετασταλινική αριστερά δεν μπορεί να ανεχθεί ή μάλλον μισεί θανάσιμα τον ξεκάθαρο αντισταλινισμό του Λαντάου αλλά και του Αϊνστάϊν. Και έτσι, φτάνουμε στο θλιβερό συμπέρασμα ότι, εδώ και τουλάχιστον 70 χρόνια, είναι σε πλήρη δράση μια –ετερόκλητη αλλά εξαιρετικά αποτελεσματική- συνωμοσία της σιωπής με μοναδικό αντικείμενο να φιμωθεί πάση θυσία ο ανατρεπτικός πολιτικός λόγος του Αϊνστάϊν και του Λαντάου!

Βέβαια, υπάρχουν και οι (λίγοι) άλλοι που δεν ανήκουν σε καμιά από τις παραπάνω κατηγορίες, και οι οποίοι θα μπορούσαν να έχουν κάθε συμφέρον να επικαλεσθούν τόσο τον αντικαπιταλισμό όσο και τον αντισταλινισμό του Αϊνστάϊν -η πολιτική τοποθέτηση και δράση Λαντάου τους ήταν άγνωστη καθώς έγινε γνωστή μόλις πρόσφατα. Αυτό που προκαλεί έκπληξη δεν είναι μόνον ότι δεν αναφέρονται ποτέ στον σοσιαλιστή και αντιγραφειοκράτη Αϊνστάϊν. Είναι κυρίως, ότι η σπάνια δημοσίευση από μέρους τους του ιστορικού κειμένου του “Γιατί σοσιαλισμός;”, δεν συνοδεύεται ποτέ από κάποιο σχόλιο ή ανάλυση που θα μπορούσε να προδώσει ότι υπάρχει έστω και στοιχειώδης κατανόηση της τεράστιας αξίας και σημασίας αυτού του κειμένου. Όχι επειδή το έχει γράψει “ένας ολόκληρος Αϊνστάϊν”, αλλά επειδή αυτό αναζωογονεί το μαρξιστικό λόγο καθώς πηγαίνει κατευθείαν στη ρίζα της καπιταλιστικής κακοδαιμονίας όπως αυτή εκδηλώνεται, βιώνεται και καταστρέφει τον καθένα από τους ανθρώπους και όλους μαζί. Και μάλιστα, όχι τους ανθρώπους του 1949 αλλά εκείνους του 2021! Και όχι με μισόλογα ή με τις γνωστές δυσνόητες φράσεις, αλλά ξεκάθαρα, απλά και κατανοητά.

Φυσικά, ο Λαντάου ήξερε ότι έπαιζε το κεφάλι του γράφοντας την πρωτομαγιάτικη προκήρυξη/μανιφέστο, και η απόφασή του να το κάνει με πλήρη συνείδηση του θανάσιμου κινδύνου που αυτό συνεπαγόταν δίνει στη πράξη του ακόμα μεγαλύτερη αξία. Όμως, δεν ήταν λίγο το θάρρος που χρειαζόταν ακόμα και ο -ήδη πολύ διάσημος- Αϊνστάϊν για να γράψει και να δημοσιεύσει ένα κείμενο σαν το “Γιατί σοσιαλισμός;”. Γραμμένο και δημοσιευμένο το 1949, ενώ ήδη μαίνεται ο ψυχρός πόλεμος και αρχίζει το κυνήγι μαγισσών που μετά από μερικούς μήνες θα γενικευθεί με τις φροντίδες του διαβόητου γερουσιαστή Μακάρθι, ο Αϊνστάϊν επιλέγει να πάει ενάντια στο ρεύμα και να χτυπήσει το σύστημα στη ρίζα του προτείνοντας ως μοναδική λύση στα προβλήματα της ανθρωπότητας, και άρα και των ΗΠΑ όπου ζει, το σοσιαλισμό, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και το σχεδιασμό της οικονομίας! Αναμφίβολα, χρειαζόταν πάρα πολύ θάρρος για να δημοσιεύσει κανείς ένα τέτοιο κείμενο εκείνη την εποχή και μάλιστα στη μητρόπολη του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος…

Άλλο τόσο θάρρος και αποφασιστικότητα να πάει ενάντια στο ρεύμα της εποχής, προδίδει όμως και η σκληρή κριτική της προτελευταίας παραγράφου του κειμένου του Αϊνστάϊν στη σταλινική γραφειοκρατία και στο καθεστώς της. Πράγματι, δεν είναι μόνον ότι το 1949, η (προσωπο)λατρεία του Στάλιν βρίσκεται στο απώγειό της και ότι όποιος αριστερός τολμάει να τον αμφισβητήσει αποκαλύπτοντας την οικτρή αλήθεια για τη σοβιετική πραγματικότητα, αντιμετωπίζεται ως “πουλημένος” και “πράκτορας” του εχθρού, που πρέπει να εξαφανιστεί. Είναι και ότι ο Αϊνστάϊν πάει σε αυτή τη προτελευταία παράγραφο πέρα από την απλή σκληρή κριτική στο σταλινικό καθεστώς, βγάζοντας γενικότερα συμπεράσματα που καταλήγουν στο εντοπισμό της θανάσιμης γραφειοκρατικής παραμόρφωσης που απειλεί κάθε απόπειρα ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος. Και το κάνει κάνοντας διαπιστώσεις αδιανόητες για την επίσημη αριστερά εκείνης την εποχής, όπως ότι “η σχεδιασμένη οικονομία δεν είναι ακόμα ο σοσιαλισμός” και ότι μια σχεδιασμένη οικονομία μπορεί να συνοδεύεται από την απόλυτη υποδούλωση του ατόμου”. Και όλα αυτά για να καταλήξει απευθύνοντας και στη σημερινή αριστερά 2-3 ερωτήματα καίριας σημασίας για την ίδια τη δεινοπαθούσα αξιοπιστία της, που μένουν πάντα αναπάντητα:Πώς είναι δυνατό, με δεδομένη την τρομακτική συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, να αποτραπεί η γραφειοκρατία από το να γίνει παντοδύναμη και αλαζονική; Πώς μπορούν να προστατευθούν τα δικαιώματα του ατόμου και κατ’επέκταση, πώς μπορεί να εξασφαλισθεί ένα δημοκρατικό αντίβαρο στην εξουσία της γραφειοκρατίας;”

Παρουσιάζοντας το μεγάλο απόσπασμα του “Γιατί σοσιαλισμός;” που ακολουθεί, γράφαμε το 2015 τον εξής μικρό πρόλογο, που νομίζουμε ότι είναι πάντα επίκαιρος: Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να γνωρίσουμε αυτόν τον «άλλο» Αϊνστάιν παρά ακούγοντάς τον να μας μιλάει με τα δικά του λόγια για το περισσότερο παρά ποτέ επίκαιρο ζήτημα… «γιατί σοσιαλισμός;». Και όπως γράφαμε πριν από ακριβώς 10 χρόνια, όταν μεταφράζαμε και δημοσιεύαμε μεγάλα αποσπάσματα αυτού του ιστορικού κειμένου του μεγάλου Αλβέρτου: «Όμως, προσοχή: θα ήταν λάθος να αντιμετωπίσουμε αυτό το κείμενο απλώς σαν κάτι το «αξιοπερίεργο», π.χ. σαν απόδειξη της πολυεδρικής (αναγεννησιακής) προσωπικότητας ενός μεγάλου επιστήμονα που τολμάει να μπαίνει σε «ξένα χωράφια». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα κείμενο που, γραμμένο για το πρώτο τεύχος της αριστερής επιθεώρησης Monthly Review, αποκαλύπτει έναν Αϊνστάιν όχι μόνο βαθύ και τρομερά επίκαιρο στοχαστή των σημερινών προβλημάτων της ανθρωπότητας αλλά και μαχόμενο αντιγραφειοκράτη, δηλαδή αντισταλινικό κομμουνιστή. Στον προσεκτικό αναγνώστη να κρίνει και να βγάλει τα συμπεράσματά του…»

Γιατί σοσιαλισμός;


του Αλβέρτου Αϊνστάϊν

(…) Αναρίθμητες φωνές έχουν ισχυριστεί εδώ και καιρό ότι η ανθρώπινη κοινωνία περνάει κρίση, ότι η σταθερότητά της έχει κλονιστεί σοβαρά. Χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης είναι ότι τα άτομα νοιώθουν αδιάφορα ή ακόμα και εχθρικά απέναντι στην ομάδα, μικρή ή μεγάλη, στην οποία ανήκουν. Και για να κάνω σαφέστερο αυτό που εννοώ, ας μου επιτραπεί να θυμίσω μια προσωπική εμπειρία. Συζητούσα πρόσφατα με έναν έξυπνο και καλοπροαίρετο άνθρωπο την απειλή ενός ακόμα πολέμου, που κατά τη γνώμη μου, θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την επιβίωση του ανθρώπινου είδους, και έκανα την παρατήρηση ότι μόνο μια υπερεθνική οργάνωση θα προσέφερε προστασία από αυτό τον κίνδυνο. Τότε ο επισκέπτης μου, πολύ ήρεμα και ψυχρά, μου είπε: «Γιατί είστε τόσο βαθιά αντίθετος στην εξαφάνιση της ανθρώπινης φυλής;»

Είμαι βέβαιος ότι μόλις πριν από έναν αιώνα κανείς δεν θα έλεγε κάτι τέτοιο με τόση ανεμελιά. Πρόκειται για μια δήλωση ενός ανθρώπου που προσπάθησε μάταια να βρει την εσωτερική του ισορροπία και έχασε λίγο ή πολύ κάθε ελπίδα να το πετύχει. Πρόκειται για την έκφραση της επώδυνης μοναξιάς και απομόνωσης από την οποία υποφέρουν τόσοι άνθρωποι στις μέρες μας. Ποια είναι η αιτία; Υπάρχει διέξοδος;

Είναι μεν εύκολο να μπαίνουν τέτοια ερωτήματα, αλλά είναι δύσκολο να απαντηθούν με μια κάποια σιγουριά. Θα το προσπαθήσω, όσο καλύτερα μπορώ, παρόλο που έχω πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι τα αισθήματα και οι προσπάθειές μας είναι συχνά αντιφατικές και ομιχλώδεις και ότι δεν μπορούν να εκφραστούν με απλές και εύκολες διατυπώσεις.

Ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα ον μοναχικό και κοινωνικό. Ως μοναχικό ον, προσπαθεί να προστατεύσει τη δικιά του ύπαρξή καθώς και την ύπαρξη εκείνων που του είναι πιο κοντά, να ικανοποιήσει τις προσωπικές του επιθυμίες, και να αναπτύξει τις έμφυτες δεξιότητές του. Ως κοινωνικό ον, επιδιώκει να κερδίσει την αναγνώριση και τη στοργή των άλλων ανθρώπινων όντων, να μοιραστεί τις χαρές τους, να τα παρηγορήσει στις λύπες τους, και να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής τους. Μόνο η ύπαρξη αυτών των διαφορετικών, συχνά αλληλοσυγκρουόμενων, επιδιώξεων αναδεικνύει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ανθρώπου, και ο συγκεκριμένος συνδυασμός τους ορίζει πόσο ένα άτομο μπορεί να πετύχει την εσωτερική του ισορροπία και πόσο μπορεί να συμβάλει στην ευτυχία της κοινωνίας. Δεν αποκλείεται η δύναμη αυτών των δυο ροπών να ορίζεται από την κληρονομικότητα. Όμως, η προσωπικότητα που τελικά αναδύεται διαμορφώνεται κατά πολύ από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ένας άνθρωπος τυχαίνει να βρεθεί κατά την ανάπτυξή του, από τις δομές της κοινωνίας στην οποία μεγαλώνει, από την παράδοση αυτής της κοινωνίας, και από την αποτίμηση ιδιαίτερων ειδών συμπεριφοράς. Για το κάθε ανθρώπινο ον, η αφηρημένη έννοια «κοινωνία» σημαίνει το συνολικό άθροισμα των άμεσων και έμμεσων σχέσεών του τόσο με τους ανθρώπους της εποχής του όσο και με εκείνους των προηγούμενων γενεών. Το άτομο είναι ικανό να σκέφτεται, να αισθάνεται, να προσπαθεί, και να εργάζεται από μόνο του. Αλλά εξαρτάται τόσο πολύ από την κοινωνία –στην φυσική, διανοητική και συναισθηματική του ύπαρξη- ώστε να είναι αδύνατο να το σκεφτούμε ή να το κατανοήσουμε έξω από το πλαίσιο της κοινωνίας. Είναι η «κοινωνία» που εφοδιάζει τον άνθρωπο με τρόφιμα, ρούχα, με ένα σπίτι, με τα εργαλεία της δουλειάς, με γλώσσα, με τις μορφές σκέψης, και με το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου της. Η ζωή του γίνεται δυνατή μέσω της εργασίας και των επιτευγμάτων των πολλών εκατομμυρίων παρόντων και προηγουμένων συνανθρώπων του που όλοι τους κρύβονται πίσω από τη λεξούλα «κοινωνία».

(…) Αν αναρωτηθούμε πώς η δομή της κοινωνίας και η πολιτισμική συμπεριφορά του ανθρώπου μπορούν να αλλάξουν ώστε να κάνουμε την ανθρώπινη ζωή όσο γίνεται πιο ικανοποιητική, θα πρέπει να έχουμε συνεχώς συνείδηση του γεγονότος ότι υπάρχουν ορισμένες συνθήκες που δεν είμαστε σε θέση να μεταβάλλουμε. Όπως προαναφέραμε, η βιολογική φύση του ανθρώπου του ανθρώπου, εξαιτίας όλων των πρακτικών λόγων, δεν μπορεί να αλλάξει. Επιπλέον, οι τεχνολογικές και δημογραφικές εξελίξεις των τελευταίων λίγων αιώνων δημιούργησαν συνθήκες που θα παραμείνουν σε ισχύ. Σε σχετικά πυκνοκατοικημένους πληθυσμούς και με δεδομένα τα αγαθά που είναι απαραίτητα για τη συνέχιση της επιβίωσής τους, είναι εντελώς απαραίτητος ο ακραίος καταμερισμός εργασίας και ένας εξαιρετικά συγκεντρωτικός παραγωγικός μηχανισμός. Έχουν παρέλθει οριστικά οι καιροί –που, κοιτώντας πίσω, φαίνονται τόσο ειδυλλιακοί- όταν τα άτομα ή σχετικά μικρές ομάδες μπορούσαν να είναι εντελώς αυτάρκεις. Είναι μόνο μικρή υπερβολή να πούμε ότι η ανθρωπότητα αποτελεί τώρα μια πλανητική κοινότητα παραγωγής και κατανάλωσης.

Έφτασα τώρα στο σημείο όπου μπορώ να ορίσω εν συντομία τι αποτελεί την ουσία της κρίσης των καιρών μας. Αφορά τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία. Το άτομο έχει συνειδητοποιήσει περισσότερο από ποτέ άλλοτε την εξάρτησή του από την κοινωνία. Όμως, δεν βιώνει αυτή την εξάρτηση σαν κάτι θετικό, σαν ένα οργανικό δεσμό, σαν μια προστατευτική δύναμη, αλλά μάλλον σαν μιαν απειλή στα φυσικά του δικαιώματα, ή ακόμα και στην οικονομική του ύπαρξη. Επιπλέον, η θέση του στην κοινωνία είναι τέτοια ώστε οι εγωιστικές επιδιώξεις του να οξύνονται συνεχώς, ενώ οι κοινωνικές του επιδιώξεις, που είναι από τη φύση τους πιο αδύναμες, να επιδεινώνονται προοδευτικά. Όλα τα ανθρώπινα όντα, όποια κι αν είναι η θέση τους στην κοινωνία, υποφέρουν από αυτή τη διαδικασία επιδείνωσης. Φυλακισμένα, χωρίς να το ξέρουν, του ίδιου του εγωισμού τους, αισθάνονται ανασφαλή, μοναχικά και στερημένα από την αφελή, απλή και ανεπιτήδευτη απόλαυση της ζωής. Ο άνθρωπος μπορεί να βρει το νόημα της -σύντομης και επικίνδυνης καθώς είναι- ζωής μόνο αφιερώνοντας τον εαυτό του στην κοινωνία.

Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας όπως αυτή υπάρχει σήμερα είναι, κατά τη γνώμη μου, η αληθινή πηγή του κακού. Βλέπουμε μπροστά μας μια τεράστια κοινότητα παραγωγών τα μέλη της οποίας αγωνίζονται ασταμάτητα να στερήσουν το ένα το άλλο από τα προϊόντα της συλλογικής τους εργασίας –όχι με τη βία, αλλά μάλλον εφαρμόζοντας πιστά νόμιμα εγκαθιδρυμένους κανόνες. Σε σχέση με αυτό, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι τα παραγωγικά μέσα –δηλαδή, η συνολική παραγωγική ικανότητα που χρειάζεται για να παραχθούν καταναλωτικά αγαθά όπως και επιπρόσθετα κεφαλαιουχικά αγαθά- μπορεί νόμιμα να είναι, και κατά κύριο λόγο είναι, ιδιωτική ιδιοκτησία ατόμων.

Για να απλουστεύσω, στη συζήτηση που ακολουθεί θα αποκαλώ «εργάτες» όλους εκείνους που δεν μετέχουν στην ιδιοκτησία των παραγωγικών μέσων –παρόλο που αυτό δεν αντιστοιχεί πλήρως στη συνήθη χρήση του όρου. Ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής είναι σε θέση να αγοράζει την εργατική δύναμη του εργάτη. Χρησιμοποιώντας τα παραγωγικά μέσα, ο εργάτης παράγει νέα αγαθά που γίνονται ιδιοκτησία του κεφαλαιοκράτη. Το ουσιώδες σημείο αυτής της διαδικασίας είναι η σχέση μεταξύ αυτού που ο εργάτης παράγει και αυτού με το οποίο πληρώνεται, πράγματα που μετρώνται και τα δυο με όρους πραγματικής αξίας. Στην περίπτωση που η σύμβαση εργασίας είναι «ελεύθερη», αυτό που αποκομίζει ο εργάτης καθορίζεται όχι από την πραγματική αξία των αγαθών που παράγει, αλλά από τις ελάχιστες ανάγκες του και τις απαιτήσεις των καπιταλιστών για εργασιακή εξουσία σε σχέση με τον αριθμό των εργατών που ανταγωνίζονται για θέσεις εργασίας. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ακόμα και στη θεωρία η πληρωμή του εργάτη δεν καθορίζεται από την αξία του προϊόντος του.

Το ιδιωτικό κεφάλαιο τείνει να συγκεντρωθεί σε μερικά χέρια, εν μέρει εξαιτίας του ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών, και εν μέρει επειδή η τεχνολογική ανάπτυξη και η αύξηση του καταμερισμού εργασίας ενθαρρύνουν τη δημιουργία μεγαλύτερων παραγωγικών μονάδων σε βάρος των μικρότερων. Το αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι μια ολιγαρχία ιδιωτικού κεφαλαίου η τεράστια δύναμη της οποίας δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί ουσιαστικά ακόμα και από μια δημοκρατικά οργανωμένη πολιτική κοινωνία. Αυτό αληθεύει επειδή τα μέλη των νομοθετικών οργάνων επιλέγονται από πολιτικά κόμματα, που χρηματοδοτούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό ή έστω επηρεάζονται από ιδιωτικούς καπιταλιστές που, για πρακτικούς λόγους, διαχωρίζουν το εκλογικό σώμα από το κοινοβούλιο. Η συνέπεια είναι ότι οι εκπρόσωποι του λαού ντε φάκτο δεν υπερασπίζονται τα συμφέροντα των μη προνομιούχων τμημάτων του πληθυσμού. Επιπλέον, υπό τις παρούσες συνθήκες, οι ιδιωτικοί κεφαλαιοκράτες αναπόφευκτα ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, τις κύριες πηγές πληροφόρησης (τύπος, ραδιόφωνο, εκπαίδευση). Είναι λοιπόν εξαιρετικά δύσκολο, και σε πολλές περιπτώσεις σχεδόν αδύνατο, για τον εξατομικευμένο πολίτη να οδηγηθεί σε αντικειμενικά συμπεράσματα και να κάνει έξυπνη χρήση των πολιτικών δικαιωμάτων του.

Η κατάσταση που επικρατεί στην οικονομία που βασίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία του κεφαλαίου χαρακτηρίζεται λοιπόν από δυο κύριες αρχές: πρώτον, τα παραγωγικά μέσα (κεφάλαιο) κατέχονται ιδιωτικώς και οι κάτοχοι τα κάνουν ό,τι θέλουν. Δεύτερον, η σύμβαση εργασίας είναι ελεύθερη. Φυσικά, δεν υπάρχει πούρα καπιταλιστική κοινωνία με αυτή την έννοια. Ειδικότερα, πρέπει να αναφέρουμε ότι οι εργάτες, μέσα από μακρόχρονους και σκληρούς πολιτικούς αγώνες, έχουν πετύχει να εξασφαλίσουν μια κάπως βελτιωμένη μορφή «ελεύθερης σύμβασης εργασίας» για ορισμένες κατηγορίες εργατών. Όμως, εξεταζόμενη ως ένα σύνολο, η σημερινή οικονομία δεν διαφέρει και πολύ από τον «πούρο» καπιταλισμό.

Η παραγωγή γίνεται για το κέρδος, όχι για τη χρήση της. Δεν υπάρχει πρόνοια ότι όλοι εκείνοι που είναι ικανοί και πρόθυμοι να εργαστούν θα είναι πάντα σε θέση να βρίσκουν εργασία. Ο «στρατός των ανέργων» υπάρχει σχεδόν πάντα. Ο εργάτης φοβάται συνεχώς μην χάσει τη δουλειά του. Μια και οι άνεργοι και οι κακοπληρωμένοι εργάτες δεν δημιουργούν μια επικερδή αγορά, η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών περιορίζεται, και η συνέπεια είναι μεγάλα δεινά. Η τεχνολογική πρόοδος οδηγεί συχνά σε ακόμα μεγαλύτερη ανεργία παρά στη μείωση του φόρτου εργασίας για όλους. Το κίνητρο του κέρδους, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστών, ευθύνεται για την αστάθεια στη συσσώρευση και στη χρήση του κεφαλαίου, που οδηγεί σε όλο και πιο σοβαρές υφέσεις. Ο απεριόριστος ανταγωνισμός οδηγεί σε τεράστια σπατάλη εργασίας, καθώς και στον ακρωτηριασμό της κοινωνικής συνείδησης των ατόμων, που ανάφερα προηγουμένως.

Είναι αυτός ο ακρωτηριασμός των ατόμων που θεωρώ ως το χειρότερο κακό του καπιταλισμού. Ολάκερο το εκπαιδευτικό μας σύστημα υποφέρει από αυτό το κακό. Εμφυσούν στον σπουδαστή την υπερβολικά ανταγωνιστική συμπεριφορά, προπονώντας τον στη λατρεία της επίκτητης επιτυχίας ως προετοιμασίας για τη μελλοντική του καριέρα.

Είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχει μόνον ένας τρόπος για να εξαλειφθούν αυτά τα σοβαρά κακά, καθαρά και ξάστερα μέσα από την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, που θα συνοδεύεται από ένα εκπαιδευτικό σύστημα προσανατολισμένο προς κοινωνικούς στόχους. Σε μια τέτοια οικονομία, τα παραγωγικά μέσα είναι ιδιοκτησία της ίδιας της κοινωνίας και χρησιμοποιούνται με σχεδιασμένο τρόπο. Μια σχεδιασμένη οικονομία, που προσαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινότητας, θα διανέμει την απαιτούμενη εργασία μεταξύ όλων εκείνων που είναι ικανοί να εργάζονται και θα εξασφαλίζει τα προς το ζειν σε κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί. Η εκπαίδευση του ατόμου, πέρα από την ανάπτυξη των έμφυτων ικανοτήτων του καθενός, θα προσπαθεί να αναπτύξει το αίσθημα ευθύνης απέναντι στους συνανθρώπους μας αντί να υμνεί την εξουσία και την επιτυχία, όπως γίνεται στη σημερινή κοινωνία μας.

Ωστόσο, είναι αναγκαίο να θυμόμαστε ότι η σχεδιασμένη οικονομία δεν είναι ακόμα ο σοσιαλισμός. Μια σχεδιασμένη οικονομία μπορεί να συνοδεύεται από την απόλυτη υποδούλωση του ατόμου. Η επίτευξη του σοσιαλισμού απαιτεί την επίλυση μερικών πολύ δύσκολων κοινωνικο-πολιτικών προβλημάτων: πώς είναι δυνατό, με δεδομένη την τρομακτική συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, να αποτραπεί η γραφειοκρατία από το να γίνει παντοδύναμη και αλαζονική; Πώς μπορούν να προστατευθούν τα δικαιώματα του ατόμου και κατ’επέκταση, πώς μπορεί να εξασφαλισθεί ένα δημοκρατικό αντίβαρο στην εξουσία της γραφειοκρατίας;

Στη σημερινή μεταβατική εποχή είναι ύψιστης σημασίας η διαφάνεια για τους στόχους και τα προβλήματα του σοσιαλισμού. Επειδή, υπό τις παρούσες συνθήκες, η ελεύθερη και ανεμπόδιστη συζήτηση αυτών των προβλημάτων έχει φτάσει να γίνει ένα πανίσχυρο ταμπού, θεωρώ ότι η ίδρυση αυτού του περιοδικού συνιστά μια σπουδαία υπηρεσία κοινής ωφέλειας.

* Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε αρχικά για το πρώτο τεύχος του Monthly Review (Μάης 1949).

 

Σημειώσεις


1. “Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν (γερμανική γλώσσα: Albert Einstein, ορθός τονισμός Άινσταϊν, Ουλμ, 14 Μαρτίου 1879Πρίνστον, 18 Απριλίου 1955) ήταν Γερμανός φυσικός εβραϊκής καταγωγής, ο οποίος βραβεύτηκε με το Νόμπελ Φυσικής το 1921 για τις υπηρεσίες του στην θεωρητική φυσική. Είναι ο θεμελιωτής της Θεωρίας της Σχετικότητας και από πολλούς θεωρείται ο σημαντικότερος επιστήμονας του 20ού αιώνα και ένας απ’τους μεγαλύτερους όλων των εποχών. Εξέδωσε πάνω από 300 επιστημονικές δημοσιεύσεις, καθώς και 151 συγγράμματα για το ευρύ κοινό. Είναι πιο γνωστός στο ευρύ κοινό ιδιαίτερα για τον τύπο του E=mc² που αναφέρεται από πολλούς ως «η πιο διάσημη εξίσωση στη φυσική». Η επίδραση των ανακαλύψεων του Αϊνστάιν σχετικά με την φύση του χώρου και του χρόνου, εξακολουθεί να αποτελεί κεντρικό αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας σε φυσική, κοσμολογία, και μαθηματικά, ενώ το επώνυμο του χρησιμοποιείται συχνά ως χαρακτηρισμός για να δηλώσει πως κάποιος έχει υψηλή ευφυΐα.(από τη Wikipedia)
2. “Ο Λεβ Νταβίντοβιτς Λαντάου (Ле́в Дави́дович Ланда́у, 22 Ιανουαρίου 19081 Απριλίου 1968) ήταν Σοβιετικός φυσικός που έλυσε πολλά σημαντικά ζητήματα της Θεωρητικής Φυσικής. Τα επιτεύγματά του περιλαμβάνουν την κβαντική θεωρία του διαμαγνητισμού, τη θεωρητική ερμηνεία της υπερρευστότητας, τη θεωρία των μεταβολών φάσεως δεύτερης τάξεως, τη Θεωρία Γκίνσμπουργκ-Λαντάου για την υπεραγωγιμότητα, την ερμηνεία του φαινομένου της «αποσβέσεως Λαντάου» στη Φυσική Πλάσματος, τον πόλο Λαντάου στην Κβαντική Ηλεκτροδυναμική, τη θεωρία των νετρίνων και τη συμβολή στην επινόηση της μεθόδου του πίνακα πυκνότητας στην Κβαντομηχανική. Του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής του 1962 για την ανάπτυξη μιας μαθηματικής θεωρίας της υπερρευστότητας που εξηγεί όλες τις παράδοξες ιδιότητες του υγρού ηλίου (He II) σε θερμοκρασίες κάτω των 2,17 K (−270,98 °C)” (από τη Wikipedia)

 

Πηγή: contra-xreos.gr




Τι να κάνουμε;

Νίκος Δασκαλοθανάσης

Το κείμενο αυτό είναι κεφάλαιο από το βιβλίο του συγγραφέα με τίτλο «Restitutions», εκδόσεις FUTURA, 2015. Εντάσσεται στο πλαίσιο της αρθρογραφίας στο Commune με θέμα τη θεωρία της Τέχνης. Ευχαριστούμε τον συγγραφέα και τον εκδότη του βιβλίου.

Όταν ο Λένιν έγραφε στις αρχές του 20ού αιώνα (1901-1902) το ομότιτλο κείμενό του («Τι να κάνουμε;»)[i] με σκοπό να ασκήσει κριτική στις «αναρχίζουσες» τάσεις του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ρωσίας και στον βρετανικό «εργατισμό», δεν μπορούσε φυσικά να διανοηθεί ότι το ίδιο σύνθημα θα χρησιμοποιούσε έναν περίπου αιώνα αργότερα –το 2007– ο καλλιτεχνικός διευθυντής ενός «ογκώδους» θεσμικού καλλιτεχνικού μηχανισμού –της Documenta 12 του Κάσελ– ως ένα από τα τρία θεωρητικά-ερευνητικά του προτάγματα.[ii] Και τούτο, όχι τόσο επειδή ο Λένιν δεν ήταν ιδιαιτέρως ευφάνταστος –ίσως πράγματι να μην ήταν– ούτε επειδή τα περί τέχνης ζητήματα τον απασχόλησαν, όπως συνάγεται από τα γραπτά του, όσο και τον Μαρξ, δηλαδή, επί της ουσίας, ελάχιστα. Η «αδυναμία» του Λένιν έχει αντικειμενική φύση: τόσο στη βιομηχανικά καθυστερημένη Ρωσία αλλά και στη βιομηχανικά αναπτυγμένη Ευρώπη, τα ζητήματα που αφορούσαν τη δράση των μαζών δεν ήταν δυνατόν παρά να γίνονται αντιληπτά με όρους αμιγώς πολιτικούς. Και στην εποχή του Λένιν, για τις επαναστατικές δυνάμεις, οι πολιτικοί όροι είχαν συγκεκριμένο περιεχόμενο: αφορούσαν την ανατροπή των υφιστάμενων παραγωγικών, και άρα, ταξικών, συσχετισμών. Έναν αιώνα αργότερα, ό,τι έχει σίγουρα ανατραπεί είναι μια τέτοια αντίληψη.

Η απόλυτη αοριστία του πολιτικού, αποτελεί κυρίαρχη πραγματικότητα της δικής μας εποχής. Στοn χώρο των εικαστικών τεχνών η υποκατάσταση του «πολιτικού» από το «αισθητικό», ή, έστω, η πραγμάτευση πολιτικών ζητημάτων με αισθητικούς όρους –και τανάπαλιν– μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου. Το ευφυολόγημα του Roger M. Buergel –του γερμανού καλλιτεχνικού διευθυντή της Documenta 12– αποτελεί γέννημα αυτής της πραγματικότητας.[iii] Eιδικά τις τελευταίες δεκαετίες, ο όρος «πολιτική τέχνη» επαναλαμβάνεται, ιδίως στο πλαίσιο των μεγάλων θεσμικών καλλιτεχνικών διοργανώσεων, με μια συχνότητα που δεν έχει προηγούμενο.[iv] Και ίσως η Documenta του Kassel εδώ να πρωτοπορεί με τον χαρακτηριστικότερο τρόπο. Πράγματι, η Documenta «ενσωμάτωσε» ευθέως στο πρόγραμμα της 10ης επετείου της την έννοια του πολιτικού: «Πολιτική-Ποιητική» ήταν ο τίτλος που επέλεξε η Catherine David, η γαλλίδα καλλιτεχνική διευθύντρια της διοργάνωσης του 1997 (και συνεπιμελήτρια της φετινής 1ης Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, 2007). Εάν ο όρος πολιτική, παρά την «κρίση» την οποία διέρχεται, συνεχίζει να παραπέμπει σε ζητήματα που σχετίζονται με τις μη «αισθητικές» όψεις της ανθρώπινης ζωής, ο όρος ποιητική παραπέμπει (από την εποχή του Αριστοτέλη) ακριβώς σε αυτές.

Δύο πρώτες αντιρρήσεις, ίσως μεταξύ των πολλών, μπορούν να εγερθούν πάραυτα. Κατ’ αρχάς, μόνο μια άκαμπτη αναγωγική σκέψη θα αντιλαμβανόταν τους όρους πολιτικό και αισθητικό με μιαν απόλυτη καθαρότητα ώστε να τους αντιδιαστείλει. Κι η εποχή μας δεν έχει πάψει, ορθώς, να καταδεικνύει τους περιορισμούς του αναγωγισμού. Κατά δεύτερο, ο στοχασμός γύρω από τη σχέση πολιτικής και αισθητικής έχει ηλικία –για να μείνουμε στην περίοδο της νεοτερικότητας– τουλάχιστον ενός αιώνα, εάν όχι μεγαλύτερη (ήταν δηλαδή ήδη ενεργός την εποχή που ο Λένιν έγραφε το κείμενό του) και, επιπλέον ένας τέτοιος συσχετισμός αποτέλεσε συχνότατα αίτημα καλλιτεχνικών ομάδων που διατύπωναν θέσεις οι οποίες κάθε άλλο παρά πολιτικά συντηρητικές θα μπορούσαν να θεωρηθούν.

Μια απάντηση στην πρώτη αντίρρηση: ανεξαρτήτως της ορθότητας της κριτικής του αναγωγισμού, το ζήτημα που πρέπει να διευκρινισθεί είναι υπό ποιες ιστορικές προϋποθέσεις πραγματοποιείται σήμερα η όσμωση πολιτικού και αισθητικού εντός των θεσμικών καλλιτεχνικών διοργανώσεων. Τούτη η διευκρίνιση δεν θα αποσαφηνίσει ίσως το ακριβές περιεχόμενο της όσμωσης, θα προσφέρει ωστόσο μια απάντηση ως προς τα αίτια της μεγάλης της διάχυσης.

Μια απάντηση στην δεύτερη αντίρρηση: πράγματι, η νεοτερικότητα έθεσε συχνά το ζήτημα της σχέσης πολιτικού-αισθητικού. Ωστόσο, όχι μόνον η τάση που κυριάρχησε στις πλέον προωθημένες (από πολιτική άποψη) εκδοχές των νεοτερικών κινημάτων –από τη ρώσικη πρωτοπορία και το dada έως τους σουρεαλιστές– ήταν η τέχνη να «απαισθητικοποιηθεί» και να υπηρετήσει την πραγματικότητα (και όχι το αντίθετο)[v]– αλλά και κάτι ακόμη: ο συσχετισμός τέχνης και πολιτικής αποτελούσε μια υπόθεση των ίδιων των καλλιτεχνών και, σε κάθε περίπτωση, γινόταν αντιληπτός, τουλάχιστον ως δηλωμένη πρόθεση, ως μέρος της πολιτικής κριτικής, πέραν και εκτός των θεσμοποιημένων μηχανισμών. Η καλλιέργεια αυτού του συσχετισμού εξορισμού εντός των υπαρχόντων θεσμικών πολιτιστικών συστημάτων ήταν μια ιδέα ολωσδιόλου ξένη όχι μόνο στον Λένιν –που ούτως ή άλλως ιεραρχούσε τις προτεραιότητές του με βάση έναν αρκετά σαφή διαχωρισμό του πολιτικού και του αισθητικού– αλλά και στους ίδιους τους καλλιτέχνες των αρχών του 20ού αιώνα. Εδώ εντοπίζεται μια ριζική διαφορά ως προς τον συσχετισμό τέχνης και πολιτικής στην εποχή μας. Ό,τι κινητοποιούσε όσους καλλιτέχνες της ιστορικής πρωτοπορίας ενδιέφερε η πολιτική διάσταση του έργου τους, ήταν η πίστη σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα εντός του οποίου η τέχνη τους λειτουργούσε ως απελευθερωτική παράμετρος. Τα ουσιαστικά σημεία του, διατυπώνονταν συνήθως με τη μορφή της πολεμικής διακήρυξης συνταγμένης από τους ίδιους ή από κάποιους θεωρητικούς οργανικά ωστόσο συνδεδεμένους με τις καλλιτεχνικές ομάδες (τα παραδείγματα του Tzara ή του Breton είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά). Τούτο το πρόγραμμα δεν προέκυπτε απλώς από την πρακτική δραστηριότητα των καλλιτεχνών αλλά ήταν προϊόν της ευρύτερης στάσης τους απέναντι στην πραγματικότητα: η στάση τους απέναντι στον κόσμο καθόριζε την τέχνη τους και όχι το αντίθετο. Με δυο λόγια, δεν ήταν η αποδοχή των όρων της υπάρχουσας πραγματικότητας που τους επέτρεπε να συγκροτούν τον καλλιτεχνικό τους λόγο αλλά, αντιστρόφως, ο καλλιτεχνικός τους λόγος μπορούσε να συγκροτηθεί ακριβώς επειδή εκκινούσε από μια κριτική στάση απέναντι στην υπάρχουσα πραγματικότητα.

Ένα μεγάλο μέρος της τέχνης της εποχής μας, όπως υλοποιείται εντός των μεγάλων θεσμικών διοργανώσεων, χαρακτηρίζεται από την αντιστροφή αυτής της αντίληψης. Ίσως μάλιστα τούτη η μετατόπιση, τούτη η αντιστροφή, να αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά όχι μόνο της θεωρίας της σύγχρονης τέχνης (που εδώ μας ενδιαφέρει ειδικότερα) αλλά και ολόκληρης της μετά τη νεοτερικότητα εποχής.[vi]

Δεν υπάρχει βεβαίως αμφιβολία ότι και τα καλλιτεχνικά κινήματα της ιστορικής πρωτοπορίας δεν κατόρθωσαν να αποφύγουν τη θεσμική τους ενσωμάτωση. Ερμηνεύοντας τον Adorno, o Peter Bürger πραγματοποιεί εδώ ορισμένες ενδιαφέρουσες επισημάνσεις. «Είναι αλήθεια», γράφει o Bürger, «ότι σήμερα μπορούμε να θεωρήσουμε πως οι προθέσεις των κινημάτων της πρωτοπορίας ως προς μια τέτοια υπέρβαση πράγματι απέτυχαν […] Αυτή η αποτυχία έχει κάποιες συνέπειες. Τα κινήματα της ιστορικής πρωτοπορίας υπήρξαν ανίκανα να καταστρέψουν την τέχνη ως θεσμό· αυτό που ωστόσο κατέστρεψαν ήταν η πιθανότητα μια συγκεκριμένη σχολή να διεκδικήσει για τον εαυτό της την καθολική αποδοχή […] Το νόημα της τομής στην ιστορία της τέχνης που προκάλεσαν τα κινήματα της πρωτοπορίας δεν έγκειται στην καταστροφή της τέχνης ως θεσμού αλλά στην καταστροφή της πιθανότητας να νομιμοποιηθεί οποιοσδήποτε αισθητικός κανόνας […] Η κανονιστική εξέταση υποκαταστάθηκε από την λειτουργική ανάλυση της οποίας το ερευνητικό αντικείμενο είναι η κοινωνική επίδραση (λειτουργία) ενός έργου, ως αποτέλεσμα της κοινής δράσης των ερεθισμάτων που εντοπίζονται εντός του έργου και ενός κοινωνιολογικά οροθετημένου κοινού, μέσα σε ένα προϋπάρχον θεσμικό πλαίσιο».[vii]

Ο Hal Foster, «ξαναδιαβάζοντας» τη θεωρία του Bürger, μεταφέρει αυτή την τομή στη δεκαετία του 1960. Για τον Foster, «το κανονιστικό κριτήριο της ποιότητας αντικαταστάθηκε από την εμπειρική (σ.τ.σ. με τους όρους του Bürger, λειτουργική) αξία του ενδιαφέροντος».[viii] Ανεξαρτήτως της χρήσης των όρων, η επισήμανση και των δυο συγγραφέων αποκαλύπτει μια σημαντική παράμετρο: τη σχέση μεταξύ θεωρητικών (κανονιστικών ή μη) και εμπειρικών κριτηρίων. Kι εκείνο που εδώ ρητά υπογραμμίζεται, είναι η υποκατάσταση των θεωρητικών από εμπειρικά κριτήρια. Με άλλα λόγια, υπογραμμίζεται η αντιστροφή που ήδη επισημάνθηκε αδρά σε σχέση με την ιστορική πρωτοπορία: το προβάδισμα της πρακτικής έναντι της θεωρίας. Αυτή η μετατόπιση, ωστόσο, έχει παράδοξα αποτελέσματα: από τη μια επιτρέπει την όσμωση όλων των εννοιών –εφόσον, πράγματι, η πρακτική αποτελεί εξ ορισμού ένα πεδίο όπου όλα λειτουργούν αδιαχώριστα– κι από την άλλη δημιουργεί έναν πληθωρισμό θεωρίας – θεωρίας ωστόσο εντελώς ασαφούς, ακριβώς επειδή στερείται ενδελεχούς επεξεργασίας εφόσον η πρακτική επιβάλλεται στη θεωρία όχι για να την επαληθεύσει αλλά για να την συγκροτήσει.

Στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης, μια τέτοια στάση είναι καταφανώς παρούσα. Θα χρησιμοποιήσουμε αρχικά ένα παράδειγμα, απολύτως ωστόσο ενδεικτικό. Η «αισθητική των σχέσεων» του Nicolas Bourriaud[ix] αποτέλεσε σημείο αναφοράς για μια από τις κυρίαρχες τάσεις της τέχνης της δεκαετίας του 1990. Δεν είναι φυσικά τυχαίο το γεγονός πώς ό,τι ο Bourriaud αποκαλεί ως «το φλέγον καλλιτεχνικό ζήτημα τού σήμερα» έχει να κάνει με το εάν η σύγχρονη τέχνη «είναι σε θέση να παραγάγει σχέσεις με τον κόσμο, στο πεδίο της πρακτικής […]»[x] ενώ, για τον ίδιο συγγραφέα, «η καλλιτεχνική πρακτική εμφανίζεται σήμερα ως γόνιμο έδαφος κοινωνικού πειραματισμού».[xi] Εξετάζοντας ευθέως «τις εκδοχές της σύγχρονης καλλιτεχνικής πρακτικής και τα πολιτιστικά της προγράμματα»,[xii] ο Bourriaud εξηγεί ότι για τους καλλιτέχνες που τον ενδιαφέρουν «η διαδικασία (σύλληψης) της εργασίας δεν θεωρείται πρωτεύουσα σε σχέση με την υλοποίηση της εργασίας».[xiii] Η νύξη αυτή δεν πρέπει να αναγνωσθεί μόνο ως απόπειρα αποστασιοποίησης από τις εννοιολογικές κατευθύνσεις της τέχνης (κάτι που ο Bourriaud το δηλώνει σαφώς) αλλά και ως κατάφαση υπέρ της καλλιτεχνικής πρακτικής σε σχέση με την θεωρητική σύλληψη του έργου. Συνεχίζει ο Nicolas Bourriaud στην Αισθητική των σχέσεων: «Σήμερα, οι καλλιτέχνες ξεκινούν δημιουργώντας χώρους στο εσωτερικό των οποίων κάποια συνάντηση ενδέχεται να συμβεί. Η τέχνη τού σήμερα δεν παρουσιάζει το αποτέλεσμα μιας εργασίας, είναι η ίδια η εργασία ή η εσόμενη εργασία (le travail à venir)».[xiv] Με δυο λόγια, το παν είναι να συμβεί κάτι πρακτικά, να παραχθεί μια σχέση, μια συνάντηση. Το τι, στο μέτρο που ό,τι συμβεί δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα κάποιας ανάλυσης, μοιάζει μάλλον αδιάφορο.[xv] Ποια φιλοσοφική μετατόπιση κρύβεται κάτω από τούτη την κυριαρχία της πρακτικής επί της θεωρίας;

Η φιλοσοφική μετατόπιση που βρίσκεται στη βάση αυτής της κατάστασης, μπορεί να συσχετισθεί με αυτό που ο Max Horkheimer διείδε, ήδη, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια: με την επικράτηση του «πραγματισμού», ως ένα είδος νέο-εμπειρισμού που «η φιλοσοφία του είναι να μην είναι ο ίδιος τίποτε άλλο παρά πρακτική δραστηριότητα».[xvi] Γράφει ο Horkheimer στην Έκλειψη του Λόγου: «Αλλά μια διδασκαλία που επιχειρεί σοβαρά να αναλύσει τις διανοητικές κατηγορίες –όπως αλήθεια, νόημα ή συλλήψεις– σε πρακτικές συμπεριφορές […]  μπορεί μόνο να προσπαθήσει να λειτουργήσει ως ένας μηχανισμός που προκαλεί ορισμένες σειρές συμβάντων».[xvii]

«Η επιμελητική ομάδα δεν έχει στην ουσία προ-διαμορφώσει μια δέσμη ιδεών για το κοινό, μα ούτε και θεματικές για τους καλλιτέχνες. Οφείλουν να ανταποκριθούν οι ίδιοι στην κατάσταση και να αναπτύξουν τα σχέδιά τους επιτόπου», δηλώνει μια από τις επιμελήτριες της περιοδικής έκθεσης γλυπτικής Projekte Münster 2007.[xviii] «[…] Η Documenta 12 δεν ενδιαφέρεται να παρουσιάσει μια δέσμη ολοκληρωμένων ιδεών. Μάλλον προσπαθούμε να εμπλέξουμε ανθρώπους σε μια σύνθεση ιδεών […]», δηλώνει επίσης ο καλλιτεχνικός της διευθυντής.[xix] Άραγε, τούτες οι θεσμικές εκθέσεις δεν μοιάζει να «αυτοπροτείνονται» από τους διοργανωτές τους ως μηχανισμοί εντός των οποίων αναμένεται να προκληθούν (καλλιτεχνικά) συμβάντα δίνοντας έμφαση όχι σε αναλυτικές κατηγορίες αλλά στην ίδια την καλλιτεχνική και εκθεσιακή πρακτική;

Αλλά η έμφαση στην επιμελητική και εκθεσιακή πρακτική προδίδει μιαν έλλειψη: την απουσία θεωρητικής επεξεργασίας των περιορισμών που θέτει το πλαίσιο της έκθεσης, ο εκθεσιακός μηχανισμός. «Πρέπει να είμαστε ικανοί να δημιουργήσουμε μια γλώσσα μέσω της οποίας να συζητήσουμε θέματα πέρα από θρησκευτικά συστήματα ή καθεστηκυίες αξίες. Και πρέπει να είμαστε ικανοί να χρησιμοποιήσουμε τον χώρο της έκθεσης ως forum για κάτι που να μοιάζει με έναν λόγο ο οποίος δεν ξεκινά από καμιά προϋπόθεση (unconditional discourse)», επισημαίνει ο Roger M. Buergel.[xx] Εξίσου φιλόδοξοι υπήρξαν και οι στόχοι του καλλιτεχνικού διευθυντή της 50ής Μπιενάλε της Βενετίας Francesco Bonami, για να χρησιμοποιήσουμε ένα τυχαίο παράδειγμα: «Οι μεγάλες εκθέσεις του 21ου αιώνα πρέπει να επιτρέπουν την πολλαπλότητα, την ετερότητα και την αντίφαση να υπάρχουν […] μέσα από μια σειρά από μεταφορές […] να δημιουργούν πολυφωνία ιδεών […] να κάνουν τον θεατή να ξανανιώσει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια του αναδημιουργώντας την ατομική εμπειρία […] Ο θεατής πρέπει να γίνει ο δικτάτορας της εμπειρίας, του ματιού και του χρόνου του».[xxi] Αλλά πώς μπορεί άραγε να παραχθεί ένας «λόγος που δεν ξεκινά από καμιά προϋπόθεση», πώς μπορεί «ο θεατής να γίνει ο δικτάτορας (δηλαδή ο απόλυτος κύριος) της εμπειρίας του» όταν το πλαίσιο του λόγου και τα όρια της εμπειρίας τα έχει ήδη (προϋπο)θέσει ένας πανίσχυρος πολιτιστικός μηχανισμός; Παρότι οι δυο μεγάλες εκθέσεις που χρησιμοποιούνται ως παράδειγμα ήταν διαφορετικές, υπάρχει ένας κοινός τόπος στις απόψεις των διοργανωτών τους: οι περιορισμοί του ίδιου του εκθεσιακού μηχανισμού μοιάζουν και για τους δυο απόντες.

Μόνο η υπακοή σε μια πραγματιστική λογική μπορεί να ερμηνεύσει τούτη την απουσία κριτικής στάσης (σε βαθμό τύφλωσης) απέναντι στο εκθεσιακό θεσμικό σύστημα: εφόσον ό,τι υπάρχει κατόρθωσε να υλοποιηθεί, τούτο σημαίνει ότι η παρούσα εκδοχή της πραγματικότητας είναι και η «επιτυχέστερη» (και με «παραδοσιακούς» φιλοσοφικούς όρους, η «αληθέστερη»). Τούτη είναι η θεμελιώδης αρχή του πραγματισμού. Ο θεσμικός μηχανισμός υπάρχει και λειτουργεί, άρα, όλα ξεκινούν υπό αυτή την προϋπόθεση (που εκλαμβάνεται ως φυσική κατάσταση και γι’ αυτό η ύπαρξή της δεν θίγεται καν, δεν γίνεται καν αντιληπτή).

Αυτή η ταύτιση πραγματικότητας και «αλήθειας», (ή, στην καλύτερη περίπτωση, η αναζήτηση της «αλήθειας» εντός του συγκεκριμένου πλαισίου που προσφέρει η υπάρχουσα πραγματικότητα) μοιάζει πράγματι να κυριαρχεί στον χώρο των μεγάλων θεσμικών διοργανώσεων της σύγχρονης τέχνης (ή τουλάχιστον, σε ένα μεγάλο μέρος του λόγου που την αφορά). Η, στην ουσία, άνευ όρων παράδοση στους υπάρχοντες μηχανισμούς έκθεσης και διακίνησης της τέχνης αποτελεί, για την πραγματιστική λογική, και την έσχατη ελπίδα ενεργοποίησης της καλλιτεχνικής παραγωγής: από τη στιγμή που η πρακτική αποτελεί την ουσιώδη αρχή της δημιουργίας του καλλιτεχνικού έργου (σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον στοχασμό πάνω στο τι θα έπρεπε να διέπει τις ουσιώδεις αρχές της καλλιτεχνικής παραγωγής) ο μόνος χώρος δημιουργίας της τέχνης είναι ο χώρος της υπάρχουσας αγοράς, των προτιμήσεων των συλλεκτών, των χορηγών, των επιμελητών, των τεχνοκριτικών, με δυο λόγια, όσων κινούν τα νήματα των κυρίαρχων θεσμικών μηχανισμών έκθεσης και διακίνησης των έργων τέχνης.

Αλλά αυτή η έμφαση στην πρακτική, αυτή η ανάγκη ταχείας και άμεσης παραγωγής πρακτικού αποτελέσματος[xxii] –ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες υλοποιείται η πράξη– οδηγεί εντέλει στην αποδοχή του υπάρχοντος, οποιουδήποτε υπάρχοντος: Εδώ εντοπίζεται, για τον Horkheimer η αμφιλεγόμενη, από φιλοσοφική άποψη, φύση του πραγματισμού, μιας θεωρίας «που ισχυρίζεται όχι ότι […] οι πράξεις μας είναι επιτυχείς επειδή οι ιδέες μας είναι αληθινές, αλλά μάλλον ότι οι ιδέες μας είναι αληθινές επειδή […] οι πράξεις μας είναι επιτυχείς».[xxiii] Είναι λοιπόν φυσικό, η αλήθεια εκτός των θεσμών και των μηχανισμών αυτού που κατόρθωσε να υλοποιηθεί (επιτυχώς;) να μοιάζει για τους πραγματιστές αδιανόητη. Κάθε απόπειρα διαφυγής είναι όχι μόνο εξορισμού καταδικασμένη αλλά και λανθασμένη. Υπάρχει άραγε «ιδεολογικότερη» δήλωση πίστης προς το υπάρχον (οποιοδήποτε υπάρχον) σύστημα;

Η διάχυση αυτής της πραγματιστικής βεβαιότητας τον καιρό της παγκοσμιοποιημένης ανταλλαγής είναι πράγματι παγκόσμια. Το αποδεικνύει ένα παράθεμα του εισαγωγικού κειμένου στο διαδικτυακό τόπο της 1ης Μπιενάλε της Αθήνας (2007) που έφερε τον τίτλο Destroy Athens: «[…] Επιπλέον, είναι πια διαπιστωμένο ότι προκειμένου να αρθρώσει κανείς λόγο στη σύγχρονη εποχή οφείλει να βρίσκεται εντός του συστήματος διακίνησης, καθ’ ότι μοιάζει προφανές ότι οποιαδήποτε πιθανότητα να παραχθεί κάτι εκτός διακίνησης, το οποίο να έχει έναν αντίκτυπο εντός διακίνησης, έχει καταστεί εννοιολογική αδυνατότητα. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η ίδια η ένταξη του λόγου στο σύστημα διακίνησης τον μεταλλάσσει ως το σημείο όπου ο αντίκτυπός του εκτονώνεται. Υπάρχει συνεπώς ανάγκη δημιουργίας ενός χώρου όπου η επιθυμία να αρθρωθεί λόγος θα συνυπάρχει με την πραγματιστική διαπίστωση της γενικής δυσχέρειας να αντισταθεί κανείς στο σύστημα διακίνησης».[xxiv]

Εδώ, για να έρθουμε σε ένα από τα αρχικά μας ερωτήματα, ίσως πρέπει να αναζητηθεί και η αιτία διάχυσης της όσμωσης πολιτικού και αισθητικού εντός των μεγάλων θεσμικών καλλιτεχνικών διοργανώσεων: στην ουσία, η αισθητικοποίηση του πολιτικού μπορεί να θεωρηθεί ως η κατεξοχήν παράμετρος ενεργοποίησης ενός μηχανισμού που ο Althousser στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αποκάλεσε «ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους». Κεντρικό χαρακτηριστικό αυτού του μηχανισμού, είναι η επιβολή πολιτικών απόψεων με «ιδεολογικά» μέσα, σε αντίθεση με άλλους μηχανισμούς που δρουν βίαια.[xxv] Στο μέτρο που όλες ανεξαιρέτως οι μεγάλες καλλιτεχνικές διοργανώσεις χρηματοδοτούνται από κρατικούς και ιδιωτικούς πόρους[xxvi] δεν ανοίγεται άραγε εδώ ένα πεδίο επιβολής πολιτικών απόψεων με «ιδεολογικά» («αισθητικά») μέσα; Το εάν οι κατά τόπους διοργανωτές, αλλά και οι περιοδεύοντες επιμελητές, το γνωρίζουν δεν είναι σίγουρο. Το μάλλον σίγουρο είναι ότι το γνωρίζουν οικονομικοί κολοσσοί όπως η Deutsche Bank, που ανοίγουν συχνότατα πρόθυμα το βαλάντιό τους για να χορηγήσουν λιγότερο ή περισσότερο αδρά παρόμοιες διοργανώσεις, που πολλαπλασιάζονται με ταχύτατους ρυθμούς[xxvii] προσελκύοντας πλέον εκατομμύρια επισκέπτες.[xxviii]

Φυσικά, η πραγματικότητα είναι σαφώς πιο περίπλοκη. Οι μηχανισμοί αυτοί, όντας «σχετικά αυτόνομοι» είναι επιρρεπείς στο να παρέχουν και ένα πεδίο αντιφάσεων στο πλαίσιο των οποίων «οι υπάλληλες τάξεις βρίσκουν εκεί τα μέσα για να εκφραστούν … κατακτώντας θέσεις μάχης», υπογραμμίζει ο Althousser.[xxix] Το εάν οι θεσμικά ισχυρές καλλιτεχνικές διοργανώσεις αποτελούν σήμερα ένα πεδίο εντός του οποίου οι «εκμεταλλευόμενες τάξεις», με τους όρους του Althousser, ή οι «κοινωνικές μειονότητες», με τους όρους μιας πιο σύγχρονης πολιτικής θεωρίας, μπορούν να διατηρήσουν ορισμένες «θέσεις μάχης», πέρα από οποιαδήποτε πραγματιστική λογική, αποτελεί ένα ανοιχτό ερώτημα.

*Ο Νίκος Δασκαλοθανάσης είναι Καθηγητής Ιστορίας της Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης στο Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Έχει δημοσιεύσει, μεταξύ άλλων, μια μονογραφία για τον Giorgio de Chirico (Η ζωγραφική του Giorgio de Chirico: η άρθρωση του μεταφυσικού χώρου, Αθήνα, εκδόσεις Opera/Critica, 2001), ένα βιβλίο για τον ιστορικό ρόλο του καλλιτέχνη (Ο καλλιτέχνης ως ιστορικό υποκείμενο: από τον 19ο στον 21ο αιώνα, Αθήνα, εκδόσεις Άγρα, 2004), μια μελέτη για την πρώιμη συγκρότηση της ιστορίας της τέχνης στην Ευρώπη (Ιστορία της τέχνης: η γέννηση μιας νέας επιστήμης: από τον 19ο στον 21ο αιώνα, Αθήνα, εκδόσεις Άγρα, 2013) και μια συλλογή κειμένων του (Restitutions. 14 κείμενα ιστορίας της τέχνης, Αθήνα, εκδόσεις futura, 2015). Έχει την ευθύνη της περιοδικής έκδοσης Ιστορία της τέχνης (εκδόσεις futura).

[i] Το κείμενο του Λένιν περιέχεται στην ελλ. έκδ. των Απάντων του, Αθήνα, εκδόσεις «Σύγχρονη εποχή», χχ., τ.6.

[ii] Τα δυο άλλα ήταν: «Είναι η νεοτερικότητα η δική μας αρχαιότητα;» και «Τι είναι η ‘γυμνή ζωή’;».

[iii] Δεν θα μπούμε εδώ στις λεπτομέρειες της (ψευδο;) διαμάχης που αφορά την αποδοχή ή την απόρριψη του αισθητικού στην τέχνη των εκατό τελευταίων χρόνων [για τις δυο όψεις του ζητήματος βλ. αντίστοιχα τα δυο ανθολόγια των Λονδίνο, Serpent’ s Tail, 2000 και Hal Foster Seattle (WA), Bay Press, 1983]. Το φαινόμενο το οποίο θα μας απασχολήσει εδώ είναι η αυξανόμενη όσμωση μεταξύ τέχνης και πολιτικής όπως υλοποιείται μέσα από τους καλλιτεχνικούς θεσμούς τις τελευταίες δεκαετίες, εδώ δηλαδή κυρίως θα εξεταστεί το πώς «πολιτικοποιείται» η τέχνη. Φυσικά, σαφέστατα θα μπορούσε να διερευνηθεί και η αντίστροφη πορεία: το πώς «αισθητικοποιείται» η πολιτική (η υιοθέτηση μορφών της performance για την πραγματοποίηση πολιτικών εκδηλώσεων μαζικού χαρακτήρα και η χρήση «ποιητικών» motto για την προβολή πολιτικών αιτημάτων, η υποκατάσταση των παραδοσιακών γιγαντοαφισών με πολιτικά συνθήματα, από γιγαντοαφίσες με έργα τέχνης για τη προεκλογική, για παράδειγμα, εκστρατεία επαγγελματιών πολιτικών αποτελούν εδώ τα πλέον «χτυπητά» παραδείγματα).

[iv] «Οι άστεγοι: φασματικές σκηνές της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας» είναι ο τίτλος της φετινής (2ης) Μπιενάλε της Σεβίλης (2007), «Μελλοντικές κατασκευές της ιστορίας», αποκαλείται μια από τις ενότητες της περσινής (6ης) Μπιενάλε της Σαγκάης (2006) «ένα ευθέως πολιτικό θέμα» σύμφωνα με τον κριτικό Philip Tinari, “6th Shangai Biennale”, Artforum, XLV, 3, Νοέμ. 2006, σ.292. Πρέπει εδώ να διευκρινισθεί ότι στο παρόν κείμενο ο όρος «πολιτικό» χρησιμοποιείται με ευρεία έννοια, χωρίς αποχρώσεις (όπως, για παράδειγμα, ως διακριτό από το «κοινωνικό»).

[v] Την τάση αυτή συνοψίζει mutatis mutandis ο Benjamin στην ακροτελεύτια φράση του γνωστότερου δοκιμίου του, βλ. Walter Benjamin, «Das Kunstwerk im Zeitalter seiner technischen Reproduzierbarkeit» (1936-1939), μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, «Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του» στο Δοκίμια για την τέχνη, Αθήνα, εκδόσεις Κάλβος, 1978, σσ.11-38.

[vi] Εδώ, οι όροι «μετανεοτερικός» και «σύγχρονος» ταυτίζονται για λειτουργικούς λόγους, με σκοπό να οροθετήσουν την ιστορική περίοδο των τελευταίων σαράντα περίπου χρόνων, εφόσον δεν μπορούμε να μπούμε στην, ωστόσο άκρως ενδιαφέρουσα, συζήτηση ως προς το εάν τούτη η περίοδος ανήκει, με τους όρους του Ernest Mandel, στην όψιμη φάση του καπιταλισμού (ο Frederick Jameson έχει προχωρήσει στο συσχετισμό καπιταλισμού-μετανεοτερικότητας) ή εάν τώρα εγκαινιάζεται, με τους όρους του Daniel Bell, μια μεταβιομηχανική εποχή.

[vii] Peter Bürger, Theorie der Avantgarde, Φραγκφούρτη, Suhrkamp Verlag, 1974, αγγλ. μτφρ. M. Shaw, Theory of the Avant-Garde, Minneapolis, University of Minnesota Press (theory and history of literature, volume 4), 1984, σ.87 [το βιβλίο κυκλοφορεί πλέον και σε ελλ. μτφρ. του Γιώργου Σαγκριώτη ως Θεωρία της πρωτοπορίας (προλ. Νίκη Λοϊζίδη), Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη (βιβλιοθήκη της τέχνης/θεωρία και κριτική), 2010 (το παράθεμα, ελαφρώς διαφορετικά μεταφρασμένο, σ.183)].

[viii] “Interest”. Για τον Foster αυτό είναι το επίτευγμα της «νέο-πρωτοπορίας», ουσιαστικά των μινιμαλιστών και των καλλιτεχνών της pop, βλ. Hal Foster, The Return of the Real: The avant-garde at the end of the century, Cambridge, The MIT Press (an October book), 1995, σ.57. Το «ενδιαφέρον», ως εμπειρική αξία, ανάγεται πράγματι στο ιδρυτικό για το μινιμαλισμό, κείμενο του Donald Judd με τίτλο «Specific Objects» που καθιερώνει τον όρο. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Arts Yearbook, 8, 1965, σσ.74-82, μτφρ. Ελεάννα Πανάγου στον τόμο Από τη μινιμαλιστική στην εννοιολογική τέχνη: μια κριτική ανθολογία, Αθήνα, Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, 2006, σσ.73-88, ειδ. σ.83. Για την κριτική της ίδιας έννοιας από έναν θιασώτη της «ποιότητας», ως κανονιστικού κριτηρίου, βλ. Michael Fried, «Art and Objecthood», Artforum, V, 10, Ιούν. 1967, σσ.12-23, μτφρ. Ελεάννα Πανάγου, στο ίδιο, σσ. 155-195, ειδ. σ.183 κε. Ο Foster αναφέρεται σε αυτή την ιστορική διαμάχη. Το γεγονός ότι η έννοια του «ενδιαφέροντος» συνεχίζει να διατηρεί την ισχύ της υποκαθιστώντας άλλες (κανονιστικές ή μη) έννοιες, όπως για παράδειγμα το «νέο», μπορεί να διαφανεί και από την επιλογή του τίτλου μιας έκθεσης έργων της συλλογής ενός από τους σημαντικότερους συλλέκτες σύγχρονης τέχνης, βλ. τον τίτλο της έκθεσης “Everything that’ s interesting is new” (Ό,τι είναι ενδιαφέρον είναι νέο), The Dakis Ioannou Collection, Ostfildern-Ruit, Cantz/ΔΕΣΤΕ, 1996 (στην ουσία πρόκειται για την επανάληψη του τίτλου έργου της Jenny Holzer που ανήκει στον συλλέκτη, από τη σειρά Truisms, 1984).

[ix] Ο Nicolas Bourriaud υπήρξε συν-διευθυντής του Palais de Tokyo στο Παρίσι (1999-2005), συν-επιμελητής της 2ης Μπιενάλε της Μόσχας (2007) ενώ έχει επιλεγεί από το ίδρυμα Calouste Gulbenkian ως επιμελητής της Tate Triennial (2009) (το 2011 ο Bourriaud διορίστηκε από τον Frédéric Mitterrand, διαβόητο υπουργό πολιτισμού του Nicolas Sarkozy, διευθυντής της École nationale supérieure des beaux-arts του Παρισιού ενώ υπήρξε και συν-επιμελητής της 3ης Μπιενάλε της Αθήνας 2011).

[x] Nicolas Bourriaud, Esthétique relationelle, Dijon, Les presses du réel, 2001, σ.9. Παντού η έμφαση δική μου.

[xi] Nicolas Bourriaud, στο ίδιο, σ.10.

[xii] Nicolas Bourriaud, στο ίδιο, σ.11.

[xiii] Nicolas Bourriaud, στο ίδιο, σ.49.

[xiv] Nicolas Bourriaud, στο ίδιο, σ.115.

[xv] Σε αυτή την έλλειψη, εκτός των άλλων, εδράζεται και η κριτική που ασκεί στον Bourriaud η Claire Bishop, «Antagonism and Relational Aesthetics», October, 110, Φθιν. 2004, σσ.51-79.

[xvi] Max Horkheimer, Eclipse of reason, Νέα Υόρκη, Oxford University Press, 1947, μτφρ. Θέμις Μίνογλου, Η έκλειψη του Λόγου, Αθήνα, εκδόσεις Κριτική (γλώσσα-θεωρία-πράξη), Αθήνα, 1987, σ.64, παντού η έμφαση δική μου. Το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου κεφαλαίου της Έκλειψης του Λόγου είναι αφιερωμένο στην κριτική του πραγματισμού.

[xvii] Max Horkheimer, στο ίδιο, σ.64.

[xviii] “Public Offering: Elisabeth Schambelan talks with the curators of Skulptur Projekte Münster ’07”, Artforum, XLV, 9, Μάιος 2007, σ.189.

[xix] “What is to be done? Jennifer Allen talks with the curators of Documenta 12”, Artforum, XLV, 9, Μάιος 2007, σ.173.

[xx] “What is to be done?…”, στο ίδιο, σ.174.

[xxi] Francesco Bonami (επιμ.), Dreams and Conflicts. The dictatorship of the viewer. La Biennale di Venezia. 50th International Art Exhibition, Βενετία, Marsilio, 2003, σσ. ΧΧΙ-ΧΧΙΙ.

[xxii] «Ο πραγματισμός», γράφει ο Horkheimer, «αντανακλά μια κοινωνία που δεν έχει χρόνο να θυμηθεί και να συλλογιστεί», Max Horkheimer, ό.π., σ.59. Αυτή η «βιασύνη» έχει παντοειδείς επιπτώσεις. Είναι άραγε επιτρεπτό στον κατάλογο της Documenta 12 (που δεν τον εκδίδει πια ο οίκος Cantz αλλά οι εκδόσεις Taschen) η ιστορική έκθεση του 1966 «Systemic painting», να αποκαλείται «Systematic Painting»; βλ. Documenta Kassel: 16/06-23/09 2007, Κολωνία, Taschen, 2007, σ.62.

[xxiii] Max Horkheimer, ό.π., σ.57.

[xxiv] http://www.athensbiennial.org/pages/introduction_gr.htm (πρόσβαση: 1/9/2007, η έμφαση δική μου). Βεβαίως, το παράθεμα, αν το κατανοώ ορθά, περιλαμβάνει μια λογική αντίφαση: αν η παραδοχή ότι «η ένταξη του λόγου στο σύστημα διακίνησης τον μεταλλάσσει ως το σημείο όπου ο αντίκτυπός του εκτονώνεται» πώς είναι άραγε δυνατόν «η επιθυμία να αρθρωθεί λόγος» (όπου ο αντίκτυπος του, φαντάζομαι, είναι επιθυμητό να μην εκτονώνεται) να οδηγεί στη συνύπαρξη και στην συν-δημιουργία ενός χώρου με τον «σύστημα διακίνησης» που μόλις ορίστηκε ως η γενεσιουργός αιτία (και ο κατεξοχήν χώρος) της εκτόνωσης του αντίκτυπου του λόγου; Η «δυναμική» των έργων είναι άραγε ποτέ δυνατόν να κατορθώσει να υπερβεί αυτή την αντίφαση;

[xxv] Βλ. Louis Althousser, Positions (1964-1975), Παρίσι, Éditions sociales, 1976, μτφρ. Ξενοφών Γιαταγάνας, Θέσεις (1964-1975), Αθήνα, εκδόσεις Θεμέλιο (σύγχρονη σκέψη), 1994, σσ.69-121.

[xxvi] Για τον Althousser, οι ιδεολογικοί μηχανισμών του κράτους ανήκουν, κατά κύριο λόγο, στον ιδιωτικό τομέα. Η πραγματικότητα των τελευταίων χρόνων, όπου η εμπλοκή της ιδιωτικής χορηγίας στον χώρο του πολιτισμού αποκτά εκρηκτική διάσταση (κατά τον φιλόσοφο, οι πολιτιστικοί θεσμοί ανήκουν σαφώς στον ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους) αιτιολογεί απολύτως τούτη την επισήμανση.

[xxvii] Ο αριθμός τους αυτή τη στιγμή αγγίζει, σε παγκόσμιο επίπεδο, τις εκατό (βλ. Emmanuelle Lequeux, «A quoi servent les biennales?», BeauxArts magazine, 276, Ιούν. 2007, σσ.60-62). Το Τουρίνο, η Κωνσταντινούπολη, η Αβάνα, το Σίδνεϊ, η Λυών, η Τάιπεϊ, το Γκουανγκζού (Κίνα), το Ετσίγκο-Τσουμάρι (Ιαπωνία), το Βερολίνο, η Μόσχα, το Πουσάν (Νότια Κορέα), το Αραβικό Εμιράτο του Σαρζάχ, το Βουκουρέστι, το Λίβερπουλ, η Λουμπλιάνα, τα Τίρανα, το Μπαμάκο (Μαλί), η Νέα Υόρκη είναι μερικές από τις πόλεις που συμμετέχουν σε αυτό το «δίκτυο».

[xxviii] 500.000 το São Paulo, 170.000 η Λυών, 150.000 η Βενετία και, παραδόξως, 1.000.000 το Κουανγτζού της Νότιας Κορέας (βλ. Emmanuelle Lequeux, στο ίδιο, σ.60). Στην Documenta 12 αναμένονται 650.000 επισκέπτες (βλ. “What is to be done?..,, ό.π., σ.173).

[xxix] Louis Althousser, ό.π., σσ.86-87.




META: Αυτό το νομοσχέδιο θα μείνει στα χαρτιά

Είναι «βαθιά νυχτωμένοι» η κυβέρνηση και ο υπουργός Χατζηδάκης εάν νομίζουν ότι με την ψήφιση του αντεργατικού τους νόμου έκλεισαν τους λογαριασμούς τους με τους εργαζόμενους και το συνδικαλιστικό κίνημα. Το σύνθημα «αυτό το νομοσχέδιο θα μείνει στα χαρτιά», που δονούσε τις απεργιακές συγκεντρώσεις και τις πορείες, ο κόσμος της εργασίας το εννοούσε, το εννοεί και τώρα ήρθε η ώρα να το κάνει πράξη. Άλλωστε, είναι γνωστό πως η ταξική πάλη δε σταματά με την ψήφιση ενός αντεργατικού νόμου, καθώς η εφαρμογή τέτοιων νομοθετημάτων, τελικώς, κρίνεται στους χώρους δουλειάς και στους δρόμους. Εκεί που με την αξιοποίηση της εμπειρίας που αποκτήθηκε όλη αυτήν την περίοδο για την οργάνωση των εργαζομένων, τη μαζικοποίηση και ενεργοποίηση των Σωματείων, με τη συσπείρωση χιλιάδων νέων εργαζομένων, πολλοί από τους οποίους και τις οποίες συμμετείχαν δυναμικά στις κινητοποιήσεις, μπορεί να ακυρωθεί το αντεργατικό τερατούργημα.

Η ακύρωση του νόμου στην πράξη περνά μέσα από συγκεκριμένα βήματα ανυπακοής απέναντι στις αντεργατικές και αντισυνδικαλιστικές του διατάξεις, τα οποία πρέπει να εντάσσονται σ΄ ένα καλά οργανωμένο σχέδιο δράσης των Συνδικάτων.

Ο νόμος προβλέπει ηλεκτρονική ψηφοφορία για κήρυξη απεργίας και εκλογή διοικητικών συμβουλίων στα Σωματεία. Η σκοπιμότητα της διάταξης είναι προφανής: θέλουν να αφαιρέσουν από τα Σωματεία την ικανότητα να συγκροτούν κοινότητα συμφερόντων και κοινή αντίληψη για το ρόλο των εργαζομένων στην πάλη για τα δικαιώματά τους. Γι΄ αυτό, η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει να μείνει κενό γράμμα και οι αποφάσεις για απεργία καθώς και για εκλογή διοικήσεων των σωματείων θα πρέπει να συνεχίσουν να λαμβάνονται με ζωντανή, φυσική ψηφοφορία, που θα ακολουθεί μετά την ιδεολογική αντιπαράθεση και ζύμωση των γενικών συνελεύσεων, εκεί, δηλαδή, που μετριέται ο σφυγμός και χτυπά η καρδιά των συνδικαλιστικών αγώνων. Για την τακτική των Συνδικάτων, το επόμενο διάστημα, αποτελεί θετικό προηγούμενο το γεγονός ότι εκεί που έγινε απόπειρα επιβολής ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στις αρχαιρεσίες για τα Υπηρεσιακά Συμβούλια στους Εκπαιδευτικούς και στην Περιφέρεια Αττικής, η αποχή ήταν συντριπτική και η απάντηση αποστομωτική.

Είναι, επίσης, αυτονόητο ότι οι Συνδικαλιστικές Οργανώσεις δεν πρέπει να συναινέσουν στην εφαρμογή της διάταξης για καθορισμό «προσωπικού ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας»Δεν θα αποδεχθούμε τη μετατροπή της απεργίας, σε μια συμβολική πράξη, σε «καμπάνια διαμαρτυρίας», χωρίς κανένα οικονομικό κόστος για τον εργοδότη. Το «όπλο» της απεργίας έχει ακριβώς αυτό το σκοπό, δεν γίνεται για να δηλωθεί μόνο η αντίθεση των απεργών στις εφαρμοζόμενες πολιτικές. Γίνεται για να προκαλούνται – κατά το δυνατόν μεγάλα – προβλήματα στις επιχειρήσεις, υπενθυμίζοντας με αυτό τον τρόπο ότι χωρίς εργαζομένους δεν μπορούν να λειτουργήσουν, και, όταν δεν τους σέβονται, θα πρέπει να φοβούνται την οργανωμένη δράση τους.

Αντίστοιχη στάση οφείλουν να κρατήσουν τα Συνδικάτα και για τη διάταξη που προβλέπει υποχρεωτική κατάθεση αίτησης για διεξαγωγή δημόσιου διαλόγουπριν από την έναρξη απεργίας στο Δημόσιο, απαίτηση που οδηγεί στην αναστολή της άσκησης του απεργιακού δικαιώματος. Επιπλέον, οφείλουν να αγνοήσουν την απαγόρευσης απεργίας, που έχει κριθεί παράνομη από τα δικαστήρια. Επίσης, πρέπει να ληφθούν παντού αποφάσεις για μη εγγραφή στο ΓΕΜΗΣΟΕ (Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων) με το σκεπτικό ότι τα Σωματεία δε συναινούν στη δημιουργία του μηχανισμού φακελώματος, με το αρχείο των συνδικαλισμένων να είναι στη διάθεση του υπουργείου και εργοδοσίας, για να ασκούν διώξεις και τρομοκρατία σε βάρος τους

Παράλληλα, το επόμενο διάστημα, πρέπει να οργανωθεί ένα πλατύ κίνημα αλληλεγγύης, σε συνδικάτα και εργαζομένους, που θα υποστούν τους εργοδοτικούς εκβιασμούς και την τρομοκρατία της απόλυσης προκειμένου να δεχθούν τη 10ωρη εργασία, χωρίς επιπλέον αμοιβή. Είναι αναγκαίο να οργανωθούν κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας, έξω από τις επιχειρήσεις και τα εργοστάσια, που θα προσπαθήσουν να εφαρμόσουν τα νέα αντεργατικά μέτρα. Αντίστοιχα, θα πρέπει να καταγγελθούν επιχειρήσεις και εργοδότες που θα θέσουν ως προϋπόθεση τις ατομικές συνεντεύξεις για πρόσληψη την αποδοχή της «διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου». Είναι δεδομένο ότι εάν αυτά εφαρμοστούν για τους νεοεισερχόμενους, πολύ σύντομα θα είναι πραγματικότητα και για τους παλαιούς εργαζομένους.

Το Σωματεία οφείλουν να σχεδιάσουν τη δυναμική τους αντίδραση απέναντι στο πογκρόμ απολύσεων, που ετοιμάζονται να εξαπολύσουν οι εργοδότες, μέχρι τα τέλη του χρόνου, για να απαλλαγούν από εργαζομένους με πολύχρονη προϋπηρεσία, καταβάλλοντας την πενιχρή αποζημίωση που προβλέπει το ισχύον καθεστώς, αφού η εφαρμογή της νέας διάταξης, για εξομοίωση της αποζημίωσης των εργατοτεχνιτών με αυτή των υπαλλήλων μετατέθηκε για την 1η Γενάρη 2022.

Οι αγωνιστικές δυνάμεις και τα σωματεία πρέπει να πάρουν θέση μάχης για το νέο γύρο αντιπαράθεσης με την εργοδοσία και την κυβέρνηση. Οφείλουν από τώρα να συγκαλέσουν διά ζώσης μαζικές γενικές συνελεύσεις που θα εντάξουν τις παραπάνω δράσεις στο κοινό σχέδιο οργάνωσης της ανατροπής του νόμου. Παράλληλα, πρέπει να αποφασίσουν το δικό τους πλαίσιο στόχων και διεκδικήσεων, για Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, με αυξήσεις στους μισθούς, για τη δραστική μείωση του εργάσιμου χρόνου χωρίς απώλεια εισοδήματος, για κατάργηση της ελαστικής εργασίας και για την αποτροπή των σχεδιαζόμενων απολύσεων από την εργοδοσία.

Είναι φανερό ότι στη νέα κρίσιμη περίοδο γίνεται περισσότερο από ποτέ αναγκαία η κοινή δράση και συμπόρευση όλων των συνδικαλιστικών δυνάμεων που παλεύουν εδώ και δεκαετίες ενάντια στις πολιτικές της λιτότητας, των περικοπών μισθών και συντάξεων, της ανεργίας, των ιδιωτικοποιήσεων και του αυταρχισμού, μέσα στα Συνδικάτα, επιδιώκοντας τη μέγιστη δυνατή συσπείρωσης δυνάμεων για την υπεράσπιση του λόγου της ύπαρξής τους, για να μη μετατραπούν σε «λέσχες συζήτησης», για να διατηρήσουν την αυτονομία τους από το κράτος και την εργοδοσία. Όλες οι δυνάμεις καλούνται και προκαλούνται από την κυβέρνηση να πάρουν θέση, καθώς κρίνεται ο ρόλος τους αυτό το διάστημα. Πρόκειται για μάχη «ζωής ή θανάτου» των οργανωμένων εργατικών συλλογικοτήτων και αυτή η μάχη πρέπει να δοθεί με μαζική ανυπακοή!

Τα συνδικάτα οφείλουν να αξιοποιήσουν την παρακαταθήκη που αφήνει το ρεύμα των λαϊκών αντιδράσεων με τις κινητοποιήσεις ενάντια στην περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων και την καταστολή, και τη μαζική συμμετοχή στα πρόσφατα πανεργατικά συλλαλητήρια. Αυτό το ρεύμα, που δείχνει να ξεπερνά την ψυχολογία της ήττας της προηγούμενης περιόδου, ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές, υποχρεώνει τις ριζοσπαστικές και κινηματικές δυνάμεις να αποδεχτούν την κοινή δράση απέναντι όχι μόνο στον συνδικαλισμό της ήττας και της υποταγής αλλά και απέναντι στη μοιρολατρία και ηττοπάθεια που καλλιεργούν τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, καλώντας τους εργαζομένους να αφήσουν τους «μάταιους» αγώνες και να «τοκίσουν» με την ψήφο τους μια «προοδευτική» κυβέρνηση ως απάντηση στην πολιτική της ΝΔ.

Οι ανατροπές που επιδιώκουν να επιβάλουν στη συνδικαλιστική δράση, φανερώνουν τον πανικό στον οποίο βρίσκονται οι κυβερνώντες, το κεφάλαιο και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις νέες δυνάμεις που γεννιούνταιτις νέες μορφές αγώνα που ξεσπούν και συνολικά έχουν ως «μήτρα» τους την ανάγκη για μια καλύτερη ζωή και την προοπτική της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

Κυβέρνηση και εργοδοσία στηρίζονται στη ξεπουλημένη πλειοψηφία της ΓΣΕΕ. Ωστόσο, «λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο», τον κόσμο της εργασίας. Είναι δεδομένο ότι δύσκολα θα ξεμπερδέψουν με το δίκιο αυτού του κόσμου, γιατί δεν πρόκειται να αποδεχτούμε να ζούμε για να δουλεύουμε, και να φέρνουμε τις ζωές μας στα μέτρα και στην κερδοφορία της εργοδοσίας.

27-06-2016
Από το ΜΕΤΑ




Συμβολική κατάληψη δήμου Νέας Φιλαδέλφειας – Νέας Χαλκηδόνας

του Γιώργου Ορτατζόγλου

Αξιοπρεπής θεωρείται η κινητοποίηση του Σωματείου Εργαζομένων του Δήμου Ν. Φιλαδέλφειας-Ν. Χαλκηδόνας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του ηλεκτροφωτισμού. Χιλιάδες επιστολές μοιράστηκαν πόρτα-πόρτα με την υποστήριξη και αλληλέγγυων στους κατοίκους της πόλης μας, για να ενημερωθούν και να συμμετέχουν στο κάλεσμα στις 23/6/21 έξω από το Δημαρχείο. Σε αντίθεση με τον πανικόβλητο Δήμαρχο Βούρο που ανήρτησε στον προσωπικό του λογαριασμό στο fb το κατάπτυστο: “Σιγά μην σκίσετε κανένα καλσόν στα οδοφράγματα”.

Από νωρίς το πρωί το Δημαρχείο είχε μετατραπεί σε κέντρο αγώνα με πανό, αφίσες, προκηρύξεις και μικροφωνική, με αποτέλεσμα η Διοίκηση του Δημάρχου να επιλέξει το “κρυφτούλι”. Δεν εμφανίστηκαν καθόλου στο κεντρικό Δημαρχείο για τη συνεδρίαση της Οικονομικής Επιτροπής όπου θα συζητούσαν και θα αποφάσιζαν για τον ηλεκτροφωτισμό. 

Οι εργαζόμενοι συμμετείχαν παρά την προσπάθεια της Διοίκησης να μπλοκάρει το κάλεσμα απειλώντας ότι θα κόψει το μεροκάματο σε όσους/όσες παρευρεθούν. Φορείς, συλλογικότητες, οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, δημοτικές παρατάξεις, νεολαία, συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι από άλλους κλάδους, καθώς και των ΠΟΕ ΟΤΑ και ΑΔΕΔΥ έδωσαν δυναμικό παρών με παρέμβαση, όπως επίσης και ο βουλευτής του ΚΚΕ Θανάσης Παφίλης.

Μπορεί η Διοίκηση να έχασε τη μάχη του Δημοτικού Συμβουλίου για το συγκεκριμένο θέμα, όμως με ανήθικο τρόπο και αξιοποιώντας την αντιδημοκρατική νομοθεσία της ΝΔ, προχώρησε στην ψήφιση, μέσω της Οικονομικής Επιτροπής, της αντιδραστικής, αντιλαϊκής και κατά των εργαζομένων ιδιωτικοποίησης πολλών εκατομμυρίων ευρώ προς όφελος των μεγαλοεργολάβων.

Τίποτα όμως δεν έχει τελειώσει.

Θα συνεχίσουμε αγωνιστικά να υπερασπιζόμαστε τον δημόσιο χαρακτήρα του ηλεκτροφωτισμού και κάθε υπηρεσίας, ακόμη και με νομική προσφυγή και με κάθε άλλο μέσο που μπορούμε να αξιοποιήσουμε.

Θα κρατάμε ενήμερους τους δημότες, τους φορείς και τις συλλογικότητες με δελτία τύπου, γιατί ο μόνος δρόμος για να νικήσουμε είναι ο συλλογικός και ο οργανωμένος.  

Δείτε video εδώ


 

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

                       ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ  ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

                              ΔΗΜΟΥ ΝΕΑΣ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ-ΝΕΑΣ ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ

Την Τετάρτη 23 Ιουνίου στην κινητοποίηση του Σωματείου μας να αντισταθεί στις ενέργειες της Διοίκησης Γιάννη Βούρου  για την παράδοση σε ιδιώτες της αντικατάστασης του οδοφωτισμού της πόλης σε ιδιωτική εταιρία ανταποκρίθηκαν με μεγάλη συμμετοχή όλοι οι συνάδελφοι. Στηρίξαμε όλοι μαζί ενωμένοι τον αγώνα που αποφάσισε το Σωματείο, χωρίς να υπολογίζουμε την απειλητική συμπεριφορά της Διοίκησης για περικοπή του μεροκάματου για όποιον συμμετείχε.

Στο κάλεσμα μας ανταποκρίθηκαν οι δημοτικές παρατάξεις της αντιπολίτευσης και στήριξαν την απόφαση  Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία ήταν καταδικαστική για την αντικατάσταση του οδοφωτισμού από ιδιωτική εταιρία και υπερασπίστηκαν την πρόταση του Τμήματος Ηλεκτροφωτισμού και του Σωματείου.

 Μεγάλη ήταν η ανταπόκριση στο κάλεσμα του αγώνα μας από  φορείς και συλλογικότητες όπως η ΕΜΥΔΑΣ, η ΟΓΕ, το Σωματείο Συνταξιούχων της περιοχής,  η Λαϊκή Συνέλευση και το Αυτοδιαχειριζόμενο Κοινωνικό Ιατρείο, συνδικαλιστικά στελέχη εκπαιδευτικών, συνάδελφοι από την  ΑΔΕΔΥ και την ΠΟΕ ΟΤΑ. Στην κινητοποίησή μας παραβρέθηκε και  στήριξε τον αγώνα μας και ο  βουλευτής του ΚΚΕ  Θανάσης Παφίλης.

Η Δημοτική αρχή δεν τόλμησε να πλησιάσει το Δημαρχείο και ν’ αντιμετωπίσει τον κόσμο που παραβρέθηκε ν’ αντισταθεί στα σχέδιά της, έδειξε όμως την πρεμούρα της να ψηφιστεί οπωσδήποτε το θέμα συνεδριάζοντας σε άλλο χώρο. Η παράδοση της αντικατάστασης του οδοφωτισμού σε ιδιωτική εταιρία ψηφίστηκε με  αποτέλεσμα 4-2. Ο Αντιδήμαρχος Σπύρος Γραμμένος, ψήφισε αρνητικά στην κατευθυντήρια γραμμή της Διοίκησης Γιάννη Βούρου, αλλάζοντας την θέση που είχε πάρει στο Δημοτικό Συμβούλιο, και αυτό εγείρει ένα ζήτημα που δικαιώνει τον αγώνα μας και το δίκιο των επιχειρημάτων μας, αποδεικνύει τη δύναμη που έχει η κινητοποίηση των εργαζομένων,  και αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο τα προσχήματα της Δημοτικής αρχής. Η διαφοροποίηση του Αντιδημάρχου Σπύρου Γραμμένου είναι η τρίτη απώλεια της Διοίκησης, από τότε που άνοιξε το θέμα. Αυτό δείχνει τη δύναμη και τη δυναμική του αγώνα μας. Βέβαια επειδή ο αγώνας μας θα έχει συνέχεια εκεί θα ζυγιστούν τελικά όλοι οι δημοτικοί σύμβουλοι  για τη στάση που θα κρατήσουν.

Ενημερώνουμε τους συναδέλφους μας και τους Δημότες πως ο αγώνας μας συνεχίζεται για να αποτρέψουμε  στην πράξη την ανίσχυρη για εμάς απόφαση, να προχωρήσουν στα σχέδια τους και να παραδώσουν την αντικατάσταση και συντήρηση των φωτιστικών  LED σε δρόμους και πλατείες της πόλης μας σε ιδιωτική εταιρία, έναντι του υπέρογκου ποσού, των 3.724.292.26 ευρώ, οδηγώντας στην απαξίωση το Τμήμα Ηλεκτροφωτισμού του Δήμου μας

                                                                                                    ΝΦ-ΝΧ 

                                                                                                                      24/06/2021




Ντροπή – Ντροπή: “Στους Γραμματείς – Φαρισαίους – υποκριτές” – Σχετικά με την διεθνή ημέρα των Ναυτικών

Σήμερα 25 Ιούνη με απόφαση του IMO(ΟΗΕ) έχει καθιερωθεί από το 2011 ως ημέρα που τιμούνται οι Ναυτικοί (DayoftheSeafarer) για την συνεισφορά τους στην παγκόσμια οικονομία και ναυτιλία.

Το περιεχόμενο που προσδίδεται για αυτήν την συνεισφορά τόσο από τους διεθνείς – περιφερειακούς οργανισμούς όσο και σε εθνικό επίπεδο (κυβερνήσεις – φορείς ναυτιλίας) αποδείχνεται και είναι βαθειά υποκριτικό και εντελώς αποπροσανατολιστικό.

Κραυγαλέο παράδειγμα αυτής της υποκρισίας αποτελεί το γεγονός ότι σύσσωμοι αυτοί οι οργανισμοί και οι αστικές εθνικές κυβερνήσεις έχουν υιοθετήσει την ρατσιστική αρχή της άνισης αμοιβής (μέσω διεθνών συμβάσεων) σύμφωνα με την χώρα προέλευσης των Ναυτεργατών και με τον τρόπο αυτό έχουν επιβάλει μισθολόγια και συνθήκες εργασίας για τους αλλοδαπούς Ναυτεργάτες των τρίτων χωρών τραγικά χαμηλότερα και υποδεέστερα σε σύγκριση με τους Ναυτεργάτες των ανεπτυγμένων χωρών και Ναυτιλιών.

Οι συμβάσεις αυτές έχουν την υπογραφή και την σφραγίδα του διεθνούς Γραφείου Εργασίας και το μεγαλύτερο κατάντημα είναι ότι αυτές τις εγκρίνουν και τις επικυρώνουν και οι εκπρόσωποι των Συνδικάτων των Ναυτεργατών (ITF – ΔΟΜ)!

Στην βάση αυτής της ρατσιστικής μεταχείρισης το διεθνές εφοπλιστικό κεφάλαιο έχει επιβάλει πλήρως την γραμμή του θεσπίζοντας και κατοχυρώνοντας μισθολόγια πείνας, εξαθλίωσης και συνθήκες εργασίας γαλέρας!

Η ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία των εφοπλιστών επισκιάζει και ποδοπατάει την αρχή της ίσης αμοιβής στην εργασία ανεξάρτητα από την φυλή, το χρώμα και την χώρα προέλευσης των εργαζομένων.

Η άνιση αμοιβή που οδηγεί στην υπερεκμετάλλευση των αλλοδαπών Ναυτεργατών έχει θεσπιστεί και στην Διεθνή Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας την οποία έχουν επικυρώσει και εφαρμόζουν όλες οι κυβερνήσεις!

Ένα δεύτερο στοιχείο επίσης τρανταχτό που αποδομεί πλήρως τον χαρακτήρα που προσδίδουν όλοι οι παραπάνω οργανισμοί και φορείς στην παγκόσμια ημέρα Ναυτικών, είναι η στάση τους απέναντι στους Ναυτεργάτες 18 μήνες που διαρκεί διεθνώς η πανδημία.

Εκατοντάδες χιλιάδες Ναυτεργάτες παραμένουν ακόμη και σήμερα εγκλωβισμένοι σε πολύχρονη ομηρία στα πλοία ανά τον κόσμο επειδή οι εθνικές αρχές δεν επιτρέπουν την νόμιμη σκάντζα των Ναυτεργατών!

Έως και τώρα διεθνείς – περιφερειακοί οργανισμοί και εθνικές κυβερνήσεις περιορίζονται σε παραινέσεις η αξία των οποίων είναι σχεδόν μηδενική από πλευράς αποτελέσματος.

Όμως η βάρβαρη αντιμετώπιση χιλιάδων Ναυτεργατών και ο μακροχρόνιος εγκλωβισμός τους στα πλοία δεν είναι το μόνο πρόβλημα.

Ενώ είναι κοινώς αποδεκτό ότι αποτελούν μια κατηγορία εργαζομένων που μέσα στην πανδημία σήκωσαν μόνοι το βάρος στην υπόθεση της αδιατάρακτης εκτέλεσης του καθήκοντος στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές, έχουν εξαιρεθεί από την προτεραιότητα που έπρεπε να έχουν στους εμβολιασμούς!

Αυτό με την σειρά του επιδεινώνει και διαιωνίζει το πρόβλημα με αποτέλεσμα σε διάφορα πλοία να έχουν εμφανιστεί σοβαρά προβλήματα υγείας των Ναυτεργατών, ακόμη και αυτοκτονίες!!

Στο σημείο αυτό που αφορά τους εμβολιασμούς, η κάθε χώρα έχει χαράξει την δική της πολιτική για την προστασία του Ναυτεργατικού δυναμικού που είναι ταυτόσημη και με την άσκηση των δικαιωμάτων όπως αυτά καθορίζονται από τις ΣΣΕ.

Στα πλαίσιο αυτό βλέπουμε χώρες όπως οι ΗΠΑ – Ολλανδία – Ιαπωνία – Φιλιππίνες κ.λπ έχουν στην πράξη δώσει προτεραιότητα στα εμβολιαστικά προγράμματα στους Ναυτεργάτες των χωρών τους, στην δική μας χώρα, στην οποία το αστικό πολιτικό και εφοπλιστικό κατεστημένο μας βομβαρδίζουν καθημερινά για την “μεγάλη ελληνική ναυτιλία”, δεν έχουν πράξει το παραμικρό ακόμη και σε αυτόν τον τομέα….

Κατά τα λοιπά κυβέρνηση – εφοπλιστές – ΥΕΝ και άλλοι ναυτιλιακοί φορείς χύνουν κροκοδείλια δάκρυα και υποκριτικά αναμασούν για την συνεισφορά των Ναυτεργατών στο θαλάσσιο εμπόριο, στην διακίνηση αγαθών, εμπορευμάτων και ανθρώπων την περίοδο της πανδημίας, αλλά σε ότι αφορά τα δικαιώματά τους τα έχουν απαξιωμένα επιβεβαιώνοντας για πολλοστή φορά ότι το πραγματικό ενδιαφέρον τους ήταν και είναι τα εφοπλιστικά συμφέροντα και η κερδοφορία τους που εν μέσω υγειονομικής κρίσης έχουν φθάσει σε δυσθεώρητα και ιλιγγιώδη επίπεδα!

Πέρσι στις 19/8/2020 η ΠΕΝΕΝ πήρε την πρωτοβουλία και απεύθυνε ανοιχτή επιστολή στην ITF(ΔΟΜ) καλώντας την να οργανώσει την πάλη των Ναυτεργατών στα πλοία και σχεδιάζοντας στοχευμένες απεργιακές κινητοποιήσεις με σκοπό να ασκηθεί η μέγιστη δυνατή πίεση για τον απεγκλωβισμό των Ναυτεργατών από την πολύχρονη ομηρία τους.

Τότε η πρωτοβουλία αυτή είτε “θάφτηκε” είτε σχολιάστηκε από γραφική έως και επικίνδυνη!

Σήμερα ένα χρόνοι μετά με ικανοποίηση βλέπουμε ότι και άλλες εθνικές οργανώσεις Ναυτεργατών βάζουν το ίδιο αίτημα!!! Και όχι μόνο αυτό αλλά ακόμη δυνάμεις και πρόσωπα που βρίσκονται και ασχολούνται με το μεγάλο αυτό κοινωνικό πρόβλημα υιοθετούν την δική μας γραμμή!

Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί ο επικεφαλής μεγάλου δικηγορικού γραφείου FrankColes, μιλάει στο ShippingPodcast με αφορμή την παγκόσμια ημέρα των Ναυτικών όπου μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι “είναι ανεκτίμητη η συμβολή των Ναυτικών μας στο διεθνές εμπόριο και στην παγκόσμια οικονομία, συχνά η εργασία τους έχει υψηλό προσωπικό κόστος τόσο για τον εαυτό τους όσο και για τις οικογένειές τους” και καταλήγει ότι ο μακροχρόνιος εγκλωβισμός των Ναυτεργατών και η απαράδεκτη έως τώρα στάση όλων των αρχών μας οδηγεί στο συμπέρασμα: “χρειαζόμαστε μια παγκόσμια απεργία όλων των Ναυτικών επειδή η αλλαγή δεν έχει συμβεί ποτέ χωρίς κάτι να φέρει πραγματικά τον ρόλο του Ναυτικού στην πρώτη γραμμή. Συνεχίζουμε να έχουμε ναυτικούς που εργάζονται σε άθλιες και τρομακτικές συνθήκες και καμιά κυβέρνηση δεν ασχολείται με αυτές”!

Η πρωτοβουλία του αυτή βρήκε την ολόθερμη υποστήριξη χιλιάδων Ναυτεργατών μέσα και έξω από τα καράβια….

Το ερώτημα είναι εάν και πόσο θα ιδρώσουν τα αυτιά των γραφειοκρατών της ITF αλλά και του δικού μας ναυτεργατικού συνδικαλιστικού κατεστημένου οι οποίοι αποδέχονται το εφοπλιστικό – κυβερνητικό δόγμα “αφήστε τα πλοία ελεύθερα να δουλεύουν” και τα ναυτεργατικά δικαιώματα να γίνονται θυσία στον βωμό των κερδών τους!

Η Διοίκηση της ΠΕΝΕΝ




Τι προηγήθηκε του Stonewall;

της Έλενας Παπαγεωργίου
Πολλοί θεωρούν ότι το Stonewall αποτέλεσε την αρχή για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των LGBTQ. Όπως, όμως, λέει και ο George Chauncey, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια «ένα κίνημα δεν μπορεί να δημιουργηθεί από τη μια μέρα στην άλλη» και όσοι συμμετείχαν σε αυτό “ακόμα κι αν δεν το γνώριζαν – επειδή ήταν πολύ νέοι – βασίστηκαν στο δίκτυο επικοινωνιών που είχε δημιουργήσει η Mattachine Society”.
Τη δεκαετία του 1950, ακόμη και σε παράκτιες μητροπόλεις όπως το Λος Άντζελες, το Σαν Φρανσίσκο και η Νέα Υόρκη, το να είναι κάποιος ομοφυλόφιλος θεωρούνταν διανοητική διαστροφή και δημιουργούσε προβλήματα σε κάθε πτυχή της ζωής του. Ήταν η εποχή του μακαρθισμού, του Lavender Scare, του αποκλεισμού των ομοφυλόφιλων, οι οποίοι μαζί με τους κομμουνιστές θεωρούνταν ύποπτοι κατασκοπίας και αντιμετώπιζαν στα δικαστήρια αυστηρότατες ποινές. Οι ομοφυλόφιλοι απαγορευόταν να υπηρετούν στο στρατό ή να είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Οι εργοδότες στον ιδιωτικό τομέα μπορούσαν να τους απολύσουν χωρίς επιπτώσεις (κάτι το οποίο εξακολουθεί να ισχύει σε ορισμένες πολιτείες στις ΗΠΑ). Η αστυνομία παγίδευε τους ομοφυλόφιλους για σοδομισμό και τους κατηγορούσε με ανυπόστατες κατηγορίες.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες καταδίωξης, στο Λος Άντζελες το 1950, πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση της Mattachine Society, μιας μυστικής ομάδας για την προώθηση των δικαιωμάτων των ομοφυλόφυλων, την οποία ίδρυσαν ομοφυλόφυλα πρώην μέλη του κομμουνιστικού κόμματος, με επικεφαλής τον Harry Hay. Τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της η ομάδα στράφηκε στην υπεράσπιση των ομοφυλόφιλων από την αστυνομία. Την περίοδο εκείνη ήταν πολύ συνηθισμένο αστυνομικοί να συλλαμβάνουν ομοφυλόφιλους και να τους οδηγούν σε δίκες παρωδίες, που είχαν ως αποτέλεσμα ισόβιες φυλακίσεις ή κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων. Η τομή έγινε το 1952* με την υπόθεση του Dale Jennings, ενός από τους ιδρυτές της Mattachine Society. Εκείνος, όχι μόνο υποστήριξε στη δίκη ότι είναι ομοφυλόφυλος και αθώος, αλλά η ομάδα έκανε καμπάνια για το θέμα, με αποτέλεσμα να γίνουν ευρέως γνωστοί οι μέθοδοι της αστυνομίας και οι κατηγορίες τελικά να καταπέσουν.
Τότε άρχισαν να διοργανώνονται διαλέξεις σχετικά με τον τρόπο καταπολέμησης των συλλήψεων. Με προκηρύξεις, ακτιβισμούς και νομική υποστήριξη χιλιάδες άνθρωποι ενεργοποιήθηκαν. Ιδρύθηκαν νέες οργανώσεις όπως οι Daughters of Bilitis, το 1958, η Homosexual League of New York (HLNY) που ιδρύθηκε από τον Randolfe Hayden Wicker – τον πρώτο ομοφυλόφυλο που εμφανίστηκε ανοιχτά στην τηλεόραση στις ΗΠΑ – , και η New York City League for Sexual Freedom (LSF).
Παίρνοντας παράδειγμα από τους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα των αφροαμερικανών, οργανώθηκε για πρώτη φορά από τον Randy Wicker στις 19 Σεπτεμβρίου 1964, η πρώτη δημόσια πικετοφορία για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Η διαμαρτυρία ήταν για τις διακρίσεις του στρατού εναντίον των LGBTQ ατόμων.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1965, αρκετές ομοφυλοφιλικές οργανώσεις στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια – συμπεριλαμβανομένης της Mattachine Society, διοργάνωσαν ένα χορό για τη συγκέντρωση χρημάτων. Η αστυνομία του Σαν Φρανσίσκο ενώ αρχικά είχε συμφωνήσει να μην παρέμβει, άρχισε να τραβάει φωτογραφίες των εισερχομένων στο χορό. Τέσσερις δικηγόροι που προσπάθησαν να επέμβουν συνελήφθησαν, με αποτέλεσμα είκοσι πέντε από τους πιο εξέχοντες δικηγόρους στο Σαν Φρανσίσκο να προσχωρήσουν στην ομάδα υπεράσπισης των τεσσάρων δικηγόρων και ο δικαστής να δώσει εντολή να αθωωθούν.
Aκολούθησε τον Απρίλη του 1966 η διαμαρτυρία “Sip-In” (ορμώμενοι από το Sit-in των αφροαμερικανών). Τρεις ομοφυλόφυλοι άντρες, οι Dick Leitsch, Craig Rodwell και  Randy Wicker πήγαν στο μπαρ Julius και αφού δήλωσαν ότι είναι ομοφυλόφιλοι ζήτησαν ένα ποτό, το οποίο τους το αρνήθηκαν, σύμφωνα με το νόμο με τον οποίο απαγορευόταν η πώληση ποτού σε ομοφυλόφιλους. Η πρακτική της άρνησης παροχής υπηρεσιών σε ομοφυλόφιλους στα μπαρ ήταν συνηθισμένη εκείνη την εποχή, αν και ήταν πιο κεκαλυμμένη από τη νομοθεσία που αφορούσε στις διακρίσεις εις βάρος των αφροαμερικανών, των νόμων του Jim Crow στο Νότο για τον φυλετικό διαχωρισμό. Τα μπαρ που εξυπηρετούσαν ομοφυλόφιλους διέτρεχαν τον κίνδυνο ανάκλησης της άδειας πώλησης οινοπνευματωδών ποτών. Tότε εκείνοι κάλεσαν δημοσιογράφους κι έκαναν γνωστό το θέμα της μη διάθεσης αλκοολούχων ποτών σε ομοφυλόφιλους, με αποτέλεσμα ο νόμος αυτός να καταπέσει.
To καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς μια διεμφυλική αντιστάθηκε στη σύλληψη της ρίχνοντας ένα ποτήρι καφέ σε έναν αστυνομικό στην καφετέρια Compton, με αποτέλεσμα τρανς σεξεργάτριες να της συμπαρασταθούν και να βγουν στους δρόμους να της συμπαρασταθούν. Η αστυνομία είχε μάθει για την παρουσία της γυναίκας από τον υπάλληλο της καφετέριας, ο οποίος είχε εντολή να απομακρύνει τα τρανς άτομα από το χώρο. Ακολούθησε καταστολή με αποτέλεσμα τρανς άτομα να συλληφθούν για μια ακόμη φορά…
Προσπαθήσαμε να συγκεντρώσουμε τα πιο σημαντικά γεγονότα, είτε κινηματικά είτε δικονομικά, της lgbtq κοινότητας στις ΗΠΑ που προηγήθηκαν της εξέγερσης του Stonewall. Ασφαλώς όλο το μαχητικό κλίμα της εποχής, οι μαζικές αντιπολεμικές διαδηλώσεις και οι αγώνες των αφροαμερικανών συνέβαλαν από κοινού στην αρχή της καταπολέμησης των διακρίσεων.
* το 1952 η Christine Jorgensen ήταν η πρώτη αμερικανίδα τρανς που πραγματοποίησε στη Δανία επέμβαση αλλαγής φύλου. Παρά το γεγονός ότι από τον τύπο αντιμετωπίστηκε ως “το αγόρι από το Μπρονξ που μεταμορφώθηκε σε κορίτσι”, έγινε η αφορμή για να ξεκινήσει εκείνη την εποχή η συζήτηση για την ταυτότητα φύλου και αποτέλεσε εμπνευσμένο παράδειγμα.

 




Μεταρρύθμιση οικογενειακού δικαίου: επιστροφή στην «Αγία Οικογένεια» και αποκλεισμοί ΛΟΑΤΚΙ

Μεταρρύθμιση οικογενειακού δικαίου: επιστροφή στην «Αγία Οικογένεια» και αποκλεισμοί ΛΟΑΤΚΙ

*Με αφορμή τη πρόσφατη ψήφιση του νομοσχεδίου της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας & τον Ιούνιο – μήνα Pride, η Κίνηση «Απελάστε τον Ρατσισμό» & το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών σας προσκαλεί στην εκδήλωση «Μεταρρύθμιση οικογενειακού δικαίου: αντιδραστική επιστροφή στην «Αγία Οικογένεια» και αποκλεισμοί των ΛΟΑΤΚΙΑ ατόμων» .

Θα συζητήσουμε μαζί τα όσα επικίνδυνα για γυναίκες, ευάλωτους γονείς και παιδιά φέρνει η νέα νομοθεσία για την εξαναγκαστική συνεπιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, και για την απόλυτη σιωπή του όσον αφορά σε διαχρονικές διεκδικήσεις του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος.

*Στη βασική της φιλοσοφία η μισογυνική αντιμεταρρύθμιση που έφερε η Νέα Δημοκρατία, (με την πίεση και τις ευλογίες του λόμπυ των «ενεργών μπαμπάδων») πρόκειται να δυσκολεύει με πολλαπλούς τρόπους την επιλογή των γυναικών να παίρνουν μετά το διαζύγιο ανεξάρτητη πορεία στις ζωές τους από συγκρουσιακές/καταπιεστικές σχέσεις. Ειδικά για περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, ο νέος νόμος εκθέτει παιδιά και γυναίκες σε επικοινωνία με κακοποιητικό γονέα, έως ότου υπάρξει οριστική δικαστική απόφαση (χρονοβόρα διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει ως και 2-4 χρόνια).

Στον πυρήνα του ο νέος νόμος είναι βέβαια και ετεροκανονικός: ένα παιδί μας είπε ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρας, όπως και άλλοι βουλευτές της κυβέρνησης, για να μεγαλώσει «υγιώς» χρειάζεται πρότυπα και από τα δύο φύλα. Καμία αναφορά βέβαια δεν έχει ο νέος νόμος στο γάμο των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, στα παιδιά των ΛΟΑΤΚΙ ζευγαριών που ζουν με λειψά δικαιώματα, στο δικαίωμα στη γονεïκότητα και την τεκνοθεσία από ΛΟΑΤΚΙ άτομα.

Σας περιμένουμε 26 Ιουνίου στις 19:00 στη πλατεία Αυδή στο Μεταξουργείο. Μετά τη συζήτηση, θα ακολουθήσει μουσικούλα από Strap-on Unicorns & ποτάκι σε προσιτές τιμές για οικονομική ενίσχυση του χώρου μας.

Θα μιλήσουν: -Βανέσα Βενέτη  Τρανς γονέας, ακτιβίστρια & αρθρογράφος.

-Αναστασία Γκόνη Καραμπότσου  Δικηγόρος.

-Γιώργος Κουμπούρας  Μέλος ΔΣ του Συλλόγου Εργαζομένων της Γενικής Γραμματείας Ισότητας.

-Ελένη Αναστασιάδου & Νίκος Δημητριάδης  Μέλη ΚΑΡ & ΚΣΜ, ακτιβίστρια & ακτιβιστής, αντίστοιχα.

Στον χώρο της εκδήλωσης θα συλλέγουμε τρόφιμα μακράς διαρκείας, καθαριστικά και είδη προσωπικής υγιεινής για την ομάδα αλληλεγγύης του Κυριακάτικου Σχολείου Μεταναστών και της Κίνησης «Απελάστε τον Ρατσισμό».

Πηγή: kar.org.gr




Kατάληψη ΕΦΚΑ ΟΑΕΕ Πειραιά

5ο ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΟΝ ΕΦΚΑ ΧΩΡΙΣ ΚΛΙΜΑΤΙΣΜΟ

Η Διοίκηση του ΕΦΚΑ και η κυβέρνηση των “αρίστων” θέλουν να διαλύσουν τα πάντα

Τέσσερα και πλέον χρόνια από την “δημιουργία” του ΕΦΚΑ και οι συνθήκες εργασίας βρίσκονται στο χειρότερο δυνατό σημείο. Δημιουργήθηκε ένα τερατούργημα που διαλύει τη Δημόσια Κοινωνική Ασφάλιση και τις εργασιακές σχέσεις με μοναδικό στόχο, να δοθούν τα πάντα στους ιδιώτες.

Το πρώτο βήμα έγινε με την εκχώρηση της απονομής των συντάξεων στους “πιστοποιημένους”- άσχετους ιδιώτες, το δεύτερο ετοιμάζεται με την ιδιωτικοποίηση της Επικουρικής Ασφάλισης, με νομοσχέδιο που θα κατατεθεί τις επόμενες μέρες στη Βουλή.

Ο χυδαίος υπουργός Εργασίας στοχοποιεί τους εργαζόμενους για όλα τα κακώς κείμενα του ΕΦΚΑ, που ο ίδιος και η κυβέρνηση του έχουν προκαλέσει, και ακολουθούν σε αυτό το μοτίβο και η Διοίκηση του ΕΦΚΑ.

Για πέμπτο συνεχόμενο καλοκαίρι σε πολλά κτίρια του ΕΦΚΑ, πέραν των άλλων ελλείψεων, δεν λειτουργούν τα κλιματιστικά! Ο ΕΦΚΑ, έτσι όπως τον έχουν καταντήσει ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως Νέα Δημοκρατία, δεν μπορεί να προσφέρει τα στοιχειώδη ούτε στους εργαζόμενους, πόσο μάλλον στους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους.

Και πως απαντά η Διοίκηση και οι Υποδιοικητές; Εγκαλώντας τους υπηρεσιακούς παράγοντες και τους εργαζόμενους για πράξεις ή\και παραλείψεις τους!

Ζήλεψαν τη δόξα του Χατζηδάκη, που ξεκινάει πειθαρχικές διαδικασίες ή είναι πλέον “γραμμή” της φασίζουσας κυβέρνησης να κατηγορεί για όλα τους εργαζόμενους.

Φυσικά οι ίδιοι σαν “άριστοι¨δεν φταίνε για τίποτα!

Οι εργαζόμενοι\ες κάνουμε μια συμβολική κατάληψη στον πρώην ΟΑΕΕ Πειραιά με σκοπό να αναδείξουμε ένα ακόμα πρόβλημα που υπάρχει στον ΕΦΚΑ.

Δουλεύουμε σε άθλιες συνθήκες, με πετσοκομμένους μισθούς, ο κόσμος ξεσπάει μόνο σε εμάς και ταυτόχρονα βρισκόμαστε και κατηγορούμενοι για όλα τα δεινά της χώρας με έναν κοινωνικό αυτοματισμό-κανιβαλισμό, που καλλιεργούν αυτοί που ευθύνονται για τα προβλήματα όλων!

Τέλος προειδοποιούμε τους πολίτες της χώρας, ότι οι ιδιωτικοποιήσεις που προωθεί ο Χατζηδάκης σαν μόνη λύση σε κάθε πρόβλημα, θα κοστίσει πολλαπλάσια σε αυτούς, χωρίς να έχουν καλύτερες υπηρεσίες.

Αυτή η άθλια κυβέρνηση θέλει να γυρίσει τις εργασιακές σχέσεις και τις ελευθερίες μας πίσω στη δεκαετία του 1950. Πρέπει άμεσα με την αγωνιστική μας δράση να τους σταματήσουμε.

Οι κινητοποιήσεις που έγιναν τον Μάιο και Ιούνιο δείχνουν το δρόμο. Οι εργαζόμενοι\ες του ΕΦΚΑ έχουμε τη δύναμη και με τη συμμετοχή μας σε μαζικούς αγώνες μπορούμε να τα καταφέρουμε!

ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΠΑΛΕΥΟΥΜΕ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟ

& ΤΗΝ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Δέκα, εκατό, χιλιάδες καταλήψεις..

Ριζοσπαστικές Αγωνιστικές Κινήσεις 

—————————————————————————

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ                                                    ΑΘΗΝΑ 25/06/2021                                                                                               

ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ  Ο.Α.Ε.Ε.                                                              

Αιόλου 94-τ.κ.10559-Αθήνα

www.pseoaee.gr  

Ε-mail : [email protected], pse.oaee@gmail,com

 

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ο Π.Σ.Ε.-Ο.Α.Ε.Ε. σήμερα Παρασκευή 25/06/2021 από τις 7.00 π.μ. πραγματοποιεί κατάληψη στο κτίριο υπηρεσιών του ΕΦΚΑ στον Πειραιά (Λεωχάρους 26), λόγω της συνεχιζόμενης παντελούς έλλειψης κλιματισμού.

Καταγγέλουμε τη Διοίκηση του Οργανισμού για την αδιαφορία, την εγκατάλειψη και την αναλγησία της απέναντι στους εργαζόμενους και στους ασφαλισμένους.

  • Απευθύνουμε ειδική <<πρόσκληση>> στον κ. Χατζηδάκη να μας επισκεφθεί, προκειμένου να διαπιστώσει  “ιδίοις όμμασι” !!!!!!!! εκτός των άλλων τις “ιδανικότατες” εργασιακές συνθήκες που προσφέρει στους εργαζόμενους του ο ΕΦΚΑ του οποίου ο ίδιος αποτελεί τον πολιτικό προϊστάμενο.

ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΘΕΙ ΑΜΕΣΗ ΛΥΣΗ

Για το Δ.Σ του Π.Σ.Ε.-Ο.Α.Ε.Ε.

 




Οι κάτοικοι προτείνουν για το ελεύθερο Πράσινο Πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνα

Εμείς, οι κάτοικοι της Ακαδημίας Πλάτωνος, Κολωνού και Σεπολίων, περιμένουμε δεκαετίες την ανάπτυξη της περιοχής και του αρχαιολογικού χώρου.Ωστόσο με λύπη διαπιστώσαμε πως το σχέδιο της Προγραμματικής Σύμβασης δεν μας συμπεριλαμβάνει. Ο σχεδιασμός της “ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου της Ακαδημίας Πλάτωνος”, έγινε για μια ακόμη φορά βαζοντας στο επικεντρο την τουριστική ανάπτυξη, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα προβλήματα της περιοχής και ο χαρακτήρας του αρχαιολογικού χώρου.

Τα έργα ανάδειξης των αρχαιοτήτων είναι αναγκαία αλλά το συνολικό έργο που προγραμματίζεται ελλειπές, με ανύπαρκτα αντισταθμιστικά οφέλη για τους κατοίκους και, παρά τα όσα εξαγγέλονται, περιβαλλοντική υποβάθμιση.

1.

Συγκεκριμένα, πρώτον στο σχεδιασμό προβλέπεται η κοπή 580 δέντρων (πολλά εκ των οποίων με ύψος άνω των τεσσάρων μέτρων). Αντισταθμιστικά, εξαγγέλεται η φύτευση μόλις 334 νεαρών δέντρων που θα αποδώσουν τα οφέλη τους ως ωριμο οικοσύστημα αρκετά χρόνια αργότερα. Ο χώρος είναι ήδη φυτολογικά ανεπαρκής, υποβαθμισμένος και χρειάζεται εκτεταμένη δενδροφύτευση για την ικανοποίηση των αναγκων των επισκεπτών, των κατοίκων αλλά και της ορνιθοπανίδας που ασφυκτιά λόγω έλλειψης ενδιαιτημάτων στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας.

Η κλιματική αλλαγή φέρνει περισσότερες μέρες καύσωνα στη χώρα μας. Η ώριμη υψηλή βλάστηση μειώνει το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας. Η κοπή των δέντρων, χωρίς την σχεδιασμένη και εκ προοιμίου φύτευση νέων, κάθε άλλο παρά μακρόπνοο σχεδιασμό και ολιστική μελέτη των προβλημάτων φανερώνει.

2.

Δεύτερον, η χωροθέτηση του Μουσείου της Πόλης των Αθηνών είναι προβληματική. Τοποθετείται σε έκταση 30 στρεμμάτων, σε σημείο που θα αποστερήσει ζωτικό χώρο ελεύθερης χρήσης του πάρκου. Παράλληλα, θα επιφέρει την καταστροφή των γηπέδων ποδοσφαίρου και μπάσκετ, στα οποία αθλούνται δεκάδες αθλητικοί σύλλογοι και νέοι και νέες της περιοχής.

Σε αυτό το σχεδιασμό αντιπροτείνουμε το πάγιο αίτημα των κατοίκων για επαναχωροθέτηση του μουσείου στο πρώην οικόπεδο της Reds. Οικόπεδο που εντάχθηκε στον αρχαιολογικό χώρο μετά από αγώνες των κατοίκων το 2010, χώρος σκαμμένος, κενός αρχαιολογικών ευρημάτων, δίπλα στο πάρκο και τις αποθήκες της αρχαιολογίας, καθώς και στους μεγάλους οδικούς άξονες.

3.

Τρίτον, στο σχεδιασμό προβλέπεται η ενοποίηση και περίφραξη των αρχαιολογικών σκαμμάτων. Η κίνηση αυτή θα αφαιρέσει από τη λαϊκή χρήση μεγάλο τμήμα του πάρκου (περίπου 60 στρεμμάτα). Ωστόσο δεν προβλέπονται αντισταθμιστικές απαλλοτριώσεις για τις ανάγκες κατοίκων και επισκεπτων. Σχετικό δείγμα της συγκεκριμένης πρακτικής έχουμε δει με την περίφραξη της Ιεράς Οικίας και εκτεταμένου χώρου γύρω της. Τακτική που αποκόπτει το σημείο από το υπόλοιπο πάρκο και δημιουργεί κρυφές γωνίες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Οι εκτάσεις προς απόσπαση από την ελεύθερη χρήση του πάρκου για τις ανασκαφές, την ανάδειξη αρχαιολογικών ευρημάτων, το μουσείο, τα αναψυκτήρια κλπ πρέπει να αποδοθούν στο δημόσιο χαρακτήρα του πάρκου προκαταβολικά. Απαιτούμε να δοθούν ισοδύναμες, αν όχι μεγαλύτερες, εκτάσεις ελεύθερης χρήσης γης, για να μην διαταραχθεί το υφιστάμενο ισοζύγιο στρεμμάτων και πρασίνου. Ισοζύγιο ήδη ελλειπές σε σχέση με τις ανάγκες των κατοίκων του κέντρου της Αθήνας και του 4ου διαμερίσματος.

4.

Τέταρτον, σημαντικό σημείο που με έκπληξη διαπιστώσαμε πως αποσιωπάται στον εν λόγω σχεδιασμό είναι η όποια κυκλοφοριακή και συγκοινωνιακή μελέτη, με πρώτιστη την προφανή κατάργιση της οδού Δράκοντος. Η οδός αυτή τέμνει το πάρκο, διαταράσσοντας τον ενιαίο χαρακτήρα του, ενώ είναι άκρως επικίνδυνη με μικρής ορατότητας στροφές και έξω ακριβώς από την παιδική χαρά. Η έλλειψη ακόμα και διαγράμμισης στο σημείο είναι ενδεικτική της απαξίωσης που βιώνουμε από το δήμο. Είναι καθαρή τύχη που δεν έχουμε θρηνήσει θύματα.

Αντίστοιχα, δεν προβλέπεται η κατάργηση της οδού Μοναστηρίου. Κάτι τέτοιο θα ήταν προφανές στο τμήμα τουλάχιστον, που χωρίζει το Περιστύλιο από το βόρειο τμήμα του πάρκου, καθώς και στο ύψος της πλατείας και του ψηφιακού μουσείου.

Εξαγγέλεται πως ο αρχαιολογικός χώρος θα αναδειχθεί με εκτεταμένες αποχωματώσεις και αποξηλώσεις δεντρων αποστερώντας πολύτιμη βλάστηση από την περιοχή, με ένα σχέδιο όμως από το οποίο δεν προκύπτει ένας συγκροτημένος, ενιαίος αρχαιολογικός χώρος. Ακόμη, είμαστε σε αναμονή για τη διάνοιξη των “τυφλών” δρόμων στη γύρω περιοχή.

5.

Πέμπτον, περιφερειακά του πάρκου και δίπλα στα σχολεία και τα σπίτια επικρατεί μια εικόνα εγκατάλειψης. Τμήμα της περιοχής δεν είναι ενταγμένο στο σχέδιο πόλης, με αδιάνοικτες οδούς, χωρίς δίκτυο συλλογής ομβρίων υδάτων, αλλά ούτε και αποχέτευσης, πλήττεται από παράνομες αποθέσεις μπάζων, ρυπογόνες δραστηριότητες, συνεργεία και χώρους στάθμευσης των κτελ, μάντρες σκραπ, αυτοκινήτων και χαρτιού. Έναν εκτεταμένο ΒΙΟΠΑ, που η ίδια η φύση του τον καθιστά προβληματικό ως γειτνιάζουσα δραστηριότητα και ισότιμο συνομιλητή ενός αρχαιολογικού χώρου και μιας περιοχής κατοικίας.

Καταδεικνύουμε την αντίφαση της εγκατάλειψης της περιοχής της Ακαδημίας Πλάτωνος με το εμβληματικό έργο που σχεδιάζεται. Αντιπροτείνουμε την απαλλοτρίωση των γειτονικών οικοπέδων δυτικά και βόρεια, προς όφελος του πάρκου, των σχολείων και των κατοίκων. Κρίνεται αναγκαία η απαλλοτρίωση των οικοπέδων που περικλείονται από τις οδούς Φάωνος, Ιφιγενείας και Δράκοντος, ώστε να καταστεί εφικτή η συνομιλία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με τους χώρους του αρχαιολογικού πάρκου (Μουσικό σχολείο Αθηνών, 66ο γυμνάσιο, 9ο ΕΠΑΛ). Στο ίδιο πλαίσιο, απαιτούμε να απομακρυνθούν άμεσα οι λαμαρίνες από τις αποθήκες της αρχαιολογίας.

6.

Έκτον, από το σχεδιασμό εξοβελίζονται και οι χώροι άθλησης, αδυνατώντας να απαντήσουν τόσο στην ανάγκη των κατοίκων όσο και στη συνάφεια που προκύπτει με την αρχαία ακαδημία και την παλαίστρα στο παρόν της περιοχής.

Προτείνουμε την ένταξη στο σχεδιασμό, των χρήσεων που αυθόρμητα έχουν προκύψει από τον κόσμο. Δηλαδή, περιμετρική διαδρομή για τρέξιμο (κουλουάρ) και αντίστοιχη για ποδήλατο. Ένας ποδηλατόδρομοςεπέκταση του ήδη υπάρχοντος που οδηγεί στο παραλιακό μέτωπο. Ακόμη, να τοποθετηθούν πολύζυγα σαν αυτά που ξηλώθηκαν πρόσφατα από το δήμο, χωρίς να μεριμνήσει για την αντικατάστασή τους.

Προτείνουμε τη δημιουργία ενός πάρκου για σκέιτ, ποδήλατα και πατίνια περιφερειακά του πάρκου για τις ανάγκες των κατοίκων -και- των γύρω περιοχών, μιας και στο κέντρο της Αθήνας δεν υπάρχουν δημοτικοί χώροι για την εν λόγω άθληση. Θέλουμε τους νέους και τις νέες σε μια ζωντανή Ακαδημία του Πλάτωνα, να αθλούνται και να εκπαιδεύονται μέσα από την επαφή τους με τον αρχαιολογικό χώρο.

7.

Έβδομο, το έργο που προγραμματίζεται για την παιδική χαρά εντός του πάρκου είναι ελλιπές. Η έκταση που καταλαμβάνει σήμερα αναλογικά με την επισκεψιμότητά της είναι μικρότερη από αυτή που θα έπρεπε. Έχει υπερτοπική σημασία και καλείται να εξυπηρετησει ανάγκες παιδιών και γύρω περιοχών. Να υπενθυμίσουμε την ύπαρξη δευτερης παιδικης χαρας στην βορεια πλευρα του παρκου που αφαιρέθηκε χωρίς να αντικατασταθεί.

Τέλος, με μια προσεκτική μελέτη της σύμβασης ανακαλύπτουμε και κάτι ακόμη. Η ανακατασκευή της με προδιαγραφές για ΑμεΑ δεν προβλέπει στο σχεδιασμό το σύνολο των δραστηριοτήτων που θα απευθύνονταν και στα παιδιά τυπικής ανάπτυξης. Με αυτό τον τρόπο, αποκόπτονται τα ανάπηρα παιδιά από την κοινωνία και αφαιρείται από το πάρκο μια (ακόμη) τόσο πολύτιμη παιδική χαρά. Απαιτούμε μεγαλύτερη και συμπεριληπτική παιδική χαρά για όλα τα παιδιά, ανάπηρα και μη.

8.

Οραματιζόμαστε την ελεύθερη πρόσβαση στα αρχαιολογικά ευρήματα της Ακαδημίας Πλάτωνα. Είμαστε αντίθετοι και αντίθετες στην αποκοπή τους από την καθημερινότητα κατοίκων και επισκεπτών, όπως προέκυψε από την περίφραξη της Ιεράς Οικίας. Οι αρχαιότητες δεν είναι μόνο προϊόν προς κατανάλωση από τους τουρίστες. Να αποδοθεί ο χώρος της Ιεράς Οικίας για ελεύθερη χρήση.

9.

Ένατο, οι βασικές υποδομές στο πάρκο είναι ανύπαρκτες.

Η προσβασιμότητα δεν είναι καθολική. Η κίνηση ατόμων με αναπηρία και παιδικά καρότσια δεν είναι δυνατή από όλες τις εισόδους και τα μονοπάτια. Αντίθετα, οι υπάρχουσες πύλες επιτρέπουν τη διέλευση μηχανών μέσα από το πάρκο, μια κοινή πρακτική για πολλούς οδηγούς. Συμπληρωματικά, περιφερειακά του πάρκου δεν υπάρχουν διαγραμμίσεις και λοιπές σημάνσεις, για την ασφαλή πρόσβαση του κοινού.

Ο φωτισμός είναι ανεπαρκής και αποσπασματικά αναβαθμισμένος (σε χαμηλής κατανάλωσης φωτιστικά σώματα, led). Οι χημικές τουαλέτες είναι σταθερά εκτός λειτουργίας. Τρύπες από φρεάτια και νεκρά δέντρα μένουν ανοιχτές και επικίνδυνες.

Η ανυπαρξία του υδάτινου στοιχείου είναι επίσης εμφανής. Δεν υπάρχει ούτε μια βρύση πόσιμου νερού για τους επισκέπτες. Ούτε με οποιονδήποτε τρόπο εντάσσεται το υδάτινο στοιχείο στις υποδομές, ως σημείο δροσισμού και ανάπαυσης, για ανθρώπους, ζώα και πουλιά.

Το υπάρχον υπαίθριο αμφιθέατρο προσβάλει τον αρχαιολογικό χώρο με την αισθητική και τα υλικά κατασκευής του. Η αναβάθμισή του στην προγραμματική σύμβαση είναι σκιώδης. Ελλιπής είναι και η ενημέρωση για τους χώρους ανάπαυσης και αναψυχής που αναφέρονται στη σύμβαση χωρίς να ορίζεται η χωροθέτηση, η έκταση και το είδος των υπηρεσιών που θα παρέχουν.

Ο σχεδιασμός της κυκλικής πλατείας στο μέσο του πάρκου προβλέπει επίστρωση με σκούρο μάρμαρο. Σε αυτή την αλαζονεία αντιπαραθέτουμε την αξία του χώματος και της επίστρωσής του με υδατοδιαπερατά υλικά που δεν αυξάνουν την τοπική θερμοκρασία (πχ κουρασάνι).

Απαιτούμε αναβάθμιση των βασικών υποδομών. Καθολική προσβασιμότητα, μπάρες αποτροπής διέλευσης μηχανοκίνητων, σημάνσεις και διαγραμμίσεις, βρύσες, τουαλέτες και ανακατασκευή του αμφιθεάτρου.

10.

Δέκατο, η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων παραμένει πάντα ένα ζητούμενο.Σε ένα έργο, τέτοιας προσδοκούμενης εμβέλειας, δεν μπορεί να απουσιάζει η διασύνδεση του Λόφου Κολωνού με τον Αρχαιολογικό χώρο της Ακαδημίας του Πλάτωνα. Απαιτούμε στο νέο σχεδιασμό να ενταχθεί η πεζοδρόμηση της οδού Τριπόλεως, για την απρόσκοπτη και ασφαλή διασύνδεση των δύο χώρων. Προτείνουμε τη μετατροπή της οδού Αμφιαράου σε ήπιας κυκλοφορίας, με ποδηλατόδρομο, με σκοπό την ένωση του πάρκου με τον σταθμό του μετρό Σεπολίων και το Πνευματικο Κέντρο στο ανακαινισμένο Καπνεργοστάσιο.

11.

Στη δική μας εμβληματική ανάπλαση της περιοχής και του αρχαιολογικού χώρου τέλος, οραματιζόμαστε έναανοιχτό κομμάτι του Κηφισού ποταμού που να συνομιλεί με τον αρχαιολογικό χώρο. Από την αρχαιότητα και μέχρι το 1960, η φυσική κοίτη του ποταμού ήταν ανατολικά της σημερινής, εγγύτερα στον αρχαιολογικό χώρο. Η εκ νέου χάραξη του ποταμού στην παλιά του κοίτη (αδιάνοικτη οδός Αντιγόνης) και η τροφοδοσία της με νερό του Κηφισού -που θα υφίσταται καθαρισμό- είναι τεχνικά εφικτή και αναγκαία σε σχέση με τις ανάγκες για χώρους αλληλεπίδρασης με τα υδάτινα οικοσυστήματα.

Τα τελευταία χρόνια, έχει παραχθεί τεράστιος πλούτος πτυχιακών και μεταπτυχιακών εργασιών από διάφορα ιδρύματα οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο της συνολικής μελέτης ανάπτυξης του πάρκου και της περιοχής. Απαιτούμε την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου με συνολική μελέτη και σχεδιασμό.

Φιλοδοξούμε να οργανώσουμε μια πρωτοβουλία πολιτών υπέρ του πάρκου που θα ασχολείται με τα ζητήματα που προκύπτουν.

Ελάτε να διεκδικήσουμε μαζί ένα πάρκο πράσινο, ελεύθερο, δημόσιο, ανοιχτό!

Συμπληρώστε στοιχεία επικοινωνίας για τη δημιουργία μιας λίστας για ενημερώσεις.

Επιγραμματικά:

  1. Καμία κοπή δέντρου. Να προηγηθεί εκτεταμένη δενδροφύτευση
  2. Επαναχωροθέτηση του Μουσείου της πόλης των Αθηνών στο πρώην οικόπεδο Reds
  3. Αντισταθμιστικές απαλλοτριώσεις των εκτάσεων προς απόσπαση από την ελεύθερη χρήση του πάρκου προκαταβολικά
  4. Κυκλοφοριακή και συγκοινωνιακή μελέτη με άμεση κατάργιση της οδού Δράκοντος και τμήματα της Μοναστηρίου
  5. Προσάρτηση του ΒΙΟΠΑ δυτικά του πάρκου στον αρχαιολογικό χώρο

Άμεση απομάκρυνση των λαμαρίνων από τις αποθήκες της αρχαιολογίας

  1. Χώροι άθλησης (διαδρομή για τρέξιμο, ποδηλατόδρομος, πολύζυγα, skate park) και συνομιλία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με το πάρκο
  2. Μεγαλύτερη και συμπεριληπτική παιδική χαρά για όλα τα παιδιά, ανάπηρα και αρτιμελή.
  3. Ελεύθερη πρόσβαση στα αρχαιολογικά ευρήματα
  4. Αναβάθμιση των βασικών υποδομών. Καθολική προσβασιμότητα, μπάρες αποτροπής διέλευσης μηχανοκίνητων, σημάνσεις και διαγραμμίσεις, βρύσες, τουαλέτες, ανακατασκευή αμφιθεάτρου και επιστρώσεις με υδατοδιαπερατά υλικά.
  5. Ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων. Διασύνδεση με το λόφο του Κολωνού, το μετρό Σεπολίων και το Καπνεργοστάσιο
  6. Χάραξη νέας κοίτης με φυσικά πρανή σε ένα τμήμα του Κηφισού ποταμού