1

Ταϊλάνδη – Ένα ανερχόμενο κίνημα ενάντια στο καθεστώς

Μετάφραση Μάριος Αυγουστάτος

του James Clement

Socialist Alternative — ISA England and Wales*

Το κύμα διαμαρτυριών και διαδηλώσεων στην Ταϊλάνδη αυξάνεται. Την περασμένη Κυριακή, 16 Αυγούστου, περισσότεροι από 10.000 συγκεντρώθηκαν για να ζητήσουν την παραίτηση από το στρατιωτικά υποκινούμενο καθεστώς.

Οι διαμαρτυρίες πλέον περιλαμβάνουν ανοιχτή κριτική για τη μοναρχία, μια εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη σε μια χώρα που διατηρεί τους αυστηρότερους νόμους από οποιαδήποτε άλλη χώρα υπέρ της μοναρχίας.

Καθημερινά διοργανώνονται διαδηλώσεις από φοιτητές σε περισσότερες από τις μισές από τις 77 επαρχίες της χώρας. Την περασμένη Παρασκευή 14 Αυγούστου, σχεδόν 1.000 συγκεντρώθηκαν στο Πανεπιστήμιο Chulalongkorn της Μπανγκόκ, αψηφώντας τις απαγορεύσεις αλλά και τη σύλληψη από την κυβέρνησης ενός ηγέτη των διαδηλωτών.

Σε όλη την Ταϊλάνδη, υπήρξαν τεράστιες κινητοποιήσεις ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς που ανέλαβε την εξουσία το 2014 και το 2019 σχημάτισε μια «μη στρατιωτική» κυβέρνηση, με από εκλογές νοθείας. Ο δικτάτορας, στρατηγός Prayuth Chan-o-cha, έγινε πλέον πρωθυπουργός.

Στις 16 Αυγούστου, τουλάχιστον 5.000 άτομα πραγματοποίησαν αντικυβερνητική διαδήλωση το απόγευμα στο Μνημείο Δημοκρατίας στην Μπανγκόκ. Το καθεστώς είχε προετοιμάσει 600 αστυνομικούς εν αναμονή της διαδήλωσης, και φοβούμενοι την πιθανή κλιμάκωση, ο Prayuth προέτρεψε τις αρχές να είναι υπομονετικές και να μην χρησιμοποιήσουν βία κατά των διαδηλωτών. Μέχρι το απόγευμα, συγκεντρώθηκαν τουλάχιστον 12.000, καλώντας τον Prayuth και την κυβέρνησή του να εγκαταλείψουν.

Ενώ τα αιτήματα για «μεταρρύθμιση» της μοναρχίας αντί για την κατάργησή της είναι συχνότερα επί του παρόντος, υπάρχει η πιθανότητα να κλιμακωθεί αυτό.

Οι διαδηλωτές χρησιμοποιούν το «χαιρετισμό τριών δακτύλων» (εμπνευσμένο από το The Hunger Games) ως σύμβολο της περιφρόνησης και της αντίστασης.

Η μοναρχία

Η ανοιχτή κριτική κατά της μοναρχίας στις τωρινές διαδηλώσεις είναι άνευ προηγουμένου σε σύγκριση με προηγούμενες διαδηλώσεις.

Σύμφωνα με το άρθρο 112 του ποινικού κώδικα της Ταϊλάνδης, οποιοσδήποτε δυσφημίζει, προσβάλλει ή απειλεί μέλη της βασιλικής οικογένειας μπορεί να φυλακιστεί για έως και 15 χρόνια. Κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού νόμου από το 2014 έως το 2018, υποβλήθηκαν τουλάχιστον 98 τέτοιες κατηγορίες.

Το 2016, ο σημερινός βασιλιάς, Maha Vajiralongkorn με τον τίτλο Rama X, διαδέχθηκε τον πατέρα του Bhumibol, ο οποίος ήταν βασιλιάς για 70 χρόνια. Ο βασιλιάς περνά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του σε ένα πολυτελές παλάτι στο… Μόναχο της Γερμανίας. Και συνεχίζει να το κάνει ενώ οι «υπήκοοί» του υποφέρουν από την πανδημία Covid-19. Το 2018, ανέλαβε την ιδιοκτησία της βασιλικής εταιρείας αξίας 30 δις δολαρίων και ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του ως ο πλουσιότερος μονάρχης στον κόσμο. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι στο Twitter, το hashtag #มี กษัตริย์ ไว้ ทํา ไม (#WhyDoWeNeedaKing? – #ΓιατίΧρειαζόμαστεΒασιλιά;) είχε πάνω από ένα εκατομμύριο αναδημοσιεύσεις, παρά το γεγονός ότι θεωρείται παράνομη ανάρτηση.

Οικονομική κρίση

Η πανδημία ήταν καταστροφική για τους απλούς Ταϊλανδούς. Από τότε που ξεκίνησε τον Μάρτιο, το εισόδημα για το 70% των εργαζομένων μειώθηκε κατά 47% και τον περασμένο μήνα η Ομοσπονδία της Ταϊλάνδης Βιομηχανίας προέβλεψε ότι θα μπορούσαν να χαθούν σχεδόν 8 εκατομμύρια θέσεις εργασίας (η Ταϊλάνδη είναι ο 11ος μεγαλύτερος παραγωγός αυτοκινήτων στον κόσμο). Η ανεργία ήταν ήδη πάνω από 3 εκατομμύρια τον Ιούλιο, ενώ το χρέος των νοικοκυριών συνεχίζει να αυξάνεται.

Ωστόσο, το εξαιρετικά έντονο ταξικό χάσμα στην Ταϊλάνδη δεν είναι κάτι νέο. Μεταξύ 2015 και 2018, ο αριθμός των ατόμων που ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας αυξήθηκε από 4,85 εκατομμύρια σε σχεδόν 7 εκατομμύρια. Τουλάχιστον 16 εκατομμύρια άνθρωποι πληρούν τις προϋποθέσεις για δημόσια επιδόματα, και υπήρχαν 38 εκατομμύρια αδήλωτοι εργαζόμενοι στην Ταϊλάνδη τον Μάιο, παρόλα αυτά η χώρα είναι 9η στην φετινή παγκόσμια λίστα δισεκατομμυριούχων της Hurun (1): 57 άνθρωποι έχουν συνολικό πλούτο 135 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η σιδερένια λαβή της χούντας

Το 2018, η στρατιωτική χούντα, πρόσφατα γνωστή ως Εθνικό Συμβούλιο Ειρήνης και Τάξης (NCPO), σχημάτισε το κυβερνών Κόμμα Palang Pracharat. Το σύνταγμα του 2017, το οποίο εγκρίθηκε με δημοψήφισμα με πολύ χαμηλή προσέλευση και κατά τη διάρκειά του απαγορεύτηκε η κριτική και καθιερώνει σταθερά την εξουσία της στρατιωτικής δικτατορίας. Το Palang Pracharat σημείωσε άσχημα αποτελέσματα όσον αφορά τις ψήφους και κέρδισε οριακά τις εκλογές του 2019 (ΣτΜ: με τόση βία και νοθεία κατάφερε να πάρει μόλις 23,73%), χάρη στην υποστήριξη της Γερουσίας στην οποία κρατούνται θέσεις για στρατιωτικούς.

Ο Prayuth και το ίδιο το κόμμα του στέκονται σε ασταθές έδαφος, καθώς και το NCPO, βασίζονται σε μια συμμαχία “ανοχής” περίπου 19 άλλων κομμάτων για να διατηρήσουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η αφοσίωση στον βασιλιά περισσότερο και λιγότερο στην κυβέρνηση υπάρχει σε συγκεκριμένα τμήματα του στρατιωτικού καθεστώτος, ο Βασιλιάς Vajiralongkorn έχει παγιώσει τον έλεγχο του στρατού για τη δική του προστασία.

Υπάρχει επίσης η πιθανή απειλή πραξικοπήματος κατά του Prayuth από τα πιο σκληρά στοιχεία της χούντας. Κανένας πρωθυπουργός δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Ο στρατηγός Prem Tinsulanonda, ο οποίος ήταν πρωθυπουργός (1980–88) και πέθανε πέρυσι, αντιμετώπισε δύο ξεχωριστά πραξικοπήματα, παρά το γεγονός ότι ήταν βαθιά ριζωμένος με το βασιλικό καθεστώς.

Η πολιτική της Ταϊλάνδης έχει ιστορία πραξικοπημάτων και συγκρούσεων. Από το 1932, υπήρξαν 18 διαφορετικά πραξικοπήματα, όλα από φιλοβασιλικές δυνάμεις. Το 2006, η κυβέρνηση Thaksin Shinawatra ανατράπηκε από τον στρατό. Το κόμμα του απαγορεύτηκε και το στρατιωτικό καθεστώς εγκαθίδρυσε τον Abhisit Vejjajiva ως νέο πρωθυπουργό. Από αυτό ξέσπασε η σύγκρουση μεταξύ των «Red Shirts» (υποστηρικτές του Thaksin Shinawatra, που σχηματίστηκαν γύρω από το Ενωμένο Μέτωπο της Δημοκρατίας κατά της δικτατορίας, UDD) και των «Yellow Shirts».

Ενώ το UDD χαρακτήρισε τη σύγκρουση ως αγώνα μεταξύ φτωχών αγροτικών μαζών και των ελίτ στην Μπανγκόκ, στην πραγματικότητα ήταν ένας αγώνας μεταξύ δύο διαφορετικών πλευρών της άρχουσας τάξης. Ο Shinawatra κέρδισε δημοτικότητα λόγω ορισμένων μεταρρυθμίσεων που έκανε για τους φτωχούς προκειμένου να ενισχύσει τη βάση του, αλλά η κύρια πολιτική του ήταν να ικανοποιήσει τις πολυεθνικές εταιρείες και την προσωπική του επιχείρηση. Η μοναρχία και οι κορυφαίοι στρατιωτικοί, που εκπροσωπούν μια άλλη πτέρυγα των καπιταλιστών, ανάγκασαν τη Shinawatra σε εξορία.

Αυτές οι εντάσεις συνεχίστηκαν και το 2014, όταν ο στρατηγός Prayuth κατέλαβε την εξουσία μέσω στρατιωτικού πραξικοπήματος εν μέσω της αστάθειας και της κρίσης στην Ταϊλάνδη.

Πολιτική εκπροσώπηση

Το Future Forward Party (ΣτΜ: προοδευτικό – σοσιαλδημοκρατικό σύμφωνα με τη wikipedia (2)), που ιδρύθηκε το 2018 και με επικεφαλής τον δισεκατομμυριούχο Thanathorn Juangroongruangkit, κέρδισε τεράστια δημοτικότητα μεταξύ των νέων. Το καθεστώς κινήθηκε γρήγορα όχι μόνο για την απαγόρευση του κόμματος, αλλά για την άσκηση ποινικών κατηγοριών εναντίον του Juangroongruangkit και άλλων ηγετών.

Μετά την απαγόρευση του κόμματος τον Φεβρουάριο του 2020, 55 από τα μέλη του ίδρυσαν το Move Forward Party ως διάδοχό του, υιοθετώντας ακόμη και ένα πολύ παρόμοιο λογότυπο. Ωστόσο, ο αριθμός των διαμαρτυριών τις τελευταίες εβδομάδες δείχνει ότι τεράστιος αριθμός ανθρώπων στην Ταϊλάνδη δεν πιστεύει πολύ στην «κοινοβουλευτική» πολιτική, η οποία εξυπηρετεί μόνο τη στρατιωτική χούντα.

Τα δικαστήρια, η μοναρχία, ο στρατός – όλα τα διάφορα όπλα του κρατικού μηχανισμού χρησιμεύουν για τη διατήρηση των προνομίων της ελίτ.

Οι εργαζόμενοι κι οι νέοι πρέπει να δημιουργήσουν τη δική τους πολιτική εκπροσώπηση. Οι δημοκρατικές δομές για την οργάνωση και τον συντονισμό των διαδηλώσεων σήμερα θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα βήμα προς μια τέτοια πρωτοβουλία. Επιπλέον, θα χρειαστεί ένα πρόγραμμα που μάχεται απέναντι στο σάπιο σύστημα και αυξάνει την ανάγκη μιας κοινωνίας στην οποία κεντρικά είναι τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των ανθρώπων. Για μια σοσιαλιστική κοινωνία.

*πηγή: https://internationalsocialist.net/en/2020/08/thailand?fbclid=IwAR3GMWDsXejmpcbGj5bsqm9pRjNO5-WgHtLO_3W_k2l5_CdAjgOGy1-oPLY

(1) https://www.hurun.net/EN/Article/Details?num=775CEFAE8BF8

(2) https://en.wikipedia.org/wiki/Future_Forward_Party




Όταν ο ναύαρχος Μιαούλης ανατίναξε τον Ελληνικό στόλο…

του Σπύρου Αλεξίου

Πρόκειται για γεγονός που σπάνια συναντά κανείς στην παγκόσμια ιστορία και, σε μεγάλο βαθμό, αποσιωπάται από την «επίσημη» ιστορία: ένας Ναύαρχος, ηγέτης ενός στόλου που κατά τη διάρκεια των 8 χρόνων της Επανάστασης δε γνώρισε ποτέ κάποια συντριπτική ήττα, μετά τη, μερική έστω, απελευθέρωση της πατρίδας ανατινάζει τη ναυαρχίδα και τα καλύτερα πλοία του στόλου του, όχι για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού αλλά για να μην τα ελέγχει η νόμιμη κυβέρνηση!

Αναφερόμαστε στο «μεγαλουργόν έγκλημα», όπως το χαρακτήρισε ο Ραγκαβής,  που έλαβε χώρα την 1η Αυγούστου 1831 στον ναύσταθμο του ελληνικού στόλου στον Πόρο. Με εντολή του ναυάρχου Μιαούλη ανατινάχτηκαν η ναυαρχίδα, η φρεγάτα «Ελλάς», και η κορβέτα «Ύδρα». Καταστράφηκε η κορβέτα «Νήσος των Σπετσών», ενώ σώθηκε την τελευταία στιγμή το ατμοκίνητο πολεμικό «Καρτερία».

Διεθνείς εξελίξεις και η «Συνταγματική» αντιπολίτευση

Φυσικά, ο Μιαούλης δεν τρελάθηκε, ούτε ήταν προσωπική του απόφαση. Η πράξη αυτή ήταν το αποκορύφωμα της σύγκρουσης μεταξύ της εξουσίας του Καποδίστρια και της, ανομοιογενούς, αντιπολίτευσης που συγκροτούσαν οι Υδραίοι μεγαλοκαραβοκύρηδες, οι ισχυρότεροι κοτζαμπάσηδες του Μοριά, κυρίως οι Μαυρομιχαλαίοι κι οι Ζαΐμηδες, οι αγγλόφιλοι και οι γαλλόφιλοι με εκφραστές τον Μαυροκορδάτο και τον Κωλέττη. Με αυτούς συντάχθηκαν φιλελεύθερες φωνές, όπως του Κοραή, του Σούτσου ή του Πολυζωίδη με κίνητρο την αντίσταση στην απολυταρχική διακυβέρνηση του Καποδίστρια και αιχμή τη διεκδίκηση Συντάγματος και δημοκρατικής εκλογής Εθνοσυνέλευσης. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε πως επρόκειτο απλά για «εσωτερικό ζήτημα»: υπήρξε απροκάλυπτη παρέμβαση και των 3 «προστάτιδων» δυνάμεων, ενώ τα ιδεολογικά ρεύματα που φυσούσαν στην Ευρώπη και οι συμμαχίες που αναδιατάσσονταν επηρέαζαν και την πολιτική ζωή της Ελλάδας.

Τον Ιούλη του 1830 ξεσπά στη Γαλλία επανάσταση που θα γκρεμίσει τον  Κάρολο Ι΄ και θα ανεβάσει στον θρόνο τον δούκα της Αυρηλίας Λουδοβίκο  – Φίλλιπο, τον «πολίτη Βασιλιά» ή «Φίλιππο Ισότης», όπως αφελώς τον ονόμασαν. Ο… «Ισότης»  δεν ήταν καλύτερος και θα εκδιωχθεί με νέα επανάσταση το 1848, όμως σε αυτήν τη φάση επέφερε μια σημαντική αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της Γαλλίας, που επηρέασε και την Ελλάδα: Ενώ ο προκάτοχός του είχε διαμορφώσει «άξονα» με τη Ρωσία, που στήριζε τον Καποδίστρια, ο Λουδοβίκος θα προσεγγίσει την, σταθερά εχθρική προς τον Κυβερνήτη, Αγγλία, στην οποία κυβερνούν οι σχετικά φιλελεύθεροι Ουίγοι του λόρδου Γκρέι. Ανατρέποντας τον διεθνή συσχετισμό, επηρεάζει και τα ελληνικά πράγματα καθώς η φιλική προς τον Καποδίστρια Γαλλία στρέφεται τώρα εναντίον του. Η αλλαγή εκφράζεται και στο εσωτερικό με την δυναμική ένταξη του Γαλλικού κόμματος στο αντικαποδιστριακό μέτωπο.

Οι ελπίδες των Ελλήνων δημοκρατών που στηρίζονταν στον Λουδοβίκο ή στον Γκρέι ήταν φυσικά φρούδες. Ο επικεφαλής των «φιλελεύθερων» Ουίγων, μιλώντας το 1833 με τον πρεσβευτή της Αυστρίας κόμη Εστερχάζι, αναφερόμενος στη συνθήκη του Λονδίνου του 1827, τη βάση της Ελληνικής ελευθερίας, τόνισε: « Εκατηγόρησα ταύτην πάντοτε ως σχέδιον τι φαντασιώδες που δεν έπρεπε ποτέ να κυοφορηθή…».

Αντίστοιχη κατάληξη είχαν και οι ελπίδες που βασίστηκαν στον «Φίλιππο Ισότης». Πρόλαβαν όμως να ενθουσιάσουν φιλελεύθερα πνεύματα και να οξύνουν την αντιπαράθεσή τους  με τον «τύραννο», όπως τον αποκαλούσαν στα γραπτά τους, Καποδίστρια. Το πιο χαρακτηριστικό κείμενο θα γραφεί από τον, 82χρονο πια, Κοραή τον Οκτώβρη του 1830 στο Παρίσι και θα έχει έντονη επίδραση στους φιλελεύθερους κύκλους της Ελλάδας. Κανείς δε θυμάται τον μακρόσυρτο τίτλο που κατέληγε στη φράση «Διάλογος δύο Γραικών» και έμεινε στην ιστορία ως «Δρέπανον του Ζαχαρίου» καθώς με τη συμβολική χρήση λόγων του προφήτη Ζαχαρία καλούσε ο Κοραής τους Έλληνες να ξεσηκωθούν, όπως οι Γάλλοι, και να διώξουν τον «τύραννο» Καποδίστρια.

Η όξυνση της αντίθεσης στον Καποδίστρια εκφράστηκε και με το σπάσιμο του μονοπώλιου  της ενημέρωσης. Πρώτη φορά εμφανίζεται αντιπολιτευόμενος τύπος,  με τον «Απόλλωνα» του Πολυζωίδη και την «Ηώ» του Αντωνιάδη. Ο Καποδίστριας θα κλείσει τις εφημερίδες αυτές τον Απρίλη του 1831. Ο Πολυζωίδης θα καταφύγει στην Ύδρα και θα συνεχίσει την έκδοση ενώ εμφανίζεται και μια τρίτη αντικαποδιστριακή, η «Courier de Smyrne», που εκδίδεται στη Σμύρνη στη γαλλική γλώσσα. Περίεργο, αν μη τι άλλο…

Η ανταρσία της Ύδρας

Σε αυτό το κλίμα αναλαμβάνει δράση ο ικανότερος πολιτικός νους της Επανάστασης, ο Αλ. Μαυροκορδάτος. Μετά τον ερχομό του Καποδίστρια είχε αποτραβηχτεί στην Τήνο, όταν πια η αντίδραση φουντώνει θα καβαλήσει το κύμα και θα βγει στον αφρό: Μεταβαίνει στην Ύδρα και επιτυγχάνει τη συγκρότηση «Συνταγματικής Επιτροπής». Τα ονόματα που τη συγκροτούν είναι σημαντικά: Δ. Βούλγαρης, Μ. Τομπάζης, Α. Κριεζής, Β. Μπουντούρης, Γ. Σαχτούρης, Γ. Σαχίνης και βέβαια ο ναύαρχος Μιαούλης! Αν και τυπικά δε συμμετείχε, βαριά έπεφτε η σκιά του ισχυρότερου και πλουσιότερου Έλληνα εφοπλιστή, του Λάζαρου Κουντουριώτη. Πάντα από το παρασκήνιο και πάντα στη ρότα της Γηραιάς Αλβιόνας έπαιζε καθοριστικό ρόλο. Με την «Συνταγματική Επιτροπή» θα συνταχθούν όλοι όσοι αντιπολιτεύονταν τον Καποδίστρια.

Ο πολεμικός στόλος

Από τη στιγμή αυτή έχει ξεκινήσει εμφύλιος, το κλειδί για την έκβασή του ήταν ο έλεγχος του πολεμικού στόλου. Την περίοδο της Επανάστασης τα πλοία είναι ιδιόκτητα. Μετά την έλευση του Καποδίστρια τα κυρίως πολεμικά πλοία έγιναν «εθνικά» και ναυλοχούσαν στον ναύσταθμο του Πόρου. Η ιεραρχία ήταν καθορισμένη με διάταγμα του Νοέμβρη του 1829: Ναύαρχος ο Μιαούλης, Α΄ Αντιναύαρχος ο Σαχτούρης, Β΄ Αντιναύαρχος ο Κολαντρούτσος και τέταρτος στην ιεραρχία ο μοίραρχος Κανάρης. Μικρές λεπτομέρειες: Οι δύο πρώτοι ήταν Υδραίοι, τώρα μέλη της «Συνταγματικής Επιτροπής», άρα στασιαστές. Ο Σπετσιώτης Κολαντρούτσος ( Γ. Ανδρούτσος το κανονικό όνομα) στάθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια ενώ ο Ψαριανός Κανάρης, καποδιστριακός,  ήταν ο πρωταγωνιστής του αγώνα να σωθεί ο στόλος. Οι δύο Υδραίοι ήταν πλούσιοι μεγαλοκαραβοκύρηδες, ο Κολαντρούτσος μικροκαραβοκύρης (είχε το μπρίκι «Παγκρατίων») ενώ ο Κανάρης πάμφτωχος μπουρλοτιέρης. Όλα έχουν τη σημασία τους για τη θέση που θα πάρει ο καθένας.

Στον ναύσταθμο του Πόρου βρίσκονταν το ατμοκίνητο «Καρτερία», το πρώτο ατμοκίνητο πολεμικό. Θεωρητικά, με τα δάνεια, θα έπρεπε να υπήρχαν άλλα 5, όμως φαγώθηκαν τα χρήματα από τους ξένους τοκογλύφους και τους ντόπιους αετονύχηδες. Αργό και αδύναμο πλοίο, οι μηχανές του είχαν μόλις 80 ίππους δύναμη. Είχε όμως 8 κανόνια «Paixhans», που θεωρούνταν τρομερά εκείνη την εποχή. Υπήρχαν επίσης οι κορβέτες (από το corbita = κορακάκι) «Ύδρα», «Εμμανουηλία» και «Νήσος των Σπετσών», το μπρίκι «Σωτήρας» ( από το brigantine = ιστιοφόρο), η νάβα (από το nave = δρόμωνας) «Αχιλλέας» και άλλα.

Φυσικά υπήρχε και η ναυαρχίδα, το καμάρι του Ελληνικού στόλου, η φρεγάτα ( από το fregatte = o μεγάλος θαλασσινός αετός) «Ελλάς». Ήταν το πιο εντυπωσιακό πολεμικό πλοίο που είχε αποκτήσει ποτέ ο ελληνικός στόλος με 64 κανόνια των 32 λίτρων, ένα βαρύ καταδρομικό. Η ιστορία της απόκτησης αυτού του καραβιού προκαλεί οργή και θα χρειάζονταν πολλές σελίδες. Ας περιοριστούμε να αναφέρουμε πως ο προϋπολογισμός, με τα χρήματα των «δανείων», προέβλεπε  την κατασκευή «8 φρεγατών Α΄ τάξεως» στα ναυπηγεία του Νεοβόρακου (η Νέα Υόρκη των λόγιων…) με χρόνο παράδοσης τον Νοέμβρη του 1825. Τελικά, μόλις τον Νοέμβρη του 1826 θα φτάσει στην Ελλάδα μία και μοναδική, η οποία κόστισε στο ελληνικό κράτος 750.000 δολάρια αντί για 250.000 που ήταν ο αρχικός προϋπολογισμός! Τα άλλα φαγώθηκαν, ενώ την ίδια περίοδο το Μεσολόγγι έπεφτε από την πείνα γιατί δεν περίσσευαν χρήματα για ένα φορτίο αλεύρι! Η φρεγάτα είχε αρχικά το όνομα «Ελπίς», μετονομάστηκε σε «Ελλάς» και ορίστηκε ναυαρχίδα του στόλου με κυβερνήτη τον ναύαρχο Μιαούλη.

Η σύγκρουση Μιαούλη – Κανάρη

Όταν έγινε γνωστή στο Ναύπλιο η ανταρσία των «Συνταγματικών», ο Καποδίστριας ανέθεσε στον Κανάρη την αρχηγία του Στόλου και τον διέταξε να καταστείλει την ανταρσία. Στην Ύδρα συνεδρίασε η «Συνταγματική Επιτροπή» στο σπίτι του Μιαούλη παρουσία και του Μαυροκορδάτου. Γράφει ο Κασομούλης: «Συλλογιζόμενοι σοβαρώς οι πρόκριτοι τι να αποφασίσουν και σκυθρωπιάζοντες, ο Μαυροκορδάτος παρουσιάσας εν γράμμα ενός φίλου του από Ναύπλιον τους λέγει ότι το μόνον σωτήριον ήτον δι αυτούς να καταλάβουν τα εις τον Πόρον πολεμικά πλοία».

Η πρόταση του Μαυροκορδάτου έγινε δεκτή. Ο Κριεζής κατέλαβε τη ναυαρχίδα ενώ ο Μιαούλης, ο Σαχτούρης κι ο Σαχίνης τα υπόλοιπα πλοία εκτός της κορβέτας «Νήσος των Σπετσών» που κυβερνούσε ο Κανάρης. Με μεσολάβηση του Σαχτούρη θα γίνει συνάντηση Μιαούλη – Κανάρη. Η περιγραφή της δραματικής συνάντησης, από δύο διαφορετικές πηγές, είναι χαρακτηριστική:

Ο καποδιστριακός Ευαγγελίδης: «Ο Μιαούλης μετεχειρίσθη πάσαν δυνατήν πειστικήν τέχνην όπως προσεταιρισθή υπέρ της συνταγματικής μερίδος τον έτερον ήρωα Κ. Κανάρη… Εις μάτην όμως. Ο γενναίος Ψαριανός προσέκειτο τω Κυβερνήτη μεθ’  όλης της αφοσιώσεως εντίμου ψυχής»

Ο Υδραίος Κριεζής: «Εβάσταξεν ο κανάγιας (σ.σ. ο Κανάρης…) και πάντοτε με πονηρίαν εζητούσε να τους φύγη. Τον επαρακαλούσαν ο Μαυροκορδάτος ο Μιαούλης δια να γυρίση μαζί τους και δεν εστάθη τρόπος»

Ο Μιαούλης θα θέσει υπό περιορισμό τον Κανάρη, ο οποίος όμως θα διαφύγει στην Αίγινα. Για να έχουμε μια καλύτερη εικόνα της όξυνσης των πνευμάτων, ας δούμε τι γράφει παρακάτω ο Κριεζής: «Είχε διορίσει ο Καποδίστριας ναύαρχον τον καπετάν Αντρούτσον από Σπέτσας, τον Κανάρην και άλλους όπου τον Τούρκον δεν τον είδον και τώρα είναι ναύαρχοι και πιλαφτσήδες…. Οι χέστηδες Σπετσιώτες και Ψαριανοί δεν είχον ψυχήν να σιμώσουν τους Γιγαντιαίους Υδραίους». Σε μια εμφύλια διαμάχη δεν υπάρχουν όρια, να γράφεις όμως «Απομνημονέυματα» και να λες πως ο Κανάρης δεν είχε «δει» Τούρκο… ε, λογικά σε κάνει άγαλμα το Ελληνικό κράτος!

Η αντίδραση του Καποδίστρια

Όπως παραδέχεται κι ο Ευαγγελίδης, υμνητής του Καποδίστρια: «η συμπεριφορά του Κυβερνήτη ενέφαινεν τον άγριον πόθον προσωπικής εκδικήσεως». Απαιτεί, με το κύρος του παλιού υπουργού εξωτερικών του Τσάρου, από τον Ρώσο ναύαρχο Ρίκορντ να χτυπήσει τους στασιαστές. Η πράξη του αποδείκνυε την απώλεια ελέγχου της κατάστασης αλλά ήταν και ανακόλουθη πολιτικά και ηθικά: Λίγες μέρες πριν, ο Γάλλος αντιπρεσβευτής  Ρουέν είχε προτείνει να μπουν Γαλλικά στρατεύματα στο Ναύπλιο για την τήρηση της τάξης. Ο Καποδίστριας είχε απαντήσει περήφανα: «τη μέρα που ξένος στρατός θα μπει στην πρωτεύουσα της Ελλάδας και στις μπαγιονέτες του θα χρωστά την ασφάλειά της η κυβέρνησή μου, η μέρα θα είναι η τελευταία μου ως Κυβερνήτη». Εξαιρετική όντως απάντηση που θα έκανε περήφανο ένα έθνος όμως, λίγες μέρες αργότερα, ο ίδιος Κυβερνήτης ζητούσε από τον Ρώσο ναύαρχο να τον στηρίξει με τα κανόνια του. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.

Ο Ρίκορντ, με τη ναυαρχίδα «Πριγκίπισσα Λόβιτς» και τρία ακόμη πολεμικά πλοία, θα αποκλείσει, στις 16 Ιούλη, από βορρά τους στασιαστές. Στις 26 Ιούλη, τα ρώσικα πολεμικά «Τηλέμαχος» και «Οδυσσέας», μαζί με δύο ελληνικά καράβια που διοικούσε ο Κανάρης, θα τους αποκλείσουν από παντού. Την ίδια στιγμή, στον Γαλατά, απέναντι από τον Πόρο έφτασε ένα τάγμα τακτικού κυβερνητικού στρατού, το ιππικό με διοικητή τον Δ. Καλλέργη και σώμα ατάκτων με διοικητή τον Νικηταρά. Ο Άγγλος αντιναύαρχος Λάιονς και ο Γάλλος ομόλογός του Λαλάντ επιχείρησαν να μεσολαβήσουν, χωρίς επιτυχία. Η μεσολάβησή τους ήταν εξόφθαλμα μεροληπτική υπέρ των στασιαστών.

Ξεκίνησαν αψιμαχίες, και στη στεριά και στη θάλασσα. Στη στεριά, στις 24 Ιούλη, τα κυβερνητικά στρατεύματα θα περάσουν το στενό και θα επιτεθούν στον Πόρο. Στη μάχη θα σκοτωθεί κι ο επικεφαλής των στασιαστών του Πόρου, Χριστόδουλος, αγωνιστής της Επανάστασης. «Όλοι εκλαύσαμεν τον άνδρα, και ημείς και εκείνοι δια τας αρετάς του», γράφει ο Κασομούλης, λοχαγός στον κυβερνητικό στρατό. Στην πόλη του Πόρου ξέσπασε πανικός, οι κάτοικοι έφευγαν έντρομοι με την κραυγή «έρδε μπρένδα Λιάπη». Αρβανίτικη φράση που σημαίνει «Μπήκανε οι Λιάπηδες», οι κάτοικοι του Πόρου ήταν στη μεγάλη πλειοψηφία τους Αρβανίτες. Έφευγαν έντρομοι λόγω των «Λιάπηδων», δηλαδή των Βορειοηπειρωτών τυπικά, στην καθομιλουμένη το όνομα είχε πάρει τη σημασία του άρπαγα, του μισθοφόρου. Ειρωνεία της ιστορίας…

Στη θάλασσα η περικύκλωση των στασιαστών είχε ως αποτέλεσμα μαζικές λιποταξίες, στις 29 Ιούλη είχαν απομείνει περίπου 150 στασιαστές. Στις 30 Ιούλη, μετά από σύσκεψη του Ρίκορντ με τους αρχηγούς των κυβερνητικών,  ξεκίνησε μαζικός κανονιοβολισμός που οδήγησε στην καταστροφή της κορβέτας «Νήσος των Σπετσών». Ο Μιαούλης υποστηρίζει πως αυτός είχε δώσει εντολή στον καπετάνιο «να καύση εις ώραν ανάγκης το πλοίον, ως και έπραξεν», ο Κασομούλης αντίθετα λέει πως «το Ρωσικόν Οδυσσέας ευτύχησε δια φλογιστικής σφαίρας να πυρπολήση το κορβέτον».

Η κορύφωση του δράματος

Στις 31 Ιούλη, όπως γράφει στην αναφορά του ο Γάλλος πλοίαρχος Βαλιάν, ο Σαχίνης τον ενημερώνει πως «ο Μιαούλης, μανθάνων ότι θέλει προσβληθή την επαύριον από τη Ρωσική μοίρα θα ανατίναζε την ναυαρχίδαν και τα άλλα καράβια». Ο Κασομούλης αναφέρει «φαίνεται πως ο Μαυροκορδάτος και οι πολιτικοί συνένοχοί του για να ενοχοποιήσουν περισσότερον τους Υδραίους τους έβαλαν αυτήν την ιδέα». Χρόνια μετά, το 1845, ο εκδότης της εφημερίδας «Ανεξάρτητος», Π. Πανταζής θα γράψει: «Ερωτώμεν τον κ. Μαυροκορδάτον ποίος παρώθησεν τον Ναύαρχον να πράξη την αθεράπευτον ζημίαν προς το έθνος. Ηκούσαμεν τον Ναύαρχον να λέει πως ο ραδιούργος Μαυροκορδάτος με κατάφερε να βάλω φωτιάν εις το ίδιο μου το σπίτι».

Είναι προφανείς οι σκοπιμότητες και είναι γνωστή η τάση όλα τα δεινά να αποδίδονται στον Μαυροκορδάτο ώστε να αθωώνονται οι «αφελείς» ήρωες. Ο Μαυροκορδάτος επεδίωξε να διαμορφώσει συνθήκες οριστικής ρήξης των Υδραίων με τον Καποδίστρια, όμως ο Μιαούλης, ο Σαχίνης, ο Σαχτούρης μόνο αφελείς και αθώοι δεν ήταν. Πλοίαρχοι και καραβοκύρηδες με δεκαετίες πολεμική δράση (είτε κουρσάροι είτε επαναστάτες) και βαθιά ταξική συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση ήταν. Άλλωστε υπάρχει απόδειξη της συνενοχής τους: Ο Αντώνης Κριεζής πρότεινε να μην ανατινάξουν τη ναυαρχίδα αλλά να φύγουν «παίρνοντας το τιμόνι της». Θα την καθιστούσαν δηλαδή ανενεργή προσωρινά όμως δε θα την κατέστρεφαν. Οι άλλοι Υδραίοι ναύαρχοι, αρνήθηκαν την πρότασή του.

Η τελευταία, απέλπιδα προσπάθεια μεσολάβησης του Γάλλου πλοίαρχου Βαλιάν απέτυχε. Το πρωί της 1ης Αυγούστου, εγκαταλείπουν τη ναυαρχίδα ο Μιαούλης, ο Κριεζής και οι τελευταίοι στασιαστές. Σύμφωνα με την περιγραφή του Κασομούλη, στις 10 π.μ. «άξαφνα βροντή εκραγείσα από την φρεγάδαν και μετ αυτήν παρόμοιαν από την κορβέταν «Ύδρα», το μεν δίκροτον (σ.σ. η «Ελλάς») εις μυριάδες κομμάτια διαμελισθέν ….και το κορβέτον βουλισθέν έμεινε το ήμισυ έξω». Τα καλύτερα πλοία του Ελληνικού στόλου είχαν γίνει συντρίμμια από τους ίδιους τους κυβερνήτες τους!

Αντίστοιχα παγιδευμένα ήταν το ατμοκίνητο «Καρτερία» κι η κορβέτα «Εμμανουηλία». Δυο νέοι, ο ναύτης Γιάννης Γαλατσίδης από τη Μύκονο κι ένας στρατιώτης που το όνομά του δεν σώθηκε έφτασαν κολυμπώντας στα πλοία και διακινδυνεύοντας να σκοτωθούν έκοψαν την τελευταία στιγμή τα φυτίλια. Μην ψάξετε την παραμικρή αναφορά στην επίσημη ιστορία, αγάλματα ή δρόμους για αυτούς τους νέους, δεν θα βρείτε.

Η μέρα ολοκληρώθηκε με τον χειρότερο τρόπο καθώς τα κυβερνητικά στρατεύματα εισέβαλαν στην πόλη του Πόρου, έκαψαν και λεηλάτησαν τα πάντα.

Ο αντίχτυπος

Ο αντίχτυπος της πράξης ήταν τεράστιος, πρόσκαιρα οι στασιαστές αντιμετώπισαν τη μαζική κατακραυγή όμως ο κύριος πολιτικός στόχος τους είχε επιτευχθεί: Πλέον είχαμε ανοιχτό, ανειρήνευτο εμφύλιο με καθοριστικό ρόλο των «Προστάτιδων» δυνάμεων. Γράφει στο έργο του « Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων και η ίδρυση του Ελληνικού Κράτους» ο Πρόκες – Όστεν, ο πρώτος πρεσβευτής της Αυστρίας στην Ελλάδα: « Οι αντιπρεσβευταί της Γαλλίας και της Αγγλίας, Ρουάν και Ντώκινς, ήσαν τα κύρια στηρίγματα της συνωμοσίας… Ο στρατηγός Ζεράρντ περιεπλέχθη εις όλας τα ραδιουργίας όπως και ο στρατηγός Σνειντέρ».

Στην ουσία δεν υπήρχε πια κυβερνητικός στόλος, τα Υδραίικα πλοία, με την κάλυψη της αγγλικής φρεγάτας «Μαδαγασκάρη» του μοίραρχου Λάιονς,  έκαναν επιδρομές αρπάζοντας τα ταμεία και «τιμωρώντας» νησιά όπως την Κύθνο και την Τζιά. Από την άλλη ο Κανάρης με το μπρίκι «Κίμβρος» και την υποστήριξη της Ρωσικής μοίρας του Ρίκορντ κυνηγούσαν τα πλοία των στασιαστών. Στο πολιτικό πεδίο, ο Καποδίστριας συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς αλλαγές στο σύστημα διακυβέρνησης και την άλλη κιόλας μέρα (2 Αυγούστου 1831) εξαγγέλλει εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Είναι πια αργά, παρά την υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων, ο διεθνής αλλά και ο εσωτερικός πολιτικός συσχετισμός είναι εις βάρος του, η μπιστόλα και το μαχαίρι των Μαυρομιχαλαίων στις 27 Σεπτέμβρη στο Ναύπλιο θα το επισφραγίσουν με δραματικό τρόπο.

«Η Πατρίς ευγνωμονούσα»

Αν η πράξη του Μιαούλη και των άλλων Υδραίων ναυάρχων προξενεί τουλάχιστον εντύπωση, η αντιμετώπισή τους από το  Ελληνικό  κράτος, μετά τον Καποδίστρια, και κατά προέκταση από την «επίσημη» ιστορία δεν προκαλεί, υπάρχουν πολύ χειρότερα παραδείγματα. Όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν αλλά τιμήθηκαν με τα ανώτατα αξιώματα. Ο Μιαούλης μαζί με τους στρατηγούς Δ. Πλαπούτα και Κ. Μπότσαρη θα παραδώσουν στο Μόναχο το στέμμα στον Όθωνα.

Στην επίσημη ιστορία το τρομερό αυτό γεγονός είτε αποσιωπάται είτε χαρακτηρίζεται ως «μικρή κηλίδα στην ένδοξη ιστορία του Ναυάρχου». Γνωστό από ποιους γράφεται η επίσημη ιστορία…

Στην περίπτωση του Μιαούλη υπάρχει αμηχανία και από την «άλλη πλευρά», από προοδευτικούς ιστορικούς καθώς οι Υδραίοι πλοίαρχοι, προπάντων ο Μιαούλης, είναι ηγετικές μορφές της Επανάστασης που ταξικά ανήκουν ξεκάθαρα στην απέναντι πλευρά. Είναι ενδεικτική η εκτίμηση του Φωτιάδη: «Από την απόσταση του χρόνου δεν μπορούμε με κανένα τρόπο να ρίξουμε ένα τέτοιο ανάθεμα στον Μιαούλη που τόσες φορές οδήγησε στη νίκη τα σταροκάραβά μας ενάντια στις αρμάδες της Τουρκίας, του Μισιριού (Αιγύπτου), του Αλτζεριού, του Τούνεζη… Θύμα στάθηκε κι αυτός εκείνου του σατανά του Μαυροκορδάτου, βάζοντας φωτιά στο ίδιο του το σπίτι…». Ο σπουδαίος ερευνητής εκφράζει το πνεύμα μιας εποχής, σωστά επισημαίνει την προσφορά του Μιαούλη στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, όμως κάνει λάθος αθωώνοντας τον. Στην πραγματικότητα τον υποτιμά παρουσιάζοντάς τον ως ένα αφελές άθυρμα. Μόνο αφελής δεν ήταν ο Μιαούλης!

Ήρωας ή εγκληματίας;

Το πραγματικό του όνομα ήταν Αντρέας Βώκος. Στα πρώτα χρόνια στη θάλασσα απόχτησε από έναν τουρκοκρητικό το πλοίο «Μιαούλ» και από αυτό, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής, «βαφτίστηκε». Ζωή σαν παραμύθι, από τα μεγαλεία στην ανέχεια, έμπορος, κουρσάρος και κοντραμπατζής. Αξεπέραστος καπετάνιος. Η επανάσταση τον βρίσκει 51 ετών, από το 1816 είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Ύδρα λόγω υγείας και με έντονα προβλήματα αλκοολισμού. Αρχικά, όπως όλοι οι καραβοκύρηδες της Ύδρας, είναι αρνητικός στην ιδέα της  Επανάστασης, συμμετέχει στην εκδίωξη και, τελικά, στην εξόντωση του Οικονόμου.

Στην πρώτη ναυμαχία στην Κω, τον Ιούλη του 1821, και την ουσιαστική ήττα των Ελλήνων λόγω έλλειψης οργάνωσης κι πειθαρχίας, ο Μιαούλης δεν συμμετείχε. Μπροστά στον κίνδυνο διάλυσης του στόλου ο Λάζαρος Κουντουριώτης κάλεσε τον Μιαούλη στο σπίτι του. Ποτέ δε μαθεύτηκε τι ακριβώς ειπώθηκε, αμέσως όμως ο Μιαούλης ξεκίνησε επικεφαλής της υδραίικης μοίρας και για όλα τα χρόνια της Επανάστασης θα είναι ο αδιαμφισβήτητος ναύαρχος του Ελληνικού στόλου με τεράστια συνεισφορά στις απίστευτες νίκες απέναντι σε πανίσχυρους αντιπάλους. Μικρή επισήμανση που δείχνει και την τρομερή δύναμη του χαρακτήρα του: ο αλκοολικός «μέχρι εσχάτης μέθης», σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο, Μιαούλης μόλις ανέλαβε την ηγεσία δεν ξαναέβαλε ποτέ στη ζωή του ποτό στο στόμα του.

Ήρωας λοιπόν ή εγκληματίας; Για πολλοστή φορά ερχόμαστε αντιμέτωποι με λανθασμένα, αντιδιαλεκτικά ερωτήματα. Ο Μιαούλης ήταν πάντα πιστός στην τάξη του, των μεγαλοκαραβοκυραίων της Ύδρας που συνδέονταν με χιλιάδες νήματα με την Αγγλία και τους τραπεζίτες της. Η απόφαση για συμμετοχή της συγκεκριμένης τάξης στην επανάσταση ήταν συλλογική. Ο ίδιος, ακολουθώντας αυτήν την απόφαση, πολέμησε χρόνια για την απελευθέρωση της Ελλάδας στην οποία θεωρούσε αυτονόητο πως η τάξη του θα ήταν η κυρίαρχη. Από την άποψη αυτή ήταν συνεπής, το ταξικό κίνητρο και ένστικτο ήταν αυτό που, κυρίως, τον οδηγούσε . Όπως όμως αποδίδονται τα ιστορικά εύσημα στον ναύαρχο που νίκησε με σιτοκάραβα τους ισχυρότερους στόλους της Μεσογείου με την ίδια αντικειμενικότητα οφείλουμε να μιλήσουμε για το έγκλημα που, με προφανή ταξικά κίνητρα, διέπραξε μετά την απελευθέρωση, κρίνοντάς τον ως πολιτικό παράγοντα. Και βέβαια, μια τέτοια μεγάλη προσωπικότητα προφανώς και δεν ήταν «θύμα» του Μαυροκορδάτου.

Μιαούλης και Νέλσον

Την περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων ο Μιαούλης, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες καπετάνιοι, διασπούσε το μπλόκο του Αγγλικού στόλου στην ηπειρωτική Ευρώπη. Τα κέρδη ήταν τεράστια. Το 1802 το πλοίο του Μιαούλη πιάστηκε από τον Αγγλικό στόλο κοντά στο λιμάνι του Καντίθ, δίπλα στο Γιβραλτάρ.

Σύμφωνα με την παράδοση ο Μιαούλης οδηγήθηκε στον διοικητή του Αγγλικού στόλου, τον μυθικό νικητή της ναυμαχίας του Τραφάλγκαρ, ναύαρχο Νέλσον. Τον ρώτησε γιατί έσπασε το μπλόκο που είχαν επιβάλει οι Άγγλοι στους Γάλλους. Ο Μιαούλης απάντησε ότι είχε συμφέρον να το κάνει. «Τι θα έκανες αν ήσουνα στη θέση μου;» τον ρώτησε τότε ο Νέλσον, και ο Μιαούλης απάντησε: «Θα σε κρέμαγα!». Μετά από αυτήν την στιχομυθία ο Νέλσον ελευθέρωσε τον Μιαούλη εντυπωσιασμένος από την ειλικρίνειά του.

Ντοκουμέντα δεν υπάρχουν, η λογική όμως  λέει πως είναι μάλλον απίθανο ο ναύαρχος του ισχυρότερου στόλου του κόσμου να εντυπωσιάστηκε από έναν τριαντάχρονο λαθρέμπορο επειδή του είπε τα αυτονόητα. Οι στρατιωτικοί ηγέτες του επιπέδου του Νέλσον είναι, πάνω από όλα, πολιτικά όντα. Άλλωστε, η «παράδοση» συνεχίζει, ο Νέλσον απελευθερώνοντας τον Μιαούλη του είπε πως «άνθρωποι σαν και σένα θα φανούν πολύτιμοι στην πατρίδα τους στο μέλλον». Ίσως και στην πατρίδα του μεγάλου ναυάρχου που ήξερε φυσικά πολύ καλά την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο και τον σημαντικό ρόλο της Ύδρας…


Βιβλιογραφία

Γούδα Αναστ., «Βίοι παράλληλοι…»
Ευαγγελίδη Τρ., «Ιστορία του Ιωάννου Καποδιστρίου»
Καρολίδη Π., «Ιστορία του ΙΘ΄ Αιώνος»
Κοραή Αδ., «Διάλογος δύο Γραικών»
Κριεζή Αλ., ‘Απομνημονεύματα»
Ραγκαβή Αλ., «Απομνημονεύματα»
Σαχτούρη Γ., «Ιστορικά ημερολόγια του ναυτικού αγώνος του 1821»
Φωτιάδη Δ., «Κανάρης»

Πηγή:info-war.gr

 




Όταν ο Τρότσκι ήρθε στην Ελλάδα

 

Η ιστορική διάλεξη του Τρότσκι στην Κοπεγχάγη αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τους Ελληνες οπαδούς του, καθώς κατά τη διέλευσή του από τον Πειραιά είχαν την ευκαιρία να του εκφράσουν την υποστήριξή τους από απόσταση… αναπνοής.

Το «άγνωστο» ταξίδι στη χώρα μας του εξόριστου τότε Λέοντος Τρότσκι έγινε στις 16 Νοεμβρίου 1932, σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, που δοκιμαζόταν σκληρά από:

1. Απηνείς διωγμούς, φυλακίσεις και εξορίες, μετά το Ιδιώνυμο που είχε ψηφίσει το 1924 η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου για τη δίωξη των κομμουνιστών και την καταστολή των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων. Και

2. Βαθιά διχαστικές διασπάσεις ως επακόλουθο των εσωτερικών συγκρούσεων στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης, που είχαν οδηγήσει από το 1929 στην εξορία τον Τρότσκι.

Σε αυτή την «καυτή» χρονική συγκυρία η είδηση για την άφιξη του εξόριστου επαναστάτη στον Πειραιά, στη διάρκεια ταξιδιού του με τελικό προορισμό τη Δανία, γίνεται πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες και προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις στις κομμουνιστικές οργανώσεις.

Ο «Νέος Ριζοσπάστης», όπως λεγόταν η εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος (Ελληνικό Τμήμα Κομμουνιστικής Διεθνούς), κυκλοφορεί στις 17 Νοεμβρίου με πρωτοσέλιδο άρθρο και τίτλο «Φτείστε στα μούτρα τον μίστερ Τρότσκι!» και αναφέρει ότι την προηγουμένη έγινε συγκέντρωση εργατών στον Πειραιά για να τον αποδοκιμάσουν.

Από την πλευρά των «τροτσκιστών» υπήρχαν δύο βασικές οργανώσεις που έκαναν συγκεντρώσεις στον Πειραιά για να δουν από κοντά και να επευφημήσουν τον ηγέτη τους.

Η μεγαλύτερη οργάνωση ήταν οι «Αρχειομαρξιστές» (ονομάστηκαν έτσι από το περιοδικό τους «Αρχείο Μαρξισμού»), με επικεφαλής τον Δημήτρη Γιωτόπουλο.

Η οργάνωση, λόγω της μαζικότητάς της και της συγκριτικά σημαντικής εργατικής σύνθεσής της, είχε πάρει το 1930 από τον Τρότσκι και τη Γραμματεία της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης (από το 1938 και μετά, Δ’ Διεθνής) το χρίσμα της εκπροσώπησής τους στην Ελλάδα.

Η άλλη οργάνωση ήταν σαφώς μικρότερη, με ηγέτη τον Παντελή Πουλιόπουλο, που είχε καταδικάσει την απόφαση για αναγνώριση των «αρχειομαρξιστών» και επιθυμούσε μια συνάντηση με τον Τρότσκι καθώς πίστευε ότι είχε παραπληροφορηθεί.

Λίγο αργότερα (1934) η ομάδα Πουλιόπουλου θα ενωθεί με μια ομάδα υπό τον Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), που είχε αποχωρήσει από τους «αρχειομαρξιστές» και δημιούργησαν την Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας (ΟΚΔΕ).

Ετσι, από τα ξημερώματα της 16ης Νοεμβρίου είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου στην προβλήτα της Τρούμπας, όπου «έδεσε», περίπου στις 7, το ατμόπλοιο «Πράγα».

«Μεταξύ αυτών, πρώτοι και καλύτεροι, οι Σταλινικοί, οι οπαδοί δηλαδή του σημερινού δικτάτορος της Ρωσσίας, του και αμείλικτου αντιπάλου του Τρότσκυ. Κοντά σ’ αυτούς οι αρχειομαρξισταί, οι οπαδοί δηλαδή του Τρότσκυ και οι Λικβινταρισταί, οπαδοί και αυτοί του Τρότσκυ, αλλ’ αντίπαλοι των αρχειομαρξιστών. Αυτοί αποτελούσαν το ένα μέρος εκείνων που συνέρρευσαν είτε να δουν τον Τρότσκυ, είτε να τον αποδοκιμάσουν. Το άλλο μέρος, το και πολυπληθέστερον, το αποτελούσαν οι περίεργοι, οι οποίοι όπως θα αντίκρυζαν κάτι, το αξιοθέατον, θ’ αντίκρυζαν και τον Τρότσκυ, τον φοβερόν αυτόν άνθρωπον, που ωργάνωσε, τον πρώτον, τον σημερινόν ρωσσικόν στρατόν», έγραφε η εφημερίδα «Ακρόπολις» (φ. 17.11.1932).

Οπως ήταν αναμενόμενο, τα «αίματα άναψαν» και κάποια στιγμή «τροτσκιστικοί και αντιτροτσκιστικοί ήρχισαν τας αντεγκλήσεις».

Η έγκαιρη επέμβαση λιμενικών και αστυνομικών απέτρεψε την πρόκληση επεισοδίων, αφού απομακρύνθηκαν οι διαδηλωτές και συνελήφθησαν ορισμένοι «οι οποίοι διεδήλωναν την απόφασιν να αποδοκιμάσουν ή και να επιτεθούν ακόμη κατά του Τρότσκυ αν απεβιβάζετο» («Ακρόπολις», ό.π.).

Το κατασκευής 1908 ατμόπλοιο «Πράγα», που ανήκε στον ιταλικό οίκο Λόυδ (Lloyd Triestino), είχε αναχωρήσει, στις 14 Νοεμβρίου από την Κωνσταντινούπολη και έφτασε δύο μέρες αργότερα στον Πειραιά, με 34 επιβάτες και 2.680 τόνους φορτίο.

Μετά από 12ωρη παραμονή θα απέπλεε στις 8 το βράδυ για Νάπολη και Μασσαλία. Ανάμεσα στους επιβάτες ήταν ο Τρότσκι, η σύζυγός του Ναταλία, ο Τσεχοσλοβάκος γραμματέας του και δύο άνδρες από την προσωπική του ασφάλεια, που επίσης αναφέρονται ως γραμματείς του.

Η προσπάθειά τους να πάρουν μαζί τους και τον γιο τους, Λιόβα, απέτυχε διότι δεν χορηγήθηκε ταξιδιωτική άδεια από την Τουρκία.

Πάντως, στη χώρα μας είχε προκαλέσει εντύπωση ότι ο Τρότσκι ταξίδευε με ειδικό διαβατήριο απάτριδος, που του είχε χορηγήσει η Τουρκία, με τα στοιχεία «Λεφ Σεντάτ».

Ομως, ακόμα και εμφανιζόμενος ως ένας άπατρις άγνωστος επιβάτης, όπως σημειώνει ο Πολωνός συνεργάτης του και βιογράφος του, Ισαάκ Ντούτσερ, δεν μπορούσε να προστατευτεί από το δημόσιο ενδιαφέρον που τροφοδοτούσε η αύρα μυστηρίου γύρω απ’ αυτόν.

Γι’ αυτό, άλλωστε, το ταξίδι του προς τη Δανία προκάλεσε εκτενή δημοσιεύματα στον ευρωπαϊκό Τύπο, με ορισμένα να αναφέρονται σε επικείμενη κρυφή συνάντηση με απεσταλμένο του Στάλιν και άλλα να θεωρούν πως γίνεται η τελική προετοιμασία εναντίον του Στάλιν.

Ετσι, ο Τρότσκι αποφάσισε να μη μιλήσει σε δημοσιογράφους στην Ελλάδα και στην Ιταλία [Isaac Deutscher, «Ο εξόριστος προφήτης» (The prophet outcast), Τόμος ΙΙΙ, σελ. 155].

Αυτό ειπώθηκε από αστυνομικούς και μέλη του πληρώματος προς τους Ελληνες και ξένους δημοσιογράφους που έκαναν όλο το πρωί επίμονες προσπάθειες να συναντήσουν τον Τρότσκι και να του αποσπάσουν κάποιες δηλώσεις.

Ο μόνος που εμφανίστηκε στους δημοσιογράφους ήταν ο υποπλοίαρχος του πλοίου, ο οποίος μετέφερε την επιθυμία του Τρότσκι να μη δει κανέναν.

Μόνο ένας απ’ αυτούς, συντάκτης της «Βραδυνής», φαίνεται ότι κατάφερε με κάποιο τέχνασμα να «τρυπώσει» στο πλοίο και να φτάσει μέχρι την καμπίνα του Τρότσκι.

«Ο Τρότσκυ ευρίσκετο εκεί εξαπλωμένος και φέρων πέτσινον επενδύτην εδιάβαζεν ένα βιβλίον. Μετρίου αναστήματος, με το χαρακτηριστικόν μούσι του, με το οποίον τον γνωρίζομεν εις την φωτογραφίαν, άτακτον κόμην η οποία έχει αρκούντως λευκανθή εις τους κροτάφους και παρά το μέτωπον, ο Τρότσκυ έχει οφθαλμούς πρωτοφανούς λάμψεως. Το βλέμμα του διαπερνά και καθηλώνει. Αι κινήσεις του είνε απότομοι και προδίδουν αποφασιστικότητα. Η φωνή του ηχηρώς παλλομένη και εν συνδυασμώ προς τα άλλα του χαρακτηριστικά προδίδει αυτοπεποίθησιν εις μεγάλον βαθμόν» (εφημερίδα «Βραδυνή», φ. 16.11.1932).

Ομως, ούτε αυτός μπόρεσε να αποσπάσει κάποια δήλωση του Τρότσκι, που περιορίστηκε να του πει «δεν έχω να πω τίποτε, ταξιδεύω ινκόγκνιτο».

Μετά τη 1 το μεσημέρι, ένας αξιωματικός της αστυνομίας απευθυνόμενος προς τους δημοσιογράφους και τους συγκεντρωμένους που παρέμεναν στην προβλήτα ανακοίνωσε δυνατά:

«Είνε τελείως περιττόν να περιμένετε. Ο Τρότσκυ εδήλωσε ρητώς ότι δεν θα δεχθή απολύτως κανέναν».

Εκείνη την ώρα φαίνεται ότι μια «επιτροπή αρχειομαρξιστών υπό τον Ηλίαν Ξείνην, συντάκτην της “Πάλης των τάξεων”, […] εζήτησε να γίνη δεκτή από τον Τρότσκυ. Η αστυνομική υπηρεσία δεν επέτρεψε την άνοδόν της εις το ατμόπλοιον. Οι κομμουνισταί τότε επέδωσαν διά να διαβιβασθή εις τον Τρότσκυ μίαν επιστολή αναγράφουσαν τα εξής: Αρχηγέ μας. Η επιτροπή της οργανώσεως των Μπολσεβίκων, λενινιστών, αριστερά αντιπολίτευσις, ζητεί ακρόασιν» (Εφημερίδες «Βραδυνή» και «Εθνος», φ. 16.11.1932).

Το σημείωμα αυτό κατασχέθηκε και δεν έφτασε ποτέ στον Τρότσκι, ενώ η επιτροπή απομακρύνθηκε από την αστυνομία όπως και άλλοι συγκεντρωμένοι που παρέμεναν στην προβλήτα.

Οπως ανέφεραν ορισμένες εφημερίδες και επιβεβαιώνει ο Ισαάκ Ντόιτσερ, ο Τρότσκι ζήτησε να του επιτραπεί να επισκεφθεί την Αθήνα αλλά οι Αρχές το απαγόρευσαν.

Αντίθετα, στο επόμενο λιμάνι, στη Νάπολη, οι ιταλικές αρχές του Μουσολίνι του επέτρεψαν να επισκεφθεί την αρχαία Πομπηία…

Ετσι, το μεσημέρι κατέβηκε από το πλοίο μόνο η σύζυγος του Τρότσκι, Ναταλία, συνοδευόμενη από τον γραμματέα του ή κάποιον άνδρα της ασφάλειάς τους και δύο ένστολους Ελληνες αστυνομικούς.

«Είνε κοντή, ξανθή, με ζωηρά χαρακτηριστικά, ηλικίας 45 περίπου ετών. Εφορούσε απλό καφέ κοστούμι. Προσεπάθη δε να κρυφθή διά να μην την φωτογραφήση κανείς», περιέγραφε η δημοσιογράφος, με τα αρχικά Αλ. Βρ., σε ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Η Ελληνική».

Η δημοσιογράφος πλησίασε τη σύντροφο του εξόριστου επαναστάτη και επειδή γνώριζε, όπως έγραψε, ρωσικά, συνομίλησαν για λίγο, κάνοντας μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία.

Ωστόσο, εκείνο που επιβεβαιώνεται από τη συζήτησή τους είναι ότι ο Τρότσκι επιθυμούσε να χαμηλώσουν τα φώτα της δημοσιότητας για το ταξίδι του καθώς ήταν η πρώτη φορά μετά την εξορία του που πήγαινε στη Δυτική Ευρώπη και έλπιζε ότι θα μπορούσε να παρατείνει την παραμονή του εκεί.

Ετσι, η Ναταλία περιορίστηκε να πει σε σχέση με τον σκοπό του ταξιδιού τους ότι:

«Ταξιδεύουμε για τη Δυτική Ευρώπη. Ο Λέων, ξέρετε, είνε άρρωστος. Εχει ανάγκην θεραπείας… Και δεν μπορεί να δεχθή κανέναν. Επειτα δεν επιθυμεί να δημιουργήση ζητήματα…».

Και αναφερόμενη στην κατάσταση στη Ρωσία, η σύζυγος του εξόριστου επαναστάτη φέρεται να δήλωσε:

«Δυστυχώς οι γύρω του Στάλιν είνε εγωισταί. Δείχνουν αισθήματα και συμπεριφοράν που δεν πηγαίνουν εις κομμουνιστάς… Αλλως τε τα ξέρετε δα… Εφέρθησαν προς τον Λέοντα με πολύ αγνωμοσύνην. Ολος ο κόσμος ξέρει την δράσιν του. Ολοι ξέρουν ότι και το πενταετές σχέδιο που εφαρμόζουν τώρα στην πατρίδα μας, είνε έργο δικό του…» (εφημερίδα «Η Ελληνική», φ. 17.11.1932).

Το βράδυ της ίδιας μέρας το «Πράγα» αναχώρησε για τη Νάπολη και έχει γραφτεί ότι κατά τη διέλευσή του από τον Ισθμό οργανώθηκε νέα υποδοχή από τους «αρχειομαρξιστές», που πέταξαν λουλούδια φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του Τρότσκι και του κομμουνισμού.

Μετά την Ιταλία το πλοίο αναχώρησε για Μασσαλία απ’ όπου ο Λέων Τρότσκι πήγε σιδηροδρομικώς στη Δουνκέρκη και από εκεί με πλοίο έφτασε στην πρωτεύουσα της Δανίας.

Από την Κοπεγχάγη αναχώρησε το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου, για να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη και πάλι μέσω Γαλλίας.

Ωστόσο, επειδή οι γαλλικές αρχές δεν του επέτρεψαν να παραμείνει στη χώρα, αναγκάστηκε να φύγει αμέσως σιδηροδρομικώς για την Ιταλία και συγκεκριμένα για το Μπρίντιζι, όπου επιβιβάστηκε στο ιταλικό ατμόπλοιο «Αδρία» για την Κωνσταντινούπολη.

Το πλοίο, με 38 επιβάτες και 328 τόνους εμπορεύματα, έφτασε το απόγευμα του Σαββάτου 10 Δεκεμβρίου στον Πειραιά, όπου και πάλι ο Τρότσκι αρνήθηκε να δει δημοσιογράφους, ενώ αυτή τη φορά δεν έγιναν συγκεντρώσεις.

Στα Πριγκηποννήσια

Με την ομιλία του στην Κοπεγχάγη και τις ραδιοφωνικές συνεντεύξεις του, ο Λέων Τρότσκι (Λεφ Νταβίντοβιτς Μπρονστέιν) είχε για πρώτη φορά την ευκαιρία, από τότε που εκδιώχθηκε από τη Σοβιετική Ενωση, να απευθυνθεί στους λαούς της Δύσης.

Βεβαίως, δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι αυτή θα ήταν η τελευταία δημόσια ομιλία του.

Ο εξόριστος επαναστάτης αποδέχτηκε με μεγάλη χαρά την πρόσκληση που του έκανε τον Σεπτέμβριο του 1932 η Δανέζικη Ενωση Σοσιαλδημοκρατών Φοιτητών για να πραγματοποιήσει διάλεξη για τη Ρωσική Επανάσταση.

Ο Τρότσκι ζούσε, τότε, στην Τουρκία, όπου είχε καταφύγει από το 1929 μετά την εξορία του από την τότε Σοβιετική Ενωση. Διέμενε στο αρχοντικό του ελληνικής καταγωγής εφοπλιστή Γιάνναρου (Yanaros), στην Πρίγκηπο, το μεγαλύτερο από τα Πριγκηποννήσια, στη Θάλασσα του Μαρμαρά.

Το αρχοντικό, που είχε χτιστεί το 1885, διασώζεται μέχρι σήμερα με πολλές φθορές και είχε προσφερθεί το 2015 προς πώληση αντί 4,4 εκατ. δολαρίων.

Εκεί ο εμπνευστής της θεωρίας της «διαρκούς επανάστασης» πέρασε συνολικά 4 χρόνια και έγραψε μερικά από τα πιο διάσημα έργα του, μεταξύ των οποίων «Η ζωή μου» και «Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης».

Ολο αυτό το διάστημα, παρότι το μέρος ήταν σχετικά απομονωμένο, ο Τρότσκι ζούσε με τον φόβο της δολοφονίας.

Εκτός από τους ανθρώπους του Στάλιν, φοβόταν την οργή των Λευκορώσων που κατά τη διάρκεια της επανάστασης είχαν εγκαταλείψει τη χώρα τους καταφεύγοντας στην Κωνσταντινούπολη.

Γι’ αυτό ο δημιουργός του Κόκκινου Στρατού είχε σε 24ωρη βάση προσωπική ασφάλεια από εθελοντές αλλά και από φρουρά που του είχε διαθέσει η Τουρκία.

Στο σπίτι έμενε με τη δεύτερη σύζυγό του, Ναταλία, τον μικρότερο γιο τους, Λιόβα, την κόρη του, Ζίνα, τον γραμματέα του και έναν Ελληνα μάγειρα και ψαρά, τον Χαράλαμπο, τον οποίο πολλές φορές ακολουθούσε στο ψάρεμα ο Ρώσος θεωρητικός.

Μετά την πρόσκληση για τη διάλεξη στη Δανία, ο Τρότσκι ήταν πολύ ανήσυχος για το εάν θα δινόταν άδεια από τη δανέζικη κυβέρνηση για τη μετάβαση και παραμονή του.

Ωστόσο, το σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Εργαζομένων, που είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, παρά τους φόβους της αντίδρασης της Ρωσίας και τις αντιρρήσεις του βασιλικού οίκου της Δανίας, έδωσε 8ήμερη άδεια παραμονής.

Ετσι, ο Τρότσκι επιδόθηκε με ενθουσιασμό στην προετοιμασία της διάλεξης και του ταξιδιού. Η αναχώρηση από την Κωνσταντινούπολη έγινε στις 14 Νοεμβρίου και μετά από ένα ήσυχο ταξίδι έφτασε στη Γαλλία, όπου την περιφρούρησή του ανέλαβαν μέλη της «τροτσκιστικής» Κομμουνιστικής Λίγκας της Γαλλίας.

Οπως γράφουν οι βιογράφοι του, ο Τρότσκι ήταν κουρασμένος αλλά πολύ χαρούμενος, καθώς είχε γύρω του ένα ακροατήριο από νεαρούς Γάλλους «τροτσκιστές», που… ρουφούσαν τα λόγια του.

«Η μόνη απογοήτευση για τους ακροατές του -και ήταν μικρή- ήταν η άρνησή του να υιοθετήσει όρους φιλικής εξοικείωσης», με δυο λόγια, ενώ απευθύνονταν ο ένας στον άλλον στον ενικό («tu» στα γαλλικά, δηλαδή «εσύ») ο Τρότσκι επέμενε με τον τρόπο του να αντιμετωπίζεται στον πληθυντικό («vous», στα γαλλικά, δηλαδή «εσείς») (Robert Service, Τρότσκι: Η βιογραφία, σελ. 418-419).

Ο Τρότσκι έφτασε στην Κοπεγχάγη και έκανε τη διάλεξή του στις 27 Νοεμβρίου στο στάδιο της πόλης, παρουσία 2.500 θεατών.

Λίγες μέρες αργότερα αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου έφυγε οριστικά το 1933 για τη Γαλλία.

Το 1935 πήγε στη Νορβηγία και το 1937 βρήκε καταφύγιο στο Μεξικό, όπου δολοφονήθηκε.

 

Πηγή:efsyn.gr




Ο άνθρωπος που αγαπούσε την εργατική τάξη και την επανάσταση (και τα σκυλιά)

του Μάριου Αυγουστάτου

Με αφορμή τη συμπλήρωση φέτος 80 χρόνων από τη δολοφονία του Λέoντα Τρότσκι (στις 20 Αυγούστου 1940, τραυματίστηκε θανάσιμα από τον πράκτορα του NKVD Ραμόν Μερκαντέρ στο Κογιοακάν του Μεξικού όπου και κατέληξε την επόμενη μέρα) σας παρουσιάζουμε το μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά», του Λεονάρδο Παδούρα, Εκδόσεις Καστανιώτη. Η δολοφονία του Λέοντα Τρότσκι, οι ήττες και οι νίκες του διεθνούς εργατικού κινήματος τον 20ο αιώνα μέσα από ένα συναρπαστικό και ευανάγνωστο ιστορικό και πολιτικό μυθιστόρημα.

Βασισμένος στα πραγματικά ιστορικά γεγονότα, ο Λεονάρδο Παδούρα χτίζει ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα στο οποίο συνυπάρχουν τρεις ιστορίες παράλληλα που κορυφώνονται σε ένα γεγονός: Στη δολοφονία του Τρότσκι, στις 20 Αυγούστου 1940, από τον Ραμόν Μερκαντέρ. Να σημειώσουμε ότι ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώνει ότι δεν είχε ποτέ σχέση με τις εκφάνσεις του τροτσκισμού και όλη η ιδέα για το βιβλίο του γεννήθηκε μετά από μια επίσκεψη στο Κογιοκάν, στο τελευταίο καταφύγιο του Τρότσκι στο Μεξικό. Τότε ξεκίνησε την έρευνα γύρω από το θέμα και μετά από εμβριθή ιστορική μελέτη έγραψε το μυθιστόρημα.

Οι τρεις κύριοι πρωταγωνιστές είναι: ο Τρότσκι, από τη στιγμή που εξορίζεται μέχρι που δολοφονείται στο Κογιοακάν του Μεξικού, ο Ραμόν Μερκαντέρ, που εκπαιδεύτηκε από τη ΝΚVD για να τον δολοφονήσει και ο Κουβανός Ιβάν, που θα γίνει θεματοφύλακας αυτής της μυστικής (τουλάχιστον τότε) και «επικίνδυνης» ιστορίας.

Ο συγγραφέας μας ξεκινάει το ταξίδι πολλές δεκαετίες πίσω, ακολουθώντας με ιστορική ακρίβεια σχεδόν όλες τις δύσκολες μάχες που έδωσε ο Λέων Τρότσκι, απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ’20 και σε όλη την δεκαετία του ’30, απέναντι στο σταλινισμό και τους μηχανισμούς που είχε στήσει εντός και εκτός Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και απέναντι στην άνοδο του τέρατος του φασισμού.

Παρακολουθούμε όλες τις μάχες του Τρότσκι για την επιβίωση, τόσο την δική του όσο της οικογενείας και των συγγενών και συντρόφων/ισσών του και όλο το παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό φόντο της εποχής.

Εξορία

Η προσωπική και πολιτική εξόντωσή του Τρότσκι αρχίζει το 1928 όταν εξορίζεται στην Αλμα Άτα. Ο τελικός διωγμός του από την Σοβ. Ένωση θα έρθει ένα χρόνο μετά… Η διαφωνία και τελικά ή ρήξη του Τρότσκι με το Στάλιν και τους εκφραστές του σταλινισμού ήταν η αρχή μιας περιόδου. Μετά την απέλαση από την ΕΣΣΔ – υπήρξε ο δημιουργός και επικεφαλής θεωρητικός της Τέταρτης Διεθνούς (1938). Συγγραφέας έργων για την ιστορία του επαναστατικού κινήματος στη Ρωσία («Η Επανάστασή μας», «Προδομένη Επανάσταση»), δημιουργός κεφαλαιώδους σημασίας ιστορικών έργων για την επανάσταση του 1917 («Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης»), άρθρα κριτικής για την λογοτεχνία και την τέχνη («Λογοτεχνία και Επανάσταση») και την αυτοβιογραφία “Η ζωή μου” (1930). Και όταν η απειλή του φασισμού στη Γερμανία γίνεται φανερή, από τις αρχές του 1930, ο Τρότσκι γράφει δυο βασικές μπροσούρες –”Και Τώρα;” και “Ο Μόνος Δρόμος”– καθώς και σειρά άρθρων, όπου αναλύει διεξοδικά την αναπτυσσόμενη σύγκρουση ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και το φασισμό. Και η τέλος η πολιτική του εξόντωση, όταν δικάστηκε ερήμην στις περίφημες Δίκες στης Μόσχας και κατέληξε στη φυσική του εξόντωση του, τον Αύγουστο του ’40 στο Μεξικό.

Η δεύτερη από τις παράλληλες ιστορίες αφορά τη ζωή του δολοφόνου του Τρότσκι, Ραμόν Μερκαντέρ. Η πορεία ενός νέου κομμουνιστή, παθιασμένου μαχητή του ισπανικού εμφύλιου, που στρατολογείται ως πράκτορας στις μυστικές υπηρεσίες της ΝΚVD και εκπαιδεύεται ώστε να δολοφονήσει τον «μεγάλο (κατά το Στάλιν) εχθρό», Τρότσκι. Αφότου εκτέλεσε την αποστολή του θα μείνει για 20 χρόνια φυλακισμένος στο Μεξικό, αρνούμενος πεισματικά να ομολογήσει ότιδήποτε είχε σχέση με τις εντολές της Μόσχας.

Το μυθιστόρημα δεν κάνει μια απλή ιστορική αναφορά, ούτε μένει στα τυποποιημένα ιστορικά γεγονότα. Αντιθέτως, ο Παδούρα κάνει μια βαθια ψυχογραφική ανάλυση των πρωταγωνιστών: ο Ραμόν Μερκαντέρ π.χ, ο πιστός, τόσο στον κομμουνισμό (αλλά και οι διαψεύεις των προσδοκιών του) και στον Στάλιν. Αυτός που στρατολογήθηκε με ένα και μόνο σκοπό, να δολοφονήσει τον Τρότσκι. Για όλη αυτή την αθλιότητα, είχε πειστεί πως έπραττε το σωστό, «για τον κομμουνισμό και τους εργάτες όπου γης». Η σταλινική γραμμή και στη Σοβιετική Ένωση και σε όσα «κομμουνιστικά κόμματα» επηρρέαζε παγκοσμίως, ήταν ότι ο Τρότσκι ήταν Ο προδότης του σοσιαλισμού, όπως και όλοι όσοι απανταχού ασκούσαν -έστω και την παραμικρή- κριτική στο Στάλιν. Ούτε λίγο ούτε πολύ, του καταλόγιζαν ανοιχτά το ρόλο του «πουλημένου στους φασίστες που έπρεπε να εξοντωθεί».

Τι σχέση έχει η Κούβα με τον Λέων Τρότσκι και τον Ραμόν Μερκαντέρ;

Σε τρίτο αφηγηματικό επίπεδο παρακολουθούμε μια ιστορία με κεντρικό ήρωα τον Ιβάν, έναν κουβανό συγγραφέα που προσπαθεί να επιβιώσει στην Κούβα του εμπάργκο (κι είναι ο ήρωας με τον οποίο ταυτίζεται ο συγγραφέας) και γίνεται ο αφηγητής της ιστορίας, σε πρώτο πρόσωπο.

Το Μάρτιο του 1977, εποχή κρίσης για την κουβανική οικονομία, ο Ιβάν θα γνωρίσει σε μια παραλία έξω από την Αβάνα έναν παράξενο τύπο με δυο σκυλιά Μπορζόι που θα του συστηθεί ως Λόπεζ και αρχίζει να του διηγείται την ιστορία.

Τι σχέση έχει η Κούβα με τον Τρότσκι; Την απάντηση δίνει ανάγλυφα και γλαφυρά το βιβλίο. Μετά τη φυλάκιση του για τη δολοφονία, ήρθε για τον Ραμόν ή ώρα αποφυλάκισης. Επόμενος σταθμός η Μόσχα στην οποία του απονεμήθηκε το μετάλλιο του «ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης». Λίγο καιρό ο Ραμόν Μερκάντερ πήγε να ζήσει στην Κούβα, τόπο καταγωγής της μητέρας του. Το κλίμα ήταν φιλικό γι’ αυτόν και η κυβέρνηση του Φιντέλ Κάστρο του παρείχε όλα τα μέσα για να ζήσει με όλες τις ανέσεις. Πέθανε τελικά στην Αβάνα το 1978, άγνωστος μεταξύ αγνώστων.

Συμπεράσματα

Ο «άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» είναι ένα βιβλίο στο οποίο ξετυλίγονται όλα τα κομβικά ιστορικά και πολιτικά σημεία που του εργατικού κινήματος τον 20ό αιώνα, μετά τη Ρωσική Επανάσταση. Όλη η υπόθεση εκτυλίσσεται με ιστορικό φόντο την ισπανική επανάσταση, τις δίκες της Μόσχας, την άνοδο των Ναζί, το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, τον Τσε, την Κούβα του Κάστρο, την επανάσταση στην Ουγγαρία, το Γαλλικό Μάη, την άνοιξη της Πράγας.

Η πένα του Παδούρα μαγεύει με τη μαστοριά της, καθηλώνοντάς μας σε μια εντυπωσιακή ροή λόγου και γεγονότων που γεννούν προσμονή για το “λυτρωτικό” τέλος, δημιουργούν ένα πραγματικά έξοχο βιβλίο. Δεν είναι ένα συνηθισμένο, ιστορικό ή αστυνομικό μυθιστόρημα, δεν είναι καν μια πολιτική μυθοπλασία. Είναι μια ωδή σε ένα χαμένο πολιτικό και κοινωνικό όραμα που γέμισε ελπίδες σε εκατομύρια εξαθλιωμένους και καταπιεσμένους για έναν κόσμο καλύτερο. Γέννησε και γιγάντωσε εργατικά και κομμουνιστικά κόμματα, συνδικάτα, ενέπνευσε μικρότερες και μεγαλύτερες κινητοποιήσεις, πυροδότησε εξεγέρσεις.

Όμως η επικράτηση στο χώρο με αριθμητικούς όρους του Σταλινικού ρεύματος, με τα τεράστια λάθη και παλλινωδίες του απογοήτεψε, εκ των αποτελεσμάτων. Ήττα από τους Ναζί στη Γερμανία (με όσα επακόλουθα είχε), Λαϊκά μέτωπα, εθνικές πολιτικές και όχι ταξικές, Βάρκιζες, περιχαρακώσεις και αγκυλώσεις και εν τέλει πτώση των καθεστώτων του “υπαρκτού” σοσιαλισμού (που εμείς χαρακτηρίζουμε ως κρατικό καπιταλισμό) και γέμισε ηττοπάθεια και οπισθοδρόμηση τα κινήματα και την αριστερά παγκοσμίως και τον καπιταλισμό να ισχυρίζεται ότι “δεν υπάρχει εναλλακτική” (TINA: There Is No Alternative).

 Το να εμμένουμε στα λάθη, που βεβαίως και έγιναν, τηρώντας μια ηττοπαθή στάση δεν έχει κανένα νόημα. Όμως η ιστορία είναι παρακαταθήκη για όλους τους σημερινούς αγωνιστές και μας δείχνει το δρόμο για να μάθουμε απ’ τα λάθη και τις ήττες του παρελθόντος, συνυπολογίζοντας βεβαίως όλα τα θετικά σημεία, θεωρητικά, οργανωτικά και πολιτικά, παλεύοντας καθημερινά με ορίζοντα το Σοσιαλισμό, το να φτιάξουμε μια πιο δίκαιη κοινωνία, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Κι εν τέλει να αλλάξουμε επιτέλους απ’ τα θεμέλια αυτό τον κόσμο!




Το αγωνιστικό μπλόκο στα πλοία είναι η μόνη λύση για να τερματιστεί η πολύμηνη ομηρία των Ναυτεργατών

Άρθρο – Παρέμβαση

Η υγειονομική κρίση που έχει ξεσπάσει σε παγκόσμια κλίμακα από τον περασμένο Φλεβάρη και οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στην πλειονότητα των χωρών του κόσμου στις μετακινήσεις των ανθρώπων και την διακοπή των αεροπορικών συνδέσεων, έφεραν στην επιφάνεια και στην συνέχεια γιγάντωσαν ένα τεράστιο πρόβλημα που σχετίζεται με  τον εγκλωβισμό εκατοντάδων χιλιάδων Ναυτεργατών που παραμένουν στα πλοία για μεγάλο χρονικό διάστημα καθ’ υπέρβαση των δικαιωμάτων τους, όπως αυτά θεσπίζονται και κατοχυρώνονται στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας τους.

Το θαλάσσιο εμπόριο όχι μόνο δεν διακόπηκε και δεν περιορίστηκε αλλά αντίθετα ενισχύθηκε και αυξήθηκε την περίοδο της πανδημίας.

Σύμφωνα με στοιχεία του IMO και της ITF, υπολογίζονται σήμερα ότι πάνω από 150.000 Ναυτεργάτες βρίσκονται σε πολύμηνη αναμονή για σκάντζα προκειμένου να παλινοστηθούν στις πατρίδες τους.

Πρόκειται για ένα μεγάλων διαστάσεων κοινωνικό πρόβλημα που οι παρενέργειές του αφορούν την εργασιακή εξάντληση με τις αφόρητες συνθήκες εργασίας αλλά και ποικίλων ψυχολογικών προβλημάτων που διαμορφώνει η παρατεταμένη καθυστέρηση στην αντικατάστασή τους σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που υπάρχει στην εξέλιξη του υγειονομικού προβλήματος στις περισσότερες χώρες του κόσμου, μεταξύ των οποίων και στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Η κατάσταση αυτή όσο διαιωνίζεται (είναι και επιστημονικά αποδεδειγμένο) εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους για την υγεία των Ναυτεργατών και κατ’ επέκταση και για την ίδια την ασφάλεια των πλοίων.

Διεθνείς, περιφερειακοί και εθνικοί οργανισμοί, οργανώσεις και κυβερνήσεις μαζί και η ITF και οι εθνικές της οργανώσεις περιορίζονται σε τηλεδιασκέψεις, σε παραινέσεις και σε εκκλήσεις σε κυβερνήσεις χωρών που όμως οι ενέργειες αυτές αποδεικνύονται ατελέσφορες και το πρόβλημα συνεχώς διογκώνεται και με τον τρόπο αυτό υποβαθμίζεται η αξία της ανθρώπινης ζωής, η αξιοπρέπεια και τα εργασιακά δικαιώματα των Ναυτεργατών. Τα βήματα που έως τώρα έχουν γίνει είναι πολύ μικρά και δεν συνιστούν λύση στο πρόβλημα.

Στην πραγματικότητα τα εργατικά δικαιώματα και οι συλλογικές συμβάσεις των Ναυτεργατών έχουν κουρελιαστεί και πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων.

Σημειώνουμε ότι σε εθνικό επίπεδο η αντικατάσταση πληρωμάτων μέσω ΣΣΕ κυμαίνεται από 2 έως 7 μήνες και στην διεθνή ναυτική σύμβαση το ανώτατο όριο είναι οι 9 μήνες.

Σύμφωνα με στοιχεία της ITF, διαπιστώνεται σε πολλές περιπτώσεις οι εγκλωβισμένοι σε πλοία Ναυτεργάτες να έχουν ξεπεράσει τον ενάμιση χρόνο σε αυτά.

Οι ευθύνες του εφοπλιστικού κεφαλαίου, των διεθνών οργανισμών (ΟΗΕ – ILO – IMO) αλλά και της ITF είναι βαρύτατες αφού έως τώρα δεν έχει δοθεί ουσιαστική λύση στο πρόβλημα και οι Ναυτεργάτες βρίσκονται σε μια ιδιόμορφη ομηρία που αρχίζει πλέον να τίθενται σοβαροί κίνδυνοι για την σωματική και ψυχική τους υγεία.

Το χειρότερο όμως είναι ότι με την συνέχιση της πανδημίας διεθνώς τίποτα δεν φαίνεται να αλλάζει στο  άμεσο διάστημα με την ελεύθερη και απρόσκοπτη σκάντζα των Ναυτεργατών, τόσο αυτών που αγωνιωδώς επιζητούν την αντικατάστασή τους όσο και εκείνων που παραμένουν πολλούς μήνες άνεργοι και τους εμποδίζεται ο προορισμός στα εργασιακά τους καθήκοντα πάνω στα πλοία.

Κατά τα άλλα το αστικό πολιτικό σύστημα και το εφοπλιστικό κεφάλαιο διεθνώς χύνουν καθημερινά κροκοδείλια δάκρυα, εκφράζουν επαίνους και φιλοφρονήσεις για τους Ναυτεργάτες που επανδρώνουν τα πλοία, χωρίς ωστόσο να έχουν πράξει τα δέοντα για την ομαλή και ασφαλή αντικατάσταση των Ναυτεργατών.

Οι χώρες που έχουν έως σήμερα επιτρέψει την σκάντζα των Ναυτεργατών είναι ελάχιστες και σε αυτές υπάρχει ένα πολυδαίδαλο – γραφειοκρατικό σύστημα εισόδου και εξόδου των Ναυτεργατών από αυτές με το οποίο ταλαιπωρούνται αφάνταστα οι Ναυτεργάτες σε πολλές δε περιπτώσεις δεν τους εξασφαλίζεται ο αναγκαίο ιατρικός έλεγχος.

Επίσης σοβαρό πρόβλημα υπάρχει με τα στεγανά που έχει επιβάλει το διεθνές εφοπλιστικό κατεστημένο σε συνεργασία με τους διεθνείς οργανισμούς σχετικά με τα κρούσματα που έχουν σημειωθεί ως τώρα σε ποντοπόρα πλοία και οφείλονται στην έλλειψη των ενδεδειγμένων μέτρων προστασίας και τα οποία δεν δημοσιοποιούνται .

Αναφορικά με την χώρα μας πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η κυβερνητική πολιτική, αυτή των εφοπλιστών αλλά και του συνδικαλιστικού κινήματος (εργοδοτικός – κυβερνητικός και κομματικός συνδικαλισμός) κινούνται στην ίδια ρότα και στην πραγματικότητα όλοι μαζί έχουν την ίδια συμβολή για την απελπιστική κατάσταση που έχουν οδηγηθεί οι έλληνες Ναυτεργάτες που είναι ναυτολογημένοι σε ελληνικά και ελληνόκτητα πλοία.

Το εφοπλιστικό κεφάλαιο όλη αυτή την περίοδο έχει τον στόλο του σε πλήρη λειτουργία, η διεθνής ναυλαγορά βρίσκεται σε ανοδική τροχιά, τα κέρδη των εφοπλιστών αυξάνουν εντυπωσιακά και μαζί με την κυβέρνηση αναλώνονται σε κινήσεις εντυπωσιασμού για το μεγάλο αυτό ναυτεργατικό πρόβλημα.

Από την άλλη η ITF και οι εθνικές συνδικαλιστικές οργανώσεις που ανήκουν στην δύναμή της εκλιπαρούν διεθνείς οργανισμούς και κυβερνήσεις χωρίς όμως έως και σήμερα κανένα ουσιαστικό -χειροπιαστό αποτέλεσμα.

Η ίδια ακριβώς στάση είναι και των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πολύ εύστοχα ένα Ναυτεργάτης σχολίασε πρόσφατα,  μετά από πολύμηνη ομηρία του τα εξής: «άραγε εάν αυτοί οι εκατοντάδες χιλιάδες Ναυτεργάτες εγκλωβισμένοι στα πλοία ήταν αμερικάνοι – γερμανοί – άγγλοι – γάλλοι το πρόβλημα θα είχε την ίδια αντιμετώπιση σε διεθνές – περιφερειακό και εθνικό επίπεδο;»

Στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι το σύνολο των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών που έχουν εθνικό στόλο, τα πληρώματα που χρησιμοποιούν προέρχονται από χώρες του τρίτου κόσμου και οι σημαίες που φέρουν αυτά είναι συντριπτικά σημαίες ευκαιρίας όπως είναι Λιβερία  – Παναμάς – Νησιά Μάρσαλ – Μάλτα – Κύπρος κλπ, που στα νηολόγιά τους βρίσκονται χιλιάδες ποντοπόρα πλοία και ο ρόλος των χωρών αυτών σχετικά με την διαχείριση του προβλήματος είναι σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο ανύπαρκτος. Το μόνο το οποίο έχουν εξασφαλίσει με τις σημαίες των χωρών τους είναι η φορολογική ασυλία και οι εργασιακές συνθήκες γαλέρας για τους Ναυτεργάτες.

Μέσα σε αυτή την ζοφερή, επικίνδυνη και αδιέξοδη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί ένα σημαντικό, ανατρεπτικό  και αγωνιστικό μήνυμα στέλνουν Ναυτεργάτες δύο πλοίων που βρίσκονται στην Αυστραλία που δείχνει τον δρόμο που πρέπει να πορευτεί τόσο το διεθνές ν.σ.κ καθώς και αντίστοιχες ναυτεργατικές οργανώσεις σε διεθνή επίπεδο.

Οι Ναυτεργάτες σε αυτά τα πλοία σταμάτησαν την δουλειά, αρνήθηκαν την εκτέλεση του ταξιδιού, απαίτησαν την αντικατάστασή τους και αρνήθηκαν νέα επέκταση των ΣΣΕ τους. Η αγωνιστική και αυθόρμητη πρωτοβουλία τους ανησύχησε και θορύβησε το εφοπλιστικό κατεστημένο, τους διεθνείς οργανισμούς, ακόμη περισσότερο τους προδότες συνδικαλιστές της ITF που όλοι μαζί είδαν σε αυτό το αυθόρμητο αγωνιστικό ξέσπασμα των Ναυτεργατών τον κίνδυνο μιας γενικευμένης παράλυσης στο διεθνές θαλάσσιο εμπόριο και το κυριότερο ότι οι Ναυτεργάτες μπορούν, μη έχοντας επίσημη συνδικαλιστική κάλυψη και προστασία, με την αυτοοργάνωσή τους να επιβάλουν αυτό που επίμονα αρνούνται οι εφοπλιστές, οι αστικές κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί που είναι στην υπηρεσία τους, δηλαδή την ομαλή εναλλαγή των πληρωμάτων με την τήρηση όλων των υγειονομικών κανόνων για την προστασία των ίδιων και των συναδέλφων τους.

Εάν αυτή την αγωνιστική πρωτοβουλία αυτών των Ναυτεργατών στα δύο πλοία την έκανε η ITF ή εθνικές οργανώσεις της δύναμής της σε περιφερειακό επίπεδο ή έστω στοχευμένα σε μεγάλα λιμάνια αυξημένης εμπορικής κίνησης, σήμερα κανείς Ναυτεργάτης δεν θα ήταν όμηρος και εγκλωβισμένος  σε πλοίο ανά την υδρόγειο.

Αυτός είναι ο δρόμος και η διέξοδος που πρέπει να ακολουθήσουν οι Ναυτεργάτες, να πιέσουν και να επιβάλουν στις οργανώσεις τους για να δοθεί άμεση ουσιαστική λύση στον πολύμηνο εργασιακό τους γολγοθά.

 

Αντώνης Νταλακογεώργος

Πρόεδρος της ΠΕΝΕΝ

 

Υ.Γ.: Καθόλου δεν μας προξενεί εντύπωση η στάση των δυνάμεων του κομματικού συνδικαλισμού στο ν.σ.κ που και αυτοί βλέπουν την «λύση» του προβλήματος είτε μέσω συναντήσεών τους με τον Υπουργό Ε.Ν (τον οποίο μέμφονται ότι δεν τους δέχεται…..) είτε μέσω Ε.Ε και διεθνών οργανισμών και όπως και οι δυνάμεις του κυβερνητικού – εργοδοτικού συνδικαλισμού δηλώνουν οπαδοί των θεσμικών παρεμβάσεων, δηλαδή από τις εθνικές κυβερνήσεις, τους διεθνείς οργανισμούς και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από κοινού αυτές οι δυνάμεις δηλώνουν την εχθρότητά τους στην αναγκαία οργάνωση, συσπείρωση και αγωνιστική παρέμβαση των Ναυτεργατών.

Σε αντιδιαστολή η ΠΕΝΕΝ, παίρνοντας υπόψη όλες αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις στο πρόβλημα, θεωρεί μονόδρομο την αγωνιστική δράση και παρέμβαση των Ναυτεργατών όλου του κόσμου.




Αντάρτες ή Εργάτες; Στοιχεία των κινητοποιήσεων στη Λευκορωσία και οι προοπτικές τους

Mετάφραση: Μάριος Αυγουστάτος

του Volodymyr Artiukh* 
  

Οι διαδηλώσεις της τελευταίας εβδομάδας στη Λευκορωσία ξεπέρασαν ξεκάθαρα την αρχική τους εκλογική εστίαση και μετατράπηκαν σε ένα διευρυνόμενο κίνημα αντιφρονούντων της μεσαίας τάξης και των εργατών. Σε ένα πρόσφατο άρθρο (4 Αυγούστου) στην πλατφόρμα Open Democracy (1) σχετικά με την προεδρική εκστρατεία στη Λευκορωσία, προσπάθησα να εξηγήσω γιατί οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης από την άρχουσα ελίτ και την «δημιουργική τάξη» προσέλκυσαν αριθμό ρεκόρ υποστηρικτών, γεγονός που οδήγησε σε μαζικές διαδηλώσεις, άγνωστες σε αυτή τη χώρα για δεκαετίες. Υποστήριξα ότι αυτά ήταν το αποκορύφωμα ενός συναισθήματος διαμαρτυρίας που σιγόβραζε στη λευκορωσική κοινωνία από την οικονομική κρίση του 2009, η οποία βρήκε έκφραση το 2017 με τη μορφή διαδηλώσεων, αμφισβητώντας την λαϊκιστική ρητορική του Λουκασένκο. Πριν από τις πιο πρόσφατες εκλογές, η κύρια αντίπαλός του, Sviatlana Tsikhanouskaya, άρχισε να διατυπώνει μια αντι-αυταρχική λαϊκιστική ατζέντα που απευθυνόταν σε μια διαταξική συμμαχία επιχειρηματιών, νέων επαγγελματιών και εργαζομένων. Σε αυτό το άρθρο εκφράζω τα ερωτήματα που έθεσα πριν από δύο εβδομάδες, σχετικά με το ρόλο της ηγεσίας και των μαζών στις τρέχουσες διαδηλώσεις, τις μορφές οργάνωσής τους και την αντίδραση του κράτους της Λευκορωσίας. Οι προβληματισμοί μου βασίζονται σε μια εξαήμερο έρευνα που συνθέτει τα κομμάτια πληροφοριών που προέρχονται από την ομίχλη της λογοκρισίας, των περιορισμών του Διαδικτύου και της προπαγάνδας, καθώς και από επικοινωνίες με τους συντρόφους μου στη Λευκορωσία. Στηρίζω επίσης την εμπειρία μου στην εργασία πεδίου με εργαζόμενους της Λευκορωσίας και ακτιβιστών συνδικαλιστικών οργανώσεων το 2015-2017, την οποία έκανα ως κοινωνικός ανθρωπολόγος.

Μετά από μια νευρική ημέρα εκλογών στις 9 Αυγούστου, όταν παρατηρητές ανέφεραν πολλές παρατυπίες στα εκλογικά τμήματα, τα exit poll έδωσαν στo Λουκασένκo το “παραδοσιακό” 80% των ψήφων, ενώ η κύρια αντίπαλός του Τσιχανόβσκαγια ήταν σχεδόν στο 7%. Αυτοί οι εξοργισμένοι υποστηρικτές της αντιπολίτευσης ενωμένοι στο σύνθημα «Εγώ / εμείς είμαστε το 97%», με δεδομένα από τη δική τους καταμέτρηση να δηλώνουν ότι η Τσιχανόβσκαγια έλαβε 45%. Και οι δύο πλευρές άρχισαν να προετοιμάζονται για μια αντιπαράθεση: το κέντρο του Μινσκ ήταν κλειστό, οι συνδέσεις στο διαδίκτυο και τα κινητά διακόπηκαν και εμφανίστηκαν στους δρόμους κλούβες και δυνάμεις καταστολής. Τόσο η Τσιχανόβσκαγια όσο και ο Λουκασένκo ζήτησαν από τους Λευκορώσους να συμμορφωθούν με το νόμο και να αποφύγουν τη βία, αν και κρατικά τηλεοπτικά κανάλια κατηγόρησαν τους διαδηλωτές ότι ετοίμαζαν προκλήσεις, ενώ τα κανάλια της αντιπολίτευσης στο Telegram ζήτησαν αντίσταση στην αστυνομία.
Το βράδυ των εκλογών, οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους όχι υπέρ της Τσιχανόβσκαγια, αλλά εναντίον του Λουκασένκο. Η ηγέτις της αντιπολίτευσης δεν ήταν σε συγχρονισμό με τους υποστηρικτές της: δεν κάλεσε σε διαδηλώσεις, δίνοντας έμφαση αντ ‘αυτού σε νομικά και γραφειοκρατικά μέσα για να αμφισβητήσει το επίσημο αποτέλεσμα των εκλογών. Αφού ψήφισαν, οι άνθρωποι άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Μινσκ και σε άλλες πόλεις, ακόμη και πριν από την ανακοίνωση της εναλλακτικής καταμέτρησης των ψήφων. Οι επίσημοι αριθμοί σήμαινε ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει υποτιθέμενα από τις πρώτες εκλογές του Λουκασένκο το 1994, αλλά μέχρι τώρα ήταν σαφές σε όλους ότι πολλά είχαν αλλάξει πράγματι.
Οι εγκεκριμένες μαζικές συγκεντρώσεις είναι σπάνιες στη Λευκορωσία, και εκείνη τη νύχτα σίγουρα δεν θα υπήρχε έγκριση. Χιλιάδες άνθρωποι ξεχύθηκαν από όλες τις γωνίες του Μινσκ στο οχυρωμένο κέντρο της πόλης αντιμετώπισαν βομβίδες αναισθητοποίησης, κανόνια νερού και λαστιχένιες σφαίρες. Αρκετές -μη συντονισμένες- ομάδες προσπάθησαν να στήσουν οδοφράγματα. Η απάντηση ήταν μια άνευ προηγουμένου καταστολή στο Μινσκ, συνηθισμένη στις στοχευμένες συλλήψεις ή την ταχεία διασπορά συμπαγούς πλήθους. Σοβαρές συγκρούσεις σημειώθηκαν επίσης σε πολλές επαρχιακές πόλεις και κωμοπόλεις, μερικές από τις οποίες δεν έχουν δει παρόμοια γεγονότα από… τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο.
Απεικονίζοντας την κοινωνικά διαφορετική φύση της προ-εκλογικής κινητοποίησης, η μετεκλογική εξέγερση ξεκίνησε από την αρχή σε ένα ευρύ γεωγραφικό πεδίο – με εκατοντάδες ανθρώπους να βγαίνουν στους δρόμους σε όλα τα περιφερειακά κέντρα, καθώς και σε πολλούς άλλους οικισμούς, συχνά για πρώτη φορά στη γενιά τους. Ένα άλλο πρώιμο σημάδι: το πλήθος, το οποίο φαινόταν εντυπωσιακά μεγάλο, με τη σειρά εκατοντάδων χιλιάδων στο Μινσκ και πολλών χιλιάδων σε περιφερειακά κέντρα, κινήθηκε χαοτικά γύρω από την πόλη, ενώ οι δυνάμεις καταστολής προσπάθησαν να εξωθήσουν τους ανθρώπους από τους δημόσιους χώρους. Η αστυνομική βία, η έλλειψη κεντρικής ιδεολογικής και στρατηγικής ηγεσίας μεταξύ των διαδηλωτών και ο αποκεντρωμένος χαρακτήρας των διαδηλώσεων θα καθορίσουν την περαιτέρω ανάπτυξή τους.

Μινσκ τη νύχτα της 10ης Αυγούστου. Πηγή: msvetov / Twitter

Μεταμοντέρνοι αντάρτες;

Φαίνεται ότι οι περισσότεροι διαδηλωτές συμμετείχαν για πρώτη φορά: οι αναλυτές αποκαλούν τη νεολαία που χτύπησε στους δρόμους «αήττητη γενιά». Δεν υπήρχαν ορατά συμπαγείς οργανωμένες ομάδες έτοιμες για σοβαρούς τακτικούς ελιγμούς, π.χ. κατάληψη διοικητικών κτιρίων, «μαύρο μπλοκ», αφοπλισμός της αστυνομίας, οικοδόμηση διαρκών οδοφραγμάτων ή εγκατάστασης σε σκηνές, χρήση αυτοσχέδιων όπλων κ.λπ.
Όλο αυτό είναι μια μεγάλη αντίθεση σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογικές διαμαρτυρίες στη Λευκορωσία το 2001, το 2006 και το 2010, οι οποίες μιμούνταν το καθιερωμένο πρότυπο των «έγχρωμων επαναστάσεων» στη Σερβία, τη Γεωργία και την Ουκρανία. Το κράτος, με τη σειρά του, απέδειξε την ικανότητά του να καταστέλλει το πλήθος χρησιμοποιώντας μεθόδους ελέγχου ταραχών δυτικού τύπου. Αν και η Λευκορωσία αναφέρεται συχνά ως κατασταλτικό κράτος, το γνωστό «οπλοστάσιο» με δακρυγόνα, κανόνια νερού, λαστιχένιες σφαίρες και βομβίδες χρησιμοποιήθηκε εδώ για πρώτη φορά. Οι βίαιες δυτικές τεχνολογίες συμπληρώθηκαν από την παραδοσιακή μετα-σοβιετική αστυνομική βαρβαρότητα: ξυλοδαρμός και κρατήσεις τυχαίων ανθρώπων, βασανιστήρια, ταπείνωση και μερικές φορές απειλές βιασμού στη φυλακή, κυνήγι δημοσιογράφων κ.λ.π.
Το κράτος δεν προσπάθησε καν να βασιστεί σε πιο ήπιες μεθόδους για να αποδείξει τη νομιμότητά του. Αντίθετα, τα κρατικά μέσα ενημέρωσης παρέμειναν σιωπηλά για τη δυσαρέσκεια των μαζών, παρουσίασαν διασκορπισμένα αποτελέσματα σε ορισμένες εκλογικές περιφέρειες που δείχνουν ότι η ήττα του Λουκασένκο αγνοήθηκε και επαναλήφθηκαν οι τελετουργικές δηλώσεις σχετικά με ξένες παρεμβάσεις. Οι σπάνιες εμφανίσεις του Λουκασένκο προκάλεσαν φήμες για την αναχώρησή του στην Τουρκία ή για προβλήματα υγείας. Η αντίδρασή του στις διαμαρτυρίες ήταν η «φιλική» συμβουλή για τους συμμετέχοντες να «βρουν δουλειά» ώστε να μην «περπατούν στους δρόμους και τις λεωφόρους»: μια συνέχεια στις προηγούμενες συζητήσεις του ενάντια στον «κοινωνικό παρασιτισμό», που την εξέλαβαν μόνο ως προσβολή οι διαδηλωτές. Η προσφυγή στην αστυνομική βία έγινε εμφανής στις επόμενες ώρες και ημέρες. Μετά τις 10 Αυγούστου, το Μινσκ βυθίστηκε σε μια de facto κατάσταση πολιορκίας: οι δημόσιοι χώροι μπλοκαρίστηκαν, οι κεντρικοί σταθμοί του μετρό έκλεισαν, η πρόσβαση στο διαδίκτυο ήταν περιορισμένη (ο Λουκασένκο ισχυρίστηκε ότι κάποιος από το… εξωτερικό ήταν υπεύθυνος για το κλείσιμο) και ορισμένες εταιρείες στο κέντρο τής πόλης έκλεισαν το βράδυ. Παρόλο που οι διαδηλωτές αρνήθηκαν να μιμηθούν το ουκρανικό «Μαϊντάν» με την ένταση τύπου εμφυλίου πολέμου τις τελευταίες μέρες του Φεβρουαρίου 2014, το κράτος της Λευκορωσίας ήθελε να πιστέψουν ότι δεν ήταν στο Μινσκ αλλά στο Κίεβο – προσπαθώντας να πείσουν εν μέσω βροντών και αστραπών των όπλων της αστυνομίας οι ισχυρισμοί του καθεστώτος ότι όλες οι διαμαρτυρίες θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στην καταστροφή της Ουκρανίας. Δεδομένης της έλλειψης ουσίας στην επίσημη ιδεολογία του κράτους, η βία απέμεινε η μόνη ιδεολογία.
 

Επίδειξη αστυνομικής βαρβαρότητας. Πηγή: _tomato_hater / Twitter.

Ως αποτέλεσμα της επιδεικτικής βίας των δύναμεων ασφαλείας και του αποπροσανατολισμού των διαδηλωτών, η κινητοποίηση στους δρόμους άρχισε να μειώνεται, παρόλο που το λαϊκό κύμα δυσαρέσκειας αυξάνεται. Η αστυνομία μάθαινε γρήγορα από ανοιχτά κανάλια Telegram για τους διαδηλωτές και τις κινήσεις τους, αλλά οι διαδηλωτές δεν άλλαξαν τη στρατηγική τους (ουσιαστικά δεν ανέπτυξαν καμία στρατηγική). Κανένας από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης δεν προσχώρησε στο πλήθος ούτε έκανε ριζοσπαστικές δηλώσεις. Το κίνημα της αντιπολίτευσης αποδείχθηκε ολόκληρο άμορφο, χωρίς σαφή ηγεσία ούτε καν απ’τα κάτω. Ταυτόχρονα, η άρχουσα τάξη δεν έδειξε σημάδια διάσπασης, ο μηχανισμοί καταστολής και η γραφειοκρατία παρέμειναν γενικά πιστοί, αν και υπήρχαν ενδείξεις δισταγμού σε χαμηλότερα και περιφερειακά επίπεδα (με παραίτηση πολλών δημοσιογράφων κρατικών μέσων ενημέρωσης αλλά και αστυνομικών).
Κατά τη διάρκεια αυτών των πέντε ημερών οι κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας στους δρόμους των πόλεων της Λευκορωσίας ήταν τόσο κοντά όσο φτάνει κανείς στην αποκεντρωμένη, οριζόντια, χωρίς ηγεσία δικτυωμένη αντίσταση που οραματίζονται κάποιοι μεταμοντέρνοι αναρχικοί. Η αντιπολίτευση δεν συμμετείχε στις διαμαρτυρίες στην αρχή, ενώ οι αρχές της Λευκορωσίας συνόδευσαν την Τιχανόφσκαγια και τη συντονιστή της ομάδας της στη Λιθουανία.
 Δεδομένου ότι ο σύζυγος της Τιχανόφσκαγια και ορισμένα μέλη της ομάδας της συνελήφθησαν, είναι πολύ συγκρατημένη και δεν κάνει ριζοσπαστικές δηλώσεις. Στο τελευταίο της βίντεο φαινόταν φοβισμένη και μελαγχολική, λέγοντας ότι «καμία ζωή δεν αξίζει να χαθεί για ό,τι συμβαίνει τώρα», και υπαινίχθηκε απειλές για τα παιδιά της. Όλοι οι ηγέτες της αντιπολίτευσης έχουν συλληφθεί ή έχουν φύγει απ’τη χώρα. Το κανάλι Telegram του συζύγου της Τιχανόφσκαγια, το οποίο τροφοδότησε τις εκλογικές κινητοποιήσεις στο παρελθόν, δεν παρέχει σαφείς οδηγίες ή συντονισμό και υστερεί σε σχέση με άλλα ανώνυμα κοινωνικά δίκτυα στη διάδοση εκδηλώσεων.
Δεν υπάρχει κέντρο συντονισμού των διαμαρτυριών, ούτε τοπικά κέντρα, ούτε ορατοί ηγέτες στο δρόμο, ούτε αναγνωρίσιμες πολιτικές ομάδες. Πιστεύω ότι ορισμένες ήδη υπάρχουσες πολιτικές ομάδες συμμετέχουν στις διαμαρτυρίες, αλλά δεν είναι ορατές ως ξεχωριστές «τακτικές μονάδες»: είτε είναι αποπροσανατολισμένες, είτε βαθιά μεταμφιεσμένες, ή συμμετέχουν ως άτομα.
Αυτό εν μέρει φαντάζει απαραίτητο, καθώς οποιαδήποτε υποψία ηγεσίας των διαδηλώσεων θα συλλαμβάνεται αμέσως και οποιαδήποτε οργανωμένη συγκέντρωση θα διαλυθεί γρήγορα. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς κάτι σαν «Occupy» ή Gezi Park στο Μινσκ αυτές τις μέρες, επειδή οι κύριοι δημόσιοι χώροι είναι αποκλεισμένοι και ελεγχόμενοι από την αστυνομία. Τα οδοφράγματα είναι βραχύβια και δεν υπάρχει ζήτημα κατάληψης δημόσιων κτηρίων.
Εν μέρει, ωστόσο, αυτή είναι μια κληρονομιά προηγούμενων δικτύων κινητοποιήσεων. Σχεδόν δύο εκατομμύρια συνδρομητές, ίσοι με ολόκληρο τον πληθυσμό της πρωτεύουσας, ακολουθούν το Nexta_live, ένα κανάλι Telegram που δημιουργήθηκε πριν από δύο χρόνια από έναν Λευκορώσο δημοσιογράφο από την Πολωνία. Παρά τη ριζοσπαστική ρητορική του, βασίζεται σε βίντεο, φωτογραφίες και πληροφορίες που παρέχονται από συνδρομητές από διάφορα μέρη της χώρας, αλλά χωρίς συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο. Αυτό ισχύει επίσης για δεκάδες άλλα κανάλια διαμαρτυρίας που έχω ακολουθήσει. Τα μηνύματα είναι συχνά παραπλανητικά, αντιφατικά και μη επαληθευμένα. Είναι λογικό να πιστεύουμε ότι ορισμένα από αυτά τα κανάλια χρησιμοποιούνται από τις ειδικές υπηρεσίες ασφαλείας για υποκίνηση προκλήσεων και για τη λήψη πληροφοριών σχετικά με τα σχέδια των διαδηλωτών.
Πολλοί έχουν ήδη συγκρίνει αυτές τις κινητοποιήσεις με τη λαμπρή αντάρτικη παράδοση της Λευκορωσίας στον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό, φυσικά, είναι υπερβολικό, δεδομένου ότι οι αντιστασιακοί είχαν στην πραγματικότητα μια αλυσίδα διοίκησης και μια πραγματική στρατηγική και ιδεολογική ηγεσία. Μπορούσαν να μαζέψουν πόρους και να τους συγκεντρώσουν σε έναν σχετικά ασφαλή χώρο, να αναπτύξουν τακτικά σχέδια και να τα εκτελέσουν ενώ ανέμεναν τον τακτικό στρατό. Τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει σε αυτή τη εξέγερση. Αντιμέτωποι με την αυξανόμενη παρουσία εθνοφρουρών και στρατιωτικών μονάδων που χρησιμοποιούν φαινομενικά βάναυσες μεθόδους, οι διαδηλωτές πραγματοποίησαν κάποιες σποραδικές επιθετικές ενέργειες με πυροτεχνήματα, μπαστούνια, μερικά κοκτέιλ Molotov και τη δημιουργία ορισμένων ισχνών οδοφραγμάτων. Η απάντηση ήταν η ίδια: κρατήσεις, ξυλοδαρμοί, τραυματισμοί και ένας επιβεβαιωμένος θάνατος.
Ωστόσο, μια αποφασιστική στροφή των γεγονότων μπορεί να έρθει με την πιθανή χρήση πιο παραδοσιακών μεθόδων. Στο πλαίσιο της εκστρατείας διαμαρτυρίας, έγινε μια γενική απεργία στις 11 Αυγούστου. Οι πιθανές συνέπειες είναι ξεκάθαρες σε όποιον γνωρίζει για τις απεργίες του Απριλίου 1991 στη Λευκορωσία, το περίφημο θέαμα εκατό χιλιάδων εργατών μπροστά από το κονστρουκτιβιστικό κυβερνητικό κτίριο στο Μινσκ στην Πλατεία Λένιν. Ακολούθησε ένα κύμα απεργιών και μαζικών διαδηλώσεων, που διήρκεσε μια εβδομάδα και συμμετείχαν περισσότερες από 80 οργανισμοί στο Μινσκ και σε ολόκληρη τη χώρα. Αυτό έσπασε το ηθικό στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Λευκορωσίας και επιτάχυνε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Όμως το 1991 υπήρχαν θύλακες αντικυβερνητικών οργανώσεων εργαζομένων, στους οποίες ενώθηκαν ορισμένα επίσημα συνδικάτα, καθώς και το παράδειγμα επιτυχών απεργιών ανθρακωρύχων στην Ουκρανία, τη Ρωσία και το Καζακστάν. Το Κομμουνιστικό Κόμμα αποπροσανατολίστηκε από τη διαμάχη στη Μόσχα, υπήρξε μια αντιπολίτευση στο κοινοβούλιο που ισχυρίστηκε ότι εκπροσωπεί τους εργαζόμενους, η αστυνομία διατάχθηκε να μην επέμβει και ορισμένοι διευθυντές επιχειρήσεων υποστήριξαν τους υπαλλήλους τους. Σήμερα η κατάσταση είναι σαφώς το αντίθετο, οπότε τι μπορούμε να περιμένουμε;

Εργάτες του Μινσκ στην πλατεία Λένιν στις 4 Απριλίου 1991. Πηγή: Radio Free Europe / Radio Liberty

Σε ποια πλευρά βρίσκονται οι εργάτες;

Αν είστε δύσπιστοι για την εργατική τάξη, ακούστε τον επικεφαλής του Κέντρου Mises της Λευκορωσίας: «Η δραστηριότητα της διαμαρτυρίας θα τείνει να εκμηδενιστεί αν δεν ενταχθεί το προλεταριάτο». Όπως και στις «παλιές καλές» μέρες, οι εργαζόμενοι έχουν πλέον τους περισσότερους πόρους για να συγκεντρωθούν ειρηνικά σε κοντινά σημεία, χωρίς να βασίζονται στο πλέον επισφαλές διαδίκτυο και χωρίς το φόβο να συλληφθούν στο δρόμο. Είναι επίσης η μόνη τάξη που μπορεί να προκαλέσει υλική ζημιά στο κράτος και να το προκαλέσει ιδεολογικά. Οι λευκορώσοι βιομηχανικοί εργάτες έχουν εμπειρία συνεργασίας και συντονισμού, κάποιου είδους οργανωτικής δομής (ωστόσο γραφειοκρατικής) και μια κουλτούρα διατύπωσης ξεκάθαρων αιτημάτων. Η επί τόπου εργασία μου μεταξύ Λευκορώσων εργαζομένων και συνδικαλιστών ακτιβιστών το 2015-2017 με δίδαξε να είμαι πολύ προσεκτικός για να μην υπερεκτιμήσω το δυναμικό της οργανωμένης εργασίας σε αυτήν τη χώρα, αλλά αν υπάρχει ελπίδα να επιλυθεί το αδιέξοδο που η διαμαρτυρία έχει εισέλθει στη Λευκορωσία με προοδευτικό τρόπο, μπορεί να συμβεί μόνο χάρη στην οργάνωση των εργαζομένων που κατανοούν, διατυπώνουν και υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους.
Υπάρχουν ήδη πολλές διασκορπισμένες αναφορές σχετικά με αναταραχές σε ορισμένες κρατικές βιομηχανικές επιχειρήσεις της Λευκορωσίας, συμπεριλαμβανομένης της Minsk Automobile Plant, του μεγαλύτερου παραγωγού ανατρεπόμενων φορτηγών στον κόσμο BelAZ και του εργοστασίου χημικών Grodno Azot, οι οποίες είναι καθοριστικές για την οικονομία της χώρας. Αυτό, ωστόσο, απέχει πολύ από μια γενική απεργία και πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί ως προς τις προοπτικές αυτής της υλοποίησης. Η εργατική τάξη της Λευκορωσίας είναι εξατομικευμένη και εξαρτημένη από τα αφεντικά σε όλα τα επίπεδα. Δεν έχουν υπάρξει απεργίες μεγάλης κλίμακας από τη δεκαετία του 1990, τα συνδικάτα που δεν εξαρτώνται από το κράτος είναι λίγα σε αριθμό (μόνο περίπου 9000 μέλη) και στερούνται πόρων. Όσες αυθόρμητες απεργίες ξέσπασαν γρήγορα κατέρρευσαν.
Μια πολιτική απεργία είναι μια εξαιρετική ιδέα τώρα, επειδή το κράτος διατηρεί ακόμα τα ηνία της οικονομίας και απασχολεί το 45% των εργαζομένων της χώρας. Ωστόσο, δεν είμαστε πλέον το 1991, με το περίπλοκο στρώμα των συγκρούσεων εντός της κυβερνητικής ελίτ και με τη σχετική αυτονομία των εργαζομένων στα εργοστάσια. Το σημερινό καθεστώς της εργατικής νομοθεσίας της Λευκορωσίας είναι χειρότερο για τους εργαζόμενους από ό,τι κατά την τελευταία σοβιετική περίοδο, συνδυάζοντας το γραφειοκρατικό δεσποτισμό του σοβιετικού παρελθόντος με τον δεσποτισμό του παρόντος, της αγοράς του καπιταλισμού.
Ωστόσο, ελπίζω και υποψιάζομαι ότι κάποια μορφή αυθόρμητης οργάνωσης λαμβάνει χώρα σε επίπεδο βάσης, όπως φαίνεται από τα βίντεο και τις αναφορές εκατοντάδων εργαζομένων που συγκεντρώνονται για να υποβάλουν τα αιτήματά τους στους προϊσταμένους τους και να επιμείνουν στην εφαρμογή τους. Αυτά τα αιτήματα είναι: αρίθμηση των ψήφων, εγγυήσεις ότι δεν θα απολυθούν όσοι συμμετείχαν σε διαδηλώσεις στους δρόμους, απελευθέρωση των κρατουμένων, αποκατάσταση της πρόσβασης στο διαδίκτυο. Εκφράζεται έτσι μια δυσπιστία στα επίσημα συνδικάτα.
Αυτά είναι «πολιτικά» αιτήματα που βγαίνουν από τους δρόμους, αλλά πιο πιεστικά οικονομικά αιτήματα μπορούν ήδη να φανούν στους τοίχους των εργοστασίων. Ένα απόσπασμα από ένα φυλλάδιο που κυκλοφόρησε κάπου σε ένα Minsk Tractor Plant είναι ενδεικτικό:
Το εργοστάσιο είναι ακόμα ζωντανό χάρη στους εργάτες του!
 
Δεν έχετε μαχαίρι τόρνου; Πηγαίνετε να το πάρετε στο Zhdanovichy [ένα χωριό κοντά στο Μινσκ, δηλ.: ένα μέρος μακριά και δύσκολο να φτάσετε]. Το αφεντικό σου δεν σου έδωσε ρούχα εργασίας; Γάμα το, θα το αγοράσω στην αγορά. Μετά το αφεντικό θα σας ζητήσει να μείνετε μετά την ολοκλήρωση της βάρδιας σας επειδή «πρέπει να εκπληρώσετε το σχέδιο». Παίρνετε τον μισθό σας και καταλαβαίνετε ότι σας την έφεραν. Παραπονιέστε στο συνδικάτο, αλλά γνωρίζετε ήδη την απάντηση. Παθαίνετε εργατικό ατύχημα και το δηλώνετε ως ατύχημα εκτός εργασίας γιατί “Λοιπόν, καταλαβαίνετε …”.
 
 Έχετε κουραστεί από όλα αυτά, σωστά;
 
Ο καλύτερος τρόπος να επηρεάσετε τα αφεντικά είναι να κάνετε απεργία. Δεν χρειάζεται να πάτε στην πλατεία και να κτυπήσετε το κράνος σας στο πεζοδρόμιο. Απλώς δουλέψτε με τους κανόνες […] Ζητήστε να εκτελείται κάθε βήμα της τεχνολογικής διαδικασίας σύμφωνα με τους κανονισμούς. Αυτό είναι το δικαίωμά σας. Όσο ένας καλός μισθός και οι δίκαιες εκλογές είναι τα δικαιώματά σας που σας έχουν αφαιρεθεί.
 
Θέλετε να συμμετάσχετε αλλά φοβάστε να απολυθείτε; Θυμηθείτε, συμμετέχονας (στο συνδικάτο) κανένα κάθαρμα δεν θα πάρει τη θέση σας στο μηχάνημα.
Το καθεστώς του Λουκασένκο ξεκίνησε με μια αιματηρή αντιπαράθεση με απεργούς εργαζομένους του μετρό το 1995, οι οποίοι διασκορπίστηκαν αδίστακτα, ξυλοκοπήθηκαν και απολύθηκαν. Η κυριαρχία του εγκαθιδρύθηκε αφού κατάφερε να διασπάσει και να υποτάξει την μαζικότατη Ομοσπονδία Συνδικάτων, της οποίας ο πρόεδρος τον αμφισβήτησε στις εκλογές του 2001.
Το «μοντέλο της Λευκορωσίας» βασίστηκε σε κατακερματισμό, πειθαρχία, δωροδοκία και στέρηση από το προλεταριάτο της ταυτότητάς του. Σε αντάλλαγμα ότι στερήθηκαν την ταξική τους συνείδηση, στους εργαζόμενους προσφέρθηκε διατήρηση θέσεων εργασίας, περιορισμοί στην εμπορευματοποίηση της κοινωνικής σφαίρας, χαμηλοί λογαριασμοί κοινής ωφέλειας και μια υπόσχεση για βασικό μισθό… 500 δολαρίων. Δανείζομαι μια φράση του Γκράμσι, το αποκαλώ «Λευκορωσική «παθητική επανάσταση»: ένα αυταρχικό μονοπάτι μετα-σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, υποκινούμενο και διαμεσολαβημένο από τον φόβο των αυθόρμητων διαδηλώσεων που αναδύονται από ανταγωνιστικές κοινωνικές τάξεις. Ίσως οι εργαζόμενοι μπορούν να αλλάξουν την κατεύθυνση αυτής της διαδικασίας ανακτώντας την ταξική συνείδησή τους. Σίγουρα δεν θα συμβεί εν μία νυκτί ή αυτήν την εβδομάδα, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ μια άλλη αισιόδοξη ουτοπία για να επιλύσει το τρέχον αδιέξοδο.
Η πεποίθησή μου ότι η οργανωμένη εργασία, και όχι ένα αποκεντρωμένο κινηματικό δίκτυο χωρίς ηγέτες, είναι ο μόνος παράγοντας ικανός να διατυπώσει σαφείς απαιτήσεις και να ακουστεί από τις αρχές, μπορεί να αποδειχθεί από ένα βίντεο της συνάντησης μεταξύ των εργαζομένων του εργοστασίου BelAZ και του δημάρχου του Zhodino , που πραγματοποιήθηκε στις 13 Αυγούστου. Κατά το μεσημεριανό γεύμα, αρκετές εκατοντάδες εργαζόμενοι συγκεντρώθηκαν έξω από τις πύλες του εργοστασίου και συναντήθηκαν με τον διευθυντή τους και αργότερα με τον δήμαρχο. Η συζήτηση ήταν τεταμένη αλλά με σεβασμό. Ο δήμαρχος φαινόταν μπερδεμένος και δειλός. Οι εργαζόμενοι απαίτησαν να απελευθερωθούν οι συνάδελφοί τους, οι συγγενείς και οι φίλοι τους που είναι προφυλακισμένοι, να φύγουν οι ειδικές δυνάμεις από την πόλη («Γιατί χρειαζόμαστε μισθό εάν μας χτυπήσουν;») και ανακαταμέτρηση των ψήφων. Επέμειναν ότι η πόλη τους ήταν ασφαλής και ότι είχαν τον έλεγχο της κατάστασης. Ο δήμαρχος, φυσικά, δεν μπορούσε να κάνει σαφείς υποσχέσεις, αλλά συμφώνησε να συναντηθεί με τους εργαζομένους έξω από το εργοστάσιο το βράδυ για να συζητήσουν τα αιτήματά τους. Φεύγοντας του είπαν “Ευχαριστούμε!” και «ο Δήμαρχός μας είναι με το λαό!» Το εργοστάσιο δεν σταμάτησε να λειτουργεί, αλλά μετά την παρακολούθηση του βίντεο, είμαι λιγότερο επιφυλακτικός σχετικά με την πιθανότητα μιας πραγματικής απεργίας διαρκείας. Μέχρι στιγμής, αυτό είναι το μόνο κανάλι μέσω του οποίου οι διαδηλωτές μπορούν να αναγκάσουν τις αρχές σε ένα είδος διαλόγου σε τοπικό επίπεδο. Εάν η κεντρική κυβέρνηση κόψει αυτήν την ευκαιρία, αυτό θα είναι μόνο εις βάρος της.

Εργαζομένοι της BelAZ στις 13 Αυγούστου Πηγή: Tut.by .

Αργότερα εκείνη την ημέρα ο δήμαρχος τελικά συναντήθηκε με ένα τεράστιο πλήθος εργαζομένων της BelAZ και άλλων κατοίκων της πόλης. Αντί για εκρήξεις από βομβίδες κρότου-λάμψης και ήχους από λαστιχένιες σφαίρες, πραγματοποιήθηκε μια μακρά και όχι πολύ παραγωγική συζήτηση σχετικά με την νοθεία των εκλογών, τη βία των δυνάμεων καταστολής και την ανάγκη απελευθέρωσης όσων κρατούνται στο τοπικό προδικαστικό κέντρο κράτησης, πολλοί από τους οποίους μεταφέρθηκαν από το Μινσκ.
Αφού έκανε μια παραλλαγή στο αγαπημένο του θέμα «γδύσου και δούλευε», «άκουσε επίσης τη γνώμη των συνδικάτων» και υποσχέθηκε να «αντιμετωπίσει» τη βία της αστυνομίας και ο αρχηγός της αστυνομίας ζήτησε συγγνώμη για τις υπερβολές. Οι αρχές άρχισαν να υποχωρούν, αλλά οι άνθρωποι δεν ήταν πλήρως ικανοποιημένοι και η κατάσταση συνεχίζει να εξελίσσεται.
Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, στις 14 Αυγούστου, το Minsk Tractor Plant εξεγείρεται. Οι εργαζόμενοι ήταν πολύ διστακτικοί και ανήσυχοι την προηγούμενη μέρα, δεν μπορούσαν να αποφασίσουν πότε και πώς να συγκεντρωθούν και τι να κάνουν. Ωστόσο, χιλιάδες από αυτούς μαζεύτηκαν μπροστά από τις πύλες του εργοστασίου τους και πορεύτηκαν προς το κέντρο της πόλης, συνοδευόμενοι από διάφορους άλλους διαδηλωτές, τους «μεταμοντέρνους αντάρτες» που αναφέρονται παραπάνω. Ήταν μια ήρεμη μέρα, η αστυνομία των ταραχών ήταν επιφυλακή αλλά δεν διέλυσε το πλήθος. Η διαδρομή ήταν ίδια με το 1991: από τη βιομηχανική περιοχή Partizan του Μινσκ έως την Πλατεία Ανεξαρτησίας, παλαιότερα γνωστή ως Πλατεία Λένιν…

πηγή: http://www.criticatac.ro/lefteast/partisans-or-workers-belarusian-protest/

* Ο Volodymyr Artiukh είναι διδακτορικός φοιτητής στην Κοινωνιολογία και την Κοινωνική Ανθρωπολογία και μέλος της συντακτικής ομάδας του Commons: Journal of Social Critique. (https://commons.com.ua/uk/)



Αποσιώπηση κρουσμάτων κορωνοϊού καταγγέλλει η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών

Επίορκοι για λογαριασμό της κυβέρνησης και των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων δε θα γίνουμε, αναφέρει η ανακοίνωση που εστάλη στον Υπουργό Υγείας

Σε ανακοίνωση της η Εκτελεστική Γραμματεία της Ο.Ε.Ν.Γ.Ε. – Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας, που απευθύνει στον Υπουργό Υγείας Βασίλη Κικίλια και τον Υφυπουργό Υγείας Β. Κοντοζαμάνη, καταγγέλλει αποσιώπηση κρουσμάτων ενώ υπογραμμίζει χαρακτηριστικά πως «επίορκοι για λογαριασμό της κυβέρνησης και των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων δε θα γίνουμε».

 Η ανακοίνωση που υπογράφει η πρόεδρος της  Ο.Ε.Ν.Γ.Ε. Αφροδίτη Ρέτζιου, με ημερομηνία 17 Αυγούστου 2020 έχει ως εξής:    

«Με αφορμή ενημερωτικά δελτία τύπου ΚΥ τουριστικών προορισμών για τον αριθμό επιβεβαιωμένων κρουσμάτων Covid-19, οι διοικήσεις των αντίστοιχων Υ.Π.Ε.  έδωσαν εντολή να μην εκδίδονται δελτία τύπου χωρίς προηγούμενη  ενημέρωση και συνεννόηση με τις υγειονομικές περιφέρειες. Ωστόσο, εδώ και έναν μήνα από τότε που δόθηκε η εντολή, δεν έχει γίνει απολύτως καμία σχετική ενημέρωση προς τους κατοίκους και τους επισκέπτες, ούτε από τις ΥΠΕ, ούτε από τον ΕΟΔΥ.

Ποιόν εξυπηρετεί η ανεπίτρεπτη τακτική απόκρυψης, που θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, ιδιαίτερα τις ευπαθείς ομάδες, αν όχι τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του τουρισμού;

Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που αποκρύπτονται επιβεβαιωμένα κρούσματα. Δεκάδες είναι οι καταγγελίες σωματείων για συγκάλυψη – αποσιώπηση και άρνηση ενημέρωσης των εργαζομένων σε μεγάλους εργασιακούς που έχουν επιβεβαιωμένα κρούσματα, με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία τους.

Κατά τα άλλα η κυβέρνηση έχει το θράσος να κουνάει το δάκτυλο στον λαό και τη νεολαία και να κλείνει σε όλες τις πτώσεις την “ατομική ευθύνη”.

Η Ο.Ε.Ν.Γ.Ε. θα συνεχίσει να αναδεικνύει τα οξυμένα προβλήματα στο χώρο της υγείας και να διεκδικεί  μέτρα προστασίας  για την υγεία του λαού και για την πραγματική  θωράκιση του δημόσιου συστήματος υγείας.

Θα συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που υπαγορεύει η συνείδηση μας και ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας, ο οποίος  στο άρθρο 16 ορίζει ότι “ο γιατρός έχει την υποχρέωση να εφιστά την προσοχή της κοινότητας, στην οποία ανήκει, σε θέματα που έχουν σχέση με τη δημόσια υγεία και τη βελτίωση της ποιότητας των ιατρικών υπηρεσιών”.

Συνένοχοι στο έγκλημα σε βάρος της υγείας του λαού δε θα γίνουμε. Δε μας πτοούν ούτε απαγορεύσεις, ούτε πιέσεις, ούτε απειλές από οποιονδήποτε κι αν προέρχονται».

*Η καταγγελία κοινοποιήθηκε και προς το Γενικό Συμβούλιο της Ο.Ε.Ν.Γ.Ε. και τις Ενώσεις Ιατρών Νοσοκομείων της χώρας.




Οι μάσκες και το ταξικό πρόσημο της πανδημίας

Αρκετά κατανοητό άρθρο που αποδαιμονοποιεί τεκμηριωμένα την φετιχοποιημένη χρήση της μάσκας. Εξάλλου είδαμε αρκετές δημοσιεύσεις με περιπτώσεις της αστικής ελίτ (Όπως π.χ. της ΠτΔ) που παρέβλεψαν την επιβεβλημένη χρήση της μάσκας. Πέρα από το αντιφατικό για την πολιτική προστίμων (δηλ. τρομοκράτησης του λαού) η μη χρήση μάσκας από αυτούς δεν οφείλεται σε βλακεία τους, αλλά στο γεγονός ότι γνωρίζουν για την ελλιπέστατη προστασία που παρέχουν.Εν κατακλείδι και για να προλάβουμε διάφορα σχόλια: Φοράμε μάσκες (αν μπορούμε και αντέχουμε οικονομικά χειρουργικές) και τηρούμε τα υγειονομικά μέτρα προστασίας, καταγγέλλουμε τα αστυνομικού τύπου μέτρα και κυρίως τα πρόστιμα, απαιτούμε διατίμηση στις μάσκες στα 10 λεπτά και δωρεάν μάσκες (πολλές) για όλους όσους έχουν χαμηλά εισοδήματα και πιο βασικό: οργανώνουμε κινητοποιήσεις για πιο ουσιαστικά μέτρα προστασίας (με πιο άμεσο αίτημα τον πλήρη έλεγχο όλων των τουριστών που μπαίνουν στη χώρα) και προπαντός άμεση, ουσιαστική και γενναία ενίσχυση του ΕΣΥ.


Γιώργος Κούμπας

Η εργαλειοποίηση της χρήσης τους από τις ελίτ του πλούτου και της εξουσίας και η θυσία των κοινωνιών για την οικονομία τους

Θα είμαι ξεκάθαρος ευθύς εξαρχής. Ναι στη χρήση της μάσκας όπως συστήνουν οι ειδικοί, χωρίς ενδοιασμούς.

Ωστόσο θα πρέπει να γνωρίζουμε μέχρι ποιον βαθμό και αν μας προστατεύει επαρκώς η μάσκα, ώστε να μπορούμε να αυτοπροστατευθούμε και να διεκδικήσουμε από τις κυβερνήσεις τη λήψη μέτρων υπέρ των ζωών μας και της υγείας μας.

Σύμφωνα με μελέτες το μέγεθος των σωματιδίων του κορονοϊού είναι πολύ μικρό (50-200nm). Τόσο μικρό που οι μόνες μάσκες που μπορούν να τον παγιδεύσουν σε σημαντικό βαθμό είναι αυτές με τη σήμανση ffp3, η ύφανση των οποίων έχει πολύ μικρή διάμετρο επίσης.

Οι συγκεκριμένες μάσκες, επειδή συνήθως έχουν βαλβίδα, θα πρέπει να φοριούνται με μια χειρουργική μάσκα από πάνω για να εμποδίζεται η διασπορά του ιού κατά την εκπνοή μας. Και πάλι οι συγκεκριμένες μάσκες μάς προστατεύουν υπό προϋποθέσεις. Σωστή χρήση τους, κάλυψη ματιών, ιικό φορτίο στο περιβάλλον που βρισκόμαστε, σωστές συνθήκες υγιεινής κατά την εφαρμογή, τη χρήση και την απόρριψή τους.

Τέτοιες μάσκες, όμως, είναι και δυσεύρετες και πανάκριβες. Ως εκ τούτου, οι ειδικοί μάς λένε να φοράμε μάσκες μιας χρήσης, χειρουργικού τύπου, ή μάσκες χειροποίητες υφασμάτινες.

Εδώ υπάρχουν οι εξής ενστάσεις

Αυτές οι μάσκες έχουν μεγαλύτερη διάμετρο από το μέγεθος του κορονοϊού. Οι μεν χειρουργικές έχουν φίλτρο 3.000 nm, δηλαδή πολύ μεγαλύτερη διάμετρος από το μέγεθος του ιού, άρα ο ιός τις διαπερνά, οι δε υφασμάτινες έχουν ακόμα μεγαλύτερη διάμετρο, άρα και αυτές τις διαπερνούν τα σωματίδια του ιού ακόμα πιο εύκολα.

Ενα παράδειγμα που χρησιμοποιώ για να γίνει κατανοητό το ζήτημα της διαμέτρου ειδικά για τις υφασμάτινες, χειροποίητες μάσκες είναι αυτό με το δίχτυ ψαρέματος.

Αν θες να πιάσεις γαύρο για τηγάνι και ρίξεις δίχτυα για τόνο, δεν θα πιάσεις κανένα γαύρο, διότι θα διαπερνά το δίχτυ σαν να μην υπήρχε. Ο μόνος γαύρος που μπορείς να πιάσεις θα είναι αυτός που τον έχει φάει ένας τόνος και βρίσκεται στο στομάχι του. Παρομοίως, τα μόνα σωματίδια που μπορούν να αιχμαλωτίσουν αυτές οι μάσκες είναι μόνο τα μεγάλα πάνω στα οποία προσκολλάται ο ιός (π.χ. σταγονίδια από βήχα ή φτέρνισμα) και όχι τα μικρότερα που παράγονται από την εκπνοή ή την ομιλία.

Και έτσι, πάμε στη δεύτερη ένσταση. Οι ειδικοί λένε να φοράμε μάσκες για να προστατεύουμε τους άλλους, ώστε αν φτερνιστούμε ή βήξουμε, τα μεγάλα σωματίδια (οι τόνοι) να πιαστούν από το δίχτυ της υφασμάτινης μάσκας ή απλής χειρουργικής μάσκας. Τα μικρά ωστόσο σωματίδια τα οποία διαχέονται στην ατμόσφαιρα μέσω της απλής εκπνοής και ομιλίας και είναι επίσης μολυσμένα από τον ιό, θα ταξιδέψουν ελεύθερα στην ατμόσφαιρα και θα εισπνευσθούν από κάποιον ακόμα κι αν φοράει μάσκα υφασμάτινη ή χειρουργική.

Αν, δε, προσθέσουμε στην εξίσωση αυτό που λένε οι Κινέζοι και πρόσφατα 239 επιστήμονες από διαφορές χώρες με κοινή μελέτη τους, πως ο ιός είναι αερομεταφερόμενος, δηλαδή δεν πέφτει μετά από ένα, δύο ή έξι μέτρα, αλλά αιωρείται στην ατμόσφαιρα για ώρες, τότε η χρήση μάσκας πραγματικά δεν μπορεί να προσφέρει σημαντική προστασία σε αυτόν που τη φοράει. Διότι προστασία 20-30% που λένε διάφοροι ειδικοί δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής.

Η τρίτη ένσταση είναι πως ο ιός, ο όποιος βρίσκεται στην ατμόσφαιρα, μπορεί να μπει στον οργανισμό και από τα μάτια μας, όπως έχουμε μάθει. Συνεπώς, ακόμα κι αν υποθέσουμε πως η μάσκα μάς προστατεύει επαρκώς, πάλι είμαστε εκτεθειμένοι από τα μάτια μας. Γι’ αυτό θα έχετε δει πως οι γιατροί στις ΜΕΘ φοράνε ειδικές μάσκες (και δεν εννοώ τις ασπίδες) με τις οποίες προστατεύουν και τα μάτια τους.

Εχοντας αυτά τα δεδομένα στο μυαλό μας, εύλογα αναρωτιόμαστε: γιατί τότε μας λένε να φοράμε μάσκες αφού δεν προστατεύουν επαρκώς και μας αφήνουν έκθετους στον ιό;

Η απάντηση είναι πολιτική

Εργαλειοποιούν τη χρήση της μάσκας για να δημιουργήσουν μια ψευδαίσθηση ασφαλείας στην κοινωνία, ώστε να συνεχίσει να εργάζεται και να καταναλώνει, για να μη διαταραχτεί το υπάρχον οικονομικό σύστημα.

Ο πανικός που δημιούργησαν τα χιλιάδες πτώματα σε Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Η.Β., ΗΠΑ και αλλού υπερκεράστηκε γρήγορα για τις ελίτ του πλούτου και τους εξουσιαστές υπαλλήλους τους στις ανά τον κόσμο κυβερνήσεις από τον τρόμο που τους προκάλεσαν η πτώση των χρηματιστηρίων και η πτώση στην τιμή του πετρελαίου.

Αυτά, σε συνδυασμό με τα χρήματα, τα οποία θα έπρεπε να δώσουν οι κυβερνήσεις ώστε να χρηματοδοτήσουν τον πληθυσμό να κάθεται στα σπίτια του μέχρι να βρεθεί το φάρμακο (μόνο στη σκέψη αυτής της ιδέας κάθε νεοφιλελεύθερος βγάζει φλύκταινες), έκαναν το μετρό του lock down απαγορευμένη λέξη για κάθε κυβέρνηση ανά τον κόσμο. Ως προς αυτό, αιμοσταγείς καπιταλιστές τύπου Τραμπ, Μπολσονάρο, Τζόνσον κ.ά. υπήρξαν πιο ειλικρινείς στη στάση που κράτησαν από τους μετριοπαθέστερους τύπου Μέρκελ, Σαρκοζί, Κοντε, Μητσοτάκη κ.ά., διότι εξαρχής με ψέματα και fake news προσπάθησαν να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη, πως δεν υπάρχει πανδημία, πως πρόκειται για έναν απλό ιό και γι’ αυτό προέτρεπαν τον κόσμο να συνεχίσει να εργάζεται και να καταναλώνει. Πράγμα που κατάφεραν σε σημαντικό βαθμό. Το αποτέλεσμα, εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί εργαζόμενοι στις χώρες τους.

Αντίθετα, οι μετριοπαθείς ηγέτες, έχοντας μαθηματική λογική και πείρα στη χειραγώγηση της κοινωνίας, ξεκίνησαν μια σταυροφορία, για να μας πείσουν αφενός πως ένα lock down δεν θα ξαναγίνει, διότι η οικονομία δεν το αντέχει, αφετέρου πως οι μάσκες είναι επαρκείς για να μας προστατεύσουν όταν εργαζόμαστε και συνωστιζόμαστε, για να μετακινηθούμε και για να καταναλώσουμε. Ως εκ τούτου, αν νοσήσουμε και αρρωστήσουμε είναι ατομική ευθύνη του καθενός από εμάς, ο οποίος δεν φόρεσε σωστά τη μάσκα του, ή που επέλεξε να πάει σε μια πλατεία ή σε μια διαμαρτυρία. Διότι είναι γνωστό πως εκεί κολλάει, ενώ στα ΜΜΜ που είναι πήχτρα δεν κολλάει, ούτε στα αεροπλάνα κολλάει, ούτε στους εργασιακούς χώρους κολλάει, ούτε όταν καταναλώνουμε κολλάει, ούτε στην εκκλησία κολλάει, ούτε στα πλοία με πληρότητα 80% κολλάει, ούτε από τα εκατομμύρια τουριστών κολλάει· κολλάει όμως στα πανηγύρια και από τους μετανάστες, γι’ αυτό τους έχουν ακόμα έγκλειστους σε ένα παρατεταμένο καθεστώς εξαίρεσης στα κατά τόπους στρατόπεδα συγκέντρωσης από την έναρξη του πρώτου lock down μέχρι σήμερα.

Συνεπώς, η μη επαρκής προστασία που παρέχουν η μάσκα, τα δύο μέτρα απόσταση και λοιπά ημίμετρα αποκρύπτεται. Αντίθετα εργαλειοποιούνται αυτά τα ημίμετρα ως ασφαλή για να συνεχίσουμε να κινούμε την οικονομία τους. Ταυτόχρονα η κρατική ανεπάρκεια και εγκληματική πολιτική (ανυπαρξία τεστ, μη ενίσχυση του ΕΣΥ, εγκληματικό άνοιγμα του τουρισμού χωρίς σχέδιο και κατάλληλη προετοιμασία, ελάχιστες ΜΕΘ και μη πρόσληψη του απαραίτητου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, καμία τήρηση μέτρων σε εργασιακούς χώρους, υποχώρηση σε πιέσεις εφοπλιστών, βιομηχάνων και μεγάλων παικτών στον χώρο του τουρισμού) επιχειρείται ακόμα μία φορά να μετακυλιστούν στην ατομική ευθύνη του καθενός από εμάς.

Η κοινωνία και τα κινήματά της θα πρέπει να αντιληφθούμε έγκαιρα αυτό το έγκλημα και θα πρέπει να απαιτήσουμε μετασχηματισμό της οικονομίας, ώστε να στηρίξει τις κοινωνίες μέχρι να βρεθεί το φάρμακο.

Θα πρέπει, αντί να θυσιάσουμε την υγεία και τις ζωές τις δικές μας και των αγαπημένων μας για τις ελίτ του πλούτου και της εξουσίας, να απαιτήσουμε η οικονομία τους από κερδοσκοπική, συσσωρευτική και ανταγωνιστική να μετατραπεί σε συνεργατική, αλληλέγγυα και υποστηρικτική προς τις κοινωνίες, ώστε αυτές να μπορέσουν να επιβιώσουν σε συνθήκες λελογισμένων lock down μέχρι να βρεθεί η θεραπεία. Να μετασχηματιστεί, δηλαδή, το εργαλείο –η οικονομία– προς όφελος του ανθρώπου και όχι να θυσιαστεί ο άνθρωπος για το εργαλείο.

Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο συλλογικά. Οποιος πιστεύει πως μπορεί να αυτοαπομονωθεί ή να αυτοπροστατευθεί αυταπατάται. Διότι η πανδημία έχει πρόσημο ταξικό και κάνεις μισθωτός, μεροκαματιάρης, υποαπασχολούμενος ή άνεργος δεν μπορεί να αντέξει μόνος του το κόστος αυτοσυντήρησής του αν αποφασίσει να μην εργαστεί για να προστατεύσει την υγεία και τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του.

Μέχρι τότε, ναι στην τήρηση των ημίμετρων (μάσκες, αποστάσεις), γνωρίζοντας όμως την εργαλειοποίησή τους και πως ακόμα και με αυτά οι πιθανότητες να νοσήσουμε, να νοσηλευτούμε και τελικά να πεθάνουμε εμείς ή οι αγαπημένοι μας είναι πολλές, αν βρεθούμε σε χώρο όπου υπάρχει ο ιός.

Πηγή:efsyn.gr




Η Ρόζα Λούξεμπουργκ για τη μαζική απεργία

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, γεννήθηκε στην Πολωνία στις 5 Μαρτίου του 1871. Για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της ήταν ηγετικό στέλεχος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, του SPD που ήταν από τις μεγαλύτερες εργατικές οργάνωσεις στον κόσμο στα τέλη του περασμένου αιώνα και στις αρχές του 20ου.

Δολοφονήθηκε μαζί με τον Κάρλ Λίμπκνεχτ στο Βερολίνο τον Ιανουάριο του 1919 από εθνικιστικά τάγματα (Freikorps) που εκτελούσαν εντολές της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Γερμανίας, το ίδιο κόμμα που από τις γραμμές του η Ρόζα αγωνίστηκε για δεκαετίες. Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ συνελήφθησαν στο Βερολίνο στις 15 Ιανουαρίου του 1919 και δολοφονήθηκαν την ίδια μέρα.

Ένα από τα μεγαλύτερα συγγραφικά έργα της Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι το βιβλίο της «Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα» που γράφτηκε το 1906. Όπως διαβάζουμε στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης του 1997 (Εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία), η Ρόζα έγραψε το «Μαζική απεργία» το 1906, εξόριστη στη Φινλανδία. Με το έργο της αυτό αναγνωρίζεται για πρώτη φορά ο μοναδικός ρόλος που έχουν να παίξουν οι απεργίες μέσα στην επαναστατική διαδικασία.

Τα παρακάτω αποσπάσματα του βιβλίου είναι ενδεικτικά για τον ρόλο της μαζικής απεργίας σε μια επαναστατική διαδικασία.


Η μαζική απεργία, έτσι όπως μας τη δείχνει η ρώσικη επανάσταση είναι ένα τόσο μεταβαλλόμενο φαινόμενο, που αντανακλά στο εσωτερικό του όλες τις φάσεις της οικονομικής και πολιτικής πάλης, όλα τα στάδια και όλες τις στιγμές της επανάστασης. Το πεδίο της εφαρμογής της, η προσαρμοστικότητα, η δύναμη της δράσης της, οι παράγοντες που την προκαλούν, μεταμορφώνονται αδιάκοπα. Ξαφνικά, ανοίγει στην επανάσταση νέες ευρύτερες προοπτικές, την στιγμή που φαινόταν ότι αυτή είχε μπλεχτεί σ’ ένα αδιέξοδο. Και, αντίθετα, αρνείται να λειτουργήσει την στιγμή που όλοι είναι σίγουροι ότι μπορούν να βασίζονται σ’ αυτήν. Άλλοτε κατακλύζει σαν κύμα ολόκληρη την αυτοκρατορία, άλλοτε πάλι κατατεμαχίζεται σ’ ένα ατελείωτο δίκτυο από ρυάκια, άλλοτε αναβλύζει μέσα από το έδαφος σαν ζωντανή πηγή κι άλλοτε χάνεται μέσα στη γη. Οικονομικές και πολιτικές απεργίες, μαζικές απεργίες και απεργίες για επιμέρους αιτήματα, απεργίες συμβολικές ή μαχητικές γενικές απεργίες που θίγουν ιδιαίτερους τομείς ή ολόκληρες πόλεις, ειρηνικές διεκδικητικές απεργίες ή συγκρούσεις και μάχες οδοφραγμάτων όλες αυτές οι μορφές πάλης διασταυρώνονται, συμβαδίζουν, υπερκαλύπτουν η μια την άλλη, αποτελούν ένα ωκεανό φαινομένων νέων που κινούνται ακατάπαυστα. Κι ολοκάθαρα εμφανίζεται ο νόμος της κίνησης αυτών των φαινομένων: δεν βρίσκεται στα πλαίσια της ίδιας της μαζικής απεργίας, στις ίδιες τις τεχνικές της ιδιομορφίες, αλλά στο συσχετισμό των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της επανάστασης.[…]

—————

Το κίνημα, στο σύνολο του, δεν προχωράει αποκλειστικά με το πέρασμα από τον οικονομικό στον πολιτικό αγώνα. Κάθε μια απ’ τις μεγάλες μαζικές πολιτικές κινητοποιήσεις σπάει σ’ ένα πλήθος οικονομικών απεργιών, αφού φτάσει στην κορύφωση της. Κι αυτό δεν ισχύει μονάχα για κάθε μια απ’ τις μεγάλες απεργίες, αλλά ακόμα και για την επανάσταση στο σύνολό της. Με την εξάπλωση της πολιτικής πάλης, με το ξεκαθάρισμα και την κλιμάκωση της, ο οικονομικός αγώνας όχι μονάχα δεν εξαφανίζεται, αλλά εξαπλώνεται, οργανώνεται και κλιμακώνεται παράλληλα. Υπάρχει μια πλήρης αλληλοεπίδραση ανάμεσα στα δύο.

Κάθε νέα έξαρση και κάθε νέα νίκη της πολιτικής πάλης μετατρέπεται σε μια ισχυρή ώθηση για την οικονομική πάλη, επεκτείνει τις δυνατότητες της εξωστρεφούς της δράσης και γίνεται σκαλοπάτι για τους εργάτες για να βελτιώσουν τη θέση τους και να αναπτύξουν την αγωνιστικότητα τους. Κάθε κύμα πολιτικής πάλης αφήνει πίσω του ένα γόνιμο λιβάδι απ’ όπου αμέσως ξεπετιούνται χίλιοι νέοι οικονομικοί αγώνες. Και αντίστροφα, η ακατάπαυστη οικονομική πάλη που οι εργάτες διεξάγουν ενάντια στο κεφάλαιο, τους κρατά σ’ εγρήγορση και μαχητική ενεργητικότητα ακόμα και στο μεσοδιάστημα της πολιτικής ηρεμίας. Δημιουργεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα μόνιμο ρεζερβουάρ ενεργητικότητας του προλεταριάτου απ’ όπου η πολιτική πάλη ανανεώνεται συνεχώς με φρέσκες δυνάμεις. Ταυτόχρονα, η ακατάπαυστη διεκδικητική οικονομική πάλη προκαλεί, άλλοτε εδώ κι άλλοτε εκεί, οξείες συγκρούσεις απ’ όπου ξεσπούν ξαφνικές πολιτικές μάχες. […]

—————

Στην πραγματικότητα, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε πολιτικό και οικονομικό αγώνα καθώς και η αυτονομία αυτών των δυο δεν είναι παρά ένα τεχνητό προϊόν της κοινοβουλευτικής περιόδου – έστω και ιστορικά καθορισμένο. Από τη μια μεριά, μέσα στην ήσυχη και «φυσιολογική» πορεία της αστικής κοινωνίας, ο οικονομικός αγώνας είναι διασπασμένος, διασκορπισμένος σε χιλιάδες μεμονωμένους αγώνες σε κάθε επιχείρηση, σε κάθε παραγωγικό κλάδο. Από την άλλη μεριά, ο πολιτικός αγώνας δεν διεξάγεται από τις μάζες με άμεση δράση, αλλά αντιστοιχεί στη μορφή του αστικού κράτους, μέσα από αντιπροσωπευτικούς δρόμους, γίνεται μέσα από την συμμετοχή στο νομοθετικό σώμα. Μόλις αρχίζει μια περίοδος επαναστατικών αγώνων, μόλις δηλαδή οι μάζες εμφανίζονται στο πεδίο του αγώνα, εξαφανίζονται αμέσως και η διάσπαση του οικονομικού αγώνα και η έμμεση κοινοβουλευτική μορφή του πολιτικού αγώνα. […]

—————

Το τίμημα που καταβάλλει η προλεταριακή μάζα για κάθε επανάσταση είναι πραγματικά ένας ωκεανός τρομερών στερήσεων και πόνων. Η λύση που δίνει μια επαναστατική περίοδος σ’ αυτή τη φαινομενικά άλυτη δυσκολία, είναι με το να απελευθερώνει μια τεράστια ποσότητα μαζικού ιδεαλισμού, ώστε ακόμα και οι πιο επώδυνες καταστάσεις να μην γονατίζουν τις μάζες. Δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε ούτε την επανάσταση ούτε τη μαζική απεργία με την ψυχολογία ενός συνδικαλιστή που δέχεται να απεργήσει με την προϋπόθεση ότι στην περίπτωση της απόλυσης του θα μπορεί να στηριχθεί σε ένα απ’ τα πριν και με ακρίβεια προσδιορισμένο επίδομα. Μέσα όμως στην επαναστατική θύελλα, ο προλετάριος μεταμορφώνεται από έναν πάτερ-φαμίλια που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το πώς θα εξοφλήσει το δάνειο, σ’ έναν «ρομαντικό επαναστάτη» για τον οποίο το ίδιο το υπέρτατο αγαθό – η ζωή του – και φυσικά ακόμα περισσότερο τα υλικά αγαθά, έχουν μικρή αξία σε σχέση με το μεγάλο ιδανικό του αγώνα. […]

—————

Η θέση που υιοθετούν πολυάριθμοι συνδικαλιστές ηγέτες γι’ αυτό το ζήτημα τις περισσότερες φορές περιορίζεται στην ακόλουθη διαβεβαίωση: «Δεν είμαστε ακόμη αρκετά ισχυροί για να διακινδυνεύσουμε μια τόσο ριψοκίνδυνη επίδειξη δύναμης όπως η μαζική απεργία». Αλλά μια τέτοια άποψη δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Πραγματικά είναι ένα άλυτο πρόβλημα, το να θέλει κανείς να εκτιμήσει εν ψυχρώ, με έναν αριθμητικό υπολογισμό, ποια στιγμή το προλεταριάτο θα είναι «αρκετά ισχυρό» για να ξεκινήσει οποιονδήποτε αγώνα. Πριν από 30 χρόνια τα γερμανικά συνδικάτα αριθμούσαν 50.000 μέλη: αριθμός που ολοφάνερα, σύμφωνα με τα προηγούμενα κριτήρια, δεν επέτρεπε ούτε σκέψη για μαζική απεργία. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα τα συνδικάτα ήταν 8 φορές πιο ισχυρά και αριθμούσαν 237.000 μέλη.

Εάν παρ’ όλα αυτά την εποχή εκείνη είχε κάποιος ρωτήσει τους σημερινούς ηγέτες εάν η οργάνωση του προλεταριάτου είχε την αναγκαία ωριμότητα για μια μαζική απεργία, θα έπαιρνε την απάντηση ότι η μαζική απεργία απείχε πολύ και ότι η συνδικαλιστική οργάνωση θα έπρεπε πρώτα να συγκεντρώσει εκατομμύρια μέλη. Σήμερα υπάρχουν περισσότερο από ένα εκατομμύριο συνδικαλισμένοι εργάτες, αλλά η γνώμη των ηγετών είναι πάντα η ίδια και αυτό μπορεί να διαρκέσει αιώνια. Η στάση αυτή βασίζεται στο υπονοούμενο αξίωμα ότι ολόκληρη η γερμανική εργατική τάξη μέχρι τον τελευταίο άνδρα, την τελευταία γυναίκα, πρέπει να μπει στην οργάνωση προτού να’ ναι «αρκετά ισχυρή» για να διακινδυνεύσει μια μαζική δράση, η οποία όμως τότε, σύμφωνα με την παλιά συνταγή, θα αποδειχθεί «περιττή». Αλλά η θεωρία αυτή είναι τελείως ουτοπική για τον απλό λόγο ότι υποφέρει από μια εσωτερική αντίφαση, αποτελεί ένα φαύλο κύκλο. Καταλήγει να υποστηρίζει ότι οι εργάτες, προτού ξεκινήσουν οποιαδήποτε άμεση μαζική δράση πρέπει να ‘ναι οργανωμένοι στο σύνολο τους. […]

Πηγή:tetartopress.gr




Το Αιγαίο και τα ψάρια του, τα κανόνια και το κρέας τους

Με το παρόν επιχειρείται εισπήδησις, που θα έλεγαν και οι ιεράρχες, αν δεν είχαν μπλέξει τα άμφια με τα φισεκλίκια, διχασμένοι ανάμεσα στο εθνικοπατριωτικό σάλπισμα υπέρ βωμών και καλωδίων και στον εξορκισμό του ενσαρκωμένου σε λοιμωξιολόγο εξαποδό, ο οποίος παραπλανά τους πιστούς ότι ο Covid-19 μεταδίδεται με την αγία λαβίδα στη θεία μετάληψη – θου Κύριε. Αλλά, πράγματι, το πόνημα αποτελεί εισπήδηση, όχι με την έννοια του εκκλησιαστικού πρωτοκόλλου, αλλά με την οπτική της ναυτοσύνης και δη στην πειρατική εκδοχή της. Εισπήδηση λοιπόν, κανονικό ρεσάλτο δηλαδή, στα πεδία της θαλάσσιας πολιτικο-στρατιωτικής διπλωματίας, όπου πέφτει άγριο πήδημα, στα όρια του βιασμού της κοινής λογικής και του πολιτικού ρεαλισμού.

Κατ’ αρχήν, το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του. Και το Αιγαίο και η Aνατολική Μεσόγειος και όλα τα πελάγη και οι ωκεανοί, που αποτελούν το φυσικό ενδιαίτημα των ψαριών και λοιπών θαλάσσιων ειδών πολύ πριν το είδος μας αποφασίσει να οικοπεδοποιήσει κάθε λεύγα θάλασσας, υγρής ή παγωμένης. Ο ευφυής αναρχικός σαρκασμός στις εξάρσεις της ελληνοτουρκικής διένεξης της δεκαετίας του ’80 παραμένει επίκαιρος και τελικά η μόνη απόλυτα ειλικρινής (παρά την πολιτική της αφέλεια) προσέγγιση σε ένα θέμα που η πολιτική, η διπλωματία, η εμπορευματοποίηση και η στρατιωτικοποίηση του πλανήτη έχει κάνει πιο περίπλοκο απ’ όσο πραγματικά είναι. Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του, όχι με την έννοια της «βαθιάς οικολογίας» που θεωρεί άξια επιβίωσης μόνο την αυτοαναπαραγόμενη αμοιβάδα, αλλά γιατί αυτό ίσχυσε επί χιλιετίες οικονομικού πολιτισμού και ναυσιπλοΐας. Ακόμα κι οι Ρωμαίοι που χαρακτήρισαν τη Μεσόγειο «Mare Nostrum», αν και εφευρέτες του Δικαίου, δεν διανοήθηκαν να θεμελιώσουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στη θάλασσα: απλώς εξέφραζαν την αυταρέσκειά τους και μετέτρεψαν τη Μεσόγειο σε λίμνη τους, όταν η αυτοκρατορία τους κατέλαβε και την τελευταία σπιθαμή εδάφους σε νότια Ευρώπη, βόρεια Αφρική και Μικρά Ασία.

Κι έτσι έμεινε για αιώνες
η θάλασσα αδέσποτη και χωρίς ιδιοκτήτες. Ακόμη και την εποχή των εξερευνήσεων και της αποικιοποίησης των πέραν της Ευρώπης ηπείρων, ουδείς διενοήθη -ούτε καν οι αδηφάγοι Αγγλοι ή οι άπληστοι Ολλανδοί- να οικοπεδοποιήσει τους ωκεανούς και τα πελάγη. Εμειναν σκοτεινά, μυστηριώδη κι επίφοβα, γιατί ακόμη κι οι ναυτικές υπερδυνάμεις όλο και σε κάποια γοργόνα πάνω θα έπεφταν και θα έδιναν τη λάθος απάντηση στην ερώτηση-παγίδα «ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;», όλο και κάποια λευκή φάλαινα φυσητήρας θα έδινε θανάσιμη και αμετάκλητη απάντηση σ’ έναν κάπτεν Αχαάβ για την κυριαρχία στη θάλασσα. Οποιος έχεις διαβάσει το «Μόμπι Ντικ», καταλαβαίνει γιατί το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του και στα θηλαστικά και στα μαλάκια και στα οστρακόδερμά του.

Αυτό λίγο-πολύ το ‘ξεραν ακόμη κι οι αποικιοκράτες στην κορύφωση του ανταγωνισμού για την «ανακάλυψη» και κατάληψη των υπερπόντιων κτήσεων, αποδεχόμενοι τη ρεαλιστική αρχή της «ελευθερίας των θαλασσών» (Mare Liberum) του Hugo Grotius που έλεγε το εξής απλούστατο: η θάλασσα δεν ανήκει σε κανέναν, δεν νοείται εθνική κυριαρχία πάνω της, κάθε έθνος δικαιούται να ταξιδεύει στα νερά της και το μόνο δικαίωμα που μπορεί να διεκδικεί έναντι των άλλων εθνών είναι αυτό της αβλαβούς διέλευσης. Τα υπόλοιπα ήταν υπόθεση της θάλασσας, που αν ήθελε σ’ άφηνε να τη διαπλεύσεις ήρεμα, αν γούσταρε σε κατάπινε ώσπου να πεις «φάλαινα».

Εξ ου και ο Σκαρίμπας εξήρε αθυρόστομα την προαιώνια -και ερήμην ανθρώπων- ΑΟΖ θάλασσας και θαλασσίων ειδών με τον περίφημο στίχο: «γεια σου πουτάνα θάλασσα που σε γαμούν τα ψάρια, που σε γαμεί κι ο κάβουρας με τα στραβά ποδάρια». Φυσικά, αυτό υπερεκτιμά κάπως τις δυνάμεις των αλιευμάτων, που ενίοτε καταλήγουν στο τηγάνι ή στη σχάρα, αλλά κι εμείς μάλλον υπερτιμούμε τις δυνατότητές μας απέναντι στους καραδοκούντες Μόμπι Ντικ.

Πότε περάσαμε από τη Mare Liberum στη Mare Clausum; Από τον 17ο αιώνα υπήρξαν πολλοί, με πρώτους τους Αγγλους, που επιχείρησαν να αμφισβητήσουν τη βολική για όλους «ελευθερία των θαλασσών», επιχειρώντας να θεμελιώσουν δικαίωμα κρατικής κυριαρχίας στη θάλασσα, τουλάχιστον με την εμβέλεια των κανονιών που είχαν στα καράβια τους. Αλλά επειδή αυτή η εμβέλεια μετά βίας ξεπερνούσε τα 200-300 μέτρα, η κυριαρχία στη θάλασσα ήταν χωρίς νόημα. Πιο αποτελεσματική ήταν η κρατικά χορηγούμενη πειρατεία.

Τα πράγματα άλλαξαν στον 20ό αιώνα, όταν η δίψα για πετρέλαιο και η τεχνολογία εκμετάλλευσης των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων συναντήθηκαν με το άλμα στην τεχνολογία του πολέμου. Που όχι απλώς αύξησε την εμβέλεια των κανονιών, αλλά έδωσε τη δυνατότητα να κάνουν τη βρομοδουλειά με κατανάλωση λιγότερου ανθρώπινου κρέατος (αυτό ήταν ένα από τα κεκτημένα της πολεμικής τεχνολογίας μετά την αιματηρή εμπειρία δύο παγκοσμίων πολέμων). Το Δίκαιο της Θάλασσας, στο οποίο όλοι ομνύουν, είναι κατά κάποιον τρόπο προϊόν της συνάντησης των βιομηχανιών των υδρογονανθράκων και του πολέμου, από την οποία προέκυψε η ιδέα της πλήρους εμπορευματοποίησης, οικοπεδοποίησης και ουσιαστικά ιδιωτικοποίησης της θάλασσας όχι μόνο στην επιφάνεια, αλλά και κάτω από τον βυθό της. Το Δίκαιο της Θάλασσας και των κρατικών κυριαρχιών σ’ αυτήν είναι το αποτύπωμα μιας άγριας, ανταγωνιστικής αγοράς βυθού που θα έκανε και τον Μόμπι Ντικ να τρέμει από τρόμο.

Αυτά τα στοιχειώδη είναι καλό να τα ξέρουν όσοι είναι έτοιμοι να ζωστούν με φισεκλίκια και να γίνουν μπουρλοτιέρηδες για υφαλοκρηπίδες, αιγιαλίτιδες, χωρικά ύδατα, ΑΟΖ, επήρειες, σεισμικές έρευνες, καλώδια κι όσα ακατάληπτα συγκροτούν τη φαντασιακή πατριδοκαπηλική αρλούμπα περί προαιώνιων κυριαρχικών δικαιωμάτων, βωμών, εστιών και κυμάτων, πίσω από την οποία κρύβονται οι έμποροι εθνών, συνόρων, υδρογονανθράκων και όπλων. Ολα είναι υπόθεση παζαριού -ανατολίτικου ή δυτικότροπου, μικρή σημασία έχει- κι αργά ή γρήγορα η ελληνοτουρκική (ή η ελληνο-τουρκο-λιβανο- κυπρο-συρο-αιγυπτιο-λιβυο-παλαιστινο-ισραηλινή) διαφορά για τις θαλάσσιες κυριαρχίες στην Ανατολική Μεσόγειο θα καταλήξει σ’ ένα τραπέζι διαπραγμάτευσης. Είτε προηγηθεί σύρραξη είτε όχι. Διαλέξτε αν θέλετε πρώτα να ταΐσετε τα κανόνια με φρέσκια ανθρώπινη σάρκα, εφόσον το θεωρείτε αρκούντως πατριωτικό. Αυτό το αναπόφευκτο παζάρι είναι το απλό, κοινό, ανομολόγητο μυστικό όλου του πολιτικού συστήματος, οριζοντίως. Οσο το κρύβει, συμβάλλει στην εξαπάτηση μιας κοινωνίας που ματαιοπονεί σαν τον Αχαάβ να εκδικηθεί για ένα κομμένο πόδι. Με τον κίνδυνο να χαθεί ολόκληρος.

ΥΓ.: Τις βλέπω τις κρεμάλες να στήνονται στο Σύνταγμα, έτοιμες για τα εύθραυστα λαιμουδάκια μας.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

 
Ο αέρας ανήκει σε αυτήν την κατηγορία πραγμάτων (σ.σ. res communis=κοινά τοις πάσι) για δύο λόγους. Πρώτον, δεν είναι δεκτικός στην κατοχή και, δεύτερον, η κοινή χρήση του προορίζεται για όλους τους ανθρώπους. Για τους ίδιους λόγους η θάλασσα ανήκει από κοινού σε όλους. Γιατί είναι τόσο απεριόριστη που δεν μπορεί να γίνει ιδιοκτησία κανενός-καμίας, και επειδή είναι προορισμένη για χρήση από όλους, είτε το θεωρούμε από την άποψη της ναυσιπλοΐας είτε από την άποψη της αλιείας.
Hugo Grotius, «Mare Liberum» (Η ελευθερία των θαλασσών), 1609

Πηγή:kibi-blog.blogspot.com