1

Μια ιστορία του Τζιμ Χίγκινς για τον τροτσκισμό-κεφάλαιο 3

Kεφάλαιο 3- Ο αυταρχισμός του Χίλι και η ίδρυση της Ομάδας του Κλιφ (SRG) στη Βρετανία

(Μτφρ: Α.Λ.)

Αν ανοίξεις το κουτί της Πανδώρας, δεν γνωρίζεις ποτέ ποιοι δούρειοι ίπποι μπορεί να ξεπηδήσουν από μέσα.

Έρνεστ Μπέβιν

Η ζωή σε μια ομάδα του Χίλι όταν προκύπτουν πολιτικές διαφορές δεν έχει πολλή πλάκα. Το 1950, οι διαφορές αφορούσαν τους λίγους που προσχώρησαν στην κρατικοκαπιταλιστική ανάλυση του Κλιφ, τον Τεντ Γκραντ και όσους απέμεναν από τους οπαδούς του Χάστον, την πρώην φράξια του RCP που τασσόταν υπέρ της ανεξάρτητου κόμματος και τελικά όλους όσους συνασπίστηκαν στη βάση της απαξίωσής τους για την παλιά ηγεσία του RCP που τους είχε εγκαταλείψει και της αντιπάθειάς τους για τον Χίλι, την πολιτική και τις μεθόδους του.  Όπως έγραψε πολύ αργότερα ο Κεν Τάρμπακ, τότε νέο μέλος της ομάδας: «Δυσκολευτήκαμε να προσαρμοστούμε πολύ στο νέο καθεστώς και πάνω απ ‘όλα βρήκαμε εξαιρετικά δυσκολοχώνευτη την Socialist Outlook (Σοσιαλιστική Προοπτική, η εισοδιστική εφημερίδα του Χίλι.- σημ. Τζιμ Χίγκινς) … Είχε εξαφανιστεί κάθε κριτική στον σταλινισμό ή τη σοσιαλδημοκρατία … Βρεθήκαμε να πουλάμε μια εφημερίδα που πρόβαλλε στο εξώφυλλο τους σταλινικούς ηγέτες των συνδικάτων ή τους συντρόφους τους βουλευτές του Εργατικού Κόμματος. Όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, αυτό δεν βοηθούσε πολύ το ηθικό μας. Σαν κερασάκι στην τούρτα, βρεθήκαμε ως πρώην υποστηρικτές της πλειοψηφίας να αντιμετωπιζόμαστε ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας … αρχίσαμε να ακούμε φήμες για διαγραφές ή απόσυρση από την πολιτική δράση ανθρώπων που ήταν μέλη του κινήματος εδώ και χρόνια … η μυστική μας φράξια έκανε πρόσκληση στον Τόνι Κλιφ να μας συναντήσει, κάτι που έκανε και κάναμε μια αρκετά μεγάλη συζήτηση για την Ομάδα και την Διεθνή. Είχε μια πολύ πειστική γραμμή που πήγαινε κάπως έτσι: «Όποιος εξακολουθεί να βλέπει τη σταλινική Ρωσία ως εργατικό κράτος, ισχυριζόμενος ουσιαστικά ότι οι σταλινικοί μπορούν να φέρουν σε πέρας την επανάσταση (Ανατολική Ευρώπη και Κίνα) τότε καταλήγει να υιοθετεί σταλινικές πολιτικές (π.χ.  εφημερίδα Σοσιαλιστική Προοπτική, η γραμμή της Διεθνούς Γραμματείας για τη Γιουγκοσλαβία κλπ, οι σταλινικές οργανωτικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται π.χ. στην ομάδα του Χίλι). Η μόνη διέξοδος από το δίλημμα ήταν να υιοθετήσουμε την κρατικοκαπιταλιστική γραμμή (για τη Ρωσία). “… Εντυπωσιαστήκαμε πολύ με αυτή την επιχειρηματολογία, αλλά σε εκείνο το σημείο αρνηθήκαμε να επενδύσουμε όλα τα λεφτά μας στη φράξιά του.” [1]

Ο νεαρός Τάρμπακ εξελέγη ως αντιπρόσωπος από το Μπέρμινχαμ στο συνέδριο της «Ομάδας του 1950, εξουσιοδοτημένος να κατεβάσει ψήφισμα που έκανε κριτική στη Σοσιαλιστική Προοπτική. Ήταν ένα συνέδριο όπου ο Χίλι διασφάλισε την πλειοψηφία του διαλύοντας και ανακατεύοντας τις τοπικές οργανώσεις και «μαγειρεύοντας» τα αποτελέσματα των αντιπροσώπων.  Οι αντίπαλοι ως συνήθως έφαγαν βρισίδι. Κάποια στιγμή ο Χίλι φώναξε στον Τεντ Γκραντ, “Γύρνα στον σωρό με τα σκατά”. Όλη αυτή η συμπεριφορά ξένιζε αρκετά την κομματική ζωή του RCP και, όταν ο Κεν ανέφερε τι έγινε όταν βρήκε τους συντρόφους του στο Μπέρμινχαμ, αποφάσισαν ότι ο Κλιφ είχε δίκιο. Oι περισσότεροι από τους «κρατικοκαπιταλιστές» είχαν ήδη εκδιωχθεί, με το ένα ή το άλλο πρόσχημα, και έτσι αποφάσισαν να αποχωρήσουν με πάταγο. “Τότε αποφασίστηκε ότι ο Πέρσι Ντάουνι (πρώην μέλος του RCP που, αστείο αλήθεια, ήταν επίσης κουρέας) θα κατέβαζε ένα ψήφισμα στον Εμπορικό Σύλλογο του Μπέρμινχαμ, διεκδικώντας ίσες αποστάσεις στον πόλεμο της Κορέας (στΜ ούτε στο πλευρό του δυτικού καπιταλισμού ούτε στο πλευρό του σταλινισμού). Το αποτέλεσμα ήταν μια άμεσα συγκληθείσα συνεδρίαση του «Κλαμπ»με τον Χίλι παρόντα. Ο Χίλι κατέβασε ψήφισμα για διαγραφή του Πέρσι και αρνήθηκε να επιτρέψει οποιαδήποτε συζήτηση πάνω στην πολιτική ουσία του ζητήματος, επιμένοντας ότι το μόνο ζήτημα συζήτησης έπρεπε να είναι «παραβίασε ή δεν παραβίασε την κομματική πειθαρχία καταθέτοντας το ψήφισμα στον Εμπορικό Σύλλογο». Ωστόσο το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν ισοπαλία. Ο Χίλι τότε κάλεσε σε διακοπή της συνεδρίασης, δηλώνοντας ότι η λειτουργία της τοπικής οργάνωσης θα ανασταλεί μέχρι νεοτέρας». [2] Λίγο αργότερα ο Χίλι έκανε μεταγραφή στην τοπική ενός «νομιμόφρονος» για να ανατρέψει την ισοπαλία και πέτυχε τη διαγραφή. Και όχι μόνο αυτό, άλλα όλοι όσοι ψήφισαν μαζί με τον Πέρσι Ντάουνι διαγράφτηκαν επίσης. “Ο Χίλι είχε πέσει στην παγίδα μας καθώς η συνέχεια ήταν να συμβάλουμε στην ίδρυση της Ομάδας του Κλιφ…  Αν είχε μείνει οτιδήποτε να θυμίζει δημοκρατικό καθεστώς όπως αυτό που υπήρχε παλιότερα στο RCP, δεν θα θέλαμε να φύγουμε από την οργάνωση. Και είμαι βέβαιος ότι αν υπήρχε μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση απέναντι στον Χίλι που να υπερασπίζεται την άποψη ότι η Ρωσία είναι εργατικό κρατος, ο Κλιφ δεν θα είχε κάνει τόσες πολλές στρατολογίες.  Παρά τους περιορισμούς που έμπαιναν στον Κλιφ από τους μεταναστευτικούς νόμους εκείνη την εποχή, εκείνος ήταν  πολύ ενεργός στο να έρχεται σε επαφή με  ανθρώπους, να βγαίνει ραντεβού μαζί τους και να συζητάει μαζί τους μέχρι να τους στρατολογήσει. Αυτό συνεπαγόταν εν μέρει και προσωπικό ρίσκο για τον Κλιφ, αφού κινδύνευε με την απέλασή του στην Παλαιστίνη και με ένα πολύ αβέβαιο μέλλον … “[3]

Με την προσχώρηση των συντρόφων από την τοπική οργάνωση του Μπέρμινχαμ άνοιγε ο δρόμος για τη δημιουργία μιας κρατικοκαπιταλιστικής ομάδας στη Βρετανία. Συνολικά, υπήρχαν 33 μέλη, σχεδόν όλοι νέοι και πρώην RCP. (Παρόλο που ο αριθμός αυτός είναι πολύ μικρός, πρέπει να συγκριθεί με τα 70 μέλη του Κλαμπ του Χίλι, που παρά το γεγονός ότι -στο Κλαμπ- είχαν προστεθεί περίπου 150 μέλη από το RCP, κατάφερε να εκδιώξει ή να προκαλέσει τη φυγή των περισσότερων από αυτά). Εκτός από τον Kέν Τάρμπακ [ο οποίος, παρεμπιπτόντως, παρέμεινε ενεργός μαρξιστής μέχρι το θάνατό του το 1995] και τον Πέρσι Ντάουνι, συμπεριλαμβάνονταν πολλοί ταλαντούχοι άνθρωποι στη νέα ομάδα: Τζιν Τέιτ, Πίτερ Μόργκαν, Μπιν Έινσγουορθ, Τζίοφ Κάρλσον, Ρέι Τσάλινορ, Ντάνκαν Χάλας και Έινιλ Μουνεσίνγκε. [4]

Η ιδρυτική συνδιάσκεψη του Ομίλου Σοσιαλιστικής Κριτικής (SRG) πραγματοποιήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου και 1 Οκτωβρίου 1950 στην πόλη Kάμντεν. Από τα 33 μέλη στα χαρτιά, τα 21 ήταν παρόντα, από έξι τοπικές οργανώσεις (Λονδίνο, Κοιλάδα του Τάμεση, Κρου, Μπέρμινχαμ, Σέφιλντ και Μάντσεστερ). Ως ομάδα-στόχος για άμεσες στρατολογίες ορίστηκαν τα πρώην μέλη του RCP και η έμφαση που δόθηκε στην δραστηριότητα του Εργατικού Κόμματος αφορούσε τη “Σοσιαλιστική Συντροφιά” ( οργανωτική έκφραση της εφημερίδας Σοσιαλιστική Προοπτική του Χίλι). Ως συνδρομή εγγραφής ορίστηκε το 1/6 της πένας ανά βδομάδα, όταν το μέσο εισόδημα ήταν 3 λίρες 10 σελίνια και 0 πένες.

Η γραμματεία του SRG θα βρισκόταν στο Μπέρμινχαμ και η γραμματεία της νεολαίας του στο Λονδίνο. Η δουλειά της νεολαίας θα στηνόταν γύρω από ένα περιοδικό με τη φιλοδοξία να συνεργαστεί με άλλες ομάδες (με πιο πιθανή την ομάδα των Γκραντ/ Ντιν). Ένα άλλο, το θεωρητικό περιοδικό, επρόκειτο να ονομαστεί Σοσιαλιστική Κριτική με τιμή 6 πένες. Το έντυπο αυτό θεωρούταν ένα μέσο για την εκπαίδευση των μελών και θα εστίαζε στην Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία, με άρθρα του Κλιφ, της Ουκρανικής ομάδας, του Σάχτμαν και του Γκραντ.

Όσον αφορά τις σχέσεις με την 4η Διεθνή, τα ιδρυτικά μέλη του SRG έσπευδαν να διακηρύξουν την πίστη τους: “… Όντας τροτσκιστική τάση και πιστεύοντας ότι η θέση μας για τη Ρωσία συνδέει τον τροτσκισμό με τις ανάγκες της εποχής μας, θα αγωνιστούμε για την οικοδόμηση της 4ης ως μια αυθεντική τροτσκιστική οργάνωση. Θα υποβάλουμε αίτηση συμμετοχής στην 4η. Αν μας αρνηθούν την ένταξη, θα προπαγανδίσουμε τις απόψεις μας στην 4η και τις οργανώσεις που βρίσκονται κοντά της. Με αυτές τις θέσεις θα σταλεί ανοιχτή επιστολή στη Διεθνή Γραμματεία που θα διεκδικεί αναγνώριση.» (Πρακτικά Ιδρυτικής Συνδιάσκεψης)

Η συνδιάσκεψη υιοθέτησε τρία κείμενα του Κλιφ ως την κεντρική θεωρητική βάση της νέας ομάδας: «Η Φύση της Σταλινικής Ρωσίας» (Εσωτερικό Δελτίο του RCP), «Η Ταξική Φύση των Λαϊκών Δημοκρατιών» (Βιβλίο 50 σελίδων, που είχε εκδοθεί τον Ιούλιο του 1950) και «Ο μαρξισμός κι η Θεωρία του γραφειοκρατικού κολεκτιβισμού». Εκείνη την εποχή, όταν το παγκόσμιο τροτσκιστικό κίνημα προσπαθούσε να αναπροσαρμόσει τη θεωρία του υπό το φως της μεταπολεμικής πραγματικότητας, η πένα του Κλιφ κέντραρε εναντίον του Τρότσκι για τη Ρωσία, εναντίον της 4ης  Διεθνούς για την Ανατολική Ευρώπη και εναντίον της εναλλακτικής θεωρίας που σχετιζόταν με τον Μαξ Σάχτμαν και τους ομοϊδεάτες του. Αν και τα κείμενα δεν είναι όλα ίδιας ποιότητας, όπως άλλωστε συμβαίνει και με το μεγαλύτερο τμήμα του έργου του Κλιφ, δεν παύουν αποτελούν κάποια από τα κορυφαία έργα που έχει γράψει.

Σαν κερασάκι στην τούρτα στο κλείσιμο της διαδικασίας, οι συγκεντρωμένοι σύντροφοι αποφάσισαν: «να στείλετε χαιρετισμούς στη Ναταλία και να την ενημερώσετε για το σχηματισμό της κρατικοκαπιταλιστικής ομάδας» (Η Νατάλια Σέντοβα Τρότσκι βρισκόταν στο Κογιοακάν, στο Μεξικό. Αυτή και ο βετεράνος Ισπανικός τροτσκιστής Γκραντίζο Μούνις στέκονταν εξαιρετικά κριτικά απέναντι στην 4η και είχαν υιοθετήσει την κρατικοκαπιταλιστική θέση.)

Ο SRG θεωρούσε τον εαυτό του τροτσκιστικό σαν το RCP, με τη διαφορά ότι είχε μια καλύτερη θεωρία για τον σταλινισμό. Το καταστατικό περιέγραφε τα δικαιώματα και τα καθήκοντα της ιδιότητας του μέλους στο κλασικό σχήμα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού: «… Όλες οι αποφάσεις των καθοδηγητικών οργάνων είναι δεσμευτικές για όλα τα μέλη. Κάθε μέλος που παραβιάζει μια απόφαση υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη … όλες οι μειοψηφίες έχουν το δικαίωμα να εκφράσουν διαφορετικές απόψεις μέσα στην ομάδα, η Εθνική Επιτροπή  αξιοποιεί το Εσωτερικό Δελτίο ως μέσο συζήτησης μεταξύ των διαφορετικών απόψεων … Η μομφή, η μετατροπή του μέλους σε «μέλος υπό δοκιμή», η αναστολή της ιδιότητας μέλους και η διαγραφή μπορούν να ληφθούν εναντίον κάθε μέλους που παραβιάζει την πειθαρχία … Οι κατηγορίες εναντίον οποιουδήποτε μέλους διατυπώνονται γραπτώς,  ο κατηγορούμενος λαμβάνει ένα αντίγραφο αυτών, οι κατηγορίες αξιολογούνται από το όργανο από το οποίο προήλθαν, όπου ο κατηγορούμενος μπορεί να παρίσταται και να ψηφίζει … Κάθε μέλος έχει το δικαίωμα να ασκήσει έφεση εναντίον μιας απόφασης της Εθνικής Επιτροπής … »(Άρθρο 8, Kαταστατικό του SRG. Όπως φαίνεται, το Καταστατικό του 1950, έχει αρκετά ισορροπημένες τις απαιτήσεις του συγκεντρωτισμού με τις απαιτήσεις της δημοκρατίας, κάτι που δεν ισχύει για τις μεταγενέστερες καταστατικές καινοτομίες.)

Παρόλο που η πλειοψηφία των μελών ζούσε στο Λονδίνο, η γραμματεία είχε έδρα στο Μπέρμινχαμ, που βρισκόταν περίπου στο μέσο της απόστασης μεταξύ  Λονδίνου και Σέφιλντ. Ο γραμματέας ήταν ο Μπιλ Έινσγουορθ, βασικός συνδικαλιστής  στο εργοστάσιο του Ρόβερ και ένα έμπειρο και ταλαντούχο πρώην μέλος του RCP.Τα εσωτερικά κείμενα στέλνονταν σε αντιφρονούντες τροτσκιστές στο εξωτερικό: στους Λεντς και Γιούνγκλας στη Γερμανία,  στον Σολιέ (στΜ Κορνήλιος Καστοριάδης) στη Γαλλία, στον Μανγκάνο στην Ιταλία και στη Ράγια Ντουναγιέφσκαγια στις ΗΠΑ.

Τα μέλη θεωρούσαν ξεκάθαρα ότι μαζί με παρόμοιες ομάδες σε διεθνές επίπεδο θα αποτελούσαν τη βάση για μια ανανεωμένη Τέταρτη Διεθνή. Όπως συμβαίνει συχνά με ανθρώπους στους οποίους ήρθε η θεία επιφοίτηση, δυσκολεύονταν να καταλάβουν πώς γίνεται κάποιος να μην μπορεί να υποκύψει στη δύναμη της νέας θεωρίας. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, ο Μπιλ Έινσγουορθ έγραψε στη γραμματεία της 4ης που περιγράφοντας την πολιτική και οργανωτική χρεοκοπία της Ομάδας Χίλι (το βρετανικό τμήμα της 4ης τότε) και ζητώντας να αναγνωριστεί ο SRG ως το βρετανικό τμήμα της 4ης: αν όχι, τότε  “… τουλάχιστον να αναγνωριστεί ως μια οργάνωση-συμπαθών την 4η Διεθνή”. [5] Ο Πάμπλο και ο Ζερμέιν (στΜ Ερνέστ Μαντέλ), κατά έναν παράξενο τρόπο είχαν αναπτύξει ανοσία στην δύναμη της πειθούς του κρατικού καπιταλισμού και κανένα από αυτά τα αιτήματα δεν ικανοποιήθηκε.

Ο όμιλος είχε πλέον δημιουργηθεί και το μικρό του μέγεθος υπαγόρευε ότι θα έπρεπε να εργαστεί μέσα στο Εργατικό Κόμμα. Αντίθετα με κάποιες απόψεις, ο εισοδισμός δεν είναι ο ευκολότερος τρόπος για να ξοδέψει κάποιος την πολιτική του ζωή. Μια τακτική που προέρχεται από την αδυναμία είναι πάντα δύσκολο να χωνευθεί από όσους  τόσο πρόσφατα απολάμβαναν την πολυτέλεια της απεριόριστης ελευθερίας της επαναστατικής έκφρασης. Κατά την πρώτη περίοδο του εισοδισμού, ο επαναστάτης θα πρέπει να κινείται συγκρατημένα (θα ήταν υπερβολικό να ζητήσουμε παράλληλα και ταπεινότητα), για να αποκτήσει μια εξοικείωση με τις προσωπικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ των υπαρχόντων μελών. Μια τέτοια αναγνωριστική δουλειά είναι ζωτικής σημασίας εάν κάποιος θέλει να έχει οποιαδήποτε επιρροή στο μέλλον. Η πολιτική ατζέντα θα καθοριστεί αναπόφευκτα από άλλους. Οι ανησυχίες των υποστηρικτών της Tribune μπορεί να είναι ό,τι πλησιέστερο μπορείς να βρεις στη δική σου πολιτική προσέγγιση. Υπήρχαν περισσότερες πιθανότητες να ληφθεί απόφαση για δωρεάν θεραπεία στους κάλους των συνταξιούχων παρά  απόφαση για εθνικοποίηση κι εργατικό έλεγχο. Ο επαναστάτης εισοδιστής, στις περισσότερες περιπτώσεις, στην πράξη έπρεπε να είναι ικανοποιημένος με μια αύξηση του ρυθμού ψήφισης και με μια ενίσχυση της ριζοσπαστικοποίησης των αποφάσεων. Οι στρατολογίες σε ένα τέτοιο περιβάλλον μπορούσαν να γίνουν μόνο σε τετ-α-τετ συζητήσεις  και ήταν εξαιρετικά σπάνιες.

Αν και στο Εργατικό Κόμμα υπάρχει έλλειμμα σε ό,τι αφορά την πολιτική ικανοποίηση (στΜ των εισοδιστών), αυτό που περισσεύει είναι οι συνεδριάσεις: από την τοπική μέχρι την δημοτική και την περιφερειακή συνεδρίαση, κάθε μία από αυτές τις οργανωτικές δομές διαθέτει την κατάλληλη εκτελεστική επιτροπή και ένα πλήρες σετ γραμματέων, προέδρων κ.λπ. Ήταν δυνατό να ξοδέψει κανείς όλο τον ελεύθερο χρόνο του σε συνεδριάσεις και στη συνέχεια να πέσει και στην παγίδα της ανάληψης πόστων σε ασήμαντα οργανωτικά γραφεία. Στη φάση του εισοδισμού ο Τζέρι Χίλι συνήθιζε να συστήνεται στις δημόσιες συνεδριάσεις ως πρόεδρος μιας εν πολλοίς άγνωστης τοπικής οργάνωσης του Εργατικού Κόμματος στο Στρίδαμ.

Εκεί που ο SRG έκανε κάποιες σοβαρές προσπάθειες να λειτουργήσει εισοδιστικά ήταν το Μπέρμινχαμ. Η οργάνωση πόλης των Εργατικών πραγματοποίησε ετήσια συνδιάσκεψη για την τακτική στις δημοτικές εκλογές, όπου θα συζητιόταν το μανιφέστο του κόμματος για τις εκλογές και βελτιωτικές προτάσεις. Οι σύντροφοι του SRG αποφάσισαν να δημοσιεύσουν ένα κείμενο που όχι μόνο πρότεινε μια νέα πολιτική, αλλά εξηγούσε επίσης και τις αποτυχίες και τα οικονομικά προβλήματα της προηγούμενης δημοτικής αρχής που ελέγχονταν από τους Εργατικούς. Το φυλλάδιο είχε τίτλο «Είκοσι ερωτήματα», και δημοσιεύτηκε έπειτα από ένα δημοφιλές ραδιοφωνικό πρόγραμμα της ημέρας. Ήταν προϊόν συλλογικής εργασίας, με κάθε μέλος της ομάδας να αναλαμβάνει την έρευνα και τη συγγραφή ενός τμήματός του. Σε 20 μικρές σελίδες, το φυλλάδιο έκανε μια πολύ καλή δουλειά, προωθώντας μια σοσιαλιστική σκοπιά για την εκπαίδευση, τη στέγαση, τη δουλειά, τους μισθούς, τον ελεύθερο χρόνο, τις οικονομικές δυσκολίες και τις καταστροφικές επιπτώσεις της οικονομικής πολιτικής της τοπικής αρχής, που κατεύθυνε σχεδόν όλους τους πόρους της για να ξεχρεώνει τους τοκογλύφους.  Το φυλλάδιο υπογραφόταν από  μόνο δύο από τα ονόματα των συγγραφέων του: τον Πίτερ Μόργκαν και τον Ντέιβιντ Μάμφορντ. Αυτό αποδείχθηκε μια σοφή και προνοητική απόφαση . Η δεξιά πτέρυγα του του δημοτικού συμβουλίου, με επικεφαλής τον Ντένις Χάουελ (τότε δημοτικός σύμβουλος, αλλά αργότερα βουλευτής και υπουργός Αθλητισμού και σήμερα μέλος της Βουλής των Λόρδων), προσβλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το φυλλάδιο και ζητούσε διαγραφές. Τελικά, οι δύο παραβάτες χρεώθηκαν με τις κατηγορίες σε  μια μαζική συνεδρίαση της οργάνωσης πόλης του κόμματος  με περισσότερα από 200 μέλη (συνηθίζονταν τέτοιες συνεδριάσεις  εκείνη την εποχή). Με 108 ψήφους έναντι 96 διαγράφτηκαν. Ο τίτλος του ρεπορτάζ στη Daily Mail έγραφε:  «Είκοσι ερωτήσεις: Μια απάντηση.» Δύο χρόνια αργότερα κι οι δυο έγιναν ξανά αποδεκτοί αποκτώντας πλήρη δικαιώματα μέλους. Ήταν ένα διδακτικό επεισόδιο και έδειχνε ότι εκείνη την εποχή υπήρχε ένα τμήμα κόσμου στο Εργατικό Κόμμα που άξιζε να σωθεί.

Η μελέτη για την πλούσια θεματολογία της επαναστατικής πολιτικής έπρεπε να περιοριστεί στις συνεδριάσεις του SRG. Το 1951, ο SRG ως νεοσυσταθείσα κρατικοκαπιταλιστική ομάδα ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον πόλεμο της Κορέας και το γεγονός ότι το βρετανικό τμήμα της 4ης στήριζε άκριτα  τους Βορειοκορεάτες. Με γνώμονα αυτές τις σκέψεις, η Γραμματεία συναντήθηκε με τον Τεντ Γκραντ τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Η συζήτηση αφορούσε τη δυνατότητα ενότητας μεταξύ των δύο ομάδων. Οι άνθρωποι της Σοσιαλιστικής Κριτικής υποστήριζαν ότι η ενοποίηση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με βάση το παλιό πρόγραμμα της RCP, προσθέτοντας τη διατύπωση “ούτε Μόσχα ούτε Ουάσινγκτον”. Ο Γκραντ, από την άλλη πλευρά, είχε ήδη υποκύψει σε μεγάλο βαθμό στην ιδέα ότι η εθνικοποίηση είναι η μόνη απαραίτητη προϋπόθεση για να οριστεί ένα κράτος ως εργατικό.  Η ομάδα του συζητούσε την πιθανότητα οι Εργατικοί να υλοποιήσουν ειρηνικά τον σοσιαλισμό και θεωρούσε ότι εάν οι Εργατικοί  εθνικοποιούσαν τη βιομηχανία τότε (η Βρετανία) θα γινόταν εργατικό κράτος. Αυτή η εμμονή με την εθνικοποίηση οδήγησε τον Γκραντ να υποστηρίζει τα καθεστώτα σε κάποια πολύ περίεργα μέρη – τη Βιρμανία, την Αλγερία και την Αίγυπτο, για να αναφέρουμε κάποια. Φυσικά, ο Γκράντ και οι οπαδοί του υπερασπίζονταν άνευ όρων τη Ρωσία σε περίπτωση πολέμου. Για τους συντρόφους του SRG, αυτά συνιστούσαν συνθηκολόγηση τόσο με τον σταλινισμό όσο και με τη Σοσιαλδημοκρατία και η ιδέα ότι η ενότητα θα οδηγούσε σε οτιδήποτε εποικοδομητικό ναυάγησε στα βράχια της επιλογής του Γκραντ να προτιμήσει τον κρατικό «σοσιαλισμό».

Στα πέντε χρόνια από την άφιξη του Κλιφ στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο βρετανικός τροτσκισμός παρήκμαζε, όχι κάτω από τα συντριπτικά χτυπήματα των παγκόσμιων δυνάμεων, αλλά από τις προφανέστατα λάθος εκτιμήσεις και την έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα. Το RCP είχε ιδρυθεί το 1944 με την ψευδαίσθηση ότι το κόμμα βρισκόταν στο κατώφλι μιας νέας Οκτωβριανής Επανάστασης. Τα χρόνια της σκληρής δουλειάς και της αυτοθυσίας οδήγησαν στο πουθενά και η ηγεσία του Χάστον παραιτήθηκε βλέποντας μπροστά του έναν άνισο αγώνα, μάλλον ανακουφισμένος, κι αφήνοντας πίσω του μαραμένα κοτσάνια για τις ακρίδες. Το κίνημα έχασε όχι μόνο μια προικισμένη ηγεσία, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος στελεχών της. Στα τέλη του 1951, πιθανότατα δεν υπήρχαν περισσότεροι από 100 οργανωμένοι τροτσκιστές στη Βρετανία. Ο Χίλι καθοδηγούσε  την ομάδα των φανατικών του με ένα σύνολο αρχών που προέρχονταν περισσότερο από τον Νετσάγιεφ παρά από τον Τρότσκι. Ο Γκράντ οδηγούσε το μικρό και ακυβέρνητο πλοίο του στις άγνωστες ακτές της σοσιαλδημοκρατίας, θυμίζοντας μάλλον κάποιον παλιό ναυτικό πριν την εφεύρεση της πυξίδας, ενώ ο SRG θεωρούσε τον εαυτό τoυ ως τον σωστό διάδοχο του RCP, αν και σε μια μικρότερη εκδοχή του, έχοντας επιπλέον μια τακτική εισοδισμού  και μια καλύτερη θεωρία για τη Ρωσία. Απλώς για να αποδείξει ότι η καλύτερη θεωρία δεν αποτελεί εγγύηση απέναντι στη ματαιοδοξία, τον Σεπτέμβριο του 1951, η Εθνική Επιτροπή (ηγεσία του SRG) ψήφιζε το παρακάτω ψήφισμα ομόφωνα: «Πιστεύουμε ότι το παγκόσμιο τροτσκιστικό κίνημα χωρίζεται σε αμυνιτισμό (στΜ δηλαδή σε αυτούς που υπερασπίζονται τη σταλινική Ρωσία ως εργατικό κράτος) και αντι-αμυνιτισμό. Οι αμυνίτες συνθηκολογούν με τον σταλινισμό. Οι αντι-αμυνίτες είναι οι μόνοι πραγματικοί μπολσεβίκοι, με επικεφαλής τη Νατάλια Τρότσκι. Δηλώνουμε ότι δεν θα κάνουμε καμία συγχώνευση με καμία ομάδα που να υποστηρίζει την υπεράσπιση είτε του ρωσικού είτε του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού». Η περίεργη χρήση των λέξεων εδώ υποδηλώνει ότι το ψήφισμα αυτό πιθανότατα γράφτηκε από τον Κλιφ.

Παραβλέποντας το υπονοούμενο διεκδίκησης της διαδοχής (του τροτσκισμού) που παραπέμπει σε λογικές δυναστείας- με την αναφορά στη Νατάλια, το ψήφισμα είναι ένα κλασικό παράδειγμα του μικρού σεχταριστικού πουλιού, που κουνάει τα άσχημα φτερά του σε μια μάταιη προσπάθεια να φανεί πιο μεγάλο και όμορφο. Ως συνήθως, ο Μαρξ έχει να πει μια-δυο λέξεις για το θέμα: “Η σέχτα δικαιολογεί την ύπαρξή της και θεωρεί δυνατό της σημείο όχι  αυτά που την ενώνουν με το κίνημα της τάξης αλλά τις ιδιαίτερες αρχές που τη διαχωρίζουν από το κίνημα.” [6]

 

Σημειώσεις

1. Οι καταβολές του SWP, του Τζον Οουόλτερς (ψευδώνυμο του Κεν Τάρμπακ) στα “Εργατικά Νέα”, Απρίλιος 1991.

2. Όπως πριν.

3. Όπως πριν

4. Ο Μουνεσίνγκε έπειτα επέστρεψε στην Κεϋλάνη, όπου εντάχθηκε στο τροτσκιστικό κόμμα Lanka Sama Samaj Party κι αργότερα έγινε υπουργός στην κυβέρνηση συνασπισμού της κυρίας Μπανταρινάικε.

5. Γράμμα στη Γραμματεία της 4ης Διεθνούς, στις 30 Οκτώβρη 1950, γραμμένο από τον Μπιλ Έινσγουορθ

6. Μαρξ-Ένγκελς Διαλεκτή Αλληλογραφία σελ 258

 




Ναόμι Κλάιν: Η κλιματική κρίση απαιτεί ριζική αλλαγή και όχι χάρτινα καλαμάκια

της Μαριάνθης Πελεβάνη
«On Fire: The Burning Case for a Green New Deal» («Καιγόμαστε: Η Καυτή Υπόθεση για μια Νέα Πράσινη Συμφωνία»). Αυτός είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου της Καναδής δημοσιογράφου, συγγραφέως και ακτιβίστριας Ναόμι Κλάιν, γνωστή κυρίως από το βιβλίο της «Το Δόγμα του Σοκ». Μετά τη φιλελεύθερη βαρβαρότητα, η Κλάιν κάνει μια κριτική ανάλυση της κλιματικής βαρβαρότητας. Πράγματα διόλου άσχετα.
«Αισθάνομαι ότι ο τρόπος που μιλάμε για την κλιματική κρίση είναι αποσπασματικός, αποκομμένος από τις άλλες κρίσεις που αντιμετωπίζουμε» επισημαίνει η Ναόμι Κλάιν, τονίζοντας πως στη ρίζα του προβλήματος δεν βρίσκεται ο άνθρακας αλλά το επεκτατικό μοντέλο του καπιταλισμού. «Η αλήθεια είναι ότι ο φιλελευθερισμός και οι υπέρμαχοί του είναι παγιδευμένοι σε μια ιδεολογία αδιαφορίας για την κλιματική κρίση, αφού δεν μπορούν να φανταστούν τίποτα εκτός από την επικερδή ανάπτυξη και την κατανάλωση».
Εξάλλου και για την Ναόμι Κλάιν η κλιματική κρίση είναι άρρηκτα δεμένη με την μετανάστευση και τον ρατσισμό. «Η λευκή υπεροχή προέκυψε όχι επειδή κάποιοι είχαν ιδέες που θα οδηγούσαν πολλούς ανθρώπους στον θάνατο, αλλά επειδή ήταν χρήσιμο να προστατευτούν οι βάρβαρες αλλά ιδιαίτερα επικερδείς δραστηριότητες. Η εποχή του επιστημονικού ρατσισμού ξεκινά μαζί με το εμπόριο των σκλάβων – υπάρχει ερμηνεία γι’ αυτήν την κτηνωδία. Αν η απάντησή μας στην κλιματική αλλαγή είναι η θωράκιση των συνόρων μας, τότε φυσικά, οι θεωρίες που θα δικαιολογούσαν αυτή την απόφαση, που δημιουργούν αυτή την ιεράρχηση της ανθρωπότητας, θα επανέλθουν» εξηγεί.
«Δεν πιστεύω ότι είναι σύμπτωση το ότι οι αποικιοκρατικές χώρες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Είμαστε μάρτυρες της απαρχής μιας εποχής κλιματικής βαρβαρότητας».

Κλιματική βαρβαρότητα

Όπως εξηγεί στο Democracynow, χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο για να περιγράψει το γεγονός…αλλιώς, αφού όπως υποστηρίζει, ενώ συχνά μιλάμε για κυβερνήσεις, όπως η κυβέρνηση Τραμπ, ως κυβερνήσεις που αρνούνται την κλιματική αλλαγή, στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει. «Δεν πιστεύω ότι αρνούνται την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής. Για παράδειγμα, ο Τραμπ αναγκάστηκε να προσαρμόσει την κατασκευή των γηπέδων του γκολφ λόγω της αύξησης της στάθμης της θάλασσας. Όλοι γνωρίζουν ότι συμβαίνει. Αλλά νομίζουν ότι θα είναι εντάξει. Νομίζουν ότι οι οικογένειές τους θα είναι εντάξει. Νομίζουν ότι οι πλουσιότερες χώρες θα είναι εντάξει. Και αυτές οι κυβερνήσεις, παράλληλα, προσαρμόζονται στην κλιματική αλλαγή. Με το δικό τους τρόπο. Μπορεί να μην μειώνουν τις εκπομπές, αλλά χτίζουν τοίχους στα σύνορα. Προσαρμόζονται μέσω της υπεροχής τους και δημιουργώντας το σκεπτικό που επιτρέπει σε εκατομμύρια ανθρώπους να πεθάνουν. Αυτό εννοώ με την κλιματική βαρβαρότητα.
Βλέπουμε ήδη χιλιάδες ανθρώπους να πεθαίνουν στη Μεσόγειο. Βλέπουμε τους ανθρώπους που μένουν σε κέντρα κράτησης μεταναστών, τα οποία μοιάζουν πιο πολύ με στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτή είναι η πρότασή τους για την αντιμετώπιση του κόσμου που κατά εκατομμύρια αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους, λόγω πλημμυρών, ξηρασιών, καταστροφών, πολλές από τις οποίες συνδέονται με την κλιματική κρίση».
Ταυτόχρονα βέβαια στο περιβαλλοντικό κίνημα κυριαρχούν οι λευκοί. Η Ναόμι Κλάιν απαντά ότι «αυτό είναι το θετικό της προσέγγισης της κλιματικής αλλαγής που την συνδέει με τα θέματα που απασχολούν καθημερινά τον κόσμο: πώς θα έχουμε καλύτερα αμειβόμενες δουλειές, φθηνότερη κατοικία, πώς θα φροντίσουμε τις οικογένειές μας; Είχα πολλές συζητήσεις με περιβαλλοντολόγους τα τελευταία χρόνια, οι οποίοι πίστευαν ότι συνδέοντας τον αγώνα κατά της κλιματικής κρίσης με τον αγώνα κατά της φτώχειας ή υπέρ της φυλετικής ισότητας, η προσπάθεια θα γινόταν ακόμη πιο δύσκολη. Πρέπει όμως να ξεφύγουμε από το σκεπτικό του “η κρίση μου είναι μεγαλύτερη από τη δική σου: ας σώσουμε πρώτα τον πλανήτη και μετά ασχολούμαστε με τη φτώχεια, τον ρατσισμό και τη βία κατά των γυναικών”».

Ποια είναι η λύση;

«Η σκληρή απάντηση στην ερώτηση “τι μπορώ να κάνω ως ιδιώτης για να σταματήσω την κλιματική αλλαγή;” είναι “τίποτα”», γράφει η Κλάιν στο βιβλίο της και διευκρινίζει: «Σε σχέση με το διοξείδιο του άνθρακα, όποια απόφαση κι να πάρουμε ως άτομα δεν θα οδηγήσει σε αλλαγές των διαστάσεων που χρειαζόμαστε. Πόσο δε μάλλον η περιβόητη κατάργηση των πλαστικών καλαμακίων. Και πιστεύω ότι το γεγονός πως εφόσον τόσοι άνθρωποι βρίσκουν πολύ πιο εύκολο να μιλούν για την προσωπική τους κατανάλωση, παρά για την συστημική αλλαγή, είναι αποτέλεσμα του νεοφιλελευθερισμού, απόρροια του ότι έχουμε εκπαιδευτεί να βλέπουμε τους εαυτούς μας πρωτίστως ως καταναλωτές». Έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε σε μικρή κλίμακα, συμπληρώνει.
Ωστόσο, όπως υποστηρίζει, «επιτέλους μιλάμε για λύσεις στις διαστάσεις της κρίσης που αντιμετωπίζουμε. Δεν μιλάμε πλέον για έναν μικρό φόρο στον άνθρακα κλπ., για χάρτινα καλαμάκια, αλλά για την αλλαγή της οικονομίας μας. Το υφιστάμενο σύστημα έχει πλήξει ούτως ή άλλως την πλειοψηφία των ανθρώπων, και γι’ αυτό ακριβώς περνάμε αυτήν την περίοδο της βαθιάς πολιτικής αστάθειας – που μας έχει φέρει τους Τραμπ και τα Brexit και όλους αυτούς τους ηγέτες. Οπότε γιατί να μην βρούμε τον τρόπο να αλλάξουμε τα πάντα από κάτω προς τα πάνω, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα όλες τις κρίσεις; Την επικείμενη οικολογική καταστροφή, την οικονομική ανισότητα (περιλαμβανομένου του φυλετικού και έμφυλου διαχωρισμού του πλούτου) και την αυξανόμενη λευκή υπεροχή;».

Η Νέα Πράσινη Συμφωνία

«Καθόλου δεν μου αρέσουν οι πολιτικές τους, να σου πάρουν το αμάξι, να σου στερήσουν τις αεροπορικές πτήσεις ή η λογική του “ας πεταχτούμε με το τρένο στην Καλιφόρνια” ή “δεν επιτρέπεται να έχεις τις δικές σου αγελάδες”». Με αυτά τα λόγια επέλεξε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ να ξεκινήσει στο Ελ Πάσο, του Τέξας, την εκστρατεία ενάντια στην πρόταση της βουλευτή Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτές και του γερουσιαστή Εντ Μάρκι για την Πράσινη Νέα Συμφωνία.
Όπως γράφει η Ν. Κλάιν: «Τον περασμένο Οκτώβριο, η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ δημοσίευσε μια έκθεση ορόσημο, σύμφωνα με την οποία οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων πρέπει να μειωθούν κατά το ήμισυ, σε λιγότερο από 12 χρόνια, ένας στόχος που θα παραμείνει ανέφικτος αν η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, οι ΗΠΑ, δεν αναλάβει ηγετικό ρόλο στην υλοποίησή του. Ακόμα και να υπάρξει νέα διοίκηση τον Ιανουάριο του 2021, πρόθυμη να αναλάβει αυτό τον ηγετικό ρόλο, η επίτευξη των στόχων θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, αλλά τεχνικά δυνατή, ειδικά αν μεγάλες πόλεις, όπως η Καλιφόρνια και η Νέα Υόρκη, κλιμακώσουν τις προσπάθειές του, τώρα. Το να χάσουμε άλλα τέσσερα χρόνια με έναν Ρεπουμπλικανό ή με έναν επαγγελματία Δημοκράτη, και να ξεκινήσει η προσπάθεια το 2026, είναι απλά αστείο».
Το ψήφισμα της Νέας Πράσινης Συμφωνίας, όπως εξηγεί, έχει πρωταρχικό στόχο «να παύσει, να αποτραπεί στο μέλλον και να αποκατασταθεί η διαχρονική καταπίεση των αυτόχθονων, των κοινοτήτων των έγχρωμων, των κοινοτήτων των μεταναστών, των αποβιομηχανοποιημένων κοινοτήτων, των φτωχών, των χαμηλού εισοδήματος εργαζομένων, των γυναικών, των ηλικιωμένων, των αστέγων, των ανθρώπων με αναπηρίες και της νεολαίας».
Επίσης θέτει έναν άλλο δρόμο προς τα εμπρός, στον οποίο η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει την πρόκληση της υπερθέρμανσης του πλανήτη με ριζοσπαστικό και συστηματικό μετασχηματισμό. «Γνωρίζουμε ότι αν θέλουμε να μειώσουμε τις εκπομπές μας εγκαίρως, πρέπει να κάνουμε ριζικούς μετασχηματισμούς για το πώς ζούμε στις πόλεις, πώς κινούμαστε γύρω μας, πώς καλλιεργούμε το φαγητό μας, από που παίρνουμε την ενέργειά μας. Ουσιαστικά, τι λέει η Πράσινη Συμφωνία: Εάν κάνουμε όλα αυτά, θα αντιμετωπίσαμε ταυτόχρονα όλες αυτές τις συστημικές οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις» επισημαίνει.
«Νομίζω ότι οι νέοι έχουν αρχίσει να ξυπνούν αυτά τα πολιτικά κόμματα να κατανοήσουν ότι δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπίζουν την κλιματική κρίση ως ένα ακόμα ζήτημα στη λίστα, στο τέλος όλων των άλλων θεμάτων, πολλές φορές ξεχνώντας το. Αυτό είναι το θέμα της Νέας Πράσινης Συμφωνίας, ότι δεν υπάρχει μια πολιτική για το κλίμα, είναι ένα όραμα για το πως να οργανώσεις μια οικονομία και μια κοινωνία ώστε να μην είναι σε πόλεμο με τη ζωή στη Γη και αυτό έχει να κάνει με το κλίμα, έχει να κάνει με τους ωκεανούς, αλλά έχει να κάνει και με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, γιατί έχουμε ένα οικονομικό σύστημα που συμπεριφέρεται και στους ανθρώπους και στο κλίμα σαν να είναι αναλώσιμα».
Σύμφωνα με την Ν. Κλάιν «αν και είναι αλήθεια πως η κλιματική αλλαγή είναι μια κρίση που παράγεται από την υπερβολική εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, είναι ακόμα μεγαλύτερη αλήθεια πως η κρίση παράγεται από τη νοοτροπία που έχουμε να αντιμετωπίζουμε τον φυσικό κόσμο, όπως και την πλειονότητα των κατοίκων του, ως πηγές εκμετάλλευσης, που στη συνέχεια απορρίπτονται και πιστεύω βαθιά πως για να βγούμε από την κρίση αυτή, πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο».
Πηγή: syspeirosiaristeronmihanikon.blogspot.com



Η επαναστατική εφημερίδα (1984)-Η Pravda των μπολσεβίκων

 

Του Κρις Χάρμαν

https://www.marxists.org/archive/harman/1984/xx/revpress.html

 

Η Pravda (Πράβντα) των μπολσεβίκων

Δύσκολα θα φιγούρα τόσο διαφορετική από τους Τζορτζ Λάνσμπερι και Φίργκους Ο’ Κόνορ στην ιστορία του εργατικού κινήματος όσο ο Βλάντιμιρ Λένιν. Ωστόσο, ο Λένιν είχε μαζί τους κάτι κοινό. Όχι μόνο συνέλαβε την κεντρική σημασία της εργατικής εφημερίδας, αλλά ήξερε και ποια χαρακτηριστικά έπρεπε να έχει η εφημερίδα για να παίξει το ρόλο της. Η Πράβντα εκδόθηκε στη Ρωσία λίγες μέρες μετά την επανεκκίνηση της Daily Herald σαν συστηματική έκδοση τον Απρίλη του 1912. Αυτό ήταν σύμπτωση. Αυτό που δεν ήταν σύμπτωση ήταν ο τρόπος με τον οποίο γνώρισε την ανάπτυξη, όπως και η βρετανική καθημερινή, μέσα από μια διογκούμενη παλίρροια εργατικών αγώνων. Για το Λένιν η εφημερίδα έγινε αντιληπτή σαν μέσο για τη συγκεντροποίηση των εμπειριών των εργατών στον αγώνα, τη γενίκευση των εμπειριών και τον πολιτικό προσανατολισμό τους.

Όπως είδαμε, ο Λένιν είχε ήδη κατανοήσει τον κομβικό ρόλο της επαναστατικής εφημερίδας από το 1902 με τα κείμενα «Από πού να ξεκινήσουμε» και «Τι να κάνουμε».  Την περίοδο της υποχώρησης μετά την επανάσταση του 1905, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κυκλοφορήσουν παράνομες εφημερίδες και να αποστέλλονται στη Ρωσία, παρά μόνο σε μη τακτική και σποραδική βάση. Η ίδια η μπολσεβίκικη οργάνωση μόλις και μετά βίας υπήρχε στη Ρωσία. Ο Λένιν έγραφε το 1911: « Προς το παρόν η πραγματική θέση του κόμματος είναι τέτοια που σχεδόν παντού κατά τόπους υπάρχουν μικροί, άτυποι, εξαιρετικά μικροί και μικροσκοπικοί πυρήνες και ομάδες εργατών που συναντιούνται σποραδικά. Δε συνδέονται μεταξύ τους. Πολύ σπάνια φτάνει στα χέρια τους έντυπο υλικό.» (Διαλεχτά Έργα , τόμ.17, σελ.202)

Αλλά εκείνη τη χρονιά υπήρξε η ανάκαμψη των εργατικών αγώνων, και το κόμμα μπόρεσε να βγάλει μια νόμιμη εφημερίδα (δηλαδή μια εφημερίδα γραμμένη με ειδική, αισώπεια γλώσσα για να αποφεύγει τη λογοκρισία), τη Zvezda στην Πετρούπολη σε εβδομαδιαία βάση κι έπειτα δυο φορές τη βδομάδα. Ένα συνέδριο του κόμματος το Γενάρη του 1912 αποφάσισε την έκδοση μιας καθημερινής νόμιμης εφημερίδας, της Pravda (παρά τις αμφιβολίες του Λένιν και του Ζινόβιεφ για τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος), και το πρώτο φύλλο της κυκλοφόρησε 22 Απρίλη.

Εκείνη την περίοδο το κύμα των αγώνων απογειώθηκε. Στις 5 Απρίλη οι δυνάμεις καταστολής του τσάρου άνοιξαν πυρ απέναντι σε ένα πλήθος άοπλων απεργών στις χρυσοφόρες περιοχές του Λένα, στα βάθη της Σιβηρίας, σκοτώνοντας 500. Οι μέρες που ακολούθησαν σημαδεύτηκαν από γιγάντιες απεργίες διαρκείας και διαδηλώσεις σε όλη τη Ρωσία, στις οποίες συμμετείχαν 300.000 εργάτες. Οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν την Πρωτομαγιά με μια τεράστια απεργία 400.000 εργατών. Αυτά σε σύγκριση με ένα σύνολο μόνο 105.110 απεργών σε ολόκληρο το 1911! Η Πράβντα εκτινάχθηκε ως η εφημερίδα που αντανακλούσε τις νέες διαθέσεις της τάξης. Όπως έλεγε κι ένας αντίπαλος των Μπολσεβίκων, στις σελίδες της εφημερίδας: « διαβάζουμε για τις δράσεις των εργατικών οργανώσεων, των συνδικάτων, των συλλόγων και των συνεταιρισμών, τις συνελεύσεις των μελών αυτών των οργανισμών και τις συνεδριάσεις των ηγετικών επιτροπών τους…. Για τις συζητήσεις που οργανώνονται από τους εργάτες, για τις απεργίες και τις απεργιακές επιτροπές, για την οργάνωση διάφορων συγκεντρώσεων, για τις απόπειρες για πολιτικές δραστηριότητες από μέρους εργατικών ομάδων προς υπεράσπιση των εργατικών εφημερίδων, για να τιμήσουν τη μνήμη του Μπέμπελ (του Γερμανού σοσιαλιστή ηγέτη που μόλις είχε πεθάνει) ή μερικές άλλες τρέχουσες δραστηριότητες.»

Όπως το έθεσε ο Λένιν: « Καθώς κοιτάνε τις αναφορές από τις εργατικές συναθροίσεις σε συνδυασμό με τα γράμματα από τους εργοστασιακούς και τους εργάτες σε υπηρεσίες απ’ όλα τα μέρη της Ρωσίας, οι αναγνώστες της Πράβντα, οι περισσότεροι όντας διασκορπισμένοι και χωρισμένοι μεταξύ τους από τις ακραίες συνθήκες της ρωσικής ζωής, παίρνουν μια ιδέα του πώς παλεύουν οι προλετάριοι σε διάφορα συνδικάτα και διάφορες περιοχές, πώς αφυπνίζονται για την υπεράσπιση της εργατικής δημοκρατίας.  Το χρονικό της ζωής των εργατών έχει αρχίσει μόλις να εξελίσσεται σε ένα μόνιμο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Πράβντα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αργότερα, πέρα από τα γράμματα για τις {εργοδοτικές} παραβιάσεις στα εργοστάσια, για το ξύπνημα κάποιου νέου κλάδου του προλεταριάτου, τις συγκεντρώσεις για το ένα ή άλλο ζήτημα  που απασχολούσε τους εργάτες,  η εφημερίδα αρχίζει να δέχεται αναφορές με τις σκέψεις και τα αισθήματα των εργατών, τις εκλογικές διαδικασίες, τις εκλογές για τους αντιπροσώπους των εργατών, για το τι διαβάζουν οι εργάτες, για ζητήματα ειδικού ενδιαφέροντός τους κλπ. Η εφημερίδα των εργατών είναι μια εργατική πλατφόρμα. Πριν απ’ οπουδήποτε αλλού η εργατική τάξη της Ρωσίας θα έπρεπε να απευθύνεται εδώ για τα διάφορα -το ένα μετά το άλλο- ζητήματα της καθημερινότητας των εργατών γενικά και της εργατικής τάξης συγκεκριμένα.» (Διαλεχτά Έργα, τόμ. 18, σελ. 300).

Ο Ζινόβιεφ ισχυριζόταν ότι: « αφιέρωνε πάνω από το μισό της χώρο σε γράμματα από τους εργοστασιακούς εργάτες και εργάτριες. Η Πράβντα ήταν ένα ιδιαίτερο είδος Κομμουνιστικής εφημερίδας. Έβαζε καθήκοντα, κάτι που δεν έκανε καμιά άλλη εφημερίδα. Διέφερε ακόμα και στην εξωτερική μορφή από όλες τις άλλες αστικές και σοσιαλδημοκρατικές φυλλάδες. Η μισή εφημερίδα γραφόταν από εργάτες κι εργάτριες, στρατιώτες, ναύτες, μάγειρες, αμαξοδηγούς, βοηθούς καταστημάτων…  Αυτά τα γράμματα μιλούσαν για την καθημερινότητα στο εργοστάσιο, στο εργοστάσιο, στους στρατώνες, στις εργατοσυνοικίες. Με απλή γλώσσα, εξιστορούνταν οι λεπτομέρειες για τις στερήσεις και την καταπίεση που βίωναν οι εργάτες. Αυτά τα γράμματα εξέθεταν τη μικρόψυχη τυραννία των ανωτέρων στα εργοστάσια και στα εργαστήρια. Αυτά τα γράμματα έδιναν μια ανάγλυφη εικόνα της φτώχειας και των δεινών που υφίσταντο οι μάζες. Αυτά τα γράμματα, καλύτερα από καθετί άλλο στον κόσμο εξέφραζαν τις οξυνόμενες διαμαρτυρίες  που κοχλάζανε και αργότερα ξεσπάσανε στη μεγάλη επανάσταση. Η εφημερίδα έγινε ο μεγάλος δάσκαλος των εργαζόμενων μαζών, και οι ίδιοι εργάτες  συνεισέφεραν σε σημαντικό βαθμό σε αυτήν την κατεύθυνση. Απλά αρκούσε να εμφανιστεί κάποιο γράμμα από συγκεκριμένο εργοστάσιο ή στρατώνα για να ρουφηχτεί με όρεξη από τους αναγνώστες στο συγκεκριμένο χώρο.Οι εργάτες εξοικειώθηκαν στην ανάγνωση αυτού του είδους της ανταπόκρισης. Η δημοσίευση ενός γράμματος  που αφορούσε συγκεκριμένο εργοστάσιο γινόταν ένα σπουδαίο γεγονός σε εκείνο το εργοστάσιο. Η αποκάλυψη θα διαβαζόταν από μέλη και μη μέλη του κόμματος και η εφημερίδα θα γινόταν ο φόβος και ο τρόμος όλων των καταπιεστών της εργατικής τάξης…» (Ανακοίνωση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, 1921)

Αφού η εφημερίδα αντανακλούσε με αυτόν τον τρόπο τις εμπειρίες των μαζών, έγινε πολύ εύκολα οργανωτής τους. Αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Μπολσεβίκους, αφού λειτουργούσαν σαν παράνομο κόμμα, με καμιά δυνατότητα να προβαίνουν σε ανοιχτές στρατολογίες. Μπορούσαν,ωστόσο να φτιάξουν ένα δίκτυο ανθρώπων που επικοινωνούσαν με τη εφημερίδα, τη διακινούσαν και κάνανε συναθροίσεις γι αυτήν στους εργασιακούς χώρους. Έτσι για παράδειγμα οι μισές εφημερίδες που πουλιόνταν στην Αγ. Πετρούπολη πουλιόνταν μέσα στα εργοστάσια. Το άτομο που χρεωνόταν την πώλησή τους ήταν στην πράξη η ανακάλυψη του νόμιμου τρόπου για να οργανωθούν οι υποστηρικτές του παράνομου κόμματος.  Η συγκέντρωση ενός καπικίου (ρωσικό νόμισμα) για την εφημερίδα από κάθε εργάτη έκανε την οικονομική ενίσχυση του κόμματος μια έκφραση υποστήριξης στο κόμμα. Οι λίστες των εισφορών δημοσιεύονταν στην εφημερίδα δίνοντας μια εικόνα του πόσο εξαπλωμένο ήταν το δίκτυο υποστήριξης στην εφημερίδα. Έτσι όταν ο Λένιν ήθελε να δείξει πόσο πιο δυνατοί ήταν οι Μπολσεβίκοι σε σχέση με το ρεφορμιστικό «λικβινταριστικό» ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα (στΜ κατηγορία που απευθυνόταν κυρίως στους Μενσεβίκους), σύγκρινε τη  λίστα οικονομικών ενισχύσεων που δημοσιεύονταν στην Πράβντα με τη αντίστοιχη λίστα της λικβινταριστικής εφημερίδας, της Luch. Το γεγονός  ότι η Πράβντα πουλούσε 40.000 φύλλα καθημερινά και λάμβανε εισφορές από 2.181 από διαφορετικές ομάδες εργατών το 1913, σε αντίθεση με τα 16.000 φύλλα καθημερινά μόνο και τις 671 εισφορές  για τις λικβινταριστικές εφημερίδες, ήταν η απόδειξη γι αυτόν του πόσο μεγαλύτερη υποστήριξη είχαν οι Μπολσεβίκοι. (Βλέπε για παράδειγμα, Διαλεχτά Έργα, τόμ 20, σελ 381-387).

Αλλά η Πράβντα δεν αντανακλούσε απλώς τις εμπειρίες των εργατών. Έψαχνε να κάνει τις συνδέσεις με τις γενικές ιδέες που διείπαν τους Μπολσεβίκους. Ο Λένιν ισχυριζόταν στο «Τι να κάνουμε» ότι η επαναστατική εφημερίδα έπρεπε να κάνει κάτι παραπάνω από το να αποκαλύπτει τις ιδιαίτερες συνθήκες που βίωναν οι εργάτες στα εργοστάσια. Έπρεπε να παρέχει επίσης μια σφαιρική κριτική της κοινωνίας σαν σύνολο- του τσαρικού κράτους, της ανάπτυξης του καπιταλισμού μέσα σε αυτό, του ρόλου των διάφορων τάξεων, του κάθε είδους αγώνων ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση όπως επίσης και των εργατικών αγώνων. Ο Λένιν μετακόμισε από τη Γενεύη στην Κρακοβία (στο ελεγχόμενο από τη Γερμανία κομμάτι της Πολωνίας), έτσι ώστε να τροφοδοτεί σε σχεδόν καθημερινή βάση την εφημερίδα με άρθρα, για να εξασφαλίσει ότι οι ξεκάθαρες μαρξιστικές ιδέες θα έβρισκαν το δρόμο τους στο χαρτί.

Έγραψε κυριολεκτικά εκατοντάδες άρθρα.  Πολλά ήταν σύντομα, 500 ή 600 λέξεις, σχολιάζοντας μια ευρεία γκάμα θεμάτων- το συνέδριο του ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, τα 18 χρόνια του ρωσικού εργατικού κινήματος, την καριέρα ενός γηράσκοντος αντιδραστικού που κάποτε ήταν φιλελεύθερος, τη συγκέντρωση της παραγωγής στη Ρωσία, τα επίπεδα των μισθών και των απεργιών, τη Βρετανική Φιλελεύθερη κυβέρνηση, το αν οι παπάδες θα έπρεπε να εμπλέκονται με την πολιτική, τον Ιταλικό πόλεμο στη Λιβύη, τους Βαλκανικούς πολέμους, την Κινέζικη επανάσταση του 1912, τις εκλογές στις ΗΠΑ, το συνέδριο του Βρετανικού Εργατικού κόμματος, τον θάνατο του Χάρι Κουέλτς του βρετανικού  SDF, τη φιλοσοφία του Ντίτσγκεν.

Το νόημα αυτών των άρθρων δεν η ενημέρωση απλά για την ενημέρωση. Κάθε άρθρο ήταν στρατευμένο σε ένα  πολιτικό στόχο: να ξεσκεπάσει τον προδοτικό ρόλο της αστικής τάξης στη μάχη κατά του τσαρισμού, τον κίνδυνο του ρεφορμιστικού ρεύματος για το εργατικό κίνημα, τον τρόπο που ο ιμπεριαλισμός οδηγούσε στον πόλεμο, τη σχέση μεταξύ του αγώνα για εθνική απελευθέρωση και της πάλης για τον σοσιαλισμό κλπ. Ο στόχος ήταν να ανυψώσει τη συνείδηση των εργατών-αναγνωστών, έτσι ώστε να αρχίσουν να βλέπουν την σύνδεση της ίδιας τους της εμπειρίας με τον παγκόσμιο αγώνα της τάξης τους.

Ο Λένιν έγραψε επίσης άρθρα διαφορετικού είδους-πολύ μεγαλύτερα (δυο χιλιάδες λέξεις και πάνω, μερικές φορές δημοσιευόμενα σε συνέχειες σε δυο ή τρία φύλλα της εφημερίδας), στα οποία καταπιανόταν εκτεταμένα με επιχειρήματα που κυκλοφορούσαν στο εργατικό κίνημα ως προς τους στόχους της περιόδου.  Βασικά αυτά πήραν τη μορφή ενάντια στους «λικβινταριστές». Σε μια φάση το ζήτημα που μπήκε ήταν αν το εργατικό κίνημα έπρεπε να αυτοπεριοριστεί απλά στο να χτίσει ένα πλατύ ριζωμένο νόμιμο κόμμα γύρω από τα συνδικάτα, τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, τις νόμιμες εφημερίδες κλπ. Οι Μπολσεβίκοι, και αρχικά και το τμήμα των Μενσεβίκων γύρω από τον Πλεχάνοφ, ισχυρίστηκαν ότι κάτι άλλο ήταν ζωτικής σημασίας- η διατήρηση παράνομου μηχανισμού, με τις εφημερίδες του να λαμβάνονται παράνομα από το εξωτερικό. Αλλά κάτω από αυτή τη διαμάχη κρυβόταν μια άλλη, πιο θεμελιώδης. Περιοριζόμενοι σε νόμιμες μορφές οργάνωσης,  οι λικβινταριστές έπρεπε να αρνηθούν την επαναστατική ανατροπή του τσαρισμού και να θολώσουν τις διαφορές τους με τους φιλελεύθερους αστούς που απλά ήθελαν να μεταρρυθμίσουν τον τσαρισμό. Γι αυτό μόνο ο παράνομος τύπος ήταν δυνατό να μιλήσει ανοιχτά για την επαναστατική ανατροπή της κοινωνίας, και ήταν μόνο μέσα από παράνομες μορφές οργάνωσης που μπορούσαν να γίνουν οι προετοιμασίες για κάτι τέτοιο. Με την επιμονή να ανοίγονται τέτοια ζητήματα στην εφημερίδα (σε ορισμένες περιπτώσεις σε αντίθεση με τις επιθυμίες των τότε εκδοτών στην Αγ. Πετρούπολη) , ο Λένιν επέμενε ότι η εφημερίδα έπρεπε να είναι κάτι παραπάνω από ένα μέσο αντανάκλασης της εργατικής εμπειρίας ή ένα όργανο προπαγάνδας για τις γενικές ιδέες του Μαρξισμού. Έπρεπε να απαντήσει και στο ερώτημα «Τι να κάνουμε;». Από αυτή την άποψη ο Λένιν ήταν πιο κοντά στον συνεπή αστό επαναστάτη Μαρά απ ‘ ότι σε αυτούς που εξέδιδαν εργατικές εφημερίδες, όπως η Northern Star και η Daily Herald. Κι ακριβώς γι αυτό, όπως ο Μαρά, ήταν ικανός να χρησιμοποιήσει την εφημερίδα για να φέρει πιο κοντά την επανάσταση.

 




O Mαρξισμός και το Κόμμα (1978)-Εισαγωγή και Ενότητα 1.1

Του Τζον Μόλινιου

Μετάφραση: Βασίλης Μορέλλας

(Εισαγωγή και ενότητα 1 από το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο “Καρλ Μαρξ: τάξη και κόμμα”).

https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/index.htm

Εισαγωγή

Αυτό το βιβλίο γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και όπως κάθε άλλο έργο, φέρει το στίγμα των καιρών του. Οι αρχές του ’70 στη Βρετανία ήταν χρόνια μαζικής και σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένης πάλης της εργατικής τάξης: κορυφώσεις ήταν η συντριβή του Νόμου Βιομηχανικών Σχέσεων της κυβέρνησης των Τόρις από τους λιμενεργάτες και τους μηχανουργούς, το σπάσιμο του παγώματος μισθών από τους εργάτες των ορυχείων στα 1972 και τέλος, η ανατροπή της κυβέρνησης των Τόρις του Έντουαρντ Χιθ από την απεργία των ορυχείων του 1974. Υπήρξαν ήττες, φυσικά, αλλά γενικά η εικόνα έδειχνε μια ανοδική κίνηση της εργατικής τάξης.

Διεθνώς επίσης υπήρχε έδαφος για σημαντική αισιοδοξία. Η υπέροχη χρονιά του 1968 ήταν ακόμη σχετικά φρέσκια στο μυαλό μας, με την επίθεση του Τετ στο Βιετνάμ, τα δραματικά γεγονότα του Μάη στη Γαλλία, την παγκόσμια εξάπλωση της φοιτητικής εξέγερσης και τις διαδηλώσεις των μαύρων στις πόλεις της Αμερικής. Επιπρόσθετα, το 1968 ακολουθήθηκε από το «καυτό καλοκαίρι» των Ιταλών εργατών το 1969, την συντριπτική ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και την Πορτογαλική Επανάσταση με τις πολλές της συνέπειες στην Αφρική το 1974. Άλλη μια φορά υπήρχαν ήττες, αλλά συνολικά φαινόταν ότι η παγκόσμια επαναστατική διαδικασία κέρδιζε έδαφος.

Συγκεκριμένα έμοιαζε πως οι δυνάμεις του αυθεντικού επαναστατικού Μαρξισμού άρχιζαν επιτέλους να επανακάμπτουν από το εξώτερο περιθώριο της πολιτικής ζωής, στο οποίο είχαν παραδοθεί από τον καιρό της ανόδου του Σταλινισμού τη δεκαετία του 1920. Στη Βρετανία οι Διεθνείς Σοσιαλιστές (τώρα το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα) είχαν μεταμορφώσει εαυτούς από μικροσκοπική προπαγανδιστική ομάδα κάνα δυο εκατοντάδων ανθρώπων σε ένα βιώσιμο μικρο-κόμμα αρκετών χιλιάδων με μια μικρή μα σοβαρή βάση στην εργατική τάξη. Στην Ευρώπη υπήρχε ένας αριθμός από ελπιδοφόρες ομάδες παρόμοιου ή μεγαλύτερου μεγέθους που, ενώ η πολιτική τους ήταν κατά τι συγκεχυμένη (η επιρροή του Μαοϊσμού ήταν ισχυρή), ήταν ωστόσο καθαρά επαναστατικές και είχαν σαφή προσανατολισμό προς την εργατική τάξη. Όπως το έβαζε το Ο Μαρξισμός και το Κόμμα, υπήρξε «σε πολλές χώρες ανάδυση ευμεγέθων οργανώσεων (όχι μαζικών κομμάτων, αλλά αρκετά μεγάλων για να συνιστούν ένα σοβαρό ξεκίνημα) με το στόχο το χτίσιμο ενός επαναστατικού κόμματος».

Η προοπτική που αποτελεί τη βάση του Ο Μαρξισμός και το Κόμμα ήταν ότι αυτές οι τάσεις θα συνέχιζαν κι ότι γερά επαναστατικά κόμματα θα μεγάλωναν και θ’αναπτύσσονταν, όχι μόνο στη Βρετανία μα και σ’έναν αριθμό άλλων χωρών. Δυστυχώς πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή η προοπτική δεν έχει πραγματωθεί. Συνολικά τα εργατικά κινήματα στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες και μαζί με αυτά οι δυνάμεις του επαναστατικού σοσιαλισμού, είναι κατά τι πιο αδύναμα απ’ότι ήταν μια δεκαετία πριν.

Η μετατόπιση στην ισορροπία των ταξικών δυνάμεων στη Βρετανία συνοψίζεται στα αντιθετικά πεπρωμένα των απεργιών των εργατών ορυχείων στα 1974 και 1984-5. Η ήττα του 1985 αποτέλεσε κλιμάκωση και συνέπεια μια μακράς σειράς αποτυχιών που είχαν υποσκάψει τη μαχητικότητα και την ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος.

Βάση αυτής της διαδικασίας υπήρξε το γεγονός ότι η έναρξη της πολυαναμενόμενης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 1974 και η συνέχισή της (τονισμένη από μικρές ανανήψεις) ως σήμερα, δεν απέδωσε τη μαζική ριζοσπαστικοποίηση των εργατών που οι επαναστάτες σοσιαλιστές ανέμεναν. Περισσότερο έφερε έναν κατήφορο προς την αποκαρδίωση. Η μακρά ύφεση έχει εκθέσει τη χρεοκοπία της ρεφορμιστικής συνδικαλιστικής συνείδησης που κυριαρχούσε στο εργατικό κίνημα, αλλά το έκανε αυτό σε μια στιγμή που οι επαναστάτες δεν ήταν καθόλου αρκετά ισχυροί για να συγκροτήσουν ένα σοβαρό εναλλακτικό πόλο έλξης. Οι εργάτες που θα προωθούνταν στην επίθεση και θα σημείωναν τη μια νίκη μετά την άλλη όταν πίστευαν ότι «τα λεφτά υπήρχαν», με μια ορισμένη μερίδα τους να βγάζει επαναστατικά συμπεράσματα στη διαδικασία, έχουν γίνει πιο προσεκτικοί και απρόθυμοι να πολεμήσουν απ’τη στιγμή που πείστηκαν πως ο εργοδότης είναι ίσως στα αλήθεια έτοιμος να καταστραφεί ή πως «η χώρα δεν θα μπορούσε να το αντέξει».

Αυτές είναι πολύ πλατιές γενικεύσεις στις οποίες έχουν υπάρξει, φυσικά, πολλές εξαιρέσεις και αντισταθμιστικές ροπές. Σε παγκόσμια κλίμακα έχει υπάρξει ένας αριθμός μεγαλειωδών αγώνων και κάποιες αξιοσημείωτες νίκες -το κίνημα Solidarnosc [Αλληλεγγύη -ΣτΜ] στην Πολωνία, η επανάσταση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα, η ανατροπή του Σάχη στο Ιράν κι ούτω καθεξής- μα για τον έναν ή άλλο λόγο καμία δεν έχει δώσει στον επαναστατικό σοσιαλισμό την ίδια διεθνή έμπνευση με το Μάη του ’68 ή την ήττα των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ. Το αποτέλεσμα ήταν μια καθοδική περίοδος για την επαναστατική αριστερά στην οποία η δική μου οργάνωση, το SWP, τα’χει καταφέρει καλά να συντηρηθεί και να μεγαλώσει λίγο και στην οποία πολλά άλλα δυνητικά επαναστατικά κόμματα έχουν είτε συρρικνωθεί, είτε καταρρεύσει, είτε μετακινηθεί προς τα δεξιά.

Παρά αυτόν τον μελαγχολικό ισολογισμό πιστεύω ότι οι βασικές ιδέες του Ο Μαρξισμός και το Κόμμα παραμένουν σχετικές με την τωρινή κατάσταση. Οι ήττες και αποτυχίες της περασμένης δεκαετίας οφείλονταν όχι στην παρουσία αλλά στην απουσία του είδους των Μαρξιστικών κομμάτων που υποστηρίζω σε αυτό το βιβλίο. Αυτές οι ήττες έκαναν δυσκολότερο το χτίσιμο τέτοιων κομμάτων, μα επίσης πιστοποίησαν την αναγκαιότητα συνέχισης της προσπάθειας. Συν τοις άλλοις, η προσπάθεια παραμένει χρηστική, επειδή οι ήττες, αν και σοβαρές, ήταν γενικώς μερικές παρά ολοκληρωτικές. Το εργατικό κίνημα έχει όντως αδυνατίσει, αλλά όχι εξαρθρωθεί και συντριβεί, όπως είχε, για παράδειγμα, σ’εκείνες τις Ευρωπαϊκές χώρες που ενέδωσαν στο φασισμό ανάμεσα στους δυο παγκόσμιους πολέμους ή, για το ίδιο θέμα, στην ΕΣΣΔ υπό το Στάλιν. Κατά συνέπεια, συνεχίζουν να υπάρχουν πολλοί εργατικοί αγώνες με τους οποίους οι επαναστάτες μπορούν να αποκτήσουν σχέση και μια μικρή μα αυξανόμενη μειοψηφία εργατών που δε θέλει μόνο να πολεμήσει, αλλά επίσης θέλει εξηγήσεις για τις παρελθούσες αποτυχίες και ψάχνει για ιδέες και στρατηγικές που μπορούν να οδηγήσουν στη νίκη στο μέλλον.

Η ανάγκη για ένα επαναστατικό κόμμα εκφράζεται χειροπιαστά στη Βρετανία από την πρόσφατη εξέλιξη του Εργατικού Κόμματος. Η κάμψη του αριστερού ρεύματος που είχε μορφοποιηθεί γύρω από τον Τόνι Μπεν από τη στιγμή της άνθισής του το 1982 και η δεξιόστροφη μετατόπιση του κόμματος υπό την ηγεσία του Νιλ Κίνοκ, φέρνει όλους τους γνήσιους σοσιαλιστές στο Εργατικό Κόμμα αντιμέτωπους με την αναγκαιότητα να έρθουν σε ξεκάθαρη ρήξη με το ρεφορμισμό. Είναι τώρα φανερό ότι μια μελλοντική Εργατική κυβέρνηση υπό τον Νιλ Κίνοκ (ή μια συμμαχική κυβέρνηση του Εργατικού και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος) θα είναι καταστροφή για την εργατική τάξη, πιθανόν χειρότερη από την καταστροφική διαχείριση Γουίλσον-Κάλαγκαν στα τέλη του ’70, εκτός κι αν αντικρίσει μαζική αντίσταση από τα κάτω. Στο κέντρο μιας τέτοιας αντίστασης, δίνοντάς της συνοχή και προοπτική, πρέπει να βρεθεί ένα επαναστατικό Μαρξιστικό κόμμα.

Συνεπώς, αν είχα χρόνο να ξαναγράψω ή να αναθεωρήσω το Ο Μαρξισμός και το Κόμμα σήμερα (που δεν έχω) οι κύριες γραμμές της επιχειρηματολογίας και τα πρωταρχικά της συμπεράσματα θα παρέμεναν αμετάβλητα. Το ζήτημα ακόμα είναι, όπως έγραφα τότε, ότι το χτίσιμο των επαναστατικών κομμάτων και της διεθνούς τους ενοποίησης είναι σήμερα το πρωτεύον και πιο επείγον στρατηγικό καθήκον που αντικρίζει τους επαναστάτες σοσιαλιστές σ’όλο τον κόσμο. Aν δεν επιτευχθεί, η εργατική τάξη θα καταστεί ανίκανη να επιλύσει προς το συμφέρον της την κρίση του καπιταλισμού που γίνεται οξύτερη μέρα με τη μέρα!

Ωστόσο, θα υπήρχαν, φυσικά, ορισμένες αλλαγές έμφασης. Η πιο σημαντική από αυτές αφορά στην εκτίμηση του Γκράμσι. Ακόμη θεωρώ τον Γκράμσι έναν μεγάλο επαναστάτη Μαρξιστή που είχε πολλή και σημαντική οξυδέρκεια, αλλά γράφοντας σήμερα θα πρόσφερα μια λιγότερο διογκωμένη εκτίμηση της συνεισφοράς του στη θεωρία του κόμματος. Την ίδια στιγμή θα έδινα περισσότερο χώρο για μια ισχυρή υπεράσπιση του Γκράμσι ενάντια στην Ευρωκομμουνιστική και ακαδημαϊκά Μαρξιστική παρερμηνεία ότι αυτός υπήρξε ρεφορμιστής και προφήτης του Λαϊκού Μετώπου και της «Ευρείας Δημοκρατικής Συμμαχίας».

Αυτά τα σημεία συνδέονται, καθώς είναι τώρα σαφές για εμένα ότι παρόλο που ο Γκράμσι ήταν ένας επαναστάτης που πίστευε στην αναγκαιότητα της ένοπλης εξέγερσης, στα σοβιέτ και το τσάκισμα του καπιταλιστικού κράτους, πολλές από τις διατυπώσεις του -για τον «πόλεμο θέσης» που αντικαθιστά τον «πόλεμο ελιγμών», τη σχέση ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία των πολιτών και τις διαφορές μεταξύ Ρωσίας και Δυτικής Ευρώπης- ήταν ανακριβείς και μπερδεμένες και γι’αυτό άνοιξαν την πόρτα σε μια ρεφορμιστική ερμηνεία που ο ίδιος ο Γκράμσι θα αποκήρυσσε. Όπως βρίσκεται, το κεφάλαιό μου για τον Γκράμσι θα έπρεπε να διαβαστεί σε σύνδεση με την παμφλέτα του Κρις Χάρμαν Γκράμσι εναντίον Ρεφορμισμού (Λονδίνο 1983) η οποία παρέχει την αναγκαία διόρθωση.

Επιπλέον θα αφιέρωνα περισσότερο χώρο για την αντίληψη κόμματος και τάξης την ενσωματωμένη στα στρατηγικά γραπτά του Τρότσκι του 1928-37, με άλλα λόγια την κριτική του στο Σταλινικό υπεραριστερισμό της «τρίτης περιόδου» που διέσπασε την εργατική τάξη μπροστά στον Χίτλερ και του επακόλουθου οπορτουνισμού της περιόδου του Λαϊκού Μετώπου. Αυτά τα γραπτά έχουν αποδειχτεί εξαιρετικά σχετικά και χρήσιμα τα πρόσφατα χρόνια και παραμένουν έτσι ως σήμερα. Από τη μια πλευρά, διαμορφώνουν το ουσιαστικό θεωρητικό φόντο για την πάλη ενάντια στην αναβίωση του Ναζισμού, που αποκάλυψε τον εαυτό του στη Βρετανία το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 και που συνεχίζει στη Γαλλία σήμερα. Από την άλλη πλευρά, αποτελούν κομβικό σημείο εκκίνησης για τη Μαρξιστική κριτική της σημερινής στρατηγικής του Ευρωκομμουνισμού και πολλών άλλων αριστερών και όχι-και-τόσο-αριστερών ρεφορμιστών. Ο αναγνώστης που επιθυμεί να παρακολουθήσει αυτό το ζήτημα μπορεί να το κάνει εύκολα στον Μαρξισμό του Τρότσκι (Λονδίνο 1985) του Ντάνκαν Χάλας.

Ένα πράγμα, ωστόσο, δεν έχει αλλάξει καθόλου την περασμένη δεκαετία. Αυτό είναι η επείγουσα αναγκαιότητα ανατροπής του καπιταλισμού, αν η ανθρωπότητα, οδηγούμενη από την εργατική τάξη, είναι να προχωρήσει πέρα από τη σκιά του πυρηνικού μανιταριού. Αν αυτό το βιβλίο μπορέσει να συνεισφέρει σε αυτή τη διαδικασία με οποιοδήποτε τρόπο, τότε θα εκπληρώσει το σκοπό του.

Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλονται στον Τόνι Κλιφ για τις πολύτιμες κριτικές και προτάσεις του και για τη δουλειά του ως επιμελητή, στην Ανίτα Μπρόμλεϊ για τη δακτυλογράφηση μεγάλων τμημάτων του χειρόγραφου και στους Τζιλ, Σάρα και Τζακ που ανέχτηκαν τόσες χαλασμένες διακοπές.

Τζον Μόλινιου

Σεπτέμβριος 1985

 

 

  1. Καρλ Μαρξ: τάξη και κόμμα
  1. Τα ταξικά θεμέλια

 

Το θεμέλιο όλων των μαρξιστικών προσεγγίσεων στην ανάλυση των πολιτικών κομμάτων είναι η θεωρία του Μαρξ για την ταξική πάλη. Για τους μαρξιστές η βασική εξήγηση για την ύπαρξη διαφορετικών και ανταγωνιζόμενων πολιτικών κομμάτων βρίσκεται στην οικονομική δομή της κοινωνίας. Τα πολιτικά κόμματα συστήνονται, προσελκύουν υποστήριξη και συνεχίζουν να λειτουργούν πρώτα απ’όλα ως εκπρόσωποι ταξικών συμφερόντων.

Φυσικά αυτή η ιδέα, όπως και στην περίπτωση πολλών μαρξιστικών αρχών, μετατρέπεται σε μια ανοησία αν γίνει κατανοητή χοντροκομμένα και δογματικά. Η θέση ότι τα πολιτικά κόμματα εκπροσωπούν ταξικά συμφέροντα δε σημαίνει ότι αυτά απαραίτητα το κάνουν με μια ευθύγραμμη σχέση ένα-προς-ένα. Δε σημαίνει ότι όλες τις φορές ένα κόμμα εκπροσωπεί τα συμφέροντα μίας τάξης∙ ή ότι τα συμφέροντα μίας τάξης, με την ιστορική έννοια, μπορούν να μορφοποιηθούν απλά με όρους άμεσου οικονομικού οφέλους∙ ή ότι οι πράξεις κάθε κόμματος μπορούν να εξηγηθούν μόνο αναφορικά με την τάξη στην οποία βασίζεται. Γεγονός είναι ότι  η ιστορία παρέχει πολυάριθμα παραδείγματα κάθε είδους συνδυασμού τάξης/κόμματος: από κόμματα που ξεκινούν εκπροσωπώντας τα συμφέροντα μιας τάξης, αλλά καταλήγουν υπηρετώντας τα συμφέροντα μιας άλλης∙ από κόμματα που επιχειρούν να υπηρετήσουν τα συμφέροντα δυο ή ακόμη και τριών τάξεων μεμιάς∙ από κόμματα που υπηρετούν ένα τμήμα μια τάξης ενάντια στα συμφέροντα της τάξης αυτής ως σύνολο∙ από δυο ή τρία μικρά κόμματα που ανταγωνίζονται για να γίνουν ο αδιαμφισβήτητος εκπρόσωπος της ίδιας τάξης κι ούτω καθεξής.

Γι’αυτό στη Βρετανία σήμερα έχουμε τρία μείζονα πολιτικά κόμματα:

το Κόμμα των Τόρις, που είναι πρώτιστα το κόμμα των μεγάλων καπιταλιστών, αλλά ψηφίζεται από πολλούς εργάτες και υποστηρίζεται ενεργά από πλατιά τμήματα της μικροαστικής τάξης∙

το Εργατικό Κόμμα, που βασίζεται στις οργανώσεις της εργατικής τάξης και υπολογίζει κυρίως σε εργάτες για τις ψήφους του, αλλά που έχει μια μεσοαστική ηγεσία η οποία δέχεται τη συνέχεια του καπιταλιστικού συστήματος και είναι επομένως συχνά αναγκασμένη να δρα ενάντια στα συμφέροντα της εργατικής της βάσης∙

το Φιλελεύθερο Κόμμα, που είναι βασικά ένα μικροαστικό κόμμα, που στηρίζεται από λίγους μεγαλύτερους καπιταλιστές και αποσπά κάποιες από τις ψήφους του από την εργατική τάξη.

Κανένα από αυτά τα παραδείγματα δεν διαψεύδει την μαρξιστική θέση. Περισσότερο την επιβεβαιώνουν, καθώς το μόνο που αυτή ισχυρίζεται είναι ότι το θεμελιώδες σημείο εκκίνησης για την ανάλυση των πολιτικών κομμάτων, όπως και της πολιτικής γενικά, πρέπει να είναι η ταξική δομή της κοινωνίας. Οι πολυάριθμες πολυπλοκότητες που έχουμε αναφέρει υψώνονται με βάση το γεγονός ότι οι τάξεις στην κοινωνία δεν στέκονται απλά η μία δίπλα στην άλλη, αλλά η μία πάνω στην άλλη σε μια κατάσταση διαρκούς και δυναμικής διαμάχης κι ότι τα πολιτικά κόμματα παίζουν έναν σπουδαιότατο ρόλο σε αυτή τη διαμάχη. Μια συγκεκριμένη διάταξη πολιτικών κομμάτων αντικατοπτρίζει τα σχετικά στάδια ανάπτυξης όπου έχουν φτάσει οι διάφορες τάξεις και το βαθμό ηγεμονίας που έχει αποκτήσει μία τάξη πάνω στις άλλες. Κατά συνέπεια, όταν πραγματευόμαστε μαρξιστικές θεωρίες του κόμματος, και πάνω απ’όλα εκεί όπου ο ίδιος ο Μαρξ εστίαζε,  δεν ενδιαφέρεται κανείς μόνο για μια στενή και διαχωρισμένη θεωρία οργάνωσης, μα πάντα για τη σχέση μεταξύ κόμματος και τάξης. Τα κόμματα είναι στιγμές στην εξέλιξη των τάξεων.

Ο Μαρξ επιθυμούσε να αποκαλύψει τις καθοδηγήτριες δυνάμεις της ιστορίας προκειμένου να υποβοηθήσει τη δημιουργία ιστορίας. Κατά συνέπεια, για τον Μαρξ οι τάξεις δεν είναι απλώς στατικές οντότητες, μα κοινωνικές ομάδες που αποκτούν υπόσταση διαμέσου ιστορικών διαδικασιών και περνούν από ποικίλα στάδια ανάπτυξης και ωριμότητας. Πάνω απ’όλα, οι τάξεις αυτοπροσδιορίζονται μέσα από τις διαμάχες. «Άτομα σχηματίζουν μία τάξη μόνο στο βαθμό που καταπιάνονται σε ένα κοινό αγώνα με μια άλλη τάξη»[i]. Στην πορεία του αγώνα οι τάξεις αποκτούν (ή χάνουν) συνοχή, οργάνωση, αυτοπεποίθηση και συνείδηση. Τα πολιτικά κόμματα είναι όπλα στην πάλη μεταξύ των τάξεων.

Στην ανάλυση του καπιταλισμού από τον Μαρξ «η κοινωνία ως σύνολο διασπάται όλο και περισσότερο σε δύο μεγάλα στρατόπεδα, σε δύο μεγάλες τάξεις που αντιμετωπίζουν άμεσα η μία την άλλη: τη μπουρζουαζία και το προλεταριάτο».[ii] Δεν ήταν ότι ο Μαρξ πίστευε πως οι κατηγορίες της μπουρζουαζίας και του προλεταριάτου κάλυπταν τους πάντες στην καπιταλιστική κοινωνία -το να διατείνεται κάτι τέτοιο ως εμπειρικό γεγονός στα 1847 θα ήταν παράλογο. Περισσότερο ο ισχυρισμός του ήταν ότι η διαμάχη μεταξύ μπουρζουαζίας και προλεταριάτου είναι εγγενής και θεμελιώδης στο καπιταλιστικό σύστημα. Κάτω από τον καπιταλισμό η παραγωγή λαμβάνει χώρα στη βάση της εκμετάλλευσης μισθού και εργασίας. Γι’αυτό σφηνωμένη στην καρδιά της καπιταλιστικής οικονομίας είναι μια διαρκής διαμάχη συμφερόντων και αυτή η βασική διαμάχη διέπει κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής. Όπως το έθεσε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο:

 

«Είναι πάντα η άμεση σχέση των κατεχόντων τα μέσα παραγωγής με τους άμεσους παραγωγούς…μέσα στην οποία βρίσκουμε το τελικό μυστικό, την κρυμμένη βάση όλης της κοινωνικής δομής, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών μοτίβων κυριαρχίας και υποτέλειας, σε συντομία, ενός ορισμένου ιδιαίτερου τύπου κυβερνήσεων.[iii]»

 

Στην τελευταία ανάλυση, οι ποικίλες άλλες τάξεις ή κοινωνικά στρώματα μπορούν να δράσουν μόνο μέσα στο πλαίσιο εναλλακτικών που παρέχεται από τις δύο μείζονες τάξεις. Στο τέλος πρέπει να συνταχθούν με τη μία ή την άλλη τάξη. Συνεπώς, από μια μαρξιστική σκοπιά, το βασικό κριτήριο για την αποτίμηση των πολιτικών κομμάτων δεν είναι απλά το πάνω σε ποιες τάξεις βασίζονται, μα πού στέκονται μέσα στην ταξική πάλη ανάμεσα σε μπουρζουαζία και προλεταριάτο.

Όμως, όταν κανείς μιλά για τη θεωρία του Μαρξ για το κόμμα, το θέμα δεν είναι τα πολιτικά κόμματα γενικά, αλλά το επαναστατικό κόμμα που έχει ως στόχο του την ανατροπή του καπιταλισμού -ιδιαίτερα μιλά κανείς για την σύλληψη ενός προλεταριακού πολιτικού κόμματος από τον Μαρξ, καθότι, ασφαλώς, ήταν η άποψή του ότι «το προλεταριάτο μονάχα είναι μια πραγματικά επαναστατική τάξη… Οι άλλες τάξεις αποσυντίθενται και τελικά εξαφανίζονται μπροστά στην μοντέρνα βιομηχανία∙ το προλεταριάτο είναι το ειδικό και ουσιαστικό προϊόν της.»[iv] Ο καταστηματάρχης, ο τεχνίτης, ο μικρός αγρότης, ο χωρικός, όλοι υποσκάπτονται από την επέκταση του καπιταλισμού, αλλά το προλεταριάτο μεγεθύνεται. «Στην ίδια αναλογία που η μπουρζουαζία, δηλ. το κεφάλαιο, αναπτύσσεται, στην ίδια αναλογία αναπτύσσεται το προλεταριάτο, η μοντέρνα εργατική τάξη.»[v] Η κλίμακα της παραγωγής μεγαλώνει, οπότε οι εργάτες συγκεντρώνονται σε όλο και μεγαλύτερες μονάδες. «Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας το προλεταριάτο όχι μόνο αυξάνει σε αριθμό, μα συγκεντρώνεται σε μεγαλύτερες μάζες, η δύναμή του μεγαλώνει και αισθάνεται τη δύναμή του περισσότερο.» Το προλεταριάτο επομένως, στέκει στο κέντρο της οικονομικής δομής. Δυνητικά είναι η πιο ισχυρή εκμεταλλευόμενη τάξη στην ιστορία. Αυτή η ισχύς δίνει στο προλεταριάτο την ικανότητα για αυτο-απελευθέρωση, μία ικανότητα που αποτελεί ζωτικό στοιχείο  στη θεωρία του Μαρξ για την επανάσταση.[vi] Ο δεύτερος και εξίσου σημαντικός παράγοντας στην αποτίμηση του προλεταριάτου από τον Μαρξ είναι η άποψή του ότι το προλεταριάτο αποτελεί την πρώτη τάξη της οποίας η νίκη θα κατέληγε όχι σε μια νέα μορφή ταξικής κοινωνίας, αλλά στην κατάργηση όλων των τάξεων. Αυτή η άποψη βασίζεται στην αναγκαστικά συλλογική φύση του προλεταριακού αγώνα. Εκτός ασυνήθιστων εξαιρέσεων, ο μεμονωμένος εργάτης δε μπορεί να πλησιάσει τον εργοδότη του και να ζητήσει αύξηση μισθού με οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας∙ είναι υποχρεωμένος να συμπράξει με τους συναδέλφους του. Ο εργάτης δεν έχει κυριότητα στα μέσα παραγωγής και δεν μπορεί να την αποκτήσει ως άτομο, επειδή η μοντέρνα βιομηχανία δεν μπορεί να διαιρεθεί και να τεμαχιστεί σε εκατομμύρια κομμάτια. Για να κατακτήσει τα μέσα παραγωγής, η εργατική τάξη πρέπει να το κάνει συλλογικά, μέσω της κοινωνικής ιδιοκτησίας.

Η επιμονή του Μαρξ για το προλεταριάτο ως τη μόνη επαναστατική τάξη και οι αιτιολογίες του για αυτό, απεικονίζονται καλά με την στάση του προς τον άλλο πιο προφανή υποψήφιο για τον τίτλο, την αγροτιά. Τον καιρό του Μαρξ η αγροτιά σχημάτιζε την τεράστια πλειοψηφία ακόμη και στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και ήταν τουλάχιστο τόσο φτωχή και καταπιεσμένη όσο και το προλεταριάτο. Επιπρόσθετα, υπήρχε μακρά παράδοση βίαιων αγροτικών εξεγέρσεων. Αλλά ο Μαρξ τα αψηφούσε όλα αυτά, λόγω της εξατομικευμένης και κατακερματισμένης φύσης του αγροτικού τρόπου ζωής.

 

«Οι μικρο-ιδιοκτήτες χωρικοί σχηματίζουν μια τεράστια μάζα, τα μέλη της οποίας ζουν σε παρόμοιες συνθήκες, μα χωρίς να μπαίνουν σε πολύμορφες σχέσεις μεταξύ τους. Η μέθοδος παραγωγής τους τούς απομονώνει τον έναν απ’τον άλλο, αντί να τους φέρνει σε αμοιβαία συναναστροφή… Με αυτόν τον τρόπο, οι μεγάλες μάζες του Γαλλικού έθνους σχηματίζονται από απλή πρόσθεση ομόλογων μεγεθών, εν πολλοίς όπως πατάτες σε ένα τσουβάλι σχηματίζουν ένα τσουβάλι πατάτες. Στο βαθμό που εκατομμύρια οικογενειών ζουν κάτω από οικονομικές συνθήκες ύπαρξης που διαχωρίζουν τον τρόπο ζωής τους, τα συμφέροντά τους και την κουλτούρα τους από εκείνα άλλων τάξεων και τις βάζουν σε εχθρική αντιπαράθεση με τις τελευταίες, αυτές σχηματίζουν μια τάξη. Στο βαθμό που υπάρχει μόνο μια τοπική διασύνδεση μεταξύ αυτών των μικρο-ιδιοκτητών χωρικών και η ταυτότητα των συμφερόντων τους δεν γεννάει καμία κοινότητα, κανένα πανεθνικό δεσμό και καμία πολιτική οργάνωση, δεν σχηματίζουν τάξη. Είναι κατά συνέπεια ανίκανοι να επιβάλουν τα ταξικά τους συμφέροντα στο όνομα το δικό τους, είτε μέσω ενός κοινοβουλίου είτε μέσω μιας συνέλευσης. Δεν μπορούν να εκπροσωπήσουν τους εαυτούς τους, πρέπει να εκπροσωπούνται [από άλλους -ΣτΜ].[vii]»

 

Η ικανότητα του προλεταριάτου, αντίθετα με της αγροτιάς, για αυτο-εκπροσώπηση και επομένως αυτο-απελευθέρωση, είναι κρίσιμη για τη θέση του ως επαναστατική τάξη και για την ικανότητά του να δημιουργήσει ένα επαναστατικό κόμμα.

Ωστόσο, δε θα πρέπει κανείς να μπερδεύει τη δυνατότητα του προλεταριάτου να δημιουργήσει το δικό του κόμμα με την εμπειρική πραγματικότητα. Ο Μαρξ είχε επίγνωση του κενού ανάμεσα στο προλεταριάτο ως τάξη «καθεαυτή» και του προλεταριάτου ως τάξη «για τον εαυτό της»[viii] και του μακροχρόνιου αγώνα που κείται μεταξύ των δύο. Ούτε και απέτυχε να δει ο Μαρξ τις εξουθενωτικές επιπτώσεις της ανταγωνιστικής αστικής κοινωνίας στην οργάνωση και την ενότητα της εργατικής τάξης.

 

«Ο ανταγωνισμός διαχωρίζει τα άτομα το ένα απ’το άλλο, όχι μόνο τους αστούς, αλλά ακόμη περισσότερο τους εργάτες, παρά το γεγονός ότι τους μαζεύει κοντά. Ως εκ τούτου, περνά πολύς χρόνος πριν αυτά τα άτομα μπορέσουν να ενωθούν… Ως εκ τούτου, κάθε οργανωμένη δύναμη που στέκεται πάνω από και ενάντια σε αυτά τα απομονωμένα άτομα, που ζουν σε σχέσεις που καθημερινά αναπαράγουν αυτή την απομόνωση, μπορεί μόνο να υπερνικηθεί μετά από μακροχρόνιους αγώνες.[ix]»

 

Αναγνώριζε επίσης τη δύναμη της αστικής ιδεολογίας.

 

Η τάξη που έχει τα μέσα της υλικής παραγωγής στη διάθεσή της έχει ταυτόχρονα τον έλεγχο τον μέσων πνευματικής παραγωγής, έτσι ώστε, γενικά μιλώντας, οι ιδέες αυτών που στερούνται τα μέσα πνευματικής παραγωγής να υπόκεινται σε αυτήν.[x]

 

Ο σχηματισμός ενός πολιτικού κόμματος των εργατών ήταν, επομένως, αναγκαίος για να αντιπαλέψει αυτές τις πανίσχυρες τάσεις προς τον κατακερματισμό και να καθιερώσει την ανεξαρτησία του προλεταριάτου ως τάξης. Πράγματι ο Μαρξ συχνά υποδήλωνε ότι οι εργάτες δεν μπορούν να θεωρούνται ως τάξη με την πλήρη έννοια της λέξης, μέχρι να δημιουργήσουν το δικό τους διακριτό κόμμα. Γι’αυτό βρίσκουμε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι «η οργάνωση των προλετάριων σε τάξη και συνεπώς σε πολιτικό κόμμα, συνεχώς αναταράσσεται από τον ανταγωνισμό μεταξύ των ίδιων των εργατών»[xi] και στην απόφαση της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου (1871) της Πρώτης Διεθνούς ότι «το προλεταριάτο μπορεί να ενεργήσει ως τάξη μόνο συγκροτώντας για τον εαυτό του ένα διακριτό πολιτικό κόμμα»[xii]. Αυτή η βασική ιδέα παρέμεινε κεντρική στη θεωρία και την πρακτική και του Μαρξ και του Ένγκελς, από τα μέσα του 1840 ως το τέλος της ζωής τους.

 

Αναφορές

 

  1. Καρλ Μαρξ: τάξη και κόμμα

[i] Μαρξ και Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, παρατίθεται από τον Ρ.Ντάχρεντορφ στο Τάξη και Ταξική Σύγκρουση στη Βιομηχανική Κοινωνία, Λονδίνο 1959, σ.14.

[ii] Μαρξ και Ένγκελς, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, Μόσχα 1957, σ.48.

[iii] Μαρξ, Κεφάλαιο, Τομ.ΙΙΙ παρατίθεται από τον Ντάρεντορφ, ό.π. σ.13.

[iv] Μαρξ και Ένγκελς, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ό.π. σ.66.

[v]στο ίδιο σ.58.

[vi] Βλ. Χαλ Ντράπερ, «Η Αρχή της Αυτο-Απελευθέρωσης στους Μαρξ και Ένγκελς», Σοσιαλιστικό Μητρώο (Socialist Register), 1972

[vii] Μαρξ, Η Δέκατη Όγδοη Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Νέα Υόρκη 1963, σ.123-24.

[viii] Βλ. Μαρξ, Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, Μόσχα 1966, σ.150.

[ix] Μαρξ και Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, Λονδίνο 1965, σ.78 σημ.

[x] στο ίδιο σ.61.

[xi] Μαρξ και Ένγκελς, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ό.π. σ.64.

[xii] Παρατίθεται στο Ντ. Μακ Λίλλαν, Η Σκέψη του Καρλ Μαρξ, Λονδίνο 1971, σ.177.




«Αυτή είναι η επανάστασή μας»: Διαδηλώσεις κλονίζουν την κυβέρνηση του Ιράκ

του Κώστα Κούσιαντα

Μέρες οργής της νεολαίας

Την Τρίτη 1 Οκτωβρίου, ένα κύμα διαδηλώσεων ξεκίνησε από τη Βαγδάτη και εξαπλώνεται μέχρι αυτή τη στιγμή, Κυριακή 6 Οκτωβρίου, σε μια σειρά από μεγάλες και μικρές πόλεις του Ιράκ: Βασόρα Νασιρίγια, Ντιουανίγια, Χίλλα, Αμάρα, Αλ-Κουτ, Σαμάουα, Ντιγιάλα, ακόμα και στις «ιερές» πόλεις των Σιιτών, την Νατζάφ και την Κάρμπαλα, αλλά και βόρεια, στη Μοσούλη, το Τικρίτ και το Κιρκούκ. Οι αρχικές διαδηλώσεις έχουν μετατραπεί σε εξέγερση που κλονίζει την κυβέρνηση και απειλεί ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.

Οι κινητοποιήσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν στην αρχή ως σχετικά μικρές και ειρηνικές διαμαρτυρίες, μαζικοποιήθηκαν και εξελίχθηκαν σε σκληρές συγκρούσεις με την αστυνομία, μετά τις πρώτες επιθέσεις της αστυνομίας, της αντιτρομοκρατικής, αλλά ακόμα και παραστρατιωτικών ομάδων, με άγριους ξυλοδαρμούς, χρήση αντλιών νερού, χημικών, πλαστικών αλλά και πραγματικών πυρών και μετά τις πρώτες δολοφονίες διαδηλωτών, ήδη από την πρώτη μέρα. Όπως έχει συμβεί και σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις κινητοποιήσεων στο Ιράκ, η δολοφονική αστυνομική βία πυροδοτεί μεγαλύτερη οργή, αλλά και αποφασιστικότητα.

Η κυκλοφορία έχει απαγορευτεί στη Βαγδάτη και σε πολλές άλλες πόλεις.

Η κυβέρνηση προσπάθησε επίσης να εμποδίσει την επικοινωνία μεταξύ του κόσμου, αρχικά μπλοκάροντας το Facebook, το Twitter και το Instagram και στη συνέχεια κόβοντας το ίντερνετ σε ολόκληρη τη χώρα.

Στη Βαγδάτη οι διαδηλωτές κατάφεραν στις 3 Οκτωβρίου να σπάσουν τον κλοιό της αστυνομίας και να προχωρήσουν προς την Πράσινη Ζώνη (την οχυρωμένη περιοχή στο κέντρο της πόλης στην οποία βρίσκονται η έδρα της ιρακινής κυβέρνησης και κυβερνητικά κτίρια, το κοινοβούλιο, οι διπλωματικές αποστολές και οι ξένες πρεσβείες, μεταξύ των οποίων και η πρεσβεία των ΗΠΑ). Προσπάθησαν επίσης να αποκλείσουν την πρόσβαση προς το αεροδρόμιο της Βαγδάτης, καταλαμβάνοντας τον δρόμο που οδηγεί προς αυτό, αλλά απωθήθηκαν από την αστυνομία που έκανε χρήση πραγματικών πυρών.

Στη Βαγδάτη επίσης, οι δυνάμεις καταστολής κατάφεραν να εμποδίσουν τους διαδηλωτές να καταλάβουν την πλατεία Ταχρίρ, μια κεντρική πλατεία της πόλης, στην οποία (όπως και στην πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου), γίνονται «παραδοσιακά» οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Όμως ύστερα από αυτό, στη Βαγδάτη πραγματοποιούνται μαζικές συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία στις πιο φτωχές περιοχές της πόλης: Μαντίνατ ασ-Σαντρ (γνωστή και ως Sadr City στα βορειοανατολικά της Βαγδάτης), Αλ-Άμαλ (νοτιοδυτικά), ασ-Σιά’αμπ (στα βόρεια), Ζααφαρανίγια (στα νότια) και Σιούλα (στα δυτικά). Όμως, μέχρι και το πρωί της Κυριακής, οι διαδηλωτές εξακολουθούν να προσπαθούν να σπάσουν τον αστυνομικό κλοιό και να καταλάβουν την πλατεία Ταχρίρ.

Στην Ντιουανίγια και στην επαρχία Δι Καρ οι διαδηλωτές έχουν καταλάβει κυβερνητικά κτίρια.

Η καταστολή έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Μέχρι στιγμής, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ιράκ, ο αριθμός των νεκρών έχει φτάσει στους 105 νεκρούς (μεταξύ των νεκρών υπάρχει και έξι αστυνομικοί), των τραυματιών στους 4.000 και υπάρχουν χιλιάδες συλλήψεις. Σύμφωνα με διαδηλωτές που μίλησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή στα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, μετά τη διαδήλωση της Τρίτης, υπήρχαν πτώματα στους δρόμους της Βαγδάτης. Όμως τις επόμενες μέρες ο αριθμός των θανάτων αυξήθηκε με αλματώδεις ρυθμούς (21 το πρωί της Πέμπτης, 44 το πρωί της Παρασκευής, 73 το πρωί του Σαββάτου, 105 το πρωί της Κυριακής), κάτι το οποίο δείχνει όχι μόνο την κλιμάκωση της καταστολής, αλλά και την εξάπλωση και την επιμονή του κινήματος. Όπως είπε ένας διαδηλωτής στη Βαγδάτη: «Θα συνεχίσουμε να διαδηλώνουμε γιατί δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε. Καλύτερα να πεθάνουμε με αξιοπρέπεια.»

Όμως απ’ ότι φαίνεται, οι δολοφονίες δεν γίνονται μόνο κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων.

Όπως ανέφεραν αυτόπτες μάρτυρες από τη Βασόρα, την Πέμπτη το πρωί, ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν κάποιοι άντρες με μαύρες στολές και μάσκες, σταμάτησε έξω από το σπίτι του Χουσεΐν Αντέλ και της συζύγου του και κάποιοι απ’ αυτούς εισέβαλαν στο σπίτι και τους δολοφόνησαν. Ο Χουσεΐν Αντέλ και οι γυναίκα του συμμετείχαν στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στη Βασόρα. Οι αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας του ζεύγους Αντέλ είναι βέβαιοι ότι οι μαυροντυμένοι μασκοφόροι ανήκουν σε παραστρατιωτικές ομάδες που χρηματοδοτούνται από το Ιράν.

Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις στη Βαγδάτη ανέφεραν ότι οι μαυροντυμένοι άντρες καταστολής που πυροβόλησαν εναντίον των διαδηλωτών για να τους εμποδίσουν να προχωρήσουν στην Πράσινη Ζώνη μιλούσαν περσικά. Άλλοι διαδηλωτές ανέφεραν ότι τα δακρυγόνα που χρησιμοποιούνται εναντίον τους προέρχονται από το Ιράν. Υπάρχουν πολλές αναφορές ότι αυτοί που στελεχώνουν και σε πολλές άλλες πόλεις τις ομάδες καταστολής που πυροβολούν με πραγματικά πυρά εναντίον των διαδηλωτών, μιλάνε περσικά.

Έχει αναφερθεί επίσης ότι πάνω από την Βαγδάτη πετάνε αεροπλάνα τα οποία χρησιμοποιούνται από την Υπηρεσία Πληροφοριών της σιιτικής παραστρατιωτικής οργάνωσης PMF (Popular Mobilization Forces / Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί / Λαϊκές Δυνάμεις Κινητοποίησης) για τον εντοπισμό των ηγετών και των διοργανωτών των διαδηλώσεων. (Στο ρόλο αυτής της παραστρατιωτικής οργάνωσης θα αναφερθούμε και παρακάτω.)

Παραστρατιωτικές ομάδες μαυροντυμένων έχουν επιτεθεί και σε τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθούς στη Βαγδάτη και έχουν τραυματίσει δημοσιογράφους (στο κανάλι Al-Arabiya και στους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς Dajla και NRT).

Μέχρι την Πέμπτη, οι περισσότεροι από τους μισούς θανάτους είχαν συμβεί στη Νασιρίγια (18 άτομα δολοφονήθηκαν στη Νασιρίγια και 14 στη Βαγδάτη). Απ’ ό,τι έχει αναφερθεί, στη Νασιρίγια οι διαδηλώσεις είναι πολύ μαζικές και μάλλον οι συγκρούσεις με την αστυνομία είναι πολύ πιο σκληρές. Η Νασιρίγια και η επαρχία τής Δι Καρ στην οποία βρίσκεται, έχει ένα μακρύ ιστορικό «αντίστασης στην αδικία», απ’ το οποίο δημιουργήθηκε «μια ισχυρή αφήγηση μεταξύ των κατοίκων που τροφοδοτεί τις εξεγέρσεις», σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Χαμίντ Τσατρί, κάτοικο αυτής της πόλης. Στη Νασιρίγια τη δεκαετία του 1920 υπήρξε η πιο μαζική και έντονη αντίσταση στην αγγλική κυριαρχία, ενώ την ίδια εποχή, ιδρύθηκε στη Νασιρίγια η πρώτη οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος του Ιράκ. Το 1991 οι κάτοικοι της πόλης εξεγέρθηκαν ενάντια στη δικτατορία του Σαντάμ Χουσεΐν και αντιμετώπισαν άγρια καταστολή. Στις σημερινές διαδηλώσεις συμμετέχουν χιλιάδες φτωχοί νεολαίοι, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ραντί αλ-Μααρούφ, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της πόλης, αδιαφορούν για την αστυνομική καταστολή, τα δακρυγόνα και τα πραγματικά πυρά, επειδή θεωρούν ότι καθώς «πεθαίνουν μ’ έναν αργό θάνατο, μια σφαίρα είναι καλύτερη».

 1

Ενάντια στη φτώχεια και τον αυταρχισμό

Οι άθλιες συνθήκες ζωής των φτωχών λαϊκών μαζών (το 35% του πληθυσμού ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας και το 60% ζει με λιγότερα από 6 δολάρια την ημέρα), η ανεργία, που πλήττει κυρίως τη νεολαία (περισσότερο από το 25% των νέων είναι άνεργοι/ες) και σε πολύ μεγάλο βαθμό τους/τις πτυχιούχους πανεπιστημίων, είναι για ολόκληρη τη χώρα οι βασικές και άμεσες αιτίες αυτών των κινητοποιήσεων. Αξίζει να αναφερθεί ότι πριν περίπου ένα μήνα, στις αρχές Σεπτέμβρη, είχαν γίνει μαζικές διαδηλώσεις στη Βαγδάτη από άνεργους/ες πτυχιούχους πανεπιστημίων, ενάντια στην ανεργία.

Στις βασικές αιτίες αυτών των κινητοποιήσεων και στις διεκδικήσεις των διαδηλωτών, περιλαμβάνεται και η άθλια κατάσταση των δημόσιων υπηρεσιών, κυρίως της υπηρεσίας ηλεκτρικής ενέργειας και της υπηρεσίας ύδρευσης, ζητήματα για τα οποία έγιναν επίσης μαζικές διαδηλώσεις στο Νότιο Ιράκ πριν από ένα χρόνο περίπου, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2017.

Οι διαδηλωτές σήμερα, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι νέοι κάτω των 20 ετών, διαμαρτύρονται για τη διαφθορά, με την οποία εξαφανίζονται τα έσοδα από το πετρέλαιο που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τις κοινωνικές υπηρεσίες και θέσεις εργασίας, διαμαρτύρονται ενάντια στον αυταρχισμό και στον σεχταρισμό του πολιτικού συστήματος, το οποίο μοιράζει την πολιτική εξουσία του Ιράκ στις πολιτικοθρησκευτικές και εθνικιστικές ελίτ της σιιτικής πλειονότητας, της σουνιτικής μειονότητας και της διεφθαρμένης και αυταρχικής ηγεσίας του ιρακινού Κουρδιστάν. Το αίτημα για συνταγματική μεταρρύθμιση αρχίζει να διατυπώνεται σ’ αυτές τις διαδηλώσεις, όπως άλλωστε και τα αιτήματα της αξιοπρέπειας και της δημοκρατίας που αποτέλεσαν πάγιες διεκδικήσεις σε ολόκληρη την περιοχή μετά το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης.

 2

Η κυβέρνηση κλονίζεται

Ο πρωθυπουργός του Ιράκ, ο (Άραβας Σιίτης) Αντέλ Αμπντούλ Μαχντί, καταδίκασε τους διαδηλωτές, επιρρίπτοντας σ’ αυτούς την ευθύνη για τα επεισόδια βίας, αλλά ταυτόχρονα υποσχέθηκε θέσεις εργασίας για τους άνεργους αποφοίτους πανεπιστημίων και ότι θα αναθέσει στο υπουργείο πετρελαίου και στα άλλα αρμόδια όργανα, να αρχίσουν να προσλαμβάνουν ντόπιους εργαζόμενους, σε ποσοστό 50%, στις συμβάσεις με ξένες εταιρείες που θα υπογραφούν στο μέλλον. Βέβαια, ξεκαθάρισε ότι «δεν πρόκειται να συμβούν θαύματα μέσα σε μια νύχτα». Δηλαδή, οι λαϊκές μάζες του Ιράκ δεν πρέπει να περιμένουν καμιά ουσιαστική βελτίωση της κατάστασής τους.

Ο πρόεδρος της χώρας, ο (Κούρδος μέλος του PUK) Μπάρχαμ Σάλεχ κράτησε μια πιο μεσοβέζικη στάση, αναγνωρίζοντας τα δίκια των διαδηλωτών, αλλά αποκάλεσε τις δυνάμεις καταστολής «γιους μας που μας προφυλάσσουν από το χάος». Δικαιολόγησε δηλαδή την αιματηρή καταστολή.

Από την άλλη, ο Μεγάλλος Αγιατολλάχ Άλι ασ-Σιστανί (ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης των Σιιτών του Ιράκ) καταδίκασε τόσο τη βία της αστυνομίας, όσο και «τις καταστροφές» των διαδηλωτών και συνέστησε «αυτοσυγκράτηση προς όλες τις πλευρές». Παρ’ όλ’ αυτά, αναγνώρισε ότι την κύρια ευθύνη φέρει η κυβέρνηση, η οποία δεν έχει κάνει απολύτως τίποτα για να ικανοποιήσει τα δίκαια αιτήματα των διαδηλωτών και να καταπολεμήσει τη διαφθορά.

Οι δύο εξέχοντες Σιίτες κληρικοί και πολιτικοί ηγέτες, ο Μουκτάντα ασ-Σαντρ και ο Άμμαρ αλ-Χάκιμ εξέφρασαν την στήριξή τους στους διαδηλωτές (ο Σαντρ ζήτησε από τους οπαδούς της παράταξής του Σά’ιορουν να συμμετάσχουν «στις ειρηνικές διαμαρτυρίες»). Και οι δύο Σιίτες ηγέτες έχουν ωστόσο δώσει την πολιτική τους στήριξη στον σχηματισμό της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Αμπντούλ Μαχντί («κυβέρνηση τεχνοκρατών») πριν από ένα χρόνο, μετά το πολιτικό αδιέξοδο που δημιουργήθηκε με την εκλογική νίκη του συνασπισμού στον οποίο ηγείται το Σά’ιορουν (και στον οποίο συμμετέχει και το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ιράκ).

Στις εκλογές που έγιναν στις 12 Μαΐου του 2018 το Σά’ιορουν (ή «Πορεία για Μεταρρυθμίσεις») ήταν πρώτο κόμμα με ποσοστό 14,38% (και 54 έδρες από τις 329 του ιρακινού κοινοβουλίου). Ψηφίστηκε κυρίως από τις σιιτικές λαϊκές μάζες και τα ποσοστά του στις σιιτικές περιοχές (στις οποίες είναι το μεγαλύτερο κόμμα) φτάνουν ή και ξεπερνούν το 25%.

Φυσικά δεν μπορούσε να σχηματίσει μόνο του κυβέρνηση, οπότε για αρκετούς μήνες τοΣά’ιορουν επιδόθηκε σε ένα πολιτικό παζάρι με τα δεξιά και σεχταριστικά σιιτικά πολιτικά κόμματα, συμφωνώντας να παραμείνει στην πρωθυπουργία ο προηγούμενος πρωθυπουργός Χαϊντάρ αλ Αμπάντι, το κόμμα του οποίου είχε ηττηθεί στις εκλογές. Όμως ύστερα από το κύμα των μαζικών διαδηλώσεων που ξέσπασαν τον Ιούλη του 2018 και κράτησαν μέχρι τον Σεπτέμβρη (με περισσότερους από 20 νεκρούς), τα κόμματα αναγκάστηκαν να αποδεχτούν ότι ο Χαϊντάρ αλ-Αμπάντι θα έπρεπε να απομακρυνθεί. Έτσι, ο Αμπντούλ Μαχντί, ως το νέο σημείο ισορροπίας όλων των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του πολιτικού συστήματος που ηττήθηκε στις εκλογές του 2018, κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση με την υποστήριξη της μεγαλύτερης πολιτικής δύναμης, του Σά’ιορουν, αν και τοΣά’ιορουν ήταν η πολιτική παράταξη με την οποία οι λαϊκές σιιτικές μάζες προσπάθησαν να εκφράσουν στις εκλογές του 2018 τον θυμό τους και την αγανάκτησή τους για τις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού, του αυταρχισμού και του θρησκευτικού σεχταρισμού, βασικός εκφραστής των οποίων είναι ο καινούριος πρωθυπουργός. Τόσο οι ΗΠΑ, όσο και το Ιράν έδωσαν αμέσως τη στήριξή τους στον νέο πρωθυπουργό του Ιράκ.

Τώρα, μετά το ξέσπασμα των τελευταίων μαζικών διαδηλώσεων, η συμμαχία Σά’ιορουντου Σαντρ προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από τον πρωθυπουργό και αρχικά πρωτοστάτησε στον σχηματισμό ενός αντιπολιτευτικού μετώπου εντός του κοινοβουλίου, μαζί με τα κοινοβουλευτικά μέλη του Πατριωτικού Κινήματος Σοφίας (Ταγιάρ αλ-Χίκματ αλ-Ουατάνι– ένα δεξιό σιιτικό θρησκευτικό κόμμα με ηγέτη τον Άμμαρ αλ-Χάκιμ), του συνασπισμού Νασ’ρτου πρώην πρωθυπουργού του Ιράκ Χαϊντάρ αλ-Αμπάντι (επίσης ένας συνασπισμός δεξιών θρησκευτικών-σιιτικών πολιτικών ομάδων) και μαζί με κάποιους άλλους. Αυτές οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης εξέφρασαν από κοινού τη στήριξή τους στους διαδηλωτές («συστήνοντας» ταυτόχρονα αυτοσυγκράτηση στους διαδηλωτές), ζήτησαν από τον πρωθυπουργό να συγκαλέσει ειδική σύσκεψη του κοινοβουλίου για να συζητήσει το θέμα και να βρει άμεσα λύσεις, τις οποίες θα εφαρμόσει ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του. Στη συνέχεια και όσο εξαπλώνονταν οι διαδηλώσεις και αυξάνονταν οι νεκροί, το Σά’ιορουν του Σαντρ προχώρησε ένα βήμα παραπέρα και οι βουλευτές τους ανέστειλαν τη βουλευτική τους ιδιότητα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την καταστολή, ζητώντας ταυτόχρονα από την κυβέρνηση την παραίτησή της και την άμεση προκήρυξη εκλογών. Οι βουλευτές και των τριών πολιτικών δυνάμεων που προαναφέρθηκαν, μποϋκόταραν την έκτακτη σύσκεψη του κοινοβουλίου που έγινε το βράδυ του Σαββάτου. Η κυβέρνηση έχει χάσει πια την στήριξη που χρειάζεται για να παραμείνει στην εξουσία. Η πολιτική κρίση έχει ξεκινήσει.

Όμως, παρά την (φραστική ή ειλικρινή) στήριξη των διαδηλωτών από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, οι διαδηλωτές δεν έχουν σχέση με τα κόμματα που κυριαρχούν στο πολιτικό σκηνικό του Ιράκ, όπως επίσης δεν έχουν σχέση και με τις θρησκευτικές ηγεσίες των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων. Παρά το γεγονός ότι οι υποστηρικτές του Σά’ιορουν συμμετέχουν στις διαδηλώσεις, το κίνημα της νεολαίας στρέφεται ενάντια σ’ αυτές τις σκληρές νεοφολελεύθερες πολιτικές που αποφασίζονται και με την στήριξη του Σά’ιορουν (στο οποίο, υπενθυμίζουμε, συμμετέχει και το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ιράκ). Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, οι διαδηλωτές στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι νέοι, κάτω των 20 ετών και δεν είναι ιδιαιτέρως θρησκευόμενοι. Ως εκ τούτου, οι «εκκλήσεις» των θρησκευτικών ηγετών για «αυτοσυγκράτηση», δεν έχουν καμιά απήχηση. Επίσης δεν φαίνεται, προς το παρόν τουλάχιστον, να έχουν αποτέλεσμα ούτε οι εκκλήσεις του Σαντρ και των άλλων πολιτικών ηγετών προς τους διαδηλωτές να «αποφεύγουν τη βία». Οι διαδηλώσεις εξακολουθούν να μαζικοποιούνται και να εξαπλώνονται ως αυθόρμητες, μαχητικές και ανεξέλεγκτες κινητοποιήσεις μιας οργισμένης νεολαίας, η οποία αντιμετωπίζει με καχυποψία όλα τα πολιτικά κόμματα: «Αυτοί οι άνθρωποι δεν μας εκπροσωπούν, δεν θέλουμε κόμματα πια, δεν θέλουμε να μιλάει κανείς στο όνομά μας». «Δεν πρόκειται για κυβέρνηση, είναι μια παρέα πολιτικών κομμάτων και πολιτοφυλακών που κατέστρεψαν το Ιράκ», ανέφεραν κάποιοι διαδηλωτές στη Βαγδάτη. Ο στόχος των διαδηλώτων έχει γίνει πια, ύστερα και από την πολύνεκρη καταστολή, η αλλαγή ολόκληρου του πολιτικού συστήματος και όχι κάποιες μεταρρυθμίσεις του. Το γνωστό σύνθημα της Αραβικής Άνοιξης «ασ-σιά’αμπ γιουρίντ ισκάατ αν-νιδάμ» («Ο λαός θέλει να πέσει το καθεστώς») αρχίζει να κυριαρχεί στις διαδηλώσεις.

Εξάλλου, ο λαός του Ιράκ δεν μπορεί επίσης να ξεχάσει ότι όλες οι πολιτικές παρατάξεις φέρουν την ευθύνη για τις πολύνεκρες εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των δυο θρησκευτικών κοινοτήτων τη δεκαετία του 2000.

 3

Το Ιράκ και ο ιρανικός ιμπεριαλισμός

Οι διαδηλωτές απαιτούν επίσης να σταματήσει η ανάμειξη του Ιράν στην εσωτερική πολιτική του Ιράκ, φωνάζουν συνθήματα εναντίον του Ιράν και καίνε ιρανικές σημαίες.

Πρόκειται για ένα σοβαρό ζήτημα στο οποίο θα πρέπει να σταθούμε λίγο.

Η ιρανική επιρροή στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική του Ιράκ δεν είναι μια φαντασίωση των διαδηλωτών – αντιθέτως, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της χώρας.

Κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο, η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003, «άνοιξε» για πρώτη φορά αυτή τη χώρα στην επιρροή του εχθρού των ΗΠΑ, δηλαδή του Ιράν. Στην πραγματικότητα κάτι ανάλογο έγινε την ίδια περίοδο και με το Αφγανιστάν. Και στις δυο χώρες οι φανατικοί εχθροί, οι ΗΠΑ και το Ιράν, θα έπρεπε να συνεργαστούν κάτω από το τραπέζι για να αντιμετωπίσουν μια δύναμη που αναπτύσσονταν ως κοινός εχθρός και των δυο: του σαλαφιτικού/ουαχαμπιτικού ισλαμισμού, με τη μορφή των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και με τη μορφή της Αλ-Κάιντα στο Ιράκ, αλλά και ενός ολόκληρου πλήθους σουνιτικών/σαλαφιτικών οργανώσεων που ξεφύτρωναν μετά τη διάλυση του κόμματος Μπά’αθ. Οι Ιρανοί αποκτούσαν πρόσβαση και επιρροή στους σιιτικούς πληθυσμούς αυτών των χωρών (πλειονότητα στο Ιράκ, σημαντική μειονότητα στο Αφγανιστάν), συμβάλλοντας στην πολιτική σταθεροποίηση που επιδίωκε ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός. Βέβαια, στην περίπτωση του Ιράκ, το Ιράν ήταν σε θέση να παζαρέψει με πολύ καλύτερους όρους τις συνθήκες αυτής της σταθερότητας, καθώς η υποστήριξη που παρείχε στη σιιτική αντικατοχική αντίσταση που διεξάγονταν υπό την ηγεσία του Σαντρ, λειτουργούσε σαν ισχυρός μοχλός πίεσης απέναντι στις ΗΠΑ. Φυσικά, στο τέλος το Ιράν «μάζεψε» τον Σαντρ, όταν είχε πετύχει να πάρει αυτό που ήθελε στο Ιράκ – και αυτό που ήθελε ήταν να έχει τη δυνατότητα ελέγχου της κυβέρνησης της χώρας. Οι ΗΠΑ παραχώρησαν αυτό το «δικαίωμα» στο Ιράν, γιατί μόνο έτσι θα εξασφαλίζονταν στο Ιράκ ένα σταθερό καθεστώς το οποίο θα λειτουργούσε ως (σιιτικό) ανάχωμα στην αναζωπύρωση ή επέκταση του σαλαφιτικού/ουαχαμπιτικού ισλαμισμού, ενός κινήματος που αποτελούσε και αποτελεί απειλή για όλα σχεδόν τα καθεστώτα του Κόλπου, συμπεριλαμβανομένης (και κυρίως) της Σαουδικής Αραβίας προς τα δυτικά και του Πακιστάν προς τα ανατολικά (και ίσως και ακόμα πιο πέρα και προς τις δυο κατευθύνσεις).

Έτσι λοιπόν το Ιράν, με την υποστήριξή του προς κάποιες πολιτικές ομάδες και πολιτικές προσωπικότητες του Ιράκ, με τις πιέσεις προς άλλες, με υποσχέσεις και με απειλές, έγινε εξαρχής ο βασικός ρυθμιστής της πολιτικής ζωής της σιιτικής κοινότητας και ως εκ τούτου ολόκληρης της πολιτικής σκηνής της χώρας. Βέβαια το Ιράν δεν θα αποκτούσε τόσο εύκολα τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή του Ιράκ αξιοποιώντας ένα θρησκευτικό υπόβαθρό (θρησκευτικά δίκτυα και θρησκευτικούς οργανισμούς, κοινά για τους Σιίτες του Ιράν και του Ιράκ), εάν δεν υπήρχαν δύο άλλοι βασικοί παράγοντες: ο ένας παράγοντας ήταν το σύνταγμα που επέβαλλαν οι κατοχικές δυνάμεις, με το οποίο δημιουργήθηκε ένα καθεστώς που βασίζεται στον θρησκευτικό διαχωρισμό του πληθυσμού σε Σιίτες, Σουνίτες. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η προθυμία της σιιτικής αστικής τάξης να πέσει στην ανοιχτή αγκαλιά του ιρανικού ιμπεριαλισμού, για να την βοηθήσει να ελέγξει ολόκληρη τη χώρα (σε βάρος τόσο της κουρδικής εθνικής μειονότητας, όσο και των Σουνιτών, οι οποίοι υπέστησαν και τις μεγαλύτερες και σκληρότερες διακρίσεις).

Τα επόμενα χρόνια, η αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από το Ιράκ το 2010, η εμφάνιση και εξάπλωση του Ντά’ις / ISIS στο Ιράκ και τη Συρία και οι ευκαιρίες που πρόσφερε στον ιρανικό ιμπεριαλισμό η ανάμειξή του στη Συρία, στο πλευρό της μπααθικής δικτατορίας, ως η βασική χερσαία αντεπαναστατική δύναμη, ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο τη θέση του Ιράν στην περιοχή και άρα και μέσα στο ίδιο το Ιράκ. Αυτή η ενίσχυση το ρόλου του Ιράν αντανακλάται στις παλινωδίες της αμερικανικής πολιτικής απέναντί του: η προηγούμενη διοίκηση Ομπάμα, θεώρησε ότι το Ιράν έχει γίνει μια δύναμη με την οποία οι ΗΠΑ θα έπρεπε αναγκαστικά να συνδιαλλαγούν (γι’ αυτό υπέγραψαν την πυρηνική συμφωνία). Η νέα διοίκηση Τραμπ θεώρησε ότι το Ιράν έχει γίνει πολύ δυνατό και οι ΗΠΑ θα πρέπει να περιορίσουν κάπως τη δύναμή του (γι’ αυτό και αποχώρησαν από την πυρηνική συμφωνία, με μοναδικό στόχο να υπογράψουν μια νέα με πιο ευνοϊκούς όρους για τις ΗΠΑ).

Αυτή η αναβάθμιση του ρόλου του ιρανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή σήμαινε και αύξηση της επιρροής του στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική του Ιράκ, δείχνοντας όμως ταυτόχρονα στους Ιρακινούς το μέγεθος του κινδύνου που τους απειλούσε.

Η συστηματική καταπίεση και η πολιτική διακρίσεων που εφάρμοζαν οι υποστηριζόμενες από το Ιράν κυβερνήσεις του Ιράκ εναντίον των Σουνιτών της χώρας, υπήρξε μια από τις βασικές αιτίες που οδήγησαν μεγάλο τμήμα του σουνιτικού πληθυσμού να υποστηρίξει ή να αποδεχτεί παθητικά τις σαλαφιτικές ισλαμιστικές οργανώσεις, κυρίως την Αλ-Κάιντα του Ιράκ (αργότερα Ντά’ις ή ISIS). Ένας δεύτερος παράγοντας που συνέβαλλε καθοριστικά στην ανάπτυξη του Ντά’ις στο Ιράκ και που έριξε ολόκληρο το Ιράκ στη δίνη της κρίσης του συριακού εμφυλίου πολέμου, ήταν η απόφαση του ιρακινού σιιτικού πολιτικού κατεστημένου να υποστηρίξει την ιμπεριαλιστική επέμβαση του Ιράν στη Συρία και στο πλευρό του Άσαντ, φτάνοντας μέχρι του σημείου να στείλουν και σιιτικές παραστρατιωτικές δυνάμεις από το Ιράκ για να βοηθήσουν στη σφαγή του συριακού λαού. Ένας άλλος παράγοντας της ανάπτυξης τουΝτά’ις στο Ιράκ (προγενέστερος χρονικά των δυο παραπάνω) ήταν η βοήθεια που πρόσφερε το Ιράν στις ΗΠΑ για τη συστηματική διάλυση ολόκληρου του μηχανισμού του μπααθικού κράτους στο Ιράκ, πράγμα το οποίο σήμαινε πρακτικά, τη συστηματική καταδίωξη όλων των Σουνιτών που στελέχωναν τον κρατικό μηχανισμό. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους, μετά την παράλογη και άδικη φυλάκισή τους από τις κατοχικές δυνάμεις, εντάσσονταν στις σαλαφιτικές/ουαχαμπιτικές οργανώσεις αντίστασης που αναπτύσσονταν μέσα στη σουνιτική κοινότητα.

Όλες αυτές οι πολιτικές οι οποίες το 2014 οδήγησαν το Ιράκ ξανά στο χάος ενός εμφυλίου κι ενός περιφερειακού πολέμου, παρόλο που αποφασίστηκαν και δρομολογήθηκαν από τις ιρακινές κυβερνήσεις (στις οποίες κυριαρχούσε η σιιτική πολιτικοθρησκευτική ελίτ) με τη συμφωνία ή με την υπαγόρευση των ΗΠΑ, δεν θα μπορούσαν ωστόσο να υλοποιηθούν εάν δεν είχαν τη σφραγίδα της ιρανικής κυβέρνησης (η οποία σε αρκετές περιπτώσεις έβαζε και την υπογραφή του δημιουργού αυτών των πολιτικών). Όμως για τον ιρακινό λαό, αλλά και για κάποια τμήματα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων (ακόμα και μεταξύ των Σιιτών), αυτή η ιρανική ανάμειξη στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας, με τα καταστροφικά της αποτελέσματα, άρχισε να γίνεται όλο και λιγότερο ανεκτή.

Όπως επίσης άρχισε να γίνεται όλο και λιγότερο ανεκτή η πολιτική λιτότητας και αυταρχισμού, που κι αυτή έφερε ταυτόχρονα τις σφραγίδες τόσο των ΗΠΑ, όσο και του Ιράν, προκειμένου να μπορέσουν οι πολιτικοθρησκευτικές ελίτ της χώρας να τη θέσουν σε εφαρμογή.

Αυτός ο συνδυασμός θρησκευτικού σεχταρισμού, αυταρχισμού, καταστολής, λιτότητας καθώς και μιας διογκούμενης διαφθοράς που ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής των κυβερνήσεων που υποστηρίζονταν από το Ιράν (και τις ΗΠΑ) και στις οποίες στηρίζονταν η ιρανική επιρροή στο Ιράκ, είχε γίνει το 2011 στόχος των διαδηλώσεων που ξέσπασαν ταυτόχρονα με τις διαδηλώσεις και τις εξεγέρσεις που συντάραξαν τον αραβικό κόσμο. Η Αραβική Άνοιξη στο Ιράκ δεν πήρε τις διαστάσεις που πήρε σε άλλες χώρες της περιοχής (εξαιτίας και της αιματηρής καταστολής της), ως αντιστάθμισμα όμως τροφοδότησε την ιρακινή κοινωνία με μια επιμονή στις κινητοποιήσεις. Κάθε χρόνο σχεδόν ξεσπάνε μαζικές κινητοποιήσεις, που προκαλούν ρωγμές στο πολιτικό οι οποίες πιθανόν δεν καλύπτονται στη συνέχεια. Οι επόμενες μαζικές διαδηλώσεις μετά το 2011 έγιναν το καλοκαίρι του 2015, κατά τις οποίες οι διαδηλωτές απέδωσαν την ευθύνη για την εμφάνιση και την άνοδο του Ντά’ις σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, αμφισβήτησαν ανοιχτά το θρησκευτικό/σεχταριστικό σύστημα διακυβέρνησης της χώρας και απαίτησαν την εφαρμογή μέτρων αντιμετώπισης της φτώχειας και της ανεργίας.

Σ’ αυτές τις διαδηλώσεις του 2015, όπως και στις διαδηλώσεις της επόμενης χρονιάς, του 2016 (κατά τις οποίες οι διαδηλωτές έσπασαν τον αστυνομικό κλοιό της Πράσινη Ζώνης), συμμετείχαν τόσο οι οπαδοί του Μουκτάντα ασ-Σαντρ, όσο και τα μέλη και οι υποστηρικτές του Κομμουνιστικού Κόμματος του Ιράκ, κι αυτή ήταν η βάση από την οποία ξεκίνησε η συνεργασία τους, που κατέληξε στην ίδρυση της συμμαχίας Σά’ιορουν. Ο ηγέτης τουΣά’ιορουν, ο Μουκτάντα ασ-Σαντρ, αν και υπήρξε η πιο διακεκριμένη και λαοπρόβλητη φυσιογνωμία της φιλοϊρανικής παράταξης στο Ιράκ, δεν είναι εντούτοις και ο κύριος ευνοούμενος της ιρανικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και ο ίδιος είναι μάλλον ένας υπό όρους συνεργάτης του Ιράν και συχνά επικρίνει την πολιτική του.

Έτσι λοιπόν, η εκλογική επιτυχία του Μουκτάντα ασ-Σαντρ και της συμμαχίας Σά’ιορουνπου ηγείται, έχουν προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες όχι μόνο στις ΗΠΑ, για τις οποίες ο Σαντρ υπήρξε ο μεγαλύτερος κίνδυνος στην περίοδο της αμερικανικής στρατιωτικής κατοχής του Ιράκ, αλλά και για τον αντίπαλο των ΗΠΑ, το Ιράν. Ο Σαντρ, αν και είναι υπέρ της πολιτικής συνεργασίας του Ιράκ με το Ιράν, επιδιώκει ταυτόχρονα τον περιορισμό της ιρανικής επιρροής στο Ιράκ και την ανεξαρτησία της ιρακινής εξωτερικής πολιτικής από τον ιρανικό ιμπεριαλισμό. Έχει επίσης απαιτήσει να σταματήσει η ανάμειξη του Ιράκ στον συριακό εμφύλιο και να επιστρέψουν οι ιρακινές σιιτικές πολιτοφυλακές που πολεμούν υπό τις διαταγές των Ιρανών για να διασώσουν τον Σύριο δικτάτορα.

Γι’ αυτό και ο Αλί Ακμπάρ Βελαγιατί, σύμβουλος του ανώτατου ηγέτη του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, δήλωσε αμέσως μετά την εκλογική νίκη του Σά’ιορουν: «Δεν θα αφήσουμε φιλελεύθερους και κομμουνιστές να κυβερνήσουν το Ιράκ». Η αδυναμία σχηματισμού μιας κυβέρνησης γύρω από το Σά’ιορουν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην δράση των Ιρανών πολιτικών και στρατιωτικών που παρεμβαίνουν ανοιχτά στην εσωτερική πολιτική του Ιράκ: οι πιέσεις και οι μηχανορραφίες εναντίον του Σά’ιορουν και η υποστήριξη των αντιπάλων του είχαν αρχικά ως στόχο (με τον οποίο βέβαια είχε συμφωνήσει και ο Σαντρ) την παραμονή στην εξουσία του προηγούμενου πρωθυπουργού, του Χαϊντάρ αλ-Αμπάντι (χρεοκοπημένου πολιτικά και γι’ αυτό περισσότερο εξαρτημένου από την ιρανική στήριξη). Στη συνέχεια, με την παρέμβαση του Ιράν, επιβλήθηκε ως σημείο ισορροπίας, ο δεξιός Σιίτης πολιτικός Αντέλ Αμπντούλ Μαχντί.

Όμως η παρεμβάσεις του Ιράν στα εσωτερικά του Ιράκ έχουν και μια άλλη διάσταση, περισσότερο στρατιωτική.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υπάρχουν αναφορές για ομάδες καταστολής οι οποίες δολοφονούν διαδηλωτές στους δρόμους και στα σπίτια τους και οι οποίες πιθανόν να στελεχώνονται από Ιρανούς (οι διαδηλωτές τους ακούνε να μιλάνε περσικά). Ταυτόχρονα όμως, είναι πιθανόν να έχουν αναλάβει δράση καταστολής και οι PMF ή Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί(Popular Mobilization Forces / Λαϊκές Δυνάμεις Κινητοποίησης).

Οι Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί, είναι μια σιιτική παραστρατιωτική οργάνωση (πολιτοφυλακή) η οποία βρίσκεται υπό τον έλεγχο του ιρακινού Υπουργείου Άμυνας, αλλά ταυτοχρόνως έχει την χρηματική και πολιτική υποστήριξη του Ιράν. Συμμετείχε στη σφαγή του συριακού λαού, υπό τον έλεγχο των ιρανικών στρατιωτικών δυνάμεων που έχουν εισβάλει στη Συρία για να διασώσουν την μπααθική δικτατορία. Στη συνέχεια, μετά το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία του ιρακινού Κουρδιστάν, τον Σεπτέμβριο του 2017, χρησιμοποιήθηκαν για την καταστολή του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος στο Ιράκ, ανακαταλαμβάνοντας με την υποστήριξη του Ιράν (και έχοντας πάρει το πράσινο φως από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Τουρκία) τη Μοσούλη και το Κιρκούκ, δηλαδή τις περιοχές απ’ τις οποίες οι Κούρδοι Πεσμεργκά είχαν εκδιώξει τις δυνάμεις του Ντά’ις, και στις οποίες, σύμφωνα με το ιρακινό σύνταγμα, θα έπρεπε να διεξαχθεί δημοψήφισμα για να αποφασίσουν οι κάτοικοί τους για το μέλλον τους. Οι Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί απείλησαν την ύπαρξη ολόκληρου του ιρακινού Κουρδιστάν, εξαναγκάζοντας έτσι την διεφθαρμένη κουρδική ηγεσία να μην υλοποιήσει την απόφαση του δημοψηφίσματος για ανεξαρτησία.

Αυτά μέχρι πριν από δυο χρόνια. Η δράση αυτής της παραστρατιωτικής σιιτικής ισλαμιστικής οργάνωσης δεν φαίνεται να δημιουργεί συμπάθειες μεταξύ του σιιτικού πληθυσμού, γι’ αυτό και το Σά’ιορουν μιλούσε και πριν από τις εκλογές για την ανάγκη αφοπλισμού όλων των παραστρατιωτικών οργανώσεων (πολιτοφυλακών). Η συγκεκριμένη όμως οργάνωση φαίνεται ότι είχε αρχίσει να γίνεται σοβαρό πρόβλημα και για τη σιιτική πολιτικοθρησκευτική ελίτ.

Μάλιστα άρχισαν να υπάρχουν εντάσεις και προβλήματα μεταξύ της νέας κυβέρνησης και της παραστρατιωτικής οργάνωσης που έχει την υποστήριξη του Ιράν.

Η κυβέρνηση του Αμπντούλ Μαχντί δεν έχει καταβάλει μισθούς στους Χασντ ασ-Σια’αμπί, αλλά ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε σε 27.000 μέλη τους την σταδιακή πρόσληψή τους στα σώματα των κρατικών μηχανισμών καταστολής. Επίσης όμως, τον περασμένο Σεπτέμβριο απομάκρυνε από τη θέση του τον αναπληρωτή επικεφαλής των Χασντ ασ-Σια’αμπί, τον Αμπού Μαχντί αλ-Μουχαντίς, ύστερα από την προσπάθεια των Χασντ ασ-Σια’αμπί να δημιουργήσουν δική τους αεροπορική δύναμη.

Αυτές οι φιλοδοξίες των Χασντ ασ-Σια’αμπί είχαν σαν αποτέλεσμα τον αεροπορικό βομβαρδισμό των ιρακινών τους βάσεων από την πολεμική αεροπορία του Ισραήλ, με την υποστήριξη των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, η χρησιμότητά τους φαίνεται να έχει εξαντληθεί για το ιρακινό πολιτικό κατεστημένο, καθώς απ’ ότι φαίνεται, ο ρόλος των Χασντ ασ-Σια’αμπί στην συντριβή της συριακής επανάστασης ολοκληρώθηκε, όπως ολοκληρώθηκε επίσης και ο ρόλος τους στη συντριβή του κουρδικού κινήματος ανεξαρτησίας στο Ιράκ. Τώρα, οι Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί αποτελούν μια παραστρατιωτική δύναμη, η οποία προσπαθεί να επιβιώσει διατηρώντας την αυτονομία της από την ιρακινή κυβέρνηση, προωθώντας ταυτόχρονα τις δικές της πολιτικές επιδιώξεις για έλεγχο της πολιτικής κατάστασης του Ιράκ. Μετά την απόλυση του ηγέτη τους από τον πρωθυπουργό, οι Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί πραγματοποίησαν μια σειρά επιθέσεων κοντά στην αμερικάνικη πρεσβεία του Ιράκ (όχι όμως στην ίδια την αμερικάνικη πρεσβεία), θέλοντας να κάνουν μια επίδειξη της ικανότητάς τους να δημιουργήσουν ένα «γεωπολιτικό» χάος, σε ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο «απολαμβάνει» το σπάνιο «προνόμιο» να υποστηρίζεται ταυτοχρόνως από δύο δυνάμεις με μακροχρόνια εχθρικές μεταξύ τους σχέσεις, τις ΗΠΑ και το Ιράν.

Για το ιρακινό πολιτικό κατεστημένο, το οποίο επιβιώνει πατώντας πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί που κρατάνε οι ΗΠΑ και το Ιράν, υποστηρίζεται και από τους δύο και επιδιώκει να τα έχει καλά και με τους δύο, η ανεξέλεγκτη και αποσταθεροποιητική δράση της παραστρατιωτικής συμμορίας των Χασντ ασ-Σια’αμπί αποτελεί σοβαρή απειλή. Ο ίδιος ο Σαντρ ζήτησε από την Τεχεράνη κατά τη διάρκεια της τελευταίας του επίσκεψης, να «μαζέψουν τα λουριά» των Χασντ ασ-Σια’αμπί, ώστε να πάψουν να παρεμβαίνουν στις πολιτικές υποθέσεις του Ιράκ.

Οι ΗΠΑ, οι οποίες όχι μόνο ανέχτηκαν αλλά και ενέκριναν την καταστολή του κουρδικού κινήματος από τις Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί μετά το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία του ιρακινού Κουρδιστάν τον Σεπτέμβρη του 2017, τώρα ζητάνε από την ιρακινή κυβέρνηση να ελέγξει αυτή την σιιτική πολιτοφυλακή που ελέγχεται από το Ιράν. Αυτό που πιθανόν φοβάται αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση των ΗΠΑ, είναι ότι στο πλαίσιο ενός οξυμένου και κλιμακούμενου ανταγωνισμού μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν, οι Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί, μπορούν, λειτουργώντας σαν μαριονέτα του Ιράν, να οδηγήσουν σε αποσταθεροποίηση και να εξασθενίσουν την επιρροή των ΗΠΑ στο Ιράκ.

Εξάλλου μια τέτοια απειλή άφησε να διαφανεί σαφώς και ο απεσταλμένος του Ιράν στο Ιράκ, ο Ιράτζ Μεστζεντί, ο οποίος δήλωσε πρόσφατα στο ιρακινό τηλεοπτικό κανάλι Dijla, ότι το Ιράν δεν θα διστάσει να χτυπήσει τους Αμερικανούς… μέσα στο ίδιο το Ιράκ. Η δήλωση αυτή που έγινε πριν από μια εβδομάδα και ύστερα από την επίθεση που πραγματοποίησαν οι υποστηριζόμενοι από το Ιράν αντάρτες Χούθι της Υεμένης εναντίον πετρελαϊκών εγκαταστάσεων της Σαουδικής Αραβίας, εξόργισε τους Ιρακινούς, οι οποίοι δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι θα γίνει η χώρα τους πεδίο πολεμικού ανταγωνισμού μεταξύ δύο αντιδραστικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, του Ιράν και των ΗΠΑ.

Παρ’ όλ’ αυτά, το ιρακινό πολιτικό κατεστημένο δεν θα ήθελε (και πιθανόν δεν μπορεί) να απαλλαγεί από αυτή τη συμμορία άμεσα και ολοκληρωτικά. Σύμφωνα λοιπόν με κάποιες πληροφορίες που έφτασαν στο φως της δημοσιότητας, οι δυνάμεις ασφαλείας και η ομοσπονδιακή αστυνομία που έχουν βγει στους δρόμους για να αντιμετωπίσουν τους διαδηλωτές θα αντικατασταθούν σταδιακά από μέλη των Χασντ ασ-Σια’αμπί, τα οποία όμως θα φοράνε τις στολές των αστυνομικών (και όχι τις δικές τους) για να μην προκαλέσουν την οργή του πλήθους.

Αυτή η παραστρατιωτική συμμορία έχει συνδεθεί τις τελευταίες μέρες με ένα ακόμα πρόβλημα (τουλάχιστον αυτό πιστεύει ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης του Ιράκ). Η απόφαση του πρωθυπουργού να απομακρύνει τον Αντιστράτηγο Αμπντούλ Ουάχαμπ ασ-Σααντί από τη θέση του αρχηγού των δυνάμεων της αντιτρομοκρατικής, θεωρήθηκε από τον κόσμο πρόκληση που υπαγορεύτηκε από το Ιράν και από τις Αλ-Χασντ ασ-Σια’αμπί, καθώς ο στρατιωτικός, ο οποίος ηγήθηκε του πολέμου εναντίον του Ντά’ις στο Ιράκ, δεν ευθυγραμμίζονταν με την πολιτική του Ιράν και βρισκόταν σε σύγκρουση με τους ηγέτες τωνΧασντ ασ-Σια’αμπί. Κάποιοι διαδηλωτές έχουν εμφανιστεί με πορτρέτα του Αμπντούλ Ουάχαμπ ασ-Σααντί στις διαδηλώσεις στη Βαγδάτη.

Με το Ιράν έχει προκύψει όμως και ένα άλλο πρόβλημα τις τελευταίες μέρες.

Η ιρανική κυβέρνηση αποφάσισε να κλείσει δύο σημαντικά συνοριακά περάσματα (Χοσραβί και Γαζαμπέχ) από τα οποία περνάνε εκατομμύρια Ιρανοί για να επισκεφτούν τις δύο ιερότερες πόλεις των Σιιτών που βρίσκονται στο Ιράκ, την Νατζάφ και κυρίως την Κάρμπαλα, στην οποία και πργματοποιείται η σημαντικότερη και μεγαλύτερη ετήσια σιιτική συγκέντρωση για τη γιορτή του Αρμπά’ιν. Το Αρμπά’ιν γιορτάζεται μετά την περίοδο πένθους σαράντα ημερών της Ασούρα (φέτος θα γίνει στις 19/20 Οκτωβρίου). Σ’ αυτές τις θρησκευτικές εκδηλώσεις (του πένθους της Ασούρα και της γιορτής του Αρμπά’ιν), οι οποίες τελούνται στην Κάρμπαλα (όπου το 680 δολοφονήθηκε βάναυσα ο Ιμάμης Χουσσεΐν, βασική φυσιογνωμία του σιιτισμού, μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του από κάποιον αυταρχικό χαλίφη της δυναστείας των Ομεϊαδών), συμμετέχουν εκατομμύρια Σιίτες από όλο τον κόσμο, κυρίως φυσικά από το Ιράκ και το διπλανό Ιράν. Όμως αυτές οι εκδηλώσεις έχουν γίνει συχνά αφορμή για διαμαρτυρίες και φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια πολιτικοποιούνται όλο και περισσότερο. Πέρα από το γεγονός ότι αποτελούν ένα σύμβολο ενότητας των Σιιτών Μουσουλμάνων ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή, προσφέρουν επίσης συμβολισμούς και θρησκευτική δικαιολόγηση για την καταδίκη του αυταρχισμού της εξουσίας αλλά και για την αντίσταση στην κοινωνική αδικία και στην κρατική βία. Πάνω απ’ όλα όμως, αυτό το οποίο φοβάται το αυταρχικό καθεστώς του Ιράν, είναι ότι αυτές οι γιορτές θα φέρουν σε επαφή τις εξεγερμένες λαϊκές μάζες του Ιράκ με τις λαϊκές μάζες του Ιράν, οι οποίες εδώ και δυο χρόνια αναζητούν την αφορμή για να εξεγερθούν ενάντια σε ολόκληρο το σύστημα της «Ισλαμικής Δημοκρατίας».

 4

Το ιρακινό Κουρδιστάν;

Ο Πρόεδρος της Περιφερειακής Κυβέρνησης του (ιρακινού) Κουρδιστάν, Νετσιρβάν Μπαρζανί (ανιψιός του Μασούντ Μπαρζανί, του διεφθαρμένου και αυταρχικού ηγέτη που κυβέρνησε επί 15 σχεδόν χρόνια το ιρακινό Κουρδιστάν) πήρε σαφή θέση υποστήριξης της ιρακινής κυβέρνησης, δηλώνοντας ότι: «Το Ιράκ βρίσκεται σε ευαίσθητη κατάσταση η οποία απαιτεί πολιτική σταθερότητα και ασφάλεια. Το χάος και τα πλήγματα στην ασφάλεια καθώς και τα ανεξέλεγκτα προβλήματα επιδεινώνουν την κατάσταση. Τίποτα δεν θα επιλυθεί και όλος ο ιρακινός λαός θα βγει χαμένος.» Τα αιτήματα των διαδηλωτών δεν μπορούν να ικανοποιηθούν «από κανένα υπουργικό συμβούλιο εν μία νυκτί», σύμφωνα με τον Μπαρζανί, ο οποίος επανέλαβε επί της ουσίας τις δηλώσεις του Ιρακινού πρωθυπουργού, ότι «δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις» στα προβλήματα για την επίλυση των οποίων κινητοποιείται ο ιρακινός λαός.

Πίσω από αυτή την επίδειξη «αλληλεγγύης» των κυβερνώντων από την πλευρά του Νετσιρβάν Μπαρζανί προς τον κυριότερο αντίπαλο της Περιφερειακής Κυβέρνησης Κουρδιστάν, την ιρακινή κυβέρνηση, βρίσκεται ο φόβος του πολιτικού κατεστημένου του ιρακινού Κουρδιστάν απέναντι στις δικές του λαϊκές μάζες. Μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003, παραχωρήθηκε στους Κούρδους του Ιράκ το δικαιώματα για το οποίο είχαν αγωνιστεί και υποφέρει επί δεκαετίες – αλλά παραχωρήθηκε μισό, κουτσουρεμένο και υπό προϋποθέσεις. Αντί του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης παραχωρήθηκε ένα αυτόνομο Κουρδιστάν, πολιτικά εξαρτημένο από την Βαγδάτη, με μία οικονομία η επιβίωση της οποίας εξαρτάται από την καλή (ή συνήθως κακή) θέληση της κεντρικής κυβέρνησης του Ιράκ. Αντί για πραγματική δημοκρατία, επιβλήθηκε στον κουρδικό λαό ένα πολιτικό σύστημα, η ύπαρξη του οποίου βασίζεται στη συμφωνία που έγινε μεταξύ των δύο παραδοσιακών και παραδοσιακά εχθρικών κομμάτων, του KDP (του Μπαρζανί) και του PUK (του Ταλαμπανί), τα οποία δέχτηκαν να σταματήσουν τον πολύνεκρο πόλεμο που διεξήγαγαν μεταξύ τους και να συνεργαστούν για να λεηλατήσουν από κοινού τον κουρδικό λαό του Ιράκ. Αυτό το καθεστώς ακραίας διαφθοράς, αυταρχισμού και νεποτισμού, στηρίχτηκε (ως ένα πεδίο «γεωστρατηγικής» ισορροπίας) από όλες τις μεγάλες και τις περιφερειακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις: τις ΗΠΑ και την ΕΕ, τη Ρωσία, το Ιράν, την Τουρκία, το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και φυσικά και από την ίδια την κυβέρνηση του Ιράκ, για την οποία το πολιτικό καθεστώς του ιρακινού Κουρδιστάν αποτελεί τον τρίτο πυλώνα της (μαζί με τις πολιτικοθρησκευτικές ελίτ της σιιτικής πλειονότητας και της σουνιτικής μειονότητας). Αλλά και όλες αυτές οι δυνάμεις επέτρεψαν το φθινόπωρο του 2017 στις σιιτικές πολιτοφυλακές των Χασντ ασ-Σια’αμπί να εισβάλουν στις περιοχές που ήλεγχε η Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν, να της αποσπάσουν τις περιοχές που είχαν ανακαταλάβει οι Κούρδοι Πεσμεργκά από τον Ντά’ις (Μοσούλη και Κιρκούκ) και να απειλήσουν την ύπαρξη ολόκληρου του ιρακινού Κουρδιστάν εάν η ηγεσία του υλοποιούσε την λαϊκή εντολή που πήρε με το δημοψήφισμα του 2017, για την ανεξαρτησία του ιρακινού Κουρδιστάν. Η πολιτική ηγεσία υπέκυψε σ’ αυτούς τους εκβιασμούς.

Τα συμφέροντα των πολιτικών συμμοριών που ελέγχουν το ιρακινό Κουρδιστάν και της άρχουσας τάξης που αναδείχτηκε μετά την κατάρρευση της μπααθικής δικτατορίας δεν είναι σε καμιά περίπτωση ταυτόσημα με τα δικαιώματα των κουρδικών λαϊκών μαζών, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν με αιματηρή καταστολή από τους δικούς τους ηγέτες κάθε φορά που εναντιώθηκαν στον αυταρχισμό και τη διαφθορά και διεκδίκησαν τα δικαιώματά τους.

Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2011, η Περιφερειακή Κυβέρνηση Κουρδιστάν, αντιμετώπισε με αιματηρτή καταστολή τους διαδηλωτές που κατέλαβαν την κεντρική πλατεία στο Σουλεϊμανί, εμπνεόμενοι από το κύμα διαδηλώσεων της Αραβικής Άνοιξης, για να διαμαρτυρηθούν για τον αυταρχισμό, τη λιτότητα και τη διαφθορά των δύο κυρίαρχων κομμάτων (του KDP και του PUK). Ο τελικός απολογισμός της καταστολής ήταν τουλάχιστον 10 νεκροί διαδηλωτές.

Τον Φεβρουάριο του 2017, μετά την αποτυχία της Περιφερειακής Κυβέρνησης Κουρδιστάν να υλοποιήσει την απόφαση του κουρδικού λαού για ανεξαρτησία, ξέσπασε ένα κίνημα διαδηλώσεων ενάντια σε όλο το πολιτικό σύστημα, τη διαφθορά, τη λιτότητα και τον αυταρχισμό. Τουλάχιστον 6 διαδηλωτές δολοφονήθηκαν τότε από τις δυνάμεις καταστολής του ιρακινού Κουρδιστάν.

Σήμερα λοιπόν, η αποσταθεροποίηση της σοβινιστικής κυβέρνησης του Αμπντούλ Μαχντί από τις ιρακινές λαϊκές μάζες (Σιίτες και Σουνίτες), θεωρητικά μόνο θα μπορούσε να αποτελέσει μια ευκαιρία για την κουρδική πολιτική ηγεσία, να εκμεταλλευτεί την αδυναμία του αραβο-ιρακινού εθνικισμού και να προσπαθήσει να ικανοποιήσει τις διακδικήσεις του κουρδικού λαού τού Ιράκ για εθνική αυτοδιάθεση. Στην πράξη, μια κρίση του ιρακινού πολιτικού συστήματος που θα προκαλούνταν από μια λαϊκή εξέγερση, θα έθετε το διεφθαρμένο και αυταρχικό κουρδικό πολιτικό σύστημα, μπροστά στον κίνδυνο της επέκτασης της φωτιάς της εξέγερσης και στις δικές του περιοχές ελέγχου. Και πιθανόν να υπάρχουν μέσα στην κουρδική κοινωνία περισσότερα έφλεκτα υλικά, απ’ όσα υπάρχουν στο υπόλοιπο Ιράκ, για να ξεσπάσει μια τέτοια πυρκαγιά.

 5

Κρίσιμο βήμα, η ενότητα όλων των καταπιεσμένων

Όμως η εξέγερση έχει ξεσπάσει στο Ιράκ και διανύει την πέμπτη μέρα της. Η νεολαία κατεβαίνει στο δρόμο και συγκρούεται με αποφασιστικότητα και ηρωισμό με τις δυνάμεις καταστολής. Όπως λένε: «Θα διαδηλώνουμε μέχρι να πεσει η κυβέρνηση». «Αυτή είναι η δικιά μας επανάσταση». Τα ψίχουλα που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός ύστερα από την έκτακτη σύσκεψη του υπουργικού συμβουλίου το βράδυ του Σαββάτου, δεν αρκούν για να κατευνάσουν την οργή τους: «Ακούσαμε την ομιλία του πρωθυπουργού Αντέλ Αμπντούλ Μαχντί χθες. Αυτές είναι υποσχέσεις που ακούμε για περισσότερα από 15 χρόνια. Δεν αλλάζουν τίποτα και δεν θα μας κάνουν να φύγουμε από τους δρόμους. Θα πεθάνουμε ή θα αλλάξουμε το καθεστώς», είπε ένας διαδηλωτής στη Βαγδάτη μετά την υπόσχεση του πρωθυπουργού ότι θα παρθούν μέτρα για την αντιμετώπιση της ανεργίας.

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, πρόκειται για αυθόρμητες διαδηλώσεις νέων κυρίως ανθρώπων κάτω των 20 χρόνων. Όμως ο χαρακτηρισμός «αυθόρμητες» δεν σημαίνει ότι στερούνται συνείδησης. Το ακριβώς αντίθετο. Είναι κινητοποιήσεις στις οποίες πρωτοστατεί εκείνη η γενιά της ιρακινής κοινωνίας η οποία έχει την μεγαλύτερη εξοικείωση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τον μεγαλύτερο βαθμό επικοινωνίας (άρα και συζήτησης) μεταξύ της και την μεγαλύτερη γνώση της παγκόσμιας και περιφερειακής πολιτικής κατάστασης. Είναι αυτή η γενιά η οποία έχει δει περισσότερο από τους άλλους τις εικόνες των πρόσφατων μαζικών διαδηλώσεων που ανέτρεψαν τον Ομάρ Μπασίρ στο Σουδάν και τον Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα στην Αλγερία πριν από λίγους μήνες, διάβασε τις σχετικές αναρτήσεις που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο στα αραβικά και τα συνθήματά τους, έμαθε για τις αντιδικτατορικές διαδηλώσεις που έγιναν στην Αίγυπτο πριν από λίγες μέρες… Είναι επίσης αυτή η γενιά, η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στα χρόνια της ιμπεριαλιστικής κατοχής, των θρησκευτικών/σεχταριστικών αιματηρών συγκρούσεων, του αυταρχισμού και της σκληρής λιτότητας των διεφθαρμένων κυβερνήσεων του Αλ-Μαλίκι και του Αλ-Αμπάντι. Είναι αυτή η γενιά η οποία «πεθαίνει με αργό θάνατο» κάθε μέρα ή θα αναγκαστεί να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς προς έναν κόσμο στον οποίο πυκνώνουν οι φράχτες του ρατσιστικού αποκλεισμού, τα στρατόπεδα εγκλεισμού των προσφύγων και το μίσος ενάντια στους Μουσουλμάνους. Είναι επίσης αυτή η γενιά που απεχθάνεται τον θρησκευτικό σεχταρισμό που κυριαρχεί στην πολιτική και διεκδικεί την «μαντανιίγια», ένα ανεξίθρησκο και μη θρησκευτικό πολιτικό κράτος και μια κοινωνία των πολιτών η οποία θα υπερβαίνει τις θρησκευτικές ταυτότητες αλλά και δεν θα αποκλείει τις θρησκευτικές μειονότητες. Η εξέγερση αυτής της γενιάς, που παρασύρει και τα άλλα καταπιεσμένα κομμάτια της ιρακινής κοινωνίας, θα μπορέσει να χαράξει μια νέα προοπτική κοινωνικής αλλαγής σε μια χώρα και σε μια περιοχή στην οποία τα τελευταία χρόνια έχει κυριαρχήσει, φαινομενικά, η αντεπαναστατική απόγνωση.

Απ’ ότι φαίνεται, αυτές οι διαδηλώσεις, αυτή η νεολαιίστικη εξέγερση, αποτελούν το πρώτο βήμα, μικρό ακόμα και αβέβαιο, προς την κατεύθυνση της χειραφέτησης των λαών του Ιράκ: των σιιτικών και των σουνιτικών λαϊκών μαζών, των Κούρδων και των άλλων καταπιεσμένων εθνοτήτων και θρησκευτικών μειονοτήτων, των γυναικών που αντιστέκονται διαρκώς στις σεξιστικές επιθέσεις που δέχονται από την ιρακινή κυβέρνηση και από την πολιτικοθρησκευτική ηγεσία των δυο θρησκευτικών κοινοτήτων, της εργατικής τάξης η οποία δεν έχει σταματήσει να αγωνίζεται και να οικοδομεί τις δικές οργανώσεις αντίστασης. Η επιτυχία αυτού του πρώτου, μικρού βήματος, θα είναι η ανατροπή της κυβέρνησης του Αμπντούλ Μαχντί.

Το δεύτερο και πιο δύσκολο βήμα, προϋποθέτει την ενότητα όλων των καταπιεσμένων, κάτι το οποίο δεν είναι δεδομένο εκ των προτέρων και θα πρέπει να οικοδομηθεί. Δυστυχώς, οι δεκαετίες κυριαρχίας του αραβικού εθνικισμού (συχνά με τη μάσκα του «αραβικού σοσιαλισμού») και της σκληρής καταπίεσης των εθνικών μειονοτήτων (κυρίως των Κούρδων), της κυριαρχίας και των αδικιών των Σουνιτών επί των Σιιτών και μετά των Σιιτών επί των Σουνιτών, του εμφυλίου αλληλοσπαραγμού την περίοδο της κατοχής αλλά και μετά την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων – και ταυτόχρονα της κυριαρχίας θρησκευτικών, ρατσιστικών, σοβινιστικών και σεξιστικών πολιτικών ηγεσιών σε όλες τις εθνικές/θρησκευτικές κοινότητες του Ιράκ… όλα αυτά αποτελούν σοβαρά εμπόδια σε κάθε προοπτική ενότητας των καταπιεσμένων στον αγώνα τους για την απελευθέρωσή τους, καθώς επί χρόνια δημιουργούν και συσσωρεύουν μίση, αντιπαλότητες και προκαταλήψεις. Όμως κανένα εμπόδιο δεν είναι ανυπέρβλητο και αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι υπάρχουν κάποιες πρώτες ενδείξεις μιας τέτοιας ενότητας. Ενώ το καλοκαίρι του 2018 το κίνημα των διαμαρτυριών περιορίστηκε μόνο στις σιιτικές περιοχές (αν και συμμετείχαν και Σουνίτες), σήμερα φαίνεται ότι με αργό τρόπο εξαπλώνεται και στις σουνιτικές περιοχές, ακόμα και προς το ιρακινό Κουρδιστάν.

Η εξέγερση της ιρακινής νεολαίας επιβεβαιώνει αυτό που έχει αναφερθεί αρκετές φορές το τελευταίο διάστημα: Η Αραβική Άνοιξη ήταν η έναρξη μιας μακροχρόνιας επαναστατικής διαδικασίας, η οποία συνεχίζει να βρίσκεται σε εξέλιξη. Και μάλιστα τους τελευταίους μήνες βρισκόμαστε σε μια νέα και δυναμική αναζωπύρωση. Στο Σουδάν και στην Αλγερία οι λαϊκές μάζες ανέτρεψαν πριν λίγους μήνες τους ηγέτες που τους είχε επιβάλει ο στρατός και συνεχίζουν να αγωνίζονται για την ριζική αλλαγή ολόκληρου του πολιτικού συστήματος. Στην Αίγυπτο πριν λίγες μέρες μικρές διαδηλώσεις της νεολαίας ενάντια στη δικτατορία έσπασαν τον φόβο της καταστολής και προκάλεσαν τις πρώτες ρωγμές στον γύψο που επέβαλε ο στρατηγός Σίσι με το πραξικόπημα του 2013. Στην Ιορδανία, όπου το περασμένο καλοκαίρι οι λαϊκές διαδηλώσεις οδήγησαν στην παραίτηση του πρωθυπουργού και στην αναστολή των σχεδιαζόμενων φορολογικών «μεταρρυθμίσεων», οι εκπαιδευτικοί πραγματοποίησαν αυτές τις μέρες απεργία διαρκείας, από τις 8 Σεπτεμβρίου, διεκδικώντας αύξηση 50% για την οποία είχε συμφωνήσει η κυβέρνηση το 2014, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει τηρήσει τη δέσμευσή της. Η απεργία τελικά ανεστάλη ύστερα από 4 εβδομάδες, καθώς κρίθηκε παράνομη από το Ανώτερο Δικαστήριο.

Η νεολαία του Ιράκ έρχεται λοιπόν τώρα να μας θυμίσει με την εξέγερσή της, ότι το ερώτημα σήμερα δεν είναι αν μπορούν να γίνουν πια εξεγέρσεις, αλλά πού θα γίνουν οι επόμενες. Είτε πρόκειται για τη Μέση Ανατολή, είτε για τον κόσμο ολόκληρο.

 

Πηγή: elaliberta.gr




Η Ελληνική Βουλή ψήφισε την απαλλαγή των εταιρειών εξορύξεων στην Κρήτη από την υποχρέωση εκπόνησης περιβαλλοντικής μελέτης!

Σχόλιο του RedTopia: Δεν τα λέμε μόνο εμείς, τα λέει και η Greenpeace:
1) ο καπιταλισμός σκοτώνει το περιβάλλον
2) Η κυβέρνηση είναι ταγμένη στην υπηρεσία του μεγάλου ντόπιου και ξένου κεφαλαίου

Του Δημήτρη Ιμπραήμ *

Στο άρθρο 12 των συμβάσεων παραχώρησης 50.000 τ.χλμ σε Ιόνιο και Κρήτη που κυρώθηκε την Τρίτη, υπάρχει πρόβλεψη που πρακτικά απαλλάσσει τις εταιρίες από την υποχρέωση εκπόνησης περιβαλλοντικής μελέτης (ΜΠΕ) στο στάδιο των σεισμικών ερευνών, η οποία θα ήταν δημόσια και θα τελούσε υπό διαβούλευση, κατά παράβαση φυσικά του ευρωπαϊκού δικαίου.

Αντ’αυτού προβλέπεται το ΣΠΔ. Ένα ιδιωτικό κείμενο που δεν έχουμε ξανασυναντήσει ποτέ στο ελληνικό δίκαιο, το οποίο εμείς δεν θα δούμε ποτέ και το οποίο το κράτος δεν θα έχει καν την εξουσια να εγκρίνει / απορρίπτει (απλά το “εξετάζει”).

Η απαλλαγή των εταιριών από την υποχρέωση εκπόνησης ΜΠΕ αποτελεί ένα διοικητικού χαρακτήρα κίνητρο προς αυτές σε ένα πολύ κρίσιμο χρονικό σημείο: οι εταιρείες γλιτώνουν χρόνο και χρήμα πριν μάθουν αν υπάρχει κοίτασμα που αξίζει τον κόπο, πριν πάρουν δηλαδή το ρίσκο. Ο μετριασμός αυτού του ρίσκου όμως, αυτή η έμμεση επιδότηση έχει κόστος για μας: στην περιοχή ζουν φάλαινες, δελφίνια, χελώνες και φώκιες που είναι εξαιρετικά ευαίσθητες στις σεισμικές εκρήξεις.

Και φυσικά υπάρχει και η μεγάλη εικονα: η πετρελαϊκή βιομηχανία έχει ήδη πλήξει τη θεσμική θωράκιση αυτής της χώρας πριν ακόμα ξεκινήσει να επιχειρεί.

* Υπεύθυνος για θέματα κλιματικών αλλαγών, Greenpeace
Πηγή: agonaskritis.gr



ΜΕΤΑ: Σχόλιο για τη δήλωση Μητσοτάκη για την απεργία

σημερινή (2/10/2019) δήλωση του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη για την απεργία ότι «…για μία ακόμη φορά, απεργούν οι λίγοι και ταλαιπωρούνται οι πολλοί» και ότι η κυβέρνησή του θέλει να αποφασίζουμε όλοι, ψηφίζοντας ηλεκτρονικά, για την απεργία δηλώνοντας ότι «οι πλειοψηφίες να είναι αυτές που θα αποφασίζουν για τη στάση των εργαζομένων» δεν αποτελεί κάτι καινούργιο, ούτε μας προκαλεί έκπληξη.

Αλίμονο, όμως, για τους εργαζόμενους αυτούς που οι εργοδότες ή οι κυβερνήσεις θα έβρισκαν λόγια επιδοκιμασίας για την άσκηση του απεργιακού τους δικαιώματος! Τότε, κάποιο πρόβλημα θα υπήρχε και θα έπρεπε οι εργαζόμενοι να ανησυχούν και να αναρωτιούνται ποιο λάθος έχουν κάνει!

Πιστεύει αλήθεια ο κ. Μητσοτάκης ότι οι εργαζόμενοι δεν θα αντιδρούσαν όταν η κυβέρνησή του θα ψήφιζε για τον παραπέρα ευνουχισμό των ΣΣΕ, για την διεύρυνση της ελαστικής και της εκ περιτροπής εργασίας, της μερικής απασχόλησης και της «μαύρης» και ανασφάλιστης εργασίας, καθώς και για το φακέλωμα συνδικάτων – συνδικαλιστών και για την ουσιαστική κατάργηση του απεργιακού δικαιώματος;

Η ηλεκτρονική ψηφοφορία δεν αποτελεί διεύρυνση της συμμετοχής των εργαζομένων για τη λήψη της απόφασης για απεργία. Οι εργαζόμενοι πρέπει να αποφασίζουν με πλήρη γνώση, ακούγοντας τα επιχειρήματα και εκφράζοντας ζωντανά τις απόψεις τους και τα αντεπιχειρήματα, για τη λήψη της απόφασης ή όχι για την απεργία, και όχι αυτό να γίνεται κατά μόνας, χωρίς τη βάσανο της αντιπαράθεσης και κυρίως με τη δυνατότητα παρέμβασης των εργοδοτών και των διευθυντικών τους στελεχών.

Οι κυβερνήσεις και οι εργοδότες χαίρονται από απεργίες χωρίς απεργούς και από άμαζες απεργιακές συγκεντρώσεις, γι’ αυτό και το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να χρησιμοποιεί το όπλο της απεργίας εφοδιασμένο με πραγματικά και όχι με άσφαιρα πυρά ή ρίχνοντας τουφεκιές στον αέρα.

Αν οι κυβερνήσεις κόπτονταν τόσο πολύ για την ουσιαστική και μαζική συμμετοχή των εργαζομένων στην απεργία, τότε, αντί να συναποφασίζουν με τους δανειστές για τον ευνουχισμό του απεργιακού δικαιώματος και την ουσιαστική κατάργηση των ΣΣΕ, θα έπαιρναν μέτρα θωράκισης των συνδικαλιστικών ελευθεριών και δικαιωμάτων απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία, την τρομοκρατία και τις απολύσεις και δεν θα νομοθετούσαν καθ’ υπόδειξή τους.

Βεβαίως ο κ. Μητσοτάκης μιλάει εκ του ασφαλούς, αφού πριν απ’ αυτόν και γι’ αυτόν έχουν φροντίσει οι εργοδοτικές – κυβερνητικές και γραφειοκρατικές πλειοψηφίες στην ηγεσία των συνδικάτων, αλλά και ο έντονος παραταξιακός και κομματικός σεχταρισμός, που έχουν απαξιώσει και αφυδατώσει τα συνδικάτα από κάθε αξιοπιστία και δημοκρατική συμμετοχή των εργαζομένων στη ζωή και στη δράση τους.

Ο κ. Μητσοτάκης όμως και οι όμοιοί του πρέπει να γνωρίζουν ότι όσο υπάρχει το σύστημα της εκμετάλλευσης, που αυτοί υπηρετούν, οι ανισότητες θα μεγαλώνουν, τα προβλήματα των εργαζομένων θα οξύνονται και οι εργαζόμενοι θα αντιδρούν. Να είναι σίγουρος όμως και αυτός και ο «κόσμος» που εκπροσωπεί ότι θα έρθει η στιγμή που αυτό το σύστημα της εκμετάλλευσης και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές τους θα σαρωθούν και μάλιστα  «θα είναι και ντάλα μεσημέρι» και τότε το σχόλιο: «...απεργούν οι λίγοι…» θα φαντάζει ως ανέκδοτο.


2 Οκτώβρη 2019
Από το ΜΕΤΑ

ΜΕΤΑ: Σχόλιο για τη δήλωση Μητσοτάκη για την απεργία




Να μη συνθηκολογήσουμε με τη βαρβαρότητα της Μόριας, Πέμπτη 3/10 στις 7:00 στα Προπύλαια

Οι συνεχείς τραγωδίες στη Μόρια και το Αιγαίο δεν είναι ατυχήματα. Αποτελούν τα αποτελέσματα της πολιτικής της ΕΕ, της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Η πολιτική των κλειστών συνόρων, της Frontex, των στρατοπέδων, του γεωγραφικού αποκλεισμού, η πολιτική του «να τους κάνουμε το βίο αβίωτο», αποτελεί μια μηχανή που παράγει διαρκώς θάνατο, βαρβαρότητα κι εξαθλίωση.

Όταν κλείνεις τα σύνορα, όταν στοιβάζεις 13.000 ανθρώπους σε ένα χώρο που μετά βίας κάνει για 3.000, τότε το ερώτημα δεν είναι αν θα χαθούν ζωές, αλλά το πότε θα συμβεί αυτό. Τα νησιά έχουν εξελιχθεί σε ζώνες εξαίρεσης δικαιωμάτων, ζώνες εξαίρεσης για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ζώνες θανατοπολιτικής.

Οι διαδοχικές τραγωδίες στη Μόρια και τα νησιά αντί να κάνουν την κυβέρνηση να δώσει ανάσες στους πρόσφυγες, αποτέλεσαν αφορμή για το αντίθετο. Πατώντας στα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ (που έφτιαξε τη Μόρια και αποθέωσε τη συμφωνία της ντροπής με την Τουρκία), η Νέα Δημοκρατία απογειώνει το κρατικό ρατσισμό. Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν δίνουν τη χαριστική βολή στο θεμελιώδες δικαίωμα του ασύλου και γεμίζουν τη χώρα φυλακές για πρόσφυγες και μετανάστες. Την ίδια στιγμή θα εγκλωβίσουν ακόμα περισσότερους ανθρώπους στα νησιά. Τα μέτρα της κυβέρνησης θα προκαλέσουν ακόμα περισσότερους θανάτους. Η έκφραση του αποτροπιασμού δεν αρκεί. Πρέπει να βγάλουμε την οργή μας στο δρόμο.

Την Πέμπτη 3/10 στις 7:00 συγκεντρωνόμαστε στα Προπύλαια για να φωνάξουμε δυνατά ότι είμαστε στο πλευρό των προσφύγων και μεταναστών, ότι δεν συνθηκολογούμε με τη βαρβαρότητα. Καλούμε και άλλες συλλογικότητες, οργανώσεις και φορείς να πλαισιώσουν την κινητοποίηση της Πέμπτης. Η πρωτοβουλία μας παραμένει ανοιχτή.

Να κλείσει η Μόρια και όλα τα στρατόπεδα

Να ακυρωθεί η συμφωνία της ντροπής ΕΕ-Ελλάδας-Τουρκίας Κάτω τα χέρια από το άσυλο

Η αλληλεγγύη είναι το όπλο μας

Αντιεξουσιαστική Κίνηση, Αναμέτρηση – Ομάδα Κομμουνιστών/τριών, Αναρχοσυνδικαλιστική Πρωτοβουλία Ροσινάντε, Κίνηση Απελάστε τον Ρατσισμό, Στέκι Μεταναστών, Συνάντηση για μια Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστεράς




Πανελλαδική συνάντηση πρωτοβουλιών ενάντια στις εξορύξεις υδρογονανθράκων

Το Σάββατο 28 και την Κυριακή 29/9/2019, πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, η δεύτερη πανελλαδική συνάντηση πρωτοβουλιών ενάντια στο εξελισσόμενο σχέδιο εξορύξεων υδρογονανθράκων μέσω της εκχώρησης του 1/3 της επικράτειας σε μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες.

Κοινός τόπος της συνάντησης, η καθολική απόρριψη των εξορύξεων υδρογονανθράκων ως μιας επιλογής με μεγάλες και καταστροφικές περιβαλλοντικές και κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις που ταυτόχρονα προκαλεί ιδιαίτερα σοβαρές γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Πρόκειται για ένα θέμα που κρατήθηκε επιμελώς έξω από τον δημόσιο διάλογο ενώ οι όποιες αναφορές επενδύονται με ακατάσχετες όσο και ανακριβείς υποσχέσεις για αμφίβολες ως ανύπαρκτες ωφέλειες.
Στην συνάντηση διαπιστώθηκε η δημιουργία ολοένα και περισσότερων τοπικών πρωτοβουλιών και η ανάγκη συντονισμού των δράσεων για την μεγαλύτερη δυνατή ενημέρωση και κινητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.
Πρώτη κοινή δράση θα αποτελέσουν δημόσιες παρεμβάσεις την Τρίτη 1 Οκτώβρη, ημέρα συζήτησης στο Κοινοβούλιο για την κύρωση των συμβάσεων παραχώρησης θαλάσσιων περιοχών στο Ιόνιο, τον Κυπαρισσιακό Κόλπο, δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης στις πετρελαϊκές EXXON MOBIL, TOTAL, REPSOL και ΕΛΠΕ. Παράλληλα, προχωράει η πρώτη εξόρυξη που αφορά το Κατάκολο της Ηλείας με την κατάθεση της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων από την Energean Oil & Gas S.A.
Οι παρεμβάσεις αφορούν κατά τόπους παραστάσεις διαμαρτυρίας κυρίως σε Διοικητήρια και Δημαρχεία.

Ειδικά για την Αθήνα, η κινητοποίηση θα γίνει στην πλατεία Συντάγματος την Τρίτη 1 Οκτώβρη, στις 18.00.
Καλούμε όλους και όλες να συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις.
Να συμβάλλουμε στην ενημέρωση των πολιτών για τις επιπτώσεις της μετατροπής της χώρας μας σε πεδίο δράσης των πετρελαϊκών.
Να ενισχύσουμε τις αντιστάσεις στα καταστροφικά σχέδια των εξορύξεων.
Να τους σταματήσουμε!