1

Μια ιστορία του Τζιμ Χίγκινς για τον τροτσκισμό, κεφάλαιο 4

 

Κεφάλαιο 4:  SRG-Τα πέτρινα χρόνια του εισοδισμού στο Εργατικό Κόμμα.H τάση του Χίλι βγαίνει κερδισμένη από την κρίση του ΚΚ Βρετανίας

“Η παγκόσμια ιστορία θα γραφόταν πράγματι πολύ εύκολα αν ο αγώνας διεξαγόταν μόνο αν είχε 100% πιθανότητες να κερδίσει. Από την άλλη, θα ήταν πολύ μυστικιστική εάν τα “ατυχήματα” δεν έπαιζαν κανέναν ρόλο. Αυτά τα ατυχήματα αποτελούν φυσιολογικά μέρος της γενικής εξέλιξης και εξουδετερώνονται από άλλα ατυχήματα. Αλλά η επιτάχυνση και η καθυστέρηση εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τέτοια «ατυχήματα», συμπεριλαμβανομένου του «ατυχήματος» του χαρακτήρα των ανθρώπων που ηγούνται του κινήματος.”

Μαρξ, Διαλεχτή αλληλογραφία, σελ. 320

Η μετάβαση από ένα ανοιχτό κόμμα στον εισοδισμό στο Εργατικό Κόμμα μοιάζει μάλλον με έναν κοινωνικό κλειστοφοβικό που φτάνει να αιτείται μακροχρόνια ερημική απομόνωση. Πρέπει να μάθετε έναν εντελώς νέο τρόπο έκφρασης (ο τρόπος ομιλίας του Εργατικού Κόμματος δεν είναι χειρότερος από αυτόν του Τρότσκι, απλά διαφορετικός).  Είναι επίσης απαραίτητο να νερώσετε  την αμόλυντη πολιτική σας για να κερδίσετε φίλους και να μην σας διώξουν. Κάπως έτσι, στη δεκαετία του 1950 και για μερικά χρόνια, οι άμεσοι σύμμαχοί σας ήταν οι Τριμπιουνικοί και οι μισοσταλινικοί, που ήταν πολλοί μέσα στο Εργατικό Κόμμα. Ταυτόχρονα, ήταν απαραίτητο να μην επιτρέψετε την πολιτική σας να υπονομεύεται από τα τεχνάσματα της σοσιαλδημοκρατίας. Για παράδειγμα, η ομάδα του Χίλι ουσιαστικά υιοθέτησε τις σταλινικές συμπάθειες των συμμάχων της στη Σοσιαλιστική Προοπτική και αργότερα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας, ένιωθαν την ανάγκη να εμποδίζουν τα μέλη του SRG να κερδίζουν ψηφίσματα που ξεκινούσαν κάπως έτσι:  «Οι Γερμανοί που έχουν ήδη ξεκινήσει δύο παγκόσμιους πολέμους … “.

 

Το πρώτο τεύχος της Σοσιαλιστικής Κριτικής κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1950. Είχε υπότιτλο «Ζωντανά Κείμενα για την Παγκόσμια Πολιτική» και πωλούταν για 6 πένες. Το περιεχόμενο ήταν καλό  για τις 36 σελίδες του, καθεμιά από τις οποίες είχε σημειώσεις στη δεξιά μεριά, μια χρονοβόρα και κουραστική δουλειά με την συμβατική γραφομηχανή, αλλά ο Μπιλ Έινσγουορθ επέμενε να είναι η εμφάνιση όσο πιο επαγγελματική γίνεται. Σύμφωνα με την απόφαση της ιδρυτικής συνδιάσκεψης για τη διερεύνηση στρατολογιών μεταξύ των πρώην μελών του RCP και της Σοσιαλιστικής Συντροφιάς, το κύριο άρθρο με τίτλο “Ο Αγώνας των (Μεγάλων) Δυνάμεων” υπογραφόταν από τον Ρότζερ Τέναντ, ένα άλλο ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο Κλιφ κατά την περίοδο της εξορίας του στην Ιρλανδία. Στα εσωτερικά κείμενα αναφερόταν ως Ρότζερ για να ξεγελάσει τις Μυστικές Υπηρεσίες. Το άρθρο περιέγραφε τον πόλεμο της Κορέας ως αποτέλεσμα των αντιπάλων ιμπεριαλισμών, της Αμερικής και της Ρωσίας, τη μάχη για την παγκόσμια κυριαρχία, ενώ ο ΒΣ Φέλιξ έγραφε το «Μια ματιά στο Κοινοβούλιο του Στάλιν» αναλύοντας το νεοεκλεγέν Ανώτατο Συμβούλιο της ΕΣΣΔ. Μια αναδημοσίευση από την εφημερίδα La Batalla (H μάχη) του POUM ανέλυε τον αγώνα της τάξης στην Ουγγαρία και ο Μπιλ Έινσγουορθ έγραφε μια σχολαστική κριτική στο φιλο-σταλινικό περιεχόμενο της Σοσιαλιστικής Προοπτικής, που αποδείκνυε την άκριτη   στήριξη του περιοδικού τόσο στη Βόρεια Κορέα όσο και στη Γιουγκοσλαβία.

Το πρόγραμμα του νέου περιοδικού περιγραφόταν πονηρά σε ένα απόσπασμα του Πίτερ Μόργκαν: «Τροποποιημένο Σχέδιο Πολιτικής που υποβλήθηκε στη Συνδιάσκεψη Σοσιαλιστικής Συντροφιάς». Αυτό το κείμενο είχε σίγουρα τη δύναμη να αγγίξει μέλη και στελέχη του Εργατικού Κόμματος  σε βαθμό που ίσως αν το ήξερε η ηγεσία του ΕΚ μπορεί να αναστατωνόταν.

Το πολιτικό κείμενο που ψηφίστηκε από το ΕΚ  του Εργατικού Κόμματος «Οι Εργατικοί και η Νέα Κοινωνία» χαρακτηριζόταν ως  “… ακόμα ένα ορόσημο στην πορεία απομάκρυνσης από τον σοσιαλισμό …”. Η Ρωσία και οι δυτικές δυνάμεις χαρακτηρίζονταν ως εξίσου απεχθείς ιμπεριαλισμοί. Η εθνικοποίηση της γης, όλων των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων, χωρίς αποζημίωση και υπό εργατικό έλεγχο,ο σοσιαλιστικός σχεδιασμός και το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου ήταν επίσης αιτήματά του. Πέρα από ένα εθνικό σχέδιο ανοικοδόμησης χρηματοδοτούμενο από το κράτος, όλα τα πολυτελή ξενοδοχεία και οι βίλες έπρεπε να επιταχθούν και όλες οι υπάρχουσες κατοικίες να ελέγχονται και να κατανέμονται από τις επιτροπές ενοικιαστών. Οι τιμές και οι μερίδες φαγητού έπρεπε να ελέγχονται από τις Συνεταιριστικές Εταιρείες και τους εργάτες-διανομείς. Η αύξουσα κλίμακα μισθών και η φθίνουσα κλίμακα ωρών θεωρούταν επίσης, και πιθανότατα ήταν, ένα δημοφιλές αίτημα. Το κάλεσμα για την κατάργηση της μοναρχίας, της Βουλής των Λόρδων, του μόνιμου στρατού και της κάστας των αξιωματικών συμπληρωνόταν με το αίτημα για πολιτοφυλακή, με εκλογή αξιωματικών και πλήρη συνδικαλιστικά δικαιώματα σε όλες τις βαθμίδες στρατού. Το κείμενο έκλεινε ωραία με το αίτημα να τερματιστεί η μυστική διπλωματία, οι προσαρτήσεις κι οι αποζημιώσεις, το αίτημα για ελευθερία των αποικιακών λαών και για τις Ηνωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης. Μετά από όλα αυτά είναι μάλλον θλιβερό το ότι στο τέλος έπρεπε να διαβάσετε και την υποσημείωση που κλαψούριζε: «Το σχέδιο αυτό δεν έγινε δεκτό από τη Συνδιάσκεψη της Σοσιαλιστικής Συντροφιάς».

Τα επόμενα τεύχη της Σοσιαλιστικής Κριτικής λίγο διέφεραν από τα πρώτα. Τα άρθρα για τα σταλινικά κράτη κυριαρχούσαν, αντισταθμίζοντάς τα με ορισμένα σκληρά επικριτικά άρθρα προς το Εργατικό Κόμμα. Για μερικούς μήνες το 1951, το περιοδικό είχε μια γραμμή για  το εξώφυλλο, ένα πορτρέτο με τα πρόσωπα του Μαρξ, του Ένγκελς, του Λένιν και του Τρότσκι, σαν να αποδείκνυαν τα επαναστατικά διαπιστευτήρια του εντύπου. Σήμερα, σχεδόν 50 χρόνια αργότερα, το περιοδικό ακόμα διαβάζεται με ευχαρίστηση, έχοντας σημαντικά κείμενα, μεταξύ άλλων, από τον Ντάνκαν Χάλας, τον Ρέι Τσάλινορ, τον Τζίοφ Κάρλσον, τον Πίτερ Μόργκαν και τον Τόνι Κλιφ. Αυτό που δεν καταλαβαίνετε, φυσικά, είναι ότι πρόκειται για ένα εισοδιστικό περιοδικό.

Μέχρι τον Απρίλιο του 1952, όμως, η Σοσιαλιστική Κριτική απέκτησε για πρώτη φορά μια τυποποιημένη εμφάνιση και την προσέγγιση ενός εισοδιστικού εντύπου. Προστέθηκε επιπλέον ύλη που αξιοποιήθηκε για να σχολιαστεί εκτενώς η διαμάχη της ηγεσίας ΕΚ με την πτέρυγα του Μπίβαν (στΜ Αριστερή Πτέρυγα του Κόμματος). Ενώ δεν εμπιστευόταν τον ίδιο τον Μπίβαν, το περιοδικό καλούσε στη δημιουργία μιας «ιδεολογικά επανεξοπλισμένης Αριστεράς» εναντίον της «ανίερης συμμαχίας της νέο-Τορικής δεξιάς ηγεσίας των Εργατικών και των αυθεντικών Τόρις (στΜ του κόμματος της Δεξιάς)». [1] Στο επόμενο τεύχος, ο Π Μάνσελ (Τζιν Τάιτ) καταπιανόταν με το κείμενο του Κλιφ «Οι δορυφόροι του Στάλιν στην Ευρώπη», που είχε εκδοθεί με την υπογραφή Γίγκαελ Γκλούκσταϊν. Δεν θα εκπλήξει το γεγονός ότι ο κριτικός υποστήριζε θερμά τη θέση του συγγραφέα ότι οι «Λαϊκές Δημοκρατίες», όπως και η Ρωσία, είναι γραφειοκρατικά κρατικά καπιταλιστικά καθεστώτα … »[2]

Το αμέσως επόμενο τεύχος είχε κεντρικό τίτλο «Ούτε Ουάσινγκτον ούτε Μόσχα, αλλά  Διεθνής Σοσιαλισμός». Αυτή η υπέροχη διατύπωση – η οποία έχει το πλεονέκτημα ότι είναι απλή στην αντίληψή της και ταυτόχρονα δείχνει, με αρκετή ακρίβεια, την πολιτική ουσία του περιοδικού – πρωτοδιατυπώθηκε από την Ανεξάρτητη Σοσιαλιστική Λίγκα (βλ. Παράρτημα Α), την αμερικανική ομάδα με επικεφαλής τον Μαξ Σάχτμαν, έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους της θεωρίας του γραφειοκρατικού κολεκτιβισμού.

Παρά τις προόδους του περιοδικού, τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του SRG δεν ήταν εύκολα. Οι σύντροφοι ήταν, κατά κύριο λόγο, νέοι και άπειροι και όσο μακριά και αν έφταναν οι φιλοδοξίες τους, οι ικανότητές τους να δρουν ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Στον αρχικό τους στόχο να στρατολογήσουν από τα πρώην μέλη του RCP και τη Σοσιαλιστική Συντροφιά απέτυχαν παταγωδώς. Πέρα από μερικά θραύσματα, εκ των οποίων ο SRG ήταν το ένα, το τροτσκιστικό κίνημα ουσιαστικά έπαψε να υπάρχει. Ένα κίνημα που κάποτε οργάνωνε μερικές εκατοντάδες τώρα είχε καταντήσει να μετριέται σε  δεκάδες, κι αυτές τελείως διασπασμένες, έτσι ώστε οι δυνατότητες για τη συζήτηση των αμφισβητούμενων ζητημάτων να είναι αρκετά χλωμές. Οι επαναστάτες δούλευαν στις περιφερειακές οργανώσεις του Εργατικού Κόμματος (CLPs), πωλούσαν μερικές εκατοντάδες περιοδικά κι έμεναν στάσιμες.

Ως επί το πλείστον, η δουλειά στις CLPs ήταν μη-πολιτική, περιελάμβανε τη συγκέντρωση οικονομικής ενίσχυσης, την αναζήτηση εκλογικής πελατείας, τις κοινωνικές σχέσεις και, έτσι μου φάνηκε, ατελείωτες εκδρομές με πούλμαν στο Σάουθεντ. Παρά τους πειρασμούς τους, αυτά δεν αποτελούν εύφορο έδαφος για έναν συνήθως μοναχικό επαναστάτη ώστε να ριζώσει και να αναπτυχθεί. Όλα μαζί τα μέλη του SRG δεν έφταναν για να συγκροτήσουν πλειοψηφία σε μια μέση περιφερειακή οργάνωση του Εργατικού Κόμματος. Στους ενήλικες του κόμματος ήταν πολύ δύσκολο να γίνουν στρατολογίες. Όπως συμβαίνει συχνά, η έλλειψη προόδου οδήγησε σε απώλειες μελών. Ο Μπιλ Έινσγουορθ έφυγε για να αφοσιωθεί, όπως ειπώθηκε, στο να ταξιδεύει σε όλον τον κόσμο. Ο Ντάνκαν Χάλας, ο οποίος είχε γίνει Οργανωτικός Υπεύθυνος στο Εθνικό Συμβούλιο Εργατικής Εκπαίδευσης  (όπου συμμετείχαν επίσης ο Τζοκ Χάστον και ο  Σιντ Μπίντγουελ μεταξύ άλλων) (στΜ Εθνικό Συμβούλιο Εργατικής Εκπαίδευσης, National Council of Labour Colleges-NCLC, ήταν μια οργάνωση που είχε προκύψει μέσα από τις μάχες του βρετανικού εργατικού κινήματος, στηριζόταν από τα συνδικάτα και στόχο είχε την πολιτική και συνδικαλιστική εκπαίδευση της εργατικής τάξης), μετακόμισε στη Σκωτία και αποστασιοποιήθηκε για τα επόμενα 14 χρόνια. Ο Κεν Τάρμπακ έφυγε, επιστρέφοντας για κάποιο χρονικό διάστημα στον ορθόδοξο τροτσκισμό. Αυτές οι απώλειες, λόγω της σοβαρής έλλειψης εμπειρίας και ταλέντου, ήταν δύσκολο να αντικατασταθούν.

Στη Λίγκα Νεολαίας του Εργατικού Κόμματος (LLOY) υπήρχε ένα ακροατήριο πιο ευεπίφορο στο επαναστατικό μήνυμα και, από αυτή τη δεξαμενή πιθανών στρατολογιών, κάποιοι πράγματι στρατολογήθηκαν. Ο Σταν Νιούενς, ο οποίος στη συνέχεια έγινε βουλευτής του Εργατικού Κόμματος και σήμερα είναι ευρωβουλευτής, ήταν ένας από αυτούς, ο οποίος στρατολογήθηκε το 1952. Ο Σταν ήταν ένας από τους πρώτους μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων στους οποίους ο Κλιφ συμπεριφέρθηκε σαν να ήταν ο αγαπημένος του σύντροφος. Τον κολάκευε και του έδινε τόσο μεγάλη προσοχή, που ο Σταν και η σύζυγός του ανταπέδωσαν με πολύ σκληρή δουλειά για την ομάδα (του Κλιφ) μέσα στη LLOY, το Εργατικό Κόμμα και γράφοντας για την Σοσιαλιστική Κριτική. Επιπλέον, ο Σταν ήταν επίσης υπεύθυνος σε εθνικό επίπεδο για το περιοδικό «Εργατική Δράση» που όπως και το περιοδικό “Νέα Διεθνής” διακινούταν από τον SRG. Ως ιδιοκτήτης μοτοσικλέτας ήταν συχνά επιφορτισμένος με το καθήκον να φορτώνει τον Κλιφ πίσω του και να τον μετακινεί σε όλη τη χώρα, σε αποστολές στρατολόγησης. Όσο έμεινε στην ομάδα, ο SRG ακολουθούσε τακτική εισοδισμού στο Εργατικό Κόμμα, στο οποίο είχε μπει ο Σταν από το 1949.

Είναι πιθανόν αλήθεια ότι ο Σταν Νιούενς ήταν, και σήμερα σίγουρα είναι, πολύ ευτυχισμένος που εργαζόταν στο περιβάλλον του Εργατικού Κόμματος και είναι επίσης αλήθεια ότι σε οποιαδήποτε επαναστατική ομάδα πολιτικά θα ήταν πιο κοντά στη δεξιά της πτέρυγα απ’ ότι στην αριστερή της.  Η πολιτική στάση του δεν ήταν κάτι που αγνοούσε ο Κλιφ, αφού ήταν οκτώ χρόνια μέλος της ομάδας, αλλά όταν κάποιος έκλινε προς την πολιτική του Κλιφ ήταν λογικό να δυσανασχετεί  με την πολιτική του Νιούενς.  Δύο νέοι οδηγοί λεωφορείου από τον πυρήνα του Χέντον έγραψαν μια καταγγελία ενάντια στον Σταν και άλλους, κάνοντας αναλογίες με τον Έντουαρντ Μπερνστάιν και τον ρεφορμισμό. Ίσως όχι αδικαιολόγητα, θεωρώντας ότι η ιδιαίτερη πένα του Τ. Κλιφ βρισκόταν πίσω από αυτές τις «ψαγμένες» και δυσνόητες αναφορές στον άνθρωπο που ο Λένιν και ο Λούξεμπουργκ αγαπούσαν να μισούν (στΜ τον Μπερνστάιν), ο Σταν  αποφάσισε να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια. Σήμερα συνοψίζει όλα τα παραπάνω με μια φράση: “Κατά τη γνώμη μου, ο Κλιφ δεν κατάλαβε ποτέ το βρετανικό εργατικό κίνημα … Ο Κλιφ ασχολιόταν πάντοτε με το εσωτερικό της οργάνωσης και όχι με τη μαζική δουλειά,  που την έκαναν άλλοι άνθρωποι”. [3]

Την ίδια περίοδο με τον Σταν Νιούενς στρατολογήθηκε και  ο Μπέρναρντ Ντιξ (στην πραγματικότητα ήταν οπαδός του Σάχτμαν) ο οποίος έγραφε τόσο στη Σοσιαλιστική Κριτική όσο και στα έντυπα της ISL με υπογραφή Όουεν Ρόμπερτς. Αργότερα έγινε Βοηθός Γενικού Γραμματέα στο NUPE (στΜ συνδικάτο δημοσίων υπαλλήλων), αλλά παραιτήθηκε όταν διαπίστωσε ότι δεν μπορεί να γίνει Γενικός Γραμματέας κι αποσύρθηκε στην Ουαλία όπου καταπιάστηκε με τον αριστερό εθνικισμό. Πέθανε τον Ιανουάριο του 1996.

Τον Σεπτέμβριο του 1951, ήρθε η πρώτη διαγραφή, όταν ο Έλις Χίλμαν κατάφερε να γνωρίσει την άσχημη πλευρά του Κλιφ. Αξίζει να περιγράψουμε το σκηνικό με λεπτομέρειες, επειδή μπορεί να φωτίσει καλύτερα τα επόμενα καψόνια πειθάρχησης των στελεχών. Στον Χίλμαν είχε προφανώς ανατεθεί από τη Γραμματεία να ετοιμάσει ένα κείμενο εσωτερικής συζήτησης και με όλη την αυτοπεποίθηση του ευφυή αλλά πολύ νέου αποφάσισε να προχωρήσει σε μια σημαντική αναθεώρηση της θεωρίας του κρατικού καπιταλισμού που υιοθετούσε η ομάδα. Σε 17 σελίδες ανέπτυξε την άποψη ότι τα σταλινικά κόμματα ήταν κρατικοκαπιταλιστικές κοινωνίες σε εμβρυική μορφή. Αυτή η προσπάθεια να παντρέψει τον κρατικό καπιταλισμό με τον γραφειοκρατικό κολεκτιβισμό δεν “κάθισε” πολύ καλά. Η Γραμματεία απέρριψε το κείμενο με το σκεπτικό ότι ο σταλινικός κρατικός καπιταλισμός αναπτύσσεται πατώντας στην ανάγκη συσσώρευσης κεφαλαίου, όπως επιχειρηματολογήθηκε από τον Κλιφ στο εσωτερικό δελτίο του RCP. Ο Ντάνκαν Χάλας έγραψε επίσης μια μακροσκελή απάντηση, που δημοσιεύθηκε αργότερα ως μέρος των «Ντοκουμέντων των Διεθνών Σοσιαλιστών», μια κάπως μεροληπτική κίνηση, αφού – το αρχικό κείμενο του Χίλμαν δεν δημοσιεύτηκε καθόλου.

Αυτό που πρέπει να ενοχλούσε ιδιαίτερα τον Κλιφ ήταν ότι ο Χίλμαν είχε γοητευτεί σοβαρά από τα κείμενα της τάσης Τζόνσον-Φόρεστ (στΜ Τζέιμς-Ντουναγιέφσκαγια) [4] και, με ένα ύφος που πρόδιδε απεριόριστο δέος, σαν να είχε μόλις συναντήσει τον Μεσσία στο δρόμο προς τη Δαμασκό, έγραψε: “… Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το τελευταίο κείμενο των συντρόφων Τζόνσον-Φόρεστ «Ο Κρατικός καπιταλισμός και η παγκόσμια επανάσταση» βρίσκεται σε ένα επίπεδο τουλάχιστον ισάξιο με τα τελευταία έργα του Τρότσκι και αποτελεί τη λογική και εποικοδομητική εξέλιξή τους. Τα κείμενα περί κρατικού καπιταλισμού που έχουν γραφτεί μέχρι τώρα έχουν καταστεί παρωχημένα και περιττά, από τη στιγμή που δημοσιεύτηκε το αριστούργημα των συντρόφων Τζόνσον-Φόρεστ… ”

Έχοντας εκμηδενίσει μεγάλο μέρος του βασικού έργου του Κλιφ, ο Χίλμαν συνέχισε γράφοντας κι άλλο ένα κείμενο (η συγγραφή εσωτερικών κειμένων μπορεί να καταστεί εθιστική και να καταστρέψει τις προοπτικές σας να παραμείνετε μέλη), με τίτλο «Οργανική Ενότητα». Αυτό πρότεινε μια πιο στενή συνεργασία, με προοπτική την ενοποίηση, με την ομάδα του Γκραντ. Έχουμε ήδη δει ότι η Ομάδα (του Κλιφ) αρνιόταν κάθε ενότητα με «αμυνίτικες» ομάδες (στΜ υπεράσπισης του σταλινισμού ως εργατικού κράτους) και λίγοι ήταν πιο «αμυνίτες» απ ‘ό, τι ο Γκραντ.

Οι ημέρες του Χίλμαν ήταν μετρημένες. Πρώτα έγινε θέμα μερικών σκόρπιων, στην πραγματικότητα αμοιβαία ασυμβίβαστων, κατηγοριών περί “ελλειπούς αφοσίωσης”. Με αφορμή το κείμενό του «Η φύση των σταλινικών κομμάτων» κατηγορήθηκε ως οπαδός του Σάχτμαν, με αφορμή το «Οργανική Ενότητα» ως οπαδός του Γκραντ και, γενικά, κατηγορούταν και ως φιλο-IKD (στΜ η Internationale Kommunisten Deutschlands, μια τροτσκιστική τάση της εποχής που δεν ήταν και τόσο δημοφιλής εκείνη την εποχή). [5] Αρκετή αιρετικότητα για έναν τόσο νεαρό.

Σε μια συνεδρίαση στο Λονδίνο, ο Χίλμαν αρνήθηκε να αποσύρει την πρόταση: “Όταν τα γενικά συμφέροντα του επαναστατικού σοσιαλιστικού κινήματος έρχονται σε σύγκρουση με τα ιδιαίτερα συμφέροντα της Ομάδας μας, τότε προηγείται η πειθαρχία στα γενικά συμφέροντα”. [6] Στην πραγματικότητα, η δήλωση δεν έχει τίποτα το παράλογο: τα συμφέροντα του επαναστατικού σοσιαλιστικού κινήματος θα έπρεπε να είναι πάνω απ’ όλα για όλους τους σοβαρούς ανθρώπους, μπορεί να σκεφτείτε. Όχι όμως αν είστε ο Κλιφ (ή, παρεμπιπτόντως, ο Τζέρι Χίλι). Για αυτούς τα γενικά συμφέροντα του επαναστατικού σοσιαλιστικού κινήματος είναι συνώνυμα των ιδιαίτερων συμφερόντων της ομάδας, ειδικά από τη στιγμή που η βασική γραμμή χαράζεται από τους ίδιους. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι οι άμεσες ανησυχίες του Κλιφ είναι το υλικό από το οποίο φτιάχνονται  οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις.

Ο Χίλμαν προφανώς δεν καταλάβαινε αυτή την αιώνια αλήθεια και διαμαρτυρήθηκε στη Γραμματεία: «Πρόσφατα έχει καταστεί σαφές ότι έχουν επιστρατευτεί  γραφειοκρατικές φραξιονιστικές-κλικαδόρικες μέθοδοι από τον σύντροφο Ρότζερ (στΜ Κλιφ) για : 1. να εμποδίσει να κυκλοφορήσουν οι απόψεις για την ενότητα στο Μπέρμινχαμ. 2. Να ξηλώσει τη συντακτική ομάδα της Επιτροπής Νεολαίας στο Μάντσεστερ. Αυτοί οι ελιγμοί συνιστούν παραβίαση της υγιούς δημοκρατίας … Αυτοί που φωνάζουν περισσότερο για την αναγκαιότητα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και της ομαδικής πειθαρχίας, δεν μπήκαν καν στον κόπο να εφαρμόσουν αυτές τις αρχές στην ίδια τους την ομάδα. Για παράδειγμα, ο σύντροφος Ρότζερ εξουσιοδοτήθηκε από την τοπική οργάνωση του Λονδίνου να γράφει τακτικά στη Σοσιαλιστική Ανασκόπηση και να μην μας σερβίρει περιλήψεις παλιών του άρθρων. Πρέπει να πω ότι αυτή η εντολή έχει παραβιαστεί, δεν έχει υλοποιηθεί [η έμφαση στο πρωτότυπο]. Πού πήγε εδώ ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός; Ο σύντροφος Ρότζερ επαναλαμβάνει όλα τα λάθη που έκανε και πέρυσι. Σήμερα έχουμε μαζί μας το ήμισυ της Τέταρτης Διεθνούς, είπε πέρυσι. Πέρυσι είχαμε επίσης 60 συντρόφους. Τέτοιες ανοησίες δεν βασίζονται σε κανένα απολύτως στοιχείο … Τα τιτοϊκά κόμματα είναι η τελευταία φαντασιοπληξία του συντρόφου Ρότζερ. Αυτές οι ομάδες, είπε, μπορεί να μας πλησιάσουν… “[7]

Εδώ ο Χίλμαν αναφέρεται στην περίοδο μετά τη ρήξη του με την Κομινφόρμ, όταν ο Τίτο έφτιαξε ομάδες συμπαθούντων στη Δυτική Ευρώπη. Βέβαια, καμιά από αυτές δεν πλησίασε την οποιαδήποτε τροτσκιστική ομάδα, παρά το γεγονός ότι ο Τίτο φλέρταρε επίμονα με την 4η Διεθνή. Ο Πάμπλο έγραψε μια ανοιχτή επιστολή στο γιουγκοσλαβικό κόμμα ξεκινώντας: “Αγαπητοί σύντροφοι, εμείς που πάντα στηρίζαμε την γιουγκοσλαβική επανάσταση …” και ο Χίλι είχε κρεμασμένη μια μεγάλη κορνίζα με τη φωτογραφία του Τίτο στον τοίχο του γραφείου του. Δεδομένης της θέσης του Κλιφ για τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, είναι περίεργο να νομίζει ότι ο κρατικός καπιταλισμός θα αποδεικνυόταν ελκυστική θεωρία για τους οπαδούς του Τίτο, αλλά από την άλλη μεριά ο Κλιφ δεν ήταν κανένας από αυτούς που θα άφηναν μια θεωρία να σταθεί εμπόδιο στον δρόμο για νέες στρατολογίες. Η Διεθνής του Τίτο (βεβαίως) δεν κράτησε περισσότερο από όσο χρειάστηκε για να δημιουργήσει ευνοϊκούς όρους διαπραγμάτευσης με τις δυτικές κυβερνήσεις.

Παρά τον θαρραλέο κι αποφασιστικό τρόπο  απάντησής του, η διαγραφή του Έλις Χίλμαν ήταν δεδομένη. Μερικά χρόνια αργότερα, αλλά πριν διαβάσω τα εν λόγω κείμενα, ρώτησα τον Κλιφ γιατί ο Έλις είχε διαγραφεί. “Γιατί έλεγε ψέματα”, απάντησε, με τη φωνή του να εκπέμπει όλη την ειλικρίνεια του κόσμου. Ευτυχώς για τον Κλιφ, κανένας άλλος δεν πίστευε ότι το ψέμα ήταν ένα αδίκημα που συνεπαγόταν  απαραιτήτως διαγραφή.

Το 1952, ο Κλιφ επέστρεψε στη Βρετανία, με παρέμβαση του βουλευτή των Εργατικών Τζον ΜακΓκόβερν [8] υπέρ του. Αυτό το γεγονός έδωσε σημαντική ώθηση στην οργάνωση. Όχι μόνο ήταν παλαιότερος και πολύ πιο έμπειρος στην επαναστατική πολιτική από τους συντρόφους του, αλλά εξέπεμπε επίσης αυτή την ακλόνητη σιγουριά και τον αέρα βεβαιότητας που είναι τόσο χαρακτηριστικά όσων ηγούνται σε σέχτες από την Οδό Κλάφα Χάι Στριτ μέχρι το Γουάκο του Τέξας. Περίπου αυτή την περίοδο οι παραδοσιακές οργανωτικές μορφές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού άρχισαν να εξαφανίζονται, καθώς ξεφλούδιζαν όπως η σκουριά σε ένα αυτοκίνητο σε αχρησία. Αυτό, ωστόσο, δεν οφείλεται σε μία από τις διαβόητες ασκήσεις “λυγίσματος του ραβδιού” του Κλιφ, αλλά στο ότι επέλεγε μια διαφορετική μορφή για ένα διαφορετικό ακροατήριο. Αν αυτό οδηγούσε σε ορισμένο φιλελευθερισμό σε οργανωτικά θέματα, αυτό δεν ήταν αναγκαστικά σε κακό, εφόσον δεν πλασαριζόταν αργότερα ως απόδειξη ενός ευφυώς επεξεργασμένου σχεδίου.

Για πολλές από τις ομάδες, η διατήρηση των «λενινιστικών» μορφών οργάνωσης είναι ένα είδος θεατρικής πράξης. Δεν βοηθά στη δουλειά τους στην εργατική τάξη, γιατί συνήθως δεν υπάρχει δουλειά στην εργατική τάξη, αλλά το πολύπλοκο σύστημα των επιτροπών γεμίζει πολύ καλά τον χρόνο τους και τους δίνει την ευκαιρία να αποκαλούν καταχρηστικά ο ένας τον άλλο με ονόματα από την ιστορία των μπολσεβίκων που βρίσκονταν σε κατάσταση παρανομίας. Το κορυφαίο “χιτάκι” σε αυτό το καρναβάλι είναι η κατηγορία ότι ο αντίπαλος παίζει τον απεργοσπαστικό ρόλο του Κάμενεφ και του Ζινόβιεφ το 1917. Έχω ακούσει αυτή την κατηγορία αρκετές φορές. Μάλιστα, με έχουν κατηγορήσει έτσι σε δυο περιπτώσεις: μια από τον Τζέρι Χίλι και αργότερα από τον Κρις Χάρμαν. Δεν επιχειρώ συμψηφισμό εδώ- ο Χίλι ήταν πιο αστείος αλλά Χάρμαν είχε πολύ περισσότερα μαλλιά – πάντα πίστευα ότι έμοιαζε κάπως με τον Ζινόβιεφ. Ο Χίλι αντίθετα μάλλον έμοιαζε περισσότερο με τον πολύ μεγαλύτερο αδερφό του, τον Μπέιμπ και καθόλου δεν έμοιαζε με τον Ζινόβιεφ.

Ο SRG πλέον είχε ουσιαστικά διακόψει τις σχέσεις του με τον οργανωμένο Τροτσκισμό, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Αυτό που κάποτε φαινόταν κάτι το τόσο σπουδαίο και σαγηνευτικό, όπως η ένταξη στην Τέταρτη Διεθνή, σχεδόν ξεχάστηκε κι έγινε μια ανάμνηση από τα χρόνια της νιότης. Γελοία ρούχα, περίεργα κουρέματα, ανωριμότητα  και ένα θέμα που προσφερόταν για πρόστυχα αστεία. Αυτός ο οργανωτικός και πολιτικός διαχωρισμός αποτέλεσε το προοίμιο από μεριάς SRG εγκατάλειψης των μορφών οργάνωσης, στις οποίες οι ορθόδοξοι εξακολουθούν να προσκολλώνται τόσο σκληρά και να το αποκαλούν «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό». Το να χρειάζεται μια μικρή ομάδα σοσιαλιστών, που λειτουργούν υπό συνθήκες νομιμότητας, όλον αυτόν τον λαβύρινθο των Κεντρικών Επιτροπών, των Πολιτικών Γραφείων, των Επιτροπών Ελέγχου κλπ αποτελεί εκείνο το είδος του υποκαταστατισμού που πιστεύει ότι αν διαθέτετε τις μορφές του Λένιν, τότε είστε σε θέση να τους δώσετε και το περιεχόμενο του Λένιν. Κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια, θα σας πει  κάθε αντικειμενικός παρατηρητής του SWP.

Τον Σεπτέμβριο του 1953, ο Μάικ Κίντρον έφτασε από το Ισραήλ. Πριν από αυτό δεν είχε διαδρομή στο τροτσκιστικό κίνημα. Η μόνη οργανωμένη πολιτική του εμπειρία, μέχρι το 1953, ήταν η ένταξη στην τοπική οργάνωση του Χασόμερ Χατζάιρ στο Γιοχάνεσμπουργκ. Αυτό, έλεγε, οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό για κοινωνικούς λόγους, αλλά έγινε αντισταλινικός όταν αρρώστησε το 1946, και κατέστη ανίκανος να κινείται ή να διαβάζει. Ορισμένα μέλη του ΚΚ τον επισκέφθηκαν για να του διαβάσουν μεγάλα αποσπάσματα από τα «Σύντομα Μαθήματα από την Ιστορία του ΚΚ Σοβιετικής Ένωσης». Αυτό το πνευματικό ισοδύναμο ενός δεκαπενθήμερου στο υπόγειο της Λουμπιάνκα με τον σύντροφο Γιάκοντα (στΜ ένας από τους επικεφαλής της NKVD, της μυστικής αστυνομίας στην ΕΣΣΔ. Ο συγγραφέας αστειεύεται εννοώντας «ισοδύναμο ενός 15ημέρου φριχτών βασανιστηρίων») τον έστρεψε οριστικά κι αμετάκλητα εναντίον του σταλινισμού. Έφτασε στο Ισραήλ το 1946, δύο εβδομάδες πριν ο Κλιφ, που παντρεύτηκε με την αδελφή του Κίντρον, την Τσέινι Ρόζενμπεργκ, φύγει για τη Βρετανία. Σε εκείνο το διάστημα ο Κλιφ του έκανε τη δική του σύντομη εισαγωγική διάλεξη, που πραγματοποιήθηκε σε ένα ενιαίο σεμινάριο που διήρκεσε δύο εβδομάδες, μόνο σύντομα διαλείμματα μόνο για φαγητό και μπάνιο και ακόμη λιγότερο χρόνο για ύπνο.

Για τα επόμενα δέκα χρόνια, ο Κίντρον έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση στυλ και πολιτικής ατζέντας του SRG. Η έλλειψη  τροτσκιστικού υποβάθρου αποδείχθηκε πλεονέκτημα, επειδή δεν είχε καμιά διάθεση να εκλαμβάνει τίποτα ως ιερή γραφή, ούτε καν το έργο του Τ. Κλιφ, και ταίριαζε αρκετά καλά με το πιο χαλαρό οργανωτικό μοντέλο που είχε υιοθετήσει ο SRG. Εκτός από την ιδιότητά του ως μέλος του SRG, ο Kίντρον ήταν, επίσης, ως αδελφός της Τσέινι, ένα ακόμα πλήρως επαγγελματικό στέλεχος της οικογένειας. Για πολλούς τούτο έδινε την όχι τελείως εσφαλμένη εντύπωση ότι για να συμμετέχεις στη λήψη αποφάσεων έπρεπε να είσαι συγγενής (του Κλιφ). Παρά τον μικρό αριθμό μελών, κάτι τέτοιο δεν έπαυε να αποκλείει τη συντριπτική πλειοψηφία των μελών της ομάδας και επίσης να είναι βαθιά προσβλητικό για κάποιους.[9] Γι αυτό παρόλο που το πνευματικό κεφάλαιο είχε αυξηθεί σημαντικά με την άφιξη του Κίντρον, η ανάπτυξη της ομάδας ήταν πολύ αργή. Στα πρώτα πέντε ή έξι χρόνια της ύπαρξής του, ο SRG διατηρούσε με το ζόρι ελάχιστα τη συμμετοχή που είχε αρχίσει με το 1950.

Το σημείο καμπής, αν και δεν φάνηκε εκείνον τον καιρό, ήταν τα γεγονότα του 1956, η αγγλο-γαλλο-ισραηλινή στρατιωτική επιχείρηση στο Σουέζ  και, κυρίως, η μυστική ομιλία του Χρουστσόφ στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, που την ακολούθησε η ρώσικη εισβολή στην Ουγγαρία. Ήταν γεγονότα που συγκλόνισαν τον κόσμο. Το βάρος της ομιλίας του Χρουστσόφ, με τη μερική αποκήρυξη των εγκλημάτων του Στάλιν -όχι τόσο του σταλινισμού, αρκούσε για να προκαλέσει μια φιλελεύθερη  στροφή στους Ούγγρους μεταρρυθμιστές του ουγγρικού ΚΚ υπό την ηγεσία του Ίμρε Νάγκι, που απομάκρυναν τους πιο μισητούς σταλινικούς, όπως ο Ράκοζι κι ο Γκέρο για να βελτιώσουν τις πιο μαύρες πλευρές του καθεστώτος.  Αλλά οι εγκληματικές στρατιωτικές ενέργειες του Ίντεν (στΜ πρωθυπουργού της Μ.Βρετανίας) και των φίλων του στο Σουέζ αποτέλεσαν το κατάλληλο προπέτασμα καπνού που χρειάζονταν οι Ρώσοι για να εισβάλουν στην Ουγγαρία.

Ο αντίκτυπος της ομιλίας του Χρουστσόφ και της ουγγρικής επανάστασης χτύπησε τα Δυτικά Κομμουνιστικά Κόμματα όπως ένα βαρύ τούβλο πάνω στα ζωτικά όργανα.To KK Μ.Βρετανίας δεν υπέφερε λιγότερο. Επί χρόνια το βρετανικό κόμμα ήταν σε θέση να καταπνίγει όλες τις κριτικές φωνές στις τάξεις του, αλλά το να ελέγξουν αυτή τη συζήτηση ήταν πολύ πέρα ​​από τις δυνάμεις τους. Ο Πίτερ Φράιερ, ο οποίος ήταν ο καθημερινός ανταποκριτής της Daily Worker (εφημερίδα του ΚΚ Βρετανίας) στην Ουγγαρία, έδινε πλήρη εικόνα με γλαφυρά και οργισμένα αποδεικτικά στοιχεία. Η κριτική του άρχισε να αποκτά μεγαλύτερη απήχηση, όταν μαθεύτηκε ότι «αλλάζονταν τα φώτα» στα ρεπορτάζ του για την Ουγγαρία, που γράφονταν εκεί, και αντικαθίσταντο από άλλα «ρεπορτάζ»  από τον αρχισυντάκτη της Daily Worker, τον Τζ.Ρ. Κάμπελ, στη Μόσχα.

Η οργή στο Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν πρωτοφανής.  Μαζικές συνεδριάσεις σε όλη τη χώρα ασκούσαν δριμύτατη κριτική στα γεγονότα. Οι ηγέτες του όπως οι Πόλιτ και Ντατ, οι οποίοι ήταν είχαν εμπειρία μόνο από κομματικές συνεδριάσεις με άκριτη στήριξη και κολακείες, αποδοκιμάζονταν καθολικά. Oι αντιφρονούντες παρακολουθούσαν κατά εκατοντάδες εκδηλώσεις με ομιλητή τον Ισαάκ Ντόιτσερ, ο οποίος εξηγούσε εκτενώς τα εγκλήματα του Στάλιν, την αξία του μαρξισμού γενικότερα και του Τρότσκι ειδικότερα. Οι Ε.Π. Τόμπσον και Τζον Σάβιλ δημιούργησαν ένα πολύ σημαντικό θεωρητικό περιοδικό, που ονομάζεται το Reasoner (=Σκεπτόμενος), μέσα στο κόμμα (περιοδικό που μετονομάστηκε σε «Νέος Σκεπτόμενος», μετά τη διαγραφή τους) και παρόλο που  ήταν αντιτροτσκιστικό, κινούταν μέσα σε ένα μαρξιστικό-ανθρωπιστικό πλαίσιο.

Σήμερα με τόση απόσταση, είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε το τραύμα που βίωσαν τα μέλη του ΚΚ όταν συνειδητοποίησαν ότι ο Στάλιν ήταν από πάνω μέχρι κάτω γεμάτος κουσούρια.O χρόνος που χρειάστηκε ο Χρουστσόφ (λίγες ώρες) για να περάσει από την αποθέωση του Στάλιν στην αποσύνθεσή του, περιγράφοντας τις λιγότερο ελκυστικές πλευρές του «πατέρα του σοσιαλισμού», ήταν κάπως υπερβολικά μικρός για όσους είχαν γαλουχηθεί από το πόσο σημαντικό ήταν να αγαπάνε τον Στάλιν. Ανάμεσα στα καλύτερα μέλη του ΚΚ, το πιο πιεστικό ερώτημα ήταν: είναι τα εγκλήματα του Στάλιν σύμφυτα με τον μαρξισμό και την εφαρμογή του;

Αυτό το ερώτημα μόνο το τροτσκιστικό κίνημα μπορούσε να το απαντήσει. Η όλη προπαγανδιστική φάση που διένυσε (ο τροτσκισμός) και ποτέ δεν εγκατέλειψε, ήταν μια προσπάθεια να αποκατασταθεί ο μαρξισμός διαχωριζόμενος από τη σταλινική βαρβαρότητα. Έτσι λοιπόν κάθε μία από τις ομάδες, καθεμιά με τον δικό της τρόπο, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τις ανησυχίες των μελών του ΚΚ. Ο Κλιφ κυκλοφόρησε ένα κείμενό του, το «Η Ρωσία από τον Στάλιν στον Χρουστσόφ». Πρέπει να πούμε ότι δεν ήταν ένα πολύ καλό κείμενο,αφιερώνοντας πολύ μεγάλο χώρο για την πρόθεση του Χρουστσόφ να αναλάβει την κυριότητα τόσο της μορφής όσο και του περιεχομένου της κυριαρχίας του Στάλιν, κάτι το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν συνέβη. Αποτύγχανε να αναλύσει τον Στάλιν ή τον σταλινισμό και έδινε την εικόνα μιας βιαστικής προετοιμασίας, μαζί με την εικόνα της αβεβαιότητας για τον τρόπο με τον οποίο θα επηρεάσει τα μέλη του ΚΚ. Το χάι-λάιτ του κειμένου το συναντούσαμε πολύ νωρίς, στο σημείο που συνήθως συναντάμε τις αφιερώσεις στα βιβλία. Ο Κλιφ αναφέρει το ποίημα που αναγραφόταν σε κάποιο πανό στη Ρωσία, που δημοσιεύτηκε το 1946, προς τιμήν του Στάλιν:

“Θα τον συνέκρινα με ένα λευκό βουνό – αλλά το βουνό έχει μια κορυφή.Θα τον συνέκρινα με τα βάθη της θάλασσας – αλλά η θάλασσα έχει πυθμένα.”

Ελπίζουμε, για το καλό του ρωσικού πανό, ο Στάλιν να μην συνειδητοποίησε ποτέ ότι αυτό ήταν απλώς άλλο ένα  φτηνό αστείο στα αγγλικά.

Ο Χίλι, με δικό του τυπογραφείο και με την πρόσβαση στην αμερικανική μετάφραση της «Προδομένης Επανάστασης» του Τρότσκι από το SWP, ήταν μάλλον καλύτερα προετοιμασμένος και πατούσε καλύτερα στα πόδια του. Τύπωσε ένα μακροσκελές κείμενο, γραμμένο από τον Πίτερ Φράιερ, το «Η υπόθεση μου απέναντι στη διαγραφή» και ένα άλλο που  αναπαρήγαγε το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Χρουστσόφ μαζί με ένα σχόλιο. Επικεντρώνοντας στην ιστορία και βασιζόμενος σε μεγάλο βαθμό στην εμπεριστατωμένη κριτική του Τρότσκι, ήταν πολύ πιο ικανός να πείσει τα μέλη του ΚΚ ότι υπήρχε μαρξιστική ζωή μετά το κόμμα. Το 1955, υπήρχαν λιγότερα από 100 μέλη του Κλαμπ (η τροτσκιστική οργάνωση του Χίλι).  Το 1956 υπήρχαν 150 και το 1957 υπήρχαν περισσότερα από 400, με την ​​αύξηση να οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά σε στρατολογίες από το ΚΚ. Δεν είναι τεράστιος αριθμός, είναι αλήθεια, αλλά μεταξύ αυτών υπήρχαν και κάποιοι πολύ ταλαντούχοι άνθρωποι –ο Τζον Ντάνιελς, ο Μπράιαν Μπίαν, ο Τομ Κεμπ, ο Μπράιαν Πιρς, ο Άλασνταϊρ Μάκιντάϊρ, ο Κλιφ Σλότερ, ο Φρανκ Γκίρλινγκ, ο Πίτερ Φράιερ και αρκετοί άλλοι.

Απέναντι σε αυτά ο SRG μπορούσε να αντιπαρατάξει μόνο μια στρατολογία. Τον Ντάντλεϊ Έντουαρντς, έναν εργάτη που συνέχιζε να γοητεύεται από το «Ο βρετανικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό», το πρόγραμμα του ΚΚ ΜΒ, το οποίο πρωτοδιατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1952, με την προσωπική στήριξη του Ι.Β.Στάλιν. Δεν ήταν πολύ, αλλά υποθέτω ότι ήταν κάτι.

Notes

1. Σοσιαλιστική Κριτική, Vol.2. No.1, p.12

2. Σοσιαλιστική Κριτική, Vol.2, No.2.

3. Εργατική Ελευθερία, No.18, Feb. 1995.

4. Μια ομάδα που καθοδηγούσε ο JR Johnson (ΣΛΡ Τζέιμς) and η Φρέντι Φόρεστ (Ράγια Ντουναγιέφσκαγια)

5. Η IKD ήταν μια γερμανική τροτσκιστική ομάδα  που δημιούργησε τη θεωρία της οπισθοδρόμησης, σύμφωνα με την οποία η παρακμή του καπιταλισμού ήταν τέτοια που ο σοσιαλισμός είναι αδύνατος και η βαρβαρότητα είναι σοβαρή πιθανότητα. Πολύ αστείο, αν και η IKD πίστευε ότι η Ρωσία είναι κρατικοκαπιταλιστική, υποστηριζόταν αρχικά από τον Σάχτμαν αλλά έβρισκε σοβαρή αντιπαράθεση από την Τάση Τζόνσον-Φόρεστ.

6. “Η φύση των σταλινικών κομμάτων”, από τον Έλις Χίλμαν στο Εσωτερικό Έγγραφο του SRG.

7. Επιστολή προς τη Γραμματεία, του Έλις Χίλμαν, Σεπτέμβριος 1951

8. Ο Τζον ΜακΓκόβερν ήταν για μερικά χρόνια ένας από τους βουλευτές του ILP (Ανεξάρτητοι Εργατικοί) στην περιοχή Κλάιντσαϊντ (Σκωτία) στη δεκαετία του 1930. Επισκέφθηκε την Παλαιστίνη και γνώρισε  εκεί τον Κλιφ. Στη συνέχεια επανήλθε στο Εργατικό Κόμμα. Η τελευταία προοδευτική του ενέργεια ήταν η οργάνωση της επιστροφής του Κλιφ σε αυτές τις (βρετανικές) ακτές. Αργότερα εργάστηκε ακούραστα για τον “Ηθικό Επανεξοπλισμό” (στΜ θρησκευτικό κίνημα)

9.  Δείτε το “Η γεύση του μελιού” του Ντ. Γιανγκ, που δημοσιεύτηκε από το ISG το 1995.

https://www.marxists.org/archive/higgins/1997/locust/index.htm

Μτφρ. Α.Λ.




Σωματείο Εργαζομένων Γ.Ν.Θ. «Γ. Γεννηματάς» – ΨΗΦΙΣΜΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ Να αθωωθεί ο αγωνιστής Θανάσης Κούρκουλας!

ΨΗΦΙΣΜΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Να αθωωθεί ο αγωνιστής Θανάσης Κούρκουλας!

Στην φυλακή οι δράστες των φασιστικών επιθέσεων, όχι τα θύματά τους

Στις 15 Οκτωβρίου 2019 συνεχίζεται η διακοπείσα δίκη του Θανάση Κούρκουλα, εκπαιδευτικού και μέλους της «Κίνησης Απελάστε το Ρατσισμό» μετά από την προκλητική μήνυση μέλους της ακροδεξιάς «επιτροπής κατοίκων» Αγίου Παντελεήμονα. Ο μηνυτής ήταν επί χρόνια ανοιχτά υποστηρικτής της ναζιστικής Χρυσής Αυγής.

Ο Θανάσης Κούρκουλας κατηγορείται για συκοφαντική δυσφήμιση και ψευδή καταμήνυση επειδή κατήγγειλε την βίαιη επίθεση μελών και υποστηρικτών της ΧΑ εναντίον του Αλέκου Αλαβάνου, του Θανάση Κούρκουλα και πολλών ακόμα κατά την προεκλογική περιοδεία του σχήματος «Ελεύθερη Αττική» στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010. Στην δίκη που ακολούθησε, καταδικάστηκαν αμετάκλητα 3 από τους 4 κατηγορούμενους.

Δηλώνουμε αμέριστη υποστήριξη και αλληλεγγύη στον αγωνιστή Θανάση Κούρκουλα απέναντι στη βιομηχανία μηνύσεων των ακροδεξιών σε βάρος κοινωνικών αγωνιστών προκειμένου να τρομοκρατήσουν το μαζικό κίνημα και να ξεφύγουν των ποινικών ευθυνών τους για τις δολοφονικές επιθέσεις που εξαπολύουν σε βάρος αντιφασιστών, μεταναστών και προσφύγων.

Απαιτούμε την αθώωση του Θανάση Κούρκουλα. Στη φυλακή οι νεοναζί όχι οι αγωνιστές!

Θεσσαλονίκη 11/10/2019

Η πρόεδρος

Μ. Κουρμπετούδη




Ο Μαρξισμός και το Κόμμα: ενότητες 1.2-1.3

Του Τζον Μόλινιου (1978)

(Μετάφραση Β.Μορέλλας)

(ενότητες 2 και 3 από το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο “Καρλ Μαρξ: τάξη και κόμμα”).

https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/index.htm

 

2.Κομμουνιστές και προλετάριοι

 

Αυτό μας φέρνει τώρα στο θεμελιώδες ζήτημα της μαρξιστικής θεωρίας του κόμματος. Οι Μαρξιστές πιστεύουν ότι η ταξική πάλη είναι ο κινητήρας της ιστορίας κι ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης πρέπει να κατακτηθεί από την εργατική τάξη την ίδια».[i] Την ίδια στιγμή, θέλουν να δημιουργήσουν ένα πολιτικό κόμμα για να εκπροσωπήσει τα ιστορικά συμφέροντα της τάξης ως όλον. Ποια είναι τότε η σχέση μεταξύ αυτού του κόμματος και της μάζας της εργατικής τάξης; Ο Μαρξ απεύθυνε στον εαυτό του αυτό το ερώτημα στο μέρος του Κομμουνιστικού Μανιφέστου με τίτλο «Προλετάριοι και Κομμουνιστές».

 

Μέσα σε ποια σχέση αντιμετωπίζουν οι Κομμουνιστές τους προλεταρίους ως σύνολο;

Οι Κομμουνιστές δεν σχηματίζουν ένα ξεχωριστό κόμμα αντιτιθέμενο σε άλλα εργατικά κόμματα.

Δεν έχουν συμφέροντα ξεχωριστά και ανεξάρτητα από το προλεταριάτο ως σύνολο.

Δεν στοιχειοθετούν δικές τους σεκταριστικές αρχές, με τις οποίες διαμορφώνουν και διαπλάθουν το προλεταριακό κίνημα.

Οι Κομμουνιστές διακρίνονται από τα άλλα εργατικά κόμματα μόνο σε αυτό: 1. Στους εθνικούς αγώνες των προλετάριων των διαφόρων χωρών, αυτοί καταδεικνύουν και φέρνουν στο προσκήνιο τα κοινά συμφέροντα ολόκληρου του προλεταριάτου, ανεξαρτήτως εθνικότητας. 2. Στα ποικίλα στάδια ανάπτυξης από τα οποία η πάλη της εργατικής τάξης κατά της μπουρζουαζίας οφείλει να περάσει, αυτοί πάντα και παντού εκπροσωπούν τα συμφέροντα του κινήματος ως όλον.

Οι Κομμουνιστές, επομένως, αποτελούν από τη μια μεριά, πρακτικά, το πιο προχωρημένο και αποφασισμένο τμήμα των εργατικών κομμάτων κάθε χώρας, αυτό το τμήμα που ωθεί μπροστά όλα τα άλλα∙ από την άλλη μεριά, θεωρητικά, αυτοί έχουν το πλεονέκτημα πάνω από τη μεγάλη μάζα του προλεταριάτου να καταλαβαίνουν καθαρά τη γραμμή πορείας, τις συνθήκες και τα απώτατα γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος.[ii]

 

Αυτές οι λίγες πυκνές και λαμπρές παράγραφοι εμπεριέχουν και το σπέρμα της λύσης στο πρόβλημα της σχέσης κόμμα/τάξη και μια σειρά αδρών κατευθυντήριων γραμμών που έχουν διαμορφώσει την πρακτική του μαρξιστικού κινήματος ως τη σημερινή μέρα. Πρώτα απ’όλα, απολύτως αποκλεισμένη είναι η συνωμοσιολογική οπτική του ρόλου του κόμματος ως μια μικρή ομάδα τυχοδιωκτών που δρουν για λογαριασμό της τάξης, μα χώρια από αυτήν. Επίσης αποκλεισμένη είναι η αυταρχική οπτική ενός κόμματος που υποβάλλει διαταγές από τα πάνω για να υπακούσουν οι ουσιαστικά παθητικές μάζες, όπως και η αμιγώς προπαγανδιστική οπτική μιας σέκτας που μονάχα κηρύσσει τα δόγματά της μέχρι να κερδηθεί ο υπόλοιπος κόσμος. Στέρεα εδραιωμένη είναι η έννοια της ηγεσίας που κερδίζεται στη βάση της επίδοσης στην ταξική πάλη στην υπηρεσία της εργατικής τάξης και η αρχή της ανόρθωσης, μέσα στους καθημερινούς οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες των εργατών, των συνολικών στόχων του κινήματος. Προμηνυόμενες σε αυτές τις γραμμές είναι η μαρξιστική στρατηγική του ενιαίου μετώπου,[iii] η πολιτική της δουλειάς μέσα στα συνδικάτα αναγνωρίζοντας τους περιορισμούς του συνδικαλισμού και η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων ενώ πασχίζεις να προχωρήσεις πέρα από την αστική δημοκρατία.

Αλλά, παρ’ όλη τη σημασία της, η διατύπωση του Μαρξ περιέχει ορισμένους περιορισμούς και κενά. Είναι γραμμένη με υψηλό βαθμό γενικότητας και πουθενά δεν πραγματεύεται συγκεκριμένα την οργανωτική μορφή που έχουν να υιοθετήσουν οι κομμουνιστές. Πράγματι, δεν περιέχει καμία ξεκάθαρη υπόδειξη του τι εννοείται ως κόμμα. Αυτή η πρωταρχική ανακρίβεια κρύβεται πίσω από την μόνη πρόταση στο απόσπασμα που έχει αναιρεθεί από τα επακόλουθα γεγονότα, δηλαδή ότι «οι Κομμουνιστές δεν σχηματίζουν ένα ξεχωριστό κόμμα αντιτιθέμενο σε άλλα εργατικά κόμματα». Αυτό έχει νόημα ως μια γενική αρχή μόνο αν εκληφθεί ως σχεδόν ταυτόσημο στη σημασία του με την πρόταση ότι «αυτοί δεν έχουν συμφέροντα ξεχωριστά και ανεξάρτητα από το προλεταριάτο ως σύνολο». Ούτε και αποτελεί αυτή η ασάφεια στη χρήση της λέξης «κόμμα» μια μεμονωμένη περίπτωση περιορισμένη στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Σε όλο το έργο του ο Μαρξ χρησιμοποιεί τον όρο κόμμα με μια ποικιλία τρόπων (Ο Μόντι Τζόνστοουν έχει ταυτοποιήσει τουλάχιστον πέντε μείζονα «μοντέλα»[iv]) για να αναφερθεί σε τόσο ευρέως διαφορετικά φαινόμενα, όπως το εξαιρετικά πλατύ και χαλαρό Χαρτιστικό* κίνημα, η δική του μικρή ομάδα συνεργατών και οπαδών και ο γενικός επαναστατικός σκοπός. Γι’αυτό ο Μαρξ μπορούσε να γράφει στον Φράιλιγκραθ ότι «η [Κομμουνιστική] Ένωση, όπως η Κοινωνία των Εποχών** στο Παρίσι και μια εκατοστή άλλες εταιρείες, ήταν μόνο ένα επεισόδιο στην ιστορία του κόμματος που αναφύεται παντού αυθόρμητα από το έδαφος της σύγχρονης ιστορίας… Με τον όρο «κόμμα», εγώ καταλαβαίνω το κόμμα με την μεγάλη ιστορική σημασία της λέξης».[v] Και μπορούσε να γράφει στον Κούγκελμαν ότι η Παρισινή Κομμούνα ήταν «η πιο ένδοξη πράξη του Κόμματός μας από την εξέγερση του Ιούνη στο Παρίσι [1848]».[vi]

Εξαιτίας της ασάφειας του Μαρξ σ’αυτό το σημείο, δεν είναι δυνατό να δομήσουμε ή να αναδομήσουμε κάποια μοναδική ή συστηματική θεωρία του κόμματος με αναφορές αποσπασμένες από τα συμφραζόμενα τους. Η μόνη δυνατή διαδικασία είναι να εξετάσουμε την πραγματική εξέλιξη της πολιτικής δραστηριότητας του Μαρξ και να ερμηνεύσουμε τα ποικίλα του σχόλια για το ζήτημα του κόμματος μέσα στα ιστορικά τους πλαίσια.[vii] Κάνοντας αυτό, πρέπει να έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας ένα κεντρικό δεδομένο. Η έλλειψη ενός καθαρού ορισμού του Μαρξ για το πολιτικό κόμμα δεν είναι ούτε τυχαία ούτε προϊόν πνευματικής νωθρότητας. Περισσότερο αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι για ένα μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας του Μαρξ, πολιτικά κόμματα με τη σύγχρονη έννοια του όρου δεν υπήρχαν ακόμη, ούτε για τη μπουρζουαζία ούτε για το προλεταριάτο. Το σύγχρονο μαζικό κόμμα με σαφώς καθορισμένη την ιδιότητα του μέλους, την οργάνωση και το καταστατικό είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο. Απέκτησε υπόσταση αρχικά για να αντεπεξέλθει στην πρόκληση της καθολικής ψηφοφορίας και της πλήρως αναπτυγμένης αστικής δημοκρατίας και προϋπέθετε ένα σημαντικό δίκτυο επικοινωνιών, μέσα μαζικής ενημέρωσης και αναγνωστική ικανότητα. Πρωτύτερα, το σύγχρονο πολιτικό κόμμα δεν απαιτούταν από το σχετικά πρωτόγονο  πολιτικό σύστημα. Το μόνο απαραίτητο ήταν ή χαλαροί και ανεπίσημοι σύλλογοι βασισμένοι σε ένα δίκτυο τοπικών προσωπικοτήτων (συνήθως γαιοκτημόνων) ή διαφορετικά μικρές συναθροίσεις, σε λέσχες και σαλόνια, διανοούμενων με επιρροή. Είναι παράλογο να περιμένεις συλλήψεις του Μαρξ που πάνε πέρα από την πείρα των καιρών του. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές, καθώς είναι πολύ δυσκολότερο να κάνεις προβλέψεις στη σφαίρα των χειροπιαστών μορφών οργάνωσης απ’ότι είναι στη σφαίρα της γενικής οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

Για τον σκοπό της χαρτογράφησης της εξέλιξης της κομματικής έννοιας του Μαρξ, η πολιτική του ζωή μπορεί να διαιρεθεί κατάλληλα σε τέσσερις κύριες περιόδους: 1. 1847-1850, την περίοδο της Ένωσης Κομμουνιστών∙ 2. 1850-1864, το μεγάλο ιντερλούδιο στην ταξική πάλη∙ 3. 1864-1872, τη Διεθνή Ένωση Εργαζομένων 4. 1873 και μετά, τις αρχές της μαζικής σοσιαλδημοκρατίας.

 

3.Η Ένωση Κομμουνιστών

 

Στα 1846 οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν εγκαθιδρύσει τις Κομμουνιστικές Επιτροπές Ανταπόκρισης, με έδρα στις Βρυξέλλες και διατηρούσαν συνδέσμους σε Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία. Ήταν μέσω αυτών των επιτροπών που είχαν επαφή με την Ένωση των Δικαίων, μια διεθνή μυστική εταιρεία, απαρτισμένη κυρίως από Γερμανούς τεχνίτες. Ως το 1847 οι ηγέτες της Ένωσης είχαν κερδηθεί και οι Μαρξ και Ένγκελς καλέστηκαν να προσχωρήσουν. Σε αυτό συμφώνησαν, με τον όρο να απορριφθούν οι παλιές συνωμοτικές μορφές οργάνωσης. Η Ένωση των Δικαίων άλλαξε τότε το όνομά της σε Ένωση Κομμουνιστών και διεξήγαγε ένα αναδιοργανωτικό συνέδριο στο οποίο οι Μαρξ και Ένγκελς συμμετείχαν. Τα κύρια σημεία του συνεδρίου ήταν η επίτευξη μιας «διεξοδικά δημοκρατικής» δομής «με εκλεγμένα και άμεσα ανακλητά όργανα» και ο αγώνας κατά «κάθε λατρείας της συνωμοσίας».[viii] Οι Μαρξ και Ένγκελς πολέμησαν για μια στροφή προς την ανοιχτή προπαγάνδα κομμουνιστικών ιδεών μέσα στην εργατική τάξη. Γι’αυτό και βλέπουμε ως το 1847 την σύμπηξη ενός αριθμού ιδεών-κλειδιά για τη μαρξιστική θεωρία του κόμματος. Πρώτα, η ανάγκη του προλεταριάτου, οπουδήποτε είναι εφικτό, για μια διεθνή οργάνωση. Δεύτερο, ο δεσμός μεταξύ της ταξικής πάλης, της αυτο-απελευθέρωσης του προλεταριάτου και της ανάγκης για μια εσωτερικά δημοκρατική οργάνωση που διακηρύσσει ανοιχτά τους στόχους της.

Η Ένωση αυτοαποκαλούταν, εναλλακτικά, διεθνές σώμα και «Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας», μα στην πραγματικότητα υπήρξε πολύ αδύναμη για να είναι είτε ένας πρόδομος της Πρώτης Διεθνούς είτε ένα αυθεντικό εθνικό κόμμα. Μάλλον, με μόνο 200-300 μέλη,[ix] απλωμένα σε αρκετές χώρες, δε μπορεί να θεωρηθεί παραπάνω από έμβρυο κόμματος ή, για να δανειστούμε έναν όρο από το Παρίσι του 1968, ένα «γκρουπούσκουλο». Αρχικά η υιοθετημένη στρατηγική για τους Κομμουνιστές ήταν να δουλεύουν όσο περισσότερο γίνεται μέσα σε ήδη υπάρχοντα κινήματα διαφορετικών χωρών. Κατά συνέπεια, στη Βρετανία ο Έρνεστ Τζόουνς έδρασε μέσα στους Χαρτιστές και στη Γαλλία τα μέλη της Ένωσης εντάχθηκαν στους Σοσιαλδημοκράτες του Λεντρί-Ρολλάν και του Λουί Μπλανκ. Η αδυναμία της Ένωσης αναδείχτηκε στιγμιαία όταν εμβαπτίστηκε στον πανευρωπαϊκό ξεσηκωμό του 1848. Όπως σημειώνει ο Ένγκελς, «οι λίγες εκατοντάδες μελών της Ένωσης εξαφανίστηκαν μέσα στην πελώρια μάζα που εξακοντίστηκε ξαφνικά μέσα στο κίνημα».[x] Με αυτό δε λέμε ότι τα μέλη της Ένωσης δεν είχαν τίποτε να προσφέρουν. Αντίθετα, ως άτομα έπαιξαν ένα σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη της επανάστασης. Όπως το έθετε στον Μαρξ ο Στέφεν Μπορν, «η Ένωση έχει πάψει να υπάρχει κι ωστόσο υπάρχει παντού».[xi]

Μη έχοντας καμία βιώσιμη οργάνωση ως βάση και με μια εργατική τάξη ακόμη μικρή και πολιτικά ανώριμη σε συνδυασμό με μια ακραία επαναστατική κατάσταση, ο Μαρξ οδηγήθηκε να παρεκκλίνει κάπως από το κύριο σχήμα που διατάσσεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Αντί να παρουσιαστεί ως ξεκάθαρος υπέρμαχος της προλεταριακής επανάστασης και εκπρόσωπος ενός ανεξάρτητου κόμματος της εργατικής τάξης, ο Μαρξ υποχρεώθηκε να δράσει μέσω της Neue Rheinische Zeitung*** ως η άκρα αριστερή πτέρυγα της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, εργαζόμενος για να σπρώξει μπροστά την αστική επανάσταση ως το σημείο που οι αντιφάσεις θα άνοιγαν κάτω απ’τα πόδια της.

Ο Μαρξ είχε συνείδηση των εγγενών προβλημάτων της θέσης του και τον Απρίλη του 1849, όταν ο Γερμανικός αστικός ριζοσπαστισμός εκδήλωσε την ανικανότητά του να προχωρήσει την επανάσταση, αυτός και οι συνεργάτες του Βολφ, Σάπερ και Μπέκερ, παραιτήθηκαν από την Επιτροπή Δημοκρατικών Ενώσεων Περιοχής Ρήνου. «Κατά τη γνώμη μας», έγραψαν, «η παρούσα μορφή οργάνωσης των δημοκρατικών ενώσεων αγκαλιάζει υπερβολικά πολλά ετερογενή στοιχεία για να καταστήσει δυνατή οποιαδήποτε χρήσιμη δραστηριότητα για την προώθηση του στόχου της. Κατά τη γνώμη μας, μια στενότερη ένωση εργατικών οργανώσεων θα είναι πιο χρήσιμη επειδή αυτές οι οργανώσεις συνθέτονται από πιο ομοιογενή στοιχεία.»[xii] Από αυτό το σημείο και μετά, ο αγώνας για τον ανεξάρτητο πολιτικό οργανισμό της εργατικής τάξης έγινε κεντρικός στη θεωρία και την πρακτική του μαρξισμού.

Η ραγδαία κατάρρευση της Γερμανικής επανάστασης εμπόδισε την άμεση πρακτική υλοποίηση αυτής της προοπτικής, αλλά το φθινόπωρο του 1849 ο Μαρξ, τώρα εξόριστος στο Λονδίνο, επανίδρυσε την Κεντρική Επιτροπή της Ένωσης Κομμουνιστών και ξεκίνησε την αναδιοργάνωσή στη Γερμανία, αυτή τη φορά, από ανάγκη, ως ένα μυστικό συγκεντρωτικό κόμμα. Το Μάρτιο του 1850, στην Έκκληση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ένωση Κομμουνιστών (κοινώς γνωστή ως Η Έκκληση του Μάρτη) ο Μαρξ συνόψισε την εμπειρία αυτής της περιόδου και τα οργανωτικά μαθήματα που πρέπει να εξαχθούν από αυτή:

 

Την ίδια στιγμή, η προηγούμενη σταθερή οργάνωση της Ένωσης ατόνησε αισθητά. Ένα μεγάλο τμήμα μελών που συμμετείχαν άμεσα στο επαναστατικό κίνημα πίστεψαν ότι ο καιρός για μυστικές εταιρείες έχει παρέλθει και οι δημόσιες δράσεις από μόνες τους αρκούν. Οι μεμονωμένοι κύκλοι και κοινότητες άφησαν τις συνδέσεις τους με την Κεντρική Επιτροπή να χαλαρώσουν και να ναρκωθούν. Ως επακόλουθο, ενώ το δημοκρατικό κόμμα, το κόμμα της μικροαστικής τάξης, οργανωνόταν όλο και περισσότερο στη Γερμανία, το εργατικό κόμμα έχασε τη μόνη σταθερή του βάση, παρέμεινε οργανωμένο, στην καλύτερη, σε ξεχωριστές τοποθεσίες για τοπικούς σκοπούς και γι’αυτό στο γενικό κίνημα ήλθε τελείως κάτω από κυριαρχία και ηγεσία των μικροαστών δημοκρατών. Ένα τέλος πρέπει να μπει σε αυτήν την κατάσταση πραγμάτων, η ανεξαρτησία των εργατών πρέπει να ανακτηθεί…

Αναδιοργάνωση μπορεί μόνο να εφαρμοστεί από έναν απεσταλμένο και η Κεντρική Επιτροπή θεωρεί εξαιρετικά σημαντικό ο απεσταλμένος να φύγει ακριβώς τη στιγμή που μια νέα επανάσταση επίκειται, όταν, επομένως, το εργατικό κόμμα θα πρέπει να ενεργήσει με τον πιο οργανωμένο, ομόθυμο και ανεξάρτητο τρόπο που είναι δυνατός, αν δεν προορίζεται ξανά να χρησιμοποιηθεί  και να συρθεί από τη μπουρζουαζία όπως το 1848.[xiii]

 

Από ορισμένες πλευρές, είναι στην Έκκληση του Μάρτη που ο Μαρξ κάνει την πλησιέστερη προσέγγισή του στην ιδέα του Λένιν για ένα κόμμα πρωτοπορίας (αν και βέβαια υπάρχουν ακόμη μείζονες διαφορές). Το κλειδί σε αυτές τις οργανωτικές προτάσεις είναι ότι αποτελούν το προϊόν της πιο άμεσης ανάμειξης σε επαναστατική δράση που ο Μαρξ θα βίωνε ποτέ και ότι είναι σχεδιασμένες ως οδηγός δράσης σε μια κατάσταση στην οποία υποτίθεται ότι «μια νέα επανάσταση επίκειται». Το σχέδιο σύσφιξης της οργάνωσης της Ένωσης και ενδυνάμωσης της ανεξαρτησίας της δεν στέκεται μόνο του ως μια απομονωμένη οργανωτική μηχανή, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας προοπτικής δυναμικής επαναστατικής δράσης, στην οποία η εργατική τάξη προορίζεται να αναλάβει την ηγεσία μέσα στην δημοκρατική επανάσταση και να την ωθήσει σε μια σοσιαλιστική κατεύθυνση.

 

Δίπλα στις νέες επίσημες κυβερνήσεις πρέπει να εγκαθιδρύσουν ταυτόχρονα τις δικές τους εργατικές κυβερνήσεις, είτε με τη μορφή των κοινοτικών επιτροπών και κοινοτικών συμβουλίων, είτε με τη μορφή εργατικών λεσχών ή εργατικών επιτροπών… Όπλα και πολεμοφόδια δεν πρέπει να παραδοθούν με καμία πρόφαση∙ κάθε απόπειρα αφοπλισμού πρέπει να εξουδετερωθεί, αν χρειάζεται και με βία. Καταστροφή της επιρροής των αστών δημοκρατών στους εργάτες, άμεση ανεξάρτητη και ένοπλη οργάνωση των εργατών και επιβολή όρων, όσο πιο δύσκολων και εκχωρητικών γίνεται, πάνω στην αναπόφευκτη στιγμιαία κυριαρχία της αστικής δημοκρατίας -αυτά είναι τα κύρια σημεία που το προλεταριάτο και άρα η Ένωση πρέπει να κρατήσει υπόψη κατά τη διάρκεια και μετά από την επερχόμενη εξέγερση.[xiv]

 

Γι’αυτό η ομοιότητα σε αυτό το σημείο μεταξύ της έννοιας του κόμματος του Μαρξ και του Λένιν πενήντα ή περισσότερα χρόνια μετά, προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τις αντιστοιχίες στις καταστάσεις τους. Δεν είναι σύμπτωση που από την Έκκληση του Μάρτη ο Τρότσκι άντλησε την θεωρία του της «διαρκούς επανάστασης» και τα γραπτά των Μαρξ και Ένγκελς αυτής της περιόδου ο Λένιν μνημονεύει συχνά όταν ψάχνει στήριξη σε κείμενα για τις Μπολσεβίκικες τακτικές στις δυο Ρώσικες Επαναστάσεις.

Αλλά ο Μαρξ ποτέ δεν μετέτρεψε σε φετίχ κάποια ιδιαίτερη οργανωτική μορφή ή, πραγματικά, κάποιο ιδιαίτερο κόμμα. Καθώς άλλαζαν οι συνθήκες, έτσι άλλαζε και η στάση του. Κατά συνέπεια, όταν, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1850, έγινε ξεκάθαρο πως η προοπτική πάνω στην οποία τα οργανωτικά σχέδια βασίζονταν ήταν λάθος και πως δε θα υπήρχε κανένα πρώιμο ξέσπασμα της επανάστασης, ο Μαρξ αστραπιαία εγκατέλειψε τις προτάσεις του. Σχεδόν αναπόφευκτα, αυτό οδήγησε σε διάσπαση στην Κεντρική Επιτροπή της Ένωσης μεταξύ εκείνων που αναγνώρισαν την άμπωτη του επαναστατικού κύματος και εκείνων που αρνούνταν να αντικρίσουν την πραγματικότητα. Η τελευταία φράξια, καθοδηγούμενη από τους Βίλιτς και Σάπερ, επεδίωκε να επισπεύσει τεχνητά την επανάσταση και αναμίχθηκε σε κάθε είδους τυχοδιωκτικές μηχανορραφίες εκπατρισθέντων, όπως μια συνομωσία για ένοπλη εισβολή στη Γερμανία. Αυτή η διάσπαση έβαλε ουσιαστικά τέλος στην Ένωση των Κομμουνιστών ως οργάνωση με κάποιο νόημα και παρόλο που έγινε μια προσπάθεια να σωθεί μεταφέροντας την Κεντρική Επιτροπή στην Κολωνία, ο Μαρξ σύντομα παραιτήθηκε και λίγο αργότερα η ίδια η Ένωση διαλύθηκε.

* Χαρτιστικό κίνημα: Από το 1838,  πολιτικοκοινωνικό κίνημα, με εργατική βάση και μικροαστική στήριξη, που περιγράφεται από τον Ένγκελς ως το «πρώτο εργατικό κόμμα της εποχής μας». Στη «Χάρτα του Λαού» του διεκδικούσε πολιτικά δικαιώματα (καθολική, μυστική και ισότιμη ψήφο για όλους τους άνδρες, δικαίωμα εκλέγεσθαι για όλους, μισθό για τους βουλευτές, εκλογές κάθε χρόνο), αλλά αυθόρμητα συνδυάστηκε και με αγώνες κατά της ακραίας καταπίεσης κι εκμετάλλευσης της αγγλικής εργατικής τάξης. Κατέρρευσε για εσωτερικούς λόγους την πέμπτη δεκαετία του αιώνα, αλλά η βιομηχανική άνθηση ικανοποίησε τα περισσότερα αιτήματά του μετά το 1867.

** Κοινωνία (ή Εταιρεία) των Εποχών: Συνωμοτική οργάνωση λίγων εκατοντάδων μελών που επιχείρησε αποτυχημένο πραξικόπημα στο Παρίσι το Μάη του 1839. Πρωτεργάτες οι Μπλανκί, Μπαρμπέ, Ρασπάγ και Μαρτέν-Μπερνάρ.

*** «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου», καθημερινό φύλλο που άρχισαν να εκδίδουν οι Μαρξ και Ένγκελς τον Ιούνη του 1848 στην Κολωνία, όπου ήταν χαλαρότερη η λογοκριτική νομοθεσία. Με την καταστολή του επαναστατικού κινήματος, την απαγόρευσαν το Μάη του 1849, ενώ είχε 6000 συνδρομητές, πολύ μεγάλο για την εποχή νούμερο.

[i] «Προσωρινοί Κανονισμοί της Πρώτης Διεθνούς», στο Ντ. Φερνμπαχ (συντ.), Καρλ Μαρξ: Η Πρώτη Διεθνής και Μετά, Λονδίνο 1974, σ.82.

[ii] Μαρξ και Ένγκελς, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο.π. σ.72.

[iii] Ο Τρότσκι θα αναφερόταν σε αυτό το χωρίο όταν θα υποστήριζε τη θέση του για ενιαίο μέτωπο κατά του φασισμού στη Γερμανία. Βλέπε Κεφάλαιο 5 παρακάτω.

[iv] Μόντι Τζόνστοουν, «Μαρξ και Ένγκελς και η Έννοια του Κόμματος», Σοσιαλιστικό Μητρώο (Socialist Register), 1967, σ.122.

[v] Μαρξ στον Φράιλιγκραθ (1860), παρατίθεται στο Ντ.ΜακΛίλλαν, Η Σκέψη του Καρλ Μαρξ, ο.π. σ.169.

[vi] Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, Μόσχα 1965, σ. 263

[vii] Αυτό μου φαίνεται ως η γενικά πιο επιθυμητή διαδικασία, ακόμη κι αν δεν ήταν, όπως στην περίπτωση του Μαρξ, η μόνη εφικτή.

[viii] Ένγκελς, «Για την Ιστορία της Κομμουνιστικής Διεθνούς», στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.ΙΙ, Μόσχα 1962, σ.348.

[ix] Ο αριθμός είναι παρμένος από τον Μόντι Τζόνστοουν, ο.π.

[x] Ένγκελς, «Ο Μαρξ και η Neue Rheinische Zeitung“, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.ΙΙ, ο.π. σ.330.

[xi] Παρατίθεται στο Φραντς Μέρινγκ, Καρλ Μαρξ, Λονδίνο 1966, σ.155.

[xii] Παρατίθεται στο ίδιο σ.185-86.

[xiii] Μαρξ, «Η Έκκληση του Μάρτη», στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.Ι, ο.π. σ.106-107.

[xiv] στο ίδιο, σ.112.




ΑΔΕΔΥ: Να αθωωθεί ο αγωνιστής Θανάσης Κούρκουλας

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Να αθωωθεί ο αγωνιστής Θανάσης Κούρκουλας!

Στην φυλακή οι δράστες των φασιστικών επιθέσεων, όχι τα θύματά τους

 

Την Τρίτη, 15 Οκτωβρίου 2019, στις 9:00πμ, στα Δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων (κτήριο 14, αίθουσα 3) συνεχίζεται η διακοπείσα δίκη του Θανάση Κούρκουλα, εκπαιδευτικού και μέλους της «Κίνησης Απελάστε το Ρατσισμό» μετά από την προκλητική μήνυση μέλους της ακροδεξιάς «επιτροπής κατοίκων» Αγίου Παντελεήμονα.

Ο Θανάσης Κούρκουλας κατηγορείται για συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή καταμήνυση, επειδή κατήγγειλε τη βίαιη επίθεση μελών και υποστηρικτών της Χρυσής Αυγής εναντίον του, καθώς και εναντίον του Αλέκου Αλαβάνου και πολλών ακόμη υποψηφίων της περιφερειακής κίνησης «Ελεύθερη Αττική», κατά την περιοδεία τους στην περιοχή, εν όψει των αυτοδιοικητικών εκλογών του 2010. Στη δίκη που ακολούθησε, καταδικάστηκαν αμετάκλητα 3 από τους 4 κατηγορούμενους.

Η Εκτελεστική Επιτροπή της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. εκφράζει την αμέριστη υποστήριξη και αλληλεγγύη της στον αγωνιστή Θανάση Κούρκουλα, ο οποίος μαζί με πολλούς άλλους κοινωνικούς αγωνιστές, αντιμετωπίζει βιομηχανία μηνύσεων από ακροδεξιούς κύκλους. Οι μηνύσεις αυτές, εκ μέρους των ακροδεξιών, έχουν στόχο να τρομοκρατήσουν το μαζικό κίνημα και ταυτόχρονα αποτελούν κινήσεις αντιπερισπασμού, μπροστά στις δικές τους ποινικές ευθύνες για τις δολοφονικές επιθέσεις που εξαπολύουν σε βάρος αντιφασιστών, μεταναστών και προσφύγων.

Απαιτούμε την αθώωση του Θανάση Κούρκουλα!

Στη φυλακή οι νεοναζί, όχι οι αγωνιστές!

Από την Εκτελεστική Επιτροπή της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.

Δελτίο Τύπου – Να αθωωθεί ο αγωνιστής Θανάσης Κούρκουλας




H επαναστατική εφημερίδα – Στην άνοδο και την υποχώρηση του κινήματος

Του Κρις Χάρμαν, Καλοκαίρι 1984

https://www.marxists.org/archive/harman/1984/xx/revpress.html

 

Οι εφημερίδες της ανόδου του κινήματος

Τα τέσσερα παραδείγματα που εξετάσαμε αποτελούν τέλεια παραδείγματα για το είδος του χαρακτήρα που πρέπει να έχει η επαναστατική εφημερίδα στην άνοδο του επαναστατικού κινήματος. Πρέπει να είναι εφημερίδες που όχι μόνο διατυπώνουν επαναστατικές ιδέες και προτάσεις για το “τι να κάνουμε”, αλλά και να εκφράζουν πτυχές των ζωντανών εμπειριών των μαζών. Αν το κάνουν, μπορούν να είναι εφημερίδες ΤΩΝ μαζών, αλλά και ΓΙΑ τις μάζες, εφημερίδες που οργανώνουν τη δράση παράλληλα με το κήρυγμα για τη σημασία της.

Το ζήτημα έπιανε σωστά ο Ζινόβιεφ σε ένα γράμμα του, στο οποίο έγραφε για λογαριασμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς στους εκδότες των κομμουνιστικών εφημερίδων το 1921. Παραπονιόταν ότι:

«οι εφημερίδες μας είναι υπερβολικά «στεγνές», υπερβολικά αφηρημένες, υπερβολικά όμοιες με τις εφημερίδες του παλιού τύπου. Αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από θέματα που ενδιαφέρουν τους επαγγελματίες πολιτικούς, και περιέχουν πολύ λίγα θέματα που θα μπορούσαν να διαβαστούν με ενθουσιασμό από τον κάθε εργαζόμενο, τον κάθε μεροκαματιάρη, την κάθε υπηρέτρια, τον κάθε στρατιώτη. Οι εφημερίδες μας περιέχουν πάρα πολλές επιτηδευμένες άγνωστες λέξεις, τόσο πολλά μακροσκελή και στείρα άρθρα. Πασχίζουμε να μιμηθούμε τις «σοβαρές» εφημερίδες. Όλο αυτό πρέπει να αλλάξει… Μια καθημερινή Κομμουνιστική εφημερίδα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να καταπιάνεται αποκλειστικά με ό,τι αποκαλείται «υψηλή» πολιτική. Αντίθετα, τα τρία τέταρτα της εφημερίδας πρέπει να είναι αφιερωμένα στην καθημερινότητα των εργατών…  Οι εφημερίδες μας πρέπει να ανταγωνιστούν τις αστικές και άλλες εφημερίδες. Πρέπει να διαθέτουμε άφθονο καλό υλικό, καλοστημένο και ευανάγνωστο… Πρέπει να σκεφτόμαστε συστηματικά γιατί ο απλός λαός γοητεύεται από …τις αστικές εφημερίδες… Πρέπει να μάθουμε από εφημερίδες όπως η Daily Herald που πασχίζει να καλύψει όλες τις φάσεις της ζωής του εργάτη και της οικογένειάς του… Επιπλέον, πρέπει να εισάγουμε ένα χαρακτηριστικό που μας κάνει ιδιαίτερους, κάτι που οι αστικές και σοσιαλδημοκρατικές εφημερίδες δεν μπορούν να έχουν. Αυτό είναι συγκεκριμένα τα γράμματα από τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες από τα εργοστάσια και τα εργαστήρια, τα γράμματα από τους στρατιώτες κλπ.  Πρέπει να διαμορφώσουμε τον νέο κομμουνιστή δημοσιογράφο . Αυτός πρέπει να ενδιαφέρεται λιγότερο για τα παρασκήνια του κοινοβουλίου και περισσότερο για τα εργοστάσια και τους άλλους εργασιακούς χώρους , τα σπίτια των εργατών, τα σαλόνια των εργατών, τα σχολεία των εργατών κλπ. Θα πρέπει να τροφοδοτεί την εφημερίδα όχι με παρασκηνιακό κουτσομπολιό, αλλά με ραπόρτα εργατικών συνελεύσεων, περιγραφές των εργατικών αναγκών, την πιο εμπεριστατωμένη ενημέρωση για την αύξηση του κόστους ζωής κλπ… Ο απλός λαός εκτιμά πάρα πολύ έναν δηκτικό σαρκασμό, έναν δηλητηριώδη χλευασμό προς τον εχθρό. Μια γελοιογραφία (σ.μ. ενός εργάτη) που χτυπά το καρφί στο κεφάλι (σ.μ. του εχθρού) είναι πιο χρήσιμη απ ό,τι μια ντουζίνα αυτοαποκαλούμενα «μαρξιστικά» άρθρα υψηλής έμπνευσης … Πρέπει συχνά, αντί για τα συνηθισμένα «σοβαρά» καθημερινά πρώτα θέματα, να βάλουμε ένα περισσότερο ή λιγότερο αξιόλογο γράμμα από έναν εργάτη  ή ομάδα εργατών σε κάποιο εργοστάσιο, ή μια εικόνα κάποιων εργατών που έχουν συλληφθεί ή τη βιογραφία ενός εργάτη που καταδικάστηκε  από τα αστικά δικαστήρια και επέδειξε ακέραια στάση στη δίκη του. Λιγότερο αφηρημένες και περισσότερο συγκεκριμένες- αυτό χρειάζεται να γίνουν οι εφημερίδες μας…» (Ανακοίνωση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το 1921).

Αυτή είναι μια καταπληκτική περιγραφή για το τι έπρεπε να κάνει μια επαναστατική εφημερίδα σε περίοδο ανόδου των εργατικών αγώνων. Είναι μια σύνοψη του τι έκανε όχι μόνο η Πράβντα, αλλά κι αυτό που έκαναν καλύτερα η L’Ami du Peuple, η Northern Star και η Daily Herald.

Κάνοντας αυτά, η εφημερίδα αντανακλούσε τα αισθήματα των χρόνων μεταξύ 1917 και 1921, όταν η μια χώρα πίσω από την άλλη σαρωνόταν από το επαναστατικό κύμα, με τα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης να χωρίζονται στη μέση, με τους  μισούς αγωνιστές τους να περνάνε στο στρατόπεδο του επαναστατικού κομμουνισμού. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τις παρατηρήσεις του Ζινόβιεφ για το πώς θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι η επαναστατική εφημερίδα κατάλληλες για όλες τις εποχές και σε όλες τις περιστάσεις.  Γιατί καμιά από τις εφημερίδες που περιγράψαμε μέχρι τώρα δεν μπόρεσε να επιβιώσει στην αρχική της μορφή, καθώς η ανάπτυξη και η ενίσχυση του αγώνα έδωσαν τη θέση τους σε μια περίοδο ηττών και απογοήτευσης.

Η L’Ami du Peuple δεν επιβίωσε μετά τη δολοφονία του Μαρά το 1793, κι οι εφημερίδες που πήραν το αναγνωστικό κοινό της, όπως η re Duchesne του bert, δεν άντεξαν στην πτώση του επαναστατικού κύματος μετά το Θερμιδώρ του 1794. Η Northern Star τα έβγαζε πέρα κουτσά στραβά για τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία μεγάλη αναλαμπή του Χαρτισμού το 1848, αλλά με πολύ μειωμένη κυκλοφορία κι επιρροή πριν καταρρεύσει το 1852. Όπως είδαμε, η Daily Herald έγινε εβδομαδιαία κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και απλά επιβίωσε μετά τις μεγάλες ήττες των συνδικάτων το 1921 μετακινούμενη απότομα προς τα δεξιά και παύοντας να είναι μια «εργατική» εφημερίδα απ’ οποιαδήποτε άποψη.

Η Πράβντα εξαναγκάστηκε να κλείσει μετά την πτώση του κινήματος που επέφερε το ξέσπασμα του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου κι επέτρεψε στον τσαρισμό να υιοθετήσει μια πολύ πιο “περιοριστική” πολιτική από εκείνη που ακολούθησε το 1911-13. Η εφημερίδα μπόρεσε να ξανανοίξει με την επανάσταση του Φλεβάρη του 1917- αλλά μόνο επειδή το Μπολσεβίκικο Κόμμα κατάφερε να διατηρήσει τον παράνομο μηχανισμό του στο μεσοδιάστημα, βγάζοντας εφημερίδες αρκετά διαφορετικού τύπου από την Πράβντα.

Η εφημερίδα την περίοδο της υποχώρησης

Η σχέση μεταξύ καθημερινής εμπειρίας των εργατών και ιδεών του επαναστατικού σοσιαλισμού είναι αρκετά διαφορετική στην περίοδο της υποχώρησης απ’ ότι στην περίοδο ανόδου του κινήματος. Οι εργάτες πλέον δεν βιώνουν και γι αυτό δεν αναγνωρίζουν τη δύναμη της συλλογικής δράσης. Δε βλέπουν πλέον στην πράξη πόσο απατηλές είναι οι ιδέες της άρχουσας τάξης. Μόνο μια μειοψηφία -μερικές φορές μια ισχνή μειοψηφία- της τάξης είναι που διατηρεί την πίστη σε ένα επαναστατικό σοσιαλιστικό όραμα. Και αυτό το κάνουν όχι στη βάση της άμεσης εμπειρίας, αλλά των γενικών ιδεών που έχουν εξελιχθεί από τους αγώνες του μακρινού παρελθόντος ή μακρινών χωρών. Το μοντέλο της εφημερίδας που ταιριάζει σε αυτήν την περίοδο είναι αρκετά διαφορετικό από αυτό της Πράβντα της ανόδου του κινήματος. Πρέπει να βασίζεται περισσότερο πάνω στη γενική θεωρητική επιχειρηματολογία και πάνω στο τι πρέπει να γίνει για να μπει ένα τέλος στις διαδοχικές ήττες. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να συσπειρώσει τη μειοψηφία των εργατών που συνεχίζουν να γοητεύονται από τις επαναστατικές ιδέες και να τους εξοπλίσει ώστε να αντέξουν την καθολική πίεση για δεξιά στροφή. Ιστορικά, οι καλύτερες εφημερίδες που κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια της κάμψης του κινήματος ήταν αρκετά διαφορετικής δομής από αυτές που κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια της ανόδου του. Η Neue Rheinische Zeitung (στΜ εφημερίδα του Καρλ Μαρξ) που γραφόταν στην εξορία το 1850 ήταν  ένα ογκώδες έντυπο με μακροσκελή άρθρα, όπως αποσπάσματα του κειμένου «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία». Η Red Republican που έβγαλε ο Julian Harney το 1850 σε μια προσπάθεια να συσπειρώσει τη ριζοσπαστική πτέρυγα των Χαρτιστών, περιελάμβανε ραπόρτα από εργατικές συνελεύσεις και απεργίες, αλλά ο πυρήνας της απαρτιζόταν από εκτεταμένα άρθρα-όπως η δημοσίευση της πρώτης αγγλικής μετάφρασης του Κομμουνιστικού Μανιφέστου (με το εμπροσθόφυλλο να  ξεκινά με την αθάνατη φράση «ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη…»). Οι παράνομες εφημερίδες που περνούσαν οι Μπολσεβίκοι λαθραία από το εξωτερικό στη Ρωσία στα χρόνια 1907-11 και 1914-17 περιλάμβαναν άρθρα πολλών χιλιάδων λέξεων, σε αντίθεση με τα άρθρα των 500-600 λέξεων της Πράβντα. Η επαναστατική εφημερίδα είναι αναντικατάστατο εργαλείο για την οργάνωση τόσο στην κάμψη όσο και στην ανάταση του κινήματος. Είναι το μέσο με το οποίο οι πενιχρές και διασκορπισμένες δυνάμεις του επαναστατικού σοσιαλισμού επικοινωνούν μεταξύ τους, θωρακίζονται απέναντι στις πιέσεις ενός ιδεολογικά εχθρικού περιβάλλοντος, και κερδίζουν λίγο νέο κόσμο μαζί τους. Αλλά είναι ένα εργαλείο που (σε κάθε περίπτωση) πρέπει να φτιάχνεται διαφορετικά, γιατί η ουσία της δουλειάς είναι διαφορετική. Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, για παράδειγμα, αν μια εφημερίδα στην κάμψη του κινήματος εφαρμόσει κατά γράμμα την έκκληση του Ζινόβιεφ να αφιερώσει το μισό χώρο της σε γράμματα συνηθισμένων εργατών; Είτε ξεπέφτει στην κραυγαλέα απάτη, παρουσιάζοντας ιδέες των στρατευμένων επαναστατών και παρουσιάζοντάς τες σαν να πηγάζουν κατευθείαν μέσα από το εργοστάσιο. Είτε ,το πιο πιθανό, αποτυπώνει τα βάσανα των εργατών, χωρίς ωστόσο να δίνει καμιά ξεκάθαρη ιδέα  για το τι πρέπει να γίνει γι αυτά.

Γιατί αν η διάθεση της τάξης είναι αυτή της μιζέριας και της απογοήτευσης, και όχι αυτή της αυτοπεποίθησης για να παλέψει, τότε η εφημερίδα απλά θα αντανακλά τη μιζέρια και την απογοήτευση. Αντί να εκφράζει το θυμό της τάξης, όπως κάνει η εφημερίδα της ανόδου του κινήματος, εκφράζει την πτώση του ηθικού της- και πολύ συχνά καταλήγει να υποκύπτει σε ρεφορμιστικές αυταπάτες, οι οποίες αναπτύσσονται μέσα στην τάξη όταν πέφτει το ηθικό της. Φυσικά υπάρχουν μερικά στοιχεία που ενώνουν την εφημερίδα της κάμψης και εκείνη της ανόδου του κινήματος. Και οι δυο μορφές της πρέπει να είναι εργαλεία μάχης κι όχι απλά σχολιαστές της πραγματικότητας.  Όπως το έθεσαν οι Θέσεις του 3ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς: «η εφημερίδα μας πρέπει να στοχεύει στη συγκεντροποίηση των πολύτιμων εμπειριών όλων των μελών του κόμματος και  να διαδίδει αυτήν την εμπειρία με τη μορφή κατευθυντήριων γραμμών με στόχο οι κομμουνιστικές μέθοδοι δουλειάς να επανεξετάζονται και να βελτιώνονται διαρκώς…Οι εφημερίδες μας θα εδραιώσουν την επιρροή τους βασισμένες στην ασυμβίβαστη στάση που κρατάνε σε όλα τα προλεταριακά σοσιαλιστικά ζητήματα…Πρέπει να αγνοήσουν τις κριτικές των λιπόψυχων αστών διανοουμένων και των δεξιοτεχνών της δημοσιογραφίας και να μην επιδιώξουν να συμμετέχουν σε τέτοιες φιλολογικές συζητήσεις.»

Πρέπει τόσο να δίνουν βάση στις επιφανειακές πλευρές των γεγονότων όσο και να αποκαλύπτουν την ταξική τους ουσία. Όπως επέμενε ο Τρότσκι, όταν έκανε κριτική στη γαλλική κομμουνιστική εφημερίδα  l’Humanité το 1921, δεν πρέπει να κάνουν το λάθος να δουν την πολιτική με όρους κοινοβουλίου («Τα πέντε πρώτα χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς», τόμ.1, σελ. 166) ούτε τα διεθνή γεγονότα με όρους διπλωματίας. Οι αναλύσεις της εφημερίδας πρέπει να σχετίζονται με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αγωνιστές της εργατικής τάξης, και η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένη πρέπει να είναι κατανοητή από αυτούς τους αγωνιστές.

Αλλά η εφημερίδα της κάμψης του κινήματος έχει έναν πολύ διαφορετικό, κι από πολλές απόψεις πιο δύσκολο, στόχο να εκπληρώσει. Αντιμετωπίζει μια κατάσταση όπου οι επαναστατικές σοσιαλιστικές ιδέες δέχονται συνεχείς επιθέσεις απ’ όλα τα μέτωπα, και πρέπει να αφιερώσει χώρο στις σελίδες της για να τις υπερασπιστεί. Μια από τις βασικές αποστολές της είναι να εξοπλίσει τους αναγνώστες της ιδεολογικά, και αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν τους παρέχει μια ξεκάθαρη, συνολική σκοπιά για τον κόσμο. Ακόμα και η πιο κεντρική ιδέα, αυτή της δύναμης των εργατών, δεν μπορεί να αποδειχθεί παραθέτοντας κάποιο γεγονός πρόσφατο, αλλά απαιτεί εμπεριστατωμένα ιστορικά άρθρα και μια επίπονη ανάλυση του τι συμβαίνει στον καπιταλισμό σε παγκόσμια κλίμακα. Στην άνοδο του κινήματος οι ιδέες του επαναστατικού σοσιαλισμού ανταποκρίνονται περισσότερο στα προχωρήματα που κάνει αυθόρμητα η εργατική τάξη. Αλλά στην κάμψη του κινήματος η κατάσταση μοιάζει πάρα πολύ με αυτήν που περιγράφεται στο «Τι να κάνουμε», της σοσιαλιστικής συνείδησης που έρχεται έξω από την τάξη- από τα επιχειρήματα ενός κόμματος που διατηρεί τη μνήμη του τι έγινε στις προηγούμενες ανόδους του κινήματος.Η εφημερίδα της κάμψης του κινήματος πρέπει να περιέχει ραπόρτα από τους εργατικούς αγώνες που ξεδιπλώνονται. Αυτοί οι αγώνες είναι το κλειδί που καθιστά την εφημερίδα ικανή να σχετιστεί με τη μειοψηφία που συνεχίζει να αγωνίζεται. Αλλά τα ραπόρτα δεν μπορούν να είναι απλές περιγραφές, αφού αυτές οι περιγραφές θα ήταν πιθανότερο να βρίθουν ηττών και προδοσιών. Αυτό που χρειάζεται είναι αρκετά μακροσκελείς συζητήσεις για το τι πήγε λάθος και τι θα μπορούσε να γίνει για να διορθωθούν τα πράγματα. Στην άνοδο του κινήματος μπορούμε να δούμε αρκετές εφημερίδες που δίνουν αρκετά μπερδεμένες απαντήσεις στο τι πρέπει να γίνει, όπως πχ είδαμε με την Daily Herald. Στην κάμψη όμως  όχι μόνο τέτοια μπερδέματα ανοίγουν το δρόμο για την ήττα, αλλά κι εξασφαλίζουν ότι η εφημερίδα θα είναι αποτυχημένη.  Γιατί τη μειοψηφία των αγωνιστών την ενδιαφέρει να ανακαλύψει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο τον τρόπο που θα αποφύγουμε τις νέες ήττες.

Το τι συμβαίνει όταν μια εφημερίδα δεν δίνει τέτοιες απαντήσεις φαίνεται από το παράδειγμα μιας εφημερίδας που εξέδιδε ο Τρότσκι παράνομα από την εξορία τα χρόνια 1908-12 (την αποκαλούμενη «Βιεννέζικη» Πράβντα, για να μην μπερδεύεται με τη μετέπειτα μπολσεβίκικη ομώνυμη εφημερίδα).  Ο Τρότσκι ήταν μακράν ο πιο ταλαντούχος πολιτικός συγγραφέας μεταξύ των Ρώσων επαναστατών σοσιαλιστών.

Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Ισαάκ Ντόιτσερ στην κλασσική βιογραφία του (του Τρότσκι) : «σε όλα τα φύλλα της Πράβντα δε χώρεσε ούτε μια από τις μεγάλες δημοσιογραφικές δουλειές του Τρότσκι. Ήθελε να απευθύνεται στους «απλούς εργάτες» και όχι στα πολιτικοποιημένα μέλη του κόμματος, και να «στηρίζει, όχι να καθοδηγεί» τους αναγνώστες.» Η απλή γλώσσα της Πράβντα (σ.μ. η “βιεννέζικη Πράβντα” του Τρότσκι) και το γεγονός ότι κήρυττε την ενότητα του κόμματος της εξασφάλισε μια σταθερή αναγνωσιμότητα αλλά όχι σταθερή επιρροή. Όσοι επιδιώκουν τη δημιουργία μιας φράξιας ή μιας ομάδας συνήθως  καταφεύγουν σε μια λίγο-πολύ περίπλοκη επιχειρηματολογία κι απευθύνονται στα ανώτερα και μεσαία στελέχη του κινήματος παρά στα απλά μέλη».

Οι τελευταιίοι είναι ικανοί «να κερδίσουν τα στελέχη ενός κόμματος με την αναπτυγμένη επιχειρηματολογία τους», τα οποία στελέχη «μεταφέρουν την επιχειρηματολογία, σε πιο απλοποιημένη μορφή στα απλά μέλη».




Ψήφισμα αλληλεγγύης ΠΕΝΕΝ – ΤΑΝΠΥ – Πανελλήνιος Σύνδεσμος Συνταξιούχων ΝΑΤ: Κάτω τα χέρια από τους αντιφασίστες – Στη φυλακή οι φασιστικές συμμορίες

Κάτω τα χέρια από τους αντιφασίστες

Στη φυλακή οι φασιστικές συμμορίες

Ψήφισμα

Στις 15/10/2019 συνεχίζεται η δίκη, η οποία είχε διακοπεί, εναντίον του Θανάση Κούρκουλα εκπαιδευτικού και στελέχους της “κίνησης απελάστε τον ρατσισμό”, μετά από μήνυση που υπέβαλε κάτοικος της ακροδεξιάς “επιτροπής κατοίκων” Αγίου Παντελεήμονα, ο οποίος επί σειρά ετών ήταν ακραιφνής υποστηριχτής της νεοναζιστικής “Χρυσής Αυγής”.

Ο ανωτέρω αγωνιστής κατηγορείται για συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή καταμήνυση επειδή κατήγγειλε επίθεση μελών της Χ.Α εναντίον του σχήματος “Ελεύθερη Αττική” στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010.

Σε εκείνη την δίκη καταδικάστηκαν 3 από τους 4 κατηγορούμενους.

Καταγγέλλουμε την βιομηχανία μηνύσεων σε βάρος εκπροσώπων εργατικών Σωματείων, αντιφασιστικών κινήσεων και άλλων κοινωνικών οργανώσεων.

Εκφράζουμε την απόλυτη συμπαράστασή μας στον Θανάση Κούρκουλα και απαιτούμε δίκη, καταδίκη και στην φυλακή οι νεοναζί.

Πειραιάς 14/10/2019

Οι Διοικήσεις των Σωματείων

Πανελλήνια Ένωση Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού (ΠΕΝΕΝ)

Πανελλήνιος Σύλλογος Συνταξιούχων των Εργαζομένων στην Ναυτιλία και τον Τουρισμό (ΤΑΝΠΥ)

Πανελλήνιος Σύνδεσμος Συνταξιούχων ΝΑΤ




Β΄ΕΛΜΕ Αθήνας: ΨΗΦΙΣΜΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ Να αθωωθεί ο αγωνιστής Θανάσης Κούρκουλας!

ΔΣ Β΄ΕΛΜΕ Αθήνας Αθήνα, 14-10-2019

Π.Κυριακού 10

Αμπελόκηποι – Αθήνα Προς

Email: belmeath@gmail.com τους Συλλόγους Διδασκόντων

ΨΗΦΙΣΜΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Να αθωωθεί ο αγωνιστής Θανάσης Κούρκουλας!

Στην φυλακή οι δράστες των φασιστικών επιθέσεων, όχι τα θύματά τους

Στις 15 Οκτωβρίου 2019 συνεχίζεται η διακοπείσα δίκη του Θανάση Κούρκουλα, εκπαιδευτικού και μέλους της «Κίνησης Απελάστε το Ρατσισμό» μετά από την προκλητική μήνυση μέλους της ακροδεξιάς «επιτροπής κατοίκων» Αγίου Παντελεήμονα. Ο μηνυτής ήταν επί χρόνια ανοιχτά υποστηρικτής της ναζιστικής Χρυσής Αυγής.

Ο Θανάσης Κούρκουλας κατηγορείται για συκοφαντική δυσφήμιση και ψευδή καταμήνυση επειδή κατήγγειλε την βίαιη επίθεση μελών και υποστηρικτών της ΧΑ εναντίον του Αλέκου Αλαβάνου, του Θανάση Κούρκουλα και πολλών ακόμα κατά την προεκλογική περιοδεία του σχήματος «Ελεύθερη Αττική» στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010. Στην δίκη που ακολούθησε, καταδικάστηκαν αμετάκλητα 3 από τους 4 κατηγορούμενους.

Δηλώνουμε αμέριστη υποστήριξη και αλληλεγγύη στον αγωνιστή Θανάση Κούρκουλα απέναντι στη βιομηχανία μηνύσεων των ακροδεξιών σε βάρος κοινωνικών αγωνιστών προκειμένου να τρομοκρατήσουν το μαζικό κίνημα και να ξεφύγουν των ποινικών ευθυνών τους για τις δολοφονικές επιθέσεις που εξαπολύουν σε βάρος αντιφασιστών, μεταναστών και προσφύγων.

Απαιτούμε την αθώωση του Θανάση Κούρκουλα. Στη φυλακή οι νεοναζί όχι οι αγωνιστές!




H «εργατική κυβέρνηση» (1977)

Των Κρις Χάρμαν και Τιμ Πότερ

 

Εισαγωγή του ISJ το 2007

Αυτό το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Διεθνές Δελτίο Συζήτησης του βρετανικού SWP 30 χρόνια πριν. Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκαν κάποιες από τις μεγαλύτερες οργανώσεις της άκρας αριστεράς στην Ιταλία μέσα στο μεγάλο κύμα ταξικών αγώνων από το 1968 ως το 1975,άλλαξαν τη στρατηγική τους κι επικεντρώθηκαν στο σχηματισμό «αριστερής» κυβέρνησης μέσα στο υπάρχον κοινοβουλευτικό κατεστημένο. Τέτοια κυβέρνηση δεν σχηματίστηκε ποτέ- αντίθετα το τότε πανίσχυρο ΚΚ Ιταλίας αποδέχτηκε τον συμπληρωματικό ρόλο στη Χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση με τον «ιστορικό συμβιβασμό», και η επαναστατική αριστερά μπήκε σε περίοδο ακραίας κρίσης. Ωστόσο, τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν τότε είναι πολύ χρήσιμα για τη στάση που πρέπει να κρατούν οι επαναστάτες σήμερα όταν μπαίνει το ζήτημα της κυβέρνησης- συγκεκριμένα στην Ιταλία, όπου η Κομμουνιστική Επανίδρυση μπήκε στην κεντροαριστερή κυβέρνηση του Ρομάνο Πρόντι και ψήφισε υπέρ της αποστολής Ιταλικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν και στο Λίβανο.

Τα 3 τελευταία χρόνια σημειώθηκε σημαντική αναθεώρηση της έννοιας  των «Αριστερών Κυβερνήσεων». Αυτό προκλήθηκε από τα καταστροφικά συμπεράσματα που βγήκαν από την  εμπειρία της Χιλής.Ενώ κάποια ρεύματα όπως οι Διεθνείς Σοσιαλιστές ερμήνευσαν τη Χιλή ως την απόδειξη για άλλη μια φορά του ανέφικτου του ρεφορμιστικού δρόμου για το σοσιαλισμό, άλλες ομάδες, ιδιαίτερα (στΜ ο κύκλος που κινείται γύρω από την εφημερίδα) «Το Μανιφέστο» στην Ιταλία είδε την εκλογή μιας τέτοιας κυβέρνησης σαν το πρώτο ουσιαστικό βήμα προς το σοσιαλισμό. Το 1976 η ανάλυση βρήκε την εφαρμογή της στην ίδια την Ιταλία. Το εκλογικό πρόγραμμα των Avanguardia Operaia(σ.μ.=Εργατική Πρωτοπορία-AO) και PdUP (σ.μ. Partito di Unità Proletaria=Κόμμα της Προλεταριακής Ενότητας) (το «Μανιφέστο» έγινε συνιστώσα του τελευταίου),είχε σαν βασικό σύνθημα το σχηματισμό αριστερής κυβέρνησης αποτελούμενης από το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ίσως και την επαναστατική Αριστερά. Η πίεση των μαζών, έλεγαν, θα εμπόδιζε «την αριστερή κυβέρνηση να προσαρμοστεί στα συμφέροντα του καπιταλισμού» και «θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο στην εργατική τάξη προς την εξουσία». Από τότε, και οι δυο οργανώσεις έχουν διασπαστεί και ένα από τα βασικά σημεία της αντιπαράθεσης (στΜ που οδήγησαν στη διάσπαση) ήταν ο ρόλος και τα όρια μιας τέτοιας κυβέρνησης. Στη Γαλλία, με το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα να επιδιώκουν να κερδίσουν την πλειοψηφία στις γενικές εκλογές, η αντιπαράθεση μέσα στην επαναστατική αριστερά ξαναέπιασε αυτό το ζήτημα (στΜ. της αριστερής κυβέρνησης). Παρ’ όλο που απέφυγαν τις ρεφορμιστικές παγίδες της ιταλικής άκρας αριστεράς, οι γαλλικές ομάδες (της επαναστατικής αριστεράς- στΜ) συχνά έτειναν να βλέπουν την αριστερή κυβέρνηση σαν αυτοσκοπό. (βλέπε το άρθρο του H. Weber, για παράδειγμα, στα τεύχη 2-3 του Διεθνούς Δελτίου Συζήτησης). Έτσι δυο θέματα-κλειδιά τίθενται προς συζήτηση: πρώτον, μπορεί μια κυβέρνηση μέσα στην αστική δημοκρατία να «ανοίξει τον δρόμο στην εργατική εξουσία» και δεύτερον , ποια θα πρέπει να είναι η στρατηγική των επαναστατών όταν τα παραδοσιακά (στΜ. ρεφορμιστικά) εργατικά κόμματα βαδίζουν προς την εξουσία;

Τι είναι η «αριστερή» ή «εργατική» κυβέρνηση;

Μια κυβέρνηση παραδοσιακών εργατικών κομμάτων δεν παίρνει την εξουσία απλά και μόνο επειδή την ψήφισε η πλειοψηφία των εργατών. Εξαρτάται επίσης από την άδεια που θα της δώσει η αστική τάξη, όταν νιώσει ότι είναι υποχρεωμένη να παραδώσει τις κυβερνητικές θέσεις σε ηγέτες κομμάτων που διαθέτουν μια βάση στο εργατικό κίνημα. Αυτό οι αστοί το κάνουν  είτε γιατί νιώθουν ότι δεν τους συμφέρει να καταστρέψουν τους μύθους της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με το να εμποδίσουν την προσωρινή απώλεια της εξουσίας, είτε επειδή νιώθουν υποχρεωμένοι να υποχωρήσουν μπροστά σε ένα μαζικό ξέσπασμα του εργατικού κινήματος (όπως στη Γερμανία του 1918 και την κυβέρνηση SPD-USPD ή στην Ισπανία με την κυβέρνηση Καμπαλέρο το Σεπτέμβρη του 1936 ). Ωστόσο, είναι μόνο οι κυβερνητικές θέσεις που παραδίδει η αστική τάξη. Οι αστοί διατηρούν τον έλεγχό τους πάνω σε βασικούς τομείς του κρατικού μηχανισμού, πάνω στους τομείς-κλειδιά της οικονομίας και στη συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ. Με άλλα λόγια, υποχωρούν από τη «βιτρίνα» του κράτους, η οποία σε κάθε περίπτωση έχει ολοένα και λιγότερη σημασία όσο προχωρά η συγκέντρωση του κεφαλαίου, αλλά αντίθετα σταθεροποιούν την εξουσία τους στις ιεραρχίες της κρατικής μηχανής και στην οικονομία. Έτσι η «αριστερή κυβέρνηση» δεν είναι μια επαναστατική κυβέρνηση που προκύπτει από το τσάκισμα του αστικού κράτους.Συνυπάρχει με τον καπιταλισμό και το κράτος του ακόμα άθικτο. Σε περιόδους μεγάλης κοινωνικής κρίσης η αστική τάξη προετοιμάζεται να κάνει παραχωρήσεις, ακόμα και μεγάλες υλικές μεταρρυθμίσεις, με την προϋπόθεση ότι ο βασικός τομέας ελέγχου τους –η κρατική μηχανή- θα παραμείνει άθικτος.Βραχυπρόθεσμες παραχωρήσεις μπορεί να γίνονται όσο η άρχουσα τάξη διατηρεί τα μέσα για να διαιωνίζει τη μακροπρόθεσμη κυριαρχία της. Οι μεταρρυθμίσεις μπορούν πάντα να ακυρωθούν και νέες επιθέσεις μπορούν να εξαπολυθούν όταν το εργατικό κίνημα μπει σε κάμψη. Αντίθετα αν το κράτος καταστραφεί, η αστική τάξη δεν έχει κανένα εργαλείο να αντιπαραθέσει στην εξουσία της εργατικής τάξης.

Έτσι η «αριστερή κυβέρνηση» θα αντιμετωπίσει το δίλημμα –είτε να συνεργαστεί με το κράτος-εργαλείο της αστικής τάξης είτε να ξεκινήσει να καταστρέφει  την κρατική μηχανή και να την αντικαταστήσει με δομές εργατικής εξουσίας, με εργατικά συμβούλια και πολιτοφυλακές. Κι αυτή η επιλογή θα πρέπει να γίνει σχεδόν αμέσως. Στο κάτω-κάτω, στον Αλιέντε επιτράπηκε να κυβερνήσει μόνο με τον όρο ότι θα άφηνε άθικτο τον στρατό. Η οποιαδήποτε «αριστερή κυβέρνηση» θα υποβαλλόταν σε μια ολόκληρη σειρά μέτρων με σκοπό να  εξαναγκαστεί να συνεργαστεί με το κράτος.   Έτσι μια «αριστερή κυβέρνηση»  στην πραγματικότητα θα άφηνε την κρατική εξουσία ανέπαφη αν δεν κινούταν αποφασιστικά εξαρχής εναντίον των υπαρκτών δομών (αστικής εξουσίας).  Για παράδειγμα στη δημοκρατία της Ισπανίας τους δυο μήνες μετά τη μερική ήττα του πραξικοπήματος του Φράνκο τον Ιούλιο του 1936 η αστική τάξη είχε χάσει τον έλεγχο πάνω σε μεγάλο κομμάτι της βιομηχανίας. Η κρατική μηχανή είχε γίνει κομμάτια και θρύψαλα και βρισκόταν «υπό επισκευή» και οι εργατικές πολιτοφυλακές είχαν σχεδόν το μονοπώλιο των ενόπλων δυνάμεων. Οι αστοί φιλελεύθεροι στην κυβέρνηση ήταν σχεδόν αβοήθητοι.  Έτσι τον Σεπτέμβρη του 1936, η αστική τάξη επέτρεψε να περάσει η κυβερνητική εξουσία στα χέρια του «αριστερού» σοσιαλιστή Λάργκο Καμπαλέρο. Ο Καμπαλέρο θα μπορούσε να καταφέρει για λογαριασμό της αστικής τάξης ό,τι οι φιλελεύθεροι δε θα μπορούσαν ποτέ από μόνοι τους- την ανοικοδόμηση της κρατικής μηχανής, αφού είχε την εμπιστοσύνη των μαζών. Αποδέχτηκε ότι ο μόνος δρόμος που μια «συνταγματική» αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσε να βαδίσει ήταν μέσω της συμμαχίας με τα απομεινάρια της παλιάς κρατικής μηχανής κι έτσι χρησιμοποίησε την ιδεολογική επιρροή του  (μαζί με την επιρροή των άλλων εργατικών οργανώσεων) για να ξαναχτίσει το κράτος.Μέχρι το Μάη του 1937, η δουλειά είχε γίνει τόσο καλά που οι κρατικές ιεραρχίες  μπορούσαν πλέον να αντικαταστήσουν τον Καμπαλέρο με κάποιον πολύ πιο αποδεκτό για τα συμφέροντά τους. Ο Καμπαλέρο λοιπόν πετάχτηκε έξω από την κρατική μηχανή που είχε ο ίδιος  ξαναχτίσει (σ.μ. άρα ο Καμπαλέρο δεν είχε καμιά εξουσία στην πραγματικότητα), ακριβώς όπως ο Αλιέντε δολοφονήθηκε από τους ίδιους στρατηγούς  των οποίων την εξουσία είχε υποσχεθεί να σεβαστεί. Η ισπανική εργατική τάξη είχε ακόμα το 1936 τη δύναμη να καταστρέψει το κράτος και να χτίσει το δικό της. Ο Καμπαλέρο βασίστηκε στο παλιό κράτος εμποδίζοντας την ανάπτυξη των δομών εργατικής εξουσίας, τη μόνη γραμμή υπεράσπισής του τη μέρα που η αστική τάξη αποφάσισε να ξεφορτωθεί αυτόν και τον όποιον «αριστερισμό» αντιπροσώπευε.

Τέτοια τάση συνεργασίας με τον κρατικό μηχανισμό δεν είναι πρωταρχικά η συνέπεια της συνύπαρξης με αστικά κόμματα στην κυβέρνηση. Ακόμα και μια «καθαρή εργατική κυβέρνηση»  που απαρτίζεται ολοκληρωτικά από παραδοσιακά κόμματα της εργατικής τάξης θα υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων σε συμμαχία  με την αστική τάξη μέσω του κράτους. Οι πολιτικές κινήσεις του Αλιέντε δεν καθορίστηκαν από την αστική συνιστώσα της κυβέρνησής του (το μικρό Ριζοσπαστικό Κόμμα). Αυτό που ήταν πολύ πιο καθοριστικό ήταν η συνταγματική συμφωνία του 1970 να μην παρέμβει στις ιεραρχίες του κράτους και η επιμονή του Αλιέντε (όπως όλων των ρεφορμιστών) ότι το κράτος ήταν ένα ουδέτερο εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός. Μερικές τάσεις μέσα στην Αριστερά θα έλεγαν ότι η παραπάνω ανάλυση είναι «πρωτόγονη» και μηχανιστική, ότι εξισώνει χοντροκομμένα τα μαζικά Ευρωκομμουνιστικά κόμματα του σήμερα με τα προπολεμικά κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά ποια στοιχεία άλλαξαν από τότε;

Είναι αλήθεια ότι τα Ευρωκομμουνιστικά Κόμματα είναι μαζικά κόμματα με ισχυρή αγωνιστική βάση,αλλά ακριβώς το ίδιο συνέβαινε με τη σοσιαλδημοκρατία,για παράδειγμα στη Γερμανία του 1918. Ακόμη, οι ηγέτες τέτοιων μαζικών κομμάτων πρωτοστάτησαν για την ανοικοδόμηση του κράτους και η βάση τους στάθηκε ανήμπορη  να τους εμποδίσει μέσα από τις κομματικές δομές. Το θέμα είναι ότι δεν είναι η μαζική βάση ή η έλλειψή της που εμποδίζει ένα κόμμα να συνεργαστεί με το κράτος. Η εργατική βάση μπορεί να προσδώσει κάποιες αντιστάσεις στις κυβερνητικές πολιτικές αλλά αν δεν υποχρεώσει τη δική της κυβέρνηση να σπάσει οριστικά με το κράτος και την αστική τάξη από την αρχή, θα βαδίσουμε ξανά στο μονοπάτι της Ισπανίας, της Χιλής ή της Γερμανίας.  Είναι πραγματικά εφικτό η εργατική βάση να μπορέσει να επιβάλει αυτόν τον δρόμο στον Μπερλίνγκουερ, τον Μαρσέ ή τον Μιτεράν;

Σε όλη την Ευρώπη η Σοσιαλδημοκρατία στην εξουσία μετατοπίστηκε ραγδαία προς τα δεξιά (στΜ. δεκαετία ‘70). Στη Βρετανία, τη Γερμανία και την Πορτογαλία είναι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που επιτίθενται στο κίνημα της εργατικής τάξης και σταθεροποιούν την εξουσία του κεφαλαίου. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε Ιταλία και Γαλλία (PSI και PSF) θα προσπαθήσουν να κάνουν το ίδιο.

Ο ρόλος των κομμουνιστικών κομμάτων θα είναι παρόμοιος. Το πρόγραμμα του ΚΚ Ιταλίας είναι σαφώς η πολιτική της ανάρρωσης του καπιταλισμού και του εξορθολογισμού του κράτους. Απορρίπτουν εκ των προτέρων την ανάγκη να έρθουν σε ρήξη με το κράτος και την αστική τάξη. Στην πραγματικότητα θέλουν μια κυβερνητική συμμαχία με τους πολιτικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης.  Επιπλέον, οι ηγεσίες των ΚΚ είναι τόσο ισχυρά εδραιωμένες στα κόμματά τους όσο και οι πολιτικές τους.  Η στρατηγική του «Μανιφέστο» να στρίψει σταδιακά το κόμμα προς τα αριστερά δεν μπορεί να συμβεί χωρίς τη διάσπαση των πιο αγωνιστικών στοιχείων του κόμματος για να συγκροτήσουν  έναν επαναστατικό πόλο. Η στρατηγική του «Μανιφέστο» να μπει στην αριστερή κυβέρνηση ως αριστερή επιρροή εντός της έχει επίσης ιστορικά προηγούμενα. Η αριστερή κυβέρνηση στην Καταλονία το 1936 είχε μέσα επίσης έναν επαναστατικό πόλο- το POUM, το οποίο είχε μια πολύ μεγαλύτερη βάση και μιλούσε πολύ πιο ξεκάθαρα για την ανάγκη να αντικατασταθεί το αστικό κράτος από τα εργατικά συμβούλια, απ’ ότι το «Μανιφέστο» στην Ιταλία. Αλλά το POUM έπρεπε να πληρώσει το τίμημα της συμμετοχής του σε μια τέτοια κυβέρνηση. Όποτε υπήρχε σύγκρουση μεταξύ της αυτενέργειας της βάσης του και της ανάγκης της αστικής κρατικής μηχανής για σταθερότητα για να  ολοκληρώσει τις δουλειές της, το POUM αποδεχόταν την ανάγκη να πειθαρχήσουν τα μέλη του και να καταστραφεί η αυτονομία του εργατικού κινήματος. Έτσι τον Νοέμβρη του 1936, ο ηγέτης του POUM, Αντρές Νιν, έπρεπε να πείσει τα μέλη του να διαλύσουν τις επαναστατικές επιτροπές που είχαν αντικαταστήσει το κράτος στην πόλη Λέριδα. Έξι μήνες μετά όταν το αστικό κράτος είχε ξαναφτιαχτεί έφερε εις πέρας τη δολοφονία του Αντρές Νιν.

Τα διλήμματα που συνάντησαν οι αναρχικοί και το POUM στον επαναστατικό αναβρασμό της Ισπανίας του 1936 θα τα βρουν μπροστά  τους με την ίδια σφοδρότητα το ΚΚΙ και οι ηγέτες του «Μανιφέστο». Κανείς δεν μπορεί να πατάει το ένα πόδι στο εργατικό κίνημα και το άλλο στο γήπεδο της συνεργασίας  με το κράτος. Όταν αναπτύσσεται το εργατικό κίνημα, συγκρούεται με το αστικό κράτος. Οι επαναστάτες πρέπει να βασίζονται στην τάξη για να της δώσουν τον προσανατολισμό όταν θα έρθει η σύγκρουση.

Η διακηρυγμένη στρατηγική των αριστερών κυβερνήσεων στην Ιταλία και τη Γαλλία είναι δεδομένο ότι θα οδηγήσει σε αυτήν τη σύγκρουση. Η στρατηγική τους βασίζεται σε μεταρρυθμίσεις στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης, και σαν τέτοια είναι από τη φύση της ασταθής. Ο καπιταλισμός θα απαιτήσει την αναστήλωση των προνομίων του. Η οικονομία της χώρας θα επιδεινωθεί καθώς θα είναι παγιδευμένη ακόμη σε ένα παγκόσμιο σύστημα που δεν  θέλει μεταρρυθμίσεις αλλά αυξανόμενες θυσίες. Όσο η αστική τάξη ανησυχεί ολοένα και περισσότερο για τα μειούμενα περιθώρια για κέρδος, τόσο θα αυξάνεται το οικονομικό σαμποτάζ από την πλευρά της. Μαζικά ακροδεξιά κινήματα μπορεί να εμφανιστούν αν δεν υπάρξει μια καθαρή αριστερή εναλλακτική στην κυβέρνηση, που να κινητοποιεί τους εργάτες ενάντια στην κυβέρνηση από μια αντικαπιταλιστική σκοπιά. Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι ποτέ στην ιστορία κάποια αριστερή κυβέρνηση δεν έχει έρθει σε αποφασιστική ρήξη με την κρατική μηχανή για να οδηγήσει την εργατική τάξη στη  νίκη. Στη Γερμανία του 1918, η κυβέρνηση η ίδια έγινε όργανο της αντεπανάστασης και συνέτριψε την εξέγερση των Σπαρτακιστών ενάντια στο υπάρχον κράτος.

Στη Χιλή, η συνεργασία της κυβέρνησης με το κράτος σήμαινε ότι οι εναλλακτικές δομές εργατικής εξουσίας κατεστάλησαν ή ξεδοντιάστηκαν πολιτικά από την κυβέρνηση και όταν άρχισαν να εμφανίζονται διασπάσεις στη βάση της κυβέρνησης «Λαϊκής Ενότητας» , η ένοπλη αστική κρατική μηχανή ένιωσε αρκετά ισχυρή για να καταστρέψει και το κίνημα και την κυβέρνηση.

Στην Ιταλία και τη Γαλλία, είναι πιο πιθανό ότι, αν και όταν έρθει η Αριστερά στην εξουσία, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι «Γκωλικοί» θα αρπάξουν την ευκαιρία για να αναδιοργανώσουν τις δυνάμεις τους σαν πιο αποτελεσματικοί μηχανισμοί αστικής κυριαρχίας. Θα επιστρέψουν δριμύτεροι ενώ η εργατική τάξη θα έχει πεσμένο ηθικό από τις (σ.μ. αποτυχημένες) απόπειρες των κομμάτων της να εξορθολογίσουνε τον καπιταλισμό. Ήδη ο Σιράκ στη Γαλλία ράβει το κουστούμι του ηγέτη για μια τέτοια επιστροφή.

Υπάρχει και μια άλλη πιθανή κατάληξη, κι αυτή είναι η επαναστατική ανατροπή της κυβέρνησης από τα αριστερά και ο σχηματισμός  εργατικού κράτους. Αλλά αυτό απαιτεί την πλήρη κατανόηση από τους επαναστάτες της απαραίτητης στρατηγικής για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος.

Η θέση της 3ης Διεθνούς

Η αντιπαράθεση του 1922 πάνω στο θέμα ήταν αποτέλεσμα του αγώνα που έδωσαν οι Λένιν και Τρότσκι για να αναγκάσουν τα υπεραριστερά στοιχεία της Κομιντέρν να αποδεχτούν την τακτική του ενιαίου  μετώπου σαν έναν τρόπο να αποδυναμώσουν την επιρροή των σοσιαλδημοκρατών σε συγκεκριμένα ζητήματα. Γιατί αυτή η (σ.μ. ενιαιομετωπική) δράση να μην ολοκληρωθεί με ένα πρόγραμμα για μια εργατική κυβέρνηση συνασπισμού;

Δυστυχώς, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι η συζήτηση ξεκαθάρισε το θέμα. Στη συζήτηση κυριάρχησαν οι Ζινόβιεφ και Ράντεκ. Και οι δυο επιχειρηματολόγησαν σθεναρά ότι η μάχη για μια κυβέρνηση Κομμουνιστών-Σοσιαλιστών ήταν η λογική κατάληξη του καλέσματος για εργατικό ενιαίο μέτωπο. Υπονοούσαν ότι μια τέτοια κυβέρνηση θα οδηγούσε σχεδόν αυτόματα τους ταξικούς αγώνες σε υψηλότερα επίπεδα και από εκεί στη δικτατορία του προλεταριάτου. Έτσι ο λόγος του Ράντεκ ήταν υπερβολικά μηχανιστικός: «Όταν προκύψει εργατική κυβέρνηση, θα είναι απλά ένα σκαλοπάτι στο δρόμο για τη δικτατορία του προλεταριάτου, γιατί η αστική τάξη δεν θα ανεχτεί μια εργατική κυβέρνηση ακόμα κι αν είναι δημοκρατικά εκλεγμένη. Ο σοσιαλδημοκράτης εργάτης θα υποχρεωθεί να γίνει κομμουνιστής, για να υπερασπιστεί την εξουσία του».

Αλλά οι «δημοκρατικές αρχές» στις οποίες θα βασιστεί η κυβέρνηση είναι ακριβώς αυτές που της επιβάλλονται σαν πλαίσιο λειτουργίας από το κράτος- δομές σχεδιασμένες να δημιουργούν ανίκανους πρωθυπουργούς με ριζοσπαστικές ιδέες. Επιπλέον, η κυρίαρχη δύναμη σε μια τέτοια κυβέρνηση δεν είναι οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες που θα μπορούσαν να αλλάξουν τις ιδέες τους κάτω από τον αντίκτυπο των γεγονότων αλλά οι ρεφορμιστές γραφειοκράτες που θα βάλουν όλες τους τις δυνάμεις να ξεφουσκώσουν το κίνημα. Αντί για το παραπάνω σενάριο (σ.μ. του Ράντεκ) είναι πολύ πιθανότερο οι κομμουνιστές ηγέτες να εκδιωχθούν από τις κυβερνητικές θέσεις.

Η πρόταση που πέρασε στην πράξη ήταν πολύ πιο προσεκτική στη διατύπωση από τους λόγους των Ζινόβιεφ και Ράντεκ. Μπήκαν αυστηρές προϋποθέσεις για να διασφαλίσουν ότι η εργατική κυβέρνηση θα «προκύψει από τους αγώνες των μαζών». Αλλά και πάλι θεωρούταν αναπόφευκτο ότι μια τέτοια κυβέρνηση «θα συναντούσε αμέσως την πιο λυσσαλέα αντίσταση από την αστική τάξη». Έτσι «τα πιο θεμελιώδη καθήκοντα της εργατικής κυβέρνησης θα την οδηγούσαν στον εξοπλισμό του προλεταριάτου».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αντιπαράθεση μπέρδεψε τα πράγματα. Εν μέρει,αυτό ήταν αναμενόμενο, εξάλλου υπήρχε πολύ μικρή εμπειρία από κυβερνήσεις αποτελούμενες αποκλειστικά από εργατικά κόμματα. Ο Τρότσκι έγραφε το 1923, για παράδειγμα: «Από τη στιγμή που … θα οδηγήσουμε την πλειοψηφία των εργατών κάτω από αυτό το σύνθημα…της εργατικής κυβέρνησης… οι μετοχές των Ρενοντέλ, Μπλουμ και Ζουχώ (οι ρεφορμιστές ηγέτες) δεν θα αξίζουν και πολλά, αφού αυτοί οι ευγενείς κύριοι μπορούν να συντηρούνται στις θέσεις τους μόνο σε συμμαχία με την αστική τάξη…»(Τα πέντε πρώτα χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, Τόμος 2, σελ. 173).

Δυστυχώς, 55 χρόνια πικρής εμπειρίας έδειξαν ότι είναι αρκετά πιθανές ρεφορμιστικές κυβερνήσεις χωρίς τη συμμετοχή των αστικών κομμάτων και χωρίς να συντριβεί ο καπιταλισμός- αντίθετα μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν συχνά για να ενισχύσουν την κυριαρχία του.

Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να προκύψει σε καμιά περίπτωση μια καθαρά εργατική κυβέρνηση πριν τη δικτατορία του προλεταριάτου. Στο παρελθόν υπήρξαν εργατικές κυβερνήσεις που «είχαν σαν θεμελιώδες καθήκον τον εξοπλισμό του προλεταριάτου», αν και ήταν ακραίες εξαιρέσεις. Για παράδειγμα στην Ουγγαρία και τη Βαυαρία του 1919 η αστική εξουσία στην κυριολεξία κατέρρευσε  κι η κυβέρνηση πέρασε στα χέρια ανθρώπων που έκαναν σημαία τους τα συνθήματα της Εργατικής Εξουσίας.Προέκυψε η εργατική κυβέρνηση και μετά έπρεπε να δημιουργηθούν οι δομές της εργατικής εξουσίας-οι εργατικές πολιτοφυλακές, τα εργατικά συμβούλια κλπ. Η βασική συνιστώσα σε αυτές τις κυβερνήσεις ήταν ανοιχτά επαναστατική, και το βασικό καθήκον τους ήταν να δημιουργήσουν ένα νέο εργατικό κράτος πριν ανασυγκροτηθεί η αστική τάξη. Στη Βαυαρία, ο Κομμουνιστής ηγέτης Λεβινέ αρνήθηκε να συμμετάσχει στην πρώτη σοβιετική κυβέρνηση γιατί αποτελούταν από κεντριστές και ρεφορμιστές που δεν ήταν έτοιμοι να εξοπλίσουν τους εργάτες και να εξουσιοδοτήσουν τα πραγματικά εργατικά συμβούλια. Όμως μόνο τέτοιες κινήσεις, σωστά επέμεινε, μπορούσαν να προσδώσουν στην εργατική κυβέρνηση σταθερό βηματισμό- εδραιώνοντας τη δικτατορία του προλεταριάτου. Το να βασιστεί η εργατική κυβέρνηση σε οτιδήποτε λιγότερο θα οδηγούσε στην αντεπανάσταση.

Η στάση του Λένιν ήταν παρόμοια. Στις εβδομάδες πριν τον Οκτώβρη επέμενε ότι ο μόνος δρόμος προς τα μπρος (σ.μ. για μια εργατική κυβέρνηση) ήταν μια κυβέρνηση βασισμένη στα σοβιέτ, στα οποία όλες οι θέσεις κλειδιά θα βρίσκονταν στα χέρια των Μπολσεβίκων. Ωστόσο, αναγνωρίζοντας ότι οι Μπολσεβίκοι ήταν ακόμα μειοψηφία στην εργατική τάξη, δήλωσε ότι αν άλλα σοσιαλιστικά κόμματα σχημάτιζαν μια τέτοια  κυβέρνηση, οι Μπολσεβίκοι θα δρούσαν σαν «νόμιμη αντιπολίτευση» και θα συνέχιζαν να κάνουν κριτική για τις αποτυχίες της μπροστά στην εργατική τάξη. Οι Μπολσεβίκοι δεν θα έπαιρναν καμιά ευθύνη για τις πολιτικές της και θα διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους από αυτήν. Το καθήκον ήταν να κερδηθούν οι μάζες από τα ρεφορμιστικά κόμματα στο μπολσεβικισμό, έτσι ώστε να αντικατασταθεί η κυβέρνηση με τη δικτατορία του προλεταριάτου στο μέλλον. Είναι περισσότερο αυτή η κληρονομιά που πρέπει να προσαρμόσουμε στη σημερινή πραγματικότητα, παρά η πλήρης υιοθέτηση των θέσεων της Κομιντέρν.

Η επαναστατική τακτική για τις ρεφορμιστικές κυβερνήσεις

Αν και η αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να οδηγήσει στο μονοπάτι για το σοσιαλισμό, οι επαναστάτες δεν είναι αδιάφοροι στο αν θα έρθει μια τέτοια κυβέρνηση στην εξουσία. Ακόμα κι αν η αστική τάξη έχει υποχωρήσει μόνο  από τη βιτρίνα των κυβερνητικών θέσεων και ακόμα διατηρεί τον έλεγχο πάνω στην οικονομία και το κράτος, μπορούν να ανοιχτούν τεράστιες δυνατότητες. Και στη Γαλλία και στην Ιταλία, η είσοδος στην κυβέρνηση των κομμουνιστών και των σοσιαλιστών για πρώτη φορά μετά τα τέλη του ’40 θα οδηγήσουν σε αυξημένη αυτοπεποίθηση κι ενδεχομένως αγωνιστικότητα την εργατική τάξη. Από αυτήν την άποψη, η εκλογή μιας αριστερής κυβέρνησης παρέχει τη δυνατότητα μιας μεγάλης ώθησης στο εργατικό κίνημα, αν οι μάζες εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα που τους δίνει η προσωρινή σύγχυση της αστικής τάξης. Αλλά η ώθηση δεν είναι αναπόφευκτη- η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να σταθεροποιήσει την κατάσταση, και η αστική τάξη να ανασυγκροτηθεί. Αν οι εργάτες γαλουχηθούν με την αυταπάτη ότι πήραν την εξουσία (αντί να δουν ότι απλά πέρασαν το πρώτο εμπόδιο προς την εξουσία), αν με λίγα λόγια βασιστούν περισσότερο στην κυβέρνηση και όχι στη δική τους δράση, τότε το προχώρημα της τάξης θα περιοριστεί σε κάποιες μεταρρυθμίσεις που μπορούν να ανατραπούν μόλις αναρρώσει  η αστική τάξη. Έτσι γεννιέται το παράδοξο απ’ όλες τις απόψεις: η έλευση μιας αριστερής κυβέρνησης μπορεί να ενισχύσει το εργατικό κίνημα μόνο στο βαθμό που η τάξη, ή τουλάχιστον η πρωτοπορία της, δεν έχουν αυταπάτες γι αυτήν την κυβέρνηση. Όσο πιο ανεξάρτητο και ισχυρό είναι το εργατικό κίνημα, σε τόσο περισσότερες μεταρρυθμίσεις θα σπρώξει την κυβέρνηση. Όσο περισσότερο εμπιστεύεται τις δικές του μορφές οργάνωσης, τόσο περισσότερο θα ανοίγει ο δρόμος για θεμελιώδεις αλλαγές στην ισορροπία της εξουσίας μεταξύ των εργατών και των συμμάχων της από τη μια πλευρά και της αστικής τάξης από την άλλη. Αλλά όσο περισσότερο δένεται με τις δομές της κρατικής εξουσίας, τόσο μεγαλύτερη είναι πιθανότητα  για την αντίδραση των αστών. Αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος των επαναστατών είναι να μην μπούνε σε μια τέτοια κυβέρνηση «για να οξύνουν τις αντιφάσεις μέσα σε αυτήν», γιατί αν το κάνουν αυτό, στην πραγματικότητα προσδένουν τους εργάτες στην αστική τάξη.

Η δουλειά των επαναστατών είναι περισσότερο να σπάσουν τις αυταπάτες που έχουν οι εργάτες για μια αριστερή κυβέρνηση-κι αυτό σημαίνει να παρεμβαίνουν σε όλους τους αποσπασματικούς εργατικούς αγώνες, να τους γενικεύουν και να τους καθοδηγούν ακόμα κι αν έρχονται σε σύγκρουση με τη στρατηγική της αριστερής κυβέρνησης. Συνοπτικά, είναι να οργανώσουν την αριστερή αντιπολίτευση σε αυτήν την κυβέρνηση , προσπαθώντας να αντικαταστήσουν τη συμμαχία με το αστικό κράτος με την αυτό-οργάνωση των εργατών. Φυσικά, στην τακτική υπάρχουν φορές που η επαναστατική αριστερά θα υπερασπιστεί την αριστερή κυβέρνηση ή ίσως συγκεκριμένα μέτρα της, όταν δέχεται επιθέσεις από τα δεξιά και η αστική τάξη προσπαθεί να ανακτήσει το έδαφος που έχασε. Αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις δε θα πρέπει ποτέ να παραβιαστούν οι θεμελιώδεις θέσεις που έχει υιοθετήσει το επαναστατικό κόμμα: η στρατηγική της ανάπτυξης των εργατικών μορφών εξουσίας, οι οποίες εξ’ ορισμού θα συγκρουστούν με την υπάρχουσα αστική κρατική εξουσία, για να ανατρέψουν την κυβέρνηση από τα αριστερά και να την αντικαταστήσουν με ένα εργατικό κράτος.

Διαφορετικά, οι επαναστάτες θα βρεθούν στη θέση που βρέθηκε η Χιλιανή αριστερά, κάθε τόσο να υπερασπίζεται αντιλαϊκές κυβερνητικές αποφάσεις ενάντια στα κινήματα των εργατών και των μικροαστών, επιτρέποντας έτσι στις δυνάμεις της δεξιάς να χειραγωγούν εκείνα τα κινήματα.

Σπάζοντας τους κρίκους

Η πιθανότητα να υπάρξει κυβέρνηση που να ελέγχεται από τα δικά τους ρεφορμιστικά κόμματα, και μάλιστα μετά από μακρόχρονη κυριαρχία των αστικών κομμάτων, μπορεί να φανεί ελκυστική σε πολλούς εργάτ(ρι)ες. Παρουσιάζεται σε αυτούς σαν προϋπόθεση για θεμελιώδεις αλλαγές στην κοινωνία. ‘Ετσι οι επαναστάτες πρέπει καταρχάς να ξεκαθαρίσουν ότι αυτό είναι μια αυταπάτη.Οι εργάτ(ρι)ες δεν μπορούν να αλλάξουν την κοινωνία απλά δια της ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας από τα κόμματά τους και αφήνοντας το κράτος άθικτο. Δεύτερον, πρέπει να αναγνωρίσουμε επίσης ότι για πολλούς εργάτ(ρι)ες αυτό αντιπροσωπεύει ένα προχώρημα στην ταξική συνείδηση-ξεκινάνε να σκέφτονται με όρους ελέγχου της κοινωνίας από την τάξη τους, σε σύγκριση με την προηγούμενη διακυβέρνηση των ανοιχτά καπιταλιστικών κριτηρίων. Η δουλειά μας είναι να χτίσουμε πάνω σε αυτό το προχώρημα της συνείδησης, αλλά ταυτόχρονα να διαλύουμε τις αυταπάτες για τον ρόλο της αριστερής κυβέρνησης.

Πρακτικά έχουμε να πούμε στους μη επαναστάτες εργάτες: «πιστεύετε ότι η αριστερή κυβέρνηση θα αλλάξει την κοινωνία προς το συμφέρον της εργατικής τάξης, εμείς όχι.Αλλά θα πολεμήσουμε στο πλευρό σας για να δοκιμάσετε τις απόψεις σας.Ωστόσο επαναλαμβάνουμε ότι θα έπρεπε να βασιστείτε στους δικούς σας αγώνες, όχι να εναποθέτετε τις ελπίδες σας στους πολιτικούς ηγέτες». Το σύνθημα της αριστερής ή εργατικής κυβέρνησης είναι λοιπόν όχι μια μαγική πανάκεια αλλά μάλλον ένα σύνθημα τακτικής που υποστηρίζουμε αλλά το υποτάσσουμε στη γενική πολιτική μας της ανάπτυξης των εργατικών αγώνων.

Το καθήκον μας είναι να «σηκώνουμε» συνθήματα που κινητοποιούν τις μάζες για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, να χτίζουμε την ενότητα στη δράση με τους ρεφορμιστές εργάτες και στον αγώνα να γκρεμίζουμε τις αυταπάτες για «αριστερή κυβέρνηση». Πάνω απ’ όλα είναι στη δράση που αλλάζει η συνείδηση. Γι αυτό η ιταλική επαναστατική αριστερά κάνει πολύ μεγάλο λάθος όταν μιλά για «μια εναλλακτική στρατηγική απέναντι σε εκείνη του ΚΚΙ». Προσπαθεί να δώσει λύσεις στην κρίση του καπιταλισμού, χωρίς να θέτει την ανατροπή του.  Έτσι προσπαθεί να απαντήσει στην κρίση ισοζυγίου πληρωμών του ιταλικού καπιταλισμού προτείνοντας περιορισμούς κι ελέγχους στις εισαγωγές. Αλλά για να απαντήσουμε ουσιαστικά σε οποιαδήποτε κρίση ισοζυγίου πληρωμών πρέπει να βγάλουμε την Ιταλία έξω από το καπιταλιστικό σύστημα, κι αυτό σημαίνει ότι η προϋπόθεση είναι η ανατροπή της ντόπιας αστικής τάξης. Η Αριστερά εδώ έχει υιοθετήσει έναν βασικά εθνικιστικό τρόπο σκέψης που προσπαθεί να λύσει την ιταλική κρίση σε βάρος των ξένων εργατών στη Βρετανία, την Ιαπωνία ή τη Γερμανία.  Γιατί αυτό ακριβώς σημαίνει έλεγχος εισαγωγών σε μια χώρα: ανεργία σε άλλες χώρες. Σε ένα πιο γενικό επίπεδο, η επαναστατική αριστερά δεν μπορεί να προτείνει εναλλακτικές στρατηγικές για λύση στην κρίση του καπιταλισμού χωρίς να θέτει την ανατροπή του. Αυτό που θα μπορούσε να προτείνει ωστόσο είναι μια στρατηγική για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης, μια στρατηγική ενάντια στην ανεργία, ενάντια στον πληθωρισμό κλπ την οποία μπορούν να θέσουν σε εφαρμογή οι εργάτ(ρι)ες μέσα από τη συλλογική δύναμή τους στους εργασιακούς χώρους και σαν πλειοψηφική δύναμη στην κοινωνία. Μια τέτοια μάχη θα μπορούσε να οδηγήσει στην ενίσχυση της οργάνωσης και της συνείδησης των εργατ(ρι)ών και να προσανατολίσει προς την ανατροπή του καπιταλισμού. Σε ένα τέτοιο κίνημα, θα προκύψει η ενότητα μεταξύ των επαναστατών και της βάσης των μαζικών ρεφορμιστικών κομμάτων. Είναι αυτή η ενότητα στη δράση πάνω σε μερικότερους στόχους που μπορεί να σπάσει τους εργάτ(ρι)ες από τον ρεφορμισμό όσο βλέπουν ότι οι ηγέτες τους αμφιταλαντεύονται διαρκώς μεταξύ της βάσης τους και των απαιτήσεων του κεφαλαίου (βλέπε το γράμμα του Ά. Καλλίνικος στο ίδιο τεύχος για μια πληρέστερη συζήτηση πάνω στο πρόβλημα του ενιαίου μέτώπου).

Το σπάσιμο των εργατ(ρι)ών από τον ρεφορμισμό δε θα συμβεί όπως φαίνεται να  σκέφτεται η ιταλική επαναστατική αριστερά προτείνοντας μια πιο ριζοσπαστική εκδοχή ενός ρεφορμιστικού προγράμματος. Ερχόμενοι αντιμέτωποι οι εργάτες με δυο ρεφορμιστικά προγράμματα (αυτό των AO/PdUP είναι δεξιότερο του Βρετανικού ΚΚ) θα διαλέξουν αυτό των ρεφορμιστών δεδομένου ότι είναι οι ρεφορμιστές του ΚΚΙ κι όχι οι επαναστάτες που θα ηγηθούν της αριστερής κυβέρνησης και θα έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν το πρόγραμμα. Επιπλέον,  ρεφορμιστές κι επαναστάτες δεν μπορούν να ενωθούν στον αγώνα για ένα τέτοιο πρόγραμμα, μπορούν μόνο να κάνουν πολεμική ο ένας εναντίον του άλλου. Η ιταλική αριστερά έχει πέσει ακριβώς στην παγίδα που η AO προειδοποιούσε τρία μόλις χρόνια πριν: «οι επαναστάτες δεν πρέπει να συμβουλεύουν το ΚΚΙ στην πορεία του προς την κυβέρνηση. Έτσι θα γίνονταν ουρά της ρεφορμιστικής στρατηγικής, θα εξαρτούσαν την επαναστατική διαδικασία από τις δράσεις των ρεφορμιστών. Θα σήμαινε ότι δεν δουλεύουμε για να χτίσουμε μια αυτόνομη επαναστατική στρατηγική τόσο σε επίπεδο αυτο-οργάνωσης όσο και σε επίπεδο πολιτικής. Τελικά αυτές οι συμβουλές θα γίνονταν πηγή σύγχυσης για τις μάζες» (Θέσεις για το 4ο Συνέδριο της AO, σελ.75).

Όσο πιο γρήγορα ανακαλύψει και πάλι η AO την αρχική στρατηγική της, τόσο συντομότερα θα ξεκινήσει το ξεκαθάρισμα μέσα στο χάος της ιταλικής αριστεράς.

https://www.marxists.org/archive/harman/1977/xx/workersgov.htm

μετάφραση Αλέξης Λιοσάτος

 




Οι Ηνωμένες Πολιτείες ένα βήμα πριν την εμφύλια σύρραξη!…

του Γιώργου Μητραλιά

Μπορείτε να φανταστείτε πόσο ριζικά θα άλλαζε ο κόσμος μας, και μαζί με αυτόν και η χώρα μας, αν στην παγκόσμια υπερδύναμη που είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ξεσπούσε αύριο εμφύλιος πόλεμος; Ας μην σπεύσετε να χαμογελάσετε δηλώνοντας ότι το ερώτημα είναι εκτός τόπου και χρόνου ή ότι μοιάζει με σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Μην το κάνετε επειδή δεν είναι εκτός ούτε τόπου ούτε χρόνου! Επειδή πρωτοστατούντος του ίδιου του Τραμπ που δεν κρύβει τις εμφυλιοπολεμικές διαθέσεις του, όλο και περισσότεροι είναι στις ΗΠΑ οι εχθροί και φίλοι του που δεν αποκλείουν πια αυτό το -μέχρι χτες αδιανόητο- κατακλυσμικό ενδεχόμενο….”

Αυτά γράφαμε τον Μάρτη 2019 σαν εισαγωγή σε ένα άρθρο με τον εύγλωττο τίτλο Το φάσμα του εμφυλίου πολέμου πλανιέται ήδη πάνω από τις ΗΠΑ!(1), που ειδικά στην Ελλάδα έγινε δεκτό με αδιαφορία ή ακόμα και με ειρωνικά μειδιάματα. Από τότε μέχρι σήμερα πέρασαν μόλις επτά μήνες, και σε αυτό το διάστημα η απειλή της εμφύλιας σύρραξης στις ΗΠΑ θέριεψε και έγινε πολύ συγκεκριμένη και άμεση καθώς ο Τραμπ κάνει πια τα πάντα για να δικαιολογήσει εκείνους που προβλέπουν ότι δεν θα διστάσει να αιματοκυλίσει τη χώρα για να παραμείνει γατζωμένος στην εξουσία! Και έτσι, φτάσαμε να αρχίζει τώρα να κυριαρχεί στις πολιτικές ζυμώσεις και στη πολιτική επικαιρότητα των ΗΠΑ το εφιαλτικό ερώτημα που βασανίζει όλο και περισσότερους αμερικανούς ενώ συνάμα σμπαραλιάζει τις “αιώνιες” βεβαιότητές τους για την ανθεκτικότητα των δημοκρατικών τους θεσμών:Και αν ο Τραμπ δεν δεχτεί να εγκαταλείψει την εξουσία;”

2019 10 09 02 armedΌπως θα έπρεπε να αναμένεται, το άνοιγμα της διαδικασίας καθαίρεσης (impeachment) του Τραμπ επιτάχυνε αφάνταστα τις εξελίξεις καθώς απόκτησε σάρκα και οστά η απειλή απομάκρυνσης του Τραμπ από τον Λευκό Οίκο. ‘Αμεση συνέπεια είναι ότι ο Τραμπ αντιδρά ανοίγοντας τα χαρτιά του με συνεχείς ομοβροντίες απειλών κατά των αντιπάλων του αλλά και σαφέστατων υπαινιγμών για τις εμφυλιοπολεμικές διαθέσεις του: Έτσι, δεν διστάζει ούτε να αποκαλέσει…“πραξικόπημα” την κοινοβουλευτική διερεύνηση της “πρόσκλησης” που απηύθυνε στον πρόεδρο της Ουκρανίας να εμπλακεί ενεργά στην αμερικανική προεκλογική εκστρατεία και να εξοντώσει πολιτικά τον Δημοκρατικό αντίπαλό του Τζο Μπάϊντεν. Ούτε να απειλήσει με “εκτέλεση” τους μάρτυρες των ανομιών του αλλά και τον “προδότη” πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Πληροφοριών ή ακόμα και την πρόεδρο του Κοινοβουλίου Νάνσι Πελόσι, επειδή τολμούν να στραφούν εναντίον του. Και κυρίως, δεν διστάζει να προειδοποιήσει δημόσια ότι οποιαδήποτε απόπειρα απομάκρυνσής του από την εξουσία θα προκαλέσει αναπόφευκτα …εμφύλιο πόλεμο και λουτρό αίματος!

Με δεδομένη λοιπόν την πρόθεση του Τραμπ να χρησιμοποιήσει κάθε διαθέσιμο μέσο προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία, το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο ο Τραμπ είναι σε θέση να μεταφράσει τις απειλές του σε πράξεις. Δηλαδή, κατά πόσο οι οπαδοί του, αλλά και οι ποικίλες κρατικές (αστυνομικές) ένοπλες δυνάμεις που του είναι πιστές θα ήταν διατεθειμένες να τον ακολουθήσουν μέχρι τέλους. Οι πρώτες πληροφορίες σχετικά με τις διαθέσεις π.χ. των (πάνοπλων) πολιτοφυλακών, πολλές από τις οποίες έχουν χιλιάδες μέλη, και που ορκίζονται στο όνομα του Τραμπ, είναι σαφείς: όλες τους δηλώνουν ότι περιμένουν από τον Λευκό Οίκο την “λέξη” που θα τους ανάψει το πράσινο φως για να αναλάβουν δράση (“Mr. President. All you have to do is say the word.”)!

2019 10 09 03 imageΟμως, οι εκατοντάδες πολιτοφυλακές που αποτελούν τον “ιδιωτικό στρατό” του Τραμπ δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου των δεκάδων εκατομμυρίων αμερικανών που, τουλάχιστον μέχρι τώρα, υπερασπίζονται και ακολουθούν τυφλά ακόμα και τις πιο σκανδαλώδεις και εξωφρενικές τοποθετήσεις του. Πρόκειται για αυτό το 30%-35% των αμερικανών πολιτών -στο οποίο συμφωνούν περίπου όλες οι δημοσκοπήσεις εδώ και διόμιση χρόνια- που παραμένει αμετακίνητο και “τσιμενταρισμένο” στο πλευρό ενός, όπως πιστεύουν, “θεόσταλτου” Τραμπ με υπερφυσικές ιδιότητες και ικανότητες!

Ωστόσο, αντίθετα με την φανατικά αφοσιωμένη κοινωνική βάση του Τραμπ, στελέχη του κατεστημένου του Ρεπουμπλικανικού κόμματός του αλλά και μερικά από τα δεξιά και ακροδεξιά ΜΜΕ που πρόσκεινται σε αυτόν δείχνουν τελευταία να προβληματίζονται ή ακόμα και να παίρνουν αποστάσεις και να αποδοκιμάζουν κάποιες συμπεριφορές και τοποθετήσεις του όπως εκείνες που αφορούν είτε τις προσπάθειές του να εμπλέξει ξένες δυνάμεις και ηγέτες στον προεκλογικό του αγώνα είτε την αιφνίδια εγκατάλειψη των Κούρδων συμμάχων στο έλεος του στρατού του Ερντογκάν. Πρόκειται για μια πρώτη αλλά αρκετά σοβαρή και πολλά υποσχόμενη ρωγμή στο ακροδεξιό στρατόπεδο του αμερικανού προέδρου, που όμως δεν σημαίνει και ότι θα οδηγήσει αναγκαστικά στην οριστική ρήξη του Ρεπουμπλικανικού κατεστημένου με τον Τραμπ…

2019 10 09 04 armed 03Στη περίπτωση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος όπως και σε εκείνη της αστυνομίας και του στρατού, πολλά θα εξαρτηθούν από την τροπή που θα πάρει η αναμέτρηση και τους συσχετισμούς δυνάμεων που θα προκύψουν. Πιο συγκεκριμένα, ενώ θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η πλήρης αφοσίωση στον Τραμπ των ποικίλων αστυνομικών δυνάμεων, που είναι κάτι σαν πραιτωριανοί του προέδρου, δεν υπάρχει σαφής εικόνα για τις διαθέσεις του Γενικού Επιτελείου, και γενικότερα του στρατού, που πάντως δεν δείχνει να πρόσκειται στον Τραμπ. Έτσι, το (προσωρινό) συμπέρασμα είναι ότι ενώ μεν ο Τραμπ και η κοινωνική του βάση είναι όντως αποφασισμένοι και έτοιμοι να κάνουν τα πάντα, ακόμα και εμφύλιο πόλεμο, για να διατηρηθούν στην εξουσία, παραμένει άγνωστο κατά πόσο αυτή η αποφασιστικότητά τους θα οδηγήσει σε γενική ή σε μερική εμφυλιοπολεμική σύρραξη. Με άλλα λόγια, κατά πόσο θα περιοριστεί σε μεμονωμένες πράξεις απελπισίας -και τρομοκρατίας- κάποιων ακροδεξιών πολιτοφυλακών, που δεν θα είχαν όμως σημαντικό κοινωνικό έρεισμα και αντίκρυσμα, ή θα εμπλέξει ενεργά πολλά εκατομμύρια κινητοποιημένων πιστών του Τραμπ.

Πάντως, η πόλωση της αμερικανικής κοινωνίας και το αβυσσαλέο μίσος που χωρίζει τις δυο παρατάξεις της (υπέρ και κατά του Τραμπ) είναι τέτοιο που επιτρέπει μόνο επιδείνωση της κατάστασης. Μέσα ακριβώς σε αυτό το κατακλυσμικό πλαίσιο γενικευμένης κρίσης και κατάρρευσης του δικομματισμού, η αυτονόμηση του Τραμπ από τα ποικίλα παραδοσιακά επιτελεία συνδυαζόμενη με τις -τουλάχιστον- απρόβλεπτες, “ανορθόδοξες” και όλο και περισσότερο ανισόρροπες αντιδράσεις και επιλογές του, δημιουργούν ένα ακραία εκρηκτικό κοκτέϊλ. Άμεση συνέπεια αυτής της πρωτόγνωρης κατάστασης, είναι ότι μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε “παραλογισμούς”, όπως π.χ. σε πράξεις μαζικής τυφλής βίας, μια γεύση των οποίων μας προσφέρουν ήδη σχεδόν καθημερινά οι ποικίλοι οπαδοί του Τραμπ που, παίρνοντας τοις μετρητοίς τις προτροπές του αρχηγού τους, προκαλούν λουτρά αίματος με θύματα αφρο-αμερικανούς, ισπανόφωνους ή μετανάστες…

2019 10 09 05 bernie sandersΦυσικά, καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη που θα έχουν οι εμφυλιοπολεμικοί πειρασμοί του Τραμπ θα είναι η αντίδραση της αντίπαλης παράταξης και ειδικά η ικανότητά της να αντιμετωπίσει την ακροδεξιά βία με τρόπο που θα αποθαρρύνει τη μάζα των οπαδών του Τραμπ αλλά και κρατικούς θεσμούς (όπως π.χ. ο στρατός) να συνταχθούν ενεργά με τον πραξικοπηματία πρόεδρο. Χωρίς να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες (σίγουρα, θα επανέλθουμε με σειρά κειμένων), πρέπει να παραδεχθούμε ότι η μόνη δύναμη που μπορεί να αντιπαραταχθεί σήμερα στον Τραμπ και στους οπαδούς του είναι το πελώριο ριζοσπαστικό κίνημα που οικοδομείται γύρω και πίσω από την υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς. Από εκεί και πέρα, όλα είναι πιθανά, το χειρότερο αλλά και το καλύτερο, με δεδομένο όμως ότι ενώ οι οπαδοί του Τραμπ είναι πάνοπλοι, οι αντίπαλοί τους διαθέτουν προς το παρόν μόνο τον ενθουσιασμό και την αποφασιστικότητά τους να χτίσουν ένα νέο κόσμο ριζικά διαφορετικό, πριν είναι πολύ αργά για όλους μας!…

Κλείνοντας αυτό το άρθρο και με δεδομένα τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, τολμούμε να προβλέψουμε ποια τροπή θα μπορούσαν να πάρουν οι αμέσως επόμενες εξελίξεις: Με τον Τραμπ να μην αναγνωρίζει και να καταγγέλει ως “πραξικόπημα” την κοινοβουλευτική διαδικασία καθαίρεσής του, μπορούμε λογικά να προβλέψουμε ότι δεν πρόκειται να αναγνωρίσει την οποιαδήποτε αρνητική για αυτόν απόφασή της. Μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε όμως αυτόματα στην ύπαρξη δυό αντιμαχόμενων κρατικών “εξουσιών” που η μια δεν αναγνωρίζει την άλλη. Και σε αυτή την περίπτωση, το περίφημο εφιαλτικό ερώτημα “Και αν ο Τραμπ δεν δεχτεί να εγκαταλείψει την εξουσία;”, μεταφράζεται στην πράξη στο βάσιμο πλέον ενδεχόμενο να δούμε τη μια “κρατική εξουσία” να επικαλείται τη δική της “νομιμότητα” και να προσπαθεί να συλλάβει και να εξουδετερώσει την άλλη! Και προσοχή: Εδώ που έχουμε φτάσει, μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να είναι μόνο ζήτημα χρόνου…

Σημειώσεις

1. https://www.contra-xreos.gr/arthra/1375-civil-war.html

2. Όλα αυτά και πολλά άλλα γεγονότα και εξελίξεις στην κορυφή και ειδικότερα στη βάση της βοειοαμερικανικής κοινωνίας,, καλύπτονται με πληροφορίες και αναλύσεις, κείμενα και βίντεο των ίδιων των αμερικανικών κινημάτων, προοδευτικών οργανώσεων, και ιστοσελίδων, στο Facebook που επιμελούμαστε εδώ και 3,5 χρόνια:https://www.facebook.com/GreeksForBerniesMassMovement

ΠΗΓΗ: www.contra-xreos.gr




ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ Π.Ε. «Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ»: ΨΗΦΙΣΜΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ Να αθωωθεί ο αγωνιστής Θανάσης Κούρκουλας! Στην φυλακή οι δράστες των φασιστικών επιθέσεων, όχι τα θύματά τους

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ Π.Ε. «Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ»

1ου, 3ου, 4ου, 5ου

Γραφείων Π.Ε. Α΄ Αθήνας – Κόρακα και Παπαναστασίου – Τηλέφωνο – Φαξ: 2108319372

e-mail: [email protected] 

http://www.sylaristotelis.com

Αθήνα, 11-10-2019

Προς: Τα μέλη του Συλλόγου, ΔΟΕ, Συλλόγους Εκπ/κών Π.Ε., Αιρετούς Α΄ ΠΥΣΠΕ Αθήνας, Αιρετούς ΑΠΥΣΠΕ Αττικής, Αιρετούς ΚΥΣΠΕ, Α’ ΑΠΥΣΠΕ, συντονιστές/στριες σχολικής και προσχολικής αγωγής της περιοχής μας

Θέμα: ΨΗΦΙΣΜΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Να αθωωθεί ο αγωνιστής Θανάσης Κούρκουλας!

Στην φυλακή οι δράστες των φασιστικών επιθέσεων, όχι τα θύματά τους

Στις 15 Οκτωβρίου 2019 συνεχίζεται η διακοπείσα δίκη του Θανάση Κούρκουλα, εκπαιδευτικού και μέλους της «Κίνησης Απελάστε το Ρατσισμό» μετά από την προκλητική μήνυση μέλους της ακροδεξιάς «επιτροπής κατοίκων» Αγίου Παντελεήμονα. Ο μηνυτής ήταν επί χρόνια ανοιχτά υποστηρικτής της ναζιστικής Χρυσής Αυγής.

Ο Θανάσης Κούρκουλας κατηγορείται για συκοφαντική δυσφήμιση και ψευδή καταμήνυση επειδή κατήγγειλε την βίαιη επίθεση μελών και υποστηρικτών της ΧΑ εναντίον του Αλέκου Αλαβάνου, του Θανάση Κούρκουλα και πολλών ακόμα κατά την προεκλογική περιοδεία του σχήματος «Ελεύθερη Αττική» στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010. Στην δίκη που ακολούθησε, καταδικάστηκαν αμετάκλητα 3 από τους 4 κατηγορούμενους.

Δηλώνουμε αμέριστη υποστήριξη και αλληλεγγύη στον αγωνιστή Θανάση Κούρκουλα απέναντι στη βιομηχανία μηνύσεων των ακροδεξιων σε βάρος κοινωνικών αγωνιστών προκειμένου να τρομοκρατήσουν το μαζικό κίνημα και να ξεφύγουν των ποινικών ευθυνών τους για τις δολοφονικές επιθέσεις που εξαπολύουν σε βάρος αντιφασιστών, μεταναστών και προσφύγων.

Απαιτούμε την αθώωση του Θανάση Κούρκουλα. Στη φυλακή οι νεοναζί όχι οι αγωνιστές!

ΓΙΑ ΤΟ ΔΣ

Η πρόεδρος 

Χαλικιά Τατιάνα

 

Ο γραμματέας

Σακαρετσάνος Λάμπρος