1

Μια ιστορία του Τζιμ Χίγκινς για τον τροτσκισμό -κεφάλαιο 5

https://www.marxists.org/archive/higgins/1997/locust/index.htm

Μτφρ ΑΛ

 

Kεφάλαιο 5: Η ομάδα του Κλιφ κάνει στροφή στη Ρόζα Λούξεμπουργκ στα τέλη του ’50, αποφεύγει να μπει σε περιπέτειες ενοποίησης με την Ομάδα του Χίλι.

 

“Ο Κλιφ θεώρησε ότι η Λούξεμπουργκ βόλευε. Θα τον βοηθούσε να συσπειρώσει γύρω του αυτούς που εκδιώχθηκαν από αλλού, τους υποσχόταν μια άνετη στέγη.”

Κέν Κόουτς, Εργατική Ελευθερία

Οι ζυμώσεις στην αριστερά στα μέσα της δεκαετίας του 1950, όπως είδαμε, έδωσαν νέα ώθηση σε ένα επαναστατικό κίνημα που βρισκόταν ουσιαστικά ετοιμοθάνατο και αποβλακωνόταν μέσα στην ατμόσφαιρα του Εργατικού Κόμματος. Επειδή ωστόσο τα άμεσα οφέλη δεν ήταν τόσο πολλά, ο SRG έκανε μια σοβαρή επένδυση για να βελτιώσει την προπαγανδιστική του εικόνα. Από τον Δεκέμβριο του 1956, η “Σοσιαλιστική Κριτική” άλλαξε μορφή- έγινε σαν μικρή εφημερίδα. Αυτό όχι μόνο αύξησε κατά πολύ τον χώρο για άρθρα, αλλά και έκανε το έντυπο πιο ελκυστικό από το βαρετό και μάλλον μίζερο περιοδικό σε μέγεθος Α4. Με τον Kίντρον ως αρχισυντάκτη, διευρύνθηκε η δεξαμενή συγγραφέων και βελτιώθηκε η ποιότητα  γραφής. Στα επόμενα δυο χρόνια, οι βασικές κατευθύνσεις της πολιτικής του Ομίλου (SRG) αναδείχτηκαν, αναβαθμίστηκαν και έγιναν προσβάσιμες μέσα από τις σελίδες της Σοσιαλιστικής Κριτικής.

Ο Κλιφ έγραφε για την διαρκή οικονομία των όπλων και τον κρατικό καπιταλισμό, ο Κίντρον για τη μεταλασσόμενη φύση του ρεφορμισμού και την όλο και πιο μεγάλη σημασία του να οργανωθεί η βάση της εργατικής τάξης. Ένας άλλος Νοτιοαφρικανός, ο Σέιμουρ Πέιπερτ – ένας άνθρωπος με μεγάλο ταλέντο και ένας πρώιμος μάγος ηλεκτρονικών υπολογιστών, καθώς αργότερα εφηύρε τη γλώσσα υπολογιστών «Logos» – στρατολογήθηκε από τον Κίντρον και για μερικά χρόνια συνεισέφερε σημαντικά στην αίγλη της Σοσιαλιστικής Κριτικής. Η βιβλιοκριτική του βιβλίου του Τζον Στρέιτσι, «Σύγχρονος καπιταλισμός», για παράδειγμα, που εκείνη την εποχή  ένα πολύ δημοφιλές βιβλίο, αποτελεί μια εξαιρετική επίθεση στον Στρέιτσι και, παρεμπιπτόντως, μία από τις καλύτερες αναλύσεις σχετικά με τη διαρκή οικονομία των όπλων. [1]

Ο Έρικ Χέφερ (ο οποίος μαζί με τον Χάρι ΜακΣέιν και Ι.Π. Χιουζ συγκρότησαν τη Σοσιαλιστική Ομοσπονδία Εργαζομένων – δεν είναι σαφές από τόση απόσταση να διακρίνουμε τι ακριβώς  ομοσπονδιοποίησαν) έγραφε τακτικά στο περιοδικό για εργατικά θέματα. Είναι αρκετά ενδιαφέρον, δεδομένης της καριέρας που έκανε αργότερα ως βουλευτής των Εργατικών αλλά για ένα διάστημα και υφυπουργός, ότι αρνήθηκε να γίνει μέλος του SRG  επειδή αυτό συμμετείχε στο αντιδραστικό Εργατικό Κόμμα. Για να πούμε και του στραβού το δίκιο, δεν τον άκουσε κανείς ποτέ να λέει ρητά, “Παρακολουθήστε τα χείλη μου, ΟΧΙ Εργατικό Κόμμα”.

Ένα από τα μεγάλα θέματα της περιόδου ήταν ο πόλεμος της Αλγερίας για την  ανεξαρτησία της. Το θέμα καλυπτόταν στη Σοσιαλιστική Κριτική από το μέλος της ISL Άντρε Τζιακομέτι (Νταν Γκάλιν, αργότερα ηγετική φυσιογνωμία σε μια από τις Διεθνείς Συνδικαλιστικές Ομοσπονδίες Συνδικάτων που παρέμεινε με νύχια και με δόντια καθαρή από την επιρροή της CIA). Δυστυχώς, ο SRG και ο Τζιακομέτι όπως και το Κλαμπ υποστήριξαν το MNA (Εθνικό Κίνημα της Αλγερίας) ενάντια στο FLN (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Για τον SRG, αυτό φαίνεται να οφείλεται στο γεγονός ότι το MNA βρισκόταν υπό την ηγεσία του Μεσάλι Χάτζ, ο οποίος υπήρξε κομμουνιστής τη δεκαετία του 1920. Για τον Χίλι ήταν σχεδόν βέβαιο ότι οφείλεται στο γεγονός ότι ο Μισέλ Πάμπλο και η Διεθνής Γραμματεία της Τέταρτης Διεθνούς (ISFI) υποστήριζαν τον Μπεν Μπελά και το FLN. Τελικά, τόσο η ομάδα του Χίλι όσο και αυτή του Κλιφ φάνηκαν αρκετά ηλίθιες όταν ο Μεσαλί Χατζ αποδείχθηκε επί μακρόν Γάλλος πράκτορας. (Τόσο στην Αλγερία όσο και στη μητροπολιτική Γαλλία, οι μάχες μεταξύ MNA και FLN προκάλεσαν σοβαρή  αιματοχυσία.) Η επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στη  Διεθνή Επιτροπή της Τέταρτης Διεθνούς (ICFI) [2], της οποίας ο Χίλι ήταν ο γραμματέας, και στη ISFI (του Πάμπλο) εξαιτίας αυτής της διαμάχης (MNA-FLN) έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα υβρεολογίου, ιδιαίτερα με τους αδελφούς Μπάντα, ανταλλάσσοντας και  αποτρόπαιες απειλές μεταξύ τους, κάποιες αρκετά αιμοβόρικες. Η ISFI μέσω του Πάμπλο και του ολλανδού τροτσκιστή Σαλ Σάντεν ασχολούταν με την παραγωγή πλαστών ταυτοτήτων –και πλαστών χαρτονομισμάτων, έλεγαν κάποιοι- για το FLN και οι δυο τους εξέτισαν ποινή φυλάκισης… Ο Πάμπλο, μετά την ανάληψη της εξουσίας από το FLN στην Αλγερία, έγινε “Υπουργός Εγκαταλελειμμένων Περιουσιών” στην κυβέρνηση του Μπεν Μπελά, ένα πόστο με εύστοχο όνομα, το οποίο οδήγησε τον Γκας ΜακΝτόναλντ να το αποδώσει στο γεγονός πως “παρέμενε ο Γραμματέας της 4ης Διεθνούς”.

Με τη νέα ενισχυμένη έκδοση το έντυπο ήταν σε θέση να ασχοληθεί περισσότερο με την καθημερινή πολιτική. Το ύφος του ήταν διακριτικό και ήταν ενδεχομένως ένα καλό εργαλείο για την οικοδόμηση επιρροής μέσα στο Εργατικό Κόμμα, στα συνδικάτα και στους χώρους δουλειάς. Ήταν σαφώς ένα μαρξιστικό έντυπο που έπαιρνε στα σοβαρά τον εαυτό του την πολιτική, αλλά απέφευγε την επιθετική αλαζονεία και τον σεχταρισμό που χαρακτήριζε πολλά παρόμοια έντυπα της εποχής.

Η ομάδα του Τεντ Γκραντ, η Επαναστατική Σοσιαλιστική Λίγκα (την εποχή εκείνη το βρετανικό τμήμα της USFI) κυκλοφόρησε ένα πραγματικά άθλιο περιοδικό με την ονομασία Σοσιαλιστική Πάλη. Ήταν, ευτυχώς, τόσο κακοφτιαγμένο που οι περισσότερες σελίδες του δεν διαβάζονταν- με πολλές ευχαριστίες μας για την βοήθεια που μας προσέφερε.

Το Κλαμπ, ορμώμενο από τα εξαιρετικά περιορισμένα αποθέματα  αυτοσυγκράτησης και αυτοελέγχου του Χίλι, παρήγαγε εξαιρετικά μη σεχταριστική προπαγάνδα. Το “Ενημερωτικό Δελτίο” αποτελούσε ένα επαγγελματικά σχεδιασμένο περιοδικό, το οποίο επεξεργαζόταν ο Πίτερ Φράιερ, ο οποίος, ενώ ορκιζόταν πίστη στο Εργατικό Κόμμα, ασχολιόταν πολύ περισσότερο με τα θέματα της βιομηχανικής ζώνης και τη στρατολόγηση πρώην μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος και του περιβάλλοντός τους. Ιδιαίτερη αξία για το Κλαμπ είχε και το θεωρητικό περιοδικό τους, το «Εργατική Κριτική», το οποίο εξέδιδε ο Τζον Ντάνιελς (εκπαιδευτικός και πρώην υποψήφιο μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΚ Μ.Βρ) και ο Μπομπ Σο (ένας άνθρωπος που χαρακτηριζόταν από την πλήρη αφοσίωσή του στον Τζ. Χίλι και μοιραζόταν μαζί του την απόλυτη έλλειψη αίσθησης του χιούμορ). Αυτά εν ολίγοις συγκροτούσαν ένα περιοδικό που διαβαζόταν εξαιρετικά ευχάριστα και που σίγουρα αποτέλεσε έναν από τους λόγους για τους οποίους η Λέσχη (Κλαμπ) στρατολόγησε συγκριτικά καλύτερα ανάμεσα στους απογοητευμένους από το ΚΚ.

Πέρα από το γεγονός ότι αυτές οι βελτιώσεις στα περιοδικά του SRG και του Κλαμπ ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της ανθρώπινης σκέψης, προέκυπταν επίσης από ένα  νέο περιβάλλον και την προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της εποχής. Μετά από μια μακρά περίοδο νηνεμίας ακολούθησαν σημαντικές αναταραχές. Η κρίση του ΚΚ οδήγησε στην επανεξέταση του μαρξισμού και στην αύξηση του κύρους των ποικίλλων μη σταλινικών ομάδων. Το Σουέζ και η ουγγρική επανάσταση ξύπνησαν τον ενθουσιασμό για μονοθεματικές καμπάνιες και μαζικές διαδηλώσεις. Οι παλαιές δομές, το ΚΚ στα αριστερά και το Εργατικό Κόμμα στα δεξιά, δεν μπορούσαν πλέον να συγκρατήσουν και να περιορίσουν ένα κίνημα που είχε αποκτήσει ορισμένο αυθορμητισμό, τόσο στη βάση του όσο και στην ηγεσία του. Το πιο σημαντικό από αυτά τα νέα κινήματα ήταν το CND (Campaign for Nuclear Disarmament-Καμπάνια για τον πυρηνικό αφοπλισμό) και  η ακόμα πιο αυθόρμητη πτέρυγά του, η Επιτροπή των 100. Αυτά ήταν κινήματα που μπορούσαν να οργανώσουν μαζικές διαδηλώσεις και δράσεις κι απείχαν πολύ από το να τεθούν υπό έλεγχο (των κομματικών ηγεσιών). Το CND ήταν υπερβολικά μεγάλο και ανοργάνωτο για να αποπειραθούν έστω να τις ελέγξουν οργανώσεις τόσο μικρές και άπειρες όπως ήταν τότε οι επαναστατικές ομάδες, αλλά και μόνο με την εμφάνισή τους και μιλώντας με στοιχειώδη συνοχή οι επαναστάτες μπορούσαν να επηρεάσουν πολύ ευρύτερα από τα μέλη τους. Το σύνθημα «Κάτω οι βόμβες, κάτω οι βάσεις» βρήκε πολύ μεγάλη ανταπόκριση στη βάση του CND και ιδιαίτερα στην Επιτροπή των 100.

Το κίνημα είχε επικεφαλής αρκετές αριστερές προσωπικότητες των Εργατικών, όπως τον Μάικλ Φουτ, τον Κάνον Κόλινς, τον Τζ.Μπ.Πρίσλεϊ κλπ και προσδοκούσε στην εκλογή μιας κυβέρνησης των Εργατικών που θα ικανοποιήσει τα αιτήματά του.  Ωστόσο, η πολύ πραγματική συναίσθηση του κινδύνου ενός πυρηνικού Αρμαγεδώνα διασφάλισε ότι υπήρχε μια μικρή, αλλά όχι ασήμαντη, μειοψηφία στο CND που διέκρινε ως λύση  την επαναστατική ιδέα της οργανωμένης δράσης της εργατικής τάξης κατά της πυρηνικής βόμβας, ένα συμπέρασμα που δεν απέχει πολύ από τη σοσιαλιστική ιδέα της κεντρικότητας της εργατικής τάξης για την αντιμετώπιση όλων των δεινών της κοινωνίας.

Στην αρχή του κινήματος CND, το Κομμουνιστικό Κόμμα αρνήθηκε να συμμετάσχει με το σκεπτικό ότι θα μειωνόταν η δουλειά της Βρετανικής Ειρηνευτικής Επιτροπής η οποία – σε αντίθεση με το CND – ελεγχόταν από το ΚΚ. Αυτή η άρνηση δεν ωφέλησε μόνο το CND αλλά  και τους επαναστάτες που εργαζόταν στο νέο κίνημα. Οι Διαδηλώσεις του Αλντερμάστον το 1958 και το 1959 πραγματοποιήθηκαν χωρίς την παρουσία του ΚΚ, και παρ’ όλα αυτά ήταν αξιοθαύμαστα μαζικές. Όταν έγινε φανερό ότι η Βρετανική Επιτροπή Ειρήνης έπνεε τα λοίσθια και ότι το μαζικό κίνημα ήταν το CND, οι του ΚΚ μεταπήδησαν στο CND, σαν μικρά γούνινα πλασματάκια που εγκατέλειπαν το βυθιζόμενο κίνημα ειρήνης. Έχοντας ενταχθεί στο κίνημα καθυστερημένα η επιρροή τους δεν ήταν ποτέ τόσο μεγάλη, αν και στις τοπικές επιτροπές έτειναν να προτείνουν δράσεις που δεν θα θίγουν τον τοπικό αγγλικανικό κλήρο – υπήρχαν αρκετοί παππάδες στο CND.

Μέσα στο CND, κυρίαρχη πολιτική δύναμη μακράν ήταν οι Εργατικοί-μέλη αλλά και πολύ ελπιδοφόροι ψηφοφόροι. Μια άλλη ισχυρή συνιστώσα ήταν ένα είδος μεσοαστικού φιλελεύθερου αναρχισμού και υπήρχε και μια μικρότερη πτέρυγα, η επαναστατική αριστερά.  Στην πραγματικότητα αυτό σήμαινε  τον SRG και η Λέσχη, η RSL του Γκραντ δεν είχε παρουσία στην πράξη.  Από τις δυο οργανώσεις, η Λέσχη με τις νέες της στρατολογίες από την κατάρρευση του 20ού Συνεδρίου, ήταν μακράν η μεγαλύτερη. Το εσωτερικό καθεστώς της Λέσχης είχε μαλακώσει, τόσο για να στρατολογεί όσο και για να συγκρατεί αυτά τα νέα μέλη, αν και υπήρχαν κι αυτοί του SRG που απλά ένιωθαν ότι η λεοπάρδαλη είχε απλώς αλλάξει τις βούλες της-το πούμα φυσικά είναι μια λεοπάρδαλη χωρίς καθόλου βούλες, δεν παύει να είναι όμως ένα πολύ επικίνδυνο ζώο.

Όπως αρμόζει στους επαναστάτες, η έμφαση στην εκστρατεία μέσα στο CND έπεφτε στο να δείξει ότι η εργατική τάξη είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να τερματίσει την πυρηνική απειλή για την ανθρωπότητα. Τόσο ο SRG όσο και η Λέσχη/Κλαμπ υποστήριζαν ότι παλεύουν ενάντια στις βάσεις και την ατομική βόμβα και μετά από μια περίοδο λογικά αρμονικής συνύπαρξης στις ίδιες συγκεντρώσεις και πορείες, ο SRG πρότεινε στο Κλαμπ ότι οι συντακτικές επιτροπές της Νιουσλέτερ (“Ενημερωτικό Δελτίο”) και της Σοσιαλιστικής Κριτικής θα έπρεπε να πραγματοποιούν κοινές συνεδριάσεις για τον συντονισμό και την αύξηση της αποτελεσματικότητας του έργου τους.

Δεν ήταν λοιπόν περίεργο, όταν έφτασε μια επιστολή της 10ης Μαΐου 1958 από το Βρετανικό Τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς και υπογραφόταν από τον Μπερνς (κομματικό ψευδώνυμο του Χίλι). Η επιστολή περιέγραφε τη συμφωνία που είχαν οι δύο οργανώσεις για τη δουλειά στο CND και τη συμφωνία τους στο ζήτημα της Αλγερινής επανάστασης και δήλωνε ότι “παρά τις σημαντικές διαφορές στην ταξική φύση της Σοβιετικής Ένωσης, έχουμε έρθει πιο κοντά”. Πρότεινε:

α. Άμεση ανταλλαγή κειμένων που να αναλύουν τις προοπτικές των δυο ομάδων για την οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος στη Βρετανία.

β.  … Μια μεικτή επιτροπή … έξι μελών από κάθε οργάνωση, … για να επεξεργαστούμε τους τρόπους και τα μέσα για να οργανώσουμε την ενοποίηση.

γ. Η επιτροπή αυτή θα διοργανώσει κοινές συναντήσεις των συντακτικών επιτροπών, συντονισμό της δουλειάς στα συνδικάτα, τη νεολαία και το Εργατικό Κόμμα, ανταλλαγή εισηγητών και κοινές συνεδριάσεις …

δ. Η επιτροπή θα διατυπώσει τους όρους ενοποίησης, οι οποίοι θα είναι αμοιβαία αποδεκτοί για τα μέλη και των δύο οργανώσεων.

Σύμφωνα με τον Κλιφ, η αρχική απάντηση του SRG στην πρόταση ενοποίησης ήταν θετική. Μόνο η μειοψηφία, των Tσέινι Ρόζενμπεργκ, Τζιν Τάιτ και του ίδιου του Κλιφ, ήταν αντίθετη στην ενοποίηση με το Κλαμπ. Οι λόγοι για αυτό δεν είναι ξεκάθαροι, αλλά μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η σχετική επιτυχία του Χίλι στην στρατολόγηση αντιφρονούντων του ΚΚ έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να δημιουργηθεί ενθουσιασμός για την ενοποίηση. Ο Κλιφ δεν έμεινε για πολύ καιρό στη μειοψηφία.  Σε συνομιλία μαζί μου ισχυρίστηκε ότι η αλλαγή στη στάση της πλειοψηφίας προέκυψε από την άρνηση του Χίλι να δημοσιεύσει ένα άρθρο του Κλιφ για  τον κρατικό καπιταλισμό, στο θεωρητικό περιοδικό του Κλαμπ, την «Εργατική Κριτική».

Όποιος και αν ήταν ο λόγος, η απάντηση απεστάλη στο Κλαμπ στις 26 Ιουνίου 1958, υπογεγραμμένη από τον Ρόμπιν Φίορ για λογαριασμό της  εκτελεστικής επιτροπής του SRG. (Ο Φίορ ήταν ένας εξαιρετικά ταλαντούχος σχεδιαστής, αν και ελαφρώς εκκεντρικός. Αυτός ήταν, νομίζω, που επινόησε τη δεκαετία του 1960 τον μηχανισμό που έκανε δυνατή την κατάργηση της γραφής με κεφαλαία και τη γενική καθιέρωση της γραφής με πεζά γράμματα. Κάποτε του ανατέθηκε να σχεδιάσει και να τυπώσει το πρόγραμμα για ένα θεατρικό έργο του Μπρένταν Μπίαν στο Θέατρο Ρόγιαλ Στράτφορντ Ιστ. Τελικά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το πρόγραμμα. Παρ ‘όλα αυτά, εμφανίστηκε τη νύχτα της πρεμιέρας, με ένα δωρεάν εισιτήριο, διαφημίζοντας φωναχτά την παραγωγή. Μου είπαν ότι τώρα ζει στην Πορτογαλία.)

Όπως θα περίμενε κανείς, η επιστολή ήταν καλογραμμένη και δομημένη με παραγράφους ανά σημείο. Λαμβάνοντας υπόψη τον έμφυτο τυπογραφικό συντηρητισμό των επαναστατών, χρησιμοποιήθηκαν τόσο τα κεφαλαία όσα και τα πεζά γράμματα.  Αυτή, ωστόσο, ήταν η μόνη παραχώρηση στις ευαισθησίες του Χίλι. Στην πρώτη παράγραφο, η επιστολή καταδίκαζε τη θεωρία της Λέσχης περί Εργατικού Κράτους (για τη Ρωσία), την ευγένειά τους με τον σταλινισμό, την προηγούμενη υποστήριξή τους στον Πάμπλο και τη θέση του για τους «αιώνες εκφυλισμένων εργατικών κρατών», καθώς και τα πολιτικά ζιγκ-ζαγκ του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία πριν και μετά τη ρήξη του με την Κομινφόρμ.

Η δεύτερη παράγραφος έκανε κριτική στην έλλειψη δημοκρατίας στο Κλαμπ. Αντιπαρέθετε τις ανοιχτές συζητήσεις την περίοδο του Λένιν ενάντια στις πρακτικές του σταλινισμού. Υπογράμμιζε ότι εντός SRG, όταν υπήρχαν διαφορές προβάλλονταν στην εφημερίδα. Συνέχιζε λέγοντας ότι γνωστές διαμάχες μέσα στο Κλαμπ δεν είχαν δημοσιευτεί ακόμα στην εφημερίδα «Ενημερωτικό Δελτίο». Σε μια τελεσίδικη και ηχηρή διατύπωση, που θα μπορούσε, με κάποιο αντίτιμο, να κεντηθεί σε εργόχειρο και να κρεμαστεί σε τοίχο των γραφείων του SWP, έλεγε: «Μέχρι να συμφωνήσουμε ότι όλες οι γενικές πολιτικές διαφορές πρέπει να συζητηθούν ανοιχτά, ειλικρινά , και δημοκρατικά, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το έδαφος είναι έτοιμο για την ενοποίηση των δύο οργανώσεων”.

Αυτό, βέβαια, ήταν και το τέλος όλων των συζητήσεων περί ενοποίησης  και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εάν είχε πραγματοποιηθεί η ένωση, οι σύντροφοι του SRG δεν θα τα είχαν καταφέρει καλύτερα από ό, τι το 1950. Το επεισόδιο αυτό δεν έχει πολύ ενδιαφέρον,  εκτός από το γεγονός ότι φωτίζει κάπως καλύτερα κάπως τη φύση του SRG. Για παράδειγμα, η επιστολή του Φίορ είναι σωστή σε ό,τι αφορά τις διαφορετικές απόψεις που εκφράζονται στις σελίδες της Σοσιαλιστικής Κριτικής. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, ο Όμιλος είχε απομακρυνθεί αρκετά από τις ρίζες της στην Τέταρτη Διεθνή. Κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, ο SRG προσπάθησε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προέκυπταν από το γεγονός ότι ο καπιταλισμός, κόντρα σε όλες τις προσδοκίες, επιβίωσε από τον πόλεμο και σαφώς επεκτάθηκε και ότι οι προβλέψεις ότι καταρρέει ακούγονταν όλο και πιο ανόητες κάθε χρόνο που περνούσε.

Το επαναστατικό κίνημα δεν αναπτυσσόταν με κανέναν τρόπο ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στο τεράστιο μέγεθος των καθηκόντων που ετίθεντο μπροστά του ή έστω στις φιλοδοξίες του. Η Σοσιαλδημοκρατία, μετά την πρώτη έκρηξη ενθουσιασμού το 1945, έχανε σταδιακά τη δική της υποστήριξη. Ο βασικός λόγος για τη μακρά άνθηση ήταν, σύμφωνα με τον SRG, η διαρκής οικονομία των όπλων. Η αργή παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας ως ξεχωριστής πολιτικής δύναμης εξηγήθηκε στη βάση μιας συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που όλο και περισσότερο απομακρυνόταν από τα μέλη της και τις προσδοκίες τους, ενώ ταυτόχρονα εμπλεκόταν τόσο με τη διακυβέρνηση σε όλες τις μορφές της, όσο και με τους εργοδότες , σε έναν συνεταιρισμό σχεδιασμένο έτσι ώστε να εξασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη σε βάρος της εργατικής τάξης. Η αρένα όπου στην πράξη κρινόταν ήταν το σωματείο και η καθημερινή ηγεσία των εργατών ήταν οι εκλεγμένοι συνδικαλιστές κι άλλοι εκπρόσωποι της βάσης του σωματείου.

Αυτές οι επαναστατικές ιδέες που δημιουργούσαν έναν ολοένα πιο συνεκτικό πολιτικό ιστό, συνοδεύονταν παράλληλα κι από την απομάκρυνση από τις οργανωτικές μορφές του παρελθόντος. Εν πολλοίς αυτό εκφράστηκε με την έμφαση στα δημοκρατικά πρότυπα, τη στροφή του ενδιαφέροντος στην εργατική βάση και τα  λάθη του ρεφορμισμού, που βρήκαν θεωρητική θεμελίωση στο έργο της Ρόζα Λούξεμπουργκ. Το πλήρες ξεδίπλωμα αυτής της διαδρομής ήρθε με τη συγγραφή ενός βιβλίου 96 σελίδων, το «Ρόζα Λούξεμπουργκ: μια μελέτη» από τον Τόνι Κλιφ. (Η παράθεση παραρτημάτων με πεζά γράμματα και το πλατύ περιθώριο στα αριστερά των σελίδων ήταν ένα δώρο του Φίορ που δεν υπάρχει πιά. Η τρίτη έκδοση του ίδιου έργου καταφέρνει να περιλαμβάνει μια μεροληπτική, για να μην πούμε κουραστική, εισαγωγή της Λίντσεϊ Τζέρμαν και παρ’ όλα αυτά να παραμένει κατά έξι σελίδες συντομότερη.) Το βιβλίο αυτό γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1959, αλλά παρουσιάστηκε τον Ιανουάριο του επόμενου έτους. Όπως ανακοίνωνε η διαφήμιση: «41 χρόνια μετά τη δολοφονία της, 1 χρόνο μετά το χρονοδιάγραμμα, 11 μήνες μετά την αρχική ανακοίνωση και 4 μήνες μετά τη βιβλιοπαρουσίαση, είμαστε στην ευχάριστη θέση να παρουσιάσουμε το «Ρόζα Λούξεμπουργκ». Σε αυτή την πρώιμη κατά 4 μήνες βιβλιοπαρουσίαση (Σοσιαλιστική Κριτική, τεύχος 9, No.12, Σεπτ. 1959), ο Μάικλ Κίντρον, παρά τις κάπως υπερενθουσιώδεις υπερβολές έδωσε αρκετά αξιόπιστα στοιχεία που δείχνουν τη στάση του SRG απέναντι στην επαναστατική παράδοση. Η Λούξεμπουργκ ήταν: “… ίσως η μεγαλύτερη αγωνίστρια της ανθρωπότητας που έχει γεννήσει ποτέ  το δυτικό προλεταριάτο από την εποχή του Μαρξ και του Ένγκελς … δεν μπορεί να χωρέσει στα αποκαΐδια της σοσιαλδημοκρατίας ή του σταλινισμού. Ακόμη και οι μικροσκοπικές ομάδες μόνο κατ’ όνομα τροτσκιστών τη θεώρησαν υπερβολικά ανήσυχο πνεύμα της για να την τοποθετήσουν στην πινακοθήκη με τις θεότητές τους … η σπουδαιότερη δασκάλα της εποχής μας, μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τις απομονωμένες σοσιαλιστικές μειοψηφίες του σήμερα … Κανείς δεν μπορεί να αντικρούσει  τα επιχειρήματά της ενάντια στο σύστημα και τους ανθρώπους του συστήματος, την δειλή και πολυπλόκαμη γραφειοκρατία που αναπτυσσόταν στο κίνημα επί των ημερών της και σήμερα εξακολουθεί να είναι εκεί. Κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει την απεριόριστη πίστη της στην πρωτοβουλία της εργατικής τάξης, με τη συνειδητή αυτοδιευθυνόμενη δράση της εργατικής τάξης … Η βαθιά κατανόησή της για τον ρόλο της ηγεσίας … την οδήγησε σε μάχη όχι μόνο εναντίον των Γκάιτσκελς (στΜ Γκάιτσκελ, αρχηγός των Εργατικών στην Αγγλία) του γερμανικού εργατικού κινήματος αλλά και εναντίον του Λένιν των πρώιμων, καταδιωκόμενων μπολσεβίκων ». Από όλα αυτά πιθανότατα θα έχετε συμπεράνει ότι εάν η Λούξεμπουργκ δεν βρισκόταν στο κορυφαίο σκαλί του Πάνθεου, αυτό ισχύει μόνο γιατί ο Μαρξ και ο Ένγκελς καταλάμβαναν αυτή τη θέση.

Η μόνη -ανεπαίσθητη- κριτική που ο Κίντρον ένιωσε την ανάγκη να κάνει είναι: “Μερικές φορές η λογική των ιδεών οδηγεί τον συγγραφέα [τον Κλιφ – σ. Τζ.Χ.] να ξεφύγει από το θέμα του, αποδίδοντάς της πλήρως έναν ειρμό σκέψεων περισσότερο δικό του παρά δικό της.” Ο αντικειμενικός παρατηρητής μπορεί να νιώσει ότι η κατάσταση (που περιγράφει εδώ η κριτική) έχει μετατραπεί από οξεία σε χρόνια μέσα από όλο αυτό το μακρύ ταξίδι (του Κλιφ) από τη Λούξεμπουργκ στον Τρότσκι, παίρνοντας και τον Λένιν στο δρόμο.

Ό, τι και αν μπορεί να σκεφτόμαστε για την έμφαση σε αυτή τη λατρεία της Λούξεμπουργκ,  αποτέλεσε σίγουρα μια ανάσα φρέσκου αέρα μέσα στην πεπαλαιωμένη τροτσκιστική ορθοδοξία της δεκαετίας του ’50. Η μόνη από τις επαναστατικές ομάδες που είχε αξιοποιήσει τον χρόνο με γόνιμο τρόπο ήταν ο SRG. Στην πραγματικότητα επιχειρούσε μια συνολική ανάλυση του καπιταλισμού, του ρεφορμισμού και του σταλινισμού μαζί, παράλληλα με μια αξιόπιστη στρατηγική για το προχώρημα της εργατικής τάξης, ενταγμένη στο πλαίσιο που ενθάρρυνε τη δράση της ίδιας της τάξης, και το ανοιχτό πνεύμα μέσα σε ένα πραγματικά  δημοκρατικό πλαίσιο. Αυτά αποτελούσαν μια πραγματική πρόοδο του Ομίλου που είχε τις καταβολές του στο RCP,  τέτοια που δυνητικά θα μπορούσαν την καταστήσουν ισχυρό πόλο έλξης. Αν τα πρώτα δέκα χρόνια ήταν μια απογοήτευση, με όλες τις μεγάλες ελπίδες μιας θεωρητικά ανανεωμένης Τέταρτης Διεθνούς συντετριμμένες, τα επόμενα δέκα χρόνια ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, η δικαίωση για όλα αυτά τα φαινομενικά χαμένα χρόνια.

 

Σημειώσεις

1. Σοσιαλιστική Κριτική, τόμος 6, Νο 6, Μάρτιος 1957 

2. H ιστορία της ISFI και της ICFI είναι περίπλοκη και όχι για εκείνους με αδύναμα στομάχια, αλλά εν συντομία ο Πάμπλο και ο Ζερμέιν (τα ηγετικά πνεύματα της ISFI) επέμεναν στον βαθύ μακρόχρονο εισοδισμό στα Κομμουνιστικά και Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα και υπέστησαν  φράξιες από εκείνα τα τμήματα που αντιτίθεντο  στη στρατηγική αυτή – ουσιαστικά από το γαλλικό και το αμερικάνικο τμήμα. Όταν η διαμάχη έφτασε στη διάσπαση το 1953, ο Χίλι πήγε μαζί με τους Αμερικανούς και την πλειοψηφία του γαλλικού τμήματος και έγινε γραμματέας της νέας  ICFI. Μέχρι το 1963 οι Αμερικανοί συμφώνησαν με την ISFI για τον ενθουσιασμό τους με την κουβανική επανάσταση και ενώθηκαν μαζί τους για να σχηματίσουν την Ενιαία Γραμματεία της Τέταρτης Διεθνούς (USFI). Ο Χίλι και η γαλλική ομάδα υπό την ηγεσία του Λαμπέρτ κατήγγειλαν αυτή τη σύντηξη και αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, συνεχίζοντας με την ICFI.




Η επαναστατική εφημερίδα- Αποτυχημένες εφημερίδες/H επαναστατική εφημερίδα και το κόμμα

Toυ Κρις Χάρμαν (1984)

Μτφρ ΑΛ

https://www.marxists.org/archive/harman/1984/xx/revpress.html

 

Αποτυχημένες εφημερίδες

Η αδυναμία των εφημερίδων να προσαρμοστούν στην περίοδο της υποχώρησης και της απογοήτευσης μπορεί να τις οδηγήσει σε πλήρη αποτυχία να συσπειρώσουν τη μειοψηφία των αγωνιστών που αντιστέκεται στην κάμψη του κινήματος. Ο απλούστερος δρόμος και και συχνά ο πιο δελεαστικός είναι να προσπαθήσεις να διατηρήσεις τη δημοτικότητα της εφημερίδας αντιγράφοντας το ύφος και το περιεχόμενο του πλατιάς απεύθυνσης αστικού τύπου. Οποιοσδήποτε έχει ασχοληθεί με την έκδοση εφημερίδας έχει ακούσει την κραυγή : “θα μπορούσαμε να πουλάμε περισσότερο αν μοιάζαμε πιο πολύ με τις δημοφιλείς καθημερινές εφημερίδες”. Αυτό δεν είναι τίποτα καινούριο. Ένας τρόπος με τον οποίο οι ριζοσπάστες εκδότες προσπάθησαν να διατηρήσουν την πλατιά αναγνωσιμότητα της εφημερίδας μετά την κατάρρευση του Χαρτισμού ήταν να τυπώσουν εφημερίδες γεμάτες με ζοφερές περιγραφές εγκλημάτων, σεξουαλικών σκανδάλων, αθλητικών γεγονότων κλπ- στην πραγματικότητα ριζοσπαστικές εφημερίδες όπως η Reynold’s News έπαιξαν πρωτοπόρο ρόλο στην εξέλιξη του κυριακάτικου τύπου. Επίσης, η επίσημη εφημερίδα των Εργατικών, ο προπολεμικός ανταγωνιστής της Herald, η Daily Citizen συνειδητά ξεκίνησε να μιμείται τον υπόλοιπο δημοφιλή τύπο (εκδιδόταν από  τον πρώην εκδότη της μετέπειτα κορυφαίας σε πωλήσεις εφημερίδας, της Daily Mail). Όταν η ίδια η Herald πέρασε στα χέρια της TUC και της Odhams, ακολούθησε την ίδια διαδρομή. Ωστόσο το αποτέλεσμα της αναζήτησης δημοτικότητας με αυτόν τον τρόπο αναπόφευκτα υποβαθμίζει μια σοβαρή παρουσίαση της σοσιαλιστικής επιχειρηματολογίας. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει μια πολύ στενή συσχέτιση του πλατιού αστικού τύπου με την ιδεολογική λειτουργία του.

Μια σοσιαλιστική εφημερίδα προσπαθεί να τροφοδοτήσει τους αναγνώστες της με μια συνεκτική οπτική για τον κόσμο, με την οποία κάθε νέα είδηση εντάσσεται σε ένα ξεκάθαρο σχέδιο, καθιστώντας τους ικανούς να κατανοούν τις πραγματικές δυνάμεις της σοσιαλιστικής εξέλιξης και πώς αυτές μπορούν να μετασχηματιστούν. Αντίθετα, ο σκοπός των πλατιάς κυκλοφορίας αστικών φυλλάδων είναι φρενάρουν το προχώρημα αυτής της συνεκτικής κατανόησης του κόσμου. Πρέπει να κάνουν την τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα να μοιάζει ότι αποτελείται από μια μάζα άσχετων και ανεξέλεγκτων τυχαίων γεγονότων. Όπως ανέδειξε ο Ούγγρος Κομμουνιστής Adalbert Fogararsi σε ένα πρωτοπόρο άρθρο το 1921, αυτό το πετυχαίνουν παρουσιάζοντας «ειδήσεις» σαν ένα πλήθος άσχετων τεμαχιδίων πληροφορίας: «πετυχαίνουν το συστηματικό προχώρημα της άγνοιας με τη μορφή μετάδοσης ένα σωρό γνώσεων και πληροφοριών… Ο αστικός τύπος προσπαθεί να διαμορφώσει τη δομή της συνείδησης των αναγνωστών με τέτοιον τρόπο  ώστε να τον καταστήσει ανήμπορο να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα, να συσχετίσει αιτίες και αποτελέσματα, να εντάξει τα μεμονωμένα γεγονότα στο συνολικό πλαίσιο που τα περιβάλλει, να αφομοιώσει με λογική τη γνώση στην άποψή του…Σε αυτήν τη διαδικασία η συνείδηση του αναγνώστη πρέπει να διατηρείται σε μια κατάσταση μόνιμης ανασφάλειας, αβεβαιότητας και σύγχυσης…» (μεταφρασμένο στη  Radical America, Μάης-Ιούνης 1969).

Ο αναγνώστης καθοδηγείται να πιστεύει ότι υπάρχει πραγματική αξία και πραγματικό ενδιαφέρον στη μάθηση  κάθε είδους πληροφορίας γύρω από πράγματα που στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία σχέση με τη ζωή του- τα κατορθώματα της βασιλικής οικογένειας, τη σεξουαλική ζωή των σταρ του κινηματογράφου, τη συμπεριφορά των κορυφαίων αθλητών, την κατάταξη των δίσκων της ποπ, τις προβλέψεις των αστρολόγων, την πιο μικρή λεπτομέρεια για ένα έγκλημα. Δημιουργείται μια κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι νιώθουν ότι δεν μπορούν να συμμετέχουν σε κανονικές συζητήσεις με άλλους ανθρώπους αν δε γνωρίζουν όλα αυτά τα πράγματα. Ωστόσο τα πληροφοριακά «μεζεδάκια» σπάνια είναι ιδεολογικά ουδέτερα. Παίρνουν ως δεδομένη την αποδοχή της μοναρχίας, την αντιμετώπιση των γυναικών σαν εμπόρευμα, το αναπόφευκτο του ανταγωνισμού, την ταύτιση με τη χώρα «σου» ενάντια σε όλες τις άλλες χώρες σε κάθε πεδίο (από την επιστήμη μέχρι τον πόλεμο).  Μια σοσιαλιστική εφημερίδα που αναλώνεται στη μετάδοση αυτού του είδους των «ειδήσεων» σύρεται αναπόφευκτα στη διασπορά  ενός κάρου άχρηστων πληροφοριών που επιβεβαιώνουν την ισχύουσα τάξη πραγμάτων. Γι αυτό οι θέσεις της Κομιντέρν ήταν αρκετά σωστές όταν επέμεναν ότι «οι εφημερίδες μας δεν πρέπει να ικανοποιούν τη δίψα του κοινού για «πιπεράτες» ειδήσεις ή τη ρηχή διασκέδαση». Στη άνοδο του κινήματος αυτό δεν εμποδίζει τις επαναστατικές εφημερίδες να είναι οι ίδιες πολύ δημοφιλείς. Η εμπειρία του αγώνα οδηγεί τους εργάτες να ψάξουν για την πραγματική κατανόηση της θέσης τους και την πραγματική ζωντανή ατμόσφαιρα που επικρατεί στον αγώνα και όχι για τη χειραγώγηση της υποκατάστασης και της ταύτισης με τα κατορθώματα των βασιλιάδων, των σταρ ή των αθλητικών ομάδων. Στην κάμψη του κινήματος, ωστόσο,  αυτό σημαίνει οπωσδήποτε ότι η σοσιαλιστική εφημερίδα κριτικάρεται από τους απολίτικους εργάτες για το ότι δεν περιέχει τα θέματα που θέλουν (είτε είναι αθλητικές ειδήσεις είτε μια σελίδα με τσόντες). Αντί να νιώσουν πως αυτό σημαίνει ότι κάτι δεν κάνει σωστά η εφημερίδα, οι σοσιαλιστές πρέπει να το κατανοήσουν απλά σαν μια αντανάκλαση της έλλειψης δημοτικότητας για τις επαναστατικές ιδέες, κάτι που δεν θα διαρκέσει για πάντα.

Ένα δεύτερο λάθος που γίνεται μερικές φορές είναι να πέφτουνε (οι σοσιαλιστές) στην παγίδα της έκδοσης μιας εφημερίδας που μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο από τους μυημένους. Η ιταλική οργάνωση Democracia Proletaria (Εργατική Δημοκρατία) έκανε αυτό το λάθος με την (πρώτα καθημερινή και μετά βδομαδιάτικη) Quotidiano dei Lavoratori που απευθυνόταν βασικά στη ριζοσπαστική διανόηση και όχι στους αγωνιστές των εργασιακών χώρων.Στην πραγματικότητα, αφού δεν καταπιανόταν με το τι πραγματικά γινόταν στο εργατικό κίνημα, δεν είχε να πει πολλά ούτε στους διανοούμενους. Μια παρόμοια εκδοχή του ίδιου λάθους έχει επαναληφθεί από πολυάριθμες σέχτες, που αντιδρούν στην κάμψη του κινήματος απλά επαναλαμβάνοντας τις ιδρυτικές αρχές τους, χωρίς να ασχοληθούν καθόλου με το επείγον ζήτημα του “τι να κάνουμε”. Αντί να υπερασπίζονται καθαρά και σθεναρά τις γενικές ιδέες του Μαρξισμού δένοντάς τες με τις δυσκολίες κι εμπειρίες της αγωνιστικής μειοψηφίας, οσοδήποτε μικρή κι αν αυτή είναι, απλά συνομιλούν με τον εαυτό τους και καταλήγουν στο πουθενά. Ένα κάπως παρόμοιο λάθος γίνεται από αυτούς τους σοσιαλιστές που βλέπουν τα μη ταξικά κινήματα να ανθίζουν, ενώ οι εργατικοί αγώνες είναι σε χαμηλό επίπεδο, κι αφιερώνουν τις εφημερίδες τους σε αυτά. Έχουν υπάρξει πολλά παραδείγματα εφημερίδων της ευρωπαϊκής επαναστατικής αριστεράς που ήταν κάτι σαν συλλογή εμπειριών από τα διάφορα κινήματα- μια σελίδα για την οικολογία , μια σελίδα για τις καμπάνιες ειρήνης, μια σελίδα για το φεμινιστικό κίνημα, μια σελίδα για τα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα, μια σελίδα για τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας και μια σελίδα για τις δράσεις στα συνδικάτα, χωρίς καμιά προσπάθεια να τις εντάσσουν σε ένα ενιαίο σχέδιο συνολικού αγώνα στον οποίο ο ρόλος της εργατικής τάξης είναι αποφασιστικός. Τέτοιες εφημερίδες δεν έχουν τίποτα να πούνε στους εργάτες που θέλουν να παλέψουν, και συνήθως δεν έχουν να πούνε κάτι κανούριο ούτε στα «κινήματα».

Ένα άλλο λάθος που μπορεί να γίνει είναι να φτιάξουν μια «ψευδο-αγκιτατόρικη» εφημερίδα. Αυτή μοιάζει σαν εφημερίδα που αντανακλά μια άνοδο του κινήματος. Γράφεται σε γλώσσα που οι εργάτες χρησιμοποιούν στην καθημερινότητά τους ,είναι γεμάτη με περιγραφές συναρπαστικών μαχών και του τρόμου του συστήματος γι αυτές. Ωστόσο αυτή η πραγματικότητα είναι εντελώς ψεύτικη, αφού αν και γίνονται κατά περιόδους αγώνες μεγάλης κλίμακας, αυτοί είναι αμυντικοί και συνήθως χάνουν. Αντί να παρέχει στους αγωνιστές την επιχειρηματολογία για να αναμετρηθούν με αυτήν την κατάσταση, η εφημερίδα με την πλαστή εικόνα του ενθουσιασμού και των επιτυχιών απλά αφήνει τους αναγνώστες της αδιάφορους.

Τυπικό παράδειγμα του πώς μπορεί να γίνει αυτό ήταν αυτό που συνέβη με τις εφημερίδες του βρετανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τη Workers Weekly κι έπειτα με τη Daily Worker στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές του ‘30. Μετά από διαδοχικά αλλόκοτα πειράματα (για λεπτομέρειες βλέπε το χρήσιμο άρθρο της Jane Ure Smith στο IS 2: 18), το κόμμα πέτυχε να μετατρέψει την Workers Weekly σε μια καλή εργατική εφημερίδα αγκιτάτσιας τα χρόνια 1924-25. Αν διάβαζες την εφημερίδα εκείνα τα χρόνια, ένιωθες ότι οι άνθρωποι που την εξέδιδαν είχαν διδαχτεί από τα θετικά της παλιάς Daily Herald.

Αλλά τότε εγκαινιάστηκε η σταλινική έφοδος της «τρίτης περιόδου» στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και αυτό οδήγησε τους εκδότες να μην μπορούν να συμβαδίσουν με την τρομερή υποχώρηση που γνώρισαν τα συνδικάτα στην Αγγλία. Το ύφος της εφημερίδας γινόταν ολοένα και πιο μαχητικό και καλούσε σε περισσότερη δράση, ενώ η διάθεση των μαζών έπεφτε. Και η τάση επιδεινώθηκε με τη μετατροπή της εφημερίδας σε καθημερινή. Αν και η εφημερίδα φαινόταν να παρουσιάζει συναρπαστικά γεγονότα, δεν ήταν ακριβώς αυτός ο τρόπος που τα αντιλαμβάνονταν οι ίδιες οι εργατικές μάζες που εμπλέκονταν, οι οποίοι δέχονταν τη μια οδυνηρή ήττα πίσω από την άλλη. Στην πραγματικότητα το ψευδο-αγκιτατόρικο ύφος εμπόδιζε οποιαδήποτε αντικειμενική ανάλυση του τι πραγματικά συνέβαινε στην τάξη ή οποιαδήποτε διαυγή παρουσίαση των ιδεών που χρειάζονταν οι αγωνιστές για να επιβιώσουν σε μια τέτοια περίοδο. Κι έτσι, αντί να βοηθήσει στο χτίσιμο του κόμματος, η καθημερινή εφημερίδα ήταν τα πρώτα χρόνια της ένας επιπρόσθετος παράγοντας που μείωνε τον ενθουσιασμό και την αγωνιστικότητα των μελών.

Τέλος η πιο κλασσική μορφή ίσως της εφημερίδας στην κάμψη του κινήματος είναι η εφημερίδα που περιέχει προπαγάνδα και αναλύσεις για το πόσο κακό είναι το υπάρχον σύστημα, αλλά από την άλλη ελάχιστη καθαρή ανάλυση για το τι να κάνουμε γι αυτό. Ο τύπος αυτός της εφημερίδας είναι δημοφιλής, ωστόσο στην πραγματικότητα το ακροατήριο είναι μικρό και τη βαριέται.  Τυπικά παραδείγματα στη Βρετανία σήμερα είναι η Labour Herald, η Morning Star και η Militant. Σε όλες θα δεις αναλύσεις για το πόσο άσχημα συμπεριφέρονται οι Τόρις στο λαό, ή πόσο άσχημες είναι οι συνθήκες για τους ανέργους, για το ελεεινό σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας ή για τη στέγαση των δήμων. Αλλά καμιά δεν αναλύει σοβαρά την κατάσταση του εργατικού κινήματος και δεν εξηγεί λεπτομερώς τι να κάνουμε για να σπάσουμε τον κύκλο των ηττών.

H επαναστατική εφημερίδα και το κόμμα

Πολύ πετυχημένες επαναστατικές εφημερίδες πρωτοκυκλοφόρησαν σε περιόδους της ανόδου του κινήματος χωρίς καμιά οργάνωση από πίσω τους. Στοίχισαν σημαντικά τμήματα του κόσμου πίσω τους και δημιούργησαν ρεύματα που άρχισαν να εκπληρώνουν το ρόλο του των κομμάτων. Τέτοιες ήταν όπως είδαμε οι περιπτώσεις των L’Ami du Peuple, Northern Star και Daily Herald. Εξάλλου ο Τρότσκι της ανεπιτυχούς προσπάθειας (για να φτιάξει πετυχημένη εφημερίδα) των χρόνων 1908-12 γνώρισε πολύ μεγαλύτερη επιτυχία τη χρονιά της επανάστασης, το 1905. Γράφει στην αυτοβιογραφία του ότι είχε φτιάξει εφημερίδες που γνώρισαν μακράν μεγαλύτερη επιτυχία από τον μπολσεβίκικο τύπο: «με τον Πάρβους ξεκινήσαμε την παντελώς άγνωστη Russian Gazette και τη μετατρέψαμε σε όργανο μάχης των μαζών. Σε λίγες μέρες μόνο η κυκλοφορία εκτοξεύτηκε από τις  30,000 στις 100,000. Ένα μήνα μετά έφτασε στο μισό εκατομμύριο… Στις 13 Νοέμβρη, σε συνεργασία με τους Μενσεβίκους βάλαμε μπρός τη δημιουργία ενός μεγάλου πολιτικού οργάνου, της Nachalo.Η κυκλοφορία της έκανε άλματα. Χωρίς το Λένιν η μπολσεβίκικη Novaya Zhizn ήταν αρκετά μονότονη…. Η Nachalo από την άλλη γνώριζε εκπληκτική επιτυχία… Ο Κάμενεφ, ένας από τους εκδότες της, μου περιέγραφε έκ των υστέρων ότι παρακολουθούσε μια μέρα τις πωλήσεις των εφημερίδων στο σταθμό… Η ζήτηση αφορούσε μόνο επαναστατικές εφημερίδες. «Nachalo, Nachalo», ακουγόταν από τα αδημονούντα πλήθη, μετά «Novaya Zhizn», και μετά ξανά  «Nachalo, Nachalo, Nachalo».  «Είπα από μέσα μου τότε», ομολόγησε ο Κάμενεφ, «Αυτοί στη Nachalo γράφουν καλύτερα από εμάς». » (Η ζωή μου, Νέα Υόρκη 1960, σελ 178) . Σε τέτοιες καταστάσεις κυριολεκτικά η εφημερίδα πουλάει από μόνη της. Μπορεί να βοηθήσει στο χτίσιμο ενός κόμματος, αλλά δεν  προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κόμματος για να γνωρίσει βραχυπρόθεσμη επιτυχία.   Τα πράγματα γίνονται τελείως διαφορετικά στην περίοδο της υποχώρησης και της απογοήτευσης. Σε τέτοιες συνθήκες, η επαναστατική εφημερίδα δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς μια επίπονη συστηματική προσπάθεια που μόνο ένα κόμμα μπορεί να καταβάλει. Ο Τρότσκι το κατάλαβε όταν αποπειράθηκε να βγάλει την Βιενέζικη Pravda διακινώντας την σχεδόν μόνος του. Λόγω οικονομικής αδυναμίας την έβγαζε πολύ σποραδικά- μόνο πέντε φύλλα κυκλοφόρησαν τον πρώτο χρόνο έκδοσής της. Αλλά πιο δύσκολο από το γράψιμό της ήταν  διακίνησή της παράνομα στη Ρωσία. Ο εκδότης έκανε έκκληση στους αναγνώστες να στηρίξουν, παραπονούμενος ότι αρκετές στοίβες εφημερίδων είχαν κολλήσει στα ρωσικά σύνορα και δεν μπορούσαν να προωθηθούν λόγω της μη καταβολής 50 ρουβλιών, τα χειρόγραφο υλικό για το νέο φύλλο ήταν στοιβαγμένο στο γραφείο του και δεν μπορούσε να το στείλει για εκτύπωση, η (Βιενέζικη) Πράβντα υποχρεώθηκε να σταματήσει την επικοινωνία με τους αναγνώστες της στη Ρωσία αφού δεν μπορούσε να ανταποκριθεί οικονομικά στα ταχυδρομικά τέλη.. (The Prophet Armed, Λονδίνο, 1954, σελ. 192)

Τα οικονομικά προβλήματα λύθηκαν προσωρινά μόνο όταν το 1910 η μπολσεβίκικη πλειοψηφία της ηγεσίας του ρώσικου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος πήρε την απόφαση να ενισχύει οικονομικά την εφημερίδα, και ξαναεμφανίστηκαν όταν η οικονομική στήριξη διακόπηκε, οπότε η εφημερίδα του Τρότσκι σταμάτησε την κυκλοφορία της, την ίδια εποχή που η εφημερίδα των Μπολσεβίκων άρχιζε να γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στην Πετρούπολη!

Οι Μπολσεβίκοι δεν τα βρήκαν ευκολότερα από τον Τρότσκι στην έκδοση της εφημερίδας και στη διακίνησή της στη Ρωσία τα χρόνια της κάμψης των αγώνων. Αλλά η ύπαρξη μιας πειθαρχημένης οργάνωσης σήμαινε ότι υπήρχε ένα δίκτυο υποστηρικτών που αναλάμβανε να κάνει την απαιτούμενη κοπιαστική και επικίνδυνη δουλειά που χρειαζόταν, παρ’ ότι  αντιμετώπιζαν τη σκληρότερη καταστολή.  Έτσι για παράδειγμα, μπόρεσαν να διακινήσουν αντίτυπα της παράνομης εφημερίδας στη Ρωσία λίγες μόνο εβδομάδες  μετά το ξέσπασμα του πολέμου τον Αύγουστο το 1914 που έδωσε την ευκαιρία στον τσάρο να απομονώσει τους επαναστάτες, να κλείσει τις νόμιμες εφημερίδες και να συλλάβει όσους συνέβαλαν στην έκδοσή τους. Στην 1η Νοέμβρη τυπώθηκαν 1500 φύλλα της  Sotsial Democrat καταγγέλοντας τον πόλεμο, και δεκαπέντε μέρες μετά ο Λένιν μπορούσε να καμαρώνει ότι ήταν όλα έτοιμα για να περάσουν στη Ρωσία. (Κρούπσκαγια, Αναμνήσεις από το Λένιν, Λονδίνο 1970, σελ. 254) . Ο μπολσεβίκος μεταλλεργάτης, ο Σλιάπνικοφ, περιέγραψε πώς κατάφερε να τις περάσει λαθραία εντός συνόρων: «Λόγω των ελέγχων στα σύνορα, οι άνθρωποι απέφευγαν να κουβαλάνε μαζί τους οτιδήποτε ενοχοποιητικό, οπότε έπρεπε να βρούμε τρόπο να τις κρύψουμε. Υπήρχαν διάφοροι τρόποι: σε μπαούλα, σε βιβλία, σε ρούχα, σε ομπρέλες, σε μπαστούνια,  σε παπούτσια κλπ. Εγώ προτιμούσα τα παπούτσια. Έστειλα τις μπότες μου σε τσαγκάρη που μου πρότειναν και του ζήτησα να δημιουργήσει χώρο στις σόλες και στις φτέρνες και να τις γεμίσει με φύλλα της Sotsial Democrat. Στο πρώτο ζευγάρι χώρεσε ένας μικρός αριθμός φύλλων που από περιφερειακές διαδρομές έφτασαν στην Πετρούπολη… (Την παραμονή του 1917, Λονδίνο 1982, σελ.38)

Περιγράφει πώς έναν χρόνο αργότερα προσπάθησε χωρίς επιτυχία να διασχίσει μια γέφυρα από τη Σουηδία στο ρωσικό τμήμα της Φινλανδίας μεταφέροντας μπόλικο έντυπο υλικό. Το σχέδιο ήταν να κατέβει από τη γέφυρα στον πάγο που έλιωνε , και να περάσει κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια των ένοπλων φρουρών της τσαρικής αυτοκρατορίας για να μεταφέρει  τις εφημερίδες εκεί όπου ήταν περισσότερο χρήσιμες. Ωστόσο η προσπάθεια άξιζε.

Στην Πετρούπολη: « η ζήτηση για τον παράνομο σοσιαλιστικό τύπο ήταν τόσο μεγάλη που ο φτωχός παράνομος εξοπλισμός μας δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Για να τα καταφέρει χρειάστηκε την ατομική πρωτοβουλία. Κάθε λογής χειρόγραφα, χιλιογραμμένα ή ανατυπωμένα κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους εργάτες, με περιεχόμενο παράνομες προκηρύξεις, άρθρα παράνομων εκδόσεων του εξωτερικού κλπ. Η Sotsial Democrat και η  Kommunist θεωρούνταν  είδη πολυτελείας, καθώς μια ανάγνωση κόστιζε 50 καπίκια ή ένα ρούβλι. (σελ. 92).

Η εφημερίδα θεωρούταν ένα σημαντικό μέσο στο χτίσιμο παράνομων κομματικών ομάδων στους χώρους δουλειάς. Όπως το έθεταν οι κατευθυντήριες γραμμές του κόμματος για τους «οργανωτές» (σ.μ. δηλ. οι οργανωτικοί υπεύθυνοι για την κυκλοφορία της εφημερίδας) : «κάθε οργανωτής πρέπει να έχει ένα απόθεμα εφημερίδων και να το προμηθεύει στις ομάδες.Μετά τη διανομή τους, πρέπει να συγκεντρώνει ραπόρτα με τις εντυπώσεις που άφησε η εφημερίδα στη συγκεκριμένη επιχείρηση» (σελ. 96).

Η εφημερίδα του κόμματος έπρεπε να αντέξει κάτω και από τις δυσκολότερες περιστάσεις. Ήταν ο ζωντανός σύνδεσμος μεταξύ των εξόριστων που ήταν επιφορτισμένοι με με τη θεωρητική ανάλυση της ταξικής πάλης σε όλες της τις πτυχές, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, τους παράνομους αγωνιστές που διέτρεχαν το συνεχή κίνδυνο σύλληψης καθώς προσπαθούσαν να χτίσουν την παράνομη οργάνωση και τους αγωνιστές της εργατικής τάξης που πρωτοστατούσαν στη δράση μέσα στα εργοστάσια για τους μισθούς,  για το φαγητό κλπ. Η κομματική οργάνωση μπόρεσε  να επιβιώσει μετά το 1914 και να καθοδηγήσει την επανάσταση του 1917, επειδή μπόρεσε, έστω και σε μικρό βαθμό, να βγάζει παράνομες εφημερίδες στα ενδιάμεσα χρόνια που περιλάμβαναν από τη μια τις μακροσκελείς αναλύσεις του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, τον πόλεμο και τις προδοσίες της σοσιαλδημοκρατίας, κι από την άλλη ανταποκρίσεις από το εσωτερικό της Ρωσίας και τις αντιστάσεις των εργατών στον πόλεμο. Διατήρησε το συνδυασμό: ιδέες, εμπειρίες, τι να κάνουμε.

Καμιά εφημερίδα του ενός ατόμου και χωρίς κόμμα δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Και επίσης δε θα το έκανε καμιά οργάνωση που δε θα κατάφερνε να βγάλει μια εφημερίδα για τους πρωτοπόρους αγωνιστές εργάτες.Το κόμμα και η εφημερίδα του συσπείρωσαν τα πιο συνειδητοποιημένα στοιχεία της τάξης την περίοδο της κάμψης του κινήματος, και έτσι τα εκπαίδευσε για να παίξουν τον ηγετικό ρόλο στην επόμενη ανάταση των αγώνων.




Οκτωβριανή Επανάσταση 1917. Τι κόμμα ήταν οι Μπολσεβίκοι;

Toυ Αλέξη Λιοσάτου

 

Οι Μπολ­σε­βί­κοι έμειναν στην ιστορία ως οι επικεφαλής της Ρωσικής Επανάστασης. Ωστόσο ο ρόλος τους συνήθως παραμορφώνεται ή και συκοφαντείται από την αστική ιστοριογραφία αλλά ακόμα και από την Αριστερά. Στη Ρωσία του 1903-1917  οι συγκεκριμένες συνθήκες έκαναν δυνατό να κυριαρχήσουν  οι Μπολσεβίκοι  μέσα σε ένα ευρύτερο περιβάλλον επα­να­στα­τών που ηγήθηκε του με­γα­λύ­τε­ρου απερ­για­κού κύ­μα­τος στην πα­γκό­σμια ιστο­ρία.1

Οι «υποκειμενικές» προϋποθέσεις της νίκης της επανάστασης ήταν βασικά δύο και αλληλένδετες μεταξύ τους, τα Σοβιέτ-Εργατικά Συμβούλια και το επαναστατικό κόμμα (Μπολσεβίκοι). Χωρίς την κίνηση της τάξης οποιοδήποτε κόμμα δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό, δεν μπορούσαν να επιτευχθούν ούτε νίκες και κατακτήσεις και βελτίωση του λαϊκού βιοτικού επιπέδου ούτε πολύ περισσότερο να πραγματοποιηθεί (πόσο  μάλλον να νικήσει) η επανάσταση.2,3 Σε ένα από τα γράμματα που έστελνε τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη ο  Λένιν στην ηγεσία των Μπολσεβίκων για να τους πείσει υπέρ της εξέγερσης έγραφε: «Για να στεφθεί η εξέγερση με επιτυχία, πρέπει να στηρίζεται όχι σε κάποια συνωμοσία, όχι σε ένα κόμμα, αλλά στην πρωτοπόρα (εργατική) τάξη»4, τάξη που ήδη είχε φτιάξει τα Σοβιέτ (Εργατικά Συμβούλια) στη Ρωσία από τον Φλεβάρη-Μάρτη του 1917.

Ο αυθορμητισμός και η οργάνωση αποτελούσαν το ένα συμπλήρωμα του άλλου, διαφορετικές πλευρές της διαδικασίας μέσω της οποίας όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι μπόρεσαν να αποκτήσουν συνείδηση της κατάστασής τους, αλλά και της δύναμής τους να αλλάξουν να καθορίσουν το πολιτικό σκηνικό και τελικά να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία.5

 

Η απόλυτα δημοκρατική σχέση του κόμματος με τάξη.

Το Κόμμα ήταν κεντρικό για την (μοναδική μέχρι σήμερα) νίκη της εργατικής επανάστασης. Το 1917-1923 αλλά και αργότερα  η εργατική τάξη στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη εξεγέρθηκε, επαναστάτησε, έφτιαξε θεσμούς που έμοιαζαν με εργατικά συμβούλια, κινήματα επιτροπών δράσης κι εργοστασιακών επιτροπών, γενικές απεργίες διαρκείας και καταλήψεις εργοστασίων, αλλά δεν κατάφερε να επαναλάβει το ρωσικό 1917 ακριβώς γιατί δεν υπήρχε ένα τέτοιο κόμμα.

Η εργατική τάξη και οι φαντάροι από τις 3 Μαρτίου κινούνταν με δυσπιστία απέναντι στην Προσωρινή Κυβέρνηση και αντιμετώπιζαν τα Σοβιέτ ως ανώτατη εξουσία, αλλά δεν μπορούσαν να επιβάλουν τη θέλησή τους και τα αιτήματά τους παρέμεναν ανικανοποίητα και προδομένα από την ρεφορμιστική ηγεσία των Σοβιέτ (Μενσεβίκοι κι Εσέροι).

Οι μπολ­σε­βί­κοι περνούσαν ένα μή­νυ­μα: πως δεν μπορείς να μοιραστείς την εξουσία με τους αστούς. Αυτό το μή­νυ­μα στελ­νό­ταν κάθε μέρα, από τον Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη. Είχε ως απο­τέ­λε­σμα την πλειο­ψη­φία των μπολ­σε­βί­κων στα σο­βιέτ, επει­δή τα γε­γο­νό­τα απο­δεί­κνυαν ότι είχαν δίκιο.6 Με τη δράση ενός κόμματος με προγραμματικές αιχμές τα αιτήματα του κόσμου («Ψωμί, Γη και Ειρήνη») και κεντρικό αίτημα να περάσει  «όλη η Εξουσία στα Σοβιέτ» έγινε δυνατό να ενωθούν τα διαφορετικά τμήματα της επανάστασης, τους εργάτες, τους αγρότες και τους στρατιώτες που μέχρι τον Οκτώβρη είχαν αφαιρέσει κάθε εξουσία από το αστικό κράτος και τα αφεντικά.5

 

Το ρωσικό επαναστατικό κόμμα είχε διαμορφώσει ένα σκληρό κι έμπιστο δίκτυο που δεν λύγιζε και δεν μπορούσε να αποδιαρθρωθεί εύκολα από την καταστολή και που ήξερε που να υποχωρεί, πώς να προσαρμόζεται στην κίνηση, τις ανάγκες και τα αισθήματα των μαζών, είχε τη δυνατότητα να αποκαλύπτει τις αντεπαναστατικές κινήσεις να πρωταγωνιστεί στη δράση για την ανατροπή τους, ανακόπτει την επιρροή των ρεφορμιστών (Μενσεβίκων και Εσέρων) στο εργατικό κίνημα και τέλος έναν μηχανισμό για να οργανώσει την εξέγερση. Το γεγονός ότι υπήρχε ένα τέτοιο κόμμα ήταν βασικά ο λόγος που το 1917 που αποφεύχθηκε μια πρόωρη επανάσταση απομονωμένη στην Πετρούπολη που θα οδηγούσε στη σφαγή όπως στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 και που δεν κατέληξε μια επανάσταση χαμένη και σφαγμένη όπως οι υπόλοιπες. Το κόμμα δεν υποκαθιστούσε την τάξη ή τα Σοβιέτ, αντίθετα δρούσε ως «έμβολο» με στόχο να “ανεβάσει” το επίπεδο κίνησης και συνείδησης της τάξης ώστε να πάρει η ίδια την εξουσία.2,3,5,7-10

 

Το κόμμα δεν υποκαθιστούσε την τάξη. Ο στόχος του κόμματος δεν ήταν να κυβερνήσει, αλλά να κάνει αγκιτάτσια και προπαγάνδα στους εργάτες, να ενοποιήσει τα εργαζόμενα στρώματα για να οργανώσουν και να συντηρήσουν τα εργατικά συμβούλια, για να ανατρέψουν τις αστικές μορφές εξουσίας και να πάρουν οι ίδιοι την εξουσία. Τα Σοβιέτ ήταν το ύψιστο σημείο αυτενέργειας της τάξης, το κόμμα το πιο συνειδητό τμήμα αυτής της δράσης. Το κόμμα όμως ήταν διαφορετικό από την τάξη. Όλη η εργατική τάξη συμμετείχε στα εργατικά συμβούλια. Στο κόμμα έπρεπε να συμμετέχουν οι πιο στρατευμένοι και πολιτικοποιημένοι εργάτες.  Ο λόγος είναι ότι στον καπιταλισμό η συνείδηση των εργατών δεν είναι ποτέ ενιαία. Κάποια τμήματα είναι πάντα πιο προχωρημένα από κάποια και τραβιούνται στην αντιπαράθεση με το σύστημα και κάποια άλλα είναι πιο πίσω δεχόμενα την επίδραση της αστικής τάξης. Υπάρχει μια συνεχής διαπάλη όπου  τα προχωρημένα τμήματα θα έπρεπε να επιχειρηματολογήσουν και ή θα τραβήξουν μπροστά τους υπόλοιπους ή θα τραβηχτούν πίσω από αυτούς. Η υπόκλιση στο αυθόρμητο αφήνει τα πιο προχωρημένα τμήματα της τάξης έρμαιο στη θέληση των τμημάτων που βρίσκονται πιο πίσω πολιτικά. Η τάξη βρίσκεται συνεχώς σε ασυνείδητη αντιπολίτευση με τον καπιταλισμό. Το επαναστατικό κόμμα είναι το συνειδητό τμήμα της τάξης που παλεύει να δώσει συνειδητή κατεύθυνση στον αγώνα των υπόλοιπων.11

 

Η Ρώσικη επανάσταση έδωσε πολλά παραδείγματα της αμφίδρομης σχέσης που πρέπει να έχουν επαναστατικό κόμμα και τάξη.  Όταν  πλακάτ των φτωχών αγροτών στις διαδηλώσεις έγρα­φαν ότι «το δι­καί­ω­μα στη ζωή είναι ση­μα­ντι­κό­τε­ρο από το δι­καί­ω­μα στην ιδιο­κτη­σία», το κόμμα έδινε στο ταξικό αυτό αίτημα πολιτική κατεύθυνση και το μετέτρεπε σε οδηγό για αντικαπιταλιστική δράση:«Μέχρι τώρα νό­μι­ζαν ότι νόμος και τάξη είναι ό,τι συμ­φέ­ρει τον γαιο­κτή­μο­να και τον γρα­φειο­κρά­τη. . .  Το ση­μα­ντι­κό για εμάς είναι η επα­να­στα­τι­κή πρω­το­βου­λία και οι νόμοι θα έπρε­πε να είναι το απο­τέ­λε­σμά της. Αν πε­ρι­μέ­νε­τε μέχρι να γρα­φτούν οι νόμοι χωρίς να ανα­πτύ­ξε­τε την επα­να­στα­τι­κή δράση, τότε δεν θα πά­ρε­τε ούτε νόμο ούτε και γη», έγραφε ο Λένιν.12

«Πώς ενώνονται οι ανομοιογενείς μάζες; Με το κόμμα. Αυτό που θέλουν με συγκεχυμένο τρόπο οι ναύτες της Κροστάνδης, οι στρατιώτες του Καζάν, οι εργάτες στην Πετρούπολη, στο Ιβάνοβο-Βοζνεσένσκ, στη Μόσχα και παντού…αυτό που θέλουν οι αγρότες… τις ανάγκες ενημέρωσης,συντονισμού, εκπαίδευσης, κοινής έκφρασης και κοινής δράσης το πετυχαίνουν μέσω των μπολσεβίκων. ..Το κόμμα είναι η συνείδηση και η οργάνωσή τους», έγραφε ο -πρώην αναρχικός- Β.Σερζ.4

Ένα τέτοιο κόμμα δεν μπορούσε να φτιαχτεί «τελευταία στιγμή», τη στιγμή της μάχης (όπως δεν πρόλαβε να το φτιάξει η Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1919 πριν τη δολοφονήσουν). Απαιτούσε μια μακρά περίοδο δικτύωσης μέσα στην εργατική τάξη και τα μέτωπα, πείρας μέσα στους αγώνες,  εκπαίδευσης-σκληραγώγησης μέσα στην παρανομία, ξεκαθαρίσματος σωστών και λάθος απόψεων. Απαιτούσε μια τέτοια δικτύωση και διαμόρφωση ώστε να μπορεί να λειτουργεί το κόμμα με την ηγεσία της να κρύβεται και σε μεγάλο βαθμό να απουσιάζει, χωρίς να μπορεί να δίνει πολλές φορές οδηγίες, να λειτουργεί ακόμα και όταν πολλά βασικά της στελέχη βρίσκονταν στη φυλακή, τα κομματικά γραφεία κατάσχονταν, τα εκτυπωτικά μηχανήματα καταστρέφονταν κλπ.

Μια μακρά περίοδος σκληρής δοκιμασίας παρήγαγε αξιοθαύμαστα στελέχη και αυθεντικούς ηγέτες που η κοινή δράση σφυρηλάτησε την ενότητα της σκέψης τους, συλλογική νοημοσύνη κι εθελοντική πειθαρχία.Η βάση που τους ένωνε ήταν κυρίως η πάλη ενάντια στην αστική τάξη και τον ρεφορμισμό.4

Για να δημιουργηθεί ένα τέτοιο κόμμα επίσης απαιτούταν μια «κρίσιμη αρχική μάζα», μια σοβαρή «μαγιά» από σοσιαλιστές-αγωνιστές, δεν μπορούσε να γίνει από ολιγομελείς ομάδες (όπως είναι σήμερα οι επαναστατικές οργανώσεις). Ήδη πριν την πρώτη αποτυχημένη επανάσταση του 1905 στη Ρωσία υπήρχαν 10.000 μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (που περιλάμβανε Μπολσεβίκους και Μενσεβίκους)  που έπαιζαν ηγετικό ρόλο στους αγώνες της Εργατικής Τάξης. Το  1907, ο αριθ­μός των μελών του είχε φτάσει στις 150.000.Το 1914 η σο­σια­λι­στι­κή εφη­με­ρί­δα «Πράβ­ντα»των Μπολσεβίκων είχε ημε­ρή­σια κυ­κλο­φο­ρία 30.000-40.000 φύλ­λων, σε καιρό παρανομίας και μά­λι­στα σε μια, σε με­γά­λο βαθμό, αγράμ­μα­τη χώρα. Αυτού του είδους το σκληρό δίκτυο που σφυρηλατήθηκε στην παρανομία έκανε εφικτό να αποκτήσουν οι Μπολσεβίκοι από 2000 μέλη στην Πετρούπολη στις αρχές του 1917, 16 χιλιάδες τον Απρίλη και διπλάσιοι τον Ιούνιο, και σε εθνικό επίπεδο από 26.000 μέλη το Φεβρουάριο σε 200.000-400.000 τον Οκτώβριο.13,14,15

To ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα των Μπολσεβίκων (Kαμιά συνεργασία με την αστική τάξη- Ψωμί-Γη-Ειρήνη -Όλη η Εξουσία στα Σοβιέτ) που ταυτιζόταν με τις λαϊκές προσδοκίες και εμπλουτιζόταν από αυτές15 (για παράδειγμα το ζήτημα του εργατικού ελέγχου μπήκε στο πρόγραμμα των Μπολσεβίκων αφού είχε αρχίσει να επεκτείνεται από τα κάτω απέναντι στα σαμποτάζ των αφεντικών)16  ήταν καθοριστικό για τον ηγετικό ρόλο τους στην επανάσταση, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η Προσωρινή Κυβέρνηση χρεωνόταν ραγδαία επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, τη συνέχιση της συμμετοχής στον πόλεμο, και την ανοχή – αν όχι υποστήριξη – απέναντι στην αντεπανάσταση.15

Ακόμα και το ζήτημα της εξέγερσης μπήκε στην ημερήσια διάταξη μόνο αφού οι Μπολσεβίκοι τον Σεπτέμβρη είχαν πετύχει  πλειοψηφία στα Σοβιέτ, μια δομή που αναγνωριζόταν ως η μόνη νόμιμη εξουσία από την πλειοψηφία των εργατών και στρατιωτών. Μεταξύ Φλεβάρη και Οκτώβρη υπήρχε «δυαδική εξουσία» και πάλη μεταξύ τους. Η Προσωρινή Κυβέρνηση εκπροσωπούσε την αστική τάξη, τα Σοβιέτ είχαν μαζί τους τη συντριπτική πλειοψηφία των εργατών, φαντάρων και φτωχών αγροτών. Οι περιορισμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις μεταξύ 24-26 Οκτώβρη απλώς εξάλειψαν την Προσωρινή Κυβέρνηση, αφήνοντας τα Σοβιέτ ως τη μοναδική εξουσία.5

Οι Μπολσεβίκοι αξιοποίησαν την απειλή της αντεπανάστασης τον Οκτώβρη για να αποκτήσουν τον έλεγχο όλης της Φρουράς της Πετρούπολης μέσω της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής του Σοβιέτ της Πετρούπολης. Έτσι αφόπλισαν την κυβέρνηση χωρίς να ρίξουν ούτε μία τουφεκιά. Και όμως μόνο όταν ο Κερένσκι ξεκίνησε στρατιωτική καταστολή εναντίον των Μπολσεβίκων, άρχισε η ένοπλη δράση κατά της κυβέρνησης, την οποία ο Λένιν ζητούσε επίμονα για πάνω από ένα μήνα. Μόνο μετά την κατανοητή αλλά απέλπιδα στρατιωτική επίθεση του Κερένσκι κατά των Μπολσεβίκων, υπήρξε εφικτή η ένοπλη δράση. Ο Οκτώβρης ήταν σε μεγάλο βαθμό αυθεντική έκφραση των λαϊκών δυνάμεων και κυρίως μια πολιτική επικράτηση, ενώ η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε χάσει κάθε λαϊκό έρεισμα αρκετά πριν από την υποτυπώδη στρατιωτική αποκαθήλωσή της.8,15

 

Η απόλυτα δημοκρατική σχέση του της ηγεσίας με τα μέλη

Οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν σε καμία περίπτωση το «ενιαίο-συμπαγές τέλειο και αλάνθαστο κόμμα» ούτε είχε τον «την τέλεια, ενιαία και αλάνθαστη ηγεσία με αρχηγό τον παντογνώστη υπεράνθρωπο Λένιν», όπως συνήθως παρουσιάζεται από «αγιογράφους» της Αριστεράς. Τα επίσημα αρχεία δείχνουν ότι το 1918 η Κ.Ε. των μπολσεβίκων δεν είχε ακόμη στη διάθεσή της ούτε καταλόγους των μελών του κόμματος. Μεσολαβούσαν μέρες μέχρι να φτάσουν οι αποφάσεις του κομματικού «κέντρου» (πολύ περισσότερο που ο Λένιν ή άλλα στελέχη «καθοδηγούσαν» συχνά εξόριστοι σε άλλες χώρες) σε άλλες πόλεις, πόσο μάλλον σε απομακρυσμένες περιοχές της αχανούς Ρωσίας, κάτι που αναγκαστικά ενθάρρυνε την πρωτοβουλία των τοπικών κι εργοστασιακών οργανώσεων.17

Από το Μάρτιο του 1917 και μετά, η οργάνωση των Μπολσεβίκων περιλάμβανε στους κόλπους της δεξιές, κεντρώες και αριστερές συγκροτημένες τάσεις. Μέσα στις συνθήκες παρανομίας η Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων ήταν απλώς ανήμπορη να ελέγξει τα τυπικά κατώτερα κλιμάκια του κόμματος και συχνά τα ακολουθούσε. Οι ιεραρχικά κατώτερες οργανώσεις ήταν σχετικά ελεύθερες να διαμορφώνουν τον πολιτικό τους λόγο και την τακτική τους. Αυτή η τεράστια ευαισθησία απέναντι στις ανάγκες και στους πόθους των «από κάτω» συνέβαλε στην γιγάντωση του κόμματος με τα δεκάδες χιλιάδες νέα μέλη στις γραμμές του και αντίστροφα η γιγάντωση αυτή τροφοδοτούσε τον ριζοσπαστικές τάσεις και κόντραρε τις συντηρητικές τάσεις της ηγεσίας.15

Σε αντίθεση με την (αστική και σταλινική) μυθολογία, κεντρικό χαρακτηριστικό για την επιτυχία των Μπολσεβίκων ήταν το πιο δημοκρατικό κόμμα στην ιστορία. Ο περίφημος συγκεντρωτισμός του κόμματος του Λένιν δεν σήμαινε επιβολή από τα πάνω προς τα κάτω, αντίθετα ήταν προϋπόθεση για κοινή δράση,  ανάπτυξη των πρωτοβουλιών και ανεξαρτησία των μελών του κόμματος.5

Η ανοιχτή δημοκρατική, ανεκτική και αποκεντρωμένη δομή του κόμματος έπαιξε κεντρικό ρόλο στη νίκη της επανάστασης, η ανοχή στις αποκλίνουσες θεωρητικές απόψεις που άφηνε έναν σημαντικό βαθμό πρωτοβουλίας και ανεξαρτησίας τακτικής, η συνεχής αλληλεπίδραση των μελών του κόμματος σε όλα τα επίπεδα με τους βιομηχανικούς εργάτες, τους στρατιώτες και τους ναύτες, η προσαρμοστικότητά του στις κυρίαρχες λαϊκές διαθέσεις, συνέβαλαν αποδεδειγμένα στην νίκη.8,15

Η πειθαρχία και ο συγκεντρωτισμός είχαν να κάνουν με την υπευθυνότητα του κόμματος απέναντι στην τάξη και δεν είχαν να  κάνουν σε τίποτα με αυταρχικές συμπεριφορές της ηγεσίας απέναντι στα μέλη, αντίθετα η ηγεσία προσαρμοζόταν στην αυτενέργεια των μελών που με τη σειρά της προσαρμοζόταν στην αυτενέργεια της τάξης.

Οι Μπολσεβίκοι «διδάσκονταν» από την εργατική τάξη σε ό,τι αφορά την τακτική, τα συνθήματα,  το πρόγραμμα και προσάρμοζαν τις απόψεις τους στην κίνηση της τάξης. Τα μεσαία στελέχη τους δέχονταν την πίεση της κομματικής βάσης και της τάξης, ευθυγραμμίζοντας μαζί της και έτσι ήταν εφικτό συχνά να επιβάλλουν γραμμή στην ηγεσία. Τον Φλεβάρη του 1917 οι αγω­νι­στές Μπολ­σε­βί­κοι έπαι­ξαν πράγματι κρί­σι­μο ρόλο όλες τις μέρες της επα­νά­στα­σης, αλλά σε διάσταση με την ηγε­σία τους. Ακόμη και μετά την απερ­γία της 23ης Φλε­βά­ρη, τμήμα της ηγεσίας ισχυριζόταν ότι είναι πρό­ω­ρο να κα­λε­στεί γε­νι­κή απερ­γία. Το κομματικό Γρα­φείο αρ­νή­θη­κε τα αι­τή­μα­τα για εξο­πλι­σμό των ερ­γα­τών για τις επι­κεί­με­νες μάχες. Οι πιο πολ­λές πρω­το­βου­λί­ες έρ­χο­νταν από τα στελέχη-συνδικαλιστές ων εργοστασίων του Βί­μποργκ, είτε από τις απλές εργάτριες του κόμματος -ιδιαί­τε­ρα στις 23/2.Όταν το Σο­βιέτ της Πε­τρού­πο­λης πα­ρέ­δω­σε την πο­λι­τι­κή εξου­σία στην μπουρ­ζουα­ζία στη 1 Μάρτη, ούτε ένας Μπολ­σε­βί­κος από τους έντε­κα στην εκτε­λε­στι­κή επι­τρο­πή δεν αντι­τά­χθη­κε. Μπολσεβίκοι ήταν οι εργάτες που πήραν την πρωτοβουλία απεργιών για το 8ωρο,  Μπολσεβίκοι οι φαντάροι πρωτοστατούσαν στις συλλήψεις τσαρικών αξιωματούχων. Στις 5 Μάρτη, η Επι­τρο­πή Πε­τρού­πο­λης (η κομματική ηγεσία των Μπολσεβίκων στην πόλη) υπο­στή­ρι­ξε την έκ­κλη­ση του σο­βιέτ στους ερ­γά­τες να επι­στρέ­ψουν στις δου­λειές τους, έστω κι αν το οχτά­ω­ρο, ένα από τα κύρια αι­τή­μα­τα του επα­να­στα­τι­κού κι­νή­ματος, δεν είχε ακόμη νομοθετηθεί. Ωστόσο οι απεργοί της βάσης και τα συνδικαλιστές μπολσεβίκοι συνέχιζαν την απεργία επιβάλλοντας τη διόρθωση της «γραμμής».1

Το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!» δεν προέκυψε από το κεφάλι του Λένιν, αλλά ο ίδιος το είδε σε κάποιο πανό εργατικής διαδήλωσης και το ανέδειξε.2

Τον Μάη του 1917, από τους 40 μπολσεβίκους στη συνεδρίαση του Σοβιέτ της Πετρούπολης, μόνο οι 19 σήκωσαν το χέρι για να καταψηφίσουν την συμμετοχή αστών στην προσωρινή κυβέρνηση, παρά τις αποφάσεις του Απρίλη.

Στην εξέγερση του Ιουλίου της Πετρούπολης η ηγεσία πίστευε ότι τα μέλη και η τάξη κάνουν «λάθος». Τα μέλη πήγαν κόντρα στη «γραμμή», το κομματικό Γραφείο πόλης (Επιτροπή Πετρούπολης) και η Στρατιωτική Οργάνωση (στρατιωτική κίνηση των Μπολσεβίκων) πρωταγωνίστησαν στην εξέγερση. Η ηγεσία του κόμματος υποτάχθηκε και μπήκε επικεφαλής τους.8,15,18

Το ίδιο το διάσημο το «Κρά­τος και Επα­νά­στα­ση», που σήμερα θεωρείται κορυφαίο θεωρητικό έργο του Λένιν που επιχειρηματολογεί υπέρ της εργατικής εξουσίας και κατά των συμβιβασμών με την αστική τάξη απέναντι στους ρεφορμιστές αλλά και τους αναρχικούς, γράφτηκε το καλοκαίρι του 1917 αλλά δεν έπαι­ξε κα­νέ­να ρόλο στο κόμμα, καθώς εκ­δό­θη­κε το 1918.19

Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της υπερτίμησης του ρόλου της «φωτισμένης ηγεσίας» είναι η απάντηση εργατών και αγροτών στην απόπειρα πραξικοπήματος από τον Κορνίλοφ (26-29 Αυγούστου). Το πραξικόπημα κατέρρευσε χωρίς να πέσει πυροβολισμός. Ο Λένιν κρυβόταν στην Φινλανδία. Η επιστολή του προς την ΚΕ για την αλλαγή τακτικής των Μπολσεβίκων  (που  καλούσε ουσιαστικά σε συνεργασία με Μενσεβίκους-Εσέρους, στο να ασκηθεί πίεση στην Προσωρινή Κυβέρνηση με επιμέρους αιτήματα όπως να εξοπλίσει  τους εργάτες, να νομοθετήσει το πέρασμα της γης στους αγρότες και τον εργατικό έλεγχο στα εργοστάσια, αποσύροντας από την πρώτη γραμμή το αίτημα ανατροπής της) γράφτηκε στις 30/8 αλλά έφτασε αρχές Σεπτέμβρη στο κόμμα. Κι όμως οι σύντροφοί του την είχαν ήδη υλοποιήσει τσακίζοντας το πραξικόπημα. Αυτό έδειχνε ταυτόχρονα πόσο ριζωμένο, εκπαιδευμένο και προσηλωμένο στα συμφέροντα της τάξης ήταν το κόμμα των Μπολσεβίκων- η ταύτιση με την κίνηση της τάξης οδηγούσε στην «ομογενοποίηση της ηγεσίας» προς τη σωστή κατεύθυνση και αυτό της προσέδιδε κύρος.8

Ο Σερζ σχολίαζε πως τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη η χρήση όπλων διδασκόταν σε 79 εργοστάσια της Πετρούπολης και η Κόκκινη Φρουρά είχε 20.000 στην Πετρούπολη. Η στρατιωτική υπηρεσία εκτελούταν εκ περιτροπής, όπου ανά πάσα στιγμή τα δυο τρίτα των εργατών έκαναν τη δουλειά τους στο εργοστάσιο και το ένα τρίτο ήταν σκοπιά. Αυτές οι πρωτοβουλίες των εργατών δεν υλοποιούσαν «γραμμή Λένιν» χωρίς να τον έχουν διαβάσει: Ο Λένιν από τις 7 Μάρτη του 1917 έγραφε επιστολή καλώντας τους εργάτες να δημιουργήσουν προλεταριακές πολιτοφυλακές. Η ΚΕ των Μπολσεβίκων δεν είχε επιτρέψει τη δημοσίευση της και δημοσιεύτηκε πολύ αργότερα ως ιστορικό ντοκουμέντο.4

Άνθρωποι σαν τον Τρότσκι, τον Μπουμπνόφ, τον Σοκόλνικοφ, τον Σβερντλόφ όπως και άλλες ηγετικές προσωπικότητες, βρίσκονταν σε καθημερινή επαφή με εργάτες και στρατιώτες και είχαν μια ρεαλιστική εικόνα για τη διάθεση των μαζών.8

Χαρακτηριστικό της εσωκομματικής δημοκρατίας ήταν και οι ταλαντεύσεις ηγετικού τμήματος τον Οκτώβρη του 1917. Οι εσωκομματικές αντιπαραθέσεις όχι μόνο δεν άρθηκαν τον Οκτώβρη αλλά έφτασαν να λειτουργούν προς όφελος της αντεπανάστασης, όταν Κάμενεφ και Ζινόβιεφ διέδωσαν στον αστικό τύπο το σχέδιο της Μπολσεβίκικης ηγεσίας για εξέγερση και την ημερομηνία της. Στη Μόσχα οι δισταγμοί της τοπικής ηγεσίας είχαν ως απόρροια την αιματηρή παράταση της εξέγερσης για οχτώ μέρες. Ακόμα και στις 3 Νοέμβρη, μετά τη νικηφόρα εξέγερση, οι Κάμενεφ, Ζινόβιεφ και άλλα στελέχη πρώτης γραμμής καταψήφιζαν την πρόταση της σοβιετικής ΚΕΕ για συγκρότηση επαναστατικής κυβέρνησης και την κατάγγελλαν δημόσια ως καταστροφικά σεχταριστική. Όλοι τους  διατήρησαν τις θέσεις τους στο κόμμα και την κυβέρνηση. Αυτά τα χαρακτηριστικά εκτόνωναν τις κρίσεις κι ενθάρρυναν τα μέλη να διορθώνουν τις ηγεσίες τους.11

Φωτισμένη ηγεσία και …«Λένιν μεγαλοδύναμε»;

Καμία σχέση επίσης με την παντοδυναμία και το αλάνθαστο του ηγέτη:Σε αρκετές περιπτώσεις, τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο, ο Λένιν έβγαλε “ντιρεκτίβες” που, αν εφαρμόζονταν κατά γράμμα, θα απέβαιναν πιθανότατα ολέθριες.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, κομματικά όργανα και μπολσεβίκοι ηγέτες, απόλυτα συντονισμένοι στην ταχύτατα μεταβαλλόμενη πολιτική πραγματικότητα και στις λαϊκές διαθέσεις, είτε απέρριψαν τις εντολές του Λένιν είτε τις προσάρμοσαν ώστε να ταιριάζουν στην επικρατούσα κατάσταση.15 Μετά την εξέγερση του Ιουλίου, ο Λένιν πρότεινε την απόσυρση του συνθήματος «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!» Όπως παραδέχθηκε αργότερα, έκανε λάθος.2 Ευτυχώς, οι υπόλοιποι κομματικοί ηγέτες διατήρησαν το σύνθημα και αυτό λειτούργησε προς όφελος των Μπολσεβίκων το φθινόπωρο, όταν το σοβιετικό σύστημα τροφοδοτήθηκε με νέες δυνάμεις.15

Κατώτερα στελέχη του κόμματος αμφισβητούσαν ανοιχτά τις θέσεις του Λένιν βάζοντάς τον ακόμα και στη θέση της μειοψηφίας αρκετές φορές, ακόμα και σε κρίσιμες στιγμές8,20 Ενώ ο Λένιν τον Απρίλιο ή τον Σεπτέμβριο δεν άρχισε να μοιράζει ντιρεκτίβες και να συνωμοτεί για να ξηλώσει την συντηρητική ηγεσία των Μπολσεβίκων αλλά προσπάθησε να κερδίσει η δική του επιχειρηματολογία στη βάση του κόμματος χωρίς κανένας να τον κατηγορεί ότι λειτουργούσε αντικομματικά. Το Απρίλη και τον Σεπτέμβρη ο Λένιν διαπίστωνε ξανά και ξανά πως οι μάζες βρίσκονται στα αριστερά του κόμματος κι απευθυνόταν στην κομματική βάση όχι για προσωπικό όφελος αλλά για να ευθυγραμμίσει την ηγεσία με τη βάση. Όλη η ηγεσία και όλο το κόμμα είχε σφυρηλατηθεί σε αυτού του είδους τη λειτουργία. Η πειθαρχία του κόμματος απέναντι στην τάξη έμπαινε πάνω από την πειθαρχία στην όποια ηγεσία. Αυτό το χαρακτηριστικό ήταν που έσωνε την τιμή των Μπολσεβίκων ως επαναστατικό κόμμα, διορθώνοντας λάθος και συντηρητικές συμπεριφορές.5,7

Τελικά το κοινό σημείο αφετηρίας για τόσο για την ηγεσία όσο και τη βάση ήταν η πολιτική ανεξαρτησία και ο ηγετικός ρόλος της εργατικής τάξης. Τα υπόλοιπα τα έλυσε η πραγματικότητα, από την οποία οι μπολσεβίκοι ήταν διαμορφωμένοι να διδάσκονται.21

Με την ηγεσία άλλωστε να κρύβεται, να είναι στην παρανομία, να έχει συλληφθεί ή να βρίσκεται εξόριστη, φαίνεται ότι τα δίκτυα και οργανώσεις επαναστατών ανά περιοχή και ανά εργοστάσιο που συνδέονταν τόσο με τις διαθέσεις των μαζών όσο και με το κόμμα έπαιξαν τον κεντρικό ρόλο στην επανάσταση. Αυτός ήταν ο λόγος που μπορούσε γρήγορα και δημοκρατικά το κόμμα να επιβάλλει γραμμή στην ηγεσία, να ανατρέπει αποφάσεις της, να κερδίζει ο Λένιν την πλειοψηφία σε κρίσιμα σημεία όπως με τις Θέσεις του Απρίλη κλπ.22

Ο Λένιν αποδείχθηκε ικανός ηγέτης ΕΠΕΙΔΗ ήταν μέλος μιας ομάδας που διόρθωνε τις ατομικές παρανοήσεις. Το κόμμα δεν ήταν ενιαίο επειδή διέθετε έναν μεγάλο ηγέτη- μάλλον περισσότερο ο Λένιν ήταν σοβαρός ηγέτης επειδή το κόμμα του ήταν ενωμένο γύρω από τη βασική στρατηγική της ταξικής ανεξαρτησίας της εργατικής τάξης και της σοσιαλιστικής στρατηγικής.2

Η ανεξάρτητη σκέψη, ο δημόσιος και συντροφικός διάλογος και εσωκομματική αντιπαράθεση, η τοποθέτηση των συμφερόντων της τάξης πάνω από αυτά του κόμματος,  η έλλειψη αρχηγισμού με την πιο ουσιαστική έννοια- ότι οι εργάτ(ρι)ες του κόμματος μέσα από τη συμμετοχή τους στην ταξική πάλη μπορούσαν όχι μόνο να αναιρούν τη «γραμμή» της ηγεσίας αλλά και να της επιβάλλουν γραμμή, η διάθεση άφθονου στις μειοψηφίες, η ενθάρρυνση της πρωτοβουλίας και της αυτενέργειας, η βαθιά σχέση με την τάξη και η ταύτιση με τις καλύτερες διαθέσεις της, η προσήλωση στην ανεξαρτησία της εργατικής τάξης και στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού,  η απόρριψη κάθε συνεργασίας με τα αφεντικά και η αντιπαράθεση πάνω σε αυτό το ζήτημα με τον ρεφορμισμό, είναι στοιχεία που συνέβαλαν καθοριστικά στη νίκη του 1917 και στοιχεία που σίγουρα πρέπει να κρατήσουν οι επαναστατικές οργανώσεις του σήμερα, όσες φιλοδοξούν να γίνουν οι Μπολσεβίκοι των επόμενων επαναστατικών εξάρσεων της ιστορίας.

 

 

  1. Κέβιν Μέρφι https://rproject.gr/article/i-istoria-tis-fevroyarianis-epanastasis
  2. Λαρς Λι,  https://jacobinmag.com/2017/05/russian-revolution-power-soviets-bolsheviks-lenin-provisional-government
  3. Chris Harman, Party and Class(Winter 1968/69), Marxists Internet Archive
  4. Βίκτορ Σέρζ, ΕΤΟΣ 1 της Ρώσικης Επανάστασης
  5. Τζον Μόλινιου, ο Μαρξισμός και το Κόμμα
  6. Λαρς Λι, https://rproject.gr/article/oli-i-exoysia-sta-soviet-i-viografia-enos-synthimatos
  7. Φιλ Γκάσπερ, https://rproject.gr/article/xanaanakalyptontas-ton-lenin
  8. Αλεξάντερ Ραμπίνοβιτς – Η άνοδος των Μπολσεβίκων στην Εξουσία
  9. Ντάνκαν Χάλας, Για το επαναστατικό σοσιαλιστικό κόμμα, περιοδικό Διεθνιστική Αριστερά, τεύχος 1
  10. Μαρία Μπόλαρη Διεθνιστική Αριστερά, τεύχος 3, Κίνημα και Κόμμα, Επαναστατικό Κόμμα κι Ενιαίο Μέτωπο
  11. Βασίλης Μορέλλας, Οκτώβρης 1917-Η εξέγερση που άλλαξε την Ιστορία, kokkinot.9, fthinoporo 1917
  12. Τοντ Κρέτιεν https://rproject.gr/article/prin-apo-ton-flevari
  13. Τζον Μόλινιου, Για την εσωκομματική Δημοκρατία, Διεθνιστική Αριστερά τεύχος 18
  14. Ντανιέλ Γκαϊντο, https://rproject.gr/article/oi-meres-toy-ioyli
  15. Αλεξάντερ Ραμπίνοβιτς, https://rproject.gr/article/pos-nikisan-oi-mpolsevikoi
  16. Νταβίντ Μαντέλ, Εργοστασιακές Επιτροπές και εργατικός έλεγχος στην Πετρούπολη το 1917
  17. Αντώνης Νταβανέλος, Διεθνιστική Αριστερά, τέυχος 13 , 90 χρόνια μετά
  18. Άχμεντ Σόκι, Η Ρώσικη Επανάσταση, Διεθνιστική Αριστερά τεύχος 13
  19. Λαρς Λι, https://rproject.gr/article/oli-i-exoysia-sta-soviet-i-viografia-enos-synthimatos
  20. Έιμι Μολντούν Η πολιορκημένη Επανάσταση, περιοδικό Κόκκινο 2017, τεύχος 7
  21. David Whitehouse, Αποτελέσματα και Προοπτικές, Διεθνιστική Αριστερά τεύχος 6
  22. Αντώνης Νταβανέλος https://rproject.gr/article/i-klironomia-toy-1917



Πώς λειτουργούν τα Σοβιέτ

Του Τζον Ριντ (1919)
http://www.rebelnet.gr/articles/view/———————————————–

Ανάμεσα στις κακοήθειες και τα ψέματα που διαδίδονται παντού ενάντια στη Ρωσία των Σοβιέτ, ακούει κανείς κραυγές απόγνωσης.

“Δεν υπάρχει ίχνος κυβέρνησης στη Ρωσία”. “Δεν έχουνε καμιά οργάνωση οι Ρώσοι εργάτες”. “Σταματάνε πια να δουλεύουν”.

Με αυτόν τον τρόπο, συκοφαντούν συστηματικά την επανάσταση. Όπως το ξέρουνε όλοι οι σοσιαλιστές κι όπως εγώ ο ίδιος γνωρίζω -και επειδή ήμουν εκεί από την αρχή της Ρώσικης Επανάστασης μπορώ να το βεβαιώσω-σήμερα υπάρχει στη Μόσχα, σε κάθε πόλη και σε κάθε οικισμό της χώρας, ένας σύνθετος πολιτικός οργανισμός που τον υποστηρίζει η μεγάλη πλειοψηφία του λαού και που λειτουργεί με ένα τρόπο τόσο ικανοποιητικό όσο μπορεί να λειτουργεί μια λαϊκή κυβέρνηση που πρόσφατα έχει σχηματιστεί.

Οι Ρώσοι εργάτες, κάτω από την πίεση των αναγκών και των απαιτήσεων της ζωής, δημιούργησαν μια οικονομική οργάνωση που γρήγορα μετασχηματίζεται σε μια αληθινή εργατική δημοκρατία. Θα δώσω ένα περιγραφικό σχήμα της δομής του κράτους των σοβιέτ.


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤ

Το κράτος των σοβιέτ βασίζεται στα σοβιέτ – ή συμβούλια- των εργατών και των αγροτών.

Αυτά τα συμβούλια, θεσμός χαρακτηριστικός της Ρώσικης επανάστασης, εμφανίστηκαν το 1905 όταν κατά την πρώτη γενική απεργία των εργατών, τα εργοστάσια της Πετρούπολης και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις στέλνανε αντιπροσώπους σε μια κεντρική επιτροπή. Αυτή η απεργιακή επιτροπή ονομάστηκε “συμβούλιο των εργατών αντιπροσώπων”. Οργάνωσε στα τέλη του 1905, τη δεύτερη γενική απεργία, στέλνοντας απεσταλμένους σε όλη την Ρωσία και σε λίγο χρονικό διάστημα, αναγνωρίστηκε από την αυτοκρατορική κυβέρνηση σαν το επίσημο και εξουσιοδοτημένο όργανο της επαναστατημένης εργατικής τάξης.

Όταν η επανάσταση του 1905 ηττήθηκε, ένα μέρος των μελών του συμβουλίου διέφυγε, ενώ οι υπόλοιποι εξορίστηκαν στην Σιβηρία.

Όμως, αυτός ο τύπος ενιαίας οργάνωσης αποδείχτηκε τόσο αποτελεσματικός σαν πολιτική οργάνωση που όλα τα επαναστατικά κόμματα έβαλαν τα συμβούλια των εργατών στα προγράμματα τους, για την επόμενη εξέγερση.

Το Μάρτη του 1917*, όταν η Ρωσία άρχισε να ταράζεται σαν μανιασμένη θάλασσα, ο Τσάρος παραιτήθηκε, ο μεγάλος Δούκας Μιχαήλ αρνήθηκε το θρόνο και η αδύναμη Δούμα (Βουλή) υποχρεώθηκε να πάρει τα ηνία της κυβέρνησης, το συμβούλιο των αντιπροσώπων των επαναστατημένων εργατών εμφανίστηκε ξανά σαν συγκροτημένη δύναμη. Σε λίγες μέρες διευρύνθηκε, συμπεριλαμβάνοντας και αντιπροσώπους από τα στρατόπεδα και ονομάστηκε “συμβούλιο των αντιπροσώπων των εργατών και στρατιωτών”. Η κυβέρνηση της Δούμας, από την άλλη μεριά αποτελούνταν, εκτός από τον Κερένσκι, από αστούς. Και δεν είχε καμία σχέση με τις επαναστατημένες μάζες.

Όμως συνεχιζόταν ο πόλεμος, έπρεπε να αποκατασταθεί η τάξη, να κρατηθεί το μέτωπο. Τα μέλη της Δούμας δεν ξέρανε πώς να τα βγάλουν πέρα με όλα αυτά τα πολλαπλά καθήκοντα. Η ανάγκη τους έκανε να ζητήσουνε βοήθεια από τους αντιπροσώπους των εργατών και των στρατιωτών, με άλλα λόγια από τα συμβούλια.

Τα συμβούλια που πήρανε μέρος στην επαναστατική δράση, ανέλαβαν το συντονισμό των διάφορων τομέων δραστηριότητας και τη διατήρηση της τάξης. Επί πλέον ανάλαβαν το καθήκον να υπερασπίσουν την επανάσταση από τις προδοσίες των αστών.

Από την στιγμή που η Δούμα ήταν αναγκασμένη να καλέσει τα συμβούλια, δύο ανταγωνιστικοί κυβερνητικοί συνασπισμοί άρχισαν να συνυπάρχουν στη Ρωσία. Ο ανταγωνισμός τους κράτησε μέχρι τον Νοέμβρη του 1917, οπότε τα σοβιέτ, κάτω από την καθοδήγηση των Μπολσεβίκων, ανέτρεψαν την προσωρινή κυβέρνηση συνασπισμού. Όπως ήδη έχω σημειώσει, αποτελούνταν τότε τα σοβιέτ από εργάτες και στρατιώτες. Λίγο μετά σχηματίστηκαν και τα σοβιέτ των αγροτών.

Στις περισσότερες πόλεις τα σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών ενώθηκαν και συγκάλεσαν το Πανρωσικό συνέδριο τους.

Τα σοβιέτ των αγροτών, αντίθετα, που τα καθοδηγούσαν αντιδραστικά στοιχεία, κρατήθηκαν μακριά και δεν ενώθηκαν με τους εργάτες και τους στρατιώτες παρά μετά την επανάσταση του Οκτώβρη και τη συγκρότηση της κυβέρνησης των σοβιέτ.

*Με το παλιό ημερολόγιο, που ήταν σε χρήση στη Ρωσία η εξέγερση ενάντια στον Τσάρο έγινε τον Φλεβάρη και η σοσιαλιστική επανάσταση τον Οκτώβρη

Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤ

Τα σοβιέτ βασίζονταν απευθείας στους εργάτες των εργοστασίων και τους αγρότες. Τα σοβιέτ των αντιπροσώπων των στρατιωτών υπήρχαν ως τις αρχές του 1918. Διαλύθηκαν όταν απολύθηκαν οι παλιοί στρατιώτες και μετά την συνθήκη Μπρέστ – Λιτόφσκ. Οι στρατιώτες ενσωματώθηκαν στα εργοστάσια ή στα αγροκτήματα. Στην αρχή οι αντιπρόσωποι των σοβιέτ των εργατών, των αγροτών και των στρατιωτών εκλέγονταν με κανόνες που μεταβάλλονταν ανάλογα με τις ανάγκες και τον πληθυσμό στις διάφορες περιοχές. Σε μερικά χωριά, οι χωρικοί εκλέγανε έναν αντιπρόσωπο για πενήντα εκλογείς. Οι στρατιώτες στα στρατόπεδα έστελναν ορισμένο αριθμό αντιπροσώπων για κάθε σύνταγμα ανάλογα με την δύναμή του, αλλά ο στρατός στο μέτωπο είχε καθιερώσει ένα διαφορετικό εκλογικό σύστημα. Παρόμοια και οι εργάτες στις μεγάλες πόλεις κατανόησαν γρήγορα ότι τα σοβιέτ τους θα γίνονταν μεγάλα και δυσκίνητα αν δεν περιόριζαν τον αριθμό αντιπροσώπευσης σε 1 αντιπρόσωπο για 500 εκλογείς. Τα πρώτα Πανρωσικά συνέδρια των σοβιέτ συγκλήθηκαν με αναλογία ένας αντιπρόσωπος για 25.000 εκλογείς.

Στην πραγματικότητα οι αντιπρόσωποι εκπροσωπούσαν διαφορετικές ποσοτικά εκλογικές μάζες.

Μέχρι το Φλεβάρη του 1918, ο καθένας μπορούσε να ψηφίσει για να στείλει αντιπροσώπους στα σοβιέτ. Αν η αστική τάξη είχε απαιτήσει και οργανώσει την αντιπροσώπευση της στα σοβιέτ, το δικαίωμα θα της είχε παραχωρηθεί. Για παράδειγμα, την εποχή της προσωρινής κυβέρνησης υπήρχε μια αστική αντιπροσώπευση στα σοβιέτ της Πετρούπολης, ένας απεσταλμένος της ένωσης των ελεύθερων επαγγελμάτων που περιλάμβανε γιατρούς, δικηγόρους, κλπ.

Τον Μάρτη του Ί8, το σύνταγμα των σοβιέτ, μετά την επεξεργασία μπήκε σε γενική εφαρμογή. Δικαίωμα ψήφου είχαν:

α) Οι πολίτες της ρώσικης σοσιαλιστικής δημοκρατίας που είχαν συμπληρώσει τα 18 τους χρόνια την μέρα των εκλογών.

β) Όλοι όσοι κέρδιζαν τα προς “το ζην” με εργασία παραγωγική και κοινωνικά χρήσιμη και ήταν μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Στερήθηκαν το δικαίωμα ψήφου:

α) Όσοι χρησιμοποιούσαν την εργασία άλλων για να κερδίζουν,

β) Αυτοί που ζούσαν με εισοδήματα που δεν τα κέρδιζαν με την προσωπική τους δουλειά.

γ) Οι έμποροι και αντιπρόσωποι του ιδιωτικού εμπορίου.

δ) Τα μέλη των θρησκευτικών κοινοτήτων.

ε) Τα παλιά μέλη της αστυνομίας και της χωροφυλακής.

στ) Τα μέλη της παλιάς βασιλικής οικογένειας.

ζ) Οι πνευματικά καθυστερημένοι.

η) Οι κωφάλαλοι.

θ) Οι καταδικασμένοι για ατιμωτικές πράξεις και

ι) Οι πράκτορες των κερδοσκοπικών επιχειρήσεων.

Σε ότι αφορά τους αγρότες, χίλιοι αγρότες στέλνανε έναν αντιπρόσωπο στα σοβιέτ του VOLOST ή του χωριού. Τα σοβιέτ των VOLOST στέλνανε αντιπρόσωπο στο σοβιέτ της περιφέρειας, που με την σειρά του έστελνε αντιπροσώπους στο σοβιέτ του OBLAST ή της επαρχίας. Σε αυτό το τελευταίο έπαιρναν επίσης μέρος οι αντιπρόσωποι των εργατών κάθε πόλης.

Το σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργατών και των στρατιωτών της Πετρούπολης, που ήταν σε πλήρη δραστηριότητα, όταν βρισκόμουνα στη Ρωσία, δίνει ένα παράδειγμα λειτουργίας της διοικητικής οργάνωσης μιας πόλης του σοσιαλιστικού κράτους. Αποτελούνταν περίπου από 1.200 αντιπροσώπους και σε κανονικές συνθήκες συγκαλούσε μια συνεδρίαση της ολομέλειας του κάθε δύο βδομάδες. Ταυτόχρονα όριζε μια κεντρική εκτελεστική, επιτροπή από 110 μέλη εκλεγμένα στη βάση της αναλογικής εκπροσώπησης των κομμάτων. Αυτή η κεντρική εκτελεστική επιτροπή καλούσε να συμμετάσχουν στις εργασίες της τα μέλη της κεντρικής επιτροπής όλων των κομμάτων, της κεντρικής επιτροπής των επαγγελματικών συνδικάτων, των επιτροπών των εργοστασίων και των άλλων δημοκρατικών οργανώσεων. Πλάι στο μεγάλο σοβιέτ της πόλης, υπήρχαν επίσης τα σοβιέτ των συνοικιών, αποτελούμενα από τους αντιπροσώπους που έστελνε η συνοικία στο σοβιέτ της πόλης. Κάθε σοβιέτ συνοικίας ήταν υπεύθυνο για την συνοικία του. Αν βέβαια, σε ορισμένες συνοικίες δεν υπήρχαν εργοστάσια, τότε δεν υπήρχε διοίκηση τοπική, ούτε αντιπροσώπευση στο σοβιέτ της πόλης και στο σοβιέτ των συνοικιών. Αλλά το σύστημα των σοβιέτ είναι πολύ ευλύγιστο κι αν οι μάγειροι ή οι σερβιτόροι στα καφενεία, η ακόμα και οι αμαξάδες έφτιαχναν οργάνωση και ζητούσαν να αντιπροσωπεύονται στα σοβιέτ τους δέχονταν,

Η εκλογή των αντιπροσώπων βασίζεται στην αναλογική αντιπροσώπευση. Δηλαδή, τα πολιτικά κόμματα αντιπροσωπεύονται ανάλογα με τον αριθμό των ψηφοφόρων της πόλης. Με αυτόν τον τρόπο δεν ψηφίζουν προσωπικά, αλλά ένα κόμμα και για ένα πρόγραμμα. Οι υποψήφιοι υποδεικνύονται από την κεντρική επιτροπή του κόμματος και μπορούν να τους αντικαταστήσουν με άλλα μέλη του κόμματος. Επί πλέον οι αντιπρόσωποι δεν εκλέγονται για μια καθορισμένη περίοδο, αλλά μπορεί να ανακληθούν κάθε στιγμή.

Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε πολιτικό σώμα τόσο ευλύγιστο που να ανταποκρίνεται με τέτοιο τρόπο στη λαϊκή θέληση. Κι αυτή η ευελιξία είναι απαραίτητη, αφού στη διάρκεια μιας επανάστασης η λαϊκή θέληση αλλάζει πολύ γρήγορα. Να ένα παράδειγμα ανάμεσα σε τόσα άλλα. Την πρώτη βδομάδα του Δεκέμβρη του 1917 γίνανε μερικές διαδηλώσεις υπέρ της Συντακτικής Συνέλευσης, δηλαδή ενάντια στα σοβιέτ. Ανεύθυνοι κόκκινοι φρουροί πυροβόλησαν μία από τις ομάδες διαδηλωτών και σκότωσαν μερικούς. Η αντίδραση για αυτή την ανόητη βία ήταν άμεση. Σε δώδεκα ώρες η σύσταση του σοβιέτ της Πετρούπολης άλλαξε. Περισσότεροι από δώδεκα μπολσεβίκοι αντιπρόσωποι καθαιρέθηκαν και αντικαταστάθηκαν από μενσεβίκους. Δεν χρειάστηκαν λιγότερο από τρείς βδομάδες για να ησυχάσει η οργή του λαού και να μπορέσουν σταδιακά να επανεκλεγούν οι μπολσεβίκοι και να ξαναπάρουν τις θέσεις τους”.

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤ

Το λιγότερο δύο φορές το χρόνο, φτάνουν από όλη την Ρωσία οι αντιπρόσωποι στο Πανρωσικό συνέδριο των σοβιέτ. Θεωρητικά οι αντιπρόσωποι εκλέγονται με την αναλογία, ένας αντιπρόσωπος για 125.000 ψηφοφόρους στην επαρχία κι ένας για 25.000 στις πόλεις. Στην πραγματικότητα όμως εκλέγονται μεταξύ των μελών των σοβιέτ των επαρχιών και της πόλης. Το συνέδριο μπορεί να συγκληθεί εκτάκτως κάθε στιγμή, όταν το ζητήσει η παν-ρωσική κεντρική εκτελεστική επιτροπή ή ένας αριθμός σοβιέτ που αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο του εργατικού πληθυσμού της Ρωσίας. Στο συνέδριο παρευρίσκονται 2.000 περίπου αντιπρόσωποι. Συγκαλείται στην πρωτεύουσα σαν “ανώτατο σοβιέτ” και αναφέρεται πάνω στα βασικά θέματα της πολιτικής σε εθνικό επίπεδο. Εκλέγει μια κεντρική εκτελεστική επιτροπή παρόμοια με την κεντρική επιτροπή του σοβιέτ της Πετρούπολης που συγκαλεί με προσκλήσεις τους αντιπροσώπους των κεντρικών επιτροπών όλων των δημοκρατικών οργανώσεων.

Αυτή η κεντρική εκτελεστική επιτροπή των σοβιέτ όλης της Ρωσίας αναπτύχθηκε με τέτοιο τρόπο που έγινε το κοινοβούλιο της σοβιετικής δημοκρατίας. Αποτελείται από 355 μέλη. Στο διάστημα μεταξύ δύο συνόδων του παν-ρωσικού συνεδρίου είναι η ανώτατη αρχή, αλλά η δράση της περιορίζεται από την γραμμή των αποφάσεων που πάρθηκαν στο τελευταίο συνέδριο. Μέχρι το επόμενο συνέδριο έχει την απόλυτη ευθύνη για όλες τις δραστηριότητες της.

Για παράδειγμα, η κεντρική εκτελεστική επιτροπή μπορεί -κι έτσι έγινε στην πραγματικότητα- να αποφασίσει να υπογραφεί η συνθήκη ειρήνης με την Γερμανία, μα δεν μπορεί να κάνει υποχρεωτική την εφαρμογή της που είναι αρμοδιότητα μόνο του Πανρωσικού συνεδρίου.

Η κεντρική εκτελεστική επιτροπή εκλέγει από τα μέλη της έντεκα επιτρόπους που θα είναι πρόεδροι αντίστοιχων επιτροπών. Οι επίτροποι εκλέγουν με την σειρά τους ένα πρόεδρο. Όταν συστάθηκε η κυβέρνηση των σοβιέτ, πρόεδρος ήταν ο Λένιν. Αν ο τρόπος που διεύθυνε η κυβέρνηση του δεν γινόταν αποδεκτός, ο Λένιν θα μπορούσε να ανακληθεί κάθε στιγμή από την αντιπροσωπεία του Ρώσικου λαού ή μετά μερικές βδομάδες απ’ ευθείας από το ρωσικό λαό.

Το πρωταρχικό καθήκον των σοβιέτ είναι η υπεράσπιση και στερέωση της επανάστασης. Εκφράζουν την πολιτική θέληση των μαζών, όχι μονάχα όλης της χώρας στο Πανρωσικό συνέδριο, αλλά και σε κάθε μία απ’ τις έδρες τους όπου η εξουσία τους είναι πρακτικά υπέρτατη.

Η αποκέντρωση είναι πραγματική, γιατί είναι τα τοπικά σοβιέτ που εκλέγουν την κυβέρνηση που διορίζει τα τοπικά όργανα. Αλλά παρά την τοπική αυτονομία, τα διατάγματα της κεντρικής εκτελεστικής επιτροπής και οι αποφάσεις των επιτροπών έχουν ισχύ νόμου για όλη τη χώρα, αφού στη δημοκρατία των σοβιέτ δεν είναι τα συμφέροντα μιας περιοχής ή ομάδας που έχουν προτεραιότητα, αλλά η υπόθεση της επανάστασης που είναι παντού η ίδια.

Άσχημα πληροφορημένοι παρατηρητές, στη μεγάλη τους πλειοψηφία διανοούμενοι της μεσαίας τάξης, επαναλαμβάνουν συνεχώς ότι συμφωνούν με την ιδέα των σοβιέτ, αλλά είναι αντίθετοι με τους Μπολσεβίκους. Πρόκειται για παραλογισμό. Βέβαια, τα σοβιέτ είναι οι πιο τέλειες αντιπροσωπευτικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, αλλά ταυτόχρονα είναι τα όργανα της δικτατορίας του προλεταριάτου στην οποία φανερά αντιτίθενται όλα τα αντι-μπολσεβίκικα κόμματα.

Κατά συνέπεια, η συναίνεση του λαού στην πολιτική της προλεταριακής δικτατορίας δεν συνάγεται μονάχα από τον αριθμό των μελών του Μπολσεβίκικου κόμματος, αλλά επίσης από την ανάπτυξη και δραστηριότητα των τοπικών σοβιέτ όλης της Ρωσίας.

Σχετικά μ’ αυτό, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αγροτών που δεν βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της επανάστασης, και για τους οποίους πρωταρχική και αποκλειστική επιδίωξη ήταν η δήμευση της μεγάλης ιδιοκτησίας. Από την αρχή τα σοβιέτ των αντιπροσώπων των αγροτών δεν αποσκοπούσαν παρά να λυθεί το πρόβλημα της γης. Η χρεωκοπία της λύσης που δόθηκε από την Προσωρινή κυβέρνηση συνασπισμού στα πρώτα της βήματα έκανε τους αγρότες να στρέψουν την προσοχή τους στις κοινωνικές πτυχές του προβλήματος ωθούμενοι σ’ αυτό από την συνεχή προπαγάνδα της αριστερής πτέρυγας των Σοσιαλεπαναστατών, από τους Μπολσεβίκους και την επιστροφή στα χωριά των επαναστατημένων στρατιωτών. Το παραδοσιακό κόμμα των αγροτών είναι το Σοσιαλεπαναστατικό κόμμα. Η μεγάλη αδρανής μάζα του αγροτικού πληθυσμού, της οποίας μοναδικό πρόβλημα ήταν η γη και η οποία δεν είχε μαχητικότητα ούτε πρωτοβουλία, αγνοούσε τα σοβιέτ. Αλλά οι χωρικοί που συμμετείχαν στα σοβιέτ πολύ γρήγορα συμφιλιώθηκαν με την ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου, και έγιναν θερμοί υποστηρικτές της κυβέρνησης των σοβιέτ.

Στο γραφείο του επίτροπου της γεωργίας στην Πετρούπολη υπήρχε ένας χάρτης της Ρωσίας. Μπηγμένες καρφίτσες με κόκκινο κεφάλι δείχνανε η κάθε μία και ένα αγροτικό σοβιέτ.

Όταν για πρώτη φορά είδα αυτό το χάρτη κρεμασμένο στην παλιά λέσχη των αγροτών, τα κόκκινα σημαδάκια ήταν διασπαρμένα εδώ κι εκεί πάνω σε μια τεράστια έκταση κι ο αριθμός τους για μερικό καιρό δεν αυξήθηκε. Τους πρώτους οκτώ μήνες της επανάστασης υπήρχαν ολόκληρες επαρχίες όπου δεν υπήρχαν σοβιέτ παρά σε μια δυο μεγάλες πόλεις κι αραιά και που σε μερικά χωριά. Όμως, μετά την επανάσταση τον Οκτώβρη έβλεπε κανείς όλη την Ρωσία να γίνεται κόκκινη και σιγά-σιγά από χωριό σε χωριό, από επιτροπή σε επιτροπή, από επαρχία σε επαρχία διαδιδόταν η ιδέα του σχηματισμού των συμβουλίων των αγροτών.

Τον καιρό της μπολσεβίκικης επανάστασης θα μπορούσε να εκλεγεί μια Συντακτική Συνέλευση με πλειοψηφία εχθρική προς τα σοβιέτ, πράγμα αδύνατο ένα μήνα αργότερα. Παρευρέθηκα στην Πετρούπολη σε τρία Πανρωσικά συνέδρια των αγροτών. Οι παρόντες αντιπρόσωποι ανήκαν στη δεξιά πτέρυγα των Σοσιαλεπαναστατών. Οι συνελεύσεις τους (που ήταν πολύ ταραγμένες) γίνονταν υπό την προεδρία συντηρητικών του τύπου Αυξέντιεφ και του Πεσκάνωφ. Λίγες μέρες μετά έκαναν στροφή προς τα αριστερά, είχαν την προεδρία ψευτο-ριζοσπάστες του τύπου Τσέρνωφ. Λίγο αργότερα η πλειοψηφία έγινε τελείως ριζοσπαστική και η Μαρία Σπιρίντοβα εκλέχτηκε στην προεδρία. Τότε αποχώρησε η πλειοψηφία των συντηρητικών, σχηματίζοντας ένα συνέδριο διαφωνούντων που λίγο μετά εκφυλίστηκε, ενώ το κύριο σώμα έστειλε αντιπροσώπους στο μέγαρο Σμόλνυ για να ενωθούν με τα σοβιέτ.

 

 

Έτσι ήταν πάντα τα πράγματα. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ το Συνέδριο των αγροτών που έγινε τέλος Νοέμβρη. Ο Τσερνώφ έδωσε μάχη για την προεδρία και την έχασε. Τότε έγινε κάτι θαυμάσιο. Μια γκρίζα πομπή εργατών γης τράβηξε για το Σμόλνυ. Στη σκοτεινιασμένη νύχτα περνάγανε τους κάτασπρους δρόμους τραγουδώντας, με την κόκκινη σημαία να πλαταγίζει στον παγωμένο αέρα του χειμώνα. Στο Σμόλνυ, εκατοντάδες εργάτες περίμεναν να καλωσορίσουν τους αδερφούς τους αγρότες. Στο μισοσκόταδο οι δύο πορείες, προχωρώντας η μία προς την άλλη συναντήθηκαν. Με κραυγές ανακούφισης και δάκρυα χαράς οι αγκαλιές των συντρόφων βρίσκανε η μια την άλλη.

ΟΙ ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ -ΟΙ ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ

Τα σοβιέτ ψηφίζουν τους νόμους καθιερώνοντας βασικές αλλαγές στην οικονομία, αλλά για την εφαρμογή τους είναι αρμόδιες μόνο οι τοπικές οργανώσεις. Έτσι η δήμευση και η αναδιανομή της γης ανατέθηκαν σε αγροτικές επιτροπές αποτελούμενες από αγρότες εκλεγμένους από τους εργαζόμενους στη γη και με την προτροπή του πρίγκιπα Λβοφ, πρώτου προέδρου της Προσωρινής κυβέρνησης.

Βέβαια δεν μπορούσαν τότε να κάνουν τίποτα άλλο παρά να λύσουνε το πρόβλημα της γης, να διαιρέσουνε τις μεγάλες ιδιοκτησίες και να τις μοιράσουνε στους χωρικούς.

Έτσι, ο πρίγκιπας Λβοφ, κάλεσε τον αγροτικό πληθυσμό να εκλέξει επιτροπές ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό, των οποίων αντικειμενικός στόχος ήταν, όχι μόνο να μελετήσουν τις ανάγκες της γεωργίας, αλλά επίσης να εξετάσουν και να προσδιορίσουν την αξία της αγροτικής ιδιοκτησίας.

Ωστόσο, όταν αυτές οι επιτροπές προσπάθησαν να λειτουργήσουν, οι γαιοκτήμονες τις εμπόδιζαν.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, όταν τα σοβιέτ πήραν την εξουσία τον Οκτώβρη, το πρώτο τους μέτρο ήτανε να δημοσιευθούνε διάταγμα σχετικό με τη γη. Προχώρησαν έτσι στην πραγματοποίηση ενός σχεδίου, όχι της απόλυτης έμπνευσης των Μπολσεβίκων, αλλά στην εφαρμογή ενός προγράμματος επεξεργασμένου με βάση τις απαιτήσεις εκατομμυρίων χωρικών. Το διάταγμα καταργούσε για πάντα το δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας στη γη και στις πηγές φυσικού πλούτου της Ρωσίας και ανέθεσε στις επιτροπές να μοιράσουν τη γη στους χωρικούς όσο το θέμα δεν είχε οριστικά λυθεί από την Συντακτική Συνέλευση. Όταν η Συντακτική Συνέλευση διαλύθηκε, το διάταγμα έγινε οριστικό. Αν εξαιρέσει κανείς μερικές γενικές αναφορές και ένα μέρος του διατάγματος σχετικό με την μετακίνηση πληθυσμών, που προτάθηκε σαν λύση για τους τόπους όπου ο πληθυσμός ήταν υπερβολικά αυξημένος, τα ειδικότερα θέματα της δήμευσης και της διανομής της γης αφέθηκαν εξ ολοκλήρου στην πρωτοβουλία των τοπικών επιτροπών.

Ο Καλαγάιεφ, ο πρώτος επίτροπος για την γεωργία, δημοσίευσε και σειρά κανονισμούς για να χρησιμοποιηθούν σαν πρακτικός οδηγός από τους αγρότες στη δράση τους. Ο Λένιν, ωστόσο, σε ένα λόγο του προς την κεντρική εκτελεστική επιτροπή, πρότρεψε την κυβέρνηση να αφήσει τους χωρικούς να λύσουν ελεύθεροι τις υποθέσεις τους με επαναστατικά μέσα, προτρέποντας τους φτωχούς χωρικούς να ενωθούν για να αντιμετωπίσουν τους πλούσιους. “Οργανωθείτε έτσι” – τους έλεγε – “ώστε ένας πλούσιος χωρικός να συναντάει την αντίθεση δέκα φτωχών”. Φυσικά, κανείς χωρικός δεν μπορούσε να κάνει τη γη ιδιοκτησία του, αλλά μπορούσε να πάρει το κομμάτι που επιθυμούσε και να το καλλιεργήσει σα δικό του. Ωστόσο η πολιτική της κυβέρνησης απέβλεπε, μέσω των τοπικών επιτροπών, να καταπολεμηθεί αυτή η τάση. Οι χωρικοί που θέλανε τη γη σαν ιδιοκτήτες ήταν ελεύθεροι να το κάνουνε, μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση δεν παίρνουνε καμιά κυβερνητική βοήθεια. Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, αντίθετα, παίρνανε πιστώσεις, σπόρους, εργαλεία και σύγχρονη τεχνική καθοδήγηση. Σε κάθε αγροτική επιτροπή ήταν προσαρτημένοι αγρονόμοι, υδραυλικοί, γεωπόνοι και για να συντονίζεται η δράση όλων των τοπικών οργανισμών εκλέγανε ένα κεντρικό όργανο, την “κεντρική αγροτική επιτροπή”, που βρίσκονταν στην πρωτεύουσα και είχε απ’ ευθείας επαφή με το υπουργείο γεωργίας.

Στη Ρωσία οι συνδικαλιστικές εργατικές οργανώσεις, σαν κι αυτές που σήμερα υπάρχουν, έχουν λιγότερο από είκοσι χρόνια ζωής. Πριν την επανάσταση του 1905 η συνδικαλιστική οργάνωση των εργατών ήταν ελάχιστα ανεπτυγμένη και απαγορευόταν από τον νόμο. Στη διάρκεια της επανάστασης του 1905 τα μέλη των επαγγελματικών συνδικαλιστικών οργανώσεων ήταν 50.000 περίπου, μα η αντίδραση του 1906 τις διέλυσε με εξαιρετική βιαιότητα. Οι ρωσικές οργανώσεις γνώρισαν μια επίπλαστη ανάπτυξη. Συστάθηκαν από διανοούμενους που μετά από μια επιστημονική μελέτη των εργατικών οργανώσεων άλλων χωρών έφτιαξαν στα χαρτιά τα σχέδια της ιδανικής εργατικής ομοσπονδίας (συνδυασμός γαλλικού συνδικάτου και οργανώσεων γερμανικού τύπου) και τα ‘βαζαν σε εφαρμογή στη Ρωσία. Οι Ρώσικες οργανώσεις έχουν ένα βιομηχανικό χαρακτήρα και είναι πάρα πολύ πλατιές. Για παράδειγμα, τόσο οι εργάτες ενός εργοστάσιου κανονιών, όσο και οι ξυλουργοί κατασκευαστές αμαξών μεταφοράς των κανονιών, είναι μέλη της ομοσπονδίας των μεταλλουργών.

Στους πρώτους τρεις μήνες της επανάστασης, ο αριθμός των οργανωμένων συνδικαλιστικά εργατών ήταν περισσότερος από 200.000. Πέντε μήνες αργότερα κόντευε τα 3 εκατομμύρια. Όπως γίνεται παντού, οι οργανώσεις προσπαθούσαν να αυξηθούν οι μισθοί, να μειωθεί το ωράριο και να γίνουν καλύτερες οι συνθήκες δουλειάς. Απαιτούσαν ένα γραφείο διαιτησίας και αντιπροσώπευση στο υπουργείο εργασίας της Προσωρινής Κυβέρνησης.

Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για τους Ρώσους επαναστατημένους εργάτες.

Αν και ένας μεγάλος αριθμός τους εντάχθηκε στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, πολυάριθμοι εργάτες δε βλέπανε για ποιό λόγο να οργανωθούν αφού ο αγώνας μεταξύ των μαζών και των βιομηχάνων γινόταν από τις ομοσπονδίες με τρόπο αργό και συγκεχυμένο. Όπως έγινε και με τις στρατιωτικές επιτροπές στον πόλεμο, η συγκρότηση των οργανώσεων γινότανε με τέτοιο τρόπο ώστε να καταλήγουν σε μια πολιτική εμπνευσμένη από αντιδραστικά στοιχεία που θέλανε να φρενάρουν τον έντονο ρυθμό της ζωής των πλατιών μαζών. Έτσι, στην εποχή της μπολσεβίκικης επανάστασης η κεντρική επιτροπή των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργατών στα τηλέφωνα, των υπαλλήλων στα ταχυδρομεία, τα τηλεγραφεία και τους σιδηρόδρομους έκανε απεργία ενάντια στου μπολσεβίκους που βρίσκονταν στο Σμόλνυ και για μια ολόκληρη περίοδο τους απομόνωσε από την υπόλοιπη Ρωσία. Όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των επαναστατών εργατών που συγκάλεσαν συνελεύσεις και καταδίκασαν την πολιτική των παλιών ηγετών εκλέγοντας νέες επιτροπές.

ΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΣΤΑ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑ

Όταν έγινε η επανάσταση του Μάρτη, οι ιδιοκτήτες και οι διευθυντές πολλών βιομηχανικών συγκροτημάτων ή τα εγκατέλειψαν η απομακρύνθηκαν από τους εργάτες. Έτσι έγινε ιδιαίτερα με τις κρατικές επιχειρήσεις που είχαν ανατεθεί σε υπεύθυνους υπάλληλους του τσάρου. Χωρίς διευθυντές, χωρίς επίβλεψη και πολύ συχνά χωρίς μηχανικούς και διοικητικούς υπαλλήλους οι εργάτες βρέθηκαν στο δίλημμα ή να αναλάβουν μόνοι τους την παραγωγή ή να πεθάνουν από την πείνα. Έτσι εξέλεξαν μια επιτροπή με έναν αντιπρόσωπο για κάθε τμήμα του εργοστασίου, που δουλειά της θα ήταν η συνέχιση της παραγωγής. Στην αρχή τα πράγματα φαινόντουσαν απελπιστικά. Βέβαια, μπορούσαν να συντονίσουν τη λειτουργία στα διάφορα τμήματα, όμως η έλλειψη τεχνικής κατάρτισης των εργατών οδηγούσε συχνά σε καταστροφικά αποτελέσματα.

Κάπως έτσι ήταν τα πράγματα όταν σε μια συνέλευση ενός εργοστασίου, ένας εργάτης σηκώθηκε και είπε: “Σύντροφοι, γιατί σπάμε το κεφάλι μας; Στο θέμα του τεχνικού προσωπικού δεν υπάρχει καμία δυσκολία. Για θυμηθείτε. Το αφεντικό δεν ήταν τεχνικός, δεν είχε γνώσεις χημικού η μηχανικού κι ούτε καν διοικητικές. Ο ρόλος του δεν ήταν παρά ο ρόλος του αφεντικού. Όταν είχε ανάγκη τεχνικής βοήθειας, πλήρωνε τους ανθρώπους που μπορούσαν να του δώσουν τις κατάλληλες γνώσεις. Ε, λοιπόν, τώρα τα αφεντικά είμαστε εμείς. Θα πληρώνουμε μηχανικούς και διαχειριστές που θα δουλεύουν για μας”.

Στις κρατικές επιχειρήσεις το πρόβλημα ήταν σχετικά απλό, γιατί η επανάσταση είχε αυτόματα διώξει το “αφεντικό” και κανείς δεν το αντικατέστησε. Όταν όμως οι εργοστασιακές επιτροπές επεκτάθηκαν και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, τους έγινε ύπουλη πολεμική από τους ιδιοκτήτες, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν κάνει συμφωνίες με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι εσωτερικές (εργοστασιακές) επιτροπές ήταν κι εκεί το αποτέλεσμα μιας αναγκαιότητας.

Μετά τους τρεις πρώτους μήνες της επανάστασης, στη διάρκεια των οποίων οι αστοί και οι εργατικές οργανώσεις είχαν μια συνεργασία ουτοπικής αρμονίας, οι βιομήχανοι άρχισαν να τρομάζουν από την εξουσία και τις αυξανόμενες απαιτήσεις των εργατικών οργανώσεων, όπως και οι γαιοκτήμονες που κυριεύτηκαν από φόβο μπροστά στις νέες συνθήκες στον αγροτικό τομέα, τους ηγέτες των σοβιέτ και τις επιτροπές των στρατιωτών… Στα μισά περίπου του Ιούνη άρχισε μια καμπάνια λιγότερο ή περισσότερο συνειδητή όλης της αστικής τάξης που αποσκοπούσε να σταματήσει την επανάσταση και να διαλύσει τις δημοκρατικές οργανώσεις.

Οι βιομήχανοι σχεδίαζαν να συντρίψουν στο ξεκίνημα τους τα πάντα, από τις εσωτερικές εργοστασιακές επιτροπές μέχρι τα σοβιέτ. Ο στρατός στερημένος από όπλα, πολεμοφόδια και τροφές αποδιοργανώθηκε. Πόλεις που κατείχε δόθηκαν στους Γερμανούς, όπως για παράδειγμα η Ρήγα. Στις επαρχίες συμβούλευαν τους αγρότες να κρύβουν σιτηρά, προκαλώντας αναταραχές τέτοιες, που θα ήταν ένα θαυμάσιο πρόσχημα για να επέμβουν οι Κοζάκοι και ν’ αποκαταστήσουν την τάξη.

Στον τομέα της βιομηχανίας, τον πιο σημαντικό από όλους, έκαναν σαμποτάζ στις μηχανές και γενικά στην παραγωγή μποϋκοτάρισαν τις μεταφορές και γενικά προσπάθησαν με χίλιους δυο τρόπους να κάνουν ζημιές στα ορυχεία του κάρβουνου, των μετάλλων και τις άλλες πηγές πρώτων υλών. Κάνανε ότι τους ήταν δυνατό για να υπονομευθεί κάθε δραστηριότητα στις επιχειρήσεις και να ξαναφέρουν τους εργάτες κάτω από τα δεσμά της παλιάς οικονομικής κυριαρχίας.

Έτσι οι εργαζόμενοι βρέθηκαν στην ανάγκη να αμυνθούν. Σχηματίστηκαν οι εσωτερικές επιτροπές στα εργοστάσια. Μπορεί οι Ρώσοι εργάτες να έκαναν λάθη, μπορεί καμιά φορά να έπαιρναν αστείες πρωτοβουλίες, οπότε σε όλον τον κόσμο διαδίδονταν με ευχαρίστηση ότι και αυτοί ζητάνε απίθανους μισθούς, προσπαθούν να εφαρμόσουν πολύπλοκες επιστημονικές μεθόδους χωρίς να έχουν μια στοιχειώδη εμπειρία, κι ακόμα σε ορισμένες περιπτώσεις ζήταγαν από τα αφεντικά να επιστρέψουν στα εργοστάσια και να αναλάβουν την διοίκηση τους.

Όμως τέτοιες περιπτώσεις ήταν σπάνιες. Στην πλειοψηφία των επιχειρήσεων οι εργάτες βρίσκανε μόνοι τους τρόποι να διευθύνουνε τα εργοστάσια χωρίς τα αφεντικά.

Αν οι ιδιοκτήτες προσπαθούσαν ν’ αποκρύψουν παραγγελίες ή να πλαστογραφηθούνε τα βιβλία, οι επιτροπές ψάχνανε και βρίσκανε τρόπους για να ελέγχονται τα βιβλία. Αν οι ιδιοκτήτες προσπαθούσαν να μην πηγαίνουν καλά οι δουλειές, οι εργοστασιακές επιτροπές αυξάνανε την επαγρύπνηση, ώστε να μην μπαίνει ή να μην βγαίνει τίποτα στα εργοστάσια χωρίς έλεγχο.

Όταν τα εργοστάσια κόντευαν να κλείσουν από έλλειψη καυσίμων η πρώτων υλών κλπ, οι εργοστασιακές επιτροπές έστελναν απεσταλμένους σε όλη τη Ρωσία, στα ορυχεία, τις πετρελαιοπηγές και τις βαμβακοφυτείες της Κριμαίας. Για να πουλήσουν τα προϊόντα τους έστελναν ειδικούς αντιπροσώπους. Καθώς οι σιδηρόδρομοι παρουσίαζαν πολλές ελλείψεις στη λειτουργία τους, έκαναν συμφωνίες με τις ομοσπονδίες των σιδηροδρομικών υπαλλήλων για να εξασφαλίσουν τα μεταφορικά μέσα. Για να αντιμετωπίσουν τους απεργοσπάστες επιφορτίστηκαν οι ίδιες οι επιτροπές με τα προβλήματα τα σχετικά με την πρόσληψη και την απόλυση προσωπικού.

Έτσι, οι εσωτερικές εργοστασιακές επιτροπές που παρουσιάστηκαν σαν διέξοδος απ’ το τοτινό ρωσικό χάος, αναγκάστηκαν από την πίεση των πραγμάτων να μάθουν να διαχειρίζονται τις επιχειρήσεις με τρόπο που, όποτε έμπαινε θέμα, οι εργαζόμενοι, χωρίς μεγάλες δυσχέρειες, μπόρεσαν να αναλάβουν τον έλεγχο.

Σαν παράδειγμα συνεργασίας των μαζών μπορεί να αναφέρει κανείς τις 200.000 τόνους κάρβουνου, που πάρθηκαν από τα αποθέματα του στόλου της Βαλτικής και στάλθηκαν από τις επιτροπές των ναυτών στη Πετρούπολη για να συνεχίσουν να δουλεύουν τα εργοστάσια τότε που υπήρχε έλλειψη κάρβουνου.

Οι εγκαταστάσεις Ομπισόφ, μεταλλουργικές επιχειρήσεις για το πολεμικό ναυτικό, είχαν σαν πρόεδρο της εσωτερικής επιτροπής κάποιον Πετρόφσκι, ρωσοαμερικάνο και αρκετά γνωστό στην Αμερική σαν αναρχικό. Μια μέρα, ο επικεφαλής του τμήματος κατασκευής τορπιλών είπε στον Πετρόφσκι ότι το τμήμα του θα σταμάταγε επειδή δεν είχαν πια κάτι μικρούς , σωλήνες, που ήταν απαραίτητοι για να γίνουν οι τορπίλες, κι ότι το εργοστάσιο που τους προμήθευε αυτά τα σωληνάκια είχε εδώ και τρεις μήνες πουλήσει προκαταβολικά όλα του τα προϊόντα. Το κλείσιμο του τμήματος των τορπιλών είχε σαν επακόλουθο 400 εργάτες να μείνουν άνεργοι. “Θα βρούμε” είπε ο Πετρόφσκι και πήγε κατευθείαν στο εργοστάσιο που παρασκεύαζε τους μικρούς σωλήνες. Αντί να βρει τον διευθυντή πήγε στον πρόεδρο της εσωτερικής επιτροπής “Σύντροφε” του είπε, “αν σε δυο μέρες δεν βρούμε τέτοια σωληνάκια, θα σταματήσουμε να βγάζουμε τορπίλες και 400 εργάτες θα μείνουνε χωρίς δουλειά”.

Ο πρόεδρος της επιτροπής έψαξε τα βιβλία και ανακάλυψε πως μερικές χιλιάδες σωλήνες είχαν κρατηθεί από τρεις γειτονικές επιχειρήσεις. Μαζί με τον Πετρόφσκι πήγανε στα εργοστάσια και ήρθανε σε επαφή με τις εσωτερικές επιτροπές. Διαπιστώθηκε ότι σε δύο εργοστάσια οι σωλήνες δεν ήταν απαραίτητοι στο άμεσο μέλλον. Την επόμενη μέρα το εργοστάσιο Ομπισόφ είχε στη διάθεση του το απαραίτητο υλικό και το τμήμα τορπιλών δεν σταμάτησε. Στο Νοβκορόντ υπήρχε ένα εργοστάσιο υφασμάτων. Όταν άρχισε η επανάσταση, ο ιδιοκτήτης δήλωσε “η κατάσταση είναι θολή. Όσο διαρκεί η επανάσταση δεν μπορούμε να έχουμε κανένα κέρδος. Θα διακόψουμε λοιπόν τις δουλειές μέχρι ώσπου τα πράγματα να ξεκαθαρίσουνε”. Έτσι κι έγινε και το προσωπικό των γραφείων, οι χημικοί, οι μηχανικοί κλπ, πήραν το τραίνο για την Πετρούπολη. Αλλά την άλλη μέρα οι εργάτες ξανάνοιξαν το εργοστάσιο. Αυτοί οι εργάτες αγνοούσαν ίσως λίγο περισσότερο από τη μεγάλη πλειοψηφία των υπολοίπων τις διαδικασίες παραγωγής, διεύθυνσης και πώλησης. Όρισαν μια εσωτερική επιτροπή κι έχοντας ανακαλύψει κρυμμένα αποθέματα καυσίμων και πρώτων υλών, ξανάρχισαν την κατασκευή των υφασμάτων.

Μη ξέροντας στην αρχή τι να κάνουνε τα υφάσματα που φτιάχνουν, τα έπαιρναν για τους εαυτούς τους και τις οικογένειες τους. Μετά, επειδή μερικοί αργαλειοί ήθελαν φτιάξιμο, έστειλαν μια αντιπροσωπεία σ’ ένα γειτονικό εργαστήριο για να διαπραγματευθεί την ανταλλαγή τεχνικής βοήθειας με υφάσματα. Μετά από αυτό έκαναν μια συμφωνία με τον τοπικό συνεταιρισμό αλλάζοντας τα πλεκτά τους με τρόφιμα κι έφτασαν μέχρι το Χάρκοβο προκειμένου ν’ ανταλλάξουν υφάσματα με καύσιμα. Σε συνεννόηση με την ομοσπονδία σιδηροδρομικών βρήκαν μεταφορικά μέσα. Για να μην τα πολυλογούμε, στο τέλος είχαν κατακλύσει την τοπική αγορά με πανικά αλλά βρέθηκαν εμπρός σ’ ένα πρόβλημα που δεν μπορούσαν να λύσουν με τα προϊόντα τους: το νοίκι. Ήταν η τότε η εποχή της Προσωρινής κυβέρνησης και υπήρχαν ακόμη μεγαλοϊδιοκτήτες ακινήτων. Το νοίκι έπρεπε να πληρωθεί σε μετρητά. Φόρτωσαν τότε ένα τρένο με υφάσματα και το έστειλαν μ’ ένα μέλος της επιτροπής τους στη Μόσχα.

Αυτός άφησε το τρένο στο σταθμό κι άρχισε να ψάχνει την πόλη. Μπήκε σ’ ένα ραφείο και ρώτησε αν είχανε ανάγκη από πανιά. -Πόσα έχεις; Ρώτησε ο ράφτης. -Ένα ολόκληρο τρένο. -Πόσα θέλεις;

-Δεν ξέρω. Εσείς πόσα δίνετε συνήθως;

Ο ράφτης έδωσε ένα πολύ μικρό ποσό και το μέλος της επιτροπής που ποτέ δεν είχε ξαναπιάσει τόσα λεφτά στα χέρια του, γύρισε ευτυχισμένος στο Νοβκορόντ. Και η υπόθεση όμως του νοικιού είχε κιόλας κανονιστεί από την εσωτερική επιτροπή που είχε διαθέσει με τέτοιο τρόπο τα πλεονάσματα, ώστε όλοι οι εργάτες να μπορέσουν να πληρώσουν το νοίκι.

Με τέτοιο τρόπο σ’ όλη τη Ρωσία οι εργάτες αποκτούσαν τις απαραίτητες γνώσεις των βασικών αρχών της βιομηχανικής παραγωγής και της διανομής των προϊόντων. Έτσι μπόρεσαν μετά την επανάσταση του Νοέμβρη να παίξουν το ρόλο τους στο μηχανισμό του εργατικού ελέγχου.

Τον Ιούνιο του 1917 έγινε το πρώτο συνέδριο των αντιπροσώπων των εσωτερικών εργοστασιακών επιτροπών. Εκείνη την εποχή ελάχιστες επιτροπές υπήρχαν έξω από την Πετρούπολη. Ωστόσο, το συνέδριο ήταν πολύ σημαντικό. Αντιπρόσωποι ήταν στη μεγάλη πλειοψηφία τους μπολσεβίκοι, αλλά επίσης διάφοροι συνδικαλιστές και αναρχικοί. Το βασικό θέμα των συζητήσεων ήταν μια διαμαρτυρία για την τακτική που ακολουθούσαν οι ομοσπονδίες. Στον πολιτικό τομέα οι μπολσεβίκοι επανέλαβαν ότι κανένας σοσιαλιστής δεν έπρεπε να συμμετέχει με τους αστούς σε μια κυβέρνηση συνασπισμού. Όσον αφορά τη βιομηχανία, το συνέδριο τήρησε την ίδια στάση. Μ’ άλλα λόγια, η αστική τάξη και οι εργαζόμενοι δεν είχαν κανένα κοινό συμφέρον. Κανένας συνειδητός εργάτης δεν θα έπρεπε να είναι μέλος μιας επιτροπής διαιτησίας ή συμβιβασμού, και η παρουσία του σε μια τέτοια .επιτροπή ήταν δικαιολογημένη μόνο για να κάνει γνωστές στους βιομηχάνους τις απαιτήσεις των εργατών. Καμιά συμφωνία μεταξύ καπιταλιστών και εργατών. Η βιομηχανική παραγωγή έπρεπε να ελέγχεται απόλυτα από τους εργαζόμενους.

Παλιότερα οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είχαν πολεμήσει πεισματικά τις εργοστασιακές εσωτερικές επιτροπές. Η ανάπτυξη όμως των επιτροπών ισχυροποιούσε και άπλωνε την εξουσία τους, γιατί είχαν τις ρίζες τους στην καρδιά των εργοστασίων. Πολλοί εργάτες δεν βλέπανε το λόγο να μπούνε σε μια ομοσπονδία, όλοι όμως συμμετείχαν στην επιλογή της εσωτερικής επιτροπής, που είχε τον άμεσο έλεγχο της εργασίας. Από την άλλη μεριά οι επιτροπές αναγνώριζαν την αξία των ομοσπονδιών και δεν δέχονταν κανένα καινούργιο εργάτη, αν δεν ήταν συνδικαλισμένος. Η εφαρμογή των διατάξεων των διαφόρων ομοσπονδιών είχε ανατεθεί στις εσωτερικές επιτροπές. Σήμερα οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι επιτροπές εργάζονται σε πλήρη αρμονία κάθε μια στον τομέα της.

Ο ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Στο βιομηχανικό τομέα η ατομική ιδιοκτησία δεν είχε ακόμη καταργηθεί στη Ρωσία. Οι ιδιοκτήτες πολλών εργοστασίων διατηρούν τους τίτλους της ιδιοκτησίας τους κι έχουν ένα μικρό κέρδος από το επενδυμένο κεφάλαιο, αλλά με τον όρο να συμβάλλουν στην καλή λειτουργία και επέκταση της επιχείρησης. Έχουν ωστόσο παραμεριστεί από την διεύθυνση κι αν θελήσουν να απολύσουν εργάτες ή να παρακωλύσουν την εργασία, απαλλοτριώνονται αμέσως. Σ’ όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι συνθήκες εργασίας, τα ωράρια και ο μισθός είναι τα ίδια.

Η αιτία που επιζεί μια κατάσταση ημικαπιταλισμού σε μια προλεταριακή χώρα, είναι ότι η Ρωσία, όντας υποανάπτυκτη οικονομικά και περικυκλωμένη από καπιταλιστικά κράτη καλά οργανωμένα, έχει άμεση ανάγκη μιας επέκτασης της βιομηχανικής της παραγωγής για να μπορέσει ν’ αντισταθεί στις πιέσεις της ξένης βιομηχανίας.

Το όργανο με το οποίο το κράτος εξασκεί τον έλεγχο του στη βιομηχανία, όπως επίσης και στην παραγωγική εργασία, ονομάζεται Συμβούλιο Ελέγχου των εργαζομένων.

Αυτό το κεντρικό συμβούλιο που εδρεύει στην πρωτεύουσα αποτελείται από αντιπροσώπους εκλεγμένους από τα τοπικά συμβούλια εργατικού ελέγχου που έχουν συσταθεί με την σειρά τους απ’ τα μέλη των εσωτερικών επιτροπών, των επαγγελματικών συνδικάτων, των μηχανικών, των τεχνικών και των ειδικών. Μια κεντρική εκτελεστική επιτροπή ασχολείται με τις υποθέσεις κάθε κράτους της Σοβιετικής Ένωσης. Αποτελείται κυρίως από απλούς εργαζόμενους που στη πλειοψηφία τους είναι εργάτες άλλων κρατών, έτσι ώστε να μην επηρεάζουν τη λειτουργία της ιδιαίτερα συμφέροντα.

Τα τοπικά συμβούλια αναφέρουν στο Πανρωσικό συνέδριο τις περιπτώσεις κατάσχεσης επιχειρήσεων, το πληροφορούν για την ποσότητα καυσίμων, πρώτων υλών, μέσων μεταφοράς και εργατικού δυναμικού, που έχει ανάγκη ο τομέας τους και καθοδηγούν τους εργάτες στη μάθηση της διαχείρισης των επιχειρήσεων τους.

Το Πανρωσικό συνέδριο είναι αρμόδιο για την κατάσχεση των επιχειρήσεων και την ισόρροπη διανομή των πρώτων υλών κατά περιφέρεια.

Από το συμβούλιο εργατικού ελέγχου εξαρτάται το ταμείο ασφαλίσεων. Οι εργάτες ασφαλίζονται για περιπτώσεις ανεργίας, αρρώστιας, γηρατειών και θανάτου. Τα ασφάλιστρα πληρώνονται από τους ιδιοκτήτες, είτε πρόκειται για ιδιώτη είτε για το κράτος. Ο εργάτης πληρώνεται πάντοτε με ποσό ίσο με το μισθό του.

Στο σοσιαλιστικό κράτος, το σύστημα μισθοδοσίας διατηρείται. Είναι μια αναγκαία προσαρμογή στον καπιταλιστικό κόσμο, αλλά βάζει ταυτόχρονα σε λειτουργία το μηχανισμό εξαφάνισης του. Πολύ περισσότερο που όλο το σύστημα λειτουργεί υπό τον έλεγχο των ίδιων των εργατών.

Ο Λένιν είπε πολύ καθαρά, ότι θεωρεί την ύπαρξη καπιταλιστών σαν ένα βήμα προς τα πίσω, σαν μια ήττα της επανάστασης, προσθέτοντας ότι είναι αναγκαίο να διατηρηθεί ένα τέτοιο σύστημα όσο καιρό οι εργάτες δεν έχουν φτάσει σ’ ένα βαθμό αυτοοργάνωσης και αυτοπειθαρχίας, τέτοιο που να επιτρέπει να φτάσουνε σ’ ένα συναγωνίσιμο επίπεδο με την καπιταλιστική βιομηχανία.

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Η ρωσική δημοκρατία των σοβιέτ, όπως το έχει αποδείξει ο Λένιν, δεν τείνει σ’ ένα από τα διάφορα είδη πολιτικής διακυβέρνησης, αλλά προς μια αληθινή δημοκρατία. Ο Λένιν έχει προχωρήσει ώστε να προβλέψει ένα μετασχηματισμό των σοβιέτ σε οικονομικά όργανα με χαρακτήρα καθαρά διοικητικό.

Το πρωτότυπο αυτού του μελλοντικού κοινοβουλίου υπάρχει ήδη στη Ρωσία. Ονομάζεται ανώτατο συμβούλιο δημόσιας οικονομίας κι έχει σχηματιστεί από αντιπροσώπους των πιο σημαντικών επιτροπών για τη γη και του συμβουλίου για τον εργατικό έλεγχο.

Αυτό το συμβούλιο έχει την ευθύνη της οικονομικής ζωής της χώρας, της διεύθυνσης και του ελέγχου του ρυθμού της παραγωγής, της διοίκησης, των φυσικών πόρων που ανήκουν στην κυβέρνηση και την επίβλεψη των εισαγωγών και των εξαγωγών.

Είναι αρμόδιο για την ίδρυση νέων βιομηχανιών, να διαπραγματεύεται την κατασκευή νέων σιδηροδρομικών και οδικών δικτύων, να εκμεταλλεύεται νέα ορυχεία, να κατασκευάζει νέες φάμπρικες και να εκμεταλλεύεται τις υδάτινες πηγές.

Η εκτελεστική επιτροπή του συμβουλίου αποτελείται από 50 μέλη και καθένα ασχολείται μ’ έναν από τους πενήντα κλάδους της οικονομικής ζωής της χώρας, όπως πχ οι σιδηρόδρομοι, η γεωργία κλπ. Τα μέλη της επιτροπής εκλέγονται με τον ακόλουθο τρόπο: Οι διάφορες επαγγελματικές οργανώσεις -όπως το Ινστιτούτο των μηχανικών ορυχείων- υποδεικνύουν τα καλύτερα στελέχη τους και οι αντιπρόσωποι των αγροτικών επιτροπών, μαζί με τα όργανα του εργατικού ελέγχου, εκλέγουν απ’ αυτούς τους υποψήφιους. Τα πενήντα μέλη του συμβουλίου διευθύνουν καθένα ένα γραφείο και βοηθούνται από τεχνικές επιτροπές ειδικευμένες σε καθένα απ’ τους διαφορετικούς κλάδους. Στις συνεδριάσεις του συμβουλίου παρευρίσκονται αντιπρόσωποι των σοβιέτ, των υπουργείων εργασίας, εμπορίου, βιομηχανίας, οικονομικών, αντιπρόσωποι των εργοστασιακών εσωτερικών επιτροπών, των σοβιέτ των αγροτών, των συνεταιρισμών.

Σ’ αυτό το γραφείο παρουσιάζουν τις μελέτες.

Ας υποθέσουμε ότι πρόκειται για τη μελέτη μιας σιδηροδρομικής γραμμής απ’ το Νοβγκορόντ στη Μόσχα. Δίνουμε τη μελέτη στον επίτροπο που ασχολείται με τους σιδηροδρόμους. Αν αυτός την απορρίψει, η μελέτη πηγαίνει σ’ ένα γραφείο αποφάσεων. Αν αυτό τη δεχτεί, απευθύνεται στις τεχνικές επιτροπές του και τις επιφορτίζει να ασχοληθούν με τα προβλήματα της αρμοδιότητας τους.

Άλλες επιτροπές με εκπροσώπους των μεταλλουργικών οργανώσεων φτιάχνουν τον προϋπολογισμό.

Θέτουν εν συνεχεία το πρόβλημα στους αντιπροσώπους των τοπικών αγροτικών και εργατικών οργανώσεων. “Είναι αναγκαία η κατασκευή του σιδηρόδρομου: Πόση θα είναι η κυκλοφορία επιβατών, καυσίμων, πρώτων υλών, επεξεργασμένων προϊόντων και αγροτικών μηχανών;”

Μ’ άλλα λόγια, στον οικονομικό τομέα δεν γίνεται καμιά νέα επιχείρηση, αν ο λαός δεν αισθάνεται την ανάγκη της. Κοιτάνε να ικανοποιήσουν κατ’ αρχάς τις πιο επείγουσες ανάγκες.

Απ’ τον Δεκέμβρη του 1917, ενώ η Ρωσία ήταν χίλια κομμάτια κι έκανε πόλεμο μ’ όλες τις χώρες του κόσμου, είχαν κατατεθεί τέτοιες μελέτες και προχώρησαν στην εκτέλεση τους. Για παράδειγμα υπήρξε πρόταση κατασκευής ενός σιδηροδρομικού δικτύου που να εξυπηρετεί τα 300 ορυχεία των Ουραλίων και να χρησιμοποιηθούν οι 6 μεγάλοι ποταμοί της βόρειας Ρωσίας για να τροφοδοτηθεί με ενέργεια, φως και θερμότητα μια μεγάλη έκταση της χώρας.

ΟΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ρώσικη επανάσταση θα ‘χε νικηθεί αν δε υπήρχαν από πριν δημοκρατικές οργανώσεις. Το συνηθισμένο εμπορικό δίκτυο διανομής θα ‘χε πλήρως αποδιοργανωθεί. Μόνο χάρη στους συνεταιρισμούς κατανάλωσης μπόρεσε ο λαός να εφοδιαστεί με τρόφιμα. Το ήδη καθιερωμένο σύστημα υιοθετήθηκε ύστερα απ’ τις κοινότητες και την κυβέρνηση.

Πριν την επανάσταση, οι συνεταιριστικοί οργανισμοί είχαν πάνω από 12 εκατομμύρια μέλη. Ο συνεταιρισμός είναι κάτι φυσιολογικό στη Ρωσία και υπάρχει παράδοση αιώνων κοινοτικής ζωής. Στα εργοστάσια Πουτίλοφ, όπου εργάζονταν περισσότεροι από 14.000 εργάτες, ο συνεταιρισμός εφοδίαζε με τρόφιμα, κατοικία, ακόμα και ενδύματα, περισσότερα από 100.000 πρόσωπα. Αυτοί που σκέφτονται ότι στη Ρωσία υπάρχει ακυβερνησία, επειδή η εξουσία δεν είναι τυπικά συγκεντρωτική, ξεχνάνε αυτή τη συνεταιριστική τάση των Ρώσων. Βλέπουν τη σημερινή Ρωσία κάτι σαν ένα είδος επιτροπής γεμάτης δουλοπρέπεια, που έχει την έδρα της στη Μόσχα, η οποία διοικείται με τυραννικό τρόπο από τον Λένιν και τον Τρότσκι και τη υπερασπίζουν μισθοφόροι κόκκινοι φρουροί.

Η αλήθεια; Ακριβώς το αντίθετο.

Η οργάνωση, που το περίγραμμα της έδωσα υπάρχει σχεδόν σε όλες τις κοινότητες. Αν ένα σημαντικό τμήμα της Ρωσίας ήταν αληθινά αντίθετο με την κυβέρνηση των σοβιέτ, τα σοβιέτ δεν θα ‘χαν ούτε μιας ώρας ζωή.

Αυτοί που κάνουν κριτική στο σύστημα των σοβιέτ γκρινιάζουν αυτές τις μέρες για ένα άρθρο του Λένιν που δημοσιεύτηκε στην Πράβντα τον Απρίλη και ξαναβγήκε τώρα στη μπροσούρα “Τα σοβιέτ επί το έργον”. Ο μεγάλος προλεταριακός ηγέτης λέει με αυτό το άρθρο στους εργάτες, ότι πρέπει να σταματήσουν τις πολυλογίες, να σταματήσουν να κάνουν απεργίες, να μην κλέβουν και τους καλεί να κρατήσουν μια αυστηρή πειθαρχία και ν’ αυξήσουν την παραγωγή.

Εγκωμιάζει το σύστημα Ταίηλορ της επιστημονικής οργάνωσης εργασίας, εξηγεί την έλλειψη πείρας και κατάρτισης των ρωσικών μαζών, αναλύει τις αιτίες του χάους που υπάρχει στη βιομηχανία και τη γεωργία. Το προλεταριάτο, νικητής στον αγώνα του ενάντια στην αστική τάξη, πρέπει τώρα να συγκεντρώσει όλη την προσοχή του στο πρόβλημα της οργάνωσης της Ρωσίας. Αν δεν καταφέρει να λύσει αυτό το πρόβλημα, η επανάσταση θα χαθεί.

“Μα για τι ακριβώς πρόκειται;”, κραυγάζουν οι επικριτές -και μεταξύ τους υπάρχουν σοσιαλιστές. “Για τί ακριβώς πρόκειται αν όχι για την επιστροφή σε μια νέα τυραννία που ασκείται πάνω στις μάζες από νέα αφεντικά; Για δέστε, ο ίδιος ο Λένιν δέχεται ότι οι Ρώσοι αποδείχτηκαν ανίκανοι να οργανώσουν το ουτοπικό κράτος που δεν υπήρχε παρά μόνο στη φαντασία του και τα όνειρα του”.

Δεν είναι έτσι. Το σοσιαλιστικό κράτος δεν είναι μια επιστροφή στην πρωτόγονη απλότητα, αλλά αντίθετα ένα κοινωνικό σύστημα προικισμένο με αποτελεσματικότητα ανώτερη από κάθε καπιταλιστικό σύστημα. Στην ειδική περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης οι εργάτες οφείλουν αμέσως να αποκτήσουν την ικανότητα να αντισταθούν στο κεφάλαιο και ταυτόχρονα να καλύψουν τις ανάγκες της Ρωσίας. Κι αυτό που ισχύει για τη Ρωσία, ισχύει και για τους εργάτες όλου του κόσμου. Μα σε καμιά άλλη χώρα οι ηγέτες δεν έχουν τη φωτεινή αντίληψη ενός Λένιν. Πουθενά αλλού δεν είναι τόσο συνειδητοί και ενωμένοι. Στη Ρωσία υπάρχουν ομάδες βιομηχανικών επιχειρήσεων, όπως τα ορυχεία των Ουραλίων ή τα εργοστάσια του Βλαδιβοστόκ όπου ο έλεγχος των εργατών αποδείχτηκε ανώτερος απ’ τη διεύθυνση του καπιταλιστή ιδιοκτήτη. Κι ας μην ξεχνάμε ότι η βιομηχανική επιχείρηση ανήκει στους εργάτες και διαχειρίζεται προς όφελος των εργατών.

Τον Ιούνιο του 1918, έλεγε ο Λένιν σ’ έναν αμερικάνο ότι ο ρώσικος λαός δεν ήταν ακόμα επαναστατημένος. “Αν σε τρεις μήνες δεν γίνει αυτό, η επανάσταση θα φθαρεί”. Κατανοούμε τώρα τι ακριβώς ήθελε να πει.

Η λέξη “επαναστάτης” δεν δείχνει μια αόριστη διάθεση εξέγερσης. Αυτό που πρέπει να καταστραφεί, να καταστραφεί, όμως ο καινούργιος κόσμος πρέπει να ανοικοδομηθεί με μια προσπάθεια ασταμάτητου μόχθου. Εμείς οι άλλοι, για το καλό όλου του κόσμου, ελπίζουμε ότι η μεγάλη Ρωσία θα προκόψει και θα πάει μπροστά. Στα αυτιά μας αντηχεί η αδυσώπητη πορεία προς τα εμπρός των σιδερένιων στρατιών του προλεταριάτου.

Αύγουστος 1919




Ο μαρξισμός και το κόμμα- ενότητες 1.4, 1.5, 1.6

του Τζον Μόλινιου

Μετάφραση Βασίλης Μορέλας.

(ενότητες 4, 5 και 6 από το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο “Καρλ Μαρξ: τάξη και κόμμα”).

https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/ch01.htm

 

  1. Τα χρόνια της υποχώρησης

 

Σε αυτό το σημείο ο Μαρξ άρχισε μια περίοδο της ζωής του αφιερωμένη, εκτός από τις ανάγκες της βιοπάλης, σχεδόν ολοκληρωτικά στις οικονομικές του έρευνες. Συνόψισε την προοπτική του για τα ερχόμενα χρόνια στο τελευταίο τεύχος της Neue Rheinische Revue το Νοέμβρη του 1850.

 

Εν όψει της γενικής ευμάρειας που τώρα επικρατεί και επιτρέπει στις παραγωγικές δυνάμεις της αστικής κοινωνίας να αναπτυχθούν όσο πιο γρήγορα είναι ποτέ εφικτό μέσα στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας, δε μπορεί να υπάρχει ζήτημα κάποιας αληθινής επανάστασης… Μια νέα επανάσταση θα καταστεί δυνατή μόνο ως αποτέλεσμα μιας νέας κρίσης, μα είναι ακριβώς τόσο βέβαιη όσο και η έλευση της ίδιας της κρίσης.[i]

 

Οι κύκλοι των εκπατρισθέντων είχαν πάντα κακή φήμη για τους ασήμαντους καβγάδες τους, τα σκάνδαλα και τις αλληλοεξοντωτικές διαμάχες τους, ώστε ήταν βασικό για την ψυχολογική επιβίωση του Μαρξ και την επιτυχία του θεωρητικού του έργου να αποσυρθεί από αυτό το ψυχοφθόρο περιβάλλον.

Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς χαιρέτησαν αυτή την ανάπαυλα από την κομματική πολιτικολογία με εγκάρδιους στεναγμούς ανακούφισης. «Είμαι πολύ ευχαριστημένος», έγραφε ο Μαρξ στον Ένγκελς, «από τη δημόσια, αυθεντική απομόνωση στην οποία εμείς οι δύο, εσύ κι εγώ, τώρα βρισκόμαστε. Ανταποκρίνεται πλήρως στη θέση και τις αρχές μας.»[ii] Στο οποίο ο Ένγκελς απαντούσε: «Επιτέλους έχουμε ξανά -για πρώτη φορά εδώ και κάμποσο καιρό- μια ευκαιρία να δείξουμε ότι δεν χρειαζόμαστε καμία στήριξη από κανένα κόμμα καμίας κι οποιασδήποτε χώρας και ότι η θέση μας είναι παντελώς ανεξάρτητη από τέτοια σκουπίδια.»[iii] Ο Φραντς Μέρινγκ προειδοποιεί να μην παίρνονται τέτοιες πρόχειρες και ιδιωτικές παρατηρήσεις πολύ σοβαρά[iv], αλλά μερικοί σχολιαστές, ονομαστικά οι Μπέρτραμ Ντ. Βολφ[v] και Σλόμο Αβινέρι[vi], έχουν επιδιώξει να τις παρουσιάσουν σαν τις «αληθινές» απόψεις του Μαρξ για το κόμμα. Μα αυτή η απόπειρα συνεπάγεται την απόσπαση αυτών των εκφράσεων τόσο από το ιστορικό τους πλαίσιο όσο και από το πλαίσιο της συγκυρίας (δηλ. αυτό των ιδιωτικών γραμμάτων μεταξύ στενών φίλων),[vii] όπως και την αντιπαράθεσή τους με δηλώσεις που είναι σαφώς πιο ζυγισμένες και προσεκτικές και είναι γραμμένες για δημόσια κατανάλωση. Παρμένα κυριολεκτικά, αυτά και άλλα σχόλια των Μαρξ και Ένγκελς θα μπορούσαν να κρατηθούν για να υποδηλώσουν αντίθεση σε όλη την πολιτική δραστηριότητα, κάτι προφανώς γελοίο. Ακόμη και κατά τις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα, όταν ο Μαρξ ήταν πάρα πολύ βαθιά απορροφημένος από το Κεφάλαιο, ποτέ δεν αποσύρθηκε τελείως από την πολιτική ζωή, συνεχίζοντας να συνεισφέρει στις Χαρτιστικές εφημερίδες και κρατώντας ένα άγρυπνο μάτι πάνω στον Έρνεστ Τζόουνς που, στα 1857, [ο Μαρξ -ΣτΜ] είπε ότι θα όφειλε να «σχηματίσει ένα κόμμα, για το οποίο πρέπει να πάει στις βιομηχανικές περιοχές».[viii]

Ποιοι ήταν τότε οι κύριοι παράγοντες σχετικά με την 12χρονη απουσία του Μαρξ από κάθε πολιτικό κόμμα; Πρώτον, υπήρχε, όπως ήδη υποδείχτηκε, η άποψή του ότι η αστική κοινωνία είχε εισέλθει σε μια παρατεταμένη περίοδο σταθεροποίησης και επέκτασης. Δεύτερο, υπήρχε η μεγάλη σπουδαιότητα που απέδιδε στο θεωρητικό του έργο. Όταν προσεγγίστηκε από έναν Γερμανό εκπατρισθέντα στη Νέα Υόρκη για να αναστήσει την Κομμουνιστική Ένωση, ο Μαρξ ανταπάντησε «είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι οι θεωρητικοί μου κόποι φέρνουν μεγαλύτερα οφέλη στην εργατική τάξη από τη συμμετοχή σε οργανώσεις για τις οποίες ο καιρός έχει περάσει.»[ix] Τρίτον, υπήρχε ένα μεγάλο κενό που χώριζε τη αντίληψη του Μαρξ για το επαναστατικό κίνημα από εκείνη της συντριπτικής πλειοψηφίας των επαναστατών εκείνη την εποχή.

Αφού για τον Μαρξ η καθοδηγήτρια δύναμη της ιστορίας ήταν η ταξική πάλη και ο στόχος του ήταν η αυτο-απελευθέρωση της εργατικής τάξης, η λειτουργία του κόμματος ήταν να ηγείται και να υπηρετεί το προλεταριάτο στις μάχες του και όχι να «στοιχειοθετεί δικές του σεκταριστικές αρχές, με τις οποίες διαμορφώνει και καλουπώνει το προλεταριακό κίνημα». Το επαναστατικό κίνημα των μέσων του δέκατου ένατου αιώνα, ωστόσο, κυριαρχούταν από παντελώς αλλότριες συλλήψεις και παραδόσεις. Οι κυρίαρχες τάσεις του καιρού ήταν είτε κατάλοιπα από την συνωμοσιολογική Γιακωβίνικη παράδοση της Γαλλικής Επανάστασης*, είτε προέρχονταν από μικροαστούς ουτοπικούς σοσιαλιστές που πίστευαν σε μια συμφιλίωση κεφαλαίου και εργασίας στη βάση των δικών τους πεφωτισμένων ιδεών. Και οι δύο ήταν εξίσου ελιτίστικες στη στάση τους προς την εργατική τάξη, η πρώτη επιθυμώντας να δράσει πίσω από την πλάτη της τάξης και προς όφελός της, η δεύτερη απαιτώντας η τάξη να μείνει παθητική ωσότου όλοι οι άνδρες με καλή θέληση να πειστούν από τη δύναμη της λογικής. Ο Μαρξ είχε από καιρό απορρίψει αυτές τις θέσεις κι ενώ ήταν έτοιμος να τις καταπολεμήσει στα πλαίσια ενός ζωντανού εργατικού κινήματος, εκτός ενός τέτοιου πλαισίου, μέσα σε μικροσκοπικές και άσχετες λέσχες κι εταιρείες, θεωρούσε ότι θα έχανε το χρόνο του αν πήγαινε να μπλεχτεί μ’αυτές μ’οποιονδήποτε τρόπο.

 

  1. Η Πρώτη Διεθνής -πράξη και θεωρία

 

Αυτό που τελικά τράβηξε τον Μαρξ έξω από την αυτεπιβεβλημένη απομόνωσή του ήταν μια πρόσκληση για την ιδρυτική συνάντηση της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων που διεξήχθη στο Μέγαρο Σεντ Μάρτιν στις 26 Σεπτεμβρίου 1864. Η Διεθνής δεν ιδρύθηκε από τον Μαρξ ούτε ήταν μαρξιστικής έμπνευσης. Περισσότερο προέκυψε από τη γενική ανάταση των οικονομικών αγώνων της Ευρωπαϊκής εργατικής τάξης και το εργατικό ενδιαφέρον για τέτοια διεθνή ζητήματα, σαν την υποστήριξη στο Βορρά του Αμερικανικού Εμφυλίου, τους σκοπούς της Πολωνικής ανεξαρτησίας και την ενοποίηση της Ιταλίας και μια από τις σπουδαιότερες πρακτικές δραστηριότητές της ήταν να εμποδίσει τη χρήση εργασίας μεταναστών στο σπάσιμο απεργιών. Η άμεση πρωτοβουλία για την συνάντηση στο Μέγαρο Σεντ Μάρτιν ήρθε από συνδικαλιστές του Λονδίνου και του Παρισιού. Αλλά ήταν ακριβώς αυτή η αυθεντικότητα και ο αυθορμητισμός που προσέλκυσαν τον Μαρξ. «Ήξερα», έγραφε στον Ένγκελς, «ότι αυτή τη φορά αληθινές “δυνάμεις” εμπλέκονταν και στις δυο πλευρές του Λονδίνου και του Παρισιού και επομένως αποφάσισα να αντιπαρέλθω τον συνήθη άκαμπτο κανόνα να αρνούμαι κάθε τέτοια πρόσκληση… γιατί η αναγέννηση της εργατικής τάξης λαμβάνει εμφανώς χώρα.»[x]

Αναπόφευκτα αυτά τα θετικά στοιχεία είχαν την αρνητική τους πλευρά στην ακραία θεωρητική και πολιτική ετερογένεια και σύγχυση. Μεταξύ εκείνων που συμμετείχαν στη Διεθνή υπήρχαν οπαδοί του Ματσίνι που’ταν ουσιαστικά Ιταλοί εθνικιστές, Γάλλοι Προυντονικοί που ήθελαν να συμφιλιώσουν κεφάλαιο και εργασία, Οουενικοί**όπως ο Γουέστον[xi] που αντιτίθεντο στις απεργίες και μυστικές εταιρείες, φαινομενικά μασονικού τύπου, όπως οι Φιλαδελφικοί.[xii] Για να δουλέψει μαζί με αυτό το άμορφο σώμα και να το κατευθύνει στις γραμμές που ήθελε, ο Μαρξ ήταν υποχρεωμένος να λειτουργήσει με μεγάλη λεπτότητα κι όχι λίγη πονηριά. Έχοντας ελιχθεί ως την ανάληψη του σχεδιάσματος των Κανονισμών της Διεθνούς και καταφέρνοντας να παρεμβάλλει τη δική του «Εναρκτήρια Προσφώνηση»,[xiii] μια αξιόλογη ποσότητα συμβιβασμού ήταν αναγκαία για να αποφύγει ν’αποξενώσει τους άλλους συμμετέχοντες.

 

Ήταν πολύ δύσκολο να πλαισιώσεις το πράμα έτσι που οι απόψεις μας να εμφανιστούν με μορφή αποδεκτή από την τωρινή οπτική του εργατικού κινήματος. Σε λίγες βδομάδες οι ίδιοι άνθρωποι θα κάνουν συναντήσεις για το εκλογικό δικαίωμα με τους Μπράιτ και Κόμπτεν. Θα πάρει καιρό ώσπου το ξαναξυπνημένο κίνημα να επιτρέψει την παλιά λεκτική τόλμη. Θα είναι απαραίτητο να είσαι «fortiter in re, suaviter in modo***».[xiv]

 

Η μέθοδος του Μαρξ ήταν να τονίζει τον ταξικό χαρακτήρα του κινήματος και το διεθνισμό του, με έμφαση στο τότε δημοφιλές θέμα της αυτο-απελευθέρωσης,[xv] χωρίς να γίνεται συγκεκριμένος όσο αφορά τους επαναστατικούς στόχους ή μεθόδους. Έτσι, οι Κανονισμοί δηλώνουν ότι «η απελευθέρωση των εργαζόμενων τάξεων πρέπει κατακτηθεί από τις ίδιες τις εργαζόμενες τάξεις» κι ότι «η οικονομική απελευθέρωση των εργαζόμενων τάξεων είναι, επομένως, το μεγάλο τέλος στο οποίο κάθε πολιτικό κίνημα θα έπρεπε να υποτάσσεται ως μέσο» κι ότι «η απελευθέρωση της εργασίας δεν είναι ούτε τοπικό, ούτε εθνικό, αλλά κοινωνικό πρόβλημα, που αγκαλιάζει όλες τις χώρες που υπάρχει η σύγχρονη κοινωνία».[xvi] Όμως δεν αναφέρουν την κολεκτιβοποίηση των μέσων παραγωγής, που θα αναστάτωνε τους Προυντονικούς, ή επανάσταση, που θα τρόμαζε τους Άγγλους συνδικαλιστές. Αυτή η στρατηγική πήγε πολύ καλά. Η Διεθνής απέφυγε να μετατραπεί, κατά τη φράση του Μέρινγκ, σε «ένα μικρό σώμα με μεγάλο κεφάλι»,[xvii] αλλά την ίδια στιγμή ο Μαρξ, χάρη στην υπέρτερη συνολική του άποψη για το κίνημα, εδραίωσε βαθμιαία την ιδεολογική του ηγεμονία στο Γενικό Συμβούλιο. Όσο η Διεθνής μεγάλωνε σε δύναμη, επωφελούμενη ιδίως από το κύμα των επισπευσμένων από την οικονομική κρίση του 1866-67 απεργιακών αγώνων, τόσο ο Μαρξ έπειθε διαδοχικά συνέδρια να υιοθετούν προοδευτικά όλο και πιο σοσιαλιστικές πολιτικές. Το Συνέδριο της Λοζάννης (1867) πέρασε την απόφαση: «Η κοινωνική απελευθέρωση των εργαζόμενων είναι αδιαχώριστη από της πολιτική τους απελευθέρωση.»[xviii] Το Συνέδριο των Βρυξελών (1868) έγινε μάρτυρας της ήττας των Προυντονικών στην συλλογική ιδιοκτησία γης, σιδηροδρόμων, ορυχείων και δασών∙ και η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου (1871) αποφάσισε να προσθέσει στους Κανονισμούς την πρόταση ότι:

 

Στον αγώνα του κατά της συλλογικής ισχύος των ιδιοκτητριών τάξεων, το προλεταριάτο μπορεί να ενεργήσει ως τάξη μονάχα συγκροτώντας για τον εαυτό του ένα διακριτό πολιτικό κόμμα αντιτιθέμενο σε όλα τα παλιά κόμματα που σχεδιάστηκαν από τις κατέχουσες τάξεις.

Αυτή η συγκρότηση του προλεταριάτου σε πολιτικό κόμμα είναι εκ των ων ουκ άνευ για να διασφαλίσει το θρίαμβο της Κοινωνικής Επανάστασης και του απώτατού της σκοπού: της κατάργησης των τάξεων.[xix]

 

Όμως παρόλα αυτά τα προχωρήματα, η Διεθνής παρέμενε ένα αμάλγαμα υπερβολικά πολλών αποκλινουσών τάσεων για να γίνει οτιδήποτε που να πλησιάζει ένα διεθνές κομμουνιστικό κόμμα κι ούτε κι ο Μαρξ προσπάθησε ποτέ να επιβάλει μια τέτοια έννοια σ’αυτήν. Μάλλον δεχόταν ότι η Διεθνής δε θα μπορούσε να’ναι κάτι περισσότερο από μια πλατιά ομοσπονδία εργατικών οργανισμών και κομμάτων σε διαφορετικές χώρες και ότι θα έπρεπε «να αφήσει κάθε τμήμα να σχηματίζει ελεύθερα το δικό του θεωρητικό πρόγραμμα».[xx]

Αυτή ακριβώς η χαλαρότητα, που ήταν η δύναμη της Διεθνούς στο ότι καθιστούσε ικανό τον Μαρξ να συγκρατήσει τις ποικίλες φράξιες ενώ την ίδια στιγμή παρείχε γενική καθοδήγηση, ήταν επίσης η αδυναμία της στο ότι κατέστησε τη Διεθνή έναν εύκολο στόχο παρείσφρησης από τον Μιχαήλ Μπακούνιν****και την αναρχική του Διεθνή Αδελφότητα, η οποία, με την αμφίεση της Διεθνούς Συμμαχίας της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, μπήκε στη Διεθνή το 1868 και αποδείχτηκε μείζων παράγοντας στην τελική της κατάρρευση. Ο Μπακούνιν ήταν ένας ρομαντικός τυχοδιώκτης και συνωμότης παρά ένας θεωρητικός και το πρόγραμμα που προωθούσε ήταν αφελές και μπερδεμένο. Υπερμαχόταν την «ισότητα των τάξεων», την άμεση κατάργηση του κράτους, την κατάργηση του δικαιώματος κληρονομιάς ως πρωταρχικά αιτήματα του κινήματος και πάνω απ’όλα την παντελή αποχή από την πολιτική. Ο Μαρξ έβλεπε αυτές τις ιδέες με περιφρόνηση -«ένα κομφούζιο υπολειμμάτων, επιφανειακά συναρμολογημένο από τα Δεξιά και από τα Αριστερά… αυτό το παιδικό αλφαβητάρι… ο κυκεώνας που έχει αποστάξει από κομματάκια Προυντόν, Σεν-Σιμόν και άλλων»[xxi]– αλλά δεν αρνήθηκε στους αναρχικούς το δικαίωμα να υποστηρίζουν τη θέση τους μέσα στη Διεθνή. Ήταν μια διαφωνία, όχι για το δόγμα, μα για το είδος της οργάνωσης που η Διεθνής προοριζόταν να γίνει, που βρισκόταν στη ρίζα της ζημιογόνου διαμάχης μεταξύ Μαρξ και Μπακούνιν. Ο Μπακούνιν, εκμεταλλευόμενος τις πολυάριθμες τάσεις και διαιρέσεις της Διεθνούς, εξαπέλυσε μια εκστρατεία εναντίον του «αυταρχισμού» του Γενικού Συμβουλίου, η οποία υπολόγιζε να μαζέψει τους διάφορους δυσαρεστημένους γύρω της. Όμως εντός του πλαισίου αυτού του «αντι-αυταρχισμού» ο Μπακούνιν έψαχνε να υλοποιήσει τη μη εκλεγμένη «συλλογική και αόρατη δικτατορία»[xxii] των δικών του μυστικών εταιρειών και συνωμοσιών. Το πραγματικό ζήτημα ήταν, όπως λέει ο Μόντι Τζόνστοουν, «εάν η Διεθνής θα έπρεπε να συνεχίζει ως ένας δημόσιος δημοκρατικός οργανισμός σε συμφωνία με κανονισμούς και πολιτικές κατατεθειμένες στα συνέδριά του ή εάν θα έπρεπε να επιτρέψει στον Μπακούνιν να «παραλύσει τη δραστηριότητά της με μυστικές ίντριγκες» και σε ομοσπονδίες και τμήματα να αρνούνται να αποδεχτούν αποφάσεις συνεδρίων με τις οποίες διαφώνησαν.»[xxiii]

Οι δραστηριότητες του Μπακούνιν έλαβαν την σπουδαιότητά τους επειδή διασταυρώθηκαν με τον άλλο μείζονα παράγοντα του θανάτου της Διεθνούς, την Παρισινή Κομμούνα. Η παθιασμένη υπεράσπιση της Κομμούνας από τον Μαρξ στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία οδήγησε στην ταύτιση της Διεθνούς με την Κομμούνα και από εκεί σε μαζικό «κόκκινο πανικό» και κυνήγι μαγισσών κατά της Διεθνούς σε όλη την Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, αυτή η εμφάνιση της κοινωνικής επανάστασης στην πραγματικότητα και η επακόλουθη διαύγεια με την οποία τοποθετούνταν τα πολιτικά ερωτήματα, αναπόφευκτα θρυμμάτισε την ευπαθή ενότητα όπου βασιζόταν η Διεθνής.

Για να διαχειριστεί αυτήν την κατάσταση ο Μαρξ, στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, ζήτησε και απέκτησε αυξημένες εξουσίες για το Γενικό Συμβούλιο, αλλά αυτό με τη σειρά του πέταξε εκείνους που απεχθάνονταν την «παρέμβαση» του Γενικού Συμβουλίου στο στρατόπεδο του αντι-αυταρχισμού του Μπακούνιν. Ως το 1872 ο Μαρξ, είναι σαφές, είχε αποφασίσει ότι ο καιρός της Διεθνούς είχε περάσει (αν και δεν ενδιαφερόταν να το πει δημόσια). Την ίδια ώρα, ήταν αποφασισμένος να μην πέσει στα χέρια των συνωμοτών, είτε Μπακουνικών είτε Μπλανκιστών****** που θα αναιρούσαν τα θετικά επιτεύγματα της Διεθνούς με άσκοπες περιπέτειες. Ο Μαρξ πέτυχε αυτούς τους στόχους στο Συνέδριο της Χάγης εξασφαλίζοντας την αποβολή του Μπακούνιν (σε μάλλον αμφίβολη βάση)[xxiv] και μεταφέροντας την έδρα της Διεθνούς στην Αμερική, όπου και αυτή απεβίωσε ήσυχα το 1876.

Η Διεθνής Ένωση Εργαζομένων ήταν αναμφίβολα η πιο σημαντική πρακτική πολιτική δουλειά στη ζωή του Μαρξ. Έδωσε τεράστια ώθηση στην ανάπτυξη του κινήματος παντού. Δημιούργησε πολύ πιο εκτεταμένη επίγνωση για κάποιες τουλάχιστον βασικές αρχές του Μαρξ, απ’ότι υπήρξε ποτέ πρωτύτερα. Πάνω απ’όλα, εδραίωσε την παράδοση του διεθνισμού και της διεθνούς οργάνωσης στην καρδιά του σοσιαλιστικού κινήματος της εργατικής τάξης. Αυτά υπήρξαν μεγάλα επιτεύγματα, μα είναι επίσης προφανές ότι η Διεθνής περιείχε στη βάση των θεμελίων της τους σπόρους της αποσύνθεσής της. Από την άποψη της εκτίμησης της αντίληψης του Μαρξ για το κόμμα, είναι αναγκαίο, επομένως, να εξετάσουμε τις δυνατότητες και τις αδυναμίες των θεωρητικών ιδεών που υπέφωσκαν στο έργο του αυτήν την περίοδο.

Αφού για τον Μαρξ το κόμμα λογιζόταν πάντα σε σχέση με την εργατική τάξη και η εργατική τάξη ορίζεται βασικά από την οικονομική της κατάσταση, το κομβικό θεωρητικό πρόβλημα ήταν η φύση της σχέσης μεταξύ οικονομικών και πολιτικής και ειδικά μεταξύ των οικονομικών αγώνων της εργατικής τάξης και της ανάπτυξης της πολιτικής της συνείδησης και οργάνωσης. Υπάρχουν διάφορα κείμενα της περιόδου που δείχνουν πως, ουσιαστικά, ο Μαρξ διατηρούσε την άποψη ότι η πολιτική συνείδηση αναδύεται αυθόρμητα από τις οικονομικές περιστάσεις και πάλη των εργαζομένων. Γι’αυτό, σε ένα λόγο προς μια αντιπροσωπεία Γερμανών συνδικαλιστών το 1869, ο Μαρξ είπε:

 

Τα συνδικάτα είναι τα σχολεία του σοσιαλισμού. Είναι στα συνδικάτα που οι εργαζόμενοι εκπαιδεύουν τους εαυτούς τους και γίνονται σοσιαλιστές, επειδή μπροστά στα ίδια τους τα μάτια και καθημερινά λαμβάνει χώρα η πάλη με το κεφάλαιο… Η μεγάλη μάζα των εργαζομένων, σε όποιο κόμμα κι αν αυτοί ανήκουν, έχει επιτέλους κατανοήσει ότι οι υλική της κατάσταση πρέπει να γίνει καλύτερη. Αλλά τη στιγμή που η υλική κατάσταση του εργαζόμενου θα έχει γίνει καλύτερη, αυτός θα μπορεί να συγκεντρωθεί στην εκπαίδευση των παιδιών του∙ η γυναίκα και τα παιδιά του δε θα χρειάζονται να πάνε στο εργοστάσιο∙ αυτός ο ίδιος θα μπορεί να καλλιεργήσει το μυαλό του περισσότερο, να προσέξει το σώμα του καλύτερα κι έτσι γίνεται σοσιαλιστής χωρίς να το προσέξει.[xxv]

 

Ενώ κάποιες από τις πιο ακραίες προτάσεις εδώ δεν χρειάζεται να ληφθούν κυριολεκτικά, ο Μαρξ επανέλαβε ουσιαστικά την ίδια θεωρητική σύλληψη σε ένα κομβικό απόσπασμα σε ένα γράμμα προς τον Φ. Μπόλτε το 1871:

 

Το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης έχει ως τελικό του αντικείμενο, βέβαια, την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας για αυτήν την τάξη και αυτό φυσικά απαιτεί μια προηγούμενη οργάνωση της εργατικής τάξης, αναπτυγμένης ως ορισμένο βαθμό και αναδυόμενης από τους οικονομικούς της αγώνες.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, κάθε κίνημα στο οποίο η εργατική τάξη έρχεται ως τάξη αντιμέτωπη με τις κυρίαρχες τάξεις και προσπαθεί να τις επιβληθεί με εξωτερική πίεση, αποτελεί ένα πολιτικό κίνημα. Για παράδειγμα, η απόπειρα σε ένα ιδιαίτερο εργοστάσιο, ή ακόμη ένα ορισμένο επάγγελμα, να αναγκάσεις σε μικρότερη εργάσιμη μέρα τους μεμονωμένους καπιταλιστές μέσω απεργιών κλπ, είναι αμιγώς οικονομικό κίνημα. Από την άλλη πλευρά, το κίνημα για να επιβάλεις το οχτάωρο κλπ σε νόμο είναι πολιτικό κίνημα. Και με αυτόν τον τρόπο, από ξεχωριστά οικονομικά κινήματα των εργαζομένων, αναφύεται παντού ένα πολιτικό κίνημα, σαν να λέμε, ένα κίνημα της τάξης, με αποτέλεσμα την επιβολή των συμφερόντων της με γενική μορφή, με μια μορφή που κατέχει γενική κοινωνική δύναμη εξαναγκασμού [η έμφαση στο πρωτότυπο].[xxvi]

 

Η δύναμη της σύλληψης του Μαρξ έγκειται στον υλισμό της, την έμφασή της στη μάθηση μέσα από την εμπειρία και την πάλη∙ η αδυναμία έγκειται στον οικονομικό ντετερμινισμό και τον αισιόδοξο εξελικτισμό της. Η ιστορία έχει φανερώσει όχι μόνο τη διαδικασία ανάπτυξης που περιγράφει ο Μαρξ, μα επίσης ένα ευρύ φάσμα αντιτιθέμενων δυνάμεων που υπηρετούν την παρεμπόδιση της μετάβασης από τη συνδικαλιστική συνείδηση στη σοσιαλιστική συνείδηση. Συγκεκριμένα η ικανότητα των οικονομικών κατακτήσεων, ακόμη και συμπεριλαμβανομένων των κερδισμένων με αγώνα, να εξυπηρετούν ως καταπραϋντικά κι όχι ως διεγερτικά, όπως και το σφιχταγκάλιασμα του προλεταριάτου από την αστική ιδεολογία, με την απορρέουσα ικανότητα αυτής να διαιρεί και να κατακερματίζει το κίνημα, ήταν και τα δύο σοβαρά υποτιμημένα από τον Μαρξ. Στα 1890 ο Ένγκελς σχολίασε ότι «ο Μαρξ κι εγώ είμαστε εν μέρει υπεύθυνοι για το ότι οι νεότεροι άνθρωποι μερικές φορές δίνουν παραπάνω έμφαση στην οικονομική πλευρά απ’ότι της αρμόζει. Εμείς έπρεπε να υπογραμμίσουμε την κύρια αρχή, απέναντι στους αντιπάλους μας που την αρνούνταν και δεν είχαμε πάντα χρόνο, χώρο ή ευκαιρία να αποδώσουμε τα οφειλόμενα και στα άλλα εμπλεκόμενα στην αλληλεπίδραση στοιχεία»[xxvii] και το ζήτημα της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής συνείδησης είναι ένα από αυτά όπου ο Μαρξ ήταν ιδιαίτερα ένοχος υπερτονισμού «της κύριας αρχής» εις βάρος των «άλλων εμπλεκόμενων στην αλληλεπίδραση στοιχείων».

Ήταν πάνω σε αυτή την υπεραπλουστευμένη και υπεραισιόδοξη άποψη του μετασχηματισμού της εργατικής τάξης από «τάξη καθεαυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της» που ο Μαρξ βάσισε τις ιδέες της οργάνωσης και τη δραστηριότητά του στη Διεθνή. Για τον Μαρξ το κύριο πρόβλημα ήταν η ίδρυση ενός πολιτικού οργανισμού  που βασίζεται στην ιδέα της ταξικής πάλης και που περιέχει πλατιά στρώματα εργαζομένων. Έχοντας επιτύχει αυτό, πίστευε ότι ο οργανισμός θα εξελισσόταν σε επαναστατική κατεύθυνση με τους δικούς του ρυθμούς.

Υπάρχει, επομένως, ένα ισχυρό στοιχείο φαταλισμού****** στην στάση του Μαρξ απέναντι στο σχηματισμό του κόμματος. Η πάλη ιδεών και τάσεων μέσα στο εργατικό κίνημα θα τακτοποιηθεί μόνη της, καθώς οι ταξικές τάσεις των εργατών επιβάλλουν τον εαυτό τους. Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι ο Μαρξ απέτυχε να συλλάβει τη δυνατότητα ο εργατικός πολιτικός ρεφορμισμός (δηλ. αυτό που τώρα εμείς καλούμε σοσιαλδημοκρατία ή εργατισμό) να αναλάβει έναν τόσο σοβαρό έλεγχο του κινήματος, έτσι που αυτός δε θα αυτομετασχηματιζόταν ή θα άνοιγε απλά το δρόμο για επαναστατική δράση όταν ο καιρός του θα’χε περάσει, αλλά θα συγκροτούσε μείζον εμπόδιο, φράζοντας το δρόμο στην επανάσταση. Επειδή δεν είδε τον κίνδυνο, ο Μαρξ επίσης δεν είδε το μέσο για τον αντιπαλέψει -τη δημιουργία ενός σχετικά στενού και πειθαρχημένου κόμματος πρωτοπορίας-εμπροσθοφυλακής.

 

  1. Σοσιαλδημοκρατία και το πρόβλημα του ρεφορμισμού

 

Από το 1872 κι εξής οι Μαρξ και Ένγκελς δεν ξαναναμείχθηκαν ποτέ άμεσα, ούτε έγιναν μέλη, σε καμία οργάνωση ή κόμμα, αλλά παρόλα αυτά θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως έχοντες «ειδική θέση ως εκπροσώπους του διεθνούς σοσιαλισμού»[xxviii] και με αυτή την ιδιότητα έστελναν συμβουλές σε σοσιαλιστές όλου του κόσμου. Εν πολλοίς ήταν ο Ένγκελς που ενεργοποιούταν σε αυτό το ρόλο, παρά ο Μαρξ, του οποίου η υγεία έφθινε και ο οποίος συγκεντρωνόταν στις μελέτες του. Όμως φαίνεται λογικό, τουλάχιστον σε αυτή τη σφαίρα, να θεωρούμε τις απόψεις του Ένγκελς χοντρικά αντιπροσωπευτικές αυτών του Μαρξ.

Το πιο σημαντικό φαινόμενο αυτής της περιόδου ήταν η άνοδος των σοσιαλδημοκρατικών εργατικών κομμάτων σε έναν αριθμό χωρών, ειδικά στη Γερμανία. Αυτές οι οργανώσεις συνδύαζαν ένα ανοιχτά σοσιαλιστικό πρόγραμμα με μαζική υποστήριξη μέσα στην εργατική τάξη. Η παρατήρηση αυτής της εξέλιξης, συνδυασμένη με την πείρα της Διεθνούς, φαίνεται να οδήγησε σε μια ορισμένη επανεκτίμηση ή τουλάχιστον σε μια αλλαγή της έμφασης, τις απόψεις των Μαρξ και Ένγκελς. Γι’αυτό το 1873 βρίσκουμε τον Ένγκελς να προειδοποιεί τον Μπέμπελ******* να μην «παραπλανηθεί από την κραυγή για “ενότητα”… ένα κόμμα βγάζει τον εαυτό του νικητή με τη διάσπαση και όντας ικανό να αντέξει τη διάσπαση»[xxix] και το 1874 να προβλέπει στον Ζόργκε ότι «η επόμενη Διεθνής -αφού τα γραπτά του Μαρξ θα έχουν παράξει τις επιδράσεις τους για κάποια χρόνια- θα είναι απευθείας Κομμουνιστική και θα διακηρύσσει ακριβώς τις αρχές μας».[xxx]

Στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, όπου υπήρχαν πολύ ισχυρές εργατικές τάξεις, μα οι εργαζόμενοι ήταν πολιτικά υποτελείς στα κόμματα της άρχουσας τάξης και τα σοσιαλιστικά ρεύματα ήταν εξαιρετικά αδύναμα, οι Μαρξ και Ένγκελς συνέχισαν την παλιά γραμμή τους να υπερασπίζονται το σχηματισμό ενός πλατιού ανεξάρτητου εργατικού κόμματος χωρίς να ανησυχούν για το πρόγραμμα ή τη θεωρητική του βάση. Ο Ένγκελς έγραψε μια σειρά άρθρων για αυτό το σκοπό στην εφημερίδα Εργατικό Κριτήριο Labour Standard το 1881, επιχειρηματολογώντας, με την προσδοκία του τρόπου που το Εργατικό Κόμμα θα εγειρόταν, ότι «δίπλα, ή πάνω από, τις Ενώσεις ιδιαίτερων επαγγελμάτων, πρέπει να ξεπηδήσει μια γενική ένωση, ένας πολιτικός οργανισμός της συνολικής εργατικής τάξης[xxxi] και το 1893 παρότρυνε όλους τους σοσιαλιστές να προσχωρήσουν στον Ανεξάρτητη Εργατικό Κόμμα. Σε σχέση με την Αμερική, ο Ένγκελς υποστήριζε ότι:

 

Το σημαντικό πράγμα είναι να βάλεις την εργατική τάξη να κινηθεί ως τάξη ∙ μόλις αυτό αποκτηθεί σύντομα θα βρουν τη σωστή κατεύθυνση… Το να περιμένεις τους Αμερικάνους να αρχίσουν με πλήρη συνείδηση της θεωρίας που φτιάχτηκε στις παλιότερες βιομηχανικές χώρες, είναι σα να περιμένεις το αδύνατο… Οι ψήφοι από ένα ή δύο εκατομμύρια εργαζόμενων τον επόμενο Νοέμβρη για ένα γνήσιο κόμμα των εργαζόμενων αξίζουν απείρως περισσότερο τώρα από εκατό χιλιάδες ψήφους για μια δογματικά τέλεια πλατφόρμα… Όμως καθετί που ίσως καθυστερήσει ή εμποδίσει αυτήν την εθνική εδραίωση του κόμματος των εργαζομένων -ασχέτως σε ποια πλατφόρμα- εγώ θα το θεωρούσα μέγα λάθος.[xxxii]

 

Όμως, όταν αφορούσε τη Γαλλία και τη Γερμανία, όπου το κίνημα ήταν πολύ πιο προχωρημένο, η στάση των Μαρξ και Ένγκελς ήταν πολύ διαφορετική. Εδώ έβλεπαν το ενδεχόμενο, για πρώτη φορά, της δημιουργίας στέρεων μαρξιστικών κομμάτων στο σχήμα του Parti Ouvrier Français και του Γερμανικού SDAP και για να υλοποιηθεί αυτό το ενδεχόμενο έδειχναν ιδιαίτερη προσοχή σε ζητήματα θεωρίας και προγράμματος. Γι’αυτό όταν το 1882 το Γαλλικό κόμμα διασπάστηκε σε μαρξιστές υπό τους Γκεσντ και Λαφάργκ και «ποσιμπιλιστές» υπό τους Μαλόν και Μπρους (αναρχικούς που έγιναν ρεφορμιστές)********, ο Ένγκελς καλωσόρισε το συμβάν ως «αναπότρεπτο» και ως «ένα καλό πράγμα», ισχυριζόμενος ότι «το επίπλαστο κόμμα του Σεν Ετιέν [οι ποσιμπιλιστές] όχι μόνο δεν είναι εργατικό κόμμα, αλλά ούτε και ένα οποιοδήποτε κόμμα, επειδή στην πραγματικότητα δεν έχει πρόγραμμα»[xxxiii] και σχολιάζοντας «φαίνεται ότι κάθε εργατικό κόμμα μεγάλης χώρας μπορεί να αναπτυχθεί μόνο με εσωτερική πάλη, κάτι που συμφωνεί με τους νόμους της διαλεκτικής ανάπτυξης γενικά».[xxxiv] Όμως πάνω απ’όλα, ήταν στις σχέσεις τους με τη Γερμανική σοσιαλδημοκρατία που ο Μαρξ κι ο Ένγκελς διατήρησαν τον ύψιστο βαθμό θεωρητικού σφρίγους.

Όταν το 1875 το SDAP ενώθηκε με το Λασσαλικό ADAV για να σχηματίσει το Γερμανικό Σοσιαλ-Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (SAPD, αργότερα  SPD), οι Μαρξ και Ένγκελς αντιτέθηκαν στην κίνηση αυτή ως «βεβιασμένη από τη μεριά μας»[xxxv] και συνεπαγόμενη θεωρητικές εκχωρήσεις. Ο Μαρξ αμέσως υπέβαλε το πρόγραμμα ενοποίησης σε μια ισοπεδωτική κριτική,[xxxvi] εκθέτοντας όχι μόνο τις αντιδραστικές συνέπειες Λασσαλικών διατυπώσεων σαν τον «σιδερένιο νόμο των μισθών», «τα ίσα δικαιώματα στα ακέραια προϊόντα της εργασίας» και «τους συνεταιρισμούς παραγωγών με κρατική βοήθεια», μα επίσης αναλαμβάνοντας όλο το ζήτημα της ταξικής φύσης του κράτους σε αντιπαράθεση με την έκκληση για ένα «ελεύθερο λαϊκό κράτος», καταδικάζοντας το πρόγραμμα για την έλλειψη διεθνισμού και διαμαρτυρόμενος ότι «δεν υπάρχει τίποτα στα πολιτικά του αιτήματα πέρα από την παλιά και γενικώς γνωστή δημοκρατική λιτανεία: καθολικό εκλογικό δικαίωμα, άμεση νομοθέτηση, λαϊκή δικαιοσύνη, λαϊκός στρατός κλπ.»[xxxvii] Tο 1877 ο Ένγκελς, για να συντηρήσει την ηγεμονία του μαρξισμού στο Γερμανικό κίνημα, ανέλαβε το πελώριο έργο του Αντι-Ντύρινγκ και στα 1879 οι Μαρξ και Ένγκελς απέστειλαν ένα «Kυκλικό Γράμμα» στους κομματικούς ηγέτες, εξανιστάμενοι με τους δυναμικότερους χαρακτηρισμούς κατά της ανάδειξης μέσα στο κόμμα μη προλεταριακών τάσεων που αρνούνταν την ταξική πάλη και άρα την ταξική φύση του κόμματος και  που «διακήρυσσαν ανοιχτά πως οι εργάτες είναι πολύ αμόρφωτοι για να απελευθερώσουν τους εαυτούς τους και πρέπει να απελευθερωθούν απ’τα πάνω από φιλάνθρωπους μεγαλοαστούς και μικροαστούς».[xxxviii] Επίσης το 1879 αντέδρασαν στην «παράκαιρη αδυναμία του Λίμπκνεχτ********* στο Ράιχσταγκ»[xxxix] μπροστά στον αντισοσιαλιστικό νόμο του Βίσμαρκ και στην οπορτουνιστική στήριξη προς την προστατευτική δασμολογική πολιτική του Βίσμαρκ από την κοινοβουλευτική ομάδα του SAPD, σε απάντηση της οποίας ο Μαρξ ανακοίνωσε ότι «αυτοί είναι ήδη τόσο πολύ επηρεασμένοι από τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό που νομίζουν ότι βρίσκονται υπεράνω κριτικής».[xl]

Αλλά αυτό η αδιάκοπη ροή κριτικής δεν πρέπει να ξεγελά. Καθρέφτιζε όχι εχθρότητα προς τη Γερμανική σοσιαλδημοκρατία, αλλά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ανησυχία των Μαρξ και Ένγκελς για την οργάνωση που επανειλημμένα ανέφεραν ως «κόμμα τους». Παρά τις σφοδρές τους επιθέσεις σε κάθε ανοιχτή εκδήλωση ρεφορμισμού και υποταγής στην αστική δημοκρατία, οι Μαρξ και Ένγκελς παρέμειναν προσδεμένοι στο Γερμανικό κόμμα με «δεσμούς αλληλεγγύης»[xli] και επομένως, με τις ευλογίες τους, αυτό έγινε για τον υπόλοιπο κόσμο το μοντέλο μαρξιστικού κόμματος. Αυτό που οι Μαρξ και Ένγκελς απέτυχαν να συλλάβουν ήταν ότι ο κύριος κίνδυνος δεν έγκειτο στο τι το κόμμα έλεγε, αλλά στο τι έκανε, στο τι ουσιαστικά ήταν. Αυτό το πρόβλημα προβλήθηκε λίγα χρόνια αργότερα στην επονομαζόμενη «ρεβιζιονιστική συζήτηση» όταν ο Μπέρνσταϊν απαίτησε από το κόμμα να πάρει μια ανοιχτά ρεφορμιστική στάση. Σε ένα πολύ διορατικό γράμμα ο Βαυαρός σοσιαλιστής, Ίγκνατς Άουερ, έγραψε στον Μπέρνσταϊν: «Αγαπητέ μου Έντε, δεν αποφασίζει κανείς επίσημα να κάνει ό,τι ζητάς, δεν το λέει κανείς αυτό, κανείς το κάνει. Όλη μας η δραστηριότητα -ακόμη και κάτω από τον επονείδιστο αντισοσιαλιστικό νόμο- υπήρξε η δραστηριότητα ενός σοσιαλδημοκρατικού ρεφορμιστικού κόμματος. Ένα κόμμα που λογαριάζει τις μάζες απλά δε μπορεί να είναι τίποτα άλλο.»[xlii] Η ρίζα του προβλήματος έγκειτο στην αντίληψη της σχέσης μεταξύ κόμματος και εργατικής τάξης, μιας αντίληψης που ούτε ο Μάρξ ούτε ο Ένγκελς δεν αμφισβήτησαν ποτέ καθαρά∙ δηλ. αυτής ενός πλατιού κόμματος, σταθερά και ομαλά επεκτεινόμενου, που οργανωνόταν μέσα σε αενάως ευρύτερα τμήματα του προλεταριάτου, ώσπου στο τέλος θα αγκάλιαζε την συντριπτική πλειοψηφία.

Όπως ο Κρις Χάρμαν έχει γράψει: «Αυτό που είναι κεντρικό για το σοσιαλδημοκράτη είναι ότι το κόμμα εκπροσωπεί την τάξη.»[xliii] Αν το κόμμα εκπροσωπεί την τάξη, τότε πρέπει να περιλαμβάνει μέσα του τις διαφορετικές τάσεις που υπάρχουν μέσα στην εργατική τάξη και οι Μαρξ και Ένγκελς, αν και πάσχιζαν για την κυριαρχία του μαρξισμού, το αποδέχονταν αυτό. Γι’αυτό ο Ένγκελς έγραφε στα 1890: «Το κόμμα είναι τόσο μεγάλο που η απόλυτη ελευθερία συζήτησης μέσα του αποτελεί αναγκαιότητα… Το μεγαλύτερο κόμμα στη χώρα δε μπορεί να υπάρχει χωρίς όλες οι αποχρώσεις γνωμών να κάνουν μέσα του τον εαυτό τους αισθητό.»[xliv] Αν το κόμμα εκπροσωπεί την τάξη σε μια περίοδο καπιταλιστικής επέκτασης και σταθερότητας στην οποία η μάζα της εργατικής τάξης είναι ρεφορμιστική, τότε το κόμμα πρέπει να είναι επίσης ρεφορμιστικό, ακόμη κι αν δεν το παραδέχεται ανοιχτά. Αλλά οι ρεφορμιστές εργάτες και οι ρεφορμιστές πολιτικοί ηγέτες δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα. Η συνείδηση του μέσου εργάτη είναι ένα μείγμα πολλών, συχνά αντιφατικών στοιχείων και άρα με το ερέθισμα των υλικών αναγκών του, την άμεση εμπλοκή του στην πάλη και δραματικές αλλαγές στην πολιτική κατάσταση, είναι δυνατό η συνείδησή του να αλλάξει ταχύτατα. Η συνείδηση του ηγέτη, ωστόσο, είναι πολύ περισσότερο οριστικά σχηματισμένη και συνεκτική (αυτό είναι που τον κάνει ηγέτη) και επομένως πολύ πιο ανθεκτική στη μεταβολή∙ εκτός αυτού, ο ηγέτης δεν υπόκειται στις ίδιες υλικές πιέσεις με τον εργάτη, μα περισσότερο είναι πιθανό να έχει λαξεύσει μια προνομιακή θέση για τον εαυτό του (π.χ. ως βουλευτής ή συνδικαλιστής ηγέτης). Η συνέπεια είναι ότι η σχέση εκπροσώπησης της εργατικής τάξης στη ρεφορμιστική της φάση, μετατρέπεται σε σχέση εναντίωσης και προδοσίας της στην επαναστατική φάση. Για να είναι σε μια επαναστατική κατάσταση μαζί με την τάξη, το κόμμα πρέπει να βρίσκεται κατά τι μπροστά από αυτήν στην προ-επαναστατική περίοδο. Το κόμμα δεν παύει να εκπροσωπεί τα συμφέροντα της τάξης ως σύνολο, μα για να το κάνει οφείλει να περιορίσει τα μέλη του σε εκείνα για τα οποία τα συμφέροντα της τάξης συνολικά, επικυριαρχούν των ατομικών, τμηματικών, εθνικών ή άμεσων οφελών, δηλ. σε επαναστάτες.

Το ότι ο Μαρξ ποτέ δεν προήγαγε ή άρθρωσε καθαρά αυτή την ιδέα, αληθινά το ουσιαστικό σημείο αφετηρίας για μια θεωρία του επαναστατικού κόμματος, έγκειται σε αυτό που αποκαλέσαμε νωρίτερα «αισιόδοξο εξελικτισμό» της άποψής του για την ανάπτυξη της εργατικής πολιτικής συνείδησης, για την οποία νόμισε ότι προβιβάζεται σχετικά ομαλά και ομοιόμορφα, χοντρικώς αναλογικά με την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Το ότι ο Μαρξ δεν προχώρησε πέρα από αυτή την άποψη δεν είναι, όμως, προς έκπληξη ή κάτι για το οποίο μπορεί να κατηγορηθεί. Για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του Μαρξ το πρόβλημα του ρεφορμισμού δεν είχε αναδειχτεί με κανένα τρόπο ως μείζων απειλή∙ τα κύρια καθήκοντα ήταν η υπέρβαση των, κληρονομημένων από τη Γαλλική Επανάσταση, μικροαστικών, σεκταριστικών, συνωμοτικών και ουτοπικών σοσιαλιστικών παραδόσεων της επαναστατικής οργάνωσης και η καθιέρωση της πολιτικής ανεξαρτησίας του προλεταριάτου. Η συνεισφορά του Μαρξ στην επίτευξη αυτών των καθηκόντων από το προλεταριάτο των περισσότερων Ευρωπαϊκών χωρών ήταν πελώρια. Αν στην πορεία της πάλης «λύγιζε το κλωνί» στην κατεύθυνση του οικονομικού ντετερμινισμού, τότε αυτό είναι τελείως κατανοητό. Αλλά είναι εξίσου αναγκαίο να καταλάβουμε ότι στη σφαίρα της θεωρίας του για το κόμμα, η κληρονομιά του Μαρξ, με τα όποια επιτεύγματα, ήταν κάτι που έπρεπε να ξεπεραστεί εγκαίρως από το μαρξιστικό κίνημα, αν ήταν να ανατραπεί ο καπιταλισμός.

* Γιακωβίνοι: Ριζοσπαστικό εθνικιστικό κόμμα («Λέσχη») με μεσοαστική-μικροαστική ηγεσία που κυριάρχησε μεταξύ 1789-1794 στη Γαλλική Επανάσταση, πριν την επιβολή της αντίδρασης των μεγαλοαστικών κύκλων και τη δικτατορία του Ναπολέοντα. Ο Γιακωβινισμός ουσιαστικά αποτέλεσε το πρώτο κίνημα μαζικής απεύθυνσης (στη Γαλλία είχαν ξεπεράσει τις 400.000 μέλη) με διεθνή επιρροή. Ο διασημότερος Γιακωβίνος ήταν ο δικηγόρος Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος που ταύτισε το όνομά του με την περίοδο της Τρομοκρατίας (1793-1794) κατά αριστοκρατικών και μεγαλοαστικών στοιχείων. Οι μεσοαστοί Γιακωβίνοι ηγέτες κατάφεραν, πολύ αποτελεσματικά για ένα διάστημα, να συσπειρώσουν πίσω τους τα ανοργάνωτα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας (μισθωτοί των πόλεων -«Ξεβράκωτοι»- και αγρότες) στον πόλεμο κατά των ευρωπαϊκών στρατών που είχαν εισβάλει στη χώρα και κατά των πλούσιων και προνομιούχων στο εσωτερικό. Γι’αυτούς του λόγους, συνιστώντας το πιο αριστερό από τα οργανωμένα κόμματα στη Γαλλία, ο Γιακωβινισμός ταυτίστηκε με τη ριζοσπαστική και βίαιη επαναστατικότητα. Ωστόσο, επρόκειτο για μικροαστικό πολιτικό ρεύμα και αργότερα διάφοροι επίγονοί τους μπόρεσαν να κρατήσουν μόνο τα χαρακτηριστικά των «μεγάλων ηγετών», του έντονου φραξιονισμού και των μηχανορραφιών, ελλείψει επαναστατικών συνθηκών. Η έλευση του βιομηχανικού προλεταριάτου στην κοινωνική σκηνή κατέστησε το Γιακωβινισμό ιστορικά ξεπερασμένο. Έτσι ο όρος χρησιμοποιείται ενίοτε από μαρξιστές για να υποδηλώσει το μικροαστικό και σεκταριστικό ριζοσπαστισμό.

**Ρόμπερτ Όουεν (Νιούταουν Ουαλίας Μάης 1771 – Νοέμβρης 1858), ουτοπικός σοσιαλιστής, εργοστασιάρχης, που έφτιαξε βιομηχανικές κοοπερατίβες σαν μοντέλα κομμουνιστικών κοινωνιών. Προσπάθησε να προτείνει τις κοοπερατίβες ως γενικό οικονομικό μοντέλο, επιτέθηκε γι’αυτό στους θεσμούς της ατομικής ιδιοκτησίας, της θρησκείας και της οικογένειας και κατά συνέπεια καταπολεμήθηκε από την αστική κοινωνία. Πτώχευσε και κατέληξε εργάτης.

*** λατινικά: δυναμικός στην εκτέλεση, ήπιος στον τρόπο

**** Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Μπακούνιν (Μάης 1814 – Ιούλης 1876), Ρώσος αναρχικός επαναστάτης. Στην ιδεαλιστική/συναισθηματική θεωρία του, οι μάζες έχουν ένα «ένστικτο για ισότητα» που μπορεί να τις οδηγήσει «αυθόρμητα» στην ανατροπή των αστικών θεσμών και την εγκαθίδρυση μιας κοινοτικής ομοσπονδίας. Θεωρούσε την ύπαρξη οποιουδήποτε επίσημου κράτους αντίθετη με τη «δημιουργική ελευθερία δράσης», μα δεχόταν τη «συλλογική δικτατορία» της δικής του «ανεπίσημης» μυστικής οργάνωσης, που πρέπει να «κατευθύνει τη «λαϊκή επανάσταση».

*****Λουί Αγκούστ Μπλανκί (Φλεβάρης 1805-Γενάρης 1881), Γάλλος επαναστάτης. Μέλος της Εταιρείας των Καρμπονάρων (ιταλικής εθνικιστικής, φιλελεύθερης συνωμοτικής οργάνωσης) ως το 1824. Αυτός ο λάτρης των οδοφραγμάτων είχε μια πραξικοπηματική-συνωμοτική αντίληψη για την επανάσταση (μπλανκισμός), σύμφωνα με την οποία μια πολύ οργανωμένη μυστική ομάδα παίρνει την εξουσία και ανακηρύσσει το σοσιαλισμό.

******μοιρολατρίας

******* Αύγουστος Μπέμπελ (22 Φλεβάρη 1840, Ντόιτς Κολωνίας – 13 Αυγούστου 1913, Πάσουγκ), επιπλοποιός στο επάγγελμα, ήταν ο ένας από τους δύο ιδρυτικούς ηγέτες του SPD (ο άλλος ήταν ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ). Διακρίθηκε για τις οργανωτικές και ρητορικές του ικανότητες, αλλά και για τη διεθνιστική στάση που είχε κρατήσει μαζί με τον Λίμπκνεχτ κατά τη διάρκεια του πολέμου Γερμανίας-Γαλλίας στα 1870 (και γι’αυτό είχαν φυλακιστεί). Ωστόσο, η εδραιωμένη θέση του SPD στην γερμανική πολιτική ζωή τα επόμενα χρόνια, βοήθησε το Μπέμπελ να γλιστρήσει στη συντηρητικοποίηση και πρακτικά το ρεφορμισμό. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ θα ασκούσε αργότερα επίμονη κριτική στην κεντριστική κομματική ηγεσία Μπέμπελ-Κάουτσκι.

 ******** Οι ποσσιμπιλιστές λέγονταν έτσι γιατί υποστήριζαν ότι ένα εργατικό κόμμα πρέπει να επιδιώκει ό,τι “εφικτόj (possible) για τους εργάτες

*********Πρόκειται βέβαια για τον Βίλχελμ Λίμπκνεχτ (1826-1900), ιδρυτικό ηγέτη του SPD και όχι για τον γιο του Καρλ Λίμπκνεχτ (1871-1919).

[i] Παρατίθεται στο Φραντς Μέρινγκ, ο.π. σ.207-208.

[ii] Μαρξ στον Ένγκελς, 11 Φλεβάρη 1851, παρατίθεται στο Μπέρτραμ Ντ. Βολφ, Μαρξισμός: 100 Έτη στη Ζωή ενός Δόγματος, Λονδίνο 1967, σ.196.

[iii] Ένγκελς στον Μαρξ, 13 Φλεβάρη 1851, παρατίθεται στο ίδιο σ.196.

[iv] Φραντς Μέρινγκ, ο.π. σ.209.

[v] Μπέρτραμ Ντ. Βολφ, ο.π. σ.209.

[vi] Σλόμο Αβινέρι, Η Κοινωνική και Πολιτική Σκέψη του Καρλ Μαρξ, Κέιμπριτζ 1969, σ.255.

[vii] Ακόμη και μια βιαστική ματιά στην αλληλογραφία Μαρξ και Ένγκελς αποκαλύπτει ότι λόγω του ισχυρού δεσμού φιλίας και κατανόησής τους, χρησιμοποιούν κάθε είδους απερίσκεπτες και εξωφρενικές εκφράσεις ποτέ δε θα διανοούνταν να ξεστομίσουν σε δημόσιες δηλώσεις.

[viii] Μαρξ στον Ένγκελς, 25 Νοέμβρη 1857, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π. σ.99.

[ix] Παρατίθεται στο Μπέρτραμ Ντ. Βολφ, ο.ο. σ.200.

[x] Μαρξ στον Ένγκελς, 4 Νοέμβρη 1864, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π., σ.146.

[xi]Ήταν σε απάντηση στον Πολίτη Γουέστον που ο Μαρξ έγραψε τη διάσημη παμφλέτα του Μισθός, Τιμή και Κέρδος.

[xii] Βλ. Μπόρις Ι. Νικολάγιεβσκι, «Μυστικές Εταιρείες και η Πρώτη Διεθνής», στο Μίλοραντ Ντρακόβιτς (συντ.), Οι Επαναστατικές Διεθνείς 1863-1943, Λονδίνο 1966.

[xiii] Μαρξ στον Ένγκελς, 4 Νοέμβρη 1864, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π. σ.148.

[xiv] στο ίδιο σ.149.

[xv] Βλ. Χαλ Ντρέιπερ, ο.π.

[xvi] «Προσωρινοί Κανονισμοί της Πρώτης Διεθνούς», στο Ντ. Φέρνμπαχ (συντ.), Καρλ Μαρξ: Η Πρώτη Διεθνής και Μετά, ο.π. σ.82.

[xvii] Παρατίθεται στο ίδιο σ.269.

[xviii] στο ίδιο

[xix] Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.Ι ο.π. σ.388.

[xx] Παρατίθεται στο Μόντι Τζόνστοουν, ο.π. σ.131.

[xxi] Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Αναρχισμός και Αναρχοσυνδικαλισμός, Μόσχα 1972, σ.56.

[xxii] Μπακούνιν στον Ρίτσαρντ, 1 Απρίλη 1870, παρατίθεται στο Μόντι Τζόνστοουν ο.π. σ.134.

[xxiii] Μόντι Τζόνστοουν ο.π. σ.134.

[xxiv] Ο Μαρξ πέτυχε την αποβολή του Μπακούνιν, όχι σε πολιτική βάση, αλλά εμπλέκοντάς τον στις δραστηριότητες του αυταπατώμενου Ρώσου συνωμότη Νετσάγεφ και κατηγορώντας τον για εξαπάτηση του Μαρξ, σε σχέση με 300 ρούβλια για τη μετάφραση του Κεφαλαίου.

[xxv] Παρατίθεται στο Ντ.ΜακΛίλλαν ο.π. σ.175-76.

[xxvi] Μαρξ στον Μπόλτε, 23 Νοέμβρη 1871, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π. σ.270-71.

[xxvii] Ένγκελς στον Μπλοχ, 21-22 Σεπτέμβρη 1890, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π. σ.418.

[xxviii] Ένγκελς στον Μπέρνσταϊν, 27 Φλεβάρη-1 Μάρτη 1883, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π. σ.358.

[xxix] Ένγκελς στον Μπέμπελ, 21 Ιούνη 1873, στο ίδιο σ.283-85.

[xxx] Ένγκελς στον Ζόργκε, 12-17 Σεπτέμβρη, στο ίδιο σ.289.

[xxxi] Ένγκελς, «Συνδικάτα ΙΙ», Το Εργατικό Κριτήριο, 4 Ιούνη 1881, στο Γ.Ο.Χέντερσον (συντ.), Επιλεγμένα Έργα του Ένγκελς, Λονδίνο 1967, σ.109.

[xxxii] Ένγκελς στον Φ.Κ.Βισνέβστσκι, 28 Δεκέμβρη 1886, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π. σ.398-99.

[xxxiii] Ένγκελς στον Μπέρνσταϊν, 20 Οκτώβρη 1875, στο ίδιο σ.352.

[xxxiv] στο ίδιο σ.353.

[xxxv] Ένγκελς στον Μπέμπελ, 12 Οκτώβρη 1875, στο ίδιο σ.298.

[xxxvi] «Κριτική στο Πρόγραμμα της Γκότα», στο Ντ. Φερνμπαχ (συντ.), Καρλ Μαρξ: Η Πρώτη Διεθνής και Μετά, ο.π.

[xxxvii] στο ίδιο σ.355.

[xxxviii] Μαρξ και Ένγκελς στους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Μπράκε και άλλους, 17-18 Σεπτέμβρη 1879, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π. σ.327.

[xxxix] Ένγκελς στον Μπέκερ, 1 Ιούλη 1879, στο ίδιο σ.328.

[xl] Μαρξ στον Ζόργκε, 19 Σεπτέμβρη 1879, στο ίδιο σ.328.

[xli] Μαρξ και Ένγκελς στους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Μπράκε και άλλους, στο ίδιο σ.327.

[xlii] Παρατίθεται στο Τζέιμς Τζολ, Η Δεύτερη Διεθνής, Λονδίνο 1968, σ.94.

[xliii] Κρις Χαρμαν, «Κόμμα και Τάξη», στο Ντάνκαν Χάλας κ.α., Κόμμα και Τάξη, Λονδίνο (χ.ημερ.),σ.50.

[xliv] Ένγκελς στον Ζόργκε, 9 Αυγούστου 1890, παρατίθεται στο Μόντι Τζόνστοουν, ο.π. σ.157.




Οκτώβρης 1917 -Η εξέγερση που άλλαξε την Ιστορία

Του Βασίλη Μορέλλα

 

Μετά τον Αύγουστο του 1917 η ρώσικη επανάσταση είχε ξεπεράσει δυο δύσκολους κάβους: την πρόωρη εξέγερση του Ιούλη και το πραξικόπημα Κορνίλοφ.1 Οι μπολσεβίκοι είχαν αποδειχτεί ως οι μόνοι ικανοί υπερασπιστές της επανάστασης, σε αντίθεση με την Προσωρινή Κυβέρνηση, η οποία ευθυνόταν για την επιδείνωση της επισιτιστικής κρίσης, τη συνέχιση του πολέμου και τις διώξεις χιλιάδων αγροτών που είχαν εξεγερθεί κατά των γαιοκτημόνων. Στα μέσα Ιούλη, μετά την ήττα της εξέγερσης και την συκοφαντική εκστρατεία κατά του Λένιν, ο σκληρός εργοστασιακός πυρήνας των μπολσεβίκων στις μεγάλες πόλεις παρέμενε ζωντανός, αλλά φαινόταν αποδυναμωμένος. Τα μέλη αποχωρούσαν ή έκρυβαν την κομματική τους ταυτότητα. Όμως, από τον Αύγουστο κι ακόμη περισσότερο μετά τα κορνιλοφικά, η γρήγορη ανάπτυξή τους δεν προλάβαινε καν να παρακολουθήσει την αύξηση της επιρροής τους. Η τελευταία φαινόταν τόσο στις εκλογές των εργατικών Σοβιέτ όσο και στις εκλογές του γενικού πληθυσμού για τις δημοτικές δούμες.2

Ωστόσο, η ανατροπή της αστικής εξουσίας από μια σοβιετική, δεν ήταν καθόλου εξασφαλισμένη. Στην πράξη, το κομματικό επιτελείο της επανάστασης έπρεπε να περάσει από αλλεπάλληλες κρίσεις για να πραγματοποιήσει τη θέληση των μαζών.

 

Προκοινοβούλιο ή εξέγερση;

Η πάλη με την κυβέρνηση Κερένσκι συνεχιζόταν. Εκείνη ήθελε να ισορροπεί μεταξύ λαού και καπιταλιστών, αλλά μετά τα κορνιλοφικά είχε χάσει οριστικά την εμπιστοσύνη και των δύο. Γι’ αυτό ενέτεινε τις αντεπαναστατικές προσπάθειες. Από το Σεπτέμβρη, ο οικονομικός στραγγαλισμός του προλεταριάτου επιταχύνεται. Το Υπουργείο Εφοδιασμού εμποδίζει τις αποστολές τροφίμων στην Πετρούπολη, οι βιομήχανοι και οι έμποροι κλείνουν εργοστάσια και γραμμές ανεφοδιασμού. Η ομολογία του μενσεβίκου Σουχάνοφ, σχετικά με μια συνάντηση του οικονομικού τμήματος του Σοβιέτ το Σεπτέμβρη, είναι απολύτως καταδικαστική για την κυβέρνηση:

«Από τα δώδεκα άτομα που ήταν παρόντα, η πλειοψηφία ήταν μενσεβίκοι και απείχαν πολύ από τον αριστερισμό. Επισήμως, υποστήριζαν τη συγκυβέρνηση. Εδώ όμως, εξοπλισμένοι με δεδομένα, φιλοτέχνησαν ένα καταστροφικό πορτρέτο της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Κι ο ικανότερος πολιτικός αγκιτάτορας δεν θα τα κατάφερνε καλύτερα».3

 

Στις αρχές Οκτώβρη, η κυβέρνηση αποφασίζει να μεταφέρει τη ρωσική πρωτεύουσα από την Πετρούπολη στη Μόσχα, επαναπροωθώντας την εκκένωση των μεγάλων εργοστασίων της εθνικής άμυνας, όπως είχε αποπειραθεί και τον Μάη. Επικαλείται την ασφάλεια των κρατικών θεσμών μετά τις επιτυχίες του γερμανικού πολεμικού στόλου στον κόλπο της Φινλανδίας, αλλά στην πραγματικότητα θέλει να διαλύσει το επαναστατικό δυναμικό στην καρδιά της χώρας. Ίσως και παραδίδοντας την κόκκινη πρωτεύουσα στους Γερμανούς, όπως είχε γίνει με την Ρίγα. Η Δεξιά, εξάλλου, δηλώνει τις προθέσεις της σχεδόν ανοιχτά στις εφημερίδες.4 Οι αντιδράσεις των εργατών και των φαντάρων, όπως και οι απειλές του Σοβιέτ ακυρώνουν αυτά τα σχέδια, όμως το οικονομικό σαμποτάζ συνεχίζεται.

Υπό την πίεση των προβλημάτων, οι μάζες συνέκλιναν προς την εξέγερση και ταυτόχρονα προς τους μπολσεβίκους. Αλλά τα εσωτερικά προβλήματα των τελευταίων θα έβγαιναν στην επιφάνεια πολλές φορές ακόμη. Το πρώτο επεισόδιο το προκάλεσε ο νέος πολιτικός ελιγμός του Κερένσκι, η σύγκληση του Προκοινοβουλίου στις 7 Οκτώβρη. Σύμφωνα με την απόφαση της Δημοκρατικής Συνδιάσκεψης,5 το Προκοινοβούλιο θα αναπλήρωνε ως εθνική αντιπροσωπεία τη Συντακτική Συνέλευση που αναβαλλόταν διαρκώς. Η στάση των μπολσεβίκων στο Προκοινοβούλιο δεν ήταν δεδομένη: Να συμμετέχουν ή να μποϊκοτάρουν; Στις 20 Σεπτέμβρη, σε έκτακτη συνδιάσκεψη που κάλεσε η Κεντρική τους Επιτροπή, 77 ψήφισαν κατά του μποϊκοτάζ και 50 υπέρ. Οι Λένιν και Τρότσκι βρίσκονταν στην μειοψηφία!6 Σεβαστή μερίδα ανώτερων και μεσαίων κομματικών στελεχών αναπαρήγαγαν στο μυαλό τους τον συμβιβαστικό ρόλο που είχαν υποχρεωθεί να παίξουν κατά την πρόωρη εξέγερση του Ιούλη, μόλις δυόμισι μήνες πριν.

Ωστόσο, κοντά στη βάση επικρατούσαν πολύ διαφορετικές διαθέσεις. Στις στρατιωτικές και εργοστασιακές επιτροπές, οι περισσότεροι είχαν κουραστεί από τα διαβούλια, έβριζαν τον Κερένσκι ως προδότη και απαιτούσαν χειροπιαστά μέτρα.

Ο Λένιν πιάνει τον παλμό της χώρας. Κρυμμένος συνεχώς μετά την καταστολή του Ιούλη, ισχυρίζεται ήδη απ’ τον Σεπτέμβρη ότι η κατάσταση στην ύπαιθρο, το μέτωπο και τα εργοστάσια έβαζε στην ημερήσια διάταξη την ένοπλη εξέγερση. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να μπει μπροστά η ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης και όχι η «ατιμωτική» συμμετοχή σε μια απονομιμοποιημένη φιέστα που αυτή είχε φτιάξει για να κερδίσει χρόνο.7 Ο Λένιν φοβάται ότι όσο το κόμμα δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του, ενισχύεται ο κίνδυνος να κυριαρχήσει η απογοήτευση ή οι σπασμωδικές ενέργειες.8 Επειδή η ΚΕ καθυστερεί, ξεκινά μόνος να απευθύνεται σε στελέχη, να παραθέτει τους παράγοντες που επιβάλλουν την ανάληψη πρωτοβουλίας και να καλεί να έρθουν σε ρήξη με την ηγεσία. Στις 27/9 γράφει στον μπολσεβίκο ηγέτη της Φινλανδίας, Σμίλγκα, να συμμετέχει στη ζύμωση κατά της ΚΕ και να αρχίσει να καταγράφει για το σκοπό της εξέγερσης τις διαθέσιμες, πιστές στρατιωτικές μονάδες.

 

«Νομίζω ότι μόνο τα στρατεύματα της Φινλανδίας και το στόλο της Βαλτικής έχουμε με το μέρος μας πλήρως… μη χάνεις χρόνο με “ψηφίσματα”… δώσε κάθε προσοχή στη στρατιωτική προετοιμασία… για την επικείμενη ανατροπή του Κερένσκι. Φτιάξε μια μυστική επιτροπή απολύτως έμπιστων ανθρώπων του στρατού, συζήτησε μαζί τους ενδελεχώς τα ζητήματα… κάνε συστηματική προπαγάνδα μέσα στους Κοζάκους… ξεκίνα άμεσα τη συμμαχία με τους αριστερούς εσέρους που μόνο αυτή μπορεί να μας δώσει σταθερή εξουσία στη Ρωσία και πλειοψηφία στη Συντακτική Συνέλευση…

…πρέπει να κυκλοφορήσουμε αμέσως το εξής σύνθημα: μεταβίβαση της εξουσίας τώρα στο Σοβιέτ της Πετρούπολης το οποίο θα τη μεταβιβάσει στο Συνέδριο των Σοβιέτ…».9

Δυο μέρες μετά γράφει στην ΚΕ στο ίδιο μοτίβο:
«…μαζικές συλλήψεις ηγετών του κόμματος στην Ιταλία και κυρίως έναρξη στρατιωτικών εξεγέρσεων στη Γερμανία… Δεν χωρά αμφιβολία. Βρισκόμαστε στα πρόθυρα της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης…

[στη Ρωσία]… φουντώνει η αγροτική εξέγερση… όλο και πληθαίνουν οι συγκρούσεις των Ουκρανών με την κυβέρνηση… μαζί με τους αριστερούς εσέρους έχουμε τώρα πλειοψηφία στα Σοβιέτ, στο στρατό και στη χώρα…

…πρέπει να κατανικηθεί το ρεύμα κατά της άμεσης κατάληψης της εξουσίας, κατά της άμεσης εξέγερσης [που υπάρχει] στην ΚΕ μας και στην ανώτερη ηγεσία του κόμματος».10

Καθώς είναι αρκετά απομονωμένος στην κρυψώνα του, μερικά από τα δεδομένα που χρησιμοποιεί δεν είναι ακριβή, ενώ άλλα στοιχεία του σχεδίου του θα τα αλλάξει ο ίδιος στην πορεία. Για παράδειγμα, στις 1/10 εισηγείται να πάρει την εξουσία πρώτα το Σοβιέτ της Μόσχας, ίσως και χωρίς εξέγερση, υπερτιμώντας τις δυνάμεις που στήριζαν την Προσωρινή Κυβέρνηση στην Πετρούπολη.11 Στις 8/10 μιλά για στρατιωτική επίθεση στην Πετρούπολη από την Κόκκινη Φρουρά και το στρατό της Φινλανδίας, ενώ στις 24/10 προτείνει να πάρει την εξουσία ένα όργανο του Σοβιέτ Πετρούπολης ή και η ίδια η κομματική ΚΕ.12 Ούτε και οι ημερομηνίες του σχεδίου του έβγαιναν: όπως αποδείχτηκε, η ανατροπή του Κερένσκι θα γινόταν ταυτόχρονα με το Συνέδριο των Σοβιέτ, ένα μήνα αργότερα. Αυτά όμως δεν έχουν τόση σημασία. Το ουσιώδες είναι ότι ο Λένιν κατανοεί έγκαιρα την αλλαγή φάσης στην εσωτερική και διεθνή κατάσταση, υπολογίζει με βάση τον πιο δυσμενή συσχετισμό και λειτουργεί σαν «μεγάφωνο» των εργατικών διαθέσεων: «τώρα δεν πρέπει να περιμένουμε», «η αναβλητικότητα της ηγεσίας πρέπει να ξεπεραστεί».

Μέχρι την τελευταία στιγμή, ο Λένιν σφυροκοπά με άρθρα και επιστολές την ΚΕ, την «Πράβδα», τα στελέχη.13 Αναλύει την επιρροή των μπολσεβίκων που γίνεται συντριπτική μέχρι και στη μικροαστική Μόσχα, εξηγεί τους θανάσιμους κινδύνους της κωλυσιεργίας (κατάπνιξη αγροτικής εξέγερσης, κατάπτωση ηθικού κ.λπ.) και αντικρούει τα επιχειρήματα μετριοπάθειας και αναμονής μέσα και έξω από το Κόμμα. Στις 29/9 φτάνει να δηλώσει παραίτηση από την ΚΕ, κατηγορώντας την ότι αγνοεί τις εκκλήσεις και λογοκρίνει τα άρθρα του14 -αν και δεν πραγματοποίησε ποτέ αυτήν την απειλή!

Παρ’ όλα αυτά, τα συντηρητικά ανακλαστικά του κομματικού μηχανισμού θα κάμπτονταν κυρίως από την διαρκή «εισβολή» των απλών μελών στις αποφάσεις. Εκεί έβρισκαν απήχηση οι εκκλήσεις για επίσπευση και ριζοσπαστική επίλυση των προβλημάτων.15 Έτσι, οι κομματικές συνδιασκέψεις που έγιναν στην Πετρούπολη και το Κίεβο τον Οκτώβρη (μάλιστα σε κόντρα με την τοπική ηγεσία) κάλεσαν την ΚΕ να πάρει μέτρα για την εξέγερση. Στις 3/10, το Περιφερειακό Γραφείο της Μόσχας, υποκινούμενο από τον Λένιν, κατηγόρησε ευθέως την ΚΕ για αναποφασιστικότητα.16

Ως συνέπεια αυτής της αναταραχής, λίγο καιρό μετά την αρχική απόφαση και μόλις δυο μέρες πριν από το άνοιγμα του Προκοινοβουλίου, στις 5/10 η ΚΕ αλλάζει θέση και τάσσεται υπέρ του μποϊκοτάζ, με μόνον διαφωνούντα τον Κάμενεφ.17 Ήταν ένα βήμα, αλλά δεν έλυνε το ζήτημα της ανατροπής της κυβέρνησης. Στις 8/10 η δυσπιστία του Λένιν απέναντι στο ανώτατο κομματικό επιτελείο έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε να απευθυνθεί στους μπολσεβίκους εκπροσώπους των Σοβιέτ του Βορρά ζητώντας τους να αποφασίσουν στο επικείμενο Συνέδριό τους να ξεκινήσουν την εξέγερση! Καθώς ο Λένιν κέντριζε το κόμμα, ο Τρότσκι, πρόσφατα ενταγμένος σ’ αυτό, δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο εκ των έσω. Όμως, ως πρωταγωνιστής στο Σοβιέτ καθορίζει τη λήψη αποφάσεων που προετοιμάζουν τα πνεύματα για την ανατροπή της κυβέρνησης. Η απόφαση του Σοβιέτ στις 25/9 μοιάζει με κάλεσμα στα όπλα: «Ο τρίτος συνασπισμός [η νέα κυβέρνηση Κερένσκι] θα περάσει στην ιστορία ως κυβέρνηση εμφυλίου πολέμου… Το Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ θα δημιουργήσει μια αληθινά επαναστατική κυβέρνηση».18 Τελικά, σε μια δεκάωρη συνεδρίασή της στις 10/10 η ΚΕ -όπου ο Λένιν φτάνει μεταμφιεσμένος- με οριακή απαρτία και με 10 ψήφους υπέρ και 2 κατά (των Κάμενεφ και Ζινόβιεφ), αναγνώρισε την εξέγερση ως «αναπόφευκτη», την έθεσε στην «ημερήσια διάταξη» και κάλεσε τις τοπικές κομματικές οργανώσεις «να αποφασίσουν για όλα τα πρακτικά ζητήματα».19 Η ημερομηνία της εξέγερσης, χωρίς να υπάρχει στα πρακτικά, είχε οριστεί για τις 15/10. Ούτε αυτό όμως τέλειωνε οριστικά την αντιπαράθεση.

 

Η κρίση πριν από το Β’ Συνέδριο

Η «αναβλητική» πτέρυγα των μπολσεβίκων δεν υποχώρησε έτσι απλά. Κάθε άλλο. Ισχυριζόταν ότι το κόμμα έπρεπε να μεγαλώσει κι άλλο, να αποφύγει και πάλι κάθε πρόωρη επίθεση, να κερδίσει πρώτα το Συνέδριο των Σοβιέτ, ίσως να περιοριστεί να βγάλει μια ισχυρή αντιπολιτευτική μειοψηφία στη Συντακτική, πάντως να περιμένει. Πίστευε ειλικρινά ότι έτσι προστάτευε την επανάσταση από τις αποκοτιές του επί μήνες απόντος Λένιν, που έμοιαζε να παραδίνεται στο αυθόρμητο των μαζών. Γι’ αυτό, όσο πλησίαζε η κρίσιμη καμπή, τόσο οι αναβλητικοί ανέβαζαν τους τόνους: από τα άρθρα που εξηγούσαν πόσο άκαιρη θα ήταν μια εξέγερση,20 περνούσαν σε πιο ριζικά μέτρα. Η καμπή ήταν το Β’ Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ των Εργατών και των Στρατιωτών.

Η αλλαγή των συσχετισμών στα τοπικά Σοβιέτ πίεζε αφόρητα μενσεβίκους και εσέρους. Το Α’ Πανρωσικό Συνέδριο τον Ιούνη τούς είχε δώσει την πλειοψηφία στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή του (ΚΕΕ). Το ίδιο Συνέδριο είχε ορίσει την επόμενη σύγκλησή του για μετά από τρεις μήνες. Αλλά η δεξιά πλειοψηφία κωλυσιεργούσε, προσπαθώντας να αποφύγει την τελεσίδικη κυριάρχηση των «αριστεριστών» στο κεντρικό όργανο. Στις 21/9, το Σοβιέτ της Πετρούπολης απαίτησε από την ΚΕΕ να συγκαλέσει το Β’ Συνέδριο όπως ήταν υποχρεωμένη. Ταυτόχρονα καλούσε τα υπόλοιπα σοβιέτ να αγνοούν την απερχόμενη ΚΕΕ και να μην παραδίδουν καμία εξουσία στην κυβέρνηση, όπου είχαν κατορθώσει ήδη να την πάρουν. Καθώς πλήθαιναν παρόμοιες αποφάσεις κι από άλλα Σοβιέτ, η ΚΕΕ υποχώρησε και όρισε την ημερομηνία του Συνεδρίου για τις 20 Οκτώβρη. Σύμφωνα με τον Τρότσκι, στόχος ήταν αυτό το Συνέδριο να συμπέσει με την εξέγερση και να αποφασίσει την εγκαθίδρυση του σοβιετικού κράτους. Σύμφωνα με τον Λένιν, ο στόχος ήταν να νομιμοποιήσει την εξέγερση που θα είχε ήδη συντελεστεί γύρω στις 15/10 και να αποδεχτεί να πάρει την εξουσία. Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για τον αποφασιστικό κόμβο και όλες οι προσπάθειες των μπολσεβίκων για την προετοιμασία της εξέγερσης εκτυλίσσονται τον Οκτώβρη με άξονα το Συνέδριο.

Στις 16/10 καλείται νέα διάσκεψη κομματικών στελεχών και ΚΕ. Αν και επιβεβαιώνεται η δέσμευση προς την ένοπλη εξέγερση,21 στην πραγματικότητα οι επιφυλάξεις είναι πολλές. Η πρόταση του Ζινόβιεφ για αναβολή της εξέγερσης μέχρι να εγκριθεί από τους μπολσεβίκους συνέδρους τη μέρα του Συνεδρίου, σήμαινε αναβολή επ’ αόριστο. Αν και καταψηφίστηκε, ωστόσο πήρε 6 υπέρ, 15 κατά και 3 αποχές. Οι αναβλητικοί δεν το βάζουν κάτω. Την επόμενη μέρα, η μενσεβίκικη «Νόβαγια Ζιζν» (εφημερίδα των Γκόρκι-Σουχάνοφ) για να χτυπήσει τους μπολσεβίκους, αναφέρεται σε ένα εσωκομματικό μανιφέστο που έχει κυκλοφορήσει στους μπολσεβίκους και που καταδικάζει κάθε «πρόωρη δράση». Επρόκειτο για δελτίο του Ζινόβιεφ που έκανε ζύμωση κατά της απόφασης της ΚΕ και που είχε προφανώς διαρρεύσει! Η ίδια η εσωκομματική κυκλοφορία ήταν πρόβλημα, μιας και επρόκειτο για ειλημμένη απόφαση για μια εξέγερση εντός ολίγων ημερών, φαίνεται όμως ότι η «δεξιά» φράξια δεν δυσαρεστούνταν από τη διαρροή. Την ώρα που ο Λένιν συνέτασσε μια ανοιχτή επιστολή καταδίκης της κίνησης, ο Κάμενεφ ετοιμάζει μια επιστολή που θα δημοσιευόταν στην ίδια εφημερίδα στις 18/10. Σε αυτήν, ανακοινώνει ανοιχτά την προπαρασκευή μιας εξέγερσης από το κόμμα του και επιχειρηματολογεί εναντίον της, επικαλούμενος τη στήριξη του Ζινόβιεφ και «άλλων πρακτικών συντρόφων». Η κρίση που προκαλείται είναι σοβαρή, αναστατώνοντας όλον τον σχεδιασμό.

Ο Λένιν τούς καταγγέλλει την ίδια μέρα ως «απεργοσπάστες»:

«Απλά σκεφτείτε το! Είναι γνωστό στους κομματικούς κύκλους ότι το κόμμα συζητά το ζήτημα της εξέγερσης από τον Σεπτέμβρη. Κανείς δεν άκουσε ποτέ για καμία επιστολή ή μανιφέστο από οποιαδήποτε από τα ονοματισμένα πρόσωπα! Τώρα, παραμονές, θα μπορούσαμε να πούμε, του Συνεδρίου των Σοβιέτ, δυο εξέχοντες μπολσεβίκοι βγαίνουν ανοιχτά εναντίον της πλειοψηφίας και, προφανώς, εναντίον της Κεντρικής Επιτροπής… επιτίθενται σε μια αδημοσίευτη απόφαση του κομματικού κέντρου, στον μη-κομματικό Τύπο και μάλιστα σε μια εφημερίδα που στο συγκεκριμένο ζήτημα πάει χέρι-χέρι με την μπουρζουαζία κατά του εργατικού κόμματος!»22

Ο ίδιος ζητάει να διαγραφούν από το Κόμμα. Στις 19/10 ο Στάλιν στην «Πράβδα», προσπαθώντας να γεφυρώσει τα αγεφύρωτα, δημοσιεύει μια απάντηση του Ζινόβιεφ και δηλώνει ότι οι απόψεις Ζινόβιεφ-Κάμενεφ δεν διαφέρουν κατά βάθος από τις απόψεις του Λένιν!23 Η συζήτηση στην ΚΕ της 20ής Οκτώβρη είναι έντονη. Ο ίδιος ο Κάμενεφ έχει ήδη παραιτηθεί και η παραίτηση γίνεται δεκτή με 5-3, με τον Στάλιν να καταψηφίζει. Μετά από ένα δριμύ κατηγορητήριο του Τρότσκι, ο Στάλιν υποβάλλει την παραίτησή του από τη σύνταξη της «Πράβδα». Αυτή δεν γίνεται δεκτή για να μην επιδεινωθεί το κλίμα. Τρεις μέρες πριν (17/10) η μενσεβίκικη ΚΕΕ είχε αναβάλει την ημερομηνία του Συνεδρίου για τις 25 Οκτώβρη. Αντίθετα ίσως με τις προθέσεις της, δόθηκαν έτσι άλλες πέντε μέρες στους αντιπάλους της για το ξεπέρασμα της εσωκομματικής κρίσης και την προετοιμασία της εξέγερσης.

Πώς μπόρεσε να ξεπεραστεί αυτή η κρίση και έπειτα από μόλις μια βδομάδα να εκδηλωθεί και να νικήσει η σημαντικότερη εξέγερση στην Ιστορία; Πρώτον, οι αμφιταλαντεύσεις μέσα στο Κόμμα ήταν ως ένα βαθμό αναμενόμενες για ένα κόμμα αναθρεμμένο με την εσωκομματική πάλη.24 Η κρισιμότητα των στιγμών σήμαινε ότι αναπόφευκτα κάποια στελέχη του μηχανισμού πιο αποκομμένα από τις εργατικές μάζες θα επηρεάζονταν από τις πιέσεις των μικροαστών και της αντίπαλης προπαγάνδας, έστω κι αν η συμπεριφορά κάποιων ηγετών είχε υπερβεί τυπικά τα εσκαμμένα.

Δεύτερο, αυτές οι αμφιταλαντεύσεις και οι διαμάχες δεν ξεπεράστηκαν ποτέ εντελώς. Για παράδειγμα, ακόμη και μετά την πετυχημένη εξέγερση της Πετρούπολης και την ανακήρυξη της σοβιετικής δημοκρατίας από το Πανρωσικό Συνέδριο, διάφορες τοπικές ηγεσίες έμεναν διστακτικές. Αυτό κόστισε. Ενώ η Πετρούπολη ξεμπέρδεψε με την αντίδραση σε μια μέρα και σχεδόν χωρίς νεκρούς, στη Μόσχα οι δισταγμοί (μαζί με την άγνοια για ορισμένα αμιγώς στρατιωτικά ζητήματα) είχαν ως απόρροια την αιματηρή παράταση της πάλης για οχτώ μέρες. Στην Ουκρανία, το μπολσεβίκικο Σοβιέτ άφησε την πρωτοβουλία στο αστικό ουκρανικό κοινοβούλιο. Αλλού (π.χ. στο Βορόνεζ), η πλειοψηφία της ηγεσίας βραδυπορούσε και οι αποφάσεις έγιναν πράξη από μια μειοψηφία της.25 Ακόμα και στις 3 Νοέμβρη, οι Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Ρίκοφ, Νογκίν και άλλα στελέχη πρώτης γραμμής θα παραβίαζαν ξανά την πειθαρχία, θα καταψήφιζαν στη σοβιετική ΚΕΕ την αποφασισμένη κομματική γραμμή για τη συγκρότηση της κυβέρνησης και θα την κατάγγελλαν δημόσια ως καταστροφικά σεχταριστική, αποχωρώντας από την ΚΕ του Κόμματος.26 Είναι αξιοσημείωτο για την εσωκομματική δημοκρατία, τη λογοδοσία στη βάση και την κουλτούρα ένταξης και όχι αποκλεισμών ότι όλοι οι παραπάνω «αντάρτες» διατήρησαν τις θέσεις τους στο κόμμα και την κυβέρνηση όταν αναγνώρισαν το δίκιο της πλειοψηφίας. Αυτά τα χαρακτηριστικά βοήθησαν πολύ στην επίλυση αυτών και άλλων κρίσεων και στην αποτροπή διασπάσεων, ενθαρρύνοντας τα μέλη να διορθώνουν τις ηγεσίες και μην δίνοντας προσχήματα στους διαφωνούντες.

Ωστόσο, ούτε η νίκη του Οκτώβρη ούτε η αποσόβηση διασπάσεων στο κόμμα θα γίνονταν κατορθωτά χωρίς τη στήριξη της γραμμής από τις επαναστατημένες λαϊκές τάξεις.

 

Ο ρόλος των μαζών

Η επαναστατική διαδικασία δεν περιορίζεται σε κάποιο μαζικό αντικαθεστωτικό ξέσπασμα, τη στιγμή της εξέγερσης. Είναι, κυρίως, η παρατεταμένη κινητοποίηση των κατώτερων στρωμάτων που συνειδητοποιούν τους στόχους και τη δύναμή τους. Οι Ρώσοι στρατιώτες και εργάτες ήξεραν ότι η δική τους κινητοποίηση είχε ανατρέψει ένα καθεστώς αιώνων τον Φλεβάρη. Μετά από αυτό, η γιγαντωμένη αυτοπεποίθησή τους οδηγούσε στην πιο ολόπλευρη αυτενέργεια.

Μία έκφραση αυτής της αυτοπεποίθησης ήταν η συνεχής ανάδυση δομών που επέτρεπαν τη συλλογική συζήτηση και απόφαση, τις συχνές εκλογές αντιπροσώπων και την ανάκλησή τους. Έως τον Οκτώβρη, το 70% όλων των εργοστασίων στις βασικές περιοχές της χώρας είχαν φτιάξει επιτροπές για τα προβλήματα των εργατών. Είχαν γίνει 108 συνδιασκέψεις εργοστασιακών επιτροπών και είχαν σχηματιστεί 94 κεντρικά συμβούλια, με τα 77 εκτός πρωτεύουσας. Ο αριθμός των Σοβιέτ υπολογίζεται σε 400 έως τον Μάη, 600 έως τον Αύγουστο και 900 έως τον Οκτώβρη.27 Δίπλα σε αυτά τα νούμερα, υπάρχουν οι εκατοντάδες περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων: Οι «λευκές νύχτες της Πετρούπολης», όταν οποιαδήποτε ώρα, στις 2 ή 4 τη νύχτα, μπορούσες να ακούσεις στις αυλές και τους δρόμους αντιπαραθέσεις για μπολσεβίκους, καντέτους και κυβερνητική πολιτική. Οι τόνοι φιλολογίας που ξεχύνονταν από το Σμόλνι επί εφτά μήνες και ρουφούσε όλη Ρωσία «όπως η καυτή άμμος το νερό». Οι μπλαβιασμένοι απ’ το κρύο φαντάροι των χαρακωμάτων που το πρώτο που ζητούσαν απ’ τον επισκέπτη ήταν κάτι να διαβάσουν. Οι ναύτες που στις επιτροπές τους αποφάσιζαν τις κινήσεις του στόλου -του δικού τους πια στόλου!- και συνδιαμόρφωναν την πολιτική της χώρας. Και οι στρατιώτες που υπαγόρευαν στον μενσεβίκο Σοκόλοφ το «Διάταγμα Νο1» του Σοβιέτ τον Φλεβάρη.28 Αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να χειραγωγηθούν εύκολα και να αποσπαστούν από τα συμφέροντά τους.

Με όλον αυτόν τον εξοπλισμό, οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι της παλιάς αυτοκρατορίας δοκίμαζαν επί οχτώ μήνες όλες τις πολιτικές επιλογές. Ξεκινώντας απ’ τις πιο «εύκολες». Οι δεξιοί σοσιαλιστές μιλούσαν για συνεργασία με την αστική τάξη. Οι εργάτες είχαν προσπαθήσει να συνεργαστούν με τα αφεντικά για τη διάσωση των εργοστασίων, αλλά τα αφεντικά αποδεικνύονταν παντελώς εχθρικά κι εγκατέλειπαν τα εργοστάσια.29 Οι στρατιώτες είχαν ανεχτεί τη στρατιωτική επίθεση του Ιούνη ως «τελευταία», αλλά αυτή έσυρε στο θάνατο δεκάδες χιλιάδες κι έπειτα ο πόλεμος συνεχιζόταν. Τώρα απαιτούσαν οπωσδήποτε ειρήνη, «έστω μια ειρήνη για ξέρασμα».30 Οι αγρότες είχαν στείλει τους εσέρους στην ηγεσία των Σοβιέτ και στην κυβέρνηση, αλλά αντί για γη έπαιρναν φυλακίσεις.

Τον Ιούλη στην Πετρούπολη και από τον Σεπτέμβρη στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, η συμφιλιωτική πολιτική, οι δισταγμοί και η υπομονή, χάνουν κάθε κύρος κι όσοι τολμούν να τα υποστηρίξουν στις συνελεύσεις, γιουχάρονται. Οι μπολσεβίκοι της βάσης απηχούν αυτό το κλίμα στις κομματικές διαδικασίες, εκπαιδευμένοι να ταυτίζονται με τα εργατικά συμφέροντα από την περίοδο της σκληρής παρανομίας.31

Χαρακτηριστικά, ο Σμιντ μετέφερε στην τεταμένη ΚΕ στις 16/10:

«…όλος ο κόσμος αποδέχεται ότι δεν υπάρχει άλλη λύση μπροστά στο αδιέξοδο… Απαιτούν να περάσει η εξουσία στα σοβιέτ».32

Η κομματική βάση διευρύνεται με αυτόν «όλον τον κόσμο»33 και δεν αφήνει πολλά περιθώρια στη γραμμή Ζινόβιεφ-Κάμενεφ. Όπου υπάρχουν μπολσεβίκοι που διστάζουν, παραμερίζονται και αυτοί, προς όφελος μέχρι και των αναρχικών.34 Με αυτήν την έννοια, οι μάζες καθόριζαν τις κομματικές αποφάσεις. Το κόμμα επιτελούσε τόσο πιο πολύ τον καθοδηγητικό του ρόλο όσο πιο πολύ «έπαυε να είναι εξωτερικό σε σχέση με τις μάζες όργανο… Προλεταριάτο και κόμμα αλληλοδιαπερνούνταν με τρόπο που δεν έχει όμοιό του στην ιστορία».35

 

Ο ρόλος του κόμματος

Τα παραπάνω δεν περιορίζουν το ρόλο του κόμματος. Όσο το κίνημα χρειαζόταν τις δομές (επιτροπές, σοβιέτ κ.λπ.) για να κατανικήσει τα εμπόδια του αντιπάλου, άλλο τόσο χρειαζόταν ένα πολιτικό πρόγραμμα. Αυτά, όμως, δεν δημιουργούνται αυτοστιγμεί, την ώρα της μάχης. Αν και τα Σοβιέτ ήταν κατακτημένα από το 1905 και εμφανίζονται γρήγορα και το ‘17, τον Φλεβάρη το πρόγραμμα αναζητείται. Συνεπώς, η εξέγερση που είχε ανατρέψει τον τσάρο, ακολουθώντας το πρόγραμμα των δεξιών σοσιαλιστών, δεν είχε γεννήσει μια εργατική, μα μια αστική εξουσία. Μετά τον αιφνιδιασμό του Φλεβάρη, οι εκμεταλλεύτριες τάξεις είχαν αναδιοργανωθεί και υπονόμευαν συστηματικά την επανάσταση. Ήταν αναγκαίο για την εργατική τάξη ένα πολιτικό συντονιστικό, ένα κόμμα που να ανήκε στις τάξεις της και να πρότεινε τακτικές και γενική στρατηγική.

Οι επιλογές του κόμματος δεν καθορίζονταν βέβαια μόνο από τις μάζες, αλλά και από τα συσσωρευμένα εφόδια των προηγούμενων ετών: τη σχέση με την εργατική τάξη, την επιμονή στη σοσιαλιστική λύση μέσα από άπειρες δυσχέρειες, τη διαμόρφωση ηγετών σαν τον Λένιν και τον Τρότσκι. Οι μπολσεβίκοι φάνηκαν ικανοί να καθοδηγήσουν την επανάσταση, να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις της αντί να τις συγχύσουν, ενσαρκώνοντας τη συνειδητοποιημένη ιστορική πείρα της τάξης που καθοδηγούσε τις κινήσεις της στο περιβάλλον του 1917.

Όταν ο Τρότσκι, εφτά χρόνια αργότερα, υπενθύμιζε τις παλινδρομήσεις του μηχανισμού, ο Στάλιν προσπαθούσε να διακωμωδήσει την κριτική εξισώνοντάς την με «πέταμα» του κόμματος στα σκουπίδια. Η διαλεκτική σχέση κόμματος-τάξης (ή ηγεσίας-βάσης ή πιο αφηρημένα συνείδησης-ανάγκης) απαντά στην παρανόηση, απομυθοποιεί τον κάθε πόλο ξεχωριστά και του αποδίδει την πραγματική, μεγάλη του αξία ως μέρος του διπόλου.36 Η αξία του κόμματος θα φαινόταν τα επόμενα χρόνια και με αρνητικό τρόπο, από τις επιπτώσεις των ελλείψεών του, π.χ. στο θέμα της γείωσης στις εθνότητες.37

Το καθήκον της εξέγερσης έπεφτε λοιπόν στο κόμμα, πολιτικά και οργανωτικά. Πρωταρχικό ζήτημα ήταν το ποιος θα την καλούσε: το κόμμα ή τα Σοβιέτ. Ο Λένιν καταλάβαινε ότι ο μηχανισμός των Σοβιέτ ήταν πιο μαζικός αλλά και πιο δυσκίνητος απ’ το Κόμμα. Είδαμε ότι στις αρχές Οκτώβρη στήριζε την καταφυγή του κόμματος στα πιστά στρατεύματα και εργοστάσια για την ανατροπή της κυβέρνησης. Από την άλλη, ο Τρότσκι έβλεπε ότι η συντριπτική επιρροή των μπολσεβίκων βασιζόταν στη δουλειά τους μέσα στα Σοβιέτ. Άρα το κάλεσμα σε εξέγερση έπρεπε να γίνει μέσα από τα Σοβιέτ. Αυτό καθόριζε και την ημερομηνία της, κάπου κοντά στο Συνέδριο των Σοβιέτ. Πράγμα που ο Λένιν θεωρούσε άσκοπη καθυστέρηση, αν και άρχισε να αλλάζει γνώμη στις συνεδριάσεις στελεχών στις 15/10-16/10. Εκεί είδε πολλούς συντρόφους να επιβεβαιώνουν τον κίνδυνο απομόνωσης του κομματικού μηχανισμού αν δεν γύριζε μαζί του και το ενδιάμεσο γρανάζι των Σοβιέτ.

«Δύσκολα τα στρατεύματα θα βαδίσουν στην έκκληση της μοσχοβίτικης Επιτροπής των μπολσεβίκων. Στην έκκληση του Σοβιέτ πιθανά όλοι θα βαδίσουν…

[στην Πετρούπολη] η γενική εντύπωση είναι ότι κανείς δεν φλέγεται από επιθυμία να ξεχυθεί στους δρόμους, μα στην έκκληση του Σοβιέτ όλοι θα δώσουν το “παρών”…

[στο Νέβα] όλοι θα ακολουθήσουν τα Σοβιέτ…».

Τα ίδια διατυπώνονταν και σε άλλες συσκέψεις εκείνες τις μέρες.38 Στο τέλος, η ΚΕ της 16/10 ανέθεσε τον καθορισμό της ημερομηνίας της εξέγερσης και στο Σοβιέτ.39

 

Η ζύμωση

Μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα, η πολιτική προπαρασκευή της εξέγερσης είχε απογειωθεί από τον Σεπτέμβρη. Ήδη τότε, σε όλον τον στόλο και σε μεγάλα κομμάτια του στρατού, οι στρατιώτες υπερψήφιζαν την αφαίρεση της εξουσίας από την Προσωρινή Κυβέρνηση και τη μεταβίβασή της στα Σοβιέτ, κι εξέλεγαν μπολσεβίκους αντιπροσώπους. Στη Μόσχα στις 5/9, με 355 υπέρ και 254 κατά, η συνέλευση του Σοβιέτ καταδικάζει την Προσωρινή Κυβέρνηση και την πανρωσική ΚΕΕ. Παρόμοια απόφαση περνά πανηγυρικά και στην πρωτεύουσα (1/9) και επιβεβαιώνεται τελειωτικά σε νέα συνέλευση (9/9) του Σοβιέτ με 1.000 εργάτες και στρατιώτες αντιπροσώπους. Δυο βδομάδες μετά συγκροτείται νέα Εκτελεστική Επιτροπή με μπολσεβίκικη πλειοψηφία και πρόεδρο τον Τρότσκι.40 Αλλού, ολόκληρες οργανώσεις των μενσεβίκων προσχωρούσαν στους μπολσεβίκους, αγαναχτισμένες με τους ηγέτες τους που συμμετείχαν στην κυβέρνηση –σε τι βοηθούσε η συμμετοχή τους;

Για το ίδιο το Συνέδριο, οι μπολσεβίκοι δεν είχαν αρκεστεί στην ανακήρυξή του από την ΚΕΕ. Από τις 24/9 ξεκίνησαν εκστρατεία για τη μαζικοποίηση, αλλά και την προστασία του από την κυβέρνηση. Βρήκαν σαρωτική ανταπόκριση. Το ένα μετά το άλλο, τα Σοβιέτ της χώρας, μαζί και οι ποικίλες επιτροπές των φαντάρων, έπαιρναν αποφάσεις συμμετοχής στο Β’ Συνέδριο, προσκαλώντας σ’ αυτό γειτονικά σοβιέτ και αγροτικά συμβούλια. Στις 11/10 οι μπολσεβίκοι καταφέρνουν να συγκαλέσουν το Συνέδριο των Σοβιέτ του Βορρά. Η απόφασή του, γραμμένη απ’ τον Τρότσκι, προετοιμάζει πολιτικά την εξέγερση αναφέροντας το εξής: «Το ζήτημα της κεντρικής εξουσίας μπορεί να λυθεί μόνο από την τολμηρή και ομόφωνη πορεία όλων των Σοβιέτ». Από οργανωτική πλευρά, ο βορράς συγκροτεί Περιφερειακή Επιτροπή με καθήκον να ειδοποιήσει με κάθε μέσο όλα τα εργατικά Σοβιέτ και τις στρατιωτικές επιτροπές να στείλουν αντιπροσώπους στο Συνέδριο. Η απόφαση ψηφίζεται με μόνο τρεις αποχές στους 150 αντιπροσώπους των 23 διαφορετικών περιοχών.41 Σε πολλά Σοβιέτ το κόμμα του Λένιν γίνεται πλειοψηφία αυτόν τον καιρό για πρώτη φορά, ενώ στις καθοριστικές εκλογές του Σοβιέτ της Πετρούπολης (18/10, για τους εκπροσώπους στο Συνέδριο) παίρνει 443 ψήφους, έναντι 162 των εσέρων.42 «Η πιο άμεση και αδιαφιλονίκητη αντιπροσώπευση του προλεταριάτου όλης της χώρας», η Πανρωσική Συνδιάσκεψη των Εργοστασιακών Επιτροπών, αποφασίζει υπέρ της μεταβίβασης της εξουσίας στα Σοβιέτ και παροτρύνει για γενικευμένο εργατικό έλεγχο. Την ίδια περίοδο, η αντίστοιχη μοσχοβίτικη Συνδιάσκεψη των Εργοστασιακών Επιτροπών, αποφασίζει να βαθύνει την εποπτεία σε διοικητικό έλεγχο των επιχειρήσεων, ανοίγει τα κλειστά εργοστάσια, στέλνει αντιπροσώπους να πάρουν πρώτες ύλες από τα πέρατα της χώρας, διανέμει στάρι και κάρβουνο στα εργοστάσια. Οι εργάτες καταλάβαιναν ότι δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν τα εργοστάσια με μια εχθρική κεντρική εξουσία απέναντί τους.43

Κάποιες περιοχές, χωρίς να περιμένουν καν το Συνέδριο, ανακηρύσσουν τη σοβιετική εξουσία. Σοβιέτ στο Σαράτοφ, το Κρασνογιάρσκ και αλλού, είχαν πάρει επί της ουσίας την εξουσία από τον Ιούλη, συλλαμβάνοντας επιχειρηματίες, ρυθμίζοντας την κατανάλωση με δελτία τροφίμων, διενεργώντας επιτάξεις, εφαρμόζοντας εργατικό και διοικητικό έλεγχο των επιχειρήσεων και οργανώνοντας πολιτοφυλακή.44 Αυτή η διαδικασία υποχώρησε μετά τα Ιουλιανά, αλλά ξαναεπιταχύνεται το Σεπτέμβρη κι ενόψει του Συνεδρίου. Στις 18/9 μια σοβιετική εξέγερση στην Τασκένδη καταπνίγεται από την κυβέρνηση, αλλά η τελευταία αδυνατεί να επιβάλει τη διαταγή της για διάλυση των οργανώσεων στον Στόλο της Βαλτικής.45 Στις 20/10 θα έχει πλέον καταστεί ανίκανη να απαντήσει ακόμη και στα μικρά Σοβιέτ του Ιβάνοβο που αυτοανακηρύσσονται αποκλειστικά αρμόδια για όλα τα οικονομικά και διοικητικά ζητήματα.46 Οι λαϊκές οργανώσεις αναλαμβάνουν αναγκαστικά βασικές δημόσιες υποθέσεις (νερό, φως, τρόφιμα, καύσιμα) αφού οι επίσημοι θεσμοί σέβονται τα κατεστημένα προνόμια και δεν δίνουν λύσεις.

Πίσω από τη δημόσια ζύμωση υφέρπει ένας υπολογισμός. Τα Σοβιέτ αποκτούσαν ντε φάκτο όλο και ευρύτερες εξουσίες και αναγνώριση όσο τα αναλάμβαναν οι μπολσεβίκοι, καταργώντας στην πράξη τις κυβερνητικές εξουσίες. Ήταν σίγουρο ότι σύντομα η κυβέρνηση θα επιχειρούσε μια επίθεση εναντίον τους –και τότε η ανατροπή της θα ήταν «νόμιμη άμυνα», πειστική ακόμη και για τα αμφιταλαντευόμενα τμήματα του πληθυσμού.

 

H Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή

Αρχές Οκτώβρη το καθεστώς οργανώνει μια πατριωτική εκστρατεία, διασπείροντας ξανά φήμες ότι είναι πιθανή μια κατάληψη της Πετρούπολης από τα εχθρικά στρατεύματα. Στις 11/10, κυβέρνηση και στρατηγοί άρχισαν να μεθοδεύουν τη μεταφορά της Φρουράς της Πετρούπολης στο μέτωπο.47 Ήθελαν να τη βγάλουν από τη μέση, αφού αποτελούσε επαναστατικό παράγοντα που είχε καθορίσει την εξέγερση τον προηγούμενο Φλεβάρη. Στην άρνηση των φαντάρων να επιστρέψουν στα χαρακώματα, ο Τύπος απαντά με υβρεολόγιο. «Τεμπέληδες, προδότες, κτήνη». Βοηθώντας αυτό το κλίμα, στις 9/10 οι μενσεβίκοι φέρνουν στο Σοβιέτ μια «πατριωτική» πρόταση: τη συγκρότηση επιτροπής «Επαναστατικής Άμυνας» της πόλης. Προς έκπληξή τους, οι μπολσεβίκοι δέχονται. Αλλά με άλλον σκοπό. Η Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή (ΕΣΕ) που θα ιδρυόταν, θα έπρεπε να έχει ως καθήκον την οργάνωση της άμυνας της πόλης ανεξάρτητα από το Γενικό Επιτελείο των Στρατηγών (ΓΕΣ), όπως και να εξακριβώσει αν όντως χρειάζεται στο μέτωπο η επιστράτευση της Φρουράς. Οι μενσεβίκοι διαισθάνονται ότι με δική τους πρόταση, η ΕΣΕ θα αποτελέσει στρατιωτικό επιτελείο σε αντιπαράθεση με το ΓΕΣ. Διαμαρτύρονται για αυτήν την τροπή.48 Μα είναι αργά. Κανείς δεν εμπιστεύεται στους στρατηγούς το μονοπώλιο της στρατιωτικής διοίκησης.

Τον κανονισμό της ΕΣΕ τον γράφει ο Τρότσκι, που θα εκλεγεί και πρόεδρός της. Η ίδια συγκροτείται πρώτη φορά μόλις στις 20/10. Στις συνεδριάσεις του Γραφείου της θα παρίστανται μόνο μπολσεβίκοι και αριστεροί εσέροι, αφού οι δεξιοί την μποϊκοτάρουν. Η ΕΣΕ, με το κύρος ενός οργάνου του Σοβιέτ, βολιδοσκοπεί και καταγράφει τις έμπιστες στρατιωτικές δυνάμεις, διασυνδέεται με τα Σοβιέτ των στρατιωτών και των ναυτών, τους σιδηροδρομικούς, τα εργοστάσια και τις αποθήκες όπλων, στέλνει κομισάριους σε όλες τις διαθέσιμες στρατιωτικές μονάδες. Μαζί με τη Στρατιωτική Οργάνωση των μπολσεβίκων θα ορίσει τη διάταξη των μάχιμων δυνάμεων. Η εργατική Κόκκινη Φρουρά, με την αιρετή της διοίκηση, κάνει γυμνάσια εδώ κι ένα μήνα. Μετά τον Κορνίλοφ έχει νομιμοποιηθεί ο εξοπλισμός της και μαζικοποιείται συνεχώς. Είναι η πιο αριστερή και ανυπόμονη πτέρυγα της επαναστατικής στρατιάς, αλλά και η πιο άπειρη. Τα συντάγματα του στρατού μέσα και κοντά στην Πετρούπολη είναι τα πιο πολυάριθμα, τελείως αντικυβερνητικά, αλλά και απρόθυμα να κινηθούν ενεργητικά. Αυτά στη Φινλανδία είναι πολύ πιο αριστερά, αλλά απομακρυσμένα. Τέλος, οι ναύτες στην Κροστάνδη και τη Βαλτική, είναι και αποφασισμένοι και έμπειροι, όμως σχετικά ολιγάριθμοι. Το να προχωρήσεις σε ανοιχτή ανταρσία, σήμαινε να ξέρεις τις προθέσεις των περισσότερων μονάδων σε καθεμία από αυτές τις πτέρυγες. Η ΚΕ και η ΕΣΕ δέχονται πολλές αναφορές για όλα αυτά.49

Η ύπαρξη της ΕΣΕ καταστρέφει το κυβερνητικό σχέδιο για επιστράτευση της Φρουράς: οι ναύτες ενημερώνουν ότι το μέτωπο δεν την έχει ανάγκη. Οι ταλαιπωρημένοι στρατιώτες έχουν γλιτώσει και είναι ευγνώμονες. Οι εργάτες ήταν οι μόνοι που τους υπερασπίστηκαν. Όταν συνεδριάζει για πρώτη φορά (18/10) το Συμβούλιο της Φρουράς, η συντριπτική πλειοψηφία τάσσεται με το Σοβιέτ των Εργατών. Εν τω μεταξύ, το Σοβιέτ αποφασίζει (13/10) τον επανεξοπλισμό της Κόκκινης Φρουράς. Η υλοποίηση έπεσε πάλι στους ώμους των εργατών. Έψαχναν ποια εργοστάσια είχαν όπλα, απευθύνονταν στον Τρότσκι κι εκείνος απλά υπέγραφε τη διαταγή απόδοσης. Τελευταία πρόκληση για την ΕΣΕ ήταν οι μονάδες του στρατηγικού φρουρίου Πετροπαβλόφσκ που ως τότε δήλωναν πιστές στην δεξιά ΚΕΕ. Το φρούριο καταλαμβάνεται πολιτικά στις 23/10. Άρκεσε να το επισκεφτεί ο Τρότσκι και να μιλήσει στη μεσημεριανή συνέλευση των στρατιωτών.50

Η κορύφωση της αγκιτάτσιας έγινε στις 22 Οκτώβρη. Μέρα μεγαλειώδους επιθεώρησης των δυνάμεων, όταν σε τεράστιες ολοήμερες συγκεντρώσεις οι κολασμένες τάξεις της Πετρούπολης, γέροι και παιδιά, γυναίκες και άντρες, ξεχειλίζουν τα εργοστάσια, τις πλατείες, το Σπίτι του Λαού (Σμόλνι)51 για να ακούσουν τους ρήτορες -αναρχικούς, αριστερούς εσέρους και κυρίως μπολσεβίκους. Ήταν η πιο μεγάλη διαδήλωση που είχε γίνει έως τότε στη Ρωσία. «Έμοιαζε σάμπως τους τελευταίους μήνες όλα να είχαν ειπωθεί. Μα σήμερα… οι μάζες τα νιώθουν όχι σαν κήρυγμα, μα σαν κάλεσμα για δράση».52 Οι «καλές» τάξεις έμεναν στα σπίτια τους, φοβισμένες από τις κραυγές των εφημερίδων τους. Ο Σουχάνοφ περιγράφει μια ομιλία του Τρότσκι:

«”Η κυβέρνηση των Σοβιέτ θα δώσει στους φτωχούς και τους φαντάρους όλα όσα υπάρχουν στη χώρα. Εσείς, αστοί, έχετε δυο γούνινα καπέλα. Δώστε το ένα στον στρατιώτη που παγώνει στα χαρακώματα…”.

Έμοιαζε σαν το πλήθος να ήταν έτοιμο να ξεσπάσει σε κάποιο θρησκευτικό ύμνο. Ο Τρότσκι πρότεινε ένα σύντομο και γενικό ψήφισμα… Ποιοι ήταν υπέρ; Το πλήθος χιλιάδων, σαν ένας άνθρωπος, σήκωσε τα χέρια του. Είδα σηκωμένα χέρια και μάτια που φλέγονταν, από άνδρες, γυναίκες, νέους, στρατιώτες, αγρότες, αλλά και πρόσωπα τυπικά μικροαστικά…

“Ας γίνει η ψήφος σας ο δικός σας όρκος –με όλη τη δύναμή σας και με κάθε θυσία να υποστηρίξετε το Σοβιέτ…”.

Το τεράστιο πλήθος κρατούσε τα χέρια του ψηλά. Συμφώνησε. Ορκίστηκε».53

Την ίδια μέρα η ΕΣΕ ανακοινώνει δημόσια την απόλυτη εξουσία της στο στρατό: αφού το επίσημο Γενικό Επιτελείο δεν την αναγνωρίζει, αυτή το αποκηρύσσει ως αντεπαναστατικό. Οι συνθήκες ήταν υπερώριμες για μια τέτοια δήλωση, ισοδύναμη με κήρυξη ανταρσίας. Το ΓΕΣ απαρτιζόταν πια, κυριολεκτικά, από στρατηγούς χωρίς στρατό: η συνδιάσκεψη της Φρουράς είχε αποφασίσει να το εγκαταλείψει απ’ την προηγούμενη μέρα.54 Η κυβέρνηση αποστερούταν και τις τελευταίες δυνάμεις.

 

Το 24ωρο που άλλαξε τον κόσμο

Μια μέρα πριν την έναρξη του Β’ Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ (25/10), η κυβέρνηση αποφασίζει να αντιδράσει. Διατάζει τη σύλληψη της ΕΣΕ και των αποφυλακισμένων μπολσεβίκων, το κλείσιμο της εφημερίδας τους, την κλήση «έμπιστων» στρατευμάτων από το μέτωπο και την διακοπή του τηλεφώνου στο Σμόλνι.55 Ταυτόχρονα, η ΚΕΕ, η δημοτική δούμα και οι κεντρικές επιτροπές των δεξιών σοσιαλιστών διακινούν ανακοινώσεις για την εξέγερση που σχεδιάζει μια χούφτα τρελών. Πράγματι, στις 5:30 π.μ. ένα άγημα ευέλπιδων σφραγίζει το τυπογραφείο των μπολσεβίκων. Η απάντηση ήταν αυτόματη: οι εργαζόμενοι ενημέρωσαν το Σμόλνι και σε λίγες ώρες δυο λόχοι από γειτονικά στρατόπεδα το ξανάνοιξαν, διώχνοντας χωρίς μάχη τους ευέλπιδες. Το σύνθημα είχε δοθεί. Η κυβέρνηση έπρεπε να καθαιρεθεί, προς υπεράσπιση του Συνεδρίου.

Τηλεγράφημα στέλνεται σε όλες τις μονάδες της φρουράς: «Οι εχθροί του λαού επιτέθηκαν τη νύχτα… Η ΕΣΕ του Σοβιέτ διευθύνει την αντίσταση ενάντια στους συνωμότες». Η ΚΕ συνεδριάζει στο Σμόλνι για τις τελευταίες αποφάσεις με 11 μέλη: ο Λένιν κρύβεται ακόμη, ο Ζινόβιεφ αποφεύγει να έρθει, ο Στάλιν δεν εμφανίζεται,56 ο Κάμενεφ όμως ενεργοποιείται κι ο Σβερντλόφ συνδέει ΕΣΕ και κόμμα. Σε 24 ώρες θα πρέπει να καταληφθούν όλα τα στρατηγικά σημεία της πόλης. Το σχέδιο μιλούσε για συνεργασία των ναυτών με τους Ερυθροφρουρούς για την κατάληψη πρώτα των γεφυριών και μετά του κέντρου της πόλης. Το Σμόλνι μετατρέπεται σε οχυρό: Ερυθροφρουροί και στρατεύματα στήνουν πολυβόλα και σωρούς ξύλων. Ειδικά για την κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων, την έδρα της κυβέρνησης Κερένσκι, το σχέδιο ήταν πολύ απαιτητικό, με ελιγμούς διαφορετικών μονάδων και περικυκλώσεις.

Όλοι αυτοί οι πολύπλοκοι χειρισμοί αποδείχτηκαν πάνω από την οργανωτική ικανότητα της επανάστασης. Έμεναν παντού κενά που θα τα κάλυπταν η πρωτοβουλία και η τύχη. Αλλά κυρίως, οι περισσότερες λεπτομέρειες αποδείχτηκαν περιττές: είχαν υπερτιμηθεί οι δυνάμεις της κυβέρνησης. Οι ευέλπιδες που αυτή στέλνει σε γέφυρες και υπηρεσίες εγκαταλείπουν τα πόστα τους χωρίς αψιμαχίες, με το που εμφανίζονται τα επαναστατικά αποσπάσματα. Δεν πείραζε που τελευταία στιγμή ανακάλυψαν ταλαντεύσεις στο τάγμα των μοτοσικλετιστών. Το Σοβιέτ έστειλε τον Τρότσκι στη συνέλευσή τους, όπου μετά από αντιπαράθεση με τον στρατηγό Παροντέλοφ, το τάγμα κερδίζεται στα Σοβιέτ. Δεν πείραζε που οι στρατιώτες ξέχασαν στη σοφίτα του ΓΕΣ έναν αξιωματικό ασυρματιστή. Αυτός δεν βρήκε κανέναν να ανταποκριθεί στις εκκλήσεις και τις αναφορές του…

Τελικά, η κυβέρνηση παραδόθηκε παντού, σχεδόν χωρίς αντίσταση. Ο Τρότσκι συνοψίζει: «Οι εξεγερμένες μάζες πετούσαν έξω τους χτεσινούς αφεντάδες με λίγες σπρωξιές, χωρίς βία». Δεν χρειάστηκε η κινητοποίηση των μαζών, όπως το Φλεβάρη, για να κατακτήσουν ψυχολογικά το στρατό στους δρόμους. Ο στρατός είχε κατακτηθεί πολιτικά όλο το προηγούμενο διάστημα. Τώρα αρκετές χιλιάδες ερυθροφρουροί, 3.000 ναύτες και 20 στρατιωτικοί λόχοι και αποσπάσματα57 έφταναν για να εξαρθρώσουν την ετοιμόρροπη κρατική μηχανή. Οι μικρές δυνάμεις δεν αποδείκνυαν ότι επρόκειτο για κομματικό «πραξικόπημα», όπως διέδιδαν οι αντίπαλοι από τότε. Το ακριβώς αντίθετο. Μόνο έτσι εξηγείται η προσέγγιση πολλών αναρχικών προς τους μπολσεβίκους, όσο και το μονοψήφιο νούμερο των νεκρών, σε αντίθεση με τους 1.315 του Φλεβάρη.58 Ο στρατηγός Λεβίτσκι ήταν ειλικρινής σε ένα τελευταίο του μήνυμα από το υπουργείο Στρατιωτικών προς το ΓΕΣ:

 

«Η γενική εντύπωση είναι ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση βρίσκεται στην πρωτεύουσα ενός εχθρικού κράτους που έχει περατώσει την κινητοποίηση, μα δεν έχει ανοίξει εχθροπραξίες».59

Φυσικά ο στρατηγός δεν ήταν Μπολσεβίκος.

Στις 10 το πρωί της 25ης Οκτώβρη 1917, λίγες ώρες πριν την έναρξη του Συνεδρίου, η ΕΣΕ του Σοβιέτ της Πετρούπολης ανακοίνωνε στη χώρα:

 

«Η Προσωρινή Κυβέρνηση έχει εκδιωχθεί. Η κρατική εξουσία έχει περάσει στα χέρια του οργάνου του Σοβιέτ Εργατών και Στρατιωτών της Πετρούπολης –την Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή που ηγείται του πετρουπολίτικου προλεταριάτου και της φρουράς. Ο σκοπός για τον οποίο έχει πολεμήσει ο λαός, δηλαδή η άμεση προσφορά μιας δημοκρατικής ειρήνης, η κατάργηση της έγγειας ιδιοκτησίας, ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή και η εγκαθίδρυση της σοβιετική εξουσίας –αυτός ο σκοπός έχει διασφαλιστεί.

Ζήτω η επανάσταση των εργατών, στρατιωτών και αγροτών!»60

 

Στην έκτακτη συνέλευση του Σοβιέτ της Πετρούπολης, το μεσημέρι της 25ης, ο Τρότσκι ανακοινώνει τη νίκη: «Μας έλεγαν πως η εξέγερση θα έπνιγε την επανάσταση σε ποτάμια αίματος. Δεν γνωρίζουμε ούτε ένα θύμα… Το Χειμερινό Ανάκτορο θα καταληφθεί σε λίγες στιγμές».61

Η τελευταία πρόβλεψη δεν ήταν πολύ σωστή. Τα Χειμερινά Ανάκτορα έπρεπε να είχαν καταληφθεί από τα μεσάνυχτα, αλλά αυτό θα καθυστερούσε μια ολόκληρη μέρα.62 Οι στρατιώτες ήθελαν να αποφύγουν την αιματοχυσία. Με διάφορα προσχήματα δεν εκτελούσαν τις διαταγές των κομισάριων ούτε για προειδοποιητικές κανονιές, ούτε για έφοδο. Περίμεναν απ’ έξω για να παραδοθούν οι πολιορκημένοι, αφήνοντάς τους μάλιστα να δέχονται κι ενισχύσεις! Αυτή η μεγαλοθυμία ήταν συνηθισμένη στην αρχή της επανάστασης κι επηρέαζε τους πάντες. Ο Τρότσκι, πολλά χρόνια μετά, έμενε αβέβαιος για την ορθότητα μιας δικής του απόφασης να απελευθερώσει μια ομάδα ευέλπιδες για να ενθαρρύνει και άλλους να παραδοθούν. Έτσι, πολλοί κατοπινοί εγκληματίες του εμφυλίου κατάφεραν να ξεφύγουν δίνοντας μόνο «το λόγο της τιμής τους» ότι δεν θα ξανασήκωναν όπλα κατά της Επανάστασης.63

 

Το Συνέδριο

Η έναρξη του Συνεδρίου καθυστερούσε. Οι οργανώσεις δεν ήταν έτοιμες. Οι εσέροι συσκέπτονταν διαρκώς για να βρουν μια κοινή γραμμή, αλλά το σχίσμα ήταν αναπόφευκτο64. Οι μπολσεβίκοι περίμεναν αγωνιωδώς την πτώση των Ανακτόρων.

Το Συνέδριο ανοίγει στις 22:40 της 25ης Οκτώβρη. Αν και μέχρι τη λήξη θα περάσουν κάπου 900 αντιπρόσωποι, τελικά στην έναρξη υπάρχουν 649 αντιπρόσωποι (390 μπολσεβίκοι, κάπου 160 εσέροι, 72 μενσεβίκοι, 14 μενσεβίκοι-διεθνιστές.65 Πρόεδρος ήταν ο μενσεβίκος Νταν, από την απερχόμενη ΚΕΕ, ενώ στο γραφείο του Συνεδρίου μπαίνουν από τους μπολσεβίκους σχεδόν όλοι όσοι είχαν αντιταχθεί στην εξέγερση (Ζινόβιεφ, Κάμενεφ, Ρίκοφ κ.ά.).

Οι ήχοι από τη συνεχιζόμενη πολιορκία και το τουφεκίδι στο Χειμερινό Ανάκτορο ακούγονται καθαρά στην αίθουσα. Πολλοί σύνεδροι ταλαντεύονται. Αν και οι μενσεβίκοι βγαίνουν επιθετικά εναντίον των «συνωμοτών», από την αριστερή τους πτέρυγα ο Μάρτοφ είναι συμβιβαστικός.

«Να σταματήσουν οι εχθροπραξίες κι απ’ τα δύο μέρη… Ο εμφύλιος απειλεί… Να βρεθεί ειρηνική λύση με μια εξουσία που θα αναγνωρίζεται από όλη τη δημοκρατία…». Αυτά τα ωραία, ενωτικά λόγια συγκινούν σοβαρό μέρος του ακροατηρίου. Οι μπολσεβίκοι δέχονται τη γενική πρόταση για «ειρηνικές διαπραγματεύσεις». Ξέρουν ότι στην εξέλιξη του Συνεδρίου θα φανεί καθαρά ότι είναι ανέφικτες. Οι συμφιλιωτές εκπλήσσονται. Οι πιο δεξιές πτέρυγες καταγγέλλουν την υποκρισία αφού η πολιορκία συνεχίζεται στα Ανάκτορα και αποχωρούν ζητώντας πιο καθαρά μια κυβέρνηση από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Αυτή η κίνηση απομονώνει ολότελα το στρατόπεδό τους.

«Να σταματήσει η αιματοχυσία! Ακούστε τις κανονιές!» κάνει τελευταία έκκληση ο Μάρτοφ. Κάποιος πρέπει να απαντήσει. Ο Τρότσκι: «Έγινε εξέγερση, όχι συνωμοσία. Το ξεσήκωμα των λαϊκών μαζών δεν χρειάζεται δικαιολογίες. Μας κάνουν την πρόταση να παραιτηθούμε από τη νίκη μας και να κλείσουμε συμφωνία. Με ποιους; Με τις άθλιες ομαδούλες που αποχώρησαν; Δεν υπάρχει πια κανείς πίσω από αυτές…».

Με τρόπο προκλητικό, ο Τρότσκι αποκαθιστά το πολιτικό αυτονόητο: είναι καιρός να διαλέξει κανείς οριστικά στρατόπεδο. Ο Μάρτοφ εξοργισμένος αποχωρεί. Κάποιοι πολιτικοί επιβιώνουν μόνο ανάμεσα στα στρατόπεδα. Παρεμβαίνει ένας ναύτης απ’ το καταδρομικό «Αβρόρα», που συμμετέχει στην πολιορκία των ανακτόρων απ’ τον ποταμό Νέβα: «Το “Αβρόρα” ρίχνει άσφαιρα, δεν υπάρχουν ερείπια και νεκροί, συνεχίστε ήσυχα τη δουλειά σας!»

Παρά το αντικυβερνητικό τους μένος, οι αντιπρόσωποι έρχονταν από τις πιο διαφορετικές περιοχές της Ρωσίας, με ασαφείς εικόνες για το συσχετισμό δύναμης και τις εφεδρείες της κυβέρνησης. Οι επιφυλάξεις ενός σημαντικού τμήματος έδειχναν ότι ήταν σωστή η τακτική να προχωρήσει η εξέγερση μέσα από τα Σοβιέτ παρά από το κόμμα. Όπως, από την άλλη, ήταν σωστό ότι επιδιώχθηκε η σύγκρουση να έχει τελειώσει νικηφόρα αμέσως πριν από την έναρξη του Συνεδρίου. Αυτό θα ήταν η καλύτερη απόδειξη του πραγματικού συσχετισμού, θα επέτρεπε στο Συνέδριο να καταλάβει τη δύναμή του και να μη διστάσει. Όταν ανακοινώθηκε, στις 2:30 το πρωί της 26ης, ότι τα Ανάκτορα είχαν καταληφθεί κι ότι όλοι οι υπουργοί66 είχαν συλληφθεί, οι σύνεδροι ξέσπασαν με κύματα χειροκροτημάτων. Κάθε μήνυμα υποστήριξης από στρατιωτικά συντάγματα που διαβαζόταν, το ακολουθούσαν ζητωκραυγές, κλάματα χαράς και φιλιά.67 Επιτέλους! Λευτερωθήκαμε! Οι πιο «φιλικοί» συμφιλιωτές αποχωρούν προς τα χαράματα της 26ης. «Φεύγουμε γιατί αλλιώς θα χαντακώσετε και τους εαυτούς σας και εμάς – δεν θα μπορέσετε να τα βγάλετε πέρα με την εξουσία». Αλλά είναι πολύ λίγοι πια. Η έκκληση της πρώτης μέρας γράφει: Το Συνέδριο παίρνει την εξουσία στα χέρια του!

Ψηφίζεται σχεδόν ομόφωνα: μόνο 2 κατά και 12 αποχές.

Η δεύτερη μέρα του Συνεδρίου ξεκινά στις 9.00 το βράδυ. Ψηφίζουν τα διάσημα διατάγματα που έγραψε και διάβαζε ο Λένιν.

Για την ειρήνη: Η κυβέρνηση να προτείνει αμέσως διαπραγματεύσεις για ειρήνη χωρίς βίαιες αρπαγές εθνοτήτων, προσαρτήσεις και αποζημιώσεις. Να προτείνει άμεση τρίμηνη ανακωχή.

Για τη γη: Σε λίγες γραμμές απαλλοτριώνονται χωρίς αποζημίωση οι τσιφλικάδες και η εκκλησία. Η γη μεταβιβάζεται στο κράτος και την χρησιμοποιεί όποιος τη δουλεύει. Οι εσέροι διαμαρτύρονται! Το διάταγμα για τη γη είναι αντιγραφή από το πρόγραμμά τους! Σωστά! Αλλά τι κόμμα ήταν αυτό που το πρόγραμμά του δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο όταν διωχτεί απ’ την εξουσία; Ένας μακρυμάλλης χωρικός απ’ το Τβερ ανεβαίνει εξοργισμένος στο βήμα για να συμπληρώσει τον Λένιν κόντρα στους αγροτικούς εσέρους: «Αυτοί δεν είναι εκπρόσωποι των χωρικών, αυτοί είναι καντέτοι. Η θέση τους είναι στη φυλακή!».68

Η απόφαση για την νέα σοβιετική κυβέρνηση συναντά αξιοσημείωτες αντιδράσεις. Στην κυβέρνηση δεν δέχονται να συμμετέχουν οι αριστεροί εσέροι: «Δεν μπορούμε να υλοποιήσουμε το πρόγραμμα χωρίς τη βοήθεια των κομμάτων που έχουν εγκαταλείψει το Συνέδριο». Λένε πως θα στηρίξουν το έργο της μπολσεβίκικης κυβέρνησης, αλλά ταυτόχρονα… την καταψηφίζουν. Μαζί με τους διεθνιστές μενσεβίκους μαζεύουν κάπου 150 ψήφους…69

Το Συνέδριο τελειώνει με την ομόφωνη εκλογή νέας Εκτελεστικής με 101 μέλη70 και πρόεδρο τον Κάμενεφ. Ως τις 31 Οκτώβρη η επανάσταση είχε νικήσει σε 17 επαρχιακές πρωτεύουσες κι είχε ήδη διαλύσει τις πρώτες λευκές επιθέσεις, συλλαμβάνοντας τον στρατηγό Κράσνοφ.71

 

Μέλλον και κληρονομιά του Οκτώβρη

Το επαναστατικό καθεστώς του Οκτώβρη έδειξε τις προθέσεις του απ’ τις πρώτες του μέρες. Πέρα από τα διατάγματα του Συνεδρίου, η κυβέρνηση βάσιζε την εξουσία της σε μια πυραμίδα εργατικής δημοκρατίας, με ανακλητούς αντιπροσώπους χωρίς μισθολογικά προνόμια.72 Εξέδωσε τον νόμο για τον εργατικό έλεγχο σε όλες τις επιχειρήσεις με πάνω από 4 άτομα προσωπικό.73 Δημοσίευσε τις μυστικές ιμπεριαλιστικές συνθήκες του τσαρισμού. Έδωσε δικαίωμα απόσχισης στις εθνότητες,74 όταν δυο βδομάδες νωρίτερα η «αστική δημοκρατία» απειλούσε με «ερήμωση» την Φιλανδία αν τολμούσε να κηρύξει ανεξαρτησία και απαγόρευε τα ουκρανικά συνέδρια. Ίδρυσε την πολιτοφυλακή για να καταργήσει τον μόνιμο στρατό. Απελευθέρωσε την πρόσβαση στα πανεπιστήμια, θέσπισε τα δικαιώματα των γυναικών, αποποινικοποίησε την ομοφυλοφιλία… Κήρυξε υλικό και ιδεολογικό πόλεμο σε όλον τον παλιό κόσμο της εκμετάλλευσης. Προσβλέποντας στην αλληλεγγύη της διεθνούς επανάστασης, αυτό το σοσιαλιστικό πρόγραμμα ξεκινούσε από μια χώρα με τεράστια οικονομική και πολιτιστική καθυστέρηση, αποδιοργανωμένη από τον πόλεμο.

 

Υπό μία έννοια, οι δυσκολίες πάνω στις οποίες υπερθεμάτιζαν οι δεξιοί σοσιαλιστές ήταν πραγματικές και θα συνεπάγονταν επώδυνες υποχωρήσεις. Η ειρήνη δεν μπορούσε να κλειστεί εύκολα, όπως απέδειξε το «καταθλιπτικό» Μπρεστ-Λιτόφσκ.75 Η εθελοντική πολιτοφυλακή συγκροτήθηκε μόνο στα προλεταριακά αστικά κέντρα και ο εμφύλιος επέβαλλε την υποχρεωτική επιστράτευση του αγροτικού πληθυσμού. Ο μόνιμος στρατός έπρεπε να αναστηθεί. Στα χωριά, η ταξική επανάσταση θα ξεκινούσε μόλις στα μέσα του ‘18. Οι εργάτες δυσκολεύτηκαν να περάσουν από τον εποπτικό εργατικό έλεγχο στην αυτοδιαχείριση, αφήνοντας την οικονομία για μήνες στα χέρια των εργοδοτών-σαμποτέρ.76 Συχνά, η εργατική αυτοδιαχείριση ήταν άναρχη και συντεχνιακή. Απ’ την πρώτη μέρα, οι δημόσιοι υπάλληλοι παράτησαν τα πόστα τους,77 παραλύοντας την κρατική διοίκηση για μήνες ώσπου να επιστρέψουν ή να αντικατασταθούν από ικανούς επαναστάτες.78 Οι δεξιοί πίστευαν ότι οι μπολσεβίκοι δεν θα άντεχαν ούτε μια βδομάδα στην εξουσία.79

Αλλά δεν είχαν δίκιο. Το πρώτο προλεταριακό κράτος κατάφερνε τελικά να λειτουργήσει, έστω με καθυστερήσεις, χαμηλή απόδοση και ανθρώπινο κόστος, προσδοκώντας πάντα τη διεθνή βοήθεια. Ηχηρή απόδειξη ήταν η νίκη στον εμφύλιο εναντίον των Λευκών και των 15 ξένων εισβολέων. Σε κάθε περίπτωση, οι εργάτες κατηγορούσαν τους δεξιούς σοσιαλιστές για λιποταξία, καθώς ενώ θα έπρεπε να προσφέρουν τα προσόντα τους στην επανάσταση, προτιμούσαν να αδρανούν ή να συμμαχούν με τον εχθρό. Φυσικά, η συμμαχία με όσους ήδη «γνώριζαν τη δουλειά», τους αστούς, τους πλούσιους αγρότες, τους καντέτους, δεν ήταν λύση. Πολλοί από τους διστακτικούς και μορφωμένους μενσεβίκους, που προσβάλλονταν από τις αποδοκιμασίες των εργατών στις συνελεύσεις, θα εντάσσονταν στην λευκή αντίδραση. Άλλοι (ή οι ίδιοι!) θα στελέχωναν την πρώτη γραφειοκρατία του σοβιετικού μηχανισμού, έχοντας γνώμονα τις φιλοδοξίες τους και όχι κάποιον σοσιαλισμό. Αρκετοί θα έπαιζαν αργότερα συνειδητό ρόλο στις γραμμές του σταλινισμού. Παρ’ όλα αυτά, το θανάσιμο πλήγμα για την επανάσταση ήρθε από έξω: από τον παρατεταμένο, ξενοκίνητο εμφύλιο και τις ανεπάρκειες της διεθνούς επανάστασης. Η εργατική τάξη θα αιμορραγούσε μέχρι που να μην μπορούσε πια να βασιστεί πάνω της η προοπτική του Λένιν για «προσέλκυση όλης της φτωχολογιάς στη… διακυβέρνηση του κράτους».80

 

Στις μέρες μας ο καπιταλισμός της κρίσης, με τον πολυπολικό ιμπεριαλισμό, τον ακρωτηριασμό της δημοκρατίας και το ρατσισμό, φαίνεται σαν να ξανασαπίζει, όπως τότε. Τότε, το ’17 είχε προκαλέσει ισχυρά, παγκόσμια σεισμικά κύματα, ωστόσο σήμερα τα σήματά του μας φτάνουν αποσβησμένα, το φως του πολύ αδύναμο και αχνό. Αυτή είναι η απεικόνιση του «ξεπερασμένου ‘17» σε περιόδους ήττας ή παθητικής αναμονής. Παρ’ όλα αυτά, στην πρώτη ανάκαμψη των διεθνών αγώνων, είναι βέβαιο ότι θα φαίνεται ως η καλύτερη απόδειξη για το εφικτό της νίκης. Η Οκτωβριανή Επανάσταση εξέφρασε το όραμα της ανθρώπινης απελευθέρωσης με πιο τολμηρό, χειροπιαστό και πλήρη τρόπο από οποιοδήποτε ιστορικό-κοινωνικό άλμα. Έβγαλε το σοσιαλισμό απ’ το λαβύρινθο της θεωρίας φέρνοντάς τον στο βασίλειο της πρακτικής δυνατότητας. Από εκεί αντλεί την επικαιρότητά της. Και το έκανε με τη δύναμη των εργαζόμενων ανθρώπων και όχι κάποιων αλάνθαστων υπερ-ηρώων. Για όσους/ες αντιπαλεύουν κάποια όψη της καπιταλιστικής καταπίεσης, θα παραμένει «η κλασική επανάσταση της ιστορίας». Μέχρι την επόμενη νικηφόρα επανάσταση.

 

 

Βιβλιογραφία

  • Τρότσκι Λ., «Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης», τόμος 2, εκδόσεις Αλλαγή
  • Κλιφ Τ., «Λένιν», τόμος 2, στο marxists.org/archive/cliff/works/1976/lenin2/
  • Κλιφ Τ., «Τρότσκι», τόμος 1, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2009 (1989)
  • Λένιν, συλλογή κειμένων 1917-1923 «Από τον Απρίλη στον Οκτώβρη», Σύγχρονη Εποχή, 1997
  • Μαντέλ Ντ., «Εργοστασιακές επιτροπές και εργατικός έλεγχος στην Πετρούπολη το 1917», Redmarks, 2017.
  • Ριντ Τζ., «Δέκα Μέρες που Συγκλόνισαν τον Κόσμο», Σύγχρονη Εποχή, 2005 (1919)
  • Haynes M., ISR (International Socialist Review), 106, Fall 2017, «Workers’ Democracy in Revolutionary Petrograd»(org/issue/106/workers-democracy-revolutionary-petrograd)
  • Liebman M., «Leninism under Lenin», Haymarket, 2016 (1973)
  • org/archive/lenin/works/

 

 

Σημείωσεις

  1. Βλ. ΚΟΚΚΙΝΟ Νο7, «Οι απόκρημνες γέφυρες προς τον Οκτώβρη»
  2. Στις δημοτικές εκλογές της Πετρούπολης (20/8) οι μπολσεβίκοι πήραν 33%, δεύτεροι πίσω από τους εσέρους (37%), από 20% που είχαν τον Ιούνη. Στις αντίστοιχες του Ιβάνοβο (27/8) κέρδισαν 60%. Στο Κίεβο, ενώ στις 26/7 είχαν καταρρεύσει στο 5%, έναν μήνα μετά, στη συνδιάσκεψη των εργοστασιακών επιτροπών οι προτάσεις τους έπαιρναν 77% των ψήφων. Στις συνοικιακές εκλογές της Μόσχας, οι μπολσεβίκοι πήραν απόλυτη πλειοψηφία με 198.000 στα τέλη Σεπτέμβρη, από 75.000 τον Ιούνη (12%).

Στη Φινλανδία τα Σοβιέτ αποφάσιζαν στις 2/9 υπέρ της εργατικής εξουσίας με συντριπτική πλειοψηφία μπολσεβίκων και αριστερών εσέρων. Στην ίδια χώρα, η Περιφερειακή Επιτροπή του Σοβιέτ, με πρόεδρο τον μπολσεβίκο Σμίλγκα, εγκαθιδρύοντας ντε φάκτο μια σοβιετική εξουσία και ελέγχοντας το στρατό, πήρε υπό την προστασία της τη φινλανδική Βουλή (Σέιμ) που η κυβέρνηση Κερένσκι είχε προηγουμένως απαγορεύσει (Κλιφ, «Λένιν», κεφ. 15, Liebman σ. 206, Τρότσκι σ.245, 250).

Μια άλλη επίδειξη δύναμης του κόμματος ήταν κι η οργάνωση της 24ωρης απεργίας που παρέλυσε τη Μόσχα στις 12/8, απονομιμοποιώντας τη Δημοκρατική Συνδιάσκεψη που είχε στήσει ο Κερένσκι. (ΚΟΚΚΙΝΟ Νο7 ο.π.).

  1. Μαντέλ σ. 60.
  2. Σε μια φιλελεύθερη μοσχοβίτικη εφημερίδα, ο γαιοκτήμονας Ροτζιάνκο, πρόεδρος της παλιάς τσαρικής Δούμας, σχολίαζε τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε η πρωτεύουσα από τους Γερμανούς: «Φοβούνται μήπως στην Πετρούπολη καταστραφούν οι κεντρικοί θεσμοί (σοβιέτ και άλλοι). Σ’ αυτό απαντώ πως θα’ μουν πολύ ευχαριστημένος αν όλοι αυτοί οι θεσμοί χαθούν γιατί δεν έχουν φέρει στη Ρωσία τίποτ’ άλλο από δεινά», (Τρότσκι σ. 360).
  3. Η Δημοκρατική Συνδιάσκεψη έγινε στη Μόσχα μεταξύ 14/9 και 22/9, όντας επιτηδευμένα μη αντιπροσωπευτικό σώμα, αυθαίρετα επιλεγμένο από την κυβέρνηση ώστε να υποεκπροσωπούνται τα λαϊκά στρώματα. Στους 1.500 συνέδρους, μόνο 230 ήταν από τα Σοβιέτ. (ΚΟΚΚΙΝΟ ο.π. και Λένιν σ. 350).
  4. Με την πλειοψηφία ήταν τότε στελέχη όπως οι Κάμενεφ, Ρίκοφ, Ριαζάνοφ, ενώ ο Στάλιν είχε στηρίξει την εισήγηση του Τρότσκι για μποϊκοτάζ. (Τρότσκι σ. 297).
  5. Στις 23/9 ο Λένιν έγραφε: «Ο Τρότσκι τάχθηκε υπέρ του μποϊκοτάζ. Μπράβο, σύντροφε Τρότσκι!… Πρέπει με κάθε κόστος να πασχίσουμε να λυθεί το θέμα του μποϊκοτάζ σε μια ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής και σε ένα έκτακτο συνέδριο του Κόμματος…. Πρέπει να τραβήξουμε τις μάζες στη συζήτηση. Οι ταξικά συνειδητοί εργάτες πρέπει να πάρουν το ζήτημα στα χέρια τους, να οργανώσουν τη συζήτηση και να ασκήσουν πίεση σε ‘‘εκείνους εκεί πάνω’’», (marxists.org/archive/lenin/works/1917/sep/22a.htm).
  6. Για παράδειγμα, ο Λομόφ ανέφερε στην ΚΕ στις 3/10 σχετικά με τη Μόσχα: «Οι μάζες απαιτούν κάποια συγκεκριμένα μέτρα. Παντού εμείς διατηρούμε στάση αναμονής». Για την ανησυχία του Λένιν, δες π.χ. την τοποθέτηση στην ΚΕ στις 10/10. «Η αποστασιοποίηση και η αδιαφορία από τη μεριά των μαζών οφείλεται στο ότι έχουν κουραστεί από τα λόγια και τα ψηφίσματα», (marxists.org/archive/lenin/works/1917/oct/10a.htm).
  7. 9. org/archive/lenin/works/1917/oct/10.htm.
  8. 29/9/17, Λένιν σ.180-187 και marxists.org/archive/lenin/works/1917/oct/20.htm.
  9. Λένιν σ. 245. Τελικά, η εξέγερση της Πετρούπολης θα είχε έξι νεκρούς, ενώ της Μόσχας πεντακόσιους, (Κλιφ, «Τρότσκι», σ. 325).
  10. Λένιν σ. 247 και σ. 251.
  11. Βλ. «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς να τη σταματήσουμε» 10/9, «Οι μπολσεβίκοι πρέπει να πάρουν την εξουσία» 10/9, «Ο μαρξισμός και η εξέγερση» 13/9, «Η κρίση ωρίμασε» 29/9, «Θα κρατήσουν άραγε οι μπολσεβίκοι την κρατική εξουσία;» 1/10, «Γράμμα προς ΚΕ, Επιτροπές Μόσχας και Πετρούπολης και τους μπολσεβίκους των Σοβιέτ Μόσχας και Πετρούπολης» 1/10, «Συμβουλές ενός που λείπει» 8/10, « Η Κρίση ωρίμασε», 29/9-20/10, στο Λένιν ο.π. Επίσης, οι εγγραφές από 8/9 ως 24/10 στο marxists.org/archive/lenin/works/date/1917.htm

Από 3/9 μέχρι 26/10 η «Πράβδα» έβγαινε ως «Ραμπότσι Πουτ» (Εργατικός Δρόμος).

  1. Λένιν σ. 189.
  2. Το ίδιο είχε γίνει σε άλλες δραματικές στιγμές του ’17. Τον Φλεβάρη τα βασικά στελέχη του μηχανισμού αρχικά θεωρούσαν πρόωρες τις διαδηλώσεις που έριξαν τον τσάρο. Αργότερα, δεν υιοθετούσαν ως σύνθημα τη συγκρότηση των Σοβιέτ και στήριζαν κριτικά την Προσωρινή Κυβέρνηση. Την ίδια στάση κρατούσαν μέχρι τον Απρίλη, αντικρούοντας το λενινιστικό «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» με τον «αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα της επανάστασης». Σημαίνοντα στελέχη (Κάμενεφ, Στάλιν, Ζινόβιεφ) υποστήριζαν διαδικασίες ενοποίησης με τους μενσεβίκους και τάσσονταν μέχρι και με την «εθνική άμυνα», θεωρώντας ότι αυτή υπερασπιζόταν πια μια νικηφόρα «δημοκρατική επανάσταση». Σε κάποιες περιοχές, όπως το Χάρκοβο, μπολσεβίκοι προχωρούσαν τότε έμπρακτα σε ένωση με μενσεβίκους (Τρότσκι σ. 427).
  3. Τρότσκι σ. 429.
  4. Κλιφ «Τρότσκι» σ. 318.
  5. Κλιφ. «Τρότσκι» σ. 330-1.
  6. Λένιν σ. 249.
  7. Για παράδειγμα, το άρθρο του Ζινόβιεφ στις 30/8 στην «Πράβδα», που διεύθυνε ο Στάλιν (Τρότσκι σ.428). Η απάντηση του Λένιν στις 3/9 στο marxists.org/archive/lenin/works/1917/sep/03.htm.
  8. Με 20 υπέρ, 2 κατά (Ζινόβιεφ, Κάμενεφ) και 3 αποχές (Τρότσκι σ. 441).
  9. Βλέπε επιστολές Λένιν 18-19/10/17 marxists.org/archive/lenin/works/1917/oct/18.htm, marxists.org/archive/lenin/works/1917/oct/19.htm
  10. Τρότσκι σ. 444.
  11. Για παράδειγμα, την περίοδο μετά την ήττα της πρώτης ρώσικης επανάστασης (1905), μεταξύ 1907-1910, υπήρχαν τρεις υπο-φράξιες εντός της μπολσεβίκικης φράξιας του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (η πλειοψηφία με τον Λένιν, οι συμφιλιωτές ενωτικοί με τον Ρίκοφ και οι υπεραριστεροί με τους Μπογκντάνοφ-Λουνατσάρσκι), ενώ υπήρχε ακόμη η ισχυρή φράξια των μενσεβίκων με άλλες τρεις υπο-φράξιες και η αδύναμη «αντιφραξιονιστική» ομάδα του Τρότσκι. Η εξέλιξή τους κρίθηκε στην εσωκομματική συζήτηση-πάλη και στη δουλειά που έκαναν μέσα στους εργαζόμενους.
  12. Τρότσκι σ. 435, σ. 559.

26 Αφού οι αριστεροί εσέροι αρνήθηκαν να συμμετέχουν σε μια κυβέρνηση με πλειοψηφία μπολσεβίκων, οι δεύτεροι αποφάσισαν να τη συγκροτήσουν μόνοι τους. Με αφορμή τη λογοκρισία του αστικού Τύπου και αιτία τη θέληση να περιληφθούν στην κυβέρνηση όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα (και όσα ήταν κατά της σοβιετικής εξουσίας), οι αριστεροί εσέροι αποχώρησαν από κάθε υπεύθυνο πόστο και στο Σοβιέτ. Τα στελέχη των μπολσεβίκων που αναφέραμε στο κείμενο, υποχώρησαν σε αυτήν την πίεση και δήλωσαν επίσης αποχώρηση από την ΚΕ και την κυβέρνηση. Τότε η ΚΕ ζήτησε από τα ενδιάμεσα κομματικά όργανα τη διαγραφή τους, εκτός αν οι υπόλογοι άλλαζαν άμεσα και έμπρακτα τη στάση τους (Ριντ σ. 382-5 καιmarxists.org/archive/lenin/works/1917/nov/03.htm).

  1. Τα περισσότερα ήταν μικτά, εργατών-αγροτών-στρατιωτών και περίπου το 5% αμιγώς εργατικά (βλ. Haynes).
  2. Βλ. marxists.org/archive/krupskaya/works/rol/rol22.htm, Ριντ σ. 54-55, socialistworker.org/2017/09/27/comrades-of-the-sea. Το «Διάταγμα Νο1» αφορούσε τις εξουσίες των στρατιωτικών επιτροπών εις βάρος των αξιωματικών στο μέτωπο. Τη σκηνή που οι φαντάροι περικυκλώνουν και υπαγορεύουν το κείμενο στον απρόθυμο μενσεβίκο, στο Leibman σ. 203.
  3. Όπως δείχνει ο Μαντέλ, ο εργατικός έλεγχος ξεκίνησε αρχικά στις κρατικές επιχειρήσεις και κυρίως σαν απλή εποπτεία και επέμβαση στα εργασιακά ζητήματα. Υπήρχε μεγάλη επιφύλαξη από τους εργάτες στην ανάληψη της διοίκησης μιας επιχείρησης, αφού ήταν κάτι που δεν το κατείχαν. Αλλά αναγκάστηκαν να φτάσουν ως εκεί από το εργοδοτικό σαμποτάζ: ενδεικτικό ότι μεταξύ Γενάρη ‘17 και Γενάρη ‘18, είχε χάσει τη δουλειά του το 20% των μεταλλεργατών στην Πετρούπολη. Ο ρόλος του κόμματος δεν περιγράφεται ως προωθητικός σε αυτό το θέμα.
  4. Η ήττα κατά την λεγόμενη επίθεση Κερένσκι στοίχισε τη ζωή σε 60.000 ως 150.000 Ρώσους στρατιώτες. (ΚΟΚΚΙΝΟ ο.π.).

Για τις απαιτήσεις των στρατιωτών, βλ. Τρότσκι σ. 253.

  1. Όπως έλεγε και ο μενσεβίκος Σουχάνοφ: «Για τις μάζες [οι μπολσεβίκοι] είχαν γίνει οι δικοί τους άνθρωποι, επειδή ήταν πάντα εκεί, πρωτοστατώντας στα μικρά όσο και στα πιο σοβαρά ζητήματα… Οι μάζες ζούσαν και ανέπνεαν μαζί με τους Μπολσεβίκους». (Κλιφ, «Τρότσκι» σ. 306)
  2. Μαντέλ, σ. 72.
  3. Τα μέλη αυξάνονται πάνω από 100.000 μεταξύ Ιούλη και Οκτώβρη, στις 350.000 περίπου (Liebman, σ. 158).
  4. Ο Σκρίπνικ έλεγε στην ΚΕ (16/10) ότι όσο οι μπολσεβίκοι συνδικαλιστές στη Μόσχα και τη Νάρβα αντιτάσσονταν στον εργατικό έλεγχο ως πρόωρο βήμα, τόσο κέρδιζαν σε επιρροή οι αναρχικοί (Μαντέλ, σ. 68).
  5. Liebman, σ. 205.
  6. Ο βασικός ρόλος της τάξης ίσως φαίνεται και από ένα αρνητικό παράδειγμα της ιστορίας των μπολσεβίκων. Όταν μεταξύ 1907 και 1910, μετά την ήττα του 1905, η τάξη ήταν αδρανοποιημένη και το κόμμα περνούσε διαλυτική κρίση, η πολιτική γραμμή του Λένιν, πάντα διαφορετική από αυτή των μενσεβίκων, δυσκολευόταν να διαχωριστεί στην πράξη (όπως έγινε με τη διάσπαση του 1912) όσο κι αν αυτός το ήθελε.
  7. Οι μπολσεβίκοι (με δική τους ή όχι ευθύνη) δεν είχαν καταφέρει να περιλάβουν μεγάλα κομμάτια της σοσιαλδημοκρατίας στις επαρχίες της Αυτοκρατορίας τα προηγούμενα χρόνια. Ως συνέπεια, οι επαναστάσεις στις εθνότητες δεν καθοδηγήθηκαν επιτυχημένα το ‘17, ενώ ο μεγαλορώσικος εθνικισμός φάνηκε να επηρεάζει πολλά στελέχη τους μετά το ‘17. (βλ. E. Blanc, «Anti-imperial Marxism», ISR 100 και D. Crouch «The seeds of national liberation», marxists.org/history/etol/newspape/isj2/2002/isj2-094/crouch.htm).
  8. Κλιφ, «Τρότσκι» σ. 350-351, Τρότσκι σ. 544-545.
  9. 39. marxists.org/archive/lenin/works/1917/oct/16.htm
  10. Στην ιστορική συνεδρίαση της 9/9, 519 καταψήφισαν την φιλοκυβερνητική πρόταση του προεδρείου, 414 υπερψήφισαν και 67 απείχαν (Τρότσκι σ. 264). Στις 23/9 το Σοβιέτ εξέλεξε νέα Εκτελεστική Επιτροπή με 13 μπολσεβίκους, 6 εσέρους και 3 μενσεβίκους (Τρότσκι, σ. 301-2).
  11. Τρότσκι, σ. 375.
  12. Που όλοι όμως είναι πια αριστεροί εσέροι. Οι μενσεβίκοι πήραν 44 ψήφους (Τρότσκι σ. 377).
  13. Μαντέλ σ. 70.
  14. Τρότσκι σ. 257.
  15. marxists.org/history/ussr/events/timeline/1917.htm
  16. Τρότσκι σ. 377.
  17. Κλιφ, «Τρότσκι» σ. 333.
  18. Τρότσκι σ. 383.
  19. Τρότσκι σ. 464.
  20. Στο επετειακό άρθρο της «Πράβδα», 6/11/1918, ο Στάλιν ανέφερε για τον Οκτώβρη: «Όλο το έργο της πρακτικής οργάνωσης της εξέγερσης έλαβε χώρα κάτω από την άμεση διεύθυνση του προέδρου του Σοβιέτ της Πετρούπολης, του Συντρόφου Τρότσκι. Μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι το γρήγορο πέρασμα της φρουράς στην πλευρά του Σοβιέτ και η επιδέξια οργάνωση του έργου της ΕΣΕ οφείλονται πρώτα και κύρια στον Σύντροφο Τρότσκι. Οι Σύντροφοι Αντόνοφ και Ποντβόισκι ήταν οι κύριοι βοηθοί του Συντρόφου Τρότσκι». (marxists.org/reference/archive/stalin/works/1918/11/06.htm). Εξάλλου, πρωταγωνιστικό ρόλο αναγνωρίζει στον Τρότσκι και ο Σουχάνοφ (Κλιφ, «Τρότσκι», σ. 340).
  21. Το Ινστιτούτο Σμόλνι, που είχε γίνει η έδρα του Σοβιέτ.
  22. Τρότσκι σ. 404.
  23. Κλιφ, «Τρότσκι» σ. 344-5.
  24. Κλιφ, «Τρότσκι» σ. 341.
  25. Κλιφ, «Τρότσκι» σ.347.
  26. Κατά τον Slusser R. («On the question of Stalin’s role in the bolshevik revolution», Canadian Slavonic Papers, 1977) ο Στάλιν δεν πήγε στην ΚΕ της 24/10 και δεν συμμετείχε στο σχεδιασμό της ΕΣΕ που διεύθυνε ο Τρότσκι, επειδή είχε εξοργιστεί με την επίθεση που του είχε κάνει ο τελευταίος στην ΚΕ της 20/10, κατηγορώντας τον για «κρυφό υποστηρικτή του απεργοσπάστη Ζινόβιεφ». Έτσι κατέληξε να μην έχει ρόλο στην εξέγερση.
  27. Τρότσκι σ. 497.
  28. Για τη προσέγγιση αναρχικών και μπολσεβίκων μετά τον Οκτώβρη: Liebman σ. 197. Για τους νεκρούς: Κλιφ, «Τρότσκι» σ. 352.
  29. Τρότσκι σ. 500.
  30. marxists.org/archive/lenin/works/1917/oct/25.htm
  31. Τρότσκι σ. 507.
  32. Στις 2:15 τη νύχτα 25 προς 26 Οκτώβρη, με μια αναίμακτη έφοδο ναυτών και ερυθροφρουρών, ενώ πολλοί από τους 1.500 υπερασπιστές του Ανακτόρου το είχαν ήδη εγκαταλείψει.
  33. Ριντ σ. 166, Τρότσκι σ. 500, 504.
  34. Το 60% των συνέδρων των εσέρων ήταν αριστεροί και διαχωρίστηκαν με κέντρο ότι δεν ήθελαν να αποχωρήσουν από το Συνέδριο.
  35. Λένιν σ. 359-60 και Τρότσκι σ. 562.
  36. Εκτός από τον Κερένσκι, που είχε διαφύγει με συνοδεία αυτοκινήτου της αμερικάνικης πρεσβείας.
  37. Ριντ σ. 177.
  38. Τρότσκι, σ. 587. Το Β’ Συνέδριο, όπως και το Α’, ήταν των Εργατών και των Στρατιωτών Αντιπροσώπων. Οι αγρότες ήταν λίγοι, αλλά τους έδωσαν δικαίωμα ψήφου.
  39. Κατά τον Σουχάνοφ (Τρότσκι σ. 595).
  40. Με 62 μπολσεβίκους, 29 αριστερούς εσέρους και 10 μενσεβίκους και δεξιούς εσέρους (marxists.org/glossary/orgs/a/l.htm#arcec)
  41. 71. org/history/ussr/events/timeline/1917.htm
  42. Διάταγμα 21/11/17, marxists.org/archive/lenin/works/1917/nov/19.htm
  43. Νομοσχέδιο 27/10 που ψηφίστηκε στις 14/11/17, (Λένιν σ. 280, 363).
  44. Η διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Εθνοτήτων εκδίδεται από τη σοβιετική κυβέρνηση στις 2/11/17, δεχόμενη ως και την απόσχιση. Οι πρώτες χώρες που ανεξαρτητοποιήθηκαν ήταν οι Φινλανδία, Ουκρανία, Πολωνία, Λετονία, Μολδαβία. Από το 1917 έως το 1923 εντός της Ρωσικής Ομοσπονδίας ανακηρύχτηκαν 17 αυτόνομες δημοκρατίες ή περιοχές. Ως αντίδοτο στην καταπίεση του μεγαλορώσικου εθνικισμού, οι μπολσεβίκοι έφτασαν να ενισχύουν συστηματικά την ανάδειξη ακόμη και αδύναμων ως τότε εθνικών ταυτοτήτων, (marxists.org/history/ussr/government/1917/11/02.htm).

75 «Ο Κόκκινος Στρατός ήταν το πιο δύσκολο πρόβλημα», Λένιν σ. 277, 299.

  1. Απόρροια του σαμποτάζ ήταν ότι μεταξύ Γενάρη 1917 και Μάη 1918 το εργατικό δυναμικό στη βιομηχανία είχε πέσει κατά 65%, με το μεγαλύτερο κομμάτι της μείωσης τους μήνες μετά τον Οκτώβρη (Μαντέλ σ. 76, 86).
  2. Ως και οι στενογράφοι του Β’ Συνεδρίου των Σοβιέτ το είχαν εγκαταλείψει μαζί με τους δεξιούς και έτσι δεν έχουν κρατηθεί πρακτικά.
  3. Δες και Ριντ σ. 369 και τον λόγο του Λένιν στην επέτειο του 1918 (Λένιν σ. 292-5).
  4. Οι Καντέ έγραφαν στην εφημερίδα τους στις 17 Σεπτέμβρη: «[Οι Μπολσεβίκοι] είναι δειλοί που νιώθουν… την αγραμματοσύνη τους και τον εφήμερο χαρακτήρα των επιτυχιών τους… δεν επιδιώκουν να πάρουν πραγματικά την εξουσία… σε κάθε περίπτωση, είναι ανίκανοι για δημιουργική δουλειά», (Λένιν σ. 195-6). Το ίδιο επαναλάμβαναν και οι δεξιοί σοσιαλιστές.
  5. «…έχουμε ήδη έναν ‘‘κρατικό μηχανισμό’’ από ένα εκατομμύριο ανθρώπους [τους φίλους του Κόμματος] …έχουμε ένα θαυμάσιο μέσο για να δεκαπλασιάσουμε τον κρατικό μας μηχανισμό… είναι η προσέλκυση των εργαζομένων, της φτωχολογιάς στην καθημερινή διακυβέρνηση του κράτους… ξέρουμε πως κανένας ανειδίκευτος, καμιά μαγείρισσα δεν είναι σε θέση να αναλάβουν αμέσως τη διακυβέρνηση… οι συνειδητοί εργάτες πρέπει να διδάξουν την κρατική διακυβέρνηση… στη φτωχολογιά…» (1/10/17, Λένιν σ. 217-219).

 




Οι κυβερνήσεις μπροστάρηδες στις καθυστερήσεις των πληρωμών των εργαζομένων στο Ίδρυμα Νεολαίας και Δια Βίου Μάθησης

 Πριν λίγες μέρες συμπληρώνεται ένας ολόκληρος χρόνος που ξεκίνησε το εξάμηνο 2018Β στα Δημόσια ΙΕΚ σε όλη την Ελλάδα. Μετά από έναν ολόκληρο χρόνο οι εκπαιδευτές των Δ.ΙΕΚ (μη πιστοποιημένοι) δεν έχουν πληρωθεί ακόμα για καμία από τις διδακτικές ώρες που εργάστηκαν ενώ οι πιστοποιημένοι πληρώθηκαν με πρωτοφανείς καθυστερήσεις και πολλούς μήνες καθυστέρησης.

Το Ίδρυμα Νεολαίας και Δια Βίου Μάθησης που είναι ο διαχειριστής του θεσμού των Δημοσίων ΙΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων και της μισθοδοσίας, θεώρησε απαραίτητο να καθησυχάσει τους απλήρωτους εκπαιδευτές με την παρακάτω ανακοίνωση στις 25 Σεπτεμβρίου του 2019, στο τέλος της χρονιάς και προ των πυλών της επόμενης, δηλαδή σχεδόν ένα χρόνο μετά την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους. Η ανακοίνωση μας λέει συνοπτικά ότι δεν υπήρχαν τα χρήματα για όλους τους εκπαιδευτές εξ αρχής αλλά το ΙΝΕΔΙΒΙΜ έκανε συμβάσεις με τους εκπαιδευτές τις οποίες δεν τήρησε. Το ΕΝΕΔΙΒΙΜ αντιμετωπίζει τους εκπαιδευτές με άνισους όρους και συνθήκες που δημιούργησε το ίδιο καθώς οι μη πιστοποιημένοι εκπαιδευτές είναι οι τελευταίοι που πληρώνονται οπότε με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται διακρίσεις μεταξύ των εργαζομένων και ρήξεις ενδεχομένως εφόσον οι μη πιστοποιημένοι μεταχειρίζονται ως εκπαιδευτές δεύτερης κατηγορίας προσφέροντας το ίδιο έργο με τους πιστοποιημένους.

Αυτή η αυθαιρεσία της κρατικής εργοδοσίας προς την εργατική τάξη των εκπαιδευτών είναι καιρός και πρέπει να σταματήσει άμεσα!

Όταν το ΙΝΕΔΙΒΙΜ απασχολεί εργατικό δυναμικό πρέπει να τους πληρώνει άμεσα χωρίς μέρα καθυστέρηση, πρέπει να τηρούνται οι συμβάσεις εργασίες και να μην διασπάται η εκπαιδευτική δύναμη σε πιστοποιημένους και μη, γιατί όλοι και όλες για να προσφέρουν διδακτικό έργο έχουν προσληφθεί!

Παραθέτουμε την ανακοίνωση του ΙΝΕΔΙΒΙΜ:

Ανακοίνωση ΙΝΕΔΙΒΙΜ σχετικά με τις πληρωμές των εκπαιδευτών ΔΙΕΚ

Σχετικά με τις πληρωμές των εκπαιδευτών των ΔΙΕΚ, το Ι.ΝΕ.ΔΙ.ΒΙ.Μ. ενημερώνει ότι:

Μετά από συντονισμένες προσπάθειες εξασφαλίστηκε η απαραίτητη πρόσθετη χρηματοδότηση για την πληρωμή των εκπαιδευτών των ΔΙΕΚ.

Έως το τέλος Οκτωβρίου 2019 θα έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες αποπληρωμής για τους μη πιστοποιημένους εκπαιδευτές του εξαμήνου 2018Β και για το σύνολο των πιστοποιημένων εκπαιδευτών του εξαμήνου 2019Α.

Το Ι.ΝΕ.ΔΙ.ΒΙ.Μ. καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, ώστε να ολοκληρωθεί άμεσα το σύνολο των αποπληρωμών και στο εξής να ομαλοποιηθεί η καταβολή των πληρωμών για όλους τους εκπαιδευτές των ΔΙΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό το Ι.ΝΕ.ΔΙ.ΒΙ.Μ. θα ενημερώσει άμεσα με νεότερη ανακοίνωση για τα επόμενα στάδια.




Προκήρυξη ΑΡΑΓέΣ για τις Εκλογές του ΤΕΕ

Συνάδελφε/ισσα
Στις 3 Νοεμβρίου οι μηχανικοί καλούνται να ψηφίσουν για την εκλογή των οργάνων διοίκησης του ΤΕΕ. Μια διαδικασία που φαίνεται να ενδιαφέρει ολοένα και λιγότερους συναδέλφους, και ειδικά τους νεότερους. Γεγονός όχι περίεργο, μια και η δράση του ΤΕΕ εδώ και χρόνια αντί να υπερασπίζεται έστω και μερικά τα δικαιώματα των μηχανικών που ζουν από τη δουλειά τους, στρέφεται ανοικτά εναντίον τους.
Έχουμε περάσει 10 χρόνια όπου με πρωτοβουλία όλων των μνημονικών κυβερνήσεων αλλά και την συνδρομή του ΤΕΕ είδαμε την ζωή και την δουλειά μας να συνθλίβεται. Αναδουλειά ή αμοιβές-χαρτζιλίκι για τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, αυθαιρεσία και απολύσεις στους ιδιωτικούς υπαλλήλους, υποστελέχωση, ποινικές ευθύνες και μείωση αποδοχών στους δημόσιους, καθυστερήσεις και μειώσεις συντάξεων στους συνταξιούχους, φοροεπιδρομή και ασφαλιστικά χαράτσια για όλους. Μέσα σε όλα αυτά η πρόταση των κυβερνήσεων ήταν να γίνουμε διεκπεραιωτές – εισπράκτορες στις  πολιτικές τους, με μηδενική μέριμνα για την επιστημονική διάσταση των ζητημάτων, και τον κοινωνικό τους ρόλο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα «αυθαίρετα», τις τακτοποιήσεις, τα «εξοικονομώ» κοκ.
Σαν να μην έφταναν όμως τα παραπάνω οι ίδιοι πρωταγωνιστές προώθησαν την διάλυση και του επαγγέλματος με τις πιστοποιήσεις για να μπορέσουν να παγιώσουν την πολιτική τους στο διηνεκές. Το ΠΔ99, τα φίλτρα, τις ανεξέλεγκτες «πανεπιστημιοποιήσεις», τα Μητρώα ελεγχόμενης πρόσβασης που δυσκολεύουν την άσκηση επαγγέλματος και προετοιμάζουν την εκχώρηση του αποκλειστικά σε εταιρίες συμβούλων.

Συνάδελφε/ισσα
Αν το ΤΕΕ συνέβαλε στα παραπάνω, αυτό οφείλεται καθοριστικά στο ότι οι κυβερνητικές και οι δήθεν ανεξάρτητες παρατάξεις που δραστηριοποιούνται είτε για κομματικούς – είτε για «επαγγελματικούς» λόγους κυριαρχούν. Οι παρατάξεις αυτές δεν θέλουν εξάλλου την μεγάλη συμμετοχή των μηχανικών αφού μέσω των κομματικών ή επαγγελματικών συναλλαγών καταφέρνουν να έχουν τις θέσεις και τις πλειοψηφίες που χρειάζονται.
Αν όμως κάποιος διερωτάται τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί; Τι άλλο μπορεί να κάνουν; Αφού αυτά περάσανε ποιο το νόημα να ασχοληθείς με το ΤΕΕ; Κυβέρνηση και Πλειοψηφία του ΤΕΕ έχουν την απάντηση. Το «Αναπτυξιακό» νομοσχέδιο της κυβέρνησης, οι δηλώσεις της Υπ. Παιδείας, οι δηλώσεις για νέο Ασφαλιστικό και τόσα άλλα (ΣΔΙΤ, ΔΕΗ, Ελληνικό) δεν αφήνουν απορίες. Σε όλα αυτά βέβαια, οι κατά τα άλλα λαλίστατες κυρίαρχες παρατάξεις κινούνται μεταξύ σιωπής και δημιουργικής κριτικής.
Η σιωπή αυτή δεν αφορά μόνο τα μέτρα της κυβέρνησης, είναι και στάση συνενοχής και για τον ρόλο που επιφυλάσσεται στο ΤΕΕ στα πλαίσια της ιδιωτικοποίησης αδειών, ελέγχων, μητρώων αλλά και της ρύθμισης των επαγγελματικών δικαιωμάτων των μηχανικών.

Συνάδελφε/ισσα
Όσοι ζούμε από τη δουλειά μας και όχι από τα γνωστά κυκλώματα που λυμαίνονται τον τόπο και τον κλάδο μας, πρέπει να ορθώσουμε ανάστημα. Να αντισταθούμε στη γενικευμένη απαξίωση και να αγωνιστούμε «εντός, εκτός και εναντίον του ΤΕΕ». Δεν υπάρχει τέρμα στην κατηφόρα, αν δεν το βάλουμε εμείς– η αντίσταση δεν είναι μάταιη. Τα όσα εξάλλου μας ετοιμάζουν δεν είναι τίποτε περισσότερο από τα όσα δεν μπόρεσαν να περάσουν μέχρι ώρας λόγω των αγώνων που έγιναν μέχρι σήμερα.
Η ΑΡ.ΑΓ.Ε.Σ. είναι μια μετωπική αριστερή παράταξη με συνεχή παρουσία σε όλους τους αγώνες των μηχανικών και του λαού μας. Στα σωματεία, στις κινητοποιήσεις για το ασφαλιστικό, στις κινήσεις υπεράσπισης του περιβάλλοντος, στους μεγάλους αντιμνημονιακούς αγώνες αλλά και στα όργανα του ΤΕΕ. Πάντα μαζί και δίπλα στους συναδέλφους. Επιδιώκουμε την μέγιστη δυνατή συστράτευση με αγωνιστές και δυνάμεις της Αριστεράς και των κινημάτων. Χρόνια τώρα έχουμε αποδείξει ότι και μπορεί και έχει σημασία να υπάρχει αντιπολιτευτική φωνή απέναντι στις πολιτικές που υπηρετούν τα συμφέροντα του πλούτου και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος και της ζωή μας – απέναντι στο συνεχές του ΤΕΕ και των κυβερνήσεων.

Συνάδελφε/ισσα
Σε καλούμε να δυναμώσεις τη φωνή αντιπολίτευσης εντός ΤΕΕ, να στηρίξεις του αγώνες εκτός ΤΕΕ, αυτό είναι για εμάς η ψήφος στην ΑΡΑΓΕΣ.




Η Συρία, οι πρόσφυγες και η αλληλεγγύη

της Leila Al Shami

«κανείς δεν θα φύγει από το σπίτι παρά μόνο αν
το σπίτι είναι το στόμα ενός καρχαρία»
Warsan Shire «Home»*

Το πέρασμα της Μεσογείου είναι γεμάτο κινδύνους. Στην διάρκεια του 2018, περίπου 2.277 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους1 στην προσπάθειά τους να μπουν στην Ευρώπη. Ήταν μεταξύ των 141.500 προσφύγων και μεταναστών που έφτασαν στις ευρωπαϊκές ακτές μέσω της μεσογειακής διαδρομής εκείνη την χρονιά. Περίπου 10.400 από αυτούς τους μετανάστες ήταν Σύριοι που έφτασαν στην Ιταλία, την Ελλάδα, την Ισπανία και την Κύπρο.

Όσοι επιβίωσαν στο ταξίδι είχαν μια ανάμεικτη υποδοχή. Από την μια πλευρά, η εισροή προσφύγων και μεταναστών στην Ευρώπη (και σε άλλες χώρες σε ολόκληρο τον πλανήτη) πρόσφερε έναν αποδιοπομπαίο τράγο για όσους βρίσκονται στην εξουσία για να κατηγορήσουν για τα προβλήματα των χωρών τους και συνεπώς συνέβαλε σε ένα κλίμα αυξανόμενης ξενοφοβίας και εθνικιστικού αισθήματος. Από την άλλη, υπήρξε μια έκρηξη αλληλεγγύης σε επίπεδο βάσης, από την οργάνωση πρακτικής υποστήριξης στις κοινότητες υποδοχής, σε διαδηλώσεις που δηλώνουν «οι πρόσφυγες είναι καλοδεχούμενοι». Αν και αυτές οι προσπάθειες είναι ζωτικής σημασίας και πρέπει να οικοδομηθούν, υπάρχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα όταν η αλληλεγγύη ξεκινά μόνο στα σύνορα της Ευρώπης και δεν εξετάζει τους λόγους για τους οποίους οι αιτούντες άσυλο έρχονται.

Από το 2011, όταν το συριακό κράτος ξεκίνησε τον πόλεμό του ενάντια σε μια εξέγερση υπέρ της δημοκρατίας, πάνω από τον μισό πληθυσμό έχει εκδιωχθεί από τα σπίτια του. Ενώ και οι εξτρεμιστές και οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης έχουν προκαλέσει εκτοπισμούς, η κύρια αιτία είναι η βία του κράτους και των ξένων υποστηρικτών του. Οι ενέργειές τους περιλαμβάνουν τον αδιάκοπο εναέριο βομβαρδισμό των πληθυσμιακών κέντρων και τις μαζικές συλλήψεις αντιφρονούντων. Πολλές αναφορές αναφέρουν τον αριθμό του μισού εκατομμυρίου που σκοτώθηκε (ένας αριθμός που αναφέρεται στην κατάσταση όπως ήταν πριν δύο χρόνια). Η χώρα κείται σε ερείπια, με το 27% των κατοικιών και τα δύο τρίτα των εκπαιδευτικών και ιατρικών εγκαταστάσεων να έχουν υποστεί ζημιές ή να έχουν καταστραφεί2. Η κατάρρευση των δημόσιων υπηρεσιών και η καταστροφή της οικονομίας και των μέσων διαβίωσης, που έφερε το 80% του πληθυσμού σε συνθήκες φτώχειας, αποτελούν περαιτέρω παράγοντες εκτοπισμού.

Παρά την αυξανόμενη παγκόσμια συναίνεση ότι ο πόλεμος τελειώνει, οι Σύριοι εξακολουθούν να φεύγουν από την χώρα για να σώσουν τη ζωή τους. Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι μεταξύ του τέλους Απριλίου και του Αυγούστου του τρέχοντος έτους, περισσότεροι από 570.000 εκτοπίστηκαν από τους βομβαρδισμούς του καθεστώτος και της Ρωσίας στη βορειοδυτική Συρία. Πολλοί από αυτούς είναι πιθανό να έχουν ήδη εκτοπιστεί πολλές φορές. Οι περισσότεροι παραμένουν παγιδευμένοι στην επαρχία Ιντλίμπ, κοιμούνται έξω, κάτω από τα δέντρα, καθώς δεν υπάρχει πλέον χώρος στα στρατόπεδα. Άλλοι συγκεντρώνονται στα κλειστά συριακο-τουρκικά σύνορα, όπου οι συνοριοφύλακες πυροβολούν τακτικά και σκοτώνουν εκείνους που προσπαθούν να περάσουν.

Ακτιβιστές διοργάνωσαν σε μεγάλο βαθμό συμβολικές διαμαρτυρίες, δηλώνοντας ότι οι Σύριοι θα περνούσαν με την βία τα σύνορα και θα έφευγαν στην Ευρώπη και στις 30 Αυγούστου εκατοντάδες κατάφεραν να περάσουν. Ελπίζουν ότι η απειλή χιλιάδων σκούρων σωμάτων που φθάνουν στις ευρωπαϊκές ακτές θα ωθήσει τη διεθνή κοινότητα σε δράση για να σταματήσει η συνεχιζόμενη σφαγή, κάτι που οι καθημερινές εικόνες των παιδιών που παγιδεύτηκαν κάτω από τα ερείπια των κατεστραμμένων σπιτιών τους και οι ήχοι των τρομοκρατημένων κραυγών των γονιών τους δεν κατάφεραν να επιτύχουν.

Παρά τη συζήτηση για την «κρίση των προσφύγων», μόνο το 11,6% του παγκόσμιου συριακού προσφυγικού πληθυσμού έχει φτάσει στην Ευρώπη. Οι περισσότεροι παραμένουν στην περιοχή, αρχικά καλωσορίστηκαν στις γειτονικές χώρες, αλλά τώρα αντιμετωπίζονται όλο και περισσότερο ως πρόβλημα. Στην Τουρκία, η οποία φιλοξενεί πάνω από 3,6 εκατομμύρια Σύριους πρόσφυγες, τους περισσότερους από οποιαδήποτε άλλη χώρα, η υποκίνηση μίσους ενάντια στους πρόσφυγες αποτέλεσε βασικό μέρος των πρόσφατων εκλογικών εκστρατειών3. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι εκστρατείες παραπληροφόρησης εξαπλώνουν το μίσος και τη διαίρεση, προκαλώντας αντισυριακές διαμαρτυρίες και επιθέσεις σε επιχειρήσεις που ανήκουν σε Σύριους. Τον Ιούλιο χιλιάδες καταγεγραμμένοι και μη καταγεγραμμένοι Σύριοι πρόσφυγες, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, τέθηκαν σε περιορισμό σε όλη τη χώρα, κυρίως στην Ισταμπούλ, πιέστηκαν να υπογράψουν «εθελοντικά» έντυπα επαναπατρισμού και απελάθηκαν στη βόρεια Συρία.

Η εχθρότητα αυξάνεται επίσης στο Λίβανο, όπου το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας είναι πρόσφυγες – οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται σε επισφαλή κατάσταση χωρίς νόμιμη κατοικία. Ένα πρόσφατο κυβερνητικό διάταγμα δίνει προτεραιότητα στην απασχόληση των Λιβανέζων εργατών έναντι των αλλοδαπών, και υπάρχουν αναφορές για Σύριους που απολύονται από την εργασία τους. Υπάρχει αυξανόμενη ρατσιστική υποκίνηση με κορυφαίους πολιτικούς που παρουσιάζουν τους πρόσφυγες ως υπαρξιακή απειλή για τη σταθερότητα και την ευημερία του Λιβάνου και να ζητούν την επιστροφή τους στη Συρία, υποστηρίζοντας ότι η χώρα είναι πλέον «ασφαλής». Τα στρατόπεδα προσφύγων έχουν υποστεί επιδρομές και εξώσεις. Περισσότεροι από 5.600 δομές που στεγάζουν Σύριους πρόσφυγες καταστράφηκαν στο Αρσάλ από τον στρατό τον Ιούνιο4. Αυτά τα εχθρικά μέτρα έχουν σχεδιαστεί για να εξαναγκάσουν τους Σύριους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Και στον Λίβανο, οι «εθελοντικές» μορφές επαναπατρισμού5 χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο καταναγκαστικής απέλασης.

Η ιδέα ότι ο πόλεμος πλησιάζει στο τέλος και η Συρία είναι πλέον «ασφαλής» για την επιστροφή των προσφύγων κερδίζει σε δημοτικότητα μεταξύ εκείνων των οποίων η συμπάθεια για τη συνεχιζόμενη ταλαιπωρία των Σύριων εξασθενεί. Ένας από τους κύριους υποστηρικτές αυτής της αφήγησης είναι το ίδιο το καθεστώς. Τον Σεπτέμβριο του 2018, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ουαλίντ Αλ Μουάλεμ ανέφερε στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών6 ότι ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας έχει σχεδόν τελειώσει», η Συρία «έχει γίνει πιο ασφαλής και σταθερή» και ότι «οι πόρτες είναι ανοιχτές για όλους τους Σύριους στο εξωτερικό να επιστρέψουν οικειοθελώς και με ασφάλεια». Χρησιμοποιεί το ζήτημα της επιστροφής των προσφύγων ως μοχλό με το οποίο ελπίζει να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για την ανασυγκρότηση, χρήματα τα οποία η Human Rights Watch προειδοποιεί7 ότι θα λεηλατηθούν από το καθεστώς και θα χρησιμοποιηθούν για να «χρηματοδοτήσουν τις φρικαλεότητες του, να προωθήσουν τα δικά του συμφέροντα, να τιμωρήσει εκείνους που αντιλαμβάνεται ως αντιπάλους και να επιβραβεύσει όσους είναι πιστοί σ’ αυτό». Οι ακροδεξιές ομάδες στην Ευρώπη στηρίζουν επίσης την αφήγηση μιας ασφαλούς, μεταπολεμικής επιστροφής. Μετά από επισκέψεις στη Δαμασκό, γερμανοί πολιτικοί από την AfD και ακτιβιστές από την Generation Identity ζήτησαν τον επαναπατρισμό των Σύριων προσφύγων.

Πρέπει να υπάρξει αντίσταση σε αυτές τις εκκλήσεις για επιστροφή. Ενώ οι Σύριοι επιστρέφουν στην πατρίδα τους, λόγω της επισφάλειας και της εχθρότητας που αντιμετωπίζουν στις χώρες υποδοχής, υπάρχουν αναφορές επαναπατρισμένων που συνελήφθησαν από τις δυνάμεις ασφαλείας κατά την άφιξη. Το Συριακό Δίκτυο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα αναφέρει ότι από τις αρχές του 2014 έως τον Αύγουστο του 2019 συνελήφθησαν 1.916 πρόσφυγες κατά την επιστροφή τους στη Συρία, συμπεριλαμβανομένων 219 παιδιών. Όλοι κρατήθηκαν από το καθεστώς. Από αυτούς, 638 έχουν εξαφανιστεί βίαια και 15 έχουν πεθάνει από τότε με βασανιστήρια8. Μια θερμή σύγκρουση εξακολουθεί να εξελίσσεται σε διάφορα μέρη της χώρας και ακόμη και οι περιοχές που είναι πλέον απαλλαγμένες από τον καθημερινό βομβαρδισμό απέχουν πολύ από το να είναι «ασφαλείς και σταθερές».

Η Συριακή Ένωση για την Αξιοπρέπεια των Πολιτών εξέτασε την κατάσταση σε περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της αντιπολίτευσης, οι οποίες επέστρεψαν στον έλεγχο του καθεστώτος μετά από αδιάκριτες βομβιστικές επιθέσεις και πολεμικές πολιορκίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις συμφωνήθηκαν «συμφωνίες συμφιλίωσης» υπό την αιγίδα της Ρωσίας, στις οποίες τα μέλη της αντιπολίτευσης εξασφάλισαν την προστασία των δικαιωμάτων τους, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας από διώξεις και αναγκαστική στρατολόγηση στις δυνάμεις του καθεστώτος για τουλάχιστον έξι μήνες.

Αυτές οι εγγυήσεις δεν έχουν γίνει σεβαστές. Πολλοί νέοι έχουν στρατευθεί βίαια σε καθεστωτικές πολιτοφυλακές και χρησιμοποιούνται σαν κρέας για τα κανόνια στις πρώτες γραμμές. Αναγκάζονται να πολεμήσουν εναντίον πρώην συντρόφων. Τον Μάιο, δεκάδες νέοι από τη Ντάραα, την Βόρεια Χάμα και την επαρχία της Δαμασκού, πρώην μαχητές της αντιπολίτευσης, έχασαν τη ζωή τους στην πρώτη γραμμή της Χάμα, προκαλώντας τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις στην Ντάραα από το 20119. Όσοι αρνήθηκαν να πολεμήσουν υπέρ του καθεστώτος συνελήφθησαν, εξαφανίστηκαν ή σκοτώθηκαν από τις υπηρεσίες ασφαλείας. Πρώην μέλη της ένοπλης και πολιτικής αντιπολίτευσης και οι οικογένειές τους, οι ακτιβιστές των μέσων μαζικής ενημέρωσης και οι εργαζόμενοι στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας, αποτελούν τους κύριους στόχους10.

Ενώ η επίσημη θέση της ΕΕ είναι ότι η Συρία παραμένει ανασφαλής για την επιστροφή των προσφύγων, το κλίμα για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες είναι όλο και πιο εχθρικό. Τα κράτη της ΕΕ έχουν εφαρμόσει αυστηρότερους ελέγχους στα σύνορα και συστήματα ποσοστώσεων για τις αφίξεις, σταμάτησαν τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης στη θάλασσα και έχουν ποινικοποιήσει την αλληλεγγύη. Οι άκροδεξιές ομάδες δυναμώνουν, καθώς οι πρόσφυγες και οι μετανάστες δαιμονοποιούνται ότι αποτελούν μια υπαρξιακή απειλή για τους (λευκούς) Ευρωπαίους. Είναι ζωτικής σημασίας οι άνθρωποι να συνεχίσουν να αντιστέκονται σε αυτά τα μέτρα και σε όσους φεύγουν για να γλυτώσουν τον πόλεμο, τις διώξεις και τη φτώχεια, να τους δίνεται ασφαλές καταφύγιο και υποστήριξη για να ξανακτίσουν τη ζωή τους εκεί που φτάνουν. Εάν ο σχετικά μικρός αριθμός προσφύγων μπορεί να χρησιμοποιηθεί σήμερα ως δικαιολογία για τον περιορισμό της ελευθερίας κίνησης, την οικοδόμηση τειχών και αδιαπέραστων συνόρων, την αύξηση των εξουσιών του κράτους ασφαλείας και την υποκίνηση των διαιρέσεων με βάση τη φυλή, τη θρησκεία ή την εθνική προέλευση, τι θα έλθει αύριο όταν οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και της οικολογικής κατάρρευσης προκαλέσουν τεράστιες μετακινήσεις ανθρώπων ανά τον κόσμο;

Η αλληλεγγύη πρέπει να αντιμετωπίσει τις ρίζες του προβλήματος. Πρέπει να ασκηθεί αυξημένη πίεση στο καθεστώς προκειμένου να τερματιστεί η συστηματική καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της αυθαίρετης κράτησης και του συνεχιζόμενου βομβαρδισμού των πληθυσμιακών κέντρων και των πολιτικών υποδομών. Όλοι όσοι έχουν διαπράξει εγκλήματα πολέμου πρέπει να λογοδοτήσουν. Οι εκκλήσεις για επαναπατρισμό των προσφύγων πρέπει να αποκρουστούν, εκτός εάν είναι εθελοντικός, ασφαλής και αξιοπρεπής και παρακολουθείται από ανεξάρτητους φορείς. Μια καλή αρχή εισόδου για την αλληλεγγύη είναι η υποστήριξη των οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών της Συρίας, οι οποίες προσπαθούν συλλογικά να επισημάνουν τα συνεχιζόμενα δεινά εκείνων που έχουν εκτοπισθεί βίαια από τα σπίτια τους μέσω της εκστρατείας με τίτλο «Η μίση Συρία»11. Η εκστρατεία στοχεύει να τεκμηριώσει και να παρουσιάσει με ανθρωπιά την εμπειρία της μετακίνησης, να ρίξει φως στους λόγους για τους οποίους οι Σύριοι εξακολουθούν να φοβούνται να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να αντισταθεί στις προσπάθειες να πιεστούν οι πρόσφυγες να επιστρέψουν. Τελικά, αν δεν προστατευθούν οι άνθρωποι από τη σφαγή στο σπίτι, θα συνεχίσουν να αναζητούν ασφάλεια στο εξωτερικό.

Πηγή – Μετάφραση: e la libertà

Leila Al Shami, «Syria, refugees, and solidarity», Crisis Magazine1 Οκτωβρίου 2019.  Leila’s blog3 Οκτωβρίου 2019.

Σημειώσεις

* Warsan Shire «Home»Genius.

1 Nasser Yassin, 101 Facts & Figures on the Syrian Refugee CrisisIssam Fares, Institute for Public Policy and International Affairs, American University of Beirut.

2 «The Toll of War: The Economic and Social Consequences of the Conflict in Syria», The World Bank10 Ιουλίου 2017. 

3 Ammar Hamou, Mohammad Abdulssattar Ibrahim, «Istanbul mayoral election exposes hate, resentment for Syrians in Turkey», Syria direct16 Ιουλίου 2019.

4 Kareem Chehayeb, «Anti-Syrian refugee sentiment ramps up in increasingly hostile Lebanon», MiddleEastEye14 Ιουνίου 2019. 

5 «Turkey: Thousands of Syrians Forcibly Returned to Peril», سوريون من أجل الحقيقة والعدالة – Syrians for Truth and Justice, 6 Αυγούστου 2019.

6 «At UN, Syria slams US for supporting terrorism, thanks Russia for cooperation», UN News29 Σεπτεμβρίου 2018. 

7 «Rigging the System. Government Policies Co-Opt Aid and Reconstruction Funding in Syria», Human Rights Watch, 28 Ιουνίου 2019. 

8 «The Syrian Regime Continues to Pose a Violent Barbaric Threat and Syrian Refugees Should Never Return to Syria», الشبكة السورية لحقوق الإنسان – Syrian Network for Human Rights, 15 Αυγούστου 2019.

9 «Reconciling with death, disappearance and fear», Medium24 Ιουλίου 2019.

10 «Syria: Detention, Harassment in Retaken Areas»Human Rights Watch, 21 Μαΐου 2019. 

11 «“Half Of Syria” Campaign: Reminder Of Internally Displaced and Refugee Syrians», عنب بلدي – Enab Baladi10 Οκτωβρίου 2019.




Συμβασιούχοι μέσω ΟΑΕΔ (Ηράκλειο): Δεν είμαστε ωφελούμενοι. Είμαστε εργαζόμενοι και απαιτούμε μόνιμη δουλειά με πλήρη δικαιώματα

Το τελευταίο διάστημα έχουμε γίνει μάρτυρες μιας πραγματικότητας όπου η επισφάλεια και η ρευστότητα υπάρχουν διάχυτες στην αγορά εργασίας. Η γενιά μας εγκλωβίζεται σε έναν κυκεώνα ελαστικής απασχόλησης που εναλλάσσεται με περιόδους ανεργίας, δηλαδή σε ένα καθεστώς μισοεργασίας – μισοανεργίας.

Η προώθηση των ευέλικτων μορφών εργασίας (κοινωφελή και ειδικά προγράμματα εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και τους ΟΤΑ), θεωρείται ως το μέσο για την καταπολέμηση της καλπάζουσας ανεργίας των νέων αλλά και της αδυναμίας πρόσβασής μας στην αγορά εργασίας. Στην πραγματικότητα όμως, η απουσία μιας ουσιαστικής μεταρρύθμισης διαιωνίζει το πρόβλημα της διαρροής υψηλά καταρτισμένου επιστημονικού δυναμικού στο εξωτερικό και της αβεβαιότητας της γενιάς μας.

Οι εργαζόμενες/οι του «Ειδικού Προγράμματος απασχόλησης για ανέργους πτυχιούχους Ανώτατων Εκπαιδευτικών και Τεχνολογικών Ιδρυμάτων, ηλικίας 22-29 ετών, σε Υπουργεία και εποπτευόμενους δημόσιους φορείς», υπό το πέπλο των «ωφελούμενων» καλύπτουμε (με διάρκεια σύμβασης 1 χρόνου όπως μας γνωστοποιήθηκε εξαρχής) πάγιες και διαρκείς ανάγκες των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα λόγω της υποστελέχωσής του και της έλλειψης εξειδικευμένου μόνιμου προσωπικού. Είναι όμως ξεκάθαρο ότι ο ένας (1) χρόνος προϋπηρεσίας δεν μας καθιστά ανταγωνιστικούς στην αγορά εργασίας όταν με το πέρας του προγράμματος θα μείνουμε πάλι άνεργοι, ούτε αποτελεί κίνητρο παραμονής εντός χώρας η επανεγγραφή μας στα μητρώα του ΟΑΕΔ.

Επιπλέον, τα προγράμματα ανακύκλωσης της ανεργίας δεν λύνουν το πραγματικό πρόβλημα του δημόσιου τομέα, το οποίο αφενός εστιάζεται στο μέγεθός του, αφετέρου στην έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού. Η πολυπλοκότητα και το εύρος των υπηρεσιών του απαιτούν ανέλιξη και όχι στασιμότητα ή εκ νέου εκπαίδευση προσωπικού κάθε φορά με συμβάσεις από 6 έως 12 μήνες.

Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, οι εργαζόμενοι/ες διεκδικούμε το δικαίωμά μας για εργασία. Διεκδικούμε:

  • Άμεση ανανέωση του προγράμματος πριν τη λήξη των συμβάσεων μας για τουλάχιστον 1 χρόνο

  • Κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων του Δημοσίου με μόνιμο προσωπικό πλήρους απασχόλησης

  • Μοριοδότηση ειδικής προϋπηρεσίας και όχι προγράμματα ανακύκλωσης της ανεργίας.

Καλούμε όλους τους άμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενους ,τους πολίτες, τους συνδικαλιστικούς φορείς και τα συνδικάτα των εργαζομένων να στηρίξουν την προσπάθειά μας. Καλούμε τους αιρετούς εκπροσώπους του Νομού και τις Περιφέρειας να τοποθετηθούν.

Δεν είμαστε ωφελούμενοι. Θέλουμε να λεγόμαστε εργαζόμενοι.

 

Πηγή: ergasianet.gr