1

Aναβλήθηκε η δίκη του σ.Λαφαζάνη

Aναβλήθηκε η δίκη του σ.Λαφαζάνη, για παρεμπόδιση πλειστηριασμών, λόγω της απουσίας  όλων συλλήβδην των μαρτύρων κατηγορίας.

Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, παίρνοντας τον λόγο κατάγγειλε έντονα και με δριμύτητα την απόφαση του Τριμελούς, μετά από αδικαιολόγητη πρόταση της Εισαγγελέως, να αναβάλλει  την δίκη.

Ο Παν. Λαφαζάνης τόνισε  ότι “δεν ήρθε στο Δικαστήριο ως κατηγορούμενος, γιατί δεν αισθάνεται ούτε είναι στην πραγματικότητα αλλά ως κατήγορος. Κατήγορος των τραπεζών οι οποίες έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί για να καλύψουν τα κόκκινα δάνεια και αυτές, αντί να τα ρυθμίσουν και να τα διαγράψουν, έχοντας ως ομπρέλα εξωνημένες κυβερνήσεις τα αξιοποιούν για να ξεσπιτώνουν και να πετάνε στο δρόμο αποδεδειγμένα πτωχευμένους, φτωχούς και ανήμπορους πολίτες, οικογένειες, επαγγελματίες και μικροεπιχειρηματίες. Κατήγορος, επίσης, ενός πολιτικοδικαστικού κατεστημένου, το οποίο δεν αγγίζει τα πραγματικά μεγάλα σκάνδαλα για τα οποία βοά η κοινωνία, αλλά ενοχοποιεί και δικάζει αγωνιστές, οι οποίοι προσπαθούν να διασώσουν σπίτια, μαγαζιά  λαϊκές περιουσίες και προσβάσεις σε κοινωνικά αγαθά από ληστρικές και απάνθρωπες επιδρομές“.

Το δικαστήριο έβαλε πρόστιμο 120€ (!) στους μάρτυρες και διέταξε την βίαιη προσαγωγή τους για τις 10 Ιουνίου 2020.




30.10 2019 Διαδήλωση κατά του ρατσιστικού νομοσχεδίου της κυβέρνησης για το προσφυγικό

Αντιρατσιστικές, μεταναστευτικές συλλογικότητες, οργανώσεις της πολιτικής και κοινωνικής Αριστεράς και του Αντιεξουσιαστικού χώρου, δώσαμε το παρόν στα Προπύλαια και στη συνέχεια έγινε πορεία στη Βουλή.

Απαιτήσαμε να αποσυρθεί το απάνθρωπο ρατσιστικό Νομοσχέδιο για το Άσυλο.
Ντόπιοι και πρόσφυγες – μετανάστες έχουμε κάθε λόγο να ενώσουμε τις δυνάμεις μας απέναντι στη ρατσιστική αθλιότητα, τη γενικευμένη άρση δικαιωμάτων, τις πολιτικές της καταστολής, του νόμου και της τάξης του κ. Χρυσοχοΐδη.
Ο αγώνας θα συνεχιστεί και μετά την αναμενόμενη ψήφιση του ρατσιστικού νομοσχεδίου ενάντια στην απόπειρα εφαρμογής της κόλασης που προδιαγράφει, μέσα και έξω από τα προσφυγικές φυλακές.
Σύνορα ανοιχτά για την προσφυγιά, κλείστε τα στρατόπεδα τα ρατσιστικά. Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, του απεργού, του πρόσφυγα και του μετανάστη.
Κίνηση “Απελάστε το Ρατσισμό”



O μαρξισμός και το κόμμα – κεφάλαιο 2ο: ενότητες 2.1, 2.2

Του Τζον Μόλινιου (1978)

Μετάφραση Βασίλης Μορέλας.

(ενότητες 1 και 2  από το δεύτερο κεφάλαιο)

https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/

 

Κεφάλαιο 2: Ο Λένιν και η γέννηση του Μπολσεβικισμού

Παρόλο που ο μαρξισμός εν γένει είναι, όπως το έθεσε ο Γκράμσι, μια «φιλοσοφία της πράξης» και γι’αυτό εχθρική στον φαταλισμό, ο ίδιος ο Μαρξ, όπως δείξαμε, χάρη στις επικρατούσες συνθήκες και την αποφασιστικότητά του να αποφύγει τον σεκταρισμό, ποτέ δεν χειραφετήθηκε πλήρως από μια φαταλιστική αντίληψη της πολιτικής οργάνωσης. Το πολιτικό κόμμα του προλεταριάτου θα αναδυόταν βαθμιαία, αυθόρμητα από τον ευρύ αγώνα της εργατικής τάξης. Στη σοσιαλδημοκρατία, αυτή η φαταλιστική τάση εδραιώθηκε απ’άκρη σ’άκρη στη σφαίρα της οργάνωσης και μετά επεκτάθηκε στη θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, την προλεταριακή επανάσταση και τη φύση της ίδιας της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η πρακτική του Μπολσεβικισμού και οι οργανωτικές ιδέες του Λένιν σημάδεψαν μια ρήξη με αυτόν τον φαταλισμό και εξ αυτού συνέστησαν ένα τρομερό βήμα μπροστά για τη μαρξιστική θεωρία, όχι μόνο σε σχέση με τη σοσιαλδημοκρατία, μα επίσης σε σχέση με τον Μαρξ. Μόνο με τον Λένιν αντικαταστάθηκε η έννοια ενός πλατιού κόμματος που εκπροσωπεί την εργατική τάξη ή είναι η ίδια η τάξη, με εκείνη ενός «μειοψηφικού» κόμματος (την προ-επαναστατική περίοδο) που αποτελεί την εμπροσθοφυλακή της τάξης και που, αφού είναι η οργανωτική ενσάρκωση του σοσιαλιστικού μέλλοντος εκείνης της τάξης, έχει την υποχρέωση να υπερασπιστεί τον εαυτό του από και να παλέψει ενάντια σε όλες τις εκδηλώσεις του οπορτουνισμού.

 

  1. Το φόντο του Μπολσεβικισμού

 

Ο Μπολσεβικισμός δεν ήταν καμία «Αφροδίτη» άρτια αναστημένη μέσα απ’τα κύματα -αναπτύχθηκε και μεγάλωσε περνώντας από ένα πλήθος αγώνων, εσωτερικών και εξωτερικών. Ούτε μπορεί να ιδωθεί απλά σαν το προϊόν της οργανωτικής ιδιοφυΐας του Λένιν. Η εξιδανίκευση του Λένιν, που είναι γενικά στους μαρξιστικούς κύκλους συνδυασμένη με την ροπή των Σταλινικών θεωρητικών να γράφουν την Ρώσικη επαναστατική ιστορία σαν να υπήρχαν μόνο δύο πρωταγωνιστές, ο Ρωσικός λαός κι ο Λένιν (έχοντας μετατρέψει όλα τα άλλα άτομα σε μη-πρόσωπα), έχει δημιουργήσει μια εικόνα του Μπολσεβικισμού ως εφευρεμένου από τον Λένιν, αρκετά σαν τον Βατ που εφηύρε την ατμομηχανή. Στην πραγματικότητα, η ρήξη με τη “σταδιακότητα” (τον ρεφορμισμό) στη σφαίρα της οργάνωσης, ήταν κι η ίδια μια σταδιακή και ημισυνειδητή μονάχα διαδικασία, αν και σημαδεμένη από πολλούς οξείς και συνειδητούς αγώνες. Ο Λενινισμός ήταν το προϊόν μια συντηρούμενης και αναπτυσσόμενης επαναστατικής απάντησης σε μια χειροπιαστή κατάσταση και για να κατανοήσουμε αυτή την απάντηση πρέπει να κοιτάξουμε στα στοιχεία της κατάστασης που την έκαναν εφικτή.

Ο πρώτος παράγοντας που έρχεται στο μυαλό ως μία πηγή του Μπολσεβικισμού είναι αυτό που ο Τόνι Κλιφ αποκαλεί «η παράδοση του υποκαταστισμού στο Ρωσικό επαναστατικό κίνημα».[i] Αυτή η παράδοση ήταν όντως πολύ ισχυρή. Στα 1860 και 1870, μερικές φορές δεκάδες, περιστασιακά εκατοντάδες, ηρωικών κι ιδεαλιστών διανοουμένων ρίχνονταν στη μάχη κατά της αυταρχίας, «πηγαίνοντας προς τον λαό» ως οι διδάσκαλοι και διαφωτιστές του είτε εναλλακτικά «ενεργώντας για λογαριασμό του λαού» με τολμηρές πράξεις τρομοκρατίας. Και πράττοντας έτσι, αυτοί οι Ναρόντνικοι* κέρδιζαν τον αθάνατο σεβασμό και θαυμασμό των Ρώσων επαναστατών συμπεριλαμβανομένου ειδικά και του Λένιν, ο οποίος αναφέρεται επανειλημμένα στην «αφοσιωμένη αποφασιστικότητα και ζωντάνια» τους.[ii] Για ενισχύσουν το επιχείρημα, μπορούν να προστεθούν ποικίλες βιογραφικές αποδείξεις: η διαπλαστική επιρροή στον Λένιν τέτοιων, βασικά ελιτίστικων, συγγραφέων όπως ο Τσερνιτσέβσκι κι ο Τκάτσιεβ[iii] και βέβαια η μοίρα του αδερφού του, εκτελεσμένου για τρομοκρατία.

Ωστόσο, αυτή η επιχειρηματολογία, επιφανειακά θελκτική όπως είναι, δεν αντέχει στην κριτική εξέταση. Αγνοεί το γεγονός ότι ο Λένιν έφτιαξε τα θεωρητικά του “δόντια” ακριβώς στην πάλη κατά του Ναροντνισμού∙ ότι αντιτασσόταν στην ατομική τρομοκρατία σε όλη τη ζωή του∙ ότι αρνήθηκε να εγκρίνει μια κατάληψη της εξουσίας το 1917 μέχρι οι Μπολσεβίκοι να αποκτήσουν την πλειοψηφία στα σοβιέτ∙ και ότι διεξήγαγε έναν πάρα πολύ ζωηρό αγώνα κατά όλων των μορφών «πουτσισμού»**, των αποπειρών εξεγέρσεων με μειοψηφίες, στο τρίτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1921).

Δεν ήταν η τρομοκρατία μα η κατάσταση που παρήγαγε την τρομοκρατία που απετέλεσε σημαντικό παράγοντα στην ανάπτυξη των ιδεών του Λένιν. Ο Λένιν θα μπορούσε να σπάσει αποφασιστικά από τις ρομαντικές και ουτοπικές θεωρίες των τρομοκρατών, θα μπορούσε να εμμείνει απόλυτα στη θεωρία της ταξικής πάλης ως μοχλό της κοινωνικής επανάστασης, αλλά δεν θα μπορούσε να σπάσει από την πραγματικότητα της Τσαρικής αστυνομίας. Υπό τον Τσαρισμό η πολιτική καταπίεση παρέμενε σχεδόν απόλυτη και το ίδιο και η απαγόρευση όλων των συνδικάτων και της απεργιακής δραστηριότητας.

Σε μια τέτοια κατάσταση το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο ενός πλατιού μαζικού κόμματος που εκπροσωπούσε το σύνολο της εργατικής τάξης ήταν απλά αδύνατο. «Μόνο ένας αδιόρθωτος ουτοπικός θα είχε μια πλατιά οργάνωση εργατών…κάτω από την αυταρχία».[iv] Στην πραγματικότητα, όσο αφορούσε την αντιμετώπιση της Τσαρικής αστυνομίας, όσο πιο μικρή ήταν η οργάνωση τόσο καλύτερα. Αξεδιάλυτα συνδεμένη με το ζήτημα του μεγέθους και της μυστικότητας, ήταν η ανάγκη για αποτελεσματικότητα και σφριγηλή εκπαίδευση. Η ανάγκη για αποτελεσματικότητα, που καταδεικνύεται ξανά και ξανά στο Τι να κάνουμε; και που ήταν σχεδόν σίγουρα ο κύριος αντικειμενικός παράγοντας στον καθορισμό της επιτυχίας της δουλειάς εκείνη τη στιγμή, αναδεικνύει την έννοια του επαγγελματία επαναστάτη ως τη βάση της επαναστατικής οργάνωσης. Συνοψίζοντας τις απόψεις του για αυτήν πλευρά της συζήτησης, ο Λένιν γράφει:

“Σε ένα αυταρχικό κράτος, όσο περισσότερο περιορίσουμε την ιδιότητα του μέλους μιας τέτοιας οργάνωσης σε ανθρώπους που είναι επαγγελματικά δεσμευμένοι στην επαναστατική δραστηριότητα και που έχουν εκπαιδευτεί επαγγελματικά στην τέχνη αντιμετώπισης της πολιτικής αστυνομίας, τόσο δυσκολότερο θα είναι να ξετρυπώσει κανείς την οργάνωση.” [v]

Η περίοπτη πρακτικότητα αυτής της έμφασης στη μυστικότητα, την εκπαίδευση και τον επαγγελματισμό στην οργάνωση θα’ναι σαφής. Όμως, αυτό το στοιχείο αμιγούς πρακτικότητας ή αναγκαιότητας στην οργανωτική θεωρία του Λένιν μπορεί εύκολα να μεγαλοποιηθεί. Αν η άμεση σκοπιμότητα ήταν η μόνη σκέψη, τότε θα ήταν αλήθεια να λέγαμε μαζί με τον Λέοναρντ Σαπίρο (και πολλούς άλλους σχολιαστές) πως «οι αντιλήψεις του Λένιν είχαν ίσως κινηθεί κοντύτερα στις συνωμοσιολογικές ιδέες της Ναρόντναγια Βόλια*** και μακριά από την αντίληψη του Μαρξ για την ιστορική αποστολή μιας ολόκληρης τάξης».[vi] Στην πραγματικότητα δεν ήταν έτσι∙ ο σκληρός πυρήνας των επαγγελματιών επαναστατών δεν κατανοούταν σαν ένας αυτοσκοπός, μα ως ένα μέσο. Ο Λένιν τόνιζε πως όσο σφιχτότερος ο πυρήνας του κόμματος «τόσο μεγαλύτερος θα είναι ο αριθμός των ανθρώπων από την εργατική τάξη και από άλλες κοινωνικές τάξεις που θα μπορέσουν να προσχωρήσουν στο κίνημα και να επιτελέσουν ενεργητικό έργο μέσα του».[vii] Η προοπτική του Λένιν ήταν πάντα αυτή ενός μαζικού ταξικού κινήματος εναντίον της αυταρχίας, αλλά καθοδηγημένου από ένα κόμμα πρωτοπορίας. «Είμαστε το κόμμα της τάξης και γι’αυτό σχεδόν όλη η τάξη (και σε καιρούς πολέμου, σε περιόδους εμφύλιου πολέμου, όλη η τάξη) θα’πρεπε να δρα υπό την ηγεσία του κόμματός μας.»[viii] Επιπρόσθετα, αν ήταν απλά μια πρακτική ανάγκη που καθόριζε τη σκέψη του Λένιν, τότε οι ιδέες του θα είχαν μόνο τοπική, προσωρινή σημασία. Ο Μπολσεβικισμός θα είχε αποδειχτεί ένα ειδικά Ρωσικό φαινόμενο, μια εξαίρεση στον κανόνα, παρά μια βάση για ένα απέραντο διεθνές κίνημα και παράδοση. Πράγματι τα συνωμοσιολογικά στοιχεία της αντίληψης του Λένιν είναι ιστορικά οριοθετημένα και ο Λένιν το αναγνωρίζει αυτό.

“Υπό συνθήκες πολιτικής ελευθερίας, το κόμμα μας θα χτιστεί ολοκληρωτικά πάνω στην εκλογική αρχή. Υπό την αυταρχία, αυτό είναι ανεφάρμοστο για τη συλλογικότητα των χιλιάδων εργατών που συναποτελούν το κόμμα.”[ix]

Αν ήταν ο βαθμός καταπίεσης που καθιστούσε αδύνατο ένα πλατύ κόμμα Δυτικού τύπου, ήταν η συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική περίσταση στη Ρωσία και οι τάσεις μέσα στο επαναστατικό κίνημα που έδωσαν στον Λένιν το έναυσμα για νέες θεωρητικές συλλήψεις και τον έκαναν ικανό να πάει ένα βήμα μπροστά από το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, παρά ένα βήμα πίσω προς τη συνωμοσία. Αυτή η κατάσταση πρέπει επομένως να εξεταστεί.

Η πρωταρχική διάκριση ανάμεσα στα καθήκοντα του επαναστατικού κινήματος στη Δυτική Ευρώπη και στη Ρωσία ήταν ότι ο Δυτικός καπιταλισμός είχε εδραιωθεί στέρεα, ενώ στη Ρωσία ο καπιταλισμός ήταν ακόμη στην ανάπτυξή του και η αστική επανάσταση δεν είχε ακόμη επιτευχθεί. Έτσι, ενώ στη Δύση ο μαρξισμός παρουσιαζόταν ευθέως ως η θεωρία της ανατροπής του καπιταλισμού από το προλεταριάτο, στη Ρωσία ο μαρξισμός φαινόταν σε πολλούς ως η θεωρία του αναπόφευκτου της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αφού οι αρχές καταρχήν θεωρούσαν τους τρομοκράτες ως τον κύριο κίνδυνο και οι τρομοκράτες ισχυρίζονταν ότι η Ρωσία μπορούσε να προσπεράσει τον καπιταλισμό μέσω μιας άμεσης επανάστασης, η μαρξιστική κριτική της τρομοκρατίας και η έμφαση στο αναπόφευκτο του καπιταλισμού ήταν για μια περίοδο καλοδεχούμενη ή τουλάχιστον θεωρούταν εν πολλοίς μικρότερο κακό. Αυτό οδήγησε σε ότι έγινε γνωστό ως «νόμιμος μαρξισμός» κι ο μαρξισμός μετατράπηκε σε αληθινή μόδα:

“Μαρξιστικές περιοδικές εκδόσεις κι εφημερίδες ιδρύθηκαν, σχεδόν ο καθένας έγινε μαρξιστής, οι μαρξιστές κολακεύονταν, οι μαρξιστές κορτάρονταν και οι εκδότες βιβλίων τέρπονταν με την ασυνήθιστη ταχύτητα πωλήσεων της μαρξιστικής φιλολογίας.” [x]

Αναπότρεπτα, σε μια τέτοια κατάσταση ένας συνασπισμός «έκδηλα ετερογενών στοιχείων»[xi] θα προέκυπτε. Συγκεκριμένα από τη μια αποκαλούσαν τους εαυτούς τους μαρξιστές εκείνοι που ναι μεν θεωρούσαν τον καπιταλισμό αναπόφευκτο και προοδευτικό, αλλά επίσης ήθελαν να τον πολεμήσουν και να τον ανατρέψουν, κι από την άλλη επίσης καλούσαν εαυτούς μαρξιστές εκείνοι που στην πραγματικότητα υποστήριζαν τον καπιταλισμό ως τέτοιο και για τους οποίους ο σοσιαλισμός ήταν νεφελώδης ρητορική για το θαμπό και μακρινό μέλλον. (Ο ηγετικός εκπρόσωπος της τελευταίας τάσης ήταν ο Πιοτρ Στρούβε, αρχικά συνεργάτης των Λένιν και Πλεχάνοβ, ο οποίος θα ίδρυε, στα 1905, το αστικοδημοκρατικό Κόμμα των Καντέ****.) Αυτό σήμαινε ότι από πολύ νωρίς ο Λένιν ένοιωθε τον εαυτό του στη θέση να πρέπει να διαλέξει πολύ αυστηρά, από ένα μεγαλύτερο αριθμό ατόμων που ξεστόμιζαν ριζοσπαστικές φράσεις, εκείνους που ήθελαν πραγματικά να παλέψουν. Αυτό απετέλεσε μείζονα παράγοντα προετοιμασίας της δογματικής αδιαλλαξίας του Λένιν και ειδικά της επιμονής του στη διάκριση μεταξύ του τι οι άνθρωποι λένε και τι ήταν προετοιμασμένοι να κάνουν. Αυτό το προσόν, που ήταν τόσο οξυμένα αναπτυγμένο στο Λένιν και είναι ένα από τα πιο χτυπητά χαρακτηριστικά όλων του των γραπτών, θα έπαιζε τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη του Μπολσεβικισμού ως ένα ξεχωριστό κόμμα.

Η επαναστατική μαρξιστική απάντηση στο πρόβλημα της αναγνώρισης του καπιταλισμού ως προοδευτικού και της ταυτόχρονης διατήρησης της πλήρους ανεξαρτησίας του προλεταριάτου για την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό, έγκειτο στη θεωρία της ηγεμονίας του προλεταριάτου στην αστική επανάσταση. Καταγόμενη από τον Πλεχάνοβ (« η Ρωσική επανάσταση θα πετύχει ως μια εργατική επανάσταση ή δε θα πετύχει καθόλου»)[xii], αν και αργότερα εγκαταλειμμένη από αυτόν και υιοθετημένη από τον Λένιν, αυτή η θεωρία θα γινόταν σφραγίδα πιστοποίησης του Μπολσεβικισμού στην περίοδο προ του 1917. Η ουσία αυτής της θεωρίας ήταν πως η Ρωσική μπουρζουαζία έφτασε αργοπορημένη στη σκηνή, πολύ αφότου η μπουρζουαζία σε παγκόσμια κλίμακα είχε πάψει να αποτελεί επαναστατική δύναμη. Κατά συνέπεια, το καθήκον καθοδήγησης μιας επανάστασης κατά της αυταρχίας θα έπεφτε στο προλεταριάτο που, αν και μικρό, αναπτυσσόταν ραγδαία στη μεγάλης κλίμακας σύγχρονη βιομηχανία και μπορούσε να συμμαχήσει με την τρομερή στοιχειακή δύναμη της αγροτικής εξέγερσης[xiii]. Για να περατώσει αυτό το καθήκον το προλεταριάτο θα έπρεπε να υιοθετήσει την ανατροπή του Τσαρισμού ως το πρώτο και πιο σπουδαίο αίτημα και να τοποθετήσει τον εαυτό του στην εμπροσθοφυλακή κάθε αγώνα για δημοκρατία και πολιτική ελευθερία.

 

  1. Η κριτική του «οικονομισμού»

Ήταν αυτή η θεωρία που έφερε τον Λένιν σε σύγκρουση με τις ποικίλες τάσεις που ομαδοποιούσε υπό τον όρο «οικονομισμός». Οι κύριοι εκπρόσωποι του «οικονομισμού» εκείνο τον καιρό ήταν η Ραμπότσαγια Μισλ (Εργατική Σκέψη), ένα περιοδικό εκδιδόμενο στην Πετρούπολη από το 1897 ως το 1902 και η Ραμπότσαγια Ντιέλο (Εργατικό Καθήκον), το όργανο της Ένωσης Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών του Εξωτερικού από το 1899 ως το 1903 -το τελευταίο κατέχοντας μια θέση που θα μπορούσε αυστηρότερα να περιγραφεί ως ημι-«οικονομίστικη». Η βασική διαφορά των «οικονομιστών» ήταν πως η σοσιαλδημοκρατία όφειλε να συγκεντρώσει την εργασία της όχι στον πολιτικό αγώνα ενάντια στην αυταρχία, μα στην εξυπηρέτηση και ανάπτυξη της οικονομικής πάλης των εργατών και ήταν από τις διενέξεις με τον «οικονομισμό» που διαφάνηκαν πολλές από τις θεμελιώδεις ιδέες του Μπολσεβικισμού. Προκειμένου να καταλάβουμε και να εκτιμήσουμε εκείνες τις ιδέες, θα είναι λοιπόν απαραίτητο να κοιτάξουμε τις διενέξεις με κάποια λεπτομέρεια -μα ακόμη πιο πριν είναι απαραίτητο να κοιτάξουμε το περιβάλλον στο οποίο οι διενέξεις έγιναν και απλά να ρωτήσουμε γιατί ήταν τόσο σημαντικές.

Η βασική αιτία ήταν ότι ο Λένιν έβλεπε τον «οικονομισμό» να οδηγεί αναπόδραστα στην εγκατάλειψη της ηγεμονίας του προλεταριάτου στην επερχόμενη δημοκρατική επανάσταση, εγκαθιστώντας ένα καταμερισμό εργασίας στον οποίο οι εργάτες θα περιόριζαν τον εαυτό τους στη συνδικαλιστική πάλη, αφήνοντας την πολιτική στην αστική τάξη. Πράγματι, ήταν η ανοιχτή υπεράσπιση ενός τέτοιου καταμερισμού στο ντοκουμέντο το γνωστό ως «το Πιστεύω», της Γ.Ντ. Κουσκόβα της Ένωσης Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών Εξωτερικού, που κέντρισε πρώτο τον Λένιν να πάρει τη μαγκούρα κατά του «οικονομισμού» με την δική του «Διαμαρτυρία των Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών» τον Αύγουστο του 1899.[xiv] Στο «Πιστεύω» η Κουσκόβα είχε γράψει: «Για τον Ρώσο μαρξιστή υπάρχει μόνο μία πορεία: συμμετοχή, δηλ. βοήθεια, στον οικονομικό αγώνα του προλεταριάτου∙ και συμμετοχή στη φιλελεύθερη αντιπολιτευτική δραστηριότητα.»[xv]

Για τον Λένιν τέτοια πορεία σήμαινε προδοσία της επανάστασης, γιατί η «φιλελεύθερη αντιπολιτευτική δραστηριότητα» (δηλ. η μπουρζουαζία) ήταν τελείως ανίκανη συνεπούς επαναστατικής αντιπολίτευσης στην αυταρχία. Υποστήριζε πως κάθε απόπειρα στενέματος των καθηκόντων του προλεταριάτου και του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος θα έπεφτε στα χέρια της μπουρζουαζίας και θεωρούσε ότι κάθε τάση προς τον «οικονομισμό» κατέληγε σε αυτήν την κατεύθυνση. Κατ’αυτόν τον τρόπο, η συζήτηση για τον «οικονομισμό» προδιέγραφε το κεντρικό θέμα για τους Ρώσους μαρξιστές για τα επόμενα 17 έτη -τον σχετικό ρόλο και τα καθήκοντα αστικής τάξης και προλεταριάτου στην επανάσταση- με μια θεμελιώδη συνέχεια να υπάρχει μεταξύ της θέσης του πρώιμου «οικονομισμού» και του ύστερου Μενσεβικισμού ότι ο ηγετικός ρόλος πρέπει να πάει στη μπουρζουαζία.

Από αυτό μπορεί να φανεί ότι ο Λένιν ήταν εξίσου σωστός στη σύνδεση του «οικονομισμού» με τη διεθνή τάση του ρεφορμισμού ή «ρεβιζιονισμού» στη σοσιαλδημοκρατία, που την κάνει μόλις στην αρχή του Τι να κάνουμε; Οι «οικονομιστές» συμμερίζονταν τη ντε φάκτο διάσπαση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής και βεβαίωναν μαζί με τον Μπέρνσταϊν για τη σπουδαιότητα «του κινήματος» (άμεσα αιτήματα) έναντι «του απώτατου στόχου» (του σοσιαλισμού ή, σε αυτήν την περίπτωση, της ανατροπής του Τσαρισμού).

Άγρια πολεμική, για τον Λένιν, σήμαινε να πηγαίνει στην ιδιαίτερη ρίζα των διαμφισβητούμενων ζητημάτων και να ακολουθεί ανυποχώρητα τη λογική των δικών του και των αντίπαλων επιχειρημάτων∙ έτσι, αυτές οι πολεμικές, αν και ριζωμένες σε χειροπιαστά ζητήματα, κατέχουν απαρέγκλιτα μια ορισμένη οικουμενική σημασία.[xvi] Το προϊόν της πάλης κατά των «οικονομιστών» ήταν το Τι να κάνουμε; το οποίο, ολότελα επάξια, είχε τεράστια επίδραση στη μαρξιστική θεωρία και πρακτική σε όλον τον κόσμο και το οποίο, θα υποστήριζα, λανθασμένα έχει θεωρηθεί σαν το πρότυπο μαρξιστικό κείμενο πάνω στη θεωρία του κόμματος. Γι’αυτό κάθε κριτική μελέτη της μαρξιστικής θεωρίας του κόμματος πρέπει να κοιτάξει πολύ σοβαρά αυτό το έργο.

Το Τι να κάνουμε; συνοψίζει όλα τα επιχειρήματα του Λένιν κατά του «οικονομισμού» και της θέσης του για μια πανεθνική επαναστατική οργάνωση βασισμένη σε ένα προσωπικό επαγγελματιών επαναστατών και μια πανρωσική εφημερίδα. Έτσι, πολλά από τα σημεία που θέτει είναι πρακτικής φύσης, του είδους που αναφέρθηκε νωρίτερα σε αυτήν την πραγματεία, αλλά το κεντρικό του θέμα είναι η σχέση μεταξύ αυθορμητισμού και συνειδητότητας στην ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος. Οι «οικονομιστές», ισχυριζόμενοι ότι «η πολιτική ακολουθεί πάντα πειθήνια την οικονομία»[xvii] και ότι επομένως η πολιτική συνειδητότητα θα μεγάλωνε οργανικά από τους οικονομικούς αγώνες, διατείνονταν πως το κύριο καθήκον των μαρξιστών ήταν να βοηθήσουν την οικονομική πάλη και πως ο Λένιν και οι Ισκραϊκοί***** «υποτιμούσαν το αυθόρμητο στοιχείο» και «υπερεκτιμούσαν τη συνείδηση». Αλλά για τον Λένιν ακόμη και αυτή η μέθοδος παρουσίασης του ζητήματος ήταν μη ικανοποιητική. Δεν ήταν ότι ο αυθόρμητος ξεσηκωμός των εργατών ήταν ασήμαντος (αντίθετα, ήταν βαθιά σημαντικός), μα ότι η σημασία του έγκειτο ακριβώς στις αξιώσεις που έβαζε για συνειδητότητα, για οργάνωση.

Το πρόγραμμα της Ραμπότσαγια Ντιέλο δήλωνε:

“Εμείς θεωρούμε πως το πιο σημαντικό φαινόμενο της Ρωσικής ζωής, αυτό που κυρίως θα καθορίσει τα καθήκοντα και το χαρακτήρα της εκδοτικής δραστηριότητας της Ένωσης, είναι το μαζικό κίνημα της εργατικής τάξης που έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια.”

Και ο Λένιν σχολιάζει:

“Ότι το μαζικό κίνημα είναι το πιο σημαντικό φαινόμενο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Όμως, η καρδιά του ζητήματος είναι: πώς καταλαβαίνει κανείς τη δήλωση ότι το μαζικό κίνημα της εργατικής τάξης θα «καθορίσει τα καθήκοντα»; Μπορεί να ερμηνευθεί με έναν από τους δύο τρόπους. Ή σημαίνει υπόκλιση στον αυθορμητισμό του κινήματος αυτού, δηλ. υποβάθμιση του ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας σε απλή υποτακτικότητα στο εργατικό κίνημα ως τέτοιο –ή σημαίνει ότι το μαζικό κίνημα θέτει μπροστά μας νέα θεωρητικά, πολιτικά και οργανωτικά καθήκοντα, πολύ πιο περίπλοκα από εκείνα που ίσως να μας είχαν ικανοποιήσει την περίοδο πριν την ανάδειξη του μαζικού κινήματος.” [xviii]

Αυτή η διαλεκτική σύλληψη της σχέσης μεταξύ αυθορμητισμού και συνειδητότητας, μαζικού κινήματος και κόμματος, εκπροσωπεί ένα τρομερό βήμα μπροστά για τη μαρξιστική θεωρία και αποτελεί προχώρημα πάνω σε κάθε προηγούμενη συνεισφορά σε αυτό το πρόβλημα (συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του Μαρξ και ειδικά εκείνης της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας). Ουσιαστικά είναι το αναγκαίο σημείο αφετηρίας μιας αληθινά επαναστατικής θεωρίας του κόμματος, επειδή συνιστά ριζική ρήξη με τον φαταλισμό.[xix] «Εμείς οι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες, αντίθετα, είμαστε δυσαρεστημένοι με αυτή τη λατρεία του αυθορμητισμού, δηλ. εκείνου που υπάρχει “την παρούσα στιγμή”» [δική μου υπογράμμιση -Τζ. Μ.][xx]

Για τον Λένιν η ανάπτυξη της ίδιας της ταξικής πάλης, ακόμη και η οικονομική της μορφή, είναι μια διαδικασία μετακίνησης από τον «αυθορμητισμό» στην «συνειδητότητα».

“Οι απεργίες συνέβησαν στη Ρωσία στα [χίλια οχτακόσια -ΣτΜ] εβδομήντα και εξήντα (κι ακόμη στο πρώτο μισό του δέκατου ένατου αιώνα) και συνοδεύονταν από την «αυθόρμητη» καταστροφή μηχανημάτων κλπ. Συγκρινόμενες με αυτές τις «εξεγέρσεις», οι απεργίες της δεκαετίας του ενενήντα θα μπορούσαν ίσως να περιγραφούν ως «συνειδητές», σε τέτοιο βαθμό που σημαδεύουν την πρόοδο που το εργατικό κίνημα έκανε εκείνη την περίοδο. Αυτό δείχνει ότι το «αυθόρμητο στοιχείο» στην ουσία δεν εκπροσωπεί τίποτα περισσότερο, ούτε και λιγότερο, από συνειδητότητα σε εμβρυακή μορφή.”[xxi]

Ο Λένιν επομένως το βλέπει ως το καθήκον του επαναστάτη να βοηθά πάντα το συνειδητό στοιχείο και να δουλεύει για να υπερβεί τον αυθορμητισμό.

Όμως ο Λένιν δεν επιχειρηματολογεί απλά υπέρ της οργάνωσης και κατά της έλλειψης οργάνωσης, υπέρ του ηγετικού ρόλου και κατά της «πολιτικής ουράς» (ακολουθητισμός******) των «οικονομιστών». Αυτό που είναι κεντρικό στην επίθεσή του στους «οικονομιστές» και στην οπτική του για τη φύση των καθηκόντων του κόμματος, είναι η από μέρους του απόρριψη της αντίληψης πως η προλεταριακή ταξική συνείδηση μπορεί να αναπτυχθεί βαθμιαία στη βάση μιας συσσώρευσης οικονομικών αγώνων.

Όπως γράφει ο Λούκατς:

“Το αδύνατο της οικονομικής εξέλιξης του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό είχε αποδειχτεί ξεκάθαρα στις διαμάχες με τον Μπέρνσταϊν. Ωστόσο, το ιδεολογικό του ισοδύναμο ζούσε αδιάψευστο στα μυαλά πολλών έντιμων Ευρωπαίων επαναστατών και ήταν, επιπλέον, μη αναγνωρισμένο ως πρόβλημα ή κίνδυνος”.[xxii]

Η θέση του Λένιν πάνω σε αυτό ήταν ακραία και ασυμβίβαστη.

“Η εργατική συνείδηση δεν μπορεί να είναι γνήσια πολιτική συνείδηση, εκτός αν οι εργάτες εκπαιδευτούν να απαντάνε σε όλες τις περιπτώσεις τυραννίας, καταπίεσης, βίας και κακομεταχείρισης, άσχετα ποια τάξη επηρεάζεται -εκτός αν εκπαιδευτούν, πέραν τούτου, να απαντούν από μια σοσιαλδημοκρατική οπτική γωνία και καμία άλλη. Η συνείδηση των εργατικών μαζών δε μπορεί να είναι γνήσια ταξική συνείδηση, εκτός αν οι εργάτες μάθουν, από χειροπιαστά και πάνω απ’όλα από επίκαιρα, πολιτικά γεγονότα και συμβάντα, να παρατηρούν κάθε άλλη κοινωνική τάξη σε όλες τις εκδηλώσεις της πνευματικής, ηθικής και πολιτικής ζωής της∙ εκτός αν μάθουν να εφαρμόζουν στην πράξη την υλιστική ανάλυση και την υλιστική εκτίμηση όλων των πλευρών της ζωής και δραστηριότητας όλων των τάξεων, στρωμάτων και ομάδων του πληθυσμού”.[xxiii]

Και επομένως:

“Η ταξική πολιτική συνείδηση μπορεί να μεταφερθεί στους εργάτες μόνο από τα έξω, δηλαδή μόνο έξω από την οικονομική πάλη, έξω από τη σφαίρα των σχέσεων μεταξύ εργατών και εργοδοτών”.[xxiv]

Σε πρακτικούς όρους αυτό σήμαινε πως ήταν αναγκαίο για του σοσιαλδημοκράτες όχι απλώς «να πάνε μέσα στους εργάτες», αλλά «να πάνε μέσα σε όλες τις τάξεις του πληθυσμού∙ πρέπει να αποστείλουν μονάδες του στρατού τους σε όλες τις κατευθύνσεις».[xxv] Οι εργάτες θα’πρεπε να κινητοποιηθούν για να αναλάβουν δράση προς υποστήριξη όλων των θυμάτων της αυταρχίας συμπεριλαμβανομένων τέτοιων ομάδων σαν τις θρησκευτικές μειονότητες και του φοιτητές. «Το σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο δεν θα’πρεπε να είναι ο  γραμματέας του συνδικάτου, μα ο εκπρόσωπος του λαού… που είναι ικανός να εκμεταλλεύεται κάθε συμβάν, οσοδήποτε μικρό, ώστε να προτάσσει ενώπιον όλων τις σοσιαλιστικές πεποιθήσεις και τα δημοκρατικά του αιτήματα.»[xxvi] Ουσιαστική για αυτή τη στρατηγική ήταν μια πανρωσική εφημερίδα, κρατώντας ένα άγρυπνο μάτι σε κάθε πλευρά της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στη Ρωσία και δυνάμενη να ορθώσει  πανεθνικές πολιτικές αποκαλύψεις. «Χωρίς ένα πολιτικό όργανο, ένα πολιτικό κίνημα άξιο αυτού του ονόματος είναι ασύλληπτο στην Ευρώπη του σήμερα.»[xxvii]

Είναι πιθανόν απαραίτητο να επισημάνουμε εν παρόδω ότι, βέβαια, ο Λένιν με κανένα τρόπο δεν θεωρούσε αυτή τη διαφοροποίηση δυνάμεων ως μια τροποποίηση ή υποχώρηση της ταξικής βάσης του κόμματος. Αντίθετα, ήταν δυνατή μόνο στη βάση μιας παρατεταμένης περιόδου οικονομίστικης, σε μεγάλο βαθμό, αγκιτάτσιας μέσα στην εργατική τάξη. «Στην προηγούμενη περίοδο, πράγματι, είχαμε εντυπωσιακά λίγες δυνάμεις και ήταν εντελώς φυσικό και θεμιτό τότε να αφιερωθούμε αποκλειστικά σε δραστηριότητες ανάμεσα στους εργάτες και να καταδικάζουμε δριμύτατα κάθε παρέκκλιση από αυτήν την πορεία. Ολόκληρο το καθήκον ήταν τότε να στερεώσουμε τη θέση μας μέσα στην εργατική τάξη.»[xxviii] Και σε κάθε περίπτωση, όλη η σκοπιμότητα της στρατηγικής ήταν να διασφαλίσει την ηγεμονία του προλεταριάτου στον αγώνα κατά της αυταρχίας.

Το ειδικά και χαρακτηριστικά Λενινιστικό γύρω από αυτήν την προσέγγιση και αυτό που τη διακρίνει από τις μεθόδους της σοσιαλδημοκρατίας και της Δεύτερης Διεθνούς, δεν είναι ότι οι μαρξιστές παλεύουν για δημοκρατικά δικαιώματα και για μεταρρυθμίσεις. Κάτι τέτοιο ήταν κοινός τόπος και πράγματι δεύτερη φύση για τη Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία. Μα οι σοσιαλδημοκράτες πάλευαν για μεταρρυθμίσεις επειδή αυτές ήταν «προοδευτικές» και μέρος της ανάπτυξης του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό∙ με άλλα λόγια, πάλευαν για μεταρρυθμίσεις ως ρεφορμιστές. Ενώ, για τον Λένιν, η όλη διαδικασία ήταν μέρος της μάχης για την ταξική συνειδητοποίηση του προλεταριάτου, για να γίνει αυτό ικανό να συλλάβει τις ενεργές σχέσεις όλων των κοινωνικών τάξεων και ομάδων κι έτσι να “γυμνάσει” τον εαυτό του για την κατάληψη της εξουσίας. Γι’αυτό για τη σοσιαλδημοκρατία αναπτυσσόταν ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ του μίνιμουμ και του μάξιμουμ προγράμματος (μεταξύ άμεσων αιτημάτων και απώτατου στόχου). Ενώ, για τον Λένιν, η ολόπλευρη πολιτική αγκιτάτσια ήταν ένα μέσο γεφύρωσης αυτού του χάσματος και εξασφάλισης της υπερίσχυσης του απώτατου επαναστατικού στόχου.

 

 

* Ναρόντνικοι, στα ρώσικα «Λαϊκοί» ή «Φίλοι του Λαού»: μη μαρξιστές επαναστάτες που επεδίωκαν, μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας στα 1861, την αγροτική επανάσταση κατά της μοναρχίας και των καπιταλιστών γαιοχτημόνων και τη διανομή της γης στις πρωτόγονες αυτόνομες αγροτικές κοινότητες που νοσταλγούσαν. Διατύπωσαν την άποψη ότι η επαναστατική μετάβαση στο σοσιαλισμό μπορούσε να γίνει χωρίς το στάδιο του καπιταλισμού με επαναστατική τάξη τους αγρότες. Αποτυγχάνοντας στις προσπάθειες διαφωτισμού και ενοποίησης της αγροτιάς, στράφηκαν σε «παραδειγματικές», τρομοκρατικές μέθοδες «άμεσης πάλης». Αντιμετώπισαν την τσαρική καταστολή, πράγμα που τους ηρωοποιούσε στα μάτια των αγροτών. Μετεξελίχτηκαν σε Σοσιαλεπαναστάτες (Εσέρους), Τρουντόβικους και Λαϊκούς Σοσιαλιστές που αντιτάχθηκαν στην Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917, εκτός όσων Αριστερών Εσέρων προσχώρησαν στους Μπολσεβίκους.

** πραξικοπηματισμού

***  «Λαϊκή Θέληση», εφημερίδα των Ναρόντνικων από το 1879.

**** καντέ ή καντέτοι, λέγονται τα μέλη του πατριωτικού, καπιταλιστικού Κόμματος της Συνταγματικής Δημοκρατίας, ιδρυμένο το 1905, με σύνθεση από μεσοαστούς ακαδημαϊκούς ως μεγαλοαστούς βιομήχανους. Σημαντικότερος εκπρόσωπός τους ο ιστορικός συγγραφέας Πάβελ Μιλιουκόβ, υπουργός Εξωτερικών στην Προσωρινή Κυβέρνηση Κερένσκι το 1917.

*****Ίσκρα (στα ρωσικά Σπίθα): η πρώτη -παράνομη- εφημερίδα της εξόριστης Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας από το Δεκέμβρη του 1900. Πρωτοκυκλοφόρησε στη Γερμανία (Στουτγάρδη, Λειψία). Ιδρύθηκε από τον Λένιν ως καθοδηγητική και ιδεολογική «σκαλωσιά» του υπό διαμόρφωση κόμματος. Η επιγραφή της ήταν «από μια σπίθα, μια πυρκαγιά θα φουντώσει». Μετά το Δεύτερο Συνέδριο το έντυπο ανέλαβαν οι Μενσεβίκοι υπό τον Πλεχάνοβ (τεύχος Νο52) και ως το 1905.

******tailism αποδίδεται παρακάτω και ως «νοοτροπία ουράς», αδόκιμα «ουρισμός».

[i] Τόνι Κλιφ, «Ο Τρότσκι για τον “Υποκαταστισμό”», στο Ντάνκαν Χάλας κ.α., Κόμμα και Τάξη, Λονδίνο (χ.ημερ.) σ.28. Με τον «υποκαταστισμό» ο Κλιφ εννοεί την τάση ατόμων ή κομμάτων να υποκαταστήσουν τη δράση των μαζών.

[ii] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; Μόσχα 1969, σ.29.

[iii] Δες Λέοναρντ Σαπίρο, Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, Λονδίνο 1970, σ.2,5.

[iv] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.117.

[v] στο ίδιο σ.121.

[vi] Λέοναρντ Σαπίρο, Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, ο.π. σ.40.

[vii] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.121.

[viii] Λένιν, Ένα Βήμα Εμπρός, Δύο Βήματα πίσω, Μόσχα 1969, σ.196.

[ix] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.8, μόσχα 1962, σ.196.

[x] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.17.

[xi] στο ίδιο σ.17.

[xii] Αυτή ήταν η δήλωση του Πλεχάνοβ στο πρώτο Συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς το 1889.

[xiii] Η καλύτερη έκθεση αυτής της θεωρίας και της κοινωνικο-οικονομικής της βάσης στη Ρωσική ιστορία βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο του Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης του Τρότσκι, Λονδίνο 1977.

[xiv] Αν και ο οικονομισμός στην πραγματικότητα πρωτοεκδηλώθηκε στα 1897. Βλ. Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.46.

[xv] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.4, ο.π. σ.174.

[xvi] Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι μπορούν να αποσπαστούν από τα συμφραζόμενά τους και να εφαρμοστούν άκριτα σε όλες τις στιγμές και όλους τους τόπους, χρησιμοποιώντας έτσι το γράμμα του Λενινισμού ενάντια στο πνεύμα του Λενινισμού, όπως τόσο συχνά έχει γίνει.

[xvii] Παρατίθεται στο Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.37.

[xviii] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.46.

[xix] Ο φαταλισμός, τραβηγμένος ως το λογικό του συμπέρασμα, αποκλείει την ανάγκη για ένα επαναστατικό κόμμα ή ακόμη και για κάθε επαναστατική δραστηριότητα. Το πρόβλημα με το φαταλισμό μέσα στο μαρξιστικό κίνημα, ωστόσο, είναι ότι ποτέ δεν ανάγγελλε τον εαυτό του ανοιχτά, μα πάντα έμενε μισο-αναπτυγμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να παραλύει την επαναστατική παρέμβαση τις κρίσιμες στιγμές, χωρίς να εκθέτει τη χρεοκοπία και τον παραλογισμό του.

[xx] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.23.

[xxi] στο ίδιο σ.131.

[xxii] Γκέοργκ Λούκατς, Λένιν, Λονδίνο 1970, σ.24.

[xxiii] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.69.

[xxiv] στο ίδιο σ.78.

[xxv] στο ίδιο σ.79.

[xxvi] στο ίδιο σ.80.

[xxvii] στο ίδιο σ.88.

[xxviii] στο ίδιο σ.86. Για μια έξοχη περιγραφή και ανάλυση αυτής της περιόδου δες Τόνι Κλιφ, «Από έναν Μαρξιστικό Κύκλο στην Αγκιτάτσια», Διεθνής Σοσιαλισμός (International Socialism), 52




Καμία άλλη επιλογή: Έφηβοι μετανάστες στη Λέσβο εκπορνεύονται για να επιβιώσουν

Από Amanullah Jawad

Δημοσιεύθηκε στις: 2019/10/23 στο https://www.infomigrants.net/

Εισαγωγή – μετάφραση: Βασίλης Μορέλλας

Αναδημοσιεύουμε μεταφρασμένο το ρεπορτάζ του infomigrants για την βαρβαρότητα του ελληνικού κράτους στη Μόρια, με τις εξής επισημάνσεις

α) Με πολλούς πρόσφυγες και ασυνόδευτους ανήλικους να προέρχονται από το Αφγανιστάν, όπως λέει το άρθρο, η ελληνική κρατική μηχανή έχει διπλή ευθύνη για την αθλιότητά τους, συμμετέχοντας στην («ειρηνευτική», δηλαδή κατακτητική) στρατιωτική αποστολή του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν (ISAF) από το 2002.

β) Η γκετοποίηση των προσφύγων είναι συνειδητή πολιτική απόφαση όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων, ώστε αφενός να αποφευχθούν φαινόμενα αλληλεγγύης των ελλήνων προς αυτούς, όπως είχαν σημειωθεί το 2016 σε πρωτόγνωρο βαθμό. Αφετέρου, η απομόνωση αυτή επιτρέπει στις αρχές να μην δίνουν πόρους για την περίθαλψη και τη στέγασή τους, όπως ακριβώς δεν θέλουν να δίνουν και για το υπόλοιπο κοινωνικό κράτος (Υγεία, Παιδεία κλπ). Η διαφορά είναι ότι στην περίπτωση των προσφύγων, το πολιτικό κόστος είναι πολύ μικρότερο, ειδικά όταν οι πρόσφυγες δεν μπορούν να επικοινωνήσουν τα προβλήματά τους.

γ) Αυτή η πολιτική γκετοποίησης (οικιστική απομόνωση ή πρακτική φυλάκιση, ελάχιστες ή καθόλου παροχές υγείας και παιδείας, αποκλεισμός από την αγορά εργασίας, απαγόρευση μετακίνησης) είναι που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί μερίδα των προσφύγων στην εγκληματικότητα και άλλη μερίδα στην θυματοποίηση. Όπως λέει και το άρθρο, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να βρεις φαγητό, όταν δεν σου δίνουν την ευκαιρία καν να ψάξεις για δουλειά!

δ) Η λύση για τα προβλήματα των προσφύγων που καταφέρνουν να φτάσουν ως εδώ είναι πλήρως εφικτή. Στέγαση όλων των αστέγων, ελλήνων και προσφύγων, στα εκατοντάδες αχρησιμοποίητα κτίρια του Δημοσίου και της εκκλησίας μέσα στις μεγάλες πόλεις. Παροχή ασύλου και άδειας παραμονής και εργασίας, ΑΦΜ και ΑΜΚΑ σε όλους τους αιτούντες, ώστε να μπορούν είτε (με την άδεια εργασίας) να διεκδικήσουν τη ζωή τους εδώ, είτε (με την κάρτα ασύλου) να μετακινηθούν σε κάθε ευρωπαϊκό κράτος, όπως άλλωστε θέλουν οι περισσότεροι. Βέβαια, αυτά χρειάζονται υιοθέτηση φιλολαϊκών και όχι «μνημονιακών» πολιτικών -και πόρους που δεν «περισσεύουν» από τον προϋπολογισμό, όταν αφιερώνονται δισεκατομμύρια σε στρατιωτικές αποστολές στο εξωτερικό και νέες αγορές εξοπλισμών ή στο συστηματικό («ηράκλειο») ξελάσπωμα των τραπεζιτών ή στο χάρισμα χρεών και επιδοτήσεων σε μεγαλοεπιχειρηματίες (με ή χωρίς ΠΑΕ) ή σε οικονομικές παροχές στο ιερατείο κοκ.

ε) Στηρίζουμε ανεπιφύλακτα την πολιτική των ανοικτών συνόρων που με τα παραπάνω μέτρα καμία «επιβάρυνση» δεν θα φέρει για τον ελληνικό λαό, όπως υποκριτικά αναπαράγουν όσοι ακριβώς όντως επιβαρύνουν εδώ και δεκαετίες τον ελληνικό λαό με τις πολιτικές τους. Τα κλειστά σύνορα, αντίθετα, είναι αυτά που μετατρέπουν το Λιμενικό, όχι μόνο σε διασώστη μισοπνιγμένων ανθρώπων όπως εύκολα προπαγανδίζουν τα ΜΜΕ, αλλά συχνά και σε θύτη που τους πνίγει ατιμώρητα. Όπως απέδειξε στο πανελλήνιο η φοβερή υπόθεση του Φαρμακονησίου το 2014 –που μπήκε βέβαια στο αρχείο- ή πριν λίγες μέρες το «ατύχημα» κοντά στην Κω.

 

Καμία άλλη επιλογή: Έφηβοι μετανάστες στη Λέσβο εκπορνεύονται για να επιβιώσουν

Η κατάσταση στο υπερκορεσμένο στρατόπεδο προσφύγων της Μόριας στη Λέσβο χειροτερεύει κάθε ημέρα. Οι ανήλικοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι. Οι InfoMigrants μίλησαν με έφηβους που δήλωσαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να πουλήσουν το σώμα τους για χρήματα.

Είναι 10:00 μ.μ. και έξω είναι ήδη σκοτάδι όταν ο συνάδελφός μου συναντά μια ομάδα εφήβων που κάθεται γύρω από ένα πάρκο κοντά στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Οι νεαροί μάς λένε ότι προέρχονται από το Αφγανιστάν και ότι ζουν στο υπερκορεσμένο στρατόπεδο Μόρια του νησιού.

Στην αρχή, φαίνεται ότι διστάζουν να μας μιλήσουν. Δεν θέλουν να μοιραστούν με δημοσιογράφους πάρα πολλές λεπτομέρειες σχετικά με τη ζωή τους και τις εμπειρίες τους στη Λέσβο. Αλλά σιγά-σιγά αρχίζουν να ανοίγονται. Συμφωνούν να μιλήσουν μαζί μας μόνο με την προϋπόθεση της ανωνυμίας.

Ο Αχμάντ (όχι το πραγματικό του όνομα) είναι ένας από τους εκατοντάδες ασυνόδευτους Αφγανούς που έχουν κολλήσει στην Ελλάδα. Είναι 17 ετών και έζησε στην Αθήνα και στη Μυτιλήνη, την πρωτεύουσα του νησιού της Λέσβου, από το 2017.

Ο Αχμάντ λέει ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου στην Ελλάδα έχει υποστεί σε πολλές περιπτώσεις βία και κακοποίηση. Αναφέρει λεπτομερώς ότι τα προβλήματά του ξεκίνησαν όταν ξεγελάστηκε από μια ομάδα εμπόρων ναρκωτικών όταν ήταν στην Αθήνα. Του έδωσαν ένα πακέτο για να το μεταφέρει στη Λέσβο. Του υποσχέθηκαν χρήματα για τη μεταφορά. Αλλά η αστυνομία τον έπιασε στο δρόμο και μπήκε στη φυλακή.

“Δεν ήξερα τι είχε μέσα στο πακέτο και μου είπαν ότι θα έπαιρνα ένα χρηματικό ποσό μεταφέροντάς στη Λέσβο.” Όταν η αστυνομία με έπιασε, συνειδητοποίησα ότι η συσκευασία είχε χασίς”, παραδέχεται ο Αχμάντ.

Ο Αχμάντ λέει ότι έχει γίνει μάρτυρας σε πολλές σκηνές σεξουαλικών επιθέσεων και βίας στο στρατόπεδο της Μόριας. “Εγώ ο ίδιος δέχτηκα πολλές φορές επίθεση, μια ομάδα ανδρών προσπάθησε να με βιάσει αρκετές φορές, αλλά τους ξέφυγα και το’σκασα.”

Ο καταυλισμός της Μόριας χωρίζεται σε διαφορετικά τμήματα. Συνήθως, οι ανήλικοι μετανάστες, τα παιδιά και οι οικογένειες κατατάσσονται στο Τμήμα Α, Β ή Γ, όπου υποτίθεται είναι ασφαλείς. Ωστόσο, ο Αχμάντ λέει ότι δεν τοποθετήθηκε σε κανένα από τα εν λόγω τμήματα χωρίς να του εξηγήσει κανείς γιατί. “Πρέπει να διαμένω με άλλους πρόσφυγες που είναι μεγαλύτεροι από μένα”, λέει.

Ο Αχμάντ λέει ότι ήταν αθλητής στο Αφγανιστάν. Πιστεύει ότι η καλή του φυσική του κατάσταση ίσως τον γλιτώνει από κινδύνους στο στρατόπεδο.

Αυτές τις μέρες, ο Αχμάντ κερδίζει χρήματα μεταπωλώντας εισιτήρια λεωφορείων στο κέντρο της Μυτιλήνης. Αγοράζει εισιτήρια για 80 λεπτά το καθένα και τα πουλάει για ένα ευρώ. Περπατάει περίπου 16 χιλιόμετρα από τη Μόρια στη Μυτιλήνη κάθε ημέρα για να το κάνει αυτό.

Προειδοποιήσεις

Η βία, η πορνεία, η έλλειψη στέγης – η κατάσταση κρίσης που αντιμετωπίζουν πολλοί ανήλικοι μετανάστες στα ελληνικά hotspots δεν έφθασε ξαφνικά χωρίς προειδοποιητικά σημάδια. Σε μια έκθεση που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2017, οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ προειδοποιούσαν για μια «Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης μέσα στην Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης», όπου τα παιδιά μετανάστες θα υπέφεραν από σωματική, ψυχολογική και σεξουαλική βία στα στρατόπεδα και τις εγκαταστάσεις μεταναστών της Ελλάδας.

Η έκθεση επικεντρωνόταν κυρίως στους πολλούς παράγοντες που συμβάλλουν στην εμπορική σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών μεταναστών και στις επιπτώσεις πάνω στα θύματα τέτοιας κακοποίησης. Ένας από τους στόχους της έκθεσης ήταν να παρακινήσει τους νομοθέτες να αντιμετωπίσουν αυτή την “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” με καλύτερες πολιτικές αποφάσεις. Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, λίγα έχουν αλλάξει. Η Ελλάδα προσπαθεί τώρα να αντιμετωπίσει μια νέα αύξηση των αφίξεων μεταναστών και ένα αυξανόμενο ποσοστό ασυνόδευτων ανηλίκων.

Η πορνεία είναι μερικές φορές η μόνη επιλογή

Ο Αχμάντ δεν είναι ο μόνος που έχει δει σεξουαλική κακοποίηση. Μερικοί από τους φίλους του παραδέχονται ότι έχουν βιώσει παρόμοιες καταστάσεις στο στρατόπεδο.

«Κάποιοι άνθρωποι που ζουν στα τμήματα Α, Β και Γ της Μόριας πουλούν το σώμα τους για χρήματα. Όταν δεν έχετε χρήματα για να αγοράσετε φαγητό, τι θα κάνετε; Η πορνεία είναι η μόνη επιλογή. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να κερδίσουν χρήματα», είπε ένας από τους φίλους του Αχμάντ.

Έπειτα ο Αχμάντ στρέφεται προς τη μεριά μας και μας μεταφέρει ότι δύο από τους στενούς του φίλους πωλούσαν το σώμα τους για χρήματα. Προσθέτει ότι, παρόλο που ένας από αυτούς συμπεριφέρεται κανονικά όταν είναι κοντά του, η διάθεσή του αλλάζει αμέσως όταν βλέπει ενήλικους μετανάστες. “Δεν θέλει να αντικρίζει αυτούς ή εμάς όταν τους βλέπει».

Την επόμενη μέρα συναντάμε έναν 16χρονο Αφγανό κοντά στην είσοδο του στρατοπέδου της Μόριας. Μας πλησιάζει, ζητώντας πληροφορίες για το πώς να ξεφύγει από το νησί. Όταν τον ρωτάμε γιατί θέλει να φύγει, λέει ότι “οι ανήλικοι βρίσκονται σε άθλια κατάσταση εδώ και οι ενήλικες αιτούντες άσυλο κακοποιούν τους ανηλίκους. Αυτοί [οι ενήλικες] έχουν μαχαίρια. Αν δεν κάνεις ό,τι σου πουν, θα σε σκοτώσουν.»

 

Ένας φρικτός τόπος

Η Μόρια, που βρίσκεται σε μια πρώην στρατιωτική βάση, άνοιξε το 2015 ως κέντρο για την καταγραφή νέων αφίξεων, αλλά τώρα έχει υπερκαλύψει τέσσερις φορές την χωρητικότητά της. Το στρατόπεδο έχει επεκταθεί σε ένα λασπώδες, σπαρμένο με σκουπίδια άλσος ελιών και οι αρχές αισθάνονται την κατάσταση να τις ξεπερνά.

Στην Μόρια, είναι σύνηθες αρκετοί να μοιράζονται υποτυπώδεις σκηνές ασφυκτικά κοντά τη μία κοντά στην άλλη. Οι γυναίκες έχουν πει σε ανθρωπιστικές οργανώσεις ότι αισθάνονται ανασφαλείς τη νύχτα και οι συνθήκες υγιεινής έχουν περιγραφεί από ομάδες βοήθειας ως “φρικιαστικές”, με πάνω από 100 άτομα να μοιράζονται μόνο μία τουαλέτα.

Περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι, κυρίως αφγανικές και συριακές οικογένειες, διέσχισαν το Αιγαίο από την Τουρκία στην Ελλάδα μόνο το Σεπτέμβριο του 2019, σύμφωνα με την UNHCR. Αυτό σηματοδοτεί το υψηλότερο μηνιαίο επίπεδο διέλευσης στην Ελλάδα σε διάστημα τριών ετών.




ΑΔΕΔΥ: Καταδίκη της δίωξης των αγωνιστών κατά των πλειστηριασμών

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Καταδίκη της δίωξης των αγωνιστών κατά των πλειστηριασμών

της λαϊκής κατοικίας

Η Εκτελεστική Επιτροπή της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. καταγγέλλει την παραπομπή σε δίκη του Παναγιώτη Λαφαζάνη στις 30.10.2019, για παράβαση  άρθρων  του Ποινικού Κώδικα εξαιτίας της δράσης του στα πλαίσια του κινήματος ενάντια στους πλειστηριασμούς. Η πρωτοφανής πολιτική δίωξη του Παναγιώτη Λαφαζάνη έχει ασκηθεί μετά από μήνυση fund με έδρα τη Λιβερία με τον ισχυρισμό της παρεμπόδισης πλειστηριασμού.

Την ίδια ημέρα (30/10/2019) παραπέμπονται σε δίκη στη Θεσσαλονίκη μέλη του Συντονισμού Συλλογικοτήτων Θεσσαλονίκης, για τη συμμετοχή τους ενάντια στους πλειστηριασμούς.

Οι δίκες αυτές παραπέμπουν σε άλλες σκοτεινές εποχές, και αναδεικνύουν το γεγονός, ότι και σήμερα τα δημοκρατικά δικαιώματα στη χώρα μας αμφισβητούνται και η κινηματική και πολιτική δράση ενάντια στα μνημόνια και τις πολιτικές λιτότητας διώκεται.

Η υπεράσπιση όμως των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων μας αφορά όλους. Αφορά κάθε δημοκρατικό πολίτη.

Η Εκτελεστική Επιτροπή της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., η οποία είχε και έχει ενεργό συμμετοχή στο κίνημα αποτροπής πλειστηριασμών λαϊκής κατοικίας και περιουσίας, καταδικάζει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τις ποινικές διώξεις σε βάρος αγωνιστών του κινήματος κατά των πλειστηριασμών και στηρίζει τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και συμπαράστασης την Τετάρτη, 30 Οκτωβρίου 2019, ώρα 9:00πμ, στα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων (Δ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών κτίριο 7 αίθουσα 1) και ώρα 11:30πμ στα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης.

Από την Εκτελεστική Επιτροπή της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.




Μια ιστορία του Τζιμ Χίγκινς για τον τροτσκισμό-κεφάλαιο 6

Μτφρ Α.Λ.

Κεφάλαιο 6: Η περίοδος εισοδισμού στη Νεολαία του Εργατικού Κόμματος

 

Το να είμαστε ζωντανοί εκείνη την αυγή αποτελούσε από μόνο του μεγάλη χαρά, αλλά αν ήμασταν και νέοι ήταν ο παράδεισος…

Ουίλιαμ Ουέρντσουερθ για τη Γαλλική Επανάσταση

 

Ενώ η πρώτη δεκαετία του SRG χαρακτηρίστηκε από ελάχιστη έως καθόλου αύξηση των μελών, χαρακτηρίστηκε παρ’ όλα αυτά από ξεκαθάρισμα της πολιτικής του φυσιογνωμίας. Δεν χαρακτηριζόταν καθόλου από τις μεσσιανικές φιλοδοξίες του ορθόδοξου Τροτσκισμού. Δόθηκε έμφαση στην αυτενέργεια και την πρωτοβουλία  της εργατικής τάξης ως προϋπόθεση για την πρόοδο της σοσιαλιστικής υπόθεσης, αντί να θεωρείται η επαναστατική ομάδα ως το κέντρο του σύμπαντος και να ξαναγράφει την ιστορία του κόσμου όποτε χρειάζεται για να τεκμηριώσει αυτή την αστρονομική υπόθεση.

Σε κάθε στάδιο της θεωρητικής διαδρομής της Ομάδας οι ιδέες εξελίσσονταν για να εξηγήσουν τη νέα πραγματικότητα. Ο κρατικός καπιταλισμός ήταν μια απάντηση στην ολοένα και πιο αβάσιμη ιδέα ενός “εργατικού κράτους”, η διαρκής οικονομία των όπλων ήταν μια προσπάθεια να εξηγηθεί η μεταπολεμική άνθιση διαρκείας, η μεταλλασσόμενη φύση  του ρεφορμισμού εφιστούσε την προσοχή στο γεγονός ότι οι περισσότερες βελτιώσεις στις συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης δεν προέρχονταν από τη σοσιαλδημοκρατία ή το συνδικαλιστικό μοντέλο αλλά από την πίεση των εργατών από τα κάτω. Ενώ αυτές οι θεωρίες δεν ήταν απαραίτητα αλληλένδετες (με την έννοια ότι, για παράδειγμα, μπορούσαμε να αποδεχόμαστε τη μια από αυτές, χωρίς να χρειάζεται να ασπαστούμε τις άλλες δυο),  στη ζωή του SRG σημείωσαν σαφή φυσιολογική εξέλιξη. Το αποτέλεσμα ήταν μια ομάδα που εξακολουθούσε να φέρει μερικά από τα στοιχεία της τροτσκιστικής προέλευσής της, αλλά επίσης έδειχνε μια διάθεση ανανέωσης, ανοιχτό πνεύμα στο να αποδεχθεί την πραγματικότητα του μεταπολεμικού κόσμου και μια ταπεινοσύνη στην αποδοχή της πραγματικότητας ότι οι σ. έπρεπε να δείξουν μεγάλη υπομονή αν ήθελαν να δουν οποιαδήποτε επανάσταση που θα στήριζε τις πιθανότητες νίκης της στην καθοδήγηση του SRG.

Οπλισμένος ο SRG με τη θεωρία του, έμοιαζε μάλλον με τον νέο άνδρα που είχε βάλει τα καλύτερά του ρούχα αλλά δεν είχε πουθενά να πάει. Τότε το Εργατικό Κόμμα ένιωσε υποχρεωμένο να αναδιοργανώσει τη νεολαία του. Με τα χρόνια το Εργατικό Κόμμα απέκτησε μια εξαιρετικά ταραχώδη σχέση με τη νεολαία. Η πρώτη Λίγκα Νεολαίας(LOY) ιδρύθηκε το 1923. Το Εργατικό Κόμμα, από την αρχή, ήταν καχύποπτο απέναντι στους νέους και την τάση τους να υιοθετούν ριζοσπαστικές πολιτικές. Έτσι δεν επιτράπηκε στη LOY να διαθέτει πανεθνική οργάνωση και ηγεσία. Μετά από μερικά θυελλώδη χρόνια ύπαρξης, ακολούθησαν οι πραγματικές μάχες στη δεκαετία του 1930. Το Κομμουνιστικό Κόμμα είδε τη Λίγκα ως λαμπρό πεδίο για την πολιτική του ενιαίου μετώπου.

Ο κύριος πράκτοράς τους μέσα στη LOY ήταν ο Τεντ Ουίλις. (Στη συνέχεια, ο Ουίλις έγινε ο σεναριογράφος της τηλεοπτικής σειράς Dixon of Dock Green, και γι αυτή του συνεισφορά στην «τέχνη» επιβραβεύτηκε στο τέλος της ζωής του ως εξέχον μέλος των Εργατικών.) Μετά από μερικές  εσωκομματικές μάχες, ο Τεντ άλλαξε στρατόπεδο στρατολογώντας ένα μεγάλο τμήμα της Λίγκας στην Κομμουνιστική Λίγκα Νεολαίας και, το 1938, η LOY διαλύθηκε. Το τροτσκιστικό κίνημα παρεμπιπτόντως είχε ανθρώπους που δουλεύανε πολιτικά μέσα στη Λίγκα: τον Τζοκ Χάστον, τον Τεντ Γκραντ, τον Τζέρι Χίλι με τους συντρόφους τους γύρω από την εφημερίδα «Νεολαία για τον Σοσιαλισμό», αλλά οι δυνάμεις τους ήταν μικρές και η επιρροή τους ήταν αμελητέα.

Αμέσως μετά τον πόλεμο, ένα κίνημα νεολαίας άρχισε να αναπτύσσεται αυθόρμητα, χωρίς την εμπλοκή της ηγεσίας των Εργατικών. Αυτή η ανανεωμένη Εργατική Λίγκα Νεολαίας (LLOY) υπέστη (από την κομματική ηγεσία των Εργατικών) τους ίδιους περιορισμούς με την παλιά – όχι πανεθνική οργάνωση, όχι κεντρική εκπροσώπηση στη συνδιάσκεψη, όχι εκλεγμένη ηγεσία και κανένα δικαίωμα ή δυνατότητα παρέμβασης στο κύριο σώμα του Εργατικού Κόμματος. Η ιστορία της ήταν μια βουβή επανάληψη του προπολεμικού μοντέλου. Οι αριστερές τοπικές οργανώσεις της διαλύονταν και κάθε σπίθα πρωτοβουλίας καταπνιγόταν μονίμως. Το τροτσκιστικό κίνημα, ελαφρώς αλλά όχι πολύ μεγαλύτερο, πλέον προσανατολισμένο στον εισοδισμό στο Εργατικό Κόμμα, δούλευε πολιτικά μέσα στη Λίγκα και έκανε κάποιες στρατολογίες, αλλά η έλλειψη δυνάμεων κι εθνικής δικτύωσης, σε συνδυασμό με το δρακόντειο καθεστώς που επέβαλε το Εργατικό Κόμμα, εξασφάλιζε ότι ούτε το τροτσκιστικό κίνημα γενικά ούτε οι εισοδιστές συγκεκριμένα πρόκοβαν.

Το 1955, η LLOY ήταν τόσο εξαντλημένη από την καταπίεση και της μείωση του αριθμού μελών που το Εργατικό Κόμμα την κατάργησε πριν διαλυθεί από μόνη της. Σε μια προσπάθεια να αποκτήσει ένα πιο πειθήνιο κίνημα νεολαίας, το Εργατικό Κόμμα ίδρυσε τα Τμήματα Νεολαίας. Αυτά ήταν οργανικά τμήματα των τοπικών οργανώσεων χωρίς καμία ανεξαρτησία και με ανώτατο όριο ηλικίας ένταξης τα 21. Στην περιφερειακή οργάνωση Εργατικών του Ίστ Ίσλινγκτον, για παράδειγμα, δεν ήταν δυνατό να ενταχθεί κανείς στο Τμήμα Νεολαίας αν δεν ήταν ταυτόχρονα και μέλος της περιφερειακής κομματικής  οργάνωσης. Αυτό αποτελούσε ακόμη πιο κατασταλτικό όρο από ό,τι ίσως ακούγεται, καθώς υπήρχαν μόνο μερικές δεκάδες ενηλίκων μελών στην περιφερειακή του Ιστ Ίσλινγκτον, πολλοί από τους οποίους απείχαν πολλά χρόνια από την νεανική τους ηλικία.

Για το Εργατικό Κόμμα, το να υπάρχει ένα παράρτημα νεολαίας, απαλλαγμένο από την αγχωτική τάση του να πιέζει από τα αριστερά και να μη σέβεται τους μεγαλύτερους, είχε ορισμένα πλεονεκτήματα. Εκτός φυσικά από το γεγονός ότι υποσχόταν μια κάποια ανανέωση των μελών του κόμματος, περιελάμβανε όσους ήταν, τουλάχιστον θεωρητικά, πιο ικανοί να σηκώσουν τα βαριά καθήκοντα της εκλογικής πολιτικής. Οι Τόρις βρίσκονταν στην εξουσία επί σχεδόν δέκα χρόνια (στην πραγματικότητα, άντεξαν άλλα τέσσερα) και μόλις το 1959 επανεξελέγησαν για άλλη μια φορά. Το “νέο αίμα” αποτελούσε σαφώς το ζητούμενο της περιόδου. Η επιτυχία του CND ως οργάνωση ήταν μια σοβαρή δυνατότητα (για ανανέωση), μόνο εφόσον η νεολαία πειθόταν να συμπεριφερθεί κατάλληλα.

Το ότι η συγκυρία που ξεκίνησε η καμπάνια του CND (κινήματος ενάντια στην πυρηνική βόμβα, στΜ) , το 1960, ήταν κατάλληλη, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μόλις μετά από λίγους μήνες  οι Νέοι Σοσιαλιστές είχαν πάνω από 700 τοπικές οργανώσεις. Το καταστατικό των Νέων Σοσιαλιστών ήταν συγκριτικά φιλελεύθερο και η διασφάλιση «κατάλληλης συμπεριφοράς» ανατέθηκε στον Μπέσι Μπράντοκ, έναν σπουδαίο και εξαιρετικά δεξιό πρώην κομμουνιστή που ήταν στην Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή του Εργατικού Κόμματος ΕΕΕ), και στον Τζορτζ Μπρίνχαμ, έναν συνδικαλιστή αξιωματούχο επίσης μέλος της ΕΕΕ  του Εργατικού Κόμματος, για να εποπτεύουν τις δραστηριότητες του νέου κινήματος. Όσο άτεγκτοι τοποτηρητές της πειθαρχίας κι αν ήταν οι Μπρίνχαμ και Μπράντον, δεν είχαν καμία πιθανότητα να ελέγξουν ένα  κίνημα νεολαίας που ήταν, σε μεγάλο βαθμό, απάντηση στη μονόπλευρη επίσημη πολιτική των Εργατικών, που στήριζαν σταθερά και ενθουσιωδώς την πυρηνική βόμβα. Εάν οι ηγέτες του Εργατικού Κόμματος είχαν όντως την πρόθεση να μετατραπούν οι Νέοι Σοσιαλιστές σε ιδεολογική αρένα και σε πεδίο στρατολόγησης για την επαναστατική αριστερά, δεν θα μπορούσαν να κάνουν  καλύτερη δουλειά στον σχεδιασμό. Σχεδόν με κραυγές χαράς,  οι επαναστατικές ομάδες άρπαξαν έξυπνα την ευκαιρία για να δρέψουν τα δωράκια που τόσο γενναιόδωρα τους παρείχε το Εργατικό Κόμμα.

Το πρώτο εργαλείο  για τη διάδοση των ιδεών του SRG στους Νέους Σοσιαλιστές ήταν η εφημερίδα Rebel (Επαναστάτης), μια εφημερίδα τεσσάρων σελίδων A5. Εκδιδόταν στη γιάφκα του Κλιφ, σε μέγεθος τσέπης, από τον Τζον Φίλιπς, τον Μάικλ Χέιμ, τον Κρις Χάρμαν και τον Τζον Πάλμερ, μεταξύ άλλων. Για να πούμε την αλήθεια, ήταν ένα αρκετά άσχημο μικρό έντυπο, αλλά διέθετε κάποια γοητεία. Το 1961, οι οπαδοί της Rebel και αυτοί της Rally (Διαδήλωση), της εφημερίδας νεολαίας του RSL (του Τεντ Γκραντ, στΜ), συγχωνεύθηκαν για να δημιουργήσουν την εφημερίδα «Νέα Φρουρά». Ήταν, από πολλές απόψεις, μια δύσκολη συμμαχία και οι μηνιαίες συνεδριάσεις της σύνταξης ήταν αρκετά γεμάτες, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η συνιστώσα της Rally, όπως και η SLL του Χίλι, υποστήριζε ότι η Βρετανία πρέπει να αφοπλιστεί μονομερώς, ενώ η Ρωσία όχι, επειδή η δική της ήταν “εργατική βόμβα”. Κάποιος υπενθύμισε το παλιό τραγουδάκι του ΚΚ, «Το Τραγούδι των Κόκκινων Αεροπόρων», του οποίου το ρεφρέν περιέχει τα αθάνατα λόγια: “Θα ρίχνουμε φυλλάδια στους εργάτες, ενώ βομβαρδίζουμε τα αφεντικά τους”. Εξαιτίας όλων αυτών των διαμαχών στις συνεδριάσεις, οι σελίδες της εφημερίδας ήταν, ως επί το πλείστον, απαλλαγμένες από τη σεχταριστική αντιπαράθεση, με την τέχνη και τη θρησκεία να καταλαμβάνουν τον ίδιο χώρο με την πολιτική.

Οι αρχές της δεκαετίας του ’60 ήταν μια εποχή διαδηλώσεων, ιδιαίτερα κατά της ατομικής βόμβας, και υπήρχε πάντα κάποια δράση να οργανωθεί μέσα στους Νέους Σοσιαλιστές, κάτι που εξασφάλιζε ότι δεν αποτελούν απλώς έναν όμιλο συζήτησης με ψηφοθηρικές αρμοδιότητες. Οι Πορείες του Αλντερμάστον το Πάσχα του 1960 και του 1961, στις οποίες συμμετείχαν περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι και το κίνημα αυτό στράφηκε για τη στήριξη των ελπίδων και των προσδοκιών του στο Εργατικό Κόμμα, το οποίο βρισκόταν εν αναμονή ανάληψης της κυβέρνησης μετά από πολλά χρόνια κυβέρνησης Τόρις για να υιοθετήσει τον μονομερή πυρηνικό αφοπλισμό.Ένα μέτρο της αυξανόμενης ριζοσπαστικοποίησης της εποχής ότι στο συνέδριο Εργατικού Κόμματος το 1961 υιοθετήθηκε ο μονομερής αφοπλισμός ως κομματική πολιτική. Την επόμενη χρονιά, βεβαίως, μετά από «πολιτικό μασάζ» και βοήθεια από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ξαναυιοθετήθηκε η «πολυμερής πολιτική»(στΜ μια πολιτική του τύπου «αν δεν αφοπλιστούν οι άλλοι τότε δεν αφοπλίζομαι ούτε εγώ) ,τόσο φανατικά που αν ο Άνιουριν Μπίβαν ζούσε αρκετά για να γίνει Υπουργός Εξωτερικών, θα ερχόταν ζωσμένος με πυρηνικά όπλα στο συνέδριο.

Ένα πρώιμο όφελος από τη δουλειά μέσα στους Νέους Σοσιαλιστές είναι η στρατολόγηση αρκετών νέων Σκωτσέζων από τη Γλασκώβη, κάποιοι από τους οποίους είχαν δραστηριοποιηθεί στην απεργία των μαθητευόμενων εργαζόμενων μηχανικών το 1960. Το 1961, ένα προχωρημένο τμήμα αυτής της φουρνιάς μετακόμισε στο Λονδίνο, συμπεριλαμβανομένου του Μπιλ Τόμπσον, του Ρος Πρίτσαρντ και του Γκας ΜακΝτόναλντ. Ο Φρανκ Κάμπελ και ο Μπιλ Κέιν ήρθαν στο Λονδίνο λίγο αργότερα. Άλλοι, όπως ο Πίτερ Μπέιν και ο Ίαν Μούνεϊ, παρέμειναν στη Γλασκώβη. Ήταν μια ιδιαίτερα ταλαντούχα ομάδα συμπαθητικών, ως άτομα, ανθρώπων, με μια πρώιμη προσκόλληση στο χαλαρό λάιφ-στάιλ του 1960, που σήμερα έχει γίνει αντικείμενο έντονης νοσταλγίας. Πριν φύγουν από τη Γλασκώβη, έπεισαν τον Πωλ Φουτ ότι ο σοσιαλισμός σχετιζόταν περισσότερο με την εργατική τάξη παρά με τα κρασιά και τα τυριά.

Ο Γκας Μακντόναλντ δεν παρέμεινε μέλος για πολύ, αλλά δούλεψε για λίγο ως επαγγελματικό στέλεχος με πλήρη απασχόληση στον SRG, ήταν αρχισυντάκτης στη «Νέα Φρουρά» και ένας χρήσιμος δημοσιογράφος για την οργάνωση. [1] Ο Μπιλ Τόμπσον ήταν ένας επιτυχημένος λαϊκός τραγουδιστής και στιχουργός τραγουδιών. Ένα από τα τραγούδια του Μπιλ, ένας ύμνος για τα θετικά της μπύρας, είχε μια στροφή που έλεγε: «Τι Διαλεκτική, Τι Ξεδιαλεκτική. Επίσης, Τι Οιδίποδας Τι Ξε-οιδίποδας. Φέρε μου παρέα, φέρε μου μια μπύρα.»  Ο Μπιλ συνόδευε το τραγούδι του με κιθάρα,  αν και αγαπημένο του όργανο του ήταν το τρομπόνι. Δυστυχώς το τρομπόνι δεν είχε μεγάλη πέραση στους λαϊκούς κύκλους, ειδικά από τη στιγμή που ο καλλιτέχνης έπρεπε ταυτόχρονα να τραγουδάει. Το ταλέντο του για το λαϊκό τραγούδι το μοιράστηκε με άλλους και αυτό, μαζί με την αυθεντικά Γλασκωβιανή ευχέρεια να καταναλώνει απεριόριστες μπύρες, βοήθησαν στο να οργανωθούν μερικές αξέχαστες κοινωνικές και πολιτικές βραδιές, σεμινάρια τα Σαββατοκύριακα και συνδιασκέψεις των Νέων Σοσιαλιστών.

Ο Mπιλ οργάνωσε επίσης το πρώτο τυπογραφείο του SRG, σε έναν μικρό χώρο στην οδό Χόλογουεϊ. Όταν αγοράσαμε το τυπογραφικό μηχάνημα, ένα χτυπημένο βρετανικό μάρκας Salmson Ranger, φαινόταν ευκαιρία με κόστος 300 λίρες. Ωστόσο επρόκειτο για ψευδαίσθηση, όπως αποδείχθηκε ένα χρόνο αργότερα, όταν καταφέραμε να την ξεφορτωθούμε με 3 λίρες. Εμφάνισε μια σειρά εγγενών κατασκευαστικών κουσουριών, καθώς και ορισμένες επίκτητες βλάβες που είχαν αποκτηθεί μετά από πάρα πολλά χρόνια λειτουργίας. Παρά το γεγονός ότι ο Μπιλ δεν είχε εκπαιδευτεί ως τυπογράφος -αν και είχε τη  βοήθεια του Ρος Πρίτσαρντ όταν αντιμετώπιζε σοβαρές δυσκολίες- κατόρθωσε να εκδώσει τόσο την εφημερίδα «Βιομηχανικός Εργάτης» όσο και την  τρίτη έκδοση του βιβλίου του Κλιφ για τη Ρωσία. Ένας θρίαμβος της δύναμης της θέλησης και της αυταπάρνησης κόντρα στο απύθμενο θράσος και το καθαρό σαμποτάζ ενός ψόφιου μηχανήματος.

Στους Νέους Σοσιαλιστές υπήρχε ένα έτοιμο κοινό με όρεξη για αριστερές πολιτικές συζητήσεις με ανοιχτό τρόπο. Για να ανταποκριθεί στις συγκεκριμένες απαιτήσεις ο Κλιφ εκπόνησε ένα πρόγραμμα σεμιναρίων με μια σειρά δώδεκα βδομαδιάτικων διαλέξεων για τη σοσιαλιστική θεωρία. Η εναρκτήρια διάλεξη αφορούσε τον διαλεκτικό υλισμό και όλο το μάθημα καταπιάστηκε με όλα τα κύρια χαρακτηριστικά της μαρξιστικής μελέτης, συμπεριλαμβανομένης της οικονομίας, του κράτους και της επανάστασης, της διαρκούς επανάστασης και της διαρκούς οικονομίας των όπλων. Οι σημειώσεις στη διάλεξη σχετικά με τη διαρκή οικονομία των όπλων είχαν και την αστεία πλευρά τους, καθώς περιελάμβαναν μια αναφορά στο “δίλημμα της Όλιβ Όιλ (Olive Oyl)”. Εκ πρώτης όψεως, αυτό θα μπορούσε να παρερμηνευτεί ως ένα μυστηριώδες οικονομικό φαινόμενο, που σχετίζεται ίσως με την ιταλική βιομηχανία φυτικών ελαίων, και διατυπωμένο από κάποιον που δεν μπορούσε να γράψει τη λέξη «έλαιο» (oil) με σωστή ορθογραφία. Oύτε καν όμως- ο Κλιφ αναφερόταν στο κορίτσι του Ποπάι, που όπως οι καπιταλιστές, μπροστά στην αντίφαση να αφιερώνει όλο και περισσότερους πόρους στις στρατιωτικές δαπάνες σε βάρος των επενδύσεων για να ανταποκριθεί στον διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό, συχνά βρισκόταν να σέρνεται και προς τις δύο κατευθύνσεις . Όπως πολλοί επαγγελματίες επαναστάτες που δούλευαν με πλήρες ωράριο, ο Κλιφ ήταν πλήρως εθισμένος στην τηλεοπτική παρακολούθηση παιδικών το απόγευμα και τα κινούμενα σχέδια του Ποπάι ήταν από τα αγαπημένα του. Η λανθασμένη εικασία του ότι άνθρωποι πάνω από 10 χρονών,  που παρεμπιπτόντως εργάζονταν για να ζήσουν, θα αντιλαμβάνονταν αυτές τις δυσνόητες πολιτιστικές αναφορές, ήταν ένα από τα πιο γοητευτικά κουσούρια του.

Ίσως έχει ένα ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι η δωδέκατη και η τελευταία διάλεξη της σειράς “Τα Καθήκοντα Μαρξιστών στο Εργατικό Κίνημα” περιέχει μεταξύ άλλων τα λόγια: «Οι μαρξιστές δεν πρέπει να δημιουργήσουν το δικό τους κόμμα. Πρέπει να θυμούνται ότι η εργατική τάξη θεωρεί το Εργατικό Κόμμα ως την πολιτική οργάνωση της τάξης (και χωρίς αμφιβολία όταν ξεδιπλωθεί ένα νέο κύμα πολιτικής δραστηριότητας μέσα στην της εργατική τάξη, εκατομμύρια νέοι ψηφοφόροι θα στραφούν στους Εργατικούς και εκατοντάδες χιλιάδες θα ενταχθούν ενεργά στο κόμμα τους) … Οι μαρξιστές θα πρέπει να προσπαθήσουν να ενωθούν με την Κεντρίστικη Αριστερά στη δράση για να υπερασπιστούν τις παραδοσιακές εργατικές αξίες του Κόμματος…» Ο εισοδισμός ήταν γερά εδραιωμένος ακόμα εκείνη την περίοδο,  αλλά όχι για πολύ καιρό.

Η επιτυχία της δουλειάς στους Νέους Σοσιαλιστές ήταν σαφώς μετρήσιμη και, το 1962, ο SRG είχε περίπου 200 μέλη. Πολλά από αυτά τα μέλη είχαν εκπαιδευτεί, ίσως μάλιστα,κάποιοι λένε, παραεκπαιδευτεί, στις φραξιονιστικές μάχες μέσα στους Νέους Σοσιαλιστές. Όπως ήταν αναμενόμενο, η κύρια αντιπολίτευση (απέναντι στον SRG) δεν ήταν η δεξιά πτέρυγα, η οποία ήταν μια μικρή μειοψηφία, ούτε η Τριμπιουνική αριστερά που δεν ήταν πολύ μεγαλύτερη, αλλά οι οπαδοί του Χίλι. Το μεγαλύτερο ταλέντο του Χίλι, για να μην πούμε το μόνο, ήταν η ικανότητα να παράγει στελέχη-μονομανείς κλώνους του ιδίου καλά εκπαιδευμένους στο ακραίο υβρεολόγιο που χαρακτηριζόταν και από μια υπoκείμενη αίσθηση απειλής. Από τις σελίδες της Keep Left (“Μείνετε Αριστερά”), της εφημερίδας νεολαίας της SLL, αλλά και σε αμέτρητες συνεδριάσεις τους σε όλη τη χώρα, οι «κρατικοκαπιτάλες του κ. Κλιφ» (στΜ: state-caps, πιθανολογώ ότι εδώ γίνεται και κακιασμένο λογοπαίγνιο με τη λέξη cops=μπάτσοι, που προφέρεται με παρόμοιο τρόπο. Σαν να λέμε δηλαδή ταυτόχρονα και «οι κρατικόμπατσοι του κ.Κλιφ») κατηγορούνταν για έναν κατάλογο εγκλημάτων όπως για κολεγιές με τη δεξιά πτέρυγα, αντισοβιετισμό, συνδικαλισμό (στΜ με την έννοια του αναρχίζοντος/αυτονομίζοντος πολιτικού κινήματος που υποτιμά/δεν αναγνωρίζει τον ρόλο του υποκεμενικού παράγοντα-επαναστατικού κόμματος στον δρόμο για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού) και γενικά για το πόσο άθλιοι θεωρούνται από την SLL. Η Keep Left τυπωνόταν από μερικά χρόνια πριν ως εφημερίδα της νεολαίας του Χίλι. Τον περισσότερο καιρό κυκλοφορούσε ως ένα προϊόν κακοτυπωμένων σελίδων, αλλά πλέον βρισκόταν στα καλύτερα του ως περιοδικό τυπογραφείου.

Η επίσημη εφημερίδα του κινήματος, που χρηματοδοτούταν από τα κεντρικά γραφεία των Εργατικών, ήταν η New Advance (Νέα Πρόοδος). Σε αντίθεση με τις υπεραισιόδοξες προσδοκίες των Νέων Σοσιαλιστών, η εφημερίδα των ΝΣ δεν ελεγχόταν από αυτούς, αυτοί ούτε καν είχαν τη δυνατότητα να ορίσουν τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας. Η γραμμή και η κατεύθυνση της New Advance αποφασιζόταν από τους γραφειοκράτες του Εργατικού Κόμματος. Για να διασφαλίσει την αλάνθαστη γραμμή της, η Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή των Εργατικών  όρισε στον Ρότζερ Προτζ την αρχισυνταξία της νέας εφημερίδας. Η θητεία του Ρότζερ ήταν σύντομη. Στη διάσκεψη των Ν.Σοσιαλιστών το 1961 κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο που εξηγούσε ότι η εφημερίδα είναι αντιδημοκρατική: «Μια εφημερίδα για τους Νέους Σοσιαλιστές, και όχι μια εφημερίδα ΤΩΝ Νέων Σοσιαλιστών». Μάλλον για να δικαιώσει αυτόν του τον ισχυρισμό,  το Εργατικό Κόμμα τον απέλυσε. Ο αντικαταστάτης του ήταν ο 47χρονος Ρετζ Άντερχιλ, ένα πρότυπο γραφειοκράτη που διέθετε όλη τη φαντασία και το ταλέντο ενός αποχωρητηρίου φτιαγμένου από τούβλα. O Προτζ, έχοντας έρθει σε ρήξη με τους Εργατικούς,  αποφάσισε να ολοκληρώσει τη διαδρομή και έγινε ο αρχισυντάκτης της Keep Left (του Χίλι).

Ενώ οι υποστηρικτές της «Νέας Φρουράς» (εφημερίδα νεολαίας των Κλιφικών) είχαν περισσότερες πιθανότητες να διασκεδάζουν στις παμπ και τα κλαμπ με τη λαϊκή μουσική, η Keep Left επικέντρωνε περισσότερο στα εναλλακτικάδικα και τα ροκάδικα. Η εναλλακτικότητα συνεπαγόταν μια αρκετά εξευγενισμένη εμφάνιση, με καλογυαλισμένες κλειδαριές, κομψή ενδυμασία και  πολύ χρόνο σπαταλώμενο στο πείραγμα των μοτοσικλετών τους Βέσπα και Λαμπρέτα. Οι εναλλακτικοί έπιναν ξανθιά μπύρα. Οι Ροκάδες, από την άλλη πλευρά, προτιμούσαν τις μεγάλες γρασαρισμένες κλειδαριές και τα χαρακτηριστικά καταφθαρμένα πέτσινα ρούχα  του μοτοσικλετιστή, που έδιναν την εικόνα εμφάνισης κάποιου που έχει μαριναριστεί μέσα σε καμένο λάδι. Οι ροκάδες έπιναν πικρές μπύρες.Tην περίοδο των εθνικών αργιών, οι δύο ομάδες συναντιόντουσαν σε ένα επιλεγμένο παραθαλάσσιο θέρετρο, για να κυνηγήσουν και να δείρουν οι μεν τους δε. Ο εθνικός τύπος λάτρευε όλο αυτό το, στην πραγματικότητα μάλλον χαμηλού επιπέδου, θεατρικό χάος. H Keep Left, βέβαια, υποστήριζε και προσέλκυε τους ροκάδες. Πιθανότατα πίστευε ότι οι ροκάδες είναι πιο αυθεντικοί εργάτες, ειδικά αν η εικόνα κάποιου για τους εργάτες είναι αυτή των βρώμικων και αρκετά ηλίθιων ανθρώπων.  Για όσο κράτησε αυτή (η εφημερίδα), κάποιες συνεδριάσεις των Ν.Σοσιαλιστών είχαν κάτι από την ιδιαίτερη συγκίνηση που γεννούσε το ξύλο (μεταξύ ροκάδων και εναλλακτικών) των εθνικών αργιών.

Την Πρωτομαγιά του 1962, στην κεντρική συγκέντρωση των συνδικάτων και του Εργατικού Κόμματος, που  διοργανώθηκε από το Συνδικαλιστικό Συμβούλιο του Λονδίνου, επρόκειτο να κάνει την εισήγηση ο Τζορτζ Μπράουν. H SLL διαφώνησε αποφασίζοντας να τους τρίψει στα μούτρα την οργάνωση δικής του πορείας, όπου οι οπαδοί της Keep Left παρατάχθηκαν σε 4 σειρές και διαδήλωσαν. Ωστόσο εκείνη τη μέρα η συγκέντρωση των συνδικάτων δεν ήταν καθόλου μαζική, αλλά εντός της υπήρχε μια ισχυρή ομάδα της «Νέας Φρουράς». Ο Τζορτζ Μπράουν, σήμερα ξεχασμένη φιγούρα, αλλά τότε ηγετική και ταλαντούχα φυσιογνωμία της δεξιάς πτέρυγας των Εργατικών, ο οποίος έχασε ίσως την ψυχραιμία του, κάτι που επιδεινώθηκε περαιτέρω από την αδυναμία του για άφθονο αλκοόλ, απευθύνθηκε στο πλήθος μέσω του ηχητικού συστήματος βγάζοντας έναν πολύ δεξιό λόγο. Η απάντηση  ήταν άμεση και θορυβώδης, και αμέσως μπροστά από την εξέδρα που μιλούσε ο Τζορτζ ξέσπασε σύρραξη. «Δεν θα με κάνετε να σιωπήσω», είπε ο Μπράουν, «Εγώ έχω το μικρόφωνο». Τη στιγμή εκείνη του άρπαξαν με τη βία το μικρόφωνο και το έσπασαν. (Η φωτογραφία του περιοδικού Σοσιαλιστική ΑνασκόπησηNo.10, Φθινόπωρο του 1962, έχει φωτογραφία από τη στιγμή που σπάει το μικρόφωνο. Αναγνωρίζω ένα μέλος της RSL και περίπου έξι μέλη του SRG σε κοντινή απόσταση από το συμβάν και τουλάχιστον έναν , τον Πατ Σάδερλαντ, να κακομεταχειρίζεται το μικρόφωνο. ) Ο Τζορτζ εξαγριωμένος μεν, υποχωρώντας σπασμωδικά δε, υποχρεώθηκε να σιωπήσει. Eίχε πολλή πλάκα να το παρακολουθεί κανείς. Στη Γλασκώβη, την ίδια ώρα που ο Μπράουν υποχρεωνόταν να σιωπήσει, ο Χιου Γκάιτσκελ (με τον λόγο του) προκαλούσε μαζική αποχώρηση στο ακροατήριο από τη συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς. Στάθηκε περισσότερο τυχερός από τον Μπράουν όσον αφορά το μικρόφωνό του, και κατάφερε να βρίσει το τμήμα του αποχωρούντος ακροατηρίου αποκαλώντας τους «βλάκες».

Ο Τζορτζ Μπράουν γνώριζε ότι οι αυτουργοί αυτών των εκτρόπων ήταν αριστεριστές κάποιου είδους και πιθανότατα τροτσκιστές και σε κάθε περίπτωση ήταν νέοι, κάτι που ήταν  έγκλημα από μόνο του. Διατηρώντας την οργή του ζεστή κατά τη διάρκεια της νύχτας, μπούκαρε στα κεντρικά γραφεία των Εργατικών την επόμενη μέρα και έθεσε σε κίνηση τις απαραίτητες διαδικασίες για να απαλλαγεί πλήρως από αυτή την αίρεση. Το Τμήμα Ν.Σοσιαλιστών της Γλασκώβης διαλύθηκε και διετάχθη η διενέργεια έρευνας για τη «Νέα Φρουρά». Τον Ιούνιο του 1962, η «Νέα Πρόοδος» ξεκινούσε την ενημέρωση με τη διόλου αιφνιδιαστική είδηση ότι η Keep Left συσχετιζόταν με την SLL, της οποίας η συμμετοχή είχε απαγορευτεί στο Εργατικό Κόμμα από το 1959. Σε λίγες μόνο ώρες η Keep Left προστέθηκε στη λίστα των απαγορευμένων, οι τρεις υποστηρικτές της εφημερίδας στην Εθνική Επιτροπή των Νέων Σοσιαλιστών διαγράφτηκαν,  κι ο Ρότζερ Προτζ διαγράφτηκε από την περιφερειακή κομματική οργάνωση του Εργατικού Κόμματος. Η δύσμοιρη νεολαία του Χίλι, που τη στιγμή που διαπραττόταν το αρχικό έγκλημα, εκείνη αθώα όντας ασχολιόταν με δραστηριότητα σεχταριστικής απομόνωσης σε διαφορετικό μέρος, πλήρωσε τη νύφη για τα παραπτώματα των άλλων. Όπως είπε κι ο Όσκαρ Ουάιλντ για τον θάνατο της μικρής Νελ, «Θα έπρεπε κάποιος να έχει πέτρινη καρδιά για να μη γελάσει».

Η απαγόρευση δεν κατάφερε βασικά να περιορίσει καθόλου τους υποστηρικτές της Keep Left, ούτε και η υπόσχεση που απέσπασε η Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή από τη «Νέα Φρουρά», ότι δεν θα λειτουργεί διασπαστικά, εμπόδισε της ομάδες υποστήριξης της Νέας Φρουράς να συνεχίσουν να κάνουν τα ίδια με πριν. Ωστόσο η χαρά για όλο αυτό μετριάστηκε εν μέρει και μετά το συνέδριο του 1963, ο αρχισυντάκτης της «Νέας Φρουράς», Κρις Ντέιβισον, ανέφερε: «Έλειψε ο τεράστιος ενθουσιασμός και η έξαψη του πρώτου συνεδρίου. Τη θέση τους πήραν ένας αέρας καχυποψίας, έντασης, ακόμη και προκαταλήψεων ». Οι εκλογές για την Εθνική Επιτροπή των Ν.Σοσιαλιστών οδήγησαν σε μια σαφή πλειοψηφία για τους υποστηρικτές της απαγορευμένης Keep Left και άφησαν τη «Νέα Φρουρά» χωρίς εκλεγμένους αντιπροσώπους. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα εκλογικής συμφωνίας μεταξύ της Keep Left και της δεξιάς πτέρυγας, η οποία δεδομένων των προηγούμενων κατηγοριών της (απέναντι στην Keep Left), φάνηκε αρκετά γενναιόδωρη. Τον Σεπτέμβριο του 1963, οι υποστηρικτές της RSL εντός της ομάδας της «Νέας Φρουράς» διασπάστηκαν για να εκδώσουν τη δική τους εφημερίδα, τον Μαχητή (Militant).

Απέχοντας πολύ οι απαγορεύσεις από το να μετριάσουν τις φραξιονιστικές διαμάχες, τις έκαναν χειρότερες και η ατμόσφαιρα μέσα στις τοπικές οργανώσεις των Ν.Σοσιαλιστών έγινε σχεδόν ανυπόφορη για όσους είχαν έστω μια ήπια διάθεση για σεχταριστική δραστηριότητα και για όσους τη σιχαίνονταν. Στη συνδιάσκεψη των Νέων Σοσιαλιστών το 1964, που πραγματοποιήθηκε στο Μπράιτον, ο Ρότζερ Προτζ εισηγούταν σε μια ξεχωριστή συνεδρίαση της Keep Left, ο οποίος, σε μια ομιλία χαμηλών τόνων, κάλεσε για αριστερή ενότητα. [2] Ο άλλος εισηγητής ήταν ο Τζον Ρόμπερτσον, μέλος της Πανεθνικής Επιτροπής των Νέων Σοσιαλιστών από τη Σκωτία.  Αυτός δεν είχε καμία σχέση με φλούφλικα καλέσματα για αριστερή ενότητα. “Η Νέα Φρουρά”, δήλωσε ο Ρόμπερτσον, “είναι ένα αμάλγαμα πολιτικών τάσεων … που δημιουργήθηκε για να εξαπολύσει ένα κυνήγι μαγισσών και να τσακίσει την Keep Left… Εάν δεν είστε 100 τοις εκατό μαζί μας, είστε 100 τοις εκατό εναντίον μας. Φύγετε από μπροστά μας ή θα περάσουμε από πάνω σας.” Επρόκειτο για ένα σχεδόν τέλειο δείγμα της παράδοσης του Χίλι, που συνδύαζε ψέματα, συκοφαντίες, μεγαλοπιάσιμο,  υποκρισία, σεχταρισμό και απειλή σωματικής βίας. Ο Ρόμπερτσον κάλλιστα μπορεί να κέρδισε κάποια έξτρα μπισκοτάκια με την παράστασή του.  Λίγο αργότερα διαγράφτηκε από τους Νέους Σοσιαλιστές επειδή πουλούσε την Keep Left. Για λίγο καιρό μετά τη συνδιάσκεψη ο Ρότζερ Προτζ βοηθούσε στη σύνταξη του Mαχητή-Militant. Αυτή την εμπειρία τη βρήκε κάπως απελπιστική και τελικά αποδέχθηκε το αίτημα του Γκας Μακντόναλντ να βοηθήσει στη σύνταξη της «Νέας Φρουράς». Για τα επόμενα δέκα χρόνια ο Ρότζερ ήταν ο αρχισυντάκτης των εντύπων των Διεθνών Σοσιαλιστών και αργότερα  ανέλαβε την εφημερίδα «Σοσιαλιστής Εργάτης» για να τη φτάσει στην υψηλότερα σημεία κυκλοφορίας της.

Οι Νέοι Σοσιαλιστές ήταν πλέον στα τελευταία τους: μια καμπάνια «Να σώσουμε τους Νέους Σοσιαλιστές» που στήριξαν οι εφημερίδες Tribune,  Militant και «Νέα Φρουρά» ήταν πραγματικά ο τελευταίος σπασμός. Τον Ιανουάριο του 1965, οι υποστηρικτές της Keep Left ανακοίνωσαν ότι εκείνοι ήταν οι Νέοι Σοσιαλιστές. Κατά συνέπεια, το κίνημα είχε τώρα δύο παράλληλες οργανώσεις (με το ίδιο όνομα) – μια οργάνωση «Νέοι Σοσιαλιστές» (ΥS) ελεγχόμενη από την SLL και μια ελεγχόμενη από το Εργατικό Κόμμα (LPYS). Εκείνη την εποχή υπολογιζόταν ότι η LPYS είχε λιγότερα από 5.000 μέλη και η YS περίπου 1.000. Η όλη εμπειρία είχε κλείσει τον κύκλο της: και οι τρεις επαναστατικές ομάδες είχαν κερδίσει οργανωτικά από τη συμμετοχή στους Νέους Σοσιαλιστές και ο Ρετζ Άντερχιλ αισθανόταν πολύ πιο γερασμένος, χωρίς να έχει γίνει σοφότερος.

Παράλληλα με τη δουλειά του στους Νέους Σοσιαλιστές, ο SRG έκανε την πρώτη σοβαρή προσπάθειά του να εκδώσει ένα θεωρητικό περιοδικό και ο «Διεθνής Σοσιαλισμός» εμφανίστηκε στο προσκήνιο με τον Μάικ Κίντρον ως αρχισυντάκτη. [3] Το νέο περιοδικό σχεδιάστηκε με ένα ανοιχτό πνεύμα, με προθυμία να ανοίξει τον διάλογο με τους αριστερούς ρεφορμιστές και  σοσιαλδημοκράτες. Η συντακτική επιτροπή του περιοδικού αντικατόπτριζε αυτή την κατεύθυνση και, στα πρώτα τεύχη, άτομα όπως οι Κεν Κόουτς, Μάικλ Σίγκαλ και Χένρι Κόλινς έπαιξαν τον ρόλο των αριστερών ρεφορμιστών-πράγματι αποτελούσαν τυπικό είδος αριστερών ρεφορμιστών. Ο Πίτερ Κάντογκαν, ο οποίος επίσης συμμετείχε εκείνο τον καιρό στη συντακτική είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί, καθώς αντιπροσώπευε μόνο τον εαυτό του και δεν κατείχε κάποιο αναγνωρίσιμο πολιτικό πόστο. Ο Άλασνταϊρ Μάκινταϊρ, αφού απέρριψε τον Χριστιανισμό και έπειτα τον Τζέρι Χίλι, πιθανότατα ως έναν άλλο αποτυχημένο θεό, εντάχθηκε στη συντακτική επιτροπή κι έπειτα έγινε μέλος του SRG. Εδώ είχαμε να κάνουμε με έναν φιλόσοφο,  που, αν και δεν είχε αλλάξει ακόμα τον κόσμο, είχε αλλάξει τον εαυτό του –και μάλιστα αρκετές φορές. Κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής του, συνεισέφερε κάπως, ως ομιλητής και συγγραφέας και, για κάποιο χρονικό διάστημα ως αρχισυντάκτης της Σοσιαλιστικής Κριτικής – στη συνέχεια επέστρεψε στον Χριστιανισμό.

Ο Τζον Φέρχεντ ήταν ένας άλλος περιπατητικός εκκεντρικός που εντάχθηκε στη συντακτική επιτροπή και έγινε μέλος της Ομάδας. Αυτό που ήταν περίεργο με τούτον ήταν ότι είχε διατελέσει επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης στην RSL,  συμμετέχοντας στην ηγεσία της Τέταρτης Διεθνούς (Ενωμένης Γραμματείας). Ο Τζον είχε μεγάλο σεβασμό για τον Τρότσκι, μολονότι απέρριπτε το περίτεχνο  συγγραφικό του στυλ επειδή αισθανόταν ότι αυτό δυσκόλευε τον αναγνώστη στο να συλλάβει το καθαρό νόημα του μηνύματος. Σε μια περίπτωση έγραψε μια βιβλιοπαρουσίαση για το βιβλίο του Τρότσκι «Πού πηγαίνει η Βρετανία» στο περιοδικό «Διεθνής Σοσιαλισμός» (ISJ) και διατύπωσε τη γνώμη του ότι ήταν τόσο μεγάλες οι προφητικές ικανότητες του Τρότσκι, που ακόμη και σήμερα κάποιες από αυτές έπρεπε να περιμένουμε κι άλλο για να δούμε αν θα επαληθευθούν. Σήμερα είναι αυτό που ονομάζω “αληθινός πιστός”.

Η πολιτική ζωή του Φέρχεντ ήταν εξαιρετικά περίεργη. Ήταν μέλος του RCP πριν δημιουργηθεί η RSL. Αφού έφυγε από τους Διεθνείς Σοσιαλιστές, ενώθηκε με το βρετανικό τμήμα του Λατινοαμερικανικού Γραφείου (BLA) της 4ης. Αυτό ήταν προϊόν του εγκεφάλου του Χουάν Ποσάδα, λατινοαμερικάνου τροτσκιστή, ο οποίος θεωρούσε ότι το πυρηνικό ολοκαύτωμα πρέπει να χαιρετιστεί ως ο απαραίτητος πρόδρομος για τον θρίαμβο του κομμουνισμού. Μπορεί να επρόκειτο για μια πρώιμη και μη αναγνωρισμένη ένδειξη ότι η νόσος των τρελών αγελάδων μεταδόθηκε στον άνθρωπο. Οι αναγνώστες πιθανότατα θα εκπλαγούν όταν μάθουν ότι η βρετανική ομάδα του Ποσάδα είχε πέντε μέλη. Εξέδιδαν μια εφημερίδα που λεγόταν «Κόκκινη Σημαία», η οποία ήταν εθισμένη σε κεντρικούς τίτλους με τεράστια γράμματα, του τύπου: «Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΣΤΗ ΝΤΑΟΥΝΙΝΓΚ ΣΤΡΙΤ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΑΖΕΣ». Η εν λόγω απεργία αφορούσε μια χούφτα οικοδόμων που ανακαίνιζαν τo κτίριο στην οδό Ντάουνινγκ Στριτ 10 με χαλαρούς ρυθμούς. Εκνευρισμένος με όλον αυτόν τον ενθουσιασμό, ο Φέρχεντ έπειτα έγινε σύμβουλος των Εργατικών στο Πάντινγκτον. Συμμετέχοντας στο συνέδριο του Εργατικού Κόμματος η συνεισφορά του ήταν να επιτεθεί στην Αριστερά και τελικά επιστρέφοντας στο Πάντινγκτον μπήκε στο κόμμα των Τόρις (Δεξιά). Λίγο αργότερα προσχώρησε στη «Λέσχη της Δευτέρας» (στΜ ακροδεξιά ομάδα πίεσης εντός των Τόρις), στης οποίας την εκτελεστική επιτροπή μάλιστα συμμετείχε. Το αν σε αυτή την επιτροπή υποστήριζε το σενάριο ενός προληπτικού πυρηνικού χτυπήματος για να εξασφαλίσει τη νίκη του καπιταλισμού δεν το γνωρίζουμε. Πέθανε πριν από λίγα χρόνια.

Το νέο περιοδικό έκανε καλή εντύπωση και πρόσθεσε ένα βαθμό θεωρητικής αξιοπιστίας στην ομάδα. Πρόσφερε ένα πεδίο στο οποίο μπορούσε να δοθεί η θεωρητική βάση στις άμεσες πολιτικές ανησυχίες και διέθετε έναν αρχισυντάκτη, τον Μάικλ Κίντρον, που εκείνη την εποχή ήταν ο εξέχων θεωρητικός της ομάδας, στο κατάλληλο πόστο για τα ταλέντα του.  Οι συντακτικές συνεδριάσεις πραγματοποιούνταν συχνά με αυτοσχέδιες συζητήσεις που ήταν τουλάχιστον τόσο διαφωτιστικές όσο και τα έντυπα προϊόντα τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, όταν η συζήτηση για την επιλογή της κατάλληλης φωτογραφίας στο εξώφυλλο γινόταν ατελείωτη,  ο Κλιφ πρότεινε να μην υπάρχει εικόνα, αλλά μόνο μια παράθεση των περιεχομένων. Αυτό εξασφάλιζε τον γιγάντιο εκνευρισμό του Ρόμπιν Φίορ, του σχεδιαστή, για τον φιλισταϊσμό του Κλιφ.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αρκετοί από τους ανθρώπους που έπαιξαν έναν ρόλο στη δεκαετία του 1950 είχαν εγκαταλείψει την ομάδα. Οι Σταν Νιούενς και Μπέρναρντ Ντιξ, έχοντας αποκηρυχθεί, παραιτήθηκαν το 1959. Τον επόμενο χρόνο, ο Τζέιμς Ντ. Γιάνγκ, ο Σέιμουρ Πέιπερτ και ο Ντέιβιντ Πράιν έφυγαν. Ωστόσο, οι απώλειες αντισταθμίστηκαν από την εισροή νέων μελών. Ο Πίτερ Σέντγκουικ, ο οποίος ήταν μέλος του ΚΚ μέχρι το 1956, στρατολογήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ο Σέντγκουικ ήταν ένας άνθρωπος βαθιά σοσιαλιστικών πεποιθήσεων, με μια πολύ ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ, ένα αξιοζήλευτο στυλ γραφής και μια εκκεντρικότητα αντίστοιχη των ταλέντων του. Οι πολιτικές απόψεις του είχαν ελευθεριακό χαρακτήρα, αλλά όχι αναρχικό, όπως κάποιοι πίστευαν. Εκείνη την εποχή, η έλλειψη ορθοδοξίας δεν αποτελούσε εμπόδιο στη στρατολόγηση. Τα πρώην μέλη του ΚΚ Τόνι και Νέσι Γιανγκ στρατολογήθηκαν, έχοντας περάσει πρώτα από τη Λέσχη του Χίλι.

Στη σημερινή εποχή της σκληρής “λενινιστικής” ορθοδοξίας, είναι σκληρό να θυμόμαστε την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στα πρώτα βήματα του SRG και του ISG (Όμιλος Διεθνούς Σοσιαλισμού). Το καθεστώς ήταν χαλαρό και η δράση προέκυπτε από την πειθώ και από ηθικές αξίες και όχι από την απειλή των κυρώσεων. Η ηγετική επιτροπή αποκαλούταν, τον περισσότερο καιρό, «Εργαζόμενη Επιτροπή»,  επειδή ασχολιόταν με την αλληλογραφία, τα οικονομικά, τον σχεδιασμό της μελλοντικής δράσης, τα ραπόρτα των τοπικών οργανώσεων και τα σχέδια ανάπτυξης της οργάνωσης – όλη αυτή τη βαρετή δηλαδή οικοκυρική ρουτίνα που χρειαζόταν για να επιβιώσει η ομάδα. Η πολιτική κατεύθυνση προέκυπτε και χαραζόταν από τις συνεδριάσεις των συντακτικών επιτροπών και τις ολομέλειες των τοπικών. Ήταν τότε επίσης που οι αλλαγές στη γραμμή έμελλε να προέρχονται πλήρως, όπως όντως γινόταν, από το … αριστερό αυτί του Κλιφ. Αυτό βέβαια δεν ήταν τόσο σοβαρό όσο ακούγεται, αφού τότε δεν υπήρχε επιμονή σε μια μονολιθική γραμμή μπροστά στην οποία οι σύντροφοι έπρεπε να γονατίσουν ταπεινά. Αν ο Κλιφ είχε ένα προνόμιο, αυτό ήταν ότι τα άρθρα του περισσότερες από ίσες πιθανότητες να δημοσιευτούν μόλις τα έγραφε. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, και σχεδόν οποιοσδήποτε άλλος είχε αρκετά καλή πιθανότητα να πει το αντίθετο και να το δει επίσης δημοσιευμένο.

Ήταν αυτό που έκανε ελκυστικό τον Όμιλο: ήταν ανοιχτή και ανοιχτόμυαλη, πρακτικά δεν υπήρχε καμία ανάγκη για εσωτερικό δελτίο, διότι δεν υπήρχε τίποτα να ειπωθεί- ό,τι άξιζε να ειπωθεί λεγόταν δημόσια στα έντυπα. Ήταν μια μαρξιστική οργάνωση που φαινόταν να έχει αφομοιώσει τα μαθήματα του παρελθόντος. Δεν απαιτούσε την ανόητη ομοιομορφία που χαρακτήριζε τόσο τον σταλινισμό όσο και τα νεκροταφεία, ούτε υπέφερε από τις αυταπάτες της κρίσης μεγαλείου που έπληττε τον ορθόδοξο Τροτσκισμό και τον Βαρόνο Μινχάουζεν. Σε αντίθεση με αυτά τα δύο ρεύματα, είχε εντοπίσει ότι ο πραγματικός κόσμος γεννούσε προβλήματα για τα οποία η προϋπάρχουσα σοφία δεν μπορούσε να δώσει απαντήσεις, και προσπάθησε να δώσει μια μαρξιστική απάντηση μπροστά σε τέτοιου είδους δυσκολίες. Aν η πολιτική τους άγγιζε μόνο πτυχές της πραγματικότητας, αυτό δεν ήταν τόσο σημαντικό γιατί αυτές οι αδυναμίες δεν κρύβονταν και οι φορείς των αδυναμιών αυτών ήταν εξίσου πιθανό να τις επισημάνουν εξίσου με οποιονδήποτε άλλον.

Το πιο σημαντικό από όλα ήταν η επιμονή στον κεντρικό ρόλο της εργατικής τάξης ως του μοναδικού παράγοντα κοινωνικής αλλαγής. Για τον Κλιφ, εκείνη την περίοδο, η Ομάδα δεν ήταν ένας «μεταμπολσεβίκικος» σχηματισμός, τουλάχιστον όχι ένας τέτοιος σχηματισμός που απλά παραμόνευε σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, με το μόνο που έχει να κάνει να είναι να ξεμυτίσει έξω εκθαμβωτικός, φορώντας με αυτοπεποίθηση τα λενινιστικά του εσώρουχα  πάνω από το παντελόνι. Για τους νέους που έμπαιναν στην πολιτική για πρώτη φορά, αυτά τα χαρακτηριστικά πρόσφεραν θεωρητική συνοχή στο εξεγερσιακό τους πνεύμα και το ελευθεριακό στυλ της ομάδας τους προϊδέαζε για το πώς μπορεί να μοιάζει η νέα ζωή στον σοσιαλισμό.

Τη δεκαετία του 1960, η ησυχία των μεταπολεμικών ετών άρχιζε να ξεθωριάζει. Η μακρά σκοτεινή περίοδος της εξουσίας των Τόρις στο Κοινοβούλιο έφτανε στο τέλος της.  Η εργατική τάξη άρχιζε να κινείται ξανά και η ευκαιρία να δοκιμαστούν οι θεωρίες των διάφορων (επαναστατικών) ομάδων δεν θα καθυστερούσε πολύ.

 

https://www.marxists.org/history/etol/critiques/locust/chap06.htm




Η επαναστατική εφημερίδα- Η εφημερίδα “Σοσιαλιστής Εργάτης”/ Η επαναστατική εφημερίδα σήμερα

Κρις Χάρμαν (1984)

Mτφρ: ΑΛ

 

Σοσιαλιστής Εργάτης: τα πρώτα χρόνια

Η εφημερίδα Socialist Worker (Σοσιαλιστής Εργάτης, ΣΕ), η εφημερίδα της οργάνωσής μας, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (SWP), έχει 16 χρόνια ζωής. Ξεκίνησε να κυκλοφορεί σε μια περίοδο ανόδου του κινήματος, και συνέχισε στην περίοδο των υποχωρήσεων και της απογοήτευσης. Πρωτοκυκλοφόρησε τον Σεπτέμβρη του 1968, όταν το φοιτητικό κίνημα και το αντιπολεμικό κίνημα του Βιετνάμ έφταναν στην κορύφωσή τους.

Τα προηγούμενα χρόνια σαν Διεθνείς Σοσιαλιστές {IS}  (όπως τότε ονομαζόμασταν) βγάζαμε μεγαλύτερες μηνιαίες εφημερίδες- τη Socialist Review (από το 1950 ως το 1962), τη Young Guard (την εφημερίδα που στήριζε η οργάνωση νεολαίας του Εργατικού Κόμματος από το 1961 ως το 1964) και την Labour Worker (που άλλαξε το όνομά της σε Socialist Worker το 1967). Αυτές ήταν διαφορετικής ποιότητας.Στις καλύτερες στιγμές τους συνδύασαν τη σοβαρή ανάλυση των γενικών πολιτικών ζητημάτων (το Εργατικό Κόμμα, τον αγώνα των συνδικάτων, την επαναστατική παράδοση, τη Ρωσία, την παρατεταμένη μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη κλπ) με πιο σύντομα ραπόρτα από αγώνες και τρέχοντα γεγονότα.Έγιναν προσπάθειες για να μετατραπούν σε πιο αγκιτατόρικες δεκαπενθήμερες οι εκδόσεις τόσο της Socialist Review όσο και της Labour Worker, αλλά αυτό δεν αντιστοιχούσε ούτε στην περίοδο (μια περίοδος χαμηλής κλίμακας γενικευμένων αγώνων συνοδευόμενη από το ανέβασμα της ποιότητας ζωής της εργατικής τάξης) ούτε στις δυνατότητες της οργάνωσής μας (που αναπτύχθηκε από κάτι παραπάνω από 20 μέλη το 1950 σε περίπου 100 το 1960 και περίπου 300 το 1967). Υποχρεωθήκαμε στη γρήγορη οπισθοχώρησή μας στη μηνιαία έκδοση και στις δυο περιπτώσεις.

H Labour Worker πούλησε 2300 φύλλα περίπου το Φλεβάρη του 1967, μόλις πριν την απογείωση του φοιτητικού κινήματος (450 στο Islington, 200 στο Manchester, 124 στη Γλασκόβη, 172 στην Tottenham, 187 στοNewcastle). Η κυκλοφορία ήταν χαμηλή σε απόλυτους αριθμούς, ωστόσο σήμαινε ότι το κάθε μέλος έδινε το 8 φύλλα κατά μέσο όρο.

Αλλά τόσο η πολιτική ατμόσφαιρα όσο και οι Διεθνείς Σοσιαλιστές γνώρισαν μια ορατή μεταμόρφωση την περίοδο της πρεμιέρας της Socialist Worker ως εβδομαδιαίας εφημερίδας το Σεπτέμβρη του 1968. Το κύμα φοιτητικών καταλήψεων και μεγάλων αντιπολεμικών διαδηλώσεων για το Βιετνάμ έμπασε στην πολιτική δράση δεκάδες χιλιάδες νέους ανθρώπους ενώ η γενική απεργία στη Γαλλία έδειξε τις δυνατότητες  της εργατικής τάξης να δράσει. Η αποτίμηση της κυβέρνησης Wilson αποδείκνυε τη χρεοκοπία του ρεφορμισμού και η Ρώσικη εισβολή στην Τσεχοσλοβακία αποσυνέθετε το Σταλινισμό ρωσικού τύπου. Μικρές οργανώσεις επαναστατών σοσιαλιστών άρχισαν να έχουν απήχηση πολύ πέρα απ’ αυτό που αναλογούσε στα μεγέθη τους. Οι Διεθνείς Σοσιαλιστές από αυτήν την κατάσταση επωφελήθηκαν περισσότερο από κάθε άλλη οργάνωση στη Βρετανία. Αυτό έγινε εν μέρει γιατί κάποια από τα μέλη μας έπαιξαν ηγετικό ρόλο στους φοιτητικούς αγώνες όπως αυτόν στο LSE (London School of Economics) το 1967. Γιατί θέσαμε τους εαυτούς μας στην ολόψυχη εμπλοκή μας στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα του Βιετνάμ. Εν μέρει γιατί δεν είχαμε την πίκρα λόγω (σ.μ. του ξεσκεπάσματος) του σταλινισμού που είχαν κάποιοι στην αριστερά. Αλλά κυρίως, επειδή επιμέναμε ότι η μειοψηφία των ριζοσπαστικοποιημένων φοιτητών πρέπει να συνδεθεί με τη μόνη δύναμη που πραγματικά μπορεί να αλλάξει την κοινωνία, την εργατική τάξη. Σε αυτή τη βάση αναπτυχθήκαμε από περίπου 300 μέλη στην αρχή του 1968 σε περίπου 1000 το φθινόπωρο του ίδιου έτους και θέσαμε σε κυκλοφορία τη Socialist Worker σε εβδομαδιαία βάση σαν μέσο σύνδεσης του ενθουσιασμού των νέων επαναστατών με τους αγώνες των εργατών ενάντια στην κυβέρνηση των Εργατικών. Η νέα εφημερίδα, εκ πρώτης όψεως, δεν εντυπωσίαζε σαν εγχείρημα. Τυπωνόταν σε ένα δωμάτιο με έναν μόνο δημοσιογράφο κι έναν δακτυλογράφο, και αποτελούνταν από 4 σελίδες με ειδήσεις και στοιχεία. Οι ειδήσεις ήταν συχνά παραστριμωγμένες, όχι ιδιαίτερα ευανάγνωστες, και οι φωτογραφίες της συνήθως ήταν χαμηλής ποιότητας. Ωστόσο, για τα δεδομένα μας ήταν μια σπουδαία επιτυχία, πιο πετυχημένη από απόπειρες άλλων εφημερίδων να επωφεληθούν από τον αέρα του 1968, όπως η Black Dwarf του Tariq Ali , που διέθετε περισσότερους πόρους και ήταν πιο εναρμονισμένη με την επαναστατική υπεραισιοδοξία της γενιάς του 1968.

Η εφημερίδα μας τυπωνόταν αρχικά σε 8000 αντίτυπα, που πουλιόντουσαν με ενθουσιασμό από τα μέλη των IS. Το πούλημα δεν ήταν ποτέ εύκολο. Οι άνθρωποι έπρεπε να ξυπνάνε από τις 6 για να βρίσκονται στις πύλες του εργοστασίου κάθε Παρασκευή, για να ξεφορτωθούν 4-5 φύλλα αν ήταν τυχεροί, μετά να ξοδεύουν ώρες πουλώντας στον κεντρικό δρόμο τα Σάββατα πετυχαίνοντας λίγο περισσότερες πωλήσεις, μετά να τριγυρνάνε στις συνοικίες τα κυριακάτικα πρωινά. Αλλά η εφημερίδα γνώρισε απήχηση σε μια μειοψηφία ανθρώπων στους εργασιακούς χώρους και στα συνδικάτα.  Ήταν τα χρόνια που η πολιτική της κυβέρνησης των Εργατικών –της καθήλωσης των μισθών, των «συμφωνιών παραγωγικότητας» και «απολύσεων πλεονάζοντος προσωπικού» μέσω των προωθούμενων συγχωνεύσεων κρατικών οργανισμών- άρχισε να συναντά αντίσταση- πρώτα από παραδοσιακούς μαχητικούς κλάδους όπως οι εργάτες αυτοκινήτων, τους καλύτερα οργανωμένους κλάδους των οικοδόμων και των λιμενεργατών, κι έπειτα από κομμάτια του κόσμου χωρίς εμπειρίες αγώνων, όπως οι σκουπιδιάρηδες του Λονδίνου, οι καθηγητές, και οι εργάτες στη βιομηχανία υάλου του St Helens. Η ανάταση του κινήματος βρήκε έναν ακόμα πολιτικό σύμμαχο όταν το 1969 η προσπάθεια της κυβέρνησης να περάσει νόμους ενάντια στο συνδικαλισμό ανατράπηκε από την αντίσταση των συνδικάτων, που περιλάμβανε και την πρώτη πολιτική απεργία μετά από μισό αιώνα. Η εφημερίδα φιλοξένησε όλους αυτούς τους αγώνες, κι επιπλέον κέρδισε ένα αναγνωστικό κοινό ανάμεσα στους αγωνιστές που συμμετείχαν σε αυτούς. Αν και η IS ήταν φοιτητοκρατούμενη οργάνωση, η εφημερίδα ήταν από πολλές πλευρές μια εργατική εφημερίδα. Μπορούσε να διαβαστεί με όρεξη από πολλούς αγωνιστές εργάτες που στις συνεδριάσεις μας ένιωθαν έξω από τα νερά τους. Μέχρι τις γενικές εκλογές του Ιούνη του 1970 που ανέδειξαν κυβέρνηση των Τόρις, η εφημερίδα τύπωνε πλέον 14.000 φύλλα και ήταν έκτασης 6 και μετά 8 σελίδων- παρά το γεγονός ότι τα μέλη της IS είχαν μειωθεί λίγο σε 900.

Ένας παράγοντας επιτυχίας της εφημερίδας ήταν η ικανότητα να παρουσιάζει περιγραφές των αγώνων και να μιλά για τα γεγονότα με γλώσσα που απέφευγε τις ξύλινες αφηρημένες έννοιες που αγαπήθηκαν τόσο και από το σταλινισμό και από τον ακαδημαϊκό μαρξισμό. Ο βασικός στόχος ήταν να χρησιμοποιήσει ένα λεξιλόγιο όχι τόσο διαφορετικό από την Daily Mirror για να παρουσιάσει μια εντελώς διαφορετική αλληλουχία εμπειριών και ιδεών. Συγγραφείς όπως οι  Paul Foot, Duncan Hallas και Eamonn McCann , ο τελευταίος με βδομαδιάτικα ρεπορτάζ από την πρώτη γραμμή στο Derry, ήταν αξιοθαύμαστα ικανοί να πετύχουν κάτι τέτοιο. Αλλά αυτός δεν ήταν ο βασικός λόγος της επιτυχίας μας. Δυστυχώς, τα περισσότερα μέλη μας δε διέθεταν τέτοιες μαγικές δημοσιογραφικές ικανότητες. Ωστόσο, αυτό που έκαναν ήταν να εξασφαλίσουν ότι η εφημερίδα θα περιέχει ρεπορτάζ από κυριολεκτικά κάθε αγώνα που βρισκόταν σε εξέλιξη εκείνα τα χρόνια- από τον αγώνα των γυναικών στη Φορντ για ίση εργασία μέχρι εκείνον των ψαράδων στο Aberdeen, από τον αγώνα των εργατών στον ιματισμό στη Leeds μέχρι εκείνον των Ασιατών εργατών του Brick Lane ενάντια στις ρατσιστικές επιθέσεις.

Το στοιχείο της εμπειρίας, τόσο σημαντικό για κάθε εφημερίδα στην άνοδο του κινήματος, διέτρεχε όλη την εφημερίδα, έστω κι αν επρόκειτο συνήθως για εμπειρία της αγωνιστικής μειοψηφίας στην τάξη και όχι τόσο της πλατιάς μάζας των εργατών (που αντέδρασαν στις προδοσίες της κυβέρνησης των Εργατικών πιο πολύ με παθητικότητα και αποπολιτικοποίηση παρά με τον προσανατολισμό τους αριστερά). Κάθε φορά που βρισκόταν σε εξέλιξη ένας αγώνας, τα μέλη μας ήταν ικανά να στέλνουν ανταποκρίσεις, και μια βδομάδα αργότερα επέστρεφαν στο χώρο των αγωνιζόμενων κλάδων με μια εφημερίδα που αντιμετώπιζε τον αγώνα διαφορετικά από κάθε άλλη εφημερίδα. Οι γενικές ιδέες της εφημερίδας ήταν επίσης πολύ ουσιαστικές για την επιτυχία της. Οι άνθρωποι που τη διάβαζαν έρχονταν σε επαφή για πρώτη φορά με τον Μαρξισμό της πλήρους ρήξης με κάθε στοιχείο γραφειοκρατισμού και σταλινισμού, που εξηγούσε το Ρωσικό καθεστώς, που δεν απολογούταν για την επιμονή του στην κεντρικότητα της εργατικής τάξης, που επιχειρηματολογούσε ότι η αυτοαπελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι πράγματι έργο της ίδιας.

Οι νέοι αγωνιστές έβρισκαν συχνά στην εφημερίδα ιδέες που είχαν μισοεπεξεργαστεί από μόνοι τους αλλά δεν μπορούσαν να συμφιλιωθούν με την καρικατούρα του δυτικού και ανατολικού «μαρξισμού». Τέλος η εφημερίδα ήταν πολύ ουσιαστική στο θέμα «τι πρέπει να γίνει». Ξεχώριζε από τις υπόλοιπες εφημερίδες του κινήματος του 1968 για την επιμονή της να εστιάζει στην εργατική τάξη. Και μέσα στο εργατικό κίνημα, ξεχώριζε από όλες τις άλλες για τη λεπτομερειακή ανάλυση του τι προσπαθεί να κάνει η άρχουσα τάξη στην οργάνωση της εργατικής τάξης, με τις «συμφωνίες παραγωγικότητας» που βασίζονται σε συστήματα πληρωμής μέσω αξιολόγησης της εργασίας κάθε μέρα από τη μια μεριά και την αντι-συνδικαλιστική νομοθεσία από την άλλη. Ενώ η υπόλοιπη αριστερά λίγο πολύ αγνοούσε το πρώτο και κατήγγειλε το δεύτερο σαν «τις απαρχές ενός συντεχνιακού κράτους» η Socialist Worker επέμενε ότι και τα δυο ήταν κομμάτια ενός ενιαίου σχεδίου της άρχουσας τάξης να εξασθενίσει τον έλεγχο από τη βάση και να ενισχύει τη θέση της γραφειοκρατίας μέσα στα συνδικάτα. Αυτό εξηγούταν διεξοδικά, κάθε βδομάδα, με μακροσκελή συχνά και λεπτομερειακά άρθρα των Tony Cliff, Roger Cox, Peter Bain, John Setters (Roger Rosewell), Richard Hyman κι άλλων. Ένα από τα καλύτερα κολακευτικά σχόλια που κέρδισε η εφημερίδα εκείνη την περίοδο ήταν όταν η χίπικη International Times διαμαρτυρήθηκε ότι για να κατανοήσεις την Socialist Worker έπρεπε να είσαι επί 5 χρόνια εκλεγμένος συνδικαλιστής βάσης σε εργοστάσιο αυτοκινήτων!

Ενώ η Socialist Worker απογειώθηκε τα χρόνια 1968-70, η μεγαλύτερη της επιτυχία της ήρθε την περίοδο της έξαρσης των βιομηχανικών αγώνων μετά την επιστροφή της κυβέρνησης των Τόρις του Edward Heath. Εκείνα τα χρόνια έδωσαν τις μεγαλύτερες ταξικές συγκρούσεις από το τη δεκαετία του 1920: μεγάλες πανεθνικές κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις των ταχυδρομικών, των ορυχείων, των μηχανικών, των οικοδόμων, των λιμενεργατών, συγκρούσεις σε εργοστάσια αυτοκινήτων, με μια σειρά πολιτικών απεργιών ενάντια στο Νόμο για τις Εργασιακές Σχέσεις (Industrial Relations Act), και το άπλωμα της μαχητικής συνδικαλιστικής δράσης για πρώτη φορά σε κλάδους όπως οι νοσοκομειακοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι.

Η φόρμουλα πάνω στην οποία βασίστηκε η Socialist Worker έδωσε τώρα καταπληκτικά αποτελέσματα. Ο αριθμός φύλλων που τυπώνονταν  αυξήθηκε από 13000 φύλλα το 1970 σε 28.000 κατά τη διάρκεια της απεργίας στα ορυχεία το 1972, για να σταθεροποιηθεί περίπου στα 27.000 φύλλα το Μάρτη του 1973. Στο τέλος εκείνης της χρονιάς ανέβηκε ξανά και ξανά , φτάνοντας τα 40.000 φύλλα κατά τη διάρκεια της απεργίας στα ορυχεία το 1974 και άγγιξε ακόμα και τα 53,000 σε ένα φύλλο λίγο πριν τις καθοριστικές εκλογές του 1974 που διεξήχθησαν με το δίλημμα «ποιος κυβερνά τη χώρα».

Υπήρχε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ της αύξησης των πωλήσεων της εφημερίδας και του αριθμού των μελών της οργάνωσης που τις αύξησαν.  Η κυκλοφορία της εφημερίδας θα μεγάλωνε μόνο από τη σταθεροποίηση ενός ακροατηρίου που δεν θα έμπαινε στην IS – είτε γιατί δεν ήταν πεισμένοι για τις ιδέες της είτε γιατί μια φαινομενικά φοιτητική οργάνωση δεν τους ήταν ελκυστική. Μετά σε κάποια φάση η ηγεσία της IS θα αντιλαμβανόταν ότι πολλοί από αυτούς μπορούν να στρατολογηθούν, αν δινόταν η μάχη του μετασχηματισμού της οργάνωσης για να τη νιώσουν δική τους . Τα μέλη της  IS θα πολλαπλασιάζονταν κι έπειτα θα έπρεπε να φτιαχτεί μια καινούρια περιφέρεια ανεβάζοντας κι άλλο την κυκλοφορία της εφημερίδας.

Αλλά αυτή η διαδικασία θα δούλευε μόνο όταν οι αντικειμενικές συνθήκες ήταν ευνοϊκές. Τα μέλη αυξήθηκαν το 1971 και έπειτα ξανά με εντατικές καμπάνιες στρατολογιών το 1973-74. Αλλά η προσπάθεια να ενισχυθεί αυτή η διαδικασία στην «καμπάνια του φθινοπώρου-χειμώνα» το 1972 ήταν ανεπιτυχής, παρά το υψηλό επίπεδο των ταξικών αγώνων εκείνη τη χρονιά. Έμοιαζε να ισχύει ότι όταν η εργατική τάξη κέρδιζε, οι αγωνιστές μπορούσαν να αγοράζουν μια εφημερίδα αλλά δεν έβλεπαν κανένα λόγο να οργανωθούν σε επαναστατική οργάνωση. Η αύξηση των πωλήσεων της εφημερίδας συνοδεύτηκε από βελτίωση στα οικονομικά της. Μεγάλωσε σε μέγεθος κι έφτασε τις  12 σελίδες το 1971 και τις 16 το 1972, το προσωπικό της αυξήθηκε μέχρι που απασχολούσε αρκετούς δημοσιογράφους πλήρους απασχόλησης,  περιέχοντας στις γραμμές της συγγραφείς με μεγάλη εμβέλεια όπως οι Paul Foot και Laurie Flynn, η εμφάνισή της έγινε από τις καλύτερες στη Fleet Street, κι άρχισε να κάνει κάτι που δεν μπορούσε παλιότερα, να χρησιμοποιεί φωτογραφικό υλικό για να σφυρηλατεί πολιτικά συμπεράσματα. Οι αυξημένες υλικές δυνάμεις της επέτρεψαν να περιέχει εμπεριστατωμένες «αποκαλύψεις»- για τη Ματωμένη Κυριακή στο Derry,  για μια τραγωδία στα ορυχεία του Yorkshire, για μια απεργοσπαστική εταιρία στο Ανατολικό Λονδίνο και για τη «μικρή εταιρία» (στην πραγματικότητα θυγατρική της γιγάντιας αυτοκρατορίας Vestey) που βρισκόταν πίσω από τη φυλάκιση των λιμενεργατών στο Pentonville. Αυτές εξουδετέρωναν πολλά από τα επιχειρήματα της κυβέρνησης και των ΜΜΕ και έκαναν την εφημερίδα να κερδίζει τον σεβασμό ακόμα και από ανθρώπους που δεν συμφωνούσαν με την πολιτική της. Φαινόταν σε πολλούς υποστηρικτές μας ότι μετατρεπόταν στην «επαναστατική Daily Mirror».

Παρά τη δημοφιλή εικόνα της, διατηρούσε το παλιό μείγμα των αναφορών σε πληθώρα αγώνων, της σοβαρής ανάλυσης εθνικών και διεθνών πολιτικών γεγονότων , της συζήτησης για τη στρατηγική της κυβέρνησης και των αφεντικών, την κριτική στη στάση των διαφόρων ρευμάτων του ρεφορμισμού, και καλογραμμένες παρουσιάσεις της βασικής οικονομικής θεωρίας. Συνέχιζε να συνδυάζει την «αισιοδοξία στη θέληση» πχ και την «απαισιοδοξία στη σκέψη» -προειδοποιώντας κάθε βδομάδα για τις επικίνδυνες παραχωρήσεις των συνδικαλιστών ηγετών στα Ναυπηγεία του Upper Clyde, κι επιμένοντας ότι δεν ήταν όλα ρόδινα μετά τη νίκη στο Pentonville σε ένα άρθρο (του Tony Cliff) που προειδοποιούσε ότι «οι λιμενεργάτες θα πληρώσουν ακριβά» για τους συμβιβασμούς της συνδικαλιστικής ηγεσίας του συνδικάτου TGWU.

Ήταν αυτός ο συνδυασμός στοιχείων,  μαζί με το όποιο ιδιαίτερο δημοσιογραφικό ταλέντο και τεχνική αρτιότητα, που μετέτρεψαν το ασυνάρτητο σεντόνι του 1968 στην εντυπωσιακή 16σέλιδη εφημερίδα του 1974.

Η Socialist Worker του 1974-84

To 1974 η απεργία των ορυχείων οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης των Τόρις, τη στιγμή που ο κόσμος βαλλόταν από τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση από τη δεκαετία του 1930. Οι υπουργοί ψιθυρίζανε ο ένας στον άλλο για «το τέλος του πολιτισμού όπως τον ξέρουμε». Η αγωνιστικότητα της εργατικής τάξης βρισκόταν σε άνοδο και έμοιαζε να ξεπερνά κάθε εμπόδιο. Ο αριθμός των εργατών που ήταν έτοιμοι να ακούσουν τις επαναστατικές ιδέες μεγάλωνε περισσότερο απ’ ότι πολλές δεκαετίες πίσω. Έτσι δεν είναι παράξενο ότι εμείς, που είχαμε ζήσει την εκτίναξη του αριθμού τυπωμένων φύλλων  της Socialist Worker να φτάνει από τα 8,000 στα 40,000 φύλλα μέσα σε πέντε χρόνια, περιμέναμε την ανοδική τάση να συνεχιστεί. Νιώθαμε ότι είχε έρθει ο καιρός να απλωθούμε σε ένα ακόμα πλατύτερο ακροατήριο εργατών που είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί από τα γεγονότα του χειμώνα του 1973-74. Σε ένα σπουδαίο άρθρο στο Διεθνή Σοσιαλισμό (International Socialism) ο Tony Cliff επιχειρηματολογούσε ότι τώρα ήταν πραγματικά η ώρα να εφαρμόσουμε τα μαθήματα από την Πράβντα του Λένιν: «Ένα από τα προβλήματα που παρουσιάζουν οι Διεθνείς Σοσιαλιστές στη Βρετανία σήμερα είναι το πώς θα χτίσουν τη γέφυρα που θα συνδέει τη μικρή αλλά αναπτυσσόμενη οργάνωσή μας με τον αυξανόμενο αριθμό αγωνιστών και σοσιαλιστών μέσα στην εργατική τάξη… Πώς μια επαναστατική οργάνωση των λίγων χιλιάδων μπορεί να συνδεθεί με τις δεκάδες χιλιάδες των εργατών που κινούνται αυθόρμητα προς την πολιτική μας; Μπορούμε να πάρουμε ένα καλό μάθημα από τη χρήση της Πράβντα από το Λένιν σαν οργανωτή στα χρόνια 1912-14.»

Αυτό περιελάμβανε τη συντονισμένη προσπάθεια να μετατραπούν οι αγοραστές της  Socialist Worker σε πωλητές, δημιουργώντας ένα πλατύ δίκτυο πωλητών και υποστηρικτών της εφημερίδας. Αλλά αυτό σήμαινε επίσης, όπως το έθεσε ο Κλιφ σε εσωτερικό δελτίο της οργάνωσης, την αλλαγή της μορφής της ίδιας της εφημερίδας: «χρειαζόμαστε …μια καθαρή απόφαση ότι τα πράγματα που γράφονται ή λέγονται από εργάτες πρέπει να βρίσκουν χώρο στην εφημερίδα… Το ζήτημα του να γράφουν οι εργάτες στην εφημερίδα τίθεται επί τάπητος από την ανάγκη να ταυτιστούν οι εργάτες με την εφημερίδα. Στην αστική δημοσιογραφία είναι κυρίαρχη η ιεραρχική αντίληψη μιας μικρής χούφτας ανθρώπων που από τα πάνω τροφοδοτεί τις καταναλωτικές ανάγκες εκατομμυρίων. Για την εφημερίδα της εργατικής τάξης το ζήτημα της εμπλοκής του «καταναλωτή» είναι κεντρικό. Η κατάργηση της αβύσσου μεταξύ δημιουργού και καταναλωτή είναι κεντρικής σημασίας. Έτσι η ιστορία που γράφεται από έναν εργάτη, που αφορά άμεσα μόνο λίγες δεκάδες εργάτες που βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον του χώρου δουλειάς του, είναι σπουδαίας σημασίας. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η εφημερίδα ριζώνει βαθύτερα στην τάξη.»

Υπήρχαν διαφωνίες  στις διατυπώσεις του Κλιφ (πιο πολύ από τον Jim Higgins, που τέλεσε εθνικός γραμματέας το 1972-3, και από τον Roger Protz, τον συντάκτη της εφημερίδας μέχρι την άνοιξη του 1974). Αλλά ήταν διαφωνίες που ως εναλλακτική πρότειναν μια εφημερίδα που θα απευθύνεται στους «έμπειρους πολιτικά αγωνιστές»- κάτι που στην πραγματικότητα απέρριπταν το 1973-74 όλοι όσοι συμμετείχαν ενεργά στο χτίσιμο των Διεθνών Σοσιαλιστών, επειδή ξέραμε ότι η νέα γενιά αγωνιστών συχνά δεν είχε καμιά απολύτως «πολιτική εμπειρία», αν και ήταν διψασμένοι να απορροφήσουν την επαναστατική πολιτική της οργάνωσής μας.  Επιπλέον, κάποιοι τουλάχιστον από τους υποστηρικτές της άποψης αυτής έβλεπαν έναν άλλο μαγικό τρόπο να κλείσει το κενό μεταξύ της οργάνωσής μας με την τάξη-μέσω της διατύπωσης των «μεταβατικών αιτημάτων».   Αυτό πάντα ισχυριζόμασταν ότι οδηγεί στη δεξιά στροφή και στην προσαρμογή στη ρεφορμιστική γραφειοκρατία. Η ζωή μας δικαίωσε σε αυτήν την εκτίμηση στα χρόνια μεταξύ 1974-79: αυτοί οι «πολιτικά πεπειραμένοι αγωνιστές» που ακολούθησαν τη διαδρομή των «μεταβατικών αιτημάτων απέναντι στην κυβέρνηση των Εργατικών» γραφειοκρατικοποιήθηκαν και τράβηξαν δεξιά. Έτσι η οργάνωση άρχισε να υιοθετεί τη λογική που σκιαγραφήθηκε από τον Κλίφ κι ενέκρινε η πλειοψηφία της συντακτικής ομάδας της εφημερίδας. Ούτε οι πωλήσεις της εφημερίδας ούτε τα μέλη της οργάνωσής μας αυξήθηκαν όσο προσδοκούσαμε. Για λόγους που έχουμε εξηγήσει αλλού (βλέπε Τόνι Κλιφ, «η ισορροπία των ταξικών δυνάμεων σήμερα», ΔΣ 2:6, Κρίς Χάρμαν, «η κρίση της ευρωπαϊκής επαναστατικής αριστεράς», ΔΣ 2:4 και Άλεξ Καλλίνικος «το κίνημα των από τα κάτω σήμερα», ΔΣ 2:17) η κυβέρνηση των Εργατικών πέτυχε να κάμψει την εργατική μαχητικότητα μέσω μιας πολιτικής γενικευμένων παραχωρήσεων στην πρώτη χρονιά της, που συνοδεύτηκε από μια συμφωνία με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία για πολύ αυστηρή επιτήρηση των μισθολογικών διεκδικήσεων ενώ το κύμα απολύσεων έριχνε από κάθε άποψη τη μαχητικότητα των εργατών.  Μεταξύ 1975 και 1976 ο αριθμός των απεργιών και των εργατών που συμμετείχαν σε αυτές έπεφτε σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τα πρώτα χρόνια του ’70. Πολλοί από τους αγωνιστές που κερδήθηκαν στην επαναστατική πολιτική την προηγούμενη περίοδο τώρα βρέθηκαν απομονωμένοι στους χώρους δουλειάς , υπό ασφυκτική πίεση να προσαρμοστούν στη συνδικαλιστικής γραφειοκρατία με δεξιά στροφή στην πολιτική τους.  Το πούλημα της Socialist Worker σίγουρα δεν ήταν ευκολότερο. Η κυκλοφορία αντί να ανέβει έπεσε λίγο. Με 30.000 φύλλα περίπου μέχρι το Νοέμβρη του 1975, αλλά πληρωμένα στο κεντρικό ταμείο της οργάνωσης μόνο τα 14,910 (αυτό μάλλον είναι υποεκτίμηση των πραγματικών πληρωμένων φύλλων- οι λιγότερο αναπτυγμένες τοπικές οργανώσεις είχαν μια σταθερή τάση να χρησιμοποιούν κάποια από τα έσοδα από τις εφημερίδες γι άλλους σκοπούς, όπως για να ναυλώνουν λεωφορεία για τις διαδηλώσεις, να πιάνουν το πλάνο συγκέντρωσης οικονομικών ενισχύσεων/συνδρομών από τα μέλη κλπ)  Σε αυτές τις συνθήκες, οι προσπάθειες να τη μετατρέψουμε σε εφημερίδα που γράφεται από τους εργάτες δεν θα μπορούσαν να πετύχουν στην πράξη. Οι αγωνιστές βρίσκονταν σε άμυνα και τα άρθρα τους έτειναν συχνά να αναμασούν απλά αυτά που διάβασαν στην εφημερίδα την προηγούμενη εβδομάδα παρά να την εμπλουτίζουν με ζωντανές εμπειρίες της τάξης που ανακάλυπτε τη δύναμή της μέσα στις μάχες. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν ακόμα και περιπτώσεις από άρθρα που γράφονταν στο γραφείο και το όνομα του εργάτη συμπληρωνόταν εκ των υστέρων! Συμβιβαστήκαμε με αυτήν την κατάσταση το 1975-6 γιατί ο πραγματικός κόσμος μας ξεκαθάριζε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Αλλά πιστεύαμε ότι θα είναι μια προσωρινή κατάσταση που σύντομα θα δώσει τη θέση της στο ξεπέταγμα μιας νέας αγωνιστικότητας και στην επιστροφή στις αυξανόμενες πωλήσεις. Τα μέλη της οργάνωσης αυξήθηκαν το 1976, κυρίως μέσω της διάθεσής μας να παλέψουμε κόντρα στο ρεύμα ενός αντιμεταναστευτικού ρατσισμού στο οποίο η κυβέρνηση των Εργατικών και το Εργατικό Κόμμα παραδόθηκαν πλήρως. Παρασυρόμενοι από αυτήν την ανάκαμψη, μετονομάσαμε την οργάνωση σε Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα και αναμέναμε αισιόδοξοι μεγάλα πράγματα.

Οι εκτιμήσεις μας έμοιαζαν να δικαιώνονται το 1977 όταν ζήσαμε μια μικρή άνοδο των εργατικών αγώνων. Εγώ ο ίδιος έγραψα ένα άρθρο στο ξεκίνημα της χρονιάς, με ενθουσιώδη και φανατική υποστήριξη της ηγεσίας μας, που ξεκινούσε : «Η νηνεμία έσπασε.Η άνοδος των αγώνων που περιμέναμε εδώ και τρία χρόνια έφτασε».  Εκείνη τη χρονιά όντως ζήσαμε κάποιους μεγάλους εργατικούς αγώνες- κυρίως τις μαζικές διαδηλώσεις του Grunwicks στο Βόρειο Λονδίνο το καλοκαίρι και  την απεργία των πυροσβεστών το επόμενο χειμώνα. Επίσης αυξήσαμε σημαντικά τις στρατολογίες στο κόμμα, αφού αποκτήσαμε αναγνωρισιμότητα σε όλη τη χώρα καθοδηγώντας μια πετυχημένη μαζική διαδήλωση ενάντια στην παρέλαση των Ναζί στο Lewisham, στο Νοτιο-ανατολικό Λονδίνο.  Όλα αυτά μας έκαναν να αναμένουμε την επιστροφή των πωλήσεων της εφημερίδας στους αλματώδεις ρυθμούς ανάπτυξης των πρώτων χρόνων του ’70. Αντίθετα, έμειναν στάσιμες και κρατήθηκαν γύρω στις 30,000. Εύκολα καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι κάτι πήγαινε τελείως λάθος με την εφημερίδα. Όντως κάτι πήγαινε λάθος. Η εργατική ανάταση του 1977 ήταν αναλαμπή που μας ξεγέλασε. Οι περισσότεροι εργάτες δεν έβλεπαν άλλο δρόμο από τη συναίνεσή τους με την κυβέρνηση, και η μειοψηφία των αγωνιστών βρισκόταν εν πολλοίς σε άμυνα. Αλλά διατηρούσαμε τη μορφή της εφημερίδας της ανόδου του κινήματος του 1969-74. Πράγματι κινούμασταν ακόμα με την εικόνα ότι η εφημερίδα πρέπει να γίνεται όλο και πιο «δημοφιλής». Άλλαξε το 1976 σε μια μορφή σύντομων άρθρων λιγότερων λέξεων- δεν αντιληφθήκαμε ότι αυτό έκανε δυσκολότερο να επεξεργαστούμε μια σοβαρή ανάλυση του τι πήγαινε λάθος στο κίνημα.   Θυμάμαι ένα μέλος του κόμματος να διαμαρτύρεται ότι η εφημερίδα ήταν σαν «μασημένη τροφή για παιδιά»- δεν παρείχε τις ιδέες που χρειάζονταν οι σοσιαλιστές για στηρίξουν την επιχειρηματολογία τους. Κάποιος άλλος έκανε παρόμοια επισήμανση παρομοιάζοντάς την με κινέζικο γεύμα- νόμιζες ότι έχεις σκάσει, αλλά πεινούσες ξανά μια ώρα μετά. Αλλά απορρίψαμε αυτά τα παράπονα σαν αντιδράσεις «γκρινιάρηδων» και συνεχίσαμε όπως πριν. Τελικά όλα τα προβλήματα μας οδήγησαν σε κρίση-αλλά χωρίς να βλέπει κανείς ξεκάθαρα το τι πρέπει να αλλάξει. Η συντακτική ομάδα χωρίστηκε στη μέση, σε αυτούς που επέμεναν σε έναν τύπο εφημερίδας όμοιο με τον παλιό του 1968-76, και σε εκείνους που έλεγαν ότι το λάθος με την εφημερίδα είναι ότι δεν ήταν αρκετά «δημοφιλής»- ότι χρειαζόταν περισσότερο «ελκυστική ερευνητική δημοσιογραφία», περισσότερα διαγράμματα και εικόνες, περισσότερα θέματα που ενδιαφέρουν τους εργάτες, όπως αθλητικά και μουσική, λιγότερα «βαριά» άρθρα , λιγότερη εργατική ύλη. Οι «καινοτόμοι» ήταν λογικό να κερδίσουν, αφού έδιναν την εναλλακτική απέναντι σε μια φόρμα που έτρεφε τη δυσαρέσκεια (παρ’ότι ήταν μια εναλλακτική που ακολουθούσε τελείως λάθος κατεύθυνση), ενώ οι υπόλοιποι προτείναμε «μια από τα ίδια».Η εφημερίδα έκανε «επανεκκίνηση» την άνοιξη του 1978, με νέα μορφή σχεδιασμένη να ελκύει τις νεολαιίστικες μάζες που συμμετείχαν στα φεστιβάλ της Αντιναζιστικής Πλατφόρμας του 1978 (που κέρδισε τον χαρακτηρισμό «η εφημερίδα της πανκ») και τους αγωνιστές που δρούσαν σε άλλα κινήματα όπως των γυναικών και των γκέι. Η ανανεωμένη μορφή της δεν υπήρχε περίπτωση να πετύχει τους στόχους της. Η εναντίωση στους Ναζί το 1978 δεν έκανε αυτόματα τους ανθρώπους επαναστάτες σοσιαλιστές. Μπορούσε να είναι η αφετηρία πολιτικοποίησής τους, με την προϋπόθεση ότι θα στηρίζονταν με πολιτική επιχειρηματολογία- και αυτά τα επιχειρήματα ήταν πολύ πιο δύσκολα όταν η τάξη παρέμενε σε μεγάλο βαθμό παθητική σε σχέση με δέκα χρόνια πριν, στο ξεκίνημα μιας πραγματικής ανόδου του κινήματος. Κι έτσι, ακόμα και η καλύτερη εφημερίδα στον κόσμο ήταν καταδικασμένη να κερδίσει μόνο ένα πολύ μικρό αναγνωστικό κοινό ανάμεσα στους 100.000 που συνέρρευσαν στα αντιφασιστικά φεστιβάλ.  Η υποβάθμιση της σκληρής πολιτικής επιχειρηματολογίας και της παρουσίασης των ταξικών αγώνων στη Socialist Worker σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει ούτε αυτούς που την αγόραζαν. Ένα χρόνο μετά την «επανεκκίνηση» και η κυκλοφορία και και τα πληρωμένα φύλλα πέσανε κατά 2000 από τα νούμερα του 1977.  Τα πειράματα με την εφημερίδα δεν κράτησαν πολύ.  Ο πυρήνας της βάσης του κόμματος αποκήρυξε το εγχείρημα στο συνέδριο του 1978, και σύντομα θα γίνονταν προσπάθειες να επανέλθει στη μορφή της «εργατικής» εφημερίδας, όπως καταγράφεται καθαρά σε ένα αρχείο της συντακτικής ομάδας στα τέλη του 1979: «ένα από τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει το  SWP τους επόμενους μήνες είναι να συνδεθεί με τον αυξανόμενο αριθμό των αγωνιστών  εργατών… Η εφημερίδα πρέπει να είναι εργατική εφημερίδα…Πρέπει να μυρίζει σαν τη βότκα των εργατών. Με άλλα λόγια, να μην είναι γραμμένη από επαγγελματίες συγγραφείς για τους εργάτες, αλλά γραμμένη από τους εργάτες, μια εφημερίδα που ασχολείται με θέματα που ενδιαφέρουν τους συνηθισμένους ανθρώπους της εργατικής τάξης, όπως και τους αγώνες των εργατών…»

Αυτή η φόρμουλα μπορούσε να μπει σε εφαρμογή το 1979 ακόμα λιγότερο απ’ ότι το 1975. Η κάμψη των ταξικών αγώνων επανήλθε δριμύτερη με περαιτέρω υποχώρηση το 1980, κι αυτοί που έβγαζαν την εφημερίδα βρέθηκαν στην όχι αξιοζήλευτη θέση να προσπαθούν να πετύχουν το ανέφικτο. Έκαναν ό,τι καλύτερο, συχνά με μεγάλη προσωπική αυτοθυσία, αλλά δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια εφημερίδα που να τραβήξει και να συγκρατήσει το νέο αναγνωστικό κοινό για να ανεβάσει μόνιμα τα πληρωμένα φύλλα της σε ένα νούμερο πάνω από τα 10-12.000 περίπου και τον συνολικό αριθμό τυπωμένων φύλλων σε περίπου να 25,000 (με την άνοδο της μαζικής ανεργίας,  το νούμερο των πληρωμένων φύλλων έγινε ακόμα πιο αναξιόπιστο, αφού χιλιάδες εφημερίδες δίνονταν μισοτιμής στους ανέργους) . Ωστόσο η εφημερίδα δεν ικανοποιούσε πλέον τους αγωνιστές που την αγόραζαν, με την ελπίδα να βρούνε απαντήσεις σε προβλήματα που τους βασάνιζαν , όσο το έκανε το 1976.

H επαναστατική εφημερίδα σήμερα

Το να βγάζεις μια επαναστατική εφημερίδα τη δεκαετία του ’80 είναι πιο δύσκολο αλλά το ίδιο προκλητικό και σημαντικό με τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Οι πιθανότητες για εργατικούς αγώνες είναι πολύ μεγαλύτερη σήμερα, σε μια περίοδο ασταμάτητης παγκόσμιας κρίσης, απ’ ότι τότε. Η ανάγκη να κερδηθεί μια μειοψηφία εργατών στην επαναστατική προοπτική είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Η εφημερίδα παραμένει απολύτως αναντικατάστατη για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Έχει μόνο λίγο περισσότερα από δυο χρόνια που εμείς της εφημερίδας Socialist Worker αναμετρηθήκαμε με την ανάγκη έκδοσης ενός τύπου εφημερίδας που να ανταποκρίνεται σε μια περίοδο υποχώρησης και απογοήτευσης. Αυτό ήταν κομμάτι της γενικότερου προόδου διάρκειας πέντε χρόνων στην οποία το SWP συνέλαβε τον τρόπο για αντεπεξέλθει σε μια κατάσταση αρκετά διαφορετική από εκείνη στην οποία η πλειοψηφία της ηγεσίας μας είχε λάβει το πολιτικό βάπτισμα.

Διαμορφώσαμε την εφημερίδα που μπορούσε να ικανοποιεί μόνο τις ανάγκες των μελών και των στενών επαφών, εφόσον απαντούσε στα ζητήματα που τους βασάνιζαν: γιατί συμβαίνουν οι ήττες; Τι μπορούμε να κάνουμε για να τις σταματήσουμε;  Με ποιον τρόπο διατηρείς την επιμονή στον επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης, όταν το 99% των εργατών που συναντάς αποδέχεται την προπαγάνδα των αφεντικών για την κρίση; Ακόμα κι όταν αναφερόμασταν σε εργατικές διαμάχες, διαπιστώσαμε ότι ήταν πιο σημαντικό να απαντάμε στην ερώτηση «τι να κάνουμε;» παρά να εξηγούμε την υπόθεση της απεργίας. Διαπιστώσαμε επίσης ότι με το να απαντάμε στα προβλήματα των μελών και των στενών επαφών, καταπιανόμασταν επίσης με ζητήματα που έβαζαν αυτοί που έρχονταν πρώτη φορά σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες. Γιατί, αν και χρειάζονταν  μια επαναδιατύπωση των επιχειρημάτων για τον σοσιαλισμό κι ενάντια στον καπιταλισμό, χρειάζονταν επίσης απαντήσεις για την υποχώρηση και τις αποτυχίες του κινήματος. Ήταν η προϋπόθεση γι’ αυτούς για να βρουν το οποιοδήποτε νόημα για να ενταχθούν σε επαναστατική οργάνωση.  Έτσι η εφημερίδα μας δημοσίευε μεγαλύτερα και αναλυτικότερα άρθρα απ’ ότι πριν (με κάθε φύλλο να περιλαμβάνει τουλάχιστον δυο θέματα με πάνω από 1200 λέξεις) κι έδωσε βάρος πολύ περισσότερο στο τι να κάνουμε απ’ ότι στην απλή αποτύπωση της εμπειρίας ή περιγραφών για το πόσο άσχημα είναι τα πράγματα με τις ζωές των ανθρώπων και τις εργασιακές συνθήκες. Αυτό φυσικά δε σήμαινε ότι αγνοούσαμε άλλα θέματα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου στα νησιά Φώκλαντ, για παράδειγμα, ήταν τόσο μικρή η μειοψηφία που αντιστάθηκε στον πόλεμο που το εξώφυλλο της Socialist Worker κάθε βδομάδα έμοιαζε λίγο-πολύ με αφίσα ενάντια στον πόλεμο, και οι υπόλοιπες σελίδες έπρεπε να αναλώνονται για να απαντήσουν στο τελευταίο κύμα ψεμάτων για τον πόλεμο από την κυβέρνηση. Επίσης, κάθε φύλλο έπρεπε να περιέχει υλικό ενάντια στην κυβέρνηση των Τόρις, το ρόλο της αστυνομίας κλπ. Το σημείο κλειδί, ωστόσο, ήταν να προσπαθούμε να καταπιανόμαστε συνέχεια με τα θέματα που απασχολούσαν τη μειοψηφία των εργατών που προσπαθούσε να απαντήσει στις επιθέσεις- αν η αριστερά των Εργατικών μπορούσε να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της, γιατί οι ψηφοφορίες των εργατών στα ορυχεία βγαίναν συνέχεια αντίθετες στην απεργία, γιατί η Αλληλεγγύη (Solidarnosc) νικήθηκε στην Πολωνία κλπ. Η νέα στροφή στην εφημερίδα γνώρισε επιτυχία, και ανέκτησε το ενδιαφέρον κάποιων αναγνωστών της που πριν τη διάβαζαν μόνο με μισή καρδιά. Ωστόσο, όπως οποιαδήποτε αλλαγή σε μια επαναστατική οργάνωση, εγκυμονούσε έναν κίνδυνο από μόνη της. Τα κομματικά μέλη συχνά λειτουργούσαν σαν να μην ενδιαφέρει η εφημερίδα κανέναν έξω από το κόμμα. Δεν έσπασε η συνήθεια να βλέπουν το πούλημα της εφημερίδας σαν μια μορφή αυτοθυσίας που απέφευγαν όποτε μπορούσαν (ένα είδος «επαναστατικής νηστείας»),  και παρόλο που οι πωλήσεις δεν ήταν τόσο φτωχές όσο κάποιες άλλες περιόδους, ακόμα παρέμεναν χαμηλές.

Αλλά η πτώση του κινήματος δεν κρατάει για πάντα. Ζούμε μια περίοδο ηττών και υποχωρήσεων του εργατικού κινήματος, αλλά και μια περίοδο στην οποία ξεσπάνε ξαφνικά πολύ μεγάλοι αγώνες, ακόμα κι αν είναι συνήθως αμυντικοί– η απεργία στο ατσάλι το 1980, η απεργία των σιδηροδρομικών και των νοσοκομειακών το 1982, οι μάχες στο νερό, στις τηλεπικοινωνίες, των κοινωνικών λειτουργών και των εργατών στις εκδόσεις στο  Warrington το 1983. Σε κάθε τέτοιον αγώνα κάποιοι λίγοι εργάτες ριζοσπαστικοποιούνται και μας πλησιάζουν  όπως γίνεται με πολύ μεγαλύτερες μερίδες εργατών σε μια περίοδο επίθεσης της εργατικής τάξης. Ένας άλλος τρόπος να το θέσουμε είναι ότι κατά τη διάρκεια της κάμψης του κινήματος υπάρχουν μικροαναλαμπές του, αγώνες που σου δίνουν μια ιδέα για το πώς θα μπορούσε να είναι μια πραγματική άνοδος του κινήματος. Σε τέτοιες περιόδους, οι σύντομες εμπειρίες της αυτοπεποίθησης, της αυτενέργειας και της δύναμης της εργατικής τάξης πρέπει να τροφοδοτούν την εφημερίδα,   ακόμα κι αν παραμένει αλήθεια ότι τέτοιες εμπειρίες θα αποκτούν μονιμότητα εν τω μεταξύ μόνο αν δένονται εντασσόμενες σε μια πιο συνολική προοπτική της πάλης για το σοσιαλισμό.  Με τον ίδιο τρόπο, σε τέτοιες στιγμές τα μέλη της επαναστατικής οργάνωσης πρέπει να χρησιμοποιούν την εφημερίδα για να οργανώνουν την αγωνιστική μειοψηφία στους εργασιακούς χώρους, εξασφαλίζοντας ότι περιλαμβάνει άρθρα γι αυτούς και δηλώσεις από αυτούς, που χρησιμοποιούνται για να ανεβούν οι πωλήσεις της εφημερίδας στους εργασιακούς χώρους.   Απαιτείται τεράστια ευελιξία και υπευθυνότητα από τα μέλη, τους τοπικούς εκπροσώπους και πωλητές της εφημερίδας αυτήν την περίοδο. Τη μια βδομάδα, αυτό που θα χρειαστεί οπωσδήποτε η εφημερίδα είναι ραπόρτα από τις πρωτοβουλίες των εργατών, με δηλώσεις των εργατών να τις περιγράφουν. Την επόμενη εβδομάδα θα πρέπει να υπάρχει ουσιώδης ανάλυση από τη συντακτική ομάδα που να εξηγεί γιατί η κυβέρνηση και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία στάθηκαν ικανές να πνίξουν αυτήν την πρωτοβουλία και τι να κάνουμε για να τις αντιμετωπίσουμε.

Το παρελθόν μπορεί να βαραίνει σαν εφιάλτης στο μυαλό των ανθρώπων, όπως το έθεσε ο Μαρξ. Μερικά χρόνια αδυναμίας κατανόησης της περιόδου που ζούμε και της εφημερίδας που της ταιριάζει μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε αποτυχία να χρησιμοποιήσουμε την εφημερίδα σωστά κάθε φορά που ξεσπάει ένας αγώνας. Αλλά αν οι επαναστάτες δεν αρπάζουν τέτοιες ευκαιρίες για να ανεβάσουν τις πωλήσεις τους και να χτίσουν την επιρροή τους, τότε απλά ανεβαίνουν (στΜ. ψυχολογικά) με το φούσκωμα του κινήματος και  βυθίζονται με την υποχώρησή του. Δεν ξεκινάν να δημιουργούν ένα μόνιμο δίκτυο σοσιαλιστών αγωνιστών μέσα σε κάθε εργασιακό χώρο που να μπορεί να αντιμετωπίσει την ολέθρια επιρροή της ρεφορμιστικής γραφειοκρατίας και να σπάσει τον φαύλο κύκλο της ήττας.

Ευτυχώς, υπάρχουν ενδείξεις ότι τα μέλη του SWP το κατανοούν αυτό.  Ο τρόπος αντίδρασης σε μια σειρά μεγάλης κλίμακας αμυντικών αγώνων από το Νοέμβρη του 1983 (Warrington, GCHQ, ορυχεία, τη μάχη των εκπαιδευτικών για τους μισθούς) ήταν αρκετά διαφορετικός από προηγούμενες περιόδους αναλαμπών του κινήματος σε περίοδο κάμψης- το 1977 και το χειμώνα του 1978-9. Δεν έχουμε κάνει το λάθος που κάναμε το 1977 που περιμέναμε την αυτόματη λήξη της περιόδου ηττών κι απογοήτευσης. Αλλά ούτε και το λάθος του 1978-9 να φτιάξουμε μια εφημερίδα που δεν συγκεντρώνεται με όλη της την ψυχή ούτε στην παρακίνηση της τάξης για δράση .

Τους τελευταίους μήνες τα μέλη μας ξεκίνησαν να ξαναμαθαίνουν πώς να μεταφέρουν ζωντανές εικόνες του αγώνα στην εφημερίδα, χωρίς να ξεχνάνε τα ζητήματα μεγάλης σημασίας «τι γίνεται λάθος» και «τι να κάνουμε γι αυτό». Και παρεμβαίνοντας στους αγώνες με την εφημερίδα, πέτυχαν να ανεβάσουν τις πωλήσεις της πρώτη φορά τα τελευταία οχτώ χρόνια- φτάνοντας την κυκλοφορία σε 31.000 και τα πληρωμένα φύλλα σε 14,000 τη βδομάδα (ακόμα περισσότερο αν λάβουμε υπόψη τις μισές τιμές, τα έξοδα στα πρακτορεία τύπου κλπ). Τέτοια νούμερα γίνονται ακόμα πιο εντυπωσιακά αν τα συγκρίνει κανείς με ανταγωνιστές στην αριστερά όπως η Tribune (της οποίας οι πωλήσεις υπολογίζονται σε λιγότερες από 10.000) και η Socialist Action (αυτή η πρόσφατη μετεξέλιξη της Black Dwarf του 1968 τυπώνει μόνο 7,000 φύλλα, όσα η πρόγονός της 16 χρόνια πριν!).   Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πωλήσεις της Socialist Worker – και η επιρροή των επαναστατικών ιδεών- μπορούν να ανέβουν ακόμα περισσότερο αν γίνει προσπάθεια, εφόσον παραμείνει το σημερινό ανεβασμένο επίπεδο εργατικών μαχών. Υπάρχει ένας  νέος αέρας αυτοπεποίθησης κι αγωνιστικότητας στη μειοψηφία των εργατών. Αυτή η αγωνιστικότητα μπορεί να είναι βραχύβια, από τη στιγμή που η συνδικαλιστική γραφειοκρατία βάζει τα δυνατά της για να κλείσει τους αγώνες και οι εργάτες στερούνται πρόσφατων εμπειριών ανεξάρτητης οργάνωσης του αγώνα από τα κάτω. Αλλά ακόμα και στην πιο απαισιόδοξη προοπτική, οι σοσιαλιστές ακόμα θα έχουν μια μοναδική ευκαιρία να επηρεάσουν την αγωνιστική μειοψηφία με τις ιδέες τους. Η επαναστατική εφημερίδα είναι, όπως και στο παρελθόν, το κλειδί για να το πετύχουν.

Διατηρώντας τη Socialist Worker στην κάμψη του κινήματος των δέκα τελευταίων χρόνων, έχουμε εξασφαλίσει τη συντήρηση μιας πιο ισχυρής επιρροής στο βρισκόμενο σε υποχώρηση, γραφειοκρατικοποιημένο, ρεφορμιστικό εργατικό κίνημα απ’ ότι (σ.μ. έχουν επαναστάτες σοσιαλιστές) σε άλλες χώρες με πολύ υγιέστερες πολιτικές παραδόσεις. Παρά τα προβλήματα που είχε η εφημερίδα έδωσε τη δυνατότητα στην επαναστατική οργάνωση να κρατήσει ζωντανή επαφή με τους αγώνες εκείνους που ξεδιπλώθηκαν κι έτσι να διατηρήσει τα μέλη της περίπου στον αριθμό-ρεκόρ του 1974.

Τώρα πρέπει να αξιοποιήσουμε κάθε περίοδο αναλαμπής των αγώνων, όσο σύντομοι κι αν είναι, για να διακινήσουμε σε νέους αγωνιστές την εφημερίδα μας, να τη χρησιμοποιήσουμε για να τους βοηθήσουμε να κατανοήσουν ότι είναι τμήμα ενός πλατύτερου ρεύματος ανθρώπων που θέλουν να παλέψουν, με την προοπτική να αυξήσει και την αποτελεσματικότητά τους και την επιρροή του επαναστατικού σοσιαλιστικού κόμματος μέσα στην τάξη.

https://www.marxists.org/archive/harman/1984/xx/revpress.html




Ανακοίνωση του Συντονιστικού των Μαπούτσε CAM σχετικά με τις κινητοποιήσεις στη Χιλή

Στο λαό-έθνος Μαπούτσε, σε αλληλεγγύη με τον αγωνιζόμενο χιλιάνικο λαό, ως Συντονιστικό Αράουκο – Μαγιέκο δηλώνουμε το εξής:

 

– Kiñe: Ότι μπροστά στο ξέσπασμα του χιλιάνικου λαού ενάντια στην κατεστημένη τάξη, το σύνολο των καταπιεστικών αστικών θεσμών και των νεοφιλελεύθερων πρακτικών τους, εν πρώτοις, είμαστε αλληλέγγυοι με τα δίκαια κοινωνικά αιτήματα, τα οποία, αν καταλαβαίνουμε καλά, δεν έχουν πολιτική καθοδήγηση από την επαναστατική αριστερά, ωστόσο όντως αντιπροσωπεύουν τη δίκαιη και αξιοπρεπή κραυγή ενός λαού καταπιεσμένου από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που βρέθηκε σε κρίση εξαιτίας της απληστίας και της φιλοδοξίας των ισχυρών, οι οποίοι δε διστάζουν να επιβάλουν με αίμα και σφαίρες τις νεοφιλελεύθερες, εξορυκτικές και αρπακτικές πρακτικές τους, ισοπεδώνοντας τα εδάφη και τα δικαιώματα των ανθρώπων γενικά.

– Epu: Ότι, στο πλαίσιο αυτών των διαποτισμένων με επαναστατικότητα, οργή και αξιοπρέπεια αγώνων, διεκδικούμε το νόμιμο δικαίωμα στην εξέγερση από την πλευρά του καταπιεσμένου χιλιάνικου λαού, μια και η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση επιβάλλει οικονομικές πολιτικές που ευνοούν μόνο τους μεγάλους οικονομικούς ομίλους και, την ώρα των κινητοποιήσεων, δε διστάζει να απαντήσει με άγρια καταστολή ενάντια στις αντιστάσεις, βγάζοντας ακόμα και τους στρατιωτικούς στο δρόμο, οι οποίοι κουβαλάνε στο ιστορικό τους μόνο γενοκτονία για το λαό μαπούτσε και σφαγές για την εργαζόμενη τάξη και τα οργανωμένα λαϊκά τμήματα και οι οποίοι ξεδιάντροπα ακόμα δείχνουν τα αιματοβαμμένα από τη δικτατορία του Πινοσέτ χέρια τους, πάντα με το σκοπό να προστατεύσουν την ολιγαρχία που καταπιέζει, τόσο τους Χιλιανούς όσο και τους Μαπούτσε.

– Küla: Σε αυτό το ίδιο πλαίσιο και λαμβάνοντας υπόψη τον αγώνα του μαπούτσε λαού μας, κάνουμε έκκληση να δοθεί συνέχεια με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη στην εδαφική διαμάχη και στην αντίσταση ενάντια στην αστική εξουσία, όπως συνεχίζουμε να το κάνουμε εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες.

Να εργαστούμε και να αγωνιστούμε χωρίς ανακωχή και χωρίς φόβο μέχρι την οριστική έξωση των εταιριών υλοτομίας, των υδροηλεκτρικών σταθμών και όλων των υπολοίπων καπιταλιστικών επενδύσεων που έχουν βρει καταφύγιο σε αυτό το νεοαποικιακό καθεστώς. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται μόνο μέσα από εκφράσεις αντίστασης και από συνεπείς οργανώσεις του λαού – έθνους μας μαπούτσε, ενωμένες σε μία πολιτική και επαναστατική πρόταση για την εθνική απελευθέρωση των Μαπούτσε, βασισμένη στις στρατηγικές μας γραμμές για την εθνική ανοικοδόμηση μέσα από την αντίσταση και τον εδαφικό έλεγχο.

– Meli: Δε χωράει αμφιβολία ότι αυτή η διαδικασία εθνικής απελευθέρωσης των Μαπούτσε θα φανεί καλύτερα στον ορίζοντα όταν οι καταπιεσμένοι και οι καταπιεσμένες του χιλιάνικου λαού αρχίσουν να εγείρουν ένα αληθινό αριστερό πρόγραμμα με λαϊκές ρίζες και με εκπροσώπηση των εργαζομένων και των επαναστατών, που δε θα πέφτει στους φθαρμένους πλέον τρόπους άσκησης πολιτικής, με μικροαστούς ψευτοηγέτες, προδότες και λακέδες που εκπροσωπούνται από το Frente Amplio (Ευρύ Μέτωπο) και τη Νέα Πλειοψηφία (Nueva Mayoría).

– Kechu: Τέλος, καλούμε το λαό – έθνος μας μαπούτσε να συνεχίσει την ανοικοδόμηση, να δώσει συνέχεια στη διαδικασία, να δυναμώσει και να αυξήσει την αντίσταση δημιουργώντας νέα Όργανα Εδαφικής Αντίστασης (ORT) και ομάδες μάχης. Να συνεχίσει τον εδαφικό έλεγχο και τις νόμιμες διεκδικήσεις για την υπεράσπιση των εδαφών μας (Wallmapu). Στέλνουμε τον καλύτερο χαιρετισμό μας στη δυσαρέσκεια των καταπιεσμένων που είναι και δική μας, στις πράξεις αντίστασης μπροστά στους πραγματικούς εχθρούς, τους καπιταλιστές, τους ισχυρούς!! Ο αγώνας των Μαπούτσε είναι για τη γη και την αυτονομία, για την εθνική ανοικοδόμηση, θέτοντας τις βάσεις για μία αληθινή εθνική απελευθέρωση των Μαπούτσε.

Η εθνική απελευθέρωση των Μαπούτσε θα επιτευχθεί μόνο μαζί με την απελευθέρωση του χιλιάνικου λαού!!!

WEUWAIÑ – MARRICHIWEU!!! ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΟ ΑΡΑΟΥΚΟ – ΜΑΓΙΕΚΟ

………………………

Αναδημοσίευση από: tierralibertad.com

Πηγή: desinformemonos.org




Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση φωτογραφικού Άλμπουμ του Ρόμπερτ Φρανκ “Οι Αμερικάνοι”

Το Σάββατο 26 Οκτώβρη στο Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών πραγματοποιήθηκε με επιτυχία η παρουσίαση φωτογραφικού Άλμπουμ του Ρόμπερτ Φρανκ “Οι Αμερικάνοι”.
Ο Νίκος Αθανασίου, ερασιτέχνης φωτογράφος, μας ανέλυσε το περιεχόμενο του έργου, που θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές φωτογραφικές δουλειές του 20ού αιώνα. Ένα έργο που κυκλοφόρησε στη “χρυσή” εποχή του καπιταλισμού, που μετά το Β’ΠΠ καλλιεργούσε αυταπάτες εν μέσω “ανάπτυξης” για καλύτερη ζωή, το γνωστό “Αμερικάνικο όνειρο”.


Κάποιοι στις ΗΠΑ τότε έκαναν κριτική ότι το έργο είναι αντιαμερικανικό, ίσα ίσα. Απλά αποδομεί πλήρως το λεγόμενο Αμερικάνικο όνειρο με το έργο του, όντας κι ίδιος πρόσφυγας. Η οικογένειά του ήταν εβραίοι της Γερμανίας και έφτασαν στις ΗΠΑ μέσω Ελβετίας, στην οποία είχαν καταφύγει για να γλιτώσουν από τους ναζί. Αναδεικνύει ξεκάθαρα την πραγματική ζωή στις ΗΠΑ, με μια ματιά απ’τα κάτω, με το βλέμμα των φτωχών, των καταπιεσμένων, των γυναικών, των gay, των μαύρων, σε μια δύσκολη εποχή Μακαρθισμού και εν γένει συντηρητισμού. Οι εικόνες του μας συγκλονίζουν, σε αντιπαραβολή με τους από πάνω, τους πλούσιους, τους μαφιόζους, τους σταρ, τους προνομιούχους. Γίνεται ξεκάθαρο σε όλους πόσο υπαρκτός είναι ο φυλετικός διαχωρισμός αλλά και ο ταξικός. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο το προλογίζει ο Jack Kerouac.


Και βεβαίως, παρόλο που έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας, οι διαχωρισμοί αυτοί υφίστανται, ο νεοφιλελευθερισμός δείχνει τα δόντια του, αλλά οι αντιστάσεις είναι σθεναρές και στις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο κόσμο.

Για όσους θα ήθελαν να μελετήσουν το φωτογραφικό άλμπουμ “Οι Αμερικάνοι” υπάρχει με άδεια Public Domain Mark 1.0 στον παρακάτω σύνδεσμο:

https://archive.org/details/robertfranktheamericans1958




Οι ζωές όλων μας έχουν αξία – Λέμε όχι στο ρατσιστικό Νομοσχεδιο για το Άσυλο, Τετάρτη 30 Οκτώβρη, συγκέντρωση στα Προπύλαια, στις 6 μ.μ.

Aνακοίνωση της Κίνησης “Απελάστε το Ρατσισμό”

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ 30 ΟΚΤΩΒΡΗ, ΣΤΙΣ 6 ΜΜ

Η κυβέρνηση ΝΔ φέρνει με διαδικασία κατεπείγοντος το νομοσχέδιο με τις αλλαγές στο προσφυγικό. Είναι ένα ρατσιστικό νομοσχέδιο που αντιτίθεται σε κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ένα νομοσχέδιο που κλιμακώνει τις πολιτικές “αποτροπής”, που εφάρμοσε και η προηγούμενη κυβέρνηση που έφτιαξε τη Μόρια και υπέγραψε την εγκληματική συμφωνία ΕΕ-Ελλάδας-Τουρκίας.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που απ’τη μία καλύπτει τους εμβολισμούς σκαφών προσφύγων με αποτέλεσμα το θάνατο ενός μωρού και τραυματισμό 6 προσφύγων, κάνει εκκαθαρίσεις στις καταλήψεις και τώρα φέρνει προς ψήφιση ένα νομοσχέδιο που θα “ανταμείψει” τους πρόσφυγες με φυλακίσεις, εξπρές απορρίψεις αιτημάτων ασύλου και απελάσεις στις χώρες-κόλαση απ’τις οποίες έφυγαν με κάθε μέσο για να σώσουν τις ζωές τους.

Οι αιτούντες άσυλο θα κρατούνται μέχρι και 18 μήνες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, με τις πανάθλιες συνθήκες που όλοι γνωρίζουμε, θα δίνεται προτεραιότητα των αιτημάτων ασύλου ανάλογα την εθνικότητα. Θα εφαρμόσει απελάσεις (σε “ασφαλείς” χώρες που θα καθορίζονται με υπουργικές αποφάσεις, ήδη με αποφάσεις της προηγούμενης κυβέρνησης σ’αυτές περιλαμβάνονται Λιβύη, Τουρκία κι Αφγανιστάν!) ακόμα και πριν την εξέταση της προσφυγής τους σε επιτροπές β’ βαθμού (προσφυγές που πρέπει πλέον να υποβάλλονται με… δικόγραφο!).

Το νομοσχέδιο καθορίζει τριμελείς επιτροπές (αποτελούμενες αποκλειστικά από… δικαστικούς) που ουσιαστικά θα απορρίπτουν τα αιτήματα ασύλου με κατεπείγουσες διαδικασίες και καταργεί ακόμα και τα κριτήρια ευαλωτότητας (μετατραυματικό στρες και άλλα). Δίνει το δικαίωμα στις αρχές των στρατοπέδων να αποπέμπουν τιμωρητικά από το σύστημα ασύλου όσους (κατά τη γνώμη τους) δεν τηρούν τους κανονισμούς. Προβλέπει μάλιστα ακόμα και… ποινικές ευθύνες στους γονείς των προσφυγόπουλων αν δεν στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο (με τι μέσα; στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν μπει καν πούλμαν για τη μεταφορά στα σχολεία).

Οι πολιτικές της “αποτροπής” στην Ελλάδα έχουν συνέχεια. Η ΕΕ έχει δώσει την (αντιπροσφυγική) κατεύθυνση και οι ελληνικές κυβερνήσεις την εφαρμόζουν. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πιάνει το νήμα από τις ακραίες ρατσιστικές ακροδεξιές πολιτικές του Ορμπάν και του Σαλβίνι, έχοντας ήδη δώσει δείγματα με την μη απόδοση ΑΜΚΑ (στερώντας σε πρόσφυγες και μετανάστες την στοιχειώδη πρόσβαση στη δημόσια υγεία), με τις εκκαθαρίσεις των καταλήψεων και τη μεταφορά των προσφύγων σε άθλιες δομές, στερώντας από τα παιδιά τους την πρόσβαση στα δημόσια σχολεία.

Η κυβέρνηση κλιμακώνει την επίθεσή της σε πρόσφυγες και μετανάστες παράλληλα με την επίθεση σε όλους μας με την ανατροπή στα εργασιακά δικαιώματα (τα στοιχειώδη που είχαν γλιτώσει από τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις) με το σκληρό, αντεργατικό, ταξικό και κυνικό “αναπτυξιακό” νομοσχέδιο. Νομοσχέδιο που θα εφαρμόσει τις υπαγορεύσεις του ΣΕΒ εις βάρος των εργαζόμενων κι απ’την άλλη δίνει φωτογραφικά “δωράκια” στους φίλους της κυβέρνησης: στο μεγάλο κεφάλαιο και σε ημέτερους εκδότες που καθορίζουν την κοινή γνώμη. Παράλληλα με την κατάργηση του πανεπιστημιακού άσυλου από την ανιστόρητη υπουργός Κεραμέως (που στην ανακοίνωση για τις 28 Οκτώβρη, εκτός από τα ιστορικά λάθη δεν είπε κουβέντα για το φασισμό, ουσιαστικά ξεπλένοντάς τον). Δικαιώματα που δε μας τα είχε χαρίσει καμία κυβέρνηση, είχαν κερδηθεί με σκληρούς αγώνες, εδώ και δεκαετίες.

Ντόπιοι – πρόσφυγες και μετανάστες ενώνουμε τις δυνάμεις μας, θα αγωνιστούμε με κάθε τρόπο απέναντι στο θεσμικό ρατσισμό, τη φτώχεια, την καταστολή, την κατάργηση των δικαιωμάτων μας.

– Να αποσυρθεί το ρατσιστικό αντιπροσφυγικό νομοσχέδιο έκτρωμα.

– Να κλείσουν τα κολαστήρια της Μόριας και των υπόλοιπων νησιών του αν. Αιγαίου και οι προαναχωρησιακές φυλακές (βλ. Αμυγδαλέζα – Κόρινθος).

– Μεταφορά των προσφύγων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σε ανθρώπινες συνθήκες στον αστικό ιστό.

– Διεύρυνση των στεγαστικών προγραμμάτων σε διαμερίσματα.

– Πρόσβαση όλων ανεξαιρέτως των παιδιών στα δημόσια σχολεία στην πρωινή ζώνη και παροχή όλων των διευκολύνσεων (πούλμαν για τη μεταφορά τους).

– Έκδοση ΑΜΚΑ και δωρεάν δημόσια υγεία για όλους, ντόπιους – πρόσφυγες και μετανάστες.

– Όχι στη στρατιωτικοποίηση του Αιγαίου. Όχι στις παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων.

– Ακύρωση της συμφωνίας ΕΕ-Ελλάδας-Τουρκίας.

Την Τετάρτη 30 Οκτώβρη, όλες/οι στη συγκέντρωση στα Προπύλαια, στις 6 μ.μ. και σε πορεία προς τη Βουλή.

Κίνηση “Απελάστε τον Ρατσισμό”