1

O τροτσκισμός μετά τον Τρότσκι (ΙV)

του Τόνι Κλιφ

 

Κεφάλαιο 4: H διεθλασμένη διαρκής επανάσταση

-Η άνοδος του Μάο στην εξουσία

-Η Επανάσταση του Κάστρο

– Τι είχε πάει στραβά με τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης του Τρότσκι;

-Διεθλασμένη Διαρκής επανάσταση

Ένα ακόμη ζήτημα στο οποίο οι μεταπολεμικοί τροτσκιστές δυσκολεύονταν ήταν οι εξελίξεις στον Τρίτο Κόσμο. Η θεωρία της διαρκούς επανάστασης όπως διατυπώθηκε από τον Τρότσκι στη Ρωσία προέβλεπε την αποδυνάμωση του ιμπεριαλισμού και την κοινωνική αλλαγή στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Η κοινωνική αλλαγή θα προέκυπτε από την εργατική τάξη,  η οποία θα αγωνιζόταν για να ολοκληρώσει τα αστικοδημοκρατικά  καθήκοντα και ταυτόχρονα θα συνέχιζε να αγωνίζεται για τον σοσιαλισμό. Το ζήτημα του κατά πόσο η θεωρία του Τρότσκι για τη διαρκή επανάσταση εξηγούσε επαρκώς τις σημαντικές διεργασίες στον Τρίτο Κόσμο τέθηκε με πιο οξύ τρόπο στην Κίνα του Μάο και στην Κούβα του Κάστρο. Ίσχυε σε αυτές τις περιπτώσεις η θεωρία του; Για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, δεν  έφτανε ούτε ένα “ναι” ούτε ένα “όχι”. Υπήρχαν πολλά κοινά μεταξύ του τι συνέβη σε αυτές τις χώρες και της θεωρίας του Τρότσκι, αλλά από κάποιες πλευρές υπήρχαν και σοβαρές αποκλίσεις. Έτσι προέκυψε η ανάγκη να διαμορφωθεί μια θεωρία που θα μπορούσε να περιλαμβάνει και τις δύο όψεις. Αυτή ήταν η θεωρία της διεθλασμένης διαρκούς επανάστασης.

Η άνοδος του Μάο στην εξουσία

Η βιομηχανική εργατική τάξη δεν έπαιξε κανέναν ρόλο στη νίκη των Κινέζων Κομμουνιστών του Μάο έναντι του εθνικιστικού Κουομιντάνγκ το 1949. Ακόμη και η κοινωνική σύνθεση του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν εντελώς μη εργατικής σύνθεσης. Η άνοδος του Μάο στην ηγεσία του κόμματος συνέπεσε με μια εποχή που το κόμμα έπαψε να είναι εργατικό κόμμα. Προς τα τέλη του 1926, το 66% τουλάχιστον των μελών του ήταν εργάτες, άλλοι 22% διανοούμενοι και μόνο 5% αγρότες. [99] Μέχρι το Νοέμβριο του 1928, το ποσοστό των εργαζομένων μειώθηκε περισσότερο από 80% κι έπεσε στο μόλις 10% των μελών. Μια επίσημη κομματική έκθεση παραδεχόταν ότι το κόμμα «δεν διέθετε ούτε έναν υγιή κομματικό πυρήνα μέσα στη βιομηχανική εργατική τάξη». [100] Έναν χρόνο αργότερα οι εργάτες αποτελούσαν μόνο το 3% του συνόλου και αυτό δεν άλλαξε ουσιαστικά μέχρι τα τέλη του 1930. [101] Από τότε μέχρι και την τελική νίκη του Μάο, το κόμμα δεν είχε ουσιαστικά καθόλου βιομηχανικούς εργάτες στις γραμμές του.

Για αρκετά χρόνια το κόμμα περιόριζε τη δράση του στα αγροτικά αντάρτικα κινήματα στις επαρχίες στα βάθη της κεντρικής Κίνας, όπου ίδρυσε μια Κινεζική Σοβιετική Δημοκρατία. Αργότερα, μετά από τη στρατιωτική ήττα στις κεντρικές επαρχίες το 1934, το κόμμα μετακινήθηκε στο βόρειο Σένσι στα βορειοδυτικά. Και στις δύο αυτές περιοχές δεν υπήρχε βιομηχανική εργατική τάξη για να απευθυνθεί. Ένα όργανο της Κομιντέρν δεν υπερέβαλλε όταν έγραφε: «Η περιοχή στα σύνορα είναι κοινωνικά και οικονομικά μια από τις πιο καθυστερημένες περιοχές της Κίνας». [102] Ο Τσου Τεχ επαναλάμβανε: «Οι περιφέρειες υπό την καθοδήγηση των κομμουνιστών είναι οι πλέον καθυστερημένες οικονομικά σε ολόκληρη τη χώρα». [103] Δεν υπήρχε καμία πραγματική πόλη υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών μέχρι δύο χρόνια πριν από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Τόσο ασήμαντοι ήταν οι εργάτες στη στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος κατά την περίοδο της ανόδου του Μάο στην εξουσία που το κόμμα δεν έκρινε καν απαραίτητο να συγκαλέσει Εθνικό Συνέδριο των Συνδικάτων, 19 χρόνια μετά από εκείνο που διεξήχθη το 1929. Δεν μπήκε το κόμμα ποτέ στον κόπο να αναζητήσει την εργατική υποστήριξη, όπως αποδεικνυόταν και από τη διακήρυξή της ότι δεν σκόπευε να διατηρήσει καμία κομματική οργάνωση στις περιοχές που ελέγχονταν από το Κουόμινταγκ κατά την κρίσιμη περίοδο 1937-45. [104] Όταν, τον Δεκέμβριο του 1937 η κυβέρνηση του Κουόμινταγκ θέσπισε την ποινή του θανάτου για τους εργάτες που θα απεργούσαν ή ακόμα και θα προπαγάνδιζαν  μια απεργία, ενώ ο πόλεμος ενάντια στους Ιάπωνες βρισκόταν σε εξέλιξη, ο εκπρόσωπος του Κομμουνιστικού Κόμματος δήλωνε σε μια συνέντευξη ότι το κόμμα ήταν «πλήρως ικανοποιημένο» με τη διεξαγωγή του πολέμου από την κυβέρνηση. [105] Ακόμη και μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου μεταξύ  Κομμουνιστικού Κόμματος και  Κουόμινταγκ, δεν υπήρχε σχεδόν καμία οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος στις περιοχές που έλεγχε το Κουόμινταγκ, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν όλα τα βιομηχανικά κέντρα της χώρας.

Η κατάκτηση των πόλεων από τον Μάο αποκάλυπτε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το πλήρες διαζύγιο του Κομμουνιστικού Κόμματος από τη βιομηχανική εργατική τάξη. Οι κομμουνιστές ηγέτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποτρέψουν τις εργατικές εξεγέρσεις στις πόλεις την παραμονή της κατάκτησής τους. Πριν από την πτώση του Τιεντσίν και του Πεκίνου, για παράδειγμα, ο στρατηγός Λιν Πιάο, Στρατηγός του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, εξέδωσε μια προκήρυξη που καλούσε τους ανθρώπους:

«… να διατηρήσουν την τάξη και να συνεχίσουν τις δουλειές τους. Οι υπάλληλοι του Κουομιντάνγκ σε νομισματικό σύστημα, αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας σε επίπεδο χωριού, επαρχίας, πόλης, χώρας και σε οποιοδήποτε κυβερνητικό πόστο… υποχρεούνται να παραμείνουν στις θέσεις τους.» [106]

Την εποχή που διέσχιζαν τον ποταμό Γιανγκ Τσε, πριν πέσουν οι μεγάλες πόλεις της κεντρικής και της νότιας Κίνας (Σανγκάη, Χανκόου, Καντόνα), οι Μάο και Τσου Τεχ  κυκλοφόρησαν προκήρυξη  με τους πανομοιότυπο περιεχόμενο:

«… οι εργάτες και οι υπάλληλοι όλων των επαγγελμάτων να συνεχίσουν να εργάζονται … οι υπάλληλοι των κεντρικών, επαρχιακών, δημοτικών ή νομαρχιακών κυβερνήσεων του Κουόμινταγκ σε όλα τα επίπεδα επίπεδα ή εκπρόσωποι της «Εθνοσυνέλευσης», οι υπάλληλοι στο νομισματικό σύστημα, τα μέλη του Λαϊκού Πολιτικού Συμβουλίου, το αστυνομικό προσωπικό και οι επικεφαλής του δικαστικού συστήματος … πρέπει να παραμείνουν στις θέσεις τους.» [107]

Η εργατική τάξη διατάχθηκε να παραμείνει αδρανής και έτσι έγινε. Μια αναφορά από την πόλη Νανκίνγκ στις 22 Απριλίου 1949, δύο ημέρες πριν την καταλάβει ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, περιέγραφε την κατάσταση έτσι:

« Ο πληθυσμός της Νανκίνγκ δεν δίνει ενδείξεις ενθουσιασμού. Περίεργα πλήθη εντοπίστηκαν σήμερα το πρωί να συγκεντρώνονται στο φράγμα του ποταμού για να παρακολουθήσουν την ένοπλη αναμέτρηση στην απέναντι πλευρά του ποταμού. Οι δουλειές συνεχίζονται όπως συνήθως. Ορισμένα καταστήματα είναι κλειστά, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει δουλειά … Οι κινηματογράφοι εξακολουθούν να προβάλλουν τις ταινίες τους φωτίζοντας τις στριμωγμένες οικοδομές».

Έναν μήνα αργότερα ένας ανταποκριτής της Νέας Υόρκης έγραφε από τη Σαγκάη: “Τα κόκκινα στρατεύματα άρχισαν να κολλούν αφίσες στα κινέζικα, δίνοντας οδηγίες στον λαό να είναι ήσυχος και διαβεβαιώνοντάς τους ότι δεν έχουν να φοβούνται τίποτα.” [108] Στην Καντόνα “μετά την είσοδό τους οι κομμουνιστές ήρθαν σε επικοινωνία με το αστυνομικό τμήμα και έδωσαν οδηγίες στους αξιωματικούς και τους υπαλλήλους να παραμείνουν στη θέση τους για να διατηρήσουν την τάξη. ” [109]

Η επιχειρηματολογία του Τρότσκι ότι τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα, όπως η απελευθέρωση από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, θα μπορούσαν να εκπληρωθούν μόνο από τους εργάτες, δεν  μπορούσε να εξηγήσει τι συνέβη στην Κίνα.

Η επανάσταση του Κάστρο

Ένα άλλο παράδειγμα εξελίξεων που δεν ταιριάζαν με το σενάριο του Τρότσκι ήταν η  Κούβα. Εδώ ούτε η εργατική τάξη ούτε καν η αγροτιά έπαιξαν σοβαρό ρόλο. Οι μεσοαστοί διανοούμενοι κυριάρχησαν πλήρως στην αρένα της πάλης κατά την άνοδο του Φιντέλ Κάστρο στην εξουσία. Το βιβλίο του Τ. Ράιτ Μιλς, «Άκου Γιάνκη», που αποτελεί λίγο-πολύ  έναν αυθεντικό μονόλογο των Κουβανών ηγετών, καταπιάνεται πρωτίστως με το τι δεν ήταν η επανάσταση:

«… η ίδια η επανάσταση δεν ήταν μάχη … μεταξύ μισθωτών και καπιταλιστών … Η επανάστασή μας δεν είναι μια επανάσταση που γίνεται από εργατικά σωματεία ή μισθωτούς εργάτες στην πόλη ή από εργατικά κόμματα ή από οτιδήποτε τέτοιο … οι μισθωτοί εργάτες στην πόλη δεν απέκτησαν συνείδηση με οποιονδήποτε επαναστατικό τρόπο. Τα συνδικάτά τους ήταν ακριβώς όπως τα δικά σας συνδικάτα στη Β. Αμερική: έβγαιναν στους δρόμους μόνο για περισσότερα χρήματα και καλύτερες συνθήκες δουλειάς. Αυτό ήταν το μόνο που τα κινητοποιούσε. Και μερικά ήταν ακόμα πιο διεφθαρμένα από μερικά δικά σας.» [110]

Μετά από συζητήσεις με τους κουβανούς ηγέτες, ο Πολ Μπάραν, ένας άκριτος υποστηρικτής του Κάστρο, έγραψε:

«Φαίνεται ότι το τμήμα της βιομηχανικής εργατικής τάξης παρέμεινε συνολικά παθητικό σε όλη την επαναστατική περίοδο. Η διαμόρφωση του “αριστοκρατικού” στρώματος του προλεταριάτου της Κούβας, δηλαδή αυτών των εργαζομένων που συμμετείχαν στα κέρδη των μονοπωλιακών επιχειρήσεων – ξένων και ντόπιων – πληρώνονταν καλά κατά τα λατινοαμερικάνικα πρότυπα και απολάμβαναν ένα επίπεδο ζωής πολύ υψηλότερο από αυτό των μαζών του κουβανικού λαού. Το αρκετά ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα κυριαρχούνταν από τον «εργοδοτικό συνδικαλισμό», στο στυλ των Ηνωμένων Πολιτειών, και χαρακτηριζόταν πλήρως από εκβιασμούς και τρομοκρατία.» [111]

Η αδιαφορία του βιομηχανικού προλεταριάτου αποδείχθηκε και με το εντελώς αποτυχημένο κάλεσμα του Κάστρο για γενική απεργία στις 9 Απριλίου 1958, περίπου δεκαέξι μήνες μετά την έναρξη της εξέγερσης και οκτώ μήνες πριν από την πτώση του κουβανού δικτάτορα, του Μπατίστα. Οι εργαζόμενοι παρέμειναν απαθείς και οι Κομμουνιστές τη σαμποτάρισαν.  Λίγο αργότερα ήταν που πήδηξαν στο άρμα του Κάστρο. [112]

Δεν ήταν μόνο η εργατική τάξη που δεν ενεπλάκη στην άνοδο του Κάστρο, αλλά το ίδιο ίσχυσε και για την αγροτιά. Μέχρι τον Απρίλιο του 1958 ο συνολικός αριθμός των οπλισμένων ανδρών υπό τον Κάστρο εφτανε μόνο τους 180 και στην περίοδο της πτώσης του Μπατίστα αυξήθηκε κι έφτασε τους 803 μόνο. [113] Τα στελέχη των ομάδων του Κάστρο ήταν διανοούμενοι. Και οι αγρότες που όντως συμμετείχαν δεν ήταν εργάτες γης. Ο Τσε Γκεβάρα περιγράφει τους αγρότες που συντάχθηκαν με τον Κάστρο στη Σιέρα Μαέστρα:

«Οι στρατιώτες που απαρτίζουν τον πρώτο μας αντάρτικο στρατό των κατοίκων της χώρας προέρχονταν από το τμήμα αυτής της κοινωνικής τάξης που εκφράζει πιο επιθετικά την αγάπη της για την ιδιοκτησία γης, κάτι που κάνει τον προσδιορισμό «μικροαστοί» τον πιο κατάλληλο για να χαρακτηρίσει τους στρατολογημένους». [114]

Το κίνημα του Κάστρο ήταν κίνημα της μεσαίας τάξης. Οι 82 άνδρες υπό τον Κάστρο που εισέβαλαν στην Κούβα από το Μεξικό τον Δεκέμβριο του 1956 και οι 12 που επέζησαν για να πολεμήσουν στη Σιέρα Mαέστρα προέρχονταν από αυτή την τάξη. “Τις βαρύτερες απώλειες υπέστη το σε γενικές γραμμές μεσοαστικό κίνημα αντίστασης, κάτι που δημιούργησε τα πολιτικά και ψυχολογικά «οξέα» που διέβρωσαν την πολεμική ισχύ του Μπατίστα” [115].

Χαρακτηριστική για το κουβανικό κίνημα ήταν μια περιγραφή  του Τσε Γκεβάρα που υπονοούσε ότι η βιομηχανική εργατική τάξη θα είναι αμέτοχη σε όλες τις μελλοντικές σοσιαλιστικές επαναστάσεις: «Οι αγρότες, με έναν στρατό φτιαγμένο από τους ίδιους που θα αγωνίζεται για τους δικούς τους μεγάλους στόχους, κυρίως για μια δίκαιη αναδιανομή της γης, θα έρθουν από την ύπαιθρο για να κατακτήσουν τις πόλεις … Αυτός ο στρατός, έχοντας φτιαχτεί στην ύπαιθρο, όπου οι υποκειμενικές συνθήκες ωρίμασαν για την κατάληψη της εξουσίας, θα βρεθεί έξω από τις πόλεις και θα μπει για να τις κατακτήσει…» [116]

Σε άλλες χώρες του Τρίτου Κόσμου, η εργατική τάξη δεν έπαιξε ποτέ κάτι παραπάνω από  επικουρικό ρόλο στους μεταπολεμικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς και, ακόμη και όταν ήταν παρούσα, δεν λειτουργούσε ως ανεξάρτητη δύναμη που αγωνίζεται για τον επαναστατικό σοσιαλισμό, όπως συνέβη στη Ρωσία το 1917. Έτσι, οι διεργασίες για την υπέρβαση των εγγενώς καθυστερημένων κοινωνικοοικονομικών σχέσεων και η επίτευξη της εθνικής απελευθέρωσης από τον ιμπεριαλισμό είχαν ως αιχμή του δόρατος μια ποικιλία δυνάμεων που προέρχονταν κυρίως από τη διανόηση ή το κράτος, παίζοντας τον ρόλο που απέδιδε στην εργατική τάξη η θεωρία της διαρκούς επανάστασης του Τρότσκι. Αν και τα πολιτικά αποτελέσματα στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική ποικίλλανε, ο κρατικός καπιταλισμός ήταν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, το βασικό αποτέλεσμα.

Τι είχε πάει στραβά με τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης του Τρότσκι;

Τα βασικά στοιχεία της θεωρίας του Τρότσκι μπορούν να συνοψιστούν σε έξι σημεία:

(1) Μια αστική τάξη που φτάνει καθυστερημένα στην καπιταλιστική σκηνή είναι θεμελιωδώς διαφορετική από τους προγόνους της έναν ή δυο αιώνες νωρίτερα. Δεν είναι σε θέση να προσφέρει μια συνεπή, δημοκρατική, επαναστατική λύση στα προβλήματα που δημιούργησε η φεουδαρχία και η ιμπεριαλιστική καταπίεση. Δεν είναι σε θέση να επιτελέσει την σαρωτική καταστροφή της φεουδαρχίας, την επίτευξη πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας και πολιτικής δημοκρατίας. Έχει πάψει να είναι επαναστατική, είτε στις αναπτυγμένες είτε στις καθυστερημένες χώρες. Είναι μια απολύτως συντηρητική δύναμη.

(2) Ο καθοριστικός επαναστατικός ρόλος πέφτει στις πλάτες του προλεταριάτου, ακόμη κι αν το προλεταριάτο είναι πολύ μικρό αριθμητικά και νεαρό.

(3) Οι αγρότες, όντας ανίκανοι για ανεξάρτητη δράση, θα ακολουθήσουν τις πόλεις και, λαμβάνοντας υπόψη τα πρώτα δύο σημεία, θα πρέπει να κινηθούν υπό την ηγεσία του βιομηχανικού προλεταριάτου.

(4) Η ουσιαστική επίλυση του αγροτικού ζητήματος, του εθνικού ζητήματος, η διάλυση των κοινωνικών και ιμπεριαλιστικών φραγμών που εμποδίζουν μια γρήγορη οικονομική ανάπτυξη, θα απαιτήσει να ξεπεραστούν τα όρια της αστικής ατομικής ιδιοκτησίας: «Η δημοκρατική επανάσταση μετατρέπεται άμεσα σε σοσιαλιστική, και έτσι προκύπτει η διαρκής επανάσταση ». [117]

(5) Η ολοκλήρωση της σοσιαλιστικής επανάστασης “μέσα στα εθνικά όρια είναι αδιανόητη … Έτσι, η σοσιαλιστική επανάσταση γίνεται διαρκής επανάσταση και με μια νέα κι ευρύτερη έννοια του όρου. Ολοκληρώνεται μόνο με την τελική νίκη της νέας κοινωνίας σε ολόκληρο τον πλανήτη μας ». [118]  «Είναι αντιδραστική, κοντόφθαλμη ουτοπία το να προσπαθήσουμε να πετύχουμε ” σοσιαλισμό σε μια χώρα “.

(6) Ως εκ τούτου, η επανάσταση στις καθυστερημένες χώρες θα προκαλέσει κοινωνικές αναταραχές  στις αναπτυγμένες χώρες.

Ενώ η συντηρητική, δειλή φύση μιας αργά αναπτυσσόμενης αστικής τάξης (το πρώτο σημείο του Τρότσκι) είναι απαραβίαστος νόμος, ο επαναστατικός χαρακτήρας της νέας εργατικής τάξης (δεύτερο σημείο) δεν ισχύει ούτε απόλυτα ούτε αναπόφευκτα. Εάν η εργατική τάξη δεν είναι, στην πραγματικότητα, επαναστατική, τότε τα σημεία (3) έως (5) δεν θα υλοποιηθούν.

Αν η μονίμως επαναστατική φύση της εργατικής τάξης, κεντρικός πυλώνας της θεωρίας του Τρότσκι, τεθεί υπό αμφισβήτηση, ολόκληρο το σχήμα καταρρέει. Το τρίτο του σημείο δεν ισχύει, καθώς η αγροτιά δεν μπορεί να ακολουθήσει μια μη επαναστατημένη εργατική τάξη και στη συνέχεια αναιρούνται και τα υπόλοιπα σημεία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Μια αλληλουχία εθνικών και διεθνών συνθηκών θέτει τις παραγωγικές δυνάμεις σε σύγκρουση με τα δεσμά της φεουδαρχίας και του ιμπεριαλισμού. Οι αγροτικές εξεγέρσεις αποκτούν βαθύτερο, πιο σαρωτικό χαρακτήρα από ποτέ. Το ίδιο ισχύει και για την εθνική εξέγερση για υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και εναντίον της οικονομικής καταστροφής που επιφέρει ο ιμπεριαλισμός. Το αποτέλεσμα ήταν ένας τύπος μετασχηματισμού που περιλάμβανε στοιχεία της διαρκούς επανάστασης αλλά επίσης απέκλινε από αυτόν ριζικά. Αυτό το φαινόμενο το ονομάσαμε «διεθλασμένη διαρκή επανάσταση», μια θεωρία που διατυπώθηκε για πρώτη φορά σε γενικές γραμμές το 1963. [119]

Εάν οι δύο κύριες τάξεις της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, οι καπιταλιστές και οι εργάτες δεν έπαιζαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο – η πρώτη τάξη επειδή είχε γίνει συντηρητική δύναμη, και η δεύτερη γιατί έχασε τον προορισμό της εξαιτίας του σταλινισμού ή του ρεφορμισμού – πώς θα γραφόταν μια τόσο σπουδαία εξέλιξη; Η κίνηση των παραγωγικών δυνάμεων και η επαναστατικότητα της αγροτιάς δεν αρκούσαν από μόνα τους για να τσακίσουν τον ζυγό της φεουδαρχίας και του ιμπεριαλισμού. Τέσσερις ακόμη παράγοντες έπρεπε να συμβάλλουν:

 

(1) Η αποδυνάμωση του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού ως αποτέλεσμα των οξυνόμενων  αντιφάσεων μεταξύ των δύο μπλοκ υπερδυνάμεων, ενώ και τα δυο είχαν παραλύσει από την ύπαρξη της ατομικής βόμβας. Αυτό περιόριζε εν μέρει την ικανότητά τους να παρεμβαίνουν στον Τρίτο Κόσμο υπό τον φόβο να πυροδοτήσου έναν πόλεμο μεταξύ τους.

(2) Η αυξανόμενη σημασία του κράτους στις καθυστερημένες χώρες. Είναι ένα από τα αστεία της ιστορίας ότι όταν ένα ιστορικό καθήκον έρχεται αντιμέτωπο με την κοινωνία και η τάξη που παραδοσιακά το φέρνει σε πέρας απουσιάζει, κάποια άλλη ομάδα ανθρώπων αναλαμβάνει να το υλοποιήσει, αρκετά συχνά οργανωμένη ως κρατική εξουσία. Υπό αυτές τις συνθήκες, η κρατική εξουσία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Αντικατοπτρίζει όχι μόνο, ούτε κυρίως, την εθνική οικονομική βάση πάνω στην οποία αναδύεται, αλλά τις υπερεθνικές επιταγές της παγκόσμιας οικονομίας.

(3) Ο αντίκτυπος του σταλινισμού και του ρεφορμισμού που εξέτρεπε τη δυναμική των εργατικών κινημάτων σε κατεύθυνση διαφορετική από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Πολύ συχνά τα κομμουνιστικά κόμματα ή παρόμοια κινήματα με επιρροή στην εργατική τάξη συγκέντρωναν όλες τους τις προσπάθειες για να συνεργαστούν και ενισχύσουν τοπικές δυνάμεις που εκπροσωπούσαν άλλα ταξικά συμφέροντα.

(4) Η αυξανόμενη σημασία της διανόησης ως ηγέτη και ενοποιητή του έθνους, και πάνω απ’ όλα ως παράγοντα χειραγώγησης των μαζών. Αυτό το τελευταίο σημείο χρειάζεται ξεχωριστή ανάλυση.

Ο ηγετικός ρόλος της διανόησης σε ένα επαναστατικό κίνημα βρίσκεται σε ευθεία αναλογία με τη γενική καθυστέρηση – οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική – των μαζών που εκπροσωπεί. Χαρακτηριστικό είναι ότι το ρωσικό λαϊκιστικό κίνημα, το οποίο περισσότερο από κάθε άλλο έδινε έμφαση την ανάγκη επαναστατικοποίησης των πιο καθυστερημένων στοιχείων της κοινωνίας, των αγροτών, ήταν επίσης η ομάδα που πιο πολύ έδινε τον πρώτο ρόλο στους διανοούμενους, τις αυθεντίες της «κριτικής σκέψης».

Η επαναστατική διανόηση αποδείχθηκε πολύ πιο αποφασιστικός παράγοντας συνοχής στα αναδυόμενα μεταπολεμικά έθνη απ’ ότι στην τσαρική Ρωσία. Με την ντόπια αστική τάξη πολύ αδύναμη να διαμορφώσει τη νέα κατάσταση και το βάρος του ιμπεριαλισμού να μην είναι πλέον ανεκτό, ο κρατικός καπιταλισμός πρόβαλε  ως  λύση. Πατώντας πάνω στην αποδυνάμωση του ιμπεριαλισμού, την αυξανόμενη σημασία του κρατικού σχεδιασμού, το παράδειγμα της Ρωσίας και την οργανωμένη, πειθαρχημένη δράση των Κομμουνιστικών Κομμάτων, ο κρατικός καπιταλισμός πρόσφερε στη διανόηση ένα συνεκτικό πρόγραμμα. Ως το μοναδικό μη εξειδικευμένο τμήμα της κοινωνίας (επειδή δεν περιοριζόταν από έναν συγκεκριμένο ταξικό ρόλο στις παραγωγικές σχέσεις), η διανόηση ήταν η πηγή μιας “επαγγελματικής επαναστατικής ελίτ”  όσο και ταυτόχρονα φαινόταν να εκπροσωπεί τα συμφέροντα του “έθνους”. “Σε σύγκρουση με τα αντικρουόμενα τμήματα και τα ταξικά συμφέροντα. Επιπλέον, ήταν το κομμάτι της κοινωνίας που διαπνεόταν περισσότερο από την εθνική κουλτούρα, καθώς οι αγρότες και οι εργάτες δεν είχαν ούτε τον ελεύθερο χρόνο ούτε την παιδεία γι ‘αυτό.

Οι διανοούμενοι ήταν επίσης ευαισθητοποιημένοι με την τεχνολογική υστέρηση των χωρών τους. Συμμετέχοντας στον επιστημονικό και τεχνολογικό κόσμο του 20ού αιώνα, ένιωθαν να ασφυκτιούν από την καθυστέρηση του δικού τους έθνους. Αυτό το συναίσθημα εντεινόταν από την ενδημική πνευματική ανεργία στις χώρες αυτές. Δεδομένης της γενικής οικονομικής καθυστέρησης, η μόνη ελπίδα για τους περισσότερους φοιτητές ήταν μια κυβερνητική θέση, αλλά δεν υπήρχαν αρκετές τέτοιες για όλους. [120]

Η πνευματική ζωή των διανοουμένων ήταν επίσης σε κρίση. Σε μια καταρρέουσα τάξη, όπου το παραδοσιακό πρότυπο βρισκόταν σε αποσύνθεση, ένιωθαν ανασφαλείς, χωρίς ρίζες, στερούμενοι σταθερών αξιών. Η διάλυση των πολιτισμών γεννούσε την ισχυρή ώθηση για μια νέα ολοκλήρωση που έπρεπε να είναι συνολική και δυναμική, εφόσον επρόκειτο να γεμίσει το κοινωνικό και πνευματικό κενό. Οι διανοούμενοι αγκάλιασαν τον εθνικισμό με θρησκευτικό ζήλο.

Πριν αποκτήσουν την πολιτική τους ελευθερία, οι διανοούμενοι βρίσκονταν κάτω από διπλή πίεση – ήταν προνομιούχοι απέχοντας ​​από την πλειοψηφία του λαού τους, αλλά ταυτόχρονα ήταν και υποταγμένοι στους ξένους άρχοντες. Αυτό εξηγεί τις δισταγμούς και τις κλυδωνισμούς που χαρακτήριζαν τον ρόλο τους στα εθνικά κινήματα. Τα πλεονεκτήματά τους δημιουργούσαν ένα αίσθημα ενοχής, ένα αίσθημα «χρέους» απέναντι στις «σκοτεινές» μάζες και ταυτόχρονα ένα αίσθημα διαχωρισμού και ανωτερότητας απέναντι σε αυτές. Οι διανοούμενοι ανησυχούν γιατί θέλουν να ανήκουν κάπου χωρίς να αφομοιώνονται, χωρίς να παύουν να παραμένουν υπεράνω. Βρίσκονταν σε αναζήτηση ενός δυναμικού κινήματος το οποίο θα ενοποιούσε το έθνος, ανοίγοντας νέους ευρείς ορίζοντες για το ίδιο, αλλά ταυτόχρονα θα έδινε και δύναμη στην ίδια τη διανόηση.

Είχαν πίστευαν πολύ στην ικανότητα, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας να παρεμβαίνουν στην κοινωνική μηχανική. Ήλπιζαν για μεταρρύθμιση από πάνω και λαχταρούσαν να παραδώσουν τον νέο κόσμο σε έναν ευγνώμονα λαό, περισσότερο από το να δουν τον απελευθερωτικό αγώνα ενός συνειδητοποιημένου και ελεύθερα συνεταιρισμένου λαού  να οδηγεί τον εαυτό του σε έναν νέο κόσμο. Φρόντισαν σε μεγάλο βαθμό να πάρουν μέτρα για να βγάλουν το έθνος τους από τη στασιμότητα, αλλά έκαναν ελάχιστα για τη δημοκρατία. Ενσάρκωσαν την ανάγκη για εκβιομηχάνιση, για συσσώρευση κεφαλαίου, για εθνική ανάταση. Η εξουσία τους ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την αδυναμία των άλλων τάξεων και τον ασήμαντο πολιτικό τους ρόλο.

Όλα αυτά κατέστησαν τον ολοκληρωτικό κρατικό καπιταλισμό έναν πολύ ελκυστικό στόχο για τους διανοούμενους. Και μάλιστα, έγιναν οι κύριοι σημαιοφόροι του κομμουνισμού στα αναδυόμενα έθνη. “Ο κομμουνισμός γνώρισε μεγαλύτερη αποδοχή στη Λατινική Αμερική από τους φοιτητές και τη μεσαία τάξη”, έγραφε κάποιος λατινομερικάνος που γνώριζε καλά την κατάσταση. [121] Στην Ινδία, στο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Αμριτσάρ (Μάρτιος / Απρίλιος 1958), «το 67% περίπου των εκπροσώπων προέρχονταν από άλλες τάξεις πέρα από το προλεταριάτο και την αγροτιά (μεσαία τάξη, κτηνοτροφία και «μικρές επιχειρήσεις») . Το 72% είχε λάβει  κολλεγιακή εκπαίδευση». [122] Το 1943 διαπιστώθηκε ότι 16% όλων των μελών του Κόμματος ήταν κρατικοί υπάλληλοι πλήρους απασχόλησης. [123]

Διεθλασμένη Διαρκής Επανάσταση

Στον Τρίτο Κόσμο η θεωρία του Τρότσκι έβλεπε ότι οι κινητήριες δυνάμεις της κοινωνικής εξέλιξης θα οδηγούσε σε διαρκή επανάσταση και οι εργάτες θα αγωνίζονταν για τον σοσιαλισμό. Όμως, εν απουσία αυτού του επαναστατικού σεναρίου, της προλεταριακής δράσης και ηγεσίας, το αποτέλεσμα μπορούσε να είναι μια διαφορετική ηγεσία και ένας διαφορετικός στόχος – ο κρατικός καπιταλισμός. Χρησιμοποιώντας το κομμάτι από τη θεωρία του Τρότσκι που είχε καθολική αξία (τον συντηρητικό χαρακτήρα της αστικής τάξης) και το κομμάτι που αποτελούσε μεταβλητή (την υποκειμενική δράση του προλεταριάτου), προέκυπτε μια παραλλαγή που, λόγω αδυναμίας να βρεθεί καλύτερο καλού ονόματος, ονομάστηκε «διεθλασμένη, κρατικοκαπιταλιστική, διαρκής επανάσταση». Ωστόσο, το κεντρικό σχήμα της θεωρίας του Τρότσκι παραμένει εξίσου έγκυρο: το προλεταριάτο πρέπει να συνεχίσει τον επαναστατικό αγώνα του έως ότου θριαμβεύσει τον κόσμο. Χωρίς αυτόν τον στόχο, δεν μπορεί να επιτύχει την ελευθερία του.

https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1999/trotism/ch04.htm

Μετάφραση Αλέξης Λιοσάτος




Για την αποκατάσταση του Σοσιαλισμού ως όραμα κοινωνικής χειραφέτησης: ο Κρατικός Καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ (ΙV)

Του Αλέξη Λιοσάτου

 

Ο ιμπεριαλιστικός επεκτατισμός της σταλινικής Ρωσίας

Ο Λένιν έδινε για τον ορισμό του ιμπεριαλισμού τα παρακάτω πέντε βασικά χαρακτηριστικά: α) η συγκέντρωση παραγωγής και κεφαλαίου έχει οδηγήσει σε μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή. β)Η συγχώνευση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου (χρηματιστικό κεφάλαιο). γ)Η εξαγωγή κεφαλαίου παίζει πιο αποφασιστικό ρόλο από την εξαγωγή εμπορευμάτων, δ) η δημιουργία διεθνών καπιταλιστικών μονοπωλίων που μοιράζουν μεταξύ τους την παγκόσμια αγορά  και ε) έχει ολοκληρωθεί η γεωγραφική διαίρεση όλου του κόσμου ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις.

Στη Ρωσία το πρώτο και το δεύτερο χαρακτηριστικό ισχύανε στο ανώτατο στάδιό τους, αφού το κράτος ήταν ο μοναδικός κι απόλυτος εθνικός καπιταλιστής. Το τέταρτο χαρακτηριστικό (εξάπλωση διεθνούς μονοπωλίου)  πρακτικά αποκλειόταν αφού μιλάμε για μια κρατικοκαπιταλιστική οικονομία.

Όσον αφορά το τρίτο χαρακτηριστικό, η σταλινική γραφειοκρατία είχε συγκεκριμένα κίνητρα για την ιμπεριαλιστική επέκτασή της στην Ανατολική Ευρώπη.

Α)Η Ιαπωνία ήταν η χώρα που μετά τη σταλινική Ρωσία είχε φτάσει στο ανώτατο στάδιο συγκεντροποίησης κεφαλαίου. 4 οικογενειακά μονοπώλια ελέγχανε το 60% του κεφαλαίου, ενώ η Μιτσούι μόνη της ήλεγχε το 25% του συνόλου. Από το 1920 ως το 1936 η παραγωγή χυτοσίδηρου αυξήθηκε 4 φορές, του ατσαλιού 8 φορές, των σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας 5,5 φορές, η αξία των προϊόντων των χημικών, μεταλλουργικών και βιομηχανιών παραγωγής μηχανών 4,5 φορές. Συνολικά η παραγωγή μέσων παραγωγής τριπλασιάστηκε, ενώ η  παραγωγή καταναλωτικών αγαθών έμεινε ίδια. Ενώ μεταξύ 1860-1914, η ποσότητα του κεφαλαίου που επενδύθηκε στο εξωτερικό από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες μεγάλωνε αδιάκοπα, μετά το 1914 μειώθηκε. Αντίθετα το ίδιο διάστημα η Ιαπωνία πραγματοποίησε μια τεράστια εξαγωγή κεφαλαίου, κυρίως προς τη Μαντζουρία, που ήταν αποικία της. Όμοια με την Ιαπωνία, η βιομηχανική ανάπτυξη των αποικιακών της περιοχών (Ουκρανία, Καύκασος, Ρουμανία, Βουλγαρία κλπ) αποτελούσε ευθέως τμήμα της γενικής βιομηχανικής ανάπτυξης της ίδιας της Ρωσίας.

Έτσι η σχετική καθυστέρηση (στάδιο Τούγκαν-Μπαρανόφσκι) οδήγησε τη σταλινική Ρωσία:

  • Στην ίδρυση βιομηχανιών στα εδάφη των καταπιεσμένων εθνοτήτων
  • Στην απομύζηση κεφαλαίου απ’ οπουδήποτε μπορούσε. Η γραφειοκρατία μετέφερε ολόκληρα εργοστάσια στη Ρωσία, συνάπτοντας συμφωνίες ανταλλαγών με τις υποτελείς της χώρες, καταστροφικές γι αυτές. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός της Γερμανίας και της Ιαπωνίας κι ο κρατικός καπιταλισμός της Ρωσίας αποκάλυπταν έτσι ακόμα ένα χαρακτηριστικό της περιόδου της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου: ότι τα όρια μεταξύ εμπορίου και λεηλασίας είναι δυσδιάκριτα.

Β) Πρόσθετο κίνητρο ήταν η έλλειψη ορισμένων πρώτων υλών. Το πετρέλαιο θα αναδειχθεί τη δεκαετία του ’30 σε έναν από τους πιο σημαντικούς επιβραδυντικούς παράγοντες στη Ρωσία. Αυτή η επιβράδυνση έγινε προσπάθεια να ξεπεραστεί με την κατάληψη της Ρουμανίας και του βόρειου Ιράν (απέτυχε στην κατάληψη του δεύτερου).

Γ) Άλλο κίνητρο ήταν η ανάγκη για νέα εργατική δύναμη. Στις αναπτυγμένες χώρες, η εξαγωγή κεφαλαίου αποτελούσε αντίδραση στην άνοδο των μισθών, και κατευθύνθηκε σε περιοχές όπου η εργατική δύναμη είναι φτηνή. Στη Γερμανία το ίδιο αποτέλεσμα επιτεύχθηκε με τη μεταφορά από τις κατεχόμενες χώρες εκατομμυρίων εργατών. Η Ρωσία έπασχε από έλλειψη κεφαλαίου κι εργατικής δύναμης κι είχε τη φτηνότερη εργατική δύναμη στην Ευρώπη. Έτσι εξηγείται η καταναγκαστική εργασία κι η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στον αγροτικό τομέα.  Κάθε γεγονός που παρεμπόδιζε την παραγωγικότητα της εργασίας- συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της γραφειοκρατίας- αύξανε τη σπατάλη εργατικής δύναμης. Έτσι παρά τον τεράστιο πληθυσμό της, η Ρωσία πήρε μέτρα για την αύξησή του όπως: απαγόρευση έκτρωσης, πρόστιμα για τους αγάμους, επιδόματα για τις πολύτεκνες οικογένειες.Η προσθήκη πληθυσμού 100 εκατομμυρίων ανθρώπων από την Ανατολική Ευρώπη έδωσε απάντηση στο παραπάνω πρόβλημα της έλλειψης κεφαλαίου.

Δ) Άλλο κίνητρο ήταν οι στρατηγικές επιλογές της Ρωσίας στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού με τον δυτικό ιμπεριαλισμό.

Η απομύζηση της Ανατολικής Ευρώπης

Οι παραδοσιακοί τρόποι ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης των αποικιών είναι τρεις: αγοράζουν από αυτές φτηνά, πουλάν σε αυτές ακριβά, ιδρύουν επιχειρήσεις κι απασχολούν ιθαγενείς. Η Ρωσία αξιοποίησε και τους τρεις:

  1. Το Ρωσο-πολωνικό σύμφωνο στις 16/8/1945 όριζε ότι η Πολωνία θα παρέδιδε στη Ρωσία κάρβουνο σε ειδική τιμή (6-7 φορές κάτω) , που θα πληρωνόταν από τις πολεμικές αποζημιώσεις που θα πλήρωνε η Γερμανία στη Ρωσία. Η Πολωνία δεν πήρε τίποτα από αυτές τις αποζημιώσεις. Αυτό απέφερε ένα καθαρό κέρδος για τη Ρωσία 120-180 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο, ποσό ισάξιο με το μέγιστο ετήσιο κέρδοα των Άγγλων καπιταλιστών στις Ινδίες.
  • Σύμφωνα με τη γιουγκοσλαβική εφημερίδα «Μπόρμπα» στις 31/3/1949, η Γιουγκοσλαβία πουλούσε μολυβδαίνιο (συστατικό του ατσαλιού) στη Ρωσία 10 φορές κάτω από το κόστος παραγωγής.
  • Στην Τσεχοσλοβακία, οι επιχειρήσεις «Μπάτα» έπρεπε να εφοδιάζουν τη Ρωσία πουλώντας με παπούτσια στο μισό σχεδόν του κόστους παραγωγής.
  • Τα Βουλγάρικα καπνά αγοράζονταν από τη Ρωσία 0,5 δολάρια και ξαναπουλιόνταν στην Ευρώπη 1,5-2 δολάρια.
  • Η Ρωσία ήταν ο αποκλειστικός προμηθευτής κινέζικων προϊόντων στις δυτικές αγορές, πουλώντας τα κάτω από τις τιμές που ισχύουν στην Κίνα (!), κάτι που έδειχνε ότι πληρώνει γι αυτά την Κίνα αρκετά χαμηλότερα.

2) Η Ρωσία πουλούσε στην Κίνα προϊόντα της πολύ πιο ακριβά απ’ ότι οι Δυτικοί καπιταλιστές στο γειτονικό Χονγκ-Κονγκ. Πχ η Ρωσία πουλούσε τη σακχαρίνη 106,4 δολάρια/λίμπρα ενώ η Γερμανία μόλις 6,5 δολάρια.

3) Στην κατεχόμενη Ζώνη της Γερμανίας, η Ρωσία πήρε σαν ιδιοκτησία το ένα τρίτο όλης της βιομηχανίας, απασχολώντας τους «ιθαγενείς» Γερμανούς εργάτες. Οι εταιρίες αυτές λέγονταν «Ρωσικές Μετοχικές Εταιρίες» (ΡΜΕ) κι ελέγχανε ολοκληρωτικά τη βαριά βιομηχανία.

  • Στη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία λειτουργούσαν μεικτές εταιρίες από τις οποίες η Ρωσία ήλεγχε το 50%. Στη Ρουμανία αυτές οι εταιρείς ελέγχανε τις πλουσιότερες πετρελαιοπηγές, το ατσάλι, τις μηχανές, τα ανθρακωρυχεία, τις τράπεζες, τις ασφαλιστικές εταιρίες, τις αερομεταφορές κλπ. Η Ρωσία ήλεγχε λοιπόν το 50% των μεγάλων εταιριών στη Ρουμανία, ενώ όλοι οι εργάτες σε αυτές ήταν Ρουμάνοι. Επρόκειτο για καθαρή περίπτωση αποικιακής εκμετάλλευσης.                                                                                                                                                        Έτσι, όχι τυχαία, η Ρωσία επί Στάλιν άρχισε να αποδίδει φόρο τιμής στον τσαρικό επεκτατισμό. Ένα ρώσικο περιοδικό έγραφε το 1950: «Η προσάρτηση από τη Ρωσία αντιπροσώπευε το μόνο δρόμο για την …ανάπτυξη και την επιβίωση… των λαών του Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας.»Ένα άλλο περιοδικό έγραφε πως η προσάρτηση του Καζακστάν το 18ο αιώνα είχε προφανή προοδευτικό χαρακτήρα. «Ο εργαζόμενος λαός του Καζακστάν έχει μέσα από την εμπειρία του κατανοήσει τα πλεονεκτήματα της ζωής σε ένα ισχυρό κράτος σαν τη Ρωσία».  Μετά  το θάνατο του Στάλιν το 1953, δόθηκε παρόμοια εξήγηση από το περιοδικό για την προσάρτηση της Λετονίας.

Ο αγώνας για εθνική απελευθέρωση

Ουκρανία: Το 1930 η Ουκρανική Ακαδημία Επιστημών διαλύθηκε. Το 1933 ο Σκρύπνικ, το πιο επιφανές μέλος της ΚΕ του ΚΚΟ, αυτοκτόνησε για να αποφύγει τη σύλληψη. Ο Κοστουμπίνσκι, ο Κόβναρ και πολλοί ακόμα , μέλη της σοβιετικής κυβέρνησης  στην Ουκρανία, τουφεκίστηκαν σαν εθνικιστές. Το 1933 στάλθηκε από τη Μόσχα ο Ποστίσεφ για να αναδιοργανώσει το ΚΚΟ. Διέγραψε πάνω από το ¼ των μελών του και τρία χρόνια αργότερα κι ο ίδιος διαγράφτηκε και συνελήφθη. Στη θέση του διορίστηκε ο Κόσιορ. Συνελήφθη κι αυτός μετά από λίγο. Το 1937 ο Λιουμπτσένκο, πρόεδρος του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων,  αυτοκτόνησε για να αποφύγει τη σύλληψη. Ο διάδοχός του συνελήφθη 2 μήνες μετά για «εθνικιστικές τάσεις». Ο επόμενος καθαιρέθηκε λίγους μήνες αργότερα. Τον Απρίλη του 1937 το Ουκρανικό Πολιτικό Γραφείο αριθμούσε 13 μέλη. Τον Ιούνη του 1938 δεν είχε μείνει ούτε ένας.

Λευκορωσία: Ο Γκολοντέντ, για δέκα χρόνια πρόεδρος του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων, συνελήφθη το 1937 με την κατηγορία του «τροτσκιστή». Ο διάδοχός του, ο Τσερβιάκοφ, μέλος της ΚΕΕ για 17 χρόνια, αυτοκτόνησε λίγους μήνες αργότερα για να αποφύγει τη σύλληψη.

Τατζικιστάν: το 1934 ο πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής καθαιρέθηκε σαν εθνικιστής. Ο διάδοχός του βρήκε την ίδια τύχη τρία χρόνια μετά.

Ηγέτες καθαιρέθηκαν κι «εκκαθαρίστηκαν» κι από άλλες Εθνικές Δημοκρατίες όπως του Καρελιάν, του Νταγκεστάν, του Ατζάρ, της Γερμανικής Δημοκρατίας του Βόλγα, της Γεωργίας, του Ουζμπεκιστάν, του Κιργιστάν, της Υπερκαυκασίας… Το 1937-38 το σύνολο ή η πλειοψηφία 30 εθνικών κυβερνήσεων εξοντώθηκε- η κύρια κατηγορία εναντίον τους ήταν η επιθυμία τους να αποσχιστούν από την ΕΣΣΔ.

Αρκετές Εθνικές Δημοκρατίες διαλύθηκαν. Ένα χρόνο πριν τον Β’ ΠΠ, ο κορεάτικος πληθυσμός  της Ρωσίας μεταφέρθηκε στο Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. Στις 28/8/1941, ο πληθυσμός της Γερμανικής Δημοκρατίας του Βόλγα μεταφέρθηκε ανατολικά από τα Ουράλια. Μια από τις παλιότερες και μεγαλύτερες σε επαναστατική παράδοση Εθνικές Δημοκρατίες διαλυόταν με την κατηγορία ότι κρύβει χιλιάδες κατασκόπους …των Γερμανών.

Μετά τον Β’ ΠΠ μια σειρά αυτόνομων σοβιετικών Δημοκρατιών είχαν εξαφανιστεί: των Τατάρων της Κριμαίας, του Καλμούκ, των Τσετσένων- Ιγουσίων, του Καράτσεφ, ενώ οι μη Ρώσικοι πληθυσμοί εκτοπίστηκαν, όπως στην αυτόνομη Δημοκρατία του Καρμπαδινιάν-Μπαλκάρ, όπου διώχτηκαν οι Μπαλκάριοι.

Ο Χρουστσόφ, κυβερνήτης της Ουκρανίας τοποθετημένος από τον Στάλιν,  δήλωνε το 1946 ότι οι μισές προσωπικότητες του ΚΚΟ είχαν διαγραφεί τους προηγούμενους 18 μήνες.

Μετά τον Β’ ΠΠ, οι εθνικοί αγώνες επεκτάθηκαν στις ρωσικές αποικίες στην Ανατολική Ευρώπη. Το πιο χτυπητό παράδειγμα ήταν η πετυχημένη αντίσταση της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο απέναντι στη Ρωσία. Άλλες «Λαϊκές Δημοκρατίες» ανέπτυξαν επίσης «τιτοϊκά» εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, αλλά δεν πέτυχαν. Άλλωστε οι περισσότεροι από τους ηγέτες των ΚΚ των «Λαϊκών Δημοκρατιών» κατηγορήθηκαν από τη Ρωσία για «τιτοϊσμό», όπως ο Κοστώφ, ΓΓ του ΚΚ Βουλγαρίας (εκτελέστηκε), ο Γκομούλκα ΓΓ του ΚΚ Πολωνίας (συνελήφθη), ο Σλάνσκι, ΓΓ του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας (εκτελέστηκε). Παρομοίως, από τους υπουργούς εξωτερικών, ο Καρντέλι της Γιουγκοσλαβίας, η Άννα Πάουκερ της Ρουμανίας (συνελήφθη), ο Κλεμέντις της Τσεχοσλοβακίας (εκτελέστηκε) και ο Ράικ της Ουγγαρίας (εκτελέστηκε) κ.ο.κ.

Ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία ενάντια στο ρώσικο ιμπεριαλισμό συνεχίστηκε και αποτέλεσε έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που θα καθόριζαν τη μοίρα του σταλινικού καθεστώτος.

Η εργατική τάξη σε αντιπαράθεση με το σταλινικό… “εργατικό κράτος”.

Μεταξύ 1928-1932 η εργατική τάξη αυξήθηκε κατά 160%. Έτσι την πλειοψηφία αποτελούσαν αμόρφωτα στοιχεία από την ύπαιθρο και δεν είχαν ακόμα αποκτήσει ταξική συνείδηση μέσα στη διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής. Λιγότερο από το 10% είχε ζήσει τις συνθήκες που επικρατούσαν κάτω από τον τσαρισμό. Οι εργάτες είχαν επιπλέον να αντιμετωπίσουν την απογοήτευση και την εξάντληση πολλών χρόνων, τη φοβερή πίεση της μυστικής αστυνομίας, τον ιδεολογικό αποπροσανατολισμό. Η εργατική τάξη ήταν πλέον εξατομικοποιημένη κι η όποια προσπάθεια για ανεξάρτητη οργάνωση των επιθυμιών της απαγορευόταν ή καταστελλόταν βίαια. Ο κόσμος υποχρεωνόταν να συμμετέχει σε συγκεντρώσεις και να πλέκει ταπεινωμένος το εγκώμιο των καταπιεστών του. Ο συνδυασμός τρομοκρατίας και προπαγάνδας σε ένα άπειρο και αμόρφωτο προλεταριάτο έκανε ακόμα πιο δύσκολη τη διαπαιδαγώγησή του . Επίσης η γραφειοκρατία κατάφερε να δημιουργήσει ένα στρώμα προνομιούχων ανάμεσα στους καταπιεσμένους. Είναι γνωστό ότι τα άδεια στομάχια δεν οδηγούν απαραίτητα σε εξέγερση, αντίθετα μπορεί να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη υποταγή. Έτσι ήταν η κατάσταση τα πρώτα χρόνια της εκβιομηχάνισης, όπως έγραφε ο Βίκτορ Σερζ:    «Μέσα σε αυτή τη μιζέρια τα ελάχιστα υλικά οφέλη γίνονται πολύτιμα. Τώρα αρκεί να δοθεί στον εργάτη ένα πιάτο με λίγη σούπα… για να προσδεθεί με τους προνομιούχους… Γύρω από τους καθοδηγητές θα διαμορφωθεί μια πελατεία έτοιμη να τους εξυπηρετήσει… Αυτή η μιζέρια θα σταθεροποιήσει τη δύναμη αυτών που την κατασκεύασαν.»

Παρ’ όλα αυτά ακόμα και τη δεκαετία του ’30, στο απόγειο της σταλινικής αντεπανάστασης, σημειώθηκαν αρκετές εργατικές απεργίες με οικονομικά αιτήματα παρά την τρομοκρατία και την καταστολή, απεργίες που συνήθως αποδίδονταν στην …αστική επιρροή πάνω στους εργάτες και στους «τροτσκιστές αντεπαναστάτες». Σημειώθηκαν επίσης αρκετές κινητοποιήσεις και απεργίες πείνας χιλιάδων τροτσκιστών και άλλων αντιπολιτευομένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, παρόλο που γνώριζαν ότι τους περιμένει βέβαιη εκτέλεση…

Ένας μετέπειτα παράγοντας σταθεροποίησης της γραφειοκρατίας ήταν οι «εθνικές» επιτυχίες στον Β’ ΠΠ. Παρ’ όλα αυτά πάνω από μισό εκατομμύριο Σοβιετικοί φαντάροι αυτομόλησαν κι υπηρέτησαν τους Ναζί. Από τους 50 Σοβιετικούς στρατηγούς που αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς, οι δέκα συνεργάστηκαν με τον Χίτλερ. Σε καμιά άλλη χώρα δεν σημειώθηκε τέτοια προθυμία συνεργασίας με τους Ναζί. Μετά τον Πόλεμο , πολλοί Σοβιετικοί δεν γύρισαν στην πατρίδα τους, υπολογίστηκαν επίσημα περίπου 4000.000. Καμιάς άλλης εθνότητας ομάδα δεν έδειξε τόση απροθυμία να γυρίσει στην πατρίδα. Κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ, μάλιστα, εμφανίστηκαν δυο οργανωμένα αντισταλινικά κινήματα- το κίνημα του Βλασσόφ κι ο Εξεγερμένος Ουκρανικός Στρατός (ΕΟΣ). Ο ΕΟΣ έγραφε στο πρόγραμμά του : «…Η Σοβιετική τάξη πραγμάτων δεν είναι σοσιαλιστική, μια που υπάρχουν τάξεις εκμεταλλευτών κι εκμεταλλευομένων. Οι εργαζόμενοι της ΕΣΣΔ δε θέλουν ούτε τον καπιταλισμό ούτε το σταλινικό ψευδοσοσιαλισμό, επιδιώκουν μια πραγματικά αταξική κοινωνία… Σήμερα η σοβιετική κοινωνία εγκυμονεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη την κοινωνική επανάσταση…»

Μετά τον θάνατο του Στάλιν-Νικίτα Χρουστσόφ

Το Μάρτη του 1953 ο Στάλιν πέθανε κι άρχισε μια άγρια διαμάχη των υπαρχηγών του για τη διαδοχή. Αρχικά στην εξουσία  ανέβηκε ο Μαλένκοφ, σε συνεργασία με τον Μπέρια, αρχηγό της αστυνομίας. Ξαφνικά ο Μπέρια εκτελέστηκε και το 1955  ο Νικήτα Χρουστσόφ αντικατέστησε τον Μαλένκοφ.

Η νέα ρώσικη ηγεσία προχώρησε σε αλλαγή πολιτικής και στην δημόσια ομολογία ότι είχαν γίνει «τεράστια λάθη» από την προκάτοχό της. Αυτά στην αρχή «φορτώνονταν» στον Μπέρια και σε «αντισοσιαλιστές κατασκόπους», αλλά το 1956 ο Χρουστσόφ αποκήρυξε τον ίδιο το Στάλιν.

Οι διαμάχες στην κορυφή συνοδεύονταν συχνά από ξεσπάσματα δυσαρέσκειας από τα κάτω. Τον Ιούλη του 1953 οι κρατούμενοι στο μεγαλύτερο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας κήρυξαν απεργία, παρά την εκτέλεση 120 ηγετών της ανταρσίας. Στο Ανατολικό Βερολίνο οι οικοδόμοι αντέδρασαν με απεργία, η οποία μετατράπηκε σε εξέγερση όλων των εργαζομένων της Ανατολικής Γερμανίας. Τον Ιούνη του 1956 το παράδειγμά τους ακολούθησαν οι εργάτες του Πόζναν στην Πολωνία και τον Οκτώβρη του 1956 ολόκληρη η εργατική τάξη της Ουγγαρίας. Αυτές οι εξεγέρσεις τσακίστηκαν με φοβερές αιματοχυσίες, ταρακούνησαν όμως τις αυταπάτες πολλών σοσιαλιστών, που πίστευαν ότι στα Ανατολικά κράτη η εξέγερση ήταν αδιανόητη.

Από ένα σημείο και μετά, για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας, έπρεπε να ανεβεί το βιοτικό επίπεδο των μαζών, γιατί εργάτες που είναι υποσιτισμένοι, εξαθλιωμένοι και με χαμηλή μόρφωση δεν είναι ικανοί για τη σύγχρονη παραγωγή. Το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των μαζών θα μπορούσε να σημαίνει πτώση του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας και ασταθή ανάπτυξη της παραγωγής.

Ο Στάλιν είχε κληροδοτήσει μια οικονομία που έφερε όλο και περισσότερο τα σημάδια της κρίσης. Κάθε δυσκολία ή αποτυχία αντιμετωπιζόταν με καταπίεση και τρομοκρατία, αυτό όμως αύξανε όλο και περισσότερο τη σιωπηλή αντίσταση του λαού. Έτσι το σταλινικό μοντέλο γινόταν φρένο για την πρόοδο της σύγχρονης αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής.

Η κρίση στην αγροτική οικονομία: Η παραγωγή σταριού στα 1949-1953 είχε βαλτώσει, ήταν μόλις 12,8% ψηλότερη απ’ ότι το 1910-1914, ενώ ο πληθυσμός είχε αυξηθεί 30%. Αυτή η στασιμότητα καθυστερούσε και τη βιομηχανική ανάπτυξη.Ο Χρουστσόφ προσπάθησε να απαντήσει στο πρόβλημα ανεβάζοντας τις πληρωμές των παραγωγών, τις επενδύσεις στη γεωργία, τους ιδιωτικούς γεωργικούς κλήρους,  δίνοντας μεγαλύτερη ελευθερία στις κολεκτίβες να σχεδιάζουν την παραγωγή τους. Για να πετύχει αυτή η πολιτική χρειαζόταν πλεόνασμα κεφαλαίου και χρόνος. Ο Χρουστσόφ δεν είχε τίποτα από τα δυο. Γι αυτό κάθε τόσο επέστρεφε στις παλιές μεθόδους μεγαλύτερου κεντρικού ελέγχου. Όμως η στασιμότητα συνεχίστηκε, η παραγωγή σταριού το 1956-60 αυξήθηκε κατά μόλις 2,7% , το 1963 η Ρωσία αναγκάστηκε να εισάγει εκατομμύρια τόνους σταριού από το εξωτερικό και ο Χρουστσόφ δέχθηκε πόλεμο από το υπόλοιπο Πολιτικό Γραφείο για «τα ελαφρόμυαλα σχέδιά του που ποτέ δε λειτούργησαν.»

Η κρίση στη βιομηχανία: Ο ρυθμός ανάπτυξης της βιομηχανίας έπεφτε. Το 1956 το ετήσιο προϊόν που παραγόταν από τη βιομηχανία ήταν το μισό των ΗΠΑ.

Υπήρχαν πολλές αιτίες: α) η χαμηλή παραγωγικότητα στη γεωργία δεν επέτρεπε μια μαζική αύξηση των βιομηχανικών εργατών από τον αγροτικό πληθυσμό β) ο προστατευτισμός οδηγούσε επιχειρήσεις να παράγουν προϊόντα που θα μπορούσαν να παραχθούν αλλού πιο φτηνά γ) η συσσώρευση προμηθειών από διευθυντές κι εργάτες δ) η τάση των διευθυντών να ανθίστανται σε τεχνολογικές βελτιώσεις ε) η έμφαση στην ποσότητα σε βάρος της ποιότητας στ) η αύξηση «του χαρτοβασιλείου και της τσαπατσουλιάς» ζ)  η παραμέληση της τεχνικής συντήρησης η) η αποτυχία δημιουργίας ενός μηχανισμού τιμών, ώστε να συγκρίνουν οι διευθυντές την αποτελεσματικότητα των διαφόρων εργοστασίων.

θ) Οι γραφειοκράτες έθεταν υψηλότερους στόχους από αυτούς που μπορούσαν να επιτευχθούν, της πίεσης του παγκόσμιου ανταγωνισμού και των τρομακτικών στρατιωτικών δαπανών. Οι διευθυντές τρομοκρατούμενοι από τους ανώτερους γραφειοκράτες απέκρυβαν υλικά και προϊόντα. Κι οι εργάτες αντιστεκόμενοι στην εντατικοποίηση σαμποτάρανε την παραγωγή, δουλεύοντας με πολύ χαμηλότερο από όσο μπορούσαν ρυθμό. Αυτό οδηγούσε τους γραφειοκράτες σε αντιστάθμισμα να επιβάλλουν προσχεδιασμένα υψηλούς στόχους! Έτσι δημιουργήθηκε ένας μόνιμος φαύλος κύκλος από υψηλούς παραγωγικούς στόχους, χαμηλό αναλογικά κεφάλαιο κι ανάγκη για μεγαλύτερο κεντρικό γραφειοκρατικό έλεγχο.

Ανάμεσα στη γραφειοκρατική κακοδιαχείριση και την τεράστια βιομηχανική ανάπτυξη στη Ρωσία υπήρχε μια στενή διαλεκτική σχέση. Η υπανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας κι η μεγάλη εκστρατεία για την ανάπτυξή τους οδηγούσαν στη βιομηχανική εκτίναξη. Όμως όλο και περισσότερο ο κρατικός καπιταλισμός μετατρεπόταν σε εμπόδιο για την ανάπτυξη της πιο σημαντικής παραγωγικής δύναμης- δηλαδή των ίδιων των εργατών.

Το μερίδιο της ελαφριάς βιομηχανίας τροφίμων στις κρατικές επενδύσεις ήταν 16-17% τη δεκαετία του ’30, 12,3% στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές του ’60 έπεσε κάπου στο 9%. Το βιοτικό επίπεδο στις αρχές του ’60 ήταν ελάχιστα ανώτερο της Ρωσίας του 1928 (πριν την εφαρμογή των Πεντάχρονων Πλάνων που το έριξε στα 3/5 του 1928).

Τη διάλυση στρατοπέδων εργασίας ακολούθησε η κατάργηση νόμων που επέβαλλαν στους εργάτες ποινές αν απουσίαζαν ή καθυστερούσαν στη δουλειά τους. Όπως στα πρώτα στάδια της δυτικής βιομηχανικής επανάστασης, όλων των ειδών οι καταναγκασμοί ήταν αρχικά απαραίτητοι για να υποταχθεί ο εργάτης στην πειθαρχία του εργοστασίου, ενώ όταν ο καπιταλισμός απέκτησε ρίζες, η καταστολή έτεινε να μειώσει την παραγωγικότητα εργασίας κι έδωσε τη θέση της σε καθαρά «οικονομικές» μορφές εξαναγκασμού. Η αστυνομία έχασε το ελεύθερο που απολάμβανε να φυλακίζει και να εκτελεί ανθρώπους χωρίς δικαστικές αποφάσεις. Αυτές οι αλλαγές εκπλήρωναν και τις επιθυμίες των μελών της γραφειοκρατίας: ήθελαν ενός είδους«χαλάρωση» για να χαρούν τα προνόμιά τους. Επί Στάλιν, ακόμα και οι προνομιούχοι γραφειοκράτες δεν ένιωθαν ασφαλείς. Το 1938-40 φυλακίστηκε ή εκτελέστηκε περίπου το 24% των γραφειοκρατών.

Όμως και ο χρουστσοφικός «εκδημοκρατισμός» είχε πολύ συγκεκριμένα όρια, τα όρια που έβαζε ο κρατικός καπιταλισμός: Το κράτος γινόταν εκ των πραγμάτων ο αποδέκτης της κριτικής για οποιαδήποτε πλευρά του συστήματος, έτσι ήταν υποχρεωμένο να διατηρεί πληθώρα νόμων για να συμμορφώνει όποιον αμφισβητεί την εξουσία ή οργανώνει απεργίες και διαδηλώσεις «παραβιάζοντας τη σοσιαλιστική συμπεριφορά»…

Επί Χρουστσόφ οι εργάτες κι οι αγρότες δεν αποτελούσαν πάνω από το ¼-1/5 των μελών του Κόμματος.Η βασική σταλινική γραμμή περί εκρωσισμού των διαφόρων εθνοτήτων της ΕΣΣΔ συνεχίστηκε, όπως  και η εξύμνηση των τσαρικών προσαρτήσεων κι η περιθωριοποίηση των εθνικών γλωσσών από τη Ρωσική, ακόμα και στα σχολεία των εθνικών Δημοκρατιών. Αν και ο μισός πληθυσμός ήταν μη ρωσικής καταγωγής, η κυκλοφορία εφημερίδων σε μη ρωσικές γλώσσες αποτελούσε το 1958 μόλις το 18% της συνολικής διακίνησης τύπου. Όσοι αντιστέκονταν σε αυτήν την τάση μπορεί να μην τουφεκίζονταν όπως παλιά, αλλά η καριέρα τους καταστρεφόταν, καθαιρούνταν κι απολύονταν.

Μετά τον Β’ ΠΠ, άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα ανέβηκαν στην εξουσία κι άρχισαν να κινούνται με την ίδια λογική κρατικής καπιταλιστικής συσσώρευσης, πράγμα που θα οδηγούσε σε μεγάλες διαμάχες με τη Ρωσία. Το 1960 ο Χρουστσόφ αντιμετώπισε τη διάσπαση με τους ηγέτες της κινεζικής Λαϊκής Δημοκρατίας. Ο Κλιφ τότε είχε εκτιμήσει, στη βάση του διαφορετικού σταδίου του κρατικού καπιταλισμού που επικρατεί στις δυο χώρες, ότι αυτή η ρήξη δε θα είναι παροδικό αλλά μόνιμο φαινόμενο, μια πολύ μειοψηφική άποψη στις αρχές του ’60, που δικαιώθηκε (οι περισσότεροι πιστεύανε ότι σύντομα οι δυο χώρες θα τα βρούνε στη βάση των «κοινών σοσιαλιστικών συμφερόντων»).

Τα χρόνια του Μπρέζνιεφ κι ο Γκορμπατσόφ

Το 1964 ο Χρουστσόφ εκδιώχθηκε από την εξουσία και πέθανε στην αφάνεια.

Ο  Λεονίντ Μπρέζνιεφ κυβέρνησε για 18 χρόνια. Για δώδεκα χρόνια φαινόταν ότι τα προβλήματα που απασχολούσαν το Χρουστσόφ θα μπορούσαν απλώς να ξεχαστούν. Ο δείκτης ανάπτυξης της οικονομίας έπεφτε, αλλά ήταν μεγαλύτερος από αυτούς των περισσότερων δυτικών χωρών.Η μέση παραγωγή σταριού στα χρόνια του Χρουστσόφ ήταν 124,4 εκατομμύρια τόνοι, κι έφτασε στους 176,7  τόνους την πρώτη δεκαετία του Μπρέζνιεφ. Το 1965 μόνο το 24% των οικογενειών είχε τηλεόραση, το 59% ραδιόφωνο, το 11% ψυγείο και το 21% πλυντήριο. Το 1984 οι αντίστοιχοι αριθμοί είχαν ανέβει σε 85%, 96%, 91% και 70% αντίστοιχα.

Εντούτοις, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο δείκτης οικονομικής ανάπτυξης άρχισε να μειώνεται ραγδαία. Το πλάνο του ’76-80 έθετε χαμηλότερους στόχους από τη δεκαετία του ’20 και παρ’ όλα αυτά δεν επιτεύχθηκαν. Την ίδια περίοδο ο μέσος όρος ανάπτυξης ήταν μόνο 2,7%.Την εποχή του Μπρέζνιεφ, κορυφώθηκε η διαφθορά ενώ ο αλκοολισμός έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ. Η ποιότητα παραγωγής δε βελτιώθηκε, ενώ η παραγωγικότητα στη βιομηχανία παρέμεινε στα 55% αυτής των ΗΠΑ.

Στην εξουσία ακολούθησαν για λίγους μήνες ο Γιούρι Αντρόποφ (της πολιτικής μεταρρυθμίσεων του Νικήτα Χρουστσόφ) κι ο Τσερνιένκο (από το στρατόπεδο του Μπρέζνιεφ). Το 1984 διορίστηκε Γενικός Γραμματέας ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, με τα συνθήματα «περεστρόικα» (ανασυγκρότηση), «γκλασνόστ» (διαφάνεια) κι «ειρηνική επανάσταση». Διακήρυξε την ανάγκη να αντικατασταθούν οι διεφθαρμένοι πολιτικοί ηγέτες, εγκαινιάστηκε η συμφιλίωση με τους πιο γνωστούς διαφωνούντες κι έγιναν αποκαταστάσεις Μπολσεβίκων ηγετών που είχαν εκτελεστεί, με πιο γνωστή του Μπουχάριν. Δόθηκε ανοχή στην ύπαρξη ανεξάρτητων ομάδων πληροφόρησης και διαλόγου, επιτράπηκε να υπάρχουν περισσότεροι του ενός υποψήφιοι (!), συζητήθηκε η χρήση μυστικής ψηφοφορίας στις εσωκομματικές εκλογές, δόθηκαν υποσχέσεις για εκλογή διευθυντών των εργοστασίων από τους εργάτες.

Από την άλλη, με τα οικονομικά μέτρα που πήρε ο Γκορμπατσόφ οι μισθοί πέσανε κι οι απεργίες αυξήθηκαν, ενώ οι «δημοκρατικές» υποσχέσεις δεν εφαρμόστηκαν παρά στο ελάχιστο. Το 1988, μόνο το 16,7% αυτών που κατείχαν κρίσιμα αξιώματα στις τοπικές κομματικές οργανώσεις ήταν εργάτες. Τα υποτιθέμενα εκλεγμένα συμβούλια σε κάθε επιχείρηση είχαν ως μόνη αρμοδιότητα την αύξηση της παραγωγικότητάς της, για να επιτευχθεί το «συλλογικά καθορισμένο κέρδος».  Ένας νέος νόμος ξεκαθάριζε ότι η κομματική οργάνωση καθοδηγούσε τη δουλειά των οργάνων της …«συλλογικής αυτοδιαχείρισης». Η ίδια πολιτική ελέγχου από τα πάνω συνεχίστηκε και στο ζήτημα των εθνοτήτων. Το 1987 έγιναν διαδηλώσεις στις Βαλτικές Δημοκρατίες κι από τους Τατάρους της Κριμαίας. Το Φλεβάρη του 1988 έγινε στην αρμενική πρωτεύουσα μια διαδήλωση ενός εκατομμυρίου. Όταν το 1986 επιβλήθηκε στην Ασιατική Δημοκρατία του Καζακστάν Ρώσος πρωθυπουργός, χιλιάδες Καζάκοι συγκρούστηκαν στην Άλμα Άτα με την αστυνομία.Όπως και επί Χρουστσόφ, οι υποσχέσεις του Γκορμπατσόφ συγκρούονταν με την ανάγκη να γίνει η –καπιταλιστική- ρωσική βιομηχανία πιο ανταγωνιστική.

Η πίεση για μεταρρυθμίσεις έβρισκε επίσης αντίδραση στο εσωτερικό της γραφειοκρατίας-εκατομμύρια μεμονωμένοι γραφειοκράτες ήταν αφοσιωμένοι στις παλιές μεθόδους οργάνωσης, ενώ φοβόντουσαν επιπλέον ότι οι διαμάχες στο εσωτερικό της τάξης τους μπορούσαν να ανοίξουν ρωγμές, τις οποίες θα εκμεταλλεύονταν εκατομμύρια άνθρωποι για να αναλάβουν δράση από τα κάτω.  Άλλωστε είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο στο παρελθόν: τέτοιες διαμάχες είχαν προσωρινά παγώσει το μηχανισμό καταστολής κι επέτρεψαν κινητοποιήσεις φοιτητών κι εργατών στις εξεγέρσεις της Ανατολικής Γερμανίας το 1953, της Πολωνίας και της Ουγγαρίας το 1956, της Τσεχοσλοβακίας το 1968. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 πράγματι πληθαίνανε τα σημάδια ότι τα πράγματα μπορούσαν να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο,  με απεργίες και διαδηλώσεις στην Ουγγαρία, την εξέγερση στη ρουμανική πόλη Μπρασόφ, και τον εντεινόμενο αναβρασμό σε Πολωνία και Τσεχοσλοβακία. Επιπλέον, όσοι γραφειοκράτες κοντράρανε τις μεταρρυθμίσεις είχαν ένα ισχυρό επιχείρημα: ο «σοσιαλισμός της αγοράς» που είχε προχωρήσει σε Ουγγαρία και Γιουγκοσλαβία δεν τις είχε γλιτώσει από τη βιομηχανική στασιμότητα, τον υψηλό πληθωρισμό και τα μεγάλα χρέη. Επίσης οι περικοπές μισθών κι η ανεργία οδήγησαν τους Γιουγκοσλάβους εργάτες σε μαζικές απεργίες το 1987.Το πρόβλημα ήταν ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις ρίζες της οικονομικής αποτυχίας στην ΕΣΣΔ, ρίζες που βρίσκονταν , όπως είχε δείξει ο Κλιφ 40 χρόνια πριν, στον τρόπο που η άρχουσα γραφειοκρατία υπέτασσε ολόκληρη την οικονομία στον στρατιωτικό κι οικονομικό ανταγωνισμό με τη Δύση, επιβάλλοντας ένα επίπεδο συσσώρευσης που δεν μπορούσε να διατηρηθεί με τους υπάρχοντες πόρους, οδηγώντας τους εργάτες σε βαθύτατη αλλοτρίωση, ώστε να μην ενδιαφέρονται για την ποιότητα των προϊόντων που παρήγαγαν.  Από την άλλη μεριά, τα προβλήματα στα οποία επικέντρωναν την κριτική τους οι «μεταρρυθμιστές» –η σπατάλη, η κακή ποιότητα των προϊόντων, η έλλειψη ενδιαφέροντος των εργατών για τη δουλειά τους- ήταν ακριβώς τα ίδια προβλήματα που αντιμετωπίζανε οι γιγάντιες επιχειρήσεις στο δυτικό καπιταλισμό. Η πυρηνική καταστροφή του Τσέρνομπιλ ήταν αντίστοιχη με αυτήν  του Θρι Μάιλ Άιλαντ στις ΗΠΑ και του Ουίντσκεϊλ το 1957 τη Βρετανία. Η σπατάλη στη ρωσική βιομηχανία ήταν αντίστοιχη με αυτήν της δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, όπου σύγχρονα εργοστάσια χάλυβα και χημικών παρέμεναν κλειστά. Όσον αφορά την ποιότητα, η οικοδομική έκρηξη στη Βρετανία του ’60 και του ’70 είχε σαν αποτέλεσμα την κατασκευή διαμερισμάτων που κρίθηκαν ακατάλληλα για κατοικία 15 χρόνια αργότερα. Όπως γινόταν και στη Ρωσία, στη Δύση φαρμακευτικές εταιρείες πουλούσαν επικίνδυνα φάρμακα για να τα ξεφορτωθούν, όπως η θαλιδομήδη στις γυναίκες.  Η «αγορά» όχι μόνο δεν τιμωρούσε τις εταιρείες αυτές, αλλά τις επιβράβευε με τεράστια κέρδη.  Ακόμα και όταν επρόκειτο για επιχειρήσεις στα πρόθυρα της χρεοκοπίας στη Δύση, όπως η Κράισλερ στις ΗΠΑ, η AEG στη Γερμανία, η Μάσεϊ Φέργκιουσον στον Καναδά και στη Βρετανία, το κράτος παρενέβαινε για να τις στηρίξει και να τις σώσει, γιατί ήταν τόσο μεγάλες, ώστε οι καταστροφές που εγκυμονούσαν αν αφήνονταν βορά «στο αόρατο χέρι της αγοράς»ήταν τεράστιες, πράγμα που φόβιζε ακόμα και τις κυβερνήσεις που στα λόγια ήταν φανατικές υποστηρίκτριες της«αγοράς» και της«μη παρέμβασης του κράτους», όπως ο Ρήγκαν και η Θάτσερ. Το ίδιο ίσχυε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για την τεράστια επιχείρηση που λεγόταν Ρωσία.

Γι αυτό η ρωσική άρχουσα τάξη στα τέλη του ’80 βρισκόταν παγιδευμένη σε ένα τρομερό δίλημμα: φοβόταν ότι η στασιμότητα μπορούσε να οδηγήσει σε εξέγερση, όπως στην Πολωνία το 1980, φοβόταν όμως και τις μεταρρυθμίσεις, αφού δεν ήξερε αν θα είναι αποτελεσματικές. Το σίγουρο ήταν ότι αντιμετώπιζε μια περίοδο βαθιάς κρίσης. Το 1988-89  ξεσπάσανε οι μαζικότερες διαδηλώσεις για εθνικά ζητήματα στην ΕΣΣΔ από τη δεκαετία του ’20, ανθίζανε οι μεταρρυθμιστικές ιδέες, η υπόσχεση για «δημοκρατία» βρήκε τεράστια απήχηση στους πληθυσμούς του Ανατολικού Μπλοκ και ανέβαιναν οι εργατικοί αγώνες.

Τελικά η οικονομική κρίση και αναποτελεσματικότητα του Ανατολικού Μπλοκ, η υπερχρέωση λόγω μαζικού δανεισμού από τη Δύση, η λαϊκή δυσαρέσκεια και η άνοδος του εργατικού-λαϊκού κινήματος στο Ανατολικό μπλοκ που ξεπέρναγε τον φόβο ήταν οι λόγοι που η ιστορία απεφάνθη υπέρ της «μεταρρύθμισης»-κρίθηκε υποχρεωτική για να διατηρηθούν το καθεστώς  της εκμετάλλευσης και η κυριαρχία της αστικής τάξης. Όσον αφορά την υπόσχεση για  «δημοκρατία», η γραφειοκρατία δεν την εννοούσε (και ουσιαστικά δεν την υλοποίησε) αλλά δεν μπορούσε και να την αποφύγει: ήθελε να δώσει κίνητρο στις μάζες να δεχτούν νέα αντιλαϊκά μέτρα (παρόμοιες προσπάθειες «μεταρρυθμίσεων» στο παρελθόν χωρίς «τυράκι» είχαν αποτύχει) και να συμβάλλουν στην αντιπαράθεση με το τμήμα της γραφειοκρατίας που αντιστεκόταν στις αλλαγές και όσον αφορά αυτό, η τακτική της μεταρρυθμιστικής πτέρυγας αποδείχθηκε πετυχημένη. Ο επίλογος γράφτηκε με την κατάρρευση των σοβιετικών καθεστώτων, τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του Ανατολικού Μπλοκ, τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού να ανακουφίζεται και να πανηγυρίζει για την «κατάρρευση» χωρίς να βρεθεί ούτε ένας εργάτης να υπερασπιστεί τα… «εργατικά κράτη», ενώ οι γραφειοκράτες του χθες έγιναν οι κυβερνήτες και οι καπιταλιστές του σήμερα. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για «κατάρρευση του σοσιαλισμού» αλλά για την ήττα του κρατικού καπιταλισμού από τον ιδιωτικό καπιταλισμό και για τη μετάβαση από τη μια μορφή του ίδιου εκμεταλλευτικού συστήματος στην άλλη.

Διαβάστε: «Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία», του Τόνι Κλιφ




Drilling in the Aegean: We do not fight for their Hydrocarbons!

Intensification of the Rivalry between Greece and Turkey

of comrade C.Katopis

Statement of Kokkino Nima, 18 July 2019, www.redtopia.gr

Note of the Editorial Board: Below we publish a statement of Kokkino Nima, a Trotskyist organization in Greece. The RCIT strongly supports this statement as it elaborates a revolutionary and internationalist position of opposition against the militarist and chauvinist policy of the Greek bourgeoisie. The RCIT has always shared such an approach (see e.g. our article by Max Bonham: On the Escalating Greek-Turkish Tensions, https://www.thecommunists.net/worldwide/africa-and-middle-east/escalating-greek-turkish-tensions/)

The Turkish drilling in the Aegean

With the recent beginning of the Turkish drilling in the west of Cyprus, the Greek-Turkish rivalry in the Aegean and the Eastern Mediterranean has accelerated. The meeting of the Foreign and Defense Governmental Council (KYSEA) on 16/6/2019, the statements of the Greek, Cypriot, Turkish and French governments, the debate in Brussels to impose financial sanctions on Turkey on behalf of the European Union are only a few episodes of the “series” that has been playing over the past few years in the whole region.

Bourgeois media, the Greek and Greek Cypriot bourgeoisie, and part of the Greek left, are referring to the Turkish drills in the EEZ as “Turkish aggression” against which Greece ought to “defend” itself. But is that the case? The events of the last few years, and especially the last few months, rather contradict this claim.

Greece as a “strategic ally” of the United States

In recent years, with the role played by Greece in conditions such as the signing of the Greece-EU-Turkey Agreement that defines the role of NATO war ships in the Aegean, the agreement on the accession of North Macedonia to NATO, with the announcement of new bases of NATO in Greece by the former SYRIZA government and the common war exercises with Israel, it is clear that the “strategic ally” of the US and the major powers of the EU in the Eastern Mediterranean is no longer Turkey, but Greece.

The signing of the EastMed pipeline (to export gas to Europe via Greece) last March, from the tripartite Greece – Cyprus – Israel – in the presence of the US, further strengthened the axis of Greece – Cyprus – Israel – Egypt. This project, combined with discussions about the Greek-Bulgarian pipeline IGB and the TAP pipeline, practically exclude Turkey from the East-West energy play. It is a game of billions of dollars worth of money for all involved parties.

Together with moves such as the May agreement on the docking of French warships on Cypriot bases, it is clear that Turkey is financially and militarily trapped, which has also been highlighted the bourgeois media, former government officials as well as prominent political representatives of the Greek bourgeoisie and its allies. The “race” for the extraction of hydrocarbons in the Aegean is part of this “great game”.

The “race” for drilling

The Greek government, together with the main allies of Cyprus – Egypt, Israel, France and the United States – “delimit in practice” the EEZ, by signing “unilateral” conditions for energy (see EastMed) and making their military presence felt in the claimed areas of the Aegean.

Turkey, in fact, disputes the above “delimitation” by operating drilling and military ships in these areas.

The situation in the Aegean is out of control, especially since the profits of multinational giants such as ExononMobil are at stake, on the one hand, and Turkey is excluded from the economic exploitation of energy resources in the Aegean, on the other.

Measures such as the purchase of Turkish S-400 from Turkey and the talk of imposing sanctions on Turkey in case it starts the drilling (including even exclusion Turkey from all “high-level dialogues” that hasn’t stopped till the moment these words are written) underline it. According to the Turkish Navtex drilling will begin by early September, despite the clear statements by France, Egypt and the State Department that this “illegal drilling” must stop.

It is clear that developments can become “hot” at any moment.

The attitude of the Left

In such a situation, the attitude of the Left must clearly be the following:

  1. a)Against the extraction of hydrocarbons: The billions of exploitation of the Aegean’s energy deposits will go exclusively into the pockets of the capitalist corporations and not of the laborers. The profit for capitalists does not mean a profit for the poor, as we have been experienced in Greece as the austerity continues despite the profits of the big Greek companies. Moreover, the Gulf monarchies are eloquent examples of the fact that under the domination of a bourgeoisie, petrodollars can very well be combined with extreme poverty and oppression. At the same time, the drilling in the Aegean poses massive dangers for environmental destruction in the Aegean.
  2. b)Against war and against all imperialist powers: Greece is by no means “defending itself”. This is apparent from the fact that the new government ofNew Democracy continues the aggressive language of the former SYRIZA government. The narrative about “defending the homeland” in the event of an attack by Turkey is misleading, since in reality it is Greece which is currently the “strong player” with the support of the United States, Israel and France. No, Greece is currently not in a “defensive position” but rather shows its “teeth” with having the highest spending on military equipment (as a share of GNP) of all NATO members and by expanding its military presence in the Aegean. An anti-imperialist position which refers exclusively to the “Turkish aggression” is misleading since that would conceal the Greek aggression (and at the same time the aggression of its allies such as the US and France).
  3. c)Against the own bourgeoisie at home: The basic duty of the working class in each country is to oppose its national bourgeoisie since it alone can overthrow it. The left must not follow a policy of adapting to the interests of the Greek bourgeoisie in the name of a “Turkish danger”. Such a policy would essentially mean support for the increase of Greece’s capitalist profits as well as for its geopolitical adventures that could provoke military tensions or even war.
  4. d)International solidarity of the working class in each country: Proposals from nationalist voices such as the “unilateral declaration” of the EEZ or the extension of territorial waters to 12 miles, which have recently embarked in public debates, are not only unscrupulous (the “Law of the Sea” international conventions do not actually support them, as if this were the case, the devotees of these views would have sought support from the International Court of Justice in The Hague long ago). Such chauvinist proposals are also detrimental to the Greek working class and, at the same time, to the workers of Turkey. The proclamation of EEZs in the way supported by the most rabid voices of the Greek and Greek Cypriot right means virtually complete exclusion of Turkey from any economic exploitation of underwater resources, and a drastic limitation of the cruise of Turkish fishermen to the Aegean.

In the next period, the Left must take united initiatives for real mass actions against the war. They must state clearly that “we are not fighting for their oil and not for extracting hydrocarbons in the Aegean!”

https://www.thecommunists.net/forum/kokkino-nima-greece-greek-turkey-rivalry-drilling-in-the-aegean/




O Τροτσκισμός μετά τον Τρότσκι (III)

Του Τόνι Κλιφ

 

Κεφάλαιο 3: Η διαρκής οικονομία όπλων

-1914: το σημείο καμπής

– Εξοπλισμοί, οικονομική έκρηξη και πτώση

-Οι συνέπειες της οικονομίας των όπλων

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο καπιταλισμός της αγοράς άνθισε στην Δύση. Αυτό το γεγονός ερχόταν σε άμεση σύγκρουση με τις προβλέψεις του Τρότσκι, που συνέχιζε να αναπαράγεται από τον Μαντέλ και άλλους. Η προσπάθεια επίλυσης αυτής της αντίφασης οδήγησε στη θεωρία της διαρκούς οικονομίας όπλων. Για να κατανοήσουμε τι σήμαινε αυτή, θα ήταν χρήσιμο να κάνουμε μια σύντομη παράκαμψη αυτοβιογραφικού χαρακτήρα. Το γεγονός ότι στην Παλαιστίνη δημιούργησα από την αρχή μια μικρή ανεξάρτητη τροτσκιστική ομάδα – περίπου 30 μέλη – ήταν μια πολύτιμη προετοιμασία για την αντιμετώπιση ων μεγάλων δυσκολιών που βίωνε το διεθνές τροτσκιστικό κίνημα στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήμουν σαν το μικρό παιδί στην ιστορία του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν με τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα. Μετά από χρόνια απομόνωσης και βασανιστηρίων από τον ναζισμό και τον σταλινισμό, οι τροτσκιστές έπασχαν από την ψυχολογική ανάγκη να πιστεύουν σε θαύματα. Η πραγματική κατάσταση ήταν πολύ επώδυνη για να την αντιμετωπίσουν. Αν η πολιτική μου εξέλιξη δενόταν με τη βρετανική τροτσκιστική οργάνωση, η οποία το 1946 είχε περίπου 400 μέλη, θα είχα πιέσει πιθανώς να «συμμορφωθώ». Αυτό βέβαια δεν αρκούσε για να αποφύγω τον δογματισμό με τη δικαιολογία ότι έχω διαβάσει Μαρξ, Ένγκελς,  Λένιν,  Τρότσκι και το Λούξεμπουργκ. Ο Μαντέλ και ο Πάμπλο δεν γνώριζαν λιγότερο από μένα τα μαρξιστικά κείμενα. Το να είσαι απομονωμένος Παλαιστίνιος στη Βρετανία αποτελούσε, βλέποντάς το εκ των υστέρων, πολιτικό πλεονέκτημα.

Ερχόμενος στη Μεγάλη Βρετανία το 1946 και βλέποντας τις συνθήκες εδώ από την πλευρά μιας αποικιακής χώρας, με εντυπωσίασε το γεγονός ότι: «… το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων ήταν υψηλό. Όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά το σπίτι ενός εργάτη – απλά ένα συνηθισμένο σπίτι – ρώτησα πού δουλεύει και μου είπε ότι ήταν μηχανικός. Τα αγγλικά μου δεν ήταν πολύ καλά, έτσι σκέφτηκα ότι εννοούσε μηχανικός με πτυχίο. Ήταν όμως ημικαταρτισμένος τεχνίτης εργάτης. Ήταν το απόλυτο σοκ. Τα παιδιά ζούσαν καλύτερα από ό, τι στη δεκαετία του ’30. Η μόνη περίπτωση που είδα παιδιά χωρίς παπούτσια ήταν στο Δουβλίνο. Τα παιδιά δεν υπέφεραν πλέον από ραχίτιδα. Αυτό με βοήθησε να συνειδητοποιήσω ότι η «τελική κρίση» δεν βρισκόταν ακριβώς προ των πυλών». [78]

Μερικοί άνθρωποι στο τροτσκιστικό κίνημα δυσκολεύονταν να αντιμετωπίσουν την αναντιστοιχία μεταξύ της μακράς άνθισης και των προβλέψεών τους. Ο Τζέρι Χίλι συνέχισε να ζει στον φανταστικό κόσμο της επικείμενης καπιταλιστικής καταστροφής. Ο Μαντέλ πάντα βρισκόταν πίσω από τα γεγονότα και διάφορα μπερδεμένα σχήματα για τον μηχανισμό λειτουργίας του καπιταλισμού. Αντί να ξεκαθαρίζει το τοπίο, έσπερνε σύγχυση. [79] Το πρώτο πολεμικό άρθρο που έγραψα πάνω στο θέμα αμφισβητούσε τον Μαντέλ και δημοσιεύτηκε το 1947. Επρόκειτο για μια κριτική της προσπάθειάς του να αρνηθεί την ύπαρξη οικονομικής ανάκαμψης μετά τον πόλεμο, αλλά ακόμα δεν υπερέβαινε την απόρριψη μιας μηχανιστικής αντίληψης για τη μαρξιστική οικονομολογία. [80]

Μια επαρκής κατανόηση του όλου ζητήματος δεν έπρεπε να αντιμετωπίσει μόνο τα προβλήματα που προέκυπταν από την αποτυχημένη πρόβλεψη του Τρότσκι. Είχε επίσης να αντιμετωπίσει τους προφήτες της αιώνιας καπιταλιστικής ανάπτυξης, που επιχειρηματολογούσαν ότι το σύστημα θα ευημερήσει όσο ακολουθούνταν οι κεϋνσιανές οικονομικές πολιτικές.

Η πλήρης απασχόληση βέβαια ήταν γεγονός μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά το να υποθέσουμε ότι αποτελούσε προϊόν των κεϋνσιανών πολιτικών είναι σαν να πιστεύουμε ότι ο κόκορας προκαλεί την ανατολή του ηλίου. Από το 1928 και μετά ο Τζον Μέιναρντ Κέινς υποστήριζε ότι η κύρια ευθύνη της κυβέρνησης είναι να χρησιμοποιεί τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική για να διασφαλίζει ότι υπάρχει επαρκής πραγματική ζήτηση στην οικονομία για να διατηρείται η πλήρης απασχόληση. Το 1936 ο Κέινς ανέπτυξε περαιτέρω τις ιδέες του στο βιβλίο του «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, των Τόκων και του Χρήματος». Αλλά σε καμία περίπτωση οι συμβουλές του δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη από τις κυβερνήσεις της εποχής. Ούτε οι Συντηρητικοί, ούτε οι Εργατικοί ούτε οι κυβερνήσεις εθνικής ενότητας ούτε οι κυβερνήσεις δέχονταν την επιχειρηματολογία του Κέινς.

Τα πράγματα άλλαξαν με το ξέσπασμα του πολέμου. Οι καπιταλιστές, που ήταν πολύ απρόθυμοι  στο να δαπανήσουν χρήματα για δημόσια έργα σε περίοδο ειρήνης, όπως πρότεινε ο Κέινς, εμφανίζονταν τώρα πολύ γενναιόδωροι για να πετάνε με τη σέσουλα χρήματα για εξοπλισμούς. Έτσι, για παράδειγμα, οι καπιταλιστές των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι ήταν πολύ θυμωμένοι με τον Ρούσβελτ επειδή δημιουργήθηκε ετήσιο έλλειμμα ύψους πάνω από  2 δισεκατομμύρια δολάρια και μέχρι πάνω από 4 δισεκατομμύρια δολάρια (1934, 3,6 δισεκατομμύρια, 1935, 3 δις δολάρια, 1936, 4,3 δις, 1937, 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια) δεν πτοήθηκαν από το έλλειμμα 59 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 1941-42. Είναι απίθανο ο Χίτλερ να είχε διαβάσει τη Γενική Θεωρία του Κέινς, αλλά κατάφερε να πετύχει πλήρη απασχόληση επιστρατεύοντας εκατομμύρια ανθρώπους στον στρατό και την πολεμική βιομηχανία. Ήταν η κούρσα των εξοπλισμών, όχι ένας οικονομολόγος του Κέιμπριτζ, που έκανε τη διαφορά.

Ωστόσο, όταν για πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες επιτεύχθηκε τελικά η πλήρης απασχόληση, η ιδέα ότι θα μπορούσε να διατηρηθεί με την κρατική διαχείριση της ζήτησης έγινε πολύ διαδεδομένη. Για τους κορυφαίους πολιτικούς όλων των κομμάτων στη μεταπολεμική περίοδο, το δόγμα που πρότεινε ο Κέινς φαινόταν πλήρως δικαιωμένο.

Ακόμη και αρκετοί πρώην μαρξιστές δήλωναν οπαδοί του Κέινς. Μεταξύ αυτών ήταν ο ο Τζον Στρέιτσι. Το 1932-35 ο Στρέιτσι έγραψε τρία βιβλία: «Η ερχόμενη μάχη για την εξουσία», «Η απειλή του φασισμού» και «Η φύση της καπιταλιστικής κρίσης», όπου ισχυριζόταν ότι είναι ορθόδοξος μαρξιστής (αν και στην πραγματικότητα επηρεαζόταν πολύ από τον σταλινισμό). Το 1940 ο Στρέιτσι δημοσίευσε ένα νέο βιβλίο, « Ένα Πρόγραμμα για την επιτυχία». Αυτό υποστήριζε ότι, ενώ μακροπρόθεσμα ο σοσιαλισμός ήταν η μόνη λύση σε περίπτωση κατάρρευσης του καπιταλισμού, βραχυπρόθεσμα αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα προσωρινό πρόγραμμα μεταρρύθμισης του καπιταλισμού παρόμοιο με εκείνο του Νιου Ντιλ του Ρούσβελτ. Το πρόγραμμά του περιελάμβανε έξι βασικά σημεία: επέκταση των δημόσιων επιχειρήσεων,  χαμηλά επιτόκια δανειακού κεφαλαίου, αναπτυγμένες κοινωνικές υπηρεσίες, νομισματικές διευκολύνσεις σε ιδιώτες και αναδιανεμητική φορολογία. Προϋπέθετε επίσης κρατικό τραπεζικό σύστημα και αυστηρό δημόσιο έλεγχο του ισοζυγίου πληρωμών. [81] Το πρόγραμμα αυτό ήταν τόσο μινιμαλιστικό ώστε ο δεξιός  Άντονι Κρόσλαντ είπε: «Ήταν ασύγκριτα πιο μετριοπαθές από το πρόγραμμα που υιοθέτησε το Εργατικό Κόμμα (στη Βρετανία, στΜ) το 1937». [82] Ο Τζον Στρέιτσι συνέχισε να αποτίει φόρο τιμής σε μερικές από τις αναλύσεις του Μαρξ και να περιγράφει την κοινωνία ως «καπιταλιστική». Τώρα όμως κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η ανεργία και οι κρίσεις ανήκαν πλέον στο παρελθόν. Η πλατιά δημοκρατία και οι τεχνικές κυβερνητικής οικονομικής παρέμβασης που ανακάλυψε ο Κέινς, ισχυριζόταν ο Στρέιτσι, σήμαιναν ότι ο καπιταλισμός πλέον ήταν προγραμματισμένος.

Ο Κρόσλαντ επίσης γινόταν λυρικός για το κεφάλαιο που μεταρρυθμιζόταν με τις κεϋνσιανές μεθόδους. Το βιβλίο του «Το μέλλον του σοσιαλισμού», που δημοσιεύτηκε το 1956, υποστήριζε ότι η αναρχία του καπιταλισμού καταργήθηκε και το ίδιο είχε συμβεί  και με τις ταξικές συγκρούσεις. Το σύστημα γινόταν όλο και πιο ορθολογικό και δημοκρατικό. Ο ίδιος ο καπιταλισμός θα διαλυόταν ειρηνικά. Όλη η συζήτηση για την παραγωγή που είναι προσανατολισμένη στην πραγματοποίηση κερδών αντί της ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών αποτελούσε, σύμφωνα με τον Κρόσλαντ, τεράστια ανοησία. “Η ιδιωτική βιομηχανία επιτέλους εξανθρωπίζεται.” [83] Μια «ειρηνική επανάσταση» είχε αρχίσει, στην οποία η ταξική σύγκρουση θα ήταν αδιανόητη: «Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί σήμερα μια συνειδητή επιθετική συμμαχία μεταξύ κυβέρνησης και εργοδοτών εναντίον των συνδικάτων», έγραφε ο Crosland. [84] «Ζούμε, στη Βρετανία, στο κατώφλι της μαζικής αφθονίας» [85]. Τώρα που ο κεϋνσιανισμός εγγυόταν την ανεμπόδιστη ανάπτυξη, έλεγε ο Κρόσλαντ, το κράτος θα μπορούσε να προσβλέπει σε υψηλά φορολογικά έσοδα που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και σχέδια κοινωνικής πρόνοιας. Οι σοσιαλιστές έπρεπε πλέον να μην ασχολούνται με οικονομικά ζητήματα. Και να ασχοληθούν με τι; «… θα στρέψουμε την προσοχή μας όλο και περισσότερο σε άλλους και, μακροπρόθεσμα, πιο σημαντικούς τομείς – της προσωπικής ελευθερίας, της ευτυχίας και της πολιτιστικής προσπάθειας, της καλλιέργειας του ελεύθερου χρόνου, της ομορφιάς, της χάρης, της ευθυμίας, του ενθουσιασμού … περισσότερες υπαίθριες καφετέριες, φωτεινότεροι και πιο χαρούμενοι δρόμοι τη νύχτα, μεγαλύτερο ωράριο εξυπηρέτησης στα δημόσια κτίρια, περισσότερα τοπικά θέατρα, καλύτεροι και πιο φιλόξενοι ξενοδόχοι … περισσότερα τοιχογραφίες και εικόνες σε δημόσιους χώρους, καλύτερος σχεδιασμός επίπλων, κεραμικών και γυναικείων ρούχων, αγάλματα μεταξύ των νέων οικοδομών, καλύτερα σχεδιασμένες λάμπες και τηλεφωνικοί θάλαμοι στον δρόμο και ούτω καθεξής.» [86]

Ενώ οι Μαντέλ και Χίλι διαψεύστηκαν μέσα από τις άμεσες συνέπειες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής έκρηξης, οι κεϋνσιανοί και άλλοι απολογητές του καπιταλισμού έχασαν τον μπούσουλα αργότερα, μέσα  από τις ολοένα βαθύτερες και ανεξέλεγκτες κρίσεις που σάρωσαν τον δυτικό καπιταλισμό από τη δεκαετία του ’70.

Η θεωρία της διαρκούς οικονομίας των όπλων απέφευγε τις παγίδες και των δύο θέσεων. Ξεκίνησε από την ανάπτυξη της θεωρίας του κρατικού καπιταλισμού. Η κατανόηση της Ρωσίας έγινε το κλειδί για την κατανόηση της μεταπολεμικής έκρηξης στον δυτικό καπιταλισμό. Γιατί συνέβη αυτό; Η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού χαρακτήριζε τον στρατιωτικό ανταγωνισμό μεταξύ της Ρωσίας και των δυτικών καπιταλιστικών χωρών ως τον κύριο μηχανισμό που επιβάλλει τη δυναμική της συσσώρευσης κεφαλαίου στη Ρωσία. Η παραγωγή εξοπλισμών στη Ρωσία εξηγεί επίσης γιατί αυτή δεν επηρεάστηκε από τον κύκλο ανάπτυξης-ύφεσης. Το αντίστροφο ήταν επίσης αλήθεια – από την άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος οι στρατιωτικές δαπάνες παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο ακόμα και όταν  τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Το κείμενο του 1948 «Η ταξική φύση της σταλινικής Ρωσίας» έχει ένα κεφάλαιο με τίτλο «Παραγωγή και κατανάλωση μέσων καταστροφής». Η παραγωγή όπλων διαθέτει ιδιόμορφες ιδιότητες. Δεν παρέχει νέα μέσα παραγωγής (Τμήμα Ι, να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Μαρξ στο κεφάλαιο) ούτε συμβάλλει στην κατανάλωση της εργατικής τάξης (Τμήμα ΙΙα). Συνεπώς, η παραγωγή της πολεμικής βιομηχανίας  δεν ανατροφοδοτεί την περαιτέρω παραγωγή. Είναι μια μορφή μη παραγωγικής κατανάλωσης, ανάλογη με την κατανάλωση ειδών πολυτελείας από τους ίδιους τους καπιταλιστές (Τμήμα ΙΙβ ή ΙΙΙ). [87]

Η παραγωγή εξοπλισμών είναι “η συλλογική κατανάλωση της καπιταλιστικής τάξης” η οποία διασφαλίζει ότι η τάξη αυτή μέσω της στρατιωτικής επέκτασης θα “αποκτήσει νέο κεφάλαιο, νέες δυνατότητες συσσώρευσης”. Η ικανότητα απόκτησης νέων δυνατοτήτων συσσώρευσης καθιστά την «παραγωγή και κατανάλωση μέσων καταστροφής» διαφορετική από την υπόλοιπη κατανάλωση της καπιταλιστικής τάξης.

Η «ταξική φύση της σταλινικής Ρωσίας» επεσήμαινε ότι οι σταθεροποιητικές ιδιότητες της παραγωγής όπλων εξηγούσαν γιατί ο ρωσικός κρατικός καπιταλισμός δεν βίωσε τον κλασικό κύκλο της εκρηκτικής ανάπτυξης και ύφεσης που χαρακτηρίζει τις οικονομίες της αγοράς. [88] Η παραπάνω ανάλυση αποτέλεσε τη γέφυρα για τη θεωρία της διαρκούς οικονομίας των όπλων, η οποία υπογραμμίζει το ρόλο των στρατιωτικών δαπανών στην επέκταση της οικονομίας των καπιταλιστικών χωρών της αγοράς.

Τον Μάιο του 1957, η επιχειρηματολογία έγινε πιο συγκεκριμένη με το άρθρο με τίτλο «Προοπτικές για τη Διαρκή Οικονομία του Πολέμου», το οποίο ξεκινούσε από την επίδραση των στρατιωτικών δαπανών στη δυναμική της σταλινικής Ρωσίας κι έφτανε στην επίδρασή τους στον καπιταλισμό της Δύσης και της Ιαπωνίας. [89] Ο αντίκτυπος των στρατιωτικών δαπανών δεν θεωρούνταν τυχαίος. Το οικονομικό επίπεδο της κοινωνίας, το επίπεδο στο οποίο έχουν φτάσει οι παραγωγικές δυνάμεις, είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για την οργάνωση των στρατών της. Όπως δήλωσε ο Μαρξ, «η θεωρία μας ότι η οργάνωση της εργασίας εξαρτάται από τα μέσα παραγωγής, φαίνεται, δεν επιβεβαιώνεται πουθενά τόσο λαμπρά όσο και στην «βιομηχανία ανθρώπινου σφαγείου». »

Στην πρώιμη περίοδο του καπιταλισμού, η καθυστέρηση της οικονομίας κατέστησε αδύνατο να τροφοδοτεί και να οπλίζει μεγάλα στρατεύματα. Σε σύγκριση με τους μαζικούς στρατούς που κινητοποιήθηκαν κατά τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι στρατοί του πρώιμου ανερχόμενου καπιταλισμού ήταν πολύ μικροί. Ακόμη και κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, η Γαλλία, κυβερνήτης πρακτικά ολόκληρης της Ευρώπης, δεν είχε ποτέ περισσότερο από μισό εκατομμύριο στρατιωτών. Οι βρετανικές ένοπλες δυνάμεις τότε ήταν μικρότερες από το ένα δέκατο της Γαλλίας. Ο Μέγας Φρειδερίκος δήλωσε για τους πολέμους του 18ου αιώνα, «Ο ειρηνικός πολίτης δεν θα πρέπει καν να συνειδητοποιεί ότι η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο». [90] Ακόμα και κατά τη διάρκεια των πολέμων του 19ου αιώνα, των Ναπολεόντειων Πολέμων, των Πολέμων του Οπίου, του Πολέμου της Κριμαίας κ.λπ., η ζωή των εμπόλεμων εθνών δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου.

 

1914: το σημείο Καμπής

Όλα αυτά άλλαξαν με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε η Γαλλία, της οποίας ο πληθυσμός ήταν μόνο περίπου δέκα εκατομμύρια περισσότεροι απ’ ό,τι την εποχή του Ναπολέοντα (40 εκατομμύρια έναντι 30), κινητοποίησε πέντε εκατομμύρια στρατιώτες. Οι άλλες εμπόλεμες χώρες παρουσίασαν παρόμοια αύξηση. Μαζί με την τεράστια αύξηση του μεγέθους των στρατών προέκυψε επίσης και μια τεράστια αύξηση στις δαπάνες για  στρατιωτική τεχνολογία. Αυτά από κοινού άλλαξαν τον ρόλο του στρατιωτικού τομέα στο σύνολο της εθνικής οικονομίας.

Με την επιστράτευση σημαντικής μερίδας του πληθυσμού και μεγάλου ποσοστού της οικονομίας να διοχετεύεται στην υπηρεσία του πολέμου, όχι μόνο οι στρατιώτες που ενεπλάκησαν στις μάχες, αλλά και εκατομμύρια βιομηχανικοί εργάτες, εργαζόμενοι στον αγροτικό τομέα και αγρότες κλπ. – στην πραγματικότητα, όλος ο ενήλικος πληθυσμός – βίωσαν τον αντίκτυπο του πολέμου.

Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ήταν σε κάποιο βαθμό προετοιμασμένες για μάχες, η οικονομία ήταν κάθε άλλο παρά προσανατολισμένη στην παραγωγή εξοπλισμών. Μόνο μετά την έναρξη των διαφόρων πολεμικών μαχών η κυρίαρχη τάξη πήρε αποφάσεις για να αντιμετωπίσει την κατάσταση με την οποία ερχόταν πλέον αντιμέτωπη – ή όπλα ή βούτυρο.

Έως το 1914, λοιπόν, ήταν δυνατό να αναλύεται η εξέλιξη του καπιταλισμού χωρίς να δίνεται ιδιαίτερο βάρος στους πολέμους ή στις πολεμικές προετοιμασίες, καθώς έπαιζαν μικρό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη. Αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο στρατιωτικός τομέας της οικονομίας υποχώρησε και πάλι: οι μεγάλοι στρατοί συρρικνώθηκαν σε μεγάλο βαθμό και η παραγωγή εξοπλισμών μειώθηκε δραστικά.

Εντούτοις, μετά την μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του ’30 και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, έκανε την εμφάνισή του για πρώτη φορά στην ιστορία ένας ισχυρός στρατιωτικός τομέας σε περίοδο ειρήνης. Μεταξύ 1939 και 1944 η παραγωγή πυρομαχικών πενταπλασιάστηκε στη Γερμανία, στην Ιαπωνία δεκαπλασιάστηκε, στη Βρετανία 25πλασιάστηκε και στις Ηνωμένες Πολιτείες 50πλασιάστηκε. [91]

Η οικονομία του πολέμου
  Γερμανία
(δισεκατομμύρια μάρκα)
Βρετανία (εκατομμύρια λίρες) ΗΠΑ
εκατομμύρια δολάρια)
1939 1943 1938 1943 1939-1940 1944-1945
GE** 60.0* 100.0* 1.0 5.8 16.0   95.3
NI 88.0* 125.0* 5.2 9.5 88.6* 186.6*
GE/NI 68% 80% 19.2% 61.1% 18% 51%
GE = κυβερνητικά έξοδα, NI = εθνικό εισόδημα
* οι υπολογισμοί στο περίπου
         ** που αφορούσαν κυρίως στρατιωτικές δαπάνες

Ενώ μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε μια περίοδος περίπου μιάμισης δεκαετίας στην οποία καμία αναπτυγμένη χώρα δεν είχε σχετικά μεγάλο πολεμικό τομέα, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν υπήρχε τέτοιο «διάλειμμα». Σύντομα μετά το τέλος του, η κούρσα εξοπλισμών ενεργοποιήθηκε για άλλη μια φορά.

Εξοπλισμοί, οικονομική έκρηξη και πτώση

Στο παρελθόν, για περισσότερο από έναν αιώνα, ο καπιταλισμός διένυε έναν ρυθμικό κύκλο ευημερίας και ύφεσης. Οι κρίσεις έκαναν την εμφάνισή τους τακτικά κάθε (πάνω-κάτω) δέκα χρόνια. Αλλά με την έλευση μιας διαρκούς οικονομίας του πολέμου ο κύκλος αυτός κατά κάποιον τρόπο είχε σπάσει. Για να κατανοήσουμε πώς συνέβη αυτό, πώς ένας στρατιωτικός κλάδος ίσος με το 10% ή λιγότερο της εθνικής οικονομίας θα μπορούσε να αποτρέψει μια γενικευμένη κρίση, θα πρέπει πρώτα να συνοψίσουμε σύντομα τις αιτίες της κρίσης στον «κλασικό» καπιταλισμό.

Η βασική αιτία των καπιταλιστικών κρίσεων υπερπαραγωγής είναι η σχετικά χαμηλή αγοραστική δύναμη των μαζών σε σύγκριση με την παραγωγικότητα της βιομηχανίας. Όπως είπε ο Μαρξ:

«Η αιτία σε τελική ανάλυση για όλες τις πραγματικές κρίσεις παραμένει πάντοτε η φτώχεια και η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών που έρχονται σε αντίθεση με την τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις σαν η απόλυτη καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας να αποτελεί το μόνο όριό της.» [92]

Σε τελική ανάλυση, η αιτία της καπιταλιστικής κρίσης είναι το ότι όλο και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος της κοινωνίας πέφτει στα χέρια της καπιταλιστικής τάξης και όλο και μεγαλύτερο μέρος αυτής δεν κατευθύνεται προς την αγορά μέσων κατανάλωσης, αλλά αντίθετα προς την αγορά μέσων παραγωγής – δηλαδή, κατευθύνεται προς τη συσσώρευση κεφαλαίου. Η σχετική αύξηση του ποσοστού του εθνικού εισοδήματος που προορίζεται για συσσώρευση σε σχέση με το ποσοστό που προορίζεται για κατανάλωση οδηγεί υποχρεωτικά σε υπερπαραγωγή, μια κατάσταση όπου η αυξανόμενη ποσότητα των αγαθών που παράγονται δεν μπορεί να πωληθεί επειδή οι καταναλωτές δεν έχουν τη δυνατότητα να τα αγοράσουν.

Εδώ έχουμε μια συσσωρευτική διαδικασία. Καθώς η αύξηση της συσσώρευσης συνοδεύεται από εξορθολογισμό και τεχνολογικές καινοτομίες, καταλήγει σε αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης. Όσο μεγαλύτερος είναι ο ρυθμός εκμετάλλευσης, τόσο μεγαλύτερο είναι το ταμείο από το οποίο αντλείται η συσσώρευση σε σύγκριση με τους εργατικούς μισθούς και το εισόδημα του καπιταλιστή. Η συσσώρευση γεννά τη συσσώρευση.

Οι συνέπειες της οικονομίας των όπλων

Οι γιγάντιες στρατιωτικές δαπάνες μετά τον πόλεμο επέδρασαν στις κρισιακές τάσεις του συστήματος. Τώρα η οικονομία των εξοπλισμών έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στο επίπεδο της λαϊκής αγοραστικής δύναμης, στο επίπεδο της συσσώρευσης πραγματικού κεφαλαίου και στην ποσότητα των αγαθών που αναζητούσαν αγορές.

Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν 1 εκατομμύριο άνθρωποι που αναζητούν εργασία σε μια συγκεκριμένη χώρα και, επιπλέον, ότι το 10% αυτών απασχολούνται από την κυβέρνηση για την παραγωγή όπλων – περίπου 100.000 άτομα. Η αγοραστική τους δύναμη θα επιφέρει την απασχόληση περισσότερων ανθρώπων σε άλλους τομείς. Η αριθμητική σχέση μεταξύ του μεγέθους της πρώτης και της δεύτερης ομάδας ονομάστηκε “πολλαπλασιαστής” από τον Κέινς. Για λόγους ευκολίας μπορούμε να δανειστούμε αυτόν τον όρο. Αν ο πολλαπλασιαστής είναι «επί δύο», η απασχόληση 100,000 εργαζομένων από το κράτος θα αυξήσει τη γενική απασχόληση κατά 200.000. Εάν ο πολλαπλασιαστής είναι «επί τρία», η αύξηση θα είναι 300.000 κ.ο.κ. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το συσσωρευτικό αποτέλεσμα ενός  στρατιωτικού προϋπολογισμού ίσου με το 10% του εθνικού εισοδήματος μπορεί να παίξει αρκετά δυσανάλογο προς το μέγεθός του ρόλο στην αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μαζών.

Από την άλλη πλευρά, όταν το 10% του εθνικού εισοδήματος πηγαίνει σε όπλα, τα κεφάλαια που αναζητούν επενδύσεις στην παραγωγή σε καιρό ειρήνης μειώνονται δραστικά: στο παράδειγμα μας, από το 20% του εθνικού εισοδήματος στο 10%. Η αυξανόμενη αγοραστική δύναμη του λαού, μαζί με τη νέα κρατική ζήτηση για όπλα, στρατιωτικό ρουχισμό, στρατώνες κ.λπ., δίνουν μεγαλύτερα περιθώρια για πώληση και οδηγούν στο ξεπέρασμα της κρίσης υπερπαραγωγής.

Επιπροσθέτως, μια οικονομία πολέμου έχει φυσικά μεγάλη επίδραση στο ρυθμό αύξησης της προσφοράς μη στρατιωτικών αγαθών που αναζητούν πολίτες-αγοραστές. Η πλήρης απασχόληση όχι μόνο αυξάνει τον συνολικό αριθμό των ατόμων που έχουν έναν μισθό, αλλά και προκαλεί ασφυξία στην αγορά εργασίας, κάτι που επιτρέπει στους εργαζόμενους να κερδίζουν υψηλότερους μισθούς. Παραδόξως, αυτό δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με τη δυνατότητα αύξησης των κερδών: το κεφάλαιο λειτουργεί πληρέστερα από ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, υπάρχει πολύ λιγότερη παραπανίσια παραγωγική ικανότητα ή κεφάλαιο που λειτουργεί με ζημία. Το κέρδος του είναι μεγαλύτερο. Έτσι, για παράδειγμα, τα έτη 1937-42 οι συνολικοί μισθοί στη βιομηχανία των Ηνωμένων Πολιτειών αυξήθηκαν κατά 70 τοις εκατό, τα κέρδη κατά 400 τοις εκατό!

Με τις εκπληκτικές παραγωγικές δυνάμεις που έχει διαθέσιμες η κοινωνία, η αύξηση του φορτίου των εξοπλισμών δεν οδηγούσε απαραιτήτως σε περικοπές της κατανάλωσης των πολιτών, αλλά το αντίθετο. Αυτό φάνηκε πιο καθαρά στην πλουσιότερη καπιταλιστική χώρα του κόσμου, τις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Παρόλο που το 1943 οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν το τεράστιο ποσό των 83,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τον πόλεμο, η κατανάλωση των πολιτών δεν έπεσε αλλά ήταν στην πραγματικότητα υψηλότερη από ό, τι πριν από τον πόλεμο, αυξανόμενη από 61,7 δισεκατομμύρια δολάρια το 1939 σε 70,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 1943 (με βάση τις τιμές του 1939),  μια αύξηση 14,7%.

Η θεωρία της διαρκούς οικονομίας των όπλων εξηγούσε γιατί η πρόβλεψη του Τρότσκι δεν είχε επαληθευτεί. Αλλά έκανε και κάτι ακόμα. Αποδείκνυε ότι μακροπρόθεσμα η οικονομική ευημερία που θα ανέβαινε πάνω από την κορυφή του κώνου μιας πυρηνικής βόμβας δεν θα μπορούσε να είναι σταθερή και ασφαλής. Ακόμη και όταν ο παγκόσμιος καπιταλισμός ευημερούσε, ως αποτέλεσμα των στρατιωτικών δαπανών, δεν σήκωναν όλες οι χώρες το ίδιο βάρος των υψηλών στρατιωτικών δαπανών. Αυτά που δαπανούσαν ελάχιστα επωφελήθηκαν αντιστρόφως ανάλογα από τις στρατιωτικές δαπάνες. Το κείμενο του 1948 για τη Ρωσία υποστήριξε ότι ο καπιταλισμός γενικά αντιμετώπιζε μόνο μια προσωρινή σταθεροποίηση. Έλεγε:

«… τα κράτη μπορεί να φτάσουν να ανταγωνίζονται τόσο έντονα στην παγκόσμια αγορά, που το καθένα, προκειμένου να τοου γεγονότος ότι η Βρετανία πιέζεται να μειώσει τον “αμυντικό προϋπολογισμό” της λόγω του ανταγωνισμού με τη Γερμανία και την επιδείνωση του  ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών της. Μέχρι στιγμής, καμία χώρα δεν μπόρεσε να φτάσει στο επίπεδο των ΗΠΑ, να τις αναγκάσει να εγκαταλείψουν την κούρσα εξοπλισμών και να αρχίσουν να μπαίνουν στον ανταγωνισμό του  “ποιος περικόπτει τον στρατιωτικό προϋπολογισμό του πιο γρήγορα”. Μπορεί να αντέξει τον μεγαλύτερο στρατιωτικό προϋπολογισμό στον κόσμο και τις μεγαλύτερες χωρίς όρια επενδύσεις στη βιομηχανία.» [93]

Η ανισομέρεια στα βάρη της κούρσας των εξοπλισμών θα οδηγούσε σε αποσταθεροποίηση, αν και το κείμενο προέβλεπε, εσφαλμένα όπως αποδείχθηκε, ότι η Ρωσία θα μπορούσε να είναι ο νικητής:

«… με τα τεράστια βήματα της ρωσικής βιομηχανίας, είναι πιθανό ότι σε άλλα δέκα ή είκοσι χρόνια, μπορεί, ακόμη και αν δεν φθάσει σε απόλυτους αριθμούς στο επίπεδο της βιομηχανίας των Ηνωμένων Πολιτειών, να αμφισβητήσει  τουλάχιστον την κυριαρχία των ΗΠΑ στην παγκόσμια αγορά σε ορισμένους κλάδους – σε εκείνους της βαριάς βιομηχανίας. Στη συνέχεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν … να μειώσουν τον «αμυντικό» προϋπολογισμό τους προκειμένου να ξεπεράσουν την ήττα στην παγκόσμια αγορά». [94]

Ωστόσο, η βασική επιχειρηματολογία ήταν σωστή:  «Η οικονομία του πολέμου μπορεί να χρησιμεύει όλο και λιγότερο ως θεραπεία για υπερπαραγωγή, ως σταθεροποιητής της καπιταλιστικής ευημερίας. Όταν η οικονομία του πολέμου αρχίσει να γίνεται αναλώσιμη, είναι βέβαιο ότι θα ακουστεί η καμπάνα από την κηδεία της καπιταλιστικής έκρηξης.» [95]

Στην πραγματικότητα δεν ήταν η Ρωσία που ανάγκασε τις Ηνωμένες Πολιτείες να μειώσουν τον στρατιωτικό τους προϋπολογισμό, αλλά πρωτίστως η Δυτική Γερμανία και η Ιαπωνία, οι δύο χώρες που τους είχε απαγορευτεί να διατηρούν μεγάλους στρατούς επειδή έχασαν τον πόλεμο. Παρόλα αυτά, «Η ταξική Φύση της σταλινικής Ρωσίας» προέβλεψε σωστά ότι η προσωρινή σταθεροποίηση του καπιταλισμού της αγοράς μέσω των στρατιωτικών δαπανών θα ήταν προσωρινή. Πράγματι, η απόσπαση υπεραξίας από τις παραγωγικές επενδύσεις έτεινε να αποτρέψει τις κρίσεις με τίμημα όμως μια μακροπρόθεσμη τάση προς τη στασιμότητα. Οι οικονομίες που είχαν σχετικά υψηλό επίπεδο στρατιωτικών δαπανών θα βρίσκονταν με ανταγωνιστικό μειονέκτημα και θα αναγκάζονταν, επομένως, να αυξήσουν το ποσοστό των επενδύσεων που προορίζονταν για τις μη στρατιωτικές βιομηχανίες. Αυτό επέτρεψε στις τάσεις προς έναν «κλασσικό» καπιταλιστικό κύκλο να επανεκδηλωθούν. [96]

Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, αφενός, και της Ιαπωνίας και της Δυτικής Γερμανίας, αφετέρου, οξυνόμενος από την άνιση κατανομή των στρατιωτικών βαρών, οδήγησε όντως σε αποσταθεροποίηση της οικονομίας και στην επιστροφή των παγκόσμιων υφέσεων. Η πρόβλεψη ότι η παγκόσμια οικονομία θα επιβραδυνόταν μετά από αρκετά χρόνια έχει γίνει πραγματικότητα: η παγκόσμια παραγωγή που αυξανόταν ετησίως κατά 5,4% μεταξύ 1950-63 και κατά 6% μεταξύ 1963-73, έπεσε στο 2,6% μεταξύ 1973-90, και στο 1,4% μεταξύ 1990-96. [97]

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του εθνικού οικονομικού εισοδήματός τους σε εξοπλισμούς από την Ιαπωνία ή τη Δυτική Γερμανία. Η Ιαπωνία δεν δαπάνησε ποτέ πάνω από το 1% του εθνικού της εισοδήματος για την άμυνα. Ως αποτέλεσμα, η Ιαπωνία κατόρθωσε να συγκεντρώσει περισσότερα κεφάλαια και να εφεύρει περισσότερο στη βιομηχανία αναβαθμίζοντας τα εργοστάσιά της. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία προχώρησε μπροστά σε άλματα. Η ιαπωνική ναυπηγική βιομηχανία αντικατέστησε τη βρετανική βιομηχανία στην πρώτη θέση παγκοσμίως, ενώ στην ηλεκτρονική βιομηχανία η Ιαπωνία ξεπέρασε τη Γερμανία που κατείχε μέχρι τότε την πρώτη θέση κ.λπ.

Ο πόλεμος του Βιετνάμ επιδείνωσε την καθυστέρηση της βιομηχανίας των Ηνωμένων Πολιτειών σε σχέση με εκείνη της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το 1973 η αδυναμία του δολαρίου εκδηλώθηκε με μια έκρηξη της τιμής του πετρελαίου – που εκφραζόταν σε δολάρια. Η μεγάλη έκρηξη της καπιταλιστικής οικονομίας είχε φτάσει στο τέλος.

Η θεωρία της διαρκούς οικονομίας των όπλων θεωρούσε δεδομένο ότι ο παραλογισμός του καπιταλισμού δεν γινόταν μικρότερος με τη γήρανση του συστήματος. Ο καπιταλισμός, ο οποίος σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μαρξ καλυπτόταν σε όλη του την ιστορία με  αίμα και λάσπη, δεν έγινε ξαφνικά καλοκάγαθος στα γεράματα. Στην πραγματικότητα, η διαρκής  οικονομία των όπλων ήταν η πιο ακραία έκφραση της κτηνωδίας και βαρβαρότητας του συστήματος. [98]

https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1999/trotism/ch03.htm

Μετάφραση: Αλέξης Λιοσάτος.




H επανάσταση του 1946 στην Ινδία: μια ιστορική ήττα!

του Λαλ Καν

Η αλήθεια, όπως λέγεται, είναι το πρώτο θύμα του πολέμου. Η κατάσταση των αρχουσών τάξεων της Ινδίας και του Πακιστάν είναι τόσο άξια περιφρόνησης που ούτε  να πάνε στον πόλεμο μπορούν ούτε να διατηρήσουν μια κατάσταση πραγματικής ειρήνης μεταξύ τους. Οι εικονικοί πόλεμοι και οι φάρσες ειρήνης είναι αυτό που μπορούν να πετύχουν. Στη συνεχιζόμενη πολεμοκάπηλη ρητορική και την υστερία που υποδαυλίζεται από τις ελίτ της υποηπείρου, για άλλη μια φορά η αλήθεια και η λογική είναι τα πρώτα θύματα. Είναι τέτοια η οργανική φύση της μεταποικιακής μπουρζουαζίας της περιοχής που εκφράζεται με την υποκρισία, την ανειλικρίνεια και την εξαπάτηση που χαρακτηρίζουν την πολιτική, το ήθος, την ηθική και τον χαρακτήρα της. Αυτά τα ελεεινά χαρακτηριστικά πηγάζουν από την καταγωγή τους.

Η αποκαλούμενη ανεξαρτησία της Νοτιοανατολικής Ασιατικής υποηπείρου δεν κερδήθηκε μέσω ενός αγώνα από τους εθνικούς αστούς ηγέτες αλλά μέσω διαπραγματεύσεων και συμφωνιών με τους πανούργους γραφειοκράτες της βρετανικής εξουσίας (British Raj). Αυτή η «απελευθέρωση» ποτέ δεν μετασχημάτισε τις ζωές του λαού και δεν σήμαινε κοινωνική ευημερία αλλά το παλιό σάπιο σύστημα συνέχισε να καταπιέζει τις μάζες και το μόνο που άλλαξε ήταν κατ’ επίφαση διαφορετικά σύμβολα και χρώματα της ελίτ και του κράτους. Η Ινδία και το Πακιστάν δημιουργήθηκαν τεχνητά, επέβαλαν κυρίαρχες ελίτ από τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές, κι οδήγησαν στη διαιώνιση της κυριαρχίας της καπιταλιστικής καρικατούρας που δημιούργησε η αρχή του Raj. Αυτές οι νεόπλουτες ελίτ συνέχισαν να εφαρμόζουν το βρετανικό κόλπο του «διαίρει και βασίλευε» για να διαιωνίσουν την εκμεταλλευτική τους κυριαρχία και τη ιμπεριαλιστική λεηλασία ακόμα και μετά το τέλος της άμεσης αποικιοκρατίας. Έτσι εξηγούνται η πολεμοκαπηλεία και η εξάπλωση του θρησκευτικού και εθνικιστικού σοβινισμού που βλέπουμε τις τελευταίες επτά δεκαετίες.

Ωστόσο οι Βρετανοί σε συνεργασία με τις ντόπιες υποτελείς ελίτ ήταν ικανοί να επιβάλουν αυτή την κατάσταση μόνο μετά την προδοσία και την ήττα ενός από τα πιο ένδοξα επεισόδια μαζικής εξέγερσης – την επανάσταση του 1946, που υποβαθμίζεται από τους «επίσημους ιστορικούς» σε « ανταρσία των ναυτών». Οι ίδιοι έχουν επίσης παραποιήσει επανειλημμένα τα πραγματικά γεγονότα και περιστατικά που οδήγησαν στην ανεξαρτησία. Σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο, αυτές οι αφηγήσεις διακήρυσσαν ότι την ανεξαρτησία κέρδισε το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο υπό την ηγεσία του Γκάντι, του Πατέλ και του Νεχρού και του Μουσουλμανικού Συνδέσμου με επικεφαλής τον Τζινάχ. Ενώ βέβαια απέκρυψαν τους αγώνες και τον ρόλο που έπαιξαν οι εργαζόμενοι, οι νέοι, οι αγρότες και ο ινδικός στρατός, το ναυτικό, η αεροπορία και οι αστυνομικοί στην προσπάθεια για ανεξαρτησία. Ο Μαρξ εξηγούσε ότι κατά τη διάρκεια και μετά τον πρώτο Ινδικό πόλεμο ανεξαρτησίας το 1857 οι Βρετανοί κατέκτησαν την Ινδία χρησιμοποιώντας ινδικά στρατεύματα. Ωστόσο, από το 1946 οι Βρετανοί δεν ήταν πλέον βέβαιοι ότι μπορούν να βασίζονται σε ινδούς στρατιώτες του βρετανικού στρατού για να διατηρήσουν την καταπιεστική τους εξουσία. Σημειώθηκε μια ηφαιστειακή εξέγερση που είχε σοκάρει ακόμη και τους πανούργους στρατηγούς των βρετανικών αρχών στην Ινδία.

Αυτή η εξέγερση στην οποία ηγήθηκαν οδήγησαν ναύτες κι οι εργάτες ανάγκασαν τους Βρετανούς να αποχωρήσουν πρόωρα από την υποήπειρο και το κίνημα απείχε ελάχιστα από την κατάργηση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος που κρατούσε υποδουλωμένες τις καταπιεσμένες μάζες επί δεκαετίες. Η αποτυχία της εξέγερσης να το πετύχει αυτό  είναι η αιτία της δυστυχίας, των στερήσεων, της τυραννίας, του φανατισμού και της αιματοχυσίας που έχουν καταστρέψει τις μάζες της υποηπείρου, φορτώνοντάς την με τα μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας στον πλανήτη από τότε. Η αδίστακτη αντεπανάσταση είχε ως επιστέγασμα την αιματηρή διχοτόμηση του 1947, τα τραύματα της οποίας εξακολουθούν να είναι ανοιχτά.

Πριν από εβδομήντα δύο χρόνια, στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1946, ένας επαναστατικός σπινθήρας πυροδότησε μια ηρωική εξέγερση που σάρωσε τη νότια ασιατική υποήπειρο, όπου οι μάζες ξεσηκώθηκαν, αψηφώντας τη δύναμη των ιμπεριαλιστών και το καταπιεστικό αποικιακό κράτος. Το ξεφούσκωμα αυτού του επαναστατικού κύματος και η ήττα του μέσω της εξαπάτησης και του σαμποτάζ των τοπικών ηγετών οδήγησε στη φρίκη και το ολοκαύτωμα της διχοτόμησης. Η χάραξη της ινδικής υποηπείρου με θρησκευτικές γραμμές είχε ως αποτέλεσμα σφαγές με τη δολοφονία πάνω από 1,5 εκατομμύριου ψυχών και την υποχρεωτική μετανάστευση πάνω από είκοσι εκατομμυρίων. Ωστόσο, το λαμπρό επεισόδιο της εξέγερσης των ναυτών προσφέρει τεράστια διδάγματα και παραδείγματα του ρόλου, της τόλμης και του θάρρους που βρίσκονται ενσταλαγμένα στις καρδιές και τα μυαλά των απλών ανθρώπων σε τέτοιες ιστορικά εξαιρετικές επαναστατικές περιόδους.

Η  εξέγερση των ναυτών τον Φλεβάρη του 1946 ξέσπασε εξαιτίας της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας επί μεγάλο χρονικό διάστημα ανάμεσα στους ναύτες. Ο μισθός των Βρετανών ναυτικών ήταν 10 φορές μεγαλύτερος από τον μισθό των Ινδών ναυτικών. Το ίδιο ίσχυε και για τα επιδόματα και τα προνόμιά τους. Ωστόσο, η κύρια αιτία της εξέγερσης ήταν πολιτική. Η δίκη των ηγετών του Ινδικού Εθνικού Στρατού (INA) και ο αγώνας κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης Ιμφάλ, όπου ο INA προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στον βρετανικό στρατό, έδωσε στους ναύτες την βαθιά πεποίθηση ότι η ισχυρή βρετανική αυτοκρατορία δεν ήταν πια αήττητη.

Η εξέγερση ξεκίνησε στις 18 Φεβρουαρίου 1946, όταν 1100 ναυτικοί στο πολεμικό πλοίοTalwar σταμάτησαν τη δουλειά και κήρυξανεπίσημα το ξημέρωμα απεργία. Οι ναυτικοί εξέλεξαν ομόφωνα τον ναύτη επικοινωνίας Μ.Σ. Καν  Πρόεδρο και τον υπαξιωματικότηλεγραφητή Μαντάν Σινγκ Αντιπρόεδρο. Ο επικεφαλής ναύτης επικοινωνίαςΜπέντι Μπασάντ Σιγνκ, ο πλοίαρχος Σεν Γκούπτα-πρώτος υπαξιωματικός, ο πλοίαρχος Nαουάζ, ο ναυτικός Ασράφ Καν, ο Άμπλε Στόκερς Γκομέζ και ο Μοχάμαντ Χουσεΐν εκλέχθηκαν επίσης στην κεντρική απεργιακή επιτροπή (ΚΑΕ). Η ΚΑΕέπαιξε αποφασιστικό ρόλο στον αγώνα τους–για την πλήρη πολιτική και κοινωνικοοικονομική απελευθέρωση.

Στο λιμάνι της Βομβάης, η εξέγερση εξαπλώθηκε γρήγορα σε 22 πλοία και στις ναυτικές βάσεις Castle Barracks και Fort Barracks. Οι απεργίες εξαπλώθηκαν σαν πυρκαγιά στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις στις πόλεις Καράτσι,  Μαντράς,  Βισακαπατνάμ,  Καλκούτα, Δελχί,  Κοχίν,  Τζαμναγκάρ και στα νησιά Ανταμάν, στις ακτές της Μέσης Ανατολής, στο Μπαχρέιν και το Άντεν. Μπόρεσαν να εξαπλωθούν σχεδόν και στα 70 πλοία και τις 20 παραθαλάσσιες εγκαταστάσεις, με πάνω από 30.000 ναύτες να συμμετέχουν ενεργά στην εξέγερση. Το επόμενο πρωί οι Ινδοί ναυτικοί κατέλαβαν στρατιωτικά οχήματα στα ναυπηγεία και τα κατεύθυναν στη Βομβάη, φωνάζοντας συνθήματα αλληλεγγύης στους κρατούμενους του INA και άλλα όπως το «Ινδουιστές και Μουσουλμάνοι μια γροθιά». Η ΚΕΑ εξέδωσε προκήρυξη που κατέληγε με το σύνθημα, «Ζήτω η αλληλεγγύη των εργαζομένων, των στρατιωτών, των μαθητών και των αγροτών. Ζήτω η επανάσταση».

Ένα μαζικό κύμα αλληλεγγύης σάρωσε την ενωμένη Ινδία υπέρ των απεργών ναυτικών. Το πρωί της 21ης ​​Φεβρουαρίου 1946, Bρετανοί φρουροί άνοιξαν πυρ εναντίον των Ινδών ναυτικών στη βάση Castle Barracks κι αυτό μετέτρεψε την εξέγερση σε  βίαιη ένοπλη εξέγερση.

Εκατοντάδες απεργοί σε πλοία, ορυχεία και παραλιακές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη Βομβάη διαδήλωσαν κοντά στον τερματικό σταθμό «Βικτώρια» των ινδικών σιδηροδρόμων. Όταν οι Βρετανοί διέταξαν τους Ινδούς στρατιώτες να πυροβολήσουν τους απεργούς ναυτικούς, εκείνοι αρνήθηκαν να πυροβολήσουν τους αδελφούς τους .

Στις 20 και 21 Φεβρουαρίου, οι απεργοί ναύτες κάλεσαν σε γενική απεργία, ένα κάλεσμα που βρήκε τεράστια ανταπόκριση. Τριακόσιες χιλιάδες εργαζόμενοι παράτησαν τα εργαλεία τους και βγήκαν στους δρόμους από εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, μύλους, σιδηροδρόμους και άλλες βιομηχανίες στη Βομβάη και σε πολλές άλλες πόλεις της χώρας. Στους δρόμους στήθηκαν οδοφράγματα κι έγιναν  μάχες νεολαίας και εργατών με την αστυνομία και τον στρατό. Η απεργία αποτελούσε ευθεία πρόκληση απέναντι στις βρετανικές αρχές. Στην Καλκούτα βγήκαν στους δρόμους πάνω από 120.000 άνθρωποι και σε άλλες ινδικές πόλεις επίσης έγιναν παρομοίου μεγέθους απεργίες και διαδηλώσεις.

Η εξέγερση εξαπλώθηκε στα υπόλοιπα ινδικά στρατεύματα της βρετανικής εξουσίας. Περίπου 2000 άντρες στα Σώματα Επικοινωνίας του Βασιλικού Ινδικού Στρατού εξεγέρθηκαν κοντά στο Τζαμπάλπουρ. Σημειώθηκαν μικρές εξεγέρσεις των Ινδών πυροβολητών στο Μαντράς, των στρατιωτών επικοινωνίας στο Αλαχαμπάτ και του υπαλληλικού προσωπικού στο αρχηγείο στο Δελχί. Ινδοί αξιωματικοί της RIAF (βασιλική ινδική πολεμική αεροπορία) αρνήθηκαν να δεχτούν να πετάξουν βρετανικά αεροπλάνα για να επιτεθούν στους ναύτες και να βομβαρδίσουν τα πλοία τους. Κομμένοι κορμοί δέντρων έφραξαν τις σιδηροδρομικές γραμμές και τους δρόμους. Οι απεργίες της RΙAF επεκτάθηκαν σε αεροπορικές βάσεις στο Αλαχαμπάτ, στο Μοριπούρ (Καράτσι), στο Ντουμ-Ντουμ (Καλκούτα), στο Παλάμ (Δελχί), στις πόλεις Κανπούρ, Πούνα, Βιζαγκαπατάμ, Καλάνγκ, Τσακλάλα (Ραουαλπίντι), Λαχόρη, Νεγκόμπο. Η απεργία εξαπλώθηκε επίσης στη Νοτιοανατολική Ασία όπου 4000 πιλότοι απέργησαν έπληξαν στην περιοχή Σελετάρ της Σιγκαπούρης.

Οι εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους, τα λιμάνια, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και άλλους τομείς ριζοσπαστικοποιήθηκαν και εντάχθηκαν στο απεργιακό κίνημα. Αυτό ήταν ένα σενάριο που οι Βρετανοί δεν περίμεναν ποτέ να αντιμετωπίσουν και ήταν αυτό το εργατικό κίνημα που τους ανάγκασε να υποχωρήσουν. Σε μια συνέντευξη που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1976, ο Κλίμεντ Άτλι, μεταπολεμικός Βρετανός πρωθυπουργός εκείνης της εποχής, θυμόταν την «ανταρσία των ναυτών που έκανε τους Βρετανούς να συνειδητοποιήσουν ότι οι ινδικές ένοπλες δυνάμεις δεν μπορούσαν πλέον να στηρίζουν τους Βρετανούς». Όταν ρωτήθηκε για το σε ποιον βαθμό η βρετανική απόφαση να παραιτηθούν οι Βρετανοί από την Ινδία επηρεάστηκε από τον Μαχάτμα Γκάντι και το κίνημά του, τα χείλη του Άτλι σχημάτισαν ένα χαμόγελο περιφρόνησης και ψέλλισε αργά,”Ελάχιστα”.

Ο Σερ Στάφορντ Κριπς στη συζήτηση στη Βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων δήλωσε: “Οι Ινδοί του (Βασιλικού Ινδικού) Στρατού δεν υπακούουν στους Βρετανούς αξιωματικούς … Υπό αυτές τις συνθήκες, εάν πρέπει να κυβερνήσουμε την Ινδία για μεγάλο χρονικό διάστημα, πρέπει να διατηρούμε έναν μόνιμο βρετανικό στρατό για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια τεράστια χώρα τετρακόσια εκατομμυρίων. Δεν έχουμε τέτοιο στρατό και τόσα χρήματα … “.

Στο Καράτσι, οι απεργοί ναύτες κατέλαβαν τα πολεμικά πλοία Hindustan και Bahadur που βρίσκονταν αγκυροβολημένα στο νησί Μανόρα. Στη συνέχεια οι ναυτικοί οργάνωσαν πορεία στους δρόμους του Καράτσι όπου μαζί τους ενώθηκαν και πολλοί κάτοικοι της πόλης. Ο διοικητής του βρετανικού στρατού στο Καράτσι έστειλε δύο διμοιρίες στρατιωτών της φυλήςBaluch για την καταστολή της εξέγερσης. Οι Baluch αρνήθηκαν να πυροβολήσουν τους αδελφούς τους. Οι Βρετανοί κάλεσαν τότε τα “πιστά” στρατεύματά τους της φυλήςGorkha να καταστείλουν την εξέγερση. Οι Βρετανοί διοικητές συγκλονίστηκαν όταν ακόμη και οι στρατιώτες Gorkha αρνήθηκαν να πυροβολήσουν τους απεργούς ναύτες. Στη συνέχεια κλήθηκαν τα βρετανικά στρατεύματα που άρχισαν να πυροβολούν, με τους ναύτες στα πλοία να ανταποδίδουν. Οι πυροβολισμοί,  οι επιθέσεις και οι αντεπιθέσεις συνεχίστηκαν για τέσσερις ώρες. Έξι από τους ναυτικούς σκοτώθηκαν, περισσότεροι από 30 τραυματίστηκαν. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις στο Καράτσι κάλεσαν γενική απεργία και ολόκληρη η πόλη κατέβασε ρολά. Περισσότεροι από 35.000 άνθρωποι, Ινδουιστές και μουσουλμάνοι διαδήλωσαν μαζικά στο Eidgah, παρά την τρομοκρατία, τη βία, τις συλλήψεις, το ξυλοφόρτωμα με γκλομπς και τις σφαίρες στο ψαχνό που τραυμάτισαν περισσότερους από 50 διαδηλωτές.

Καθώς ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος έφτανε στο τέλος του, η Ινδία εισερχόταν σε μια περίοδο θυελλώδους αναζωπύρωσης του εργατικού κινήματος. Βιομηχανικές απεργίες σε όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις – τη Βομβάη, την Καλκούτα, το Αλαχαμπάντ, το Δελχί, το Μάντρας, τη Λαχόρη και το Καράτσι ξέσπασαν με μεγάλη ένταση. Η ινδική εργατική τάξη μπήκε ορμητικά και με θάρρος στη μάχη αψηφώντας την τρομερή κρατική καταπίεση, τις συλλήψεις, το ξύλο, ακόμα και τις σφαίρες, προβάλλοντας ως η αποφασιστική δύναμη στον αγώνα για απελευθέρωση. Προς τα τέλη του 1945, οι λιμενεργάτες της Βομβάης και της Καλκούτας αρνήθηκαν να φορτώσουν πλοία που πήγαιναν στην Ινδονησία με προμήθειες για τα στρατεύματα που είχαν στόχο να καταστείλουν τους απελευθερωτικούς αγώνες εκεί.

Στις αρχές του 1946, αυτό το κύμα απεργίας απέκτησε έναν ιδιαίτερα πολιτικό χαρακτήρα. Στις 24 Ιανουαρίου 1946, 175.000 κλωστοϋφαντουργικοί και βιομηχανικοί εργάτες απέργησαν στη Βομβάη για να διαμαρτυρηθούν για τον πυροβολισμό διαδηλωτών που γιόρταζαν τα γενέθλια του Σούμπχας Τσάντρα Μπος, αρχηγού της «Ελεύθερης Ινδικής Κυβέρνησης» και οργανωτή του Ινδικού Εθνικού Στρατού. Οι απεργίες των εργατών των σιδηροδρόμων και μια σειρά μαθητικών διαδηλώσεων σε ολόκληρη την Ινδία προκάλεσαν την αύξηση της μαχητικότητας και την κινητοποίηση μεγάλων τμημάτων του  ινδικού προλεταριάτου σε άλλους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών. Σε όλες αυτές τις διαδηλώσεις το φλογερό σύνθημα που ενέπνεε τις μάζες «Ζήτω η Επανάσταση!» ακουγόταν ξανά και ξανά σε όλη την ενωμένη Ινδία.

Τα τελευταία χρόνια της αποικιακής κυριαρχίας σημειώθηκε επίσης μια εντυπωσιακή αύξηση των οικονομικών απεργιών σε όλη τη χώρα – η πανινδική απεργία όλων των υπαλλήλων σε Ταχυδρομεία και Τηλεγράφους ήταν η πιο σημαντική. Τα συσσωρευμένα οικονομικά προβλήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου, σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές, την έλλειψη τροφίμων και άλλων βασικών αγαθών και την πτώση των πραγματικών μισθών, οδήγησαν την εργατική τάξη στα όρια της ανοχής της. Εν αναμονή της ελευθερίας τους, οι προσδοκίες τους είχαν εκτοξευτεί στον ουρανό. Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν την Ανεξαρτησία ως τέλος στη δυστυχία τους. Οι εργαζόμενοι τώρα αγωνίζονταν για όσα ήλπιζαν ότι η ελευθερία θα τους εξασφάλιζε ως δίκαια.

Αποτέλεσε ειρωνεία της ιστορίας ότι το Κογκρέσο (κόμμα του Γκάντι, στΜ) και η Μουσουλμανική Ένωση,ορκισμένοι αντίπαλοι μεταξύ τους, καταδίκασαν κι οι δυο την εξέγερση του Βασιλικού Ινδικού Πολεμικού Ναυτικού. Αυτοί οι ηγέτες των ντόπιων αστικών τάξεων καταδίκασαν τους απεργούς ναύτες και εργάτες. Ο Μαχάτμα Γκάντι εξέδωσε δήλωση κριτικής στους εξεγερμένους. Η Μουσουλμανική Ένωση αποκήρυξε επίσης τους απεργούς υποστηρίζοντας ότι «οι αναταραχές στους δρόμους δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων και ότι η διαμαρτυρία πρέπει να γίνεται μόνο με συνταγματικές μεθόδους». Ο Βαλαμπχάι Πατέλ ζήτησε από τους ναυτικούς να παραδοθούν και κάλεσε τον αντιπρόεδρο της ΚΕΑ των ναυτικών, τον υπαξιωματικό Μαντάν Σίνγκ σε ένα διαμέρισμα στη Βομβάη και κυριολεκτικά του ούρλιαζε ζητώντας του να σαμποτάρει την εξέγερση. Ο Νεχρού, ο οποίος δεν ήθελε να μείνει πίσω από τον Πατέλ, σε μια άλλη συνάντηση με τον Μαντάν, συμβούλεψε αυτόν και τους συντρόφους του να παραδοθούν και να δώσουν τέλος στην επανάσταση του ναυτικού. Ο Nεχρού πραγματοποίησε ακόμη και συνέντευξη Τύπου για να επιπλήξει τους εξεγερμένους ναυτικούς.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ινδίας βρισκόταν σε δίλημμα λόγω των προβληματικών ιδεολογικών αντιλήψεων των ηγετών του. Αφενός, το ΚΚΙ ήθελε να «είναι με τον λαό», προκειμένου να αποκαταστήσει κάποια από την αξιοπιστία του που χάθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν το κόμμα υποστήριζε απροκάλυπτα τις βρετανικές δυνάμεις στο όνομα του «λαϊκού πολέμου». Η βάση του ΚΚΙ, και ιδιαίτερα οι μαθητές, συμμετείχε με ενθουσιασμό στις εξεγέρσεις στη Βομβάη και στην Καλκούτα. Τελικά, αυτή η αντίφαση στην πολιτική οδήγησε στην αρχή της διάσπασης του ΚΚΙ μετά τις διαφορές που προέκυψαν μεταξύ των δύο κύριων ηγετών του, Μπχαλτσάντρα Τρίμπακ Ραναντιβέ και Π.Σ. Τζόσι.

Ο Ραναντιβέ ήταν ο βασικός συνδικαλιστικός ηγέτης του κόμματος και ως εκ τούτου ήταν ενεργός στην απεργιακή δράση και επηρεάστηκε βαθιά από την εξέγερση. Ήθελε το κόμμα να αναλάβει την ηγεσία του επαναστατικού κινήματος. Από την άλλη μεριά ο Τζόσι, γενικός γραμματέας του ΚΚΙ εκείνον τον καιρό ήταν πιο δεκτικός στις οδηγίες της Μόσχας υπό τον Στάλιν. Ωστόσο, στο δεύτερο συνέδριο του Κόμματος που πραγματοποιήθηκε στην Καλκούτα το Φεβρουάριο του 1948, το κόμμα εξέλεξε τον Ραναντιβέ στη θέση του Π.Σ. Τζόσι ως γενικό γραμματέα του ΚΚΙ. Αλλά το 1950 o Ραναντιβέ καθαιρέθηκε και αποκηρύχθηκε από το κόμμα ως «αριστερός οπορτουνιστής». Η διάσπαση τελικά έγινε το 1964 και δύο κόμματα που προέκυψαν ήταν το ΚΚΙ και το ΚΚΙ (Μ) (Μαρξιστικό, στΜ) . Ο Ραναντιβέ ήταν ο ιδρυτής και ηγέτης του ΚΚΙ (Μ) που έγινε το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα στην Ινδία.

Η προδοσία της πολιτικής ηγεσίας άφησε τελικά το κίνημα ανοργάνωτο και οδήγησε στην υποχώρησή του. Στις 24 Φεβρουαρίου 1946, λευκές σημαίες ανυψώθηκαν από τα καταστρώματα όλων των πλοίων για να ανακοινώσουν την παράδοσή τους. Στην τελευταία συνεδρίασή της, η ΚΕΑ πέρασε ένα ψήφισμα που δήλωνε: “Η εξέγερσή μας ήταν ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός για τις ζωές του λαού μας. Για πρώτη φορά, το αίμα των εργατών, ένστολων και μη,χύθηκε στην ίδια κατεύθυνση για μια κοινή υπόθεση. Εμείς οι ένστολοι εργάτες δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ αυτό. Γνωρίζουμε επίσης ότι εσείς, οι προλεταριακοί μας αδελφοί και αδελφές μας δεν θα το ξεχάσετε ποτέ αυτό. Οι επόμενες γενιές, μαθαίνοντας τα διδάγματα της εξέγερσης, θα πετύχουν αυτά που δεν μπορέσαμε να επιτύχουμε. Ζήτω οι εργατικές μάζες. Ζήτω η Επανάσταση “.

Αν υπήρχε ένα επαναστατικό κόμμα με στελέχη σφυρηλατημένα στις βασικές αρχές του μαρξισμού, θα μπορούσε να δώσει προοπτική στους ναυτικούς, τους στρατιώτες και τα εκατομμύρια των εργαζομένων που βγήκαν στους δρόμους της ενωμένης Ινδίας. Εργατικά συμβούλια θα μπορούσαν κάλλιστα να δημιουργηθούν στη Βομβάη, τη Λαχόρη, την Καλκούτα, το Καράτσι, το Αλαχαμπάντ, το Πεσαουάρ, το Μαντράς, το Κανπούρ, το Δελχί και πολλές άλλες μεγάλες μητροπόλεις. Δυστυχώς, λόγω του εγκληματικού ρόλου που διαδραμάτισε η Κομιντέρν και η ηγεσία του ΚΚΙ με την καταστροφική πολιτική δημιουργίας «Λαϊκών Μετώπων» με την «προοδευτική αστική τάξη» του Κονγκρέσου και της Μουσουλμανικής Ένωσης, χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία. Παρά το σιγοντάρισμα στους Βρετανούς, υποστηρίζοντας τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, όταν ήλθε η ώρα για τη μεταβίβαση της εξουσίας, ο βρετανικός ιμπεριαλισμός προτίμησε να επιλέξει τα αστικά κόμματα, το Κονγκρέσο και τη Μουσουλμανική Ένωση, καθώς ήθελαν να διασφαλίσουν τη συνέχεια της καπιταλιστικής λεηλασίας.

Η νίκη της επανάστασης του 1946 θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία της ιστορίας. Το ανερχόμενο μαζικό κίνημα ούτε θα σταματούσε  στο στάδιο της εθνικής ανεξαρτησίας ούτε θα δεχόταν την καπιταλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση. Οι τραγικές γενοκτονίες και τα αλλεπάλληλα θρησκευτικά και σεχταριστικά μίση, τα οποία έπνιξαν κυρίως τις περιοχές της Πουντζάμπ και της Βεγγάλης στο αθώο ανθρώπινο αίμα κατά τη διάρκεια του καυτού, υγρού και αποπνικτικού καλοκαιριού του 1947, εξακολουθούν να ξεσκίζουν τον κοινωνικό ιστό της νότιας Ασίας. Αυτά δεν θα είχαν ποτέ συμβεί. Ο ενωμένος ταξικός αγώνας θα είχε προχωρήσει προς τα εμπρός για τον κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό μέσω της σοσιαλιστικής επανάστασης. Με την επαναστατική καταιγίδα να σαρώνει την Κίνα και το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολής, εκείνη την εποχή, μια επαναστατική νίκη στην ενωμένη ινδική υποήπειρο θα γινόταν ο προπομπός της κόκκινης αυγής που θα άναβε φωτιά στην ασιατική ήπειρο. Με την ανατροπή του καπιταλισμού και το τσάκισμα των δαγκανών της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης και  λεηλασίας, θα εκδηλώνονταν επαναστατικές διεργασίες σε παγκόσμια κλίμακα που θα έκαναν πιο ορατό το πεπρωμένο της ανθρώπινης απελευθέρωσης.

http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article5950

Μετάφραση Αλέξης Λιοσάτος




Εξεγέρσεις σε Σουδάν και Αλγερία: Δυο περιπτώσεις που αξίζουν παγκόσμια αλληλεγγύη

 

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019, της Frieda Afary

Μετά το ξέσπασμα των εξεγέρσεων του Σουδάν και της Αλγερίας στις αρχές του 2019, γεννήθηκε σε μεγάλο βαθμό η ελπίδα ότι αυτές οι εξελίξεις θα ξεπεράσουν τα πολλά εμπόδια που κατέστρεψαν την επαναστατική διαδικασία που ξεκίνησε στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική το 2011.

Στο Σουδάν, οι συνεχείς μαζικές διαδηλώσεις κατά της φτώχειας και της καταπίεσης (που ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2018) και η λιποταξία των χαμηλόβαθμων στρατιωτών και των κατώτερων αξιωματικών στρατού που πέρασαν με το πλευρό της εξέγερσης ανάγκασαν την ηγεσία του στρατού να καθαιρέσει τον βάρβαρο δικτάτορα Ομάρ-Αλ- Μπασίρ στις 11 Απριλίου. Η καθιστική διαμαρτυρία χιλιάδων διαδηλωτών μπροστά στο στρατιωτικό αρχηγείο της πρωτεύουσας του Χαρτούμ διήρκεσε περισσότερο από έξι εβδομάδες, διογκώθηκε και πλαισιώθηκε από όλο και περισσότερες κοινωνικές ομάδες απαιτώντας τον τερματισμό της δικτατορίας. Οι Σουδανοί εξεγερμένοι αντιτάχθηκαν επίσης στη συμμετοχή του στρατού τους στον πόλεμο της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη και στην επίταξη  Σουδανών ανηλίκων ως στρατιωτών εκεί.

Μετά από μια τριήμερη πετυχημένη γενική απεργία στα τέλη Μαΐου, το σουδανέζικο στρατιωτικό καθεστώς επιστράτευσε την παραστρατιωτική Δύναμη Ταχείας Υποστήριξης ή RSF (γνωστή ως Janjaweed και με «προϋπηρεσία» στη γενοκτονία του Νταρφούρ) για να επιτεθεί και να συντρίψει την καθιστική διαμαρτυρία, σκοτώνοντας πάνω από εκατό και να τραυματίζοντας εκατοντάδες εκεί και σε όλη τη χώρα. ΗRSF επιτέθηκε σε νοσοκομεία και διάφορα σημεία διαμαρτυρίας, βίασαν και σκότωσαν νοσοκόμες αλλά κι άλλους από το ιατρικό προσωπικό και έριξαν τα σώματα των δολοφονημένων στον ποταμό Νείλο.

Μετά την σφαγή του Ιουνίου, οι επαναστατημένοι στο Σουδάν, κυρίως νεαροί και νεαρές εργαζόμενοι-εργαζόμενες, διοργάνωσαν μια τεράστια εκστρατεία πολιτικής ανυπακοής, η οποία έχει παραλύσει τη χώρα. Στήσανε οδοφράγματα σε πολλούς δρόμους και συνέχισαν την αντίσταση. Επίσης, συνέχισαν να στοχοποιούνται,  να σκοτώνονται, να φυλακίζονται και να βιάζονται.

Αν και οι «Δυνάμεις για την Ελευθερία και την Αλλαγή», μια συμμαχία πολιτικών κομμάτων και συνδικάτων, συμφώνησαν σε σχέδιο διαπραγματεύσεων της αιθιοπικής κυβέρνησης για τη δημιουργία μιας πολιτικής πλειοψηφίας (8 πολιτών και 7 στρατιωτικών) που θα οδηγήσει τη χώρα σε μια περίοδο πολιτικής μετάβασης καταλήγοντας σε  εκλογές, ο κυβερνών στρατηγός του Σουδάν απέρριψε την πρόταση της Αιθιοπίας στις 24 Ιουνίου. Οι περισσότεροι διαδηλωτές αρνούνται να πιστέψουν σε οποιαδήποτε συμφωνία με έναν στρατό που συνέχισε να τους σφάζει όλα αυτά τα χρόνια. Ο Σύνδεσμος των Σουδανών Επαγγελματιών (συνιστώσα της «Συμμαχίας για την Ελευθερία και την Αλλαγή») καλεί μαζικές διαδηλώσεις τη Δευτέρα 30 Ιουνίου με αίτημα την παράδοση της εξουσίας από τον στρατό σε πολίτες. [1]

Στην Αλγερία, οι πανεθνικές μαζικές διαδηλώσεις εκατομμυρίων που άρχισαν τον Φεβρουάριο, υποχρέωσαν τον Πρόεδρο Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα να παραιτηθεί στις 2 Απριλίου.  Αυτές οι διαδηλώσεις της Παρασκευής, οι οποίες αποτελούνταν κυρίως από νεολαία με έντονη τη συμμετοχή των γυναικών, πλαισιώθηκαν στη συνέχεια από διαδηλώσεις εργαζομένων στην εκπαίδευση, την υγεία, το σύστημα δικαιοσύνης, τη βιομηχανία πετροχημικών και άλλα εργατικά συνδικάτα. Δεν αντιτάσσονταν μόνο στην ανεργία, τα μέτρα λιτότητας και τη διαφθορά, αλλά ζητούσαν επίσης τον τερματισμό ολόκληρου του στρατοκρατικού καθεστώτος και την πτώση της παλιάς φρουράς που κατέχει την εξουσία στην Αλγερία από τότε που η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία το 1962. Σύμφωνα με πολλούς από τους νέους συμμετέχοντες , “Πρόκειται για την απόρριψη ολόκληρου του συστήματος” και ένα αίτημα για ριζοσπαστική δημοκρατική αλλαγή.

Αν και οι κινητοποιήσεις σε Σουδάν και Αλγερία δέχονται επίθεση αυτό το διάστημα, δεν είναι καιρός για να απελπιζόμαστε. Προκειμένου να βοηθήσουμε αυτές τις εξεγέρσεις να αντέξουν και να προχωρήσουν,  είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε αναλύοντας και κατανοώντας τα νέα χαρακτηριστικά τους:

Τα νέα χαρακτηριστικά των εξεγέρσεων σε Σουδάν-Αλγερία

Και οι δύο εξεγέρσεις αντιτίθενται στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και τα στρατιωτικά καθεστώτα. Στην περίπτωση του Σουδάν, το μισητό στρατιωτικό καθεστώς είναι ταυτόχρονα και ισλαμικό φονταμενταλιστικό κι έχει επιβάλει τον νόμο της Σαρία πάνω στον πληθυσμό.

Ο ρόλος των γυναικών και των γυναικείων αγώνων ενάντια στην πατριαρχία ήταν κεντρικός και στις δύο εξεγέρσεις. Στο Σουδάν, οι γυναίκες παλεύουν ενάντια στην αστυνομική βαρβαρότητα, τον νόμο της Σαρία, την αστυνόμευση των ηθών  και τον κώδικα ενδυμασίας. Οι φεμινιστικές οργανώσεις αποτελούν μέρος της ηγεσίας της επανάστασης. Στην Αλγερία, αγωνίζονται ενάντια στις πατριαρχικές πρακτικές που προωθούνται τόσο από το κοσμικό στρατιωτικό καθεστώς όσο και από την θρησκευτική φονταμενταλιστική αντιπολίτευση. Ο Οικογενειακός Κώδικας της χώρας κάνει διακρίσεις σε βάρος των γυναικών και τις αντιμετωπίζει ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Οι εργατικοί αγώνες στον αγροτικό τομέα, στη βιομηχανία και τον τομέα των υπηρεσιών αποτελούν αναπόσπαστο μέρος και των δύο εξεγέρσεων. Στο Σουδάν, οι γιατροί και οι δάσκαλοι αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της ηγεσίας του αγώνα μέσω του Συνδέσμου Σουδανών Επαγγελματιών. Στην Αλγερία βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα άνεργοι νέοι (γυναίκες και άνδρες), μέλη εργατικών σωματείων και ακτιβιστές.

Η πάλη ενάντια στον ρατσισμό σε βάρος των Μαύρων και στην περιθωριοποίηση τμημάτων του πληθυσμού, όπως οι Βέρβεροι στην Αλγερία και οι χριστιανοί ανιμιστές στο Σουδάν, ήταν βασική συνιστώσα του κινήματος και στις δύο εξεγέρσεις, αλλά ήταν ιδιαίτερα εμφανής στη σουδανική εξέγερση. Τα συνθήματα που ζητούσαν μια συγγνώμη για τη γενοκτονία των Μαύρων στο Νταρφούρ φωνάχτηκαν από πολλούς στο Σουδάν. Η πλατιά απήχηση του συνθήματος «όλοι είμαστε Νταρφούρ» βασίζεται στο γεγονός ότι οι πολιτοφυλακές τηςJanjaweed, που ευθύνονται για τη γενοκτονία του Νταρφούρ, επιστρατεύονται σήμερα από το σουδανικό καθεστώς για να συντρίψουν την εθνική εξέγερση.

Παρατηρείται επίσης ένα νέο στοιχείο στην αντεπαναστατική επίθεση κατά της Σουδανικής εξέγερσης. Ενώ το 2011, διάφορες περιφερειακές και παγκόσμιες δυνάμεις ισχυρίζονταν ότι διαλέγουν τη μια ή την άλλη πλευρά στις εξεγέρσεις στην Αίγυπτο ή τη Συρία, τώρα όλες οι περιφερειακές και παγκόσμιες δυνάμεις είναι ενωμένες στις προσπάθειές τους να συντρίψουν τη σουδανική εξέγερση.

Το στρατιωτικό καθεστώς του Σουδάν υποστηρίζεται από τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κατάρ, την Αίγυπτο και την Τουρκία. Υποστηρίζεται επίσης έμμεσα από το ιρανικό καθεστώς. Η Κίνα και η Ρωσία έχουν επενδύσεις στο Σουδάν και έχουν ασκήσει βέτο σε ένα χλιαρό  ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών (που προτάθηκε από τη Βρετανία και τη Γερμανία) για να καταδικάσουν την επίθεση της 3ης Ιουνίου στο Χαρτούμ. Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ ό,τι είναι προς το συμφέρον της Σαουδικής Αραβίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδότησε τη Δύναμη Ταχείας υποστήριξης (Janjaweed) του σουδανικού στρατιωτικού καθεστώτος για να σταματήσει την φυγή των  μεταναστών έξω από το Σουδάν.

Μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτές οι περιφερειακές και παγκόσμιες δυνάμεις είναι ενωμένες στην προσπάθειά τους να σταματήσουν τη Σουδανική εξέγερση όχι μόνο εξαιτίας των οικονομικών τους συμφερόντων αλλά και επειδή οι αντιπατριαρχικές και αντιρατσιστικές διαστάσεις της Σουδανικής εξέγερσης την καθιστούν την πιο προοδευτική στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Αμφισβητεί η εξέγερση την κυρίαρχη αφήγηση για το τι υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει η περιοχή: θρησκευτικό φονταμενταλισμό, στρατιωτικοποιημένο απολυταρχισμό, πατριαρχία, ρατσισμό, εθνοτικές προκαταλήψεις και θρησκευτικές συγκρούσεις.

Ενόψει αυτών των νέων εξελίξεων, πέφτει σε όλους τους επαναστάτες σοσιαλιστές της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής το καθήκον να έρθουν σε επαφή με τους συντρόφους τους  Σουδανούς και Αλγερινούς επαναστάτες και να βοηθήσουν στη δημιουργία των περιφερειακών και διεθνών σχέσεων που θα επιτρέψουν στις εξεγέρσεις να κρατήσουν και να εξαπλωθούν.

Δυο περιπτώσεις που αξίζουν  την αλληλεγγύη στην ευρύτερη περιοχή και παγκόσμια.

Μέχρι στιγμής, στην περιοχή έχει εκφραστεί η αλληλεγγύη από προοδευτικούς πολίτες και επαναστάτες στην Τυνησία, το Μαρόκο, το Λίβανο, τη Συρία (Ιντλίμπ), την Αίγυπτο. Οι Αλγερινοί και Σουδανοί επαναστάτες έχουν επίσης εκφράσει την υποστήριξή τους.

Το γεγονός ότι τόσο η σουδανική όσο και η αλγερινή εξέγερση περιλαμβάνουν την ευρεία συμμετοχή εργαζομένων στη βιομηχανία, τις υπηρεσίες, στον αγροτικό τομέα, δασκάλων, νοσοκόμων και ιατρών δείχνει και το εύρος της εργατικής αλληλεγγύης που μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για την υπόλοιπη περιοχή και τον κόσμο.

Οι αγώνες κατά της πατριαρχίας και του ρατσισμού και η μεγάλη συμμετοχή γυναικών και καταπιεσμένων μειονοτήτων στις εξεγέρσεις του Σουδάν και της Αλγερίας μπορούν να αποτελέσουν έμπνευση για τους φεμινίστριες και τις καταπιεσμένες μειονότητες στην περιοχή και σε όλο τον κόσμο.

Βγαίνουν επίσης σημαντικά διδάγματα από την ιστορία των αγώνων της Αλγερίας και του Σουδάν κατά της αποικιοκρατίας. Το σημερινό καθεστώς της Αλγερίας συμβολίζει το τραγικό γεγονός ότι μέρος μιας γενιάς επαναστατών που συμμετείχαν στον αγώνα ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία μετατράπηκε στο αντίθετό της και έγινε μια νέα βάρβαρη άρχουσα τάξη. Ο Φραντς Φανόν, στοχαστής με καταγωγή από τη Γαλλία και τη Μαρτινίκα και επαναστάτης συνόψισε τις εμπειρίες του στους αγώνες των Αλγερινών και των Αφρικανών ενάντια στην αποικιοκρατία στο βιβλίο του «Οι Άθλιοι της Γης», που συνεχίζει να μας παρέχει σημαντικά διδάγματα. Επιχειρηματολόγησε ότι για να διαρκέσει μια επανάσταση, πρέπει να ξεριζωθούν η καπιταλιστική αποξένωση από την εργασία, ο ρατσισμός και ο σεξισμός, και να πάρουν τη θέση τους ένας νέος ανθρωπισμός κι ένας  νέος διεθνισμός.

Να χτίσουμε με τα υλικά και τις ευκαιρίες που πρόσφεραν οι εξεγέρσεις του Σουδάν και της Αλγερίας. Να δημιουργήσουμε περιφερειακούς και διεθνείς δεσμούς σε αυτή τη βάση για να αλλάξουμε την πορεία των γεγονότων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, από τους ατέλειωτους πολέμους, τον απολυταρχικό καπιταλισμό, τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και τον ιμπεριαλισμό προς τον δρόμο για την απελευθέρωση.

24 Ιουνίου, 2019

http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article6142

Μετάφραση Αλέξης Λιοσάτος




Πακιστάν: Η καμπάνια διεθνούς αλληλεγγύης στους Αλί Ουαζέρ και Μοσί Νταουάρ

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019, του Πιέρ Ρουσέ

Μια καμπάνια διεθνούς αλληλεγγύης διεξάγεται από τα τέλη Μαΐου, μετά την αιματηρή καταστολή του κινήματος Παστούν Ταχφούζ (PTM) από τον πακιστανικό στρατό. Είναι σημαντικό να διαρκέσει, καθώς τα διακυβεύματα είναι μεγάλα.

Οι Παστούν (Pathans-Πάθανς) ζουν στο βορειοδυτικό Πακιστάν [1], στα σύνορα με το Αφγανιστάν (κράτος όπου επίσης ζουν πολλοί πληθυσμοί Παστούν). Το PTM διεξάγει τον αγώνα του με μη βίαιες μορφές πάλης και δεν είναι αποσχιστικό. Έτσι, διαφέρει από άλλα κινήματα που έκαναν ένοπλη απελευθερωτική πάλη στο Μπαλοκιστάν, στα νοτιοδυτικά της χώρας. Το μόνο που απαιτεί από το πακιστανικό κράτος είναι δικαιοσύνη.

Η ιστορία αυτής της περιοχής είναι πολύ περίπλοκη. Οι Παστούν ήταν η κύρια εθνική ομάδα στο Αφγανιστάν, αλλά οι πόλεμοι που κατέστρεψαν τη χώρα οδήγησαν πολλούς Παθάνους να εγκατασταθούν στην πακιστανική πλευρά των συνόρων. Η ηγεσία τους έχει ενσωματωθεί στη λειτουργία του κράτους, της κυβέρνησης και, ιδιαίτερα, του σώματος αξιωματικών του στρατού κι έχει εξαπλωθεί σε όλη τη χώρα.

Το PTM γίνεται επίσης  στόχος  βίαιων επιθέσεων από τα κινήματα των Ταλιμπάν που επιχειρούν σε ολόκληρη την περιοχή. Ο Αλί Ουαζέρ, ένας από τους δυο βουλευτές των Παστούν που βρίσκονται σήμερα στη φυλακή, είδε την οικογένειά του να αποδεκατίζεται από αυτούς.

Ένα μαζικό κίνημα

Τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης τείνουν να ταυτίζουν τους Παστούν με τους Ταλιμπάν. Ο αγώνας του ΡΤΜ δείχνει ότι αυτό δεν ισχύει. Κι αυτό είναι ακόμα περισσότερο αλήθεια, καθώς το PTM είναι κοινωνικά πολύ γειωμένο και πολύ αντιπροσωπευτικό.

Οι Παστούν εκτιμάται ότι ανέρχονται σε περίπου 50 εκατομμύρια, με τα περισσότερα να ζουν στο Πακιστάν (περίπου 30 εκατομμύρια;). [2] Πέρα από τον πληθυσμό που κατοικεί στο Αφγανιστάν, η διασπορά των Παστούν είναι σημαντική στην Ευρώπη, την Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχουν επίσης ισχυρή εκπροσώπηση μεταξύ των μεταναστών εργαζομένων στη Μέση Ανατολή.

Οι Παστούν βρίσκονται επίσης σε διάφορα μέρη του Πακιστάν, κι έτσι εξηγείται πιθανότατα ότι το PTM έγινε το μεγαλύτερο μαζικό κίνημα στη χώρα, ικανό να να οργανώνει κινητοποιήσεις όχι μόνο στα βορειοδυτικά, αλλά και στη Λαχόρ (Πουντζάμπ) και το Καράτσι (Σίντ, στα νότια) για παράδειγμα. Έχει την ενεργό στήριξη ενός μετώπου οργανώσεων της πακιστανικής αριστεράς. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους έχει μπει στο στόχαστρο των στρατιωτικών και μυστικών υπηρεσιών που θέλουν να το τσακίσουν.

Στις 26 Μαΐου, ο στρατός πυροβόλησε σε μια ειρηνική διαδήλωση που διοργάνωσε το PTM διαμαρτυρόμενο για τη βία και κακοποίηση που υπέστη ο πληθυσμός (ειδικά οι γυναίκες) κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στην παραμεθόρια περιοχή. Τουλάχιστον 13 άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 40 τραυματίστηκαν. Οι δύο βουλευτές του PTM, Αλί Ουαζέρ και Mοσί Νταουάρ, συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και στη συνέχεια κλείστηκαν στις φυλακές του Πεσαβάρ [3]. Οι δυο τους ήταν άμεσοι στόχοι των πυρών και ο Μοσίν Νταουάρ ήταν ένας από τους τραυματίες.

Το PTM είναι μαζικό κίνημα κι έχει δύο εκλεγμένα μέλη στη Βουλή. Ο Αλί Ουαζέρ είναι μέλος της οργάνωσης “Ο αγώνας”, που πρόσφατα έγινε τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς. Ο Μοσίν Νταουάρ δεν ανήκει σε κάποιο κόμμα. Και οι δύο δείχνουν μεγάλο θάρρος.

Μια βιώσιμη καμπάνια αλληλεγγύης

Έχουν κερδίσει μεγάλη υποστήριξη στο Πακιστάν, συμπεριλαμβανομένων των φεμινιστικών ομάδων που είναι πολύ ευαισθητοποιημένες στη βία κατά των γυναικών Παστούν από τις δυνάμεις καταστολής του κράτους και των Ταλιμπάν.

Μια διεθνής καμπάνια μαζέματος υπογραφών έχει ξεκινήσει μέσω της ιστοσελίδας European solidar sans frontières (ESSF). Έχουν μαζευτεί ήδη 500 περίπου υπογραφές από πολλές χώρες: Αργεντινή και Βραζιλία, Γαλλία, Πολωνία και Πορτογαλία, Φιλιππίνες (Mindanao), Καναδά-Κεμπέκ, Τυνησία και Αλγερία, για να αναφέρουμε μερικές. Η συγκέντρωση υπογραφών δημοσιεύεται επί του παρόντος στην αρχική σελίδα του ιστοτόπου μας [4]

Ο στόχος αυτής της καμπάνιας είναι τριπλός:

  • Η άμεση απελευθέρωση του Αλί Ουαζέρ και του Μοσί Νταουάρ.
  • Να εξασφαλιστούν ασφαλείς συνθήκες μετά την απελευθέρωσή τους. Ο πακιστανικός στρατός διατηρεί στενούς δεσμούς με τις οργανώσεις των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν (άλλες επιχειρούν στο ίδιο το Πακιστάν) και δεν είναι σίγουρο ότι θα αποτρέψει τη δολοφονία τους.
  • Να επιστρέψει στην κανονικότητα στα βορειοδυτικά όπου οι Παστούν ζουν σήμερα σε συνθήκες πραγματικού αποκλεισμού και κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Επομένως, δεν πρόκειται για καμπάνια που θα τελειώσει «μια κι έξω». Πρέπει να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Γενικά, οι προοδευτικές δυνάμεις στο Πακιστάν βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση. Η στήριξη του PTM είναι μια από τις κινήσεις αλληλεγγύης που πρέπει να δείξουμε προς την Αριστερά και το κίνημα του πακιστανικού λαού. Η “εξαφάνιση”  bloggers,  συνδικαλιστών, αγροτικών ηγετών και η χρήση  βασανιστηρίων είναι συνήθη φαινόμενα. Τα κινήματα των γυναικών αντιμετωπίζουν πολύπλευρη βία. Ό,τι απέμεινε από τα δημοκρατικά δικαιώματα απειλείται. Άλλες καμπάνιες αλληλεγγύης βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.

http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article6150

Μετάφραση: Αλέξης Λιοσάτος




Η εθνική απεργία των καθηγητών στη Χιλή βγάζει χιλιάδες στους δρόμους

Κυριακή 14 Ιουλίου 2019, του Σεμπαστιάν Ουχίντα Τσάβεζ

80 χιλιάδες εκπαιδευτικοί στα δημόσια σχολεία στη Χιλή βρίσκονται σε απεργία διαρκείας. Στο στόχαστρό τους θέτουν το νεοφιλελεύθερο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας – η σκληρή κληρονομιά της δικτατορίας του Πινοσέτ που ανέτρεψε τον Σαλβαδόρ Αλιέντε.

Πριν από έξι εβδομάδες, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών Χιλής (CPC) ανακοίνωσε απεργία διαρκείας, αφού η κυβέρνηση έθεσε τέρμα στις διαπραγματεύσεις σχετικά με  αιτήματα που αφορούσαν τον τερματισμό των επισφαλών συνθηκών εργασίας και τις συνθήκες εκπαίδευσης στα δημόσια σχολεία της χώρας. [1] Το συνδικάτο, που  εκπροσωπεί όλους τους εκπαιδευτικούς των δημόσιων σχολείων της Χιλής, εκτιμά ότι πάνω από ογδόντα χιλιάδες δάσκαλοι συμμετέχουν στην απεργία. [2]

Από τότε, η CPC έχει οργανώσει μια σειρά μαζικών διαδηλώσεων που έχουν κινητοποιήσει εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές, καθηγητές και εργάτες στους δρόμους της Χιλής. Καθώς οι διαμαρτυρίες κλιμακώνονται και 1 εκατομμύριο μαθητές συνεχίζουν να είναι «έξω από την τάξη», η ιστορία φαίνεται να επαναλαμβάνεται για την κυβέρνηση του συντηρητικού προέδρου Σεμπαστιάν Πινέρα, ο οποίος είχε περάσει άλλη μια κρίση νομιμοποίησης κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησής του το 2010, και τότε πάλι ως αποτέλεσμα των οργισμένων κινητοποιήσεων των μαθητών και των εκπαιδευτικών.

Ανοιχτές πληγές

Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα πολιτικά κινήματα στη Χιλή σήμερα, αυτή η κατάσταση έχει τις ρίζες της στη στρατιωτική δικτατορία του Αουγκούστο Πινοσέτ. Και ενώ η στρατιωτική χούντα του Πινοσέτ ανέτρεψε τα δημοκρατικά οφέλη που είχαν κατακτηθεί επί Αλιέντε, η κεντροαριστερή συμμαχία Concertación (=Συμφωνία) διαπραγματεύτηκε με τον Πινοσέτ για να διασφαλίσει ότι οι νεοφιλελεύθεροι πυλώνες του καθεστώτος θα παρέμεναν άθικτοι κατά τη διάρκεια της «μετάβασης στη δημοκρατία».

Για τον λόγο αυτό, η Χιλή διατηρεί το σύνταγμα του στρατιωτικού καθεστώτος, το οποίο μέχρι σήμερα δεν εγγυάται την εκπαίδευση ως δικαίωμα. Αντίθετα, ζητά από το κράτος να παίζει βοηθητικό  ρόλο με ένα σύστημα κουπονιών, δημιουργώντας μια αγορά εκπαίδευσης – μαζί με όλες τις ανισότητες που δημιουργεί η αγορά. Η δικτατορία κατακερμάτισε επίσης το εκπαιδευτικό σύστημα μεταφέροντας τη διοίκηση των δημόσιων σχολείων στην αρμοδιότητα των δήμων, των επιχειρήσεων και των ιδιωτών σχολαρχών.

Αυτό σήμαινε ότι οι συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών δεν τελούσαν πλέον υπό τη νομοθεσία του δημοσίου, αλλά μάλλον υπόκειντο στους αδύναμους εργατικούς νόμους που διέπουν τον ιδιωτικό τομέα. Κατ ‘αυτόν τον τρόπο, οι εκπαιδευτικοί – η μεγάλη πλειοψηφία τους πλέον γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας – δεν επωφελήθηκαν από το διάταγμα του 1981 που αναπροσάρμοζε τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων κατά 90%.

Πάνω από τέσσερις δεκαετίες αργότερα, πενήντα οκτώ χιλιάδες δάσκαλοι εξακολουθούν να αναμένουν αυτή την αναπροσαρμογή, η οποία θα σήμαινε αύξηση 30% των μισθών τους και θα ανερχόταν σχεδόν σε 14 δισεκατομμύρια αμερικάνικα δολάρια. [3] Η καταβολή αυτού του ιστορικού χρέους βρίσκεται στην πρώτη θέση στον κατάλογο αιτημάτων της CPC και βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο του εθνικού πολιτικού διαλόγου.[4] Αυτό το κίνημα, που  προέκυψε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη δράση από τα κάτω, τώρα έχει αποκτήσει αρκετή δύναμη για να επιβάλει τον τόνο της συζήτησης.

Πολιτικό πλαίσιο

Οι δολοφονίες, απαγωγές κι εξορίες των αγωνιστών της εργατικής τάξης της Χιλής, από τη  δικτατορία του Πινοσέτ μετά την ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε, έπληξαν σοβαρά τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα, δηλαδή το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Από τότε, τα κόμματα αυτά προσπάθησαν να προλάβουν τις λαϊκές κινητοποιήσεις μέσω μιας αυστηρά ελεγχόμενης μεταρρυθμιστικής ατζέντας, που επιδίωκε να ελαφρύνει, παρά να καταργήσει, τις πελατειακές σχέσεις και  τις ανισότητες που κυριαρχούν στη Χιλή. Και παρόλο που η δημιουργία  νέων κομμάτων της εργατικής τάξης πιέζει τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές προς τα αριστερά, ο ρόλος τους στην εδραίωση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης τους έχει κάνει να χάσουν την υποστήριξη εκατομμυρίων Χιλιανών εργατών.

Κατά συνέπεια, όταν η υποψήφια Σοσιαλίστρια Μισέλ Μπασελέ κέρδισε την προεδρία το 2006, δεν έκανε τίποτα περισσότερο από να καλέσει νέους να συμμετάσχουν σε κυβερνητικές “ομάδες εργασίας” για να κάμψει τη μαχητικότητα εκατοντάδων χιλιάδων μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που έβγαιναν στους δρόμους και καταλάμβαναν τα σχολεία τους για να διαμαρτυρηθούν για τις τεράστιες ανεπάρκειες του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Η πρόβλεψη ότι οι μεταρρυθμίσεις του Μπασελέτ δεν θα απέτρεπαν για καιρό μια επόμενη εξέγερση, έστρεψε τις οικονομικές ελίτ στον κεντροδεξιό υποψήφιο του «νόμου και της τάξης», Σεμπαστιάν Πινέρα, το 2010.

Όπως σημειώνει ο Ρενέ Ρόχας, ο Πινέρα απέτυχε οικτρά στην προσπάθειά του να αποτρέψει τις κινητοποιήσεις των μαθητών Λυκείου και Γυμνασίου οι οποίοι τότε είχαν περάσει στο κολέγιο και αναζωπύρωσαν το φοιτητικό κίνημα μαζί με τους μαχητικούς δασκάλους, λιμενεργάτες και ανθρακωρύχους, σε ένα μέτωπο με ευρύτερα αντι-νεοφιλελεύθερα αιτήματα για συνταξιοδοτικές και εργατικές μεταρρυθμίσεις. Η μη εξεύρεση λύσης για τα ασταμάτητα κύματα των πορειών και καταλήψεων σχολών “που πλέον περιείχαν και μια δόση ταξικής δυσπιστίας”, ο Πινέρα εξαπέλυσε ένα κύμα καταστολής “που είχε να εμφανιστεί από τη δικτατορία”, χρησιμοποιώντας κανόνια νερού και επιθέσεις σκύλων, προχωρώντας  σε εκατοντάδες συλλήψεις κάθε βράδυ .

Η κυβερνητική καταστολή του 2011 οδήγησε τον Πινέρα σε ποσοστό αποδοχής 26%, όντας έτσι ο πιο αντιδημοφιλής πρόεδρος μετά τη μετάβαση στη δημοκρατία το 1990. [5] Με την αυξανόμενη λαϊκή υποστήριξη στις κινητοποιήσεις και την απότομη πτώση της  νομιμοποίησης της κυβέρνησης, η αστική τάξη της χώρας δεν είχε άλλη επιλογή από το να στραφεί σε συμμαχία με το Κομμουνιστικό Κόμμα στις εκλογές του 2014.

Η υποστήριξη των Κομμουνιστών και η απρόθυμη έγκριση των ηγετών του κινήματος, εξασφάλισαν στην Μπασελέτ μια δεύτερη ευκαιρία. Αλλά οι αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις της Μπασελέτ με τις οποίες προχώρησε σε περαιτέρω διαχωρισμό (αντί για ενοποίηση) του εκπαιδευτικού συστήματος και έθετε ρυθμίσεις (και όχι τερματισμό) της κερδοσκοπίας στην εκπαίδευση στάθηκε αδύνατο να μετριάσουν την κρίση νομιμοποίησης της κυβέρνησης. [6] Επίσης, οδήγησαν σε μια σειρά σημαντικών ρήξεων στο εργατικό κίνημα και στην ευρύτερη πολιτική σκηνή.

Με το καινούριο

Η «εξέγερση της βάσης» ήταν ένα αυθόρμητο κίνημα εκπαιδευτικών που κινητοποίησε περισσότερους από εξήντα χιλιάδες δασκάλους εναντίον του τότε προέδρου της CPC Χάιμε Γκαχάρτο, επίσης ηγετικού στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος, που έκλεισε κρίσιμη συμφωνία με την κυβέρνηση Μπασελέτ χωρίς να λάβει υπόψη τη βούληση των εκπαιδευτικών. [7]

Ο Γκαχάρτο, έχοντας προδώσει την εμπιστοσύνη της βάσης του συνδικάτου, έχασε τη θέση που κατείχε για πάνω από μια δεκαετία από τον Μάριο Αγκιλάρ το 2014. Υπό τον Αγκιλάρ, η CPC ζωντάνεψε τα τελευταία χρόνια και αποστασιοποιήθηκε από το κατεστημένο, επιλέγοντας αντίθετα να αντλήσει δύναμη από τη νεότερη και μαχητικότερη γενιά εκπαιδευτικών που είχαν εμπειρίες από τις κινητοποιήσεις του 2006 και του 2011 και δεν φοβόντουσαν να πολεμήσουν με δόντια και με νύχια για να σώσουν τη δημόσια εκπαίδευση.

Από ό,τι φαίνεται, η διπλή προδοσία των παραδοσιακών αριστερών σημάδεψε για τα καλά τη γενιά που οδήγησε τις φοιτητικές κινητοποιήσεις το 2006 και το 2011. Μερικοί από τους βασικούς-ές αγωνιστές-στριες του κινήματος, οι οποίοι τότε ηγούνταν στους φοιτητικούς  συλλόγους των πανεπιστημίων και στη συνέχεια αναδείχθηκαν στο πολιτικό προσκήνιο, άρπαξαν την ευκαιρία για να δημιουργήσουν νέα πολιτικά κόμματα και να δώσουν κεντρικές εκλογικές μάχες.

Οι πολιτικές δυνάμεις που διαμορφώθηκαν μετά την εξέγερση της βάσης συσπειρώθηκαν γύρω από μια μαζική πολιτική οργάνωση για να δημιουργήσουν έγκαιρα τον συνασπισμό του Ευρέος Μετώπου (Frente Amplio) για τις προεδρικές εκλογές του 2017. Αν και ο κεντροαριστερός συνασπισμός έχασε από τον κεντροδεξιό συνασπισμό του Πινέρα στις γενικές εκλογές, το Ευρύ Μέτωπο πήρε μόλις 3% λιγότερο από το κεντροαριστερό κατεστημένο στις εκλογές (στΜ το Ευρύ Μέτωπο πήρε 20,3%).

Η μαζική υποστήριξη που κερδήθηκε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από το «Ευρύ Μέτωπο» είναι δείγμα του ευάλωτου του κάποτε ηγεμονικού νεοφιλελεύθερου στρατοπέδου της Χιλής. Από αυτή την άποψη, το ξέσπασμα της εθνικής απεργίας καθηγητών σήμερα, δύο χρόνια μετά τη δημιουργία του Ευρέος Μετώπου, δείχνει το πόσο έδαφος έχει κερδίσει η εργατική τάξη μέσα από την οργάνωσή της.

Η σημερινή Σύγκρουση

Η απεργία της CPC, τώρα στην έκτη εβδομάδα, ποντάρει σε αυτή την κατάκτηση για να επιτύχει μια νίκη για τους καθηγητές, για τους οποίους το συγκεκριμένο στοίχημα αντιπροσωπεύει τη μοναδική ελπίδα για ένα αξιοπρεπές, δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα και τρόπο ζωής. [8]

Για τους εκπαιδευτικούς, αυτό σημαίνει κυρίως καταβολή των χρωστούμενων του κράτους  στα συνταξιοδοτικά τους ταμεία, κατάργηση του τιμωρητικού συστήματος αξιολόγησης και ασφάλιση για τους περισσότερους από πενήντα χιλιάδες καθηγητές που εργάζονται με βραχυπρόθεσμες συμβάσεις και βρίσκονται αντιμέτωποι με απολύσεις κάθε Δεκέμβριο χωρίς καν να λαμβάνουν αποζημιώσεις. Επιπλέον, η CPC ενέκρινε τα αιτήματα των μαθητών για ένα νέο δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Από αυτή την άποψη, τα αιτήματα της CPC αντικατοπτρίζουν τόσο την άθλια κατάσταση της δημόσιας εκπαίδευσης στη Χιλή όσο και την επείγουσα ανάγκη για μια εναλλακτική λύση στο μοντέλο της, το νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Η αντιμετώπιση αυτού του αγώνα από το κατεστημένο ως πρόκληση για την πολιτική (νεοφιλελεύθερη) συναίνεση αποδείχθηκε κρίσιμη για τη διάρκεια της απεργίας, δίνοντας στο κίνημα αρκετό χώρο για ευρείες συμμαχίες από τις οποίες θα αντλούσε στήριξη. Ταυτόχρονα, αυτή η γραμμή αντιμετώπισης ώθησε την πολιτική ελίτ σε ένα  βυθιζόμενο πλοίο που δεν θα εγκαταλείψει ποτέ: την οιονεί θρησκευτική πίστη στις θεραπευτικές δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς.

Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη ότι η Μαρσέλα Κουμπίλος, κόρη ενός υπουργού την εποχή της δικτατορίας και  σημερινή υπουργός Παιδείας, απέχει πλήρως από τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην απεργία. Επιπλέον, αρνούμενη να δώσει στην απεργία κάποιου είδους νομιμοποίηση, η Κουμπίλος απέφυγε επανειλημμένα να συναντήσει τους εκπαιδευτικούς ή και να σχολιάσει την απεργία, αποφεύγοντας πρακτικά αρνούμενη τον ρόλο της ως μεσάζοντα μεταξύ της κυβέρνησης και των εκπαιδευτικών. [9] Βαθιά δυσαρεστημένος από τη πεισματική άρνηση του υπουργείου να διαπραγματευτεί, ο Aγκιλάρ επιβεβαίωσε ότι η CPC είχε “την υποχρέωση να βγει στους δρόμους” ενάντια σε μια τόσο κραυγαλέα “έλλειψη σεβασμού” και απαράδεκτη αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών. [10]

Αρχικά, η κυβέρνηση υιοθέτησε την ίδια στρατηγική που εφάρμοσε το 2011: αρνήθηκε να συναντηθεί με τους εκπαιδευτικούς και να σταθεί εχθρικά απέναντι στο κίνημα. Ως αποτέλεσμα, οι τελευταίες έξι εβδομάδες χαρακτηρίστηκαν από μια ολοένα αυξανόμενη ένταση μεταξύ του υπουργείου και της CPC.

Για παράδειγμα, σε μια κίνηση άμεσης πρόκλησης προς τους δασκάλους, ο Πρόεδρος Πινέρα κήρυξε την απεργία “παράνομη” και τα αιτήματα “αδύνατο” να γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Απαντώντας, ο Αγκιλάρ επιβεβαίωσε ότι οι «τεχνοκρατικές» δηλώσεις του προέδρου δεν έγιναν καλά δεκτές στους κόλπους των εκπαιδευτικών, προσθέτοντας ότι «δεν είναι προς το συμφέρον του Προέδρου να μιλάμε για παρανομίες», αναφερόμενος στις πολυάριθμες περιπτώσεις διαφθοράς και συγκρούσεων συμφερόντων που ταλανίζουν την κυβέρνηση Πινέρα. [11]

Ομοίως, ο ισχυρισμός του Προέδρου ότι η απεργία «έχει προκαλέσει τεράστιες ζημιές στη δημόσια εκπαίδευση και ειδικά στους ευάλωτους μαθητές» έχει εξοργίσει τους ίδιους τους μαθητές. Εξάλλου, μόνο το προηγούμενο έτος, η κυβέρνηση Πινέρα διεξήγαγε έναν σκληρό πόλεμο απέναντι στους μαθητές, πρώτον στερώντας με νόμο σημαντικές εργασιακές προστατευτικές ρυθμίσεις από τους μαθητές ή φοιτητές που ταυτόχρονα εργάζονται και, δεύτερον, για την πρόταση ενός μέτρου που πρακτικά ποινικοποιούσε την οργάνωση των μαθητών υπό το πρόσχημα της δημιουργίας “ασφαλούς μαθησιακού περιβάλλοντος” [12].

Παρά τις προσπάθειες της σημερινής κυβέρνησης να σπείρει διχόνοιες μεταξύ μαθητών και καθηγητών, η Συνομοσπονδία Χιλιανών Μαθητών (CONFECH) και η οργάνωση μαθητών λυκείου συμπαρατάχθηκαν με την CPC την περασμένη εβδομάδα για να καλέσουν την πρώτη εθνική πανεκπαιδευτική απεργία. Επίσης, στη συνέντευξη Τύπου συμμετείχαν εκπρόσωποι των ενώσεων κρατικών υπαλλήλων στην Εκπαίδευση. [13]

“Για εμάς ως καθηγητές, το ότι βασιζόμαστε σε μια τόσο πλατιά βάση υποστήριξης είναι ανεκτίμητο. Είναι τμήμα του σχεδόν 70% του πληθυσμού που υποστηρίζει το κίνημά μας “, δήλωσε ο Αγκιλάρ σε μια αίθουσα γεμάτη καθηγητές, μαθητές, εργαζόμενους και πολιτικούς συμπαραστάτες.

Πράγματι, η απειλή μιας εθνικής εκπαιδευτικής απεργίας έδωσε στην Υπουργό Κουμπίλος το κίνητρο που χρειαζόταν για να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την περασμένη Δευτέρα. Μετά την προβλεπόμενη συνάντηση μεταξύ της υπουργού και του προέδρου της CPC, ο Αγκιλάρ δήλωσε ότι κερδήθηκαν σημαντικά αιτήματα. Τα πιο αξιοσημείωτα ανάμεσά  τους είναι η κατάργηση της εξοντωτικής διαδικασίας αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, η δέσμευση για αύξηση της χρηματοδότησης σε υποβαθμισμένα σχολεία και δημόσιες σχολικές υποδομές, υψηλότεροι μισθοί για τους εκπαιδευτικούς ειδικής εκπαίδευσης και η δημιουργία κυβερνητικής επιτροπής για το θέμα του ιστορικού χρέους στους βετεράνους καθηγητές. [14] Ενώ αυτές οι παραχωρήσεις αφορούν λιγότερα από τα μισά των αρχικών αιτημάτων της CPC,  αντιπροσωπεύουν μια ιστορική νίκη για τους δασκάλους, οι οποίοι πολεμούν για «μια χαμένη υπόθεση» από τότε που πήρε την εξουσία το στρατιωτικό καθεστώς. [15] Ως εκ τούτου, ο Αγκιλάρ ζήτησε από τους περισσότερους από πενήντα χιλιάδες δασκάλους της CPC να ψηφίσουν τον τερματισμό της απεργίας υποστηρίζοντας ότι «το σημαντικότερο επίτευγμα του κινήματος μας είναι ο σεβασμός του λαού. Eίναι η αγάπη του λαού που έζησαν οι εκπαιδευτικοί. [16] Για το λόγο αυτό, πιστεύω ότι είναι καιρός να σταματήσουμε την απεργία. Είναι καιρός να πάρουμε αυτό που κερδίσαμε και να διασφαλίσουμε την εφαρμογή του. ”

Είτε η ψήφος της βάσης ψηφίσει για συνέχεια είτε για τερματισμό της κινητοποίησης, αυτές οι τελευταίες τριάντα επτά ημέρες διεύρυναν τις δυνατότητες  για ένα κίνημα που, λίγο πριν από μια δεκαετία, δεν μπορούσε να κερδίσει ούτε τις παραμικρές παραχωρήσεις.

Όπως οι πρόσφατες απεργίες των εκπαιδευτικών στις Ηνωμένες Πολιτείες περπάτησαν «χέρι με χέρι» με τη μαζική ανάπτυξη του σοσιαλιστικού κινήματος, έτσι και η μάχη για τη διάσωση της δημόσιας εκπαίδευσης στη Χιλή προέκυψε στο πλαίσιο μιας αυξανόμενης αντιπαράθεσης με τον καπιταλισμό στη χώρα. [17] Η απεργία δεν αποτελεί μόνο μια δοκιμασία της πολιτικής οργάνωσης του κινήματος, αλλά και μια απόδειξη της πολιτικής εξέλιξης της εργατικής τάξης. Μέσα από τον αγώνα και ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, οι Χιλιανοί επανέφεραν ένα κίνημα του είδους που πολλοί πίστευαν ότι έχει πεθάνει με τον Αλιέντε.

http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article6147

Μετάφραση: Αλέξης Λιοσάτος.

ΣτΜ: Τελικά η απεργία κράτησε άλλη μια εβδομάδα, κι έληξε στις 22 Ιουλίου. Συνολικά η απεργία κράτησε 7 εβδομάδες. Η βάση ψήφισε με 67,37% σταμάτημα της απεργίας, είναι όμως αξιοσημείωτο ότι ένα 32,63% ψήφισε τη συνέχισή της.

 




Για την αποκατάσταση του Σοσιαλισμού ως οράματος κοινωνικής χειραφέτησης: Ο Κρατικός Καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ (ΙΙΙ)

 του Αλέξη Λιοσάτου

Στο σύστημα του κρατικού καπιταλισμού η άρχουσα τάξη που ελέγχει την οικονομία είναι το καπιταλιστικό κράτος, ο συλλογικός καπιταλιστής. Στο εργατικό κράτος είναι η συλλογικά οργανωμένη εργατική τάξη. Στον κρατικό καπιταλισμό, η παραγωγική διαδικασία έχει απώτερο στόχο την παραγωγή υπεραξίας και τη μετατροπή της σε υπερπροϊόν. Στο εργατικό κράτος η παραγωγή έχει στόχο τη σχεδιασμένη ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Πρόκειται για δυο συστήματα που φαινομενικά μοιάζουν, αλλά έχουν  αντίθετα ταξικά χαρακτηριστικά.

Όπως έγραφε ο Ένγκελς, στο «Αντι-Ντύρινγκ»:  «Όσο πιο πολλές παραγωγικές δυνάμεις αναλαμβάνει το κράτος, τόσο περισσότερο γίνεται το συλλογικό όργανο όλων των καπιταλιστών, και τόσο περισσότερους πολίτες εκμεταλλεύεται. Οι εργάτες παραμένουν μισθοσυντήρητοι-προλετάριοι. Οι καπιταλιστικές σχέσεις δεν καταργούνται, αλλά φτάνουν στα ακραία τους όρια.» , ενώ ο Λένιν έγραφε:

«Τα μέτρα που οι Γερμανοί Πλεχάνοφ (Σάιντεμαν, Λενς κι άλλοι) αποκαλούν πολεμικό σοσιαλισμό είναι στην πραγματικότητα κρατικός μονοπωλιακός καπιταλισμός σε καιρό πολέμου… είναι η στρατιωτική καταναγκαστική εργασία των εργατών, η στρατιωτική υπεράσπιση των καπιταλιστικών κερδών» και αλλού:

«Τάξεις αποτελούν ομάδες ανθρώπων, η μια από τις οποίες μπορεί να οικειοποιηθεί την εργασία μιας άλλης χάρη στις διαφορετικές θέσεις που κατέχουν σε ένα δοσμένο σύστημα κοινωνικής οικονομίας.»

Η Σταλινική γραφειοκρατία συνιστούσε τάξη, μια ομάδα ανθρώπων με συγκεκριμένη θέση στην παραγωγική διαδικασία, που ολοκλήρωσε τη μετατροπή της σε άρχουσα τάξη ακριβώς τη στιγμή που ο δυναμισμός της ρωσικής οικονομίας βρισκόταν στο απόγειό του, δηλαδή με τα Πεντάχρονα Πλάνα. Δεν αποτελούσε απλώς μια κάστα (όπως πχ έλεγε ο Τρότσκι), γιατί κάστα σημαίνει μια νομικο-πολιτική ομάδα, με μέλη που προέρχονται από διάφορες τάξεις, και προκύπτει σαν αποτέλεσμα μιας σχετικά στατικής οικονομίας και παραγωγικών δυνάμεων κι ενός αυστηρού καταμερισμού εργασίας.

Οι δυο λειτουργίες που είναι θεμελιακές για τον καπιταλισμό, η απόσπαση της υπεραξίας και η μετατροπή της σε κεφάλαιο, έχουν στόχο τη συσσώρευση για τη συσσώρευση και την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού. Η ρώσικη γραφειοκρατία, αφού το κράτος αποτελούσε «ιδιοκτησία» της, κι επειδή ήλεγχε τη διαδικασία συσσώρευσης, αποτελούσε την ενσάρκωση του κεφαλαίου στην πιο καθαρή μορφή του. Ο Τ.Κλιφ προτιμούσε για τη ρώσικη κοινωνία τον ορισμό «γραφειοκρατικός κρατικός καπιταλισμός», για να τον διακρίνει από τον κρατικό καπιταλισμό που –θεωρητικά- μπορούσε να προκύψει σταδιακά από το μονοπωλιακό καπιταλισμό.

Στη Ρωσία ως εργοδότης εμφανιζόταν το κράτος και ως διευθυντές οι γραφειοκράτες. Αλλά αυτή η διαφορά ήταν μόνο τυπική. Στην ουσία η ιδιοκτησία βρισκόταν στα χέρια των γραφειοκρατών συλλογικά. Ήταν επίσης φανερό ότι το εισόδημα των γραφειοκρατών εξαρτιόταν από τη δουλειά των εργατών, κι όχι των ίδιων. Στην πράξη το κράτος αποτελούσε την οργάνωση της γραφειοκρατίας σαν συλλογικότητας, όπως και στον ιδιωτικό καπιταλισμό το κράτος είναι ουσιαστικά η οργάνωση της αστικής τάξης για την επιβολή της εξουσίας της πάνω στην εργατική τάξη.

Ο καταμερισμός της υπεραξίας ανάμεσα στο κράτος (σαν τάξη) και στους γραφειοκράτες (σαν άτομα) εξαρτιόταν από την πίεση του παγκόσμιου καπιταλισμού κι αυξανόταν ανάλογα με την εντατικοποίηση του ρυθμού εκμετάλλευσης των μαζών και την εύρεση νέων πηγών για την άντληση κεφαλαίου. Αυτό εξηγούσε τη διαδικασία πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου μέσω της απομύζησης της αγροτιάς και της καταλεηλάτησης των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.

Οι διαφορές στη Νομοθεσία

Γιατί υπήρχε διαφορά στη νομοθεσία περί ιδιοκτησίας ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση;

Η νομοθεσία δεν εκφράζει τις παραγωγικές σχέσεις άμεσα, αλλά έμμεσα. Η λειτουργία της είναι να κρατάει σε κάποια ισορροπία τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των διαφόρων τάξεων και να συμπληρώνει τα κενά που απειλούν να δημιουργήσουν ρωγμές στο κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Για να εξασφαλιστεί αυτή η λειτουργία, πρέπει το δίκαιο να ανυψωθεί –φαινομενικά- πάνω από την οικονομία, στηριζόμενο όμως σε αυτήν.

Πάντοτε μεσολαβεί κάποιο χρονικό διάστημα ανάμεσα στις αλλαγές που γίνονται στις παραγωγικές σχέσεις και στις αντίστοιχες που γίνονται στη νομοθεσία. Όσο πιο βαθιά και γρήγορη είναι η αλλαγή στις πρώτες, τόσο πιο δύσκολο είναι το δίκαιο να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση και να διατηρεί παράλληλα –τυπικά- τη συνέχεια με το παρελθόν.

Στο παρελθόν οι ανερχόμενες αστικές τάξεις στη Δύση έκανε προσπαθούσαν να αποδείξουν πως το κέρδος και ο τόκος δεν είναι παρά μια μορφή ενοικίου – εκείνη την ιστορική περίοδο το ενοίκιο που επέβαλλε ο γαιοκτήμονας ήταν νομιμοποιημένο στα μάτια της άρχουσας τάξης.

Ομοίως, η γραφειοκρατία στη Ρωσία εξελίχθηκε σε άρχουσα τάξη , αλλά κράτησε μια τυπική συνέχεια με το παρελθόν, για εσωτερικούς λόγους αλλά και για τις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής (ψευτο-επαναστατική προπαγάνδα στους εργάτες όλου του κόσμου, μέσω των ΚΚ που γεννήθηκαν κι απέκτησαν μεγάλη δύναμη στις περισσότερες χώρες του κόσμου, μετά το 1917).

Όμως δεν αρκούν μόνο αυτά για να εξηγήσουμε γιατί η γραφειοκρατία δεν επανέφερε το θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας, ώστε να εξασφαλίζεται στο παιδί του μια εξασφαλισμένη οικονομική θέση. Πρέπει να εξετάσουμε και ορισμένους άλλους παράγοντες. Όταν οι άνθρωποι «γράφουν» ιστορία, τη «γράφουν» σύμφωνα με την εξωτερική αντικειμενική πραγματικότητα που τους περιβάλλει και διαμορφώνει τις επιθυμίες τους.

 «Η κρατική γραφειοκρατία έχει το κράτος σαν ατομική της ιδιοκτησία.» (Μαρξ, «Κριτική στη Χεγκελιανή φιλοσοφία του Δικαίου»)

Η κρατική γραφειοκρατία στη Ρωσία έβρισκε διαφορετικούς τρόπους να κληροδοτεί τα προνόμιά της από τους «παραδοσιακούς» των αστών. Αν η επικρατέστερη μέθοδος για την εκλογή διευθυντών στα εργοστάσια ήταν η κοοπτάτσια (διορισμός), τότε ο γραφειοκράτης θα κληροδοτούσε τις «επαφές» του στο παιδί του, θα περιόριζε στο ελάχιστο τον αριθμό των ανταγωνιστών του, θα περιόριζε τις πιθανότητες των μαζών για ανώτερη μόρφωση κλπ, πράγματα που όντως συνέβαιναν στη σταλινική Ρωσία.

Η Ρωσία μας έδωσε τη σύνθεση μιας μορφής ιδιοκτησίας που αναδύθηκε από μια προλεταριακή επανάσταση και παραγωγικών σχέσεων που προήλθαν από το συνδυασμό των καθυστερημένων παραγωγικών δυνάμεων και της πίεσης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η ιστορία συχνά κάνει άλματα προς τα μπρος ή προς τα πίσω. Όταν γυρίζει προς τα πίσω δε γυρνάει κατευθείαν στην αφετηρία της, αλλά μέσα από μια διαδικασία ελικοειδούς υποχώρησης, συνδυάζοντας τόσο τα στοιχεία του συστήματος απ’ όπου ξεκίνησε, όσο κι αυτά του συστήματος προς το οποίο εξελίσσεται.

Μπορεί να υπάρξει σταδιακή μετάβαση από το εργατικό στο καπιταλιστικό κράτος;

«Το προλεταριάτο δεν μπορεί να αναλάβει τον κρατικό αστικό μηχανισμό, πρέπει να τον καταστρέψει» (Λένιν, 1917, «Κράτος κι Επανάσταση»)

Μήπως η σταδιακή μετάβαση από το εργατικό κράτος στον κρατικό καπιταλισμό έρχεται σε αντίθεση με τη βάση της θεωρίας του Μαρξ για το κράτος; Γράφει πχ ο Τρότσκι το 1933: «…Όποιος πιστεύει ότι η σοβιετική κυβέρνηση έχει σταδιακά αλλάξει από προλεταριακή σε αστική, …ξετυλίγει ανάποδα το φιλμ του ρεφορμισμού.»

Πρέπει πάντα σαν μαρξιστές να κάνουμε ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών της συγκεκριμένης κατάστασης. Όταν η γραφειοκρατία ενός εργατικού κράτους μεταβάλλεται σε άρχουσα τάξη, το κράτος σταδιακά αρχίζει να διαχωρίζεται από τους εργάτες, κι οι σχέσεις του με αυτούς γίνονται όλο και περισσότερο σχέσεις καπιταλιστή-εργάτη. Αν οι αξιωματικοί μιας λαϊκής πολιτοφυλακής όσο περνάει ο καιρός εξαρτώνται όλο και λιγότερο από τη βούληση των φαντάρων, τότε μπορούν να μεταλλαχθούν σταδιακά σε κάστα αξιωματικών ανεξάρτητη από τους φαντάρους. Αυτό άλλωστε που την καθιστά λαϊκή πολιτοφυλακή είναι ο έλεγχος «από τα κάτω».

Η μετάβαση από πολιτοφυλακή σε τακτικό στρατό, μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση των φαντάρων, κι άρα να εκδηλωθεί βίαια. Όμως κάτι τέτοιο δεν είναι αναγκαίο, αν αυτή η αλλαγή γίνει σταδιακά, χωρίς την αντίδραση των φαντάρων. Το ίδιο ισχύει και για το κράτος: ένα κράτος χωρίς γραφειοκρατία ή με αδύναμη γραφειοκρατία που εξαρτάται από την πίεση των μαζών, μπορεί σταδιακά να μεταβληθεί σε κράτος όπου η γραφειοκρατία δεν υπόκειται πια στον εργατικό έλεγχο.

Γράφουν πχ ο Μαρξ κι ο Ένγκελς ότι μόνο η Αγγλία του 1871 θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, όσον την ανάγκη καταστροφής της κρατικής μηχανής ως το πρώτο βήμα για την εργατική επανάσταση.«Η κοινωνική επανάσταση στην Αγγλία μπορεί ίσως να πετύχει και μόνο με ειρηνικά και νόμιμα μέσα», κι ο Λένιν το δικαιολογεί, αφού επρόκειτο για μια χώρα  «χωρίς  μιλιταρισμό και , σε μεγάλο βαθμό, χωρίς γραφειοκρατία».

Ανάλογα, λοιπόν, στο εργατικό κράτος της Ρωσίας δεν υπήρχε αστικός στρατός και γραφειοκρατία, αλλά μπορούσε να δημιουργηθεί με «ειρηνική μετάβαση», χωρίς ανοιχτή αντεπανάσταση, αφού στην πράξη δεν υπήρχαν ούτε εργατικός έλεγχος ούτε εργατικές πολιτοφυλακές.

Βέβαια η αντεπανάσταση δεν ήταν ακριβώς «ειρηνική». Προηγήθηκαν οι προσπάθειες  αντεπανάστασης από την ρωσική αστική και φεουδαρχική τάξη και την διεθνή ιμπεριαλιστική επέμβαση. Ο πόλεμος, η πείνα, οι αρρώστειες επέβαλαν «προσωρινά» αντισοσιαλιστικά μέτρα, οι αγρότες σταδιακά στράφηκαν ενάντια στους εργάτες, η εργατική δυσαρέσκεια οξύνθηκε, τα εργοστάσια (κέντρο της επανάστασης) καταστράφηκαν κι ερήμωσαν, τα σοβιέτ απονεκρώθηκαν, χιλιάδες πρωτοπόροι κομμουνιστές εξοντώθηκαν στην πρώτη γραμμή των μαχών. Ακολούθησε η «προσωρινή» υποχώρηση στον καπιταλισμό, με τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ, 1921). Και στις δυο περιπτώσεις το «προσωρινά» σήμαινε την αναμονή νικηφόρων εργατικών επαναστάσεων στη Δύση, που όμως δεν ήρθαν ποτέ. Ακολούθησε η μερική νίκη της γραφειοκρατίας μέσα στο κόμμα (τελευταίο οχυρό της επανάστασης) το 1924 (οπότε η ΕΣΣΔ πέρασε από το δόγμα «χωρίς την επανάσταση στη Δύση είμαστε καταδικασμένοι» στο δόγμα «σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα»), το σταδιακό ξέκομμα και ανύψωση της  γραφειοκρατίας πάνω από τις εργατολαϊκές μάζες και η μετατροπή της σε νέα άρχουσα τάξη με το Πρώτο πεντάχρονο Πλάνο, το 1928, οπότε η Ρωσία μπαίνει στην τελική  φάση της αντεπανάστασης: βίαιη κολεκτιβοποίηση και μαζική εξόντωση αγροτών το 1929, εκατόμβες νεκρών στις πόλεις από το λιμό του 1932-33, εκατομμύρια αντιφρονούντες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τη δεκαετία του ’30. Οι δίκες της Μόσχας (1936-38) δεν ήταν παρά ο εμφύλιος πόλεμος της γραφειοκρατίας ενάντια στις μάζες, όπου μόνο η μια πλευρά ήταν οπλισμένη κι οργανωμένη, το επιστέγασμα της ολοκληρωτικής απαλλαγής της γραφειοκρατίας από το λαϊκό έλεγχο.

Καθώς εξελίσσονταν τα γεγονότα ωθούσαν τον Τρότσκι να τείνει να οδηγηθεί σε συμπεράσματα που αναιρούν προηγούμενες διατυπώσεις του σχετικά με τη φύση της ΕΣΣΔ, παρόλο που δεν πρόλαβε να αποκτήσει εκείνα τα στοιχεία (που προέκυψαν μετά τον Β’ ΠΠ) που θα τον έκαναν να διατυπώσει μια νέα θεωρία.

Ήταν όμως μήπως προοδευτικό το σταλινικό καθεστώς, επειδή παρ’ όλα αυτά προώθησε την τεράστια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων;

Ο Λένιν έλεγε πως η περίοδος του ιμπεριαλισμού σημαίνει την παρακμή και την αποσύνθεσή του, συμπλήρωνε όμως πως: «Είναι λάθος να πιστεύουμε αυτή η τάση για αποσύνθεση αποκλείει μια γοργή ανάπτυξή του. Ο καπιταλισμός στο σύνολό του αναπτύσσεται πιο γρήγορα από ότι στο παρελθόν, αυτή η ανάπτυξη όμως γίνεται όλο και πιο ανισόμερη, και με την αποδυνάμωση εκείνων των χωρών που είναι πλουσιότερες σε κεφάλαια (όπως πχ η Αγγλία)». (Λένιν, «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» 1916)

Ο ίδιος ο Λένιν μάλιστα είχε «προβλέψει» τα σταλινικά κατορθώματα από την εποχή του 1905 που πίστευε ότι «η δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» θα εκτελέσει τα καθήκοντα της αστικής επανάστασης στη Ρωσία. Είχε πει ότι η δημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία «θα δημιουργήσει τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης του ρωσικού καπιταλισμού, με ρυθμούς ανάλογους με αυτούς των ΗΠΑ».

Αν οι καθυστερημένες χώρες ήταν απομονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο, θα λέγαμε με σιγουριά ότι ο καπιταλισμός θα έπαιζε σε αυτές προοδευτικό ρόλο. Οι επαναστάτες μαρξιστές πάντως, έπρεπε να παίρνουν το παγκόσμιο σύνολο σαν αφετηρία, οπότε κι έφταναν στο συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός, οπουδήποτε κι αν υπάρχει, είναι αντιδραστικός. Γιατί το πρόβλημα της ανθρωπότητας σήμερα δεν είναι η περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά, -μπροστά στο φόβο των στρατιωτικών επεμβάσεων, των πογκρόμ, των παγκοσμίων πολέμων, των μαζικών θανάτων από ασθένειες λόγω έλλειψης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της πείνας και της φτώχειας του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού της γης, των πυρηνικών όπλων, των οικολογικών απειλών και καταστροφών,-  για ποιον σκοπό και κάτω από ποιες κοινωνικές σχέσεις θα τις χρησιμοποιήσει.

Κάποιος άλλος μπορεί να ισχυριστεί ότι ο σχεδιασμός στη Ρωσία ήταν ένα στοιχείο που μεταβάλλει τη ρώσικη οικονομία σε προοδευτική. Αλλά εφόσον η εργατική τάξη δεν ήλεγχε την παραγωγή, οι εργάτες δεν ήταν το υποκείμενο του σχεδιασμού, αλλά το αντικείμενό του. Το μεγαλύτερο εργοστάσιο έχει πιο αναπτυγμένο σχεδιασμό από ένα μικρότερο, κι ο κρατικός καπιταλισμός έχει ακόμα πιο αναπτυγμένο –καπιταλιστικό- σχεδιασμό. Αυτό όμως δεν κάνει τις παραγωγικές σχέσεις στις μεγάλες επιχειρήσεις πιο προοδευτικές από ότι στις μικρότερες. Και στις δυο περιπτώσεις ο σχεδιασμός υπαγορεύεται από την τυφλή εξωτερική δύναμη του ανταγωνισμού που υπάρχει ανάμεσα στους ανεξάρτητους παραγωγούς.

Νόμος της Αξίας, Καπιταλιστικές Κρίσεις και ΕΣΣΔ

Όλοι οι μαρξιστές θεωρητικοί πίστευαν ότι αν η συγκέντρωση κεφαλαίου έφτανε σε τέτοιο στάδιο, όπου ένας ή περισσότεροι καπιταλιστές, ή ακόμα και το ίδιο το κράτος,  συγκέντρωναν στα χέρια τους όλο το εθνικό κεφάλαιο, ενώ ο ανταγωνισμός στη διεθνή αγορά συνεχιζόταν, η οικονομία αυτού του κράτους θα εξακολουθούσε να είναι καπιταλιστική.

Τι ισχύει για τον νόμο της αξίας σε ένα τέτοιο κράτος;

Ο νόμος της αξίας ρυθμίζει τις οικονομικές λειτουργίες με άναρχο τρόπο και ισχύει απόλυτα μόνο σε συνθήκες απόλυτα ελεύθερου ανταγωνισμού. Έτσι:

  • Και οι πιο στοιχειώδεις μορφές μονοπωλιακής οργάνωσης αρνούνται σε ένα βαθμό το νόμο της αξίας.
  • Η κρατική παρέμβαση στην οικονομία, αποτελεί καθεαυτή μια επί μέρους άρνηση του νόμου της αξίας, έστω κι αν το κράτος δεν έχει γίνει ακόμα ο θεματοφύλακας των μέσων παραγωγής. Όταν το κράτος παρεμβαίνει και ρυθμίζει την κατανομή κεφαλαίων κι εργατικής δύναμης, την είσπραξη ή την επιλεκτική μη είσπραξη φόρων, τις επιλεκτικές επιδοτήσεις ή αναθέσεις ή μίζες, τις τιμές εμπορευμάτων κλπ, αναιρεί εν μέρει το νόμο της αξίας.
  • Το ίδιο συμβαίνει κι όταν το κράτος γίνεται σημαντικός αγοραστής προϊόντων, πχ για την άμυνα του κράτους.
  • Το τραπεζικό κεφάλαιο παρουσιάζει τη μορφή της κοινής χρηματοδότησης και κατανομής των μέσων παραγωγής σε κοινωνική κλίμακα. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο όταν το κράτος γίνεται ο κύριος επενδυτής χρηματικού κεφαλαίου, και ισχύει στο απόλυτο όταν το καπιταλιστικό κράτος αναλαμβάνει το ίδιο το σύνολο του τραπεζικού συστήματος.
  • Στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, κι ακόμα περισσότερο στον κρατικό καπιταλισμό, τα μέσα παραγωγής δεν ανήκουν πια στο μεμονωμένο καπιταλιστή. Στις μετοχικές εταιρίες το κεφάλαιο παραχωρείται με τη μορφή κοινωνικού κεφαλαίου, καταργείται δηλαδή το κεφάλαιο σαν ατομική ιδιοκτησία, ενώ συνεχίζεται η ατομική ιδιοποίηση.
  • Ο κρατικός καπιταλισμός είναι μια μερική άρνηση της εργατικής δύναμης σαν εμπορεύματος. Για να εμφανιστεί η εργατική δύναμη στην αγορά σαν «καθαρό» εμπόρευμα πρέπει  α) ο εργάτης να είναι απαλλαγμένος από τα μέσα παραγωγής και β) να πουλάει ελεύθερα την εργατική του δύναμη. Κάτω από συνθήκες κρατικής παρέμβασης, πχ στο φασισμό, ο εργάτης δεν είναι πια «ελεύθερος».

ΩΣΤΟΣΟ Η ΜΕΡΙΚΗ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΔΕΝ ΑΠΑΛΑΣΣΕΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ. Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΟΡΦΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ. Η μισθωτή εργασία εξακολουθεί να μετατρέπεται σε κεφάλαιο. Ο συνολικός χρόνος εργασίας της κοινωνίας κι ο συνολικός χρόνος που καταναλώνεται για την παραγωγή ειδών πρώτης ανάγκης καθορίζουν το βαθμό εκμετάλλευσης, το ποσοστό υπεραξίας. Ο συνολικός χρόνος εργασίας που αναλώνεται για την παραγωγή νέων μέσων παραγωγής καθορίζει το ρυθμό συσσώρευσης. Ο καταμερισμός του συνολικού προϊόντος της κοινωνίας ανάμεσα στις διάφορες τάξεις, και τα ποσοστά που διατίθενται για την κατανάλωση και τη συσσώρευση, εξαρτώνται από το νόμο της αξίας. Όπου το κράτος είναι ιδιοκτήτης όλων των μέσων παραγωγής , ενώ η παγκόσμια οικονομία δεν έχει ενοποιηθεί ακόμα, αυτή η εξάρτηση παίρνει την πιο καθαρή κι άμεση μορφή.

Όσον αφορά την ΕΣΣΔ, δύο διακεκριμένοι Σοβιετικοί οικονομολόγοι ,οι Λάπιντους κι Οστροβιτιάνοφ, έγραφαν το 1927: «Ο νόμος της αξίας δεν έχει ακόμα φθαρεί ολότελα… όμως… βρίσκεται στη διαδικασία απονέκρωσής του…».

Το 1943 ωστόσο έσκασε η «βόμβα». Στο θεωρητικό όργανο του Κόμματος «Ποντ Ζναμέμεν Μαρξίσμα», αναφερόταν ότι «…επαναφέρθηκε στα πανεπιστήμιά μας το Μάθημα της Πολιτικής Οικονομίας…κύριο σφάλμα της προηγούμενης διδασκαλίας ήταν ότι αρνιόταν τη λειτουργία του νόμου της αξίας στη σοσιαλιστική κοινωνία».

Και το 1952 ο Στάλιν έγραψε: «…υπάρχει ο νόμος της αξίας… στη χώρα μας, κάτω από το σοσιαλιστικό σύστημα; Ναι! Και υπάρχει και λειτουργεί.» Και συμπλήρωσε , σε αντίθεση με όλη τη μαρξιστική διδασκαλία πάω στο ζήτημα: «Αποτελεί ο νόμος της αξίας τον βασικότερο οικονομικό νόμο του καπιταλισμού; Όχι.»

Δεν επρόκειτο για στροφή 180 μοιρών αλλά για ανοιχτή παραδοχή από τη γραφειοκρατία αρκετών πραγμάτων, που στο παρελθόν δέχονταν στην πράξη, αλλά αρνιόνταν να παραδεχτούν δημόσια, όπως συνέβη και με τον μεγαλορώσικο σωβινισμό, την εξύμνηση των τσαρικών παραδόσεων κι άλλα παρόμοια.

Για τον Μαρξ, η αξία καθορίζεται σαν το κοινό χαρακτηριστικό όλων των εμπορευμάτων στη βάση που ανταλλάσσονται. Τα προϊόντα μόνο σαν εμπορεύματα έχουν ανταλλακτική αξία. Όταν ένα εμπόρευμα αποτελεί αξία, σημαίνει ότι είναι αποτέλεσμα μέρους της συνολικής παραγωγικής δύναμης της κοινωνίας. Ο νόμος της αξίας καθορίζει τη σχέση ανταλλαγής ανάμεσα σε διαφορετικά εμπορεύματα και τον καταμερισμό του συνολικού κοινωνικού χρόνου εργασίας ανάμεσα στις διάφορες επιχειρήσεις. Καθορίζει λοιπόν τη σχέση ανταλλαγής ανάμεσα στην εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα και άλλα εμπορεύματα. Ενώ ο παραγωγός παράγει αξία χρήσης για να ικανοποιήσει μια συγκεκριμένη κοινωνική ανάγκη, ο νόμος της αξίας είναι ο μοναδικός καθοριστικός παράγοντας της διάρκειας του διαθέσιμου εργάσιμου χρόνου της κοινωνίας που πρέπει να ξοδευτεί για την παραγωγή εμπορευμάτων, κι ορίζει την «αναγκαία εργασία» (για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης) και την πρόσθετη εργασία (για την υπεραξία για τον καπιταλιστή).Ο καταμερισμός της εργασίας φέρνει σε επαφή τους ανεξάρτητους παραγωγούς, που δε δέχονται καμιά άλλη εξουσία εκτός απ’ αυτή του ανταγωνισμού, του καταναγκασμού που πηγάζει από την πίεση των αμοιβαίων συμφερόντων, μέσα από την αδιάκοπη αλλαγή της ζήτησης και της προσφοράς που πηγάζουν από τον ανταγωνισμό. Για να ισχύει ο νόμος της αξίας όπως περιγράφουμε παραπάνω, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει απολύτως ελεύθερος ανταγωνισμός ανάμεσα στους ανεξάρτητους παραγωγούς.

Έχει εφαρμογή ο νόμος της αξίας στο καπιταλιστικό μονοπώλιο; Ο μόνος μαρξιστής που ανέλυσε λεπτομερειακά το ζήτημα αυτό είναι ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ στο βιβλίο του «Το χρηματιστικό κεφάλαιο» (1910). Κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ενώ, φαινομενικά η μονοπωλιακή συγχώνευση φαίνεται να αναιρεί τη θεωρία της αξίας (αφού η τιμή πλέον του εμπορεύματος από αντικειμενική γίνεται υποκειμενική, βασισμένη στο συνειδητό παράγοντα), στην ουσία έχουμε μια μερική άρνησή της. Οι σχέσεις ανταλλαγής ανάμεσα στα εμπορεύματα κι ο καταμερισμός του συνολικού χρόνου εργασίας αποτελούν παραλλαγές των ίδιων παραγόντων που θα εμφανίζονταν και κάτω από συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός, αν και δεν είναι απόλυτα ελεύθερος, υπάρχει. Παρά τον σχεδιασμό των μονοπωλίων, ο καταμερισμός εξακολουθεί να είναι αυθαίρετος κι εντελώς διαφορετικός από τον καταμερισμό εργασίας μέσα στο εργοστάσιο.

Κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός κι η θεωρία της αξίας

Έλεγε ο Λένιν: «Όταν οι καπιταλιστές δουλεύουν για την άμυνα, είναι φανερό ότι δεν έχουμε να κάνουμε με γνήσιο καπιταλισμό, αλλά με μια ειδική μορφή εθνικής οικονομίας.»

Στη ναζιστική Γερμανία για παράδειγμα, έμεναν πολύ στενά περιθώρια στους Γερμανούς επιχειρηματίες για αυτόνομη δραστηριότητα. Όπως έγραφε κι ο Χίλφερντινγκ: «Στη Γερμανία…το κράτος καθορίζει το χαρακτήρα της παραγωγής και της συσσώρευσης…»

Αλλά κι αυτή η μορφή «κρατικού καπιταλισμού» συνέχιζε να βρίσκεται στο έλεος τυφλών οικονομικών δυνάμεων. Στη ναζιστική Γερμανία, η προσπάθεια για συσσώρευση κεφαλαίου ή για το χτύπημα των εργατικών δικαιωμάτων καθοριζόταν από την ανταγωνιστική πίεση –στρατιωτική και οικονομική- που ασκούσαν οι αντίπαλες δυνάμεις. Συνεπώς, παρά τις όποιες «παραλλαγές», ο νόμος της αξίας εξακολουθούσε να ισχύει και να καθορίζει τα πάντα.

Στη Σταλινική Ρωσία, αν την εξετάζαμε απομονωμένη από τον παγκόσμιο καπιταλισμό, θα συμπεραίναμε ότι ο νόμος της αξίας δεν ισχύει. Υπήρχε ένας και μοναδικός εργοδότης, η «αλλαγή αφεντικών» και η πώληση του εργάτη είχαν τυπική έννοια, αφού υπήρχαν πολλοί πωλητές (εργατικής δύναμης) και μόνο ένας αγοραστής (η Ρωσία). Ουσιαστικά η Ρωσία λειτουργούσε σαν ένα ενιαίο τεράστιο εργοστάσιο.

Αν εξετάζαμε όμως τη Ρωσία στα πλαίσια της Διεθνούς οικονομίας, θα βλέπαμε ότι οι αποφάσεις της γραφειοκρατίας εξαρτιόταν και παίρνονταν με βάση την παγκόσμια οικονομία και ανταγωνισμό. Στη Ρωσία ήταν διακριτό ένα από τα βασικά γνωρίσματα του καπιταλισμού: «η αναρχία και ο δεσποτισμός όσον αφορά τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας σε ένα εργοστάσιο είναι αμοιβαίες συνθήκες το ένα για το άλλο».

Η οικονομία της Ρωσίας ήταν πολύ καθυστερημένη για να κατακλύσει τις ξένες αγορές με τα προϊόντα της. Οι δικές της αγορές προστατεύονταν από τα ξένα προϊόντα με τη μονοπώληση από το κράτος του εξωτερικού εμπορίου.  Έτσι λοιπόν οι εμπορικοί ανταγωνισμοί δεν ήταν μέχρι τώρα τόσο σημαντικοί όσο οι στρατιωτικοί (τα πράγματα έγιναν διαφορετικά όταν εκδηλώθηκε ο εμπορικός ανταγωνισμός της Ρωσίας με τα κράτη-δορυφόρους της). Έτσι ο διεθνής ανταγωνισμός έπαιρνε κυρίως  στρατιωτική μορφή.

Στις χώρες του παραδοσιακού καπιταλισμού, σε καιρό πολέμου, το βάρος των εξοπλισμών μοιραζόταν σε όλην την οικονομία. Το γνωστό σύνθημα «πρώτα τα κανόνια, μετά το βούτυρο» σήμαινε ότι ο εμπορικός ανταγωνισμός αντικαθίστατο από τον άμεσο στρατιωτικό ανταγωνισμό. Στην πολεμική βιομηχανία δε χρειάζεται να περικοπεί το κόστος παραγωγής προς όφελος του εμπορικού ανταγωνισμού, αλλά το ζητούμενο είναι να αυξηθούν οι αξίες χρήσης, τα όπλα. (Έτσι εξηγείται ότι στη διάρκεια του Β΄ΠΠ προέκυψαν τεχνικές βελτιώσεις που τον καιρό της ειρήνης σκόνταφταν στις αντιδράσεις των μονοπωλίων και των καρτέλ.)

Το αυξημένο ποσοστό εκμετάλλευσης και η ολοένα και μεγαλύτερη υποταγή των εργατών στο ρωσικό κράτος, ώστε να παράγονται περισσότερο κανόνια παρά βούτυρο, μοιραία οδηγούσε στην όλο και πιο έντονη καταπίεση των μαζών.

Ο νόμος της αξίας θα σταματούσε μόνο αν μπορούσε να υπάρξει παγκόσμιος κρατικός καπιταλισμός. Τότε αυτός θα έπαυε να είναι καπιταλισμός και να υπάγεται στο νόμο της αξίας. Όπως κατέληξε κι ο Μπουχάριν στο έργο του «Παγκόσμια Οικονομία και Ιμπεριαλισμός» (1915) , τότε θα προέκυπτε ένα καινούριο –εκμεταλλευτικό- σύστημα που θα βασιζόταν «στις σχέσεις αφέντη προς δούλους, χωρίς σκλαβοπάζαρα». (Βέβαια ο Μπουχάριν, θεωρούσε  απίθανο ένα τέτοιο σενάριο μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας, λόγω της αναμενόμενης πληθώρας εθνικών και κοινωνικών συγκρούσεων.)

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Σύμφωνα με τον Μαρξ και την ανάλυσή του για τις κρίσεις υπερπαραγωγής, ο καπιταλισμός είναι αναγκασμένος να συσσωρεύει όλο και περισσότερο κεφάλαιο. Όμως αυτή η διαδικασία εμποδίζεται από δυο συμπληρωματικούς μα κι αντιφατικούς παράγοντες: α) η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, που σημαίνει ότι οι πηγές για παραπέρα συσσώρευση περιορίζονται, και β) η αύξηση της παραγωγής πέρα από τις δυνατότητες της αγοράς για την απορρόφηση των παραγόμενων προϊόντων. Αν δεν υπήρχε ο πρώτος παράγοντας, η αύξηση των εργατικών μισθών θα ήταν η απάντηση στην κρίση, ενώ αν δεν υπήρχε ο δεύτερος παράγοντας, η  καλύτερη απάντηση θα ήταν ο φασισμός και η συνεχής συμπίεση των μισθών. Σε τελική ανάλυση η αιτία της καπιταλιστικής κρίσης είναι ότι ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού εισοδήματος περνάει στα χέρια της τάξης των καπιταλιστών κι ένα όλο και  μεγαλύτερο κομμάτι δεν ξοδεύεται για την αγορά καταναλωτικών αγαθών, αλλά για την αγορά μέσων παραγωγής και τη συσσώρευση κεφαλαίων. Φυσιολογικά οδηγούμαστε στην υπερπαραγωγή και αυτό οδηγεί στην ανάγκη για περαιτέρω συσσώρευση κι ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό εκμετάλλευσης. Το ποσοστό κέρδους καθορίζει τον ρυθμό συσσώρευσης, αυτός τον βαθμό απασχόλησης, αυτός το ύψος των μισθών, αυτό το ποσοστό κέρδους κ.ο.κ., δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Ένα μεγάλο ποσοστό κέρδους σημαίνει συσσώρευση με γοργό ρυθμό, άρα μεγαλύτερες ευκαιρίες για απασχόληση κι αύξηση των μισθών. Κάποια στιγμή, η αύξηση των μισθών μειώνει το ποσοστό κέρδους κι έτσι επιβραδύνεται η συσσώρευση. Με άλλα λόγια, για αρκετά χρόνια οι επενδύσεις για χτίσιμο νέων εργοστασίων είναι πολύ μεγάλες σε σχέση με την αύξηση της παραγωγής τελικών προϊόντων. Αυτά είναι τα χρόνια της άνθισης. Αργότερα ακολουθεί μια περίοδος που επεκτείνεται η παραγωγή τελικών προϊόντων και πέφτει ο ρυθμός συσσώρευσης-είναι το πρώτο σημάδι της κρίσης. Στη συνέχεια έρχεται η κρίση: η παραγωγή πέφτει σε απελπιστικά επίπεδα ενώ οι επενδύσεις σταματούν.

Αυτή η θεωρία εξηγούσε κι εξηγεί  γιατί, παρά την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, δεν έχουμε μια συνεχή κρίση υπερπαραγωγής, αλλά μια  κυκλική κίνηση της οικονομίας.

Το πιστωτικό-τραπεζικό σύστημα επέτρεψε στον καπιταλισμό να αναπτυχθεί με έναν ρυθμό δίχως προηγούμενο, όμως παράλληλα αύξησε την αστάθεια του συστήματος, εμποδίζοντας τους βιομήχανους να σχηματίζουν μια εικόνα των αληθινών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά. Οι πιστώσεις μπορούσαν να αναβάλουν την απαρχή μιας κρίσης, μόνο και μόνο για να την κάνουν έπειτα πιο βαθιά.

Ένας ακόμα παράγοντας που συμβάλλει στο ξέσπασμα των κρίσεων είναι η ύπαρξη μιας σειράς μεσαζόντων (εμπόρων)- χάρη σε αυτούς μπορεί η παραγωγή να αυξάνεται, χωρίς να αυξάνεται και η πώληση στους καταναλωτές. Τα απούλητα προϊόντα που μένουν σαν απόθεμα στα ράφια των εμπόρων κάνουν τις κρίσεις, όταν έρχονται, ακόμα πιο σοβαρές.

ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ

Έγραφε ο Μπουχάριν για την κρίση υπερπαραγωγής στον κρατικό καπιταλισμό (1915): «Είναι δυνατή η συσσώρευση εδώ; Φυσικά!… Το σταθερό κεφάλαιο αυξάνεται… Αν γίνει κάποιο λάθος στην παραγωγή και παραχθούν περισσότερα καταναλωτικά αγαθά, το πλεόνασμα μπορεί να μοιραστεί αντί να καταστραφεί… Έτσι λοιπόν, ποτέ δεν έχουμε κρίση γενικής υπερπαραγωγής… Η κατανάλωση των καπιταλιστών αποτελεί την κινητήρια δύναμη της παραγωγής και του προγραμματισμού της… Σε αυτήν  την περίπτωση δεν έχουμε μια ιδιαίτερα ταχύρυθμη ανάπτυξη της παραγωγής…». Στην πραγματικότητα, αυτό σήμαινε στασιμότητα της οικονομίας, και η παραγωγή θα έπεφτε σε κατάσταση ληθάργου

Από την άλλη, ο Ρώσος οικονομολόγος Μιχαήλ Τουγκάν- Μπαρανόφσκι έγραφε το 1901, ότι θα μπορούσε να υπάρξει κρατικός καπιταλισμός με υψηλό κι αδιάκοπα ανερχόμενο επίπεδο παραγωγής, παράλληλα με τον ανταγωνιστικό τρόπο διανομής, υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) κάθε άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας να συνοδεύεται παράλληλα από μια αντίστοιχη αύξηση της παραγωγής παραγωγικών μέσων. β) Όλο και περισσότεροι άνθρωποι να απασχολούνται για την παραγωγή μηχανημάτων κλπ (με την προλεταριοποίηση της κοινωνίας), γ) Η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών να μην ξεπερνάει τον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού, την παραγωγική ικανότητα της κοινωνίας και την κατανάλωση των καπιταλιστών. Τότε δεν θα υπήρχε κρίση υπερπαραγωγής, όσο κι αν έπεφτε η αγοραστική δύναμη των μαζών, κατέληγε. Σε ένα ολοκληρωτικό κρατικοκαπιταλιστικό καθεστώς, οι μισθοί μπορούσαν να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στα κατάλληλα όρια που υπαγορεύονται από τη διαδικασία της εκμετάλλευσης και την κυριαρχία του κεφαλαίου.

Αυτή όμως η «λύση» του οικονομολόγου ήταν εφαρμόσιμη σε έναν κρατικό καπιταλισμό καθυστερημένο σε σχέση με τον παγκόσμιο καπιταλισμό, εφόσον τα παραγωγικά μέσα σπανίζανε, κι εφόσον κατά συνέπεια ήταν επείγουσα, στο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού,  η παραγωγή μηχανών που θα παράγουν άλλες μηχανές κ.ο.κ.

Όταν όμως η παραγωγή μηχανών κατάφερνε να εξυψώσει την ρωσική οικονομία στο επίπεδο της οικονομίας του υπόλοιπου κόσμου, θα βρισκόταν αντιμέτωπη με το πρόβλημα της υπερπαραγωγής, και τη στασιμότητα της οικονομίας, στο συμπέρασμα δηλαδή που κατέληγε ο Μπουχάριν.  Η «λύση» του Τούγκαν-Μπαρανόφσκι ήταν εφικτή σε κρατικό καπιταλισμό υπανάπτυκτης χώρας, ενώ ο Μπουχάριν μιλούσε για τον κρατικό καπιταλισμό που κοντεύει να φτάσει στο σημείο κορεσμού των παραγωγικών μέσων. Η πρώτη οδός μιλούσε για πλήρη αποδέσμευση της συσσώρευσης. Η  δεύτερη οδός εξηγούσε ότι η ταχύρυθμη συσσώρευση είναι αδύνατη κι άρα ότι η παραγωγή έπρεπε να μειωθεί. Στην πραγματικότητα και κατ’ αντιστοιχία, η πρώτη αντιπροσώπευε τη φάση οικονομικής ανάκαμψης, ενώ η δεύτερη την κρίση του καπιταλιστικού κύκλου. Όμως και οι δύο «λύσεις» ήταν καθαρό ότι διατηρούσαν τον εργάτη υποχείριο του κεφαλαίου.

Αλλά υπήρχε και μια τρίτη «λύση», η πολεμική οικονομία. Η πολεμική οικονομία ανακουφίζει τις αδυναμίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επίσης ένας πόλεμος οδηγεί σε μαρασμό της συσσώρευσης και καταστροφή κεφαλαίων τεράστιας κλίμακας, κι έτσι ξαναδημιουργείται μια νέα δυνατότητα για συσσώρευση. Άλλωστε η πολεμική οικονομία συνοδεύεται πάντα από κρίση υποπαραγωγής, γιατί η ζήτηση αγαθών ξεπερνάει την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας.

Η θέση που είχαν στο ρώσικο κρατικό καπιταλισμό οι πολεμικές προετοιμασίες και η παραγωγή μέσων παραγωγής, πολύ μπροστά από την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, έκαναν μέχρι τη δεκαετία του ’50 τη Ρωσία ικανή να ακολουθεί τον «δρόμο» Τούγκαν-Μπαρανόφσκι κι όχι τον «δρόμο» Μπουχάριν . Ωστόσο, με βάση  την παγκόσμια οικονομική κατάσταση, εκτιμούσε ο Τόνι Κλιφ πως πλέον η «λύση» της πολεμικής οικονομίας ήταν το μόνο μέσο που είχε στα χέρια της η ρώσικη γραφειοκρατία, μέχρι τον καιρό που είτε ο σοσιαλισμός είτε η βαρβαρότητα θα καθιστούσαν τέτοιου είδους «λύσεις» περιττές.

Σήμερα, το πέρασμα από όλες τις ανωτέρω φάσεις-που αντιστοιχούν στην κλασική ανάκαμψη και κρίση του καπιταλιστικού συστήματος- επιβεβαιώνεται σε μας που έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα για τη διαδρομή της ανόδου και της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης.

(Διαβάστε: Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία, του Τόνι Κλιφ)




Συνέδριο περαιτέρω εκφυλισμού σε εργοδοτικό μηχανισμό

88η Γενική Συνέλευση της ∆ιδασκαλικής Οµοσπονδίας Ελλάδας

Του Ελισαίου Φάκαρου

Το συνέδριο (88η Γενική Συνέλευση) της ∆ΟΕ πραγµατοποιήθηκε 10 µέρες πριν τις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Ωστόσο, σε αντίθεση µε την εικόνα της προεκλογικής «σκληρής αντιπαράθεσης» στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, οι παρατάξεις του παλιού και του νέου κυβερνητισµού ∆ΑΚΕ (Ν∆), ∆ΗΣΥ (ΚΙΝΑΛ) και ΕΡΑ – ΑΕΚΕ (ΣΥΡΙΖΑ) είχαν κοινή στάση και ψήφισαν µαζί σε όλα τα ζητήµατα! Οι εν λόγω παρατάξεις σύµπηξαν ένα µνηµονιακό µπλοκ και συντονισµένα απέτρεψαν να τεθούν τα πραγµατικά ζητήµατα της εκπαίδευσης.

Aρνήθηκαν να µπει στην ηµερήσια διάταξη το «προσοντολόγιο», µη λαµβάνοντας υπόψη τις µεγάλες κινητοποιήσεις των τελευταίων ετών, αλλά και αυτές του Γενάρη που έβγαλαν στο δρόµο χιλιάδες εκπαιδευτικούς µε µοναδικό αίτηµα την απόσυρσή του και τη µονιµοποίηση όλων των αναπληρωτών µε βάση το πτυχίο και την προϋπηρεσία.

 

«Πραξικόπηµα» υπέρ της αξιολόγησης και του προσοντολόγιου

Έτσι µε ευθύνη του µνηµονιακού µπλοκ έµεινε µεν ως θέση του κλάδου το «Όχι στο προσοντολόγιο» αλλά µε την αντιφατική συµπλήρωση «διορισµοί µε κυρίαρχο κριτήριο την προϋπηρεσία», που ουσιαστικά αποδέχεται την λογική των κριτηρίων – προσόντων αλλά και του ΑΣΕΠ.

Οι συσχετισµοί στο ∆.Σ. της Οµοσπονδίας έµειναν ίδιοι: 7 έδρες για τις µνηµονιακές δυνάµεις (3 έδρες ∆ΑΚΕ, 2 ∆ΗΣΥ, 1 ΕΡΑ, 1 ΑΕΚΚΕ) και 4 για την Αριστερά (2 Παρεµβάσεις, 2 ΠΑΜΕ). Να τονιστεί ότι για τους συνδικαλιστές καριέρας της πλειοψηφίας το αίτηµα για µονιµοποίηση όλων των αναπληρωτών που έχουν δουλέψει ήταν εντελώς αδιάφορο, υιοθετώντας τη νεοφιλελεύθερη λογική για συρρίκνωση του εκπαιδευτικού προσωπικού.

Η 88 ΓΣ της ∆ΟΕ θα µείνει στην ιστορία ως το πρώτο συνέδριο που έκανε θέση µιας οµοσπονδίας εργαζοµένων την αξιολόγηση. Παρά τις έντονες αντιδράσεις και παρά το γεγονός ότι 50 σύλλογοι πήραν απόφαση κατά της αξιολόγησης, το προεδρείο του συνεδρίου πραξικοπηµατικά όχι µόνο απέρριψε το αίτηµα για ονοµαστική ψηφοφορία αλλά αρνήθηκε να κάνει έστω ακριβή καταµέτρηση. Έτσι οι ∆ΑΚΕ – ∆ΗΣΥ – ΕΡΑ – ΑΕΚΚΕ υποστήριξαν τη βασική επιδίωξη του ΟΟΣΑ και απαίτηση του 3ου µνηµονίου για «αυτό-αξιολόγηση» της σχολικής µονάδας δηλώνοντας προκαταβολικά υποταγή στην κυβέρνηση του Μητσοτάκη.

Η λέξη πραξικόπηµα χρησιµοποιείται στην κυριολεξία, αφού κανένας σύνεδρος καµιάς παράταξης σε καµιά συνέλευση δεν εκλέχτηκε υποστηρίζοντας την αξιολόγηση.

Μάχες από την Αριστερά και τους αναπληρωτές

Οι (αριθµητικά λιγότεροι) σύνεδροι της Αριστεράς και οι ανεξάρτητοι έδωσαν σκληρή µάχη, ενώ και οι αναπληρωτές -είτε ως σύνεδροι είτε ως µπλοκ του Συντονιστικού- είχαν δυναµική παρουσία.

Η Πρωτοβουλία Ανεξάρτητων Εκπαιδευτικών παρά τους αποκλεισµούς διεκδίκησε και πήρε τον λόγο σε όλες τις συζητήσεις, ακόµη κι όταν αυτό σήµαινε ότι είχε να αντιµετωπίσει τις τραµπούκικες επιθέσεις, πότε λεκτικές και πότε σωµατικές, των συνέδρων της δεξιάς και του ΚΙΝΑΛ.

Στόχος της Πρωτοβουλίας ήταν από τη µία να µην περάσουν οι αντιδραστικές θέσεις και να µειωθεί η δύναµη του µνηµονιακού µπλοκ και από την άλλη να βρεθεί κοινός τόπος για τη δράση των δυνάµεων της Αριστεράς. Στο πλαίσιο αυτής της τακτικής, κάλεσε την πρώτη µέρα του συνεδρίου για συγκρότηση µετώπου, κάτι που λειτούργησε προωθητικά για την κοινή στάση της Πρωτοβουλίας, του ΠΑΜΕ και των Παρεµβάσεων ενάντια στη αξιολόγηση, που µε ψήφισµα υποστήριξαν την απεργία-αποχή από όλες τις διαδικασίες – τη θέση δεκάδων πρωτοβάθµιων συλλόγων.

Μία από τις σηµαντικότερες στιγµές του συνεδρίου ήταν όταν ανέβηκε στο βήµα η διωκόµενη δασκάλα από τη Σάµο που βρίσκεται στο στόχαστρο ρατσιστών γονέων που έχουν κάνει εναντίον της αγωγή µε αίτηµα 50 χιλιάδων ευρώ επειδή απλά ενέταξε τα προσφυγόπουλα στο πρωινό σχολείο.

Τα σχολεία το Σεπτέµβρη θα ανοίξουν µε αρνητικούς όρους, µε µια νέα δεξιά κυβέρνηση µε λυµένα τα χέρια έχοντας ψηφισµένα όλα τα δύσκολα νοµοσχέδια από την προηγούµενη και µια οµοσπονδία που έχει σηκώσει προκαταβολικά «λευκή σηµαία».

Η δουλειά της ριζοσπαστικής αριστεράς στην εκαπίδευση είναι δύσκολη αλλά είναι µονόδροµος: Πρέπει να απονοµιµοποίησει τις αποφάσεις του συνεδρίου και να καταγγείλει τις παρατάξεις που τις ψήφισαν. Ταυτόχρονα, πρέπει να δώσει τη µάχη ώστε να ξεκινήσει η χρονιά για όλα τα προνήπια, τα νήπια και τους µαθητές του δηµοτικού κανονικά χωρίς υπεράριθµα τµήµατα και σε κανονικές αίθουσες µε τη λειτουργία όλων των υποστηρικτικών δοµών, χωρίς  ούτε µία σύµβαση λιγότερη από πέρσι. Αυτό όµως που θα δώσει τον τόνο για τις όποιες κινητοποιήσεις είναι το πώς θα υποδεχθούν οι εκπαιδευτικοί την «αυτο-αξιολόγηση» της σχολικής µονάδας. Θα τους ζητηθεί να µπουν στη διαδικασία ορίζοντας στόχους για τη νέα σχολική χρονιά, µε βάση τους οποίους θα αξιολογηθούν τον ερχόµενο Ιούνιο µαζί µε τους προϊσταµένους, την τοπική αυτοδιοίκηση και τους γονείς. Ο στόχος πρέπει να είναι ξεκάθαρος: µε όπλο την απόφαση για απεργία-αποχή, που θα πρέπει να γίνει θέση όλων των πρωτοβάθµιων συλλόγων, σε κάθε σχολείο και σε κάθε σύλλογο διδασκόντων, πρέπει να µπλοκαριστεί η αξιολόγηση – κανένας «αξιολογητής» δεν πρέπει να πατήσει σε σχολείο!