1

ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία: ίδια η λιτότητα και η ανεργία

Για άλλη μια φορά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την σκληρή αναλγησία του κράτους και των κυβερνώντων, που εκφράζεται απέναντι σε τρεις συναδέλφους μας, εργαζόμενους στο πρώην ΤΑΝΠΥ-ΟΑΕΕ του ΕΦΚΑ.

Το άρθρο 22 του Συντάγματος ορίζει ότι “…H εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών … “.

Δυστυχώς όμως στην Ελλάδα των Μνημονίων το Σύνταγμα έχει καταντήσει κουρελόχαρτο.

Γι’ αυτό και εργαζόμενοι με συμβάσεις από το 2002 και το 2004 οδηγούνται σε απόλυση!

To πρώην ΤΑΝΠΥ (Ταμείο Ναυτικών Πρακτόρων) που ενοποιήθηκε με τον ΟΑΕΕ το 2008 προσλάμβανε εργαζόμενους με σύμβαση εργασίας ΙΔΑΧ, τους οποίους χρησιμοποιούσε για διοικητικές εργασίες. Οι συμβάσεις αυτές ήταν εκτός ΑΣΕΠ και θεωρητικά οι υπάλληλοι ήταν για τις ανάγκες του κτιρίου (μεγάρου) του ΤΑΝΠΥ, όμως οι εργαζόμενοι αυτοί εκτελούσαν καθήκοντα διοικητικών υπαλλήλων. Οι προσλήψεις με αυτό τον τρόπο ήταν μια πρακτική δεκαετιών για το ΤΑΝΠΥ.

Τον Ιούλη του 2016 οι τρεις τελευταίοι εργαζόμενοι με τέτοια σύμβαση απολύθηκαν, ενώ εργάζονταν για πάνω από δέκα χρόνια ο καθένας! Κατάφεραν να παραμείνουν στην εργασία τους με ασφαλιστικά μέτρα μέχρι τον Μάιο του 2019.

Δυστυχώς όμως το δικαστήριο στο οποίο προσέφυγαν, απόδειξε για άλλη μια φορά για το πόσο “τυφλή” και μεροληπτική είναι η δικαιοσύνη.

Δεν αναγνώρισε ότι αυτοί οι εργαζόμενοι για πάνω από δέκα χρόνια προσέφεραν στο Ταμείο με το παραπάνω, όντας σε εργασιακή ομηρία.

Και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήρθε άμεσα να εφαρμόσει αυτήν την άδικη απόφαση.

Εδώ και καιρό οι Ομοσπονδίες του Υπ. Εργασίας και όχι μόνο, έχουμε θέσει στην κυβέρνηση το ζήτημα των εκατοντάδων (στις υπηρεσίες του Υπ. Εργασίας) και χιλιάδων εργαζομένων συνολικά στο Δημόσιο, που είχαν συμβάσεις διάφορων μορφών και έχουν κερδίσει διάφορες παρατάσεις δικαστικά. Αυτοί οι εργαζόμενοι δουλεύουν από 5 – 20 χρόνια και είναι στην ανασφάλεια και στην ομηρία.

Απαιτείται νομοθετική λύση που θα μετατρέψει τους εργαζόμενους αυτούς σε αορίστου χρόνου και θα λύσει οριστικά το ζήτημα.

Οι εργαζόμενοι του ΟΑΕΕ θα παλέψουμε με κάθε μέσο ενάντια σε αυτές τις τρεις απολύσεις.

Το δικαίωμα στην εργασία είναι ιερό και δεν θα επιτρέψουμε σε κανένα να παίζει με αυτό!

ΟΙ ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ




Να πολεμήσουμε τον φασισμό!

των Γιάννας Παλαμπουικίδου και Αλέξη Λιοσάτου,

υποψηφίων περιφερειακών συμβούλων με το μετωπικό σχήμα «Αριστερή Συμπόρευση για την Ανατροπή στη Δυτική Μακεδονία»-με επικεφαλής τον Στέφανο Πράσσο.

Την τελευταία δεκαετία, με σημείο αφετηρίας την παγκόσμια οικονομική κρίση και τα μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν από τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις, αυξήσανε τα ποσοστά τους σχεδόν σε όλες τις χώρες πολιτικές δυνάμεις της Ακροδεξιάς και του φασισμού.Η ενίσχυση αυτή του φασισμού δεν ήταν «αυθόρμητη», αλλά συνειδητή χειραγώγηση της κοινής γνώμης από τα ΜΜΕ και συνολικά το αστικό σύστημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η συστηματική διαφήμιση της Χρυσής Αυγής από το 2008 κι έπειτα από μεγάλα ΜΜΕ, όταν ξέσπασε η μεγάλη εξέγερση της νεολαίας και οι αστοί τρομάξανε.

Σήμερα, οι φασίστες βλέπουν τις επικείµενες ευρωεκλογές ως σηµαντική ευκαιρία. Μετά την κρίση της Αριστεράς που ακολούθησε την κωλοτούµπα του ΣΥΡΙΖΑ µετά το 2015, πάσης φύσεως Ευρωπαίοι εθνικιστές και ακροδεξιοί ρατσιστές βρήκαν ακόμα πιο πρόσφορο έδαφος για να πουλάνε κάλπικη αντισυστηµική ρητορεία.

Από τη μια εμφανίζονται οι «φασίστες με μπότα και μαχαίρι» τύπου Χρυσής Αυγής και από την άλλη οι «φασίστες με γραβάτα» που προσπαθούν να αποφύγουν την ταύτιση µε τα ναζιστικά τάγµατα εφόδου αλλά στην πράξη τα ενισχύουν, καθώς διευρύνουν την απήχηση του εθνικισµού και του ρατσισµού. Οι ρατσιστικές πολιτικές που εφαρµόζουν φασίστες με γραβάτα σαν τον Σαλβίνι στην Ιταλία, ενθαρρύνουν καθαρόαιµους νεοναζί όπως της Casa Pound να εφορµούν στους δρόµους των πόλεων και να επιχειρούν πογκρόµ. Το ίδιο ισχύει και για ακροδεξιούς όπως ο Καρατζαφέρης, ο Σώρρας, ο Βελόπουλος, ο Κρανιδιώτης, ο Καμμένος, ο Μπαλτάκος κλπ, που στην πράξη ενισχύουν τη Χρυσή Αυγή.

Η Χρυσή Αυγή είναι στριμωγμένη από τη δίκη της εγκληµατικής οργάνωσης και αποδεκατισµένη από τις συνεχείς αποχωρήσεις ηγετικών στελεχών της. Ωστόσο το τελευταίο διάστημα ανέκτησε την αυτοπεποίθησή της αξιοποιώντας και το Μακεδονικό. Με αφορμή τις εκλογές του Μαΐου επιχειρούν να ενεργοποιήσουν ξανά τα τάγματα εφόδου και κλιμακώνουν τις επιθέσεις τους. H ενασχόλησή τους µε τα αυτοδιοικητικά πράγµατα σε τίποτα δεν έχει να κάνει µε τα πραγµατικά προβλήµατα των πόλεων. Σε αυτά είναι ανύπαρκτοι. Το µόνο τους µέληµα να σπείρουν ρατσισμό κι εθνικισμό και να τρομοκρατούν όποιον δεν συμφωνεί με τις απόψεις τους, να αφυπνίζουν τα πιο αντιδραστικά ένστικτα του κόσμου. Σε περιοχές σχετικά «ήσυχες» όπως η δική μας έφτασαν να απειλούν ανοιχτά αγωνιστές της Αριστεράς και του αντιφασιστικού-αντιεθνικιστικού κινήματος.

Πόσο «αντισυστημικοί» είναι όμως οι φασίστες; Κατά πόσο αποτελούν λύση στα προβλήματα των φτωχών Ελλήνων;

Από το βιβλίο ενός πρώην ηγετικού στελέχους (Χ.Κουσουμβρής) της εγκληματικής συμμορίας, μαθαίνουμε ότι η ΧΑ παραδοσιακά χρηματοδοτούνταν από ΠΑΣΟΚ, και ΝΔ, ότι είχε άριστες σχέσεις και προστατευόταν από την Αστυνομία, την Ασφάλεια και τις μυστικές υπηρεσίες, κι έτσι τα εγκλήματά της έπεφταν στα μαλακά. Είναι γνωστό άλλωστε ότι αποτελεί μακράν την πρώτη εκλογική προτίμηση μέσα στην Αστυνομία (σε ποσοστά 50-60%). Άλλα πρώην μέλη της ΧΑ καταγγέλλουν τη Χρυσή Αυγή ως καλοστημένη επιχείρηση με μαύρες χρηματοδοτήσεις και οικογενειοκρατία (πχ ο ευρωβουλευτής Συναδινός). Λίγες μέρες πριν ακυρώθηκε η καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη των δυο χρυσαυγιτών που δολοφόνησαν εν ψυχρώ τον μετανάστη Σαχζάτ Λουκμάν. Οι δολοφόνοι σε λίγο καιρό θα κυκλοφορούν ελεύθεροι ανάμεσά μας, προσφέροντας άλλο ένα παράδειγμα για τη συμπάθεια που απολαμβάνουν οι Ναζί μέσα στο δικαστικό σώμα μιας Δικαιοσύνης που μόνο «τυφλή» δεν είναι (αντίθετα, όταν αφορά αγωνιστές του αντιφασιστικού κινήματος ή εργάτριες που πλαστογραφούν απολυτήριο Δημοτικού για να μπορέσουν να βρουν μια δουλειά και να ζήσουν, η «Δικαιοσύνη» εξαντλεί όλη της την αυστηρότητα). Από άλλα ρεπορτάζ μαθαίνουμε για τη χρηματοδότησή των Ναζί από τμήματα της Εκκλησίας, από το ρώσικο κεφάλαιο, από μεγαλοεπιχειρηματίες (ξενοδόχοι, εφοπλιστές, τραπεζίτες, βιομήχανοι, κτηματομεσίτες κ.ά) και μεγαλονταβατζήδες (που σχετίζονται με το ποδόσφαιρο, το ναρκεμπόριο, προστασία σε μαφιόζους της νύχτας, εμπόριο λευκής σαρκός κλπ). Στη Βουλή το 2012 οι Χρυσαυγίτες ψηφίσανε το ξεπούλημα ακόμα και νησιών και βραχονησίδων. Η ΧΑ έχει την πρωτιά στη Βουλή σε ερωτήσεις υπέρ των συμφερόντων των εφοπλιστών, υποστηρίζοντας τα προνόμια και τις φοροαπαλλαγές τους. Έφτασαν να συγκροτούν εργοδοτικά σωματεία και γραφεία ευρέσεως εργασίας «μόνο για Έλληνες», με μεροκάματα των 10 ευρώ χωρίς ένσημα. Να εξασφαλίζουν φτηνό εργατικό «κρέας» για τους μεγαλοεπιχειρηματίες δηλαδή. Στο «πρόγραμμά» τους τάσσονται συνολικά υπέρ της μείωσης της φορολογίας στο μεγάλο κεφάλαιο.Κάπως οικονομικά σάιτ ανέφεραν ότι μερίδα επιχειρηματιών και μεγαλεμπόρων υποστηρίζουν τη Χρυσή Αυγή. Δεν είναι τυχαίο ότι στην αστική τάξη τα ποσοστά τους ξεπερνούν το 20%.

Πρόσφατα, μέσα από τα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, βρήκαν την ευκαιρία οι φασίστες να ξαναβρούνε ακροατήρια και να κλιμακώσουν τους τραμπουκισμούς και τις δολοφονικές τους επιθέσεις σε ντόπιους και μετανάστες. Όμως τη Συμφωνία για το Μακεδονικό την επέβαλε το ελληνικό κεφάλαιο και το ΝΑΤΟ. Για το ελληνικό κεφάλαιο είδαμε ποια είναι η γνώμη της ΧΑ. Ποια είναι η γνώμη της όμως για το ΝΑΤΟ; «Είμαστε υπέρ του ΝΑΤΟ και πρέπει να είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις απέναντί του», απαντούν. Άρα προσκυνούν και τις ΗΠΑ και την ΕΕ, άρα υποστηρίζουν τους υπέρογκους στρατιωτικούς εξοπλισμούς που γίνονται σε βάρος της Παιδείας, της Υγείας, των μισθών και των συντάξεων. Τόσο «πατριώτες».

Όλα αυτά συγκροτούν για τη Χρυσή Αυγή (αλλά και συνολικά για την Ακροδεξιά-πάρτε για παράδειγμα το ΛΑΟΣ που συγκυβέρνησε με ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και ψήφισε το πρώτο μνημόνιο) την εικόνα μιας βαθιά συστημικής παρακρατικής δύναμης στο πλευρό των καπιταλιστών και του κράτους κι ενάντια στους εργάτες, όσο κι αν θέλει να δείξει το αντίθετο. Τους φασίστες πρέπει να τους πολεμήσουμε όχι απλά γιατί είναι ναζί ή δολοφόνοι, αλλά πρωτίστως γιατί αποτελούν το μαντρόσκυλο των αφεντικών, γιατί στέκονται απέναντι στα συμφέροντα της εργατικής τάξης, του απλού λαού, γιατί είναι εχθρικοί απέναντι στα συνδικάτα, την Αριστερά και γενικά σε οτιδήποτε θυμίζει εργατική αντίσταση κι οργανωμένη πάλη απέναντι στο κεφάλαιο (και δεν είναι λίγες φορές που εργαζόμενοι σε κινητοποιήσεις κατήγγειλαν ακόμα και απειλές από χρυσαυγίτες-κατά παραγγελία των αφεντικών τους).

Τον φασισμό δεν μπορούμε να τον πολεμήσουμε με τη Δεξιά του Βορίδη και του Άδωνι, σεσημασμένων ακροδεξιών που ξερνούν συστηματικά ρατσισμό κι εθνικισμό. Άλλωστε οι επίσημες προσπάθειες «ανασύνθεσης» Δεξιάς-Ακροδεξιάς έχουν γίνει γνωστές από το 2013, τότε που δημοσιογράφοι υποστήριζαν τη δημιουργία μιας «σοβαρής ΧΑ για συνεργασία με τη ΝΔ» κι έπειτα με τις «αδελφικές» σχέσεις των Μπαλτάκου-Κασιδιάρη που ξεσκεπάστηκαν μετά τη δολοφονία Φύσσα. Αυτή η ιστορία «συντροφικών δεσμών» συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τοπικό παράδειγμα είναι η συνεργασία τοπικών στελεχών της Δεξιάς, της Εκκλησίας, του Δήμου και των ΜΜΕ µε ακροδεξιούς, χουντικούς, πρώην και νυν Χρυσαυγίτες, όπως στην Πτολεµαΐδα και πρέπει να καταδικαστεί απερίφραστα πολιτικά και στις κάλπες.

Όµως ο φασισμός δεν μπορεί να καταπολεμηθεί και από δυνάμεις όπως ο «ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία». Κανένας αντιφασιστικός πόλος δεν µπορεί να επικαλείται την αναγκαιότητα των απάνθρωπων στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους πρόσφυγες στα νησιά του Αιγαίου ή των επιχειρήσεων των ΜΑΤ (ένοπλη αστυνομία) ενάντια στους πρόσφυγες, ή των κλειστών συνόρων, όπως κάνει η σημερινή κυβέρνηση. Το κυβερνητικό στρατόπεδο είναι υπεύθυνο σήμερα για τον θεσμικό ρατσισμό, τη νομιμοποίηση των Ναζί (κοινές εμφανίσεις στελεχών τους) και την καθυστέρηση της δίκης τους και πρέπει να τιμωρηθεί εξίσου.

Για να καταπολεμηθεί ο φασισμός χρειάζεται η μέγιστη συσπείρωση αριστερών κι αντιφασιστικών δυνάμεων, η κοινή δράση στον δρόμο και η μαζική συμμετοχή των απλών ανθρώπων που δηλώνουν δημοκράτες και αντιφασίστες-αντιφασίστριες. Ο µόνος «προοδευτικός» πόλος που µπορεί να συγκροτηθεί απέναντι σε ακροδεξιούς και φασίστες, είναι αυτός της αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες, της αντίστασης στις ρατσιστικές πολιτικές της ΕΕ και της Ελλάδας και της διεκδίκησης για ανοιχτά σύνορα και ελεύθερη µετακίνηση των θυµάτων της φτώχειας και του πολέµου.

Οι επερχόμενες εκλογικές μάχες είναι μια ευκαιρία για ένα ξεκάθαρο ΟΧΙ στον φασισμό, τον ρατσισμό, τον εθνικισμό και τον πόλεμο. Ένα ΟΧΙ που πρέπει να στηρίξουμε με όλες μας τις δυνάμεις ενισχύοντας την Αριστερά, μαυρίζοντας και φροντίζοντας για την μέγιστη αποδυνάμωση της Ακροδεξιάς στις κάλπες του Μαΐου.




Ο δήμαρχος Άρης Βασιλόπουλος και το «πείραμα της Φιλαδέλφειας»

Η θεαματική μετατόπιση ενός πολιτικού αποστάτη από την αντικαπιταλιστική αριστερά ως την αγκαλιά του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ και τον άκρατο παραγοντισμό. Ή αλλιώς, η «λογική» του κατήφορου είναι ο πάτος…

Των Πάνου Κοσμά – Βασίλη Παπακώστα

Πέντε χρόνια πριν, τέτοια περίοδο, στη Ν. Φιλαδέλφεια ο Άρης Βασιλόπουλος κατέβαινε υποψήφιος δήμαρχος, επικεφαλής δημοτικής παράταξης της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, προερχόμενος ο ίδιος από συλλογικότητα της επαναστατικής αριστεράς. Από τότε «έτρεξε πολύ νερό κάτω από τη γέφυρα», ώστε σήμερα ο Άρης Βασιλόπουλος να έχει προσχωρήσει ανερυθρίαστα στη λογική της ατομικής καριέρας και στις πρακτικές της αγοράς και του παραγοντισμού. Με τα αριστερά στελέχη της παράταξής του να αποχωρούν μαζικά και με ατράνταχτες «αποδείξεις» προσχώρησης στην πολιτική του, ο Άρης Βασιλόπουλος εντυπωσίασε τόσο πολύ τους σκάουτερ του ΣΥΡΙΖΑ ώστε έγινε η επίσημη επιλογή του στις εκλογές της 26ης Μαΐου. Πρόκειται για μια τυπική ιστορία πολιτικής αποστασίας, και μάλιστα από τις πιο ευτελείς που γνωρίζουμε. Για την οποία, ωστόσο, οι υπογράφοντες αυτό το κείμενο -και πολλοί/ές άλλοι/ες που συμμερίζονται όσα γράφονται εδώ- αισθάνονται ότι έχουν το καθήκον να μιλήσουν δημόσια. Για το ίδιο το γεγονός, για τα πολιτικά διδάγματα που εξάγονται, για τις δικές τους ευθύνες.

……………………………………………..

Την απόφαση να προταθεί ως υποψήφιος ο Άρης Βασιλόπουλος, πήρε μέσα από τις συλλογικές της διαδικασίες η πολιτική οργάνωση ΚΟΚΚΙΝΟ, συλλογικότητα της επαναστατικής αριστεράς. Οι υπογράφοντες αυτό το κείμενο ήταν μέλη της και μέλη του κεντρικού της οργάνου.

Υποστηρίξαμε τότε με πάθος το σχέδιο μιας πολιτικής παρέμβασης στη Ν. Φιλαδέλφεια στο οποίο μεταξύ μας δώσαμε τον κάπως επικό χαρακτηρισμό «πείραμα της Φιλαδέλφειας». Σε τι συνίστατο αυτό; Στο να δοθεί η μάχη των δημοτικών εκλογών με επικεφαλής στέλεχος της επαναστατικής αριστεράς -και μάλιστα με σοβαρή την πιθανότητα κατάληψης της δημαρχίας-, ώστε να υπάρξει ένα άλλο, αντικαπιταλιστικό «υπόδειγμα» παρέμβασης και πολιτικής στην τοπική αυτοδιοίκηση. Δεν είχαμε αυταπάτες, ούτε εμείς ούτε ο Άρης Βασιλόπουλος: το πολιτικό μας σχέδιο ήταν αναπόφευκτα συγκρουσιακό. Γνωρίζαμε ότι η τοπική αυτοδιοίκηση μόνο «αυτοδιοίκηση» δεν είναι. Ότι αποτελεί τοπικό και περιφερειακό γρανάζι του κράτους. Ότι όχι μόνο το ασφυκτικό μνημονιακό πλαίσιο, αλλά επίσης το πλαίσιο καταναγκασμών της Ε.Ε. και της νεοφιλελεύθερης «κανονικότητας» γενικότερα, δεν άφηναν κανένα περιθώριο για αυταπάτες περί «ριζοσπαστικής» διαχείρισης της δημοτικής εξουσίας υπέρ των εργαζόμενων τάξεων. Ότι μια δημοτική αρχή αποφασισμένη να υλοποιήσει ένα τέτοιο σχέδιο θα κινούνταν αναγκαστικά στα όρια ή και πέρα από τα όρια της μνημονιακής και νεοφιλελεύθερης «νομιμότητας». Ότι όχι απλώς θα ήταν αναγκασμένη να δώσει μάχες ενάντια σε αυτή τη «νομιμότητα», αλλά θα έπρεπε να την παραβεί ανοιχτά και δημόσια, έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο: να καθαιρεθεί ή και να παραιτηθεί αρνούμενη να συμμορφωθεί με αυτήν.      

Είχαμε πλήρη συνείδηση ότι η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου απαιτούσε εξαιρετική πολιτική αντοχή και «μέταλλο». Ότι θα δεχόμασταν, όσοι καλούμαστε να υλοποιήσουμε ένα τέτοιο σχέδιο αλλά ακόμη περισσότερο ο επικεφαλής της προσπάθειας Άρης Βασιλόπουλος, τρομακτικές πιέσεις.

Γνωρίζαμε επίσης ότι η σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ θα μας έφερνε αντιμέτωπους με μεγάλα προβλήματα. Όχι καθαυτό το γεγονός ότι το ΚΟΚΚΙΝΟ ήταν συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι για το οποίο είχαμε πάρει τις καθαρές μας αποφάσεις να μη μας εκτρέψει για κανένα λόγο και στο όνομα κανενός κόστους από το πολιτικό μας σχέδιο, αλλά το γεγονός ότι η παράταξη της οποίας τέθηκε επικεφαλής ο Άρης Βασιλόπουλος συγκροτήθηκε βασικά από δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ – με ισχυρή πάντως την παρουσία αριστερών και αντικαπιταλιστικών τάσεων. Το γεγονός ότι στη Νέα Φιλαδέλφεια υπήρχε μια σπάνια εκδοχή αριστερού/αντικαπιταλιστικού συσχετισμού μέσα και στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα πλεονέκτημα, που ωστόσο γνωρίζαμε ότι δεν θα μας προφύλασσε από το να εκδηλωθούν με ένταση αυτά τα προβλήματα.  

Υπ’ αυτούς τους όρους, το «πείραμα της Φιλαδέλφειας» όπως το είχαμε σχεδιάσει (και ως εκεί που μπορούσαμε να το σχεδιάσουμε), είχε πράγματι το χαρακτήρα μιας πολιτικής αποκοτιάς και πιθανότατα μια υπερβολική δόση βολονταρισμού. Μια μικρή οργάνωση της επαναστατικής αριστεράς αποφάσιζε να βγάλει γλώσσα σε υπέρτερους και με μακροχρόνια πείρα μηχανισμούς της τοπικής εξουσίας, της κεντρικής πολιτικής σκηνής και της επιχειρηματικότητας. Η πορεία των εξελίξεων το επιβεβαίωσε. Ο συνολικός συσχετισμός δύναμης έκανε υποχρεωτικό να «πεταχτούμε έξω» από το «παιχνίδι», με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αργά ή γρήγορα. Ωστόσο, αυτό από μόνο του δεν θα ακύρωνε τη σημασία ούτε το μήνυμα του «πειράματος». Εξάλλου, όταν τα σχεδιάζαμε όλα αυτά (φθινόπωρο του 2013 με αρχές του 2014) ήταν ακόμη ανοιχτή η κατεύθυνση των γενικών πολιτικών εξελίξεων – και γνωρίζαμε ότι ο γενικός συσχετισμός δύναμης θα απέβαινε καθοριστικός και για το πολιτικό μας εγχείρημα στη Ν. Φιλαδέλφεια.

Αναλάβαμε λοιπόν το ρίσκο να μπούμε σε μια μάχη που έμοιαζε και ήταν άνιση. Έχοντας ακλόνητη πεποίθηση ότι η επαναστατική αριστερά μπαίνει στις μάχες και φτάνει μέχρι εκεί που μπορεί, επενδύοντας στο δυναμικό και άδηλο στοιχείο της ταξικής πάλης και των συσχετισμών δύναμης – με πλήρη συνείδηση ότι αυτό έχει ασφαλώς και μεγάλα ρίσκα.

Φυσικά, δεν θα μπορούσαμε καν να διανοηθούμε ένα τέτοιο «πείραμα» αν ο κόσμος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην περιοχή δεν μας έσπρωχνε και δεν μας στήριζε στο να αναλάβουμε την πολιτική ευθύνη. Η αριστερή δυναμική ήταν τόσο ώριμη, ώστε η άρνηση να μπούμε επικεφαλής θα ισοδυναμούσε -και θα εκλαμβανόταν- με φυγομαχία, και μάλιστα με διαλυτικά αποτελέσματα.

 

Όταν ξεκίνησε η αποστασία

Μπήκαμε λοιπόν στη μάχη αναλαμβάνοντας όλα τα ρίσκα και τους κινδύνους της, βέβαιοι για ένα πράγμα: ότι θα ήμασταν καθαροί και ανυποχώρητοι στους στόχους μας, φτάνοντας μέχρις εκεί που ο τοπικός και ο συνολικός συσχετισμός δύναμης θα επέτρεπε αλλά κρατώντας τις «σημαίες» μας ακηλίδωτες. Βρεθήκαμε όμως από την πρώτη στιγμή στη δεινή θέση να παλεύουμε όχι απλώς ενάντια στις ποικίλες δυνάμεις του αστικού/μνημονιακού συστήματος και του Συριζικού ρεφορμισμού, αλλά και ενάντια… στον υποψήφιο και στη συνέχεια δήμαρχο που με απόφαση της οργάνωσής μας είχαμε ορίσει: τον Άρη Βασιλόπουλο!

Η πολιτική αποστασία του Άρη Βασιλόπουλου δεν είναι λιγότερο ντροπιαστική από την πολιτική προδοσία του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2015. Έχει μάλιστα μεγάλες και απροσδόκητες αναλογίες με αυτήν όσον αφορά τα στοιχεία της πολιτικής παθογένειας που τη διακρίνουν.

Τα «συμπτώματα» άρχισαν να εκδηλώνονται από την πρώτη μέρα ύστερα από τον ορισμό του σε επικεφαλής της παράταξης και υποψήφιο δήμαρχο. Το «εγώ» και οι προσωπικές προοπτικές όχι μόνο βγήκαν στην επιφάνεια από πολύ νωρίς, αλλά γίνονταν μέρα με τη μέρα καθοριστικά. Με βάση το άλλοθι «είμαι υποψήφιος μιας παράταξης που στηρίζεται πολιτικά από τον ΣΥΡΙΖΑ», αυτονομήθηκε από την επόμενη κυριολεκτικά μέρα από το συλλογικό σχέδιο της οργάνωσής του και άρχισε να μιλά και να πράττει σαν ξεσκολισμένος ρεφορμιστής – συχνά μάλιστα ούτε καν αριστερός:

  • Ανακάλυψε ξαφνικά τις αρετές της «μαζικής πολιτικής», που βεβαίως την ταύτισε με την πολιτική που θα αύξαινε τις πιθανότητες της εκλογής του. Τα ριζοσπαστικά και αντικαπιταλιστικά στοιχεία του προγράμματος δεν είχαν βέβαια τέτοια χρησιμότητα και γι’ αυτό άρχισαν να «στρογγυλεύονται» συστηματικά. Η σχέση «πρώτα παλεύουμε για το πρόγραμμά μας και για ένα αντικαπιταλιστικό υπόδειγμα πολιτικής και ύστερα -και στη βάση αυτή- μας ενδιαφέρει το εκλογικό ‘‘σκορ’’» αντιστράφηκε: το πρόγραμμα έπρεπε να προσαρμοστεί έτσι ώστε να αυξάνει τις πιθανότητες της εκλογής – μια τυπικά ρεφορμιστική άποψη και στάση, μεταξύ άλλων λαθεμένη ακόμη και από την άποψη των εκλογικών σκοπιμοτήτων. Ανακάλυψε τη «μαζική απεύθυνση» σε μια γλώσσα και έναν πολιτικό λόγο με γενικούρες και εύπεπτα στερεότυπα – «τεχνοτροπίας» Συνασπισμού και σοσιαλδημοκρατίας.
  • Άρχισε να οργανώνει το «επιτελείο» του αποξενώνοντας στελέχη που γνώριζε ότι όχι μόνο δεν θα επικροτούσαν μια τέτοια θεαματική αλλαγή ρότας αλλά θα αντιστέκονταν σε αυτήν – αρχίζοντας από στελέχη της ίδιας του της οργάνωσης! Προσεταιρίστηκε «κατάλληλους» ανθρώπους, από τον προσωπικό του κύκλο και από στελέχη της παράταξης που εκτιμούσε πως θα αναγνωρίσουν το απόλυτο «διευθυντικό» του δικαίωμα. Έφτιαξε συμμαχίες με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και ανέπτυξε με ζήλο την προσωπική «μυστική διπλωματία». Έκανε τα πάντα ώστε να «χειραφετηθεί» από την οργάνωσή του (από την οποία ουσιαστικά αποχώρησε σε ελάχιστες βδομάδες) και από τον αντικαπιταλιστικό συσχετισμό που υπήρχε στη δημοτική παράταξη της οποίας τέθηκε επικεφαλής. Δεν ήταν εύκολο, γιατί αυτός ο συσχετισμός ήταν υπαρκτός και αρκετά ισχυρός – γι’ αυτό και έγινε κατά φάσεις, με μπρος και πίσω και βέβαια μέσα από πολλές συγκρούσεις.
  • Για όλα αυτά, επέλεξε -κατά περίπτωση ή και συστηματικά- τις κατάλληλες συμμαχίες μέσα στην παράταξη αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ. Στο πλαίσιο της συστηματικής μετατόπισης δεξιά, αναγκάστηκε να «ανεχτεί» και αριστερούς συντρόφους του, αλλά μόνο μέχρι να δημιουργήσει τους όρους ώστε να ξεφορτωθεί και αυτούς μέσα από μια αργόσυρτη διαδικασία.


Όλες αυτές οι τεχνικές «μαζικής πολιτικής» και προσωποπαγούς οργανωτικού ελέγχου έχουν ανατριχιαστικές αναλογίες με τις τεχνικές του Αλέξη Τσίπρα και της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία της δεξιάς στροφής και της αυτονόμησης της ηγεσίας από κάθε συλλογικό έλεγχο. Είναι φυσικό: οι ιδέες και πρακτικές αυτές δεν προέκυπταν από καμιά προηγούμενη πείρα ή παρακαταθήκη του ίδιου, της οργάνωσής του και του χώρου της επαναστατικής αριστεράς γενικότερα – πώς θα μπορούσε άλλωστε. Ούτε φυσικά ήταν προϊόν πολιτικής… υπνοπαιδείας ή θείας επιφοίτησης. Ήταν απλώς πολιτικά δάνεια από το ρεφορμισμό. Ήταν απόφαση για αλλαγή πολιτικού στρατοπέδου. Και αυτή όμως δεν ήταν εντελώς ειλικρινής: βαθύτερα, η απόφαση ήταν για στροφή στον προσωπικό καριερισμό. Ο Άρης Βασιλόπουλος δεν αποφάσισε να προσχωρήσει σε κάποιο ρεφορμιστικό σύστημα ιδεών ή στο μηχανισμό ενός ρεφορμιστικού κόμματος, απλώς αποφάσισε να «λύσει τα σχοινιά» και να ανοιχτεί στο αρχιπέλαγος του προσωπικού καριερισμού. Δεν επρόκειτο λοιπόν για εκδήλωση ιδεολογικής και πολιτικής μετατόπισης, αλλά για εκδήλωση κυνισμού. Οι μετέπειτα εξελίξεις, ιδιαίτερα οι πλέον πρόσφατες, το αποδεικνύουν περίτρανα.
 

 

Η υπόθεση με το γήπεδο της ΑΕΚ

Η υπόθεση του γηπέδου της ΑΕΚ στη Ν. Φιλαδέλφεια αποτέλεσε μια εμβληματική μάχη για τη ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά – εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ. Η μάχη ενάντια σε επιχειρηματικά συμφέροντα που επιχειρούν να αλώσουν έναν δήμο και μια περιοχή όχι μόνο με τα μέσα της πολιτικής διαπλοκής, αλλά και με ωμή βία, η οποία έφτασε στην απαγόρευση έκφρασης κάθε διαφορετικής άποψης και κατέληξε στο κλείσιμο αυτοδιαχειριζόμενων χώρων της περιοχής όπως η Στρούγκα και η Λαϊκή Συνέλευση. Καθόλου τυχαία, αυτή η μάχη κεντρικοποιήθηκε και έγινε μάχη αναφοράς για ολόκληρη την αντικαπιταλιστική αριστερά, αλλά και τμήματα του αναρχικού χώρου. Ήταν η εποχή που κορυφαίοι επιχειρηματίες, τυπικοί εκπρόσωποι της «μαύρης επιχειρηματικότητας», επιχειρούσαν την εξ εφόδου κατάληψη δημαρχιών για να προωθήσουν καλύτερα τις «δουλειές» τους: Μαρινάκης-Μώραλης στον Πειραιά, Μπέος στο Βόλο, Μελισσανίδης στη Ν. Φιλαδέλφεια. Ταυτόχρονα όμως ήταν και η εποχή κατά την οποία η ηγεσία Τσίπρα ανακάλυπτε τη σημασία της προσέγγισης με αυτούς! Το περίφημο μυστικό ραντεβού της Δούρου με τον Μαρινάκη έγινε μεσούσης της προεκλογικής περιόδου των αυτοδιοικητικών εκλογών του 2014, αλλά αυτό ήταν μόνο η κορυφή του «παγόβουνου». Παρά τις θεωρητικοποιήσεις Δραγασάκη περί αντίθεσης μεταξύ «λευκής» και «μαύρης» επιχειρηματικότητας και ανάγκης ο ΣΥΡΙΖΑ να προσεταιριστεί την πρώτη, στην πράξη η «οικονομική διπλωματία» της ηγεσίας Τσίπρα εστίασε στη δεύτερη!   

Στην πολιτική μάχη για το γήπεδο της ΑΕΚ (που δεν αφορούσε στην «ιδέα» του γηπέδου καθαυτή, αλλά στο ξεπούλημα δημόσιου χώρου, τη λεηλασία δημόσιου χρήματος και τη διάλυση μιας ολόκληρης γειτονιάς στο βωμό των επιχειρηματικών συμφερόντων μέσα από ένα όργιο πολιτικο-επιχειρηματικής διαπλοκής) η ηγεσία Τσίπρα είχε διαλέξει ήδη σύμμαχο: τον Μελισσανίδη. 

Εγκλωβισμένος σε ένα αριστερό συσχετισμό που ήταν ακόμη πολύ νωρίς για να αποτινάξει, ο Άρης Βασιλόπουλος… εγκλωβίστηκε και εκών άκων έγινε σύμβολο αυτής της μάχης. Η πραγματικότητα όμως είναι πως όχι μόνο δεν ήταν ο ηγέτης της, αλλά αντίθετα έκανε ό,τι μπορούσε για να υπάρξει ο συμβιβασμός με τα επιχειρηματικά συμφέροντα που προωθούσε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Συμμετείχε γι’ αυτό το σκοπό σε διαβουλεύσεις με εκπροσώπους των επιχειρηματικών συμφερόντων και στελέχη της ηγεσίας ΣΥΡΙΖΑ και έδωσε μάχες στη Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ και στον τοπικό ΣΥΡΙΖΑ υπέρ σχεδίων «συμβιβασμού». Χάρη στον πρωταγωνιστικό ρόλο της οργάνωσής του (την οποία είχε ήδη εγκαταλείψει) και σε ένα ευρύτερο αριστερό συσχετισμό, δεν κατάφερε να τις κερδίσει. Ο Άρης Βασιλόπουλος «χειραφετήθηκε» οριστικά από αυτόν το «βραχνά» μόνο ύστερα από τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και αφού η κυβέρνηση και η Περιφέρεια διασφάλισαν με φωτογραφικές νομοθετικές ρυθμίσεις τη νομιμοποίηση της κατασκευής του γηπέδου.

 

Η πολιτική στο δήμο

Όσον αφορά την πολιτική στο δήμο, αυτή σε συμβολικό επίπεδο είχε προδιαγραφεί ήδη από το βράδυ της εκλογικής νίκης του 2014, όταν άνθρωποι του νεοεκλεγέντος δημάρχου αλλά και ο ίδιος προσωπικά «απαγόρευαν» σε στελέχη της οργάνωσής του και της Αριστεράς να πανηγυρίζουν με τις κόκκινες σημαίες – ήταν από τότε σίγουρο ότι ο Άρης Βασιλόπουλος δεν θα γινόταν ένας δήμαρχος που θα τιμούσε την Αριστερά.

Η επιτομή της αντίληψής του ήταν σαφής και απλή: μέσα στο υπάρχον πλαίσιο καταναγκασμών, η Αριστερά μόνο «χρηστή διαχείριση» μπορεί να κάνει – και να καταγράψει έτσι με τις συστημικές δυνάμεις μια διαφορά «πολιτικού ήθους». Όταν μινιμάρεις τους πολιτικούς στόχους σε αυτόν, είναι βέβαιο πως ούτε αυτόν στο τέλος δεν θα υπηρετήσεις…

Όπως και έγινε, αφού υπό την ηγεσία του:

  • Παραχωρήθηκε κατά παράβαση του προγράμματος της παράταξης σε ιδιωτική εκμετάλλευση το Ηρώδειο πάρκο.
  • Έμεινε ατιμώρητη επίθεση και χειροδικία προϊσταμένου εις βάρος του τότε προέδρου του σωματείου χάριν της «εύρυθμης» λειτουργίας των υπηρεσιών.
  • Κατέβηκαν αντιμνημονιακά πανό αριστερής παράταξης του σωματείου για χάρη της… αισθητικής του χώρου.
  • Υπήρξε συμμετοχή του σε εκδήλωση για τον «εθνάρχη» Ε. Βενιζέλο που προκάλεσε την πρώτη δημόσια διαφοροποίηση με έκδοση ανακοίνωσης του υπογράφοντος δημοτικού συμβούλου.
  • Υιοθετήθηκαν οι ελαστικές σχέσεις εργασίας που επιβάλλει το μνημονιακό νομοθετικό πλαίσιο και οι επιλογές της κυβέρνησης και του κεφαλαίου χωρίς καμιά αντίσταση.
  • Δεν υπήρξε καμιά αντίδραση από μέρους του στις επιθέσεις του τοπικού Τύπου εναντίον των εργαζομένων και του προέδρου του σωματείου.
  • Η μάχη ενάντια στη διαπλοκή και το τοπικό κατεστημένο, που υποτίθεται ότι αποτελούσε σημαία της παράταξής του, όταν έφτασε η ώρα των αποδείξεων, ξεχάστηκε! Συγκεκριμένα, όταν έφτασε στο ακροατήριο υπόθεση στην οποία εμπλέκονταν αιρετοί της παλιάς διοίκησης για το ζήτημα μεγαλο-οφειλέτη του δήμου, ω του θαύματος, οι δικηγόροι του δήμου -νομική υπηρεσία και ιδιώτες- ξέχασαν να προσκομίσουν τα νομιμοποιητικά τους έγγραφα (!!!) με αποτέλεσμα να αποβληθούν από τη διαδικασία. Η κατάληξη πλέον ήταν δεδομένη…
  • Ενώ πρώτη πράξη της διοίκησής του ήταν η αποβολή από το κυλικείο του νεκροταφείου μεγαλοοφειλέτη του δήμου, τελευταία πράξη ήταν η επανεγκατάστασή του με τρόπο που αφήνει -τουλάχιστον- πολλά ερωτηματικά.

                              

Και ο κατάλογος δεν έχει τέλος…

Φυσικά, όταν τέτοια δείγματα πολιτικής περίσσεψαν, είναι προφανές ότι δείγματα αντικαπιταλιστικής πολιτικής, ακόμη και αριστερής αγωνιστικότητας, έλειψαν παντελώς…

 

Πέντε χρόνια μετά: η κατάντια

Είναι αλήθεια ότι ισχύει και στην πολιτική πως ο κατήφορος δεν έχει πάτο. Ο Άρης Βασιλόπουλος δεν κατάφερε να διαψεύσει τη λαϊκή θυμοσοφία… «Χειραφετημένος» από κάθε συλλογικό σχέδιο, έχοντας κερδίσει με διαρκή «πραξικοπήματα» και τετελεσμένα την αυτονόμησή του από τα συλλογικά όργανα της δημοτικής παράταξης και τον ευρύτερο αριστερό συσχετισμό που στήριξε την εκλογή του και στη συνέχεια και μέχρι σήμερα έδωσε σκληρές μάχες, απαλλαγμένος από τα αριστερά «βαρίδια», καριερίστας και κυνικός πλέον (αφού είχε αποξενωθεί από οποιαδήποτε άλλη πηγή έμπνευσης), εφάρμοσε τη γνωστή τακτική όλων των δημοτικών «αρχόντων» (βλαχοδημάρχων) όταν πλησιάζει η ώρα της επανεκλογής τους: «επένδυση» των ρευστών διαθεσίμων του δήμου σε έργα βιτρίνας της τελευταίας στιγμής με σκοπό την επανεκλογή του. Μέσα από αυτή τη διαδρομή, ξεπέρασε κάθε ηθική αναστολή. Στο τέλος, αναπόφευκτα, ο Άρης Βασιλόπουλος βρέθηκε εγκαλούμενος δημόσια από τους στενότερους συνεργάτες του και στυλοβάτες της παράταξης για ζητήματα ηθικής τάξης…

Όσον αφορά τη νέα του υποψηφιότητα για τις εκλογές του Μαΐου, ο ισχυρισμός του ότι είναι ανεξάρτητος που στηρίζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ και… όποιον άλλο έχει την ευχαρίστηση, είναι απλώς αστείος και ανάξιος αντίκρουσης.

 

ΟΧΙ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ – ΟΧΙ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΣ!

Οι μάχες που δόθηκαν στη δημοτική παράταξη και μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, έμειναν σε μεγάλο βαθμό εσωτερικές. Έτσι, ο Άρης Βασιλόπουλος είναι ακόμη ευρύτερα γνωστός στο «λαό της Αριστεράς» σαν ο δήμαρχος που όρθωσε το ανάστημα απέναντι στον Μελισσανίδη. Η δημόσια τοποθέτησή μας λοιπόν υπακούει καταρχήν στην ανάγκη να πούμε ότι -δυστυχώς- ο Άρης Βασιλόπουλος δεν είναι κάποιος που δίνει μάχες για το «λαό της Αριστεράς» και τον κόσμο της εργασίας. Δεν είναι πλέον δικός μας. Είναι ένας καριερίστας χωρίς αρχές που -καθόλου τυχαία- απολαμβάνει τη στήριξη του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ. Έχουμε λοιπόν υποχρέωση, για όσα κάνει και εκπροσωπεί πλέον, να διακηρύξουμε: ΟΧΙ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ – ΟΧΙ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΣ!  

  

Διδάγματα και αυτοκριτική

Στο πέρασμα των δεκαετιών και πριν από τον Άρη Βασιλόπουλο, πολλές «καλές ψυχές» και στελέχη της Αριστεράς ναυάγησαν και «κατάντησαν» με ανάλογο ή και χειρότερο τρόπο. Με αυτή την έννοια, η πολιτική αποστασία και η πολιτική «κατάντια» του Άρη Βασιλόπουλου δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, όταν -για να μιλήσουμε με ένα τωρινό παράδειγμα- ο Τάκης Θεοδωρικάκος είναι ο στρατηγικός αναλυτής του Μητσοτάκη. Θα ήταν όμως φτηνή πολιτική υπεκφυγή εκ μέρους μας να αναζητήσουμε άλλοθι σε ένα τέτοιο γενικόλογο αφορισμό. Για την επαναστατική αριστερά είναι όχι μόνο ζήτημα πολιτικής ευθύνης και ήθους αλλά και υπαρξιακή ανάγκη η εξαγωγή συμπερασμάτων και η αυτοκριτική – για να διορθωνόμαστε και να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Θα τελειώσουμε λοιπόν ακριβώς έτσι.

Είναι φανερό ότι μια τέτοια ακαριαία και θεαματική «χειραφέτηση» από την πολιτική συλλογικότητα που τον όρισε επικεφαλής ενός τέτοιου εγχειρήματος, δεν ήταν παρά η αποκάλυψη ενός πολιτικού «χαρακτήρα» και μιας στράτευσης στην επαναστατική αριστερά που ήταν επιδερμική και «τελετουργική». Δυστυχώς, για το χαρακτήρα της πολιτικής στράτευσης όλων μας δεν είναι ασφαλή τεκμήρια η μακροχρόνια παραμονή στις οργανώσεις μας ούτε το ταλέντο να αποστηθίζεις πολιτικές και θεωρητικές θέσεις. Όλα αυτά χωρίς πραγματικό «μέταλλο», χωρίς σταθερότητα και πραγματική αφοσίωση στην υπόθεση και -κυρίως- χωρίς το τεκμήριο πραγματικών δοκιμασιών στη ζωή και την ταξική πάλη, υπάρχει ο κίνδυνος τη στιγμή μιας πραγματικής δοκιμασίας να αποδειχτούν άνευ σημασίας. Δυστυχώς ο Άρης Βασιλόπουλος μας θύμισε με σοκαριστικό τρόπο αυτές τις αλήθειες. Έχουμε λοιπόν τεράστιες ευθύνες, όχι βέβαια για τις πράξεις του Άρη Βασιλόπουλου, αλλά για το γεγονός ότι τόσο επιπόλαια, χωρίς να το βασανίσουμε και χωρίς «εγγυήσεις», τον επιλέξαμε ως επικεφαλής.

Σε ένα οριακά βολονταριστικό εγχείρημα όπως αυτό που αναλάβαμε το 2014, ήταν τα «κότσια» και η πολιτική αφοσίωση του επικεφαλής που θα έπρεπε να είναι εγγύηση ενάντια στις αρνητικές διακυμάνσεις του συσχετισμού δύναμης. Έχοντας λαθέψει τόσο θεαματικά και τραγικά ταυτόχρονα σε αυτό, φτάσαμε στο αντίθετο: να προσπαθούμε μέσω του αριστερού συσχετισμού δύναμης να βάλουμε φρένο στη διαρκή και συστηματική δεξιά διολίσθηση του επικεφαλής.

Γενικότερα, ωστόσο, η ταχύτητα και η ευκολία με την οποία ο Άρης Βασιλόπουλος υλοποίησε την πολιτική του αποστασία είναι δείκτης αδυναμίας της τότε οργάνωσής μας – σε παλιότερες εποχές, με άλλους «δείκτες» σφυρηλάτησης των στελεχών της επαναστατικής αριστεράς, κάτι τέτοιο είτε θα ήταν αδιανόητο είτε θα επέφερε μεγάλα κόστη στον αποστάτη. Το συμπέρασμα είναι πως πρέπει να έχουμε πάντα συνείδηση ότι καθώς έχουμε απομακρυνθεί σχεδόν μισό αιώνα από την τελευταία επαναστατική απόπειρα στην Ευρώπη, η επαναστατική αριστερά έχει σε μεγάλο βαθμό απομακρυνθεί από δοκιμασίες της ταξικής πάλης και βιώματα που τη σφυρηλατούσαν πραγματικά ως τέτοια. Είναι πλέον πολύ περισσότερο απ’ όσο θα θέλαμε «επαναστατική αριστερά στα λόγια», επειδή το διακηρύσσει και σε συνθήκες που δεν έχει τη δυνατότητα να το «αποδείξει». Το δεύτερο λοιπόν δίδαγμα είναι πως, δεδομένων των προηγούμενων, πρέπει να «μετράμε» διπλά και τριπλά τις προϋποθέσεις για να αναλάβουμε πολιτικά εγχειρήματα δύσκολα και ακόμη περισσότερο «οριακά» (με την έννοια που το ορίσαμε στην αρχή του κειμένου) όπως αυτό που αναλάβαμε εμείς το 2014.          

Αυτά όμως είναι διδάγματα για όσους/ες συνεχίζουν από το ίδιο μετερίζι και δεν μεταλλάσσονται πολιτικά στο πέρασμα του χρόνου ανακαλύπτοντας τις «χαρές» της προσωπικής «αποκατάστασης». Τα «δίδακτρα» ήταν -δυστυχώς- πανάκριβα, αλλά πήραμε το μάθημά μας! Για τις μάχες που έρχονται…

Σημειώσεις:

1. Η σχετική ανακοίνωση του σωματείου:




Αντλώντας διδάγματα από την ιστορία της αντίστασης: 13 χρόνια μετά το ξέσπασμα του τελευταίου μεγάλου φοιτητικού κινήματος

Αλέξης Λιοσάτος,
υποψήφιος περιφερειακός σύμβουλος ΠΕ Κοζάνης με την «Αριστερή Συμπόρευση για την Ανατροπή στη Δ.Μακεδονία»

Το 2004 η κυβέρνηση της Δεξιάς ερχόταν με αυτοπεποίθηση για να ολοκληρώσει την επίθεση στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα, που άνοιξαν οι κυβερνήσεις Σημίτη. Ο πρωθυπουργός Καραμανλής πλασαριζόταν από τα ΜΜΕ ως ο «πρωθυπουργός της δεκαετίας». Η κυβέρνηση προχώρησε άμεσα σε αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις (κατάργηση 8ώρου, ασφαλιστικό, ιδιωτικοποιήσεις…). Η πρώτη αντίσταση στη ΝΔ ήρθε από τα κάτω. Τραπεζοϋπάλληλοι, ναυτεργάτες, λιμενεργάτες κ.ά. προχώρησαν σε απεργίες διαρκείας, έφθειραν, αλλά δεν απείλησαν την κυβέρνηση, που αποφάσισε να επιτεθεί στο χώρο της εκπαίδευσης.

Ήταν χοντρό στοίχημα με συμβολική και πραγματική αξία:

α) Η ελληνική εκπαίδευση είχε καθυστερήσει να «εναρμονιστεί» με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που ίσχυε στην ΕΕ και αλλού και το κεφάλαιο αντιμετώπιζε την εκπαίδευση ως ένα λαμπρό πεδίο μείωσης κρατικών δαπανών, κερδοφορίας και ιδεολογικής πειθάρχησης του πληθυσμού.

β) Στην εκπαίδευση συγκεντρώνονταν οι μεγαλύτερες δυνάμεις της Αριστεράς και της αντίστασης, με δύο νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις να έχουν ήδη καταρρεύσει από μαζικά κινήματα καταλήψεων και διαδηλώσεων (νόμος Κοντογιαννόπουλου 1991, νόμος Αρσένη 1998).

Έχοντας ήδη περάσει νόμους στην κατεύθυνση ιδιωτικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης («αξιολόγηση», «Δια βίου εκπαίδευση» κ.ά), στις αρχές του 2006 με τη συναίνεση του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να πάει σε μετωπική σύγκρουση. Δύο ήταν οι αιχμές της σύγκρουσης:

α) Η αναθεώρηση του Συντάγματος, που περιλάμβανε μέτρα κατεδάφισης του κοινωνικού κράτους, όπως άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο, άρση προστασίας δασικών εκτάσεων από οικοπεδοφάγους κλπ, κυρίως όμως το θέμα «ταμπού» ως τότε, το άρθρο 16, που καθιστά συνταγματική υποχρεώση τη Δημόσια Δωρεάν Παιδεία για όλους και απαγορεύει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων.

β) Ο νέος νόμος πλαίσιο, που προέβλεπε: Όποιος φοιτητής/τρια κόβεται 3 φορές σε ένα μάθημα διαγράφεται από το πανεπιστήμιο, τα δωρεάν συγγράμματα καταργούνται, όποιος καθυστερεί 2 χρόνια τις σπουδές του εκδιώκεται, οι σχολές αποκτούν μάνατζερ προς επιβολή χορηγών και διδάκτρων, το άσυλο (κατάκτηση της εξέγερσης του Πολυτεχνείου που απαγόρευε την είσοδο της αστυνομίας στους πανεπιστημιακούς χώρους) καταργείται. Βασικός στόχος του κεφαλαίου και των κομμάτων του στην Ελλάδα ήταν η εισβολή των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων στα δημόσια πανεπιστήμια, η επιβολή διδάκτρων, η εξίσωση ιδιωτικών κολλεγίων με τα πανεπιστήμια για να αυξήσουν τα κέρδη τους οι κολλεγιάρχες. Η βάση του 10, που καθιερώθηκε επίσης το 2006 στα σχολεία, θα εξασφάλιζε την πελατεία στους κολλεγιάρχες από τα παιδιά όσων οικογενειών θα μπορούσαν να αντέξουν το οικονομικό βάρος.

Παρά το πρωτοφανές μέγεθος της επίθεσης, η Αριστερά στα ΑΕΙ-ΤΕΙ κινήθηκε σαν να μην πίστευε ότι υπήρχαν οι όροι για μαζική και νικηφόρα μάχη, ακόμα κι όταν οι πανεπιστημιακοί καθηγητές (ΠΟΣΔΕΠ) έδωσαν το έναυσμα και προχώρησαν στην πρώτη πενθήμερη απεργία τον Μάρτιο του 2006. Άλλωστε για το μεγαλύτερο τμήμα της Αριστεράς οι πανεπιστημιακοί αντιμετωπίζονταν μεχρι τότε ως εχθροί και όχι ως σύμμαχοι.

Τον Μάρτη-Απρίλη 2006 ήρθε ο νικηφόρος άνεμος από τη Γαλλία: ένα γιγάντιο και αποφασιστικό κίνημα, νεολαίας κυρίως, ανέτρεψε το CPE (που στοχοποιούσε τους νέους εργαζόμενους) και οδήγησε την κυβέρνηση Σιράκ-Ντε Βιλπέν σε ταπείνωση. Το «να γίνουμε Γαλλία» έγινε σύνθημα της φοιτητικής Αριστεράς τις μέρες πριν τις εκλογές του Απριλίου, χωρίς όμως να προκύψουν κινητοποιήσεις, ενώ εκλογικά και πάλι θριάμβεψε η ΔΑΠ (ΝΔ) κι ακολούθησαν οι διακοπές του Πάσχα.

 

Η μάχη ενάντια στον νόμο πλαίσιο

Στις 6 Μαΐου 2006 διοργανώθηκε διεθνής διαδήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ στην Αθήνα, ένα ενωτικό κάλεσμα ενάντια στη λιτότητα, τον ρατσισμό και τον πόλεμο. Η διαδήλωση έγινε αφορμή για να εκδηλωθεί η οργή του κόσμου ενάντια στην κυβέρνηση. 100.000 κατέβηκαν στους δρόμους και δέχτηκαν την επίθεση των ΜΑΤ. Η ΠΟΣΔΕΠ κήρυξε απεργία διαρκείας από τις 10 Μαΐου. Ήταν τα δύο γεγονότα που ανέβασαν τη συλλογική αυτοπεποίθηση της νεολαίας με τη διαπίστωση ότι υπήρχαν οι όροι για μαζικό και νικηφόρο αγώνα. Ξέσπασαν οι πρώτες 15 καταλήψεις και δημιουργήθηκαν τα πρώτα συντονιστικά καταλήψεων. Ακόμα και τότε όμως έγινε φανερό ότι η συντριπτική πλειοψηφία της Αριστεράς δεν πίστευε πραγματικά στη δύναμη του κινήματος και στη δυνατότητα νίκης.

Η ΠΚΣ (ΚΝΕ-ΚΚΕ) στράφηκε πρώτα ενάντια στις καταλήψεις διαρκείας κι έπειτα ενάντια στη συνεργασία με την υπόλοιπη Αριστερά, δυσκολεύοντας τη δυνατότητα για αγωνιστικές αποφάσεις απέναντι στην απεργοσπαστική ΔΑΠ. Τα ΕΑΑΚ αναλώνονταν σε κοκορομαχίες και μικροηγεμονισμούς στις συνελεύσεις και περιόριζαν τον αγώνα σε «στενά» αιτήματα και προσανατολισμό, αδυνατώντας να συλλάβουν την κοινωνικοπολιτική δυναμική που γεννιόταν.

Ο παράγοντας «από τα κάτω» τα σάρωσε όλα. Παρά τις αδυναμίες της Αριστεράς, στις αρχές Ιουνίου οι καταλήψεις έγιναν 420 (πρακτικά σε όλες τις σχολές στην Ελλάδα), κάθε βδομάδα καλούνταν πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια, οι διαδηλώσεις μαζικοποιούνταν, άρχισαν να καλούν σε κινητοποιήσεις οι ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, ο αγώνας έγινε υπόθεση της κοινωνίας.

Η ορμητικότητα του αυθόρμητου και η πίστη της νεολαίας στη νίκη του αγώνα επιβάλανε την ενότητα στη δράση. Η ΔΑΠ έχασε κάστρα της, μη έχοντας το κουράγιο ακόμα και να συμμετάσχει σε πολλές συνελεύσεις. Πολλοί ΔΑΠίτες συμμετείχαν στις διαδηλώσεις και μέσα από την εμπειρία τους αποχώρησαν από την κυβερνητική παράταξη. Η ΠΑΣΠ έχασε τον έλεγχο στη βάση της, που προχώρησε σε ανταρσία απέναντι στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.  Η ΠΚΣ, σε σχολές όπου ήταν πρώτη δύναμη, βρέθηκε να καταψηφίζεται ως και πάνω από το 90% των μελών της.

Η υπόλοιπη  Αριστερά υποχρεώθηκε να βγει από τις συνήθειές της: «συμπάθησε» τους καθηγητές (που με το κύρος τους έπαιζαν ρόλο ασπίδας και «ντουντούκας» του αγώνα των φοιτητών στην κοινωνία), οργάνωσε την απεύθυνση στην κοινωνία, κάλεσε τα συνδικάτα για συμπαράσταση, εγκατέλειψε τον συντεχνιασμό και αναζήτησε κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Σε συνελεύσεις με εκατοντάδες (ενίοτε και πάνω από 1.000) ανθρώπους, ο κόσμος αποδοκίμαζε μαζικά κάθε διάθεση διαχωρισμών, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποδυνάμωση του κινήματος. Επιβλήθηκε από τα κάτω μια συμμαχία μεταξύ των ΠΚΣ, ΕΑΑΚ, ΔΑΡΑΣ (ΣΥΝ), επαναστατικής Αριστεράς, αναρχικών, αυτόνομων, μέχρι και την ΠΑΣΠ.

Στα τέλη Ιουνίου, η Υπουργός Παιδείας Γιαννάκου απέσυρε άρον-άρον τον νόμο και κάλεσε σε «διάλογο». Η κυβέρνηση φοβήθηκε γενικευμένη εξέγερση και υποχώρησε, αλλά οι δυνάμεις της Αριστεράς αποφάσισαν να ανανεώσουν το αγωνιστικό ραντεβού για τον Σεπτέμβρη.

 

Η απεργία των δασκάλων

Το αγωνιστικό ραντεβού του Σεπτέμβρη στα πανεπιστήμια δεν ήρθε ποτέ, γιατί η φοιτητική Αριστερά εγκλωβίστηκε και πάλι στον συντεχνιασμό (εξεταστική περίοδος). Στις 18 Σεπτέμβρη όμως τη σκυτάλη πήρε η απεργία διαρκείας των δασκάλων (ΔΟΕ). Ταυτόχρονα  χιλιάδες μαθητές βγήκαν στους δρόμους μαζί με τους καθηγητές τους, για Δημόσια Δωρεάν Παιδεία κι ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16, ενώ οι εκπαιδευτικοί κέρδισαν την αλληλεγγύη της κοινωνίας (με κεντρικό σύνθημα να σπάσει η λιτότητα: «όχι μόνο στον εκπαιδευτικό, 1.400 σε όλον τον λαό»…). Παρά τη μη απόφαση για καταλήψεις, χιλιάδες φοιτητές συμμετείχαν στα συλλαλητήρια μαζί με τους εκπαιδευτικούς, ανταποδίδοντας την αλληλεγγύη που είχαν εισπράξει τον Μάη-Ιούνη, και η αναγκαιότητα για «πανεκπαιδευτικό μέτωπο» έγινε κοινός τόπος σε όλα τα μήκη και πλάτη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Η μεγάλη απεργία των δασκάλων στέρεψε από καύσιμα και σταμάτησε μετά από 6 εβδομάδες, αλλά έστρεψε την κοινωνική πλειοψηφία προς την υπεράσπιση της Δημόσιας Παιδείας και διάβρωσε τα θεμέλια της κυβερνητικής πολιτικής.

 

Η κατάρρευση της Συνταγματικής Αναθεώρησης

Έτσι μπήκαμε στον τρίτο και τελευταίο γύρο της αντιπαράθεσης. Η κυβέρνηση, ποντάροντας στην κόπωση και την εξεταστική περίοδο, αμέσως μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων δρομολόγησε την αναθεώρηση του Συντάγματος και έφερε νέο νόμο-πλαίσιο, βελτιωμένο μεν, αλλά στο ίδιο πνεύμα υποβάθμισης και ιδιωτικοποίησης. Έπεσε όμως πολύ έξω. Ο κόσμος είχε νωπές τις αγωνιστικές εμπειρίες των προηγούμενων μηνών κι  είχε βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα (ότι ο ριζοσπαστικός αγώνας και η ενότητα στη δράση αποδίδουν). Ακαριαία μετά τις γιορτές (10/1/2007) ξέσπασαν εκατοντάδες καταλήψεις διαρκείας (πάνω από 350) με την Αριστερά να ενώνει τις δυνάμεις της εξαρχής αυτή τη φορά. Για άλλη μια φορά τα βδομαδιάτικα συλλαλητήρια συσπείρωναν δεκάδες χιλιάδες φοιτητές, εκπαιδευτικούς και αλληλέγγυους, πολλά εργατικά συνδικάτα πήραν το μέρος της νεολαίας, η κοινωνία συμπαραστάθηκε. Πρώτα οι ψηφοφόροι κι έπειτα τα οργανωμένα τμήματα του ΠΑΣΟΚ, ΠΑΣΚΕ και ΠΑΣΠ, υποχρεώθηκαν να διαλέξουν το άρθρο 16 από την ηγεσία τους. Το ΠΑΣΟΚ, που όχι μόνο είχε συμφωνήσει, αλλά είχε πρώτο προτείνει την αναθεώρηση του άρθρου 16, υποχρεώθηκε να αλλάξει στάση. Βρήκε προσχήματα και στις 22/2/2007 αποχώρησε από τη Βουλή, οδηγώντας τη Συνταγματική Αναθεώρηση στην κατάρρευση και τη ΝΔ σε στραπάτσο.

Όμως οι καταλήψεις και οι απεργίες συνεχίστηκαν με ακόμα περισσότερη αυτοπεποίθηση του φοιτητόκοσμου για την ανατροπή του  νόμου-πλαίσιο. Η ΠΑΣΠ πλέον προσπάθησε να σαμποτάρει τις καταλήψεις, η ΔΑΠ επιστράτευσε πληρωμένους μπράβους για να διαλύσει τις συνελεύσεις και η ΝΔ ολοένα κλιμάκωνε την καταστολή. Μπάτσοι ψέκαζαν τα παιδιά σαν κατσαρίδες, χτυπούσαν, πυροβολούσαν στον αέρα για «εκφοβισμό». Κυβέρνηση και ΜΜΕ άνοιξαν τη συζήτηση για την ανάγκη να χρησιμοποιούνται πλαστικές σφαίρες απέναντι στους διαδηλωτές… Το «επιχείρημα» ότι «πυροβολούμε για εκφοβισμό» λοιπόν το γνώριζε πολύ καλά η νεολαία που εξεγέρθηκε το Δεκέμβρη του 2008, όταν δολοφονήθηκε ο 15χρονος μαθητής Αλέξης Γρηγορόπουλος (το επιχείρημα κυβέρνησης-αστυνομίας και πάλι ήταν ότι ο Κορκονέας πυροβόλησε για εκφοβισμό και «απλώς» η σφαίρα εξοστρακίστηκε)…

Στις 8 Μάρτη τελικά ο νόμος ψηφίστηκε σε μια Βουλή περικυκλωμένη από 40.000 φοιτητές και τα ΜΑΤ να χτυπάνε με πρόθεση να σκοτώσουν, με εκατοντάδες συλληφθέντες και (κάποιους σοβαρά) τραυματίες. Μετά τις 8 Μάρτη τα συλλαλητήρια και οι καταλήψεις συνεχίστηκαν «για την απόσυρση-ανατροπή» του νόμου. Πέρα από τα βδομαδιάτικα απεργιακά συλλαλητήρια, γίνονταν εμβόλιμες διαδηλώσεις ενάντια στην καταστολή και για την απελευθέρωση των συλληφθέντων. Η απεργία της ΠΟΣΔΕΠ συνεχίζεται και μετά τις 15 Μάρτη. Παρόλο που οι φοιτητικές δυνάμεις του ΣΥΝ και του ΚΚΕ, μετά την ψήφιση του νόμου, τάχθηκαν με το σταμάτημα των καταλήψεων, στα τέλη Μαρτίου ακόμα πάνω από 200 σχολές τελούν υπό κατάληψη, ενώ ανοίγει η συζήτηση για τη συνέχιση των καταλήψεων ακόμα και μετά το Πάσχα. Τελικά όμως και τα ΕΑΑΚ σταδιακά τάσσονται με τις εναλλακτικές μορφές πάλης και το κίνημα κάμπτεται.

Επρόκειτο για το πιο μαζικό, εκρηκτικό και ανθεκτικό φοιτητικό κίνημα τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’70. Αυτό το κίνημα δεν πήγε χαμένο, πέτυχε πολλά και άφησε παρακαταθήκες.

 

Απόηχος και κατακτήσεις

Το κίνημα της Γαλλίας και η ενωτική διεθνιστική διαδήλωση του Φόρουμ συνέβαλαν στην ελληνική έκρηξη του Μάη-Ιούνη. Ελλάδα και Γαλλία έγιναν πηγή έμπνευσης, έπαιξαν ρόλο στο ξέσπασμα αντίστοιχων κινημάτων το 2007-2008 στην Ιταλία, την Αγγλία, την Ισπανία, το Μεξικό, τη Χιλή κ.α., ενώ στη Γαλλία το 2008 ο Σαρκοζί απέσυρε άρον άρον την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση από το φόβο μιας νέας αντίστοιχης έκρηξης.

Ο νέος νόμος-πλαίσιο ήταν πλατιά απονομιμοποιημένος και πρακτικά δεν εφαρμόστηκε από τα περισσότερα πανεπιστήμια. Κάποιες διατάξεις του εφαρμόστηκαν με επόμενους νόμους, όπως ο νόμος Διαμαντοπούλου το 2011. Επιβεβαιώθηκε έτσι ότι η ψήφιση κι εφαρμογή ή μη των νόμων είναι ζήτημα κυρίως πολιτικών και ταξικών συσχετισμών και όχι νομικών επικλήσεων κι επικυρώσεων. Η τρομερή δυσκολία να περάσει και να εφαρμοστεί ο νόμος σε συνδυασμό με την ανατροπή της αναθεώρησης του άρθρου 16 είχαν ένα πολύ συγκεκριμένο αποτέλεσμα: Οι καπιταλιστές και τα συστημικά κόμματα επιδίωκαν να επιβάλλουν δίδακτρα και πολυεθνικές-χορηγούς στα πανεπιστήμια, να κλείσουν τις περισσότερες σχολές, να ιδρύσουν ιδιωτικά πανεπιστήμια, να εξατομικεύσουν τη μόρφωση του φοιτητή/τριας, δίνοντας όχι πτυχίο, αλλά άθροισμα πιστωτικών μονάδων… Δεκατρία χρόνια μετά, ακόμα αυτά δεν τα έχουν καταφέρει.

Η Μ. Γιαννάκου, επιφανής αστή πολιτικός, έγινε κόκκινο πανί για όλη την κοινωνία, παραιτήθηκε και έσβησε από τον εγχώριο πολιτικό χάρτη. Το κίνημα αποτέλεσε την αρχή του τέλους και για τον Καραμανλή. Η Δεξιά προσπάθησε να πάρει τη ρεβάνς από τη νεολαία, με στημένα κατηγορητήρια ενάντια σε αγωνιστές (π.χ. ο φοιτητής Παναγιώτης Κ. με τα «πράσινα σταράκια») και τρομοκρατία (π.χ. «υπόθεση ζαρντινιέρας»). Ακολούθησε η δολοφονία του Αλέξη το 2008 και η εξέγερση των νέων, που πανικόβαλε την εξουσία. Τελικά ο Καραμανλής αποδείχθηκε πρωθυπουργός 5ετίας και εξαφανίστηκε με τη σειρά του από το πολιτικό προσκήνιο, αφού κληρονόμησε στη ΝΔ το χαμηλότερο ιστορικά ποσοστό της. Το ΠΑΣΟΚ ήρθε σε βαθιά ρήξη με τον κόσμο του και σ’ εκείνο το κίνημα μπήκαν οι βάσεις για να φυλλορροήσει προς τα αριστερά το 2010-2012.

Το κίνημα εκείνο πέρασε από «κόσκινο εξετάσεων» όλη την Αριστερά. Εξέθεσε το ΚΚΕ και οδήγησε στην ηγεμονία (κι έπειτα στην κυριαρχία) του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στον κόσμο των αγώνων. Η ίδια η Αριστερά άλλαξε. Ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ το 2006-2008, ταυτιζόμενος με το κίνημα και τις διεκδικήσεις της νεολαίας, άλλαξε σύνθεση ως κόμμα, με χιλιάδες νέους και νέες να πυκνώνουν τις γραμμές του. Η στάση του το 2006-2008 τον κατέγραψε στη συνείδηση του κόσμου και του συστήματος ως το πιο επικίνδυνο «άκρο», κι έτσι εξηγείται σε μεγάλο βαθμό ότι στον επόμενο γύρο λαϊκών αγώνων κατάφερε να αποσπάσει τις προτιμήσεις των εκατοντάδων χιλιάδων αγωνιστών και να φτάσει στο ποσοστό 17% και 27%. Η ΠΚΣ και τα ΕΑΑΚ, δυνάμεις επιρρεπείς τότε στον φοιτητοκεντρισμό, σπρώχτηκαν στη συνολική πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση. Τα ΕΑΑΚ τότε έβαλαν για πρώτη φορά στην ατζέντα τους την αντικυβερνητική πάλη, τη σύνδεση με την κοινωνία και τους εργατικούς αγώνες.

Το 2006-2007 ήταν μάθημα αγώνα για δεκάδες χιλιάδες φοιτητές που εξεγέρθηκαν ξανά το Δεκέμβρη 2008, μαζικοποίησαν τις απεργίες, το αντιρατσιστικό-αντιφασιστικό κίνημα και το «κίνημα των πλατειών» τα επόμενα χρόνια. Αρκετοί από αυτούς οργανώθηκαν στη ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Προσωπικά νιώθω ότι ήταν από τις εμπειρίες που δεν με άφησαν να εγκαταλείψω ούτε την οργανωμένη πάλη ούτε την πίστη ότι οι από κάτω μπορούμε να κάνουμε θαύματα και να ανατρέψουμε νόμους, κυβερνήσεις και συστήματα με την ίδια μας τη δράση. Έζησα το κίνημα ως εκλεγμένος συνδικαλιστής του Δ.Σ. του Σ.Φ. Οδοντιατρικής, ζώντας την ιστορική στιγμή κατάληψης στη σχολή και μετατροπής της σε κέντρο αγώνα μετά από 31 χρόνια. Το έζησα επίσης ως μέλος των φοιτητικών δυνάμεων της ΔΕΑ και συνολικά της Επαναστατικής Αριστεράς που προσπάθησε να δώσει με τη δράση της κατεύθυνση κλιμάκωσης και πολιτικοποίησης του κινήματος. Με τις μικρές δυνάμεις μας δημιουργήσαμε παραδείγματα συντονιστικών φοιτητών-εργαζομένων, πρωτοβουλιών για το άνοιγμα των φοιτητών στην κοινωνία (εξορμήσεις, περίπτερα και συγκεντρώσεις σε πλατείες, εργασιακούς χώρους και γειτονιές, οργάνωση καμπάνιας συμπαράστασης), προσπάθεια για καταλήψεις τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη στο πλευρό των εκπαιδευτικών κόντρα στο «ρεαλισμό», προσκλήσεις σε εργάτες για να δηλώσουν τη συμπαράσταση στον αγώνα μας, χαιρετισμούς σε εργατικές συνελεύσεις, καλώντας να κατέβουν στον δρόμο μαζί μας, στήριξη σε εργατικές κινητοποιήσεις για να σφυρηλατηθεί το κοινό μέτωπο. Προσπάθεια για δεκάδες ψηφίσματα από εργατικούς χώρους, εκδηλώσεις μαζί με καθηγητές κι εργαζόμενους στις σχολές για να δείξουμε ότι ο αγώνας είναι πολιτικός και συνολικός και μόνο αν διευρυνθεί θα νικήσει, προσπάθεια να γίνει το αίτημα για γενική απεργία υπόθεση του κινήματος, προσπάθεια για το άνοιγμα της συνολικής πολιτικής συζήτησης για να σπάσει ο συντεχνιασμός, για να συνειδητοποιήσουμε ότι η κυβέρνηση χτυπά όλους και πρέπει όλοι και όλες μαζί να την ανατρέψουμε.

 

Μπορούσαμε να πετύχουμε περισσότερα;

Το φοιτητικό κίνημα ήταν η αιχμή του πανεκπαιδευτικού μετώπου κι απέδειξε για άλλη μια φορά ότι μπορεί να παίξει το ρόλο πυροδότη για ευρύτερες κοινωνικές αντιστάσεις και πολιτικές ανατροπές. Το πιο ζωντανό κομμάτι της κοινωνίας μπήκε δυναμικά στον αγώνα, βλέποντας ότι του κλέβουν το παρόν (παιδεία), αλλά και το μέλλον (ανασφάλεια, ανεργία, γενιά των 700 –τότε– ευρώ). Αλλά δεν μπορούσε να υποκαταστήσει την ταξική πάλη, ούτε μπορούσε αντικειμενικά να τραβήξει τις καταλήψεις επ’ αόριστον. Η δυναμική υπήρχε για μεγαλύτερες ανατροπές, εφόσον πετύχαινε ο συντονισμός των δυνάμεων της εκπαίδευσης με την εργατική τάξη και την υπόλοιπη κοινωνία, με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης και των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων. Σπαταλήθηκαν και οι τρεις ευκαιρίες γι’ αυτή την πιθανότητα (Ιούνης 2006, Οκτώβρης 2006, Μάρτης 2007). Τα συνδικάτα είχαν τις γνωστές γραφειοκρατικές ηγεσίες και συνεχώς έβαζαν φραγμούς, παρόλο που συμμετείχαν σερνόμενες από την πίεση της βάσης τους. Το ΠΑΜΕ (ΚΚΕ) διατηρούσε την εργατική βάση του παθητική και σε υγειονομική ζώνη για να μην… κολλήσει ριζοσπαστισμό. Ο ΣΥΝ στα συνδικάτα γενικώς είχε πολιτική ουράς και όχι ενεργητικής συμβολής στην ταξική πάλη, ενώ η άκρα Αριστερά είχε μικρές δυνάμεις στους εργατικούς χώρους και πολιτικές αδυναμίες.

Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Οι καπιταλιστές δεν πέρασαν όλη την αντιμεταρρύθμιση στην εκπαίδευση, αλλά, και με τη συμβολή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έχουν επιβάλει 3 μνημόνια και εργασιακό μεσαίωνα, έχουν τριπλασιάσει την ανεργία, έχουν κόψει στο μισό μισθούς, συντάξεις και δικαιώματα, έχουν απαξιώσει κι άλλο τα συνδικάτα και την Αριστερά. Τα πτυχία πλέον είναι κουρελόχαρτα ή διαβατήρια για το εξωτερικό, οι μισθοί είναι στα 300-500 ευρώ. Το πανεπιστήμιο έχει γίνει αποθήκη απορρόφησης της ανεργίας, πάρα πολλοί μαθητές έχουν πεταχτεί εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης λόγω οικονομικής κρίσης, ο φοιτητόκοσμος έχει χάσει τμήμα της λαϊκής του σύνθεσης, η νέα γενιά μπαίνει στα πανεπιστήμια τσακισμένη από την εντατικοποίηση …

Για τις δυνάμεις της Αριστεράς που φιλοδοξούν και προσπαθούν να δημιουργήσουν όρους συνολικής ανατροπής, υπάρχουν και σημαντικά κρατούμενα. Η πίστη στη δυνατότητα του κόσμου να κινείται «αυθόρμητα», η  πίστη στη δυνατότητα αλλαγής του κόσμου «από τα κάτω», οι ριζοσπαστικές μορφές πάλης (απεργίες-καταλήψεις-διαδηλώσεις διαρκείας), η ενότητα στη δράση και σε μίνιμουμ (κι όχι μάξιμουμ) πλατφόρμες, ο διεθνισμός, η προσπάθεια σύνδεσης ενός κλαδικού αγώνα με το εργατικό κίνημα, την πολιτική και αντικυβερνητική πάλη, αποδείχθηκαν απαραίτητα «όπλα» για να δοθούν νικηφόρες μάχες του κινήματος κόντρα σε κυβερνήσεις και αφεντικά. Κι αυτά τα «μαθήματα» διδάχτηκαν το 2006-2007 σε μαζική κλίμακα, σε μια από τις καλύτερες κινηματικές στιγμές στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Μαθήματα που δείξανε για άλλη μια φορά ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά κυρίως με τους αγώνες και όχι με τις εκλογές.




Για τη συνέχιση της απεργίας-αποχής από τη «αξιολόγηση»

Το υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης «έσπασε» πάλι τα μούτρα του στο θέμα της «αξιολόγησης» στο Δημόσιο. Οι διαδικασίες δεν προχωράνε, γιατί οι εργαζόμενοι αρνούνται νασυνυπογράψουν τη διάλυση των υπηρεσιών, να διευκολύνουν την επέλαση των ιδιωτών και νασυνομολογήσουν στη διαιώνιση του πελατειακού κράτους. Η κυβέρνηση, αντί να αναγνωρίσει το αδιέξοδο, αφού για πέντε χρόνια το σύστημα απέτυχε, αποφάσισε να δώσει παράταση μέχρι τις 30 Ιουνίου.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Το ίδιο έκαναν όλες οι κυβερνήσεις από το 2014, που ψηφίστηκε και απέτυχε «αξιολόγηση Μητσοτάκη», μέχρι σήμερα, με τους αντίστοιχους μνημονιακούς νόμους Βερναρδάκη.

Με βάση την απόφαση της ΑΔΕΔΥ και των Ομοσπονδιών οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ την ΑΠΕΡΓΙΑΑΠΟΧΗ από κάθε φάση της «αξιολόγησης», γιατί οδηγεί:

Σε εργαζόμενους που θα χαρακτηρίζονται ανεπαρκείς και ακατάλληλοι, με υποκειμενικά και πελατειακά κριτήρια και οι οποίοι θα αποτελούν τη δεξαμενή για μελλοντικές απολύσεις ή για αναγκαστικές μετακινήσεις που θα οδηγούν σε παραιτήσεις και «οικειοθελείς» αποχωρήσεις.

Σε μισθολογικές ανισότητες και σε διάλυση κάθε έννοιας συλλογικής δράσης και διαμόρφωσης των όρων αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων μέσα από ΣΣΕ και διαπραγμαύτευσης μεταξύ κυβέρνησης και συνδικάτων.

Σε συρρίκνωση του Δημοσίου και ιδιαίτερα των υπηρεσιών κοινωνικού χαρακτήρα και στην προώθηση σαρωτικών ιδιωτικοποιήσεων, στην παράδοση ολόκληρων τομέων και υπηρεσιών σε ιδιώτες. Το σχέδιο για επιτελικό κράτος, που θα έχει μόνο υπηρεσίες που θα ασκούν δημόσια εξουσία, που ξεκίνησε ως νεοφιλελεύθερη σύλληψη τη δεκαετία του ’90, εφαρμόζεται σήμερα με τους νόμους για την «αξιολόγηση». Δεν είναι τυχαία η εμμονή των δανειστών και των ντόπιων συνεργατών τους για την υλοποίηση αυτής της βασικής νεοφιλελεύθερης τομής στο Δημόσιο.

Το ΜΕΤΑ καλεί πάλι όλους τους εργαζόμενους στο δημόσιο να ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΝ την ΑΠΕΡΓΙΑ-ΑΠΟΧΗ και ΝΑ ΜΗ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ σε καμία από τις διαδικασίες που προβλέπονται και στις νέες προθεσμίες που καθορίζονται. ΝΑ ΜΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ, είτε είναι προϊστάμενος είτε απλός εργαζόμενος στη διάλυση του δημοσίου και στην υπονόμευση της εργασιακής του σχέσης και προοπτικής.

Το είδαμε όλα τα προηγούμενα χρόνια. Οι προϊστάμενοι συνεχίζεται να ορίζονται από τη διοίκηση και να μην επιλέγονται απ’ τα υπηρεσιακά συμβούλια. Και αφού η κάθε κυβέρνηση φτιάχνει το δικό της μηχανισμό, μοριοδοτεί μετά αυτούς που η ίδια επέλεξε για να έχει προβάδισμα σε ενδεχόμενες κρίσεις και συνεχίσει τον κομματικό-πελατειακό και κυβερνητικό έλεγχο του Δημοσίου.

ΤΟ ΜΕΤΑ τονίζει ακόμη μια φορά ότι οι διαδικασίες της «αξιολόγησης» στοχεύουν στην εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών της Υγείας, της Παιδείας και της Πρόνοιας και επιδιώκεται η συρρίκνωση των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών και η παράδοσή τους σε ιδιώτες.

Ο αγώνας για την κατάργηση της μνημονιακής αξιολόγησης συνεχίζεται. Η απεργία-αποχή απ’ την αξιολόγηση είναι νόμιμη και η συμμετοχή δικαίωμα όλων των εργαζομένων.

Ανακοίνωση της «Ριζοσπαστικής Παρέμβασης Εργαζόμενων ΙΚΑ»:

ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΟΜΗΡΙΑ
ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΕΦΚΑ -ΑΠΕΡΓΟΥΜΕ ΑΠΕΧΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Συνάδελφοι/ες εδώ και δυόμιση χρόνια στον ΕΦΚΑ βιώνουμε καθημερινά την εργασιακή ανασφάλεια και το απόλυτο οργανωτικό χάος στην εργασία μας:

Ελλείψεις και καθυστέρηση εγκυκλίων και οδηγιών, έλλειψη καθαριότητας, βασικές ελλείψεις υλικοτεχνικής υποδομής, απλήρωτη εργασία τα σαββατοκύριακα λόγω καθυστέρησης έκδοσης συντάξεων για την οποία ευθύνεται η διοίκηση και το υπουργείο, απειλές για πειθαρχικά μέτρα αν δεν απαντάμε στα τηλέφωνα, απαγόρευση ανάρτησης αφισών των ομοσπονδιών μας για την έλλειψη καθαριότητας, σύλληψη συναδέλφων από τον ΟΑΕΕ που με απόφαση του συνδικάτου προβαίνουν σε καταλήψεις, υποχρεωτικές μετακινήσεις συναδέλφων χωρίς τη θέλησή τους, αδιαφανείς τοποθετήσεις σε θέσεις ευθύνης, απαξίωση περιφερειακών δομών και στελέχωση μόνο των επιτελικών διευθύνσεων, απαγόρευση μετάταξης/απόσπασης των υπαλλήλων ΕΦΚΑ μέσω του συστήματος κινητικότητας των δημοσίων υπαλλήλων με πρόφαση την έλλειψη προσωπικού την ίδια στιγμή που ο υπουργός αρνείται να καταργήσει τη διάταξη περί πλεονάζοντος προσωπικού στον ΕΦΚΑ στον Ν4389/2016.

Είναι πλέον αντιληπτό ότι η υλοποίηση του ΕΦΚΑ, μετατρέποντας σταδιακά την Κοινωνική Ασφάλιση σε προνοιακή πολιτική επιδομάτων φτώχειας, επηρεάζει αναπόφευκτα το ήδη ζοφερό εργασιακό τοπίο στον φορέα. Η εφαρμογή του οργανογράμματος θα προκαλέσει περαιτέρω κατάργηση και συρρίκνωση δομών, δηλαδή μείωση θέσεων εργασίας και υποχρεωτική κινητικότητα υπαλλήλων. Ήδη ξεκινά η υλοποίηση της ΠΥΣΥ στην Τρίπολη.

Συν τοις άλλοις θέλουν να αποδεχτούμε το σύστημα αξιολόγησης που θα συνδέει τη μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη μας με την υλοποίηση ανέφικτων στόχων που κάθε φορά θα μας επιβάλουν θεσμοί, υπουργοί και διοικήσεις. Δεν θα εμπιστευτούμε τη δουλειά και τη ζωή μας σε καμία έκθεση αξιολόγησης και σε καμία κυβέρνηση, όσους όρκους και να δίνει ότι δεν θα γίνουν απολύσεις. Όπως και τις προηγούμενες φορές, έτσι και φέτος είναι πολύ σημαντικό να συνεχίσουμε τη μαζική συμμετοχή στην απεργία αποχή που έχει εξαγγελθεί για όλο το Δημόσιο.

Συνάδελφοι/ες, η διοίκηση και το υπουργείο θα συνεχίσουν την ίδια πρακτική, γιατί αυτό επιτάσσει η εφαρμογή των μνημονιακών και μεταμνημονιακών επιταγών, ιδιαίτερα αν απέναντι τους βρίσκουν περιορισμένες αντιστάσεις από εμάς και υποχωρητική στάση. Δυστυχώς οι ηγεσίες του σωματείου και της ομοσπονδίας μας αντί να οργανώσουν γενικές συνελεύσεις και δυναμικές κινητοποιήσεις αναλώνονται σε συνεχείς συναντήσεις με το υπουργείο και την διοίκηση, στις οποίες παρότι συναντούν απόλυτη αδιαλλαξία, συνεχίζουν να παρακαλούν για διάλογο.

Οι εργαζόμενοι δεν μπορούμε να συναινέσουμε σε αυτή την στην απραξία και την παθητικότητα. Έχουμε φτάσει στα όρια της ψυχικής και σωματικής μας αντοχής. Αρκετοί συνάδελφοι σε υποκαταστήματα ξεπερνώντας την παθητική στάση των σωματείων προβαίνουν σε συμβολικές καταλήψεις των κτιρίων, συλλογική αποχή από καθήκοντα κλπ
Έτσι μόνο μπορούμε να δώσουμε λύσεις, όταν αξιοποιήσουμε την δύναμη που έχει η συλλογική μας δράση και δημιουργήσουμε πολιτικό πρόβλημα και πίεση σε αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις για την ζωή και την εργασία μας. Έτσι θα πιέσουμε και τα συνδικάτα να δράσουν για την διεκδίκηση των αιτημάτων μας. Οι εργαζόμενοι στον ΕΦΚΑ πρέπει να αγωνιστούμε για τη σωτηρία της Δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης και για την σωτηρία της ίδιας μας της εργασίας!
Η λύση βρίσκεται στους συλλογικούς μας αγώνες!

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΙΚΑ

Ανακοίνωση της «Αριστερής Κίνησης Εργαζόμενων ΟΑΕΕ»:

 

ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΜΑΣΤΕ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ ΜΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Συναδέλφισσες, συνάδελφοι

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, πιστή στις νεοφιλελεύθερες επιταγές για ένα “σύγχρονο-ευέλικτο” Δημόσιο Τομέα, κάνει άλλη μια απόπειρα να περάσει τις διαδικασίες της “αξιολόγησης” των δημοσίων υπαλλήλων.

Μια αξιολόγηση εντελώς προσχηματική, που δεν έχει καμία σχέση με την αντικειμενικότητα και και τον κοινωνικό ρόλο της Δημόσιας Διοίκησης. Αυτό που επιδιώκουν με τη νέα διαδικασία είναι να μας διαιρέσουν, να δημιουργήσουν εργαζόμενους πολλών ταχυτήτων με μισθολογικές και άλλες διαφορές, να δημιουργήσουν καχυποψία και πελατειακές σχέσεις μεταξύ μας.

Άλλωστε ποιος/ποια μπορεί να αξιολογήσει το προισωπικό των Ασφαλιστικών Ταμείων, που εργαζόμαστε σε συνθήκες πλήρους εγκατάλειψης και κατάρρευσης.

Με αυτό τον τρόπο θα δημιουργήσουν τους ημέτερους και τα ερίφια και θα ανοίξουν το δρόμο πιο εύκολα για απολύσεις υπαλλήλων και ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων υπηρεσιών.

Δεν θα εμπιστευτούμε τη δουλειά μας και το μέλλον μας στην υποκειμενική κρίση του ενός (στις περισσότερες φορές), που θα μας αξιολογεί! Ούτε θα εμπιστευτούμε καμία κυβερνήση, όσους όρκους και να κάνει ότι δεν πρόκειται να γίνουν απολύσεις δημοσίων. (Μόνο ένα ισχυρό δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα μπορεί να διασφαλίσει κάτι τέτοιο.) Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντικό να συνεχίσουμε την μαζική συμμετοχή στην απεργία-αποχή, που έχουν εξαγγείλει τα συνδικάτα και η ΑΔΕΔΥ.

Παρόλη την προσπάθεια των μνημονιακών κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ(-ΑΝΕΛ) οι εργαζόμενοι καταφέραμε τα τελευταία πέντε χρόνια να μπλοκάρουμε το ξεδίπλωμα αυτής της επίθεσης.

Ήδη η κυβέρνηση έδωσε παράταση στις προθεσμίες συμμετοχής στην προσχηματική αξιολόγηση, γιατί οι εργαζόμενοι δεν πειθάρχησαν σις απαιτήσεις της. Έτσι γίνονταν και τις προηγούμενες φορές και μετά η διαδικασία της “αξιολόγησης” κατέρρεε, λόγω της μαζικής αποχής των δημοσίων υπαλλήλων. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα: η διαδικασία της “αξιολόγησης” λόγω της μαζικής αποχής των εργαζομένων, θα καταλήξει στα αζήτητα!

ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ την ΑΠΕΡΓΙΑ-ΑΠΟΧΗ:

  • ΔΕΝ υποβάλλουμε εκθέσεις αξιολόγησης. Καταθέτουμε τις δηλώσεις συμμετοχής στην απεργία-αποχή στα συνδικάτα μας

  • ΚΑΝΕΙΣ προϊστάμενος να μην γίνει αξιολογητής

  • Δεν συμπληρώνουμε τα ανώνυμα ερωτηματολόγια για να αξιολογήσουμε τους προϊσταμένους

  • Να ακυρωθεί η αξιολόγηση (Ν.4369/2019, αρθ. 36 Ν.4489/17).




Δήλωση υποψηφιότητας για τo δήμο Κορυδαλλού με τον συνδυασμό «Ανυπότακτος Κορυδαλλός – Ριζοσπαστική Προοδευτική Δημοτική Κίνηση» (Των Γιάννη Βαρδουνιώτη – Μάριου Αυγουστάτου – Ελένης Κοκκίνη)

Κλείσαμε δεκαετία από το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης. Μια δεκαετία στην οποία ο πόλεμος των κυρίαρχων τάξεων και στη χώρα μας αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, έχει τσακίσει τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα.

Η κυβερνητική προπαγάνδα που μιλάει για «καθαρή έξοδο από τα μνημόνια» είναι σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα, η οποία περιλαμβάνει πολιτικές της ακραίας λιτότητας, του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, των ιδιωτικοποιήσεων και του αυταρχισμού. Πολιτικές που δεν συνεχίζονται απλά, αλλά έχουν γίνει καθεστώς και έχουν «κλειδώσει» μέσα από τις κυβερνητικές δεσμεύσεις για θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα σε βάθος δεκαετιών, μέσα από τις εκατοντάδες νομοθετικές ρυθμίσεις των τριών μνημονίων και των διαδοχικών «αξιολογήσεων», μέσα από την εκτίναξη του δημόσιου χρέους 50 και πλέον μονάδες του ΑΕΠ πάνω από τα επίπεδα του 2010. Την ίδια στιγμή, η ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού είναι προσωρινή, αναιμική και επισφαλής και ουσιαστικά έχει το χαρακτήρα «ανάπαυλας» μέχρι το ξέσπασμα νέων επεισοδίων κρίσης.

Την κατάσταση χειροτερεύει η διεθνής οικονομική και πολιτική συγκυρία: ιταλική κρίση, αδυναμία διευθέτησης του Brexit, πολιτική κρίση στη Γερμανία, προστατευτισμός και εμπορικός πόλεμος του Τραμπ, γενικευμένη όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αναιμική στην καλύτερη περίπτωση ανάπτυξη παντού και ιστορικά χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας σε οξεία αντίθεση με τη δυναμική ανάκαμψη των καπιταλιστικών κερδών και την παρανοϊκή υπερσυγκέντρωση του πλούτου σε όλο και λιγότερα χέρια, όλα αυτά στις πλάτες του κόσμου της εργασίας. Παράγοντες που διαμορφώνουν ένα τοπίο το οποίο κάνει εξαιρετικά πιθανό το ξέσπασμα μιας νέας κρίσης, πιθανά κατά πολύ σοβαρότερης απ’αυτή του 2008.

Καθώς τα σημάδια της νέας κρίσης προδιαγράφονται στον ορίζοντα δίνοντας στην περίοδο που περνάμε τα χαρακτηριστικά «ανάπαυλας», επεκτείνονται ταχύτατα οι κρατικές πολιτικές του εθνικισμού, του (“διαίρει και βασίλευε”) ρατσισμού και του «κράτους έκτακτης ανάγκης», οξύνονται επικίνδυνα οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ηχούν όλο και πιο απειλητικά τα τύμπανα του πολέμου. Κι αυτό ενώ οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις παίρνουν όλο και πιο αυστηρά μέτρα τους για να αντιμετωπίσουν την οργή του κόσμου, που είτε βράζει και δυναμώνει την πίεση κάτω απ’το καπάκι, είτε έχει ξεχειλίσει (βλ. Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία).

Πατώντας σε αυτά οι Ακροδεξιές και φασιστικές δυνάμεις ενισχύονται. Λαϊκίστικες δυνάμεις θρεμένες από τα ίδια τα σπλάχνα του συστήματος και όχι για να παλέψουν εναντίον του όπως ισχυρίζονται. Βασικός στόχος όλων αυτών είναι ένας: το τσάκισμα κάθε κοινωνικής-λαϊκής αντίστασης, το χτύπημα του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας για να τη βγάλουν «καθαρή» και με ενισχυμένα κέρδη οι λίγοι. Με αβάσταχτη σκλαβιά, φτώχεια, και δυστυχία για τη μεγάλη πλειοψηφία.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες είναι βέβαιο ότι για τον ελληνικό καπιταλισμό και τις κυβερνήσεις του δεν περισσεύει φράγκο για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, αντίθετα, παραπέρα περικοπές είναι αναπόφευκτες και προγραμματισμένες. Ακόμη περισσότερο, οι κυβερνητικές και κρατικές πολιτικές στο σύνολό τους αποσκοπούν στην εξάλειψη κάθε ίχνους «αυτο»διοίκησης και στη μετατροπή της σε τοπικό-δημοτικό «επιτελικό κράτος», μέσα από την επιβολή δρακόντειων όρων πολιτικής και επιτήρησης που θα μπορούσαν κάλλιστα να ονομαστούν μνημόνιο για την Τοπική Αυτοδιοίκηση και σύστημα επιτήρησης και ελέγχου των μνημονιακών πολιτικών.

Ο κόσμος σήμερα δεν μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο μόνο με μια ψήφο στα 5 χρόνια, αλλά με μαζικούς κοινωνικούς αγώνες απέναντι στις κυβερνήσεις και τα αφεντικά τους. Μόνο η οργάνωση και δράση μας μπορεί να οδηγήσει στην ανατροπή των καθεστωτικών επιλογών προς όφελός μας, είτε τοπικά είτε πανελλαδικά.

Η μάχη της κάλπης είναι χρήσιμη μόνο στον βαθμό που θα ενισχύσει το κίνημα αντίστασης που θα χρειαστούμε το επόμενο διάστημα: Για να μην επιτραπεί καµιά διακοπή της παροχής ρεύματος, νερού, και θέρμανσης σε φτωχό νοικοκυριό, για να μην πραγματοποιηθεί καµιά κατάσχεση-πλειστηριασμός σπιτιού και καμία έξωση. Ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων και δημοτικών υπηρεσιών. Για να διεκδικήσουμε να προσληφθούν οι άνεργοι σε μόνιμες θέσεις εργασίας και όχι ως συμβασιούχοι σκλάβοι και όμηροι πελατειακών δικτύων. Για να διεκδικήσουμε αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, βαριά φορολογία στο μεγάλο κεφάλαιο και μείωση φορολογίας στα χαμηλά εισοδήματα. Για να δώσουμε μαζί τη μάχη για την ανατροπή των αντιλαϊκών πολιτικών απέναντι σε οποιαδήποτε κυβέρνηση. Σε αυτή την κατεύθυνση είμασταν συνεπείς τα προηγούμενα χρόνια και έτσι θα συνεχίσουμε.

Με ένα τέτοιο «πρόγραμμα», τα μέλη και οι συναγωνιστές/ριες της Πολιτικής Οργάνωσης «Κόκκινο Νήμα» στον Κορυδαλλό θα δώσουμε τη μάχη των δημοτικών εκλογών και θα συμμετέχουμε στο ψηφοδέλτιο του «Ανυπότακτου Κορυδαλλού».

Ο «Ανυπότακτος Κορυδαλλός – Ριζοσπαστική Προοδευτική Δημοτική Κίνηση» είναι ένα ενωτικό σχήμα στο οποίο συνεργάζονται αρκετές δυνάμεις της Αριστεράς και ανένταχτος κόσμος, απαρτίζεται από αγωνιστές και αγωνίστριες που πρωταγωνίστησαν σε όλα τα τοπικά κινήματα τα προηγούμενα χρόνια κι έχει επικεφαλής τον συνεπή, τίμιο και πρωτοπόρο αγωνιστή, Γιάννη Περσίδη.

Είμαστε ένα σχήμα που δεν τάζει, δεν ζητάει απλά ψήφο, αλλά κυρίως ζητάει συμμετοχή και συστράτευση.

Έχουμε έναν ακόμα σημαντικότατο λόγο να συμμετέχουμε στο ψηφοδέλτιο του «Ανυπότακτου Κορυδαλλού»: θεωρούμε καθήκον ότι πρέπει να δυναμώσουμε την πάλη ενάντια στον φασισμό, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό, και αυτό πρέπει να αποτυπωθεί και εκλογικά.

Όταν η Ακροδεξιά φουσκώνει στην Ευρώπη και βρυχάται στην Ελλάδα, όταν κατεβαίνουν ψηφοδέλτια της εγκληματικής οργάνωσης τοπικά και κεντρικά, όταν οι φασίστες επιχείρησαν τα προηγούμενα χρόνια να εγκαταστήσουν ορμητήριο στην περιοχή μας και να τρομοκρατήσουν όποιον έχει διαφορετική άποψη, ντόπιους και μετανάστες, εμείς δεν δικαιούμαστε να απέχουμε από τη μάχη των εκλογών. Είμασταν και θα είμαστε και καθημερινά και με όλες τις δυνάμεις μας, κομάτι του αντιφασιστικού αγώνα, με πρόταγμα την Αλληλεγγύη των απλών ανθρώπων και τη διεκδίκηση καλύτερης ζωής για μας και τα παιδιά μας. Ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, σεξουαλικό προσανατολισμό και ταυτότητα φύλου ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό. Συμμετέχουμε, για να βγουν όσο γίνεται πιο ενισχυμένες οι δυνάμεις αυτές που θα βρεθούν απέναντι στο Μαύρο Μέτωπο του φασισμού μετά τις 26 Μάη.

Διεκδικούμε μια καλύτερη πόλη – ένα καλύτερο αύριο
Aγωνιζόμαστε ο δήμος μας να βαδίσει ένα άλλο δρόμο, έναν δρόμο αξιοπρέπειας, διαφορετικό από τον «μονόδρομο» της λιτότητας που μας έχουν επιβάλει.
Τίποτα δεν χαρίζεται – όλα κερδίζονται

Τα μέλη και οι συναγωνιστές/ριες της Π.Ο. «Κόκκινο Νήμα» και υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι με την παράταξη «Ανυπότακτος Κορυδαλλός»

Γιάννης Βαρδουνιώτης – Μάριος Αυγουστάτος – Ελένη Κοκκίνη




Αντιδημοκρατικοί και απαγορευτικοί οι όροι συμμετοχής στις τοπικές εκλογές

Το αστικό σύστημα προστατεύεται ποικιλότροπα από τις ενοχλητικές παρουσίες

Κοινή Καταγγελία

Είναι γνωστές οι μέθοδοι του κράτους, των μηχανισμών του και των καθεστωτικών ΜΜΕ για την προβολή των κομμάτων τους, τον αποκλεισμό των μη αρεστών και τη χειραγώγηση του λαού. Σε όλα αυτά προστίθεται και ένα πλαίσιο πολλαπλών όρων και υποχρεώσεων, προκειμένου ένα συνδυασμός να συμμετάσχει στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές.

Για κάθε συνδυασμό, που στηρίζεται στους ανθρώπους των λαϊκών στρωμάτων και όχι σε κοινοβουλευτικά κόμματα με κρατικές επιχορηγήσεις, σε επιτελεία και οικονομικούς παράγοντες, αυτοί οι όροι και οι υποχρεώσεις είναι τόσο ασφυκτικοί και απαγορευτικοί, ώστε αποδεικνύεται ότι τελικά στοχεύουν στον αποκλεισμό και όχι στην διαφάνεια και την πάταξη της διαπλοκής, όπως επικαλούνται. Τα περί διευκόλυνσης της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά αποτελούν μια ακόμα απάτη του πολιτικού συστήματος.

Εκτός από τα απαιτούμενες υπεύθυνες δηλώσεις, τα πιστοποιητικά γέννησης και τα άλλα έγγραφα προς το Πρωτοδικείο, ενδεικτικά αναφέρουμε κάποια από τα αντιδημοκρατικά εμπόδια και τις γραφειοκρατικές απαιτήσεις:

· Απαγορεύεται από τον «Κλεισθένη» να θέσει υποψηφιότητα για σύμβουλος στις τοπικές εκλογές οποιοσδήποτε μεμονωμένος υποψήφιος και στερεί το δικαίωμα συμμετοχής ακόμα και σε συνδυασμούς που δεν έχουν αριθμό υποψηφίων όσες και οι έδρες του συμβουλίου. Παρόλα αυτά προβάλλεται ότι είναι δημοκρατικός ο νόμος λόγω της εκδοχής της απλής αναλογικής. Να θυμίσουμε ότι στις βουλευτικές εκλογές δεν είναι υποχρεωτικό και θεωρείται δικαίως αντιδημοκρατικό να στερούν το δικαίωμα υποψηφιότητας σε συνδυασμούς που δεν έχουν 300 υποψηφίους.

· Στήνονται οικονομικά εμπόδια με την υποχρεωτική κατάθεση ακριβών παράβολων αφού κάθε συνδυασμός χρειάζεται να καταθέσει 200 ευρώ για τον επικεφαλής και 50 για κάθε σύμβουλο.

· Υποχρεώνεται κάθε συνδυασμός να υποστεί ένα δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος με τους φόρους για την εκτύπωση των ψηφοδελτίων και με το κόστος του χαρτιού να αποτελεί πάνω από τα 2/3 του συνολικού κόστους, αφού το χαρτί για τα ψηφοδέλτια δεν έχει ατέλεια. Αυτό συμβαίνει σε αντίθεση με τις βουλευτικές και τις ευρωεκλογές όπου ισχύει η ατέλεια και αφού το Υπουργείο Εσωτερικών αρνήθηκε την επέκταση της ατέλειας στις τοπικές εκλογές, όπως είχε ζητηθεί σε σχετική παράσταση.

· Η εφορία απαιτεί έκδοση ΑΦΜ, βιβλία εσόδων-εξόδων, εισάγοντας τον κρατικό έλεγχο στην πολιτική δράση και αντιμετωπίζοντας την πολιτική δράση σαν να πρόκειται για επιχειρηματική δραστηριότητα.

· Το Υπουργείο Εσωτερικών ζητά άνοιγμα διαδικτυακής μερίδας, με λήψη κωδικού μέσω αποστολής θεωρημένων εγγράφων σε υπηρεσία και καταχώρηση κινήσεων στο διαδίκτυο.

· Οι τράπεζες κάνουν το άνοιγμα του υποχρεωτικού λογαριασμού από κάθε συνδυασμό με προσκόμιση τουλάχιστον 4 εγγράφων από τον επικεφαλής. Μόνο μέσα από το λογαριασμό θα πληρώνονται τα έξοδα και στον οποίο θα κατατίθενται τα έσοδα με ταυτόχρονες βεβαιώσεις.

· Η Επιτροπή Ελέγχου Εκλογικών Δαπανών και Εκλογικών Παραβάσεων ζητά κατάθεση μετά τις εκλογές μιας σειράς παραστατικών, καταστάσεων και εγγράφων για έλεγχο.

Αν κάποιος από αυτούς τους όρους δεν τηρηθεί επιβάλλεται αποκλεισμός από τις εκλογές, πρόστιμα, έκπτωση από τη θέση όσων εκλεγούν. Έρχονται να χτυπήσουν τη δυνατότητα συμμετοχής σε λαϊκές Οργανώσεις και συλλογικότητες που θέλουν να υπηρετήσουν με τη συμμετοχή στις εκλογές την επικοινωνία των θέσεων τους με το λαό, κόντρα σε κρατικές παρεμβάσεις και σε «από κοινού» διαχείριση με το κράτος. Τελικά πλήττουν ανοικτά το πολιτικό δημοκρατικό δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.

Δεν πείθει ότι όλα αυτά γίνονται στο όνομα της «διαφάνειας» και της πάταξης της διαφθοράς, όπως υποκριτικά διατείνονται η κυβέρνηση και όλα τα αστικά κόμματα του συστήματος αυτού. Του συστήματος δηλαδή της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της διαφθοράς! Διαφθορά μάλιστα που αντιμετωπίζεται ως πιο πιθανή στις δημοτικές απ΄ ότι στις βουλευτικές εκλογές! Αποτελεί μέρος ανάλογων πρακτικών με τις επεμβάσεις του κράτους στο συνδικαλισμό, με πιο κραυγαλέες τις «εφόδους» του ΣΔΟΕ σε Σωματεία εργαζομένων.

Καταγγέλλουμε το αντιδημοκρατικό πλαίσιο εμποδίων συμμετοχής στις τοπικές εκλογές των κινήσεων που δεν δέχονται καμιά κρατική χρηματοδότηση και τον ασφυκτικό οικονομικό έλεγχο από μεριάς του κράτους.

Μάης 2019

 

ΑΝΤΑΡΣΥΑ

ΕΕΚ

ΚΚΕ μ-λ

Μ-Λ ΚΚΕ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Πολιτική Οργάνωση «ΚΟΚΚΙΝΟ ΝΗΜΑ»




Καταγγελία για τη φασιστική επίθεση σε συντρόφους της ΟΚΔΕ στα Μετέωρα Θεσσαλονίκης

Την Τετάρτη 24/4/2019, έγινε επίθεση από φασίστες σε μέλη της ΟΚΔΕ που μοίραζαν εκλογικό υλικό στα Μετέωρα Θεσσαλονίκης. Η επίθεση, από ομάδα περίπου 15, έγινε την ώρα που αποχωρούσαν από το χώρο παρέμβασής τους.

Η απάντηση από τους αντιφασίστες και τις αντιφασίστριες της Θεσσαλονίκης ήταν άμεση. Την επόμενη κιόλας μέρα πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση και πορεία στη γειτονιά των Μετεώρων με τη συμμετοχή οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αναρχικών ομάδων και κατοίκων της περιοχής, στέλνοντας ξεκάθαρα το μήνυμα στους φασίστες ότι οι θρασύδειλες επιθέσεις και η βία τους δεν μας φιμώνουν και δε μας σταματούν.

Το χαμένο έδαφος, προσπαθούν αν κερδίσουν τα φασιστοειδή μετά το στρίμωγμα από τη δίκη τους ως εγκληματική οργάνωση, τις αποχωρήσεις κεντρικών στελεχών και τις διασπάσεις μικρών ομάδων. Παίρνοντας «φορά» από τα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, που τους επέτρεψαν να ξαναβγούν στους δρόμους ξερνώντας το εθνικιστικό τους δηλητήριο μίσους, επιχειρούν να επανεμφανίσουν τα τάγματα εφόδου. Ζήσαμε τον τελευταίο χρόνο επιθέσεις σε αγωνιστές της Αριστεράς, σε κοινωνικούς χώρους, σε μετανάστες, πάντα στα μουλωχτά, στο σκοτάδι ή πίσω από τις διμοιρίες των ΜΑΤ. Ιδιαίτερα τώρα, στη προεκλογική περίοδο, προσδοκώντας να καρπωθούν κομμάτι από την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, στήνουν προεκλογικές εκδηλώσεις και περιοδείες που πάντα σημαίνουν βίαιες επιθέσεις και τρομοκρατία, όπου καταφέρνουν να σταθούν στο δημόσιο χώρο.

Αυτή τους η προσπάθεια δεν πρέπει να έχει επιτυχία, ούτε στους δρόμους, ούτε στις κάλπες. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ενεργοποίηση των δυνάμεων του κινήματος και της αριστεράς, ώστε να µην παραχωρείται δημόσιος χώρος στους φασίστες και η ενότητα στη δράση. Μια τέτοια κινητοποίηση είναι σε θέση να περιθωριοποιήσει τους νεοναζί.

Καταγγέλλουμε τη θρασύδειλη επίθεση των φασιστών – νεοναζί στους συντρόφους της ΟΚΔΕ και δηλώνουμε την αμέριστη συμπαράστασή μας, με κάθε τρόπο.

Ούτε στα Μετέωρα – Ούτε πουθενά 

Τσάκισμα στους φασίστες, σε κάθε γειτονιά

Π.Ο. Κόκκινο Νήμα




Όταν λέω ΟΧΙ, σημαίνει ότι δε θέλω! Το σεξ χωρίς συναίνεση είναι βιασμός

Η αντιδραστική τροποποίηση ΣΥΡΙΖΑ στο άρθρο 336

Των Αθηνά Σκαµπά, ∆ανάης Μανωλέσου και Ερνεστίνας Καρυστιναίου – Ευθυµιάτου

Η κυβέρνηση έχει θέσει προς δηµόσια διαβούλευση το νέο σχέδιο ποινικού κώδικα. Στα πλαίσια το νέου ποινικού κώδικα τροποποιείται το άρθρο 336, στο οποίο ορίζεται το τι είναι βιασµός. Η νοµοθεσία που ίσχυε µέχρι σήµερα ήταν ήδη λειψή: έθετε ως προϋπόθεση τη σωµατική βία ή την απειλή. Μέχρι τώρα το θύµα καλούνταν στο δικαστήριο να αποδείξει το βιασµό του µέσα από τα σηµάδια που έφερε στο σώµα του. Γεγονός που προϋποθέτει ότι το θύµα θα έχει µπορέσει να αντισταθεί και να παλέψει µε τον βιαστή, καθώς και να έχει τη δύναµη σωµατικά και ψυχολογικά να το δηλώσει µέσα στο πρώτο 48ωρο.

Η νέα τροποποίηση κάνει τη νοµοθεσία εξοργιστικά χειρότερη. Η κυβέρνηση προτείνει ότι βιασµός θα πρέπει να θεωρείται αποκλειστικά ο εξαναγκασµός σε σεξουαλική πράξη υπό την απειλή κινδύνου για τη ζωή ή την σωµατική ακεραιότητα. Έτσι, δε θα µπορούν µε κανένα τρόπο να εµπίπτουν στο πλαίσιο του βιασµού περιπτώσεις που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των καταγγελθέντων περιστατικών όπως αυτές της απειλής-εκβιασµού µέσα στην οικογένεια ή στην εργασία, αλλά και οι περιπτώσεις θυµάτων σε κατάσταση µέθης/ χωρίς συνείδηση.

Στο συγκεκριµένο ζήτηµα, από το 2014 είναι σε υποχρεωτική ισχύ προς όλα τα κράτη-µέλη της Ε.Ε. η «Σύµβαση του Συµβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέµηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας» (γνωστή ως «Σύµβαση της Κωνσταντινούπολης»). Η Σύµβαση αυτή ορίζει τη σεξουαλική βία συµπεριλαµβανοµένου του βιασµού µε µόνη προϋπόθεση την συναίνεση: «η συγκατάθεση πρέπει να παρέχεται εκουσίως, ως αποτέλεσµα της ελεύθερης βούλησης του ατόµου, η οποία αξιολογείται στο πλαίσιο των συνοδών περιστάσεων». Γίνεται έτσι ξεκάθαρο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να οπισθοδροµήσει αρκετούς αιώνες πίσω, µε κόστος πάντα ανθρώπινες ζωές.

 

Βιασµός είναι το σεξ χωρίς συναίνεση

Τα πραγµατικά στοιχεία και περιστατικά µας δείχνουν ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες βιάζεται ένα άτοµο (γυναίκα, παιδί ή άντρας) είναι πολύ διαφορετικές και δεν προϋποθέτουν πάντα της ύπαρξη βίας ή απειλής κατά της ζωής. Ίσως κιόλας ο βιασµός µε χρήση άµεσης σωµατικής βίας, που να µπορεί να διαπιστωθεί ιατροδικαστικά, να µην είναι καν η συχνότερη περίπτωση. Υπάρχουν περιπτώσεις που το θύµα αδυνατεί να αντισταθεί ή να φωνάξει σε βοήθεια γιατί υφίσταται «ακούσια παράλυση», ένα πολύ συνηθισµένο φαινόµενο σε θύµατα βίας, µε αποτέλεσµα να µην φέρει σηµάδια βίας. Υπάρχουν περιπτώσεις που το θύµα είναι αναίσθητο όταν βιάζεται, όπως και περιπτώσεις που το θύµα εκβιάζεται και τότε δεν υπάρχει καν η άσκηση σωµατικής βίας. Ακόµα χειρότερα είναι τα πράγµατα όταν ο βιαστής είναι πρόσωπο µε θέση εξουσίας, όπως ένα πατέρας που βιάζει ένα παιδί ή ο εργοδότης που εκβιάζει έµµεσα. Υπάρχει ο βιασµός που υφίστανται τα θύµατα trafficking. Ένα κοινό χαρακτηριστικό έχουν όλες οι περιπτώσεις: ότι τόσο το θύµα, όσο και ο θύτης γνωρίζουν ότι η σεξουαλική πράξη πραγµατοποιείται χωρίς συναίνεση. Μόνο αυτός ο ορισµός συµπεριλαµβάνει όλες τις περιπτώσεις.

Ήδη σήµερα η συντριπτική πλειοψηφία των βιασµών δεν καταγγέλλεται λόγω του τρόπου αντιµετώπισης από τις αρχές και τα δικαστήρια αλλά και τον κοινωνικό περίγυρο, µε πιθανότερη των αθώωση του βιαστή, καθώς ο νόµος ήδη δυσκολεύει πολύ την απόδειξη του εγκλήµατος, πολύ περισσότερο µε τη νέα τροποποίηση που περιορίζει ακόµα περισσότερο τον ορισµό του βιασµού.

Στον αντίποδα αυτής της άποψης, ακούγεται πολύ συχνά το επιχείρηµα ότι µια γυναίκα µπορεί ψευδώς να καταγγείλει κάποιον για βιασµό ενώ έχει συναινέσει στην πράξη για λόγους εκδίκησης ή αντιδικίας. Όµως αυτό µπορεί να συµβεί και µε το σηµερινό νόµο και το κοινωνικό πρόβληµα που αντιµετωπίζουµε είναι ότι οι βιασµοί δεν καταγγέλλονται, όχι ότι καταγγέλλονται ψευδώς. Βεβαίως η τροποποίηση του νοµικού πλαισίου δεν είναι αρκετή για να αντιµετωπιστεί το πρόβληµα και να προστατευτούν τα θύµατα, όµως αποτελεί µια αναγκαία προϋπόθεση.

 

Η απαντησή µας

Σχετικά µε τη νοµοθεσία, εµείς λέµε, και θα διεκδικήσουµε µέχρι το τέλος, ότι η έννοια της συναίνεσης είναι η µόνη που µπορεί να αποτελέσει κριτήριο για τον βιασµό και για κάθε άλλη µορφή σεξουαλικής βίας. Η προσθήκη της έννοιας της συναίνεσης στον ορισµό του βιασµού, νηφάλιας κι όχι εξαναγκασµένης µε ψυχολογική ή σωµατική βία ή άλλους εκβιασµούς, είναι το στοιχειώδες βήµα για τη δικαίωση των γυναικών και όλων των άλλων θυµάτων βιασµού, όπως περιγράφεται και στη Συνθήκη της Κων/ης.

Ωστόσο, η αλλαγή της νοµοθεσίας δεν είναι από µόνη της αρκετή. Η κυβέρνηση οφείλει να δηµιουργήσει ιατροδικαστικά κέντρα σε κάθε περιοχή, να ιδρύσει δοµές υποστήριξης των θυµάτων σε κάθε γειτονιά και θα είµαστε στο δρόµο για να τα διεκδικήσουµε. Παράλληλα, απαιτούµε την πρόσληψη διερµηνέων για τα θύµατα µετανάστριες.

Σε επόµενο επίπεδο, διεκδικούµε αλλαγές στη νοµοθεσία που αποτελούν χρόνια αιτήµατα του φεµινιστικού κινήµατος όπως η προσθήκη στο νόµο ορισµού για την γυναικοκτονία, και για το δικαίωµα των θυµάτων σεξουαλικών επιθέσεων στην αυτοάµυνα.

Σε ένα κατάµεστο αµφιθέατρο του Πολυτεχνείου αποφασίστηκε να συσταθεί η συνέλευση «Χωρίς συναίνεση είναι βιασµός» για να συντονιστούν οι δράσεις όλων µε αφορµή την προτεινόµενη τροποποίηση του άρθρου 336. Η Κίνηση Απελάστε το Ρατσισµό συµµετέχει στη Συνέλευση. Στην πρόσκληση σε συνάντηση για το νέο σχέδιο νόµου που περιλάµβανε και τον ορισµό του βιασµού, ανταποκρίθηκαν φεµινιστικές συλλογικότητες, γυναικείες οµάδες πολιτικών οργανώσεων, ΛΟΑΤΚΙΑ συλλογικότητες, αλλά κυρίως δεκάδες γυναίκες αλλά και άντρες, µε διάθεση να διεκδικήσουν το σεβασµό και το δικαίωµα στην αυτοδιάθεση των γυναικείων σωµάτων και των θυµάτων της έµφυλης καταπίεσης και βίας. Όµως η πρόθεση µας δεν είναι απλώς να µην περάσει το άρθρο αλλά να τροποποιηθεί η νοµοθεσία ώστε ικανοποιεί τα αιτήµατα του φεµινιστικού κινήµατος.

Η συνέλευση έχει ήδη προχωρήσει σε δράσεις: ∆ιαµαρτυρία στο Υπουργείο ∆ικαιοσύνης, ολιγόωρη συµβολική κατάληψη και ανάρτηση πανό στη Γενική Γραµµατεία Ισότητας, διακίνηση έντυπου και ηλεκτρονικού κειµένου για ενηµέρωση, παρέµβαση σε εκδήλωση του δικηγορικού συλλόγου.

Οι δράσεις µας θα συνεχιστούν µε προσπάθειες ενηµέρωσης και στόχο να κορυφωθούν µε µια µεγάλη διαδήλωση τον Μάιο, οπότε αναµένεται η ψήφιση από τη Βουλή.

Ακόµα παραπέρα, οι αθωώσεις των βιαστών, όπως και ο φόβος των θυµάτων να καταγγείλουν τον βιασµό, δεν οφείλονται µόνο στο νοµικό πλαίσιο, αλλά σε ένα πλέγµα σεξιστικών στερεότυπων που είναι ριζωµένα ως αντιλήψεις τόσο στους δικαστές, όσο και σε ολόκληρη την κοινωνία και αναπαράγουν την έµφυλη εκµετάλλευση και καταπίεση. Το φεµινιστικό κίνηµα σε διεθνές επίπεδο αλλά και στην Ελλάδα, έχει αναδείξει και αναδεικνύει την ανάγκη αυτά να ξεριζωθούν. Ο αγώνας και η προσπάθεια αυτή είναι συνεχής και ανυποχώρητη και αφορά όλους και όλες που προσδοκούν και αγωνίζονται για µια άλλη κοινωνία.




Σχόλιο για τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ισπανία

του Αλέξη Λιοσάτου

 

Μετά την τρίτη εκλογική αναμέτρηση στα 4 τελευταία χρόνια, που ολοκληρώθηκε στις 28/4/2019, η πολιτική σκηνή στην Ισπανία συνεχίζει να βυθίζεται στην αστάθεια. Σε μια εκλογική αναμέτρηση με πολύ μεγάλη συμμετοχή, αυξημένη συμμετοχή κατά 9,5% , οι κάλπες έδειξαν:

  1. Άνοδο του παραδοσιακού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, του PSOE (αντίστοιχου ΠΑΣΟΚ) που ανέβασε τα ποσοστά του σε 28,6% από 22,6%, βγαίνοντας με διαφορά πρώτη δύναμη.
  2. Γιγάντια πτώση της παραδοσιακής Δεξιάς (PP) που έχασε τη μισή δύναμή της (16,7% από 33%). Ήταν η χειρότερη επίδοσή της ιστορικά.
  3. Σημαντική πτώση του Podemos, αδελφού κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ (14,3% από 20,1%), που βρέθηκε στην τέταρτη θέση.
  4. Άνοδο της Νέας Δεξιάς των Ciudadanos (15,8% από 13%).
  5. Τρομακτική πανεθνικά άνοδο της φρανκικής Ακροδεξιάς, που από 0,2% εκτινάχθηκε στο 10,3% (24 βουλευτές, 5η δύναμη). Πρώτη φορά πετυχαίνει την είσοδο των φασιστών στη Βουλή, μετά τηνπτώσητης χούντας (1977).
  6. Άνοδο των αυτονομιστικών κομμάτων, με χαρακτηριστικότερη –και θετικότερη- την άνοδο-ρεκόρ στην Καταλονία, όπου η Ρεπουμπλικανική Αριστερά ενισχύθηκε κατά πολύ και αναδείχθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία πρώτη δύναμη με 15 έδρες, ενώ η Δεξιά του Πουτζδεμόν, που τάσσεται υπέρ της ανεξαρτησίας της Καταλονίας, βγαίνει τέταρτη δύναμη με 7 βουλευτές. Και οι δυο αυτές δυνάμεις είχαν στελέχη φυλακισμένα ή επικηρυγμένα και παρ’ όλα αυτά σημείωσαν εξαιρετικές επιδόσεις. Η καταστολή του ισπανικού κράτους προκάλεσε τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επεδίωκε. Πλέον στη Χώρα των Βάσκων 10 στους 18 βουλευτές είναι αυτονομιστές και στην Καταλονία 22 στους 48. Κατά κάποιον τρόπο η παρουσία του Vox στη νέα Βουλή «αντιρροπείται» από την αύξηση των αυτονομιστών βουλευτών (που συνολικά έγιναν 38 από 25), αποτυπώνοντας ακόμα περισσότερο την εικόνα ενός πολιτικού συστήματος σε κρίση.

Τα αποτελέσματα κρίνονται ως αρνητικά στο σύνολό τους. Η παλιά Δεξιά (PP) κατέρρευσε εκλογικά κυρίως επειδή α) έφερε το κύριο βάρος ευθύνης για την εφαρμογή σκληρών μέτρων λιτότητας από τα τέλη του 2011(τα αντίστοιχα μνημόνια, τις εξώσεις φτωχών με τη βία από την πρώτη κατοικία τους, καταστολή διαδηλώσεων) β) Λόγω της σκληρής καταστολής του καταλανικού κινήματος ανεξαρτησίας και της κρίσης που επέφερε στον ισπανικό καπιταλισμό αυτή η σκληρή στάση και γ) Λόγω της προώθησης μιας ακροδεξιάς ατζέντας την τελευταία χρονιά που τελικά λειτούργησε ενισχυτικά στην αυθεντική Ακροδεξιά του Vox. Η πτώση πάντως των ποσοστών της σε σχέση με το 2016 σχετίζεται με την μετατόπιση των ψηφοφόρων της στο Vox (κυρίως) και στο Ciudadanos (δευτερευόντως), άρα μόνο «προοδευτική» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.

ToVox έκανε ένα άλμα εντυπωσιακότερο κι από αυτό της Χρυσής Αυγής (το 2012), με διψήφια ποσοστά στις περισσότερες περιφέρειες της Ισπανίας (με σημαντικές –αν και αναμενόμενες- εξαιρέσεις περιοχές με ισχυρά αυτονομιστικά κινήματα, όπως η Καταλονία και η Χώρα των Βάσκων, λόγω έχθρας του Vox απέναντι στην οποιαδήποτε προοπτική αυτονομίας), αποδεικνύοντας πως η επιτυχία της στην Ανδαλουσία τον περασμένο Δεκέμβριο μόνο τυχαία δεν ήταν. Η Ακροδεξιά σημείωσε αυτή την επιτυχία με προτάγματα την ακόμα σκληρότερη καταστολή των Καταλανών, την πάλη κατά των μεταναστών, των ομοφυλόφιλων, του δικαιώματος στην έκτρωση, του Ισλάμ. Και δεν αποκλείεται να ισχυροποιηθεί κι άλλο, αν η Δεξιά (PP+Ciudadanos) ακολουθήσει την πεπατημένη των αδελφών κομμάτων της στην Ευρώπη, υιοθετώντας όλο και περισσότερο την ακροδεξιά ρητορική. Κάτι που σε εμάς φαντάζει το πιθανότερο σενάριο.

Έτσι το PSΟE βγήκε πρώτο κόμμα με διαφορά, όχι επειδή «θριάμβευσε» αλλά αφενός επειδή κατέρρευσε το PP, αφετέρου επειδή επαναπάτρισε μαζικό κομμάτι ψηφοφόρων από το Podemos (κατά τα άλλα το PSΟE σημείωσε ένα από τα χειρότερα ποσοστά του, το τρίτο χειρότερο για την ακρίβεια, μετά το 1977- και καλύτερο μόνο από 2015 και το 2016, όταν είχε χάσει μαζικά ψηφοφόρους προς το Podemos). Το PSΟE ήταν το κόμμα που εξήγγειλε πρώτο τα αντίστοιχα σκληρά μνημονιακά μέτρα (επί Θαπατέρο, το 2010), αλλά δεν πρόλαβε να φθαρεί όσο το ΠΑΣΟΚ, γιατί έφυγε από την κυβέρνηση στα τέλη του 2011, οπότε κράτησε περισσότερες δυνάμεις, με αποτέλεσμα να «πληρώσει τη νύφη» το PP.

Έστω κι έτσι, για να τα καταφέρει να βγει πρώτο το PSΟE αναγκάστηκε να προχωρήσει σε κάποιες θετικές εξαγγελίες όπως η αύξηση του κατώτατου βασικού μισθού από τις αρχές του 2019, γνωρίζοντας βεβαίως ότι σύντομα πλησίαζαν οι κάλπες, με δεδομένη την άρνηση των καταλανικών κομμάτων να ψηφίσουν τον προϋπολογισμό (κάτι που όντως έκαναν, τον περασμένο Φλεβάρη). Ο Σάντσεθ, επικεφαλής του PSΟE, είχε συγκροτήσει κυβέρνηση μειοψηφίας μετά την πτώση του Ραχόι 11 μήνες πριν (Ιούνιος 2018), με τη στήριξη του Podemos και των Καταλανών και Βάσκων αυτονομιστών. Η κυβερνητική αστάθεια τον υποχρέωσε να παρουσιάσει ένα πιο «φιλολαϊκό» προφίλ με σκοπό τη διεύρυνση της επιρροής του και τη νίκη στις ερχόμενες εκλογές- μια στρατηγική που απέδωσε καρπούς.

Κάπως έτσι έφτασαν PSΟE και Podemos συγκεντρώνουν μαζί τις 165 από τις 176 έδρες (σε σύνολο 350) που απαιτούνται για συγκρότηση κυβέρνησης και το πιθανότερο σενάριο φαντάζει να συγκροτήσουν κυβέρνηση οι δυο τους (κυβέρνηση μειοψηφίας) ή και σε συνεργασία με κάποιες μικρές-τοπικές (κεντρο)αριστερές αυτονομιστικές δυνάμεις. Σύμφωνα με διάφορα ρεπορτάζ η αστική τάξη της Ισπανίας προτιμά κυβέρνηση PSOECiudadanos, ωστόσο αυτό για την ώρα φαντάζει πιο δύσκολο σενάριο.

Εντύπωση προκαλούν οι πανηγυρισμοί του ΣΥΡΙΖΑ για … τη νίκη των προοδευτικών δυνάμεων, «εκτός κι αν νιώθει πλέον ότι το αδερφό του κόμμα στην Ισπανία είναι πλέον οι Σοσιαλιστές του Πέδρο Σάντσεθ και όχι το Podemos», σχολιάζει εύστοχα το CNN.Το αδερφό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, το Podemos του Πάμπλο Ιγγλέσιας, καταποντίστηκε, ακριβώς επειδή ακολούθησε την κλασική δεξιόστροφη πορεία σοσιαλδημοκρατικοποίησης, στηρίζοντας επί έναν χρόνο την κυβέρνηση Σάντσεθ, οπότε ο κόσμος επέλεξε την πρωτότυπη Σοσιαλδημοκρατική επιλογή από την απομίμηση.Επίσης το Podemos πλήρωσε την «ήξεις-αφήξεις» στάση του στο θέμα της ανεξαρτησίας της Καταλονίας.

Ο Ιγγλέσιας μετά την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος, πανηγύρισε επειδή μπήκε …φρένο στη Δεξιά και την Ακροδεξιά. Από όσα περιγράψαμε, κανένα τέτοιο φρένο δεν μπήκε. Ο Ιγγλέσιας πρόσθεσε επιπλέον ότι είναι έτοιμος για συγκρότηση κυβέρνησης … «Αριστεράς»- με το PSΟE, εννοείται.

Με τη χρεοκοπία του Podemos ως αριστερό ριζοσπαστικό εγχείρημα (και την ήδη υφιστάμενη εσωτερική κρίση του που αναμένεται να κλιμακωθεί μετά από αυτό το αποτέλεσμα) κλείνει οριστικά ο κύκλος των «πλατιών αριστερών κομμάτων» που άνοιξε το ξέσπασμα της οικονομικής και πολιτικής κρίσης στην Ευρώπη. Τις μεγάλες ελπίδες τέτοιων «πλατιών κομμάτων» αποτελούσαν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Podemos. Ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε να εφαρμόζει τα μνημόνια και τη λιτότητα ως κυβέρνηση, ολοκληρώνοντας πλέον σήμερα και «επισήμως» την ένταξη στην εκφυλισμένη νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία, μέσα (και) από τέτοιου τύπου δηλώσεις. Το δε Podemos μάλλον πήρε τα μαθήματα από τους «αριστερισμούς» του ΣΥΡΙΖΑ και το έριξε στην «υπευθυνότητα» (απέναντι στον καπιταλισμό) πριν προλάβει να γίνει ηγεμονική δύναμη στην Κεντροαριστερή πολυκατοικία, προτιμώντας να γίνει ένα απλό δεκανίκι στο PSΟE. Κοινό χαρακτηριστικό των δυο κομμάτων είναι η σοσιαλδημοκρατικοποίηση με στόχο τη διαχείριση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, όχι την ανατροπή του. Είναι ο προσανατολισμός τους στην εφαρμογή-στήριξη ενός προγράμματος που εξυπηρετεί το κεφάλαιο με πολιτικές λιτότητας, πετώντας (αν το επιτρέπει το κεφάλαιο) μερικά ψίχουλα φιλανθρωπίας στις κατώτερες τάξεις. Στόχος τους είναι να δείξουν ότι το σύστημα μπορεί να αποκτήσει πιο «ανθρώπινο πρόσωπο», όταν κυβερνούν αυτοί.

Στην Ελλάδα ξέρουμε πολύ καλά πόσο «ανθρώπινα» ζήσαμε επί των μνημονίων του Τσίπρα και τι μας περιμένει από τα πρωτογενή πλεονάσματα που δεσμεύουν τη χώρα μέχρι το 2060. Παρομοίως, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για πραγματικά φιλολαϊκή διαχείριση του Ισπανικού καπιταλισμού. Η ισπανική οικονομία επιβραδύνεται και οι διεθνείς προβλέψεις είναι ζοφερές.«Το ποσοστό ανεργίας είναι 14,6%, το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρωζώνη μετά την Ελλάδα. Πάνω από το ένα τρίτο των Ισπανών νέων ηλικίας μεταξύ 15 και 24 ετών δεν είχε εργασία το 2017 και το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων ήταν πέρυσι 44,5%, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ» (πηγή: Καθημερινή).Την οικονομική κατάσταση επιδεινώνει η ενίσχυση των αυτονομιστικών κινημάτων και η πολιτική αστάθεια. Αστάθεια που επιμένει ακόμα και μετά το εκλογικό αποτέλεσμα, καθώς ούτε η Κεντροαριστερά ούτε η Κεντροδεξιά μπορούν να συγκροτήσουν ισχυρή κυβέρνηση. Σε αυτό το πλαίσιο, μια κυβέρνηση PSOEPodemos δεν θα αποτελεί κυβέρνηση «Αριστεράς» ή προοδευτικών δυνάμεων, αλλά κυβέρνηση του ισπανικού κεφαλαίου, κυβέρνηση λιτότητας, που ενδεχομένως να κληθεί να διαχειριστεί μια νέα επιδείνωση της κρίσης και νέα μνημόνια, βάζοντας τις βάσεις για περαιτέρω εκφύλιση της Σοσιαλδημοκρατίας (PSΟE+ Podemos). Σύντομα λοιπόν θα διαψευστούν οι όποιες ελπίδες των Ισπανών εργαζομένων και φτωχών για φιλολαϊκότερη διαχείριση από τη νέα κυβέρνηση, με το Vox να καραδοκεί να ψαρέψει ακόμα περισσότερο στα νερά της λαϊκής δυσαρέσκειας.

Συνοψίζοντας: κρίση του δικομματισμού και πολιτική αστάθεια, ανακοπή του αριστερόστροφου ριζοσπαστισμού, εκδήλωση ενός ακροδεξιού ριζοσπαστισμού, κρίση της Αριστεράς, αυτά συνθέτουν το μετεκλογικό σκηνικό. Η εικόνα συμπληρώνεται με την εθνική-περιφερειακή πόλωση μεταξύ ισπανικής κυβέρνησης κι αυτονομιστικών κινημάτων (που σχετίζεται εν μέρει με την συγκεντρωτική οικονομική πολιτική που καθοδηγείται από τη Μαδρίτη, μέσα σε ένα περιβάλλον οικονομικής κρίσης ), που εντείνεται και προβλέπεται να πυροδοτήσει νέες κρίσεις στο εγγύς μέλλον, μέσα σε ένα τοπίο ολοένα και πιο ασταθών κι ετερόκλητων κυβερνήσεων.

Η επαναστατική Αριστερά είναι τελείως ανέτοιμη να ανταποκριθεί στις προκλήσεις και τις ευκαιρίες της περιόδου. Οι Anticapitalistas, η τροτσκιστική πτέρυγα του Podemos, παραμένουν στο «πλατύ κόμμα» έχοντας αυτοδιαλυθεί μέσα του από το 2015 και σήμερα ακόμα υφίστανται όλη αυτή την εκφυλιστική πορεία του προς τα δεξιά. Η αποχώρησή τους από το Podemos μπορεί να πλησιάζει (ήδη τον Μάρτιο πήραν την απόφαση να κατεβούν σε ξεχωριστά ψηφοδέλτια στις επόμενες τοπικές εκλογές), ενώ η προοπτική της στήριξης μιας κεντροαριστερής κυβέρνησης υπό την ηγεμονία του PSOE είναι κάτι που δύσκολα θα μπορούσε να στηριχτεί από την αριστερή πτέρυγα των Podemos.  Aλλά είναι ήδη αργά. Η πρόβλεψή μας είναι ότι όταν αποφασίσουν να αποχωρήσουν, οι Anticapitalistas θα βγουν αποδυναμωμένοι και με λιγότερο κύρος, καθώς θα θεωρούνται από τους αγωνιστές και αγωνίστριες των κινημάτων μέρος του προβλήματος στην κρίση της Αριστεράς και όχι μέρος της λύσης του, ακριβώς όπως έγινε και με την επαναστατική Αριστερά που συμμετείχε στο ΣΥΡΙΖΑ, οργάνωσε ψοφοδεώς την αντιπολίτευση στον Τσίπρα κι αποχώρησε τελείως καθυστερημένα. Κι είναι τραγωδία πραγματικά να επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά τα ίδια λάθη και να μην διδασκόμαστε από τα λάθη των συντρόφων στις άλλες χώρες. Όπως είναι τραγωδία και ότι η ISO το 2015 έκανε κριτική στην αυτοδιάλυση των Anticapitalistas στο Podemos και σήμερα αυτοδιαλύεται για να ανασυντεθεί με τους DSA και το κίνημα Σάντερς στις ΗΠΑ…

Η ανασυγκρότηση του εργατικού-λαϊκού κινήματος στην Ισπανία και η οικοδόμηση μιας νέας μαζικής αντικαπιταλιστικής κι επαναστατικής Αριστεράς πέρα και έξω από το Podemos και το PSΟE είναι επιτακτικά καθήκοντα για την υπεράσπιση των κοινωνικών κεκτημένων, για τον σεβασμό στις εθνοπολιτισμικές ιδιαιτερότητες της κάθε περιφέρειας, για την διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών ζωής και την αναχαίτιση του φασιστικού κινδύνου.