1

Επαναστατική Οργάνωση – Ενιαίο Μέτωπο. Αναστοχασμοί.

Του Αλέξη Λιοσάτου

 

Ιστορία 

Το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην οργανωμένη πολιτική Αριστερά και στο κίνημα αντίστασης ήταν πάντα ένα από τα κεντρικά προβλήματα θεωρίας, πολιτικής, οργάνωσης του κινήματος. Ένας από τους βασικούς λόγους είναι ότι το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί διαχρονικά παρά μόνο στις βασικές αρχές του, ότι πάντα χρειάζεται μια συγκεκριμενοποίηση, που μπορεί να ενέχει σοβαρά πολιτικά λάθη.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά τις πρώτες απόπειρες εργατικών επαναστάσεων της περιόδου της Κομμούνας, δόθηκε η πρώτη ολοκληρωμένη απάντηση στο ζήτημα του κόμματος, με την ίδρυση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και της Β’ Διεθνούς.Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ορίστηκαν ως “κόμματα μαζών”. Στο εσωτερικό τους επιχειρούσαν να περιλάβουν το σύνολο της εργατικής τάξης και όλων των δραστηριοτήτων της: από την κοινοβουλευτική ομάδα και τα συνδικάτα ως τους αθλητικούς συλλόγους.

Αυτοί οι γιγάντιοι οργανισμοί, με κορυφαίο παράδειγμα το γερμανικό SPD, πολύ σύντομα αποδείχτηκε ότι είχαν μια ισχυρή ροπή προς την οργάνωση της εργατικής αντίστασης μέσα στα όρια που έβαζε ο καπιταλισμός, προς το μεταρρυθμισμό-ρεφορμισμό. Ήταν ζήτημα χρόνου αυτό να αποκρυσταλλωθεί και θεωρητικά, με τις ιδεολογικές και πολιτικές μετατοπίσεις από την παράδοση του Μαρξ και του Ένγκελς. Αυτή η απομάκρυνση προέκυψε μεταξύ άλλων και από την επιλογή στο χαρακτήρα του κόμματος. Το σύνολο της εργατικής τάξης μέσα στον καπιταλισμό υπάρχει ως κυριαρχούμενη τάξη, που σε πολλά επίπεδα (και σε μεγάλα χρονικά διαστήματα) αποδέχεται τις κυρίαρχες ιδέες. Η επαναστατική συνείδηση σε μη επαναστατικές συνθήκες περιορίζεται σε μικρά τμήματα της εργατικής τάξης, στην «πρωτοπορία» της.

Η εξέλιξη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε ρεφορμιστικά κόμματα (που τόσο τραγικά επιβεβαιώθηκε με την προδοσία της Β’ Διεθνούς το 1914) δεν έγινε ομαλά, χωρίς εσωτερική μάχη. Κορυφαία σ’ αυτή την αντιπαράθεση ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η Ρόζα υπεράσπισε τον μαρξισμό στο ζήτημα της στρατηγικής της επανάστασης. Όμως, στο ζήτημα του κόμματος ανέθεσε  την απάντηση –σε ό,τι αφορά τη ροπή των κομματικών ηγεσιών προς το ρεφορμισμό- στην αυθόρμητη κίνηση των εργατικών μαζών. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ρόζα έμεινε μέσα στο SPD σχεδόν μέχρι το τέλος, ότι επιχείρησε να δημιουργήσει μια ανεξάρτητη επαναστατική οργάνωση πολύ αργά (όταν η επανάσταση είχε ήδη ξεσπάσει), κάτι που πλήρωσε με τη ζωή της, αλλά, δυστυχώς, και με την ήττα της επανάστασης στη Γερμανία.

Η απάντηση του Λένιν υπήρξε διαφορετική, συγκροτώντας σε μεγάλο βαθμό τη μαρξιστική θεωρία για το κόμμα. Δύο είναι τα βασικά της στοιχεία:

  1. Το αναγκαίο κόμμα ορίζεται ως “κόμμα στελεχών”, ως κόμμα της εργατικής πρωτοπορίας, σε ρήξη με την παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας.
  2. Το επαναστατικό κόμμα είναι “κόμμα δημοκρατικού συγκεντρωτισμού”, κόμμα πολιτικής δράσης, που επιχειρεί συστηματικά να “ανεβάσει” το σύνολο της τάξης στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο της πρωτοπορίας της. Η απόλυτη εσωτερική δημοκρατία είναι το απαραίτητο στοιχείο για να συγκεντρώνονται οι επαναστατικές πρωτοπορίες μέσα στο κόμμα και να προσανατολίζονται πολιτικά. Ο συγκεντρωτισμός (η πειθαρχία της μειοψηφίας μόνο σε μια συγκεκριμένη δράση) είναι το απαραίτητο στοιχείο για να δρα το κόμμα μέσα στην τάξη ως “έμβολο” προς την επανάσταση.

Στη θεωρία και στη δράση του Λένιν ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν αποτελεί οργανωτική φόρμουλα (στην ιστορία των μπολσεβίκων υπάρχουν τα πιο διαφορετικά οργανωτικά σχήματα), αλλά θεωρητική άποψη για τη σχέση κόμματος και τάξης. Η παράδοση αυτή είναι από τις πιο συκοφαντημένες από τη σταλινική κληρονομιά. Το κόμμα του Λένιν δεν είχε τίποτα κοινό με τις απόψεις για “μονολιθικότητα”: στο εσωτερικό του υπήρχε έντονη συζήτηση, δημόσιες διαφορές και συγκρούσεις, δημιουργία τάσεων με δημόσια διαφοροποίηση στα πιο μεγάλα ζητήματα. Η άποψη του Λένιν είναι εχθρική απέναντι σε όλες τις ιδέες υποκατάστασης της τάξης από το κόμμα: Προτείνει μια μορφή οργάνωσης προσανατολισμένη στο στρατηγικό στόχο της επανάστασης, ικανή να δρα μέσα στο κίνημα συστηματικά προς αυτή την κατεύθυνση και ικανή να μεταβάλλεται μέσα από τη σχέση με την εργατική τάξη. Άλλωστε, ακόμα και στο ζήτημα του χαρακτήρα και της στρατηγικής της επανάστασης στη Ρωσία οι μπολσεβίκοι “διδάχτηκαν” από το εργατικό κίνημα και προσάρμοσαν τις απόψεις τους στην κίνησή του.

Ιστορικά, το κόμμα “τύπου Λένιν” ήταν και παραμένει το μοναδικό μοντέλο που κατάφερε να οδηγήσει -πρόσκαιρα βεβαίως- στην ανατροπή του καπιταλισμού και στο πρώτο (και μοναδικό μέχρι σήμερα) παράδειγμα εργατικού κράτους.

Η άποψη του Λένιν για το επαναστατικό κόμμα άνοιξε το δρόμο για να απαντηθεί σωστά και το ζήτημα της σχέσης των επαναστατών με τα άλλα πολιτικά ρεύματα (ρεφορμιστικά, κεντριστικά κ.λπ.) που αναπτύσσονται μέσα στο εργατικό κίνημα. Στα 4 πρώτα συνέδρια της 3ης Διεθνούς κεντρικό ζήτημα αποτελούσε η συζήτηση για το ενιαίο μέτωπο. Με βασικούς εισηγητές τον Λένιν και τον Τρότσκι, το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα αποδεχόταν την πρόκληση της ενότητας στη δράση (δηλαδή την ενότητα στην άμυνα-αντίσταση απέναντι στην καπιταλιστική επίθεση)  με τα πιο διαφορετικά ρεύματα της πολιτικής Αριστεράς. Ταυτόχρονα όμως, παράλληλα με την ενότητα στη δράση, δεν υποχωρούσε ούτε βήμα από την ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση με το ρεφορμισμό, με στόχο την αλλαγή των συσχετισμών μέσα στην Αριστερά υπέρ του επαναστατικού ρεύματος. Ενιαίο Μέτωπο για τους «κλασικούς» δεν σήμαινε πολιτική, εκλογική,  ιδεολογική ή οργανωτική ενότητα, αντίθετα σήμαινε «βαδίζουμε χωριστά-χτυπάμε μαζί». Αυτή η παράδοση διακόπηκε βίαια από το σταλινισμό, είτε με τις υπερ-σεχταριστικές θεωρίες της “3ης περιόδου” (που οδήγησαν στην παράλυση της εργατικής τάξης το 1929-32 και στην ήττα από τους ναζί στη Γερμανία) είτε από τη δεξιά στροφή των “λαϊκών μετώπων”, που οδήγησε στην υποταγή των ΚΚ στις αστικοδημοκρατικές στρατηγικές και στην οριστική μετατροπή τους σε ρεφορμιστικά κόμματα ταξικής συνεργασίας.

 

Ενιαίο μέτωπο και κόμμα μετά το 1990 (κρίση ρεφορμισμού, δεξιά μετατόπιση σοσιαλδημοκρατίας, σταδιακή άνοδος εργατικών-κοινωνικών αγώνων)

Οι αναφορές στην επαναστατική παράδοση μας εξοπλίζουν με ιδέες, αλλά δεν μας λύνουν το πρόβλημα των απαντήσεων, που θα πρέπει να προέλθουν και από τη “συγκεκριμένη ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών”. Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 η κρίση των ΚΚ και η δεξιά μετατόπιση της σοσιαλδημοκρατίας δημιούργησαν ένα τεράστιο πολιτικό και οργανωτικό κενό στον χώρο της Αριστεράς. Αυτό σήμαινε ότι έπεσαν οι “υγειονομικές ζώνες” που οι ρεφορμιστές έχτιζαν ενάντια στην επαναστατική Αριστερά, αλλά σήμαινε επίσης ότι σε πολλές χώρες είχε διακοπεί η σχέση μεταξύ των εργατικών και νεολαιίστικων πρωτοποριών με τον μαρξισμό, την επαναστατική προοπτική, την “κουλτούρα” της οργανωμένης ζωής και αντίστασης που είχαν χτίσει οι προηγούμενοι αγώνες (κυρίως του ’60 και του ’70). Η κατάσταση αυτή συνέπεσε με το πέρασμα  του καπιταλισμού στη “σκληρή” φάση του (νεοφιλελευθερισμός, ανατροπή κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών), όπου δηλωνόταν καθαρά ότι οι κυρίαρχες τάξεις δεν αποδέχονται μεταρρυθμίσεις. Η κίνηση δεξιά του συστήματος περιόριζε εξαιρετικά τα περιθώρια αναγέννησης των «παραδοσιακών»  ρεφορμιστικών κομμάτων, που δεν μπορούσαν να καλύψουν το κενό στην Αριστερά από μόνα τους. Αυτές οι συνθήκες επέτρεψαν τη δημιουργία νέων «πλατιών κομμάτων», από τμήματα του ρεφορμισμού σε συνεργασία με αγωνιστές-τριες και μικρές οργανώσεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Ο ρεφορμισμός αφορούσε είτε τμήματα του «παραδοσιακού» ρεφορμισμού που  «έστριβαν» αριστερά για να εξασφαλίσουν κοινοβουλευτική επιβίωση (πχ ΣΥΝασπισμός), είτε έναν  ρεφορμισμό νέου τύπου, αρχικά μη οργανωμένο, που αναδύθηκε μέσα από το κίνημα και οργανώθηκε στη συνέχεια (πχ Podemos), είτε άλλα τμήματα του οργανωμένου ρεφορμισμού που φυτοζωούσαν για δεκαετίες και ξαφνικά έδειξαν να αναγεννώνται από τις στάχτες τους (πχ DSA, ΗΠΑ) κλπ. Τέτοια εγχειρήματα συγκροτήθηκαν σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Λατινική Αμερική και λειτούργησαν δελεαστικά για πειραματισμούς σε αρκετές οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς (οργανώσεις της IST, της 4ης Διεθνούς, της CWI, οι ISO-ΔΕΑ κλπ). Τέτοιες οργανώσεις συμμετείχαν για χρόνια σε «πλατιά» κόμματα επικαλούμενες το Ενιαίο Μέτωπο, την κοινή δράση και την ανάγκη συσσώρευσης δυνάμεων απέναντι στην κλιμακούμενη επιθετικότητα των αρχουσών τάξεων, τα «πλατιά ακροατήρια» και τη δυνατότητα της επαναστατικής Αριστεράς να δεθεί μαζί τους και ούτω καθεξής. Σήμερα μπορεί να γίνει ένας πρώτος απολογισμός, και σίγουρα δεν είναι θετικός.

Μερικές δεκαετίες μετά την αναγέννηση των επαναστατικών οργανώσεων που ακολούθησαν το επαναστατικό 1968, μετά τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, μετά την κατάρρευση του κρατικού καπιταλισμού και την κρίση του ιστορικού ρεφορμισμού, καμιά από τις οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς διεθνώς δεν μπόρεσε να έχει μια εκρηκτική ανάπτυξη (τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο), καμία οργάνωση δεν κατάφερε να λύσει το πρόβλημα με την ανάδειξή της σε μαζικό επαναστατικό κόμμα. Αυτό ήταν εν μέρει αντικειμενικό: για να ξεπεραστούν οι ιδεολογικές ήττες του ’80 και του ’90 σίγουρα θα χρειαζόταν χρόνος ή οι μαζικές εμπειρίες κάποιων μεγάλων επαναστατικών γεγονότων. Ωστόσο έχει να κάνει με τα συνεχή λάθη, μικρά ή μεγάλα, «αριστερά» ή «δεξιά» της επαναστατικής Αριστεράς. Δεν είναι τυχαίο ότι την μερική ανάπτυξη αρκετών επαναστατικών οργανώσεων ακολούθησε σοβαρότερη κρίση τους, ότι ο απολογισμός για κάθε οργάνωση ξεχωριστά (τουλάχιστον στη συντριπτική τους πλειοψηφία) και συνολικά για την επαναστατική Αριστερά είναι από πενιχρός μέχρι αρνητικός.

Ένα σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει από την εμπειρία των τελευταίων χρόνων διεθνώς, είναι ότι ο ρεφορμισμός έχει την ικανότητα να επιβιώνει, να αναπαράγεται, να αλλάζει μορφές και σε κάθε περίπτωση να διαιωνίζει την κυριαρχία του μέσα στην οργανωμένη κι ανοργάνωτη, αγωνιζόμενη και μη εργατική τάξη. Αυτή η δυνατότητα του ρεφορμισμού υποτιμήθηκε μαζικά από τις εκτιμήσεις της επαναστατικής Αριστεράς που ενεπλάκη σε τέτοιου είδους εγχειρήματα, στο όνομα του γενικού-ιστορικού όρου «κρίση του ρεφορμισμού». Η κυριαρχία και η αναπαραγωγή του ρεφορμισμού εν μέρει είναι «αντικειμενικά» αναπόφευκτες, έχουν να κάνουν με την αποσάθρωση των οργανώσεων της εργατικής τάξης, την απουσία μεγάλων εργατικών αγώνων κι επαναστατικών εκρήξεων, την κυριαρχία των εμπειριών ήττας επί δεκαετίες για την εργατική τάξη, το γεγονός ότι ακόμα και οι λιγοστές εργατικές-κινηματικές νίκες είχαν συνήθως αποτρεπτικό-αναβλητικό των επιθέσεων χαρακτήρα και δεν αποτελούσαν νίκες που επιφέρουν τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών. Επιπλέον η αποσάθρωση των παραδοσιακών πολιτικών «εργαλείων» της τάξης έδωσε και δίνει τη θέση της σε όλο και πιο αδύναμα υποκατάστατα: για παράδειγμα η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία (πχ ΠΑΣΟΚ) με τις βαθιές ρίζες της στα συνδικάτα και τις κάποτε μαζικές και μαχητικές οργανώσεις βάσης έδωσε τη θέση της στον ΣΥΡΙΖΑ (κυρίως μικροαστικής σύνθεσης, με ανενεργές και άμαζες οργανώσεις βάσης). Οι απανωτές ήττες βάρυναν πάνω ακόμα και στον κόσμο της Αριστεράς, που έπαψε πλέον να πιστεύει στη δύναμη των απεργιών, των διαδηλώσεων, των καταλήψεων, ενώ ενίσχυσαν τις λογικές εκλογικής «ανάθεσης» και κυβερνητισμού. Ωστόσο η δυνατότητα του ρεφορμισμού να επιβιώνει έχει και μια «υποκειμενική διάσταση»: τα συνεχή λάθη, μικρά ή μεγάλα, «αριστερά» ή «δεξιά» της επαναστατικής Αριστεράς. Αυτά είναι που ενίσχυσαν κι άλλο την κυριαρχία του ρεφορμισμού, απέτυχαν να «αλλάξουν τους συσχετισμούς», οδήγησαν περαιτέρω στην απαξίωση των επαναστατικών ιδεών και οργανώσεων και ανατροφοδότησαν τον φαύλο κύκλο απογοήτευσης/ήττας.

 

Οι στρεβλώσεις του Ενιαίου Μετώπου, το «πλατύ κόμμα» και η σημερινή κρίση της διεθνούς επαναστατικής Αριστεράς

Σε μεγάλο βαθμό τα «δεξιά» λάθη αφορούν τις λογικές «ανασύνθεσης» και «πλατιού κόμματος». Μέχρι στιγμής, όπου δοκιμάστηκε για χρόνια το «πλατύ κόμμα» (κι έχει δοκιμαστεί αρκετές φορές τα τελευταία 30 χρόνια) επέδειξε τόσο την  χρεοκοπία (αργά ή γρήγορα) του ίδιου αυτού του «νέου» αριστερού «εργαλείου» (καθώς αποδείχθηκε πιο καταστροφικό,  πιο δεξιόστροφο, πιο εύκολα τιθασεύσιμο ακόμα και από τα «παλιά» ρεφορμιστικά κόμματα οδηγώντας σε μαζική απογοήτευση και απαξίωση της Αριστεράς)  όσο και την πλήρη αποτυχία και ήττα των οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς που ενεπλάκη σε αυτά τα εγχειρήματα (που κατέληξε αποδυναμωμένη πολιτικά και οργανωτικά με ενισχυμένο τον ρεφορμιστή «σύμμαχο», δεξιά μετατοπισμένη και απαξιωμένη, συνένοχη με τον ρεφορμισμό).

Τη δεκατία του ’90 και του ‘2000 οι επαναστάτες αντιμετώπιζαν ένα περιβάλλον με πολύ μικρούς “πυρήνες” με τις ιδέες, την τακτική και την οργανωτικότητα των επαναστατών και πολλούς  «ανένταχτους» αγωνιστές-τριες με όρεξη για δράση αλλά και πολλά κενά τόσο στις ιδέες όσο και στη συστηματικότητα της πολιτικής δράσης. Το κενό στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας και τις αδυναμίες της ρεφορμιστικής Αριστεράς έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι επαναστατικές οργανώσεις με ένα δίπολο: α) διαρκείς προσπάθειες και απευθύνσεις για ενιαίο μέτωπο δράσης με τους ρεφορμιστές σε συγκεκριμένες μάχες απέναντι στον καπιταλισμό, για να «μετρηθούν» στην πράξη στα μάτια των ανένταχτων αγωνιστών και να αποδείξουν ότι είναι πιο αποτελεσματικοί στην οργάνωση της αντίστασης και β) επιμονή στην προσπάθεια οικοδόμησης επαναστατικής οργάνωσης (με προοπτική τη συγκρότηση επαναστατικού κόμματος). Για παράδειγμα αυτόν τον προσανατολισμό υιοθέτησαν στην Ελλάδα οι δυνάμεις εντός του ΣΕΚ (από τις βασικές συνιστώσες της IST, με μεγάλη ανάπτυξη τη δεκαετία του ‘90) που αργότερα (2001) αποσχίστηκαν και δημιούργησαν τη ΔΕΑ.

Αντίθετα, ωστόσο, στο ίδιο διάστημα καλλιεργήθηκε από αρκετές οργανώσεις σε μεγάλο βαθμό η ιδέα να “παρακαμφθεί” αυτή η διπλή μακροπρόθεσμη προσπάθεια. Ήταν η άποψη για τη δυνατότητα οικοδόμησης ενός “πλατιού αντικαπιταλιστικού κόμματος της Αριστεράς”, που θα ξεπερνούσε τα στρατηγικά διλήμματα στη βάση μιας πολιτικής ενότητας και θα συγκέντρωνε στις γραμμές του την πλειοψηφία των αγωνιστών του κινήματος, πέρα από τη διάκριση ρεφορμιστικής – επαναστατικής αριστεράς. Η μορφή «πλατύ κόμμα» εκπροσωπήθηκε κυρίως στη δεξιά εκδοχή του, ως πλατιά κόμματα με τους ρεφορμιστές, ενώ είδαμε σε μερικές περιπτώσεις και (προσπάθειες για) την αριστερή εκδοχή του ως πλατύ μέτωπο της επαναστατικής κι αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

Τα βασικά παραδείγματα της πρώτης εκδοχής ήταν το Εργατικό Κόμμα (PT) του Λούλα στη Βραζιλία και Κομμουνιστική Επανίδρυση (PRC) στην Ιταλία. Στη Βραζιλία η κυβέρνηση Λούλα αποδείχθηκε μια τυπική σοσιαλδημοκρατική-νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, ενώ η Κομμουνιστική Επανίδρυση έστριψε προς τα δεξιά, αυτοδιαλυόμενη μέσα στον σοσιαλφιλελεύθερο συνασπισμό της “Ελιάς”. Και στις δυο περιπτώσεις οι επαναστατικές οργανώσεις που συμμετείχαν σε αυτά τα «πλατιά κόμματα» οδηγήθηκαν στην κρίση και τη συρρίκνωση. Το λάθος τους ήταν ότι σύρθηκαν πίσω από λογικές «ανασύνθεσης» μεταξύ ρεφορμισμού κι επανάστασης, με την λανθασμένη εκτίμηση ότι το «κίνημα» και η αριστερόστροφη ριζοσπαστικοποίηση θα προσανατολίσουν τον κόσμο στους επαναστάτες (εντός των πλατιών κομμάτων), θα διατηρούν επ’ αόριστον -μέσω της πίεσης από την κομματική βάση- τις ρεφορμιστικές ηγεσίες σε αριστερή κατεύθυνση και θα συμβάλλουν στην οικοδόμηση ενός μαζικού ενδιάμεσου «αντικαπιταλιστικού κόμματος» ή/και μιας «μαζικής επαναστατικής πτέρυγας» που θα μπορούσε να παίξει ρόλο στην οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος.

Ωστόσο το κίνημα και η αριστερόστροφη ριζοσπαστικοποίηση ούτε διατηρούνται για πάντα ούτε αρκούν για να μετατραπούν οι αγωνιστές-στριες «αυθόρμητα» σε επαναστάτες-τριες, κι αυτό αποδείχθηκε ξανά και ξανά, κάνοντας την ιστορία να επαναλαμβάνεται πότε σαν τραγωδία και πότε σαν φάρσα. Αυτό πολύ περισσότερο ισχύει για τους ρεφορμιστές ηγέτες και τις οργανώσεις-κόμματά τους: η άποψή τους είναι η ταξική συνεργασία και το όριο δράσης τους αυτό που τους επιβάλλει ο καπιταλισμός. Όσο «αριστερά» και αν πάνε οι ρεφορμιστικές δυνάμεις 1) το κάνουν χωρίς να πιστεύουν πραγματικά σε δυνατότητες βελτίωσης από τα κάτω, αφού πιστεύουν ότι πρώτα πρέπει να κατακτήσουν την –αστική- κυβέρνηση και μετά να αρχίσει η ‘αριστερή’ διαχείριση, 2) Κάποια στιγμή θα στρίψουν δεξιά μόλις τους τραβήξει το αυτί το σύστημα. 3) Όταν «στρίβουν» αριστερά με μόνο στόχο την αφομοίωση των αριστερών πιέσεων, την ενσωμάτωση (κι εκλογική εγκόλπωση) των ενδεχόμενων νέων ριζοσπαστικών ακροατηρίων, τον κατευνασμό του κινήματος και το καναλιζάρισμά του σε εκλογικούς δρόμους, την κατοχύρωση της κυριαρχίας τους στην Αριστερά, για να μπορούν ελεύθερα μετά να κάνουν παζάρια με την αστική τάξη και δυνάμεις προς τα δεξιά τους. 4) πάνε αριστερά μόνο υπό την πίεση που δέχονται από τα αριστερά τους (από τη βάση τους, από το κίνημα, από τις επαναστατικές οργανώσεις). Το ότι δεν αρκεί «η κίνηση της τάξης» για να μετατραπεί ο ρεφορμιστής ηγέτης σε αντικαπιταλιστή κι ο λαϊκός αγωνιστής σε συνειδητό μαχητή στρατευμένο στην ανατροπή του καπιταλισμού είναι ένας βασικός λόγος που η μαρξιστική κι επαναστατική παράδοση, η οικοδόμηση ανεξάρτητων επαναστατικών εργαλείων-οργανώσεων στην προοπτική και στη βάση επιδίωξης  δημιουργίας ενός επαναστατικού κόμματος παραμένουν απαραίτητα μέσα για την παρέμβαση στο κίνημα.

Οι επαναστάτες πρέπει να έχουν καθαρό ότι αποτελούν αντίπαλο πολιτικό ρεύμα προς τους ρεφορμιστές, με διαφορετική στρατηγική που οδηγεί συνήθως και σε αποκλίνουσες τακτικές. Ενώ σύντομες, τακτικές ή επιμέρους κοινές δράσεις με τμήματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς είναι εφικτές, η επιδίωξη «αναμέτρησης» μεταξύ ρεφορμιστών και επαναστατικών οργανώσεων -για την αλλαγή των συσχετισμών υπέρ των δεύτερων- πρέπει να είναι μόνιμη. Οι επαναστάτες έχουν στόχο να κερδίσουν σε επιρροή και δύναμη τους ρεφορμιστές, αποδεικνύοντας ότι οι δικές τους ιδέες και πρακτικές είναι πιο χρήσιμες για να δικαιωθούν οι προσδοκίες των εργαζομένων που συνδιεκδικούνται στις κοινές δράσεις από τα δυο αντίπαλα πολιτικά ρεύματα. Οι επαναστάτες έχουν στόχο να πείσουν την πλειοψηφία του κόσμου (εντός κι εκτός πλατιών κομμάτων) ότι η στρατηγική των ρεφορμιστικών δυνάμεων είναι καταδικασμένη να οδηγεί τον κόσμο τους σε ήττες, προδοσίες και απογοητεύσεις, και ότι στην πραγματικότητα τα περισσότερα για τα οποία «αγωνίζονται» ή  «υπόσχονται» οι ρεφορμιστές ηγέτες δεν τα εννοούν και δεν θα τα υλοποιήσουν, γιατί είναι αδύνατο να υλοποιηθούν στα πλαίσια του καπιταλισμού και μάλιστα στη φάση της παρακμής του.

Αυτός είναι ο λόγος που τα «πλατιά κόμματα» οδήγησαν σε ήττες, μαζική απογοήτευση και σε κρίση τόσο την Αριστερά γενικώς όσο και την επαναστατική Αριστερά ειδικώς. Αποδείχθηκε ξανά και ξανά ότι η συνοικοδόμηση πλατιών κομμάτων από μεριάς επαναστατών είναι απαράδεκτη, καθώς θέτει τους επαναστάτες στην υπηρεσία-ουρά του ρεφορμισμού. Οι ρεφορμιστές μπορεί να έχουν «ταξικές απόψεις» σε κάποια ζητήματα αλλά έχουν μια σειρά αστικές απόψεις σε άλλα ζητήματα οι οποίες αργά ή γρήγορα γίνονται κυρίαρχες, ανάλογα με τις πιέσεις που δέχονται από τμήματα της αστικής τάξης, εωσότου κάποια «στιγμή» περάσουν στο στρατόπεδο της αστικής τάξης (όπως έγινε με τον ΣΥΡΙΖΑ). Ο λόγος είναι ότι ναι μεν από τη μια μεριά δέχονται τις πιέσεις της αριστερής-εργατικής τους βάσης, αλλά από την άλλη καθορίζονται από τον στρατηγικό τους στόχο να συμμαχήσουν με την αστική τάξη και να διαχειριστούν τον καπιταλισμό. Μπορεί κάτω από την πίεση του κινήματος να στρίβουν για λόγους τακτικής αριστερά, αλλά όσο περισσότερο πλησιάζουν στην εξουσία δέχονται όλο και περισσότερο μόνο την «καθοδήγηση» του κεφαλαίου. Ακόμα και στις πιο αριστερές εκδοχές του ρεφορμισμού, όταν αυτός έφτασε στην εξουσία, είδαμε κάθε είδους προδοσία των εργατικών συμφερόντων από τις «αριστερές κυβερνήσεις». Το δεδομένο ότι οι ρεφορμιστές θα βάλουν κάποια «στιγμή» τα αστικά συμφέροντα πάνω από τα εργατικά πρέπει να καθορίζει και την τακτική των επαναστατών.  Συνεπώς και σήμερα το καθήκον μας, παράλληλα με την οργάνωση της ενότητας στην δράση απέναντι στα μέτρα των καπιταλιστών, είναι η σκληρή (από άποψη περιεχομένου) ιδεολογική και πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση με το ρεφορμισμό, με στόχο την αλλαγή των συσχετισμών μέσα στην Αριστερά υπέρ των επαναστατικών οργανώσεων, με στόχο το επαναστατικό κόμμα.

Την «αριστερή εκδοχή» του πλατιού αντικαπιταλιστικού κόμματος την είδαμε στη Γαλλία, με την αυτοδιάλυση της τροτσκιστικής κομμουνιστικής LCR μέσα στο NPA. To NPA διανύει εδώ και αρκετά χρόνια περίοδο κρίσης και ανυποληψίας, με αρκετά από τα εναπομείναντα στελέχη να αναγνωρίζουν το λάθος της αυτοδιάλυσης της LCR. Στην Αριστερά της Γαλλίας κυριαρχεί το «μετα-αριστερό» προσωπαγές σχήμα του Μελανσόν, ενώ το NPA και η επαναστατική Αριστερά δείχνουν ανήμπορες να βγουν από τα όρια της ανυποληψίας. Στην Ελλάδα ως τέτοιο εγχείρημα –και με παρόμοια αποτελέσματα- μπορεί να θεωρηθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ένα εγχείρημα που γεννήθηκε κάτω από την πίεση του ΣΥΡΙΖΑ και πλέον θεωρείται θνησιγενές, με άλλες του συνιστώσες (και την πλειοψηφία των ανένταχτων) να έχουν αποχωρήσει, άλλες συνιστώσες να διερευνούν την δυνατότητα άλλου μετωπικού εγχειρήματος και την βασική του συνιστώσα (ΝΑΡ) να προσανατολίζεται στη δημιουργία νέου επαναστατικού κόμματος… Στην αριστερή εκδοχή τους τα πλατιά κόμματα σαφώς δεν αποδείχθηκαν εξίσου καταστροφικά για τους εργάτες, αφού άλλωστε ποτέ δεν κατάφεραν να παίξουν κεντρικό πολιτικό ρόλο, να δεθούν σοβαρά με σοβαρά τμήματα της αγωνιστικής πρωτοπορίας και να αποκτήσουν πανεθνική εμβέλεια. Οι δικές τους ευθύνες περιορίζονται στις λάθος τακτικές και στα συνήθως «αριστερά» λάθη (καταγγελιολογία, ηττοπάθεια, σεχταρισμός, μικροηγεμονισμός κλπ) και στην αδυναμία τους να δεθούν με τμήματα της πρωτοπορίας και της βάσης του (οργανωνένου και μη) ρεφορμισμού, ώστε να καταφέρουν να αλλάξουν τους συσχετισμούς με τους ρεφορμιστές και να αποτρέψουν τις προδοσίες τους ή έστω να περιορίσουν τις καταστρεπτικές συνέπειες της προδοσίας.

Δυστυχώς τα συμπεράσματα που προέκυπταν στις αρχές του 2000 δεν αφομοιώθηκαν από αρκετές  επαναστατικές οργανώσεις που ορκίζονταν στο Ενιαίο Μέτωπο και ξόρκιζαν την «ανασύνθεση» της Αριστεράς, με αποτέλεσμα να γλιστρήσουν στα ίδια δεξιόστροφα λάθη που λίγα χρόνια πριν καταδίκαζαν και την ιστορία να επαναληφθεί τραγικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της εκφυλιστικής πορείας προς τα δεξιά πρόσφερε η ΔΕΑ στην Ελλάδα, με τη συμμετοχή της στον ΣΥΡΙΖΑ και έπειτα στη ΛΑΕ με όλο και περισσότερα χαρακτηριστικά αυτοδιάλυσης, πολιτικής ουράς υπό τον ρεφορμιστή «σύμμαχο» και ανασυνθετικών λογικών μέσα στα πλατιά κόμματα. Τελικά έφτασαν οι σύντροφοι-φισσες της ΔΕΑ να υπογράφουν κείμενα και «επισήμως» υπέρ της ανασύνθεσης της Αριστεράς… Άλλο παράδειγμα είναι οι Ισπανοί «Αντικαπιταλίστας» που ακολουθούν την εδώ και χρόνια πορεία των Pοdemos προς τα δεξιά (έχοντας μάλιστα αυτοδιαλυθεί «επισήμως» ως επαναστατική οργάνωση) εξακολουθώντας να βρίσκονται μέσα στο «πλατύ κόμμα» (ανεξαρτήτως του τι θα πράξουν όταν –πιθανότατα- σε λίγες εβδομάδες οι Podemos στηρίξουν κυβέρνηση σοσιαλνεοφιλελεύθερων στην Ισπανία). Τρίτο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η  ISΟ των ΗΠΑ, όπου εσφαλμένα προβαλλόταν η τακτική της ΔΕΑ ως πρότυπο, ακολούθησε όπως ήταν λογικό η “μετάφραση”-συγκεκριμενοποίηση της «τακτικής ΔΕΑ» από την πλειοψηφία των μελών της ISO στις αμερικανικές συνθήκες κι αναζητήθηκε ένας «αμερικανικός ΣΥΡΙΖΑ», μόλις αυτό έγινε εφικτό (ριζοσπαστικοποίηση τμήματος των Δημοκρατικών, άνοδος κινήματος, μαζικοποίηση των ρεφορμιστών των DSA). Έτσι, σε μια – δεξιότερη αλλά σίγουρα στο ίδιο πνεύμα λογική- προέκυψε η διάλυση της ISO και ο προσανατολισμός της «ανασύνθεσης» με τους DSA.

Η εξέλιξη αυτή με τη χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ ή των Podemos, αλλά και την αποτυχία των τακτικών των επαναστατικών οργανώσεων εντός τους, έρχεται να προστεθεί στη μακριά λίστα με τις ήττες, τις χρεοκοπίες και τις εκφυλιστικές συνέπειες του ρεφορμισμού, που επαναφέρουν τη στρατηγική διάκριση “Ρεφορμισμός ή επανάσταση;” και καθιστά την επαναχάραξη μιας επαναστατικής στρατηγικής αναγκαία.

 

Ανάγκη για επαναπροσανατολισμόπρος το «πραγματικό Ενιαίο Μέτωπο»

Η κομμουνιστική στρατηγική και σήμερα βάζει το διπλό καθήκον ανεξάρτητης επαναστατικής οικοδόμησης-ενιαίου μετώπου. Το ενιαίο μέτωπο είναι η προσπάθεια να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις για να δοθούν οι απαραίτητες -εδώ και τώρα- μάχες με το σύστημα. Κάθε απόρριψή του στα λόγια, αλλά κυρίως στην πράξη, όσο κι αν γίνεται με επικλήσεις ιδεολογικοπολιτικής καθαρότητας, στην πραγματικότητα αποτελεί δεξιά απόκλιση. Αναστέλλει τις μάχες για ένα απροσδιόριστο μέλλον (όπου οι “καθαρά επαναστατικές” πολιτικές δυνάμεις θα έχουν ενισχυθεί και θα μπορούν να καθορίσουν το κίνημα…) και παγιδεύει ένα πολύτιμο δυναμικό σε ρόλο παθητικό και προπαγανδιστικό, την ώρα που οι λαϊκές μάζες έχουν επείγουσα ανάγκη από οργανωτές της ευρύτερης δυνατής αντίστασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι η στάση του ΚΚΕ.

Στην πραγματικότητα, η προσήλωση στην ανάγκη οικοδόμησης του επαναστατικού κόμματος συμπληρώνει την υποστήριξη της ενότητας δράσης και το αντίστροφο: Στην ενότητα δράσης πιέζει ‘αυθόρμητα’ η εργατική τάξη που αγωνίζεται ενάντια στον καπιταλισμό. Όμως ενότητα δράσης χωρίς κομμουνιστική προοπτική είτε θα ηττηθεί είτε θα οδηγήσει σε πρόσκαιρες κατακτήσεις θα ανατραπούν γρήγορα. Ενότητα δράσης χωρίς να γενικεύουν οι εργάτες και οι εργάτριες τα συμπεράσματα ενάντια στο σύστημα, χωρίς να εκπαιδεύονται ενάντια σε κάθε μορφή εκμετάλλευσης και καταπίεσης, χωρίς να κερδίζουν έδαφος οι κομμουνιστικές ιδέες στην εργατική τάξη σημαίνει ότι δεν δημιουργείται η απαραίτητη πολιτική «συσσώρευση» δυνάμεων για να δοθεί η επόμενη μάχη με καλύτερους όρους. Στην κοινή δράση οι κομμουνιστές δρουν ως οι πιο αποτελεσματικοί οργανωτές της αντίστασης, σαν το τμήμα που προωθεί την μεγαλύτερη πολιτικοποίηση-γενίκευση κινήματος, στην κατεύθυνση ενοποίησης της τάξης μας σε (εθνικό και διεθνές επίπεδο) απέναντι στον (εθνικό και διεθνή) καπιταλισμό. που Το δίπολο Ενιαίο Μέτωπο-οικοδόμηση επαναστατικής οργάνωσης/οργανώσεων αποτελεί τη μέθοδο για το ξαναχτίσιμο της σχέσης ανάμεσα στις φυσικές πρωτοπορίες των υπαρκτών κοινωνικών αντιστάσεων και στον επαναστατικό μαρξισμό.

Το Ενιαίο Μέτωπο μπορεί να αφορά από το πιο μικρό κινηματικό καθήκον ως το κεντρικό πολιτικό. Όμως αυτό πρέπει να το κάνουμε με ένα συγκεκριμένο τρόπο: εμμένοντας στη διάκριση ρεφορμισμού – επανάστασης, παλεύοντας για να κερδίσουμε αγωνιστές στη σχέση με τον επαναστατικό μαρξισμό, χτίζοντας (στο μέτρο των δυνάμεών μας) μια ανεξάρτητη επαναστατική οργάνωση, που θα οργανώνει την αντίσταση σε επίπεδο κινήματος, γειτονιάς, εργασιακού χώρου, σχολής, σχολείου, πείθοντας τον κόσμο  που την παρακολουθεί και δουλεύει μαζί της για την αξία της επαναστατικής οργάνωσης στην πράξη. Πείθοντας ότι οι επαναστατικές οργανώσεις είναι πιο χρήσιμες και αποτελεσματικές στο ΣΗΜΕΡΑ για να πετύχουμε επιμέρους ΝΙΚΕΣ από ότι οι «μεγάλοι» ρεφορμιστικοί σχηματισμοί που όμως δεν πιστεύουν στη δύναμη της εργατικής τάξης. Και μέσα από την επιβεβαίωση της χρησιμότητάς μας στη  δράση, μπορούν να πείθονται ταχύτερα και και να στρατεύονται βαθύτερα οι σημερινοί αγωνιστές και αγωνίστριες, για την ανωτερότητα και της επαναστατικής θεωρίας και ιδεών, στον δρόμο για να χτίσουμε ένα επαναστατικό κόμμα, για την την υπόθεση του διεθνούς σοσιαλισμού.

 

Είναι ο αναρχισμός η απάντηση στην κρίση της ρεφορμιστικής κι επαναστατικής Αριστεράς;

Αρκετοί νέοι και νέες σήμερα έλκονται από τον «αναρχισμό», όχι στη θεωρία όσο από την αίσθηση «ελευθερίας» που αποπνέει, ενώ η έννοια «οργάνωση» αποπνέει περισσότερο «φυλακή».

Από τη μια μεριά, τα τείχη που χωρίζουν αναρχισμό από κομμουνισμό σήμερα δεν είναι τόσο μεγάλα όσο παλιότερα, ο ίδιος ο αναρχισμός απαρτίζεται από μια πανσπερμία ρευμάτων και ομάδων ενώ η εποχή έχει γεννήσει και χώρους-υβρίδια από τη σύνθεση των δυο ιδεολογιών. Πολλές αναρχικές ομάδες και χώροι λειτουργούν στην πράξη πολύ πιο «μπολσεβίκικα» από αρκετούς «κομμουνιστές» (στον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό για παράδειγμα, που σημαίνει «συζητάμε συλλογικά και δρούμε όλοι μαζί», οι αναρχικοί έχουν πολύ καλύτερες επιδόσεις από την επαναστατική Αριστερά…) ή πλέον πολλές αναρχικές ομάδες έχουν αναφορά στην εργατική τάξη, για παράδειγμα.

Από την άλλη μεριά όμως, είναι πολλά και μεγάλα τα πολιτικά προβλήματα-ανεπάρκειες του αναρχισμού, ενώ άλλες αναρχικές ομάδες λειτουργούν ή λύνουν τα προβλήματά τους με πολύ πιο «σταλινικό τρόπο». Η γενική απόρριψη της κεντρικής πολιτικής σκηνής ή/και των εκλογών αφήνει κενό στα «μεγάλα» πολιτικά ζητήματα και θέματα στρατηγικής που έρχονται να καλύψουν άλλες δυνάμεις. Δυσκολεύεται ή και αδιαφορεί να επηρεάσει μαζικά και να βάλει σε κίνηση ευρύτερες μερίδες κόσμου, και κυρίως στη μεγάλη πλειοψηφία του δεν φιλοδοξεί να συμβάλει στη συγκρότηση της τάξης με την παρέμβασή του,  δεν έχει κέντρο δράσης του τους μαζικούς χώρους ζωής κι εργασίας… Η γενική προπαγανδιστική καταγγελία του καπιταλισμού/αφεντικών/τραπεζών κλπ, οι «συμβολικές κινήσεις βίας», το γεγονός ότι –συνήθως- δεν ξεκινάει από τις σημερινό επίπεδο συνείδησης των απλών ανθρώπων είναι χαρακτηριστικά που πολιτικά απομονώνουν τον αναρχισμό, και διευκολύνουν την υπαγωγή του στο στόχαστρο των δυνάμεων καταστολής. Κατά τα άλλα η  –θεωρητική- απόρριψη της επαναστατικής οργάνωσης-κόμματος (λέμε θεωρητικά γιατί στην πράξη κανονικές «οργανώσεις» είναι συνήθως οι αναρχικές ομάδες) σημαίνει ότι ο αναρχισμός απορρίπτει την ανάγκη να δράσει η εργατική τάξη ενιαία και συντονισμένα απέναντι στην κρατική βία. Όμως η ιστορία δείχνει ότι δεν αρκεί η αυθόρμητη έκρηξη και η άγρια εξέγερση για να γκρεμιστεί ο καπιταλισμός, ότι η εργατική τάξη μπορεί να φτάσει μέχρι τα «εργατικά συμβούλια» και τη δυαδική εξουσία αλλά αυτά δεν γκρεμίζουν από μόνα τους τον καπιταλισμό, ότι οι εργάτες δέχονται την βία και επίδραση του συστήματος και κάποια στιγμή η επαναστατικότητά τους υποχωρεί. Τα εργατικά συμβούλια φτάνουν μέχρι την απειλή του καπιταλισμού αλλά έχουν ταυτόχρονα όριο τους τη συνύπαρξη μαζί του και όχι την ανατροπή του.  Έχει διαφανεί ιστορικά ότι οι πρωτοπόροι εργάτες-τριες πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους έναν «μηχανισμό» που θα σπρώχνει προς τα μπρος και θα δυσκολεύει τις υποχωρήσεις, θα θέτει την πολιτική προοπτική του σοσιαλισμού και της εργατικής εξουσίας, θα επιδιώκει να κερδίσει μαζί του την υπόλοιπη εργατιά και τα ενδιάμεσα στρώματα. Ότι θα πρέπει να διαθέτουν ένα σχέδιο για να αντιμετωπίσουν την κρατική βία, να περάσουν σε μέτρα καταστολής-διάλυσης του κράτους και αντικατάστασης των θεσμών του με δομές εργατικής εξουσίας, δημοκρατίας και ελέγχου, να περάσει σε διεθνιστική «εξωτερική πολιτική» και μέτρα διεθνοποίησης της επανάστασης κλπ. Αυτά δεν μπορούν να γίνουν χωρίς επαναστατικό κόμμα.

Δυστυχώς η επαναστατική Αριστερά έχει συκοφαντήσει με τα λάθη της ακόμα περισσότερο την έννοια της «επαναστατικής», την έννοια της οργάνωσης, την έννοια του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, την έννοια της κεντρικής επιτροπής (ως μια κάστα γραφειοκρατών, ενδεχομένως και πληρωμένων)… Κι ακόμα βασικότερο: η επαναστατική Αριστερά παρουσιάζεται συνήθως να έχει «ξεχάσει» τις μεθόδους χτισίματος σε εργατικούς χώρους και οργάνωσης της αντίστασης κι έχει μετατραπεί σε προπαγανδιστή (πυρήνες, εφημερίδα, σποραδικές εμφανίσεις σε κεντρικές διαδηλώσεις, αυτά). Εδώ πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τουλάχιστον οι αναρχικοί πολύ συχνά επιδεικνύοντας καλύτερα αντανακλαστικά όταν υπάρχει ανάγκη «άμεσης δράσης», αναλαμβάνοντας οργανωτικά πχ μεγάλο κομμάτι του αντιφασιστικού ή αντικατασταλτικού αγώνα, την ανθρωπιστική-κοινωνική αλληλεγγύη μέσα από τα διάφορα στέκια κλπ. Μπορεί η παρέμβασή τους να έχει συγκεκριμένα όρια, αλλά συνήθως φαντάζουν ως πιο αποτελεσματικοί οργανωτές της αντίστασης, ακριβώς επειδή η επαναστατική Αριστερά έχει μείνει πολύ πίσω.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τις αδυναμίες του αναρχικού ρεύματος είναι η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Ένα κίνημα στο οποίο διάφορες εκδοχές του αναρχισμού ηγεμόνευσαν και του έδωσαν πολλά από τα χαρακτηριστικά τους, καθόρισαν όμως και τα όρια και τις αδυναμίες του- την αδυναμία να γίνει η εξέγερση υπόθεση του εργατικού κινήματος και μιας κοινωνίας σε δράση. Τότε το αναρχικό κίνημα γνώρισε πιθανότατα την καλύτερη στιγμή του και τη μεγαλύτερη ανάπτυξή του στην Ελλάδα. Σήμερα, ωστόσο, βρίσκεται αρκετά πίσω και από το σημείο που βρισκόταν πριν το 2008.

Εν ολίγοις, η Αναρχία δεν βρίσκεται σε άνθιση, βιώνει τη δική της κρίση και αδιέξοδα- αλλά επιβιώνει γιατί η ρεφορμιστική και επαναστατική Αριστερά είναι σε ίδια και χειρότερη κατάσταση.

 

Έχει ξοφλήσει σήμερα η έννοια της επαναστατικής οργάνωσης;

Σήμερα οι επαναστατικές οργανώσεις βρίσκονται σε μια από τις αδύναμες ιστορικά στιγμές τους από τις αρχές του 20ού αιώνα κι έπειτα… Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς εύλογα για τη ματαιότητα μιας τέτοιας προσπάθειας. Οι απανωτές αποτυχίες επαναστατών και ρεφορμιστών και οι διαδοχικές ήττες έχουν απαξιώσει ακόμα περισσότερο βασικές έννοιες όπως την έννοια της «οργάνωσης»: συνδικαλιστικής, πολιτικής, κομματικής κλπ.

Στη πλειοψηφία της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της βαραίνουν οι απανωτές ήττες. Όσον αφορά την Ελλάδα, πρόσφατα ο κόσμος του κινήματος έχασε τη μάχη των πλατειών και των απεργιών (2010-2012) κι έπειτα είδε την «κωλοτούμπα» του κόμματος που πλειοψηφικά αναγνώριζε ως ηγέτη. Είναι λογικό να διαπερνάται ακόμα περισσότερο από ρεφορμιστικές ή και συντηρητικές ιδέες, έχοντας στο μυαλό της ακόμα πιο απαξιωμένες τις έννοιες «αγώνας», «απεργία», «διαδήλωση». Κάποιοι περιμένανε ότι μετά την «προδοσία» ο κόσμος θα σπεύσει να βγάλει ρηξιακά και επαναστατικά συμπεράσματα  και να οργανωθεί σε αριστερές αντιμνημονιακές δυνάμεις και κομμουνιστικές οργανώσεις. Έπεσαν έξω γιατί η Αριστερά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν μπόρεσε ούτε στην πράξη να αποδείξει ότι είναι καλύτερος οργανωτής της αντίστασης ούτε (μέσα από την πράξη) να ξεσκεπάσει την απάτη του ρεφορμισμού.  Την εργατική τάξη σήμερα την χαρακτηρίζει ηττοπάθεια, εκλογικισμός, η αίσθηση «τίποτα δεν μπορούμε να αλλάξουμε-δεν υπάρχει εναλλακτική». Η ταξική πάλη βρίσκεται στο ναδίρ και μας κυβερνά με μνημόνια η κυβέρνηση ενός κόμματος που δηλώνει και ήταν κάποτε  αριστερό. Η εναπομείνασα ρεφορμιστική Αριστερά παραπαίει (όταν δεν κάνει εθνικιστική κριτική στην κυβέρνηση). Οι περισσότεροι λοιπόν πολιτικοποιημένοι και κινηματικοί άνθρωποι δηλώνουν απογοητευμένοι, επιστρέφουν στην ιδιώτευση. Αυτή η παθητικοποίηση και απαξίωση μεταφέρονται και στη νέα γενιά, που όλο και περισσότερο δηλώνει πως «δεν ασχολούμαι με την πολιτική», παρά τη διάχυτη οργή και ριζοσπαστικοποίηση.

Κι όμως, πρέπει να επιμείνουμε πως η έννοια της επαναστατικής οργάνωσης παραμένει αναντικατάστατη τόσο για το κίνημα και την τακτική της εδώ-και-τώρα αντίστασης όσο και για τη στρατηγική της επανάστασης, ενώ είναι απαραίτητη και για τους ανένταχτους αγωνιστές-τριες. Μια βασική εμπειρία, κυρίως με αρνητικό τρόπο, επιβεβαιώθηκε ξανά και ξανά στα μεγάλα κινήματα και συνεχίζει να επιβεβαιώνεται μέχρι σήμερα: οι ιδέες χρειάζονται οργανώσεις για να τις στηρίζουν ή αλλιώς τα μεγέθη παίζουν ρόλο. Η επαναστατική Αριστερά έπαιξε πολιτικό ρόλο πολύ μεγαλύτερο από τα οργανωτικά κιλά της στο Πολυτεχνείο του ’73, στο φοιτητικό κίνημα του ΄79 ενάντια στον νόμο 815, στις νικηφόρες καταλήψεις του 2006-2007, στις μεγάλες αντιπολεμικές και αντιρατσιστικές-αντιφασιστικές μάχες  των δυο τελευταίων δεκαετιών… Δεν πρέπει να απορρίψουμε γενικά την έννοια της Οργάνωσης επειδή μέχρι σήμερα βιώσαμε την αποτυχημένη κατάληξή τους, δεν πρέπει να πετάξουμε «το μωρό μαζί με τα βρωμόνερα», αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε για να μην αποτύχουμε και πάλι. Είναι ακριβώς για τον ίδιο λόγο που δεν απορρίπτουμε τη στρατηγική της εργατικής επανάστασης, παρόλο που γνώρισε δεκάδες ήττες από την Παρισινή Κομμούνα κι έπειτα (με μια μόνο νίκη που αποδείχθηκε εξαιρετικά βραχύβια και «πύρρειος» στη Ρωσία).

Υπό το βάρος των αποτυχιών και των απογοητεύσεων, σήμερα μάλλον η μεγαλύτερη τάση των αγωνιστ(ρι)ών είναι να δηλώνουν «ανένταχτοι». Και γιατί όχι;-θα ρωτήσει εύλογα κάποιος. Γιατί η στράτευση σε επαναστατική οργάνωση –υπό προϋποθέσεις- μπορεί να ανυψώσει πολιτικά, ιδεολογικά, ηθικά και κοινωνικά τόσο τον ανένταχτο-η όσο και την ίδια την οργάνωση, είναι η απάντηση.

Οι ανένταχτοι αγωνιστές και αγωνίστριες δεν καταπιάνονται με την οργάνωση της αντίστασης με συστηματικό τρόπο  και συνήθως αποσύρονται-παθητικοποιούνται όταν το κίνημα βρίσκεται σε ύφεση. Η έλλειψη συστηματικότητας τους οδηγεί σε αποσπασματική πολιτικοποίηση και αυτή με τη σειρά της σε αποσπασματική σχέση με το κίνημα αντίστασης.  Πολύ περισσότερο οι «ανένταχτοι» δεν είναι σε θέση να κάνουν την κοπιαστική συλλογική δουλειά στη μελέτη της θεωρίας και της ιστορίας, ή τον συστηματικό απολογισμό της παρέμβασης, τον τρόπο διάδοσης μιας πετυχημένης παρέμβασης  και τις πιθανές βελτιώσεις-διορθώσεις σε επόμενες μάχες ή τη συζήτηση και τον σχεδιασμό για το πώς θα προσεγγίσουν τις υπόλοιπες πρωτοπορίες στον χώρο τους κλπ. Ο συνδυασμός παρεμβάσεων, η αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπων με κοινές εμπειρίες και γενικό σχέδιο, η συλλογική επεξεργασία κι αλληλεπίδραση, η εκπαίδευση στη δημοκρατία, η μεταφορά των εμπειριών-μνημών από τις καλύτερες στιγμές της ταξικής πάλης  είναι πράγματα που μπορεί να πάρει κανείς σήμερα από μια κομμουνιστική οργάνωση, έστω και μικρή, δεν μπορεί όμως να τα βιώσει ως «ανένταχτος-η». Όλα τα παραπάνω είναι κάποια στοιχεία που θα μπορούσε να προσφέρει θεωρητικά μια οργάνωση έναν ανένταχτο αγωνιστή-αγωνίστρια -ώστε να αξίζει  να οργανωθεί.  Το «θεωρητικά» σημαίνει ότι μένει  να αποδειχθούν στην πράξη, κι ότι δυστυχώς έως σήμερα οι αγωνιστές-τριες είδαν κατά κύριο λόγο «λάθος δείγματα γραφής».

Μια σύγχρονη επαναστατική οργάνωση πρέπει να πείθει πολιτικά-ιδεολογικά-θεωρητικά. Να πείθει ότι εκπαιδεύει και αυτο-εκπαιδεύεται. Να πείθει ότι εκπαιδεύει στην σωστή κατεύθυνση, δηλαδή ότι αυτά που λέει βοηθούν στην ερμηνεία της πραγματικότητας κι επιβεβαιώνονται από την πραγματικότητα. Να δημιουργεί χειροπιαστά παραδείγματα χρησιμότητάς της στην ταξική πάλη, να εφαρμόζει τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό με το πραγματικό του νόημα, και μάλιστα με μεγαλύτερη έμφαση στο σκέλος της δημοκρατίας, όπου συναντήθηκαν κατά βάση σοβαρές στρεβλώσεις.

Η κομμουνιστική οργάνωση, παράδοση και παρέμβαση έχει στόχο να συνειδητοποιήσουν οι εργάτες και γενικά οι «από κάτω» ότι οι ίδιοι έχουν τη δύναμη να πάρουν στα χέρια τους την κοινωνία και να την αλλάξουν, αφού ανατρέψουν τον καπιταλισμό, το κράτος και την εξουσία των αφεντικών, ότι ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει κάποιους σωτήρες που ψηφίζονται κάθε 4 χρόνια. Να πειστούν μέσα από την εμπειρία τους οι εργάτ(ρι)ες για την ανωτερότητα των επαναστατικών  ιδεών και οργάνωσης, μέσα από την παρέμβαση στις καθημερινές κοινωνικές αντιστάσεις. Στόχος είναι η όλο και μεγαλύτερη απήχηση και υλική δύναμη μέσα από τις μικρές μάχες στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, ώστε να παίζουμε όλο και πιο καθοριστικό ρόλο  σε όλο και ευρύτερης κλίμακας αμυντικές μάχες για το ψωμί και τα τριαντάφυλλα. Αλλά και να αποκτήσουμε σε αυτή τη διαδρομή εκείνη την κρίσιμη μάζα που απαιτείται στην επανάσταση, όταν αυτή ξεσπάσει, για να ανατραπεί ο καπιταλισμός, και μάλιστα σε διεθνή κλίμακα.

Σήμερα μπορεί να φαντάζει ότι βρισκόμαστε σε μια παρατεταμένη κινηματική άμπωτη που θα κρατήσει αρκετά ακόμα, αλλά οφείλουμε να κινούμαστε σαν να βρισκόμαστε στη νηνεμία πριν από μια καταιγίδα που θα ξεσπάσει σύντομα. Η ταξική ειρήνη δεν κράτησε ποτέ για πάντα-πόσο μάλλον σήμερα σε ένα περιβάλλον λιτότητας, πολέμων, εξοπλισμών, εθνικισμών, αναμονής για υποτροπή της διεθνούς οικονομικής κρίσης… Ούτε το 2008 ούτε το 2010-2012 περιμέναμε να γίνουν τα ρυάκια χείμαρρος αλλά έγιναν. Από αυτά η επαναστατική Αριστερά δεν κεφαλαιοποίησε τίποτα-μάλλον έχασε κιόλας. Ωστόσο τέτοιες στιγμές επωάζονται και θα ξανάρθουν. Κι αν δεν υπάρχουν ισχυρές επαναστατικές οργανώσεις, το κενό θα το καλύψουν οι ρεφορμιστικές, οι αμιγώς αστικές και οι υπεραντιδραστικές ακροδεξιές ιδέες κι οργανώσεις πηγαίνοντάς μας ακόμα πιο πίσω. Δεν έχουμε επιλογή λοιπόν, η ταξική πάλη θέτει καθήκοντα. Η σημερινή περίοδος έχει χαρακτήρα προεργασίας, και το στοίχημα είναι  το πώς οι επόμενες  μαζικές «εκρήξεις» θα είναι νικηφόρες. Εργάτες, άνεργες, νεολαία, ας οργανωθούμε και ας καταπιαστούμε με το σχέδιο νίκης.

 

 




Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ σε ΕΥΘΡΑΥΣΤΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ

των Δημήτρη Κατσορίδα, Γιώργου Κολλιά

 

 Σχολιασμός στοιχείων από την Έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση (2019)  

 

  1. Οι μακροοικονομικές εξελίξεις

 

Παρά την ανοδική τάση, που έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία, εντούτοις δεν εντοπίζονται ακόμη ισχυρές ενδείξεις που να τεκμηριώνουν ότι αυτή η πορεία συνιστά μια διατηρήσιμη επεκτατική δυναμική. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει η Ετήσια Έκθεση 2019, για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση, του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.

 

Ο ελληνικός καπιταλισμός μέσα στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον συνεχίζει να αναπαράγεται με βασικό άξονα τα ματωμένα πλεονάσματα και την βαθειά υποτιμημένη θέση της μισθωτής εργασίας, τροφοδοτώντας έτσι την κερδοφορία του επιχειρηματικού τομέα που παραμένει από τις υψηλότερες στην ευρωζώνη, μαζί με την Ισπανία, ο οποίος όμως δεν επιδεικνύει και την ανάλογη επενδυτική δραστηριότητα.

 

Το 2018 το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ανήλθε στα 334,6 δισ. ευρώ, εμφανίζοντας αύξηση 17,1 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2017. Συγκριτικά με το 2009, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης έχει καταγράψει άνοδο 33,5 δισ. ευρώ, γεγονός που αναδεικνύει το μέγεθος των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας, αλλά και το προβληματικό πλαίσιο διαχείρισης της κρίσης χρέους.

 

 

 

Διάγραμμα 1. Εξέλιξη του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης

(2009:1-2018:4)

 

Πηγή: Eurostat (πρόσβαση: 24.04.2018)

 

Σύμφωνα, με την Έκθεση το πρωτογενές πλεόνασμα εκτινάχτηκε στο 4,4% του ΑΕΠ και είναι η υψηλότερη επίδοση από το 1995, καθώς επίσης η υψηλότερη στην ΕΕ. Η εμβρυακής μορφή κοινωνικές παροχές από το υπερπλεόνασμα μπορεί μεν να αξιοποιούνται στο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης από την κυβέρνηση, αλλά δεν μπορεί να αποκρύψει το τεράστιο βάρος που έχει για τα λαϊκά στρώματα και την μισθωτή εργασία το συγκεκριμένο μείγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής σε συνδυασμό με την συμπίεση των κοινωνικών παροχών, την υπερφορολόγηση και τις συσσωρευμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές.

 

Η διαπίστωση της Έκθεσης περί αναιμικής ανάπτυξης στηρίζεται στο γεγονός ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να καταγράφει σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που τροφοδοτείται από την επενδυτική ανεπάρκεια του ιδιωτικού τομέα. Επιπρόσθετα, οι κίνδυνοι από την επιβράδυνση της διεθνούς οικονομίας ή από μια νέα ύφεση, σε συνδυασμό με την γεωπολιτική αστάθεια εντείνουν τις πιέσεις που ασκούνται στην αναιμικού τύπου ανάκαμψη, επειδή συνυπάρχουν παράγοντες που δυσκολεύουν την σταθερότητα της ανοδικής πορείας, οι οποίοι είναι:

α) Η σημαντική συρρίκνωση των δημοσίων επενδύσεων,

β) Η περιστολή των δαπανών για κοινωνικές παροχές, όπου μεταξύ 2009-2018 υποχώρησαν αθροιστικά κατά 21,7%, με τη χώρα μας να αποτελεί τη μοναδική περίπτωση κράτους-μέλους της ευρωζώνης, που η συγκεκριμένη κατηγορία δημόσιας δαπάνης σημείωσε πτώση.

γ) Η εξασθένηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.

 

Έτσι, παρά την τεράστια αναδιανομή εισοδήματος που έγινε σε βάρος της εργασίας, παρά την τάση ανάκαμψης του μεριδίου των κερδών και παρά την αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας με την διόγκωση της ανεργίας και των κάθε είδους ευελιξιών, εντούτοις όλα αυτά δεν είχαν κάποιο αντίκρισμα στην αύξηση των επενδύσεων, όπως υποστηρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι της Νέας Δημοκρατίας.

 

2. Η εργασία με την πλάτη στον τοίχο

 

Τα προαναφερθέντα πιστοποιούν την σταθεροποίηση του κοινωνικού συσχετισμού σε βάρος της μισθωτής εργασίας, με την ευελιξία της απασχόλησης να τείνει να πάρει γενικευμένο χαρακτήρα. Όπως θα δούμε, ενώ έχουμε σημαντική άνοδο των προσλήψεων, αυτή έγινε σε θέσεις μη πλήρους απασχόλησης. Δηλαδή, η πλειονότητα των νέων προσλήψεων στον ιδιωτικό τομέα αφορά εργαζόμενους με σύμβαση μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας. Τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, του Υπουργείου Εργασίας, δείχνουν ότι μεταξύ 2009 και 2018 οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης υπερδιπλασιάζονται. Για την ακρίβεια, ενώ το γενικό σύνολο των προσλήψεων το 2018 ήταν 2.668.923 άτομα (2009: 945.138 άτομα), από αυτούς οι 1.218.566 ήταν πλήρους απασχόλησης (2009: 746.911 άτομα), ενώ 1.110.239 ήταν μερικής απασχόλησης (2009: 157.738 άτομα), και 340.118 ήταν εκ περιτροπής εργασία (2009: 40.489 άτομα). Δηλαδή, το σύνολο των νέων προσλήψεων ανά μορφή απασχόλησης, το 2018, ήταν μερικής και εκ περιτροπής εργασία (ήτοι 1.450.357 άτομα και 54% έναντι 198.227 το 2009 και 21%), ενώ το σύνολο όσων προσλήφθηκαν με πλήρη εργασία ήταν 1.218.566 (2009: 746.911).

 

 

Όσον αφορά την ανεργία, ενώ τα στοιχεία δείχνουν μια τάση μείωσης και αποκλιμάκωσής της, από 21,5% το 2017 σε 19,3% το 2018, ήτοι σε 881.100 άτομα από 1.000.800 το 2017, αν χρησιμοποιήσουμε κάποιους εναλλακτικούς δείκτες μέτρησης της ανεργίας, οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη τους την ύπαρξη μη ηθελημένης μερικής απασχόλησης (υποαπασχόληση), που είναι 234.000 άτομα, καθώς επίσης τους αποθαρρημένους ανέργους, οι οποίοι είναι διαθέσιμοι αλλά δεν αναζητούν εργασία, όπως και το εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό (αυτούς που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι), που είναι 122.000 άτομα, τότε, το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται υψηλότερο κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες από το επίσημο ποσοστό ανεργίας ήτοι 25% και 1.237.100 άνεργοι. Και είναι ακριβώς εξαιτίας της αύξησης της μερικής απασχόλησης που φαίνεται ότι μειώνεται η ανεργία, για την οποία επιχαίρει η κυβέρνηση. Φυσικά, μέσα σε αυτούς, δεν προσμετρούνται και όσοι Έλληνες/-ίδες έχουν μεταναστεύσει τα χρόνια των μνημονίων, οι οποίοι υπολογίζονται σε 400.000 άτομα, πράγμα που σημαίνει ότι αποσυμπιέζεται η ανεργία.

 

Σε ότι αφορά τους μισθούς, η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% και 650 ευρώ μικτά και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, η οποία αντιστοιχεί σε αύξηση 27% για τους νέους κάτω των 25 ετών, αντισταθμίζει κατά το ήμισυ την αρχική μισθολογική μείωση των εργαζομένων που αμείβονταν με τον κατώτατο μισθό των 751 ευρώ μικτά, ο οποίος μειώθηκε το 2012 σε 586 ευρώ μικτά. Σύμφωνα με την Έκθεση, η αύξηση του κατώτατου μισθού αναμένεται να έχει θετική επίδραση στην κατανάλωση και άρα στην οικονομική δραστηριότητα. Εντούτοις, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι από το 2015 έως το 2018 καταγράφεται σημαντική αύξηση του αριθμού των εργαζομένων με μισθό κάτω των 700 ευρώ, κυρίως λόγω επικράτησης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, όπως δείξαμε παραπάνω. Συγκεκριμένα, το 2018 ένας στους τέσσερις εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα (25,3%) αμείβονταν με μισθό κάτω των 500 ευρώ ήτοι 571.000 άτομα (το 2010 ήταν 205.000 ή 11,3%), ενώ 251.000 άτομα (11%) αμείβονταν με μισθό κάτω των 250 ευρώ (το 2010 ήταν 64.000 άτομα ή 3,5%).

 

 

3. «Κόστος απώλειας εργασίας» και διαπραγματευτική ισχύς

 

Με βάση τα παραπάνω εξηγείται και αύξηση του δείκτη υλικής υστέρησης για τους μισθωτούς, ενώ το καινούργιο ενδιαφέρον στοιχείο που παρουσιάζει η ετήσια Έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ είναι η καταγραφή, για πρώτη φορά, του «κόστους απώλειας εργασίας». Ο εν λόγω δείκτης υπολογίζει την απώλεια εισοδήματος από τη μετάπτωση ενός εργαζομένου σε άνεργο, δηλαδή το πώς η απόλυση οδηγεί σε σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας ζωής του ανέργου. Για να γίνει ο υπολογισμός του «κόστους απώλειας εργασίας» λαμβάνονται υπόψη διάφορες μεταβλητές, όπως η μακροχρόνια ανεργία, η απώλεια εισοδήματος, ο υπολογισμός των επιδομάτων (ανεργίας, ενοικίου, οικογενειακά επιδόματα) και ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης. Έτσι, το χρηματικό κόστος από την απώλεια μίας θέσης εργασίας για ένα έτος ανήλθε, κατά το 2018, σε 8.126 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 50% του μέσου καθαρού εισοδήματος από εργασία για ένα απολυμένο 40 ετών και με δύο ανήλικα παιδιά.

 

 

 

Διάγραμμα 2. Κόστος απώλειας εργασίας κατά το πρώτο έτος

(διμελές νοικοκυριό, 40 ετών, δύο ανήλικα τέκνα, 2001-2018)

 

Πηγή: OECD (επεξεργασία ΙΝΕ ΓΣΕΕ)

 

Το υψηλό κόστος απώλειας εργασίας είναι μια σημαντική οικονομική μεταβλητή, η οποία αποτυπώνει τις αδυναμίες της κοινωνικής πολιτικής και περιορίζει τη διαπραγματευτική ισχύ της εργασίας και των συνδικάτων στην Ελλάδα, συμβάλλοντας στη χαμηλή συνδικαλιστική τους πυκνότητα. Με αυτό, βέβαια, δεν θέλουμε να υποβαθμίσουμε τα εσωτερικά προβλήματα των συνδικάτων και τις παθογένειές τους, που μαζί με το «κόστος απώλειας εργασίας» συνδυάζουν ένα προβληματικό μίγμα για τον κόσμο της εργασίας. Αντίθετα, ένα χαμηλό κόστος απώλειας της εργασίας, που σημαίνει φιλική προς τους εργαζόμενους κρατική κοινωνική πολιτική, που θα διασφαλίζει ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο στους ανέργους και τους φτωχούς (δείκτης ασφάλειας) και θα προωθεί προγράμματα εγγυημένης και σταθερούς απασχόλησης και ένα ισχυρό εργατικό δίκαιο, είναι βασικά μέτρα, ώστε να αντιστραφεί ο εν λόγω δείκτης, ο οποίος θα συμβάλλει ταυτόχρονα στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος των εργαζομένων και των συνδικάτων.

 

4. Κάποια πολιτικά συμπεράσματα

 

Από τα προαναφερθέντα στοιχεία φαίνεται ότι έχει επέλθει μια ριζική αναδιάρθρωση στο εσωτερικό των δυνάμεων της εργασίας, όπου τα στρώματα που πλήττονται από την οικονομική κρίση και τα Μνημόνια καταλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερο ειδικό βάρος από την άποψη του μεγέθους στο σύνολο της εργατικής τάξης. Έχουμε, δηλαδή, μια «προλεταριακή αντικειμενική πόλωση».

 

Έτσι, ενώ υπάρχουν ορισμένες θετικές εξελίξεις στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ) με την επαναφορά των κλαδικών ΣΣΕ, της επεκτασιμότητας και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, εντούτοις παραμένουν ατελείς, επειδή δεν επαναφέρουν πλήρως το προ μνημονίων καθεστώς καθορισμού των μισθών μέσω της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ, αλλά έχει παραμείνει στη νομοθετική δικαιοδοσία της εκάστοτε κυβέρνησης. Επιπρόσθετα, ο αρνητικός συσχετισμός δύναμης για την εργασία και τα συνδικάτα εξακολουθεί να υπάρχει και αυτό φαίνεται ιδιαίτερα από την εξέλιξη στο πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που παρά τις όποιες θετικές εξελίξεις, δεν έχει ακόμη αντιστραφεί το κλίμα.

 

Πίνακας: Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) (2010-2018)

Έτος Κλαδικές/εθνικές/ομοιεπαγγελμα-τικές ΣΣΕ Επιχειρησιακές ΣΣΕ (στοιχεία έως 30.05.2018) Τοπικές ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ Σύνολο Ποσοστό (%) συμμετοχής επιχειρησιακών ΣΣΕ (στοιχεία έως 30.05.2018)
2010 65 227 14 306 74,18
2011 38 170 7 215 79,07
2012 23 976 6 1005 97,11
2013 14 409 0 423 96,69
2014 14 286 5 305 93,77
2015 12 263 7 282 93,26
2016 10 318 6 334 95,21
2017 15 244 6 265 92,08
2018 22 155 9 186 83,33

Πηγή: Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (επεξεργασία ΙΝΕ ΓΣΕΕ)

 

Έτσι, ενώ οι ροές απασχόλησης των τελευταίων ετών μπορεί να δημιουργούν αισιοδοξία, «ωστόσο η κατάσταση της αγοράς εργασίας σε όρους ποιότητας νέων θέσεων εργασίας και προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων απέχει από το να θεωρείται ικανοποιητική», όπως σημειώνει η Έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

 

Ένα βασικό πολιτικό συμπέρασμα που μπορεί να διατυπωθεί είναι ότι η αδυναμία του εργατικού κινήματος να ανακόψει είτε κινηματικά είτε και πολιτικά την εργοδοτική επίθεση έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση παγίωσης ενός  ταξικού συσχετισμού, με την εργατική τάξη αποδιαρθρωμένη και τις συνδικαλιστικές της οργανώσεις αδύναμες να οργανώσουν ένα συνολικό σχέδιο αντιστροφής της κατάστασης.

Οι δυνάμεις της αριστεράς έχουν μια πραγματική εικόνα του μεγέθους της μισθωτής εργασίας και από παλαιότερες εκθέσεις του ΙΝΕ, οι οποίες έχουν υπογραμμίσει την απόλυτη υπεροχή σε αριθμούς έναντι των άλλων στρωμάτων και τάξεων του   ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Η παρούσα έκθεση αποκαλύπτει ότι στο εσωτερικό της εργατικής τάξης τείνει να γίνει πλειοψηφικό το τμήμα που απασχολείται με ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Αυτό είναι ένα στοιχείο που δείχνει για το που οφείλει η αριστερά να επικεντρώσει την εργατική παρέμβαση ώστε να εκφράσει το πιο καταπιεσμένο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.




Η φασιστική τρομοκρατία δεν θα περάσει!

Η πολιτική οργάνωση “Κόκκινο Νήμα” δηλώνει την αμέριστη συμπαράστασή της στους σ. της “Ανταρσίας στον Μωριά”, που δέχτηκαν επίθεση από τους Ναζί στην Καλαμάτα, και αναδημοσιεύει την καταγγελία τους:

“Χθες το βράδυ στην κεντρική πλατεία της Καλαμάτας φασίστες τραμπούκοι από το περίπτερο του υποψήφιου δημάρχου Καλαμάτας, υπόδικου για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, νεοναζί Δ. Κουκούτση, με επικεφαλής και πρωταγωνιστή τον ίδιο και τον αδερφό του, επιτέθηκαν εντελώς απρόκλητα στους Γιώργο Τζαμουράνη και Αντώνη Μπαρσίνικα, βρίζοντάς τους χυδαία (αυτούς και την μάνα τους) και απειλώντας τους ότι θα τους φάνε το κεφάλι.

Δηλώνουμε σαν ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΣΤΟΝ ΜΩΡΙΑ, (αλλά και οι δύο σύντροφοι ξεχωριστά), ότι απειλές και φοβέρες θρασύδειλων τραμπούκων του υποκόσμου δεν μας τρομάζουν. Το αντίθετο μας πεισμώνουν και μας ωθούν να δυναμώσουμε τον αγώνα ενάντια στον φασισμό και τους φασίστες, τις πολιτικές που τους ενισχύουν, το σύστημα και τα συμφέροντα που τους εκτρέφουν.

Είμαστε πολύ σκληρά καρύδια για τα σάπια και βρωμερά δόντια τους!

Θα πάρουν την απάντησή τους από την ανάπτυξη του λαϊκού και αντιφασιστικού κινήματος και θα είναι συντριπτική και επώδυνη γι΄ αυτούς. Δεν θα σταματήσουμε τους αγώνες μας, δεν θα παραχωρήσουμε χώρο για την εγκληματική τους δράση ούτε στις πλατείες, ούτε στις γειτονιές, ούτε στους χώρους που ζει, εργάζεται και αθλείται ο λαός και η νεολαία. Δεν θα τους αφήσουμε να σπέρνουν μίσος και να προσπαθούν να στρέψουν τον έναν φτωχό ενάντια στον άλλο φτωχό κατ΄ εντολήν των ισχυρών και πλούσιων αφεντικών τους, αφήνοντας στο απυρόβλητο τις πολιτικές που γεννούν την φτώχεια, την ανεργία, την ανασφάλεια.

Ταυτόχρονα θέλουμε να σημειώσουμε και τα παρακάτω:

Έχει σοβαρές ευθύνες ο δήμαρχος Καλαμάτας κ. Νίκας και όσες παρατάξεις έδωσαν χώρο στους φασίστες (όπως και στην Χρυσή Αυγή) για να προπαγανδίζουν τις φασιστικές ιδέες τους και, όπως αποδείχθηκε για άλλη μια φορά, να μετατρέπουν τα περίπτερα και τα γραφεία τους σε ορμητήρια τραμπούκων.

Έχει μεγάλες πολιτικές ευθύνες η κυβέρνηση που ανέχεται την ασύδοτη δράση των φασιστικών ομάδων, πόσο μάλλον που πολλές φορές την ξεπλένει και την νομιμοποιεί, αντιμετωπίζοντας την ναζιστική Χ.Α. όχι σαν αυτό που πραγματικά είναι: μια συμμορία δολοφόνων, αλλά σαν νόμιμο κόμμα με προσκλήσεις σε εθνικές γιορτές, διακομματικές επιτροπές και στρατόπεδα.

Επίσης ευθύνη έχουν και όσα μέσα ενημέρωσης που στο όνομα μιας δήθεν δημοκρατικότητας τους δίνουν βήμα (και μάλιστα δυσανάλογα μεγάλο) για να δημαγωγούν για τα λαϊκά προβλήματα, αποκρύπτοντας ταυτόχρονα τις ναζιστικές, ρατσιστικές, αντιλαϊκές, αντιανθρώπινες θέσεις τους και την εγκληματική δράση τους.

Καλούμε τον δημοκρατικό λαό, τους εργαζόμενους και την νεολαία, τον κόσμο του κινήματος, να καταδικάσουν – απομονώσουν τους φασίστες και τον φασισμό, να τους μαυρίσουν σε όλες τις κάλπες, να τους ρίξουν στον σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας (δίπλα στον Χίτλερ και τους ντόπιους φίλους του). Να απαιτήσουν, και με την πάλη τους να επιβάλλουν, να αφαιρεθεί κάθε βήμα φασιστικής, ρατσιστικής προπαγάνδας μίσους και εγκληματικής δράσης, είτε αυτό είναι περίπτερο σε πλατεία, είτε χρόνος και χώρος σε μέσα ενημέρωσης. ”

http://pandiera.gr/%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BA%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CE%AF%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CF%84%CF%83%CE%B7-%CF%83%CE%B5-%CF%83%CF%85%CE%BD/?fbclid=IwAR1d8-psMMtTxZAcBbz8y-mnz3XuKQylfL1c1mYriaKtqhPg3ug3qKgragY




Εργοδοτική αυθαιρεσία ιδιωτικού ομίλου γνωστής εταιρίας διαγνωστικών μονάδων

Μας έστειλαν και δημοσιεύουμε την παρακάτω καταγγελία, η οποία δείχνει που πρέπει να προσανατολίσει η Αριστερά το ενδιαφέρον και τη δράση της:

“Ο ιδιωτικός όμιλος Βιοϊατρική, παρά την 3μερη απεργία και αναστολή λειτουργίας που έχει οριστεί για τις ημέρες Πεμπτη 23, Παρασκ. 24 και Σαββατο 25 Μαΐου 2019 για ΟΛΑ τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, έδωσε εντολή στους εργαζομένους στο κεντρικό κατάστημα των Αμπελοκήπων να εργαστούν 8ωρο και υποχρεωτικά και μάλιστα «χωρίς όμως να φορούν την εργασιακή ενδυμασία ώστε να μην φαίνεται ότι είναι υπάλληλοι στο χώρο σε περίπτωση ελέγχου» και ότι παρανόμως θα πραγματοποιηθούν οι βάρδιες (αν και με μειωμένο προσωπικό για να «μοιάζει» ότι το διαγνωστικό κέντρο δεν λειτουργεί), εξυπηρετώντας έτσι «κρυφά» όσους «εκλεκτούς» πελάτες τύχει να έχουν αυτήν την απαίτηση (μιας και από το τηλέφωνο έχουν εντολή να ψεύδονται οι υπάλληλοι ότι το κέντρο δε λειτουργεί για να μην εκτεθεί η εταιρία). Εκτός του ότι αυτό είναι εντελώς παράνομο, πώς θα εξασφαλισθεί π.χ. κάποιος εργαζόμενος αν τύχει κάποιο ατύχημα μέσα στο χώρο εργασίας εάν είναι δηλωμένος ως εκτός εργασίας από την εργοδοσία; Τα σωματεία έδωσαν ως μόνη έγκυρη και νόμιμη λύση την επώνυμη καταγγελία επιτροπής υπαλλήλων στην επιθεώρηση εργασίας, πράγμα που φυσικά δεν είναι εφικτό στον ιδιωτικό τομέα όπου οι υπάλληλοι εργάζονται υπό τη μόνιμη απειλή της απόλυσης και της ανεργίας. Όποιος μπορεί να επέμβει ή να πάρει δημοσιότητα το ζήτημα ώστε να μην αποσιωπηθεί η αδικία και ασυδοσία των εργοδοτών που δρουν μονίμως αυθαίρετα και χωρίς ποτέ να υφίστανται συνέπειες.”




Οι ρίζες της γυναικείας και της ΛΟΑΤΚΙΑ+ καταπίεσης και η στάση μας στο κίνημα από μαρξιστική σκοπιά

Της Αθηνάς Σκαμπά

Τα τελευταία χρόνια, ανά τον κόσμο εμφανίζονται μαζικοί αγώνες και κινήματα γυναικών που διεκδικούν δικαιώματα όπως αυτό της ελεύθερης άμβλωσης. Μεγάλες διαδηλώσεις γυναικών είδαμε στις Ηνωμένες πολιτείες αμέσως μετά την εκλογή του Τραμπ, αλλά και τη φετινή χρονιά  σε Ιρλανδία και Αργεντινή με αφορμή δημοψηφίσματα και ψηφοφορίες για νόμους που κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην άμβλωση. Ένα τεράστιο κύμα διαμαρτυρίας, το #MeToo, μέσω του διαδικτύου για τη σεξουαλική παρενόχληση. Κινήματα ενάντια στην έμφυλη καταπίεση σε αραβικές χώρες, όπως αυτό με τις γυναίκες που βγάζουν δημοσίως τη μαντίλα στο Ιράν. Πρόσφατα, με αφορμή την υποψηφιότητα του ακροδεξιού Μπολσονάρου, μεγάλες γυναικείες διαδηλώσεις στην Βραζιλία και αντίστοιχα διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για την υποψηφιότητα του ανοιχτά σεξιστή Κάβανο στη θέση του ανώτατουδικαστή στην Αμερική, διαδηλώσεις στην Ισπανία κατά του ακροδεξιού Vox, ενώ κάθε χρόνο πραγματοποιούνται με ολοένα μεγαλύτερη μαζικότητα και δυναμισμό διαδηλώσεις και απεργίες σε πολλές χώρες στον κόσμο στις 8 Μάρτη. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το ζήτημα της γυναικείας καταπίεσης, ανοίγει «από τα κάτω» και παραμένει ανοιχτό σε όλον τον κόσμο.

Ταυτόχρονα πολύ μεγάλη συζήτηση έχει ανοίξει σχετικά με την έμφυλη καταπίεση για ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας, τους ΛΟΑΤΚΙΑ+ ανθρώπους. Λεσβίες, γκέι, τρανσέξουαλ, βγαίνουν από το σκοτάδι του περιθωρίου διεκδικώντας το δικαίωμά τους να ζουν και να εκφράζονται με τον τρόπο που επιλέγουν. Η συζήτηση στην Ελλάδα άνοιξε,σε μεγάλη κλίμακα,με αφορμή το σύμφωνο συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια και το νόμο για τον προσδιορισμό φύλου και βεβαίως και παραμένει ανοιχτή με αφορμή τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, την κακοποίηση και την καταπίεση που δέχονται άτομα αυτού του χώρου και τη συζήτηση για το πως τοποθετείται το κίνημα και η Αριστερά απέναντι σε αυτά τα ζητήματα.

Είναι ανάγκη να αναφερθούμε καταρχάς πάνω στις βασικές μαρξιστικές ιδέες για το πως γεννιέται η έμφυλη καταπίεση σε αυτή την κοινωνία.

Οι κλασικοί του μαρξισμού για τη γυναικεία καταπίεση

Οι κλασικοί του Μαρξισμού, Μαρξ και Ένγκελς ασχολήθηκαν με το θέμα της γυναικείας καταπίεσης. Το βιβλίο του Ένγκελς «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους» είναι μια ολοκληρωμένη μελέτη αυτού του θέματος που είναι επίκαιρη ακόμα και σήμερα και εξηγεί με επιστημονικό τρόπο γιατί η ταξική κοινωνία παράγει τη γυναικεία καταπίεση. Με αυτόν τον τρόπο μας δίνει τη βάση για να προσεγγίσουμε τί χρειάζεται για να παλέψουμε ενάντια σε αυτήν.

Ο Ένγκελς βασίστηκε στις πρωτοποριακές έρευνες ενός ανθρωπολόγου, του Μόργκαν, ο οποίος μελέτησε την εξέλιξη των ανθρώπινων σχέσεων, συνδέοντας την εξέλιξη του βασικού κοινωνικού κυττάρου, της οικογένειας, με την οργάνωση της παραγωγής. Παρότι από τότε έχουν γίνει πολλές και πιο εξελιγμένες μελέτες, οι βασικές παραδοχές του Μόργκαν και τα συμπεράσματα του Ένγκελς που στηρίχθηκαν σε αυτές δεν έχουν καταρριφθεί.

Ο Μόργκαν χώρισε την ανθρώπινη εξέλιξη σε 3 στάδια:

  • Η «άγρια κατάσταση» : είναι η περίοδος που επικρατεί η ιδιοποίηση έτοιμων προϊόντων της φύσης. Τα τεχνητά προϊόντα του ανθρώπου είναι κυρίως βοηθητικά εργαλεία γι’ αυτή την ιδιοποίηση.
  • Η «Βαρβαρότητα» : οι άνθρωποι ανακαλύπτουν τη γεωργία και την κτηνοτροφία και μαθαίνουν μεθόδους για να παράγουν φυσικά προϊόντα με την ανθρώπινη δράση.
  • Ο «πολιτισμός» : οι άνθρωποι μαθαίνουν να επεξεργάζονται τα φυσικά προϊόντα, την καθαυτό βιομηχανία και την τέχνη.

Καθένα από τα στάδια αυτά, τα χώρισε σε κατώτερο, μεσαίο και ανώτερο στάδιο.

Τα στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης, σύμφωνα με τη σκέψη και την εργασία του Μόργκαν είναι συνδεδεμένα με την εξέλιξη της παραγωγής.

Η οικογένεια είναι ένα δυναμικό και όχι σταθερό στοιχείο στην εξέλιξη του ανθρώπου. Εξελίσσεται καθώς η κοινωνία εξελίσσεται. Αντίθετα τα συστήματα συγγένειας είναι παθητικά, αλλάζουν μόνο σε μεγάλες χρονικές περιόδους. Οι αλλαγές στα συστήματα συγγένειας πραγματοποιούνται, όταν η οικογένεια έχει αλλάξει ριζικά. Με τον ίδιο «παθητικό» τρόπο και μεγαλύτερο χρόνο αλλαγής, αλλάζουν και οι απόψεις, οι συνήθειες και η ηθική σχετικά με τις ανθρώπινες σχέσεις και την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Για παράδειγμα: Ο Μόργκαν, μελετώντας την Αμερικάνικη φυλή των Ιροκέζων, ενώ διαπίστωσε μια μορφή οικογένειας την οποία ονομάζει «ζευγαρωτή οικογένεια», στην οποία οι απόγονοι του ζευγαριού είναι γνωστοί και δεν υπάρχει αμφιβολία ποιοι είναι οι γονείς τους. Παρόλα αυτά, στη φυλή αυτή, ο άνδρας Ιροκέζος λέει παιδιά του και τα παιδιά των αδερφών του, λέει όμως ανίψια τα παιδιά των αδερφάδων του και η γυναίκα Ιροκέζαλέει παιδιά της και τα παιδιά των αδερφάδων της και ανίψια τα παιδιά των αδερφών της. Επίσης τα παιδιά δύο αδερφών λέγονται αδέρφια το ίδιο και τα παιδιά δύο αδερφάδων. Αυτό το σύστημα συγγένειας που δεν ανταποκρίνεται ακριβώς στην τρέχουσα μορφή οικογένειας, μαρτυρά την ύπαρξης μιας άλλης μορφής οικογένειας που υπήρξε στο παρελθόν και εξελίχθηκε.

Ενώ λοιπόν, σήμερα, μας παρουσιάζουν την πυρηνική οικογένεια ως πατροπαράδοτη, ντύνοντας τη με την αντίστοιχη ηθική ως τη φυσιολογική μορφή σχέσης του ανθρώπου, η μελέτη της ανθρώπινης ιστορίας μας δείχνει ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Οι άνθρωποι έζησαν για χιλιάδες χρόνια σε σχέσεις πολυγαμίας και τα παιδιά θεωρούνταν ότι ανήκουν σε όλους από κοινού. Η ανθρώπινη οικογένεια εμφανίζεται κάποια στιγμή,εξελίσσεται περνώντας από τη μία μορφή στην άλλη, ώσπου να διαλυθεί μέσα στη μονογαμία.

Πριν ακόμα εμφανιστεί η πρώτη μορφή οικογένειας στην ανθρώπινη κοινωνία, προηγήθηκε η «σεξουαλική ζωή χωρίς κανόνες». Αυτό σημαίνει ότι επιτρέπονταν ελεύθερα όλες οι σεξουαλικές σχέσεις, χωρίς περιορισμό και ανάμεσα σε αδερφό και αδερφή και ανάμεσα σε γονείς και παιδιά.

Η πρώτη μορφή οικογένειας, είναι ο «ομαδικός γάμος» που εμφανίζεται στην περίοδο της άγριας κατάστασης. Ολόκληρες ομάδες ανδρών και γυναικών «παντρεύονται» (μεταφορικά) η μία την άλλη. Εννοείται πως ηθικές αξίες, αρχές και συναισθήματα, όπως η ζήλεια ή η ηθική καταδίκη της αιμομιξίας δεν υφίστανται. Η οικογένεια αυτή είναι η βασική κοινωνική μονάδα με βάση την οποία οι άνθρωποιοργανώνουν την επιβίωσή τους.

Η εξέλιξη αυτής της οικογένειας είναι η «αιματοσυγγενική οικογένεια» όπου παπούδες και γιαγιάδες αποτελούν έναν κύκλο που ζευγαρώνουν μεταξύ τους, αλλά μπορεί να είναι και αδέρφια. Μαμάδες και μπαμπάδες αποτελούν έναν άλλο κύκλο που ζευγαρώνουν μεταξύ τους και μπορούν να είναι και αδέρφια. Τα παιδιά των μαμάδων και μπαμπάδων αποτελούν έναν 3ο κύκλο που μπορούν να είναι και αδέρφια και ζευγαρώνουν μεταξύ τους.  Το ζευγάρωμα ανάμεσα στους κύκλους δεν επιτρέπεται. Δηλαδή οι διαφορετικές γενιές δε ζευγαρώνουν μεταξύ τους.

Εξέλιξη αυτής της οικογένειας είναι η «πουναλουανή οικογένεια». Σε αυτή την οικογένεια αποκλείονται οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ομομήτριων αδερφών. Μάλλον αυτή η οικογένεια προκύπτει από το γεγονός ότι οι φυλές που περιόρισαν τα φαινόμενα αιμομιξίας εξελίσσονταν πιο γρήγορα.Ο περιορισμός του ζευγαρώματος ανάμεσα σε αδέρφια, προκαλεί διασπάσεις στις οικογένειες. Οι αδερφές μιας οικογένειας φεύγουν για να δημιουργήσουν τον πυρήνα μιας νέας οικογένειας και οι αδερφοί της οικογένειας φεύγουν για να δημιουργήσουν τον πυρήνα μιας άλλης. Η κάθε τέτοια οικογένεια, όπως και οι προηγούμενες στα εξελικτικά στάδια διατηρεί ένα κοινό κομμουνιστικό νοικοκυριό, όπου υπάρχει καταμερισμός εργασίας για την παραγωγή του προϊόντος και κατανάλωση από κοινού. Η οικογένεια είναι μια παραγωγική μονάδα.

Μαζί με αυτή την οικογένεια, εμφανίζεται και η έννοια του γένους. Η απαγόρευση σχέσεων ανάμεσα σε αδέρφια που επέβαλλε τις διασπάσεις των οικογενειών, όπου οι αδερφοί έφευγαν για να αποτελέσουν τον πυρήνα μιας άλλης οικογένειας. Σε αυτήν την ομαδική οικογένεια η καταγωγή αποδεικνύεται μόνο από την πλευρά της μητέρας. Κανείς δεν γνωρίζει ποιος είναι ο πατέρας των παιδιών και η καταγωγή αναγνωρίζεται μόνο από την πλευρά της μητέρας, δηλαδή από τη «μητρική γραμμή». Οι απόγονοι μιας «προμήτορος», που απαγορεύεται να παντρεύονται μεταξύ τους, δεν μπορούν να είναι η ίδια οικογένεια, αποτελούν όμως το «γένος».

Οι παραπάνω μορφές οικογένειας κράτησαν μέχρι τα μέσα της «βαρβαρότητας».

Η εξέλιξη της οικογένειας είναι γάμοι με όλο και μεγαλύτερο αποκλεισμό ζευγαρώματος ανάμεσα σε περισσότερες βαθμίδες συγγένειας. Η μορφή της οικογένειας που επικρατεί στο ανώτερο στάδιο της βαρβαρότητας είναι η ζευγαρωτή οικογένεια. Ο γάμος γίνεται ανάμεσα σε έναν άνδρα και μία γυναίκα. Η πολυγαμία και η απιστία είναι συχνό φαινόμενο, απαγορεύεται όμως για τη γυναίκα. Ο γάμος διαλύεται εύκολα και τα παιδιά ανήκουν αποκλειστικά στη γυναίκα. Ακόμα και με την καθιέρωση του ζευγαρωτού γάμου εξακολουθεί να υπάρχει το κομμουνιστικό νοικοκυριό. Η γυναίκα σε αυτή την περίοδο κατέχει θέση ελεύθερη και σεβαστή. Το χαρακτηριστικό όλων αυτών των περιόδων είναι ότι η ανθρώπινη παραγωγή είναι ικανή να καλύψει τις ανάγκες επιβίωσης των ανθρώπων. Παράγεται από τη προσωπική εργασία όλων των μελών του νοικοκυριού και μοιράζεται σύμφωνα με τις ανάγκες τους.

Με την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, μεταλλουργίας, υφαντουργίας και γεωργίας τα πράγματα αλλάζουν. Η ανθρώπινη παραγωγή ξεπερνά σε ποσότητα τις ανάγκες για συντήρηση και συσσωρεύεται πλούτος. Εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά η ατομική ιδιοκτησία.

Σύμφωνα με τον καταμερισμό εργασίας ο άνδρας ήταν υπεύθυνος για την εξεύρεση της τροφής και την παραγωγή των μέσων που χρησιμοποιούσε για αυτό το σκοπό. Η γυναίκα ήταν υπεύθυνη για το οικιακό νοικοκυριό. Σε περίπτωση χωρισμού, ο καθένας από τους δύο έπαιρνε μαζί του τα μέσα αυτά που του αναλογούσαν.

Όσο ίσχυε η μητρική γραμμή, οι μόνοι γνωστοί συγγενείς ήταν αυτοί από την πλευρά της μητέρας. Όταν κάποιος πέθαινε, την ιδιοκτησία του κληρονομούσαν οι συγγενείς από τη μητέρα. Όμως τα παιδιά δεν ανήκαν στο ίδιο γένος με τον πατέρα, αλλά στο γένος της μητέρας τους. Όσο η παραγωγή ήταν μικρή, αυτά που κατείχε ο πατέρας ήταν ασήμαντα. Όταν όμως ο άνδρας άρχισε να έχει στην ιδιοκτησία του κοπάδια και κτήματα, ήταν σημαντικό να μπορούν να τον κληρονομούν τα παιδιά του. Η δημιουργία πλεονάσματος στην ανθρώπινη παραγωγή αποτελεί την αιτία ανατροπής του μητρικού δικαίου και επέβαλλε το πατρικό δίκαιο.

Η μονογαμική οικογένεια γεννιέται κατά το πέρασμα από τη μεσαία στην ανώτερη βαρβαρότητα, από τη ζευγαρωτή οικογένεια και βεβαίως επικρατεί στη περίοδο του πολιτισμού. Στη μονογαμική οικογένεια έχουμε κυριαρχία του άνδρα πάνω στη γυναίκα με ρητό σκοπό τη γέννηση των παιδιών και την αδιαφιλονίκητη πατρότητά τους, ώστε να μπορούν να γίνουν κληρονόμοι του. Ο γαμήλιος δεσμός δεν λύνεται εύκολα και συνήθως μόνο ο άνδρας έχει αυτό το δικαίωμα.

Στην πραγματικότητα, μονογαμία ισχύει μόνο για τις γυναίκες, αφού οι άνδρες έχουν δικαίωμα στην απιστία και την πολυγαμία, σε πολλές κοινωνίες θεσμοθετημένο κιόλας, (π.χ. ο Αγαμέμνωνας που γυρίζει από την Τροία με την Κασσάνδρα, δούλα προορισμένη για τη σεξουαλική του ικανοποίηση).

Ο μονογαμικός γάμος είναι η πρώτη μορφή γάμου που στηρίζεται σε οικονομικούς όρους. Μέχρι τώρα οι διάφοροι γάμοι αφορούσαν στις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων Είναι πρώτη φορά στην ιστορία που ο γάμος έρχεται να καλύψει μια σύμβαση.

Έτσι ο μονογαμικός γάμος κάνει την εμφάνισή του μαζί με την ατομική ιδιοκτησία. Η μετάβαση από τη ζευγαρωτή οικογένεια στη μονογαμία, ακολουθεί τη μετάβαση από το κομμουνιστικό νοικοκυριό στην ατομική ιδιοκτησία, ακολουθεί την εμφάνιση των τάξεων.

Η ανατροπή της μητριαρχίας ήταν η κοσμοϊστορική ήττα του γυναικείου φύλου. Μονογαμική οικογένεια σημαίνει υποδούλωση του ενός φύλου στο άλλο. Έτσι η πρώτη ταξική αντίθεση που εμφανίζεται στην κοινωνία συμπίπτει με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Η ταξική καταπίεση εμφανίζεται μαζί με την καταπίεση του ενός φύλου από το άλλο.

Δίπλα στη μονογαμία, για τη σεξουαλική ικανοποίηση των ανδρών, εμφανίζεται και ο εταιρισμός που στη συνέχεια εξελίσσεται στην πορνεία. Η εξέλιξή του έχει ποικίλες διαδρομές στους διάφορους λαούς, όμως εμφανίζεται και εξελίσσεται ταυτόχρονα με το μονογαμικό γάμο. Αυτό δημιουργεί μια επιπλέον αντίθεση εντός του γάμου, την παραμελημένη σύζυγο. Το αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση του μόνιμου εραστή και η μοιχεία, η οποία απαγορεύεται και τιμωρείται σκληρά, όμως ποτέ δεν γίνεται εφικτό να  ξεριζωθεί. Η μοιχεία απειλεί την ουσία της μονογαμικής οικογένειας αφού θέτει σε αμφισβήτηση την πατρότητα, άρα και την κληρονομιά. Αυτό, τουλάχιστον νομικά, επιλύεται θεωρώντας πατέρα το σύζυγο για κάθε παιδί που συλλαμβάνεται εντός γάμου.

Ένα ακόμα κομμάτι της ανθρώπινης συμπεριφοράς που εμφανίζεται μαζί με τη μονογαμία  είναι ο σεξουαλικός έρωτας, έτσι όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Το πάθος ανάμεσα σε έναν άνδρα και μία γυναίκα ως ανώτερη μορφή του γενετήσιου ενστίκτου. Οι μαρτυρίες που έχουμε από πηγές όπως η λογοτεχνία, δεν μας δείχνουν ότι αυτός αναπτύχθηκε μεταξύ συζύγων. Αντιθέτως, ο μονογαμικός γάμος στον οποίο υπήρχε υποταγή της γυναίκας στο άνδρα δεν ευνοούσε κάτι τέτοιο. Οι γνωστότερες ερωτικές ιστορίες, είναι ιστορίες απαγορευμένων ερωτικών ζευγαριών που εξελίσσονταν κρυφά αφού οι γονείς είχαν επιλέξει γι’ αυτούς άλλους συζύγους κι ο γάμος πρωτίστως αποτελούσε σύμβαση. Στις ιπποτικές ρομαντικές ιστορίες, οι μεγάλοι έρωτες είναι ιστορίες μοιχείας, όπου ο ιππότης επισκέφτεται κρυφά την αγαπημένη του, σύζυγο ενός άλλου άνδρα. Οι κορυφώσεις σε αυτές τις ιστορίες είναι οι στιγμές του αποχωρισμού. Στις κατώτερες τάξεις, υπήρχε μάλλον μεγαλύτερη ελευθερία επιλογής συντρόφου, καθώς το αντικείμενο της σύμβασης δεν ήταν ιδιαίτερης αξίας. Οι ερωτικές ιστορίες από την αρχαία Ελλάδα π.χ. είναι συχνά βουκολικές.

Στην αυγή του καπιταλισμού (19ος αιώνας) ο γάμος εξακολουθεί να είναι σύμβαση. Όπως και στους υπόλοιπους τομείς, τυπικά είναι ένα συμβόλαιο ανάμεσα σε δύο ανθρώπους οι οποίοι συμβάλλονται ελεύθερα και ισότιμα. Στην πράξη όμως το συμβόλαιο αυτό εξυπηρετεί ακριβώς την ίδια αναγκαιότητα, δηλαδή την κληρονομιά της περιουσίας του πατέρα. Αυτό συντηρεί και αναπαράγει όλες τις κοινωνικές συμβάσεις και τους ηθικούς κανόνες και συνήθειες που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων και την καθημερινότητά τους. Στις πρωτόγονες κομμουνιστικές κοινωνίες η συντήρηση του νοικοκυριού και η ανατροφή των παιδιών ήταν απλώς τμήμα του καταμερισμού εργασίας. Οι άντρες έφερναν στο νοικοκυριό την τροφή και οι γυναίκες φρόντιζαν για την ανατροφή  των παιδιών. Ακριβώς όμως, επειδή η ιδιοκτησία του νοικοκυριού, που ήταν η μονάδα παραγωγής, ήταν κοινή, όλες αυτές οι δουλειές ήταν κοινωνικό έργο που αμειβόταν αντίστοιχα, με την κατανομή του προϊόντος σε όλα τα μέλη ισότιμα.

Στον καπιταλισμό, το μερίδιο της γυναίκας στην παραγωγή, δηλαδή το νοικοκυριό και η ανατροφή των παιδιών, δεν θεωρείται κοινωνικό έργο και δεν αμείβεται.Αυτή είναι η βάση της καταπίεσης της γυναίκας.

Ο Ένγκελς παρατηρώντας τις πρώτες βιομηχανικές κοινωνίες, όπου η ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας έβαλε και τις γυναίκες στην παραγωγή, οδηγήθηκε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι αυτό θα οδηγήσει στο τέλος της μονογαμικής οικογένειας, για την εργατική τάξη, αφού η γυναίκα θα είχε την οικονομική ανεξαρτησία που θα της επέτρεπε να αποχωρεί από το γάμο όποτε το επιθυμούσε. Θεωρούσε δε, ότι η βαναυσότητα που παρατηρούνταν συχνά στις σχέσεις μεταξύ των συζύγων, ήταν κατάλοιπο μιας προηγούμενης εποχής που με αργότερους ρυθμούς, όπως όλες οι συνήθειες θα εξαλειφόταν ακολουθώντας την εξαφάνιση της μονογαμικής οικογένειας.

Αυτό όμως δεν έγινε. Στα πρώιμα στάδια του καπιταλισμού υπήρξε υπερεκμετάλευση της διαθέσιμης εργατικής δύναμης, με εξαντλητικά ωράρια για άνδρες και γυναίκες, αυτό όμως οδήγησε σε πρόβλημα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Οι άνθρωποι αρρώσταιναν και ζούσαν σε άθλιες συνθήκες υγιεινής καθώς κανείς δε υπήρχε κανείς να φροντίζει για  την καθαριότητα και το νοικοκυριό, ενώ ήταν αδύνατον να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Με τον καιρό το κεφάλαιο αναζήτησε λύσεις εξισορρόπησης αυτού του προβλήματος, χωρίς όμως να υπάρχει πρόθεση να επωμιστεί ο καπιταλιστής το κόστος της αναπαραγωγής. Έτσι το σύστημα οδήγησε τη γυναίκα και πάλι στα καθήκοντα του νοικοκυριού και της ανατροφής, χωρίς αμοιβή για την εργασία αυτή, γεννώντας, συντηρώντας και αναπαράγοντας τις αντίστοιχες ηθικές αρχές και αντιλήψεις (πχ «η γυναίκα είναι για να κάνει δουλειές και να μεγαλώνει παιδιά»). Αυτό οδήγησε ένα μεγάλο κομμάτι γυναικών εκτός παραγωγήςαλλά και τις γυναίκες που εργάζονται σε διπλή καταπίεση.

Στις μέρες μας και πάλι πολλά από τα χαρακτηριστικά της οικογένειας που αναφέραμε έχουν αλλάξει. Όμως όσο θα ζούμε σε μια κοινωνία όπου η γέννηση των παιδιών, η ανατροφή τους και το νοικοκυριό δεν θεωρούνται κοινωνικό έργο και δεν πληρώνονται, η βάση της γυναικείας καταπίεσης θα υπάρχει και θα αναπαράγεται μαζί με τις ηθικές αρχές και τις συνήθειες που την ακολουθούν.

Στις μέρες μας, ιδιαίτερα στις δυτικές κοινωνίες οι γυναίκες εργάζονται. Πολλές γυναίκες κατέχουν υψηλές θέσεις στην παραγωγή, στη Διοίκηση στην πολιτική. Υπάρχουν σήμερα γυναίκες που ηγούνται πολυεθνικών ή ακόμα και κρατών. Μήπως σημαίνει αυτό το τέλος της γυναικείας καταπίεσης;

Οι στατιστικές μας δείχνουν το ακριβώς αντίθετο. Κατά μέσο όρο οι γυναίκες αμείβονται με μικρότερους μισθούς σε σχέση με τους άνδρες. Η πρώτη αιτία θανάτου γυναικών παγκοσμίως είναι η βία. Το trafficking είναι μια τεράστια επιχείρηση εκμετάλλευσης κυρίως του γυναικείου σώματος απλωμένη σε όλες τις χώρες του κόσμου. Τα ΜΜΕ και η διαφήμιση χρησιμοποιούν το γυναικείο σώμα ως προϊόν, παράγοντας και αναπαράγοντας έμφυλαστερεότυπα.

Σήμερα υπάρχουν γυναίκες που έχουν εξασφαλίσει οικονομική ανεξαρτησία ή που έχουν συντρόφους με τους οποίους μοιράζονται την ανατροφή των παιδιών ή τη συντήρηση του νοικοκυριού. Υπάρχουν ακόμη γυναίκες που έχουν έναν κύκλο ανθρώπων με προοδευτικές ιδέες, συμμετέχουν στα κινήματα ή στην Αριστερά. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αυτές οι γυναίκες δεν βιώνουν (ή βιώνουν πολύ λιγότερο) στην καθημερινότητά τους την καταπίεση. Όμως δεν παύουν να ζουν σε έναν κόσμο που δεν λειτουργεί έτσι. Η εκπαίδευση, η ενημέρωση, η διπλανή οικογένεια, ο τρόπος που μεγαλώνει ο μέσος όρος της κοινωνίας τα παιδιά του, εξακολουθούν να αναπαράγουν τις ιδέες και τις συνήθειες που εδράζονται στα κλασικά έμφυλα στερεότυπα.

Η καταπίεση των ΛΟΑΤΚΙΑ+

Για την καταπίεση των ομοφυλοφύλων και των ΛΟΑΤΚΙΑ+ ανθρώπων δεν έχουμε αναφορές από τους Μάρξ και Ένγκελς. Στην παράδοσή μας υπάρχει η πολιτική των μπολσεβίκων που μετά τη νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης αποποινικοποίησαν την ομοφυλοφιλία και σταμάτησαν τις διώξεις των ομοφυλόφιλων, που όπως πολλές άλλες κατακτήσεις ανέτρεψε η αντεπανάσταση του Σταλινισμού.

Η καταπίεση των ΛΟΑΤΚΙΑ+ ανθρώπων έχει την ίδια ρίζα με την γυναικεία καταπίεση στον Καπιταλισμό, και συνδέεται με την κεντρικότητα της πυρηνικής οικογένειας, η οποία αποτελεί για το σημερινό σύστηματο μέσο αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης χωρίς κόστος για τον καπιταλιστή και με ελάχιστο κόστος και φροντίδα για το κοινωνικό κράτος. Η ανάγκη αναπαραγωγής της πυρηνικής οικογένειας είναι αυτή που παράγει τα πρότυπα, τα στερεότυπα για τον προσδιορισμό του φύλου και τη σεξουαλική συμπεριφορά των ανθρώπων.

Η ομοφυλοφιλία ως σεξουαλική έκφραση συναντιέται από αρχαιοτάτων χρόνων και θεωρούνταν φυσιολογική πλευρά της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αρχαία Αθήνα. Περιγραφές ομοφυλοφυλικών σχέσεων επίσης βρίσκουμε στις εξιστορήσεις στρατιωτικών εκστρατειών ως πτυχές των σχέσεων που αναπτύσσονταν ανάμεσα στους στρατιώτες, το ίδιο φυσιολογικές με αυτές της φιλίας και της συντροφικότητας.

Ωστόσο, η ΛΟΑΤΚΙΑ+ ταυτότητα, έτσι όπως την ξέρουμε σήμερα, δεν υπήρχε από πάντα. Αυτό που αποκαλούμε για παράδειγμα «ομοφυλοφιλία» δεν θεωρούνταν ένα ενιαίο σύνολο συμπεριφορών ή και χαρακτηριστικών που προσδιόριζε με κάποιο τρόπο τους ανθρώπους, στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες.

Οι σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες έδωσαν τη δυνατότητα σε άνδρες και γυναίκες να αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους ως γκέι και λεσβίες. Ο καπιταλισμός είναι εκείνος που εξασφάλισε την υλική δυνατότητα στους ανθρώπους, για πρώτη φορά να έχουν προσωπική ζωή βασισμένη στην προσωπική επιθυμία. Είναι διαφορετικό να εντοπίζουμε ότι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου υπάρχουν από τότε που υπάρχει ο άνθρωπος και διαφορετικό να μιλάμε για ομοφυλοφιλική ταυτότητα. Ο καπιταλισμός είναι αυτός που έδωσε τον κοινωνικό χώρο για να αναπτυχθεί η ομοφυλοφιλική (και όχι μόνο)  ταυτότητα όπως και τη δυνατότητα στους ανθρώπους να αμφισβητήσουν τον παραδοσιακό τρόπο προσδιορισμού του φύλου και να μιλούμε σήμερα για «κοινωνικό φύλο» ή για το δικαίωμα προσδιορισμού του φύλου σε κάθε άνθρωπο.

Όμως η ομοφυλόφιλη συμπεριφορά ή η τρανς ταυτότητα αποτελούν κίνδυνο για την πυρηνική οικογένεια. Συνιστούν πρόκληση απέναντι στην ιδεολογική κανονικότητα που την υποστηρίζει, που την αναπαράγει. Είναι βόμβα στα θεμέλια των έμφυλων στερεότυπων αυτής της κοινωνίας.

Γι αυτό στον καπιταλισμό η ομοφυλοφιλία διώχθηκε νομικά, ηθικά και κοινωνικά όσο καμία άλλη ομάδα και οι ομοφυλόφιλοι, οι τρανς και γενικότερα τα ΛΟΑΤΚΙΑ+ άτομα αντιμετωπίζουν τόσο τη στέρηση δικαιωμάτων που για τους υπόλοιπους είναι αυτονόητα, όπως ο αυτοπροσδιορισμός και ο προσδιορισμός της ταυτότητας, η έκφραση, όσο και διώξεις, κακοποίηση, βασανισμούς και δολοφονίες. Στα μάτια των υπερασπιστών της «ηθικής» (μιας ηθικής που πηγάζει από την «αυταπόδεικτη» αποδοχή της πυρηνικής οικογένειας ως μοναδική φυσιολογική σχέση που μπορούν να έχουν οι άνθρωποι), η ίδια η ύπαρξη αυτών των ανθρώπων αποτελεί προσβολή απέναντί τους.

Για τους μαρξιστές όμως η σεξουαλικότητα αποτελεί ένα καθαρά προσωπικό ζήτημα που δεν μπορεί να υπόκειται ούτε σε νομικούς ούτε σε υλικούς περιορισμούς. Πρέπει να αναγνωρίζεται πλήρως το δικαίωμα στον ατομικό προσδιορισμό και στη σεξουαλική προτίμηση αλλά και η ελευθερία έκφρασης ως προς τη σεξουαλική συμπεριφορά, την εμφάνιση και τις ερωτικές προτιμήσεις. Για μας υπάρχει ένα και μοναδικό ανθρώπινο ον, με πολλαπλότητα σεξουαλικής έκφρασης, η οποία ανάλογα με τον τρόπο που είναι οργανωμένη η κοινωνία μπορεί να απελευθερώνεται ή να καταπιέζεται.

Εμείς παλεύουμε για μία κοινωνία που θα εξασφαλίζει εκείνους τους οικονομικούς και κοινωνικούς όρους και προϋποθέσεις, που θα επιτρέπουν στους ανθρώπους να αυτοπροσδιορίζονται να λειτουργούν σεξουαλικά και να εκφράζονται ανεξάρτητα από οικονομικές ανάγκες και συμβάσεις. Το πως θα το κάνουν και τι είδους σχέσεις θα επικρατήσουν τότε, είναι δική τους υπόθεση, όπως πολύ όμορφα έγραψε ο Ένγκελς στην καταγωγή της οικογένειας:«αυτό που μπορούμε σήμερα να υποθέσουμε για τη ρύθμιση των σεξουαλικών σχέσεων, ύστερα από το σάρωμα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, έχει κυρίως αρνητικό χαρακτήρα, περιορίζεται συνήθως σε ότι πρόκειται να λείψει. Τι όμως θα προστεθεί; Αυτό θα κριθεί όταν αντρωθεί (σ.σ. ορθότερος και λιγότερο έμφυλος θα ήταν ο όρος «διαμορφωθεί»!) μια νέα γενιά, μια γενιά από άντρες που ποτέ στη ζωή τους δεν θαχουν βρεθεί στην ανάγκη να αγοράσουν με λεφτά ή με άλλα κοινωνικά μέσα το δόσιμο μιας γυναίκας, και μια γενιά από γυναίκες, που ποτέ δεν θα έχουν βρεθεί στην ανάγκη να δοθούν σε έναν άντρα για κανέναν άλλο λόγο εκτός από την αληθινή αγάπη, ούτε ν’ αρνηθούν το δόσιμο στον αγαπημένο τους από το φόβο μπρος στις οικονομικές συνέπειες. Όταν θα υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι, θα γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια αυτά που πιστεύουμε σήμερα ότι θα πρέπει να κάνουν. Θα φτιάξουν τη δικιά τους ζωή και τη δική τους αντίστοιχη κοινή γνώμη για τις πράξεις τους καθενός– τελεία και παύλα.»

Δυστυχώς τη Μαρξιστική προσέγγιση, αλλά και την παράδοση των μπολσεβίκων που έκαναν ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις τόσο για τα θέματα της γυναικείας καταπίεσης όσο και για τα θέματα της καταπίεσης των ομοφυλόφιλων, έχει σκεπάσει και συκοφαντήσει η σταλινική περίοδος και οι πρακτικές που εφαρμόστηκαν στις λεγόμενες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ακόμα … «πιο δυστυχώς», η επιρροή του σταλινισμού που κρατάει μέχρι τις μέρες έχει επηρεάσει τις απόψεις πολλών οργανώσεων και κομμάτων της Αριστεράς. Πολλές φορές η Αριστερά, στάθηκε πιο συντηρητική ακόμα και από φιλελεύθερους μεταρρυθμιστές σε αυτά τα θέματα, ιδιαιτέρως στις διεκδικήσεις του ΛΟΑΤ κινήματος. Δεν ανήκουμε σε αυτή την παράδοση.

Το φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙΑ+ κίνημα

Η ιστορία του φεμινιστικού κινήματος, αλλά και οι αγώνες των ομοφυλόφιλωνκαι γενικά των ΛΟΑΤΚΙΑ+, έχουν πλέον μακριά παράδοση. Παρότι γυναικείοι αγώνες και συλλογικότητες υπήρχαν από την αρχή σχεδόν του καπιταλισμού, η μεγάλη έκρηξη του φεμινιστικού κινήματος αλλά και του κινήματος απελευθέρωσης των ομοφυλόφιλων έγινε με το κίνημα του Μάη ‘ 68 και την αντανάκλαση του σε όλο το Δυτικό κόσμο. Είναι μια εποχή που αμφισβητούνται ευρέως θεμελιώδεις αρχές και αξίες του καπιταλιστικού κόσμου και αποτελεί τη μήτρα για κινήματα, ιδέες, συλλογικότητες, κόμματα και οργανώσεις που σε μεγάλο βαθμό συνεχίζουν να υπάρχουν μέχρι σήμερα.

Για το ΛΟΑΤ κίνημα, είναι το 1969 που γίνεται η εξέγερση του Στόνγουολ, εξέγερση που η ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητα θυμάται κάθε χρόνο από τότε, στις περισσότερες χώρες και πόλεις του κόσμου με τις «πορείες υπερηφάνειας», τα γνωστά pride, με όποια μορφή έχουν πάρει μέχρι σήμερα.

Μετά την υποχώρηση αυτού του μεγάλου  διεθνούς επαναστατικού κύματος που αμφισβήτησε την ίδια την ταξική καπιταλιστική κοινωνία, αναπτυχθήκαν και επηρέασαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό διάφορες θεωρίες και απόψεις, όπως απόψεις που θεωρούν την πατριαρχία πηγή της γυναικείας καταπίεσης που υπάρχει ανεξάρτητα από το κοινωνικό σύστημα και την καταπίεση που παράγει, στο φεμινιστικό κίνημα ή η θεωρία της πολιτικής ταυτοτήτων και η κουίρ θεωρία στο χώρο των ΛΟΑΤΚΙΑ+. Αυτές οι προσεγγίσεις δεν εντοπίζουν την πηγή του προβλήματος αλλά ούτε και τη λύση του στην ταξική οργάνωση αυτής της κοινωνίας, αλλά σε δευτερεύοντα παράγωγά της, όπως η πατριαρχία και οι αντιλήψεις που έχουν οι άντρες ή οι ιδεολογίες που κουβαλάνε τα στρέιτ άτομα, ο σεξιστικός, κακοποιητικός λόγος που από μόνος του παράγει καταπίεση κλπ. Πολύ συχνά η υιοθέτηση αυτών των αντιλήψεων οδηγεί τα κινήματα και τις συλλογικότητες σε αυτοπεριθωριοποίηση και απομόνωση από τα υπόλοιπα κομμάτια της κοινωνίας που αγωνίζονται ενάντια στη δικιά τους εκμετάλλευση και καταπίεση.

Η επαναστατική Αριστερά με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, εντοπίζει τη ρίζα της καταπίεσης των γυναικών (που στα χρόνια της οικονομικής κρίσης οξύνθηκε) και των ΛΟΑΤΚΙΑ+ στην ταξική οργάνωση της κοινωνίας, δηλαδή σήμερα στον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός είναι που εκμεταλλεύεται τη δωρεάν αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης στα πλαίσια της σημερινής πυρηνικής οικογένειας και έχει υλικό συμφέρον να διαιωνίζει την ανισότητα των φύλων και την έμφυλη και σεξουαλική καταπίεση ιδεολογικά και στην πράξη. Ιδιαίτερα σε εποχές που το κοινωνικό κράτος καταρρέει οι γυναίκες σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος ενώ οι δίκαιες θετικές ρυθμίσεις υπέρ τους ανατρέπονται (προστασία μητρότητας, συνταξιοδότηση σε μικρότερη ηλικία, σύνταξη χηρείας κλπ), όταν οι μισθοί και τα εργασιακά δικαιώματα πετσοκόβονται οι γυναίκες είναι τα πρώτα θύματα της φτώχειας και των ελαστικών σχέσεων εργασίας, όπως έγινε στην Ελλάδα πρόσφατα.  Στην πραγματικότητα, αυτή την ανισότητα φροντίζει να νομιμοποιεί και να διαιωνίζει η σεξιστική ιδεολογία, που αναπαράγεται συνειδητά από όλους τους μηχανισμούς της εξουσίας. Στην εποχή μας λοιπόν, κάθε άλλο παρά έχει εκλείψει η γυναικεία καταπίεση. Όσον αφορά τους ΛΟΑΤΚΙΑ+, ναι μεν υπάρχει μεγαλύτερη αναγνώριση των δικαιωμάτων τους από ένα τμήμα της κοινωνίας κι ένα «πεφωτισμένο» τμήμα της αστικής τάξης απ’ ότι παλιότερα, ωστόσο η καταπίεσή τους κάθε άλλο παρά έχει εκλείψει. Στη δουλειά, στην οικογένεια, στο σχολείο, στην κοινωνία συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, πολύ περισσότερο αν τολμήσουν και το δηλώσουν δημόσια. Παράλληλα με την ενίσχυση των συντηρητικών ιδεών και την άνοδο της Ακροδεξιάς (όπως συμβαίνει σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα στο έδαφος της υποχώρησης των εργατικών-κοινωνικών αγώνων, της ενσωμάτωσης και απαξίωσης της ρεφορμιστικής Αριστεράς, της αδυναμίας και ανυποληψίας της επαναστατικής Αριστεράς) αντιμετωπίζουν την κλιμάκωση των ρατσιστικών και φασιστικών επιθέσεων απέναντί τους.

Και παράλληλα, η γυναικεία και σεξουαλική καταπίεση δεν μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο από τις γυναίκες ή μόνο τους ΛΟΑΤΚΙΑ+, όπως ισχυρίζονται τμήματα της αυτονομίας ή θεωρητικοί της «πολιτικής ταυτοτήτων». Η καταπίεση σχετίζεται, όπως εξηγήσαμε, με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και ο σεξισμός ή η ομοφοβία που αναπαράγει ο καπιταλισμός είναι επιπλέον μέσα διάσπασης της εργατικής τάξης, άρα μέσα ενίσχυσης της καταπίεσής τους ως τμήματα της εργατικής τάξης.

Στην αντίθετη κατεύθυνση πρέπει να είναι οι δικές μας επιδιώξεις. Πρέπει συνειδητά να καλλιεργούμε την κοινή πάλη όλων των καταπιεσμένων ενάντια στον καπιταλισμό, να εκπαιδεύουμε τους εργάτες και τις εργάτριες απέναντι στον σεξισμό ή την ομοφοβία και να προσανατολίζουμε το φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙΑ+ κίνημα μπολιάζοντας το εργατικό κίνημα και στο πλευρό του εργατικού κινήματος.

Ο καπιταλισμός είναι αυτός που γεννά και συντηρεί την καταπίεση και την εκμετάλλευση, άρα με αυτό το σύστημα πρέπει να ξεμπερδέψουμε και από τα δυο. Η εργατική τάξη είναι αυτή που μπορεί να  ανατρέψει το κεφάλαιο με επανάσταση και να εγκαθιδρύσει, χάρη στη συλλογικότητα και τη θέση της στα μέσα παραγωγής, μια κοινωνία χωρίς αφεντικά, όπου τον πλούτο θα καρπώνονται ισότιμα οι παραγωγοί του. Με αυτόν τον τρόπο θα εξαλειφθεί η ταξική ρίζα της καταπίεσης, ενώ όλοι οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες θα έχουν συνεισφέρει στην ανατροπή του παλιού και στην έλευση του νέου κόσμου που θα λειτουργεί για τις δικές τους ανάγκες. Συνεπώς θα έχουν μπει και οι βάσεις για τον ξεριζωμό των αντιδραστικών αστικών ιδεολογημάτων που στόχο έχουν να διαιρούν την εργατική τάξη, από τα μυαλά των ανθρώπων. Υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση: Ένας κόσμος σοσιαλιστικός δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα χωρίς τη γυναικεία απελευθέρωση, καθώς οι γυναίκες αποτελούν το μισό της εργατικής τάξης. Ούτε και χωρίς την απελευθέρωση των ΛΟΑΤΚΙΑ+, που αποτελούν επίσης σημαντικό τμήμα των εργαζόμενων τάξεων. Αλλά ισχύει και το αντίστροφο: στον καπιταλισμό πραγματική απελευθέρωση και ίσα δικαιώματα των γυναικών ή των ΛΟΑΤΚΙΑ+ δεν πρόκειται να υπάρξει.




Πέμπτη 23.05.2019 – 13:30 / Όλες κι όλοι στη συνέλευση του Πανελλήνιου Σύλλογου Εργαζομένων ΟΑΕΕ

ΟΛΕΣ & ΟΛΟΙ ΣΤΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟΥ ΜΑΣ

Πέμπτη 23/05/2019 και ώρα 13:30 στο ΕΜΠΟΡΙΚΟ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ 7-9)

ΚΑΤΑΨΗΦΙΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ

Όσο θα συνεχίζεται η απραξία του συνδικάτου μας, τόσο θα παραμένει χαμηλή η συμμετοχή των εργαζομένων στα κοινά, στις συλλογικές διαδικασίες και στους αγώνες. Δυστυχώς αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να δυσκολεύει όλο και περισσότερο η καθημερινότητα μας στην εργασία μας.

Τα παράπονα που δικαιολογημένα έχουμε προς το σύλλογο εργαζομένων δεν πρέπει να μας οδηγούν ούτε στη γενίκευση ότι όλοι οι συνδικαλιστές είναι ίδιοι, ούτε στην αποχή από τις δημοκρατικές λειτουργίες.

Γιατί:

Α) Η ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΙΝΗΣΗ έχουμε θέσει επανειλημμένως και στο ΔΣ του συλλόγου και με τις ανακοινώσεις μας και προφορικά στους συναδέλφους, ότι θέλουμε ένα διαφορετικό συνδικάτο, μαχητικό και οργανωμένο, ώστε με συλλογικούς αγώνες να προσπαθήσουμε να προασπίσουμε συνολικά τα δικαιώματα και τα συμφέροντα όλων των εργαζομένων.

Δεν υποσχόμαστε προσωπικές εξυπηρετήσεις-ρουσφέτια και εξατομικευμένες λύσεις. Προσπαθούμε για το συλλογικό όφελος και επηρεάζουμε όσο μπορούμε την κατάσταση, παρόλο που είμαστε μειοψηφία στο Διοικητικό Συμβούλιο του συνδικάτου μας.

Β) Η αποχή από τις συλλογικές διαδικασίες δεν είναι πράξη διαμαρτυρίας, ούτε καν αποστροφής προς το χάλι της πλειοψηφίας του συλλόγου μας. Αντίθετα βοηθάει να αναπαράγεται η ίδια κατάσταση και οι ίδιοι συσχετισμοί.

Αυτό που θα επηρεάσει κάπως την συνδικαλιστική ηγεσία να ενεργοποιηθεί θα ήταν η στενή πίεση του συνόλου των εργαζομένων και η συμμετοχή στις συλλογικές διαδικασίες, όπως η συνέλευση που θα έχουμε.

Στην επερχόμενη συνέλευση πρέπει να υπάρχει μαζική συμμετοχή, να μιλήσουν οι εργαζόμενοι και να ασκήσουν κριτική για τα πεπραγμένα της πλειοψηφίας του ΔΣ και να καταψηφίσουν τον διοικητικό απολογισμό! Κάθε χρόνο γίνεται η ετήσια απολογιστική συνέλευση του σωματείου μας, όπου ψηφίζεται η δράση της προηγούμενης χρονιάς. Πρέπει οι εργαζόμενοι να παραμείνουν μέχρι την ψηφοφορία και να καταψηφίσουν τις ανεπάρκειες και την αδιαφορία της συνδικαλιστικής ηγεσίας.

Μπροστά μας έχουμε μια δύσκολη περίοδο με την ενοποίηση του ΕΦΚΑ, να προχωράει δυστυχώς χωρίς μεγάλες αντιδράσεις. Από την άλλη πλευρά οι εκλογικές διαδικασίες που έχουμε μπροστά μας μέχρι το φθινόπωρο δεν βοηθούν στην άνοδο του εργατικού κινήματος.

ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία θέλουν να μας βάλλουν σε νέα ψευτοδιλήμματα του νέου δικομματισμού. Πλέον οι διαφορές τους είναι όλο και λιγότερες και η λογική του “μικρότερου κακού”, θα συνεχίσει να υλοποιεί τις μνημονιακές πολιτικές με τον ίδιο ζήλο.

Οι προεκλογικές παροχές του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να μας επηρεάσουν, γιατί το 1,1 δις που δίνει είναι πολύ λίγο μπροστά στα 8 δις ευρώ του υπερπλεονάσματος του 2019 και απειροελάχιστο μπροστά στις απώλειες των 174 δις, που υπολογίζεται ότι έχασαν τα λαϊκά στρώματα από τα τρία Μνημόνια!

Εμείς πρέπει να σταθούμε με τις δυνάμεις που παρέμειναν στο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος και να συνεχίσουμε τους αγώνες για τα δικαιώματα μας και για μια πιο δίκαιη κοινωνία!




Όχι στο νέο νομοσχέδιο για την «ακούσια ψυχιατρική περίθαλψη»

ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ,
ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ, 21 ΜΑΙΟΥ 2019, 12μ.

Η ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ

Tο νέο νομοσχέδιο για την «ακούσια ψυχιατρική περίθαλψη», που έβγαλε στη δημοσιότητα και προχωράει προς ψήφιση η κυβέρνηση, πίσω από το περιτύλιγμα κάποιων επίπλαστων αλλαγών αναφορικά με τις διαδικασίες της ακούσιας νοσηλείας, εισάγει την θεσμοθέτηση της «θεραπείας στην κοινότητας κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας», γνωστής διεθνώς ως «υποχρεωτικής θεραπείας στην κοινότητα». Δηλαδή, με γνωμάτευση του ψυχιάτρου, ο χαρακτηριζόμενος ως «ψυχικά ασθενής» θα πρέπει να «συναινεί» στην υποχρεωτική λήψη της φαρμακευτικής αγωγής, με μόνη εναλλακτική, αν δεν υπογράψει ότι «συναινεί», τον ακούσιο εγκλεισμό του σε μονάδα ψυχιατρικής νοσηλείας – και αυτή η «συναίνεση» θα συνοδεύει την έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας για την υποχρεωτική λήψη της φαρμακευτικής αγωγής για περίοδο χρόνου που, στην πράξη, παρ΄ όλη την προβλεπόμενη (πολύμηνη) διάρκεια, θα μπορεί ν΄ ανανεώνεται επ΄ αόριστον.
Οι επιτελείς του Υπουργείου και διάφοροι καλοθελητές των ΜΚΟ ψυχικής υγείας πλασάρουν αυτό το μέτρο σαν μια «κοινοτική» παρέμβαση, επειδή η εισαγγελική παραγγελία θα εκτελείται μέσα στην κοινότητα: το άτομο στο οποίο θα εφαρμόζεται το μέτρο, που θα διαμένει στον όποιο τόπο (επίσημα δηλωμένο) κατοικίας του, θα πρέπει να μεταβαίνει στην υπηρεσία ψυχικής υγείας που θα του έχει οριστεί (ως επί το πλείστον σε εξωτερικά ιατρεία) για να κάνει την μηνιαία (ή και τριμηνιαία) ένεσή του. Σ΄ αυτόν, άλλωστε, το μονόδρομο της φαρμακοθεραπείας ανάγεται και η έννοια της «θεραπείας», που εν προκειμένω χρησιμοποιείται και γενικά επικρατεί στο κυρίαρχο ψυχιατρικό σύστημα.

Είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια πλήρη διαστρέβλωση και αντιστροφή της έννοιας και της πρακτικής της κοινοτικής παρέμβασης, που, εξ΄ ορισμού, αποκλείει κάθε έννοια καταναγκασμού και επιβολής και είναι συνυφασμένη με τον διάλογο, την επικοινωνία, την διαπραγμάτευση, την συνοδεία, την στήριξη – με μια προστασία συνυφασμένη με τον σεβασμό της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του υποκειμένου. Αντί γι΄ αυτό, έχουμε να κάνουμε με μια διάχυση της καταστολής μέσα στην κοινότητα.

Είναι ένα μέτρο εισαγόμενο από χώρες όπου ξεκίνησε η εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην Ψυχική Υγεία, με το βίαιο κλείσιμο των ψυχιατρείων (ΗΠΑ), τις δραστικές περικοπές και την συρρίκνωση των υπηρεσιών (στην Βρετανία και αλλού) και με διακηρυγμένο στόχο, στο σκεπτικό που οδήγησε σ΄ αυτό το νομοσχέδιο, όχι το πώς θα προχωρούσαμε στην κατεύθυνση του ξεπεράσματος του εγκλεισμού και των ψυχιατρείων, προς ένα κοινοτικά βασισμένο σύστημα υπηρεσιών, αλλά, απλώς, για το πώς θα μειώσουμε, αφενός, τις ακούσιες νοσηλείες (που τώρα είναι στο 65% των εισαγωγών) και, αφετέρου, τα ράντζα στις ψυχιατρικές μονάδες νοσηλείας. Να μειώσουμε, υποτίθεται, τις ακούσιες νοσηλείες χωρίς ν΄ αγγίξουμε στο ελάχιστο το σύστημα που τις παράγει. Και προπαντός, να μειώσουμε τον χρόνο νοσηλείας και έτσι το κόστος της περίθαλψης των ψυχικά πασχόντων, καθώς, όπως γίνεται και στις χώρες από τις οποίες εισάγεται το μέτρο αυτό, θα μπορεί κάποιος να μην εισάγεται για νοσηλεία, εφόσον του γίνει η «εισαγγελική παραγγελία για θεραπεία στην κοινότητα», ή θα μπορεί να παίρνει πιο γρήγορα εξιτήριο στο βαθμό που θα μπορεί να εκδίδεται αυτή η εισαγγελική εντολή για υποχρεωτική θεραπεία μετά το εξιτήριο.

Το γεγονός ότι ο στόχος της μείωσης των ακούσιων νοσηλειών απέτυχε πλήρως στις χώρες προέλευσης του μέτρου, ουδόλως ενδιαφέρει τους επιτελείς του Υπουργείου, καθώς η στόχευση αφορά, πρωτίστως, στην μείωση των εισαγωγών και στο γρήγορο εξιτήριο – όχι μέσω του μετασχηματισμού του «τρόπου λειτουργίας του συστήματος» των υπηρεσιών, αλλά με τις κατασταλτικές πρακτικές να μεταφέρονται και να εφαρμόζονται στον τόπο κατοικίας. Όπως περίπου συμβαίνει με τους κρατούμενους, που εκτελούν την ποινή εκτός φυλακής. Ο ψυχικά πάσχων ως εν δυνάμει εσαεί κρατούμενος, μέσα ή έξω από ίδρυμα.

Η μόνη απάντηση στο υψηλό ποσοστό των ακούσιων νοσηλειών και στην θεραπευτική και κοινωνική εγκατάλειψη των ανθρώπων με ψυχιατρική εμπειρία θα ήταν η επιδίωξη της δημιουργίας ενός ολοκληρωμένου και κοινοτικά βασισμένου συστήματος υπηρεσιών, με ταυτόχρονη την αλλαγή του «τρόπου σκέψης και πρακτικής» της κυρίαρχης ψυχιατρικής.

Αντίθετα, το νομοσχέδιο αυτό αποτελεί μιαν ολοσχερή παλινδρόμηση προς ένα κατασταλτικό έλεγχο της όποιας διαφορετικότητας μέσα στην κοινωνία. Ακυρώνει και τα τελευταία υπολείμματα θεραπευτικότητας, που είχαν απομείνει στην κυρίαρχη ψυχιατρική, με την θεραπεία να μετατρέπεται σε μιαν εσαεί επιβολή, σε μια στεγνά εξουσιαστική πρακτική.

Καλούμε όλες και όλους σε διαδήλωση έξω από το Υπουργείο Υγείας (Αριστοτέλους 17), την Τρίτη, 21 Μαίου, ώρα 12 μ.

Να απαιτήσουμε την απόσυρση αυτού του νομοθετικού εκτρώματος και την στροφή προς μια πραγματικά κοινοτικά βασισμένη Ψυχική Υγεία, χωρίς καμιά καταστολή, χωρίς καμιάν επιβολή, με ισότιμη σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου, για μια χειραφετητική Ψυχική Υγεία.

https://www.facebook.com/nassos.papastathis/posts/10217785847573841




Η επανάσταση στο Σουδάν ανατρέπει δύο δικτάτορες

Ένα μαζικό επαναστατικό κίνημα έχει ξεσπάσει από τα μέσα Δεκέμβρη του προηγούμενου χρόνου στο Σουδάν. Αφορμή για το ξέσπασμα του κινήματος ήταν μια σειρά μέτρων λιτότητας, που υπαγορεύτηκαν από το ΔΝΤ, με κυριότερα απ’ αυτά τις περικοπές στα επιδόματα καυσίμων και ψωμιού. Το αποτέλεσμα του κινήματος αυτού ήταν η απομάκρυνση του επί σχεδόν τρεις δεκαετίες δικτάτορα της χώρας Μπασίρ, το καθεστώς του οποίου ήταν γνωστό για τη βιαιότητα και τη διαφθορά του.

Το κίνημα αυτό διαπέρασε όλη τη χώρα, με μαζικές κινητοποιήσεις στα 15 από τα 18 κρατίδια, που απαρτίζουν τη χώρα, ενώ συμμετείχαν σ’ αυτές μεγάλες μάζες των φτωχών στρωμάτων τόσο του αστικού όσο και του αγροτικού πληθυσμού της χώρας. Αξιοσημείωτη επίσης ήταν και η πολύ μεγάλη συμμετοχή των γυναικών. Η άγρια καταστολή που αντιμετώπισε από το καθεστώς Μπασίρ, με αρκετές δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες, δεν κατάφερε να πτοήσει το κίνημα παρ’ όλα αυτά.

Την κατάσταση αυτή προσπάθησαν να «εξομαλύνουν» οι κορυφές του στρατού, που προχώρησαν σε πραξικόπημα και προσπαθούσαν να ρίξουν στάχτη στα μάτια των μαζών ότι βρίσκονται στο πλευρό της επανάστασης. Σχηματίστηκε ένα Προσωρινό Στρατιωτικό Συμβούλιο, του οποίου υποτιθέμενος σκοπός είναι να διατηρήσει τον έλεγχο για τα επόμενα δύο χρόνια και μετά να προκηρυχθούν εκλογές. Στο μεταξύ, στη χώρα έχει κηρυχθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, το σύνταγμα έχει τεθεί σε αναστολή, ενώ έχει απαγορευθεί το δικαίωμα των συναθροίσεων από τις 10 το βράδυ ως και τα ξημερώματα.

Όμως, οι φτωχές λαϊκές μάζες του Σουδάν δεν μπορούν πλέον να εξαπατηθούν τόσο εύκολα από τις μανούβρες της στρατιωτικής ηγεσίας, της εγχώριας άρχουσας τάξης και των ιμπεριαλιστών-πατρόνων τους, που θέλουν ένα ελεγχόμενο καθεστώς στη χώρα. Παρότι το Κομμουνιστικό Κόμμα και τα συνδικάτα δε στέκονται στο ύψος των περιστάσεων και παρότι το κίνημα στερείται ηγεσίας, οργάνωσης, ξεκάθαρων αιτημάτων και, πολύ περισσότερο, προγράμματος, οι μάζες μαθαίνουν με εκπληκτική ταχύτητα από την εμπειρία τους, ενώ φαίνεται ταυτόχρονα να έχουν αφομοιώσει μεγάλο μέρος από τα μαθήματα της Αραβικής Άνοιξης. Μέσα σε διάστημα 24 ωρών, το μαζικό κίνημα κατάφερε να «εκθρονίσει» και τον Ιμπν Αούφ, που διαδέχθηκε τον Μπασίρ, βλέποντάς τον απόλυτα δίκαια σαν εκπρόσωπο του παλιού καθεστώτος. Μάλιστα, το στρατιωτικό καθεστώς φαίνεται να μην έχει κανένα υπολογίσιμο κοινωνικό έρεισμα και δεν έχει καν τον έλεγχο του ίδιου του στρατού, καθώς τα κατώτερα τμήματά του συντάσσονται υπέρ του επαναστατικού κινήματος.

Η εξουσία στο Σουδάν, ουσιαστικά βρίσκεται στους δρόμους. Το στρατιωτικό καθεστώς είναι εξαιρετικά αδύναμο, ωστόσο, αν η εργατική τάξη δεν κινηθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα να πάρει την εξουσία, η άρχουσα τάξη θα καταφέρει, αργά ή γρήγορα, να «εξομαλύνει» την κατάσταση και να περάσει στην αντεπίθεση. Οι συντονιστικές επιτροπές των απεργιών πρέπει να αποτελέσουν τα έμβρυα μιας νέας επαναστατικής, εργατικής εξουσίας και να συμπληρωθούν από επαναστατικές επιτροπές σε κάθε χώρο δουλειάς, στρατόπεδο, γειτονιά και εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας. Μόνο μια τέτοια εξουσία θα μπορέσει να λύσει τα τρομακτικά προβλήματα της δημοκρατίας, της ανεργίας, της φτώχειας, της πείνας και του αναλφαβητισμού στη χώρα, να ξεκινήσει τη σοσιαλιστική αναδιοργάνωση της κοινωνίας στο Σουδάν και να γίνει το επαναστατικό παράδειγμα, που θα ακολουθήσει και η υπόλοιπη αφρικανική ήπειρος!

Η επανάσταση στο Σουδάν ανατρέπει δύο δικτάτορες




ΔΕΚΑ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΟΙ ΗΠΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΤΟ ΙΡΑΝ ΕΝΑ ΝΕΟ ΙΡΑΚ

  1. Η έκταση του Ιράκ είναι 437.072 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ του Ιράν είναι 1.648.195 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Αυτό σημαίνει ότι το Ιράν είναι σχεδόν 4 φορές μεγαλύτερο από το Ιράκ.
  2. Όταν πραγματοποιήθηκε η εισβολή στο Ιράκ ο πληθυσμός του άγγιζε τα 26 εκατομμύρια. Ο πληθυσμός του Ιράν σήμερα είναι 81 εκατομμύρια.
  3. O στρατηγός Έρικ Σινσέκι κατέθεσε ενώπιον του Κογκρέσου, πριν από την εισβολή του προέδρου Μπους ότι,  με βάση την εμπειρία του αμερικανικού στρατού στα Βαλκάνια, θα χρειάζονταν 800.000 στρατιώτες για να παρέχουν ασφάλεια στο Ιράκ. Ο Υπουργός Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ επέμενε στους 100.000 στρατιώτες καθώς λανθασμένα πίστευε ότι θα αποσύρονταν ύστερα από 6 μήνες. Ο αντιπρόσωπος του Μπους στο Ιράκ, Πολ Μπρέμερ, αργότερα παραδέχτηκε ότι το στράτευμα στο Ιράκ δεν ήταν ποτέ επαρκές.
  4. Δεδομένου ότι το Ιράν είναι 3 φορές περισσότερο πυκνοκατοικημένο από το Ιράκ, σύμφωνα με σωστούς υπολογισμούς του Σινσέκι, οι ΗΠΑ θα χρειάζονταν 2,4 εκατομμύρια στρατιώτες για να καταλάβουν το Ιράν.
  5. Ο συνολικός αριθμός του στρατιωτικού σώματος των ΗΠΑανέρχεται στους 2.141.900 άντρες, από τους οποίους οι 1.281.900 είναι εν ενεργεία και οι υπόλοιποι είναι έφεδροι.
  6. Ο στρατός του Ιράκ ήταν μια συμβατική στρατιωτική δύναμη με τέσσερις ισχυρές μεραρχίες τανκ, τις οποίες η αεροπορία των ΗΠΑ έκαψε ολοσχερώς. Οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν προβλήματα μόνο όταν οι Ιρακινοί αντιστάθηκαν στην εισβολή χρησιμοποιώντας τακτικές ανταρτοπόλεμου, τις οποίες οι ΗΠΑ ποτέ δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά.
  7. Το Ιράν μπορεί ήδη να κινητοποιήσει 1,5 εκατομμύρια μέλη της παραστρατιωτικής οργάνωσης «Μπασίζ» για έναν ανταρτοπόλεμο. Αυτοί θα μπορούσαν να προστεθούν στους πάνω από 500.000 εν ενεργεία στρατιωτικούς.
  8. Το Ιράκ κυβερνούταν από μία Σουνίτικη μειοψηφία, που αφορούσε περίπου το 17% του πληθυσμού. Αντίθετα, το Ιράν κυβερνάται από την Σιίτικη πλειοψηφία, που αποτελεί το 90% του πληθυσμού του. Το Ιράκ είχε μια κυβέρνηση μειοψηφίας που επέτρεψε στη κυβέρνηση Μπους να δημιουργήσει φιλική σχέση με τη Σιίτικης πλειοψηφίας, τοποθετώντας την στην εξουσία. Αυτό δυσαρέστησε και εξόργισε τους Σουνίτες, αλλά αποτελούσαν μειοψηφία και δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά γι αυτό. Στο Ιράν , η Σιίτικη πλειοψηφία θα ξεκινούσε έναν μαζικό αγώνα εναντίον των Αμερικανών εισβολέων.
  9. Ο Μπους είχε βρει διεθνείς συμμάχους για τον πόλεμο στο Ιράκ, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας και της Ισπανίας. Σήμερα όμως, κανένα κράτος της Δυτικής Ευρώπης δεν θα δεχόταν να συνταχθεί με τον Τραμπ σε έναν πόλεμο εναντίον του Ιράν, πράγμα που θα απομόνωνε τις ΗΠΑ.
  10. Ενώ οι γείτονες του Ιράκ (και ειδικότερα η Τουρκία, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία) είχαν υποστεί κακομεταχείριση από τον Σαντάμ και δεν αντιστάθηκαν σθεναρά στην εισβολή του Μπους, οι Σιίτες Ιρακινοί, πολλοί Σύριοι, οι Χαζάρα του Αφγανιστάν και οι περίπου 40 εκατομμύρια Σιίτες του Πακιστάν θα υποστήριζαν τώρα το Ιράν.

https://info-war.gr/deka-logoi-gia-toys-opoioys-oi-ipa-den-mporoyn-na-kanoyn-to-iran-ena-neo-irak/?fbclid=IwAR1M4NOCzV8G4B9JiPvECiHsxH-I8qVm_5vTYWf1e-niVcvQUGt-GiBBT8k

 

Σημειώσεις Redtopia:

 

  • Δημοσιεύουμε το κείμενο που αναρτήθηκε στο info-war, προσθέτοντας έναν 11ο λόγο: την σχετική μείωση της οικονομικής, στρατιωτικής και τελικά πολιτικής-διπλωματικής ισχύος των ΗΠΑ στον διεθνή ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και το αντίστοιχο κέρδισμα εδάφους από τη Ρωσία και την Κίνα. Το δεύτερο στρατόπεδο έχει πετύχει ήδη στρατιωτικές επιτυχίες σε βάρος των ΗΠΑ (πχ Ουκρανία, Συρία) και στηρίζει το Ιράν.

Η μείωση της ισχύος των ΗΠΑ είναι αυτή που δυσκολεύει την τιθάσευση παραδοσιακών περιφερειακών δυνάμεων που παλιότερα πειθαρχούσαν απόλυτα στο αμερικάνικο ιμπεριαλισμό,  επιτρέποντας μεγαλύτερους ελιγμούς από τις  αστικές τάξεις περιφερειακών χωρών όπως η Τουρκία, Ισραήλ, Σ.Αραβία κλπ (όπως αναφέρεται στο σημείο «10»), καθώς βρίσκουν την ευκαρία να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα πιο επιθετικά. Σε αυτή τους τη δυνατότητα προσφέρει πλέον η ανέλιξη του ρωσικού και κινεζικού ιμπεριαλιστικού παράγοντα στη διεθνή σκακιέρα, επιτρέποντας νέες συμμαχίες, «παζάρια» και «πολυδιάστατες εξωτερικές πολιτικές».

Στην μείωση ισχύος των ΗΠΑ οφείλεται και ότι πλέον έχει δυσκολέψει η αναζήτηση συμμάχων στο δυτικό στρατόπεδο, όπως αναφέρεται στο σημείο «9». Ήδη από το 2003 η Γερμανία κι η Γαλλία όρθωσαν το ανάστημά τους στις ΗΠΑ απέναντι στην εισβολή στο Ιράκ, εκμεταλλευόμενοι ακριβώς το γεγονός οι ΗΠΑ του 2000 δεν ήταν οι ΗΠΑ του 1970 ή του 1990.

 

  • Το σχόλιο και η αναδημοσίευση γίνονται για να εξηγήσουν γιατί ο αμερικανικός στρατός δυσκολεύεται να το «κάνει όπως στο Ιράκ» και γιατί δεν έχει επέμβει ακόμα. Να θυμίσουμε ότι από τα μέσα του ’90 ο διακαής στόχος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ήταν η κατάκτηση του Ιράν και το Ιράκ χρησιμοποιήθηκε ως «σκαλοπάτι» για τον τελικό στόχο. Αν μπορούσαν οι ΗΠΑ θα είχαν επέμβει στο Ιράν εδώ και πολλά χρόνια. Το Βατερλώ στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και τον Λίβανο, αλλά κι οι ευρύτερες αποτυχίες τους στη Μ.Ανατολή τους ματαίωσαν τα σχέδια για την ώρα.

 Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ αποκλείεται να επέμβουν στο Ιράν μεσοπρόθεσμα. Είναι γνωστά στην ιστορία τα ιμπεριαλιστικά «άλματα προς τα μπρος». Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός παραμένει μακράν ο ισχυρότερος κι επιθετικότερος, ενώ η συγκριτική μείωση ισχύος του μπορεί να τον οδηγήσει να κινηθεί ανά πάσα στιγμή σαν επικίνδυνο πληγωμένο θηρίο. Ιδιαίτερα σήμερα που βλέπει ότι απειλείται η παντοκρατορία του από νέες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (καθώς σύντομα η Κίνα θα είναι η ισχυρότερη οικονομία στον πλανήτη).

Συνεπώς η πάλη ενάντια στον πόλεμο, τον εθνικισμό, τον ιμπεριαλισμό σήμερα είναι από τα βασικότερα καθήκοντα της επαναστατικής Αριστεράς αλλά και κάθε ρεύματος που αναφέρεται στην εργατική τάξη. Ο πιο ασφαλής δρόμος για την ειρήνη και την αποτροπή των στρατιωτικών επεμβάσεων είναι το αντιπολεμικό και εργατικό κίνημα σε κάθε χώρα, απέναντι στη δική του αστική τάξη. Στη χώρα μας το αντιπολεμικό κίνημα πρέπει να θέσει ως προμετωπίδα του την πάλη ενάντια στους εξοπλισμούς, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, αλλά κι ενάντια στον ελληνικό υποϊμπεριαλισμό. Ενάντια στον άξονα ΕΕ-Ελλάδας-Αιγύπτου-Κύπρου-Ισραήλ για τους αγωγούς και τα πετρέλαια, αλλά κι ενάντια στον άξονα ΕΕ-Ελλάδας-Τουρκίας για το προσφυγικό, δείχνοντας την αλληλεγγύη μας στα θύματα του πολέμου και της φτώχειας. Η αλληλεγγύη μας στους αραβικούς λαούς ενάντια σε όλους τους στρατούς μπορεί να γίνει πιο έμπρακτα αν εμείς, το προλεταριάτο και λαϊκά στρώματα της Ελλάδας, δείξουμε τον δρόμο της αντίστασης ενάντια στους δικούς μας αφέντες, ενάντια στα μνημόνια, τη φτώχεια και την ανεργία.

 




Όχι στην υπερεργασία στα ασφαλιστικά ταμεία – Άμεση αντίδραση τώρα!

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΙΝΗΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΟΑΕΕ

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΙΚΑ

Ο ΕΦΚΑ εκτός από όχημα συρρίκνωσης του δημόσιου χαρακτήρα της Κοινωνικής Ασφάλισης και μείωσης των συντάξεων, αποτελεί και μέσο για χτύπημα στα δικαιώματα των εργαζομένων.

Η όλη κατάσταση διάλυσης και ανοργανωσιάς που κυριαρχεί στον ΕΦΚΑ επιβαρύνει τους ασφαλισμένους και τους συνταξιουχους και πολλαπλάσια τους εργαζόμενους. Καλούμαστε να διαχειριστούμε τις περικοπές, την έλλειψη εξυπηρέτησης, τα λάθη που έχει επιφέρει η ενοποίηση και τις αδικίες, χωρίς να τις έχουμε προκαλέσει με δική μας ευθύνη και πρωτοβουλία.

Φυσικά αυτό δεν απασχολεί την Διοίκηση και την πολιτική ηγεσία, που προσπαθώντας να λύσει το πρόβλημα των μεγάλων καθυστερήσεων στις απονομές συντάξεων, επιβαρύνει και πιέζει ασφυκτικά το προσωπικό των Ασφαλιστικών Ταμείων.

Τελευταίο επεισόδιο αποτελεί τροπολογία που κατατέθηκε στο νομοσχέδιο για τις 120 δόσεις, που ορίζει ότι με ΚΥΑ (Κοινή Υπουργική Απόφαση) συστήνονται ομάδες εργασίας στον ΕΦΚΑ, με υποχρεωτική συμμετοχή υπαλλήλων σε αυτές, όπου με κάποια επιπλέον χρήματα (τυράκι-φιλοδώρημα), μπορούν να παρέχουν απογευματινή υπερωριακή εργασία και υπερωριακή εργασία κατά τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες!

Οι ομάδες εργασίας αυτές θα δημιουργηθούν για την επιτάχυνση του έργου πληρωμής των συντάξεων του Δημόσιου, για τις οποίες τρία χρόνια μετά την ψήφιση του Ασφαλιστικού Κατρούγκαλου (Ν. 4387/2016) δεν εκδίδονται ακόμα στις περισσότερες περιπτώσεις οριστικές συντάξεις!

Είναι η τρίτη απόπειρα που γίνεται στον ΕΦΚΑ για να εργαστεί το προσωπικό πέραν του ωραρίου και τις αργίες. Αντίστοιχες ενέργειες έχουν γίνει και στον ΟΠΕΚΑ και τον ΟΑΕΔ και σε άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου.

Τους δηλώνουμε ξεκάθαρα, ότι και αυτή η απόφαση θα μείνει στα χαρτιά!

Κανένας εργαζόμενος δεν πρόκειται να εργαστεί πέραν του ωραρίου ή Σαββατοκύριακα και αργίες.

Πρέπει οι δύο ομοσπονδίες να ενεργοποιηθούν επιτέλους και να οργανώσουν την αντιπαράθεση με αυτές τις πολιτικές που διαλύουν την Κοινωνική Ασφάλιση και παραβιάζουν τα δικαιώματα μας.

Το πρόβλημα των ελλείψεων προσωπικού, του φόρτου εργασίας και του μπάχαλου που επικρατεί στον ΕΦΚΑ χτυπάει κόκκινο! Οι καθυστερήσεις στην απονομή των συντάξεων και την εξυπηρέτηση του κοινού δεν μπορούν να λυθούν με την υπερεργασία των ήδη εξουθενωμένων εργαζομένων. Μπορεί να λυθεί μόνο με μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, βελτίωση της οργάνωσης και των συνθηκών εργασίας και μηχανογράφηση που θα γίνει από την ίδια την υπηρεσία και θα βασίζεται στις προτάσεις των εργαζομένων.

Απαιτούμε άμεσα:

  • Μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού στα Ασφαλιστικά Ταμεία

  • Κατάργηση του “παγώματος” της κινητικότητας των εργαζομένων

  • Βελτίωση των συνθηκών εργασίας

  • Αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις

  • Κατάργηση της “αξιολόγησης”