1

Όσα φέρνει… ο ΣΥΡΙΖΑ

To κεντρικό πολιτικό άρθρο του Ν.10 της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» που κυκλοφορεί.

Του Πάνου Κοσμά
Η «αριστερή υπογραφή» στα µνηµόνια, η φιλοϊµπεριαλιστική πολιτική και ο σοσιαλδηµοκρατικός εκφυλισµός φέρνουν τη ρεβανσιστική δεξιά και ανοίγουν το δρόµο για την ακροδεξιά και τους ναζί

Ανάµεσα σε πολλά άλλα, οι συστηµικές δυνάµεις µοιάζουν στο εξής: προσποιούνται ότι όλα τα δεινά που συσσωρεύονται για τις εργαζόµενες τάξεις εξαιτίας των πολιτικών τους δεν οφείλονται σε αυτές, αλλά σε «υπέρτερες δυνάµεις», στην «κρίση» που ξεσπά σαν απρόβλεπτο και ανεξήγητο καιρικό φαινόµενο, σε υπέρτερους καταναγκασµούς που επιβάλλει το «σύστηµα» σαν απρόσωπη δύναµη. Ωστόσο, στα ζητήµατα της κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης τίποτε δεν είναι ανεξήγητο «φαινόµενο», ιστορική µάστιγα ή θεϊκή οργή, απρόσωπος αυτοµατισµός: όλα οφείλονται -και εξηγούνται- από τις «λειτουργίες» του κοινωνικού συστήµατος, από τη διαπάλη αντιτιθέµενων ταξικών συµφερόντων, από τις συνειδητές πράξεις και επιλογές πολιτικών δυνάµεων που κάθε άλλο παρά ταξικά «ουδέτερες» είναι. Οι παλιοί µνηµονιακοί ένιπταν τας χείρας για το γεγονός ότι η καπιταλιστική κρίση κατά «περίεργο» τρόπο συνέτριβε τα δικαιώµατα και τις κατακτήσεις των εργαζόµενων τάξεων για να διασώσει το σύστηµα από κλυδωνισµούς και τα κέρδη του κεφαλαίου – η κρίση ήταν τάχα µια «υπέρτερη δύναµη» που εντελώς τυχαία είχε αυτά τα ατυχή αλλά αναπόφευκτα αποτελέσµατα. Ο τωρινός ΣΥΡΙΖΑ, 4 χρόνια µετά τη µνηµονιακή κωλοτούµπα και εξαλλαγή, ανακαλύπτει τον κίνδυνο της ακροδεξιάς και τον αντιµετωπίζει σαν «ιστορική µάστιγα» – µόνο έτσι «δικαιούται» να νίπτει τας χείρας του και να διακηρύσσει ότι απάντηση σε αυτόν τον κίνδυνο είναι η «αριστερή»… υποκατάσταση της σοσιαλδηµοκρατίας µέσω του λεγόµενου «προοδευτικού πόλου».

 

Όρκοι πίστης στο µνηµονιακό καθεστώς και στη συστηµική σταθερότητα

Ο τρόπος που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ σέβεται απολύτως τις µνηµονιακές δεσµεύσεις και τις ανειληµµένες «υποχρεώσεις» προς τους εταίρους του κατ’ ευφηµισµόν µετονοµασθέντος σε «θεσµούς» κουαρτέτου των δανειστών και της ιµπεριαλιστικής επιτήρησης, είναι όχι µόνο εντυπωσιακός αλλά και εξοργιστικός. Όλα τα εξασθενηµένα ρινίσµατα φιλολαϊκής πολιτικής που διακηρύσσει και υλοποιεί, τίθενται υπό την έγκριση των «θεσµών» και µόνο υπ’ αυτή την προϋπόθεση προωθούνται. Καµία «µάχη» και προφανώς καµία έκκληση προς τον κόσµο της Αριστεράς και τις εργαζόµενες τάξεις να συµµετάσχει σε κάποια µάχη ή έστω να στηρίξει κάποια υποτιθέµενη µάχη της ίδιας της κυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αµετάκλητα στον αστερισµό της συστηµικής συναίνεσης σε όλη τη γραµµή! Το… πρόταγµα της συστηµικής συναίνεσης έχει εσωτερικευθεί σε τέτοιο βαθµό και επικρατήσει τόσο απόλυτα, ώστε ο συστηµικός ζήλος διαχέεται και σε ζητήµατα που κανείς και τίποτε δεν υποχρεώνει την κυβέρνηση «µε το πιστόλι στον κρόταφο» να ασκεί τις πολιτικές που ασκεί. Ποια «υπέρτερη δύναµη» υποχρεώνει την κυβέρνηση να εισηγείται την αλλαγή του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα σε αντιδραστική κατεύθυνση, υιοθετώντας σε αυτό το ζήτηµα µια ήπια εκδοχή της ακροδεξιάς ατζέντας; Ποια «υπέρτερη δύναµη» οδηγεί την «αριστερή» Γεροβασίλη, σε πλήρη σύµπνοια µε τη «δεξιά από κούνια» Παπακώστα, σε αστυνοµικές επιχειρήσεις εκκένωσης καταλήψεων που φιλοξενούν µετανάστες, να υλοποιεί ντροπιαστικές επιχειρήσεις καταστολής των µεταναστών στα ∆ιαβατά και να συγκαλύπτει το «κινήγι µεταναστευτικών κεφαλών» στην «άγρια ∆ύση» του Έβρου µε µέσα που δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτε αυτά που έγιναν διάσηµα στην αµερικανική άγρια ∆ύση; Ποια «υπέρτερη δύναµη» υποχρεώνει τον ΣΥΡΙΖΑ να εγκαταλείψει ακόµη και σε ρητορικό επίπεδο τον αντιµνηµονιακό λόγο; κ.λπ. κ.λπ.

Η αλήθεια είναι πολύ απλή και σε τέτοιο βαθµό πασιφανής ώστε να µη χρειάζονται πολλά επιχειρήµατα: Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον µια συστηµική και µνηυµονιακή πολιτική δύναµη. Η «καθαρή έξοδος από τα µνηµόνια» σηµαίνει απλώς ότι δεν θα υπάρξουν νέα µνηµονιακά µέτρα επιδείνωσης της κατάστασης των εργαζόµενων τάξεων πέραν όσων προβλέπουν τα τρία µνηµόνια – το τελευταίο των οποίων έχει τη δική του υπογραφή. Ναι, αλλά η νοµοθετηµένη νέα µείωση των συντάξεων αποφεύχθηκε – έρχεται ο αντίλογος. Την αλήθεια επ’ αυτού τη λέει ο µίστερ Ντοµπρόβσκις: δεν καταργήθηκε, αλλά «πάγωσε» – για όσο θα µπορούν να επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσµατα 3,5% χωρίς την  περικοπή των συντάξεων. Αν, για παράδειγµα, από την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισµού διαπιστωθεί ότι κάτι τέτοιο δεν επιτυγχάνεται για το 2020, το µέτρο θα επανέλθει «αυτόµατα» – η σχετική νοµοθετική ρύθµιση είναι σε ισχύ. Τα ίδια ισχύουν για τη νοµοθετηµένη µείωση του αφορολόγητου από 1/1/2020: θα «παγώσει» προσωρινά χωρίς να καταργηθεί, εάν και εφόσον από την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισµού του 2019 διαπιστωθεί µε ασφάλεια (κάπου στα τέλη Σεπτεµβρίου, όταν θα συντάσσεται το προσχέδιο προϋπολογισµού του 2020) ότι το 2020 µπορεί να εξασφαλιστεί πρωτογενές πλεόνασµα 3,5% χωρίς τη µείωση του αφορολόγητου. Πάντα σε συνεννόηση και συναίνεση µε τους «θεσµούς»…             

Το µνηµονιακό καθεστώς εκµετάλλευσης µένει ακλόνητο, η διαχωριστική µνηµόνιο/αντιµνηµόνιο θάφτηκε µε τη χορηγία του ΣΥΡΙΖΑ, η συστηµική συναίνεση είναι ακλόνητη… Και τι µένει σαν «σκιά της σκιάς» µιας δήθεν αριστερής πολιτικής «επούλωσης των πληγών»; Μια οριακή -και πάντα υπό την… άνωθεν έγκριση- αναδιανοµή της φτώχειας ανάµεσα στους φτωχούς και τους εξαθλιωµένους… Με δαχτυλίδι του στέµµατος το σύγχρονο Επίδοµα Κοινωνικής ∆υστυχίας των 200 ευρώ, µετονοµασµένο για λόγους ευφηµισµού σε Κοινωνικό Επίδοµα Αλληλεγγύης. Η επιτοµή µιας στρατηγικής διαχείρισης της εκτεταµένης φτώχειας και εξαθλίωσης και των µαζικών πλέον «περιττών πληθυσµών» που γεννά η ακραία λιτότητα, της οποίας πραγµατικοί εµπνευστές είναι το ∆ΝΤ και ο ΟΟΣΑ.

 

Απροσχηµάτιστη φιλοϊµπεριαλιστική πολιτική

Αν όµως η οικονοµία είναι υποτίθεται το πεδίο των «ανυπέρβλητων καταναγκασµών» (η υποτιθέµενα ακατανίκητη δύναµη του κεφαλαίου σαν καθολικής, απρόσωπης και ανεξέλεγκτης δύναµης), ποια «υπέρτερη δύναµη» ανάγκασε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να ασκεί µια τόσο φιλοϊµπεριαλιστική/φιλοατλαντική πολιτική που δεν διανοήθηκαν να ασκήσουν στη διάρκεια όλης της Μεταπολίτευσης ούτε οι δεξιοί εµπνευστές του «ανήκοµεν εις την ∆ύσιν»; Το ξεδιάντροπο ιµπεριαλιστικό µέτωπο µε το σιωνιστικό Ισραήλ και το δικτάτορα της Αιγύπτου Σίσι, υπό την µπαγκέτα και τις διθυραµβικές επιδοκιµασίες σύµπαντος του δυτικού ιµπεριαλισµού; Και µια τυχοδιωκτική πολιτική που διακινδυνεύει ψυχρές αντιπαραθέσεις ή και θερµά επεισόδια αν όχι και πόλεµο στο όνοµα των υδρογονανθράκων, µε τις πλάτες του ιµπεριαλισµού;

Κάποιοι αφελείς µέσα στον ΣΥΡΙΖΑ πίστεψαν, ή απλώς ισχυρίστηκαν βολικά, ότι αυτό είναι προϊόν «υπερβάσεων» των πρώην υπουργών Εξωτερικών Κοτζιά και Άµυνας Καµµένου. Όµως την ίδια πολιτική συνεχίζουν αδιατάρακτα οι κ. Κατρούγκαλος και Αποστολάκης υπό την καθοδήγηση του κ. Τσίπρα.   

Η φιλοσοφηµένη χυδαιότητα κάποιων «στρατηγικών εγκεφάλων» της κυβέρνησης λέει ότι εν προκειµένω η «υπέρτερη δύναµη» είναι η καθολική, απρόσωπη και ανεξέλεγκτη δύναµη του ιµπεριαλισµού, δηλαδή του καπιταλισµού σαν παγκόσµιας «ολότητας», µε την ιεραρχία συσχετισµών, τους στρατιωτικούς και οικονοµικούς µηχανισµούς ισχύος, καταναγκασµών και κυριαρχίας… Τι όµως αναγκάζει την «Αριστερά» να δείχνει τέτοιο «υπερβάλλοντα ζήλο» απέναντι σε αυτή την «υπέρτερη δύναµη»; Μα η εξυπηρέτηση, µέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο «ανυπέρβλητων καταναγκασµών», των «εθνικών συµφερόντων». Σε τι νόµισµα αποτιµώνται τα «εθνικά συµφέροντα» το µάθαµε από τους υπολογισµούς σε δολάρια των εκτιµώµενων κερδών των πολυεθνικών εξόρυξης και µεταφοράς πετρελαίου και υδρογονανθράκων, αλλά και σε ευρώ, από την πρόσφατη επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στη Βόρεια Μακεδονία υπό τη συνοδεία πολυπληθούς και ενθουσιώδους αντιπροσωπείας Ελλήνων επιχειρηµατιών, οι οποίοι ελπίζουν βάσιµα ότι θα «εξαργυρώσουν» τη Συµφωνία των Πρεσπών σε φτηνές εξαγορές βορειοµακεδονικών επιχειρήσεων και σε «µατωµένα» κέρδη στις Ειδικές Οικονοµικές Ζώνες της εργασιακής εξαθλίωσης µε δεκαετή φορολογική απαλλαγή, µισθούς πείνας 200 ευρώ και εργασιακές συνθήκες γαλέρας. Ποιος δεν θα φούσκωνε από «εθνική υπερηφάνεια» αν η Ελλάδα επιβάλει στους άλλους αυτά που οι «θεσµοί» δεν κατάφεραν ακόµη να επιβάλουν σε µας; Εξάλλου, σύµφωνα µε τη λούµπεν ατάκα που µας έρχεται από τις ΗΠΑ, «πατριωτισµός δεν είναι να πεθαίνεις για τη δική σου πατρίδα, αλλά να κάνεις τον άλλον τον καργιόλη να πεθάνει για τη δική του» – εν προκειµένω, να υποφέρει…

Σε αυτή την εξωτερική πολιτική πρέπει να προσθέσουµε τον άλλο βασικό της πυλώνα: το ζήλο µε τον οποίο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ υλοποιεί την πολιτική της Ελλάδας-«κρατητήριου» στην Ευρώπη-«φρούριο» (βλέπε και σελίδες 6-7). Και εδώ, το άλλοθι είναι οι «υπέρτερες δυνάµεις». Ωστόσο, όπως είπαµε ήδη, ο ζήλος της «αριστερής» κ. Γεροβασίλη να διατάσσει την εκκένωση καταλήψεων φιλοξενίας µεταναστών δεν µπορεί κατά κανένα τρόπο να αποδοθεί σε κάποιες «υπέρτερες δυνάµεις» – πολύ απλά, είναι πολιτική επιλογή…   

 

Υποκατάσταση της… σοσιαλδηµοκρατίας

Η υποκατάσταση της αριστερής και αντιµνηµονιακής πολιτικής από µια πολιτική µνηµονιακής υποταγής οδηγεί αναπόφευκτα σε µια άλλη υποκατάσταση: της Αριστεράς από τη σοσιαλδηµοκρατία. Η ηγεσία Τσίπρα εξακολουθεί να αναφέρεται στην Αριστερά ή και τη «Ριζοσπαστική Αριστερά» (το φάντασµα του Γκέµπελς χαµογελάει…), αλλά αυτές οι αναφορές είναι πρώτον τακτικού χαρακτήρα (για την εκλογική συσπείρωση κόσµου της Αριστεράς) και δεύτερον εργαλειακές: υπηρετούν το σχέδιο υποκατάστασης της σοσιαλδηµοκρατίας. Καθώς το «επίσηµο τµήµα» της ευρωπαϊκής Σοσιαλδηµοκρατικής «∆ιεθνούς» στην Ελλάδα είναι το ΠΑΣΟΚ µετονοµασµένο πλέον σε ΚΙΝΑΛ, το όλο εγχείρηµα πρέπει να παρουσιαστεί σαν «συνάντηση» και «ανασύνθεση» των δύο χώρων, όπου υποτίθεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί την Αριστερά…

Εννοείται ότι το ερώτηµα «ποιος είναι η σοσιαλδηµοκρατία στην Ελλάδα» από την άποψη της πολιτικής είναι κενό περιεχοµένου. Οι µεγαλόσχηµοι Ευρωπαίοι µέντορες και «προξενητές» αυτής της ανασύνθεσης, από τον Μάρτιν Σουλτς µέχρι τον Εµανουέλ Μακρόν, δεν είναι τα κορόιδα της ανατολίτικης πονηριάς του καθ’ ηµάς ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τα πραγµατικά αφεντικά, που γνωρίζουν πολύ καλά το συµφέρον της σοσιαλδηµοκρατίας σαν πυλώνα του ευρωπαϊκού συστήµατος. Από τακτική άποψη όµως, το brand name της σοσιαλδηµοκρατίας είναι επίζηλο αντικείµενο πολιτικής διαπάλης και ίντριγκας. ∆εν πρόκειται µόνο για την όποια «διεύρυνση» υπόσχεται στα εκλογικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά για κάτι πολύ σηµαντικότερο για την ηγετική οµάδα Τσίπρα: την εκκαθάριση του πεδίου για την πλήρη της αναγνώριση του ΣΥΡΙΖΑ σαν «σοβαρής» συστηµικής δύναµης-πυλώνα της διακυβέρνησης του ελληνικού καπιταλισµού µε όρους «σεβασµού» του µνηµονιακού καθεστώτος εκµετάλλευσης, προσαρµογής στους ιµπεριαλιστικούς καταναγκασµούς και συστηµικής συναίνεσης.

Ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ έχουν αποδεχθεί τη «µοίρα» τους: ότι, «έτσι όπως τα κατάφεραν», θα έρθει στην εξουσία η ρεβανσιστική δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Έχουν λοιπόν θέσει σαν «υπαρξιακό» και µάχιµο στόχο στις εκλογές να µείνουν στο παιχνίδι της κυβερνητικής εξουσίας σαν «αναγνωρισµένη» εναλλακτική από την ελληνική αστική τάξη και το διεθνές σύστηµα. Στο πλαίσιο αυτού του στόχου, το εγχείρηµα υποκατάστασης της σοσιαλδηµοκρατίας δεν έχει απλώς εκλογική στόχευση αλλά και αµιγώς πολιτική: την οριστική αποκάθαρση του ΣΥΡΙΖΑ από κάθε ίχνος αριστερού «λαϊκισµού» που θα µπορούσε να συντηρήσει, έστω και στρεβλά και έµµεσα, «θυλάκους» λαϊκής δυσαρέσκειας και λαϊκής πίεσης πάνω στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. ∆ιότι όλες οι «καθ’ ύλην αρµόδιες» συστηµικές δυνάµεις σε Ελλάδα και Ευρώπη γνωρίζουν πολύ καλά ότι η διακυβέρνηση Μητσοτάκη θα είναι σκληρή και θα έχει ρεβανσιστικό χαρακτήρα και ότι, εποµένως, ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποστεί για ένα λόγο παραπάνω κλυδωνισµούς κατά τη µετάβασή του στην αντιπολίτευση και πιέσεις για µετατόπιση σε κάποιου είδους αντιπολιτευτικό «λαϊκισµό».

Υπ’ αυτούς τους όρους, η υποκατάσταση της σοσιαλδηµοκρατίας συνιστά ένα ακόµη αντιδραστικό εγχείρηµα της ηγεσίας Τσίπρα και πολιτική ολοκλήρωση της µνηµονιακής και συστηµικής του προσαρµογής µε το βλέµµα στην επόµενη µέρα. Για την τύχη του θα αποφασίσουν το εύρος της εκλογικής ήττας, ο βαθµός σκληρότητας της µητσοτακικής διακυβέρνησης και η δύναµη των λαϊκών πιέσεων για επιστροφή στο «λαϊκισµό».   

 

Ο «αριστερός» εκφυλισµός, αέρας στα πανιά του Μητσοτάκη και του «µαύρου µετώπου»

Αφήσαµε όµως µετέωρη την απάντηση στο ερώτηµα ποια είναι η «υπέρτερη δύναµη» η οποία λειτουργεί σαν «άστρο λαµπρό» που καθοδηγεί τη διαρκή συστηµική µετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Παρόλο που η απάντηση υποφώσκει, θα τη διατυπώσουµε καθαρά και χωρίς περιστροφές: η υπέρτερη δύναµη είναι πάνω απ’ όλα τα συµφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης και, συνυφασµένα µε αυτά, τα συµφέροντα του διεθνούς συστήµατος. Είναι τα συµφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης που εξηγούν γιατί είναι απαραίτητος αυτός ο πλήρης ταξικός αποχρωµατισµός της «µάστιγας» της κρίσης και των «εθνικών συµφερόντων». Είναι το ταξικό έγκληµα της ακραίας εκµετάλλευσης και της τυχοδιωκτικής υποθήκευσης ακόµη και των ζωών των εργαζοµένων για τα κέρδη Ελλήνων και ξένων καπιταλιστών. Η προπαγανδιστική φαντασµαγορία µε τον υπερπληθωρισµό ουδέτερων και νερόβραστων εννοιών όπως «φως και σκότος», «προοδευτικό» και «αντιδραστικό», «προοπτική», «αναγέννηση», «κοινωνική δικαιοσύνη», «ανάπτυξη», «επενδύσεις» κ.λπ. είναι η συστηµική ιδεολογική και πολιτική έκφραση ωµών ταξικών συµφερόντων. Η επιβαλλόµενη «ταξική αχρωµατοψία», µε αριστερή πλέον υπογραφή «ΣΥΡΙΖΑ» και δευτερευόντως µε συνένοχη την πατριωτική αριστερά, στο βαθµό που επικρατεί, δηµιουργεί αυτή την εντυπωσιακή κατάσταση να εξαφανίζεται από το κάδρο των εξελίξεων η ελληνική αστική τάξη, το κεφάλαιο, ο ιµπεριαλισµός. Να συζητάµε για µικρολεπτοµέρειες της… επίπλωσης αλλά να µη βλέπουµε τον «ελέφαντα» στο δωµάτιο!    

Πρέπει λοιπόν να συµπληρώσουµε τη γνωστή και ολόσωστη «ατάκα» ότι «όποιος θεωρεί ότι ξεπεράστηκε η διαχωριστική ∆εξιάς – Αριστεράς είναι δεξιός», µε µια άλλη, της ίδιας τάξεως αλλά ακόµη βαθύτερη: όποιος δεν βλέπει πίσω από τα δεινά των εργαζόµενων τάξεων τα καπιταλιστικά κέρδη και τα συµφέροντα της αστικής τάξης είναι, συνειδητά ή ασυνείδητα, φορέας αντιλήψεων και πολιτικών που ευνοούν ή υπηρετούν αυτά τα συµφέροντα. Κανείς δεν µπορεί να είναι ταξικά ουδέτερος ούτε µπορεί να αίρεται πάνω από τα ταξικά συµφέροντα!

Η πρώτη και θεµελιώδης πράξη ανασύνταξης της Αριστεράς από την ήττα της, αναστύλωσης του κατεστραµµένου ηθικού των αγωνιστών/στεριών της και εκπόνησης ενός στοιχειώδους σχεδίου αποτελεσµατικής άµυνας, κινηµατικής και πολιτικής ανασύνταξης και δηµιουργίας προϋποθέσεων αντεπίθεσης, είναι ο βαθύς ταξικός αναπροσανατολισµός της σε όλα τα επίπεδα. Αν δεν αναγνωρίζεις καν τον ταξικό σου αντίπαλο, καµία µάχη δεν µπορείς να δώσεις αποτελεσµατικά! Η υποχρεωτική συνεπαγωγή είναι ο διεθνισµός, που δεν είναι παρά η εφαρµογή του ταξικού κριτηρίου στο επίπεδο των σχέσεων, της αλληλεγγύης και της κοινής δράσης των εργαζόµενων τάξεων και της Αριστεράς των διαφορετικών χωρών.

Ο ταξικός αποχρωµατισµός, στο εθνικό και το διεθνές πεδίο, είναι η αιτία και ταυτόχρονα η εξήγηση για τη µνηµονιακή µετάλλαξη και το σοσιαλδηµοκρατικό εκφυλισµό του ΣΥΡΙΖΑ, γενικότερα για την ήττα της Αριστεράς. Και όπως τα µνηµόνια δεν είναι η «αναπόφευκτη» συνέπεια του «φαινοµένου» της κρίσης, αλλά συνειδητή ταξική πολιτική, έτσι η επί θύραις εκλογική νίκη του Μητσοτάκη, η άνοδος στην κυβέρνηση µιας ρεβανσιστικής δεξιάς και το άνοιγµα του δρόµου για την ακροδεξιά και τους ναζί δεν είναι κάποιου είδους πολιτική «µάστιγα» που εξηγείται µε όρους µαζικής ψυχολογίας, αλλά η συνέπεια της ήττας του 2015, του συριζαϊκού εκφυλισµού και της υποστολής της ταξικής σηµαίας της Αριστεράς!

Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που στις εκλογές της 26ης Μαΐου µας αφορά, και πολύ µάλιστα, η διαχωριστική δεξιάς – αριστεράς και άρα θεωρούµε ζήτηµα πολιτικής µάχης να µη χαθεί καµία ψήφος για την πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά! Την ίδια στιγµή όµως, θεωρούµε ότι στο πλαίσιο της Αριστεράς πρέπει να υποστηριχτούν δυνάµεις, σχήµατα και υποψήφιοι µε ταξικές και διεθνιστικές θέσεις – γιατί µας αφορά, ταυτόχρονα και εξίσου, η ανασύνταξη της Αριστεράς σε ταξικές και διεθνιστικές βάσεις!

Με το βλέµµα προφανώς όχι στην καταµέτρηση των ψήφων καθαυτή, αλλά στην «επόµενη µέρα» της ταξικής πάλης.





Η πραγματική συζήτηση για το Brexit – που δεν έγινε

Του Γιάννη Νικολόπουλου

Η εργατική Βρετανία, είτε βγει από την ΕΕ είτε όχι, απλά «πεινάει µέχρι θανάτου»

 

Η Ευρώπη ζει στον αστερισµό του Μπρέξιτ. Ή τουλάχιστον στην παρωδία αυτής της κορυφαίας πολιτικής διεργασίας για το µέλλον της ΕΕ και της Βρετανίας, η οποία διάγει µέρες πλήρους συστηµικής αβεβαιότητας. Για µια ακόµη φορά αποδεικνύεται η βαθιά σήψη και η παρακµή ενός ολόκληρου αστικού συστήµατος, το οποίο αδυνατεί να βγει από τα αδιέξοδα, που το ίδιο προκάλεσε – και όχι, µια αποχώρηση από την ΕΕ δεν αποτελεί a priori αδιέξοδη διαδικασία.

Και αυτό γιατί, πολύ απλά, το σύνολο του βρετανικού αστισµού, είτε συντηρητικού είτε εργατικού είτε φιλελεύθερου, προσπαθεί να ισορροπήσει σε τεντωµένο σκοινί: Να κρατήσει και την πίτα (της οικονοµίας) ολόκληρη και τον σκύλο (του βρετανικού κεφαλαίου, µε οικονοµικές σχέσεις και γέφυρες στις Βρυξέλλες) χορτάτο, στέλνοντας το βαρύ λογαριασµό των διαρθρωτικών προσαρµογών στη βρετανική εργατική τάξη – συµπεριλαµβανοµένων των µεταναστών, Eυρωπαίων, τρίτων χωρών ή των χωρίς χαρτιά.

Έχουν αφιερωθεί σελίδες επί σελίδων και άρθρα επί άρθρων για το Μπρέξιτ, τις διαδοχικές ήττες της Μέι, την κοινοβουλευτική αναταραχή και τις αρνητικές ψηφοφορίες καταψήφισης της συµφωνίας Μπαρνιέ, το οιονεί κοινοβουλευτικό πραξικόπηµα κόντρα στην κυβέρνηση των Συντηρητικών, µόλις το Kοινοβούλιο πήρε στα χέρια του τα ηνία της διαδικασίας, το παρασκήνιο και τις διαβουλεύσεις µε την Κοµισιόν, τις νέες διορίες και τις παρατάσεις της βρετανικής εξόδου, που εναγωνίως επιζητεί η Μέι προκειµένου να διασώσει το πρωθυπουργικό τοµάρι της και την επιβίωση των Συντηρητικών στην εξουσία.

Όµως η πραγµατική συζήτηση που όφειλε και η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά να κάνει, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, για το Μπρέξιτ βρίσκεται στο γράµµα και το πνεύµα της συµφωνίας και των συνεπειών της για την εργατική τάξη εν προκειµένω της Βρετανίας και συνολικά της Ευρώπης.

Και από αυτήν την ταξική σκοπιά, η συµφωνία Μπαρνιέ, η οποία στην πραγµατικότητα δίνει ήδη µια πενταετή περίοδο «χάριτος» και αποτελεί στην ουσία «σύµφωνο διάστασης» της Βρετανίας µε την ΕΕ έως το 2024, είναι µια πάρα πολύ κακή συµφωνία.

Στις 585 σελίδες της λεγόµενης τεχνικής συµφωνίας που επικυρώθηκε το περασµένο φθινόπωρο και µε την πολιτική συµφωνία των «27», επαναλαµβάνεται αυτούσιο και χωρίς παραλείψεις ή σκιές ολόκληρο το νεοφιλελεύθερο, αντεργατικό και αντικοινωνικό νοµοθετικό οικοδόµηµα της ΕΕ, το οποίο θα συνεχίσει να δρα ως οιονεί «υπερσύνταγµα» στη Βρετανία, από την πρώτη µέρα υπερψήφισης της συµφωνίας, όποτε και αν έρθει αυτή. Σε κάθε περίπτωση, ακόµη και αν το Μπρέξιτ αναβληθεί, ανασταλεί ή ενδεχοµένως ανατραπεί µε ένα νέο δηµοψήφισµα, ο αντεργατικός και ταξικά αιµατηρός λογαριασµός δεν θα αλλάξει, καθώς οι αυτοεκπληρούµενες προφητείες και προβλέψεις της συµφωνίας για την ύφεση, στην οποία θα περιέλθει η βρετανική οικονοµία της µεταβατικής περιόδου («καλύτερο» σενάριο,-4% – «χειρότερο», -8%), µε άλλα λόγια την περίοδο δηµιουργικής καταστροφής του βρετανικού καπιταλισµού, προσδιορίζουν εκείνους που θα πληρώσουν το µάρµαρο των αναταράξεων και της καθίζησης – είναι οι Bρετανοί και οι µετανάστες εργάτες. Και ας θυµηθούµε σε αυτό το σηµείο τη φρικαλέα διάταξη, που επικύρωσε και η πολιτική συµφωνία των «27» για την ίδρυση ειδικών οικονοµικών ζωνών εγκατάστασης «φυσικών προσώπων» που µέσα στα επόµενα πέντε χρόνια είτε θα εκπέσουν από κάποιο καθεστώς απασχόλησης µεταναστών στο βρετανικό έδαφος είτε θα αναζητήσουν εργασία στη Βρετανία για πρώτη φορά, µια «νεκρή ζώνη» εργατικών δικαιωµάτων και υποαπασχόλησης για δεκάδες χιλιάδες µετανάστες, είτε ευρωπαϊκών είτε τρίτων χωρών.

Και όµως, η πραγµατική συζήτηση για το ταξικά άγριο Μπρέξιτ χάθηκε και ενταφιάστηκε µπροστά στα κοινοβουλευτικά σόου στη Βουλή των Κοινοτήτων, τους διαξιφισµούς ανάµεσα στους Συντηρητικούς και τους Εργατικούς για την επόµενη µέρα πιθανής συνεργασίας τους στην κυβέρνηση, τις άγονες διαπραγµατεύσεις και τα πήγαινε-έλα της Μέι στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, το κατά πόσο θα είναι… φρέσκα(!) τα λουλούδια που εισάγονται από τη Γαλλία και την Ολλανδία έπειτα από την καθιέρωση τελωνειακών ελέγχων και δασµών ή τη διελκυστίνδα που άνοιξε στο θέµα της Βόρειας Ιρλανδίας.

Ειδικά στο τελευταίο ζήτηµα και παρά το ιστορικό φορτίο και το έντονο παρασκήνιο για µια ακραία, αγγλική «ρεβάνς» στις συµφωνίες της Μεγάλης Παρασκευής, η αλήθεια είναι πως ελάχιστα απασχολεί και ενδιαφέρει το αγγλικό ή το ιρλανδικό πολιτικό κατεστηµένο η οµόνοια και η ειρήνευση ανάµεσα στις κοινότητες των καθολικών και των αγγλικανών προτεσταντών. Η ελευθερία του εµπορίου και το πόσοι τελωνειακοί έλεγχοι θα επιβληθούν και σε ποια προϊόντα τούς προβληµατίζουν στην κατά τα άλλα υποκριτική συζήτηση για το µέλλον της Βόρειας Ιρλανδίας και την καθιέρωση «σκληρών» συνόρων ή ενός µπακ-στοπ στη νήσο Μαν.

Στο ίδιο πνεύµα εντάσσεται και η αναζωπύρωση της συζήτησης για ένα νέο δηµοψήφισµα µε αντικείµενο την ανεξαρτησία της Σκωτίας και την παραµονή της στην ΕΕ – τα κίνητρα και τα ελατήρια αφορούν την αστική τάξη της Σκωτίας που επιζητεί να περιχαρακώσει το δικό της όσο το δυνατό µεγαλύτερο µερίδιο από τη πίτα της βρετανικής οικονοµίας – η οποία θα µπει, αυτοεκπληρούµενα, σε υφεσιακή τροχιά.

 

«Η Βρετανία που πεινάει»

Και από την άλλη, όπως περιγράφει ο δηµοσιογράφος Ντόουν Φόστερ σε πρόσφατο αφιέρωµά του στο περιοδικό Tribune, «υπάρχει η Βρετανία που στην κυριολεξία πεινάει, πέρα από κάθε φαντασία».

Μόνο πέρυσι οι διάφορες τράπεζες τροφίµων που εξαπλώνονται ειδικά στην Αγγλία σαν τα µανιτάρια, διέθεσαν 1.332.952 πακέτα της λεγόµενης τριήµερης επισιτιστικής βοήθειας, δηλαδή τα τρόφιµα, τα ζυµαρικά, το γάλα, το ψωµί που έχει ανάγκη µια κατά κανόνα τετραµελής οικογένεια για να τραφεί µέσα σε τρεις µέρες. Με άλλα λόγια περίπου 5.500.000 κυρίως Άγγλοι, το 10% του πληθυσµού της Αγγλίας, καταφεύγει σε τράπεζες τροφίµων για να µπορέσει να επιζήσει. Το Τράστελ Τραστ, το µεγαλύτερο δίκτυο τραπεζών τροφίµων, τονίζει πως µέσα στο 2018 ζήτησαν επισιτιστική βοήθεια, για πρώτη φορά, 664.358 Άγγλοι και µετανάστες, κυρίως νέοι υποαπασχολούµενοι, µονογονεϊκές οικογένειες, συνταξιούχοι και ανάπηροι βετεράνοι των πολέµων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, µια αύξηση της τάξης του 13% µέσα σε δύο χρόνια, όλοι απόκληροι και αποκλεισµένοι του συστήµατος κοινωνικής ανασφάλειας και του ανύπαρκτου κράτους πρόνοιας. «Οι αριθµοί θα ανέβουν», συνεχίζει ο δηµοσιογράφος, «γιατί πολύ απλά ένα µεγάλο κοµµάτι της Βρετανίας πεινάει-και πεινάει µέχρι θανάτου», υπενθυµίζοντας πως οι πρώτοι θάνατοι από πείνα στη σύγχρονη Αγγλία είχαν καταγραφεί το καλοκαίρι του 2013 και αφορούσαν παλαίµαχους στρατιώτες και συνταξιούχους.

Πιθανότατα, οι Μαρίες Αντουανέτες του βρετανικού Κοινοβουλίου που διχάζεται «θεαµατικά» για τους όρους, την προθεσµία και το περιεχόµενο του Μπρέξιτ, θα κουνούσαν το κεφάλι τους και απλά θα αναρωτιούνταν: «Αν δεν έχουν ψωµί, γιατί δεν τρώνε φρέσκα λουλούδια από τη Γαλλία και την Ολλανδία»;

Και αυτή είναι η πραγµατική συζήτηση για τη Βρετανία του Μπρέξιτ: µια ταξική συζήτηση εξαθλίωσης, εκµετάλλευσης, αποκλεισµών, πείνας και δυστυχίας, η οποία δεν έχει ακόµη γίνει.




Όταν οι ναζί συνάντησαν τους νεοφιλελεύθερους

Του Ηλία Ιωακείμογλου

Η συγκρότηση ενός ενιαίου αντιναζιστικού µετώπου ως αντίβαρο στην άνοδο του Μαύρου Μετώπου πρέπει να είναι στην ηµερήσια διάταξη των αντικαπιταλιστικών δυνάµεων

Στην Ελλάδα έχουµε πλησιάσει αρκετά κοντά στο σηµείο συνάντησης της αστικής τάξης µε τον ναζισµό σε µια πανίσχυρη συµµαχία, στο Μαύρο Μέτωπο, στο σηµείο πέραν του οποίου δεν υπάρχει επιστροφή, υπάρχει η εποχή των τεράτων και η συντριβή των αντικαπιταλιστικών δυνάµεων. Η συνάντηση παίρνει την µορφή της σύγκλισης του νεοφιλελευθερισµού µε τον ναζισµό και τα παρακλάδια του.

Ακριβώς όπως οι οµόλογοί του στην Γερµανία του Μεσοπολέµου, στα χρόνια που προηγήθηκαν της ανόδου του ναζισµού στην κυβέρνηση, ο αρχηγός της Ν∆, υλοποιεί µια πολιτική γραµµή σύγκλισης του αστισµού µε τις ναζιστικές δυνάµεις πιστεύοντας ότι θα ηγεµονεύσει επί αυτών. Θα έπρεπε να γνωρίζει από την ιστορία του ναζισµού ότι αυτήν την τακτική ακολούθησαν και τα αστικά κόµµατα του Μεσοπολέµου στη Γερµανία, µε τα γνωστά ολέθρια αποτελέσµατα· διότι, εν τω µεταξύ, οι ναζί επέκτειναν την επιρροή τους µέσα στην κοινωνία, µέσα στον λαό της ∆εξιάς, από τους βιοµήχανους µέχρι τους µαγαζάτορες και από τους λυσσασµένους από την κρίση µικροαστούς έως τους φανατισµένους από τον εθνικισµό ηττηµένους πολεµιστές του πρώτου Παγκόσµιου Πολέµου· ακριβώς όπως επεκτείνονται τώρα στην Ελλάδα στους κόλπους του λαού της ∆εξιάς οι ιδέες του χρυσαυγίτικου ναζισµού.

 

Το κοινό υπόβαθρο δεξιάς/ακροδεξιάς

Η συνάντηση των νεοφιλελεύθερων µε τους φασίστες δεν είναι τόσο τυχαία όσο φαίνεται. Η επιείκεια, η ανοχή και η συµπάθεια που επιδεικνύει η νεοφιλελεύθερη δεξιά για τους φασίστες, θεµελιώνεται σε µια κοινή ιδεολογική αφετηρία: Όσο και αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο, ο νεοφιλελευθερισµός µοιράζεται µε τον ναζισµό ένα ιδεολογικό στοιχείο κρίσιµης σηµασίας, το οποίο είναι ο κοινωνικός δαρβινισµός, δηλαδή η ιδεολογία της επικράτησης των ισχυρότερων επί των ασθενέστερων µέσα από διαδικασίες «φυσικής επιλογής». Ο νεοφιλελευθερισµός είναι ο κοινωνικός δαρβινισµός της αστικής τάξης· είναι ο κοινωνικός δαρβινισµός διά της αγοράς. Σύµφωνα µε την νεοφιλελεύθερη αντίληψη του κόσµου, κάθε άτοµο ρίχνεται στον ανταγωνισµό µε τα εφόδιά του για την επικράτηση, την υλική ανταµοιβή, τον πλουτισµό και την κοινωνική αναγνώριση. Η επιβίωση και η κοινωνική άνοδος των ικανότερων, δηλαδή των ισχυρότερων, είναι το παιχνίδι της καπιταλιστικής αγοράς, το οποίο αποθεώνει ο νεοφιλελευθερισµός. Ο κοινωνικός δαρβινισµός των νεοφιλελεύθερων είναι ένα καθεστώς διακρίσεων που θέλει όµως να εµφανίζεται ως αποτέλεσµα δικαιοσύνης· µιας δικαιοσύνης που απονέµεται στους «άξιους», σε µια αριστοκρατική ελίτ, που δεν προσδιορίζεται βέβαια από τον Θεό, αλλά από τον φυσικό τόπο παραγωγής αλήθειας που υποτίθεται ότι είναι η αγορά.

∆ίπλα σε αυτή την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, κερδίζει έδαφος ο κοινωνικός δαρβινισµός λαϊκών στρωµάτων, ο κοινωνικός δαρβινισµός που ασκείται επί των ασθενέστερων µε φυσική βία. Την «αλήθεια» του κοινωνικού δαρβινισµού των ναζί την παράγει η φαντασίωση της βιολογικής διαφοράς, της καθαρότητας του «αίµατος», η δήθεν πρωταρχική ενότητα του Έθνους. Κάθε άτοµο ρίχνεται στον ανταγωνισµό µε τους εχθρούς της Φυλής, µε τα εφόδιά του, που είναι η φυσική του ανωτερότητα και η δύναµη της θέλησης που απορρέει από αυτήν, για την επικράτηση, την υλική ανταµοιβή, την κοινωνική αναγνώριση από τα άλλα µέλη του Έθνους. Ο ναζισµός αποθεώνει την επιβίωση και την κοινωνική άνοδο των ισχυρότερων διά της φυσικής βίας και διά της πολιτικής βίας. Για τα θύµατα ενός τέτοιου κοινωνικού ή και ένοπλου πολέµου, για όλους τους αδύναµους ανθρώπους και τους υπερασπιστές τους, τους προδότες του Έθνους, αναρχικούς, αντιεξουσιαστές, κοµµουνιστές και αριστερούς, υπάρχει η πρόθεση της εξόντωσης. Ο κοινωνικός δαρβινισµός του ναζί είναι λοιπόν ένα καθεστώς διακρίσεων που θέλει να εµφανίζεται ως αποτέλεσµα µιας δικαιοσύνης που απονέµεται σε µια βιολογική υποτιθέµενη ελίτ, που προσδιορίζεται από το Αίµα.

Οι διαφορές µεταξύ νεοφιλελευθερισµού και ναζισµού, στην επιφάνεια είναι πολλές και σηµαντικές. Ωστόσο, ο καθένας µε τον τρόπο του, ο νεοφιλελεύθερος και ο ναζί, θέλουν να εγκαθιδρύσουν καθεστώτα διάκρισης που προσφέρουν σε µερικούς το προνόµιο της υπεροχής έναντι των πιο αδύναµων. Αυτό είναι το κοινό τους υπόβαθρο.

 

Η σύγκλιση

Οι επιθέσεις των καταπιεστικών µηχανισµών του κράτους στις οργανωµένες δυνάµεις των υποτελών κοινωνικών τάξεων δεν είναι απλώς το έργο κάποιων µανιασµένων εισαγγελέων, είναι επεισόδια στη διαδικασία σύνθεσης του νεοφιλελευθερισµού µε τον χρυσαυγιτισµό·  είναι η απόπειρα της νεοφιλελεύθερης αστικής τάξης να συγκεντρώσει κάτω από την δική της ηγεµονική οµπρέλα τον λαό της ∆εξιάς στο σύνολό του. Συνθλίβοντας τους εχθρούς της Τάξης και της Ασφάλειας, της Πατρίδας, της Θρησκείας και της Οικογένειας, ο κρατικός µηχανισµός προσφέρει στον λαό της ∆εξιάς το θέαµα της κατίσχυσης επί των αντιπάλων του και λειτουργεί ως ιδεολογικό τσιµέντο που δένει τις ταξικές συµµαχίες του Μαύρου Μετώπου· ενός Μετώπου της εµπόλεµης ∆εξιάς που δεν δεσµεύεται πια από την κοινωνική και πολιτική ειρήνη που θέσπισε η Μεταπολίτευση. Ενεργοποιείται έτσι µια διαδικασία που είχε διακοπεί µε την δολοφονία του Παύλου Φύσα και εν συνεχεία µε την άνοδο των πολιτικών δυνάµεων του προ-κυβερνητικού Σύριζα. Η διαδικασία αυτή ενδυναµώνει τον κοινωνικό συνασπισµός εξουσίας που συγκροτείται από το τραπεζικό κεφάλαιο, τους µεγάλους και µικρούς κεφαλαιοκράτες των υπηρεσιών και της βιοµηχανίας, την παλαιά µικροαστική τάξη του µικρού εµπορίου και της αυτοαπασχόλησης, τους επαγγελµατίες των ιδεολογικών µηχανισµών της αστικής εξουσίας, τα στελέχη των µεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων και του κρατικού µηχανισµού, τους θρησκόληπτους, τους µπράβους και το λοιπό λούµπεν προλεταριάτο του σκοινιού και του παλουκιού, αλλά και µερίδες ανέργων, εξαθλιωµένων συνταξιούχων, και άλλων λαϊκών στρωµάτων µε ιδεολογική καταγωγή από πιο µαύρες ιστορικές περιόδους του µετεµφυλιακού κράτους των εθνικοφρόνων.

 

Αντίβαρο

Ωστόσο, παρά την συσσώρευση πολιτικής, ιδεολογικής και καταπιεστικής ισχύος του ανερχόµενου Μαύρου Μετώπου, αυτή παραµένει ανεπαρκής ως αντιστάθµισµα στο έλλειµµα ηγεµονικής δύναµης της αστικής εξουσίας· ένα έλλειµµα που προέρχεται από το γεγονός ότι οι κυρίαρχοι δεν µπορούν να εµφανίσουν το δικό τους ιδιοτελές συµφέρον σαν γενικό συµφέρον (συµφέρον δικό τους και ταυτόχρονα συµφέρον των υποτελών κοινωνικών τάξεων). Για να αντισταθµίσει αυτό το έλλειµµα ηγεµονικής δύναµης, το νέο κράτος της ∆εξιάς, εάν τελικά ολοκληρωθεί η ιστορική σύγκλιση νεοφιλελευθερισµού και ναζισµού, θα τείνει να είναι ένα κράτος έντονης καταστολής, αφενός µεν επίσηµης, µε τη δύναµη της αστυνοµίας και των δικαστηρίων, αφετέρου δε ανεπίσηµης, στους δρόµους µε το ρόπαλο των ναζί.

Εάν µπορούµε τώρα να συµφωνήσουµε πως έτσι έχουν τα πράγµατα, η συγκρότηση ενός ενιαίου αντιναζιστικού µετώπου ως αντίβαρο στην άνοδο του Μαύρου Μετώπου πρέπει να είναι στην ηµερήσια διάταξη των αντικαπιταλιστικών δυνάµεων.




Η κρίση και κατάρρευση της ISO (Διεθνιστικής Σοσιαλιστικής Οργάνωσης) στις ΗΠΑ

Ένα ακόμη «επεισόδιο» κρίσης της επαναστατικής αριστεράς διεθνώς – Αναγκαία η σε βάθος συζήτηση για τα αίτια

Των Αλέξη Λιοσάτου – Πάνου Κοσμά

Tο τελευταίο διάστημα είχαμε καταιγιστικές εξελίξεις στην ISO (International Socialist Organisation), τη μεγαλύτερη επαναστατική οργάνωση στις ΗΠΑ. Στο «θυελλώδες» συνέδριο του περασμένου Φλεβάρη αντικαταστάθηκε η ιστορική ηγεσία της οργάνωσης, ύστερα από σφοδρή εσωκομματική πάλη που σοβούσε τα τελευταία χρόνια. Η νέα ηγεσία (θα χρησιμοποιούμε κάπως απλουστευτικά τους όρους «παλιά ηγεσία» και «νέα ηγεσία» για την καλύτερη κατανόηση των γεγονότων, παρόλο που δεν είναι απόλυτος ο διαχωρισμός – για παράδειγμα, κάποια στελέχη «της παλιάς ηγεσίας» ανήκουν πλέον στη «νέα ηγεσία») αποφάσισε να δημοσιοποιήσει καταγγελία πρώην μέλους της για απόπειρα βιασμού το 2013 από μέλος της ηγετικής ομάδας που προέκυψε από το πρόσφατο Συνέδριο, που η παλιά Κεντρική Επιτροπή αποφάσισε να συγκαλύψει. Tα πράγματα εκτραχύνθηκαν τόσο, ώστε στα τέλη του Μαρτίου η οργάνωση ανακοίνωσε ότι αποφάσισε την αυτοδιάλυσή της. Δεν πρόκειται λοιπόν απλώς για ένα επεισόδιο κρίσης ή διάσπασης, αλλά για κατάρρευση και διάλυση.

Η κατηγορία για συγκάλυψη του βιασμού λειτούργησε σαν «πυροκροτητής» για τη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια απέναντι στην παλιά ΚΕ, ωστόσο τα στοιχεία που προκύπτουν από κείμενα που γράφτηκαν δημόσια τον τελευταίο χρόνο από μέλη και πρώην μέλη της Οργάνωσης δείχνουν ότι αυτή η κατηγορία αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Είναι προφανές ότι «κάτι (πολύ) σάπιο υπήρχε στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» ώστε να υπάρξει μια τόσο «θεαματική», άδοξη και ολοσχερής κατάρρευση.

 

Πολιτικές διαφωνίες

Επί αρκετά χρόνια υπόβοσκαν πολιτικές διαφωνίες στους κόλπους των στελεχών της Οργάνωσης σχετικά με την τακτική της στο νέο κίνημα. Οι διαφωνίες κλιμακώθηκαν μετά το 2016, όταν η ISO βρέθηκε αντιμέτωπη με μαζική ριζοσπαστικοποίηση τμήματος της κοινωνίας και άνοδο των κοινωνικών αγώνων, που συνδυάστηκαν με το «κίνημα του «Σάντερς» (ο ριζοσπάστης υποψήφιος ηγέτης των Δημοκρατικών που ηττήθηκε από την Χ. Κλίντον στις προεδρικές εκλογές του 2015 και τώρα επανέρχεται με νέα υποψηφιότητα στις εσωκομματικές εκλογές του Δ.Κ.).

Για να κατανοήσουμε την κρίση της ISO, πρέπει να αναφερθούμε στην οργάνωση DSA (Δημοκράτες Σοσιαλιστές Αμερικής), μια ρεφορμιστική οργάνωση που από τη μια μεριά δηλώνει σοσιαλιστική, αντικαπιταλιστική δύναμη που παλεύει ενάντια στο κεφάλαιο και υπέρ της εργατικής τάξης, από την άλλη όμως διατηρεί προνομιακές σχέσεις με το Δημοκρατικό Κόμμα. Οι DSA κατά καιρούς έχoυν στηρίξει Δημοκρατικούς υποψηφίους (στάση που θυμίζει σε αρκετά σημεία την «ιδιαίτερη» σχέση που είχε παλιότερα ο ΣΥΝ με το ΠΑΣΟΚ) και διατρέχονται έντονα από φιλοδοξίες για τη μετατροπή του Δημοκρατικού Κόμματος σε φιλολαϊκό κόμμα «αλώνοντάς το από μέσα».

Την τελευταία 3ετία οι DSA είδαν τα 5.000 μέλη τους να γίνονται 60.000 κι έχουν αναδείξει ήδη πάνω από 100 εκλεγμένους βουλευτές και πολιτειακούς συμβούλους. Οι τελευταίοι δηλώνουν ανοιχτά σοσιαλιστές (λέξη περίπου απαγορευμένη και σίγουρα απολύτως απαξιωμένη στις ΗΠΑ, που σήμερα όμως αποκτά δημοτικότητα ρεκόρ), η εκλογή τους ωστόσο γίνεται χρησιμοποιώντας τον εκλογικό μηχανισμό των Δημοκρατικών, ενός αστικού κόμματος-βασικού πυλώνα της επίθεσης του αμερικανικού καπιταλισμού και ιμπεριαλιασμού στην αμερικανική εργατική τάξη αλλά και στους υπόλοιπους λαούς του πλανήτη.

Σε γενικές γραμμές η «παλιά ηγεσία» της ISO υιοθετούσε κάθε ενιαιομετωπική δράση με τους DSA στο κίνημα αλλά απέρριπτε την εκλογική στήριξη των υποψηφίων τους στις λίστες του Δημοκρατικού Κόμματος. Για την παλιά ηγεσία διαχρονικό ζητούμενο ήταν η δημιουργία ενός «τρίτου πολιτικού πόλου» στα αριστερά των Δημοκρατικών και ο τρίτος πόλος γι’ αυτούς περνούσε μέσα από ανεξάρτητα εκλογικά κατεβάσματα Αριστεράς και κινηματικών συλλογικοτήτων. Τόνιζαν ότι αν τα κατάφερε μια φορά καλά ο Νέιντερ του «πράσινου-οικολογικού κινήματος» το 2000 (2,74%), σήμερα οι συνθήκες (κίνημα, ριζοσπαστικοποίηση, σχετική κρίση πολιτικής εμπιστοσύνης στα δυο μεγάλα κόμματα, η προκλητική παρουσία του Τραμπ που λειτουργεί συσπειρωτικά για την Αριστερά) είναι πολύ πιο ώριμες για την προσπάθεια οικοδόμησης ανεξάρτητου τρίτου πόλου, με δυνατότητα πολύ μεγαλύτερων επιτυχιών, ενός πόλου που θα προσπαθεί να απευθυνθεί κυρίως στον κόσμο του Σάντερς, αλλά στην κατεύθυνση απεγκλωβισμού του από το ψευτοδίλημμα «οι κακοί ή οι χειρότεροι» (Ρεπουμπλικανοί ή Δημοκρατικοί).

Η «νέα ηγεσία» από τη μεριά της υποστήριζε ότι πρέπει να υποστηριχτούν οι υποψήφιοι των DSA, για να καταφέρουν οι επαναστάτες σοσιαλιστές να συνδεθούν με ευρύτερα ακροατήρια και να ενισχύσουν την προοπτική στο μέλλον της ανεξαρτητοποίησης των DSA από τους Δημοκρατικούς (ή έστω μιας μαζικής αριστερής διάσπασης των DSA) που θα βοηθήσει στο χτίσιμο μαζικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και «τρίτου πόλου» στις ΗΠΑ. Επισήμαναν τον κίνδυνο σεχταρισμού και απομόνωσης από τη νέα ριζοσπαστικοποίηση, αλλά και τις ιδιαιτερότητες του αμερικανικού εκλογικού συστήματος που πολύ δύσκολα επιτρέπει την εκλογή ανεξάρτητων από τα δυο μεγάλα κόμματα υποψηφίων. Η «παλιά ηγεσία» αντέτεινε ότι μέσω της στήριξης των υποψηφίων των DSA με τους Δημοκρατικούς η Αριστερά εγκλωβίζει τον κόσμο στους Δημοκρατικούς.

Η επιχειρηματολογία της «νέας ηγεσίας» μας φαίνεται φτωχή και ρηχή. Εξάλλου (θα έπρεπε να) είναι γνωστή η ελληνική εμπειρία. Ο ΣΥΝ για πολλά χρόνια επέλεγε τη φιλική προς το ΠΑΣΟΚ αντιμετώπιση και συνεργαζόταν μαζί του σε διάφορα επίπεδα για να προσεγγίσει -υποτίθεται- τη βάση του ή για να «αλλάξει την κυβέρνηση/τους δήμους/τα συνδικάτα» με τους «αριστερούς» εκλεγμένους. Το αποτέλεσμα ήταν η ενίσχυση… του ΠΑΣΟΚ, ενώ ο ΣΥΝ βολόδερνε με ποσοστά στα όρια της εισόδου στην ελληνική Βουλή. Έπρεπε να προηγηθεί η αριστερή στροφή του ΣΥΝ, η απόρριψη της Κεντροαριστεράς και της συμπολίτευσης, η επιλογή του «τρίτου πόλου» και η άνοδος του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος, για να μπορέσει η ελληνική εκδοχή του «τρίτου πόλου», ως ΣΥΡΙΖΑ πλέον, να φτάσει στην αξιωματική αντιπολίτευση το 2012, οδηγώντας το ΠΑΣΟΚ στην κατάρρευση. Αν οι DSA επέλεγαν τέτοια στρατηγική «τρίτου πόλου», αφενός θα γλίτωναν τη συστημική ρετσινιά των Δημοκρατικών και αφετέρου θα είχαν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να «χτυπήσουν» τους Δημοκρατικούς και να δυναμώσουν το ρεύμα προς τα αριστερά, ενώ μια τέτοια επιλογή θα επέτρεπε περαιτέρω ενιαιομετωπικές διεργασίες, και υπό αυτές τις προϋποθέσεις η παλιά ηγεσία της ISO δηλώνει πως θα στήριζε τους υποψήφιους των DSA ως ανεξάρτητους υποψηφίους. Όταν λοιπόν το δίλημμα τίθεται με αυτούς τους όρους («ανεξαρτησία από το Δημοκρατικό Κόμμα/νεκροταφείο των κινημάτων και του αριστερού ριζοσπαστισμού ή όχι», η «παλιά ηγεσία» έχει προφανώς το δίκιο με το μέρος της.

Ωστόσο, η παλιά ηγεσία δεν απέφυγε στην εφαρμογή της τακτικής του ενιαίου μετώπου «κλασικά» λάθη πολλών οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς τις τελευταίες δεκαετίες. Τα λάθη αυτά διαμόρφωσαν πολιτικά τα μέλη της ISO με τέτοιον τρόπο, ώστε να «προετοιμαστεί» και διευκολυνθεί η τελική επικράτηση μιας δεξιότερης/διαλυτικής γραμμής. Ως συνήθως, επρόκειτο για συνδυασμό αριστερών και δεξιών λαθών. Στη δεξιά τους εκδοχή, αυτά τα λάθη άνοιξαν το δρόμο για δεξιότερες προσαρμογές από τη νέα ηγεσία. Στην «αριστερή» τους εκδοχή, συνέτειναν στο να εσωτερικευθεί όλη η πίεση του μαζικού αριστερού ριζοσπαστισμού και να στραφεί ενάντια στη γραμμή της ανεξαρτησίας από τους Δημοκρατικούς.

Από τη μια, λοιπόν, ήταν δηλωμένη η επιθυμία της «παλιάς ηγεσίας» για τη δημιουργία ενός «τρίτου πόλου» με βάση τους DSA και επικεφαλής κάποιον «νέο Νέιντερ», που θα έμπαινε εκλογική «σφήνα» ανάμεσα στα δύο αστικά κόμματα. Μπορεί αυτό να δοκιμαζόταν στην αρχή εκλογικά, με τη μορφή μιας χαλαρής εκλογικής σύμπραξης (εν είδει «χαλαρού ΣΥΡΙΖΑ» – εξάλλου και ο ΣΥΡΙΖΑ χαλαρό μέτωπο ήταν στην αρχή), αλλά αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε υβριδική μορφή νέου μετώπου/κόμματος, με την προδιαγεγραμμένη πορεία αντίστοιχων διεθνών παραδειγμάτων: εκκίνηση από θέσεις αριστερού/ριζοσπαστικού/κινηματικού ρεφορμισμού και διαρκής δεξιά διολίσθηση όσο τα ποσοστά αυξάνονταν και εδραιωνόταν κοινοβουλευτικά. Όταν μια οργάνωση της επαναστατικής αριστεράς ισχυρίζεται είτε ρητά είτε και έμμεσα ότι ένα τέτοιο πολιτικό εργαλείο έχει ανάγκη η τάξη, έχει ενεργοποιήσει ήδη μια διαδικασία εκφυλισμού της ίδιας: αν το κατάλληλο πολιτικό εργαλείο δεν είναι ένα κόμμα «τύπου Λένιν» αλλά ένα κόμμα «τύπου Τσίπρα ή Λούλα ή Νέιντερ», τότε το χτίσιμο επαναστατικής οργάνωσης (όπως η ISO) απαξιώνεται εξ ορισμού. Δεν αφορά μια ζωτική ιστορική ανάγκη, δεν αφορά αυτό που έχει ανάγκη η τάξη στο σήμερα, αλλά το «άλλοτε» ενός μακρινού μέλλοντος, ενώ στο σήμερα αφορά μόνο τα «κεκτημένα» και τη συνέχεια μιας μειοψηφικής ιστορικής παράδοσης, που υπ’ αυτούς τους όρους στα μάτια πολλών αγωνιστών/στριών μοιάζει με ακατανόητη επιμονή – από τη στιγμή που ένας αριστερός ρεφορμιστικός πολιτικός σχηματισμός είναι «κατάλληλο» πολιτικό εργαλείο στο σήμερα. Από τη μια, ήταν ολόσωστη η απαίτηση για ανεξαρτησία από το Δημοκρατικό κόμμα. Από την άλλη, στο βαθμό που αυτό μεταφραζόταν σε πολιτικό σχέδιο μιας χαλαρής εκλογικής συμμαχίας (σαν σημείο εκκίνησης) με χαρακτηριστικά ριζοσπαστικού ρεφορμισμού, ήταν λάθος. Ήταν το ίδιο λάθος -παρά όλες τις προφανείς και μεγάλες αμερικανικές ιδιαιτερότητες- με το λάθος της ΔΕΑ στην τακτική της στον ΣΥΡΙΖΑ. Δευτερευόντως, αλλά επίσης πολύ σημαντικό, αυτή η τακτική είχε μέσα της το σπέρμα της εκλογικίστικης αντίληψης: η οικοδόμηση ενός τέτοιου μαζικού πολιτικού σχηματισμού με αφετηρία ένα εκλογικό «ξεπέταγμα» που δεν θα αντιπροσώπευε πραγματικές σχέσεις με την τάξη.

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, αυτή η γραμμή αποδείχτηκε (μέχρι τώρα, αλλά το «μέχρι τώρα» αφορά ούτε λίγο ούτε πολύ το σημείο διάλυσης της ISO…) όχι μόνο λαθεμένη αλλά και μη ρεαλιστική: οι τάσεις για «παιχνίδι» στα αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος και σε σχέση με αυτό, αποδείχτηκαν πολύ πιο ισχυρές και στην πράξη μη αντιμετωπίσιμες. To «φαινόμενο» που αντιπροσωπεύουν τα δεκάδες χιλιάδες και διαρκώς αυξανόμενα μέλη των DSA και οι εκατοντάδες χιλιάδες των ριζοσπαστών υποστηρικτών της υποψηφιότητας Σάντερς (στους οποίους περιλαμβάνεται η αφρόκρεμα της κινηματικής πρωτοπορίας) μάλλον υποτιμήθηκε από την παλιά ηγεσία και σε κάθε περίπτωση απαιτούσε έναν άλλο τύπο προσαρμογής της τακτικής του ενιαίου μετώπου. Καθώς αυτό δεν έγινε, η γραμμή της «παλιάς ηγεσίας» έχασε τις γέφυρες επικοινωνίας με τον κινηματικό ριζοσπαστισμό: όχι μόνο αποξενώθηκε απ’ αυτόν, αλλά και στράφηκε εναντίον της. Αντί να θυσιάσει τα πάντα στον -και μη ρεαλιστικό- στόχο της μετατροπής των DSA σε ανεξάρτητο, τρίτο πόλο του κινηματικού/αριστερού ρεφορμισμού, η «παλιά ηγεσία» θα μπορούσε να εκπονήσει μια άλλη τακτική κριτικής υποστήριξης κάποιων πραγματικά ριζοσπαστών κινηματικών υποψηφίων των DSA, επαναλαμβάνοντας δημόσια την κριτική της για τις αυταπάτες περί το Δημοκρατικό Κόμμα αλλά και για τις προγραμματικές ελλείψεις των ίδιων αυτών υποψηφίων. Αφού οι DSA προσλάμβαναν μαζικά χαρακτηριστικά και συσπείρωναν αγωνιστικό και πρωτοπόρο κινηματικό δυναμικό, θα μπορούσε να εκπονήσει προς αυτούς μια τακτική σαν αυτή που πρότεινε ο Λένιν στους Βρετανούς κομμουνιστές απέναντι στο Εργατικό Κόμμα: κριτική εκλογική υποστήριξη, λέγοντας δημόσια και καθαρά ότι ο δρόμος τους οδηγεί στην καταστροφή και ότι χρειαζόμαστε ένα άλλο πρόγραμμα, ένα άλλο κόμμα και έναν άλλο δρόμο. Όταν ο Λένιν παρότρυνε τους Βρετανούς κομμουνιστές να ψηφίσουν κριτικά το Εργατικό Κόμμα, το «αντιστάθμισμα» δεν ήταν κάποιοι «όροι» ούτε -πολύ περισσότερο- κάποια συνολικότερη πολιτική συμφωνία μαζί του, αλλά η δημόσια, ανοιχτή και χωρίς αυτολογοκρισία κριτική στο Εργατικό Κόμμα και η προβολή του συνολικού προγράμματος των Κομμουνιστών. Μια κριτική ψήφος σε κάποιους ριζοσπάστες σοσιαλιστές υποψηφίους των DSA θα ήταν «νόμιμη» στο πλαίσιο μιας τέτοιας τακτικής, με δημόσια κριτική για τις αυταπάτες για το Δημοκρατικό Κόμμα (Δ.Κ.), για τους περιορισμούς στον πολιτικό και προγραμματικό τους λόγο, για τον αντιδραστικό ρόλο των Δημοκρατικών, με κάλεσμα στους αγωνιστές να χτίσουν μια νέα επαναστατική Αριστερά για σύγκρουση με το κεφάλαιο, το κράτος και τα κόμματά του (Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς) κ.λπ.

Με την τακτική που ακολούθησε, η «παλιά ηγεσία» αφενός «νομιμοποίησε» τη δεξιότερη μετατόπιση της «νέας ηγεσίας» στη βάση του (ανέφικτου) στόχου για συγκρότηση τρίτου-ρεφορμιστικού πόλου και αφετέρου έστρεψε εναντίον της το μαζικό κινηματικό ριζοσπαστισμό. Τα «δίδυμα» αυτά αποτελέσματα της πολιτικής της, προετοίμασαν πολιτικά την κρίση και την κατάρρευση.

Όσο για τη νέα ηγεσία-πλειοψηφία της ISO, αυτή δυστυχώς φαίνεται ότι έβγαλε τα λάθος συμπεράσματα και στρίβει ολοταχώς δεξιά, κρίνοντας τόσο από την απόφαση αυτοδιάλυσης της ISO για να φτιαχτεί μια «καινούρια σοσιαλιστική (σ.σ. όχι επαναστατική) οργάνωση μαζί με άλλους» (που προϊδεάζει για προσπάθειες ανασύνθεσης με τους DSA και με άλλες αριστερές οργανώσεις, στα πρότυπα των «πλατιών αντικαπιταλιστικών συμμαχιών») και από τις γενικόλογες φανφάρες για τη διατήρηση μιας δικτύωσης των μελών της ISO «για να βοηθήσουμε στο χτίσιμο ενός επαναστατικού σοσιαλιστικού ρεύματος στο μέλλον» (Ρεύμα, όχι κόμμα; Πώς και σε ποιο μέλλον;) όσο και από ένα πρόσφατο άρθρο που υποστηρίζει «κριτικά» την αυτονομίστικη, διασπαστική και αντιμαρξιστική «θεωρία των ταυτοτήτων». Από την αρθρογραφία τους διαβλέπουμε δεξιόστροφες ανασυνθετικές λογικές και στροφή στον κινηματισμό, την αυτονομία, τον «κινηματικό ρεφορμισμό».

 

Η αλληλεξάρτηση πολιτικής γραμμής και οργανωτικού μοντέλου και η χρεοκοπία του μοντέλου της IST

Ωστόσο, οι πολιτικές διαφορές καθαυτές μεταξύ παλιάς και νέας ηγεσίας δεν αρκούν για να καταρρεύσει και να διαλυθεί μια Οργάνωση με αυτόν τον τρόπο. Ο πλούτος διαφορετικών απόψεων στο πλαίσιο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού (ελευθερία-δημοκρατία στη συζήτηση, ενότητα στη δράση) μπορεί α) να διορθώνει τα λάθη στη «γραμμή» της οργάνωσης, όπου όλα τα μέλη συζητούν και εγκρίνουν τη μία ή την άλλη τακτική, τη δοκιμάζουν στην πράξη όλοι μαζί συλλογικά και μετά απολογίζουν τις κοινές τους εμπειρίες, όντας ικανοί από τα αποτελέσματα να διακρίνουν αν η μια τακτική πέτυχε (οπότε τα μέλη της άλλης άποψης πείθονται) ή η άλλη τακτική απέτυχε (οπότε μπορούν τα μέλη μέσα από την εμπειρία τους να πειστούν και να υιοθετήσουν τη διαφορετική άποψη της μειοψηφίας, που μπορεί να αποδειχθεί με τη σειρά της σωστή ή λάθος κ.ο.κ.) και β) να διατηρεί σε κάθε περίπτωση ένα συντροφικό κλίμα, σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ μελών-ηγεσίας και τελικά τη συνοχή της οργάνωσης.

Οι πολιτικές διαφωνίες όμως μπορούν κάλλιστα να οδηγήσουν στη διάλυση μιας βαθιά αντιδημοκρατικής, λειτουργικά σταλινικής οργάνωσης – παρά τις αναφορές της στον τροτσκισμό.

Εδώ βρισκόμαστε και πάλι μπροστά στα αδιέξοδα του οργανωτικού μοντέλου της IST, ενός μοντέλου που έδωσε πλείστα παραδείγματα αντιδημοκρατικής λειτουργίας και ιδιοκτησιακής αντίληψης της ηγεσίας, οδηγώντας σε κρίση τις περισσότερες οργανώσεις της, αλλά και τις οργανώσεις που διασπάστηκαν από την IST και ακολούθησαν το ίδιο μοντέλο παρά τους αρχικούς όρκους για το αντίθετο (ISO, ΔΕΑ κ.λπ.). Η κρίση της ISO επιβεβαίωσε κάποια συμπεράσματα. Ένας ακόμα σημαντικός κρίκος που φαίνεται να ενώνει την κρίση στις οργανώσεις αυτού του ρεύματος -πέρα από τα λάθη πολιτικής γραμμής και τακτικής- είναι και το οργανωτικό μοντέλο, αλλά και μια σοβαρή οικονομική διάβρωση-εξάρτηση από το σύστημα, μέσω κοινοβουλευτικών επιχορηγήσεων και αποσπάσεων, μέσω χορηγιών καπιταλιστικών ιδρυμάτων, μέσω χρηματοδοτήσεων από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και πάει λέγοντας.

Η IST επέβαλε και κληρονόμησε ένα οργανωτικό μοντέλο που χαρακτηρίζεται από μεγάλο χάσμα μεταξύ ηγεσίας και βάσης, δυσκολία στην ανανέωση της ηγεσίας και ανανέωσή της μόνο με προώθηση/«διορισμό» στελεχών με την έγκριση των «ιστορικών στελεχών της ΚΕ», μέλη δυο ταχυτήτων (αυτά που «καθοδηγούν» και μπαινοβγαίνουν στα γραφεία και αυτά που «τρέχουν» και «υλοποιούν τη γραμμή»), έλλειψη ουσιαστικής δημοκρατικής συζήτησης και σοβαρής αντιμετώπισης των όποιων διαφωνιών, σε συνδυασμό με καχυποψία απέναντι στη διαφωνία. Οι πολιτικές διαφορές δεν αντιμετωπίζονταν ανοιχτά, τίμια και ενώπιον των μελών, αλλά είτε μυστικά εντός των ηγετικών οργάνων (οπότε η μειοψηφία απαγορευόταν να πει την άποψή της στα μέλη, για να εκφράζεται η ηγεσία «ενιαία» προς τα «έξω») είτε με κάποιες μικρές μειοψηφίες στον προσυνεδριακό διάλογο (που περιθωριοποιούνταν και λοιδορούνταν από την ηγεσία ή και αποκλείονταν από τα Συνέδρια). Οι πολιτικές διαφορές όμως εξακολουθούσαν να υπάρχουν, να δρουν υπογείως και να υποχρεώνουν το κάθε ηγετικό στέλεχος να κινείται με στόχο την προσωπική επιρροή στα ενδιάμεσα στελέχη και τα μέλη. Αυτή η λογική δημιουργούσε «αυλές», «φέουδα» και κάποιου τύπου «ιδιωτικοποίηση»-εξατομικοποίηση τμημάτων της Κεντρικής Επιτροπής και των στελεχών της Οργάνωσης, αντί για πραγματικά συλλογική ηγεσία.

Αυτή η λειτουργία, πέρα από καθεαυτό βαθιά αντιδημοκρατική, οδηγούσε σε σοβαρά (και όχι μόνο πολιτικά) προβλήματα:

1. Χαμηλό πολιτικό επίπεδο της βάσης, με ευθύνη της ηγεσίας. Τα μέλη δεν εκπαιδεύονταν μέσα από την αίσθηση ότι συνδιαμορφώνουν ισότιμα τη γραμμή, ώστε να αποκτούν αυτοπεποίθηση και κίνητρο για μεγαλύτερη πολιτικοποίησή τους. Υπήρχε μια τάση ανάθεσης για τα «πιο μεγάλα ζητήματα» στην ηγεσία, ενώ τα «απλά μέλη» απλά πειθαρχούσαν.

2. Αυτό το μοντέλο σταδιακά δημιουργούσε μια κατάσταση ασυναίσθητης (ή και συνειδητής) καταπίεσης, καθώς τα μέλη πειθαρχούσαν μεν αλλά συχνά δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς υλοποιούν, με δεδομένο ότι πολλές φορές η ηγεσία έκανε αλλαγές τακτικής, έπεφτε σε αντιφάσεις και γενικά δεν έκρινε σκόπιμο να ερμηνεύει κάθε φορά τις επιλογές της, που η βάση μόνο τυπικά επιβεβαίωνε στις συνδιασκέψεις-συνέδρια. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο τελευταίο Συνέδριο της ISO τα προσυνεδριακά κείμενα έφτασαν… τις 1.000 σελίδες δυσκολεύοντας κάθε ουσιαστική αξιολόγησή τους από τα μέλη, ενώ η όποια αντιπολίτευση συναντούσε πολυποίκιλες δυσκολίες στον δρόμο για το εκάστοτε Συνέδριo. Tο μήνυμα ήταν σαφές: όποιον διαφωνεί «τον τρώει η μαρμάγκα».

3. Έπειτα, «εντελώς ξαφνικά», συνέβαινε ένα «περιστατικό» που οδηγούσε σε κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ ηγεσίας-βάσης – για την οποία βέβαια οι βάσεις είχαν μπει από πριν. Στην ISO ίσως έγινε βιασμός και συγκαλύφθηκε από την ηγεσία της ISO, αλλά στο πλαίσιο της κρίσης πολιτικής εμπιστοσύνης που παρήγαγε το οργανωτικό μοντέλο, η πλειοψηφία των μελών της ISΟ έδειξε ότι αυτό πιστεύει. Στο SWP, τη μαζικότερη επαναστατική οργάνωση σε Ευρώπη και ΗΠΑ κάποτε, ένας βιασμός (εκεί, κατά κάποιο τρόπο «αποδεδειγμένα») και πάλι συγκαλύφθηκε και οδήγησε το SWP σε 4-5 διασπάσεις, καθιστώντας το και πάλι «γκρουπούσκουλο». Στη ΔΕΑ είχαμε επίσης πολλές εκδηλώσεις ιδιοκτησιακής και αντιδημοκρατικής αντίληψης της ηγεσίας, ακόμη και φαινόμενο οικονομικής κατάχρησης. Παράλληλα υπήρξε «αδιαπραγμάτευτη» επιμονή της ηγεσίας στην επιλογή ευθυγράμμισης με Λαφαζάνη και καθωσπρέπει αντιπολίτευσης στον Τσίπρα εντός ΣΥΡΙΖΑ, επιμονή στην τακτική αφομοίωσης στο πατριωτικό-σοσιαλδημοκρατικό σχέδιο της ΛΑΕ, σνομπάροντας ή και πολεμώντας οποιεσδήποτε αντιρρήσεις, αντί να ανοίξει ουσιαστικά τον διάλογο στην οργάνωση. Στο ΣΕΚ τη δεκαετία του ’90 είχαμε ξανά και ξανά καθαιρέσεις ηγετικών στελεχών που δεν ήταν της αρεσκείας των «ιστορικών στελεχών» ή που δεν ήταν πειθήνια προς αυτά.

4. Μετά από ένα ή κάποια τέτοια περιστατικά, οι αυταπάτες για τη «γενικά σωστή» ηγεσία κατέρρεαν μαζικά, με ποικίλες κάθε φορά συνέπειες. Με αποτυχημένη πολιτική, μη πεισμένα και μη εκπαιδευμένα μέλη, μόνο ο μηχανισμός των ηγετικών-επαγγελματικών στελεχών συγκρατούσε την οργάνωση και όχι η αυτόβουλη ενεργοποίηση ή η κατάρτιση των αγωνιστών-στριών. Έτσι δινόταν η ευκαιρία να ανοίξει η συζήτηση για την έλλειψη εσωτερικής δημοκρατίας, η -λιγότερο ή περισσότερο- εξωτερίκευση πολιτικών διαφορών που υπήρχαν εντός της ΚΕ, αλλά κατά βάση ήταν η ώρα για το «ξεκαθάρισμα πολιτικών λογαριασμών», την αλλαγή συσχετισμών εντός της ηγεσίας, η στιγμή της πάλης ενάντια σε καταπίεση χρόνων κ.λπ. Η μη λειτουργία και μη εκπαίδευση της ηγεσίας και της Οργάνωσης σε ανοιχτή και δημοκρατική αντιπαράθεση επιχειρημάτων των πολιτικών ηγετών έναντι των μελών καθιστούσε αδύνατη τη συνοχή της ηγεσίας, τη δυνατότητα συνύπαρξης. Στις 3 από τις προαναφερθείσες οργανώσεις υπήρξε διάσπαση, ενώ στην 4η (ISO) άλλαξε η ηγεσία και τελικά η οργάνωση κήρυξε την αυτοδιάλυσή της – υπήρξε δηλαδή ολοσχερής κατάρρευση…

 

Εκφυλιστικά φαινόμενα

Το μοντέλο της IST οδηγούσε σε μια σειρά εκφυλιστικά φαινόμενα:

  • «Ανανέωση» της ηγεσίας με μόνο γνώμονα την «αναπαραγωγή» της επιρροής των «ιστορικών στελεχών» και του μηχανισμού. Γραφειοκρατικές παραμορφώσεις και επαγγελματικές εξαρτήσεις με βάση τις χωρίς κριτήρια και αρχές και ερήμην της Οργάνωσης επαγγελματοποιήσεις μελών. Δημιουργία μιας «κάστας» που σταδικά και «ανεπαισθήτως» είχε υλικά προνόμια ώστε να συνεχίσει να διατηρείται στην ηγεσία για να εξασφαλίζει την επιβίωσή της, αλλά και για να ικανοποιεί τις φιλοδοξίες της (κύρος, οι ανέσεις των γραφείων, προσωπική επιρροή κ.λπ.).
  • Τα έσοδα πολλών εκατομμυρίων της ISO (μέσω Haymarket Books και CERSC), που αποκαλύφθηκαν με την κρίση, είναι προκλητικά, όπως και η χρηματοδότηση από διάφορα «δημοκρατικά» καπιταλιστικά ιδρύματα. Αυτά τα ποσά επιτρέπουν να αναπτυχθούν τάχιστα φαινόμενα γραφειοκρατίας και διαφθοράς που μετατρέπουν σταδιακά μια επαναστατική οργάνωση στο αντίθετό της. Η οικονομική ανεξαρτησία μιας οργάνωσης από τα «καλά του καπιταλισμού», η αποφυγή «υπερσυσσώρευσης» χρηματικών ποσών δραματικά αναντίστοιχων με την εμβέλειά της και την παρέμβασή της, ο συλλογικός έλεγχος του ταμείου, η αποφυγή επαγγελματοποιήσεων και συνεπώς πολιτικο-οικονομικών εξαρτήσεων φαίνεται και πάλι ότι είναι βασικά συστατικά για την αποφυγή νέων αποτυχιών επαναστατικής οικοδόμησης στο μέλλον.
  • Το μοντέλο «η ηγεσία είναι το παν-η ηγεσία είναι η εγγύηση», που οδηγούσε σε σοβαρές παραμορφώσεις, σε ηγεσία «κόμμα μέσα στο κόμμα», και τελικά σε ένα καθεστώς (και μια ψυχολογία) που μπορούσε να οδηγήσει (όπως και οδήγησε) σε κάθε μορφής μακιαβελισμούς και αυθαιρεσίες από στελέχη της ηγεσίας.
  • Κυριαρχούσε αν όχι η παντελής έλλειψη, πάντως η ελλιπέστατη αφομοίωση των συμπερασμάτων από το σύνολο της Οργάνωσης και του Ρεύματος. Για παράδειγμα, η ISO φαίνεται στο σύνολό της («παλιοί» και «νέοι» ηγέτες και πολύ περισσότερο τα μέλη) να αγνοούν τελείως την εμπειρία της Ελλάδας, την αποτυχία του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ και της αδερφής της οργάνωσης της ΔΕΑ. Γιατί δεν μπορεί με κανέναν άλλο τρόπο να εξηγηθεί ότι μετά την ελληνική εμπειρία, τα 2/3 της Οργάνωσης έβγαλαν το συμπέρασμα… ότι πρέπει να στηριχτούν οι DSA με τις «ιδιαίτερες» σχέσεις τους με τους Δημοκρατικούς στις ΗΠΑ.
  • Το χαμηλό πολιτικό επίπεδο της νέας πλειοψηφίας διαπιστώνεται από τους πανηγυρισμούς των έγχρωμων μελών της ISO, που εκλέχτηκαν σε πρωτοφανή ποσοστά στα νέα ηγετικά όργανα, στη βάση της αποδοχής της «θεωρίας των ταυτοτήτων». Το ότι όμως ένιωσαν τα μέλη της έγχρωμης κοινότητας ότι καταπιέζονται ή αποκλείονται από την ηγεσία της ISO, είναι πρόβλημα που βαραίνει την παλιά ηγεσία. Και επιπλέον, τα μέλη της ISO αποδείχθηκαν ανοχύρωτα ακόμα και στην πιο δεξιά πολιτική στροφή. Ήταν όμως η παλιά ηγεσία, για παράδειγμα, που απέφευγε τη λογοδοσία και απολογισμούς σοβαρών αποτυχιών, όπως την απώλεια του συνδικαλιστή δασκάλου, πρωταγωνιστή στις απεργίες του κλάδου του, Τζ. Σάρκι προς το Δημοκρατικό Κόμμα. Ήταν η παλιά ηγεσία που έδινε έμφαση στο «τρέξιμο»-υπερδραστηριότητα χωρίς ανοιχτή πολιτική συζήτηση και ιδεολογική κατάρτιση – χαρακτηριστικό όλης της IST.

Είναι προφανές ότι η ISO διατρεχόταν από κρίση τα τελευταία χρόνια, ότι η «παλιά ηγεσία» δεν έπειθε για τις επιλογές της και σίγουρα αυτό γεννούσε τη βάση για πολιτικές διαφωνίες. Υπήρχε τεράστιο χάσμα ηγεσίας-βάσης, ίσως τόσο μεγάλο, που η ηγεσία είχε χάσει κάθε επαφή με τη βάση και δεν μπόρεσε να πάρει μέτρα για να «σώσει» την κατάσταση (γιατί;). Υπήρχε, τελικά, το έδαφος για να εκδηλωθεί μαζική ανταρσία απέναντι στην παλιά ηγεσία. Αρκετά πριν τη διάλυση, μια πενταετία πριν, οι σ. μας ενημέρωναν ότι είναι μια οργάνωση με 1.500-2.000 μέλη σε συνεχή ανάπτυξη. Από τα κείμενα της τελευταίας χρονιάς μάθαμε ότι είχαν μείνει 500. Θα έπρεπε να υπάρχει μια εξήγηση (η γραμμή είναι σωστή, το κίνημα ανεβαίνει, τα ακροατήρια μεγαλώνουν, βαδίζουμε από επιτυχία σε επιτυχία, άρα… συρρικνωνόμαστε;). Προσπαθήσαμε να ακουμπήσουμε μερικές πτυχές της εξήγησης αυτής.

 

Οι προβληματισμοί για το ζήτημα μέσα στην Αριστερά

Αντιμέτωποι με ένα νέο «επεισόδιο καταστροφής» στη διεθνή επαναστατική αριστερά, είναι σημαντικό «να μην πετάξουμε το μωρό μαζί με τα απόνερα».

Η παράδοση της IST ήταν ένα από τα νεότερα αλλά και πιο ελπιδοφόρα ρεύματα μέσα στην επαναστατική αριστερά, με ταχεία διεθνή ανάπτυξη, μεγάλο και σημαντικό έργο στη θεωρία, στην εξωστρέφεια, στην επανακαθιέρωση της εφημερίδας ως εργαλείου παρέμβασης και οικοδόμησης κ.λπ. Η συνεισφορά της τάσης του Κλιφ και των IS (Διεθνείς Σοσιαλιστές) παραμένει σημαντική πολιτικά και ιδεολογικά, τόσο για να κατανοήσουμε τον καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό σήμερα όσο και για να αποκαταστήσουμε τον σοσιαλισμό ως μια κοινωνία χειραφέτησης των εργατών και των καταπιεσμένων, πετώντας από πάνω του κάθε σταλινικό στίγμα. Και πρέπει να βαδίσουμε σε αυτήν, προσπαθώντας όσο μπορούμε να την εξελίξουμε και προσαρμόσουμε στις σύγχρονες συνθήκες.

Αν δεν τα κατάφεραν ούτε αυτές οι οργανώσεις, δεν πρέπει να βγει το συμπέρασμα ότι η προσπάθεια είναι μάταιη, αλλά ότι πρέπει να διερευνήσουμε και να ανακαλύψουμε τις αδυναμίες, τα λάθη, τις επιλογές που οδήγησαν στην αποτυχία, ώστε οι επόμενες προσπάθειες να είναι πιο πετυχημένες.

Κάποια τμήματα της Αριστεράς ισχυρίζονται ότι τα «πολιτικά ζητήματα» είναι πάνω απ’ όλα και καθορίζουν τα οργανωτικά. Ότι οι αιτίες της κρίσης πρέπει να αναζητηθούν σε επίπεδο καθαρά και μόνο πολιτικών επιλογών και προβληματισμών. Κατά τη γνώμη μας η παράδοση της IST αποδεικνύει ότι αυτό δεν ισχύει. Υπάρχει αμφίδρομη σχέση, στο πλαίσιο της οποίας καμιά φορά τα ζητήματα που αφορούν το οργανωτικό μοντέλο να αναδεικνύονται σε κυρίαρχα. Είναι σίγουρο ότι οι πιέσεις της συγκυρίας (κλιμάκωση της επιθετικότητας του καπιταλισμού, άνοδος φασισμού, κλιμάκωση εθνικισμού και μιλιταρισμού, σύννεφα πολέμου, κρίση εργατικού κινήματος, ρεφορμιστικής Αριστεράς κι επαναστατικής Αριστεράς, αγωνιώδεις δοκιμές τακτικών για να «πετύχουμε επιτέλους») αντανακλώνται με συγκρούσεις και διαφορές μέσα στις επαναστατικές οργανώσεις, αλλά οι πολιτικές διαφορές καθαυτές δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν τη διάλυση ή τη διάσπαση οργανώσεων.

Η μη λειτουργία αυθεντικού δημοκρατικού συγκεντρωτισμού στις οργανώσεις δημιουργεί ένα νοσηρό καθεστώς που συσσωρεύει νομοτελειακά τις προϋποθέσεις για μικρές και μεγαλύτερες κρίσεις, οδηγώντας σε διαδικασίες που πηγαίνουν την επαναστατική Αριστερά δεκαετίες πίσω. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός -και όχι οι καρικατούρες του με τη μορφή γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού- μπορεί να αποτελέσει την εγγύηση, ώστε ακόμα και διάσπαση να συμβεί, να συμβεί σε καθαρά πολιτική βάση και με απόλυτα συντροφικό τρόπο, χωρίς να κρύβονται ιδιοτέλειες πίσω από τις κουρτίνες, όπως συνήθως ισχύει. Είναι η μέθοδος για να μαζικοποιηθούν οι οργανώσεις χτίζοντας παράλληλα και την εμπιστοσύνη και κουλτούρα αλληλεγγύης μεταξύ όλων των μελών και πίστη στη συλλογικότητα, στη συλλογική πάλη για την αλλαγή της κοινωνίας.

Η κρίση και τα πιο πάνω φαινόμενα αγγίζουν όλη την επαναστατική Αριστερά. Η απομόνωση και η «βιασύνη» να μεγαλώσουν οι οργανώσεις (για να ανεβεί η αυτοπεποίθηση των μελών, για να δείξει η ηγεσία ότι όντως έχει δίκιο κι έχει αποτελέσματα οικοδόμησης που φέρνουν πιο κοντά το χτίσιμο επαναστατικού κόμματος κ.λπ.) έδωσε και δίνει χώρο σε μικροαστικά στοιχεία και νοοτροπίες μέσα στις οργανώσεις, ιδιαίτερα μέσα στις συνθήκες κρίσης του εργατικού κινήματος, της ρεφορμιστικής κι επαναστατικής αριστεράς εδώ και δεκαετίες. Αυτή η αγωνιώδης προσπάθεια «να κόψουμε δρόμο για να μεγαλώσουμε, γιατί είμαστε μικροί και τα καθήκοντα μεγάλα» αποτέλεσε και αποτελεί τη βάση για την εκδήλωση όλων των ειδών των οπορτουνισμών από τις ηγεσίες.

Σίγουρα είναι δύσκολο καθήκον η προσπάθεια οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής εργατικής επαναστατικής οργάνωσης, χτισμένης πάνω στις αυθεντικές παραδόσεις του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, σφυρηλατημένης με πραγματικά συντροφικούς δεσμούς και διαδικασίες λογοδοσίας της ηγεσίας και ελέγχου από τα κάτω. Σε κάθε περίπτωση, για εμάς δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά η οργανωμένη πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού διεθνώς. Συνεπώς, «ο αγώνας συνεχίζεται».




Απόφαση της πολιτικής οργάνωσης Κόκκινο Νήμα για τις εκλογές 26 Μάη

Δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, επεισόδιο της οποίας ζήσαμε και στην Ελλάδα, βρισκόμαστε σε μια συγκυρία όπου παρά τη μεσοπρόθεσμη σταθεροποίηση του καπιταλισμού, τίποτα δεν αποκλείει το ξέσπασμα ενός νέου επεισοδίου οικονομικής κρίσης. Η επιβράδυνση της ανάκαμψης φαίνεται να οδηγεί σε ύφεση μια σειρά από πρώην ισχυρές οικονομίες (ΗΠΑ, Ιταλία, Γερμανία). Η σχετική σταθεροποίηση έχει μεσοπρόθεσμη διάρκεια, ασταθή και αβέβαιο χαρακτήρα, καθώς η κρίση του 2008 “ξεπεράστηκε” όχι μέσα από δομικές αλλαγές αλλά μέσα από το προηγούμενο μοντέλο συσσώρευσης.

Η αντανάκλαση της κρίσης στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, είναι ορατή σε μια σειρά από χώρες. Διεθνώς έχουμε επεισόδια όξυνσης των ανταγωνισμών μεταξύ ισχυρών οικονομικά κρατών (ΗΠΑ-Κίνας), όξυνσης ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών (μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας), πολεμικών επεισοδίων στη Μ.Ανατολή, μαζικής μετανάστευσης και προσφυγικών ρευμάτων, ανόδου της ακροδεξιάς και συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων στην ΕΕ και Λατινική Αμερική (Όρμπαν, Μπολσονάρο, Σαλβίνι, AFD), πολιτική κρίση στη Βρετανία (ΒΡΕΧΙΤ),πραξικόπημα στη Βενεζουέλα. Αλλά και εμφάνισης σημαντικών αντιστάσεων (κίτρινα γιλέκα στη Γαλλία, αντιρατσιστικές διαδηλώσεις στην Ιταλία, γυναικείες κινητοποιήσεις στην Ισπανία, αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στην Ουγγαρία, πρόσφατα στην Αλγερία κ.λ.π.). Στην Αμερική του Τραμπ εργατικές απεργίες και κινήματα αντίστασης στο σεξισμό και το ρατσισμό συνεχίζουν να δινουν τον τόνο της μαζικής αντίστασης στις πολιτικές του Τραμπ και τροφοδοτούν νέες γενιές σοσιαλιστών, κατά βάση προσδεδεμένων στην αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος (DSA) και στον “σοσιαλιστή” Σάντερς.

Στην Ευρώπη η γενική υποχώρηση της αριστερής εναλλακτικής που ξεκίνησε με την κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα το 2015 και συνεχίστηκε με την δεξιά στροφή κομμάτων τύπου Podemos καθώς και μετα-αριστερούς πειραματισμούς σαν του Μελανσόν στην Γαλλία, συνεχίζει να επικαθορίζει το πολιτικό σκηνικό στο οποίο δίνουν τη μάχη διεθνώς οι αγωνιστές της πολιτικής και κοινωνικής αριστεράς. Το συστημικό πολιτικό προσωπικό που υλοποίησε τη στροφή στο σκληρό νεοφιλελεύθερο μοντέλο τις προηγούμενες δεκαετίες εξακολουθεί να βρίσκεται σε κρίση ελλείψει εναλλακτικής διεξόδου του συστήματος από την κρίση.

Σε αυτό το φόντο έχουμε την άνοδο ενός ακροδεξιού και εθνικιστικού ρεύματος «ευρωσκεπτικισμού» που εκφράζεται μέσα από κόμματα όπως το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν στη Γαλλία, τη Λίγκα του Βορρά του Σαλβίνι στην Ιταλία, το ΑFD στη Γερμανία. Η πρωτοβουλία Σαλβίνι-Λεπέν να απευθύνουν κάλεσμα ενόψει ευρωεκλογών σε ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης για διεύρυνση της πολιτικής τους ομάδας στο ευρωκοινοβούλιο και η δήλωση Λεπέν «είμαστε έτοιμοι να κερδίσουμε» δείχνουν ότι είναι πιθανό η ακροδεξιά να εκφραστεί με μια ισχυρότερη ευρωομάδα.

Η Χριστιανοδημοκρατική νεοφιλελεύθερη δεξιά (συμπεριλαμβανόμενης της ΝΔ) επιχειρεί να ανακόψει τη φθορά της από την ακροδεξιά μετατοπιζόμενη σε ολοένα και πιο ακραίες ρατσιστικές, κατασταλτικές και αυταρχικές πολιτικές προκειμένου να εγκολπώσει τμήματα της ακροδεξιάς στο εσωτερικό της. Η νεοφιλελεύθερη Σοσιαλδημοκρατία επιχειρεί να ανακόψει τη δική της φθορά με μια φραστική επίκληση κάποιας απροσδιόριστης “αντίθεσης στη νεοφιλελεύθερη λιτότητα”, χωρίς καμία απολύτως πρακτική συνέπεια στα προγράμματά της που παραμένουν οικονομικά και πολιτικά προσδεδεμένα απόλυτα στις επιλογές του συστήματος, της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Η Ευρωομάδα της Αριστεράς (GUENGL) μετατοπίζεται προς συντηρητικές και σοσιαλφιλελεύθερες θέσεις και πολιτικές, που την φέρνουν – όπως και τους Πράσινους – ολοένα και πιο κοντά στην πολιτική οικογένεια της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζονται πως η απάντηση στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά και το νεοφιλελευθερισμό θα δοθεί με την συγκρότηση ενός ευρύτερου “προοδευτικού πόλου” σε ευρωπαϊκό και ελληνικό επίπεδο. Πρόκειται για πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας. Πρώτο γιατί η νεοφιλελεύθερη λιτότητα που εφαρμόστηκε και συνεχίζει να εφαρμόζεται από την λεγόμενη ευρωπαϊκή “κεντροαριστερά” συμπεριλαμβανόμενης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, είναι η βασική συνθήκη τροφοδότησης της ανόδου της ακροδεξιάς. Δεύτερο γιατί οι ευρωπαϊκές ρατσιστικές πολιτικές και ο εντεινόμενος κρατικός αυταρχισμός που επίσης υλοποιούνται από όλους τους Ευρωπαίους “κεντροαριστερούς” αποτελούν το καλύτερο λίπασμα στην ξενόφοβη αντικομμουνιστική ακροδεξιά. Και τρίτο γιατί το πολιτικό προσωπικό αυτού του υποτιθέμενου “προοδευτικού πόλου” συμπεριλαμβάνει τα ρετάλια εκείνων των συστημικών δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας που έχουν οριστικά κριθεί ακατάλληλα να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων (στην Ελλάδα πολιτικοί τύπου Ραγκούση, Μπίστη και Τζουμάκα, που προστίθενται στους ήδη υπάρχοντες κυβερνητικούς ΠΑΣΟΚούς τύπου Σπίρτζη, Ξενογιαννακοπούλου, Τζάκρη, Κοτζιά κ.λ.π.). Στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί τη σύμπλευση με την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία και τους Πράσινους, γιατί οι πολιτικές που εφάρμοσε – και θα συνεχίσει να εφαρμόζει αν παραμείνει στην κυβέρνηση – ελάχιστα απέχουν πλέον από τις πολιτικές οποιασδήποτε ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατικής νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής εκδοχής.

Παρά την δυσμενή συγκυρία και τις υποκειμενικές αδυναμίες των υπαρκτών σχηματισμών της αντινεοφιλελεύθερης, αντι-ΕΕ και αντικυβερνητικής αριστεράς, οι εκλογές παραμένουν για την εργατική τάξη και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα μια πραγματική ευκαιρία για να καταγράψουν τη δυσαρέσκειά τους στις αντιλαϊκές, ρατσιστικές, εθνικιστικές και φιλο-ιμπεριαλιστικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής ένωσης και της Ελληνικής αστικής τάξης, προκειμένου να καθορίσουν το πολιτικό σκηνικό της επόμενης μέρας με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους για το κίνημα και την αριστερά.

Η πολιτική απάντηση σε εκλογικό επίπεδο θα δοθεί μέσα από τα υπαρκτά ψηφοδέλτια της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς, παρόλα τα πολιτικά τους προβλήματα και αδυναμίες σε διεθνές και εγχώριο επίπεδο. Στην Ελλάδα, η αυτοαναφορική ηττοπαθής πολιτική αναμονής “καλύτερων συσχετισμών” του ΚΚΕ, συμπληρώνεται από την πολιτική ανεπάρκεια του αριστερού εθνικιστικού ρεφορμισμού που αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ (ΛΑΕ και μετα-αριστερή Πλεύση Ελευθερίας) όσο και από την αδυναμία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να απευθυνθεί σε ευρύτερα ακροατήρια της τάξης και της αριστεράς. Έτσι κανένα από τα υπάρχοντα αριστερά ψηφοδέλτια στις επερχόμενες εκλογές δεν θα μπορεί να παίξει τον ρόλο ενός αδιαφιλονίκητου αριστερού πόλου που θα εκφράσει την ευρύτατη αγανάκτηση του κόσμου της εργασίας και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από τις μνημονιακές πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ.

Για όλους τους παραπάνω λόγους προτείνουμε να αξιοποιηθούν κριτικά τα ψηφοδέλτια της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε αντιπαράθεση με αναχωρητικές λογικές εκλογικής αποχής. Λογικές που δεν καταγράφουν καμία αριστερή ή κινηματική δυναμική αλλά αθροίζονται μαζί με την απολίτικη μη-ψήφο και τις λογικές του τύπου “όλοι τα ίδια είναι”. Ένας επιπλέον λόγος που η αριστερή ψήφος στην επικείμενη αναμέτρηση έχει σημασία είναι προκειμένου να μαυριστούν τα ψηφοδέλτια των φασιστών και της ακροδεξιάς σε όλες τις κάλπες, για να ανακοπεί η κοινωνική τους δυναμική και να αποτραπεί το ρίζωμά τους από την επομένη των εκλογών. Για να ισχυροποιηθούν εκείνες οι δυνάμεις που αποτελούν τον βασικό κορμό της αντιρατσιστικής και αντιφασιστικής κινητοποίησης σε γειτονιές, χώρους δουλειάς και εκπαίδευσης και θα συνεχίσουν να δίνουν αυτή τη μάχη.

Από τις υπαρκτές δυνάμεις, τα ψηφοδέλτια και τους υποψήφιους-ες της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής αριστεράς προτιμάμε όσα-ους/ες έχουν δώσει το προηγούμενο διάστημα τη μάχη τόσο ενάντια στην φιλο-ιμπεριαλιστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και απέναντι στον εθνικισμό/επεκτατισμό της ελληνικής άρχουσας τάξης στην κυβερνητική και την ακροδεξιά εκδοχή τους από ταξική διεθνιστική σκοπιά.

Με αυτή την πολιτική λογική θα αντιμετωπίσουμε με ενιαίο τρόπο τις κάλπες των Ευρωεκλογών και των αυτοδιοικητικών εκλογών του Μαϊου/Ιουνίου.




Κόκκινο Νήμα φύλλο Νο 10 Απρίλιος 2019

 




ΣΤΟΠ στις εξώσεις των προσφύγων – Ανοιχτές πόλεις και ανθρώπινη μεταχείριση για τους πρόσφυγες

Τρίτη 16/4 στις 12 το μεσημέρι στο Μουσείο και απογευματινή συγκέντρωση και πορεία στις 18:30 στα Χαυτεία

Η Κίνηση “Απελάστε το Ρατσισμό” στηρίζει την απεργιακή συγκέντρωση των εργαζομένων σε ΜΚΟ (του σωματείου ΣΒΕΜΚΟ) την Τρίτη 16/4 στις 12 το μεσημέρι στο Μουσείο και την απογευματινή συγκέντρωση και πορεία στις 18:30 στα Χαυτεία που καλούν αντιρατσιστικές οργανώσεις και συνδικάτα, ενάντια στις εξώσεις προσφύγων από στρατόπεδα και διαμερίσματα που υλοποιεί το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής. Οι εξώσεις χιλιάδων προσφύγων θα υλοποιούνται σταδιακά τους επόμενους μήνες, ανάλογα με την ημερομηνία κτήσης της προσφυγικής ιδιότητας, αρχής γενομένης από τους πρόσφυγες που αναγνωρίστηκαν το 2017 και θα ακολουθήσουν οι υπόλοιποι. Για όσους έλαβαν την προσφυγική ιδιότητα το 2019, η διαμονή στα καμπς της ενδοχώρας και τα διαμερίσματα των προγραμμάτων στέγασης, καθώς και η παροχή του επιδόματος περιορίζεται πλέον στο εξάμηνο από τη λήψη της προσφυγικής ιδιότητας!

Η τάχα “αλληλέγγυα στους πρόσφυγες” ελληνική κυβέρνηση, με το πρόσχημα της αποσυμφόρησης των νησιών πετάει στο δρόμο όσους έχουν αναγνωριστεί ως πρόσφυγες τα προηγούμενα χρόνια, ενώ κόβεται και το επίδομα που λαμβάνουν ως αιτούντες άσυλο. Την ίδια ώρα η κ. Γεροβασίλη και ο κ. Βίτσας με τον πιο χυδαίο τρόπο αρνούνται την μετακίνηση των προσφύγων προς τη Θεσσαλονίκη και τα βόρεια σύνορα της χώρας, στέλνοντας τα ΜΑΤ στα Διαβατά και το Σταθμό Λαρίσης, προκειμένου να εμποδίσουν τη μετάβαση των προσφύγων στους τελικούς ευρωπαϊκούς τους προορισμούς. Πρόκειται για  διπλή καταδίκη: τόσο για τον εγκλωβισμό τους στην Ελλάδα – φυλακή όσο και για την αστεγία και εξαθλίωση τους στη “μετα-μνημονιακή” πραγματικότητα της ανεργίας και της ανέχειας μαζί με τον ντόπιο πληθυσμό και μάλιστα χωρίς στοιχειώδη δικαιώματα. Η Κυβέρνηση αρνείται να εξασφαλίσει την οποιαδήποτε διαδικασία σταδιακής ένταξης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία ως ελάχιστη προϋπόθεση δυνατότητας των προσφύγων να σταθούν στα πόδια τους από μόνοι τους, προδιαγράφοντας τη ζωή τους στο δίπολο: είτε “ωφελούμενοι” των προγραμμάτων των ΜΚΟ είτε άστεγοι και εξαθλιωμένοι. Προετοιμάζει τη δραστική μείωση των θέσεων διαμονής προσφύγων στην Ελλάδα, επαναφέροντας σταδιακά τη ρατσιστική “κανονικότητα” συλλογικής εξαθλίωσης των “λαθραίων” που επικρατούσε προ της υποδοχής εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων που έφτασαν στην ΕΕ τα προηγούμενα χρόνια. Πρόκειται για πολιτικές ρατσιστικής ντροπής και κοινωνικής αναλγησίας.

Στεκόμαστε στο πλευρό των προσφύγων που αρνούνται να μετακινηθούν από τα διαμερίσματα και τα καμπς, όσο και των εργαζομένων στα προγράμματα στέγασης προσφύγων που αρνούνται να υλοποιήσουν τις εντολές του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και να συντάξουν εκθέσεις ευαλωτότητας για να καθοριστεί ποιοι πρόσφυγες θα πεταχτούν έξω από τις δομές στέγασης πρώτοι και ποιοι δεύτεροι. Απαιτούμε τη στέγαση σε διαμερίσματα όλων των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων που ζουν στην ελλάδα, το κλείσιμο των άθλιων hot-spot στα νησιά και των προσφυγικών στρατοπέδων στην ενδοχώρα. Να ανοίξουν τα σύνορα της ΕΕ για τα θύματα της φτώχειας και του πολέμου και να επιτραπεί η ελεύθερη μετακίνηση και διαμονή των προσφύγων σε όποια χώρα της ΕΕ επιθυμούν. Πρόκειται για τη μόνη αλληλέγγυα πολιτική, παρά και ενάντια στις ρατσιστικές συμφωνίες της Ευρώπης – Φρούριο και της Ελλάδας – Φυλακή που υλοποιεί η Ελληνική κυβέρνηση. Αυτές ακριβώς οι ρατσιστικές πολιτικές είναι που θρέφουν την ακροδεξιά και τους φασίστες μαζί με τα υπερ-πλεονάσματα λιτότητας που οδηγούν στην απόγνωση τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα. Όσοι εφαρμόζουν τέτοιες πολιτικές, καλό είναι να μην καμώνονται – προεκλογικά – τους προοδευτικούς που θα φράξουν το δρόμο στην ακροδεξιά και το νεοφιλελευθερισμό. Λίγη τσίπα ποτέ δεν έβλαψε κ.κ. Τσίπρα, Βίτσα και Γεροβασίλη!

Κίνηση “Απελάστε το Ρατσισμό”




Διακήρυξη Αγωνιστικής Κίνησης Εργαζομένων στην Τράπεζα Πειραιώς

Ζώντας με το μνημόνιο

Έχοντας κλείσει πια 9 χρόνια διαρκούς εφαρμογής της βάρβαρης ταξικής πολιτικής που συμπυκνώθηκε στον όρο “μνημόνιο”, κι έχοντας ζήσει ποικίλα κυβερνητικά σχήματα που όλα εφάρμοσαν απαρέγκλιτα τη μνημονιακή πολιτική, φαίνεται ήρθε η ώρα να ζήσουμε και την εμπειρία μιας κυβέρνησης που διακήρυξε πανηγυρικά την “έξοδο από τα μνημόνια”, ενώ βέβαια εφαρμόζει κι αυτή με επιμέλεια τους μνημονιακούς νόμους.

Φυσικά, αποτελεί πολιτική αγυρτεία η θέση ότι μπορεί να εφαρμοστεί διαφορετικό μίγμα πολιτικής εν μέσω μνημονιακής επιτήρησης. Κι αυτό αποδεικνύεται από το ότι την ίδια ώρα που οι κυβερνώντες πανηγυρίζουν για το “τέλος των μνημονίων”, οι μνημονιακοί νόμοι παραμένουν ακλόνητοι, οι περικοπές μισθών και συντάξεων εξακολουθούν να ισχύουν, η λιτότητα συνεχίζεται, η δημόσια περιουσία παραμένει ξεπουλημένη σε ιδιώτες και οι κρατικές επιχειρήσεις που έκλεισαν εξακολουθούν να είναι κλειστές. Παραμένει επίσης η πρόσδεση της χώρας σε ένα μόνιμο καθεστώς επιτήρησης που διασφαλίζει ότι θα παράγονται σημαντικά πλεονάσματα κάθε χρόνο, ώστε να αποπληρώνεται το χρέος σε βάρος των κοινωνικών αναγκών. Γεύση αυτής της αγυρτείας πήραμε πρόσφατα όταν τέθηκε εκ νέου η διεκδίκηση του υπόλοιπου 50 % της αποζημίωσης απόλυσης από την ΑΤΕ. Οι ίδιοι πολιτικοί παράγοντες που δημόσια βγάζουν δεκάρικους για τη δήθεν “έξοδο από τα μνημόνια” πίσω από τις κλειστές πόρτες παραδέχτηκαν ότι δεν μπορούν να κάνουν ρούπι – και άρα δεν μπορούν να ικανοποιήσουν και το δίκαιο αίτημά μας – γιατί δεν τους δίνει άδεια η τρόικα (ή “οι θεσμοί” σύμφωνα με την τρέχουσα ορολογία), αποδεικνύοντας ότι έχουμε να κάνουμε με κοινούς πολιτικούς απατεώνες.

Η μνημονιακή πολιτική απάντησε στο ερώτημα “ποιος θα πληρώσει την κρίση;”, φορτώνοντας το κόστος της καπιταλιστικής κρίσης στους εργαζόμενους. Ταυτόχρονα, οι μνημονιακές κυβερνήσεις προστάτευσαν τα προνόμια της κυρίαρχης τάξης, όπως: το συνταγματικά κατοχυρωμένο αφορολόγητο του εφοπλιστικού κεφαλαίου, την ιδιοκτησία των τραπεζιτών προικοδοτώντας τις τράπεζες με δεκάδες δισ. που αθροίστηκαν στο δημόσιο χρέος, το αφορολόγητο της εκκλησίας, τα συμφέροντα των τεχνικών εταιρειών που συνεχίζουν να αποκομίζουν τεράστια κέρδη από τα διόδια και τις κρατικές ενισχύσεις. Και πάνω απ’ όλα ενισχύθηκε η εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας, σαρώνοντας την εργατική νομοθεσία των προηγούμενων δεκαετιών.

Απέναντι σε αυτήν την εξέλιξη, η μόνη υπαρκτή δυνατότητα προς όφελος των εργαζομένων, ήταν και παραμένει η ανατροπή του μνημονιακού καθεστώτος, η λύση του ζητήματος του δημόσιου χρέους με το μοναδικό τρόπο που αυτό μπορεί να γίνει, δηλαδή με τη μονομερή διαγραφή του (εκτός αυτού προς τα ασφαλιστικά ταμεία) και η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας. Δηλαδή, το να πληρωθεί το κόστος της κρίσης από την κυρίαρχη τάξη με απώλεια της ιδιοκτησίας και της εξουσίας της. Είναι ένας δρόμος δύσκολος που απαιτεί σύγκρουση με τα ντόπια αφεντικά και ρήξη με το Ευρωενωσιακό πλαίσιο, είναι όμως ο μοναδικός δρόμος για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Άλλος ευκολότερος δρόμος επιστροφής στην προ μνημονίου κατάσταση δεν υπάρχει.

Αλλιώς, η σημερινή κατάσταση θα συνεχιστεί στο διηνεκές: Με την κοινωνική καταστροφή να συνεχίζεται, την φτώχεια να παγιώνεται για μεγάλα τμήματα των εργαζομένων, την ανεργία και τη μετανάστευση να αποτελεί τη μοναδική προοπτική για τους νέους, αλλά και την οικονομία να σέρνεται. Γιατί μπορεί το – κεντρικό στην ελληνική κρίση – ζήτημα του χρέους να διευθετήθηκε προσωρινά, όμως δεν λύθηκε και θα επανέλθει σε μερικά χρόνια, ανοίγοντας νέο κύκλο επίθεσης στα εργατικά δικαιώματα.

Το τραπεζικό σύστημα στα χρόνια της κρίσης και του μνημονίου

Οι τράπεζες βρέθηκαν στο επίκεντρο της κρίσης ήδη από το 2010. Ο χειρισμός του δημόσιου χρέους που μεθοδεύτηκε από την αρχή της εφαρμογής του μνημονίου δεν έσωσε μόνο τις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες που είχαν δανείσει το ελληνικό δημόσιο, αλλά και τις ελληνικές τράπεζες που επίσης ήταν εκτεθειμένες στο ελληνικό δημόσιο χρέος.

Παρά τη διάσωση των τραπεζών από τις συνέπειες της κρατικής χρεοκοπίας, παρά τις επανειλημμένες ενέσεις ρευστότητας με κρατικό χρήμα που επιβάρυναν το δημόσιο χρέος και παρά την εκκαθάριση των “μη συστημικών” τραπεζών που οδήγησε στη συγκεντροποίηση του κλάδου σε 4 μεγάλα “μαγαζιά”, τα προβλήματα επανεμφανίστηκαν με τη μορφή των “κόκκινων δανείων”. Η αδυναμία αποπληρωμής των δανείων είναι φυσικά άμεση συνέπεια της οικονομικής ύφεσης. Πίσω από τα κολοσσιαία ποσοστά των δανείων που δεν αποπληρώνονται βρίσκονται κατεστραμμένα νοικοκυριά, εργαζόμενοι που μείνανε χωρίς δουλειά ή είδανε τους μισθούς τους να συνθλίβονται, συνταξιούχοι με κομμένες συντάξεις, αλλά και ελεύθεροι επαγγελματίες, μικρομεσαίοι και επιχειρήσεις που καταστράφηκαν λόγω της κρίσης. Ένα εθνικοποιημένο τραπεζικό σύστημα θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα με διαγραφή χρεών για τα εργατικά νοικοκυριά, ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους μικρομεσαίους και κατάσχεση επιχειρήσεων και περιουσιακών στοιχείων για τα μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια που είναι και ο βασικός όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η μνημονιακή διαχείριση όμως, επιδιώκει να βγάλει “και από τη μύγα ξύγκι” πιέζοντας ιδιαίτερα τους μικρούς δανειολήπτες.

Οι διοικήσεις και οι μέτοχοι των τραπεζών επιδιώκουν να ανακτήσουν κάθε ευρώ που μπορούνε από τα δάνεια αυτά και να ενισχύσουν πάσει θυσία την κερδοφορία τους. Χωρίς να μπορούν να δώσουν νέα δάνεια, λόγω της γενικότερης οικονομικής δυσπραγίας, στρέφονται στην ανάκτηση κεφαλαίων από τα “κόκκινα δάνεια” και στην εξοικονόμηση πόρων από το προσωπικό. Γι’ αυτό και ήδη υλοποιούνται (π.χ. Eurobank) ή βρίσκονται υπό υλοποίηση (Πειραιώς) σενάρια για απόσχιση του κλάδου των κόκκινων δανείων. Στόχος τους εκτός από τη μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η μείωση του εργατικού κόστους μέσω της μείωσης προσωπικού.

Όπως και σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, έτσι και στο τραπεζικό σύστημα, η μνημονιακή “κανονικότητα” σημαίνει διαρκή πίεση για μείωση μισθών, ξεχείλωμα του ωραρίου, κατάργηση του 8ώρου και  περιστολή εργασιακών δικαιωμάτων. Γνωρίζουμε ότι το μνημονιακό πλαίσιο είναι σήμερα και θα είναι και στο άμεσο μέλλον, η βασική συνθήκη την οποία πρέπει να λάβουμε υπόψη μας στον αγώνα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων μας. Για αυτόν τον αγώνα χρειαζόμαστε ισχυρό σωματείο με αγωνιστική κατεύθυνση και μέτωπο στην εργοδοσία και την κυβέρνηση, κάτι που στην περίπτωση του ΣΕΤΑΠ είναι ζητούμενο.

Ο ΣΕΤΑΠ σε πορεία αποσύνθεσης

Η κατάσταση του ΣΕΤΑΠ γίνεται όλο και περισσότερο ανησυχητική χωρίς να φαίνεται προοπτική ανάκαμψης.

Η μείωση μελών που φέρνει σήμερα το ΣΕΤΑΠ να είναι το τρίτο σε μέγεθος σωματείο στην τράπεζα (από πρώτο που ήταν πριν μερικά χρόνια), δεν οφείλεται μόνο στις εθελούσιες και τις συνταξιοδοτήσεις. Όλο και λιγότεροι συνάδελφοι εμπιστεύονται το σύλλογο. Ακόμα και παλιά μέλη του ΣΕΤΑΠ προερχόμενα από την Αγροτική Τράπεζα προτιμούν να μεταπηδήσουν σε άλλους συλλόγους, φαινόμενο που έχει επιταχυνθεί το τελευταίο διάστημα.

Η στάση του ΣΕΤΑΠ – με ευθύνη της πλειοψηφίας του – στα πρόσφατα γεγονότα στο RBU τον κατέταξαν στη συνείδηση των συναδέλφων στην ίδια κατηγορία με το φερέφωνο της εργοδοσίας ΣΕΤΠ. 

Ακόμα και η οικονομική ευρωστία του συλλόγου – για χάρη της οποίας δεν πραγματοποιήθηκε η ενοποίηση με τον ΣΕΥΤΠΕ – σήμερα απειλείται σοβαρά και ίσως σε μικρό χρονικό διάστημα να αποτελεί παρελθόν. Αιτία γι’ αυτό ο περιβόητος λογαριασμός εξερχομένων μελών, που βασιζόταν σε ασφαλιστήριο που είχε συναφθεί με την ΑΤΕ Ασφαλιστική. Άλλη μια νάρκη στο σύλλογο από το αχτύπητο δίδυμο ΔΗΣΥΕ – ΔΑΚΕ για την οποία ουδέποτε απολογήθηκαν. Σήμερα πάνω σε αυτό το ασφαλιστήριο πατάνε εκατοντάδες “αξιότιμοι” πρώην συνάδελφοι που σαν τις ύαινες πέσανε να πάρουν τους 3 μισθούς που προβλέπονταν από το εν λόγω ασφαλιστήριο. Το ότι αυτοί οι εκατοντάδες “αξιότιμοι” συνάδελφοι – πολλοί εκ των οποίων πρώην συνδικαλιστές των ΔΗΣΥΕ και ΔΑΚΕ, τα παραδοσιακά εκτροφεία τέτοιων μπουμπουκιών – έσπευσαν να διεκδικήσουν τους 3 μισθούς από τον πρώην σύλλογό τους, ασφαλώς κάτι λέει όχι μόνο για το πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει κανείς, αλλά για τον τύπο του συνδικαλισμού που καλλιεργήθηκε επί δεκαετίες και στον ΣΕΤΑΠ. Συνδικαλισμό των διαδρόμων και των ρουσφετιών, που δημιούργησε και την ανάλογη συνείδηση στα “υποκείμενα” αυτού του συνδικαλισμού.

Εξαιτίας αυτής της εξέλιξης, ο ΣΕΤΑΠ σήμερα οδεύει σταθερά προς την οικονομική χρεοκοπία.

Εκτιμώντας τα παραπάνω δεδομένα και κοιτάζοντας την πραγματικότητα κατάματα, γίνεται φανερό ότι ο ΣΕΤΑΠ έχει δύο δρόμους: είτε τη συνέχιση της σημερινής πορείας εκφυλισμού με κατάληξη την πλήρη διάλυση του, είτε την άμεση ενοποίηση με κάποιο από τα υπόλοιπα σωματεία της τράπεζας.

Η συνέχιση της συνδικαλιστικής κατάπτωσης και οι “νέου τύπου” σχέσεις με την εργοδοσία

Οι δραματικές αλλαγές που έφερε στους μισθούς, τις εργασιακές σχέσεις και την εργατική νομοθεσία το μνημόνιο, άλλαξαν ριζικά το τοπίο στο συνδικαλιστικό κίνημα, ανατρέποντας “παραδόσεις” και “συνήθειες” δεκαετιών. Οι δυνατότητες της γραφειοκρατίας των συνδικάτων για προσωπικές εξυπηρετήσεις και μικρορουσφέτια συρρικνώθηκε μέχρι εξαφάνισης. Οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που βασίζονταν σε αυτόν τον τύπο συνδικαλισμού, συνέχισαν τον κατήφορό τους, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την επιβίωση και τη συνδικαλιστική αναπαραγωγή τους καλλιεργώντας καλές σχέσεις με την εργοδοσία. Το φαινόμενο αυτό το βλέπουμε ανάγλυφα στην τράπεζα Πειραιώς με συνδικαλιστές από διαφορετικούς συλλόγους να διαγκωνίζονται για την εύνοια της διοίκησης. Το είδαμε και τη μέρα της στάσης εργασίας του RBU, που μια μερίδα συνδικαλιστών των παρατάξεων ΔΗΣΥΕ-ΔΑΚΕ- ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗΣ, δεν δίστασε να κάνει περιοδεία στο κτίριο στη Μεσογείων για να μας πει ότι διαφωνεί με τη στάση εργασίας. Εντύπωση προκάλεσαν οι ανακοινώσεις των παρατάξεων της πλειοψηφίας του ΣΕΤΑΠ που έβαζαν στο στόχαστρο τα σωματεία που κήρυξαν τη στάση εργασίας και όχι τον εργοδότη, αλλά και η ανακοίνωση της Συσπείρωσης την ημέρα της κινητοποίησης που καθησύχαζε τους συναδέλφους ότι «τίποτα από αυτά τα σενάρια δεν πρόκειται να συμβεί» και «καμία κυβέρνηση δεν είναι δυνατόν να συναινέσει σε απολύσεις στις τράπεζες».

Ο εκφυλισμένος γραφειοκρατικός συνδικαλισμός των διαδρόμων και των ρουσφετιών, την εποχή των μνημονίων μετατρέπεται σε ανοιχτά φιλοεργοδοτικό συνδικαλισμό. Στηρίζει την εργοδοσία και στηρίζεται από αυτήν. Οι χαριστικές αποσπάσεις δίνονται σε συγκεκριμένες παρατάξεις με τις ευλογίες της εργοδοσίας. Η διοίκηση της τράπεζας Πειραιώς – όπως και κάθε εργοδοσία – ενδιαφέρεται για τα σωματεία του χώρου και θέλει να κυριαρχούν σε αυτά οι “φίλιες” – στην εργοδοσία – δυνάμεις. Στις εκλογές του ΣΕΤΑΠ το 2016, η διοίκηση της τράπεζας παρενέβη με ωμό τρόπο, όπως δείχνει το σκάνδαλο της επαναπρόσληψης συνδικαλιστή της ΔΑΚΕ μετά τη συνταξιοδότησή του το 2014, προκειμένου να συνεχίσει να κάνει συνδικαλιστική δουλειά για να ανατρέψει την τότε αντιεργοδοτική πλειοψηφία (Συσπείρωση – ΕΣΑΚ – Αγωνιστική Πρωτοβουλία).

Η λογική αυτή έχει δείξει τα όριά της – Πρέπει να πάμε αλλιώς.

Δεν έχουμε κανένα κοινό συμφέρον με τη διοίκηση της «τράπεζάς μας», αντίθετα έχουμε κοινά συμφέροντα με τους συναδέλφους μας των άλλων τραπεζών και τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Ο ανταγωνισμός αφορά τους μεγαλομετόχους και τους τραπεζίτες, όχι τους εργαζόμενους. Σύμφωνα με την κυρίαρχη λογική, πρέπει να “βάλουμε πλάτη” ώστε η «δική μας» τράπεζα να μπορέσει να βελτιώσει τη θέση της και να επιβιώσει. Απαντάμε, ότι για να μπορέσουμε εμείς σήμερα να διατηρήσουμε και να διευρύνουμε τα δικαιώματά μας, δεν πρέπει να υποχωρήσουμε στις αξιώσεις της διοίκησης, αλλά μαζί με τους συναδέλφους μας των άλλων τραπεζών να σηκώσουμε κεφάλι.

Επιδιώκουμε την αύξηση του μεριδίου των εργαζομένων στον πλούτο που παράγουν και ένα επίπεδο ζωής για τους εργαζομένους που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες. Προωθούμε την ενότητα όλων των τμημάτων των εργαζόμενων, στη βάση των πραγματικών αναγκών και συμφερόντων μας. Θεωρούμε πως το εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να συντονίζει τους εργαζόμενους και να παίρνει θέση για τα προβλήματά μας, μέσα και έξω από τους χώρους δουλειάς (παιδεία, υγεία, περιβάλλον, ρατσισμός, πόλεμος). Να αντιπαλεύει τον κατακερματισμό στο χώρο εργασίας ή την επιχείρηση, που με τη λογική του “διαίρει και βασίλευε” μεθοδεύεται συστηματικά από το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του. Ο ΣΕΤΑΠ όπως και κάθε σωματείο πρέπει να δρα σαν τμήμα του συνολικού εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος αντί να βουλιάζει στον συντεχνιασμό που μας οδηγεί από ήττα σε ήττα.

Προωθούμε ένα κίνημα που δεν θα φοβάται να έχει συνολικούς πολιτικούς στόχους με πρωταρχικό κριτήριο την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, ένα κίνημα αντιπαράθεσης με τη συντηρητική πολιτική που θα απορρίπτει το στεγνό κομματισμό που επικρατεί τώρα.

Ποιοι είμαστε και τι επιδιώκουμε

Στο νέο συνδικαλιστικό σχήμα συναντιόμαστε πρώην μέλη της Συσπείρωσης με την Αγωνιστική Πρωτοβουλία. Έχουμε όλοι μας σταθερή παρουσία στις διαδικασίες του ΣΕΤΑΠ και συμμετοχή στους μικρούς και μεγάλους αγώνες που δώσαμε.

Επιλέγουμε την δημιουργία ενός νέου σχήματος στον ΣΕΤΑΠ ως απάντηση:

  • Στον φιλοεργοδοτικό συνδικαλισμό των ΔΗΣΥΕ – ΔΑΚΕ, επειδή βλέπουμε που μας οδήγησε (αποσχίσεις κλάδων και απειλές για απώλεια πολλών κατακτήσεων του κλάδου μας) η «αποκατάσταση των σχέσεων με τη Διοίκηση» που επαίρονται πως πέτυχαν.
  • Στον υποβόσκοντα φιλοκυβερνητισμό της Συσπείρωσης, που από την εκλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και μετά, συστηματικά και σταθερά, επιφυλάχθηκε να πάρει ξεκάθαρη θέση για θέματα που άπτονται του 3ουμνημονίου (Γ’ ανακεφαλαιοποίηση, «κόκκινα» δάνεια, πλειστηριασμοί, ομαδικές απολύσεις), προχωρώντας σε συμψηφισμούς και ομαλοποιήσεις, τόσο του πολιτικού της στίγματος, όσο και της συνδικαλιστικής κριτικής προς τις παρατάξεις της πλειοψηφίας στον ΣΕΤΑΠ.
  • Στην επιλογή του Αγωνιστικού Μετώπου να μην προτάσσει την ενιαιομετωπική δράση των εργαζομένων στη βάση των κοινών συμφερόντων, αναγκών και προβλημάτων, αλλά στη βάση της συμμετοχής στο ΠΑΜΕ.

Θεωρούμε ότι για την πορεία των εργατικών μας δικαιωμάτων όλοι έχουμε ευθύνη, είτε παρεμβαίνοντας, είτε αδρανώντας. Γι’ αυτό νομίζουμε ότι απαιτείται σήμερα να παρέμβουμε με μια νέα συνδικαλιστική κίνηση, η οποία να υπερασπίζεται και να υπηρετεί τον παραπάνω προσανατολισμό και στόχους. Πήραμε αυτήν την πρωτοβουλία γιατί είμαστε αντίθετοι με τον εργοδοτικό – κυβερνητικό – κομματικό συνδικαλισμό. Γιατί δε βολευόμαστε με τη μοιρολατρία, την απογοήτευση, την αυταπάτη της ατομικής διάσωσης. Πιστεύουμε στην οργάνωση των εργαζομένων στη βάση, στην αληθινή εργατική δημοκρατία των γενικών συνελεύσεων, των ανακλητών αντιπροσώπων, των επιτροπών αγώνα.

Έχουμε, όμως, την πεποίθηση ότι μπορούμε να ανατρέψουμε τον εργασιακό μεσαίωνα. Αυτή η πορεία μπορεί και πρέπει να ανακοπεί, αν και η δική μας πάλη είναι κοινή. Η αγωνιστική ενότητα των εργαζομένων μπορεί να αποβεί ισχυρότερη και να τους χαλάσει τα σχέδια. Απευθυνόμαστε σε όλους εκείνους που εκτιμούν ότι χρειάζεται αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης στο συνδικαλιστικό μας κίνημα. Αγωνιζόμαστε για την ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος, για τη συγκρότηση ενιαίου και ισχυρού συνδικάτου που θα είναι απαλλαγμένο από γραφειοκρατικές διοικήσεις, κομματικές, κυβερνητικές και εργοδοτικές εξαρτήσεις και θα υπηρετεί τα πραγματικά συμφέροντα των εργαζομένων.
Κρίσιμο ζήτημα είναι η ενοποίηση των συλλόγων στην Τράπεζα Πειραιώς. Ο ΣΕΤΑΠ πρέπει να κάνει το βήμα που του αναλογεί, προχωρώντας σε άμεση ενοποίηση με οποιονδήποτε σύλλογο δεχτεί.

Παλεύουμε για:

  • Ανατροπή της αντιλαϊκής επίθεσης κυβέρνησης – κεφαλαίου – ΕΕ – ΔΝΤ. Κατάργηση παλιών και νέων μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και των αντιδραστικών «μεταρρυθμίσεων» του κεφαλαίου.
  • Είμαστε στο πλευρό της κοινωνικής πλειοψηφίας που μαστίζεται από τα μνημόνια, την ανεργία, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, τις περικοπές εισοδημάτων και τους πλειστηριασμούς λαϊκής κατοικίας.
  • Μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους, με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Να καταργηθούν όλοι οι νόμοι της ελαστικής εργασίας. Μείωση του εργάσιμου χρόνου χωρίς μείωση των αποδοχών
  • Επαναφορά των εργασιακών δικαιωμάτων που χάθηκαν με τα μνημόνια (τριετίες, μετενέργεια, ομαδικές απολύσεις ,κλπ)
  • Δημοκρατία και ελεύθερο συνδικαλισμό στους χώρους δουλειάς, ενάντια στον εργοδοτικό δεσποτισμό και την απόλυτη εξουσία του κεφαλαίου.
  • Αποκλειστικά δημόσια, καθολική και υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. Καταβολή των οφειλών του κράτους και της εργοδοσίας.
  • Κατάργηση όλων των αντιασφαλιστικών νόμων. Πλήρης σύνταξη στα 60 (ή 30 χρόνια δουλειάς) για τους άντρες και στα 55 για τις γυναίκες
  • Δημόσιο έλεγχο των τραπεζών που χρηματοδοτήθηκαν με χρήματα του ελληνικού λαού
  • Κλαδική σύμβαση με ρήτρα μη απολύσεων που να καλύπτει όλους τους εργαζόμενους. Ένταξη όλων των επινοικιαζόμενων, συμβασιούχων και ωρομίσθιων στην κλαδική σύμβαση, για όσο διάστημα απασχολούνται στην τράπεζα.
  • Κατάργηση της ελαστικής και ενοικιαζόμενης εργασίας στις τράπεζες. Να σταματήσει το outsourcing, δηλαδή η εκχώρηση παραδοσιακών τμημάτων τραπεζικής εργασίας στο λεγόμενο “σκιώδη τραπεζικό τομέα”.

Στην τράπεζα Πειραιώς διεκδικούμε:

  • Προστασία της απασχόλησης από απολύσεις, αποσχίσεις, εκχωρήσεις τραπεζικών εργασιών σε Τρίτους
  • Εφαρμογή του κανονισμού εργασίας.
  • Διασφάλιση του κλαδικού ωραρίου εργασίας
  • Να καταργηθούν οι αστερίσκοι με το «οικειοθελής παροχή».
  • Ένταξη στο Πρόγραμμα Εφάπαξ της  Τράπεζας Πειραιώς

ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
www.akinep.gr – [email protected]

Τηλέφωνα επικοινωνίας: Θεοφανόπουλος Βασίλης 6944 723483, Κοκκινάκη Αναστασία 6973551657, Τρίμη Γεωργία 6974 032985, Κόλλιας Γεώργιος




13 Απρίλη 1892: Απεργία εργατριών εν Πειραιεί

«Περί τας 60 εκ των εργαζομένων γυναικών εις το εν Πειραιεί Νηματουργείον των αδελφών Ρετσίνα, ενήργησαν απεργίαν ως εγένετο αυταίς γνωστόν, ότι ηλαττώθη το ημερομίσθιόν των.

Αι απεργήσασαι ανηνέχθησαν εις τη διεύθυνσιν του καταστήματος, ζητούσαι την διόρθωσιν του αδίκου τούτου μέτρου.

Εν εποχή, καθ’ ην πάντα τα τρόφιμα και λοιπά είδη της απολύτου ανάγκης έχουσιν υπερτιμηθή, φρονούμεν, ότι έδει να αυξηθή το ημερομίσθιον των πτωχών εργατίδων, αίτινες δι’ όλης της ημέρας εργαζόμεναι, μόλις πορίζονται τον επιούσιον άρτον, πλουτίζοντες ολονέν δια του ιδρώτος αυτών τα βαλάντια των εργοστασιαρχών».

«Η Εφημερίς», 14-4-1892

Έτσι αναφερόταν ο Τύπος της εποχής στην πρώτη απεργία γυναικών που έγινε στην Ελλάδα, στις 13 Απρίλη 1892, από τις υφάντρες στο εργοστάσιο των αδερφών Ρετσίνα στον Πειραιά. Εκείνη τη χρονιά οι εργοδότες αποφάσισαν να µειώσουν την αµοιβή των εργατριών από 80 σε 65 λεπτά το τόπι υφάσµατος. Έτσι, το πρωί 50-60 εργάτριες, όταν τους ανακοινώθηκε από τον προϊστάµενο ότι «κατ’ ανωτέραν διαταγήν» θα µειωθεί το µεροκάµατό τους, αρνήθηκαν να πιάσουν δουλειά. Όλες µαζί συγκεντρώθηκαν στη Γούβα του Βάβουλα, στη σηµερινή είσοδο του Πειραιά από την οδό 34ου Συντάγµατος, και ζήτησαν να δουλέψουν µε κανονικό µεροκάµατο.

Στο πρώτο εργοστάσιο που ιδρύθηκε το 1871 στη Λεύκα του Πειραιά, εργάζονταν περίπου 300 άτοµα. Σύντοµα η επιχείρηση των αδερφών Ρετσίνα επεκτάθηκε εξαγοράζοντας εργοστασιακές µονάδες που είχαν πτωχεύσει, φτάνοντας στις αρχές της δεκαετίας του 1890 να έχουν στην κατοχή τους πέντε εργοστάσια στον Πειραιά µε 2.000 εργάτες και εργάτριες. Έτσι, η επιχείρηση Ρετσίνα έγινε η µεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία της χώρας, και χιλιάδες εργατών και εργατριών από όλες τις συνοικίες του Πειραιά εργάζονταν στα εργοστάσιά της. Η οικογενειακή επιχείρηση, που είχε αναπτυχθεί σε υφαντουργία βαµβακερών υφασµάτων, γνωστών µε το όνοµα «ρετσίνες», έγινε η σηµαντικότερη των Βαλκανίων.

Η οικογένεια Ρετσίνα την εποχή αυτή κυριαρχούσε στην οικονοµική και πολιτική ζωή του Πειραιά. Ο Θεόδωρος Ρετσίνας εκλέχθηκε δήµαρχος της πόλης και στη συνέχεια βουλευτής µε το κόµµα του Χαρίλαου Τρικούπη.

Η επέκταση της επιχείρησης στηρίχτηκε στην εκµετάλλευση ντόπιου φτωχού εργατικού δυναµικού, των χιλιάδων εργατών και εργατριών, παιδιών, αλλά και προσφύγων, που αµείβονταν µε µισθούς πείνας. Τον Μάιο του 1894 η εφηµερίδα «Ακρόπολις» δηµοσιεύει στην πρώτη σελίδα άρθρο µε τον τίτλο «Ο εργατικός κόσµος εν Ελλάδι – Οι φαµπρικούδες». Το δηµοσίευµα αυτό δίνει την εικόνα και τις συνθήκες για την εργάτρια της εποχής. Μαθαίνουµε ότι στα υφαντουργεία ξεκινούν εργασία ακόµη και κορίτσια οκτώ, εννιά και δέκα ετών, που βγήκαν στην παραγωγή για να επιβιώσουν, δουλεύουν 10-12 ώρες, µε µεροκάµατα στο µισό ή στο ένα τρίτο από αυτά που έπαιρναν οι άνδρες.

Τα επόµενα χρόνια, ακολούθησαν πολλές κινητοποιήσεις, στις οποίες συµµετείχαν και εργάτριες, δίνοντας µάλιστα και τη ζωή τους προκειµένου να υπερασπιστούν το δικαίωµα στη δουλειά και την αξιοπρέπεια. Είκοσι χρόνια αργότερα, στις 3 Απριλίου 1912, έγινε στον Πειραιά µεγάλη διαδήλωση εργατριών κατά των διακρίσεων στον χώρο δουλειάς. Το 1924 στην απεργία των καπνεργατών της Καβάλας σκοτώθηκε η καπνεργάτρια Μαρία Χουσιάδου. Το 1926 στην απεργία στο εργοστάσιο «Παπαστράτος» στο Αγρίνιο, στην οµάδα των εργατών που περιφρουρούν την απεργία και τις συγκεντρώσεις, συµµετείχε και η εργάτρια Βασιλική Γεωργαντζέλη, µητέρα 2 παιδιών και 6 µηνών έγκυος. Σκοτώθηκε στις 8 Αυγούστου 1926, κατά τη διάρκεια πορείας των απεργών, από τα πυρά της αστυνοµίας. Το 1927 σκοτώθηκε η καπνεργάτρια Κωνσταντέλλη, επίσης από το Αγρίνιο. Αλλά και η Αναστασία Καρανικόλα, στις µεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης, στις 9 Μάη 1936.

«Ναι, για το Ψωµί παλεύουµε και για τα Τριαντάφυλλα.

Καθώς τραβάµε εµπρός, εµπρός φέρνουµε τις µεγάλες µέρες

το ξεσήκωµα των γυναικών είναι ξεσήκωµα όλης της ανθρωπότητας

όχι πια σκλάβοι και τεµπέληδες, δέκα που µοχθούν για έναν που ξαπλώνει

αλλά ένα δίκαιο µοίρασµα στ’ αγαθά της ζωής,

«Ψωµί και Τριαντάφυλλα, Ψωµί και Τριαντάφυλλα»

*Τα στοιχεία του άρθρου είναι από το βιβλίο της Ίριδας Αυδή-Καλκάνη «Εκείνο το πρωί. Πειραιάς 1892»




ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΗΨΗΣ ΓΣΕΕ: Ο εργοδοτικός-κυβερνητικός συνδικαλισμός σε όλο του το μεγαλείο

 προδημοσίευση από την εφημερίδα «Κόκκινο Νήμα» νο. 10

Τα 100 χρόνια από την δημιουργία της ΓΣΕΕ (Οκτώβρης 2018) γιορτάστηκαν πολύ άδοξα με το 37ο Συνέδριο να διαλύεται και στη Ρόδο στις 4 Απρίλη από τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ με πλήθος καταγγελιών για νοθείες και απροκάλυπτο εργοδοτικό συνδικαλισμό.

Είχαν προηγηθεί τα γεγονότα με τη μη διεξαγωγή του συνεδρίου της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων τον Φεβρουάριο πάλι από τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ, παρόλο που χρησιμοποιήθηκαν από τις δυνάμεις της συνδικαλιστικής ηγεσίας ιδιωτικοί σεκιούριτι και μπράβοι. Το ίδιο σκηνικό είχαμε και στο 37ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ που είχε προγραμματιστεί στις 14-17 Μάρτη στην Καλαμάτα, όπου το ΠΑΜΕ δεν επέτρεψε να διεξαχθεί με κατηγορίες προς την συνδικαλιστική πλειοψηφία της συνομοσπονδίας για συνδικαλιστική μαφία.

Είναι γνωστά σε πολύ κόσμο αυτά που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στη ΓΣΕΕ, η ηγεσία της οποίας έχει γίνει μία ομάδα που ενδιαφέρεται μόνο για την διατήρηση των προνομίων της και έχει αποκοπεί από τους εργαζόμενους, τους οποίους υποτίθεται εκπροσωπεί. Μια ηγεσία που έχει συνταχτεί πλήρως με τους ταξικούς αντιπάλους μας, με το κεφάλαιο, τις μνημονιακές κυβερνήσεις και την ΕΕ.

Στον ιδιωτικό τομέα οι εργαζόμενοι που είναι εγγεγραμμένοι στα συνδικάτα είναι κάτω του 10% και από αυτούς το συντριπτικό ποσοστό είναι στις (πρώην) ΔΕΚΟ και στις τράπεζες. Εκεί κυριαρχούν ακόμα οι δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ, λόγω των παλιών σχέσεων με την πολιτική εξουσία και των ρουσφετολογικών πολιτικών που ασκούσαν. Στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα με εξαίρεση κάποια συνδικάτα επιχειρησιακά ή κλαδικά κυριαρχεί το χάος. Ειδικά στους εργαζόμενους με ελαστικές σχέσεις εργασίας δεν υπάρχει ουσιαστικά καμία εκπροσώπηση συνδικαλιστική.

Δυστυχώς στα 100 χρόνια από την ίδρυση της ΓΣΕΕ η ηγεσία της ήταν ελάχιστες φορές ταυτισμένη με τις ανάγκες των εργαζομένων που εκπροσωπούσε. Αυτό αποδεικνύεται για άλλη μια φορά και τώρα. Εν μέσω των μνημονίων η ΓΣΕΕ διαρκώς δυσκόλευε και κωλυσιεργούσε για τη διοργάνωση απεργιών και κινητοποιήσεων, που όμως το μαχητικό κίνημα που ήταν τότε στους δρόμους κατάφερνε έστω και με δυσκολίες να την σέρνει σε αυτές. Μάλιστα ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Γ. Παναγόπουλος δέχτηκε προπηλακισμούς από εργαζόμενους για την απραξία του.

Το ήθος και το στυλ της γραφειοκρατικοποίησης της ΓΣΕΕ το δείχνει προς τα έξω και ο πρόεδρος της, ο οποίος είναι υψηλόβαθμο διευθυντικό στέλεχος του ομίλου της ΕΤΕ με μισθό και μπόνους δεκάδων χιλιάδων ευρώ ετησίως, όπου συμμετέχει και σαν μέλος στο ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας, καθώς επίσης και στο ΔΣ του ΟΑΕΔ, της ΔΕΗ, της ΟΚΕ (Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής στην Ελλάδα και στην ΕΕ) κα. Πολλά δημοσιεύματα αναφέρουν ότι οι ετήσιες απολαβές του κυμαίνονται από 110.000έως 150.000 ευρώ ετησίως!

Ο οποίος κυκλοφορεί με συνοδεία φουσκωτών της ΠΑΣΚΕ, μπράβων, αστυνομίας-ΜΑΤ ή εργοδοτικών συνδικαλιστών (μεταλλωρύχοι Σκουριών)! Κάτι που επεδίωξε και στο συνέδριο της ΓΣΕΕ, που ζητούσε δημόσια την “προστασία” της αστυνομίας, ενώ χρησιμοποίησε και μπράβους.

Το πόσο “ενδιαφέρονται” για τους εργαζόμενους το δείχνουν επίσης με την διαρκώς αυξανόμενη τάση για συνδικαλιστικό τουρισμό σε ξενοδοχεία πέντε αστέρων για τα συνέδρια, που πρέπει να συζητάνε τα προβλήματα και τις διεκδικήσεις των εργαζομένων.

Έτσι μετά τον Αστέρα Βουλιαγμένης το 2007 και άλλα πολυτελή ξενοδοχεία, είχαμε φέτος το Ρόδος Παλλάς, να έχει κερδίσει τις καρδιές της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, όπου επιλέχτηκε για δεύτερη φορά (μετά το 36ο Συνέδριο το 2016), μόνο για την διεξαγωγή των εκλογών, σπαταλώντας εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ!

Έχοντας διαρρήξει τις σχέσεις της με τους εργαζόμενους οι γραφειοκράτες της ΓΣΕΕ ξέρουν ότι τα προνόμια τους εξαρτώνται από τις κυβερνήσεις και τους εργοδοτικούς φορείς, γι΄ αυτό γίνονται οι καλύτεροι υπηρέτες τους. Δεν τους απασχολεί η ένταξη στα συνδικάτα περισσότερων εργαζομένων.

Οι εισφορές των εργαζομένων από την Εργατική Εστία που δίνονται στη ΓΣΕΕ για τις οικονομικές της ανάγκες καθορίζονται από το κράτος, όπως επίσης και οι χρηματοδοτήσεις μέσω κοινοτικών κονδυλίων για διάφορα προγράμματα και έρευνες, που δίνονται ανεξέλεγκτα και μόνο για αυτά κόπτονται

Οπότε η ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, ομάδα ΣΥΡΙΖΑ-Βασιλόπουλου, δεν έχουν πρόβλημα αν σε πολλές τράπεζες και επιχειρήσεις, τα συνδικάτα είναι εργοδοτικά, δηλ. έχουν στηθεί και ελέγχονται από τα αφεντικά ασκώντας πιέσεις προς τους εργαζόμενους για να εκλεγούν οι εκλεκτοί των ιδιοκτητών και των μετόχων.

Σε πολλά συνδικάτα συμμετέχουν εργοδότες, διευθυντικά στελέχη και golden boys, που τρομοκρατούν τους εργαζόμενους στους χώρους δουλειάς και στις εκλογές κατεβαίνουν υποψήφιοι κατά παράβαση του 1264/82.

Το πιο κλασσικό παράδειγμα μαζικής νοθείας όμως της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είναι τα σωματεία-σφραγίδες, δηλ. συνδικάτα που έχουν κάποιους για διοίκηση και “κάλπικᔨμέλη που υποτίθεται ψηφίζουν για να εκλέξουν αντιπροσώπους στα ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα. Ή σωματεία υπαρκτά που έχουν κάποιες εκατοντάδες ή χιλιάδες επιπλέον μέλη που υπάρχουν μόνο στους εκλογικούς καταλόγους.

Φυσικά υπάρχουν και “απλές” νοθείες αποτελεσμάτων είτε με περιφερόμενες κάλπες είτε με αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος.

Τα ψεύτικα μέλη, τα σωματεία-σφραγίδες, τα συνδικάτα που ελέγχονται από τους εργοδότες και οι αντιπρόσωποι που εκλέγονται με βάση τα ρουσφέτια διαμορφώνουν δυστυχώς αυτούς τους συσχετισμούς στην ηγεσία της ΓΣΕΕ.

Το ΠΑΜΕ από την άλλη μεριά αποτελεί σημαντική δύναμη στη ΓΣΕΕ και προσπαθεί να ανεβάσει τα ποσοστά του χρησιμοποιώντας και αυτό αρκετές φορές αθέμιτα μέσα. Χρησιμοποιεί κυρίως τα επιπλέον εγγεγραμμένα ψεύτικα μέλη στα συνδικάτα που ελέγχει και κάποιες φορές συνδικάτα-σφραγίδες. Όταν του έχει δοθεί ευκαιρία “πετάει” έξω από συνδικάτα δυνάμεις και συνδικαλιστές της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Όμως τα περισσότερα συνδικάτα που ελέγχει το ΠΑΜΕ είναι υπαρκτά και κάνουν δράσεις στους χώρους που παρεμβαίνουν και δεν έχουν επαφές και συνδιαλλαγές με κυβερνητικούς και εργοδότες. Είναι ξεκάθαρο ότι την ευθύνη για αυτή την κατάσταση σήψης και διαφθοράς στη ΓΣΕΕ την έχει η εργοδοτική-κυβερνητική πλειοψηφία ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ-Ομάδα Βασιλόπουλου που συνδιοικούν.

Άμεση λύση στο αδιέξοδο!

Το αδιέξοδο στο οποίο έχει φτάσει τώρα η ΓΣΕΕ δεν θα λυθεί εύκολα. Το ΠΑΜΕ δεν ζητάει διορισμό Διοίκησης από τα δικαστήρια, αλλά πλέον το πιο πιθανό σενάριο είναι να συμβεί αυτό.

Διορισμένη διοίκηση είχε η ΓΣΕΕ το 1985, όταν η πλειοψηφία της (μέρος της ΠΑΣΚΕ και δυνάμεις της Αριστεράς), αποφάσισε τότε απεργία κόντρα στην πολιτική λιτότητας Παπανδρέου-Σημίτη και κόντρα στην ηγεσία της ΓΣΕΕ. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μεθόδευσε τις διαδικασίες και με παράνομες αποφάσεις δικαστηρίων, διόρισε νέα διοίκηση στη συνομοσπονδία, που ήταν απεργοσπαστική.

Βέβαια το ΠΑΜΕ έχει προσφύγει για διορισμό Διοίκησης στην ΟΙΥΕ και σε κάποια Εργατικά Κέντρα, παρόλο που δηλώνει ότι δεν το επιθυμεί για τη ΓΣΕΕ.

Η όποια διορισμένη διοίκηση υπάρξει, θα είναι υποχρεωμένη να πάει σε συνέδριο με τους ίδιους αντιπροσώπους. Πάντως και να διαγραφούν οι σύνεδροι που ζητάει το ΠΑΜΕ ή να υπάρξει κάποιος συμβιβασμός στο θέμα αυτό, δεν θα αλλάξουν οι συσχετισμοί και το πρόβλημα εκφυλισμού της ηγεσίας της ΓΣΕΕ δεν θα λυθεί έτσι.

Επίσης οι εργαζόμενοι πρέπει να διαφυλάξουμε τα συνδικάτα από την εμπλοκή της αστικής δικαιοσύνης σε αυτά, που εξυπηρετεί αλλότρια συμφέροντα.

Οι συνδικαλιστικές παρατάξεις της Αριστεράς έχουν αυξημένα καθήκοντα προκειμένου να αλλάξουν αυτή την κατάσταση, που δημιουργεί αλγεινή εντύπωση στους εργαζόμενους και τους αποστρέφει περισσότερο από τα συνδικάτα.

Είχαν γίνει προσπάθειες από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης της Συνομοσπονδίας η ΓΣΕΕ να είναι των εργατών και όχι των εργοδοτών. Από τη δημιουργία της Ενωτικής ΓΣΕΕ, όταν διέγραψαν τους κομμουνιστές από τη ΓΣΕΕ στη δικτατορία Πάγκαλου το 1929, με τον ΕΡΓΑΣ το 1946 λίγο πριν τον Εμφύλιο, με τις 115 ΣΕΟ τη δεκαετία του 1960, μέχρι το 1985 και την παράλληλη διοίκηση της ΓΣΕΕ.

Ένα δίκτυο μαχητικών, αριστερών παρατάξεων, συνδικάτων και αγωνιστών, που θα κάνει συστηματική δουλειά στη βάση για τους εργαζόμενους, θα μπορούσε σταδιακά να αποτελέσει ένα αντίπαλο δέος απέναντι στην εκφυλισμένη ηγεσία της ΓΣΕΕ και μέσω της συμμετοχής περισσοτέρων εργαζομένων στα συνδικάτα, να αλλάξουμε τους συσχετισμούς και να θέσουμε στο περιθώριο τους διεφθαρμένους γραφειοκράτες.

Στον αντίποδα όσων διεξάγονται στα σαλόνια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας βρίσκονται και βρίσκονταν εκατοντάδες μαχητικά σωματεία με εργαζόμενους που δίνουν και έδωσαν αγώνες και αίμα για τα δικαιώματα τους. Ας αποτελέσουν οδηγό μας οι εκατοντάδες νεκροί του εργατικού κινήματος, την μνήμη και τους αγώνες των οποίων τιμούμε την 1η Μάη.

Κι ας γίνει αυτή η κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος, αφετηρία για ανατροπές προς όφελος της εργατικής τάξης!

ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΤΑΞΙΚΑ – ΟΧΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΑ Ή ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΑ