1

Μήνυση σε συνδικαλιστές για πανό του Πολυτεχνείου

του Γιώργου Κυριαζή

 

Στις 13 Νοέμβρη του 2014 o σύλλογος υπαλλήλων του Δήμου Καλλιθέας βάζει πανό στο Δημαρχείο για την επέτειο του Πολυτεχνείου. Εκείνη την ώρα κάνει την εμφάνιση του ο τοτε αντιδήμαρχος κος Σοφιανιδη και απαιτεί «να κατέβει το πανό γιατί χαλάει την αισθητική του Δημαρχείου». Η απάντηση που παίρνει είναι ότι είμαστε στις μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, είναι καθήκον μας σαν εργαζόμενοι, ενεργοί πολίτες, να τιμούμε όσους αγωνίστηκαν και έδωσαν τη ζωή τους για «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» και το πανό έμεινε εκεί. Ο αντιδήμαρχος επιτίθεται με υβριστικούς χαρακτηρισμούς προς τα μέλη του ΔΣ αποκαλώντας τους: «τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι, αργόσχολοι, χαραμοφάηδες, λουφαδόροι, κομματόσκυλα» αποκαλύπτοντας την ιδεολογική και πολιτική του αντίληψη για τους εργαζόμενους.

Ο σύλλογος υπαλλήλων του Δήμου Καλλιθέας βγάζει ανακοίνωση όπου καταγγέλλει την παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης και την αντιδημοκρατική συμπεριφορά του αντιδημάρχου. Παράλληλα o σύλλογος υπαλλήλων στις 24/11/2014 βάζει θέμα στο δημοτικό συμβούλιο και ζητά από το Δήμαρχο και τις δημοτικές παρατάξεις να καταδικάσουν την αντιδημοκρατική συμπεριφορά του αντιδημάρχου. Οι περισσότερες δημοτικές παρατάξεις την καταδικάσαν.

Ο δήμαρχος κ. Κάρναβος ζητούσε να τελειώσει το θέμα εκεί, αλλά δεν καταδίκασε την συμπεριφορά του συνεργάτη του. Αποτέλεσμα της στάσης του Δημάρχου, ήταν να προχωρήσει ο αντιδήμαρχος σε μύνηση ενάντια σε όλα τα μέλη του τότε διοικητικού συμβουλίου για το πανό και την ανακοίνωση – καταγγελία που έβγαλε ο σύλλογος.

Στις 23/10/2018 πραγματοποιήθηκε το πρώτο μέρος της δίκης στο οποίο εξετάστηκε ο μηνυτής και ο μοναδικός του μάρτυρας .

Εκπροσωπώντας επάξια την λογική των κυβερνήσεων των μνημονίων επανέλαβε τους χαρακτηρισμούς του περιφραστικά αυτή την φορά χωρίς να χρησιμοποιεί ύβρεις φθάνοντας όμως , στο σημείο να ισχυριστεί ότι οι 200-230 εργαζόμενοι που ήραν για συμπαράσταση προσήλθαν στο δικαστήριο σαν πρόβατα χωρίς να ξέρουν τον λόγο που βρίσκονταν εκεί.

Ουσιαστικά πρόκειται για μια πολιτική συνδικαλιστική δίκη όπου δικάζεται συνολικά το εργατικό κίνημα και οι εργατικές διεκδικήσεις.

Η συνέχεια λοιπόν στην Ευελπίδων με την εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης στις 26 Οκτώβρη στο Κτιριο 13 και ωρα 9 (η υπόθεση εξετάζεται πρώτη) η τρομοκρατία και οι αντιδημοκρατικές λογικές δεν πρέπει να περάσουν.

 

Ιδού το επίμαχο πανό:




Θεσ/νίκη – Πέμπτη 1/11: Ανοιχτή συνέλευση διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς

Το κλείσιμο ενός κύκλου, το άνοιγμα ενός νέου

Η ανάγκη για ένα κοινό χώρο διαλόγου και δράσης της Αριστεράς

Κάλεσμα για ανοιχτή συνέλευση/συζήτηση στη Θεσσαλονίκη

Καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, εργαζόμενοι, νεολαία, ενταγμένοι ή μη σε πολιτικές οργανώσεις, έδωσαν μεγαλειώδεις μάχες, φέρνοντας στην επιφάνεια την κρίση ηγεμονίας της άρχουσας τάξης. Από τις γενικές απεργίες και τα κινήματα ενάντια στη λεηλασία των κοινών αγαθών (νερό, δάση, ενέργεια, κ.α.) μέχρι το κίνημα των πλατειών, από τη οικοδόμηση νέων σωματείων μέχρι τον αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό αγώνα, η καταστολή και η ιδεολογική τρομοκρατία που ασκήθηκε από το κράτος και το σύνολο των μηχανισμών της αστικής τάξης δεν κατάφεραν να πνίξουν τις οξυμένες κοινωνικές αντιστάσεις.

Ο πυρήνας αυτού του δυναμικού είχε ήδη συναντηθεί σε κοινές κινηματικές διεργασίες από το 2000 και έπειτα, ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τον πόλεμο, ενάντια στην αναθεώρηση του Άρθρου 16, στους δρόμους της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008, κλπ. Μέσα στη νέα κατάσταση, στον ένα ή άλλο βαθμό, αυτοί οι αγωνιστές και αυτές οι αγωνίστριες κατανόησαν στην πράξη ότι χρειαζόταν μια συνολικότερη πολιτική εναλλακτική στο σύστημα της εκμετάλλευσης και της καταστολής.

Η πολιτική απάντηση που κυριάρχησε ήταν αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, που όμως περιείχε στο εσωτερικό του αποκλίνουσες στρατηγικές, τη διαχείριση και την ανυπακοή. Έγινε εμφανές -πριν ακόμη το 2015- ότι η πρώτη ήταν σαφώς ισχυρότερη. Η άνευ όρων παράδοση του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015, παρά το μεγαλειώδες “Όχι” της ελληνικής κοινωνίας, η υποταγή του στον μνημονιακό μονόδρομο και η συνέχιση των πολιτικών του χρέους και της λιτότητας κλείνουν έναν κύκλο. Μέσα σ’ ένα περιβάλλον ήττας, μιας ήττας, που βαραίνει και κοινωνικά, καθώς έχουμε να κάνουμε με τη διάψευση των ελπίδων εκατομμυρίων ανθρώπων, καλούμαστε να βρούμε τους δρόμους, τις δομές και τις διαδικασίες που θα συμβάλλουν στην ανασύνταξη της Aριστεράς και του κινήματος και στο άνοιγμα ενός νέου κύκλου αγώνων.

Το πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται 8 χρόνια μετά την ένταξη της χώρας στις μνημονιακές πολιτικές χαρακτηρίζεται από την ανασύσταση ενός νέου δικομματισμού ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, τον οποίον σφραγίζει η αποδοχή της νεοφιλεύλευθερης ΤΙΝΑ και των πυλώνων που την στηρίζουν: η εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η αποδοχή του χρέους και των πλεονασμάτων για την αποπληρωμή του, η λιτότητα σε βάρος της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων για να ανακάμψει η καπιταλιστική κερδοφορία.

Από την άλλη, στη διεθνή “αρένα” τα σύννεφα πυκνώνουν, καθώς οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί οξύνονται. Και ο ΣΥΡΙΖΑ, πιστός στην υποταγή του στο κατεστημένο, προσδένεται όλο και περισσότερο στο ΝΑΤΟ και στον άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ-Αιγύπτου. Σε μια περίοδο, μάλιστα, που στο τιμόνι των ΗΠΑ βρίσκεται ο πλέον αντιδραστικός και τυχοδιώκτης Πρόεδρος. Απέναντι στους εθνικισμούς, η Αριστερά και τα κινήματα οφείλουν να καλλιεργήσουν δεσμούς αλληλεγγύης ανάμεσα στους λαούς της βαλκανικής και της ευρύτερης περιοχής και να οργανώσουν κοινές μάχες.

Άμοιροι ευθυνών, βέβαια, δεν είναι και οι πολιτικοί σχηματισμοί της ριζοσπαστικής/ αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που αποδείχτηκαν και αυτοί προβληματικοί, για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικές ευθύνες, μεγαλώνοντας, με αυτό τον τρόπο, το κενό έμπνευσης και συμμετοχής των από κάτω στον αγώνα για τις ανάγκες τους. Έτσι, σε μια τέτοια περίοδο, που οι από πάνω δυσκολεύονταν να κυβερνούν και οι από κάτω δεν ήθελαν πια να κυβερνώνται, τα κεντρικά αντικαπιταλιστικά ή ριζοσπαστικά αριστερά σχέδια δεν κατάφεραν να πείσουν και να απευθυνθούν γενικευμένα στο κόσμο της εργασίας και της νεολαίας. Ενδεικτικό, με βάση τα παραπάνω, είναι το γεγονός ότι παρά το πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ στο νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο, κανένα τμήμα της οργανωμένης μαζικής αριστεράς δεν πέτυχε να διευρύνει την εμβέλεια του και να μαζικοποιήσει τις γραμμές του. Ως εκ τούτου, εμφανίζεται ένα μεγάλο κενό πολιτικής εκπροσώπησης στα αριστερά.

Από τη μια, λοιπόν, έχουμε τη διαχειριστική λογική του ΣΥΡΙΖΑ, που ηττήθηκε κατά κράτος. Από την άλλη, ο σεχταρισμός, που μεταφράζεται σε άρνηση συνεργασίας με όποιον δεν αποδέχεται την «μία και μόνη αλήθεια» και ο οποίος χαρακτηρίζει σημαντικό κομμάτι της Aριστεράς σήμερα, είναι επίσης αδιέξοδος και εντείνει την αίσθηση αδυναμίας και απογοήτευσης στους κόλπους της εργατικής τάξης και της νεολαίας.

Είναι, πλέον, φανερό σε όλο και περισσότερες/ους από εμάς ότι χωρίς μια σε βάθος επεξεργασία για τα ζητήματα που άνοιξε η προηγούμενη περίοδος, η Αριστερά θα παραμένει να επικαλείται την επανάσταση χωρίς καμία επαφή με τον κόσμο της δουλειάς ή να φαντάζεται ότι συνομιλεί με πλατιά «εθνικά» ακροατήρια, διστάζοντας να τολμήσει τις αναγκαίες ρήξεις, οργανωτικές και προγραμματικές, απλά παρατηρώντας την γενικευμένη αποστράτευση των δικών της ανθρώπων. Απαιτείται, λοιπόν, σχέδιο ρήξης και ανατροπής του υπάρχοντος συστήματος που θα συνδυάζει τις καθημερινές μάχες με το συνολικό στόχο, διερευνώντας παράλληλα μεταβατικές πολιτικές. Αυτό το κάλεσμα ξεκινά από εμάς στη Θεσσαλονίκη αλλά υπάρχει ανάγκη να παρθούν ανάλογές πρωτοβουλίες και στις υπόλοιπες πόλεις της χώρας.

Έτσι το προσεχές διάστημα, σκοπεύουμε να βαθύνουμε τη συζήτηση πάντα με ανοιχτό, ειλικρινή και συντροφικό τρόπο, με βάση τα παραπάνω συμπεράσματα, πάνω στα εξής ζητήματα:

Πως εξελίσσεται η διεθνής οικονομία; Κατά πόσο έχει ξεπεράσει τη βύθιση του 2008; Ποια είναι η αντίστοιχη κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού; Υπάρχει εναλλακτική εκτός αυτού του πλαισίου και ποιο το μεταβατικό προς τον σοσιαλισμό/κομμουνισμό πρόγραμμα; Υπάρχουν υποκειμενικοί όροι για να διεκδικήσουμε τη ριζική αλλαγή του υπάρχοντος και πώς τους αξιοποιεί η αντικαπιταλιστική και ριζοσπαστική Αριστερά όταν παρουσιάζονται; Ποια είναι τα όρια της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης; Ποιες δομές και διαδικασίες μπορούν να εγγυηθούν την δημοκρατία της βάσης; Σήμερα τι σημαίνει και πως μπορεί να υλοποιηθεί το αναγκαίο ενιαίο μέτωπο;

Πως μεταβάλλονται οι όροι ένταξης του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας στο νέο τοπίο; Ποια είναι η κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος και ποιοι οι δρόμοι ανασυγκρότησής του; Ποια είναι η κατάσταση του φοιτητικού κινήματος και ποια αντίστοιχα μπορεί να είναι μια συντονισμένη πορεία των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων στο εσωτερικό του; Ποια μπορεί να είναι η συμβολή της αριστεράς στην ανασυγκρότηση του αντιπολεμικού- αντιιμπεριαλιστικού κινήματος; Ποιοι οι τρόποι οικοδόμησης σχέσεων διεθνιστικής αλληλεγγύης μεταξύ των λαών της περιοχής;

Εμείς από την πλευρά μας, προκειμένου να διεξαχθεί αυτός ο ανοιχτός διάλογος και για να ξεπεράσουμε τη δογματική αναπαραγωγή αντιλήψεων και συνηθειών που έχουν αποτύχει στην πράξη, επιλέγουμε να διαμορφώσουμε ένα χώρο διαλόγου και κοινής δράσης της αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ένα χώρο συλλογικής επεξεργασίας και σχεδιασμού. Έναν κοινό τόπο για τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Στο δρόμο για την οικοδόμηση μιας νέας Αριστεράς, αντιδιαχειριστικής, συγκρουσιακής, δημοκρατικής και νεολαιίστικης.

Οι οργανώσεις που υπογράφουμε το πιο πάνω κείμενο καλούμε σε ανοιχτή συνέλευση/συζήτηση την Πέμπτη 1 Νοέμβρη στις 19:00 στην ΕΔΟΘ ( Προξένου Κορομηλά 51)

  • Αναμέτρηση
  • Ανασύνθεση-ΟΝΡΑ
  • ΑΡιστερή ΑΝασύνθεση
  • ΑΡιστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση
  • Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση
  • Δίκτυο για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα
  • Δικτύωση για τη ριζοσπαστική αριστερά
  • Κόκκινο Νήμα
  • Ξεκίνημα-Διεθνιστική Σοσιαλιστική Οργάνωση

 

Η εκδήλωση στο fb εδώ




H Aριστερά σε τέλμα- μια μαζική ενιαιομετωπική επαναστατική Αριστερά το ζητούμενο

 του Αλέξη Λιοσάτου

Η επίθεση της άρχουσας τάξης στην εργατική τάξη της Ελλάδας καλά κρατεί μετά από 8 χρόνια μνημονίων και η ήττα που έχει υποστεί ο κόσμος της δουλειάς δείχνει να εμπεδώνεται. Η μεγάλη μείωση που δέχτηκε ο μισθός, η σύνταξη, η αγοραστική δύναμη έρχονται να προστεθούν στην μεγάλη αύξηση της ανεργίας και της επισφάλειας, της αποσάθρωσης των σωματείων και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, των συλλογικών συμβάσεων, της επέκτασης και βουβής αποδοχής της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και τρομοκρατίας.

Καθοριστικό ρόλο στο αίσθημα της ήττας έπαιξε ο εξανδραποδισμός του ΣΥΡΙΖΑ από την αστική τάξη, που βάρυνε αποφασιστικά στη συνείδηση του κόσμου που συμμετείχε σε μαζικούς αγώνες τα προηγούμενα χρόνια. Το 2001-2013 στην Ελλάδα δόθηκαν μεγάλοι εργατικοί και νεολαιίστικοι αγώνες, μεγάλες μάχες του αντιπολεμικού , αντιρατσιστικού και αντιφασιστικού κινήματος. Αυτές οι κοινωνικές μάχες αλληλεπίδρασαν σε μεγάλο βαθμό με την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ (και πριν από αυτόν το «κοινωνικό του αντίστοιχο», το Ελληνικο Κοινωνικό Φόρουμ, ένα μέτωπο αριστερών δυνάμεων σε κοινωνικό πεδίο) στήριξε όλους αυτούς τους αγώνες σε κινηματικό και σε κοινοβουλευτικό πεδίο , μετατρεπόμενος σε «κόμμα-φωνή» των αγωνιζόμενων κλάδων της ελληνικής κοινωνίας. Κατάφερε σταδιακά και ανέπτυξε –εκλογικούς κυρίως- δεσμούς εμπιστοσύνης με την βάση της σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ), της Αριστεράς (κυρίως του ΚΚΕ) και τη νεολαία . Τα ποσοστά του ήταν ανοδικά και κατέληξε να γίνει πρώτα ηγεμονική δύναμη μέσα στην Αριστερά και έπειτα να προσπεράσει εκλογικά τη Σοσιαλδημοκρατία. Αυτή η διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ μοιραία τον κατέστησε ικανό να επιδρά στην ψυχολογία των αγωνιζόμενων μαζών, είτε θετικά (προσμονή για αριστερή κυβέρνηση, ανατροπή μνημονίων, σύγκρουση μετά το δημοψήφισμα) είτε αρνητικά (μετά την «κωλοτούμπα», όπου η πλειοψηφία του αριστερού-αγωνιζόμενου κόσμου έχασε το βασικό «εργαλείο» με το οποίο έβλεπε εφικτή την αλλαγή).

Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε τη στρατηγική «Κυβέρνηση της Αριστεράς», όχι σαν μεταβατικό στάδιο για την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά σαν μεταβατικό στάδιο ενσωμάτωσης της Αριστεράς στον καπιταλισμό, μετατροπής της σε διαχειριστική συστημική δύναμη, εκλογικής χειραγώγησης της εργατικής τάξης και της νεολαίας, ξεδοντιάσματος, παθητικοποίησης και εκλογικής εκτόνωσης του κινήματος αντίστασης. Και απ’ ότι φαίνεται τα κατάφερε περίφημα. Μετά το 2013 η κοινωνική πλειοψηφία περίμενε την εκλογική λύση και τον άφθαρτο Τσίπρα προσωπικά, που δεν ήταν «λαμόγιο σαν τους ΠΑΣΟΚ-ΝΔ», να σκίσει τα μνημόνια,να μας κρατήσει στο ευρώ και να βελτίωσει και λίγο το οικονομικό μας επίπεδο, ή τουλάχιστον «να σταματήσει την καταστροφή» . Την τελευταία 5ετία αυτή η παθητικότητα όχι μόνο δεν έχει σπάσει, αλλά έχει βαθύνει. Πλέον στο όνομα της Αριστεράς υπογράφτηκε μνημόνιο, υλοποιούνται σκληρά αντεργατικά-αντικοινωνικά μέτρα, που σίγουρα φθονούν ο ΓΑΠ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Έχουν ενισχυθεί απόψεις όπως «όλοι ίδιοι είναι, οι αγώνες δεν κάνουν τίποτα, η Αριστερά εντάσσεται κι αυτή στο συστημικό κάδρο, το σύστημα είναι ανίκητο, είμαστε δέσμιοι της ΕΕ» κλπ.

Αυτή η απογοήτευση και η απώλεια του «ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς» μπορούν να αποτελέσουν το έδαφος για την αντεπίθεση της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς, το λίπασμα για τις πιο συντηρητικές μετατοπίσεις και ιδέες. Στοιχεία αυτής της τάσης βλέπουμε ήδη στις εξορμήσεις για το Μακεδονικό και την αποθράσυνση των φασιστικών συμμοριών, την συνδιοργάνωση συλλαλητηρίων από το «ενιαίο μέτωπο» Δεξιάς-Φασιστών, τη δημιουργία νέων ακροδεξιών κομμάτων με δημοσκοπική ανίχνευση, τη χρηματοδότηση των φασιστών από επιχειρηματίες τύπου Ιβάν Σαββίδη (βλέπε φασιστικές επιθέσεις «ΠΑΟΚτσήδων», επιθέσεις «Ποντίων» στον Μπουτάρη ) κ.ο.κ. Σε πολύ μικρότερο επίπεδο –δυστυχώς- , μπορούν να αποτελέσουν μια αφορμή και μια βοήθεια για να ξεκαθαρίσουν οι αυταπάτες και οι σωστές ή λάθος απόψεις, στον κόσμο της Αριστεράς . Και για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα από αυτή τη διαδικασία να περάσουν οι ίδιες οι οργανώσεις της Αριστεράς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πάτησε πάνω στην ιστορία των Φόρουμ και συγκροτήθηκε ως μέτωπο της ρεφορμιστικής , ριζοσπαστικής και επαναστατικής Αριστεράς. Κυρίαρχη δύναμη βεβαίως ήταν ο ΣΥΝασπισμός, αλλά χαρακτηριζόμενος τόσο από τη στροφή προς τα αριστερά (απορρίπτοντας –στα λόγια- τον κυβερνητισμό και την κεντροαριστερά) όσο και από παραχωρήσεις/υποχωρήσεις προς την άκρα Αριστερά . Οι υποχωρήσεις-ταλαντεύσεις του ΣΥΝ είχαν να κάνουν με την επιτυχία του εκλογικού εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ, με την αθρόα συσπείρωση ριζοσπαστικών ακροατηρίων και με την αριστερόστροφη επίδραση αυτών μέσα στο εγχείρημα. Έτσι κατάφερε να μπει για τα καλά «στο μάτι» της ελληνικής άρχουσας τάξης, με κορυφαία στιγμή –κατά τη γνώμη μου- τη στήριξη της βίαιης εξέγερσης του Δεκέμβρη.

Ωστόσο ο ΣΥΝ ήταν ρεφορμιστική δύναμη και δεν το έκρυψε ποτέ. Το ενδεχόμενο να βρεθεί προ κυβερνητικών ευθυνών ήταν δεδομένο ότι θα αντιμετωπιστεί από την ηγεσία του (Τσίπρας) ακριβώς με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε: διαχειριστικά και σε συνεννόηση με την άρχουσα τάξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι η «προδοσία» του ΣΥΡΙΖΑ ήταν νομοτελειακή , ή ότι η επίδραση της προδοσίας του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα θα ήταν νομοτελειακά τόσο εκτεταμένη. Θεωρητικά υπήρχε το ενδεχόμενο να νικήσουν οι δυνάμεις της επαναστατικής/άκρας Αριστεράς-αριστερής πτέρυγας εντός ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό ενδεχομένως με τη βοήθεια των δυνάμεων της εκτός ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς.

Υπήρχε η περίπτωση να ανατραπεί η μνημονιακή συνθηκολόγηση Τσίπρα από τα Αριστερά, με μαζικές απεργίες , διαδηλώσεις και καταλήψεις που θα καθοδηγεί η άκρα Αριστερά.

Υπήρχε η περίπτωση να ανατραπεί η κλίκα Τσίπρα μέσα στο κόμμα ΣΥΡΙΖΑ πριν συνθηκολογήσει.

Υπήρχε η περίπτωση να κρατήσει ο Τσίπρας την (μνημονιακή) κυβέρνηση, αλλά να πεταχτεί έξω από το κόμμα του.

Υπήρχε η περίπτωση να τον ρίξει το κόμμα του.

Υπήρχε και η περίπτωση να μη γίνει τίποτα από αυτά, αλλά η Αριστερά (αποχωρήσαντες από τον ΣΥΡΙΖA και υπόλοιποι να δημιουργήσουν ένα σοβαρό ρήγμα στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ και να διατηρήσουν ζωντανά την ελπίδα και το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, συνεχίζοντας με αξιώσεις (αν και από χειρότερες θέσεις) τη μάχη για την εργατική τάξη, λειτουργώντας συσπειρωτικά και προετοιμάζοντας το επόμενο κύμα αγώνων.

Εδώ και πολύ καιρό βεβαίως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι κανένα από αυτά τα ενδεχόμενα δεν πραγματώθηκε, αφενός γιατί το εργατικό κίνημα αποκλιμακώθηκε και τέθηκε «εν υπνώσει» μετά την κορύφωση του 2010-12, αφετέρου γιατί ούτε οι δυνάμεις της επαναστατικής/άκρας Αριστεράς είχαν τα μεγέθη, την αναγνωρισιμότητα αλλά και τις ικανότητες να τα καταφέρουν.

Αριστερή Πλατφόρμα

Η Αριστερή Πλατφόρμα ήταν ο κορμός της αριστερής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ. Κυρίαρχη δύναμη μέσα σε αυτήν ήταν το Αριστερό Ρεύμα. Το Αριστερό Ρεύμα εντάχθηκε με ενθουσιασμό στο σχέδιο «Κυβέρνηση Αριστεράς», από το 2011, συμβάλλοντας στις αυταπάτες ότι η Κυβέρνηση της Αριστεράς θα υλοποιηθεί μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα. Ενώ αντιπολιτεύτηκε σε εσωκομματικό επίπεδο τον Τσίπρα, με κέντρο τις συμμαχίες και το νόμισμα, ενώ πολέμησε εσωκομματικά το αντιδραστικό ευρωκομμουνιστικό σχέδιο «ειρηνικής μεταρρρύθμισης» της ΕΕ, το δημόσιο στίγμα του Αρ.Ρ. εξέπεμπε πίστη ότι την κρίσιμη στιγμή ο Τσίπρας θα διαλέξει τη ρήξη με την ΕΕ, ότι δεν θα προδώσει τις λαϊκές ελπίδες, ότι θα πιεστεί ενδεχομένως να το κάνει από την Αριστερή Πλατφόρμα. Σε κανένα σημείο η Αρ.Πλ. δεν αμφισβήτησε το σχέδιο Τσίπρα και δεν διεκδίκησε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό που έπρεπε να κάνει είναι να εξηγεί ότι το σχέδιο «Κυβέρνηση της Αριστεράς» δεν είχε τίποτα κοινό με το σχέδιο Τσίπρα, ότι προϋπόθεση για να νικήσει το κομμουνιστικό-μεταβατικό σχέδιο για την Κυβέρνηση της Αριστεράς είναι να ηττηθεί η σοσιαλδημοκρατική-δεξιά στροφή του Τσίπρα, να προειδοποιεί δημόσια ότι οι λαϊκές ελπίδες θα προδοθούν. Σε πολλές περιπτώσεις η κριτική στον Τσίπρα αυτοπεριοριζόταν εν μέρει εσωκομματικά και σχεδόν ποτέ δημόσια «για να μην δοθούν αφορμές για πόλεμο των Σαμαροβενιζέλων απέναντι στην Αριστερά». Όμως έτσι χανόταν από το κάδρο το απαραίτητο στοιχείο της κριτικής σε μια ηγεσία που οδηγούσε νομοτελειακά στην προδοσία, στον ταξικό συμβιβασμό. Αν δεν έχανε ο Τσίπρας στον ΣΥΡΙΖΑ, θα έχανε η εργατική τάξη στην κοινωνία.

Αλλά στην πραγματικότητα το πρόβλημα είναι βαθύτερο για το Αριστερό Ρεύμα. Στην πραγματικότητα , ως τάση του ΣΥΝ, είχε υιοθετήσει εξίσου μια ρεφορμιστική εκδοχή του «σοσιαλισμού από τα πάνω» , μιας κυβέρνησης διαχείρισης του καπιταλισμού και ταξικής συνεργασίας, όπου ο λαός απλά θα έχει δευτερεύοντα λόγο. Το σχήμα του όλου ΣΥΝ για τον σοσιαλισμό ή την υπέρβαση του καπιταλισμού έλεγε πως η Αριστερά θα βρίσκεται στην κυβέρνηση και ο λαός απλά θα «πιέζει» για φιλολαϊκές αλλαγές. Αυτή ήταν η βάση για την ειρηνική συνύπαρξη Αρ.Ρεύματος και Ανανεωτικής/Δεξιάς πτέρυγας του ΣΥΝ, αλλά και οι ατελείωτες ενδοεπικοινωνίες και συνεννοήσεις σε όλη την ιστορία του ΣΥΝ. Αυτή ήταν και η βάση για τη «συντροφική κριτική» στον εκάστοτε πρόεδρο του κόμματος, και στο Τσίπρα συγκεκριμένα, τη στιγμή που ο Τσίπρας έστριβε δεξιά κι έσκαβε τον λάκκο των , ομοϊδεατών κατά βάση, συντρόφων του.

Τουλάχιστον όμως, ο Π.Λαφαζάνης και το Αρ.Ρ., υπερασπίζονταν και μια σειρά σωστές απόψεις την εποχή του ΣΥΡΙΖΑ. Από το 2011 ο Π.Λ ασκούσε κριτική στον Τσίπρα ότι η «αντικαθιστά την συμπαράταξη της Αριστεράς με το αντιμνημονιακό μέτωπο». Η Αρ.Πλ. υπερασπιζόταν παθιασμένα το μέτωπο όλης της Αριστεράς (και του ΚΚΕ, παρά την άρνησή του)και επισήμαινε σωστά ότι το αντιμνημονιακό μέτωπο χωρίς ταξικό πρόσημο μπορεί να οδηγήσει σε κεντροαριστερή στροφή. Όλα αυτά ξεχάστηκαν όμως με την ίδρυση της ΛΑΕ, το καλοκαίρι του 2015.

ΛΑΕ

Στα πρώτα χρόνια του ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούσε ως μέτωπο συνιστωσών και καλούσε όλη την Αριστερά σε συμπαράταξη. Αυτό ήταν ένα βασικό χαρακτηριστικό που έκανε το ΣΥΡΙΖΑ πόλο έλξης και διεμβόλισε σημαντικά τη βάση του ΚΚΕ. Από το 2009 ξεκίνησαν οι πιέσεις για «ενιαιοποίηση του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ» , που προχώρησαν το 2012, αλλά τουλάχιστον ακόμα και τότε το Αρ. Ρ. συνέχισε να μιλά για συμπαράταξη της Αριστεράς, μέχρι και το 2015. Η συμπαράταξη της Αριστεράς απέναντι στις κεντροαριστερές συμμαχίες ήταν το κέντρο όλων των τοποθετήσεων της Α.Πλ. απέναντι στη δεξιά πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ.

Όταν όμως το Αριστερό Ρεύμα χρειάστηκε να πάρει την πρωτοβουλία για να δημιουργήσει νέο φορέα της Αριστεράς και να διεκδικήσει τον κόσμο των αγώνων από τον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, επέβαλε στη ΛΑΕ ένα προφίλ διεκδίκησης όχι συμπαράταξη της Αριστεράς, αλλά πατριωτικού αντιμνημονιακού μετώπου . Παράλληλα υιοθέτησε για λογαριασμό της ΛΑΕ μια σειρά ακόμα χαρακτηριστικά του ΣΥΝ, όπως αρχηγοκεντρισμό, έμφαση στα ΜΜΕ και κοινοβουλευτικοκεντρισμό, διγλωσσία (άλλα γράφουν οι αποφάσεις, άλλα λέμε στα ΜΜΕ). Έπιασε το νήμα όχι από τον πετυχημένο ΣΥΡΙΖΑ των πρώτων χρόνων (μέτωπο συνιστωσών) αλλά από τον προεδρικό ΣΥΡΙΖΑ-ενιαίο κόμμα του 2012 που ετοίμαζε τη δεξιά στροφή. Από τη συζήτηση που άνοιγε ο Λαφαζάνης για τον σοσιαλισμό και τον μπολσεβικισμό του 21ου αιώνα, το γύρισε στην αναπτυξιολογία , στην ανασυγκρότηση της Ελλάδας με δραχμή! Το «συμπαράταξη της Αριστεράς για ρήξη με την ΕΕ και το ντόπιο κατεστημένο και την υπέρβαση του καπιταλισμού» (έστω με τα προβλήματα και τις αντιφάσεις του Αρ.Ρ.) μετατρεπόταν σε μήνυμα «ψηφίστε μας για να κυβερνήσουμε με δραχμή». Έτσι ο «καπετάνιος» αποδεικνυόταν γυμνός : ασυνεπής με το προφίλ που είχε καλλιεργήσει τα προηγούμενα χρόνια και παράλληλα ανεπαρκής για ηγεσία ενός νέου αριστερού μετώπου, ανεπαρκής για να τον εμπιστευτεί ο κόσμος στη μάχη απέναντι στη μνημονιακή προδοσία. Η ανεπάρκεια που αποκαλυπτόταν τώρα, φώτιζε καλύτερα αναδρομικά τις αυταπάτες και τις ανεπάρκειες που οδήγησαν στην ήττα από τον Τσίπρα, στην μη έγκαιρη προετοιμασία, στην αναποτελεσματική μάχη ενάντια στο προεδρικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή είναι η βάση της αρχικής ελπίδας και της επακόλουθης άμεσης και ραγδαίας απελπισίας των συμμετεχόντων στη ΛΑΕ, η βάση της όλο και μεγεθυνόμενης αποσυσπείρωσής της και της οριστικής χρεοκοπίας της ως μετωπικό εγχείρημα της Αριστεράς.

ΚΚΕ

Το 2004-2012, το ΚΚΕ βρέθηκε σαφώς στα δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ και γι αυτό σταδιακά έχασε και την ηγεμονία του μέσα στην Αριστερά, αλλά και τμήμα της αριστερής του βάσης. Η πολιτική του στόχευε στη συντήρηση δυνάμεων, στην ελεγχόμενη κινηματική αντιπολίτευση , στην παθητική κριτική του καπιταλισμού και στην παραπομπή του σοσιαλισμού στο μακρινό μέλλον, αφού πρώτα ενισχυθεί εκλογικά το ΚΚΕ. Μέχρι τότε δεν μπορούσε να αλλάξει τίποτα, δεν μπορούσε να επιτευχθεί καμία νίκη, αλλά με υπομονή και ψήφο την ψήφο, στη σοσιαλιστική δευτέρα παρουσία όλα θα αλλάζανε, αυτό το μοτίβο καθόριζε την τακτική του. Επρόκειτο για μια βαθιά συντηρητική και ηττοπαθή πολιτική μέσα στην Αριστερά που φάνηκε μέσα από δεκάδες παραδείγματα: διάσπαση απεργιακών και κινηματικών προτάσεων , διάσπαση των δυνάμεων στα εργατικά μπλοκ διαδηλώσεων, εναντίωση σε προτάσεις για απεργίες διαρκείας, υποτίμηση του αντιρατσιστικού και αντιφασιστικού κινήματος, κραυγαλέα υποτίμηση του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος και των Φόρουμ, εναντίωση στις φοιτητικές καταλήψεις του άρθρου 16 (2006-2007), εναντίωση στην εξέγερση του Δεκέμβρη (2008), εναντίωση στο κίνημα των πλατειών – περικύκλωση της Βουλής για να την προστατεύσει από τα επεισόδια (2011) , δεκάδες λιβανίσματα, χειροκροτήματα και εύσημα αστών πολιτικών κι εκπροσώπων για το ΚΚΕ που «είναι ένα σοβαρό κόμμα», μποϊκοτάζ του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015 (όπου η συντριπτική πλειοψηφία της εκλογικής του βάσης αγνόησε τη γραμμή της ηγεσίας) κι άλλα.

Η από τα αριστερά πίεση που δέχτηκε το ΚΚΕ τα προηγούμενα χρόνια αποτυπώθηκε σε μαζικές διαγραφές κι αποχωρήσεις , αλλά και σε φυσιογνωμικές αλλαγές (πχ λεκτική αμφισβήτηση της θεωρίας των σταδίων και ακύρωση της πρότασης για «αντι-ιμπεριαλιστική-αντιμονοπωλιακή συμμαχία» που εμφανιζόταν ως στάδιο πριν την ανατροπή του καπιταλισμού) που οδήγησαν άλλους σταλινογενείς πολιτικούς χώρους σε κριτική του ΚΚΕ για …τροτσκιστική απόκλιση.

Στην πραγματικότητα όμως, το ΚΚΕ παραμένει το συντηρητικό ρεφορμιστικό κόμμα που όλοι γνωρίσαμε, ένα κόμμα που δεν μπορεί να οδηγήσει την εργατική τάξη σε νίκες .Από την ιστορία της περασμένης 20ετίας αυτό επιβεβαιώθηκε σε πληθώρα παραδειγμάτων. Όποτε το σύστημα κινδύνευε πραγματικά, το ΚΚΕ βρισκόταν πίσω, απ’ έξω ή απέναντι από τις κινηματικές εκρήξεις. Όταν ακολουθούσε η άμπωτη του κινήματος, το ΚΚΕ «ρέφαρε» πολιτικά κι εκλογικά, αξιοποιώντας την μεγάλη υπεροχή του σε οργανωτικές δυνάμεις συγκριτικά με την υπόλοιπη Αριστερά, με συμβολικές διαδηλώσεις και απεργίες.

Και αυτό συμβαίνει και σήμερα. Στο έδαφος της βαθιάς ήττας του κινήματος και της Αριστεράς που έκλεισαν τον κύκλο 2000-2015, το ΚΚΕ αξιοποιεί το μονοπώλιό του ως αριστερή δύναμη στη Βουλή και τις μεγάλες οργανωτικές του δυνάμεις και σήμερα φαντάζει και πάλι σανίδα σωτηρίας για αρκετό κόσμο της Αριστεράς. Η ήττα της Αριστεράς και η αποτυχία-διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμη της Αριστεράς αξιοποιείται για να ξεπροβάλει το ΚΚΕ και πάλι ως «σταθερή αξία». Το γεγονός ότι οι μαζικοί αγώνες έχουν εκλείψει, οι υπαρκτές αντιστάσεις έχουν ελαχιστοποιηθεί και το γεγονός ότι το ΚΚΕ μπορεί να κινητοποιεί πολύ περισσότερο κόσμο στους δρόμους από κάθε άλλον, και να διαδηλώνει με σχετική μαζικότητα και συχνότητα, για πολλούς μοιάζει σαν πρωτοκαθεδρία στο κίνημα, στην αντίσταση στο πεζοδρόμιο. Γι αυτό και το ΚΚΕ έχει επαναπαυτεί σήμερα επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ακόμα περισσότερο. Οι απεργίες και οι διαδηλώσεις του, συμβολικές ούτως ή άλλως, έχουν αραιώσει, αφού δεν του μπαίνει πλέον –εκλογική- πίεση από τα αριστερά. Για όποιον-α λοιπόν δε βλέπει ή δεν πιστεύει πλέον ότι μπορούμε να νικήσουμε τους καπιταλιστές ή να φτιάξουμε μια νέα Αριστερά, το ΚΚΕ αποτελεί εκλογικό καταφύγιο, την μοναδική υπαρκτή μαζική φωνή που πρέπει να ενισχυθεί γιατί τουλάχιστον «ακούγεται» και «το παλεύει» . Πρόκειται για απόλυτα κατανοητή στάση, πλην όμως λάθος. Γιατί είναι δεδομένο , ακόμα και από την πρόσφατη ιστορία του, ότι το ΚΚΕ θα παίξει ρόλο πυροσβέστη , διασπαστή ή υπονομευτή και στις επόμενες πλημμυρίδες κι εκρήξεις του κινήματος.

Με τον κόσμο του ΚΚΕ έχουμε και πάλι το καθήκον της απεύθυνσης για κοινή δράση , για νίκες στο σήμερα και όχι στο μακρινό μέλλον, της ανάδειξης του συντηρητισμού της ηγεσίας του, παράλληλα με τη συζήτηση για να φτιάξουμε (με κόσμο του ΚΚΕ, αλλά έξω από το ΚΚΕ) την επαναστατική Αριστερά που χρειαζόμαστε. Να συζητήσουμε ότι παρά την ταξική φλυαρία, όταν η ελληνική αστική τάξη σφίγγει τα λουριά, το ΚΚΕ και σήμερα δείχνει να ευθυγραμμίζεται.

Είναι χαρακτηριστικό το τελευταίο εννιάμηνο, όπου ΚΚΕ και ΛΑΕ ανταγωνίζονται σε εθνικιστικές δηλώσεις αστικής νομιμοφροσύνης, από τον αντιτουρκισμό μέχρι τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο για τις ΑΟΖ των Λάτσηδων, και από τον «αλυτρωτισμό των Σκοπίων» μέχρι το καλόπιασμα του ελληνικού στρατού, του βασικού δηλαδή μηχανισμού εξουσίας της αστικής τάξης, κάνοντας κριτική στην κυβέρνηση από τα δεξιά.

ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν το πιο πετυχημένο (από άποψη πλατύτητας, αναγνωρισιμότητας, μακροβιότητας) μέτωπο της επαναστατικής αριστεράς (Επ.Α.) στην Ελλάδα, πρωταγωνιστώντας κινηματικά, καταφέρνοντας να συσπειρώσει κάποιες χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες στον δρόμο , έχοντας μια καλή δημόσια καταγραφή για τα δεδομένα της επαναστατικής αριστεράς στην Ελλάδα.

Στην Επ.Α. όμως η κριτική οφείλει γίνεται με διαφορετικά κριτήρια απ’ ότι στη ρεφορμιστική Αριστερά. Για παράδειγμα δεν αρκεί να επικροτήσουμε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ επειδή έχει πολύ ορθότερη τοποθέτηση στα εθνικά θέματα ή για την μεγαλύτερη έμφαση που δίνει στο κίνημα σε σχέση με τη ΛΑΕ. Ούτε από την σχετικά μεγάλη αναγνωρισιμότητα «για τα συνηθισμένα δεδομένα της Επ.Α.», που άλλωστε συνεχίζει να καταγράφεται στο περιθώριο του πολιτικού σκηνικού . Εξάλλου η δύναμη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που καταγράφεται στους δρόμους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην οργανωμένη δύναμη και την επιρροή του ΝΑΡ και του ΣΕΚ, μακράν των δυο μεγαλύτερων οργανώσεων της Επ.Α. στην Ελλάδα. Η Επ.Α. μετριέται με το ποια τακτική επιλέγει για να συνδεθεί με ευρύτερες πλειοψηφίες εργαζομένων, με το πόσο καταφέρνει να διαλύσει τις ρεφορμιστικές αυταπάτες της συντριπτικής πλειοψηφίας των αγωνιστικών πρωτοποριών, με το πόσο καταφέρνει να αποσπάσει τον κόσμο από την επιρροή των ρεφορμιστικών κομμάτων και να αλλάξει τον συσχετισμό ρεφορμισμού-επανάστασης υπέρ της δεύτερης, με το πόσο συμβάλλει στο προχώρημα των συνειδήσεων και στις νίκες προς όφελος της εργατικής τάξης.

Στα παραπάνω καθήκοντα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έπαψε να μετράει κατά βάση αποτυχίες. Σε μεγάλο βαθμό συγκροτήθηκε ως αντίβαρο στην πίεση του ΣΥΡΙΖΑ πάνω σε εκείνο το τμήμα της άκρας Αριστεράς που δεν ήθελε καμία σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η στάση αυτή παθητικής αντιμετώπισης και αυτοπεριχαράκωσης δεν δικαίωσε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε ρόλο «μικρού ΚΚΕ» μπορεί να επιχαίρει εκ των υστέρων για την πρόβλεψη της προδοσίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτή η πρόβλεψη καθόλου δεν την βοήθησε να βαθύνει τη σχέση της με την εργατική τάξη, να την απεγκλωβίσει από τον ρεφορμισμό, να την πείσει για την επαναστατική ανατροπή, να φέρει πιο κοντά τον στόχο οικοδόμησης επαναστατικού κόμματος. Δεν βοήθησε τον κόσμο που πίστεψε στον ΣΥΡΙΖΑ να ξεπεράσει τις αυταπάτες του με κριτική «από την ίδια μεριά του οδοφράγματος», αλλά στάθηκε απέναντι και απομονώθηκε. Δεν κατάφερε να βοηθήσει ουσιαστικά την εργατική τάξη να ανατρέψει την πορεία του Τσίπρα προς τα δεξιά και την προδοσία, αλλά ούτε και την Αριστερή Πλατφόρμα να δώσει πιο αποτελεσματικά τη μάχη απέναντι στον Τσίπρα, άρα καταγράφτηκε ως μια ακόμα αναποτελεσματική Αριστερά. Η παθητική στάση απέναντι στο εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ, το ξέκομμα από τις μαζικές εμπειρίες και ανάγκες του κόσμου, η καταγγελιολογία και οι λογικές αυτόκλητης πρωτοπορίας που αναγνωρίζεται ως πρωτοπορία μόνο από τον εαυτό της δεν αποδείχθηκαν αποτελεσματικά εργαλεία. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (όπως και τα προγονικά της σχήματα) την περίοδο των αγώνων τα έδινε όλα, αλλά την πολιτική αίγλη και επιρροή της Αριστεράς -και μέσα σε αυτήν την πολιτική υπεραξία που παρήγαγε η κινηματική δράση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ- την καρπωνόταν όλη ο ΣΥΡΙΖΑ, με κορυφαία στιγμή το 2012 που σάρωσε. Το 2012-2015 που ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε σε τροχιά βίαιης δεξιάς «ωρίμανσης» , ξανά και ξανά αποδείχθηκε ότι η πιο αναγνωρίσιμη αλλά και επικίνδυνη αντιπολίτευση στον Τσίπρα (παρά τις μεγάλες ανεπάρκειές της) προερχόταν μέσα από την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ και όχι από την υπόλοιπη Αριστερά . Παράλληλα υπήρξαν και υπάρχουν οι αντιφάσεις που προκύπτουν μεταξύ των διαφόρων συνιστωσών του, και δεν σταμάτησαν ποτέ οι προστριβές που σχετίζονται με τον αρχηγικό ρόλο που είχε και έχει το ΝΑΡ (ανάλογο με τον ρόλο που έχει το Αρ.Ρ. στη ΛΑΕ) . Ο τελικός απολογισμός έγραψε διαχρονική εκλογική αποτυχία και οργανωτική στασιμότητα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που αποτέλεσαν την βάση για την αποχώρηση των ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ (3η και 4η μεγαλύτερη δύναμη της αρχικής ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Πρακτικά δεν κατάφερε να πείσει ως μέτωπο, να διευρυνθεί και να εντάξει νέες δυνάμεις , κατέληξε σε στασιμότητα και κλυδωνισμούς εντός της συμμαχίας, σε αποχωρήσεις, σε κρίση αλλά και σε διασπάσεις των οργανώσεών της, σε προσπάθεια αλλαγής φυσιογνωμίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς το σεχταριστικότερο-«κομματικότερο» κ.ο.κ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ , αποδεδειγμένα σήμερα μετά από 10 χρόνια, δεν μπορεί να ισχυρίζεται με αξιώσεις ότι ούτε ότι πέτυχε τους στόχους της ούτε ότι μπορεί να παίξει προωθητικό ρόλο ως τέτοια στην ανασυγκρότηση της Αριστεράς – το ίδιο ισχυρίζονται και πολλοί-ές που συμμετείχαν εξαρχής , για χρόνια και με ενθουσιασμό στο εγχείρημα αυτό.

Ανάγκη για χτίσιμο μιας νέας επαναστατικής αριστεράς- ανάγκη για Ενιαίο Μέτωπο της Αριστεράς

Η ανατροπή του καπιταλισμού και η αναγκαία οικοδόμηση ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος είναι σαφώς ο «τελικός στόχος» στον οποίο λογοδοτεί η αναζήτηση της μιας ή της άλλης τακτικής των επαναστατών-σοσιαλιστών.

Πώς όμως θα φτάσουμε στον τελικό στόχο; Αν μπορούσε να το κάνει η κάθε μικρή δύναμη της άκρας αριστεράς «από μόνη της», αυτό θα είχε φανεί ήδη. Η Επ.Α. στην Ελλάδα (και διεθνώς βεβαίως) δεν παύει να έχει μεγάλες ανεπάρκειες οργανωτικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Η κάθε οργάνωση μεμονωμένα δεν δύναται να οδηγήσει τους εργατικούς αγώνες σε νίκη (ούτε καν σε επιμέρους εργασιακούς χώρους και κλάδους) , πολύ περισσότερο δεν δύναται να τους οδηγήσει στην ανατροπή του καπιταλισμού. Αλλά και όλες οι οργανώσεις της να ενώνονταν, ούτε αυτό θα ήταν αρκετό για να λύσει τα υπαρκτά προβλήματα στις απαντήσεις, τις τακτικές την ισχνότητα της σχέσης της με την εργατική τάξη.

Επιπλέον, τα πράγματα γίνονται πολύ πιο δύσκολα από τις απανωτές ήττες που έχει υποστεί η εργατική τάξη, από το χτύπημα των εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, από την υπαρκτή απαξίωση των συνδικάτων, τον πολύ μικρό βαθμό συνδικαλισμού της εργατικής τάξης (ιδιαίτερα της νέας), το βάρος που δημιουργούν όλα αυτά στην αυτοπεποίθηση των εργατών, τη συκοφάντηση των μαρξιστικών-σοσιαλιστικών ιδεών (από τον καπιταλισμό αλλά και τον σταλινισμό), την μεγάλη αποϊδεολογικοποίηση που χαρακτηρίζει την εποχή μας (η οποία σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και στα λάθη και «προδοσίες» της Αριστεράς, που έχουν εμπεδώσει ξανά και ξανά ότι «αριστερά και δεξιά όλοι ίδιοι είναι»), στην επιφύλαξη μεγάλου τμήματος των «από κάτω» απέναντι στην έννοια της στράτευσης, της οργάνωσης, του σοσιαλιστικού οράματος .

Η φύση των αγώνων της εργατικής τάξης απέναντι στους καπιταλιστές εμπεριέχει την έννοια του Ενιαίου Μετώπου (ΕΜ), την ενότητα δράσης για τη μέγιστη συσπείρωση δυνάμεων απέναντι στον καπιταλισμό. Από τις απαρχές του εργατικού κινήματος στα μέσα του 19ου αιώνα , η εργατική τάξη έδωσε τις μάχες ενωμένη μέσα από τις οργανώσεις της (σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, συνδικάτα, σύλλογοι κλπ) , παρότι μέσα σε αυτές συνυπήρχαν διαφορετικές ιδέες και στρατηγικές. Η παράδοση αυτή εφαρμόστηκε και τεκμηριώθηκε θεωρητικά από την κομμουνιστική παράδοση (Μπολσεβίκοι, 3η διεθνής). Παρά την προδοσία της Σοσιαλδημοκρατίας και τη ρήξη που προκάλεσε ο σοσιαλσωβινισμός του 1914 στα κόμματα της Εργατικής τάξης, το ΕΜ ήταν η μέθοδος ώστε να ενώνονται οι δυνάμεις των εργατικών οργανώσεων απέναντι στον κοινό εχθρό και ταυτόχρονα να αλλάζουν οι συσχετισμοί μεταξύ ρεφορμιστών κι επαναστατών υπέρ των δεύτερων, αφού αποδεικνύονταν οι συνεπέστερες και αποτελεσματικότερες δυνάμεις μέσα στις μεγάλες απεργιακές μάχες και τις επαναστατικές φλόγες. Το ΕΜ δεν ήταν δυνατό να εφαρμόζεται πάντα, γιατί οι επαναστάτες ήταν πολύ μικροί, γιατί οι ρεφορμιστές ήταν αρκετά δεξιοί ή γιατί η ύφεση του εργατικού κινήματος δεν πίεζε αρκετά τα ρεφορμιστικά κόμματα, αλλά οι Κομμουνιστές πάντα έπρεπε να επικαλούνται την ανάγκη του ΕΜ και να απευθύνονται στις ρεφορμιστικές ηγεσίες για μεγάλες και μικρές μάχες της τάξης.

Αν οι ρεφορμιστές δέχονταν, τότε ενισχυόταν ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό και ταυτόχρονα οι επαναστάτες είχαν μεγαλύτερες δυνατότητες να πείσουν ότι είναι καλύτεροι υπερασπιστές της εργατικής τάξης και να ενισχύονται. Αν οι ρεφορμιστές αρνούνταν, τότε οι επαναστάτες κέρδιζαν και πάλι σε επιρροή γιατί οι εργάτες κατανοούσαν την αναγκαιότητα της ενότητας στη δράση, ενώ η ευθύνη της διάσπασης των δυνάμεων μπορούσε να αποδοθεί στους ρεφορμιστές ηγέτες που εκτίθεντο στα μάτια της βάσης τους.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των τραγικών ηττών που μπορούν να προκύψουν για την εργατική τάξη και την Αριστερά από την αποτυχία συγκρότησης ενιαιομετωπικής δράσης αποτελεί η άνοδος του Χίτλερ στη Γερμανία του ’30, τη χώρα με το ισχυρότερο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα στη Δυτική Ευρώπη.

Το ΕΜ εκ φύσεως έχει προϋποθέσεις (να δεχτούν οι ρεφορμιστές τον κοινό αγώνα σε συγκεκριμένα αιτήματα που προωθούν τη μάχη της εργατικής τάξης απέναντι στον καπιταλισμό) και κρύβει παγίδες για τους επαναστάτες , που μπορεί να υποπέσουν σε υπεραριστερά λάθη (σεχταρισμός) και δεξιά (συμφιλιωτισμός με τους ρεφορμιστές ηγέτες). Απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι συμφωνίες να γίνονται δημόσια, και οι επαναστάτες να μην υποστέλλουν στο ελάχιστο ούτε την πολιτική (ελευθερία απόλυτης κριτικής στους ρεφορμιστές χωρίς λογοκρισία και αυτολογοκρισία) ούτε την οργανωτική τους ανεξαρτησία. Επιπλέον όταν χαράχτηκε η τακτική του ΕΜ αφορούσε μαζικά εργατικά σοσιαλδημοκρατικά κι κομμουνιστικά κόμματα και κι ένα επίπεδο ταξικής πάλης πολύ ψηλότερο από το σημερινό. Βέβαια, η ανάγκη μιας τακτικής των επαναστατών που να λογοδοτεί στο ΕΜ δεν έχει εκλείψει σήμερα, αντιθέτως. Οι σημερινές υποκειμενικές και αντικειμενικές δυσκολίες καθιστούν ακόμα μεγαλύτερη την ανάγκη για ΕΜ, προσπαθώντας να κάνουμε κάθε φορά συγκεκριμένη ανάλυση της κατάστασης.

Στην Ελλάδα όλες οι οργανώσεις της άκρας Αριστεράς έχουν (έχουμε) αποτύχει στο καθήκον να ανταποκριθούμε στο αναγκαίο δίπολο «επαναστατική οργάνωση-ΕΜ». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αποτελεί ΕΜ, αλλά μέτωπο κομμουνιστών μεταξύ τους, ο ΣΥΡΙΖΑ παλιότερα (ακόμα κι ο πρώιμος ΣΥΡΙΖΑ των «μετωπικών χαρακτηριστικών») και ακόμα περισσότερο η ΛΑΕ δεν είναι ενιαία μέτωπα αλλά σχηματισμοί-κόμματα (έστω «υβριδικά») με τους ρεφορμιστές να επιβάλλουν τους όρους τους λιγότερο ή περισσότερο στους επαναστάτες . Για παράδειγμα πόσο συμβάλλει στην ταξική σύγκρουση των Ελλήνων εργατών με τους Έλληνες καπιταλιστές ο αντιτουρκισμός, η φιλία με τον Πούτιν, η υπεράσπιση βραχονησίδων, ΑΟΖ και υδρογοναθράκων από τη ΛΑΕ; Αυτά δεν είναι χαρακτηριστικά που έχουν συμφωνηθεί με τους επαναστάτες, αλλά που τα έχουν «φορέσει» οι ρεφορμιστές πάνω στους επαναστάτες. Το δε ΚΚΕ, η μεγαλύτερη δύναμη στην αριστερά, αρνείται συστηματικά το ΕΜ, καθώς η περιχαράκωση του κόσμου του και η μη «μόλυνσή» του με επαναστατικές ιδέες έχει αποδειχθεί πετυχημένη συνταγή: στη χειρότερη περίπτωση του εξασφαλίζει την κομματική επιβίωση, στην καλύτερη (συνήθως σε περιόδους ήττας όπως η σημερινή) αυξάνει (ελεγχόμενα) τα εκλογικά ποσοστά του.

Σε κινηματικό επίπεδο, ενιαιομετωπικός στόχος σημαίνει η επιδίωξη όλη η Αριστερά (ρεφορμιστές κι επαναστάτες) και όλα τα συνδικάτα να συντονίζονται σε κοινές απεργιακές μάχες και συγκεντρώσεις-διαδηλώσεις. Ότι η Αριστερά πρέπει να συντονίζει τις δυνάμεις της για κοινές προτάσεις μάχης μέσα στους εργασιακούς χώρους ή σε κοινές πρωτοβουλίες κι εκδηλώσεις ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, τον πόλεμο, τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, τον φασισμό κ.ο.κ.

Η στάση της επαναστατικής αριστεράς απέναντι στις εκλογές, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΛΑΕ

Οι πειραματισμοί «ΕΜ σε πολιτικό πεδίο» κάνουν τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα. Όλα τα εγχειρήματα διεθνώς τις τελευταίες δεκαετίες που ομνύανε στην τακτική του ΕΜ κατέληξαν σε τραγωδία τόσο για τους επαναστάτες όσο και για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα συνολικά. Τελικά η κύρια πολιτική δύναμη που δείχνει να ενισχύεται διεθνώς από το «προοδευτικό» στρατόπεδο είναι οι… Πράσινοι.Αυτό δεν σημαίνει ότι ενωτικά αριστερά εγχειρήματα σε εκλογικό επίπεδο πρέπει να αποκλειστούν, αντιθέτως. Αλλά πρέπει να γίνονται με όρους που να μην εκτίθενται οι επαναστάτες στο όνομα κάποιου …ΕΜ. Άλλωστε το ΕΜ δεν αφορά τις εκλογές, αλλά την ταξική πάλη, την κίνηση των μαζών απέναντι σε έναν κοινό εχθρό (τα αφεντικά, τους φασίστες κλπ). Η σημερινή απεύθυνση για εκλογική συνεργασία σε πολιτικό επίπεδο αφορά τόσο το ΚΚΕ όσο και τη ΛΑΕ ή τον ΣΥΡΙΖΑ παλιότερα. Η ενότητα-συμπαράταξη της Αριστεράς (σε κάθε επίπεδο, από το εργοστάσιο μέχρι τις εκλογές) είναι πλατύ αίτημα της αγωνιζόμενης εργατικής τάξης εδώ και πολλά χρόνια, είναι αίτημα που έχρισε τον ΣΥΡΙΖΑ ηγεμόνα μέσα στην Αριστερά, που ισχυροποίησε την Αριστερή Πλατφόρμα εντός ΣΥΡΙΖΑ το 2012-2015 και συνεχίζει σήμερα να αποτελεί ευρέως ζητούμενο.

Στην περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερή δύναμη με θετικό πρόσημο στις μάχες των εργατών και της νεολαίας (2004-2012) ένα περίγραμμα ΕΜ θα ήταν να προτείνει η Επ.Α. κοινή εκφώνηση στον ΣΥΝ σε ορισμένα αιτήματα –αιχμές και κοινές πρωτοβουλίες και δράσεις, αποκλείοντας όμως κοινό κομματικό «πρόγραμμα» ( αφού οι ρεφορμιστές εξ ορισμού διαφωνούν με τους επαναστάτες) ,αφαιρώντας από τον ΣΥΝ τη δυνατότητα να μονοπωλεί στα ΜΜΕ και στη Βουλή εκφράζοντας τις απόψεις του ΣΥΝ (πολύ περισσότερο τη δεξιά πτέρυγα του ΣΥΝ, όπως γινόταν στην πραγματικότητα).

Αν υπήρχε άρνηση σε όλα αυτά από τον ΣΥΝ (όπως είναι το λογικό) , θα έπρεπε να δημιουργηθεί μια πρωτοβουλία από την Επ.Α. και κόσμο της βάσης του ΣΥΝ που να πιέζει τον ΣΥΝ να δεχτεί μια ισότιμη κεντρική συμφωνία , και μέχρι να γινόταν αυτό, οι επαναστάτες θα συνεργάζονταν για ευρύτερες κοινές δράσεις το κόμμα του ΣΥΝ. Σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε όμως η Επ.Α. να επιδιώκει κοινά εκλογικά σύμβολα και να παίρνει την ευθύνη για έναν σχηματισμό με καθαρά ρεφορμιστικό στίγμα και πρόγραμμα, όπως συνέβη ακόμα και στον πρώιμο ΣΥΡΙΖΑ.

Ίσως κάποιες κεντρικές συμμαχίες ήταν εφικτές κάτω από την πίεση του κινήματος και της βάσης του ΣΥΝ, αλλά οι όποιες συμφωνίες ήταν αδύνατο να τηρηθούν από τους ρεφορμιστές παρά για πολύ μικρά χρονικά διαστήματα. Σύντομα θα τορπίλιζαν τη μετωπική λειτουργία λόγω των δυσανάλογων μεγεθών, λόγω της σημασίας που έχει γι αυτούς ο κοινοβουλευτισμός, η ψηφοθηρία, τα ΜΜΕ, οι εξετάσεις που δίνουν στον καπιταλισμό. Για να προσομοιάζει μια τακτική με τον ΣΥΡΙΖΑ σε ΕΜ, έπρεπε να εξηγούνται συστηματικά δημόσια οι όποιες συμφωνίες κορυφής, να εκτίθενται εξίσου οι αθετήσεις των συμφωνιών από τον αφερέγγυο ΣΥΝ , να οδηγείται το εγχείρημα στη διάλυση διεκδικώντας τον κόσμο του ΣΥΝ που έχει αποστασιοποιηθεί από τον οπορτουνισμό της ηγεσίας του. Το «δημόσια» βεβαίως θα έπρεπε να περιλαμβάνει ισότιμη στάση και στα μεγάλα ΜΜΕ (κάτι που ήταν σχεδόν απίθανο), διαφορετικά και πάλι δεν θα μιλούσαμε για ΕΜ αλλά για πρόσδεση των επαναστατών στο ρεφορμιστικό άρμα. Το «δημόσια» πάντως δεν αφορά την κριτική του ΣΥΝ σε μια εφημερίδα συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ που την διαβάζανε κάποιες δεκάδες άνθρωποι, ενώ ο ΣΥΝ είχε πανελλαδική εφημερίδα και καθημερινή παρουσία στα κανάλια. Η προσπάθεια της Επ.Α. πάντως θα είχε νόημα να γίνει, έχοντας καθαρά όμως όλα τα παραπάνω, χωρίς να δέχεται συμβιβασμούς που θα την εκθέσουν στη συνέχεια.

Διαφορετικά, η Επ.Α. ήταν πολύ αδύναμη εκλογικά για να επιβάλει τη δική της ατζέντα και ο κόσμος προσανατολιζόταν πάντα στα «μεγάλα» ρεφορμστικά κόμματα (ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ), ενώ αντιλαμβανόταν κάθε άλλη απόπειρα ως άσκοπη διάσπαση δυνάμεων. Η Επ.Α. έπρεπε να αντιμετωπίζει την εκλογική μάχη τακτικά, άλλωστε οι εκλογές δεν αποτελούν καν την πιο σημαντική μάχη. Μια πιο ενδεδειγμένη αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ από την αυτόνομη εκλογική καταγραφή (αλλά και την ενσωμάτωση) θα σήμαινε η πρόταση κριτικής ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίζοντας έτσι τη σχέση εμπιστοσύνης που έχει αναπτυχθεί με ένα τμήμα της βάσης του στους κοινούς αγώνες και δράσεις. Ταυτόχρονα όμως έπρεπε να κάνει κριτική στην ρεφορμιστική ηγεσία (που δεν δρα ενιαιομετωπικά σε πολιτικό πεδίο, που ακολουθεί κεντροαριστερή-ευρωκεντρική γραμμή, που καλλιεργεί την ανάθεση αντί να επιδιώκει την οργάνωση της ταξικής αναμέτρησης, που θολώνει το αντικαπιταλιστικό στίγμα και ρίχνει γέφυρες σε κομμάτια του συστήματος και των αφεντικών κλπ), να εξηγεί στους ρεφορμιστές εργάτες ότι ο ρεφορμισμός δεν αποτελεί λύση , ότι ο Τσίπρας (ή ο Αλαβάνος) θα «προδώσει» . Ότι η λύση είναι η ανατροπή του καπιταλισμού και ότι προϋπόθεση γι’ αυτό είναι το χτίσιμο της επαναστατικής οργάνωσης/κόμματος.

Μετά το 2012, ακόμα περισσότερο, η Επ.Α. θα έπρεπε να προειδοποιεί ότι ο Τσίπρας δεν θα είναι «αριστερός πρωθυπουργός» αλλά ότι θα υπογράψει μνημόνιο. Με τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ και τυπικά σε ενιαίο κόμμα έπρεπε να είναι απαγορευτικό για τους επαναστάτες να το υπερασπίζονται δημόσια ως λύση για τα προβλήματα των εργαζομένων. Μπορούσαν οργανωμένα να επιδιώξουν να είναι μέλη (όχι στο όνομα του ΕΜ, αλλά του εισοδισμού) μόνο και μόνο για να κάνουν πιο αποτελεσματικό σαμποτάζ στον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ, με κριτική μέσα κι έξω από το κόμμα, δημόσια και στα ΜΜΕ, ενώ ταυτόχρονα κρατούσαν την πολιτική και οργανωτική τους ανεξαρτησία. Αν τους διέγραφε ο μηχανισμός του ΣΥΝ που έσφιγγε γοργά τους δεσμούς του με το κεφάλαιο, θα του χρέωναν την επιλογή και θα μπορούσαν να κερδίσουν σε επιρροή από τη βάση του ρεφορμισμού. Μπορούσαν να διεκδικήσουν να γίνουν παρατηρητές του κόμματος με τον ίδιο σκοπό. Η κριτική της Επ.Α. έπρεπε να περιλαμβάνει και την Α.Πλατφόρμα, ότι είναι υποχωρητική, και να την καλεί σε πλήρη απειθαρχία απέναντι στον Τσίπρα. Μέχρι και τον Γενάρη του 2015 είχε μια λογική η κριτική ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ, μόνο όμως στη λογική (και με έμφαση στο) να συνδεθεί η Επ.Α. με ένα τμήμα της εργατικής τάξης και να εξηγεί πιο αποτελεσματικά το γιατί ο Τσίπρας θα προδώσει τις λαϊκές ελπίδες, κατανοώντας το δικαίωμα των εργατών κι εργατριών να δοκιμάσουν τις αυταπάτες τους. Από τη στιγμή όμως της συγκρότησης με Καμμένο όμως, τους πασόκους υπουργούς, τον Πάκη και την ενδιάμεση συμφωνία Βαρουφάκη, αυτή η κυβέρνηση γινόταν εξ ορισμού προδοτική και αντεργατική, έπρεπε να πέσει από την ίδια της τη βάση, οι αριστεροί βουλευτές έπρεπε να καλούνται να απειθαρχούν, να καταψηφίσουν , να ανεξαρτητοποιηθούν και να ρίξουν τον Τσίπρα, να πάρουν την πλειοψηφία από τον Τσίπρα και να τον διώξουν από το κόμμα.

Το 2015, η Επ.Α. με παρόμοιο τρόπο έπρεπε να είναι πολύ πιο διεκδικητική απέναντι στην ηγεσία του Αρ.Ρ., του οποίου το κύρος είχε ήδη τρωθεί εντός ΣΥΡΙΖΑ από τις αυταπάτες για τον Τσίπρα, την προετοιμασία-μη προειδοποίηση για την επερχόμενη προδοσία, την καθυστέρηση αποχώρησης και τις κυβερνητικές ευθύνες του. Ο συσχετισμός ήταν πολύ καλύτερος για να επιβληθεί ισότιμη εκλογική συνεργασία από την Επ.Α. στην ηγεσία Λαφαζάνη, η οποία επιπλέον «καιγόταν» να μπει στη Βουλή. Αν αρνιόταν η ηγεσία Λαφαζάνη, μετά τις εκλογές η αριστερή βάση της ΛΑΕ θα είχε πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβάλλει ενωτικό πνεύμα στην ηγεσία . Σωστή στάση της Επ.Α. ήταν η κριτική ψήφος στη ΛΑΕ, παράλληλα όμως με σκληρή κριτική στην δραχμο-αναπτυξιολογία και το κάλεσμα για το χτίσιμο επαναστατικού κόμματος και της αντικαπιταλιστικής προοπτικής. Μια τέτοια στάση θα είχε σύντομα ως αποτέλεσμα τη στήριξη στην Επ.Α. εκατοντάδων ή και χιλιάδων ανθρώπων που συσπειρώθηκαν μέσα και γύρω από τη ΛΑΕ , και μετά από λίγους μήνες κατέληξαν, κομματικά τουλάχιστον, στην ιδιώτευση. Η Επ.Α. θα μπορούσε να κερδίσει σοβαρό τμήμα της βάσης της ΛΑΕ και του Αρ.Ρ. (του οποίου η ηγεσία το πρώτο διάστημα δεχόταν σοβαρή εσωτερική αμφισβήτηση), και υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να κερδηθεί εντός ΛΑΕ η ηγεμονία από τους επαναστάτες. Ελλείψει αυτής της τακτικής από μεριάς Επ.Α., όλος αυτός ο κόσμος δεν βρήκε διέξοδο (και βέβαια πλην εξαιρέσεων δεν κατεληξε ούτε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ούτε στο ΚΚΕ) .

Σήμερα τι πρέπει να κάνουν οι επαναστάτες;

Πρέπει να απευθυνθούν πρωτίστως στην εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ, τον κόσμο του ΚΚΕ και της ΛΑΕ και ευρύτερα στον ανένταχτο αριστερό-προοδευτικό κόσμο της δουλειάς. Η ηγεσία του ΚΚΕ μπορεί να αρνείται μετωπική λειτουργία και αριστερή συμπαράταξη αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να απευθυνθούμε σε αυτήν για να αποκτήσουμε «πρόσβαση» στη βάση της. Στο ΚΚΕ ή στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή η απεύθυνση έχει καθαρά προπαγανδιστικό χαρακτήρα, προσπαθώντας παράλληλα να εμπλέξουμε τον κόσμο τους σε μικρότερες ενιαιομετωπικές πρωτοβουλίες.

Η ηγεσία της ΛΑΕ επίσης αρνείται πλέον την αριστερή συμπαράταξη (προτιμώντας την «ενωτική» απεύθυνση… παντού: από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι … ΕΠΑΜ, Restart, Xριστιανοδημοκράτες, Ζουράρηδες κλπ) . Η ηγεσία Λαφαζάνη έχει επιβάλει δεσποτικό έλεγχο μέσα στη ΛΑΕ και χαρακτηριστικά που πάνε πίσω και όχι μπροστά τη συνείδηση της εργατικής τάξης. Στην αναζήτηση δεξιοπατριωτικών συμμαχιών, την κεϊνσιανή αναπτυξιολογία και τον εκλογοκεντρισμό και τον φιλοϊμπεριαλισμό (μέσω Ρωσίας), έχουν προστεθεί τα ολέθρια χαρακτηριστικά της –επί της ουσίας- εθνικής ενότητας στην εξωτερική πολιτική, της έχθρας απέναντι στον μακεδονικό λαό, του αντιτουρκισμού, ακόμα και της έγκρισης/προτροπής πολεμικών λύσεων απέναντι στον τουρκικό λαό. Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν επιτρέπουν κοινό πολιτικό φορέα υπό οποιεσδήποτε προϋποθέσεις.

Υπάρχουν όμως ακόμα κάποιοι αγωνιστές-τριες ή οργανώσεις μέσα και γύρω από τη ΛΑΕ που θέλουν την ενότητα της Αριστεράς στη δράση και προβληματίζονται με τις επιλογές της ηγεσίας τους. Μια πολιτική που στοχεύει στο ΕΜ πρέπει να καλεί όλους αυτούς σε κοινό μέτωπο που θα πιέζει την ηγεσία της ΛΑΕ να «στρίψει» σε αριστερή-ταξική κατεύθυνση, θα κάνει κριτική στις δεξιές-ρεφορμιστικές επιλογές και θα καθιστά κάθε διαφορετική επιλογή της ηγεσίας να κοστίζει απώλεια κύρους και δυνάμεων.

Με τα σημερινά δεδομένα, θεωρητικά σε μια τέτοια υπόθεση θα μπορούσαν να μπλεχτούν η αριστερή πτέρυγα της ΛΑΕ, το αντισεχταριστικό τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αρκετές ακόμα οργανώσεις (ΟΚΔΕ, Ξεκίνημα, ΑΡΚ, ΔΙΡΙΖΑ, Δίκτυο, Αναμέτρηση, Kommon κλπ).

Η ιδέα για ενωτική πρωτοβουλία της Αριστεράς (που στα λόγια υιοθέτησε και η πρώιμη ΛΑΕ) , για έναν νέο χώρο διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς (με αιχμές για παράδειγμα σήμερα την πάλη ενάντια στη λιτότητα, τον ρατσισμό-φασισμό, τον εθνικισμό και τον πόλεμο), θα μπορούσε σήμερα να παίξει προωθητικό ρόλο τόσο στο κίνημα όσο και στις ανασυνθέσεις και την ανασυγκρότηση της Αριστεράς.

Με περίπου δεδομένη την ακαμψία της ηγεσίας Λαφαζάνη (με την κατεύθυνση που έχει επιλέξει) , η λογική κατάληξη μιας τέτοιας προσπάθειας θα είναι η δημιουργία ενός νέου πολιτικού μετωπικού «χώρου» ανάμεσα στη ΛΑΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που κατά τη γνώμη μου είναι και ό,τι πιο εφικτό μπορεί να συγκροτηθεί με ενιαιομετωπική τακτική στην παρούσα φάση. Ενός νέου «χώρου» όχι απαραίτητα εκλογικού, με την εκλογική του στάση να κρίνεται κάθε φορά συγκεκριμένα.

Στην προσπάθεια οργάνωσης της τάξης μας, στο χτίσιμο και την ενίσχυση των αντιστάσεων με ενιαιομετωπικές τακτικές, στην οικοδόμηση εναλλακτικών απαντήσεων σε κινηματικό και πολιτικό πεδίο απέναντι στην καπιταλιστική-μνημονιακή βαρβαρότητα, τον φασισμό και τον πόλεμο, θα κριθούν σε μεγάλο βαθμό οι επόμενες απόπειρες των επαναστατών, να κερδίσουν δύναμη και να καθορίσουν τις εξελίξεις. Σε αυτή την κατεύθυνση φιλοδοξούμε να συνεισφέρουμε ως «Κόκκινο Νήμα».

Παρακάτω, ακολουθεί κείμενό μου που κατατέθηκε –με μικρές τροποποιήσεις- στον εσωτερικό διάλογο της ΔΕΑ για τη Συνδιάσκεψη του Μαρτίου 2018, γύρω από τον απολογισμό της ΔΕΑ, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ.

ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΜΕΤΩΠΟ ΚΑΙ O ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ της ΔΕΑ

Του σ. Αλέξη Λιοσάτου

Σύντροφοι και συντρόφισσες, η ΔΕΑ εκτροχιάζεται όλο και περισσότερο από τις ιδρυτικές αρχές της «χτίσιμο μαζικής επαναστατικής οργάνωσης-ενιαίο μέτωπο» , με αποτέλεσμα αντί να κάνουμε τη διαφορά στην επαναστατική Αριστερά στην Ελλάδα, κάτι που θέσαμε τα πρώτα χρόνια της Ο., να οδηγούμαστε στην πολιτική και οργανωτική εκφύλισή μας.

Το Αριστερό Ρεύμα κι η ανάλυσή μας

Η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε. Η Πλεύση και το Αρ.Ρ./ΛΑΕ ακολουθούν μετα-αριστερή πορεία. Το κεντρικό στίγμα της ΛΑΕ είναι δραχμή-πατριωτισμός-ανάπτυξη-Πούτιν, με μπόλικα συνομωσιολογικά άρθρα. Η ίδια η ηγεσία του Αρ.Ρ εκπέμπει στα «κύματα» του ΕΠΑΜ σε πολλά σημαντικά ζητήματα, ανεξάρτητα αν τελικά θα συμμαχήσει μαζί του εκλογικά ή όχι. Στην Iskra θα βρεί κανείς φιλοξενία δεκάδων άρθρων κι αναφορών στους «συντρόφους» του Καζάκη , ενώ η ηγεσία του Αρ.Ρ. επιδιώκει να διαδηλώνουνε μαζί. Αν ψάξει κανείς το πόσα φιλορωσικά άρθρα έχουν δημοσιευτεί τον τελευταίο χρόνο μόνο στην Iskra, θα βρεί ΠΑΝΩ ΑΠΟ 500, μέσα στα οποία φιλοξενούνται δεκάδες αναφορές/εγκώμια σε δηλώσεις του Πούτιν ή του Λαβρόφ. Δηλαδή κατά μέσο όρο πάνω από ένα φιλοϊμπεριαλιστικό άρθρο κάθε μέρα στην Iskra, που συνοδεύεται μάλιστα από συνεχώς κλιμακούμενο φιλορωσισμό. Οι σ. του Αρ.Ρ. στηρίζουν τον Πούτιν που είχε μέχρι πρόσφατα ΝΑΖΙ στην κυβέρνησή του , επιδιώκουν συμφωνίες μαζί του (δηλαδή μνημόνιο), ενώ επιχαίρουν για τις ιμπεριαλιστικές βόμβες του Πούτιν…

Σε αυτά προστίθενται ο προσωποκεντρισμός και η γραφειοκρατία, η αδυναμία (ακόμα και σήμερα) διαχωρισμού του Αρ.Ρ από τον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ σε συνδικάτα και αυτοδιοίκηση. Και μια σειρά επιλογών εντός ΣΥΡΙΖΑ στην πιο δεξιά εκδοχή του: η συμφωνία βουλευτών και υπουργείων σε υπόγειες συνεννοήσεις με τον Τσίπρα (δεν ρώτησε καν εμάς τους «συμμάχους» του), η αποδοχή των πασόκων βουλευτών και υπουργών (Διαρκές Συνέδριο παρωδία και πρώτες μέρες κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) , τα υπουργεία του Αρ.Ρ. σε καιρό συμφωνίας 20/2 (δηλαδή εφαρμοσμένου μνημονίου), η συζήτηση εντός του Αρ.Ρ μήπως δεχτεί ακόμα και το 47σέλιδο μνημόνιο Τσίπρα πριν το δημοψήφισμα, το «στηρίζουμε δεν ψηφίζουμε» τη μνημονιακή κυβέρνηση και η δυσκολία ρήξης με τον μνημονιακό Τσίπρα ακόμα τον Αύγουστο του 2015. Αυτά και μόνο αρκούν για να χαρακτηρίσουν το Αρ.Ρ. στην καλύτερη περίπτωση) ως ρεφορμισμό ή πατριωτική σοσιαλδημοκρατία παρά ως αριστερό ρεφορμισμό ή κεντρισμό, όπως ισχυρίστηκε η ΚΕ σε μια επιχείρηση εξωραϊσμού του Αρ.Ρ και συγκάλυψης της πραγματικότητας, σε πρόσφατο Εσωτερικό Δελτίο (ΕΣ.Δ) . Άλλωστε η ΛΑΕ προτάσσει τον σοσιαλισμό ως … ορίζοντα όπως οι γνωστοί … κεντριστές Αντρέας και Αλέξης.

Το επιχείρημα της ΚΕ ότι το Αρ.Ρ. παράτησε υπουργεία που θα μπορούσε να διατηρήσει, άρα (ίσως;) …δεν είναι ρεφορμιστικό είναι τελείως έωλο. Άρα και η ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη είναι κεντριστική ή αριστερός ρεφορμισμός γιατί παραιτήθηκε από τα μνημονιακά υπουργεία; Μάλιστα, το γεγονός ότι ο κόσμος επιφύλαξε για τον Λαφαζάνη ό,τι επιφύλαξε για τον Κουβέλη (δηλαδή μια μεγάλη μούτζα) μάλλον θα έπρεπε να μας προβληματίζει περισσότερο.Ο ρεφορμισμός δεν στοιχειοθετείται από το αν διατηρεί σχέσεις (και τι είδους) με μερίδες της αστικής τάξης ή από αν διατηρεί, και μάλιστα αενάως, τα υπουργεία σε αντιλαϊκές κυβερνήσεις , αλλά από την έλλειψη πίστης στην επανάσταση και πίστη στην ταξική συνεργασία. Αυτή ήταν παραδοσιακά η άποψή της Οργάνωσής μας.

Σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ των πρώτων χρόνων, η ΛΑΕ δεν διεκδικεί φορολόγηση 45% των κερδών, βαριά φορολογία (ή και απαλλοτρίωση) της περιουσίας της Εκκλησίας, μαζικές προσλήψεις στο Δημόσιο (πχ για τις 100.000 προσλήψεις που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ είχε λυσσάξει η Δεξιά κι η Ακροδεξιά), ή μηδενισμό των στρατιωτικών δαπανών. Αντίθετα το Αρ.Ρ. φτάνει να κάνει κριτική από τα δεξιά στην κυβέρνηση για τη στάση της απέναντι σε Τουρκία-Δ.Μακεδονίας.

Χωρίς καν να απαιτούμε αλλαγή των παραπάνω χαρακτηριστικών της ΛΑΕ, η γραμμή μας παραμένει «πάση θυσία στη ΛΑΕ». Ναι αλλά αυτή η τακτική σίγουρα δεν αποτελεί Ενιαίο Μέτωπο.

Άλλο δείγμα σύγχυσης της ηγεσίας μας συναντάμε στο σημείο που αποκαλεί το Αρ.Ρ κεντριστικό γιατί «με τη σημερινή πολιτική του. δεν μπορεί να μπει «ειρηνικά» σε πολιτική «διαλόγου» και διαπραγμάτευσης με την αστική τάξη. Όμως το γεγονός ότι δεν υπάρχει σοβαρό τμήμα της αστικής τάξης υπέρ της δραχμής ή του Λαφαζάνη δεν αρκεί για να σώσει τη ΛΑΕ. Είναι σαν να λέμε ότι ο ΣΥΝ της Δαμανάκη ήταν κεντριστικός επειδή η αστική τάξη διατηρούσε την εμπιστοσύνη της στο ΠΑΣΟΚ. Θυμόμαστε όμως ότι έπρεπε να καρατομηθεί η Δαμανάκη για να δημιουργηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και να υπάρχουν ελπίδες κοινοβουλευτικής επιβίωσης του ΣΥΝ… Εξαρτάται η περιγραφή του Αρ.Ρ ως ρεφορμιστικό, από το αν η αστική τάξη σήμερα μπορεί να δεχτεί τη δραχμή ή τον αποκλειστικά φιλορωσικό προσανατολισμό της; Μα με αυτό το επιχείρημα υπερασπίζεται η σταλινική Αριστερά τον Πούτιν σήμερα!

Τέλος, το Αριστερό Ρεύμα διαθέτει επαγγελματικά στελέχη, εκλογικό μηχανισμό και σχέσεις με τμήματα του κράτους που δεν μπορούμε να έχουμε εμείς. Παρ’ όλα αυτά μοιάζει να έχει μεγαλύτερες απώλειες από εμάς και σοβαρό οργανωτικό πρόβλημα, γιατί έχει ξαναζεσταμένη σοσιαλδημοκρατική πολιτική. Αν ακολουθούσαμε πραγματικά ενιαιομετωπική τακτική, θα μπορούσαμε σήμερα να κυριαρχούμε εντός ΛΑΕ . Δεν το κάναμε γιατί ήταν επιλογή μας κι έτσι επιτρέψαμε στο Αρ.Ρ. να ελέγχει απόλυτα τη ΛΑΕ.

Η κατάσταση της ΔΕΑ

Συχνά υποτιμούσαμε τις άλλες οργανώσεις της άκρας Αριστεράς, τα μεγέθη τους, την ανάπτυξή τους, το μέλλον τους. Θεωρώ πως σήμερα δεν έχουμε πετύχει τίποτα περισσότερο από αυτές, αντίθετα κάποιες έχουν να επιδείξουν καλύτερα οργανωτικά αποτελέσματα. Σίγουρα καμία από αυτές τις οργανώσεις δεν ξεχώρισαν συγκλονιστικά, αλλά κάποιες τουλάχιστον μπορούν να μιλάνε για θετικούς απολογισμούς σε αντίθεση με εμάς, ακόμα κι αν δεν συμμετείχαν στον ΣΥΡΙΖΑ, τη ΛΑΕ, κάποιες δε ούτε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το δε ρεφορμιστικό ΚΚΕ όχι μόνο κρατάει τις δυνάμεις του αλλά και ανακάμπτει εκλογικά.

Έγραφα πέρυσι «Ο κομματικός απολογισμός μας περιορίζεται στο να πούμε ότι δεν αυτοδιαλυθήκαμε, αντέξαμε στην πίεση του Τσίπρα , φτιάξαμε αριστερή πτέρυγα και είμασταν το πιο προχωρημένο κομμάτι της , μπήκαμε στο μάτι του Τσίπρα … Όντως τα κάναμε όλα αυτά αλλά δεν αποτελούσαν στόχους του ΕΜ… Ούτε μαζική επαναστατική οργάνωση χτίσαμε, ούτε σοβαρό αριστερό μαζικό μετωπικό εγχείρημα φτιάξαμε» (μετά τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ).

Η κατάστασή της ΔΕΑ οργανωτικά φαίνεται κακή. Τα νούμερα στα μπλοκ των διαδηλώσεων, στις συνδιασκέψεις, στα κάμπιγκ, στις εκδηλώσεις μας είναι μικρά. Κάποτε οι διαδηλώσεις ήταν προτεραιότητα καθώς και η παρουσία μας σε αυτά, τώρα μοιάζει να μην μας ενδιαφέρει καν πώς καταγραφόμαστε στα ριζοσπαστικά ακροατήρια γύρω μας.

Το 2004 μετά τη διπλή διάσπαση ισχυριστήκαμε ότι πλέον ότι ξεκαθάρισε η οργάνωση από τις πολλαπλές γραμμές, ότι θα αποφύγουμε το διπλό λάθος ανασύνθεσης-σεχταρισμού , προσηλωμένοι στο δίπολο επαναστατικής οργάνωσης-Ενιαίο Μέτωπο με τον ρεφορμισμό. Η γραμμή είχε επιτυχία στα χρόνια του κινήματος , όπου ο ΣΥΡΙΖΑ είτε δεν υπήρχε (2004-2007), είτε υπήρχε αλλά δεν αφιερώναμε όλες μας τις δυνάμεις εκεί (2007-2009) και κινούμασταν με κέντρο την ανεξάρτητη οικοδόμησή μας, ενώ έπειτα ο ΣΥΡΙΖΑ ξαναπέρασε μια περίοδο πρακτικής ανυπαρξίας (2010-11) και συνεχίσαμε πρακτικά τη δράση με κέντρο τις ανεξάρτητες πρωτοβουλίες και οικοδόμηση της Οργάνωσης. Πριν το 2012 είμασταν ήδη μια σχετικά μαζική οργάνωση, με πολύ ευρύτερη δυνατότητα κινητοποίησης σε κινηματικά γεγονότα.

Έπειτα περάσαμε στην περίοδο του 2012-15 με τη συμμετοχή στον ΣΥΡΙΖΑ ως πλατύ κόμμα και όχι ως μέτωπο. Ως το 2014 γνωρίσαμε μια επιπλέον ανάπτυξη, χάνοντας ωστόσο κι αρκετούς παλιότερους σ. που ήδη δυσανασχετούσαν με τη δεξιά μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ, τη δική μας αδυναμία ανεξάρτητης καταγραφής, σύγκρουσης με τον Τσίπρα και ανάσχεσης της δεξιάς στροφής αλλά και την σχετικά υποτονική-«μετρημένη» αντίδραση στη δεξιά στροφή. Λειτουργούσαμε με κριτήριο να μην αποκοπούμε από τη «βάση του ΣΥΡΙΖΑ». Ωστόσο: α) η βάση του ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν ήταν αμιγώς ή κυρίως εργατική β) το 2012-2015 η σύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ άλλαζε προς το δεξιότερο και το μικροαστικότερο, με αρκετό ριζοσπαστικό εργατολαϊκό κόσμο του αγώνα να τον εγκαταλείπει, χωρίς να μπορούμε να τον κερδίσουμε εμείς και γ) ο ΣΥΡΙΖΑ σαν σύνολο συνεχώς απομακρυνόταν από τις αγωνιστικές και πολιτικές πρωτοπορίες- παρόλο που συνέχιζαν να ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ, η σχέση τους μαζί του γινόταν όλο και πιο απόμακρη. Με κριτήριο λοιπόν τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ προσαρμόσαμε κι εμείς τη λειτουργία μας, αλλάζοντας κι εμείς με τη σειρά μας σύνθεση αλλά και πολιτική.

Από την ίδρυση της ΛΑΕ ως την μετεκλογική βουβαμάρα, την πρώτη–μαζικότατη- σύσκεψη της ΛΑΕ και έπειτα αντιμετωπίσαμε αρκετές αποστρατεύσεις και ορατή αποσυσπείρωση/αδρανοποίηση των μελών μας και μείωση του περίγυρου, και συνεχίζουμε να έχουμε μέχρι σήμερα απώλειες με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό, ενώ χάθηκε η δικτύωση κι η δύναμή μας στην επαρχία.

Προσπαθούσαμε να «περνάμε μέσα από το ΣΥΡΙΖΑ» όλες τις δουλειές-μέτωπα της ΔΕΑ στον (όλο και ταχύτερα σοσιαλδημοκρατικοποιούμενο) ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα την απαξίωση, τον ευνουχισμό ή το κλείσιμό τους. Ενώ παραδοσιακά στους απολογισμούς μας διαπιστώναμε για παράδειγμα ότι η ανάπτυξή μας προέρχεται κυρίως από τον κόσμο της ΚΑΡ, εμείς υποβαθμίσαμε την ΚΑΡ και προσπαθούσαμε να εντάξουμε τον κόσμο της ΚΑΡ στις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός ο κόσμος μπορεί να ψήφιζε ΣΥΡΙΖΑ αλλά όλο και λιγότερο πειθόταν ή ήθελε να συμμετέχει στον ΣΥΡΙΖΑ. Η Οργάνωσή μας ΕΣΦΑΛΜΕΝΑ προσάρμοζε την κάθε λειτουργία της ΔΕΑ στον ΣΥΡΙΖΑ κι έχανε τα ριζοσπαστικά ακροατήρια που ανοίγονταν από τις άλλες παρεμβάσεις της, χάνοντας ουσιαστικά υπονομεύοντας την οικοδόμησή της. Αντί να υποτάσσουμε το μέτωπο ΣΥΡΙΖΑ στο χτίσιμο της ΔΕΑ, να εντάσσουμε τον κόσμο του ρεφορμισμού (που θα τους απογοήτευε κάποια στιγμή) σε δικές μας δομές και σχέδιο ,εμείς σε γενικές γραμμές κάναμε το αντίθετο, εκχωρώντας σχεδόν τελείως τη διακριτότητά μας.

Όταν εντάχθηκα στη ΔΕΑ, παρεμβαίναμε ως ΔΕΑ, και λίγο αργότερα ως ΔΕΑ-«συνιστώσα» ΣΥΡΙΖΑ. Αργότερα αρχίσαμε ως ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα ΔΕΑ-συνιστώσα ΣΥΡΙΖΑ (στην προ του 2012 εποχή, τα πιο «αριστερά χρόνια» του ΣΥΡΙΖΑ). Καταλήξαμε μετά το 2012 να μοιράζουμε σχεδόν μόνο τις προκηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ (στη δεξιότερη περίοδό του) και σήμερα της ΛΑΕ και καθόλου της ΔΕΑ! Για όλα αυτά δεν υπάρχει η δικαιολογία της οικονομικής κρίσης, αλλιώς θα επηρεάζονταν και οι άλλες οργανώσεις της άκρας αριστεράς, που μάλιστα δεν απολάμβαναν και τις επιχορηγήσεις του «πλατιού κόμματος» μέχρι το 2012.

Τα λάθη της Αριστερής Πλατφόρμας και τα δικά μας σε αυτήν

Τουλάχιστον όμως όντως φτιάξαμε/συμμετείχαμε στην Αριστερή Πτέρυγα, την Αριστερή Πλατφόρμα και τη ΛΑΕ, έστω με τα γνωστά προβλήματα, είναι ο αντίλογος.Σημαίνει κάτι αυτό από μόνο του ή επιβεβαιώνει απλώς τα παραπάνω; Σε ένα σχέδιο πλήρους εξέλιξης σοσιαλδημοκρατικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ, η Α.Πλ. ως σύνολο κρατούσε μια ανασυνθετική στάση μελών ενιαίου κόμματος κυρίως του τύπου «κάνουμε κριτική στα όργανα», όπου πάντα αποτελούσε μειοψηφία και δεν περνούσε ποτέ η άποψή της-πέρα από μεμονωμένους ελιγμούς του Τσίπρα, που όταν δεν μπορούσε να περάσει μια άποψη απλά την μετέθετε σε επόμενη διαδικασία κι εν τω μεταξύ την υλοποιούσε de facto με το κομματικό παράκεντρο που είχε στήσει για να οικοδομήσει δεσμούς με την άρχουσα τάξη. Το σύνολο του κόμματος πήγαινε δεξιά ακολουθώντας την κεντρική εκφώνηση του ΣΥΝ, κι εμείς υπερασπιζόμασταν τις «επίσημες θέσεις» του ΣΥΡΙΖΑ από όλο και κατώτερες θέσεις. Ο κόσμος όμως δεν στήριζε Α. Πλ. γιατί είναι καλή και τίμια, αλλά γιατί έλπιζε ότι δεν θα άφηνε τον Τσίπρα να προδώσει. Σε αυτό η Α.Πλ. απέτυχε. Αντί να προετοιμάσει πόλεμο, επωμίστηκε και αυτή λοιπόν τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση και τη χρεώθηκε σχεδόν εξίσου. Στο τέλος η Α.Πλ. φάνηκε ότι εκδιώχνεται γιατί δεν θα είχε θέση στις εκλογικές λίστες. Ίσως άδικη κατηγορία, αλλά όλοι οι προηγούμενοι γραφειοκρατικοί χειρισμοί, τα παζαρέματα, οι ταλαντεύσεις, η καθυστέρηση αποχώρησης συνετέλεσαν να γίνει πιστευτό αυτό. Η Α.Πλ. καθιέρωσε μια δειλή και παθητική στάση όπως αυτή του ΚΚΕ, που απλώς περίμενε διαψευστεί ο Τσίπρας και έπειτα να έρθει ο κόσμος «από μόνος του» στην Α.Πλ. ή στη ΛΑΕ. Μετά την συγκρότηση κυβέρνησης με τον ακροδεξιό Καμμένο και τους διεφθαρμένους νεοφιλελεύθερους πασόκους, το «70% καλό μνημόνιο» και τη συμφωνία Βαρουφάκη στις 20/2, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ψηφίσει μνημόνιο 1 και 2 και στραγγάλιζε τις δυνατότητες για ρήξη, αλλά το Αρ.Ρ. διατηρούσε τα υπουργεία, κατάπιε τον Πάκη, συζητούσε το 47σέλιδο μνημόνιο, «στήριζε αλλά δεν ψήφιζε» για σχεδόν 1,5 μήνα μετά την προδοσία του δημοψηφίσματος και περίμενε τις εκλογές. Αρχές Ιουλίου προδόθηκε το δημοψήφισμα. Θέμα ηγεσίας, σύγκρουσης ή ρήξης με τον Τσίπρα, έμπαινε αναγκαστικά αρκετά πριν τον Αύγουστο το 2015. Μετά απλά έμενε για την Α.Πλ. να αποχωρήσει «περήφανα» αλλά βασικά ηττημένη.

Γιατί παρ’όλα αυτά ως ΔΕΑ (όπως και η Α.Πλ.) μεγαλώναμε μέχρι το 2014, αλλά ΔΕΝ μεγαλώσαμε το 2015; Γιατί μέχρι το 2014 ένα κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ (μικρό αντικειμενικά, αλλά μεγάλο και σημαντικό για τα δικά μας «κιλά») έλπιζε να είμαστε το πιο χρήσιμο γρανάζι απέναντι στον Τσίπρα. Όμως εμείς δεν είχαμε καθαρό ότι θέλουμε να νικήσουμε τον Τσίπρα. Πιέζαμε τον Τσίπρα (που ήθελε κυβέρνηση πασόκων-Καμμένου) να κάνει κυβέρνηση αριστερή. Στηρίζαμε την κυβέρνηση Τσίπρα-πασόκων-Καμμένου που μετά τις 20/2 ήταν μνημονιακή να …έρθει σε ρήξη. Είχαμε ελπίδα ότι θα «διορθώσουμε» τον Τσίπρα, , σε συμμαχία με άλλους ρεφορμιστές. Πιέζαμε 53+ να συμμαχήσουν με το Αρ.Ρ. «για να σώσουμε το ΣΥΡΙΖΑ» και περιμέναμε πότε το Αρ.Ρ. και πότε τους 53+, αντί να έχουμε καθαρό πως ό,τι κερδηθεί θα κερδηθεί με δική  μας πρωτοβουλία, έστω κι αν κερδηθεί μόνο ένα μικρό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ. Έπρεπε να επιδιώκουμε να τραβάμε και τους ρεφορμιστές μαζί μας χωρίς όμως απαραίτητα να περιμένουμε έγκριση ή να τους περιμένουμε. Έτσι ΚΑΙ θα κερδίζαμε πολύ περισσότερο κόσμο ΚΑΙ θα πιέζαμε καλύτερα τους ταλαντευόμενους ρεφορμιστές. Αλλά δεν υπήρχε τέτοια προτεραιότητα. Νομίζαμε ότι απλά θα «πιέζουμε» επ’ άπειρον, αντί να καιροφυλακτούμε για να βγούμε μπροστά. Το 2015 ήταν η χρονιά της κρίσης και κριθήκαμε εξίσου ανεπαρκείς με το Αρ.Ρ. , καταγραφτήκαμε ως συνυπεύθυνο/ηττημένο κομμάτι. Αρκετός κόσμος μας πλησίασε μέχρι και το 2015, κι έφυγε μαζί μας από τον ΣΥΡΙΖΑ για να «σώσει την ψυχή του», αλλά χωρίς να πειστεί από μας. Τελικά καταφέραμε να μας φορτώσουν παρόμοιες ευθύνες με τους ρεφορμιστές της ηγεσίας του Αριστερού Ρεύματος. Πρόκειται πραγματικά για κατόρθωμα επαναστατικής οργάνωσης.

Απολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ για τη ΔΕΑ;

Ο απολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ πρέπει να γίνει, όχι αφηρημένα (δεν υπάρχει ένας απολογισμός για όλες τις δυνάμεις που συμμετέχουν), αλλά για τη ΔΕΑ.Το 2015 η ΚΕ υπεξέφυγε, λέγοντας «ο απολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ (και ο δικός μας δηλαδή) θα γραφτεί στη ΛΑΕ». Όμως ήταν υπεκφυγή. Όταν στρατολογήθηκα το 2004, με κέρδισε το επιχείρημα ότι επιλέγουμε ΕΜ με το ΣΥΝ για να μην ηττηθεί όλη η Αριστερά όπως το’89. Τότε , λέγαμε, η επαναστατική Αριστερά δεν είχε ενιαιομετωπική πολιτική και γι αυτό, όταν ήρθε η αναμενόμενη νομοτελειακά δεξιά στροφή του ρεφορμισμού ο κόσμος δεν πήγε προς την επανάσταση αλλά προς την απογοήτευση και «στο σπίτι του». Η δική μας ομάδα , εντός ΟΣΕ-ΣΕΚ τότε, έβγαλε αυτά τα συμπεράσματα, κατηγόρησε την ηγεσία του ΣΕΚ ότι απέτυχε να μεγαλώσει (και) γι’ αυτούς τους λόγους και γεννήθηκε η ΔΕΑ. Στόχος μας; Η αριστερά να κερδίσει τον κόσμο του ρεφορμισμού όταν θα κάνει τη στροφή δεξιά, για να μην πάει σπίτι του. Είμασταν βέβαιοι ότι κάποτε ο ΣΥΝ θα προδώσει, αλλά τουλάχιστον εμείς με την ΕΜ πολιτική μας θα κερδίζαμε σημαντικό κομμάτι της βάσης του, ένα σημαντικό τμήμα της βάσης του ρεφορμισμού θα κερδιζόταν με μας ή μαζί μας και η επαναστατική Αριστερά θα έδινε τη μάχη για το χτίσιμο του επαναστατικού κόμματος με καλύτερους όρους. Γι αυτό και μόνο ΘΑ ΑΞΙΖΕ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΣΥΡΙΖΑ και ο απολογισμός θα ήταν θετικός ακόμα κι όταν –αργά ή γρήγορα- θα πρόδιδε ο Τσίπρας.

Αν κινούμασταν ως Ενιαιομετωπική Οργάνωση από την ίδρυση της ΛΑΕ , είχαμε τις δυνατότητες να κερδίσουμε την ηγεσία της ΛΑΕ και να επιβάλλουμε τη γραμμή «ΛΑΕ=αριστερό και όχι πατριωτικό μέτωπο». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε ήδη το ρήγμα της ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ, και ακολούθησε η κρίση του ΝΑΡ κι άλλων οργανώσεων. Συνεπώς ούτε η ΛΑΕ ήταν «χαμένη από χέρι υπόθεση». Υπήρχε βέβαια και η μικρή πιθανότητα στην αντιπαράθεσή μας με το Αρ.Ρ. να καταφέρει μας διώξει το Αρ.Ρ, οπότε θα φεύγαμε με πολύ περισσότερες δυνάμεις, τραβώντας μαζί μας και αριστερό κόσμο που συσπείρωνε το Αρ.Ρ.. Αυτό προϋπέθετε όμως να έχουμε καθαρό τον στόχο οικοδόμησης επαναστατικής οργάνωσης ως προτεραιότητα, τις υποδοχές για να συνεχίσουμε ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ και μόνοι μας, προϋπέθετε να μην έχουμε γραμμή «πάση θυσία στη ΛΑΕ». ΔΕΝ ΘΕΛΑΜΕ να επιδιώξουμε πρωταγωνιστικό ρόλο, γιατί έχει διαμορφωθεί στην Ο. όλη αυτή η λάθος ερμηνεία του ΕΜ, που δεν είναι ΕΜ αλλά συμφιλιωτισμός και παραπληρωματική δύναμη σε ρεφορμιστές συμμάχους.

Σήμερα κάνουμε τα ίδια λάθη που κάναμε στο ΣΥΡΙΖΑ, απλώς τα κάνουμε σε μεγαλύτερο βαθμό και σε χειρότερο περιβάλλον. Έφυγαν 10.000 από το ΣΥΡΙΖΑ, πέρασαν 5.000 από τη ΛΑΕ, ίσως πέρασαν και 1000 από γύρω μας. Η οργάνωση όμως πρακτικά βρίσκεται περίπου στο σημείο εκκίνησης του 2004, και η ΛΑΕ αποσαθρώνεται μέρα με τη μέρα, διώχνοντας τον κόσμο, αντί να διατηρεί σημαντικό τμήμα της βάσης του ρεφορμισμού. Διατηρείται απλά ο μηχανισμός του Αρ.Ρεύματος, ενώ το 90+% των ανένταχτων και η πλειοψηφία των οργανώσεων έχει αποχωρήσει/αδρανοποιηθεί. Εμείς καταγραφόμαστε ως συμπολίτευση, δεν έχουμε καν συγκροτήσει Αριστερή Πτέρυγα, κάνουμε ακόμα λιγότερη κριτική στην ηγεσία της ΛΑΕ απ’ ότι στην ηγεσία Τσίπρα, ενώ παραδεχόμαστε ότι δεν επιδιώκουμε να εκμεταλλευτούμε (!) τα προβλήματα του Αρ. Ρεύματος. Συμβουλεύουμε τον Λαφαζάνη να κάνει αριστερό μέτωπο με το ίδιο σκεπτικό, αντί να πάρουμε εμείς πρωτοβουλία, ενώ αυτός θέλει ντε και καλά πατριωτικό μέτωπο. Πιέζουμε ντε και καλά να κάνει αριστερή στροφή ο Κορωνάκης, ο Λαφαζάνης, η Ζωή, αλλά εμείς μόνοι μας δεν κάνουμε τίποτα για δημιουργηθεί αριστερό μέτωπο. Κι όταν μας δίνεται ευκαιρία να κάνουμε κριτική στο Αρ.Ρεύμα, το αποφεύγουμε ή το κάνουμε τόσο έμμεσα που το καταλαβαίνουν μόνοι όσοι γνωρίζουν …αποκρυφισμό, οπότε δεν ενοχλείται το Αρ.Ρ. Αρνούμαστε να κάνουμε ευθεία κριτική στις απόψεις του Αρ.Ρ. ως καταστροφικές στο κίνημα, να προειδοποιούμε τον κόσμο του ότι θα προδοθεί, αντιπαραβάλλοντας τις δικές μας ως τις κατάλληλες για τη νίκη, διεκδικώντας τον κόσμο μαζί μας – μα αυτό είναι το Ενιαίο Μέτωπο. Στην πραγματικότητα μένει ανοιχτό αν θέλουμε να γίνουμε ποτέ ηγεσία ευρύτερων δυνάμεων και να αλλάξουμε τον συσχετισμό με τους ρεφορμιστές (αυτό σημαίνει ΕΜ). Φαίνεται ότι η σημερινή ΚΕ θεωρεί πως δεν έχει καμία σημασία αν η ΔΕΑ θα έχει 200 ή 500 μέλη, γι’ αυτό και σχετικοποιεί τον απολογισμό γύρω από το αν και πόσο μεγαλώσαμε.

Όταν η ηγεσία της ΛΑΕ εκπέμπει στίγμα τύπου «περιοδικό Επίκαιρα», πατριωτική Σοσιαλδημοκρατία και συντηρητισμό, η ΚΕ αντιτείνει «μα το Αρ.Ρ. διαδηλώνει για τους πλειστηριασμούς» ή λέει «όχι στις ιδιωτικοποιήσεις» κλπ. Μα αυτά δεν αρκούν για να αλλάξει το κεντρικό δεξιόστροφο στίγμα που εκπέμπει ο Λαφαζάνης στα ΜΜΕ και Iskra στα περισσότερα κεντρικοπολιτικά ζητήματα.

Ενιαίο Μέτωπο και χτίσιμο επαναστατικής οργάνωσης/κόμματος ή πλατύ κόμμα και ανασύνθεση;

Το 2004, κάναμε λόγο για Ενιαίο Μέτωπο και αργότερα για «ενιαίο μέτωπο» στο πολιτικό πεδίο. Ενότητα στη δράση και αλλαγή του συσχετισμού υπέρ των επαναστατών . Τότε χρησιμοποιούσαμε το δικαίωμα του βέτο ως απόδειξη (και ως ασφαλιστική δικλείδα) ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι Ε.Μ. και όχι «πλατύ κόμμα». Μάλιστα μεγαλώναμε τότε, οπότε αυτός ο ισχυρισμός για Ε.Μ. και προσμονή της αλλαγής συσχετισμών φάνταζαν ρεαλιστικά. Το είχαμε καθαρό: Άλλο επαναστατικό κόμμα, άλλο Ενιαίο Μέτωπο, άλλο ανασύνθεση. Άλλο αντικαπιταλιστική Αριστερά, άλλο Επαναστατική Αριστερά, άλλο το πλατύ αντικαπιταλιστικό κόμμα –γι αυτό μιλούσαμε τότε-, άλλο το «κεντριστικό» κόμμα και άλλο το πλατύ κόμμα γενικώς-πλατύ κόμμα να’ ναι κι ό,τι να’ ναι! Μπορεί να χαρακτηριστεί αντικαπιταλιστικό κόμμα η ΛΑΕ της δραχμικής-πατριωτικής-αναπτυξιολογικής γραμμής;

Γράφει για παράδειγμα η σ. Μ.Μπόλ. σε κείμενο στο περιοδικό Διεθνιστική Αριστερά (ΔΑ) τ.3 του 2004: «Στο πλατύ αντικαπιταλιστικό κόμμα οι επαναστάτες πρέπει να προετοιμάζονται για την αναμέτρηση με τους ρεφορμιστές… Όμως το πλατύ κόμμα δεν αποτελεί την πρόταση των επαναστατών….τα καθήκοντα συγκρότησης παίζονται γύρω από το δίπολο ενιαίο μετωπο-επαναστατικές οργανώσεις…εμμένοντας στη διάκριση ρεφορμισμού-επανάστασης, …χτίζοντας μια ξεκάθαρη επαναστατική οργάνωση». Στο ίδιο περιοδικό, γράφει ο σ. Αντ.Νταβ: «Η ρεφορμιστική Αριστερά δεν είναι πλέον ένα μεγάλο και συμπαγές πολιτικό ρεύμα που κατόρθωνε να εκφράσει ένα μεγάλο μέρος των ελπίδων (και των αυταπατών) των εργαζόμενων και της νεολαίας, αλλά κατόρθωνε επίσης να περιθωριοποιεί (ή τουλάχιστον να περιορίζει σε δεύτερους ρόλους) την επαναστατική αριστερά. Ο χάρτης της παγκόσμιας Αριστεράς ξαναγράφεται…Ως «αντικαπιταλιστική Αριστερά» κανένας δεν εννοούσε ένα υποκατάστατο της άκρας ή επαναστατικής Αριστεράς. …Η συζήτηση αυτή ήταν πρωτόγνωρη για την επαναστατική Αριστερά στο σύνολό της και αναπόφευκτα εμπεριείχε τον κίνδυνο λαθών. Το πιο σημαντικό ήταν η αυταπάτη ότι το δίλημμα «Μεταρρύθμιση ή επανάσταση;» έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις, ότι είναι εφικτό να προχωρήσει σε κάποια νέα, πλατιά, πολυτασικά κόμματα, που θα συσπείρωναν επαναστάτες, κεντριστές και ρεφορμιστές στη βάση μιας πολιτικής (και όχι ιδεολογικής) ενότητας για την αντιμετώπιση της περιόδου…» (σ.σ. ΑΛ δηλαδή ούτε προσωρινά δεν δεχόμασταν τα πλατιά πολυτασικά κόμματα!). Στο ίδιο άρθρο ο σ. έγραφε ότι στη Βραζιλία ο Λούλα προσπαθούσε να εξοντώσει την αριστερή πτέρυγα του κόμματος, παρόλο που εμείς κάναμε κριτική στους τροτσκιστές σ. για ανασύνθεση. Συνεπώςη συγκρότηση αριστερής πτέρυγας, η συμμετοχή μας στην Α.Πλ και η στοχοποίησή μας από τον Τσίπρα δεν σημαίνει εξ ορισμού ότι κάναμε το καθήκον μας, δεν αποκλείει την δεξιά απόκλισή μας. Έγραφε ο σ., συνεχίζοντας, για το PTστη Βραζιλία και την Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία «το κρίσιμο πρόβλημα είναι πλέον πόσο έτοιμες είναι οι επαναστατικές τους πτέρυγες να αντιμετωπίσουν τη δεξιά στροφή των ηγεσιών τους» (σ.σ ΑΛ οι επαναστατικές πτέρυγες. Όχι οι ρεφορμιστές όπως το Αρ.Ρ και οι 53+ , που περιμέναμε -και περιμένουμε- να πάρουν πρωτοβουλία για να συρθούμε πίσω τους…) «Κι αυτό αποδεικνύει ότι το ζήτημα της ανεξάρτητης οικοδόμησης των δυνάμεων των επαναστατών, είναι και θα παραμένει καθοριστικό… Οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς πρέπει να επιμείνουν στην ενιαιομετωπική τακτική κλιμάκωσης της μαζικής αντίστασης…Όμως δεν πρέπει να ξεχνούν ότι αυτή η τακτική δεν είναι υποκατάστατο για την οικοδόμηση ανεξάρτητων επαναστατικών πολιτικών οργανώσεων. Αντίθετα, αυτή η τακτική είναι αποδοτική μόνο αν εφαρμοστεί ως μέσο για την αλλαγή των συσχετισμών και μέσα στην Αριστερά, ως το μέσο για την οικοδόμηση των επαναστατικών κομμάτων, που είναι πιο αναγκαία από ποτέ… Για τη ΔΕΑ η συμμετοχή στην πρωτοβουλία (για τη συσπείρωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς-μετέπειτα ΣΥΡΙΖΑ) … δεν έχει να κάνει με αυταπάτες για τη δυνατότητα οικοδόμησης κάποιου πλατιού κόμματος πολιτικής και όχι ιδεολογικής ενότητας. Αντίθετα αντιμετωπίζουμε την ενότητα δράσης και την εμπλοκή στην επίμονη πολιτική συζήτηση με άλλα ρεύματα της Αριστεράς, όχι ως υποκατάστατο, αλλά ως μέσο για να χτίσουμε μια μαζική επαναστατική οργάνωση στην Ελλάδα…»!!!

«Επαναστατική αριστερά, επαναστάτες, αλλαγή συσχετισμών για την οικοδόμηση των επαναστατικών κομμάτων, όχι αυταπάτες για τους ρεφορμιστές και τα πλατιά κόμματα, να χτίσουμε μαζική επαναστατική οργάνωση στην Ελλάδα…» Τέτοιες διατυπώσεις τις είχαμε «ψωμοτύρι» σε κάθε φύλλο Ε.Α και στο περιοδικό μας Δ.Α. Σήμερα έχουν (κατά 99% αν όχι 100%) καταργηθεί. Πώς προετοιμάζουμε εμείς σήμερα τη σύγκρουση με τους ρεφορμιστές και πώς κάνουμε διάκριση με τον ρεφορμισμό; Μόνο επίκληση στην ενότητα και ευγενική διπλωματία προκύπτει από τη στάση μας. Όχι τυχαία από εκείνη τη μεγάλη φουρνιά στρατολογιών και στελεχοποιήσεων ελάχιστες έχουν μείνει στην Ο. Φαίνεται καθαρά από τα «ιδρυτικά-φυσιογνωμικά» αυτά κείμενα ότι τα πλατιά πολυτασικά κόμματα τα θεωρούμε λάθος, αυταπάτη, δεξιά ανασύνθεση, αυτοδιάλυση της επαναστατικής Αριστεράς. Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ τότε για να θεωρηθεί (έστω με ενστάσεις και αστερίσκους) «αντικαπιταλιστικός», όπως κι όλα τα άλλα ρεφορμιστικά-κεντριστικά σχέδια, προϋπόθεση ήταν η απόρριψη του κυβερνητισμού , ο στόχος «ισχυρή Αριστερά- αντιπολίτευση για τους αγώνες» , η κριτική στάση απέναντι στο ζήτημα κυβέρνησης/διαχείρισης. Καμία σχέση με τη ΛΑΕ σήμερα δηλαδή («θα κυβερνήσω με δραχμή»).

Το πλατύ κόμμα το συνδέαμε με διαδικασίες ανασύνθεσης και κάναμε κριτική στους σ. που συμμετείχαν σε πλατιά κόμματα και δεν είχαν καθαρό τον στόχο οικοδόμησης επαναστατικής οργάνωσης, λέγαμε ότι στα πλατιά κόμματα γίνεται σκληρή πάλη για τους συσχετισμούς, ότι τελικά θα κυριαρχήσει ο ρεφορμισμός ή η επανάσταση. Και ότι ο βασικός στόχος είναι το μεγάλωμα των επαναστατών- το δικό μας.

Ήταν η περίοδος που τα κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζανε «συνθήματα» στα οποία υπήρχε ομοφωνία. Το 2008 δίναμε μάχη με το Ξεκίνημα και το Κόκκινο, που τους κατηγορούσαμε για ανασυνθετικούς γιατί διεκδικούσανε «ενιαίο πολυτασικό κόμμα». Πολύ περισσότερο αυτή η διάκριση ήταν επείγον να γίνει για την τακτική σε κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ , οι PODEMOS ή (ακόμα περισσότερο) η ΛΑΕ , που δεν ήταν/είναι πλατιά αντικαπιταλιστικά κόμματα, αντίθετα κυριαρχούσαν/κυριαρχούν οι ρεφορμιστικές δυνάμεις που (συνήθως) κινούνται δεξιά, ιδιαίτερα στην κινηματική άμπωτη.

Σήμερα όμως, φαίνεται ξεκάθαρα η μετατόπιση της ΚΕ ακόμα και λεκτικά. Τα πλατιά κόμματα αθωώνονται ή προκρίνονται ως λύσεις γενικώς, και μάλιστα χωρίς καν τον προσδιορισμό «αντικαπιταλιστικά», και ταυτίζονται με το ΕΜ, βλέπε κείμενο εισήγησης: «Η σταδιακή συνειδητοποίηση και η προσπάθεια για αντίδραση σε αυτήν την κατάσταση, οδήγησε στις πρωτοβουλίες που μέσα στον χρόνο συναθροίζονται κάτω από τον, όχι τόσο ακριβή, τίτλο «πλατιά κόμματα». .. Στη βάση όλων των «επιχειρήσεων» που συνωθούνται κάτω από τον τίτλο «πλατιά κόμματα»… Με την έννοια αυτή, τα «πλατιά κόμματα» επιχειρηματολογήθηκαν από σχεδόν όλους τους πρωταγωνιστές τους ως μορφές Ενιαίου Μετώπου ή ακριβέστερα ως μορφές ενιαιομετωπικής τακτικής.»

Τοτε κάναμε κριτική κατά των πλατιών αντικαπιταλιστικών κομμάτων και υπέρ του ΕΜ, σήμερα είμαστε υπέρ του πλατιού κόμματος, παρόλο που 15 χρόνια μετά έχει αποτύχει δεκάδες φορές και δεν έχει πετύχει (ούτε για την εργατική τάξη -πέρα από μικρά χρονικά διαστήματα- ούτε για τους επαναστάτες) !

«…Ο όρος Επαναστατική Αριστερά αντικαταστάθηκε σταδιακά από τον όρο «Ριζοσπαστική Αριστερά» ή «Αντικαπιταλιστική Αριστερά» (εισήγηση ΚΕ).Εδώ φαίνεται να αθωώνεται η υποστολή του όρου «επαναστατική Αριστερά», πολύ περισσότερο η υποστολή του στόχου του επαναστατικού εργατικού κόμματος.» (Διαφωνεί ο σ.Αντ.Νταβ με αυτά που έγραφε το 2004, βλέπε παραπάνω.) Στα πρώτα χρόνια η ΔΕΑ μιλούσε καθαρά για την ανάγκη χτισίματος επαναστατικής αριστεράς-επαναστατικής οργάνωσης, με στόχο το χτίσιμο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ. Οτιδήποτε λιγότερο το θεωρούσαμε πηγή αποπροσανατολισμού/δεξιών λαθών της άκρας αριστεράς. Μια τέτοια αλλαγή γραμμής, αυτή ποτέ δεν έχει περάσει από καμία συνδιάσκεψη!

Συνεχίζει η εισήγηση της ΚΕ: «Ήταν φανερό ότι το επίδικο ζήτημα ήταν αν οι εναπομείνασες δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς αναλαμβάνουν την ευθύνη να συνεργαστούν μεσοπρόθεσμα ακόμα και στο πολιτικό πεδίο, με δυνάμεις του «ριζοσπαστικού» ή «αριστερού» ρεφορμισμού και του κεντρισμού»… Μα η συνεργασία με τον ρεφορμισμό (απέναντι στον καπιταλισμό) πρώτον προϋποθέτει να βοηθά ο ρεφορμισμός τον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό και δεύτερον δεν αναιρεί την αντιπαράθεση μεταξύ τους. Το ΕΜ δεν μπορεί να γίνεται παντού και πάντα και με οποιοδήποτε κόστος, για παράδειγμα: 1) Με τον ΣΥΝ του 2001-2003 δεν συνεργαστήκαμε πολιτικό πεδίο. 2) Οι ίδιοι θεωρούσαμε τελειωμένο και διασπασμένο τον ΣΥΡΙΖΑ από τις Ευρωεκλογές του 2004 ως την εκλογή Αλαβάνου, φορτώνοντας την ευθύνη στον ΣΥΝ. 3) Μήπως το εγχείρημα του ΣΥΝ με τον Μητρόπουλο (2010) ήταν αριστερός ρεφορμισμός ή κεντρισμός; Μήπως τότε που ουσιαστικά είχαμε διασπάσει τον ΣΥΡΙΖΑ είμασταν αντι-μετωπικοί;

Το 2011-2 σε Ε.Α/Δ.Α γράφαμε ότι ο ΣΥΝ δεν θέλει κυβέρνηση Αριστεράς αλλά σοσιαλδημοκρατία και συνεργασία με πασόκους παράγοντες. Και μια μέρα μετά καλούσαμε για κυβέρνηση της Αριστεράς με τον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορείς να κάνεις ΕΜ με ένα κόμμα που βαδίζει προς την κυβέρνηση και πασοκοποιείται πριν τις εκλογές του 2012; Και πώς;

Συνεχίζει η ΚΕ ότι τα πλατιά κόμματα είναι απαραίτητα «…για να μπορέσουν να συμβάλουν στη συσπείρωση της «θάλασσας» των ανένταχτων δυνάμεων… δημιουργώντας μια νέα πολιτικοποίηση, αλλά και διασώζοντας την παλιότερη από τις μυλόπετρες της απογοήτευσης/ιδιώτευσης.» Μα η ΛΑΕ αποσυσπειρώνει κόσμο κι έχουμε εκατοντάδες και ίσως χιλιάδες παραδείγματα. Κι είναι γνωστό τι ακριβώς πολιτικοποίηση δημιουργεί το Αριστερό Ρεύμα: δραχμή, ανάπτυξη, Πούτιν, ΕΠΑΜ, συνομωσιολογία και …Λέσχη Μπίλντεμπεργκ, «οι δημοσκοπήσεις πολεμάνε τη ΛΑΕ» και καθημερινά «τελειωμένη/πέφτει η κυβέρνηση Τσίπρα». Αυτή η φυσιογνωμία της ΛΑΕ/Αρ.Ρ είναι αριστερός ρεφορμισμός; ΟΧΙ. Πρώτα πρέπει να προσδιορίσουμε σωστά τον χαρακτήρα του Αρ.Ρ. (που δεν είναι κεντρισμός/αριστερός ρεφορμισμός) και μετά να αποφασίσουμε αν και πώς κάνουμε ΕΜ. ΕΜ με το Αρ.Ρ. μπορεί να νοηθεί μόνο ως σκληρή πάλη με τις ιδέες του που όχι μόνο δεν βοηθάνε την εργατική τάξη να νικήσει αλλά συκοφαντεί ακόμα περισσότερο την έννοια «Αριστερά» και στέλνει τους αριστερούς σπίτι τους ή σε άλλους πολιτικούς χώρους.

Σε πρόσφατο ΕΣ.Δ. φαίνεται ακόμα πιο καθαρά η λάθος άποψη γύρω από το ΕΜ, μιλώντας για «αρνητικά» στοιχεία του Αρ.Ρ. : «…η μετακίνηση του Αρ. Ρεύματος (και άλλων) γίνεται μόνο κάτω από πίεση». Το ότι το Αρ.Ρ.και ο κάθε ρεφορμισμός κινείται κάτω από πίεση δεν είναι αρνητικό, αλλά η… πεμπτουσία του ΕΜ. Καλλιεργούμε αυταπάτες ότι υπάρχει και ο …θετικός ρεφορμισμός που κινείται χωρίς πίεση από μόνος του; Και σε τελική ανάλυση αν υπάρχει καλός ρεφορμισμός που κινείται με πίεση ή χωρίς πίεση, τότε γιατί να μεγαλώσουν οι επαναστατικές οργανώσεις ; Μήπως σε αυτή την παρανόηση βρίσκεται η ρίζα του κακού;

Άλλο, ακόμα χειρότερο, σημείο στο ίδιο ΕΣ.Δ. « Η τακτική των «πλατιών κομμάτων» -παρόλο που μέσα σε αυτήν έγιναν κάποτε και σοβαρά λάθη …. είναι ταυτόχρονα και η βάση ανασύνταξης των δυνάμεων της Επ.Αριστεράς….» Πρόκειται για δήλωση που με λίγες λέξεις αθωώνει όλους τους λάθος τρόπους, τις ανασυνθετικές λογικές και τα δικά μας γλιστρήματα επί ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αναιρεί την ίδρυση της ΔΕΑ που βασίστηκε στο δίπολο ΕΜ-επαναστατική οργάνωση και όχι στο πλατύ κόμμα . Πουθενά δεν ήταν τα πλατιά κόμματα η βάση ανασύνταξης των επαναστατικών οργανώσεων. Αντίθετα οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς στην Ελλάδα ανασυντάσσονται σε μεγαλύτερο βαθμό εκτός πλατιών κομμάτων.

Συνεχίζει η ΚΕ για τα πλατιά κόμματα: «Είναι μοιραίο λάθος η αυτοδιάλυση των επαναστατικών οργανώσεων … είναι επίσης κρίσιμο λάθος η υποτίμηση της δημόσιας πάλης για την έγκαιρη διαμόρφωση «αριστερής πτέρυγας» . Όμως τα «μέτωπα» αυτά λειτουργώντας στο πολιτικό πεδίο και σε μακρό χρόνο, αποκτούν υποχρεωτικά κάποια χαρακτηριστικά κόμματος…» Εμείς δεν αυτοδιαλυόμαστε τυπικά. Αλλά όταν υποχωρούμε συνεχώς στα δεξιά λάθη του ρεφορμιστή συμμάχου, όταν υποστέλλουμε τα λάβαρά μας, δεν αντιπαρατιθόμαστε, δεν δείχνουμε με κάθε κίνηση και λέξη ότι οι επαναστάτες πρέπει να δυναμώσουν και ότι ο ρεφορμισμός ετοιμάζει νέες ήττες, όταν δεν κινούμαστε επιθετικά για να πάρουμε την ηγεσία των αριστερών στον ΣΥΡΙΖΑ ή τη ΛΑΕ, όταν μοιάζει απλώς να βολευόμαστε στις λίγο πιο αριστερές διατυπώσεις και στις «ευγενικές κριτικές», όταν μοιάζει απλώς να «κάνουμε κριτική στα όργανα» και προς τα έξω να κινούμαστε μαζί και να χρεωνόμαστε τη δεξιά στροφή ανήμποροι να την σταματήσουμε , όταν ΔΕΝ παλεύουμε δημόσια το Αρ.Ρ. ούτε συγκροτούμε Αριστερή Πτέρυγα (όπως δεν κάνει η ΔΕΑ στη ΛΑΕ), δεν διαπράττουμε παρόμοια λάθη όπως αυτοί που αυτοδιαλύονται ΚΑΙ τυπικά; Όταν υπάρχουν χαρακτηριστικά κόμματος και υποτασσόμαστε στους κανόνες πλειοψηφία-μειοψηφία (που θεωρούσαμε παλιότερα ανασύνθεση), αναιρούμε την ίδια την έννοια του ΕΜ, αλλά και άρθρα που δημοσιεύσαμε το 2015 όπως του σ.Ηλ. Ιωακείμογλου (που δεν προέρχεται από την επαναστατική Αριστερά!) που έλεγε ότι μεταξύ των συνιστωσών της ΛΑΕ υπάρχουν τεράστιες διαφορές και δεν μπορεί να υπάρξει κόμμα αλλά μόνο μέτωπο, βαδίζουμε χωριστά , χτυπάμε μαζί. Αυτά λέγαμε και τα πρώτα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ άλλωστε.

Συνεχίζει η ΚΕ «Προσπαθούμε να χτιστεί μια ριζοσπαστική-αντιμνημονιακή-αντικαπιταλιστική αριστερή αντιπολιτευτική απάντηση…που θα έχει μια σοβαρή μαζική βάση… το κέρδισμα πρωτοπόρων στοιχείων της κοινωνικής αντίστασης δεν μπορεί στις παρούσες συνθήκες να επιχειρείται μόνο με τη συζήτηση πάνω στην κινηματική εμπειρία…» (και μετά αναφέρεται σε κάποια προβλήματα της ΛΑΕ, όπως στη διαταξική απεύθυνση.)

Φυσικά προσπαθούμε να φτιάξουμε μαζική αριστερή- αντικαπιταλιστική απάντηση και γι αυτό θέλουμε συνεργασία αριστερών ρεφορμιστικών και επαναστατικών δυνάμεων, αλλά ΛΑΕ σημαίνει πατριωτικό μέτωπο- ανάπτυξη -δραχμή – Πούτιν. Δεν είναι αντικαπιταλισμός αλλά κεϊνσιανισμός. Και διαταξική απεύθυνση είχε μόνο το ΠΑΣΟΚ ή ο ΣΥΡΙΖΑ του 2012-15. Ο ΣΥΡΙΖΑ των πρώτων χρόνων αναφερόταν στους εργάτες και τους φτωχούς, όπως και κάθε αριστερός ρεφορμισμός. Άρα τι σόι αριστερός ρεφορμισμός είναι το Αριστερό Ρεύμα/ΛΑΕ; Τέλος, η ΛΑΕ δεν έχει μαζική βάση και ούτε πρόκειται να έχει με αυτή την πολιτική.

Τι τύπου εισοδισμός;

Η πολιτική της ΔΕΑ μετά το 2012 μοιάζει με προβληματική εκδοχή εισοδισμού, ως συμμετοχή σε πολυτασικό κόμμα, με πλειοψηφίες-μειοψηφίες κι «επίσημη γραμμή» το επιτελείο Τσίπρα, και την υποχώρησή μας σε όλα τα επίπεδα (όπως περιέγραψα) «για να μην απομονωθούμε και μας διώξουν». Και αυτό κόστισε.

Ξεκινάω με ένα παράδειγμα: στη Συνδιάσκεψή μας το 2014 αποφασίσαμε να μην δεχτούμε θέσεις ευθύνης στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ , γιατί δεν θα ήταν κυβέρνηση Αριστεράς αλλά κυβέρνηση Εθνικής/Κοινωνικής Σωτηρίας. Την απόφαση δεν την δημοσιοποιήσαμε. Και ένα μήνα μετά τρέχαμε παντού μοιράζοντας φυλλάδια του ΣΥΡΙΖΑ «Εμπρός για την κυβέρνηση της Αριστεράς». Αυτό σημαίνει μια υπαρκτή (αν και δεν την παραδεχόμασταν δημόσια) πειθαρχία στους όρους «πλειοψηφία-μειοψηφία», μια συμμόρφωση με την ρεφορμιστική ηγεσία. Αντίθετα έπρεπε να μοιράζουμε φυλλάδια της ΔΕΑ-συνιστώσας και να προειδοποιούμε τον κόσμο ότι ΔΕΝ θα είναι αριστερή κυβέρνηση και να τον καλούμε ετοιμάζεται μαζί μας για αντιπαράθεση μαζί της. Αυτό θα σήμαινε σύγκρουση με την ηγεσία. Εμείς ούτε αυτό δεν κάναμε. Άλλο παράδειγμα είναι οι βουλευτίνες μας που καταγράφονταν ως ΣΥΡΙΖΑ (έστω ως αριστερή του πτέρυγα) αντί να καταγράφονται ως μέλη της ΔΕΑ και της επαναστατικής Αριστεράς σε πλήρη αντιπαράθεση με το σχέδιο Τσίπρα, στην πάλη για την ανατροπή του ταξικού συμβιβασμού. Αντί να αξιοποιούμε τη Βουλή για να κάνουμε παντού γνωστή τη ΔΕΑ και την επαναστατική Αριστερά, με αποκλειστικό στόχο την ισχυροποίηση της οργάνωσης, βολευτήκαμε-περιοριστήκαμε στα «ακροατήρια» που όμως μας αντιμετώπιζαν ως ΣΥΡΙΖΑ, έστω ως «αριστερό ΣΥΡΙΖΑ».

Γράφει ο Ντ. Χάλας παραπέμποντας στον Τρότσκι, (περιοδικό Δ.Α. τεύχος 4, 2004, για την προσπάθεια χτισίματος επαναστατικών κομμάτων μετά το ’30) , ότι ο εισοδισμός « δεν συνεπάγεται μια μακροπρόθεσμη προοπτική. Είναι μόνο ένα στάδιο που, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να περιοριστεί σε ένα επεισόδιο»…Γράφει όμως και τον κίνδυνο του παρασιτικού εισοδισμού. «Ο εισοδισμός δρα μέσα σε ένα ξένο σώμα. Ένας ορισμένος βαθμός προσαρμογής στις συνήθειες αυτού του σώματος είναι αναπόφευκτος. Η προσαρμογή όμως μπορεί να σημαίνει όχι μόνο προσοχή στη γλώσσα κ.λπ., αλλά και μια μετατόπιση στις πολιτικές εμφάσεις. Ήδη στον αρχικό βραχύβιο εισοδισμό στη Γαλλία, συνέβη ακριβώς αυτό. Ο Τρότσκι έγραφε «για αυτούς (τον κύκλο του Ρ. Μολινέ) που, ενθουσιασμένοι από τις αρχικές επιτυχίες, προσδοκούσαν μια μακρά περίοδο ήρεμης δραστηριότητας μέσα στο ρεφορμιστικό κόμμα. Και ήταν ακριβώς αυτά τα στοιχεία, που στηρίζονταν σε νέους συμμάχους και μισο-συμμάχους στα δεξιά, που άρχισαν να ακούν μια πολύ μεγάλη επιρροή στην πολιτική γραμμή της ομάδας μας».Όταν από την δεκαετία του 1950 και μετά, ο μακροπρόθεσμος εισοδισμός, ο λεγόμενος «βαθύς εισοδισμός», υιοθετήθηκε από ορισμένες τροτσκιστικές ομάδες, η πολιτική προσαρμογή του παράσιτου στον οργανισμό πήγε πολύ μακριά. Έγινε πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τον εισοδιστή από το θήραμά του. Αυτό συνοδεύτηκε από ένα άλλο είδος μυστικισμού, την πίστη σε «βαθιές ιστορικές δυνάμεις» που δούλευαν υπέρ του σοσιαλισμού, ανεξάρτητα από την πραγματική δράση της εργατικής τάξης…Οι ‘’μεγάλες ιστορικές δυνάμεις’’ βολεύουν πάρα πολύ. Και αυτή η στρέβλωση εξακολουθεί να υπάρχει σε διάφορους ‘’τροτσκισμούς’’.»

Η σημερινή πολιτική της ΔΕΑ δεν είναι ΕΜ, αλλά περισσότερο μοιάζει–κατά την Δ.Α.- με τα φαινόμενα βαθέος εισοδισμού και παρασιτισμού: μακρά ήρεμη δραστηριότητα, μετατόπιση συνηθειών και πολιτικών εμφάσεων, αναζήτηση συμμάχων στα δεξιά (Αρ.Ρ, 53+, Πλεύση, Δικτύωση κλπ) , αδυναμία διαχωρισμού από το Αρ.Ρ./ΛΑΕ και «μεγάλες ιστορικές δυνάμεις» (εδώ η αναμονή του κινήματος ή της πολιτικής κρίσης και των εκλογών, ανεξάρτητα από την πραγματική κατάσταση της τάξης, για να γλιστράμε από τις πιέσεις που μας βάζει η κρίση της ΛΑΕ κι η αδυναμία αντιπαράθεσης με το Αρ.Ρ. «Θα αλλάξουν τα πράγματα από μόνα τους και στην Αριστερά», σαν να λέμε, λες και η κρίση της Αριστεράς δεν επηρεάζει το κίνημα ή λες κι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό ). Και σε επόμενο άρθρο του ίδιου τεύχους Δ.Α. : «…Μέσα σε τέτοιες συνθήκες ο αποπροσανατολισμός είναι εύκολος. Η μόνη εξασφάλιση (σ.ΑΛ των ίδιων των επαναστατικών οργανώσεων αλλά και της επιτυχίας των «πλατιών» εγχειρημάτων) είναι να έχουν ξεκάθαρο στα μυαλά τους οι επαναστάτες το στόχο που επιδιώκουν (δηλαδή την οικοδόμηση ενός επαναστατικού κόμματος) και ξεκινώντας από τον στόχο τους να μετρούν πόσο το κάθε βήμα τους φέρνει πιο κοντά ή τους απομακρύνει απ΄ αυτό το σκοπό.» Το μέτρημα αυτό είναι βασικά οι στρατολογίες, σ. και σ.

Επίλογος: Back to the Basics (πίσω στα βασικά της επαναστατικής παράδοσης)

Από το σημείο της ΔΕΑ ως μοναδικό αριστερό πόλο του ΣΥΡΙΖΑ περάσαμε στην ενσωμάτωσή μας στην Αριστερή Πλατφόρμα . Έπειτα περάσαμε ουσιαστικά στην πειθάρχησή μας στην ηγεσία της ΛΑΕ με ένα προφίλ σαφέστατα στα δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ του 2012 επιλέξαμε να σταθούμε στο πλευρό του Αρ.Ρ στο ζήτημα Γαβρίλη-Δούρου στα τέλη του 2015 («του δώσαμε χρόνο»), μετά δώσαμε χρόνο στο Αρ.Ρ. μέχρι τον Μάρτιο του 2016, μετά μέχρι τον Ιούνιο του 2016 και γενικά καταγραφόμαστε μέχρι σήμερα ως συμπολίτευση του Αρ.Ρ. και συνεχίζουμε να του δίνουμε χρόνο, με την ΚΕ να λέει σε πρόσφατο ΕΣ.Δ. ότι «μπορεί να δεχθούμε εκλογική συνεργασία ΛΑΕ-Πλεύσης» (όχι μόνο ΛΑΕ αλλά και Πλεύση, αλλά κατά τα άλλα δεν είμαστε δεδομένοι για τη ΛΑΕ).

Το να κερδίσεις κόσμο των ρεφορμιστών σε αντιπαράθεση με τη ρεφορμιστική ηγεσία θεωρείται περίπου υστεροβουλία και … αντισυντροφικότητα. Κι όμως είναι το Α και Ω της πολιτικής του ΕΜ και ο βασικός δείκτης επιτυχίας ή αποτυχίας της. Φτάσαμε να ακούμε επιχειρήματα του τύπου «ε, και που μεγαλώνουν οι άλλοι περισσότερο τι χτίζουν; Σημασία δεν έχει το μέγεθος μόνο, αλλά η εμπειρία, η ποιότητα, η ακτινοβολία-αναγνωρισιμότητα» κλπ. Ρε σύντροφοι εγώ στρατολογήθηκα σε άλλη οργάνωση το 2004!

Αλλά ακόμα κι αν προσπεράσουμε όλους τους πιο πάνω προβληματισμούς και πούμε απλώς ότι είμαστε στα ίδια επίπεδα με το 2004- και «μια από τα ίδια» με τις υπόλοιπες οργανώσεις, ότι δεν τα καταφέραμε αλλά ούτε οι άλλοι τα κατάφεραν. Γιατί θα πρέπει να μας καλύπτει αυτό; Γιατί να μην είμαστε πολύ καλύτερα από όλη την υπόλοιπη άκρα αριστερά που θεωρούσαμε τελειωμένη, παρωχημένη, σεχταριστική, σταλινική κλπ, όταν καυχιόμασταν για την πολιτική και ιδεολογική ανωτερότητά μας και το σημαντικό όπλο του ΕΜ που θα έκανε ζημιά στους ρεφορμιστές και θα άλλαζε τους συσχετισμούς υπέρ των επαναστατών «για να μην πάει ο κόσμος σπίτι του»; Και γιατί θα πρέπει να συγκινηθούμε πίσω από την κρίση του SWP και της LCR; Το SWP γνώρισε 5 διασπάσεις , η ηγεσία του έκανε τους γνωστούς οπορτουνισμούς χωρίς να λογαριάζει τη βάση του , είχε λάθος άποψη για το μέτωπο , για την περίοδο, για την οικοδόμηση και ξέραμε από το 2004 ότι θα αποτύχει. Για την LCR γράφαμε/λέγαμε ότι «φιλελευθερίζει», ότι έχει 3.000 μέλη και πουλάει μόνο 1000 φύλλα εφημερίδας, ότι αυτοδιαλύεται ανασυνθετικά σε κάτι πιο πλαδαρό (NPA), ότι υποκλίνεται στην ισλαμοφοβία, ότι σεχτάρει το ρεφορμισμό κ.ά., άρα ξέραμε από το 2004 ότι θα αποτύχει. Το ερώτημα είναι: εμείς που λέγαμε από το 2004 ότι κάνουμε «σωστό ενιαίο μέτωπο» κι έχουμε έρθει σε ρήξη με τις ανασυνθετικές αυταπάτες, ότι χτίζουμε επαναστατική οργάνωση τι καταφέραμε μετά από 14 χρόνια; Συνολικά ζούμε μια ήττα της αριστεράς…Κι όμως, την προηγούμενη φορά που έγινε κάτι τέτοιο, το ’90, η σταλινική Αριστερά ήταν αμήχανη και η ΟΣΕ κάλπαζε. Σήμερα μοιάζει με την αντεπίθεση των σταλινικών ιδεών μέσα στην Αριστερά κι εμάς αμήχανους . Μήπως κάτι δεν κάνουμε καλά; Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Δυο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: 1) το ενιαίο μέτωπο είναι λάθος σαν τακτική. Αυτό όμως αποκλείεται σαν πιθανότητα. Το Ενιαίο Μέτωπο συγκροτείται ως δυνατότητα από την ανάγκη να δοθούν μαζικές απαντήσεις στους καπιταλιστές αλλά και από την κρίση του ρεφορμισμού . Αν ήταν δυνατός ο ρεφορμισμός δεν θα είχε ανάγκη και δεν θα συζητούσε καν με τους επαναστάτες (βλέπε και άρθρο σ.Αν.Νταβ πιο πάνω). Η αδιαλλαξία της άρχουσας τάξης όμως στον καιρό της κρίσης κάνει τους ρεφορμιστές να πείθουν όλο και λιγότερο τους εργάτες για την δυνατότητα διαχείρισης του συστήματος, αλλά και να «στρογγυλεύουν» τις θέσεις τους, κάνοντας τους επαναστάτες πιο δημοφιλείς. Οι επαναστάτες δικαιώνονται για τις εκτιμήσεις τους και την κριτική τους στον ρεφορμισμό , ενώ μέσα στον κοινό αγώνα προβάλλουν ως οι καλύτεροι υπερασπιστές της τάξης. Άρα θεωρητικά η αλλαγή συσχετισμών είναι περίπου νομοτέλεια, αν κάνουμε καλά τη δουλειά μας.

2) Δεν εφαρμόσαμε ενιαίο μέτωπο ή δεν το εφαρμόσαμε σωστά, είναι προφανώς η σωστή απάντηση. Αυτό εξηγεί και το γιατί η περίοδος που έμοιαζε να ξεχωρίζουμε στην επαναστατική αριστερά είναι το 2004-2009, έπειτα ακολούθησε μια σχετική στασιμότητα ως το 2015, που μας πήρε η κάτω βόλτα- μας πήρε η κρίση του ρεφορμισμού μαζί της. Μεγάλωσε μεν η ακτινοβολία-επιρροή μας όσο ο κόσμος έλπιζε (και) σε μας,αλλά σήμερα κατέρρευσε, η τακτική μας απορρίφθηκε ως αποτυχημένη και ηττημένη από τον ρεφορμισμό. Ηττηθήκαμε στον ΣΥΡΙΖΑ και ξαναηττηθήκαμε από το Αρ.Ρ στην ΛΑΕ. Σήμερα έχουμε αποικοδόμηση, όχι οικοδόμηση της ΔΕΑ. Και αυτή είναι η βάση για την αποστράτευση και την αμφισβήτηση που δέχεται από τη μισή περίπου οργάνωση.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουν οι σ. ότι ΔΕΝ είναι πάντα εφικτό να γίνει ενιαίο μέτωπο. Πριν το 2004 δεν ήταν εφικτό το ΕΜ, και το 2004 κράτησε ουσιαστικά «μια στιγμή» πριν διαλυθεί. Το 2010 ο ΣΥΡΙΖΑ επί της ουσίας είχε διασπαστεί. Σήμερα είμαστε σε μια εποχή ήττας όμοια με αυτή της δεκαετίας του ’90, που ούτε τότε μπορούσε να υπάρξει «πλατύ κόμμα», ούτε καν γενικευμένο ΕΜ με ρεφορμιστές-παρά μόνο ίσως σε επιμέρους μέτωπα. Σε περιόδους ήττας και πτώσης των αγώνων, όταν ο ρεφορμισμός πάει δεξιά, δεν πιέζεται από το κίνημα και ψάχνει αστικές/ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, είναι δυνατόν να μη «χωράει» σε αριστερά μέτωπα. Συχνά το «μέτωπο» μπορεί να υπάρξει μόνο με δεξιά μετατόπιση των επαναστατικών οργανώσεων, δηλαδή αυτό που κάνουμε σήμερα. Άλλωστε ΕΜ έλεγε ότι κάνει και η τροτσκιστική Σοσιαλιστική Έκφραση κι έφυγε από το ΠΑΣΟΚ το 2010…Από όλα αυτά έχουμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η ΔΕΑ α) απέτυχε στην εφαρμογή του ΕΜ , και β) ότι σήμερα δεν εφαρμόζει πολιτική ΕΜ.




Το Ενιαίο Μέτωπο σήμερα και η δεκαετία του ’30. Ποιες οι αναλογίες;

του Αλέξη Λιοσάτου

 

Υπάρχει δυνατότητα κοινής δράσης με τον κυβερνώντα ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στον ναζισμό και τη Χρυσή Αυγή; Και ποιες είναι οι αναλογίες με τη δεκαετία του 1930; Αυτή η συζήτηση άνοιξε με αφορμή τις διαδηλώσεις για τα 5 χρόνια από τη δολοφονία του Π.Φύσσα.

Υπάρχουν σύντροφοι και συντρόφισσες που ισχυρίζονται ότι ο ΣΥΡIZA είναι ρεφορμιστικό/σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και άρα, κατ’ αναλογία του ’30 και σύμφωνα με τα γραπτά του Λέον Τρότσκι, πρέπει να προωθήσουμε την ενότητα στην αντιφασιστική δράση, το Ενιαίο Μέτωπο (ΕΜ) μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών (ΣΥΡΙΖΑ), ακόμα κι αν οι τελευταίοι βρίσκονται στην κυβέρνηση και υλοποιούν/χρεώνονται πολιτικές ενότητας.

Είναι αλήθεια ότι ο Τρότσκι πρότεινε στο ΚΚ Γερμανίας (KPD) να απευθυνθεί στο SPD (Σοσιαλδημοκράτες-Σ/Δ) για κοινό μέτωπο απέναντι στους φασίστες του Χίτλερ. Το SPD βρισκόταν στην κυβέρνηση το 1928-1930 και το 1930-32 κρατούσε στάση ανοχής απέναντι στην αστική κι αυταρχική κυβέρνηση Μπρύνινγκ. Ήταν ένα συστημικό κόμμα, όπως θα λέγαμε σήμερα. Είχε άδικο ο Τρότσκι; Σαφώς και είχε δίκιο.

Για να μπορέσουμε να κάνουμε τις αναλογίες με τη δεκαετία του 1930, πρέπει να διακρίνουμε στην πραγματικότητα ποιες προϋποθέσεις έβαζε ο Τρότσκι για το Ενιαίο Μέτωπο, με βάση τα πιο κλασικά κείμενά του, αυτά για την αντιφασιστική πάλη στη Γερμανία, που γράφτηκαν μεταξύ 1930 και 1933. Πέρα από τις φαινομενικές ομοιότητες, κυρίως διαπιστώνουμε σοβαρές διαφορές που δεν επιτρέπουν εύκολες συγκρίσεις και μεταφορά τακτικών στο σήμερα.

  1. Το SPD ήταν το μαζικότερο σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα στον κόσμο, με πρόγραμμα τον σοσιαλισμό (σοσιαλισμό με την αυθεντική του έννοια, ως υπέρβαση του καπιταλισμού και κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και όχι με την έννοια της διαχείρισης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που αποκτήσανε επί ΠΑΣΟΚ ή επί ΣΥΡΙΖΑ), με πάνω από 1 εκατομμύριο ενεργά μέλη –στη συντριπτική τους πλειοψηφία- στην ταξική πάλη, οργανωμένα σε συνδικάτα, διαπαιδαγωγημένα στον μαρξισμό, ένοπλες οργανώσεις, επιρροή σε αρκετά εκατομμύρια εργάτες. Η μαζική ενεργή βάση των δυο κομμάτων είχε δεσμούς μέσα από την ταξική πάλη που είχε φτάσει σε κορυφαία επίπεδα τα προηγούμενα χρόνια (με την τριπλή εργατική επανάσταση που ηττήθηκε το 1918-23). Με αυτό το σκεπτικό ο Τρότσκι εξηγούσε ότι πρέπει να γίνει απεύθυνση του ΚΚΓ στην ηγεσία και τη βάση του SPD. Το κάλεσμα στην ηγεσία ήταν απαραίτητο γιατί η βάση του SPD θα κινητοποιούνταν από την ηγεσία της, την οποία εμπιστευόταν, και όχι από την ηγεσία του ΚΚ.

Το ΕΜ προϋποθέτει λοιπόν μαζικό εργατικό ρεφορμιστικό κόμμα, μια Σ/Δ που να διαθέτει μαζική εργατική βάση με τμήμα της εργατικής πρωτοπορίας- αυτό το στοιχείο δεν το διέθετε ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ ούτε καν (πλην εξαιρέσεων) πριν το 2015.

Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει μια μικροαστική βάση που απαρτίζεται κατά συντριπτική πλειοψηφία από παθητικούς οπαδούς του Τσίπρα. Από πολλές πλευρές, ποσοτικές και ποιοτικές, ο ΣΥΡΙΖΑ υπολείπεται ακόμα και του προμνημονιακού ΠΑΣΟΚ. Μέλη και ψηφοφόροι του δεν παλεύουν για τον σοσιαλισμό, αλλά για μια καλύτερη διαχείριση των μνημονίων και της λιτότητας, έστω κι αν η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου ταυτίζεται σχεδόν σε όλες τις πτυχές της πολιτική με τη Δεξιά.

  1. Στο KPD του 1930 έμπαινε το καθήκον να δείξει ότι το ενδιαφέρει η κοινή δράση και η ειλικρινής κινητοποίηση των εργατών του SPD για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό και όχι απλώς ένα κάλεσμα να …αλλάξουν κόμμα και απλώς να κινητοποιηθούν υπό κομμουνιστική ηγεσία. Το σκεπτικό του ΕΜ δεν εστίαζε σε συμφιλιωτισμό με την ηγεσία του SPD αλλά στην κινητοποίηση της πλατιάς αγωνιζόμενης εργατικής βάσης του. Το κάλεσμα του ΚΚ θα γινόταν δημόσια στους Σoσιαλδημοκράτες (Σ/Δ) του SPD. Βεβαίως, όταν μιλάμε για δημόσια απεύθυνση, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι ΚΚ διέθετε πάνω από 130 χιλιάδες μέλη, πανεθνική εμβέλεια και μέσα επικοινωνίας (εφημερίδα), με επιρροή σε εκατομμύρια συνδικαλισμένους εργάτες και κύρος στην εργατική τάξη. Η προπαγάνδα και η δράση του ΚΚ επηρέαζε το SPD. Ήταν πραγματικά δημόσια απεύθυνση που επηρέαζε την τάξη και όχι κατά φαντασία, όπως συχνά συμβαίνει σήμερα με την επαναστατική Αριστερά.

Το ΕΜ λοιπόν προϋποθέτει μαζικό κομμουνιστικό κόμμα, με πανεθνική εκπροσώπηση και δημόσια εμβέλεια, που διαθέτει μια κρίσιμη μάζα, ακτινοβολία και κάποιους υπαρκτούς δεσμούς με την σοσιαλδημοκρατία, για να μπορεί να επηρεάσει τους εργάτες της σοσιαλδημοκρατικής βάσης, όταν θα φανεί η «προδοσία» της ηγεσίας. Ο Τρότσκι δεν πρότεινε σε μικρές ανεξάρτητες τροτσκιστικές ομάδες να κάνουν ΕΜ με την Σ/Δ, αλλά πρότεινε στο μαζικό ΚΚΓ να κάνει ΕΜ με το μαζικό Σ/Δ κόμμα (που αθροιστικά στοιχίζανε πίσω τους σχεδόν το σύνολο της εργατικής τάξης), για να ενώσουν την εργατική τάξη ενάντια στον φασισμό.1 Μάλιστα ακόμα και τότε, αναφερόμενο στη δυνατότητα του ΚΚ να αναστρέψει την κατάσταση (όχι στον τροτσκισμό…) έκανε λόγο για εξαιρετικά περιορισμένες δυνάμεις και λίγο χρόνο.

Μόνο με την τακτική του ΕΜ θα ακουστεί πλατιά στη Σ/Δ βάση η πρόταση των Κομμουνιστών για ενότητα στη δράση και θα κοστίσει στην ηγεσία των Σ/Δ (είτε δεχτούν την πρόταση είτε την αρνηθούν). Το να κάνει μια μικροσκοπική οργάνωση της Αριστεράς απεύθυνση για ΕΜ δεν είναι η πολιτική του Τρότσκι, το κάλεσμα της μικροσκοπικής οργάνωσης δεν θα φτάσει καν στα αυτιά της εργατικής βάσης (ούτε καν μιας σημαντικής μειοψηφίας της), δεν θα ασκήσει καμία πίεση στη Σ/Δ ηγεσία, η Σ/Δ δεν μπορεί να δεχτεί καμία πίεση από μικρές τροτσκιστικές ομάδες με παντελή έλλειψη γείωσης στην εργατική τάξη, το πολύ-πολύ η προπαγανδιστική επαναστατική ομάδα να αξιοποιηθεί από τους Σ/Δ και να εκτεθεί σοβαρά στον όποιο κόσμο την παρακολουθεί.

Σήμερα δεν υπάρχει μαζική επαναστατική οργάνωση-κόμμα στον ρόλο του ΚΚ Γερμανίας.2 Αν θέλουν σήμερα οι επαναστατικές οργανώσεις να σκεφτούν τι θα τους πρότεινε ο Τρότσκι να πράξουν στο σήμερα, καταρχάς καλό είναι να βγάλουν από το μυαλό τους την περίοδο 1930-32 στη Γερμανία και να φαντασιώνονται πως βρίσκονται στην θέση του ΚΚ. Πιο λογικό είναι να καταπιαστούν με τα γραπτά του Τρότσκι λίγο καιρό αργότερα, όταν πρότεινε στις μικρές τροτσκιστικές ομάδες (και πάλι βέβαια μεγαλύτερες από τις σημερινές) την τακτική του εισοδισμού σε μαζικά ρεφορμιστικά ή κεντριστικά κόμματα, πάλι βέβαια υπό πολλές προϋποθέσεις-που σήμερα δεν εκπληρούνται (με πρώτη και σπουδαιότερη διαφορά ότι σήμερα δεν υπάρχει κάποιο κόμμα που να προσφέρεται για εισοδισμό, αν και αυτό είναι μια ξεχωριστή συζήτηση).

  1. Το ΕΜ λοιπόν γίνεται από κόμματα που έχουν ήδη εξασφαλίσει σοβαρούς δεσμούς με την εργατική τάξη, για να ενώσουν εργατική τάξη κάτω από έναν σκοπό, στην προκειμένη περίπτωση την αντιφασισιστική πάλη. Βεβαίως το SPD ήταν ένα φιλοκαπιταλιστικό κόμμα που από μόνο του σίγουρα δεν θα καλούσε ποτέ την εργατική τάξη στον δρόμο. Αλλά ήταν και πολύ αμφίβολο αν θα το έκανε κάτω από την πίεση του ΚΚ Γερμανίας. Αν η εργατική τάξη έβγαινε στον δρόμο να παλέψει ενάντια στον φασισμό μαζί με τους κομμουνιστές, δεν θα ηττώνταν απλά ο φασισμός, αλλά θα άνοιγε ο δρόμος για να κερδίσουν μεγάλη επιρροή οι κομμουνιστές και για ένα μεγάλο κίνημα που θα απειλούσε τον ίδιο τον καπιταλισμό με ανατροπή. Τότε τι νόημα είχε η ΕΜ λογική; Γιατί δεν έπρεπε απλά να καταγγέλλονται οι ΣΔ (ηγέτες κι εργάτες) ως σοσιαλφασίστες; Γιατί βρίσκονταν επικεφαλής ενός κόμματος δεμένου με τα ισχυρότερα κομμάτια των γερμανών εργατών, εργάτες που έβγαιναν στον δρόμο ενάντια στη λιτότητα και τον φασισμό, εργάτες που είχαν κινητοποιηθεί ενάντια στην κομματική ηγεσία όταν βρισκόταν στην κυβέρνηση (1928-1930) και θα το ξαναέκαναν. Η ΕΜ τακτική θα βοηθούσε τους εργάτες της Σ/Δ να κινητοποιηθούν και να συγκρουστούν με την ηγεσία τους, να έρθουν πιο κοντά στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος.

Στην καλύτερη περίπτωση η Σ/Δ θα δεχόταν να συρθεί απρόθυμα σε κοινή δράση, και μόνο αν η βάση της έμπαινε σε κίνηση μαζί με τους Κομμουνιστές και κινδύνευε το SPD να χάσει ούτως ή άλλως μεγάλο τμήμα της οργανωμένης δύναμης κι επιρροής του. Αν κινητοποιούνταν η Σ/Δ πιεζόταν τόσο ώστε να συμφωνήσει και να κινητοποιήσει την εργατική βάση της, το ΕΜ θα ήταν από μόνο του μια τεράστια προσφορά στην ταξική πάλη και την αποτελεσματικότητα της αντιφασιστικής πάλης. Τα συνδικάτα κι οι εργατικές οργανώσεις απειλούνταν ευθέως με εκμηδένιση από τις κλιμακούμενες επιθέσεις των ταγμάτων εφόδου του Χίτλερ, είχαν συμφέρον να αμυνθούν από κοινού. Θέλουμε να βγάλουμε τους Σ/Δ ηγέτες μπροστά στα μάτια των μαζών και να δείξουμε τη δειλία και την ανικανότητά τους, έλεγε ο Τρότσκι. Αν συμφωνούσαν θα ξεσκεπάζονταν κατά τη διάρκεια της μάχης, θα ταλαντεύονταν και θα πισωγύριζαν. Έτσι θα κέρδιζε το ΚΚ, θα έμπαιναν οι βάσεις για εργατική αντεπίθεση στο μέλλον με μειωμένη τη δύναμη του ρεφορμισμού.

Αν οι Σ/Δ ηγέτες αρνούνταν, τότε θα αποκαλύπτονταν ως προδότες στα μάτια της βάσης τους. Απέναντι στην άρνηση της Σ/Δ ηγεσίας την κοινή δράση , οι εργάτες των δυο κομμάτων ήδη πίεζαν από ταξικό ένστικτο για κοινή δράση απέναντι στους φασίστες και η άρνηση της ηγεσίας του SPD θα την εξέθετε σοβαρά απέναντι στη βάση της, ανοίγοντας τότε τον δρόμο για να διαδηλώσουν μεγάλα τμήματα των πρωτοπόρων εργατών της Σ/Δ με τους κομμουνιστές. Μόνο έτσι θα διευρύνονταν σοβαρά οι δυνάμεις που μάχονται τον φασισμό και ταυτόχρονα θα άνοιγε ο δρόμος για να προσεγγίσει και να στρατολογήσει το ΚΚ τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες. Στόχος του ΕΜ ήταν να διαλυθεί η Σοσιαλδημοκρατία και να κερδηθεί η βάση της, να αποκτήσουν οι κομμουνιστές την ηγεσία στο εργατικό κίνημα.3

Ακριβώς επειδή στο ΕΜ το ΚΚ είναι αρκετά ισχυρό για να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις, να πολλαπλασιάσει τη δυναμική του κινήματος και να «αλώσει» την βάση της Σ/Δ, οι Σ/Δ ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης είναι πολύ πιθανό να αρνηθούν το ΕΜ και να δηλώσουν όρκους πίστης στην «συνταγματική νομιμότητα» γιατί έτσι επιτάσσουν τα αφεντικά τους, οι καπιταλιστές, αλλά και γιατί φοβούνται ότι στην δράση οι κομμουνιστές είναι ικανότεροι και θα αποσπάσουν τμήμα της οργανωμένης βάσης τους-το δυνατό σημείο των Σ/Δ είναι οι κοινοβουλευτικές τρίπλες, όχι οι μάχες στον δρόμο.4 Ο Τρότσκι γνώριζε ότι οι Σ/Δ στην πραγματικότητα είναι πιθανό να αρνηθούν την κοινή δράση με τους Κομμουνιστές. Γι αυτό το ΕΜ ήταν μια τακτική με την οποία θα άνοιγε ο δρόμος για να μπούνε σε κίνηση οι Σ/Δ εργάτες με τους Κομμουνιστές.

Αν και «η πλειονότητα από τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες θα παλέψει ενάντια στους φασίστες, αλλά για την ώρα τουλάχιστον μόνο με τις οργανώσεις της» λέει ο Τρότσκι (1931), το «να υπολογίζει κανείς σε μια αυθόρμητη στροφή των ηγετών (της Σ/Δ)…, θα ήταν η πιο γελοία αυταπάτη. Όμως άλλο πράγμα είναι η πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών εργατών: οι εργάτες αυτοί μπορούν να κάνουν μια στροφή και θα την κάνουν χρειάζεται μονάχα να τους βοηθήσουμε. Αλλά θα είναι μια στροφή όχι μόνο ενάντια στο αστικό κράτος, αλλά κι ενάντια στην κορυφή του ίδιου του κόμματος τους.» (1932) «Πρέπει να δείξουμε στην πράξη πως είμαστε πάντοτε πρόθυμοι να κάνουμε μπλοκ με τους σοσιαλδημοκράτες ενάντια στους φασίστες σε όλες τις περιπτώσεις που θα δέχονταν ένα τέτοιο μπλοκ… Υπάρχουν και θα υπάρξουν ασφαλώς σοσιαλδημοκράτες εργάτες έτοιμοι να παλέψουν χέρι με χέρι με τους κομμουνιστές εργάτες ενάντια στους φασίστες, αδιαφορώντας για τις διαθέσεις κι ακόμα ενάντια στις διαθέσεις των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων. Με τέτοια προχωρημένα στοιχεία είναι ολοφάνερα αναγκαίο ν’ αποκαταστήσουμε τους πιο στενούς δεσμούς… Πάνω σ’ αυτή τη βάση, με το παράδειγμα μπορούμε να τραβήξουμε τους εργάτες κοντά μας και να κριτικάρουμε τους ηγέτες τους που αναπόφευκτα θα φέρνουν εμπόδια και θα χρησιμεύουν σαν φρένο…» (1931). Ακόμα κι αν δεχόταν η Σ/Δ την πίεση της βάσης της και προχωρούσε σε ΕΜ με τους Κομμουνιστές για να αμυνθούνε απέναντι στον φασισμό, η αντίδραση των φασιστών και της αστικής τάξης θα ανάγκαζαν το ΕΜ να «απομακρύνει από το ενιαίο μέτωπο τ’ αντιδραστικά στρώματα της γραφειοκρατίας». (1932)

Υπήρχαν ήδη κάποια μεμονωμένα πετυχημένα παραδείγματα ΕΜ-κοινής δράσης με μεμονωμένα εργατικά συνδικάτα ενάντια στην Σ/Δ ηγεσία, που αναφέρει ο Τρότσκι (1932): «Ο,τι κάνουν οι τοπικές οργανώσεις στην επαρχιακή γωνιά του Μπρούχζαλ και του Κλίνγκενταλ, όπου οι Κομμουνιστές με το SAP και τα συνδικάτα, παρά το μποϋκοτάζ της ρεφορμιστικής κορυφής, δημιούργησαν μια οργάνωση άμυνας, είναι παρά τις μέτριες διαστάσεις ένα παράδειγμα για όλη τη χώρα.»

Εξηγούσε ο Λ.Τ. πόσο δειλά σκέφτονται οι Σ/Δ ηγέτες και γιατί δεν θέλουν να βγάλουν τις εργατικές οργανώσεις στον δρόμο για να σταματήσουν τον φασισμό (1932): «γιατί αυτό θα ξυπνούσε ολόκληρο το προλεταριάτο και τότε το κίνημα θα περνούσε πάνω από τις φαλακρές κούτρες της ηγεσίας του κόμματος: αρχίζοντας σαν αντιφασιστικό, το κίνημα θα κατέληγε σαν κομμουνιστικό».

Οι αντιφάσεις της Σ/Δ, πάνω στις οποίες πατάει η τακτική του ΕΜ, βασίζονται σε μια μαζική και ενεργητική εργατική βάση που συμμετέχει στην ταξική πάλη και πιέζει την ηγεσία της ώστε να ισορροπεί μεταξύ κεφαλαίου και ηγεσίας, να φρενάρει τις αστικές αντιμεταρρυθμίσεις, να διατηρεί τα κεκτημένα της. Έτσι η Σ/Δ λειτουργεί συνεχώς υπό καθεστώς αντιφάσεων που επηρεάζουν τη σχέση της τόσο με τους φασίστες όσο και με το κεφάλαιο. Με το μεν κεφάλαιο έρχεται σε δύσκολη θέση, γιατί ενώ η ηγεσία συμπλέει απολύτως μαζί του, η εργατική βάση της Σ/Δ ξεσηκώνεται ενάντια στην ίδια της την ηγεσία και την δυσκολεύει να περάσει τα σκληρά μέτρα λιτότητας που απαιτούνται σε καιρό κρίσης (και ο φασισμός ανεβαίνει σε περίοδο κρίσης, όπως έγινε και το ’30, όπως γίνεται σήμερα με πιο αργούς ρυθμούς διεθνώς). Συνεπώς η Σ/Δ θεωρείται πιο ασταθής και αναξιόπιστη ως κυβερνητική δύναμη, όταν το κεφάλαιο επείγεται να εξαπολύσει γιγάντιες επιθέσεις στους εργάτες και τις εργάτριες. Με τους δε φασίστες έρχεται σε αντιπαράθεση γιατί προσπαθεί να τους αντιμετωπίσει «θεσμικά», με τους αστικούς θεσμούς της δικαιοσύνης και της αστυνομίας, ενώ οι φασίστες χτυπάνε και δολοφονούν μέλη της στον δρόμο, εκφράζοντας τις μερίδες του κεφαλαίου που ζητάνε ακόμα πιο επιθετική αντεργατική πολιτική. Αυτές οι αντιφάσεις επιτρέπουν στην πρωτοπορία του προλεταριάτου να χαράξει την τακτική του ΕΜ. «…Σήμερα η σοσιαλδημοκρατία σαν σύνολο, με όλους τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς της, βρίσκεται σε οξεία διαμάχη με τους φασίστες. Το καθήκον μας είναι να επωφεληθούμε από αυτή τη διαμάχη κι όχι να ενώσουμε τους αντιπάλους εναντίον μας» (1931).

Σήμερα δεν υφίστανται αυτές οι προϋποθέσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει οποιαδήποτε τέτοια οργανωμένη βάση ενεργών και πολιτικοποιημένων αγωνιζόμενων εργατών που να ασκεί πίεση στην ηγεσία. Και ξέρουμε πολύ καλά (ή έστω ξέρουμε πλέον…) ότι ούτε πριν το 2015 δεν υπήρχε τέτοια βάση, όπως και ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν χάραζε την πολιτική της υπολογίζοντας την (υποτυπώδη συνήθως) πίεση της (μικροαστικής βασικά) βάσης της, αλλά με βάση τις απευθείας συνεννοήσεις της ηγετικής κλίκας γύρω από τον Τσίπρα με το κεφάλαιο. Όταν ο Τρότσκι κάνει λόγο για τη βάση της Σ/Δ που βγαίνει στους δρόμους με δυναμική να στραφεί ενάντια στην ηγεσία της, είναι σαφές ότι εννοεί σημαντικά τμήματα μιας οργανωμένης μαχητικής εργατικής πρωτοπορίας , κάτι που δεν μοιάζει με τα λιγοστά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σε κεντρικο-πολιτικό επίπεδο που κατεβαίνουν στους δρόμους σήμερα. Αν θέλαμε να κάνουμε παραλληλισμό, η κοινή δράση με το κόμμα Τσίπρα μοιάζει περισσότερο με πρόσκληση για κοινή δράση στο άμαζο κεντρώο αστικό κόμμα του Μπρύνινγκ ή στον Χίντεμπουργκ το 1930-33. Και όμως, πρόταση του Τρότσκι για «ΕΜ» με τέτοιου είδους δυνάμεις δεν υπήρξε. Ο ίδιος έκανε κριτική στο SPD όταν στήριξε Μπρύνινγκ και Χίντεμπουργκ αρχιστράτηγο ενάντια στον Χίτλερ.5 Η πολιτική κι εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν παλεύει για τον σοσιαλισμό ή ενάντια στα καπιταλιστικά-αντεργατικά μέτρα, αλλά ελπίζει σε μια πιο ήπια φιλομνημονιακή διαχείριση-όπου μνημόνιο είναι η πιο ακραία περίπτωση αντεργατικών μέτρων τουλάχιστον στις αναπτυγμένες χώρες.

Το ΕΜ προϋποθέτει τον φόβο της ηγεσίας των Σ/Δ την κοινή δράση. Τέτοιος φόβος σήμερα δεν υπάρχει. Το κυβερνητικό κόμμα μπορεί να μην έχει τρομακτικά μεγαλύτερα μεγέθη από την επαναστατική Αριστερά, αλλά έχει απείρως μεγαλύτερο εκλογικό ακροατήριο, ένα μεγάλο πελατειακό δίκτυο, δικτύωση σε όλο το αστικό σύστημα, χρήμα και πανεθνική εμβέλεια. Ο λόγος και η δράση της επαναστατικής Αριστεράς ακούγεται στα μέλη της και σε μερικές εκατοντάδες ακόμα αγωνιστές-στριες. Αν υπήρχε επαναστατική οργάνωση με πανεθνική εμβέλεια και ρίζωμα στους εργάτες, θα υπήρχε πραγματικά κόστος στη Σ/Δ αν αρνιόταν τη δημόσια απεύθυνση στους κομμουνιστές για κοινή δράση. Θα υπήρχε περίπτωση να αγκαλιάσει το αίτημα για κοινή δράση η εργατική βάση ενός Σ/Δ κόμματος, του οποίου η ηγεσία θα φοβόταν την κοινή δράση γιατί θα βάλει σε μπελάδες το σύστημα… Σήμερα δεν έχουμε καν τις προϋποθέσεις για δημόσια απεύθυνση σε κόμματα τύπου ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ το κυβερνών κόμμα δεν κινδυνεύει σε τίποτα από την παρουσία μερικών γραφειοκρατών του σε συγκέντρωση πχ του ΣΕΚ (το μνημονεύουμε γιατί έχει επαναλάβει παρόμοια λάθη), ενώ τα μέλη και οι οπαδοί του μένουν παθητικοί θεατές, ο ΣΥΡΙΖΑ αναβαπτίζεται ως αντιφασιστική δύναμη χωρίς το αντιφασιστικό μέτωπο να διευρύνεται ή να γίνεται πιο αποτελεσματικό. Αντίθετα υπάρχει κοινή δράση με ένα κόμμα που κυβερνά υλοποιώντας αντεργατικά μνημόνια (ο αντιφασισμός που περιλαμβάνει τους μνημονιακούς διαχειριστές-εξολοθρευτές της εργατικής τάξης συκοφαντεί ακόμα και την έννοια του αντιφασισμού και εδραιώνει ακόμα περισσότερο τους φασίστες), ένα κόμμα ανεχόμενο στην πράξη τους Νεοναζί που κλιμακώνουν συνεχώς τη δράση τους όταν δεν συναγελάζεται ανοιχτά μαζί τους (βλέπε τις κοινές δημόσιες παρουσίες στελεχών τους στο Καστελόριζο κι αλλού), συνεργαζόμενο αγαστά με τους θεσμούς που προστατεύουν και θρέφουν τους φασίστες (στρατός, αστυνομία, εκκλησία, δικαστήρια).Για τους 50 γραφειοκράτες που θα συγκεντρωθούν (για εκλογικούς λόγους) υπάρχουν πολύ περισσότεροι αγωνιστές σήμερα (αλλά και μακροπρόθεσμα) που χάνονται γιατί απαξιώνουν τις θεσμικές-κυβερνητικές αντιφασιστικές συγκεντρώσεις, πολύ περισσότερος κόσμος που θα βάλει στο ίδιο κάδρο τις φιλοκαπιταλιστικές δυνάμεις που τον γονατίζουν (ΣΥΡΙΖΑ) με την επαναστατική αριστερά, πολύ περισσότερες πολιτικές κι αγωνιστικές πρωτοπορίες που θα αγανακτήσουν και θα απορρίψουν και την επαναστατική Αριστερά.

  1. Κατά τον Τρότσκι, οι συμφωνίες με τους ηγέτες πρέπει να είναι ανοιχτές και δημόσιες, και όχι διαβούλια σε κλειστά γραφεία με πάσης φύσεως ανταλλάγματα. Διαφορετικά δεν είναι ΕΜ, αλλά διπλωματία, συμφιλιωτισμός και συναλλαγή για κάθε είδους αμοιβαίες διευκολύνσεις. Αλλά σε περιπτώσεις πχ όπως της ξεχωριστής συγκέντρωσης ΣΕΚ-ΚΕΕΡΦΑ-Ανοιχτής Πόλης για τον Π.Φύσσα, δεν είχαμε δημόσια απεύθυνση και δέσμευση της ηγεσίας ΣΥΡΙΖΑ για συγκεκριμένα αιτήματα στην αντιφασιστική πάλη μπροστά στη βάση της ή για ελευθερία κριτικής από τους κομμουνιστές στη Σ/Δ. Είχαμε συνεννόηση κορυφής σε κλειστά γραφεία. Ερήμην της πρωτοπορίας και των μελών της εργατικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ (αν υποτεθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εργατική βάση) όπως και ερήμην όλης της υπόλοιπης επαναστατικής αριστεράς. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ σε τέτοιες περιπτώσεις δεν απευθύνει δημόσιο κάλεσμα στους εργάτες (ούτε καν στα μέλη του) να κατεβούν στους δρόμους, αλλά στέλνει αντιπροσωπεία στελεχών του για να παρουσιαστεί αριστερή εναλλακτική στον Κ.Μητσοτάκη.

  2. Το ΕΜ σημαίνει ενότητα στη δράση, όχι στην προπαγάνδα. Και ο Τρότσκι είναι πολύ πιο συγκεκριμένος για το τι εννοεί δράση: «… Πρέπει να βοηθήσουμε τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες στην πράξη -μέσα σ’ αυτή τη νέα και εξαιρετική κατάσταση- να ελέγξουν τι αξίζουν οι οργανώσεις και οι ηγέτες τους μέσα σ’ αυτό τον αγώνα ζωής και θανάτου για την εργατική τάξη... Στον αγώνα ενάντια στο φασισμό οι εργοστασιακές επιτροπές κρατάνε μια εξαιρετικά σημαντική θέση. Εδώ χρειάζεται ένα πρόγραμμα δράσης εξαιρετικά φροντισμένο. Όλα τα εργοστάσια πρέπει να γίνουν αντιφασιστικά φρούρια, με τους ομαδάρχες τους και τι μαχητικές τους ομάδες. Πρέπει να έχουν το σχέδιο με τους φασιστικούς στρατώνες και τα κάθε λογής φασιστικά ορμητήρια σε κάθε πόλη, σε κάθε τομέα. Οι φασίστες προσπαθούν να περικυκλώσουν τις εστίες επαναστατικής αντίστασης. Οι πολιορκητές πρέπει να πολιορκηθούν. ……Το πρόγραμμα δράσης πρέπει να είναι εντελώς πρακτικό, εντελώς συγκεκριμένο, εύστοχο, χωρίς καμία τεχνητή «διεκδίκηση», χωρίς υστεροβουλία, έτσι που κάθε σοσιαλδημοκράτης εργάτης να μπορεί να πει στον εαυτό του: αυτό που προτείνουν οι κομμουνιστές είναι πέρα για πέρα αναγκαίο για τον αγώνα ενάντια στο φασισμό…» (1931) «…να δημιουργήσουμε παντού βάσεις στήριξης, ομάδες κρούσης, εφεδρείες, τοπικά επιτελεία και καθοδηγητικά κέντρα, καλή σύνδεση ανάμεσά τους, στοιχειώδη σχέδια κινητοποίησης…» (1932)

Το ΕΜ γίνεται με εργατικές συλλογικότητες σε κίνηση. Εκεί μόνο αποδεικνύεται ότι ο επαναστάτης κομμουνιστής είναι πιο χρήσιμος πολιτικά και οργανωτικά από τον Σ/Δ ηγέτη στα μάτια των Σ/Δ εργαζομένων, στην οργάνωση μιας απεργίας ή της δράσης μιας αντιφασιστικής πολιτοφυλακής. Εκείνο είναι το πεδίο που αφαιρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια των ρεφορμιστών. Αυτό προϋποθέτει τη συμμετοχή της εργατικής βάσης των εργατικών κομμάτων. «Είναι διαφορετική μια κοινοβουλευτική συμφωνία από μια έστω περιορισμένη συμφωνία για έναν απεργιακό αγώνα ή την άμυνα των εργατών τύπου ενάντια στις φασιστικές συμμορίες.Οι εκλογικές συμφωνίες, οι κοινοβουλευτικοί συμβιβασμοί ανάμεσα στο επαναστατικό κόμμα και τη σοσιαλδημοκρατία ωφελούν, κατά κανόνα, τη σοσιαλδημοκρατία. Οι πρακτικές συμφωνίες για μαζικές κινητοποιήσεις, για αγωνιστικούς σκοπούς, είναι πάντα ωφέλιμες στο επαναστατικό κόμμα. …Καμία κοινή πλατφόρμα με τη σοσιαλδημοκρατία, ή με τους ηγέτες των γερμανικών συνδικάτων, καμία κοινή εφημερίδα, σημαία ή αφίσα! Να βαδίζουμε χωριστά, να χτυπάμε μαζί! Να συνεννοούμαστε μονάχα πως θα χτυπήσουμε, ποιόν θα χτυπήσουμε και πότε θα χτυπήσουμε! …» (1931) «Αν (λοιπόν) η ΣΔ βάλει στον εαυτό της το καθήκον (στα λόγια, το ξέρουμε αυτό) όχι να σώσει τον καπιταλισμό, αλλά να χτίσει τον σοσιαλισμό, τότε πρεπει να αναζητήσει μια συμφωνία με τους κομμουνιστές. Θα απορρίψει το ΚΚ μια τέτοια συμφωνία; Όχι βέβαια. Αντίθετα το ίδιο θα (πρέπει να) προτείνει μια τέτοια συμφωνία…» «Θα πρέπει να ξεδιπλωθεί μια μαζική καμπάνια (υπέρ της γενικής απεργίας)… να προτείνουμε στη ΣΔ μια συμφωνία για την κήρυξη της γενικής απεργίας»… «Τάξη ενάντια σε Τάξη. Προπαγάνδα κι οργανωτική προετοιμασία των Σοβιέτ σαν ανώτατη μορφή του ενιαίου εργατικού μετώπου… εργατική ενότητα στα συνδικάτα ενάντια στη ρεφορμιστική ηγεσία» (1932). Την ίδια χρονιά, επί κυβέρνησης Μπρύνινγκ, ο Τρότσκι σημειώνει: «Το ΚΚ πρέπει να πει στην εργατική τάξη: αν η ΣΔ θέλει να παλέψει για να ανατρέψει την βοναπαρτιστική κυβέρνηση με άλλα μέσα (ΑΛ απεργίες), το ΚΚ είναι έτοιμο να τη βοηθήσει με όλη του τη δύναμη.» (1932)

  1. Το ΕΜ προϋποθέτει λοιπόν ανοιχτή και δημόσια πρόσκληση στους ρεφορμιστές για πρακτικές δράσεις, πχ την μαζική περικύκλωση των γραφείων της Χρυσής Αυγής, έναν κοινό γενικό σχεδιασμό με συγκεκριμένα βήματα για να εξουδετερώσουμε τα τάγματα εφόδου της κ.ά. Οι ολιγάριθμες κοινές εξορμήσεις/συγκεντρώσεις στην πόλη πάντως με κοινό μοίρασμα φυλλαδίων και πορείες λίγων δεκάδων ή εκατοντάδων, όπου στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ διαδηλώνουν πόσο «προοδευτικά» είναι μοιάζει με προπαγάνδα και όχι με συγκεκριμένη ενιαιομετωπική δράση και στόχο. Γίνεται ερήμην των μαζών, ερήμην της –μη υπαρκτής αλλά υποτιθέμενης- εργατικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ. Η όποια επαναστατική οργάνωση επιχειρεί να καλέσει την «βάση του ΣΥΡΙΖΑ» δεν έχει την εμβέλεια να ακουστεί στην βάση του υποτιθέμενου ρεφορμισμού και το κύρος να τους κινητοποιήσει. Μια τέτοια κινητοποίηση δεν αποτελεί δημόσια δέσμευση σε κοινό σχέδιο δράσης για την εξουδετέρωση του φασισμού, δεν είναι ακίνδυνη για τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά εντάσσεται εύκολα στο σχέδιο του τελευταίου να κερδίσει την ερχόμενη εκλογική αναμέτρηση.

Έτσι μας μοιάζει σαφές οι ευκταίες κοινές δράσεις του ΚΚ με το Σ/Δ το 1930 στη Γερμανία δεν έχουν καμία σχέση με τις κοινές δράσεις επαναστατικών οργανώσεων του σήμερα με τον ΣΥΡΙΖΑ ή με γραφειοκράτες της ΠΑΣΚΕ παλιότερα, ούτε καν με τις κοινές δράσεις των οργανώσεων-συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ προ του 2015 (που και τότε δε συνιστούσαν ΕΜ αλλά κοινό κόμμα που έκανε τους επαναστάτες ουρά ενός δεξιά μετατοπιζόμενου ρεφορμισμού σε κοινό πολιτικό φορέα). Το ΕΜ δεν είναι κοινές αφίσες, κοινές προκηρύξεις και υποστολή της κριτικής στους Σ/Δ. Πολύ περισσότερο σήμερα δεν υπάρχει καν το χαρακτηριστικό της «αριστερής αντιπολίτευσης» αλλά της μνημονιακής εκλεκτής του συστήματος, η δε όποια αριστερή βάση του ΣΥΡΙΖΑ έχει αποχωρήσει. Σήμερα θα έπρεπε περισσότερο να προβληματίζει τους επαναστάτες, αν οι γραφειοκράτες του ΣΥΡΙΖΑ δέχονται να συνομιλήσουν μαζί τους.

  1. Την εποχή του Τρότσκι ο φασισμός απορρίπτει κάθε συμβιβασμό με Σ/Δ, επιτίθεται καθημερινά στα συνδικάτα, μισεί τους συνειδητούς ταξικά εργάτες ανεξαρτήτως κόμματος. Ο φασισμός ενισχύεται από τα πάνω, γιατί «και η πιο περιορισμένη δυνατότητα οργάνωσης των εργατών γίνεται ανυπόφορη για τους μεγάλους καπιταλιστές». Όταν γράφονται τα κείμενα για το ΕΜ στη Γερμανία, η Σ/Δ δεν βρίσκεται στην κυβέρνηση ώστε να επιτίθεται στην εργατική τάξη. Αντίθετα η Σ/Δ έχει κυβερνήσει πρόσφατα μόνο το 1928-1930, όταν τα συνδικάτα στράφηκαν ενάντια στην κυβέρνηση και δεν της επέτρεψαν να περάσει μέτρα υπέρ των πλουσίων, οδηγώντας την στην έξωση από την κυβέρνηση. Η Σ/Δ αχρηστεύθηκε για τους αστούς ως εργαλείο για την τιθάσευση των εργατικών μαζών- γι αυτό στράφηκαν στον βοναπαρτισμό και τον φασισμό. Ο καλπασμός του φασισμού ενισχύθηκε σε μεγάλο βαθμό από τα πάνω, για να αντιμετωπίσει μια αστάθεια που προέκυπτε από την ανυπακοή και ανταρσία της εργατικής βάσης. Το 1930-32 η Σ/Δ στήριζε την κυβέρνηση Μπρύνινγκ «ως μικρότερο κακό» από τον Χίτλερ, στηρίζοντας και τον στρατηγό Χίντεμπουργκ (εκλογές για την καγκελαρία 1932) στη μάχη κατά του Χίτλερ. Aλλά η εργατική βάση του SPD συνεχίζει να πιέζει για αριστερή στροφή και κοινή δράση στον δρόμο με τους κομμουνιστές ενάντια στον φασισμό και τη λιτότητα. Τον Ιούλιο του 1932 η Σ/Δ ηγεσία υποχωρώντας σε αυτή την πίεση κάνει λόγο για κοινωνικοποιήσεις και δηλώνει πως «ήρθε η ώρα του Σοσιαλισμού».Τον Σεπτέμβριο του 1932 ξεσπάει μεγάλο απεργιακό κύμα.

Στη σημερινή περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν υφίσταται τέτοιου είδους πίεση από τον φασισμό και τον καπιταλισμό αλλά και αποτελεί την μακροβιότερη μνημονιακή κυβέρνηση, τον βασικό πυλώνα της αστικής σταθερότητας και μερικής εξόδου του ελληνικού καπιταλισμού από την κρίση. Με τον μεν καπιταλισμό έχει συγχωνευτεί, με τον δε φασισμό έχει αποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις παραχωρώντας του πεδίο δράσης, κοινές δημόσιες εμφανίσεις, επιβολή ατζέντας, πλήρη ατιμωρησία στους μαχαιροβγάλτες κλπ. Η συγχώνευση με το αστικό κράτος άλλωστε επιβάλλει τη συμπλησίαση με τους Ναζί, κι έχει πετύχει να ανοίξει τον δρόμο σε καταστάσεις όπως η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου από τον «νοικοκύρη» της διπλανής πόρτας μέρα μεσημέρι και όχι από τα τάγματα εφόδου του Φίρερ Μιχαλολιάκου, και παράλληλα η ζωή να συνεχίζει να κυλάει φυσιολογικά… Σε αντίθεση με την τότε γερμανική Σ/Δ που δεν μπορούσε να ελέγξει το εργατικό κίνημα και να υλοποιήσει την επιθετική ατζέντα των καπιταλιστών, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τη δύναμη που κατάφερε και έβαλε τέλος στις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις του 2010-2012, που κατάφερε να απαξιώσει ακόμα περισσότερο την Αριστερά ως δύναμη υπέρ των εργαζομένων και κατά του κεφαλαίου, που επέβαλε μέτρα που δεν μπορούσαν να υλοποιήσουν οι ΠΑΣΟΚ/ΝΔ, που σταθεροποίησε τον ελληνικό καπιταλισμό σφραγίζοντας και βαθαίνοντας την γιγάντια υποτίμηση του εργασιακού κόστους, την επιδείνωση της ζωής και των ονείρων του ελληνικού προλεταριάτου. Το κυβερνών κόμμα δεν δέχεται πίεση από κάποια οργανωμένη εργατική βάση ούτε από τους ψηφοφόρους του και βρίσκεται με τα χέρια λυμένα να προχωρήσει στις επόμενες αντιμεταρρυθμίσεις. Δεν βλέπουμε επίσης καμία οξεία αντιπαράθεση του ΣΥΡΙΖΑ με τον φασισμό: οι φασίστες κυκλοφορούν ελεύθεροι και κλιμακώνουν τη δολοφονική δράση τους με την ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ έχουμε και κοινές θεσμικές παρουσίες εκπροσώπων τους. Σήμερα λοιπόν οι καπιταλιστές δεν έχουν ανάγκη –προς το παρόν- να ενίσχυσουν τον φασισμό για να νικήσουν το εργατικό κίνημα, και χρειάζονται τους φασίστες της Χ.Α. απλώς σε συμπληρωματικό ρόλο τραμπούκου της Αριστεράς, της νεολαίας (ως το πιο ριζοσπαστικοποιημένο τμήμα της κοινωνίας) και των μικρών κοινωνικών αντιστάσεων.

Η ΧΑ βέβαια δεν είναι η δύναμη που απειλεί να τσακίσει τους εργάτες σε λίγους μήνες, μπορεί να είναι όμως μεσοπρόθεσμα μια εναλλακτική για το σύστημα, ειδικά αν η οικονομική κρίση υποτροπιάσει. Η εμπειρία όμως έχει δείξει ότι η Ακροδεξιά κάλπασε ιδιαίτερα σε εκείνες τις χώρες που κυβέρνησαν στο όνομα της «Αριστεράς» (Κεντροαριστερά κι ευρωκομμουνιστική Αριστερά στη Δύση, «κομμουνιστική» στην Ανατολική Ευρώπη) και άφησαν την Ακροδεξιά να δημαγωγεί ως «η μόνη αντισυστημική-φιλολαϊκή δύναμη». Όσο περισσότερο μπαίνει στο κάδρο των συστημικών δυνάμεων η Αριστερά (ρεφορμιστική κι επαναστατική) τόσο καλύτερα για τους φασίστες. Έτσι κύριος εχθρός για την εργατική τάξη σήμερα (στα μάτια των ίδιων των εργαζομένων) είναι η κυβέρνηση, παρόλο που οι Ναζί παραμένουν θανάσιμος εχθρός και δεν νοείται να υποτιμηθούν και να θεωρηθούν δεύτερη προτεραιότητα για το κίνημα.

 

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Με βάση τα παραπάνω, και χωρίς να πιάσουμε αρκετές ακόμα πτυχές που χρήζουν σύγκρισης (πχ είναι ο ΣΥΡΙΖΑ Σ/Δ ή ρεφορμιστική δύναμη; Ποια η κατάσταση και ποιες οι αλλαγές στη σύνθεση της εργατικής τάξης;, η επίδραση της «αποβιομηχάνισης» κι ο ρόλος του επιπέδου συγκέντρωσης της εργατικής τάξης σε γιγάντιες επιχειρηματικές μονάδες, η αραίωση της συνδικαλιστικής οργάνωσης, η απαξίωση των συνδικάτων και της Αριστεράς και το βάρος των απανωτών ηττών για την τάξη μας κλπ), συνειδητοποιούμε ότι δεν υπάρχει εύκολη μεταφορά του παρελθόντος στο παρόν, και οι αναλογίες με τη Γερμανία και τον Τρότσκι τη δεκαετία του 30 δεν είναι αυτονόητες- μάλλον είναι αναντίστοιχες. Όσο κι αν προσπαθούμε να επικαλεστούμε τους μεγάλους επαναστάτες του παρελθόντος, η συγκεκριμένη ανάλυση πέφτει στις δικές μας πλάτες.

Αν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε πρέπει να προχωρήσουμε σε νέες επικαιροποιήσεις γύρω από το ΕΜ. Αναμφισβήτητα η τακτική του ΕΜ είναι γενικά σωστή, αλλά ισχύει επίσης ότι αν δεν κάνουμε την συγκεκριμένη ανάλυση κινδυνεύουμε να γίνουμε παιχνίδι στα χέρια των κυβερνητικών (και περίγελος στα μάτια των αγωνιστών), φαντασιωνόμενοι ότι κάνουμε ΕΜ, απαξιώνοντας τόσο το ΕΜ όσο και το κομμουνιστικό ρεύμα. Είναι δεδομένες οι δυσκολίες της εποχής.Το εργατικό κίνημα και η Αριστερά από αρκετές πλευρές βρίσκονται σε πολύ πιο αδύναμη θέση από τη δεκαετία του ’30, κι οι δυσκολίες πιέζουν και κάνουν ευκολότερα τα λάθη, υπό τον πειρασμό της «συσσώρευσης δυνάμεων».

Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η σωστή στάση του αντιφασιστικού κινήματος συνεχίζει να συνοψίζεται, κατά τη γνώμη μου, σε ένα από τα πρώτα συνθήματα της Κίνησης Απελάστε τον Ρατσισμό, που είχε διατυπωθεί επί κυβέρνησης «σοσιαλδημοκρατικού» ΠΑΣΟΚ: «Καμία ανακωχή με την κυβέρνηση των μνημονίων, καμία ανοχή στους νεοναζί». Ο αντιφασιστικός αγώνας δεν μπορεί να γίνει σήμερα με κυβερνητικές δυνάμεις γιατί αυτό θα σήμαινε την αναβάπτιση των αστικών-κυβερνητικών δυνάμεων ως δημοκρατικών (που νομιμοποιούν και τροφοδοτούν τους νεοναζί και το αστικό σύστημα που τους τροφοδοτεί), το πλασάρισμα των Ναζί ως «μόνη αντισυστημική δύναμη που την πολεμά το όλο σύστημα δεξιάς-αριστεράς» και η ολοκληρωτική απαξίωση της Αριστεράς, ακόμα και της επαναστατικής. Κοινή δράση σωματείων, φορέων και συλλογικοτήτων ενάντια στον φασισμό πρέπει να επιδιώκεται με τη μέγιστη δυνατή πλατύτητα ενάντια στον φασισμό, αρκεί να μην μιλάμε για κυβερνητικά παραρτήματα και σχήματα που δεν έχουν κανένα κόστος αν συνεργαστούν με το κίνημα, τη στιγμή που χρεώνονται αντεργατικές πολιτικές, που αρνούνται την αντικυβερνητική κριτική και αμαυρώνουν το αντιφασιστικό στίγμα με τη βρωμιά του καπιταλισμού που γονατίζει καθημερινά την εργατική τάξη και τους φτωχούς. Αυτές οι προϋποθέσεις είναι μίνιμουμ για την αποτελεσματική αντιφασιστική πάλη σήμερα.

 

Σημειώσεις

1- Επίσης πρότεινε στους τροτσκιστές του ΚΚΓ (οι τροτσκιστές έως τότε βρίσκονταν διεθνώς μέσα στα ΚΚ, ως Αριστερή Αντιπολίτευση) και να κάνουν προπαγάνδα για ΕΜ Σοσιαλιστών-Κομμουνιστών, για να αλλάξει δηλαδή η γραμμή του ΚΚ (αλλά και για να μεγαλώσει η επιρροή των τροτσκιστών). Οι τροτσκιστές στη Γερμανία, οι Μπολσεβίκοι-Λενινιστές, λειτουργούσαν ως φράξια στο ΚΚ. Στόχος κατά τον Λέον Τρότσκι ήταν « ο μικρός τροχός της Αντιπολίτευσης (των τροτσκιστών δηλαδή) να στρίψει τον μεγαλύτερο κομματικό τροχό (ΚΚ) εγκαίρως». Ο Τρότσκι κάνει λόγο για διάλυση συνεδριάσεων των τροτσκιστών –που προσπαθούσαν να πείσουν τη βάση του ΚΚ για την ορθότητα της ΕΜ τακτικής- με σταλινικούς ροπαλοφόρους και κάθε είδους φυσική βία. Μάλιστα αναφέρει επιτυχίες της αριστερής αντιπολίτευσης και μαζικοποίησή της, κάτι που εν μέρει εξηγεί τον φόβο και τη βία των σταλινικών. Βέβαια, ο Λέον ήταν ρεαλιστής, ήξερε ότι η κατάσταση δεν περνάει μόνο από το χέρι της Αριστερής Αντιπολίτευσης.

2- Βεβαίως ούτε τότε υπήρχε επανασταστικό κόμμα, το ΚΚΓ ήταν ήδη ρεφορμιστικό. Αλλά για τον Τρότσκι ακόμα δεν είχε ξεκαθαρίσει ούτε ο χαρακτήρας της σταλινικής ΕΣΣΔ ούτε η οριστική εκφύλιση των ΚΚ ούτε η ανάγκη νέων επαναστατικών κομμάτων, γι αυτό και τα μέλη του τροτσκιστικού ρεύματος ακόμα καλούνταν να δώσουν την ταξική και πολιτική πάλη εντός των γραμμών των ΚΚ.

3- Το ΚΚ Γερμανίας έκανε το αντίθετο από αυτά που πρότεινε ο Τρότσκι: εξηγούσε πως ο βασικός εχθρός είναι η σοσιαλδημοκρατία και όχι ο φασισμός, προχωρούσε σε κοινές δράσεις με τους Ναζί του Χίτλερ και έβριζε ακόμα και την βάση του SPD, τους συνδικαλισμένους σοσιαλδημοκράτες εργάτες (όχι μόνο την ηγεσία του) ως σοσιαλφασίστες. Έφτασε να λέει πως «ο εργάτης που ανήκει στο SPD είναι σάπιος» (σαν να λέγαμε σήμερα ότι όποιος ανήκει στον ΣΥΡΙΖΑ ή ο εργάτης που ψηφίζει σήμερα ΣΥΡΙΖΑ είναι σάπιος-προφανώς λάθος). Oλόκληρα τμήματα της αριστερής εργατικής βάσης του SPD πίεζαν πραγματικά για ΕΜ με το ΚΚ (οι ΣΔ ηγέτες αρνιόντουσαν), και τελικά ένα μεγάλο τμήμα της έσπασε προς τα αριστερά και δημιούργησε το κεντριστικό κόμμα SAP. Οι ηγέτες του ΚΚ όχι μόνο αρνιόντουσαν την κοινή δράση με το SAP αλλά έβριζαν αυτούς που έσπαγαν προς τα αριστερά από το SPD ως «φασίστες χειρότερους από αυτούς του SPD».Έτσι αντί να προσεγγίζει τη βάση της σοσιαλδημοκρατίας, την υποχρέωνε να κλείνει τα αυτιά της απέναντι στους κομμουνιστές και την έσπρωχνε ακόμα περισσότερο στην Σ/Δ ηγεσία. Είναι η καταστροφική σεχταριστική πολιτική της λεγόμενης τρίτης περιόδου, στην οποία κάνει καταπληκτική κριτική ο Τρότσκι. Με αυτήν οι κομμουνιστές έστρωσαν (ακόμα περισσότερο) τον δρόμο για τη νίκη του Χίτλερ και την ίδια τους τη συντριβή και σφαγή. Το 1930 η Πράβντα πανηγύριζε γιατί οι ναζιστικές εκλογικές επιτυχίες δημιούργησαν δυσκολίες στον γαλλικό ιμπεριαλισμό (τότε ο Στάλιν εκτιμούσε πως για την ΕΣΣΔ ο κύριος κίνδυνος ήταν η Γαλλία), ενώ ακόμα χειρότερα το ΚΚ Γερμανίας έφτασε να κάνει κριτική στους φασίστες πως δεν είναι αρκετά πατριώτες αλλά πράκτορες των Γάλλων (κριτική από τα δεξιά στον Χίτλερ, που μας θυμίζει την σημερινή από τα δεξιά κριτική του ΚΚΕ και της ΛΑΕ στον ΣΥΡΙΖΑ στα «εθνικά» θέματα για Τουρκία-Μακεδονικό), ή και έκανε … ΕΜ με τους φασίστες ενάντια στη Σ/Δ, στην περίπτωση του δημοψηφίσματος στην Πρωσία.

4-Στη Γερμανία υπήρχε ήδη η πρόσφατη σχετική εμπειρία. Οι κομμουνιστές είχαν εφαρμόσει κατά περιπτώσεις μέσα στην επαναστατική περίοδο (1918-23) την τακτική πρόσκλησης σε ΕΜ με τη Σ/Δ με στόχο εργατικά αιτήματα ή αντιφασιστική δράση, μεταξύ 1920-23. ΕΜ δράση σπάνια επιτεύχθηκε (με εργατικές επιτυχίες και νίκες όπως η συντριβή του πραξικοπήματος του Καππ), αλλά και οι αρνήσεις της Σ/Δ ηγεσίας για κοινή δράση κόστισαν εξίσου, καθώς οι Κομμουνιστές τότε κατάφεραν να πολλαπλασιάσουν τα μέλη τους και να γίνουν πρώτη φορά μαζικό κόμμα: οι Σ/Δ εργάτες ήθελαν την κοινή δράση με τους Κομμουνιστές, η ηγεσία τους αρνήθηκε, εκτέθηκε κι έχασε σημαντικο τμήμα της βάσης της προς τα αριστερά.

Για τον ίδιο λόγο η Σ/Δ το 1930-33 ήταν πολύ πιθανό να αρνηθεί την κοινή δράση την ώρα που αποσταθεροποιούνταν και κινδύνευε ο καπιταλισμός στη Γερμανία, με την εργατική τάξη να παραμένει οργανωμένη, μαχητική και διεκδικητική (ο λόγος άλλωστε που τελικά οι βιομήχανοι στη Γερμανία στήριξαν τον Χίτλερ ήταν ακριβώς η αδυναμία του SPD να «τιθασεύσει» την εργατική διεκδικητικότητα της βάσης του).

5-Αν θέλουμε να κάνουμε πραγματικά τη σύγκριση, ακόμα και το σύντομο καθεστώς Μπρύνινγκ, που ο Τρότσκι χαρακτηρίζει αντιδραστικό και προβοναπαρτιστικό, κήρυξε εκτός νόμου τα τάγματα του Χίτλερ και κρατικοποίησε τα αγροκτήματα χρεοκοπημένων γαιοκτημόνων για να τα μοιράσει στους ακτήμονες. Γι αυτό τον λόγο ήρθε σε σύγκρουση με τους γαιοκτήμονες και τελικά με τον στρατό, που ήταν και η αιτία της πτώσης του. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται πίσω και από τον Μπρύνινγκ, όσον αφορά τουλάχιστον την σοσιαλδημοκρατική-φιλολαϊκή διάσταση. Βεβαίως κι ο Μπρύνινγκ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι και αυτές τις κινήσεις δεν τις έκανε από ιδεολογία αλλά υπό την προσπάθεια να κρατηθεί στην εξουσία, με βάση την πίεση που δεχόταν αφενός από τους φασίστες και το κεφάλαιο, αφετέρου από την Αριστερά και το –ισχυρό τότε- εργατικό κίνημα.




Χθες στους δρόμους, αύριο στις επιχειρήσεις και τα εργοστάσια!

Δημοσιεύουμε ένα εκτεταμένο απόσπασμα από κείμενο της γερμανικής οργάνωσης «Τάξη εναντίον Τάξης», για τη μεγάλη αντιρατσιστική-αντιφασιστική διαδήλωση , το Σάββατο στις 13 Oκτώβρη:

250.000 διαδηλωτές με το κίνημα #Unteilbar («Αδιαχώριστοι»). Χθες στους δρόμους, αύριο στις επιχειρήσεις και τα εργοστάσια!

 

Στις 13/10, σχεδόν 250.000 άνθρωποι στο Βερολίνο βγήκαν στους δρόμους ενάντια στην άνοδο της ακροδεξιάς. Το παρόν έδωσαν συνδικάτα κι εργαζόμενοι από αρκετούς κλάδους- στέλνοντας μήνυμα για τις επόμενες μάχες. Κανείς δεν περίμενε τόσους πολλούς ανθρώπους, μετά τις 50.000 κόσμου στη διαδήλωση στο Μόναχο και τις 35.000 στη διαδήλωση «Ερχόμαστε Ενωμένοι» στο Αμβούργο.

Το εντυπωσιακό πλήθος, που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων, έστειλε ένα τεράστιο μήνυμα αλληλεγγύης και πάλης ενάντια στην ακροδεξιά, σε μια διαδήλωση που ξεπέρασε τα 6 χιλιόμετρα. Έτσι, επρόκειτο για τη μεγαλύτερη κοινωνική κινητοποίηση σε πολλά χρόνια. Εντυπωσιακή ήταν η κινητοποίηση όχι μόνο λόγω της πληθώρας ανθρώπων κι οργανώσεων διαφορετικών προελεύσεων και κατηγοριών, αλλά και επειδή είχαν έντονο το στοιχείο σύνδεσης της πάλης κατά του ρατσισμού και της ανόδου του AFD με τα κοινωνικά αιτήματα. Πέρα από τα συνθήματα κατά του ρατσισμού και του σεξισμού, ήταν πολλά τα συνθήματα κατά του στεγαστικού προβλήματος, των ιδιωτικοποιήσεων, των αναθέσεων σε εργολάβους κι άλλων κοινωνικών θεμάτων. Έτσι, η διαδήλωση αποτέλεσε μια μαζική εναντίωση του κόσμου όχι μόνο κατά της ακροδεξιάς, αλλά κατά της συνολικής μετατόπισης του πολιτικού σκηνικού προς τα δεξιά.

Παρόλο που σχεδόν όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα καλούσαν στη διαδήλωση, και ακόμη και μέλη της κυβέρνησης, όπως ο υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας (SPD) ήθελαν «χρωματίσουν» τη συγκέντρωση, τα ίδια τα κόμματα υποεκπροσωπήθηκαν στη διαδήλωση. Άλλωστε η ίδια η θεματολογία της διαδήλωσης που εστίαζε στα κοινωνικά θέματα έδειχνε ότι οι άνθρωποι κατηγορούν όχι μόνο τo AfD, αλλά και την κυβέρνηση για τη μετατόπιση προς τα δεξιά.

Το στοίχημα τώρα είναι να μεταμορφωθεί αυτή η κινητοποίηση σε μια οργανωμένη κοινωνική δύναμη που μπορεί να αντιμετωπίσει στην πράξη τόσο την AfD όσο και την κυβέρνηση. Ένα πρώτο ξεκίνημα έγινε από την ισχυρή παρουσία μαχητικών εργατικών δυνάμεων που δημιούργησαν ένα ενιαίο συνδικαλιστικό μπλοκ.

Συνδικαλιστές και συνδικαλίστριες: το εργατικό δυναμικό είναι αδιαχώριστο!

Είναι αυτονόητη η σημασία της αδιαίρετης ενότητας για το εργατικό κίνημα, τις απεργίες και την αλληλεγγύη. Οι εργοδότες και οι κυβερνήσεις διαιρούν την εργατική τάξη με αναθέσεις σε εργολάβους, με την ελαστική, μαύρη και προσωρινή εργασία. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται σε ιδιαίτερα επισφαλείς συνθήκες εργασίας. Κι όμως, απεργίες και διαδηλώσεις ξεσπάνε ξανά και ξανά.

Η εργατική τάξη δεν διασπάται μόνο μέσω της διαίρεσης σε εργάτες πλήρους απασχόλησης / μερικής απασχόλησης-εργολαβικούς ή εργαζόμενους με διαφορετικές συλλογικές συμβάσεις. Η διάσπαση ενισχύεται μέσω του κρατικού ρατσισμού και της καταστολής. Μέσω των απελάσεων, τα κυβερνώντα κόμματα διώχνουν τους συναδέλφους μας, με τους οποίους μερικές φορές συνεργαζόμαστε για αρκετά χρόνια. Τόσοι πολλοί συνάδελφοι αναρωτιούνται γιατί άνθρωποι που ζουν και εργάζονται εδώ δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα με όλους τους άλλους. Ποια σημασία έχει η διαφορά στο χρώμα του δέρματος, τη μητρική γλώσσα ή την προέλευση των εργαζομένων; Εκφράστηκε η μαχητική συνδικαλιστική αλληλεγγύη εναντίον αυτής της κυβερνητικής πολιτικής.

Μια άλλη διαίρεση της εργατικής τάξης είναι αυτή που προκύπτει λόγω του μισθολογικού χάσματος μεταξύ γυναικών και ανδρών. Στη Γερμανία οι γυναίκες κερδίζουν περίπου 21% λιγότερα από τους άνδρες συναδέλφους τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στους τομείς όπου οι εργαζόμενες είναι κυρίως γυναίκες, όπως στην νοσηλευτική. Συχνά αυτή η διαφορά στους μισθούς είναι αποτέλεσμα των εργασιών στις οποίες υποχρεώνονται οι γυναίκες, φύλαξης παιδιών, φροντίδας ηλικιωμένων και άλλες δουλειές μερικής απασχόλησης, που έχουν χαμηλότερη ωριαία αμοιβή από μια πλήρους απασχόλησης εργασία.

Τελικά, η πάλη ενάντια σε αυτούς τους διαχωρισμούς είναι αγώνας ζωής και θανάτου για τους εργαζόμενους , επειδή μια διαιρεμένη εργατική τάξη δεν έχει καμία δυνατότητα να διεκδικήσει τα συμφέροντά του απέναντι στα αφεντικά. Και το ίδιο ισχύει για ολόκληρη την εργατική τάξη στη Γερμανία. Μόνο εάν υπερασπιστούμε τον εαυτό μας από κάθε διάσπαση στις τάξεις μας, είτε ρατσιστική είτε σεξιστική είτε συμβατική, θα μπορέσουμε να υπερασπιστούμε τα δικά μας συμφέροντα.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η συμμετοχή των συνδικάτων και των εργαζομένων σε αυτήν την διαδήλωση ήταν πολύ σημαντική. Ο αγώνας ενάντια στην επισφάλεια και την πολιτική του “μαύρου μηδενός” (ΑΛ την πολιτική μηδενικών ελλειμμάτων) πρέπει να συνδυαστεί με την πάλη ενάντια στη δεξιά μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού και να οδηγήσει στην αδιαίρετη ενότητα των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων.

(……………..)

 

Πώς προχωράμε;

Για να μην μείνει μόνο μια μεγάλη διαδήλωση, θα πρέπει να μεταφέρουμε τις εμπειρίες και τις συζητήσεις μας στους εργασιακούς χώρους. Μόνο αν καταφέρουμε να κερδίσουμε τη μάχη ενάντια στην επισφάλεια, τις εργολαβίες και τις απολύσεις, όπως και τις προσπάθειες να μας διαιρέσουν κυβέρνηση, AFD και σία, μπορούμε να σταματήσουμε τη στροφή προς τα δεξιά. Η μαζικότητα της διαδήλωσης δείχνει ότι υπάρχει η βούληση και το δυναμικό για να τα καταφέρουμε. Η εργατική τάξη με την πολυεθνική σύνθεσή της δεν πρέπει να εκφοβιστεί ή να παρασυρθεί από τον δεξιό λαϊκισμό. Αντιθέτως, τα συνδικάτα έχουν τη δύναμη να αντιταχθούν στην άνοδο των ακροδεξιών δυνάμεων καθώς και στη συνενοχή της κυβέρνησης. Στις 13/10, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι ενώθηκαν και διαδήλωσαν με αντιρατσιστικά και κοινωνικά αιτήματα. Το στοίχημα είναι να οικοδομήσουν μια ισχυρή πρώτη ύλη για να προσεγγίσουν τα εκατομμύρια των εργαζομένων που βρίσκονται οργανωμένοι σήμερα στα συνδικάτα.

Στην πάλη ενάντια στην δεξιά στροφή η διαδήλωση είναι μόνο το πρώτο βήμα. Είναι απαραίτητο να αναγκάσουμε τα ρεφορμιστικά κόμματα και τα συνδικάτα μέσω οργάνωσης των αγωνιστών της βάσης να αγκαλιάσουν τις διεκδικήσεις των εργαζομένων καθώς και τα αιτήματα όλων των καταπιεσμένων. Γι ‘αυτό, πρέπει να σπάσει η εργασιακή ειρήνη, από την οποία μόνο τα αφεντικά, η κυβέρνηση και η ακροδεξιά κερδίζουν. Αντίθετα, χρειαζόμαστε απεργίες και κινητοποιήσεις για να υπερασπιστούμε τους μετανάστες, τις γυναίκες και τη νεολαία, οι οποίοι πλήττονται περισσότερο από τη στροφή προς τα δεξιά.

 

Πηγή: www.klassegegenklasse.org




Μια κριτική στη θεωρία της «Πολιτικής Ταυτοτήτων» (Identity Politics)

Toυ Θανάση Κούρκουλα

Δημοσιεύουμε ένα παλιότερο άρθρο του Θ.Κ. με αφορμή την πρόσφατη συζήτηση που άνοιξε με τη δολοφονία του Ζακ, σχετικά με το πώς πολεμάμε τον ρατσισμό, τον σεξισμό και την ομοφοβία.

Ολοένα περισσότεροι άνθρωποι συνειδητοποιούν την ανάγκη μαζικής κινητοποίησης για την αντιμετώπιση του ρατσισμού και της καταπίεσης σε διάφορες εκδοχές τους (ομοφοβία, σεξισμός). Όμως με ποιες ιδέες, πολιτική και στρατηγική; Τις τελευταίες δεκαετίες, έχει εμφανιστεί σε διεθνές επίπεδο η αυτοαποκαλούμενη «μετα-μαρξιστική» θεωρία της «Πολιτικής Ταυτοτήτων» (Identity Politics). Βασική της ιδέα είναι ότι μόνο όσοι βιώνουν μια συγκεκριμένη μορφή καταπίεσης μπορούν να την προσδιορίσουν, αλλά και να παλέψουν ενάντιά της, σε αντίθεση με τη μαρξιστική ανάλυση που επικεντρώνει στην ανάγκη αντιμετώπισης της καταπίεσης από την εργατική τάξη και όλους τους καταπιεσμένους. Αυτό το άρθρο σκοπεύει να υπερασπιστεί το μαρξισμό ως αναντικατάστατο θεωρητικό εργαλείο για μετανάστες και ντόπιους αγωνιστές του αντιρατσιστικού κινήματος, καθώς και της πάλης ενάντια στην καταπίεση των γυναικών και των ομοφυλόφιλων.

 

Καταπίεση και καταπιεσμένοι

Ο προσδιορισμός της προσωπικής ταυτότητας του καταπιεσμένου-ης, η συνειδητοποίηση από τον ίδιο-α ότι είναι μέλος ομάδας που δέχεται μια συγκεκριμένη καταπίεση, ο θυμός που συνεπάγεται αυτή η συνείδηση είναι πρωταρχικής σημασίας για την αντίσταση στην καταπίεση. Ο ρατσισμός βιώνεται σε πολύ προσωπικό επίπεδο από τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, είτε πρόκειται για θεσμικό ρατσισμό (στη δουλειά, τις υπηρεσίες αλλοδαπών, από την αστυνομία, τους νόμους που αρνούνται χαρτιά, κλπ.) είτε για κοινωνικό ρατσισμό (βία από κάποιους ρατσιστές, ρατσιστικά αστεία, ξενοφοβία από τμήμα του ντόπιου πληθυσμού). Η προσωπική εμπειρία διαμορφώνει την πολιτική συνείδηση του καταπιεσμένου. Αντίστοιχα η εμπειρία της σεξιστικής αντιμετώπισης σε ατομικό επίπεδο βοηθάει στη διαμόρφωση πολιτικής συνειδητοποίησης από τις περισσότερες γυναίκες πως ο σεξισμός είναι μια μορφή καταπίεσης που υποβαθμίζει τη θέση όλων των γυναικών.
Είναι απόλυτα σωστό πως κανένας ντόπιος δεν μπορεί να καταλάβει ακριβώς πώς είναι να βιώνεις το ρατσισμό, όταν είσαι μετανάστης. Κανένας ετεροφυλόφιλος δεν είναι σε θέση να νιώσει στο πετσί του την ομοφοβία, κανένας άντρας το σεξισμό. Αλλά και ανάμεσα στις ομάδες των καταπιεσμένων υπάρχουν σοβαρές διαφοροποιήσεις. Αλλιώς βιώνεις το ρατσισμό όταν είσαι παιδί δεύτερης γενιάς γεννημένο στην Ελλάδα, αλλιώς όταν είσαι Αλβανός μετανάστης με χαρτιά, που ήρθε το ’90, άλλο να είσαι Αφγανός χωρίς χαρτιά, που κοιμάται κατάχαμα στον Άγιο Παντελεήμονα. Άλλα τα βιώματά σου όταν είσαι γκέι, άλλα όταν είσαι λεσβία. Επίσης, είναι διαφορετικό πράγμα η εμπειρία της καταπίεσης και διαφορετικό να την αντιμετωπίζεις. Η προσωπική ταυτότητα γίνεται αντίσταση όταν αποφασίζεις να παλέψεις. Η πάλη ενάντια στην καταπίεση εμπεριέχει επιλογή της μορφής αντίδρασης, αντιλήψεις για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της, στρατηγικές των κοινωνικών κινημάτων ενάντια στην καταπίεση.

 

Υπάρχουν ξεκάθαρες διαφορές ανάμεσα στην Πολιτική Ταυτοτήτων και το μαρξισμό. Ωστόσο, πριν περάσει κανείς στην κριτική, χρειάζεται να αναγνωρίσει για ποια πράγματα υπάρχει κοινή βάση ανάμεσα στις δύο θεωρίες. Καταρχήν και οι δύο αναγνωρίζουν ότι η καταπίεση βασίζεται στην πραγματική ανισότητα που υπάρχει στην κοινωνία, στη διαφορετική θέση ανδρών και γυναικών, ντόπιων και μεταναστών, «στρέιτ» και ομοφυλόφιλων. Επίσης και οι δύο στρατηγικές αποδέχονται ότι ο αγώνας ενάντια στην καταπίεση είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει τους ίδιους τους καταπιεσμένους. Χωρίς τις γυναίκες δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πάλη ενάντια στο σεξισμό, χωρίς μετανάστες και πρόσφυγες δεν υπάρχει αντιρατσιστικό κίνημα. Ιστορικά οι πιο συγκλονιστικοί αγώνες ενάντια στην καταπίεση είχαν μπροστάρηδες τους ίδιους τους καταπιεσμένους, από το κίνημα για την απελευθέρωση των μαύρων στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ‘60, τους ομοφυλόφιλους και την εξέγερση του Στόουνγουολ, ως τους αγώνες των μεταναστών για νομιμοποίηση και δικαιώματα στην Ελλάδα και την Ευρώπη τις δεκαετίες του ’90 και του 2000. Όσο αλήθεια είναι αυτό, όμως, άλλο τόσο πραγματικότητα είναι η συμμετοχή των καταπιεσμένων σε άλλα κινήματα εκτός από το «δικό τους», όπως επίσης η συμμετοχή χιλιάδων αλληλέγγυων στα κινήματα ενάντια στην καταπίεση. Ανθρώπων οι οποίοι δεν ανήκουν στη συγκεκριμένη ομάδα των καταπιεσμένων που θίγεται άμεσα.

 

Με ποιους να ενωθούμε;

Στον πυρήνα της θεωρίας της «Πολιτικής Ταυτοτήτων» (Π.Τ.) είναι η ιδέα ότι «μόνον εκείνοι που βιώνουν μια συγκεκριμένη μορφή καταπίεσης είναι σε θέση να παλέψουν ενάντιά της». Η αιτία της καταπίεσης -λένε- είναι μια κοινωνική δομή που ευνοεί τους ντόπιους λευκούς άνδρες και γι’ αυτό αναπαράγεται από αυτούς. Αυτό δείχνει φαινομενικά σωστό, καθώς αυτοί που έχουν δύναμη και θέσεις-κλειδιά στο σύστημα είναι κατά πλειοψηφία άνδρες, λευκοί και ντόπιοι. Όμως κάποια μέλη καταπιεσμένων ομάδων έχουν καταφέρει να ανελιχθούν στην κοινωνική και οικονομική ιεραρχία του συστήματος, με αποκορύφωμα παραδείγματα σαν τον Αφροαμερικανό Μπαράκ Ομπάμα που έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ. Στην ιεραρχία της ελίτ των καταπιεσμένων βρίσκονται ακόμη η Αφροαμερικανίδα γυναίκα Κοντολίζα Ράις, γνωστό γεράκι του πολέμου των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, η σιδηρά κυρία Μάργκαρετ Θάτσερ, πρώην Πρωθυπουργός της Βρετανίας, που τσάκισε τα δικαιώματα εκατομμυρίων απλών ανδρών και γυναικών τη δεκαετία του ‘80, η «δική μας» Φάνη Πάλλη Πετραλιά που πετσόκοψε τα ασφαλιστικά δικαιώματα των γυναικών, με τον αντι-ασφαλιστικό νόμο της κυβέρνησης Καραμανλή.
Οι πλούσιοι Άραβες επενδυτές, που ζουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δε νοιάζονται διόλου για τα δικαιώματα των φτωχών μεταναστών συμπατριωτών τους, παρά μόνο για τα δικά τους κέρδη. Βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία με τις ρατσιστικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που στρώνουν στους ίδιους χαλιά για να επενδύσουν, σε αντίθεση με τη ρατσιστική αντιμετώπιση που επιφυλάσσουν για εκατομμύρια Άραβες φτωχούς μετανάστες εργάτες. Γκέι υπουργοί και δήμαρχοι κάνουν ομοφοβικές δηλώσεις, γυναίκες, που είναι ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων, αρνούνται να προσλάβουν παντρεμένες γυναίκες για να μη φορτωθούν οι επιχειρήσεις τους το κόστος των αδειών μητρότητας, μετανάστες εργοδότες αρνούνται να κολλήσουν ένσημα στους μετανάστες υπαλλήλους τους και κάποιοι από αυτούς δε διστάζουν να «καρφώσουν» στην αστυνομία εργαζόμενους χωρίς χαρτιά, όταν αυτοί διεκδικούν παραπάνω δικαιώματα.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι «προνομιούχοι καταπιεσμένοι» δεν υφίστανται ρατσιστική ή σεξιστική καταπίεση. Όμως βιώνουν την καταπίεση με πολύ διαφορετικό τρόπο από τη συντριπτική πλειοψηφία των καταπιεσμένων εργατών και εργατριών, που δεν είναι τμήμα, αλλά θύματα του συστήματος. Μια πλούσια γυναίκα, που έχει τη δυνατότητα να προσλάβει υπηρέτριες, τροφούς και μάγειρες, εξακολουθεί να είναι καταπιεσμένη από το σεξισμό, αλλά με πολύ διαφορετικό τρόπο από την οικιακή της βοηθό. Η οικιακή βοηθός, όταν γυρίσει από τη δουλειά στο σπίτι, θα πρέπει να φροντίσει τα παιδιά της και να κάνει όλες τις δουλειές, ακόμα και στην περίπτωση που καταφέρνει να μοιράζεται εξίσου τις δουλειές με τον εργάτη άντρα της. Ο Αφροαμερικανός εργάτης, για παράδειγμα, που απολύεται σήμερα στην αυτοκινητοβιομηχανία των ΗΠΑ λόγω κρίσης, έχει οπωσδήποτε πολύ περισσότερα κοινά με το λευκό Αμερικάνο απολυμένο συνάδελφό του παρά με τους επίσης Αφροαμερικανούς Μπαράκ Ομπάμα ή Κόλιν Πάουελ.

 

Συμπερασματικά, δεν υπάρχει κοινό ενδιαφέρον και συμφέρον από όλους τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν το ίδιο είδος καταπίεσης. Η καταπίεση δεν προκαλείται από το φύλο, τη φυλή, την εθνικότητα ή τη διαφορετική σεξουαλική προτίμηση των ανθρώπων που ελέγχουν το σύστημα, αλλά από το ίδιο το σύστημα, αδιάφορο ποιος βρίσκεται στις θέσεις κλειδιά.[1]
Ένα δεύτερο θεμελιώδες πρόβλημα της Π.Τ. ξεκινάει από τον ορισμό του καταπιεσμένου. Οι βασικοί εκφραστές αυτής της θεωρίας, ο Laclau και ο Mouffe, ορίζουν τον καταπιεσμένο υποκειμενικά: Καταπιεσμένος είναι όποιος πιστεύει ότι καταπιέζεται. Αντίθετα ο Μαρξ ορίζει ως αντικειμενική την καταπίεση και την εκμετάλλευση στο σύστημα (οι καταπιεσμένοι είναι αντικειμενικά καταπιεσμένοι), ενώ θεωρεί υποκειμενική μόνο τη συνείδηση των καταπιεσμένων. Η διαφορά είναι τεράστια. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την Π.Τ. καταπιεσμένος μπορεί να είναι ένας εργαζόμενος που πιστεύει ότι αδικείται, όταν δεν προσλαμβάνεται σε μια επιχείρηση που διατηρεί ένα ποσοστό θέσεων για άτομα με ειδικές ανάγκες. Από την άλλη μεριά, ακόμα και η καταναγκαστική δουλεία δεν αποτελεί -για την Π.Τ.- πραγματική καταπίεση στο βαθμό που οι ίδιοι οι σκλάβοι δεν αναγνωρίζουν καθαρά αυτή την απλή αλήθεια.[2]
Η κοινωνία –σύμφωνα με αυτή τη θεωρία– απαρτίζεται από αυτόνομους ανταγωνισμούς και καταπιέσεις, ένα τεράστιο πλήθος αντίρροπων και αντικρουόμενων δυνάμεων, καθεμιά σε μια διαφορετική σφαίρα αυτόνομης «πάλης».[3] Στον πραγματικό κόσμο κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Πολλοί άνθρωποι ενσωματώνουν διαφορετικά στοιχεία καταπίεσης. Για παράδειγμα χιλιάδες γυναίκες είναι και μετανάστριες, κάποιες μετανάστριες είναι και μουσουλμάνες και αντιμετωπίζουν επιπλέον την ισλαμοφοβία. Αν κάθε είδος καταπίεσης έχει και ένα αυτόνομο πεδίο αγώνα, αυτό οδηγεί στην πολυδιάσπαση της πολυδιάσπασης, ω πολυδιάσπαση, των υποκειμένων που μπορούν να συγκροτήσουν το κίνημα ενάντια στη συγκεκριμένη καταπίεση. Και τελικά στην αδυναμία ύπαρξης ενοποιητικού ιστού ανάμεσα στους καταπιεσμένους ανθρώπους, που δεν μπορούν να ενωθούν και να παλέψουν μαζί αποτελεσματικά. Οι λεσβίες μετανάστριες, για παράδειγμα, αντιμετωπίζουν ένα σοβαρό δίλημμα: Αν δεν μπορούν να παλέψουν ούτε μαζί με τους άντρες (επειδή οι ίδιες είναι γυναίκες), ούτε μαζί με τις ντόπιες γυναίκες (επειδή οι ίδιες είναι μετανάστριες), αλλά ούτε και μαζί με τις μετανάστριες ετεροφυλόφιλες γυναίκες (επειδή οι ίδιες είναι λεσβίες), τότε μάλλον περιορίζεται εξαιρετικά το υποκείμενο του κινήματός τους. Στον πραγματικό κόσμο, θα πρέπει να γίνουν κάποιες επιλογές.[4]
Επιπλέον το ίδιο το κράτος, σύμφωνα με την Π.Τ., δεν είναι παρά μία από τις πολλές αυτόνομες δυνάμεις της κοινωνίας και όχι, όπως λέει ο Μαρξ, «εργαλείο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης για τη διατήρηση του συστήματος». Ακόμα παραπέρα, κάθε ξεχωριστός αγώνας -λέει η Π.Τ.- έχει ίδια σημασία, χωρίς να έχει ιδιαίτερη αξία πόσοι άνθρωποι εμπλέκονται σε αυτόν ή αν τα αιτήματά τους έρχονται σε σύγκρουση με το κράτος ή όχι. Ο ξεχωριστός αγώνας -σύμφωνα με τους Laclau και Mouffe- μπορεί σε τελική ανάλυση να διεξάγεται από έναν μοναδικό καταπιεσμένο άνθρωπο και έχει ισοδύναμη αξία με τα κινήματα εκατομμυρίων ανθρώπων, που παλεύουν ενάντια στην καταπίεσή τους. Έτσι ο προσωπικός αγώνας μπορεί εντέλει να υποκαταστήσει τον πολιτικό αγώνα, αφήνοντας το σύστημα ανέγγιχτο να διατηρεί την καταπίεση όλων των καταπιεσμένων, να την εντείνει και να κάνει τη δουλειά του.
Οι Laclau και Mouffe δεν σκοπεύουν τελικά να χτίσουν κανένα κίνημα μικρό ή μεγάλο. Προτιμούν μικρές ομάδες πεφωτισμένων, που αυτοϊκανοποιούνται με την ανωτερότητά τους σε σχέση με τις «αδαείς μάζες». Σε αντίθεση με την Π.Τ., ο μαρξισμός προσφέρει διέξοδο σε όλους όσους ενδιαφέρονται να ξεμπερδέψουν με την καταπίεση στον πραγματικό κόσμο. Όπως πολύ εύστοχα είχε πει ο Μαρξ: «Οι φιλόσοφοι απλώς εξηγούν τον κόσμο. Όμως το θέμα είναι να τον αλλάξουμε».[5]

 

Εκμετάλλευση και καταπίεση

Η κεντρική έννοια της πάλης των τάξεων απουσιάζει για τους «υποκειμενιστές» της Π.Τ. Η ταξική ανισότητα είναι απλώς άλλος ένας από τους πολλαπλούς ανταγωνισμούς που υπάρχουν στην κοινωνία. Αν η Π.Τ. δεν το βλέπει, όμως, το ξέρουν οι πάντες ότι οι πλούσιοι απολαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου της κοινωνίας στις πλάτες της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων που τον παράγουν. Αυτό με μαρξιστικούς όρους ονομάζεται εκμετάλλευση. Όσο η οικονομική κρίση βαθαίνει, η ταξική ανισότητα εντείνεται και περιθωριοποιεί ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Όμως για τους υποστηρικτές της Π.Τ., η ταξική ανισότητα είναι ένα πρόβλημα προσωπικής στάσης και σνομπισμού εκείνων που έχουν τον πλούτο. Αλλά δε μας εξηγούν πώς θα αλλάξουμε το σύστημα, που βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από τους καπιταλιστές, μέσω των άπειρων πολυδιασπασμένων αγώνων ενάντια σε κάθε διαφορετικό είδος καταπίεσης.
Σε αντίθεση με την υποκειμενίστικη Π.Τ., ο μαρξισμός είναι μια υλιστική θεωρία. Η άρχουσα τάξη έχει συλλογικά αντικειμενικό συμφέρον να διατηρεί το καπιταλιστικό σύστημα, που βασίζεται στην καταπίεση και την εκμετάλλευση των εργατών, ενώ η εργατική τάξη έχει αντικειμενικό συμφέρον να ανατρέψει αυτό το σύστημα. Η ιδιαίτερη καταπίεση των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, των μεταναστών, των εθνικών μειονοτήτων, εξυπηρετεί την αύξηση του επιπέδου καταπίεσης και εκμετάλλευσης ολόκληρης της εργατικής τάξης, τόσο των εργατών που καταπιέζονται περισσότερο, όσο κι εκείνων που καταπιέζονται λιγότερο.

 

Οι καπιταλιστές χρησιμοποιούν την καταπίεση συγκεκριμένων ομάδων πληθυσμού πολλαπλά. Αφενός, για να αυξάνουν τα κέρδη τους από την εκμετάλλευση των πιο καταπιεσμένων (μετανάστες, γυναίκες κ.λ.π.), αφού η κοινωνική ανισότητα δικαιολογεί χαμηλότερα μεροκάματα και λιγότερα δικαιώματα για κείνους. Όμως την ίδια στιγμή επιχειρούν να συμπιέσουν τα μεροκάματα και τα δικαιώματα και των ντόπιων ανδρών εργατών, οι οποίοι –αν δεν παλέψουν για τα δικαιώματα των πιο καταπιεσμένων– βλέπουν τελικά και τα δικά τους εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα να απειλούνται, αφού υπάρχουν πάντα κάποιοι που θα βγάλουν τη δουλειά φτηνότερα για τα αφεντικά και πιο ανώδυνα για το κράτος. Από την άλλη μεριά, όσο μεγαλύτερη είναι η ιδεολογική κυριαρχία του ρατσισμού και του σεξισμού στην κοινωνία τόσο οξύτερη γίνεται η διαμάχη των καταπιεσμένων μεταξύ τους, αντί αυτοί να ενώνουν τις δυνάμεις τους ενάντια στο σύστημα. Ένα αποκαλυπτικό παράδειγμα είναι το Αμερικάνικο. Στον παραδοσιακά ρατσιστικότερο και λιγότερο συνδικαλισμένο Νότο των ΗΠΑ, οι μισθοί των λευκών εργατών είναι αρκετά μεγαλύτεροι από των μαύρων και των μεταναστών. Όμως παραμένουν χαμηλότεροι από τους μισθούς των μαύρων εργατών του Βορρά.[6]
Όλα αυτά -ασφαλώς- δεν γίνονται πάντα αντιληπτά από τους εργάτες. Πολλοί άνδρες εργάτες είναι περισσότερο ή λιγότερο σεξιστές, πολλοί ντόπιοι εργάτες κι εργάτριες έχουν ρατσιστικές ή ξενοφοβικές ιδέες, πάρα πολλοί ετεροφυλόφιλοι μετανάστες είναι ομοφοβικοί. Επίσης λευκοί μετανάστες μπορεί κάποιες στιγμές να στραφούν ενάντια σε Ασιάτες ή Αφρικανούς μετανάστες. Ωστόσο αυτές είναι υποκειμενικές συμπεριφορές, διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο και αλλάζουν ανάλογα με τις περιστάσεις. Όταν οι εργάτες και οι εργάτριες, η νεολαία, οι καταπιεσμένοι, κινούνται σε μεγάλους αριθμούς με απεργίες και διαδηλώσεις, η ταξική ενότητα τείνει να υποκαταστήσει τους διαχωρισμούς και η ταξική συνείδηση υπερισχύει της ρατσιστικής και της σεξιστικής ιδεολογίας. Αυτό έγινε σε παγκόσμιο επίπεδο τη δεκαετία του ’30 και στα μεγάλα κινήματα της δεκαετίας του ’60. Αυτή η τάση είναι εξίσου φανερή στο σημερινό νεολαιίστικο κίνημα των μαθητών, που διαδηλώνουν ενάντια στην καταστολή και καταλαμβάνουν τα σχολεία τους. Είναι παιδιά μεταναστών και ελληνόπουλα μαζί.
Η αλληλεγγύη ενισχύεται, όταν τα σωματεία υπερασπίζονται όλους τους συναδέλφους τους απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία, σε κλάδους όπου ντόπιοι και μετανάστες δουλεύουν μαζί, όπως είναι η οικοδομή, τα φασονάδικα ή οι ταχυμεταφορές. Ο ρατσισμός χτυπιέται, όταν άνδρες και γυναίκες, ντόπιοι και μετανάστες βγαίνουν μαζί στο δρόμο, συμμετέχουν στις απεργία, τις πορείες της Πρωτομαγιάς και του Πολυτεχνείου, στα αντιρατσιστικά και αντιπολεμικά συλλαλητήρια. Οι κοινοί αγώνες ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση είναι καθοριστικός παράγοντας για τις εξελίξεις, την ώρα που η καπιταλιστική οικονομική κρίση χτυπάει την πόρτα όλων.
Μια κριτική που γίνεται συχνά στο μαρξισμό είναι ότι τείνει να υποκαταστήσει τη σημασία της πάλης ενάντια στην καταπίεση με εκείνη του αγώνα απέναντι στην εκμετάλλευση. Η κριτική αυτή είναι απόλυτα λάθος. Ο εχθρός είναι κοινός: Ένα σύστημα που γεννάει και τα δύο. Στον αγώνα για τη δημιουργία ενός ενιαίου κινήματος απέναντι στον καπιταλισμό, όλοι οι εργάτες, όλοι οι καταπιεσμένοι, εκπαιδεύονται να δρουν αλληλέγγυα με όσους είναι θύματα τόσο της καταπίεσης όσο και της εκμετάλλευσης. Άλλωστε -όπως είπε ο Β.Ι.Λένιν- το μαρξιστικό όραμα της επανάστασης δεν είναι τίποτε άλλο από «το πανηγύρι των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευόμενων». Και επίσης: «Η συνείδηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι αυθεντική πολιτική συνείδηση μέχρις ότου οι εργάτες εκπαιδευτούν να αντιδρούν σε κάθε μορφή τυραννίας, καταπίεσης, βίας ή κατάχρησης εξουσίας, ανεξάρτητα από το ποια είναι η τάξη που τα υφίσταται».[7] Το πολυπόθητο πανηγύρι των καταπιεσμένων δεν μπορεί να γίνει πράξη παρά μόνο την ώρα που ο αγώνας ενάντια στην καταπίεση και ο αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση θα ενωθούν σε ένα ορμητικό ποτάμι που θα τσακίσει το σύστημα που τα γεννά. Και θα το αντικαταστήσει με μια σοσιαλιστική κοινωνία αλληλεγγύης κι ελευθερίας, που θα ικανοποιεί τις ανθρώπινες ανάγκες και όπου η διαχείριση του πλούτου θα γίνεται δημοκρατικά από όλους εκείνους που τον παράγουν.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1, 4.
Σάρον Σμιθ, «The politics of identity», International Socialist Review, Τεύχος 57.
2, 3. Ernesto Laclau
και Chantal Mouffe, «Hegemony and Socialist Strategy: Towards a Radical Democratic Politics».
5.
Καρλ Μαρξ, «Θέσεις στον Φόυερμπαχ».
6. Victor Perlo, «Economics on Racism in USA: The roots on black inequality».
[7] Β.Ι.Λένιν, «Άπαντα», 5ος τόμος, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.




Το ΜETA για την απόφαση της ΑΔΕΔΥ να προκηρύξει απεργία στις 14 Νοέμβρη

Οι δυνάμεις του ΜΕΤΑ θα δώσουν τη μάχη για την επιτυχία των απεργιών και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα και θα εντείνουν τις προσπάθειές τους για την κοινή δράση όλων των αγωνιστικών και ταξικών δυνάμεων, με στόχο να μπουν στο περιθώριο οι δυνάμεις και οι πρακτικές που διασπούν τους εργαζόμενους, αποδυναμώνουν τη δράση τους και απαξιώνουν το συνδικαλιστικό κίνημα.

Το ΜΕΤΑ, αναφορικά με την απόφαση της ΑΔΕΔΥ για προκήρυξη απεργίας στις 14 Νοέμβρη 2018, δηλώνει τα εξής:

1. Στις σημερινές συνθήκες, όπου οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να βιώνουν τις άγριες μνημονιακές πολιτικές της λιτότητας, της ανεργίας, της διάλυσης των εργασιακών, ασφαλιστικών και των κοινωνικών τους δικαιωμάτων, και με το μεγαλύτερο μέρος του Λαού να βρίσκεται στα όρια της επιβίωσής του, δεν δικαιολογείται κανείς να παίζει παιχνιδάκια σε βάρος τους, στο όνομα της εξυπηρέτησης πολιτικών και κομματικών επιλογών.

Δεν μπορεί, η αναγκαία απάντηση των εργαζομένων, απέναντι σ’ αυτές τις πολιτικές, να δίνεται διασπασμένα και άλλοι να απεργούν την 1η Νοέμβρη, άλλοι στις 8 και άλλοι στις 14. Αυτή η τακτική είναι «βούτυρο στο ψωμί» της κυβέρνησης, των εργοδοτών και των δανειστών που επιχαίρουν έχοντας απέναντί τους ένα διχασμένο και αδύναμο συνδικαλιστικό κίνημα. Γι’ αυτό το λόγο, το ΜΕΤΑ πρότεινε σ’ όλες τις πλευρές να κάνουν ένα βήμα πίσω, προκειμένου να βρεθεί κοινή ημερομηνία στο πρώτο 15νθήμερο του Νοέμβρη. Δυστυχώς αυτή η προσπάθειά μας, έπεσε στο κενό.

Από τη μια η ηγεσία της ΓΣΕΕ, η οποία δεν βλέπει λόγο προκήρυξης απεργίας αυτήν την περίοδο και από την άλλη οι δυνάμεις που συγκροτούν το προεδρείο στην ΑΔΕΔΥ [ΔΑΚΕ – ΔΗΣΥ (ΠΑΣΚΕ), ΕΑΚ (ΣΥΡΙΖΑ) και ΔΗΜΑΝ (τέως ΠΑΣΚΕ-ΟΤΑ)] «στρίβουν διά του αρραβώνος» και χωρίς καμιά προσπάθεια συνεννόησης με συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα, που είχαν προαναγγείλει απεργία για τις 8 Νοέμβρη, προκηρύσσουν απεργία στις 14, ακυρώνοντας κάθε προσπάθεια συμπόρευσης και πιο αποτελεσματικής παρέμβασης των εργαζομένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω και με δεδομένη την αρνητική στάση των δυνάμεων του εργοδοτικού, κυβερνητικού συνδικαλισμού, το ΜΕΤΑ υπερψήφισε την πρόταση για κοινή απεργία στις 8 του Νοέμβρη.

2. Η εξέλιξη αυτή αποδεικνύει ακόμη μια φορά ότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες του νέου και παλιού κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού δεν αγωνιούν για τα συμφέροντα των εργαζομένων, αλλά προτάσσουν τα συμφέροντα των πολιτικών δυνάμεων που εκπροσωπούν. Οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα πολιτικής, ιδεολογικής ή άλλης επιλογής, πρέπει να τις αποδοκιμάσουν αν θέλουν την επίλυση των προβλημάτων τους. Μοναδική λύση είναι η απόρριψή τους, επιλέγοντας την αγωνιστική διεκδίκηση για τη βελτίωση των όρων αμοιβής και των συνθηκών εργασίας τους.

3. Η απόφαση, για ξεχωριστή, από τα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα, απεργία της ΑΔΕΔΥ στις 14 Νοέμβρη, θα δημιουργήσει επιπλέον προβλήματα σε χώρους εργασίας, μιας και υπάρχουν σωματεία και ομοσπονδίες του Δημοσίου που είχαν πάρει απόφαση για απεργία στις 8 Νοέμβρη και θα πρέπει να απεργήσουν και στις 14 Νοέμβρη. Οι επιλογές αυτές αποδυναμώνουν τον αγώνα των εργαζομένων, δίνουν άλλοθι στην απεργοσπασία και μεγαλώνουν την απαξίωση των εργαζομένων απέναντι στη συλλογική δράση και στα συνδικάτα.

Το ΜΕΤΑ καταγγέλλει αυτές τις τακτικές των δυνάμενων του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού και καλεί όλους τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα να αγωνιστούν με όλες τις μορφές για την ανατροπή των πολιτικών της λιτότητας και της διάλυσης των εργασιακών και κοινωνικών τους δικαιωμάτων, για την κατάργηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, για την αύξηση των μισθών, του επιδόματος ανεργίας και των συντάξεων, για τη μείωση του ωραρίου εργασίας και την τήρηση των κανόνων υγιεινής και ασφάλισης των εργαζομένων, για την υπεράσπιση της λαϊκής κατοικίας και της δημόσιας περιουσίας και την αποτροπή της υφαρπαγής τους από τα «κοράκια» των τραπεζών και του κεφαλαίου, για κατάργηση όλων των αντιασφαλιστικών νόμων και για μείωση της φορολογίας των λαϊκών νοικοκυριών.

Οι δυνάμεις του ΜΕΤΑ θα δώσουν τη μάχη για την επιτυχία των απεργιών και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα και θα εντείνουν τις προσπάθειές τους για την κοινή δράση όλων των αγωνιστικών και ταξικών δυνάμεων, με στόχο να μπουν στο περιθώριο οι δυνάμεις και οι πρακτικές που διασπούν τους εργαζόμενους, αποδυναμώνουν τη δράση τους και απαξιώνουν το συνδικαλιστικό κίνημα.


Οκτώβρης 2018




Η λύση, από τα κάτω και αριστερά

Του Πάνου Κοσμά

«Εύφλεκτο» διεθνές περιβάλλον, πολιτική και θεσµική κρίση στην Ε.Ε. – άνοδος της ακροδεξιάς, συντηρητική αντεπανάσταση σε ΗΠΑ, Λ. Αµερική και Ευρώπη

«Προσεισµική ακολουθία» χαρακτηρίζουν συστηµικοί αναλυτές την αναταραχή που επικρατεί στα χρηµατιστήρια και τις παγκόσµιες αγορές στα τέλη της πρώτης εβδοµάδας του Οκτωβρίου. «Ο κόσµος πρέπει να αρχίσει να προετοιµάζεται από τώρα, που ακόµη µπορεί, για την επόµενη ύφεση», προειδοποιεί ο Economist. Οι εύφλεκτες ύλες στο διεθνές περιβάλλον δεν αφορούν µόνο την οικονοµία αλλά και την πολιτική. Συντονισµένη από τη διεθνή της αστικής αντίδρασης, µια συντηρητική αντεπανάσταση εκτυλίσσεται σε σηµαντικές χώρες και περιοχές, από τη Λ. Αµερική (όπου στη Βραζιλία ένας ακροδεξιός είναι προ των θυρών του προεδρικού µεγάρου) µέχρι την κεντρική Ευρώπη. Στην ίδια την Ευρώπη, τα προεόρτια µιας νέας επιβράδυνσης ή και ύφεσης βρίσκουν την περιλάλητη «ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική» στη χειρότερη δυνατή κατάσταση: η ηγεµονική γερµανική καγκελαρία είναι περιπλεγµένη σε µείζονα πολιτικά αδιέξοδα, η ακροδεξιά αναπτύσσει ηγεµονική δυναµική σε όλη την έκταση της ηπείρου απειλώντας µε πολιτικό Big Bang στις ευρωεκλογές του επόµενου Μαΐου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει ξεµείνει από «όπλα» και η Ιταλία σηµατοδοτεί µε τον πιο εύγλωττο τρόπο τους κινδύνους αποσάθρωσης που απειλούν το όλο «οικοδόµηµα».

Είναι σε αυτές τις συνθήκες που ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να κερδίσει το στοίχηµα της πολιτικής επιβίωσης σαν δεύτερου ισχυρού πόλου στο αστικό-µνηµονιακό πολιτικό σύστηµα, παζαρεύοντας έναντι ανταλλαγµάτων µε τους δανειστές µια µετάθεση του χρόνου υλοποίησης της περικοπής των συντάξεων για µετά τις εκλογές, που το υπουργείο Οικονοµικών διαβεβαιώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι… θωρακισµένες, που ο Ευκλείδης Τσακαλώτος αναζητεί… επενδυτές στο Μπαλί και επαιτεί τη σιωπηλή ανοχή του ∆ΝΤ στο να µην εφαρµοστεί σε προεκλογικό χρόνο η περικοπή των συντάξεων, που ο «συγκυβερνήτης» Καµµένος, σε ένα ρεσιτάλ πολιτικού αµοραλισµού, µοιάζει «έτοιµος για όλα» για να παραµείνει στο πολλαπλά επωφελές για τον ίδιο παιχνίδι της εξουσίας…

 

«Προσεισµική ακολουθία»

Ο κύκλος «ευρείας ανάκαµψης» (κατά την έκφραση του ∆ΝΤ) της παγκόσµιας οικονοµίας είναι στην αρχή της κάµψης του. Εκθέσεις «θεσµικών» κέντρων και παραγόντων του καπιταλισµού διαβλέπουν τις απαρχές µιας νέας επιβράδυνσης ή και ύφεσης, τοποθετώντας την στα τέλη του 2018 µέχρι τα µισά του 2019 – και στην πιο αισιόδοξη εκτίµηση στις αρχές του 2020. Οι εκτιµήσεις για τις συνέπειες µιας τέτοιας κάµψης ποικίλλουν: από αισιόδοξες (θα επιφέρει απλώς µια «διόρθωση» των αγορών, έστω και σηµαντική, χωρίς «δοµικές» συνέπειες) µέχρι… καταστροφολογικές (θα πυροδοτήσει µια κρίση µεγαλύτερη του 2008 και συγκρίσιµη µε του 1929). Σε κάθε µεγάλη πτώση των χρηµατιστηρίων οι «µαύρες» προφητείες επανέρχονται µε δριµύτητα – όπως τον περασµένο Φεβρουάριο αλλά και τώρα, µε τις µεγάλες «βουτιές» στα χρηµατιστήρια.

Ωστόσο, πριν και ανεξάρτητα από ένα νέο µεγάλο ορόσηµο κρίσης, η «ευρεία ανάκαµψη» είναι ισχνή και χαρακτηρίζεται από γενικευµένη ανασφάλεια και ανταγωνισµούς, η δε εγκατεστηµένη «κανονικότητα» αναπαράγει διαρκώς κρισιακά φαινόµενα: οικονοµικά, πολιτικά, ιδεολογικά. Αποδεικνύεται αδύναµη να επαναφέρει για τον καπιταλισµό την απολεσθείσα αισιοδοξία και ηγεµονική πνοή, µε αποτέλεσµα οι αστικές ηγεσίες να µην έχουν να υποσχεθούν τίποτε άλλο από «αίµα και δάκρυα» ακόµη και µεσούσης της «ευρείας ανάκαµψης». Εργαζόµενοι, νοικοκυριά, τάξεις, αλλά και επιχειρήσεις, νοµίσµατα και χώρες κουβαλούν το «βιογραφικό» τους, ένα «προφίλ ρίσκου», αξιολογούνται και επαναξιολογούνται διαρκώς από τους µηχανισµούς της χρηµατιστικής παγκοσµιοποίησης, υποκείµενοι σε σκληρές τιµωρίες αν χάσουν έστω και για µια στιγµή, έστω και λίγο, την προσήλωση στην απαιτούµενη πειθαρχία, ενώ χρηµατιστικές και οικονοµικές «καταιγίδες» σαρώνουν χώρες και περιοχές του πλανήτη επιβάλλοντας σκληρές «ποινές» στους «απείθαρχους». Ένας καπιταλισµός-βαµπίρ, της διαρκούς επαναξιολόγησης του ρίσκου, µε γενικευµένη ανασφάλεια, ανταγωνισµούς και διαρκή εµπλουτισµό του «ποινολογίου».

Αν όλα αυτά είναι οι κίνδυνοι της «κανονικότητας» σε συνθήκες «ευρείας ανάκαµψης», οι κίνδυνοι από την αναπόφευκτη νέα µεγάλη κρίση οµολογούνται δηµοσίως από τους αστούς αναλυτές:

Ποτέ άλλοτε το παγκόσµιο χρέος (δηµόσιο και ιδιωτικό) δεν ξεπερνούσε το 300% του παγκόσµιου ΑΕΠ όπως σήµερα.

Στον ανοδικό κύκλο, τα επιτόκια ανέβαιναν σηµαντικά (στις ΗΠΑ πάνω και από το 5%), οπότε στην περίοδο επιβράδυνσης-ύφεσης οι κεντρικές τράπεζες είχαν στη διάθεσή τους το όπλο της µείωσης των επιτοκίων. Τώρα, έχουµε φτάσει στην κορύφωση του ανοδικού κύκλου µε τα αµερικανικά επιτόκια µόλις στο 2% και τα ευρωπαϊκά – ιαπωνικά σχεδόν µηδενικά. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν «φουσκώσει» τροµακτικά τους ισολογισµούς τους και θα κινδυνεύσουν οι ίδιες µε κατάρρευση αν επαναλάβουν την πολιτική της «ποσοτικής χαλάρωσης» (φτηνό χρήµα). Οι κεντρικές τράπεζες έχουν πολύ λιγότερα περιθώρια σε σχέση µε το 2008 να αντιµετωπίσουν µια νέα κρίση.

Η πολιτική του φτηνού χρήµατος έχει δηµιουργήσει µεγάλες «φούσκες» (εφάµιλλες ή και µεγαλύτερες της περιόδου πριν το 2008), και η επιβράδυνση-ύφεση µπορούν να λειτουργήσουν σαν «ο αναπτήρας στην πυριτιδαποθήκη».

Στην κρίση του 2008 η αντίδραση των κεντρικών τραπεζών και των µεγάλων ιµπεριαλιστικών δυνάµεων υπήρξε συντονισµένη-«συνεργατική». Σε νέα κρίση προεξοφλείται ήδη ότι η διαχείρισή της θα είναι ανταγωνιστική. Οι µεγάλες ιµπεριαλιστικές δυνάµεις είναι ήδη σε φάση εµπορικού και νοµισµατικού πολέµου µέσης έντασης.

Η µετάσταση της κρίσης στο αστικό πολιτικό σύστηµα κάνει εντελώς αµφίβολη την πολιτική «φόρµουλα» αντιµετώπισης µιας νέας κρίσης.

Τελευταίο στη σειρά, αλλά κορυφαίας σηµασίας: η δροµολογηµένη ανατροπή των συσχετισµών στην κορυφή της παγκόσµιας πυραµίδας (κινεζική αµφισβήτηση της αµερικανικής πρωτοκαθεδρίας, «∆ύση της ∆ύσης» και άνοδος της Ανατολής) κάνει για έναν επιπλέον λόγο αδύνατη οποιαδήποτε «συναινετική» αντιµετώπιση µιας νέας κρίσης.

Ο κατάλογος θα µπορούσε να εµπλουτιστεί περαιτέρω, αλλά δεν είναι απαραίτητο. Να σηµειώσουµε µόνο ότι δεν χρειάζεται πολλή φιλοσοφία για να εκτιµήσουµε ποιο είναι το µέλλον του ελληνικού καπιταλισµού της «µεταµνηµονιακής» περιόδου σε ένα τέτοιο διεθνές περιβάλλον και µε τέτοιες διεθνείς προοπτικές…   

«Αρχιτέκτονες» σε απόγνωση

Ακόµη κι αν η εικόνα είναι πως ο κίνδυνος για τον καπιταλισµό είναι όχι η Αριστερά και τα κινήµατα αντίστασης αλλά οι δικοί του «δαίµονες», ο κίνδυνος αυτός είναι σοβαρός. Πουθενά αλλού δεν φαίνεται αυτό τόσο εύγλωττα όσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Μέρκελ και ο Μακρόν, οι µαθητευόµενοι µάγοι της περιλάλητης νέας «ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής», έχουν παρατήσει τις… αρχιτεκτονικές τους ιδέες και ασχολούνται τώρα µε πιο υπαρξιακά ζητήµατα. Η πολιτική τους αδυναµία είναι σε κοινή θέα: Ένα νεότευκτο ακροδεξιό κόµµα, η Εναλλακτική για τη Γερµανία (AfD) αναπτύσσει τέτοια δυναµική, ώστε να επιβάλει πολιτική ατζέντα, να απειλεί µε κατάρρευση τον κυβερνητικό συνασπισµό, να εγκλωβίζει τη Μέρκελ σε πολιτική παραλυσία. Στην τρίτη οικονοµική δύναµη της Ευρωζώνης και παραδοσιακή ιµπεριαλιστική δύναµη, την Ιταλία, κυβερνά η ακροδεξιά του Σαλβίνι, η οποία ηγείται πλέον ενός πανευρωπαϊκού ακροδεξιού ρεύµατος που έχει στόχο να προκαλέσει πολιτικό σεισµό στις ευρωεκλογές του επόµενου Μαΐου, ανατρέποντας τους ευρωπαϊκούς πολιτικούς συσχετισµούς από τα δεξιά.

Η δυναµική των εθνικών προτεραιοτήτων ενισχύεται παντού και µε όλους τους τρόπους: οικονοµικά, πολιτικά, ιδεολογικά. Οι ρωγµές στο ευρωπαϊκό «αρχιτεκτόνηµα» µεγαλώνουν και τα παραδοσιακά µέσα «πειθάρχησης» και αποκατάστασης της συνοχής υπολειτουργούν: ένας ακροδεξιός πολιτικός παλιάτσος σαν τον Όρµπαν, ο Σαλβίνι, η Λεπέν και οι οµοϊδεάτες τους «βγάζουν γλώσσα», η Βρετανή πρωθυπουργός Τερέζα Μέι βάλλεται από τις Βρυξέλλες και απειλείται στο κόµµα της από τα δεξιά, το Brexit πελαγοδροµεί επικίνδυνα γι όλους, η ΕΚΤ δηλώνει ότι δεν θα «σώσει» την Ιταλία αν δεν είναι σε µνηµονιακό πρόγραµµα…

 

Προετοιµασία για καταιγίδα

Η Αριστερά, ο κόσµος της, οι αγωνιστές και αγωνίστριες των κινηµάτων αντίστασης πρέπει να πάρουν στα σοβαρά την προειδοποίηση του Economist περί επείγουσας ανάγκης προετοιµασίας – «τώρα, που ακόµη µπορούν». Το να συνεχίζουµε αµέριµνοι, µε την παραλυτική ψυχολογία του business as usual και του «βλέποντας και κάνοντας», απορροφηµένοι στις «µικροσκοπικές µας σκοτούρες», χωρίς πρόβλεψη και ορίζοντα, χωρίς σχέδιο και οργάνωση, µε τη µεσιανική προσδοκία ότι «την κρίσιµη στιγµή κάτι θα γίνει», οδηγούµαστε µε µαθηµατική ακρίβεια σε νέες τραγωδίες. Η πραγµατικότητα είναι πολύ σκληρή και δύσκολη, οι ήττες της Αριστεράς παγκόσµια την έχουν βάλει στο πολιτικό περιθώριο, ο καπιταλισµός στρέφεται όλο και περισσότερο σε «σκληρές» απαντήσεις – όχι µόνο οικονοµικές, αλλά και πολιτικές και ιδεολογικές. Μια νέα κρίση θα µεγιστοποιήσει τα δεινά για τις εργαζόµενες τάξεις και θα πιέσει ακόµη πιο ασφυκτικά την Αριστερά. Στην προηγούµενη κρίση ο καπιταλισµός αποδείχτηκε πολύ ικανότερος από την Αριστερά στο να την αξιοποιήσει σαν ευκαιρία και να τη µετατρέψει σε κίνδυνο για µας. Πρέπει να µάθουµε το γρηγορότερο απ’ αυτό το πάθηµα και να προετοιµαστούµε ώστε να αξιοποιήσουµε την έρπουσα τωρινή κρίση ή µια ανοιχτή κρίση αύριο σαν ευκαιρία για µας, µετατρέποντάς την σε κίνδυνο για το σύστηµα. ∆εν θα είναι καθόλου εύκολο. Θα είναι όµως εντελώς αδύνατο αν δεν προετοιµαστούµε από τώρα. Στο «απ’ τα πάνω και από τα δεξιά», πρέπει να απαντήσουµε µε το «από τα κάτω και αριστερά». Αυτός ο γενικός προσανατολισµός πρέπει να γίνει πρόγραµµα, οργάνωση, αγώνας.

Η κατάσταση επιβάλλει στον κόσµο της αριστεράς και των κινηµάτων αντίστασης, τη στράτευση, την ενίσχυση των οργανώσεων και των συλλογικοτήτων και όχι την παθητική αναµονή και τον «αυτόµατο πιλότο».

 

Το κεντρικό άρθρο της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» νο5 που κυκλοφορεί




Πολιτικό «παιχνίδι» της κυβέρνησης με τις συντάξεις

Του Χρήστου Βαγενά

Από το «παράλληλο πρόγραµµα» του 2015,
στη «µη περικοπή των συντάξεων» του 2018-19

Στις εκλογές του Σεπτέµβρη του 2015 ήταν το «παράλληλο πρόγραµµα» και τα «ισοδύναµα µέτρα» – που µετεκλογικά αποδείχτηκαν προεκλογικές σαπουνόφουσκες. Στις επερχόµενες εκλογές του 2019, είναι η καλλιέργεια προσδοκιών ότι µετά την «καθαρή έξοδο» από τα µνηµόνια θα υπάρξουν παροχές και ελαφρύνσεις για τους οικονοµικά ασθενέστερους. Βασική αιχµή του νέου οιονεί προεκλογικού προγράµµατος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η µη περικοπή των συντάξεων από 01/01/2019 (κύριων και επικουρικών), που είχαν εκδοθεί πριν την ψήφιση του νόµου-τερατουργήµατος του Κατρούγκαλου (ν.4387/12-05-2016), όπως προβλέπεται και έχει συµφωνηθεί µε τους δανειστές.

Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση κατέθεσε στη Βουλή δύο προσχέδια για τον προϋπολογισµό του 2019, στο ένα εκ των οποίων δεν περιλαµβάνεται το µέτρο µείωσης των συντάξεων από 01/01/2019. Στην πραγµατικότητα όµως, αυτό που επιδιώκει η κυβέρνηση µε τους δανειστές (παρά το «τέλος» των µνηµονίων) δεν είναι η κατάργηση των µειώσεων, αλλά η αναστολή εφαρµογής αυτών των περικοπών για κάποιο χρονικό διάστηµα. Αν οι δανειστές θα κάνουν ή όχι αυτό το προεκλογικό δώρο στην κυβέρνηση, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και είναι αντικείµενο πολιτικής -και όχι τεχνοκρατικής- διαπραγµάτευσης. Η τελική απόφαση θα ληφθεί το αργότερο στις αρχές ∆εκέµβρη.

 

Η σκληρή πραγµατικότητα της συντριβής των συντάξεων

Αυτές οι περικοπές στην «προσωπική διαφορά», που αφορούν εκατοµµύρια συνταξιούχους, είναι ουσιαστικά η επέκταση της εφαρµογής του νόµου Κατρούγκαλου και στους συνταξιούχους που είχαν υποβάλλει αιτήσεις συνταξιοδότησης πριν τις 12/05/2016 και δεν είχαν επηρεαστεί από τις ληστρικές περικοπές του συγκεκριµένου νόµου-σφαγείου.

Από την κυβέρνηση Τσίπρα βέβαια έχουν γίνει ήδη δεκάδες περικοπές σε αυτές τις συντάξεις-πείνας και πριν την ψήφιση του νόµου Κατρούγκαλου, µε αυξήσεις σε κρατήσεις, εφαρµογή νέων κρατήσεων, µειώσεις κατώτερων συντάξεων και αυξήσεις στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης.

Την ίδια ώρα το ΕΚΑΣ, που δίδεται ακόµα σε κάποιες δεκάδες χιλιάδες συνταξιούχων, από 01/01/2019 θα πάει στα 12 € (!) από 35 € που είναι σήµερα και θα καταργηθεί από 01/01/2020, ενώ οι νέοι συνταξιούχοι έχουν µειώσεις στις συντάξεις τους σε σχέση µε το προηγούµενο καθεστώς από 10% – 40%! Ειδικά οι συντάξεις θανάτου και όσοι κατέβαλλαν υψηλές εισφορές (που τους έδινε το δικαίωµα για υψηλότερες συντάξεις) κυριολεκτικά τσακίζονται.

Επίσης η µείωση του αφορολόγητου από 01/01/2020 παραµένει ενεργή και αυτό θα σηµάνει νέα µείωση στις συντάξεις-πείνας από 50 έως 650 € ετησίως.

Η µέση κύρια σύνταξη υπολογίζεται τώρα σε 723 € µικτά µηνιαίως, ενώ η µέση επικουρική σε 172 €. Εκτιµάται από τα στοιχεία ότι 1.157.375 συνταξιούχοι λαµβάνουν µηνιαία σύνταξη κάτω από 500 € µικτά.

Εδώ πρέπει να επισηµάνουµε ότι κάποια Ταµεία (π.χ. ΟΑΕΕ) δεν έχουν ολοκληρώσει ακόµα τον επανυπολογισµό των παλιών συντάξεων, ώστε να έχουν προσδιορίσει και την προσωπική διαφορά. Επίσης τα Επικουρικά Ταµεία εκτίµησαν την προσωπική διαφορά των επικουρικών µε µαθηµατικούς τύπους αµφιβόλου ορθότητας …

 

Προεκλογική «αβάντα» από τους δανειστές;

Το σίριαλ της διαπραγµάτευσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για τις συντάξεις έχει ήδη ξεκινήσει, µε πολλές πλευρές των δανειστών και της ΕΕ να εµφανίζονται διατεθειµένες να δεχτούν την πρόταση για µη εφαρµογή των µειώσεων από 01/01/2019. Αν συµβεί αυτό, θα έχουµε και επίσηµα πλέον τη µετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε εκλεκτού κόµµατος της αστικής τάξης, που του δίνουν αυτή την προεκλογική «αβάντα» ώστε να παραµείνει σαν δεύτερος ισχυρός «παίκτης» του αστικού-µνηµονιακού πολιτικού συστήµατος.

Θυµίζουµε πως όταν η κυβέρνηση Σαµαρά-Βενιζέλου διεκδίκησε από τους δανειστές περίοδο χάριτος ενόψει των εκλογών του 2015, η τρόικα αρνήθηκε, θυσιάζοντας τότε τα παιδιά της (Ν∆-ΠΑΣΟΚ), προκειµένου να ενεργοποιήσει τη διαδικασία «προσαρµογής» του ΣΥΡΙΖΑ στο µνηµονιακό καθεστώς.

Η κυβέρνηση της «κωλοτούµπας» για άλλη µια φορά υπόσχεται ότι δεν θα εφαρµόσει µέτρα που έχει η ίδια ψηφίσει (ν.4472/19-5-2017) για την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, ενώ ταυτόχρονα έχει ψηφίσει και δεσµευτεί για µείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 3 δισ. € για το 2019 σε σχέση µε το 2018 και συνολικά κατά 7,8 δισ. € την επόµενη τριετία, µειώνοντας τις συνταξιοδοτικές δαπάνες από 16% του ΑΕΠ σε 12,62% το 2022 (ν. 4549/2018). Τώρα υπόσχεται ότι όλα αυτά θα επιτευχθούν χωρίς µείωση των συντάξεων!

Η διαπραγµάτευση ξεκίνησε, µε ελέγχους και  αξιολογήσεις της ελληνικής οικονοµίας (κι ας επιστρέψαµε στην Ιθάκη…), µε το ∆ΝΤ και την ΕΕ να εναλλάσσονται στο ρόλο του κακού και του «καλού», παίζοντας µε τις αγωνίες και τις ανάγκες των συνταξιούχων και της φτωχοποιηµένης ελληνικής κοινωνίας.

∆εν πρέπει να τους πιστέψουµε και να τους εµπιστευτούµε! Το εργατικό κίνηµα, οι συνταξιούχοι και η νεολαία πρέπει να συνεχίσουµε και να µαζικοποιήσουµε τις κινητοποιήσεις που έχουν ξεκινήσει ελπιδοφόρα το φθινόπωρο και να διεκδικήσουµε αυξήσεις στους µισθούς και τις συντάξεις, µόνιµη και σταθερή εργασία, ζωή µε αξιοπρέπεια και κατάργηση των µνηµονιακών νόµων.




Από τη Μόρια ως τις Βρυξέλλες, 1,6 δισ. ευρώ δρόμος

Του Θανάση Κούρκουλα

Η Ευρώπη-«φρούριο», η «πολιτική της «αποτροπής», το «διαχειριστικό κόστος» και η κυβερνητική υποκρισία

Στο κολαστήριο της Μόριας παιδιά πρόσφυγες αποπειρώνται να αυτοκτονήσουν ενώ άλλα κακοποιούνται σεξουαλικά, άνθρωποι ζουν µέσα στα λύµατα και µαχαιρώνονται στις ουρές του συσσιτίου. Έπρεπε ο Guardian, το Al-Jazeera και το BBC να διεθνοποιήσουν τις καταγγελίες για να τοποθετηθούν αξιωµατούχοι στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες και να επιχειρήσουν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Φυσικά, όλοι «έχουν τη συνείδησή τους καθαρή» και ουδόλως ευθύνονται για το έγκληµα. Οι µεν Βρυξέλλες από το 2015 µέχρι σήµερα έχουν χρηµατοδοτήσει την «ελληνική φιλοξενία» µε 1,6 δισ. ευρώ, όπως κοκορεύτηκε ο αρµόδιος επίτροπος «Μεταναστευτικής Πολιτικής» της ΕΕ ∆ηµήτρης Αβραµόπουλος. Η δε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ (διά των κ.κ. Βίτσα, Κυρίτση κ.λπ.) νίπτει τας χείρας της, επικαλούµενη την απευθείας χρηµατοδότηση ντόπιων και διεθνών ΜΚΟ από την Κοµισιόν, που λαµβάνουν τη µερίδα του λέοντος από τις εν λόγω χρηµατοδοτήσεις.

Πρώην καθ’ ύλην αρµόδιοι όπως ο πρώην αρχηγός ΓΕΕΘΑ κ. Κωσταράκος -νυν επικεφαλής του στρατιωτικού βραχίονα της ΕΕ- αναρωτιούνται πού πήγαν τα λεφτά, ενώ εκείνοι πρώτοι θα έπρεπε να εξηγήσουν πού πήγαν πάνω από 100 εκατοµµύρια ευρώ χρηµατοδοτήσεων που διαχειρίστηκε το υπουργείο Εθνικής Άµυνας. Εντέλει, όλη αυτή η λάσπη που πέφτει συλλήβδην πάνω στις ΜΚΟ αξιοποιείται από την ξενόφοβη και ρατσιστική δεξιά και ακροδεξιά για να συκοφαντήσει τις συλλογικότητες της αλληλεγγύης και την αριστερά – την οποία βεβαίως ταυτίζουν µε τις κυβερνητικές ευθύνες…

 

Ρατσιστική χρηµατοδότηση

Κατ’ αρχάς χρειάζεται να γνωρίζουµε τι ακριβώς χρηµατοδοτεί η Κοµισιόν στην Ελλάδα. Χρηµατοδοτεί τη ρατσιστική απανθρωπιά της «αποτροπής»: τα άθλια στρατόπεδα συγκέντρωσης (sic hot-spot) του Αιγαίου, για να εγκλωβίζονται πρόσφυγες και µετανάστες που δεν πνίγονται στη θάλασσα µέχρι να απελαθούν πίσω στην Τουρκία ή -ακόµα χειρότερα- στην κόλαση απ’ όπου διέφυγαν, σε χώρες όπως το Αφγανιστάν. Μέχρι να εξεταστεί το αίτηµα ασύλου τους (απορρίπτεται µε συνοπτικές διαδικασίες σε πρώτο και δεύτερο βαθµό αν θεωρηθούν οικονοµικοί µετανάστες), 18.000 πρόσφυγες κυρίως από εµπόλεµες περιοχές ζουν εσκεµµένα για µήνες και χρόνια εγκλωβισµένοι στην κόλαση των hot-spot δυναµικότητας 6.000 ανθρώπων.

Οι διαδικασίες ασύλου καθυστερούν µε αποκλειστική ευθύνη ΕΕ – ελληνικής κυβέρνησης που δεν στελεχώνουν και δεν επεκτείνουν τις Επιτροπές Ασύλου, ενώ εντέλει απορρίπτουν συλλήβδην αιτήσεις προσφύγων από χώρες όπως η Συρία, στέλνοντάς τους πίσω στην «ασφαλή» Τουρκία. Μόνο άτοµα από ευάλωτες οµάδες δικαιούνται ταχύτερη µεταφορά στην ενδοχώρα, κάτι που αφορά µια µικρή µειονότητα προσφύγων, και γι’ αυτούς µόνο τους πρόσφυγες είναι που ο κ. Βίτσας πρόσφατα υποσχέθηκε µεταφορά από τη Μόρια σε στρατόπεδα όπως της Καβάλας, προσποιούµενος την έναρξη συνολικής αποσυµφόρησης των hot-spot.

Το σύστηµα απανθρωπιάς ήδη λειτουργεί αποτρεπτικά για εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που «προτιµούν» την κόλαση της Λιβύης, µε αποτέλεσµα τα εξωφρενικά ποσοστά 10% πνιγµένων στα ανοιχτά της Μάλτας και της Ιταλίας, χώρες οι οποίες αρνούνται να παραλάβουν πρόσφυγες από τα διασωστικά σκάφη. Την ίδια στιγµή που το µοναδικό διασωστικό πλοίο το οποίο έχει αποµείνει να πλέει εκεί, το Aquarius, απειλείται µε αφαίρεση της σηµαίας του Παναµά που διαθέτει (κατόπιν πίεσης της κυβέρνησης του ακροδεξιού Σαλβίνι στην κυβέρνηση του Παναµά) και αιτήµατά του να ελλιµενιστεί σε άλλα ευρωπαϊκά λιµάνια (µεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα) απορρίπτονται. Όλα αυτά γίνονται στο πλαίσιο της ρατσιστικής ευρωπαϊκής πολιτικής «αποτροπής» εισόδου νέων προσφύγων που εκτός από τις συµφωνίες ΕΕ-Τουρκίας, Λιβύης κ.λπ. περιλαµβάνουν νέα κολαστήρια (sic «περιφερειακές πλατφόρµες αποβίβασης») σε χώρες όπως η Τουρκία, το Μαρόκο ή η διοικούµενη από συµµορίες Λιβύη, και «εξέτασης» των αιτηµάτων ασύλου τους εκεί.

 

Ευθύνες

Είναι προφανές πως τα χρήµατα για τα οποία περηφανεύεται ο κ. Αβραµόπουλος αποσκοπούν στην κατασκευή και τα λειτουργικά έξοδα των hot-spot/φυλακών και όχι σε διαµονή προσφύγων σε… πολυτελή ξενοδοχεία. Λιγότερο χειρότερες φυλακές δηλαδή, αν δεν υπήρχε το υπέρογκο «διαχειριστικό κόστος» των ΜΚΟ -που παραδέχτηκε ο κ. Κυρίτσης- µε αποτέλεσµα να φτάνει στους πρόσφυγες µόνο ένα κλάσµα από τα λεφτά της Κοµισιόν. Αν κάνουµε µια απλή διαίρεση του 1,6 δισ. µε τον αριθµό των 150.000 περίπου προσφύγων που αφορούσαν αυτά τα χρήµατα για την τελευταία τριετία, προκύπτει το κατά κεφαλήν αστρονοµικό ποσό των 11.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε διαµονή σε παραπάνω από υπερπολυτελή ξενοδοχεία αν τα λάµβαναν οι ίδιοι.

Στην πραγµατικότητα, τόσο ο κ. Αβραµόπουλος όσο και ο κ. Βίτσας έχουν απόλυτη γνώση και ευθύνη για την κατάσταση στη Μόρια. Πέρυσι -από τον προκάτοχο του κ. Βίτσα, τον κ. Μουζάλα- είχε διατυµπανιστεί η αντικατάσταση µεγάλου τµήµατος της χρηµατοδότησης των ΜΚΟ από χρηµατοδότηση σε κρατικές υπηρεσίες και δήµους στο πλαίσιο προγραµµάτων στέγασης προσφύγων σε διαµερίσµατα αντί για στρατόπεδα. Φέτος οι τραγικές συνθήκες (ως αποτέλεσµα του «διαχειριστικού κόστους») θεωρούνται δεδοµένες και η περίφηµη «αποσυµφόρηση» αφορά στην καλύτερη των περιπτώσεων άλλα προσφυγικά στρατόπεδα εγκλωβισµού, «στη µέση του πουθενά». Πρόκειται για ένα υποκριτικό γαϊτανάκι πόντιων πιλάτων που ευθύνονται απόλυτα για την τραγική κατάσταση των προσφύγων από τη Μόρια µέχρι τις Βρυξέλλες, µε ενδιάµεσο κόµβο τα κυβερνητικά γραφεία στην Αθήνα.

Ο µόνος που µπορεί να διεκδικήσει αποτελεσµατικά την ανατροπή αυτής της εγκληµατικής πολιτικής είναι ο κόσµος της αλληλεγγύης και της αντίστασης, µε ενότητα των προσφύγων, των µεταναστών και των ντόπιων εργαζόµενων. Για να κλείσουν τα στρατόπεδα-κολαστήρια, να µεταφερθούν όλοι οι πρόσφυγες στην ενδοχώρα σε ανθρώπινες συνθήκες σε διαµερίσµατα, να επεκταθούν τα προγράµµατα στέγασης προσφύγων από τις ευπαθείς οµάδες σε όλους τους πρόσφυγες. Για να γίνει πραγµατικά πράξη «ό,τι είναι δίκαιο», τελικά ένας τρόπος υπάρχει: η σύγκρουση µε τη ρατσιστική πολιτική της ΕΕ-«φρούριο» και η ανατροπή των εγκληµατικών συµφωνιών της ΕΕ και της Ελλάδας, κι όχι η διαχείρισή τους.