1

O Lars Lih για τη Ρώσικη Επανάσταση: Aπό τον Φλεβάρη στον Οκτώβρη

Προλογικό σημείωμα: Αλέξης Λιοσάτος

Δημοσιεύουμε ένα ενδιαφέρον άρθρο του γνωστού ιστορικού-ερευνητή της Ρώσικης Επανάστασης, Λαρς Λι , που προσφέρει μια νέα ματιά στο 1917. Μέσα από το άρθρο η Ρώσικη επανάσταση αποδεικνύεται πράγματι η πιο δημοκρατική επανάσταση στην ιστορία, υπογραμμίζεται (και αποκαθίσταται απέναντι στις σταλινικές παραμορφώσεις) ο κεντρικός ρόλος της τάξης και των σοβιέτ , τα οποία δημιουργήθηκαν ανεξάρτητα από τους μπολσεβίκους, ενώ αποτυπώνεται η δημοκρατικότητα , η διαδραστική σχέση και η γείωση του μπολσεβίκικου κόμματος (και του Λένιν προσωπικά) με την εργατική τάξη και τους αγρότες. Δεν συμφωνούμε βεβαίως σε αρκετές άλλες πτυχές του άρθρου.

Το βασικό λάθος που προκύπτει από την ανάγνωση της ιστορίας που προτείνει ο Λι, είναι ότι οδηγεί α) στην υποτίμηση του υποκειμενικού παράγοντα, του κόμματος με την πολιτική του Λένιν και του Τρότσκι και β) στο ξέπλυμα του σταλινισμού, στην ταύτιση μπολσεβικισμού και σταλινισμού .

Ο Λι γράφει ότι ο στόχος των μπολσεβίκων ήταν δημοκρατικός και όχι σοσιαλιστικός, ότι η επανάσταση του 1917 ήταν δημοκρατική και όχι σοσιαλιστική. Ουσιαστικά ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε ποτέ εργατική επανάσταση. Όμως , οπως έλεγε κι ο Λένιν, όποιος θέλει μια «καθαρή» επανάσταση, δεν θα ζήσει ποτέ για να τη δει. Πάντα θα υπάρχουν συγκεκριμένοι περιορισμοί , οπότε πάντα θα υπάρχουν επαναστατικές προσπάθειες που θα αποκλίνουν από το «ιδανικό σενάριο». Αν δεν υπήρχαν οι περιορισμοί της πραγματικότητας, τότε θα μπορούσε να είναι εφικτό το πέρασμα άμεσα στον κομμουνισμό και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν θα χρειάζονταν έννοιες όπως μεταβατική σοσιαλιστική περίοδος, η δικτατορία προλεταριάτου κλπ. Ακόμα και ο Τρότσκι στην «Διαρκή Επανάσταση» ξεκαθαρίζει ότι μεσολαβεί μια μεταβατική περίοδος από την πρώτη εργατική επανάσταση ως τη διεθνοποίηση της επανάστασης, που είναι ο μόνος δρόμος για να «τελειοποιηθεί» η επανάσταση και σε εθνικό επίπεδο.

Οι μπολσεβίκοι και ο Τρότσκι δεν ήταν αιθεροβάμονες, προσπαθούσαν να συγκεκριμενοποιήσουν τη σοσιαλιστική στρατηγική στις ρώσικες συνθήκες. Η εργατική τάξη της Ρωσίας και οι Μπολσεβίκοι θα έγραφαν ιστορία, αλλά σε συνθήκες όχι δικής τους επιλογής. Οι Μπολσεβίκοι ουσιαστικά υιοθέτησαν τη διαρκή επανάσταση του Τρότσκι από τον Απρίλη του 1917, βλέποντας ότι τα αστικοδημοκρατικά αιτήματα μπορούσαν να ολοκληρωθούν μόνο με την εργατική-σοσιαλιστική εξουσία. Η Ρωσία λοιπόν θα αποτελούσε το πρώτο βήμα για την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση.Από μόνο του ένα ρωσικό εργατικό κράτος δεν μπορούσε να κάνει θαύματα, εξαρτιόταν από την επανάσταση στη Δύση, διαφορετικά θα συντριβόταν. Ήταν προφανές για τους επαναστάτες σοσιαλιστές ότι η Ρωσία δεν μπορεί να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό μόνη της με μια μικρή μειοψηφία εργατών σε μια λαοθάλασσα εξατομικευμένων αγροτών που θέλανε ένα κομμάτι γης και μια καθυστερημένη οικονομία. Η καθυστερημένη οικονομία δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις για την εθελοντική κολλεκτιβοποίηση της γης. Συνεπώς οι μπολσεβίκοι έπρεπε πρώτα να υποστηρίξουν το αστικό αίτημα «η γη στους αγρότες» και μετά να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την εθελοντική (όχι βίαιη) κολλεκτιβοποίηση της γης. Η ρωσική εργατική τάξη θα ηγεμόνευε πάνω στους αγρότες για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αλλά η βασική βοήθεια θα ερχόταν από έξω.

«Αν το ρωσικό προλεταριάτο βρεθεί στην εξουσία, … θα συναντήσει την ετοιμότητα του παγκόσμιου προλεταριάτου να προσφέρει οργανωμένη υποστήριξη… Αν αφεθεί μόνη της, στις δικές της δυνάμεις, η εργατική τάξη της Ρωσίας θα τσακιστεί απ’ την αντεπανάσταση τη στιγμή που η αγροτιά θα της γυρίσει την πλάτη. …» έγραφε ο Τρότσκι το 1906! («Αποτελέσματα και Προοπτικές»)

Με αυτή την έννοια, ο Λι έχει δίκιο όταν λέει πως όλοι οι Σοσιαλδημοκράτες «συμφωνούσαν ότι η αγροτική πλειοψηφία ήταν εμπόδιο στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, εν απουσία μιας Ευρωπαϊκής Επανάστασης που θα άλλαζε τα δεδομένα του παιχνιδιού», αλλά έχει άδικο όταν το ερμηνεύει ως άρνηση σοσιαλιστικής στρατηγικής για τη Ρωσία! Λήφθησαν σοσιαλιστικά μέτρα, η απαλλοτρίωση των καπιταλιστών, η αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων και «ελευθεριών» τους (αυτός ήταν ένας δίκαιος ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ στόχος των μπολσεβίκων που αφορούσε τις πολιτικές ελευθερίες από τους αστούς, όχι γενικώς…) , ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή, η μείωση ωρών εργασίας , το χτύπημα της ανεργίας κλπ που δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε αστικές συνθήκες. Αυτός ήταν ο πρώτος λόγος που ο Τρότσκι μίλησε για υποχρεωτικό άμεσο πέρασμα της επανάστασης από το αστικό στο σοσιαλιστικό στάδιο, και τη θέση του υιοθέτησε ο Λένιν με τις «θέσεις του Απρίλη».(Σημειώνουμε και μια ανακρίβεια του Λι, για το πότε υιοθέτησε ο Λένιν το σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Στις θέσεις του Απρίλη, γράφει επί λέξει «διακηρύσσουμε την ανάγκη μεταβίβασης όλης της κρατικής εξουσίας στα Σοβιέτ Αντιπροσώπων των Εργαζομένων». Αυτός ήταν ο λόγος που ο Λένιν δήλωσε τη στιγμή που τα Σοβιέτ ανέλαβαν (ή διατήρησαν, όπως ισχυρίζεται ο Λι) την εξουσία τον Οκτώβρη του 1917, ο Λένιν δήλωσε ρητά: «Τώρα είναι πια καιρός να προχωρήσουμε στην ανοικοδόμηση της σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων».

Αλλά καμία χώρα από μόνη της δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα και να ολοκληρώσει τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Η διεθνής επανάσταση ήταν υποχρεωτικά αστάθμητος παράγοντας, άρα το σοσιαλιστικό πείραμα στη Ρωσία ήταν «αυξημένου ρίσκου». Παρ’ όλα αυτά, οι Μπολσεβίκοι δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω και να προδώσουν την παγκόσμια εργατική τάξη. Οι Μπολσεβίκοι προσπάθησαν να χτίσουν τον σοσιαλισμό στις ρωσικές συνθήκες που μπορούσε να επιβιώσει, να καρποφορήσει και να ολοκληρωθεί μόνο με την εξάπλωσή του σε διεθνές επίπεδο.

Αν αγνοήσουμε όλα τα παραπάνω, αν δεχθούμε ότι ο στόχος των Μπολσεβίκων ήταν η αστικοδημοκρατική επανάσταση –έστω ενάντια στην αστική τάξη-, τότε μπορούμε κάλλιστα να μετατραπούμε και σε απολογητές του Στάλιν, ως συνεχιστή της μπολσεβίκικης παράδοσης. Γιατί ο Στάλιν παρέλαβε μια διαλυμένη μισοφεουδαρχική χώρα και μετέτρεψε την ΕΣΣΔ σε 2η παγκόσμια ιμπεριαλιστική υπερδύναμη. Στα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα λοιπόν τα πήγε περίφημα! Όμως αυτό έγινε πάνω στα κόκαλα και την υπεραξία των εργατών και των αγροτών. Αυτή ήταν η στρατηγική των Μπολσεβίκων;

Ο Λι γίνεται και σε άλλο σημείο ευάλωτος στη σταλινική ιστοριογραφία, υποτιμώντας τον ρόλο του Λένιν.

«Οι Μπολσεβίκοι στην Πετρούπολη δε χρειάζονταν τον Λένιν για να … απορρίψουν τον οποιοδήποτε συμβιβασμό με τους αστούς μεταρρυθμιστές… Ο Κάμενεφ και ο Στάλιν ήταν σίγουροι ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση ήταν απολύτως ανίκανη να φέρει σε πέρας το επαναστατικό πρόγραμμμα…» Μα είναι γνωστό ότι όταν επέστρεψε ο Λένιν τον Απρίλιο στη Ρωσία και έδωσε το σύνθημα για τη μετατροπή της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική, βρήκε απέναντί του όλους τους άλλους ηγέτες των Μπολσεβίκων, που τον κατηγορούσαν ως τρελό και τροτσκιστή. Κάμενεφ και Στάλιν συμφωνούσαν ότι η αστική τάξη δεν θα μπορούσε να φέρει σε πέρας το επαναστατικό πρόγραμμα, αλλά θεωρούσαν επίσης ότι η εργατική τάξη πρέπει να σταματήσει στα αστικοδημοκρατικά αιτήματα. Χρειάστηκαν αλλεπάλληλες μάχες (και είναι καταγεγραμμένες) για να ρυμουλκήσει ο Λένιν το κόμμα στην άποψη που είχε υιοθετήσει νωρίτερα ο Τρότσκι. Είναι σαφές ότι οι Μπολσεβίκοι χωρίς τον Λένιν θα ακολουθούσαν την προηγούμενη λάθος γραμμή, το «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» ούτε θα επιστρατευόταν ως σύνθημα ούτε θα γινόταν προσπάθεια θα υλοποιηθεί. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ακόμα και τον Οκτώβρη του 1917, με τους Μπολσεβίκους να είναι σύσσωμοι πλέον με τη σοσιαλιστική στρατηγική του Λένιν, οι Κάμενεφ-Ζινόβιεφ, δυο από τους μεγαλύτερους ηγέτες του κόμματος, όχι απλά διαφώνησαν με το πέρασμα της εξουσίας στα σοβιέτ αλλά έπαιξαν ανοιχτά αντεπαναστατικό ρόλο. Δυστυχώς τα πρόσωπα έπαιξαν ρόλο. Και λέμε «δυστυχώς», γιατί η Διαρκής Επανάσταση του Τρότσκι δεν έγινε ποτέ κτήμα των Μπολσεβίκων ηγετών, και μετά τον θάνατο του Λένιν οι περισσότεροι συντάχθηκαν με τον «ρεαλισμό» της σταλινικής γραφειοκρατίας, που επέστρεφε στην υποταγή της εργατικής στην αστική τάξη και στη μενσεβίκικη στρατηγική των σταδίων.

Στην πραγματικότητα, ήδη μετά την περίοδο του «πολεμικού κομμουνισμού», οι βάσεις της αντεπανάστασης σε εθνικό επίπεδο είχαν ήδη μπει. Οι εργάτες ήταν συντριμμένοι, η βιομηχανία είχε καταστραφεί, τα σοβιέτ είχαν καταρρεύσει, οι αγρότες στρέφονταν εναντίον των πόλεων , η συντριπτική πλειοψηφία της πρωτοπορίας είχε εξοντωθεί και οι Μπολσεβίκοι άρχισαν να υποχωρούν στις καπιταλιστικές πιέσεις, ενώ ένα νέο και διογκούμενο κοινωνικό στρώμα κυριαρχούσε στην κοινωνία και μέσα στο κόμμα: η γραφειοκρατία. Η ζοφερή κατάσταση μπορούσε να αντιστραφεί μόνο με τη νίκη της δυτικής εργατικής τάξης. Η διεθνής επανάσταση ήταν εξαρχής απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση της ρωσικής και όχι απλά συμπληρωματική ευχή, όπως τείνει να την παρουσιάσει ο Λι. Μετά το 1920 η απομάκρυνση της διεθνούς επανάστασης οδηγούσε στην αστική παλινόρθωση, και έτσι έγινε.

 

Lars Lih

Για τις συνηθισμένες περιγραφές, η επανάσταση του Φλεβάρη ήταν η καλή και εκείνη του Οκτώβρη η ακραία. Αλλά τα γεγονότα στη Ρωσία αποδείχθηκαν αρκετά πιο περίπλοκα.

Στο βιβλίο της «Η Ρώσικη Επανάσταση Από Μέσα» η Ρίτα Τσάιλντ Ντόρ (αμερικανίδα δημοσιογράφος) έγραφε τις πρώτες τις εντυπώσεις από τη Ρωσία: «Το πρώτο πράγμα που είδα το πρωί με την άφιξή μου στην Πετρούπολη… ήταν μια ομάδα νέων αντρών, περίπου 20 σε αριθμό, που διαδήλωναν στο δρόμο μπροστά από το ξενοδοχείο μου κρατώντας ένα κόκκινο λάβαρο που έγραφε κάτι με άσπρα γράμματα. ‘Τι γράφει η σημαία;’ Ρώτησα τον θυρωρό του ξενοδοχείου. ‘Γράφει «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ», ήταν η απάντηση. «Τι είναι σοβιέτ;», ρώτησα, κι απάντησε σύντομα: ‘Είναι η μόνη κυβέρνηση που έχουμε στη Ρωσία σήμερα’.»

Κρίνοντας από αυτό το απόσπασμα, οι περισσότεροι από εμάς θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι η Ντόρ έφτασε στη Ρωσία μετά την επανάσταση του Οκτώβρη, καθώς μόνο τότε τα σοβιέτ κατάφεραν να ανατρέψουν την Προσωρινή Κυβέρνηση. Αλλά στην πραγματικότητα η Ντόρ έφτασε στη Ρωσία στα τέλη του Μάη 1917 κι έφυγε από τη χώρα στα τέλη του Αυγούστου. Το βιβλίο της στάλθηκε για έκδοση πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση και έτσι μας δίνει μια μαρτυρία ανεκτίμητης αξίας για το τι συνέβαινε το 1917, χωρίς να έχει γνώση για την κατάληξη των γεγονότων και χωρίς να τα ερμηνεύει εκ των υστέρων .

Η περιγραφή της Ντορ αποκαλύπτει ένα πολύ ουσιαστικό γεγονός: «Τα σοβιέτ, ή συμβούλια εκπροσώπων των στρατιωτών κι εργατών, που έχουν εξαπλωθεί σε όλη τη χώρα σαν πυρκαγιά, είναι ό,τι πλησιέστερο στην έννοια «κυβέρνηση» που διαθέτει η Ρωσία από τις πρώτες μέρες της επανάστασης.» Αν και η Ντορ ήταν σοσιαλίστρια, είχε ταχθεί με πάθος υπέρ του πολέμου κατά της Γερμανίας και στεκόταν απολύτως εχθρικά απέναντι σε κάτι που θεωρούσε ως τυραννική εξουσία του όχλου. Θεωρούσε τη σοβιετική εξουσία όχι καλύτερη, και από μερικές πλευρές μάλιστα χειρότερη, από την τσαρική κυβέρνηση. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λογοκρισία του τύπου: «Ακόμα κι αν κάποιος μπορούσε να διαβάζει ακόμα όλες τις καθημερινές εφημερίδες, ωστόσο δεν μπορούσε να αποκομίσει ιδιαίτερες πληροφορίες. Η λογοκρισία του τύπου είναι μονόπλευρη και τυραννική σήμερα όσο και στο απόγειο της απολυταρχίας, απλώς καταστέλλεται ένα διαφορετικό κομμάτι των ειδήσεων». Για να δώσει στους Αμερικανούς αναγνώστες μια ιδέα για την «μανία των επιτροπών» που είχε κυριεύσει τη Ρωσία, χρησιμοποίησε την παρακάτω αναλογία:

«Προσπαθείστε να φανταστείτε πώς θα ήταν στην Ουάσιγκτον, ας πούμε στο γραφείο της γραμματείας του θησαυροφυλακίου, αν μια επιτροπή εκ μέρους της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας έμπαινε μέσα κι έλεγε ‘Έχουμε έρθει να σας ελέγξουμε. Παραδώστε όλα τα βιβλία σας και τα εμπιστευτικά έγγραφά σας’. Αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει στα Υπουργεία της Ρωσίας, και θα συνεχιστεί αν δεν σχηματιστεί μια κυβέρνηση που να λογοδοτεί μόνο στο εκλογικό σώμα και όχι μια κυβέρνηση δουλική απέναντι στο Συμβούλιο των εκπροσώπων Εργατών και Στρατιωτών».

Η περιγραφή της Ντορ είναι μονόπλευρη: η σοβιετική εξουσία αμφισβητήθηκε σθεναρά το 1917 και η Προσωρινή Κυβέρνηση προωθούσε τη δική της φιλόδοξη ατζέντα. Παρ’ όλα αυτά, φανερώνουν πραγματικότητες που ενώ δεν εκπλήσσουν τους περισσότερους ιστορικούς, ρίχνουν ένα αναπάντεχο φως στο σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ!». Αξίζει να εξετάσουμε αυτή τη νέα προοπτική, καταρχάς δείχνοντας τη συνέχεια μεταξύ Φλεβάρη κι Οκτώβρη, έπειτα διερευνώντας το τι είδους επανάσταση ήταν και τέλος μελετώντας την ηγεσία των Μπολσεβίκων και ιδιαίτερα τον Λένιν.

Το «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!» είναι ένα από τα πιο διάσημα συνθήματα στην επαναστατική ιστορία. Στέκεται στο ίδιο επίπεδο με το «Ελευθερία,Ισότητα , Αδελφότητα» ως σύμβολο μιας ολόκληρης επαναστατικής εποχής. Αποτελείται από τρεις λέξεις: вся власть советам, δηλαδή vsyavlastsovetam. “Vsya” = “όλη”, “vlast” = “η εξουσία,” andsovetam” = “στα σοβιέτ”. Η ρωσική λέξη“sovet” απλώς «συμβουλή», κι από κει προκύπτει το «συμβούλιο».

Μια άλλη ρώσικη λέξη,—vlast—παρουσιάζει μεγαλύτερη πρόκληση. Το «Εξουσία» δεν είναι απολύτως επαρκής μετάφραση για μια σειρά λόγους. Το Vlast έχει μια πιο συγκεκριμένη σημασία από την αγγλική λέξη «εξουσία», δηλαδή την ανώτατη αρχή σε κάθε χώρα. Για να αποτελεί κάποιος vlast, πρέπει να έχει το δικαίωμα στην τελική απόφαση, να είναι ικανός να παίρνει αποφάσεις και να είναι υπεύθυνος για την υλοποίησή τους. Συχνά, στα αγγλικά, στην προσπάθεια να αποδοθούν αυτές οι έννοιες, το vlast μεταφράζεται με τη γενική έννοια «η εξουσία». Εγώ θα εναλλάσσω τις δυο λέξεις.

 

Από τον Φλεβάρη στον Οκτώβρη

Κεντρική στη συνηθισμένη ανάγνωση του 1917 είναι η αντιπαράθεση μεταξύ «Φλεβάρη» και «Οκτώβρη». Στο μορφωμένο αναγνωστικό κοινό προσφέρεται μια φιλελεύθερη εκδοχή αυτής της αντίθεσης: Ο Φλεβάρης ήταν η καλή επανάσταση των πολιτικών ελευθεριών και της δημοκρατίας, και ο Οκτώβρης είναι η κακή παράνομη επανάσταση της τυραννίας και του εξτρεμιστικού ουτοπισμού.

Στην Αριστερά βρίσκουμε μια παρόμοια αντιπαράθεση, αλλά με την αξιολόγηση αντίστροφη: «η αστικό-δημοκρατική επανάσταση» απέναντι στην «σοσιαλιστική επανάσταση». Παραβλέπεται η ισχυρή συνέχεια μεταξύ Φλεβάρη και Οκτώβρη. Από τις αρχές της τον Φλεβάρη, η εξέγερση του 1917 θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως «αντι-αστική δημοκρατική επανάσταση». Η σοβιετική εξουσία διακηρύχθηκε στηνπραγματικότητα τον Φλεβάρη- ο ρόλος του Οκτώβρη ήταν να επιβεβαιώσει ότι αυτή η εξουσία δεν θα εγκατέλειπε το πολιτικό σκηνικό ειρηνικά. Η βασική δύναμη που βρισκόταν πίσω από αυτή τη νέα εξουσία ή «ανώτατη αρχή» -το σώμα των σοβιέτ- ήταν ο λαός, το «narod», οι εργάτες, οι στρατιώτες και οι αγρότες, ο όχλος που έρχεται σε αντίθεση με την ελίτ, το tsenzoviki ( δηλαδή τις «εύπορες τάξεις»), τη μορφωμένη κοινωνία. Ο κεντρικός σκοπός της σοβιετικής επανάστασης ήταν να φέρει εις πέρας το τεράστιο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που είχαν διακηρυχθεί κάτω από τη σημαία του όρου «δημοκρατική επανάσταση» -πρώτο και κυριότερο, η γη στους αγρότες και η εκκαθάριση του pomeshchiki (ευγενείς γαιοκτήμονες) ως τάξη και επίσης να μπει τέλος στον δολοφονικό και άσκοπο πόλεμο.

Την ίδια στιγμή, η επανάσταση ήταν οξύτατα αντι-αστική, ακόμα κι αν αυτό το αίσθημα δεν μεταφραζόταν σε προγραμματικά αιτήματα για το σοσιαλισμό με βραχυμεσοπρόθεσμους όρους. Αυτό που εκπλήσσει δεν είναι η κοινωνική βάση της επανάστασης ούτε οι αντι-αστικές διαθέσεις αυτής της βάσης, αλλά η δημιουργία σχεδόν ταυτόχρονα με την πτώση του τσάρου μιας βιώσιμης να καταστεί ανώτατη αρχή εναλλακτικής στη χώρα, που βασιζόταν στο πλατύ αυτό λαϊκό σώμα της επανάστασης.

Τον Φλεβάρη, η μακρόχρονη δυναστεία των Ρομανόφ –που συχνά αποκαλούταν «η ιστορική ανώτατη αρχή (vlast) – διαλύθηκε, αφήνοντας τη Ρωσία επί της ουσίας χωρίς λειτουργικό vlast, δηλαδή χωρίς μια γενικά αναγνωρισμένη ανώτατη αρχή. Η βασική διάταξη των δυνάμεων που χαρακτήρισε όλο το 1917 στήθηκε σχεδόν αμέσως, στην πραγματικότητα κατά τη διάρκεια των επαναστατικών γεγονότων στις 27 Φλεβάρη. Εκείνη τη μέρα, έγιναν τα ακόλουθα:

Α) Η τσαρική ανώτατη αρχή που εξουσίαζε τη Ρωσία για εκατοντάδες χρόνια κατέρρευσε στην πρωτεύουσα Πετρούπολη. Ο τσαρισμός ήταν η ανώτατη αρχή με την πλήρη σημασία της λέξης: ασκούσε έλεγχο στις ένοπλες δυνάμεις, ήταν ευρέως αναγνωρισμένη και νομιμοποιημένη εξουσία και διέθετε μια κοινωνική βάση.

Β) Δημιουργήθηκε το Σοβιέτ της Πετρούπολης από σοσιαλιστές διανοούμενους που κάλεσαν εκπροσώπους από τα εργοστάσια και πολύ γρήγορα και στρατιώτες. Σύντομα, το διάσημο Διάταγμα Νούμερο 1 που εξέδωσε το Σοβιέτ του εξασφάλισε με την πιο ουσιαστική έννοια τη δυνατότητα να αποτελέσει την ανώτατη αρχή: του εξασφάλισε τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων. Καλώντας για τον εκδημοκρατισμό του στρατού και τη δημιουργία επιτροπών στρατιωτών, το Σοβιέτ της Πετρούπολης κέρδισε την εμπιστοσύνη και την αφοσίωση των στρατιωτών.

Γ) Δημιουργήθηκε η Προσωρινή Κυβέρνηση από φιλελεύθερους αστούς πολιτικούς. Αν και η Προσωρινή Κυβέρνηση προσπάθησε να αντλήσει κάποιο είδος νομιμότητας ως συνέχεια του κράτους και θέλοντας να παρουσιάσει τη διαβίβαση της εξουσίας στην ίδια ως «νόμιμη», στην πραγματικότητα αποτέλεσε αντίδραση στη δημιουργία του Σοβιέτ. Έτσι από την αρχή, οι ανώτερες τάξεις κλονίστηκαν και «έχασαν την ισορροπία τους» , σκοντάφτοντας σε ένα απροσδόκητο εμπόδιο με το σχηματισμό και τη λειτουργία μιας σοβιετικής ανώτατης αρχής. Για καλή της τύχη, η Προσωρινή Κυβέρνηση βρήκε συμμάχους στη μετριοπαθή σοσιαλιστική ηγεσία του Σοβιέτ, που ένιωθε ότι ήταν επιτακτική ανάγκη να διατηρηθούν τα πιο προοδευτικά τμήματα της αστικής τάξης με την πλευρά της επανάστασης.

Έτσι, το Σοβιέτ της Πετρούπολης ανέλαβε τον ρόλο της πεμπτουσίας του vlast, της ανώτατης αρχής της χώρας , αν και σε αυτό το στάδιο ακόμα ήταν προσεκτικό να αποφεύγει το χαρακτηρισμό (στΜ το χαρακτηρισμό «vlast») .

Το Σοβιέτ ήταν το εκλεγμένο σώμα εκπροσώπων των εργατών ΚΑΙ των στρατιωτών: μια σημαντική διαφορά σε σχέση με την εκδοχή του 1905. Υπήρχαν δυο κεντρικά σημεία σε αυτή την εκδοχή εξουσίας: πρώτον, η Προσωρινή Κυβέρνηση υποχρεώθηκε να δεσμευτεί σε τμήματα-κλειδιά του Σοβιετικού προγράμματος για να αποκτήσει στοιχειώδη νομιμοποίηση, και , στην πραγματικότητα, για να μπορέσει να υπάρξει. Δεύτερον, το Διάταγμα Νο1 επέτρεψε στο Σοβιέτ (σχεδόν χωρίς να το αντιλαμβάνεται) να αποκτήσει σε μεγάλο βαθμό κάθε ανώτατη εξουσία, δηλαδή να ελέγξει το ανώτατο μέσο εξαναγκασμού, τον στρατό. Αυτά τα δυο γεγονότα, η κυβερνητική δέσμευση να πραγματοποιηθούν σημαντικά τμήματα του σοβιετικού προγράμματος και η απόλυτη αφοσίωση των ενόπλων δυνάμεων στο Σοβιέτ αντί στην Προσωρινή Κυβέρνηση –καθόρισαν τη ροή των πολιτικών γεγονότων για το υπόλοιπο της χρονιάς.

Επιφανειακά, οι περιπέτειες της σοβιετικής εξουσίας κατά τη διάρκεια του 1917 εκφράστηκαν με μια σειρά δραματικών πολιτικών κρίσεων. Κοιτώντας βαθύτερα, εκτυλισσόταν μια πιο μοριακή διαδικασία που προσέδιδε στο σοβιέτ τα βασικά χαρακτηριστικά ενός αυθεντικού vlast. Ας εξετάσουμε αυτή τη βαθύτερη διαδικασία.

Σύμφωνα με κάποιους μπολσεβίκους παρατηρητές, το Σοβιέτ το Φλεβάρη ήταν «μια ανώτατη αρχή-vlast σε εμβρυική μορφή». Πρόκειται για μια εξαιρετική μεταφορά, που οδηγεί στο ακόλουθο ερώτημα: τι χρειαζόταν για να γίνει αυτοτροφοδοτούμενο, ανεξάρτητο vlast που θα μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του; Mια μάχιμη κι αποτελεσματική ανώτατη αρχή απαιτεί τουλάχιστον τα ακόλουθα:

  1. Μια αίσθηση αποστολής: αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε «εσωτερική» νομιμοποίηση.
  2. Την διεκδίκηση μιας νομιμοποίησης που αντλεί και βασίζεται στην αφοσίωση του κόσμου –εξωτερική νομιμοποίηση.
  3. Το μονοπώλιο των νόμιμων μέσων εξαναγκασμού
  4. Την ικανότητα εξόντωσης όλων των αντιπάλων.
  5. Ένα ευρύ πρόγραμμα για την αντιμετώπιση των βασικών καθημερινών εθνικών αναγκών.
  6. Μια ισχυρή πολιτική τάξη για να παίξει το ρόλο που έπαιζε το dvorianstvo (η αριστοκρατία) στην τσαρική Ρωσία
  7. Έναν διοικητικό μηχανισμό ικανό να μεταδίδει τη θέληση του κεντρικού vlast σε όλη τη χώρα.

Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά-κλειδιά που απαιτούνται για να μπορεί να επιβιώνει ένα vlast. Το εμβρυικό vlast του Σοβιέτ που ιδρύθηκε τον Φλεβάρη ξεκίνησε με κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά σε υποτυπώδη μορφή, αλλά έπειτα όλα τα χαρακτηριστικά σταθερά αποκτούσαν συνεχώς περισσότερη ουσία και περιεχόμενο, πρώτα κατά τη διάρκεια του 1917 κι έπειτα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Για παράδειγμα, το σοβιέτ απέκτησε εθνική θεσμική υπόσταση, μέσα από μια πανρωσική Συνδιάσκεψη στα τέλη του Μαρτίου και δυο Συνέδρια των Σοβιέτ (τον Ιούνιο και τον Οκτώβρη) . Αντίθετα, η Προσωρινή Κυβέρνηση σταδιακά έχασε ακόμα και τα όποια ουσιαστικά χαρακτηριστικά διέθετε στην αρχή, μετατρεπόμενη όλο και περισσότερο σε εικονική κυβέρνηση. Μέχρι το φθινόπωρο του 1917, είχε χάσει την υποστήριξη ακόμα και μετριοπαθών σοβιετικών ηγετών και δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια ανώτατη αρχή-φάντασμα. Ας στραφούμε τώρα στις αλλεπάλληλες πολιτικές κρίσεις που σημάδεψαν τις σχέσεις μεταξύ σοβιέτ και των αστών μεταρρυθμιστών στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Ο πολιτικός αγώνας το 1917 διεξαγόταν μέσα στο πλαίσιο που δημιουργούσε ένας άγραφος νόμος: ότι η σοβιετική πλειοψηφία έχει την τελευταία λέξη σε ζητήματα προγράμματος και προσώπων που αποτελούν την Προσωρινή Κυβέρνηση . Στην αρχή, οΑλεξάντερ Κερένσκι μπήκε στην κυβέρνηση ως σοβιετικός εκπρόσωπος. Γι αυτόν και γι άλλους λόγους, η αντίθεση που προβάλλεται συχνά μεταξύ μιας αρχικής περιόδου «δυαδικής εξουσίας» και μιας επόμενης περιόδου συνασπισμού είναι άνευ σημασίας.

Στις αρχές Μαΐου, η Προσωρινή Κυβέρνηση πρότεινε και το σοβιέτ αποδέχτηκε το κυβερνητικό αίτημα να σταλούν περισσότεροι εκπρόσωποι του σοβιέτ στην κυβέρνηση. Ανεξαρτήτως του πόσοι σοβιετικοί εκπρόσωποι εστάλησαν στην κυβέρνηση, το γεγονός παραμένει ότι καμιά σημαντική πολιτική πρωτοβουλία δεν μπορούσε να ληφθεί κόντρα στις επιθυμίες της σοβιετικής πλειοψηφίας. Έτσι οι διάφορες πολιτικές κρίσεις που προέκυπταν όλο το χρόνο έληγαν όταν η σοβιετική εξουσία γνωστοποιούσε τη θέλησή της, καθώς διατηρούσε τον απόλυτο έλεγχο του στρατού. Αυτό ίσχυε τόσο τον Μάρτη, Απρίλη, Ιούλιο και Αύγουστο όσο και τον Οκτώβρη.

Φυσικά, η σοβιετική εξουσία αμφισβητήθηκε σοβαρά από το ξεκίνημα: η αντεπανάσταση επίσης ξεκίνησε από τον Φλεβάρη. Το σημείο-κλειδί της διαμάχης ήταν αυτό που αποκαλούσαν εκείνη την περίοδο krizisvlasti, κρίση εξουσίας. Το πρόβλημα συχνά συνίστατο στο εξής: το dvoevlastie, η δυαδική εξουσία, η δυαδική ανώτατη αρχή, είναι μια αντίφαση- αν υπάρχουν δυο κέντρα αποφάσεων, τότε ποιος παίρνει την τελική απόφαση, ποιος είναι αυτός που πραγματικά αποφασίζει; Η δυαδική εξουσία είναι το ισοδύναμο της «πολλαπλής εξουσίας» που με τη σειρά του είναι το ισοδύναμο καμίας εξουσίας και ανώτατης αρχής : η συνταγή για κυβερνητική δυσλειτουργία. Η Ρωσία χρειάζεται ΜΙΑ αδιαμφισβήτητη, αναγνωρισμένη και συνεκτική (tverdaia) ανώτατη αρχή. Σε αυτό το σημείο, οι γνώμες άρχιζαν να διαφοροποιούνται. Το φιλελεύθερο κόμμα των Καντέτ, οι πρώτοι που έθεσαν την παραπάνω γραμμή σκέψης, ισχυρίζονταν ότι επομένως τα σοβιέτ πρέπει να αποσυρθούν από το πολιτικό σκηνικό. Οι Μπολσεβίκοι, που γρήγορα επιστράτευσαν το επιχείρημα για τους δικούς τους σκοπούς, έλεγαν ότι ΟΛΗ η εξουσία πρέπει να περάσει στα σοβιέτ!

Το υπαρξιακό ερώτημα που αντιμετώπιζε το σώμα των σοβιέτ ήταν: μπορούσε το σοβιετικό πρόγραμμα να υλοποιηθεί μέσω μιας καλόπιστης συνεργασίας με τους αστούς μεταρρυθμιστές- ή το κενό μεταξύ ελίτ και λαού σε τόσο θεμελιώδη ζητήματα όπως ο πόλεμος, το αγροτικό ζήτημα, οι οικονομικές αλλαγές, ήταν πολύ μεγάλο για να γεφυρωθεί;

Οι Μπολσεβίκοι βάφτιζαν την προσπάθεια ταξικής συνεργασίας ως soglashatelstvo—ένας όρος που συχνά μεταφράζεται παραπλανητικά ως «συμφιλιωτισμός», αλλά μπορεί να κατά λέξη να μεταφραστεί ως «συμφωνιοτισμός» (“agreementism” στα αγγλικά). Έτσι το ζήτημα που αντιμετώπιζε το σοβιετικό σώμα ήταν: είναι βιώσιμος ο «συμφωνιοτισμός»; Ναι, μπορεί να ήταν βολικό να δουλεύεις μαζί με τις ελίτ παρά κόντρα σε αυτές, αλλά όχι αν αυτό σημαίνει την παραίτηση από τους στόχους της επανάστασης.

Από τη σκοπιά της αναδυόμενης αντεπανάστασης, υπήρχαν δυο πιθανές στρατηγικές για να διαλυθεί το σοβιετικό σύστημα: ένα ειρηνικό πραξικόπημα κι ένα βίαιο πραξικόπημα. Η απόπειρα βίαιου πραξικοπήματος πραγματοποιήθηκε με τον Στρατηγό Κορνίλοφ στα τέλη του Αυγούστου, – αλλά αυτό ήταν κακοσχεδιασμένο εγχείρημα από την αρχή , που γρήγορα προσέκρουσε στη σκληρή πραγματικότητα που ίσχυε το 1917, δηλαδή την απόλυτη αφοσίωση των ενόπλων δυνάμεων στα σοβιέτ. Το ειρηνικό πραξικόπημα βασιζόταν στην στρατηγική δημιουργίας μιας εναλλακτικής ανώτατης αρχής βασισμένης σε ένα πλατύ φάσμα δυνάμεων με εθνική υποστήριξη, ενώ παράλληλα ζητούσαν από τα σοβιέτ να κάνουν πίσω εθελοντικά. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται πειράματα του φθινοπώρου όπως η Δημοκρατική Συνδιάσκεψη και το Προκοινοβούλιο. Όλο και περισσότερο, η Συντακτική Συνέλευση γινόταν το κέντρο των προσπαθειών για ειρηνικό πραξικόπημα, δηλαδή για την προσπάθεια να συρθεί η σοβιετική εξουσία σε πρόθυμη οικειοθελή απόσυρση. Για το σώμα των Σοβιέτ, το ερώτημα απαντήθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν οι νέες πλειοψηφίες στα σοβιέτ της Μόσχας και της Πετρούπολης έδωσαντην υποστήριξή τους σε μια κυβέρνηση καθαρά σοβιετική και ‘αντι-συμφωνιοτική’. Έγινε προφανές ότι το ερχόμενο Δεύτερο Συνέδριο των Σοβιέτ τον Οκτώβρη θα κινούταν σε παρόμοια κατεύθυνση. Έτσι το ερώτημα έμπαινε ήταν: θα εξακολουθούσε να ισχύει ο άγραφος νόμος; Θα μπορούσε η νέα σοβιετική πλειοψηφία να ασκεί τον ίδιο τελικό έλεγχο στις πολιτικές και τα πρόσωπα της κυβέρνησης, όπως έκανε η παλιά σοβιετική πλειοψηφία; Στη συνηθισμένη αφήγηση, ο Οκτώβρης ήταν η στιγμή που τα σοβιέτ ανέτρεψαν την Προσωρινή Κυβέρνηση. Από τη δική μας σκοπιά, ήταν η στιγμή που η Προσωρινή Κυβέρνηση απέτυχε να ανατρέψει τα σοβιέτ.

Την ίδια περίοδο, τα σοβιέτ ανέθεταν την πολιτική ηγεσία στο Μπολσεβίκικο Κόμμα. Αυτή η επιλογή ήταν αναπόφευκτη συνέπεια της θεμελιώδους απόφασης να διατηρήσουν τη σοβιετική εξουσία , καθώς οι Μπολσεβίκοι ήταν η μόνη οργανωμένη πολιτική δύναμη που είχε τη θέληση και την ικανότητα να το υλοποιήσει. {Οι Αριστεροί Εσέροι, -στΜ το Εσέροι προκύπτει από το «SR» = SocialRevolutionaries =σοσιαλεπαναστάτες- ήταν αρκετά πρόθυμοι αλλά μόλις και μετά βίας συγκροτούσαν οργανωμένη πολιτική δύναμη}. Η διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης στις αρχές του Γενάρη ήταν η τελευταία ευκαιρία να τερματιστεί η σοβιετική εξουσία ειρηνικά, δηλαδή με εθελοντική αυτοδιάλυση. Έτσι στη συνέχεια το ζήτημα διευθετήθηκε στα πεδία των μαχών.

Το Δεύτερο Συνέδριο: Η σημασία του «Οκτώβρη» … τον Οκτώβρη

Σύμφωνα με τον άγραφο νόμο, το τακτικό Συνέδριο των Σοβιέτ που εκπροσωπούσε τα σοβιέτ σε όλη τη χώρα δια των εκλεγμένων εκπροσώπων τους, είχε το δικαίωμα και το καθήκον να καθορίζει τόσο τις πολιτικές όσο και τα πρόσωπα της επαναστατικής κυβέρνησης. Το δεύτερο Συνέδριο που συγκλήθηκε στις 25 και 26 Οκτώβρη ήταν απλώς ένα τέτοιο σώμα. Συχνά ενθουσιαζόμαστε υπερβολικά από τις δραματικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των Μπολσεβίκων, και από την «ένοπλη εξέγερση» που οργάνωσε η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή του Σοβιέτ της Πετρούπολης, τόσο που τείνουμε να ξεχνάμε το κεντρικό πολιτικό γεγονός ότι το φθινόπωρο του 1917 υπήρχε μια νέα εθνική πλειοψηφία στο εκλογικό σώμα των Σοβιέτ. Η εξέγερση αποκτά μια νέα σημασία υπό το φως αυτής της πραγματικότητας: μπορούμε να φανταστούμε το Δεύτερο Συνέδριο χωρίς την εξέγερση, αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε την εξέγερση χωρίς το Δεύτερο Συνέδριο. Όπως είπε ο Τρότσκι στο συνέδριο: «Η πολιτική φόρμουλα αυτής της εξέγερσης είναι: όλη η εξουσία στα Σοβιέτ μέσα από το Συνέδριο των Σοβιέτ. Μας λένε: δεν περιμένατε το συνέδριο. Εμείς, ως κόμμα, θεωρήσαμε ως σκοπό μας το να δημιουργήσουμε την αυθεντική δυνατότητα για το Συνέδριο των Σοβιέτ να αποκτήσει την ανώτατη αρχή της χώρας (vlast) στα χέρια του».

Κατά συνέπεια , μια ματιά στις διαδικασίες του Δεύτερου Συνεδρίου θα μας δώσει μια ιδέα της σημασίας του Οκτώβρη ΤΟΝ Οκτώβρη, που σημαίνει το τι πίστευε ότι κάνει το Δεύτερο Συνέδριο ως σύνολο, συμπεριλαμβανομένης τόσο της πλειοψηφίας όσο και της μειοψηφίας του. Σύμφωνα με τον άγραφο νόμο, ένα κατάλληλα συγκροτημένο κι εκλεγμένο συμβούλιο των σοβιέτ είχε το δικαίωμα να ορίζει τις πολιτικές και τα πρόσωπα της κυβέρνησης. Εδώ βρισκόταν η καρδιά του ζητήματος, και κανένας στο Συνέδριο δεν το αμφισβητούσε αυτό, ούτε καν οι πιο αποφασισμένοι εχθροί των Μπολσεβίκων.

Αντίθετα, προσπάθησαν να υπονομεύσουν τη νομιμοποίηση του Συνεδρίου με διάφορα άλλα μέσα: Πρώτον, με στημένες αποχωρήσεις για να στερήσουν το Συνέδριο από την απαραίτητη απαρτία και να το μετατρέψουν σε «άτυπη σύσκεψη».

Δεύτερον , ισχυριζόμενοι ότι η ένοπλη διαμάχη και ο «εμφύλιος πόλεμος» στους δρόμους έκανε αδύνατη την αποστολή του Συνεδρίου. Αλλά προσοχή: οι αντι-Μπολσεβίκοι σοσιαλιστές δεν διαμαρτύρονταν για τη σύλληψη των μελών της Προσωρινής Κυβέρνησης, αλλά μόνο για τη μεταχείριση των σοσιαλιστών υπουργών –και ακόμα κι εδώ η οργή δεν αποδιδόταν στην ιδιότητά τους ως υπουργοί, αλλά βασικά επειδή ήταν σύντροφοι του κόμματος σε κομματική αποστολή. Τελικά, ακόμα κι όταν συμφωνούσαν ότι το Συνέδριο είχε το δικαίωμα να δημιουργήσει μια νέα κυβέρνηση , ακόμα και μια κυβέρνηση που απέκλειε τα μη-σοβιετικά κόμματα, επέμεναν ότι αυτή η νέα σοβιετική ανώτατη αρχή εκπροσωπούσε ΟΛΑ τα σοβιετικά κόμματα και ακόμα ΟΛΕΣ τις δημοκρατικές δυνάμεις, άρα την πτέρυγα του Μαρτόφ στους Μενσεβίκους και τους Αριστερούς Εσέρους, αν και η δημιουργία ενός τόσο πλατιού συνασπισμού αποτελούσε ένα μη ρεαλιστικό , απατηλό όνειρο.

Έτσι κανένας στο Συνέδριο δεν αμφισβητούσε στην πραγματικότητα τον άγραφο νόμο. Με ποιο πρόγραμμα εξουσιοδότησε το Συνέδριο την κυβέρνηση; Τρία πράγματα αποφασίστηκαν κατά τη διάρκεια της διήμερης συνεδρίασης: η επίσημη κυβερνητική πρόταση για «δημοκρατική ειρήνη», η γη στους αγρότες με ταυτόχρονη κατάργηση της ιδιοκτησίας των γαιοκτημόνων και η δημιουργία μιας «κυβέρνησης εργατών-αγροτών». Και τα τρία μέτρα επί της ουσίας ήταν «δημοκρατικά» με τους όρους της εποχής, και σε αυτόν τον δημοκρατικό χαρακτήρα των μέτρων έδωσαν μεγάλη έμφαση οι κεντρικοί ομιλητές των Μπολσεβίκων. Μια πολύ διάσημη δήλωση του Λένιν –ίσως η ανακήρυξη της νέας ανώτατης αρχής- έχει ως εξής: « Η υπόθεση για την οποία ο λαός πάλεψε- η άμεση πρόταση για δημοκρατική ειρήνη, η κατάργηση της ιδιοκτησίας των γαιοκτημόνων, ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή, η δμιουργία μιας σοβιετικής κυβέρνησης –αυτή η υπόθεση είναι σήμερα εξασφαλισμένη». Στo προσχέδιο λόγου του ο Λένιν είχε γράψει «ζήτω ο σοσιαλισμός!» αλλά τελικά διέγραψε αυτή τη φράση. Αυτό το γεγονός αναδεικνύει ένα άλλο χαρακτηριστικό των αντιπαραθέσεων στο Συνέδριο: τη χαμηλή δημοτικότητα της λέξης και της έννοιας «σοσιαλισμός». Είναι αλήθεια ότι μπορεί να αναφέρθηκε ο σοσιαλισμός ως τελικός στόχος. Αλλά οι Μπολσεβίκοι ποτέ δεν υπερασπίστηκαν το πραγματικό πρόγραμμα που όρισε το Συνέδριο ως σοσιαλιστικό –και πιο αποκαλυπτικό είναι ότι ούτε αυτοί που έκαναν επιθέσεις στους Μπολσεβίκους έκαναν κριτική στις ουτοπικές τους προσπάθειες να εγκαθιδρύσουν τον σοσιαλισμό στη Ρωσία. Ο «Σοσιαλισμός» απλώς δεν ήταν θέμα στο Δεύτερο Συνέδριο.

Η ιστορική σημασία του Δεύτερου Συνεδρίου, τότε, ήταν ότι ο προηγούμενα άγραφος νόμος αυτοχριζόταν σήμερα ανοιχτά ο ανώτατος νόμος της χώρας. Η εμβρυική ανώτατη αρχή που δημιούργησε ο Φλεβάρης –μια ανώτατη αρχή βασισμένη αποκλειστικά στους εργάτες και τους αγρότες, και αφοσιωμένη στο πρόγραμμα της επανάστασης – ανακοίνωνε στον κόσμο τη σταθερή του πρόθεση να επιβιώσει και να πετύχει.

Τι είδος επανάστασης;

Η σκοπιά μας στο Δεύτερο Συνέδριο και το πρόγραμμά του καθιστά αναπόφευκτο το ερώτημα: τι είδος επανάστασης ήταν η ρώσικη επανάσταση του 1917; Από κάποιες πλευρές, φυσικά, η εργατο-αγροτική επανάσταση στη Ρωσία θα ήταν αναπόφευκτα «σοσιαλιστική», δηλαδή θα καθοδηγούνταν από αφοσιωμένους σοσιαλιστές που ο απώτερος σκοπός τους ήταν να χτίσουν μια σοσιαλιστική κοινωνία. Τα σοσιαλιστικά κόμματα διέθεταν το απόλυτο μονοπώλιο της πολιτικής στήριξης από το λαό (narod) και μόνο αυτά εκπροσωπούνταν στο σοβιετικό σύστημα. Επιπλέον , οι Μπολσεβίκοι τελικά ενέτασσαν το σχέδιό τους στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής σοσιαλιστικής επανάστασης που πίστευαν ότι διαφαινόταν στον ορίζοντα. Από την άλλη μεριά, όταν κοιτάμε το πραγματικό πρόγραμμα που υιοθέτησε η σοβιετική εξουσία γιατη Ρωσία το 1917, και επίσης το πραγματικό μήνυμα που έστελναν οι Μπολσεβίκοι καθημερινά στο σοβιετικό σώμα, θα βρούμε «δημοκρατικά» αιτήματα αφήνοντας έξω σχεδόν αποκλειστικά τα «σοσιαλιστικά» αιτήματα.

Η δυαδική αντιπαράθεση μεταξύ «αστικοδημοκρατικής επανάστασης» και «σοσιαλιστικής επανάστασης» πηγαίνει πολύ μακριά πίσω στη Μαρξιστική παράδοση, αλλά στις αρχές του εικοστού αιώνα διαφαίνονταν καθαρά σημάδια εξασθένησής της. Το 1906 ο Καρλ Κάουτσκι έγραψε ένα σημαντικό άρθρο με τίτλο «Οι κινητήριες δυνάμεις και οι Προοπτικές της Ρώσικης Επανάστασης». Αυτό το άρθρο άρεσε στους Λένιν, Τρότσκι και Στάλιν, και όλοι τους έγραψαν σχόλια πάνω στο κείμενο. Ακόμα και μετά την επανάσταση του 1917 , το άρθρο του Κάουτσκι επιστρατευόταν από τον Λένιν, τον Τρότσκι , ακόμα και τον Καρλ Ράντεκ, για να εξηγήσουν τη λογική της Μπολσεβίκικης επαναστατικής στρατηγικής. Εδώ ο Κάουτσκι επιχειρηματολογούσε ότι στη Ρωσία δεν διαδραματίζεται «ούτε αστική επανάσταση με την παραδοσιακή έννοια ούτε σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά μια αρκετά μοναδική διαδικασία που εκτυλίσσεται στο όριο μεταξύ αστικής και σοσιαλιστικής κοινωνίας». Για τον Κάουτσκι, η προηγούμενη κι η ερχόμενη Ρώσικη επανάσταση δεν ήταν αστική, καθώς καθοδηγούνταν από σοσιαλιστές, αλλά δεν ήταν και σοσιαλιστική καθώς οι αγροτικοί σύμμαχοι του προλεταριάτου δεν ήταν έτοιμοι για σοσιαλισμό. Όλοι οι Ρώσοι Σοσιαλδημοκράτες (συμπεριλαμβανομένου και του Τρότσκι) συμφωνούσαν ότι η αγροτική πλειοψηφία ήταν εμπόδιο στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, εν απουσία μιας Ευρωπαϊκής Επανάστασης που θα άλλαζε τα δεδομένα του παιχνιδιού.

Με αυτό δεδομένο, γίνεται όλο και πιο λογικό να κατανοήσουμε την επανάσταση του 1917 ως αντιαστική δημοκρατική επανάσταση. Ηεπανάσταση που γέννησε και υπερασπίστηκε τη σοβιετική εξουσία ήταν δημοκρατική τόσο με όρους ταξικού περιεχομένου όσο και με όρους προγράμματος. Το Σοβιέτ της Πετρούπολης δημιουργήθηκε από τους εργάτες και στρατιώτες της πρωτεύουσας –δηλαδή η σοβιετική εξουσία ήτανμια «εργατοαγροτική ανώτατη αρχή» (vlast) εξαρχής και δεν έχασε ποτέ αυτόν τον χαρακτήρα. Με τους μαρξιστικούς όρους που όλοι αποδέχονταν το 1917, μια επανάσταση που ενσωμάτωνε τα συμφέροντα της αγροτιάς ήταν μια δημοκρατική επανάσταση.

Όπως είδαμε, η σοβιετική επανάσταση ήταν επίσης δημοκρατική στο πρόγραμμά της το 1917. Κυριαρχεί σήμερα ανάμεσα σε πολλούς μαρξιστές η άποψη ότι «ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της επανάστασης» αποτελούσε λογική αναγκαιότητα ώστε να αποκτήσει νόημα το σχέδιο της σοβιετικής εξουσίας. Αυτή η άποψη δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική- και πράγματι την αμφισβητούσαν οι ίδιοι οι Λένιν και Τρότσκι το 1917. Υπάρχει επίσης ίσως η τάση μεταξύ κάποιων Μαρξιστών σήμερα να υποτιμούν την «καθαρά» δημοκρατική επανάσταση ως περιοριζόμενη σε ασήμαντες μεταρρυθμίσεις και ένα ασήμαντο “μίνιμουμ πρόγραμμα”. Οι Μπολσεβίκοι κρατούσαν πολύ διαφορετική στάση. Είδαν το δημοκρατικό μετασχηματισμό της Ρωσίας –τη δημιουργία μιας ριζοσπαστικής δημοκρατίας, τη γη στους αγρότες, την κατάργηση των γαιοκτημόνων ως τάξη, τον εκσυγχρονισμό όλων των πτυχών της ζωής- ως μια εξαιρετικά φιλόδοξη και αξιόλογη αποστολή. Επιπλέον, ήταν μια αποστολή που μόνο αφοσιωμένοι σοσιαλιστές μπορούσαν να φέρουν σε πέρας. Που μας οδηγεί στο δεύτερο τμήμα του ορισμού μας: σε αντίθεση με τις κλασικές «αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις» η Ρώσικη επανάσταση ήταν ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ από το ξεκίνημά της. Πρώτον, για το λόγο που σημείωσε ο Κάουτσκι: καθοδηγούνταν από σοσιαλιστές και όχι από φιλελεύθερους και «αστούς» οποιουδήποτε τύπου. Δεύτερον, και οι δυο πτέρυγες του σοβιετικού σώματος –εργάτες και αγρότες- ήταν απολύτως εχθρικές στην αστική τάξη και τις αστικές αξίες. Τρίτον, η Ρώσικη επανάσταση συνέβη εν μέσω μιας επιταχυνόμενης κατάρρευσης οποιουδήποτε λειτουργικού αστικού μοντέλου.

Από την αρχή, δηλαδή από τον Φλεβάρη, το σοβιετικό σώμα ήταν εχθρικό στην αστική τάξη τόσο με τη στενή έννοια ως βιομήχανους όσο και με την πλατιά έννοια των tsenzoviki (μια υβριστική έφραση για τη μορφωμένη ελίτ , εξαιτίας των περιουσιακών προαπαιτουμένων και των «απογραφών»-εκλογικών λιστών που περιόριζαν τον αριθμό των ψηφοφόρων), των beloruchki (=αυτοί με τα λευκά χέρια, στΜ σαν να λέμε «οι ατσαλάκωτοι», αυτοί με τα αδούλευτα χέρια), και άλλων μη φιλικών χαρακτηρισμών για τη μορφωμένη ελίτ. Ακόμα και τις πρώτες μέρες, όταν οι ελπίδες για πραγματική συνεργασία παρέμεναν σε υψηλά επίπεδα, η μπουρζουαζία αντιμετωπιζόταν με καχυποψία και , στην πραγματικότητα, με την εκ των προτέρων υπόθεση ότι είναι ανειλικρινής. Η δέσμευση με θετικό τρόπο σε σοσιαλιστικούς στόχους ήταν πολύ λιγότερο ισχυρή από την αρνητική στάση απέναντι στην αστική τάξη ως άτομα και ως αξίες. Η κίνηση ενάντια στην αστική τάξη προκύπτει οργανικά από το ξεκίνημα της σοβιετικής εξουσίας (στΜ τον Φλεβάρη) , όχι μόνο από τα όνειρα των σοσιαλιστών διανοουμένων. Οτιδήποτε θύμιζε αστική τάξη, αγορές, αξίες μεσαίων τάξεων, καταστράφηκε στη Ρωσία από την «εποχή των μπελάδων» το 1914, και δεν υπήρχε καμία κοινωνική ή πολιτική διάθεση να ξαναχτιστεί. Έτσι, ο σοσιαλισμός στη Σοβιετική Ένωση απέκτησε περιεχόμενο από την προσπάθεια να δουλέψει μια μεγάλη σύγχρονη χώρα χωρίς αστική τάξη, ή αυτόνομη αγορά, ή αστικό πλουραλισμό. Τόσο η βραχυπρόθεσμη κοινωνική δυναμική όσο και το μακροπρόθεσμο οικονομικό αποτέλεσμα της επανάστασης καθορίστηκαν σε πρώτο επίπεδο από την κίνηση του σοβιετικού σώματος ενάντια στην αστική τάξη.

 

H Μπολσεβίκικη «Ηγεμονία»: οι Σοσιαλιστές καθοδηγούν αγρότες

Για να κατανοήσουμε το γιατί ήταν οι Μπολσεβίκοι και όχι άλλο κόμμα που κέρδισαν την ηγεσία της σοβιετικής εξουσίας, πρέπει να αποκτήσουμε μια πλατύτερη σκοπιά και να εξετάσουμε τη λεγόμενη στρατηγική ηγεμονίας που χαρακτήριζε τον Μπολσεβικισμό πριν το 1917. Η «ηγεμονία» είναι μια λέξη με πολλές σημασίες σε πολλά διαφορετικά συμφραζόμενα. Όταν οι Μπολσεβίκοι τη χρησιμοποιούσαν για να συνοψίσουν τη δική τους σκοπιά για την ταξική δυναμική στη Ρωσία, εννοούσαν πρώτα και κύρια ότι το σοσιαλιστικό προλεταριάτο έπρεπε να δράσει ως ηγέτης (ηγεμόνας) για τους αγρότες. Με μια πιο πλήρη διατύπωση: το σοσιαλιστικό προλεταριάτο μπορούσε να οδηγήσει την επανάσταση «μέχρι το τέλος» δημιουργώντας ένα επαναστατικό vlast βασισμένο στα κοινά συμφέροντα εργατών κι αγροτών, απορρίπτοντας οποιαδήποτε δέσμευση απέναντι σε φιλελεύθερους μεταρρυθμιστές να φρενάρουν ή να τραβήξουν πίσω την επανάσταση.

Η προπολεμική ηγεμονική στρατηγική έδωσε στους Μπολσεβίκους προβάδισμα –έναν «μπούσουλα» που τελικά οδήγησε στην υποστήριξη από την πλειοψηφία στο Δεύτερο Συνέδριο. Οι Μπολσεβίκοι στην Πετρούπολη δε χρειάζονταν τον Λένιν για να εκτιμήσουν την κατάσταση και να εφαρμόσουν τις απόψεις τους κερδίζοντας την πλειοψηφία του σοβιετικού σώματος-τόσο τους εργάτες όσο και τους αγρότες στρατιώτες- στο σχέδιο της πλήρους σοβιετικής εξουσίας και να τους πείσουν να απορρίψουν τον οποιοδήποτε συμβιβασμό με τους αστούς μεταρρυθμιστές. Οι Μπολσεβίκοι ηγέτες όπως ο Κάμενεφ και ο Στάλιν ήταν σίγουροι ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση ήταν απολύτως ανίκανη να φέρει σε πέρας το επαναστατικό πρόγραμμμα και πράγματι θα αποκάλυπτε γρήγορα την αντεπαναστατική της ουσία.

Σε όλη αυτή τη συζήτηση, ο ρόλος της συμμάχου αγροτιάς παρέμεινε κεντρικός. Η περισσότερη συζήτηση μεταξύ των Μπολσεβίκων τον Απρίλιο μετά την επιστροφή του Λένιν αφιερώθηκε στη διασφάλιση ότι όλοι βρίσκονταν στο ίδιο μήκος κύματος για τον ζωτικό επαναστατικό ρόλο των αγροτών. Εδώ βρίσκεται το γιατί μερικοί Μπολσεβίκοι επέμεναν ότι «η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν έχει τελειώσει»- ήταν ένας άλλος τρόπος για να πούνε ότι «η αγροτιά είναι ακόμα επαναστατικός σύμμαχος». Ο Λένιν απαντούσε υπογραμμίζοντας ότι οποιαδήποτε λεγόμενα «βήματα προς το σοσιαλισμό» (για παράδειγμα, η εθνικοποίηση των τραπεζών) μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μόνο με την αγροτική συγκατάθεση και υποστήριξη.

Αυτό το βασικό στοίχημα της σοσιαλιστικής ηγεσίας επί της αγροτιάς εξηγεί όχι μόνο τη νίκη των Μπολσεβίκων το 1917, αλλά και τη νίκη τους στον εμφύλιο πόλεμο. Το 1920 (πριν τη ΝΕΠ, Νέα Οικονομική Πολιτική), ο Εβγκένι Πρεομπραζένσκι περιέγραφε τον «μέσο αγρότη» ως «την κεντρική φιγούρα της επανάστασης».

Σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, η μεσαία αγροτιά δεν συμβάδισε με το προλεταριάτο με σταθερό βήμα. Ταλαντεύτηκε πάνω από μια φορά, ιδιαίτερα όταν ήρθε αντιμέτωπη με νέες συνθήκες και νέες επιβαρύνσεις. Πάνω από μια φορά κινήθηκε προς τη μεριά των ταξικών εχθρών του. (Αλλά) το εργατο-αγροτικό κράτος χτίστηκε πάνω στα θεμέλια μιας συμμαχίας του προλεταριάτου με το 80% της αγροτιάς, και μόνο από το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να έχει καθόλου ανταγωνιστές για την ανώτατη εξουσία, το vlast, εντός ρωσικών συνόρων. Ο κόκκινος Στρατός ήταν η ενσάρκωση της ηγεμονίας: αγρότες στρατιώτες, πολιτική ηγεσία από επαναστάτες σοσιαλιστές, αξιωματικοί που προσέφεραν τεχνογνωσία αλλά στερούνταν πολιτικής επιρροής, όλοι μαζί πολεμούσαν για να υπερασπιστούνε την ύπαρξη του εργατο-αγροτικού vlast. Αυτό αναγνωριζόταν απολύτως ακόμα και από το Μενσεβίκο Φιοντόρ Νταν. Γράφοντας το 1922, ο Νταν παρατηρούσε ότι η ήττα του αγροτικής σύνθεσης Κόκκινου Στρατού στην Πολωνία το 1920 δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο στρατιωτικής αποτυχίας:

Για να υπερασπιστεί τη γη που άρπαξε απέναντι σε οποιαδήποτε πιθανότητα επιστροφής των γαιοκτημόνων, ο αγρότης του Κόκκινου Στρατού θα πολεμήσει με το μεγαλύτερο ηρωισμό και το μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Θα προχωρήσει με γυμνά χέρια απέναντι σε κανόνια, τανκς, κι οι επαναστατικές πολιτοφυλακές θα μπολιάσουν και θα αποδιοργανώσουν ακόμα και τα πιο εξαιρετικά και πειθαρχημένα στρατεύματα, όπως είδαμε αντίστοιχα με τους Γερμανούς, τους Βρετανούς και τους Γάλλους… Αλλά η ιδέα του Μπολσεβίκικου κομμουνισμού φαντάζει τόσο ξένη, ακόμα και εχθρική, στη νοοτροπία του αγρότη του Κόκκινου Στρατού, που δεν μπορεί ούτε να μυήσει τον εαυτό του σε αυτόν (στΜ τον κομμουνισμό) ούτε να μπολιάσει τους άλλους. Δεν μπορεί να στρατευτεί στην ιδέα ενός πολέμου που μετατρέπει την καπιταλιστική κοινωνία σε σοσιαλιστική, και αυτό είναι το όριο των δυνατοτήτων του Κόκκινου Στρατού για τους Μπολσεβίκους.»

Ο Νταν είχε περίεργη αντίληψη για την «ιδέα του Μπολσεβίκικου Κομμουνισμού». Ωστόσο, οι επισημάνσεις του αναδεικνύουν δυο κεντρικά σημεία για τη Ρώσικη Επανάσταση. Πρώτον, ήταν ισχυρή όσο ήταν συμβατή με τα αγροτικά συμφέροντα και αδύναμη όταν ξεπέρασε αυτά τα όρια. Δεύτερον (ένα σημείο που συσκοτίζεται από τον Νταν) , οι αγρότες δύσκολα θα είχαν συγκροτήσει μια αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη αν δεν διέθεταν ως πολιτική ηγεσία ένα πολιτικό κόμμα που βασίζεται στο τμήμα του λαού-narod που ζούσε στις πόλεις.

Οι Μπολσεβίκοι ήταν απολύτως αφοσιωμένοι στην εργατο-αγροτική συμμαχία και επί της ουσίας σε μια βασικά «δημοκρατική» επανάσταση. Μόνο στα τελευταία άρθρα του ο Λένιν προωθούσε ρητά την ιδέα ότι το προλεταριάτο μπορούσε να καθοδηγήσει την αγροτική πλειοψηφία στον δρόμο για τον σοσιαλισμό. Από κάποιες πλευρές, αυτή η προοπτική αποτελούσε ρήξη με την αρχική εκδοχή ηγεμονίας, αλλά κατά βάθος ήταν απλώς μια περαιτέρω επεξεργασία της κεντρικής ιδέας ότι οι σοσιαλιστές πρέπει να ηγούνται των αγροτών.

 

Ο Λένιν ως Μπολσεβίκος ηγέτης

Τον Οκτώβρη, η ηγεσία της σοβιετικής εξουσίας ανατέθηκε στο Μπολσεβίκικο Κόμμα. Εξετάζοντας τα γεγονότα με τον παραπάνω τρόπο, παρακινούμαστε για μια νέα ματιά στην ηγεσία του Λένιν μέσα στο κόμμα, διαπιστώνοντας έτσι κάποια απρόσμενα στοιχεία. Αλλά πρέπει να ξεκινήσουμε με το γεγονός ότι ο Λένιν ήταν ο κυρίως υπεύθυνος για την επεξεργασία και την υπεράσπιση της στρατηγικής ηγεμονίας πριν και μετά την επανάσταση του 1905. Τον Οκτώβρη του 1915, επεξεργάστηκε περαιτέρω το σενάριό του , ισχυριζόμενος ότι το εργατο-αγροτικό vlast θα έπαιρνε την εξουσία κατά τη διάρκεια του δεύτερου σταδίου της επανάστασης, αντικαθιστώντας ένα αντιτσαρικό μεν αλλά φιλοπόλεμο καθεστώς. Έτσι προσέφερε στο κόμμα τον βασικό του στρατηγικό προσανατολισμό.

Όταν ο Λένιν επέστρεψε τον Απρίλιο μετά από μια δεκαετία μετανάστευσης, υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες για διχόνοια και αποθάρρυνση. Αυτό που εντυπωσιάζει στον Λένιν τον Απρίλη –αφού κοιτάξουμε με λεπτομέρεια τα «πάρε-δώσε» ανάμεσα στους Μπολσεβίκους- είναι η ικανότητά του να ακούει τους συντρόφους του στο κόμμα, να ξεδιαλύνει το τι είναι πρωτεύον και τι δευτερεύον, να βοηθά να ξεκαθαρίζουν οι παρεξηγήσεις, τόσο από τη μεριά του όσο και για λογαριασμό των μπολσεβίκων της Πετρούπολης.

Επιτρέψτε μου να δώσω ένα μικρό αλλά αποκαλυπτικό παράδειγμα για το πώς ο Λένιν διδασκόταν από τους συντρόφους του. Στο «γράμμα από μακριά» που έστειλε από την Ελβετία πριν την επιστροφή του, ο Λένιν διαρκώς έκανε εναφορές στο «σοβιέτ των Εκπροσώπων των Εργατών». Όταν τυπώσανε το άρθρο του στην Πράβντα, οι εκδότες χωρίς να του αναφέρουν κάτι άλλαξαν αυτή τη φράση όσες φορές αναφερόταν, διορθώνοντας «Σοβιέτ των Εκπροσώπων των Εργατών και Στρατιωτών». Στο αρχικό κείμενο των Θέσεων του Απρίλη, που παραδόθηκε αμέσως μετά την επιστροφή του, ο Λένιν ακόμα χρησιμοποιούσε τον ανακριβή συντομότερο χαρακτηρισμό. Έχοντας όμως ειδοποιηθεί από τους συντρόφους του για το πρόβλημα, αμέσως διόρθωσε την έκφραση για κάτι που αποτελούσε σημαντικό σύμβολο για τη θεμελιώδη συμμαχία αγροτών-εργατών.

Ο Λένιν επίσης αξίζει να τιμάται για την υιοθέτηση του περίφημου συνθήματος των τριών λέξεων (στΜ στα Ρωσικά) «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!», αλλά με έναν απροσδόκητο τρόπο. Το σύνθημα δεν εμφανίζεται ούτε στις Θέσεις του Απρίλη ούτε στις αποφάσεις της κομματικής συνδιάσκεψης που έληξε στις 9 Απρίλη. Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του συνθήματος φαίνεται να είναι ένα λάβαρο που κρατούσε κάποιος στο δρόμο κατά τη διάρκεια αντικυβερνητικών διαδηλώσεων. Ο Λένιν μνημόνευε την εμφάνιση του συνθήματος κι αργότερα το παρέθεσε σε άρθρο του στην Πράβντα στις 2 Μαΐου. Η πρώτη χρήση του συνθήματος, όχι απλά στη σημαία κάποιου αγνώστου ή σε υπογεγραμμένο άρθρο ατόμου αλλά από επίσημο κομματικό ντοκουμέντο, εμφανίζεται στην Πράβντα στις 7 Μαΐου. Έτσι ο Λένιν αποδεικνυόταν αρκετά διορατικός ώστε να εντοπίσει το σύνθημα και να συλλάβει τις δυνατότητές απήχησής του. Με τα υπάρχοντα στοιχεία, ήταν πράγματι ο Λένιν που έβγαλε το σύνθημα από την ανωνυμία και το έκανε κεντρικό στην Μπολσεβίκικη αγκιτάτσια (=απεύθυνση προς τις μάζες).

Μετά τις Μέρες του Ιουλίου, ο Λένιν θεώρησε ότι ο «άγραφος νόμος» είχε καταργηθεί και ότι το υπάρχον σοβιετικό σύστημα δεν δύνατο πλέον να ασκεί εξουσία. Συνεπώς θέλησε να ανακαλέσει το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!» Όπως παραδέχθηκε αργότερα, επρόκειτο για αριστερίστικη παρέκκλιση. Ευτυχώς, οι υπόλοιποι κομματικοί ηγέτες διατήρησαν το σύνθημα και αυτό λειτούργησε προς όφελος των Μπολσεβίκων το φθινόπωρο, όταν το σοβιετικό σύστημα τροφοδοτήθηκε με νέες δυνάμεις. Όπως δείχνει αυτό το επεισόδιο, ο Λένιν ήταν ικανός ηγέτης ΕΠΕΙΔΗ ήταν μέλος μιας ομάδας που διόρθωνε τις ατομικές παρανοήσεις.

Κοιτώντας πέρα από τη δραματική αφήγηση για τον Λένιν που δασκάλεψε τους συντρόφους του Μπολσεβίκους τον Οκτώβρη να πραγματοποιήσουν την εξέγερση, θα έπρεπε να επικεντρωθούμε στο βασικό του επιχείρημα: το εθνικό σοβιετικό σώμα, οι αγρότες κι οι εργάτες, είχαν απορρίψει κάθε είδος συμφιλιωτισμού με την αστική τάξη και επομένως είχαν εκ των πραγμάτων τοποθετηθεί δημόσια υπέρ του περάσματος της εξουσίας αποκλειστικά στα σοβιέτ. Η ένοπλη εξέγερση ήταν αναμφισβήτητα καλή ιδέα, αλλά η ένοπλη εξέγερση δεν δημιούργησε από μόνη της τη σοβιετική εξουσία- αντίθετα προστάτεψε το Δεύτερο Συνέδριο και τη δυνατότητά του να μετατρέψει τον άγραφο νόμο σε γραπτό.

Ο Λένιν ήταν ο ισχυρός ηγέτης ενός ενιαίου κόμματος. Αλλά το κόμμα δεν ήταν ενιαίο επειδή διέθετε έναν ισχυρό ηγέτη- μάλλον περισσότερο ο Λένιν ήταν ισχυρός ηγέτης επειδή το κόμμα ήταν ενωμένο γύρω από τη βασική στρατηγική της σοσιαλιστικής ηγεσίας να εγκαθιδρύσει μια εργατο-αγροτική ανωτατη αρχή (vlast).

Εξετάζοντας κάποιος τη σειρά γων γεγονότων από το Φλεβάρη προς τον Οκτώβρη, εντυπωσιάζεται από το πόσο ελάχιστα πιθανή και ταυτόχρονα πόσο αναπόφευκτη ήταν η σοβιετική εξουσία. Ο Οκτώβρης ήταν δυνατός μόνο εξαιτίας τριών εξαιρετικά ασυνήθιστων συμπτώσεων: της ολοσχερούς κατάρρευσης του προηγούμενου vlast, της δημιουργίας μιας δομής βασισμένης στους εργάτες και τους αγροτικής προέλευσης στρατιώτες που άμεσα κέρδισε την ουσιαστική στήριξη του στρατού και της ύπαρξης ενός παράνομου κόμματος με μια πανεθνική δικτύωση και ένα έτοιμο κι εύληπτο πρόγραμμα που ανταποκρινόταν στις δυο πρώτες προϋποθέσεις.

Αυτά τα χαρακτηριστικά ήταν ολοφάνερα ήδη εντός λίγων ωρών από την πτώση της τσαρικής κυβέρνησης. Μετά από όλα αυτά ο Οκτώβρης έμοιαζε σχεδόν αναπόφευκτος. Ο συμφιλιωτισμός ήταν αδιέξοδος, με δεδομένο το βαθύτατο χάσμα μεταξύ των διαθέσεων του ρωσικού λαού κι εκείνων της αστικής κοινωνίας. Καθώς αυτό γινόταν όλο και πιο φανερό, οι Μπολσεβίκοι και το πρόγραμμά τους για μια απολύτως σοβιετική εξουσία μετατρέπονταν στη μόνη ρεαλιστική εναλλακτική για το σοβιετικό σώμα. Ακόμα κι η αντεπανάσταση δεν ήταν πραγματική εναλλακτική, καθώς δεν ήταν ακόμα ετοιμη να αναλάβει την εξουσία ώστε να καταστείλει τα σοβιέτ. Το 1917 ήταν έτσι μια χρονιά αποσαφηνίσεων για τα επίδικα της μάχης. Το εργατο-αγροτικό vlast που γεννήθηκε το 1917 επιβίωσε του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε, αλλά πλήρωσε βαρύ τίμημα. Ένα θύμα ήταν η απόλυτη κατάργηση των πολιτικών ελευθεριών, ακόμα κι αν αυτό αποτελούσε κεντρικό προπολεμικό στόχο των Μπολσεβίκων. Ωστόσο, η πρώιμη Σοβιετική Ρωσία μπορεί με ακρίβεια να χαρακτηριστεί ως ‘εργατο-αγροτικό vlast’ από διάφορες κρίσιμες πλευρές. Όλο το στρώμα των γαιοκτημόνων είχε καταργηθεί ως τάξη, η μορφωμένη αστική τάξη αποκλείστηκε πλήρως από την εξουσία, οι νέες κυβερνητικές δομές στελεχώνονταν όλο και περισσότερο από εργάτες και αγρότες, πολλές από τις πολιτικές της νέας κυβέρνησης είχαν ως στόχο την άντληση υποστήριξης από αυτές τις τάξεις (για παράδειγμα, μαζικές εκστρατείες για τη διδασκαλία γραφής και ανάγνωσης) , και οι εργάτες και αγρότες εξυμνούνταν διαρκώς στα τραγούδια και τις αφηγήσεις. Ακόμα και η εξαιρετικά έντονη πολιτική μισαλλοδοξία ήταν από μια σκοπιά ‘δημοκρατικό» χαρακτηριστικό, στο βαθμό που αντανακλούσε λαϊκές αξίες πλατιάς απήχησης. Η σοβιετική εξουσία γεννήθηκε το Φλεβάρη του 1917 και διατηρήθηκε τον Οκτώβρη επιτρέποντας στην Μπολσεβίκικη ηγεσία να καθιερωθεί ως ισχυρή δύναμη στον κόσμο, για καλύτερα ή για χειρότερα.

Πηγή: https://jacobinmag.com/2017/05/russian-revolution-power-soviets-bolsheviks-lenin-provisional-government

 

 

 




Philip Roth: Ένας πραγματικά Μεγάλος

Γιάννης Νικολόπουλος

Ο θάνατος του Φίλιπ Ροθ είναι μια πραγματικά μεγάλη απώλεια της εποχής μας. Αφήνω στους κριτικούς και τους ιστορικούς της λογοτεχνίας την αποτίμηση του έργου του-δεν «ζηλεύω» και δεν οικειοποιούμαι τις περγαμηνές και τη γραφή τους.

Γράφω σαν φανατικός όσο και απογοητευμένος ενίοτε αναγνώστης αυτού του συγγραφέα-απογοητευμένος, πρόσκαιρα, επειδή, για παράδειγμα, η «Αντιζωή» ή η «Ταπείνωση», δεν με ενθουσίασαν και πέρυσι, όταν τα χάρισα, δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Σήμερα, αναρωτιέμαι μήπως κάποια βιβλία χρειάζονται τον χρόνο τους, δηλαδή, εμείς χρειαζόμαστε την κατάλληλη ηλικία και ωριμότητα για να τα ανακαλύψουμε και να τα ευχαριστηθούμε, ως αναγνωστική απόλαυση.

Ανακάλυψα τον Ροθ με το «Ανθρώπινο Στίγμα», την τραγική ιστορία του μαύρου καθηγητή, που γεννήθηκε με αλμπινισμό και καταστρέφεται η ακαδημαϊκή του καριέρα, η οποία είχε χτιστεί ακριβώς στην επιμελή, προσωπική απόκρυψη της φυλετικής του ταυτότητας από ένα γλωσσικό ολίσθημα που υπέκρυπτε ρατσισμό έναντι των μαύρων μαθητών του. Συνέχισα την περιπλάνηση στις παραγράφους του συγγραφέα, με τον «Καθένα», την εξίσου τραγική ιστορία των γηρατειών «που είναι σφαγή» ενός καθόλα επιτυχημένου, με τα μέτρα της καταναλωτικής εποχής μας, διαφημιστή, που αυτοκτόνησε δεκάδες φορές στη προσωπική και επαγγελματική ζωή του, προτού συναντήσει οριστικά τον μεγάλο θεριστή, σε μια διαρκή πάλη με την οριστικότητα του θανάτου στον καθημερινό βίο-όταν χάνουμε δικούς μας ανθρώπους, χωρίζουμε, απομακρυνόμαστε, μεταναστεύουμε.

Κλειδώθηκα σε υπόγεια μαζί με τους καταδιωκόμενους Εβραίους στη «Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής», ένα μυθιστόρημα εναλλακτικής ζοφερής ιστορίας, που κακώς ορισμένοι θεωρούν απλώς προφητικό για την έλευση του Τραμπ- ο Ροθ έκανε τομή στον κατήφορο όλων των δυτικών μεταδημοκρατιών που επανατοποθέτησαν στην ημερήσια πολιτική ατζέντα, μέσα από τα ΜΜΕ της προπαγάνδας και τα κόμματα της ακροδεξιάς, τους φυλετικούς και θρησκευτικούς διαχωρισμούς και την καταδίωξη του άλλου, του ξένου-όποιος και αν είναι αυτός.

Θρήνησα τον ήρωα της «Αγανάκτησης» που κομματιάστηκε στις μάχες της Κορέας, από μια αυτοκτονική παρόρμηση της στιγμής, απόρροια μιας ερωτικής ήττας και των δεινών της σεξουαλικής και νεανικής καταπίεσης που επιβάλλουν οι νόρμες και οι κανόνες μιας συντηρητικής, κλειστής και ουσιαστικά ανελεύθερης κοινωνίας. Εξοργίστηκα με το κυνήγι μαγισσών από τους αυτόκλητους ρουφιάνους και τους πρόθυμους συνεργάτες του μακαρθισμού στο «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή» και τις συνέπειες της μαζικής υστερίας σε μια κοινωνία που αρνιόταν να δει το πραγματικό πρόσωπό της στον καθρέφτη. Τον ίδιο, που έσπασε μια και καλή ο Ροθ στο «Αμερικανικό Ειδύλλιο», ίσως την κορυφαία λογοτεχνική ανατομία των ΗΠΑ του εικοστού αιώνα, που όσο δίκαια ευτύχησε σε διακρίσεις και σε αναγνωσιμότητα, τόσο άδικα ατύχησε στην πρόσφατη κινηματογραφική της μεταφορά – μόνιμο, κατά τη γνώμη μου, πρόβλημα με το έργο του Ροθ, για το οποίο ευθύνονται οι κατά καιρούς σεναριακές «ευκολίες» που επιβάλλουν τα στούντιο του Χόλιγουντ.

Αργότερα, έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου,όπως και ο Μπάκυ Κάντορ, στην «Νέμεση», όταν η επιδημία πολιομυελίτιδας στο αποπνικτικό καλοκαίρι του Νιου Τζέρσεϋ, χτύπησε και διέλυσε όχι μόνο την εύθραστη ηλικία των μικρών παιδιών, αλλά όλα τα θεμέλια της μικρής κοινότητας και την πίστη τους στο καλό και το κακό, τα είδωλα της αλάνας και την αθλητική προσπάθεια κάτω από τον καυτό ήλιο.

Στο τέλος, θυμάμαι πάντα την γενναιοδωρία αυτού του μονήρους και δύσκολου ανθρώπου, όταν αποφαινόταν πως το γράψιμο είναι ένας καθεδρικός ναός, στον οποίο όλοι προσερχόμαστε με τα καλύτερα εφόδια μας.

ΥΓ. Αν αληθεύουν τα δημοσιεύματα ότι η επιτροπή που απονέμει το Νομπέλ Λογοτεχνίας, απέρριπτε συστηματικά την υποψηφιότητα του Ροθ επειδή τον θεωρούσε πολύ…Αμερικανό (!), τότε, και συγγνώμη που μπαίνω στιγμιαία στα χωράφια των κριτικών και των ιστορικών λογοτεχνίας, αυτοί οι κύριοι και αυτές οι κυρίες πρέπει να παραδώσουν μια και καλή τις διαπιστεύσεις τους και τις θέσεις τους, που ούτως ή άλλως έχουν κηλιδωθεί ανεπανόρθωτα από τα πρόσφατα, σεξουαλικά σκάνδαλα.

Αστεία δικαιολογία, αστείων ανθρώπων. Ο Ροθ θα διαβάζεται και θα συζητιέται ως Αμερικανός, που έγραψε με απέραντο οικουμενικό βλέμμα. Όπως ο ήρωας του, Μπάκυ Κάντορ,που έστελνε το ακόντιό του ψηλά και μακριά, η πένα του Ροθ πήγε ψηλά και μακριά επαναπροσδιορίζοντας τους ορίζοντες της λογοτεχνίας και συνακόλουθα της ανθρωπότητας και γι’αυτό στα μάτια μας μοιάζει αδιαμφισβήτητος για πολλές γενιές αναγνωστών στους αιώνες που έρχονται – με ή χωρίς Νομπέλ, όπως τόσοι άλλοι πραγματικά μεγάλοι, ο Τολστόι, ο Μπόρχες, ο Έκο, ο Κάφκα, ο Μπρεχτ, ο Όργουελ ή ο Καζαντζάκης και ο Ρίτσος.




Poor People’s Campaign: Η “Εκστρατεία των Φτωχών Ανθρώπων” ξεκίνησε και φέρνει τα πάνω κάτω στην Αμερική!

Του Γιώργου Μητραλιά

Tα αμερικανικά ΜΜΕ δεν λένε περίπου λέξη, τα ευρωπαϊκά την αγνοούν πλήρως αλλά αυτό δεν σημαίνει και ότι η Εκστρατεία των Φτωχών Ανθρώπων δεν βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη με δράσεις που υπόσχονται να φέρουν τα πάνω κάτω στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής! Και αυτές οι δράσεις που άρχισαν στις 13 Μαίου, θα κρατήσουν 40 ολάκερες μέρες, σε τουλάχιστον 41 αμερικανικές Πολιτείες, καλύπτοντας όλο το φάσμα των καταπιεσμένων και των αγώνων τους που διαμορφώνουν ένα συνολικό διεκδικητικό πρόγραμμα εντελώς γειωμένο στη σημερινή βορειοαμερικανική πραγματικότητα και συνάμα αρκούντως ριζοσπαστικό για να ανοίγει το δρόμο που οδηγεί στην ανατροπή του ίδιου του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματος της χώρας!

Θα μπορούσαμε να πούμε πως όλα άρχισαν πριν ακριβώς από μισό αιώνα, το 1968, όταν ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ολοκλήρωνε τη ριζοσπαστικοποίησή του αναδεικνύοντας την ταξική διάσταση του ρατσισμού και καλώντας στη συστράτευση όλων των καταπιεσμένων ανεξάρτητα από φύλο, θρησκεία, χρώμα δέρματος, σεξουαλική προτίμηση ή εθνικότητα. Και έτσι εγένετο η πρώτη Εκστρατεία των Φτωχών Ανθρώπων που έμελλε όμως να διακοπεί βίαια και να βρει άδοξο τέλος όταν ο εμπνευστής και ηγέτης της Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έπεφτε λίγο αργότερα νεκρός, δολοφονημένος από εκείνους ακριβώς που πανικοβάλλε η προοπτική μιας εξέγερσης των “φτωχών ανθρώπων” στη μητρόπολη του παγκόσμιου καπιταλισμού.

2018 05 24 02 article02Σήμερα, δηλαδή πενήντα χρόνια αργότερα, η Εκστρατεία των Φτωχών Ανθρώπων αναβιώνει και, κατά κοινή ομολογία, αυτό συμβαίνει την πιο κατάλληλη στιγμή. Τρανή απόδειξη, η τεράστια υποστήριξή της και η ενεργός συμμετοχή σε αυτήν εκατοντάδων κινημάτων και οργανώσεων κάθε λογής, σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ: Μεγάλα και μικρά εργατικά αλλά και αγροτικά συνδικάτα (επισιτισμός, τηλεπικοινωνίες, μέταλλο, …), διεκδικητικά κινήματα από το μαζικότατο και μαχητικό Fight fot 15 $ (για τα 15 $ κατώτατη ωριαία αμοιβή) μέχρι το επίσης μαζικό και ριζοσπαστικόBlack Lives Matter, σχεδόν όλα τα φεμινιστικά και LGBT κινήματα, μεγάλες και μικρές, παλιές και νέες αντιρατσιστικές οργανώσεις και ιθαγενικά κινήματα μαζί με τις οργανώσεις των μεταναστών και των υποστηρικτών τους, και φυσικά το σύνολο των κινημάτων και δικτύων που παλεύουν ενάντια στην κλιματική και περιβαλλοντική καταστροφή. Και επίσης, αντιπολεμικά και αντιμιλιταριστικά κινήματα και εκατοντάδες θρησκευτικές (χριστιανικές, εβραϊκές, μουσουλμανικές, ινδουϊστικές, σιχ,…) και άλλες συλλογικότητες και κοινότητες που εκφράζουν την ποικιλότητα των καταπιεσμένων και των αντιστάσεών τους…

2018 05 24 03 article03Τι είναι λοιπόν και τι θέλει η Εκστρατεία των Φτωχών Ανθρώπων; Η απάντηση που δίνει ή ίδια σε αυτό το ερώτημα είναι εύγλωττη και διαφωτιστική: Είναι Ένα πανεθνικό κάλεσμα για ηθική αναγέννηση (που)ενώνει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους σε ολάκερη τη χώρα για να πολεμήσουν τα κακά που είναι ο συστημικός ρατσισμός, η φτώχεια, η πολεμική οικονομία, η οικολογική καταστροφή και η στρεβλή ηθική του έθνους”! Είναι ένα κάλεσμα για πάλη με έμφαση στην άμεση δράση, που ενώνει τις κατακερματισμένες διεκδικήσεις και αγώνες σε μια ενιαία πάλη όλων των καταπιεσμένων ακριβώς επειδή όλες αυτές οι καταπιέσεις και όλοι αυτοί οι αγώνες έχουν ένα κοινό παρονομαστή, σε πείσμα των “από πάνω” που δεν κάνουν τίποτα άλλο από το… να διαιρούν για να βασιλεύουν.

Η (νέα) Εκστρατεία των Φτωχών Ανθρώπων δεν πέφτει όμως από τον ουρανό. Για να φτάσουμε σε αυτήν, χρειάστηκε πρώτα να δοκιμαστούν στην πράξη οι ιδέες και προτάσεις που ο πρωτεργάτης της Αφροαμερικανός αιδεσιμότατος Γουίλιαμ Μπάρμπερ (William Barber) εφάρμοσε (με επιτυχία) στα τελευταία δώδεκα χρόνια στην πολιτεία του, στην αντιδραστική και ρατσιστική Βόρεια Καρολίνα. Φτάνοντας να συσπειρώσει τελικά στο ενιαίο κίνημα Μαζί Προς Τα Εμπρός (Forward Together Movement) 145 οργανώσεις Χριστιανών, Μουσουλμάνων, Εβραίων, άθεων, μαύρων, Λατίνος, φτωχών λευκών, εργατών, αντιρατσιστών, φεμινιστριών, άνεργων, μεταναστών με και χωρίς χαρτιά, ομοφυλόφιλων, ανασφάλιστων, οικολόγων, νέων και ηλικιωμένων, ο φοβερός και τρομερός αγκιτάτορας Γ. Μπάρμπερ πέτυχε τελικά το μέχρι τότε αδιανόητο: Να ενώσει και να κινητοποιήσει τους διαιρεμένους και απογοητευμένους “από κάτω”, να αλλάξει δραστικά τους συσχετισμούς δυνάμεων, να πετύχει πολλές επί μέρους νίκες και τελικά, να ανατρέψει το αντιδραστικό πολιτικό κατεστημένο της Β. Καρολίνας! Και επιπλέον, να αρχίσει την “εξαγωγή” του του κινήματος σε μια ντουζίνα άλλες πολιτείες…

2018 05 24 04 Liz TheoharisΟ αιδεσιμότατος Μπάρμπερ δεν μασάει τα λόγια του: “Ζούμε, λέει, σε μια φτωχοποιημένη δημοκρατία. Άνθρωποι από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της χώρας υψώνουν το ανάστημά τους ενάντια στο ψέμμα ότι όσα έχουμε δεν φτάνουν για όλους. Ξέρουμε ότι στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου, δεν υπάρχει λόγος παιδιά να πεινάνε, άρρωστοι να μην έχουν περίθαλψη και πολίτες να εμποδίζονται να ψηφίσουν. Και πρέπει να πολεμηθούν και τα δυο πολιτικά κόμματα, το ένα για αυτά που κάνει και το άλλο για αυτά που δεν κάνει”. Όμως, ο Μπάρμπερ δεν είναι μόνος. Δίπλα και μαζί του είναι η συν-πρόεδρος της Εκστρατείας, η αιδεσιμότατη (της Πρεσβυτεριανής εκκλησίας) Δρ. Liz Theoharis (Λιζ Θεοχάρης),νεαρή μητέρα δυο παιδιών, με πλούσιο συγγραφικό έργο αλλά και με εικοσάχρονη πείρα έντονης δράσης δίπλα στους εργάτες, στους άστεγους, στους φτωχούς και στις κάθε λογής καταπιεσμένες μειονότητες. Για την ελληνικής καταγωγής Liz Theoharis (1) στόχος της Εκστρατείας είναι “να ακουστεί η φωνή μας. Να πούμε στο έθνος ότι υπάρχουν 140 εκατομμύρια φτωχοί που ζούνε σε αυτό. Ότι σήμερα, το 2018, έχουμε λιγότερα δικαιώματα ψήφου από ό,τι πριν από 50 χρόνια. Ότι υπάρχουν 11 εκατομμύρια άνθρωποι που ζουν υπό την απειλή να φυλακιστούν ή να εκτοπιστούν. Ότι έχουμε μεγάλη οικολογική καταστροφή με 4 εκατομμύρια νοικοκυριά που αντί για νερό βλέπουν να βγαίνει από τις βρύσες τους δηλητηριώδης μόλυβδος. Έρχεται η στιγμή που η σιωπή είναι προδοσία. Έρχεται η ώρα που δεν μπορούμε να το αντέξουμε άλλο. Η ώρα που πρέπει να κατέβουμε στους δρόμους, που πρέπει να φωνάξουμε δυνατά, που πρέπει να διαμαρτυρηθούμε και να οργανωθούμε…Αμερική, έχεις πάρει λάθος κατεύθυνση!”

2018 05 24 05 Liz TheoharisΗ Εκστρατεία των Φτωχών Ανθρώπων πουπροτάσσει την πάλη ενάντια στην κοινωνική ανισότητα, τη φτώχεια, το ρατσισμό, το μιλιταρισμό και την κλιματική καταστροφή,δεν περιορίζεται όμως μόνο στην πολιτική ανυπακοή, στην άμεση δράση και στις παραδειγματικές καταλήψεις (όπως π.χ.πριν από λίγες μέρες, της έδρας του δεύτερου μεγαλύτερου παγκόσμιου εργοδότη που είναι τα φαστφουντάδικα ΜακΝτόναλντς ή των Πολιτειακών κοινοβουλίων). Επεξεργάζεται και προτείνει λύσεις στα μεγάλα προβλήματα των καιρών μας και ταυτόχρονα κάνει τα πάντα για να δημιουργήσει δίκτυα αυτοοργανωμένων πολιτών που συντονίζουν τις δράσεις τους σε τοπικό, περιφερειακό, πολιτειακό και εθνικό επίπεδο.Σίγουρα, το έργο της δεν είναι καθόλου εύκολο καθώς έχει να αντιμετωπίσει το τερατώδες πλανητικό κτήνος στη φωλιά του, αλλά και μόνο η εμφάνισή της στο κοινωνικό προσκήνιο των ΗΠΑ προσφέρει ελπίδα, έμπνευση και αγωνιστικό προσανατολισμό σε δεκάδες εκατομμύρια πολίτες μέσα αλλά και έξω από τη χώρα. Και ας μην το κρύβουμε, μια ενδεχόμενη επιτυχία της θα άλλαζε δραστικά τα δεδομένα του αγώνα των “από κάτω” την ώρα ακριβώς που οι “από πάνω” παίζουν -σχεδόν ανενόχλητοι – στα ζάρια τους την τύχη του πλανήτη και της ανθρωπότητας…(2)

Σημειώσεις

1. Η οικογένεια Theoharis δεν έχει την παραμικρή σχέση με τους γνωστούς μας “μπρούκληδες” που το ελληνικό κατεστημένο αρέσκεται να ταυτίζει με όλους τους Έλληνες μετανάστες στην Αμερική. Ο πολυγραφότατος πατέρας καθηγητής Athan Theoharis θεωρείται ότι είναι ίσως ο σημαντικότερος αμερικανός ιστορικός του βορειοαμερικανικού αντικομμουνισμού, και κυρίως, του FBI, των μυστικών υπηρεσιών και της παραβίασης των δημοκρατικών δικαιωμάτων των αμερικανών πολιτών από μέρους του κράτους και των υπηρεσιών του. Τόσο μάλιστα σημαντικός ώστε να είναι ο μόνος στον οποίο άνοιξαν τα προσωπικά αρχεία πολλών αμερικανών προέδρων με απόφαση της Γερουσίας. Η αδελφήJeanne Theoharis είναι μια λαμπρή καθηγήτρια, ερευνήτρια και συγγραφέας στην οποία μάλιστα απονεμήθηκε το 2014 το ετήσιο βραβείο της παλαιότερης μεγάλης αντιρατσιστικής οργάνωσης NAACP των Αφροαμερικανών για τη βιογραφία της πρωτοπόρας του αγώνα των Μαύρων Ρόζα Παρκς (The Rebellious Life of Mrs. Rosa Parks). Τέλος, η μητέρα της Nancy Theoharis, προκάλεσε στα 80 της, την οργή του σιωνιστικού κύκλου του Harvard εκθέτοντας στο πανεπιστήμιο τις φωτογραφίες της με στιγμιότυπα από την τελευταία Ιντιφάντα του Παλαιστινιακού λαού για την ελευθερία του.
“Φυσικά”, η οικογένεια Theoharis και τα επιτεύγματά της παραμένουν εντελώς άγνωστα στη χώρα καταγωγής της που είναι η Ελλάδα!…

2. Άρθρα, αναλύσεις, τοποθετήσεις και βίντεο από πρώτο χέρι για τις καθημερινές επιτυχίες και περιπέτειες της Εκστρατείας των Φτωχών Ανθρώπων, καθώς και για ό,τι σημαντικό συμβαίνει στην κορυφή και κυρίως, στη βάση της αμερικανικής κοινωνίας, μπορείτε να παρακολουθήσετε στο Facebook που ανανεώνεται ανά δίωρο :
https://www.facebook.com/GreeksForBerniesMassMovement/

 

ΠΗΓΗ: www.contra-xreos.gr




Ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι

Γράμμα εργαζόμενης σε πολυεθνική εταιρεία

«Ο πεθερός σου το ξέρει πως είσαι νοικιασμένος;» Κάπως έτσι, σπάει η μονοτονία του γραφείου κι όλος ο όροφος λύνεται στα γέλια. Η αλήθεια είναι πικρή και μας συντονίζει όλους σε βαθιά αμηχανία. Η νοικιασμένη εργασία στην πολυεθνική εταιρεία είναι πλέον θεσμός. Βολική κι ωφέλιμη για την εταιρεία, άδικη και πιεστική για όλους εμάς τους εργαζομένους.

Δεκαπέντε χρόνια πριν, οι καινούριοι εργαζόμενοι προσλαμβάνονταν σε ένα καθεστώς δοκιμής, με σύμβαση είτε ορισμένου είτε αορίστου χρόνου, μέσω διαφόρων εταιρειών ενοικίασης υπαλλήλων. Σε λίγο χρονικό διάστημα, που κυμαινόταν από 6 μήνες ως 2 χρόνια, οι συμβάσεις μετατρέπονταν σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου απευθείας με την εταιρεία. Στους λίγους υπαλλήλους που κάποτε η σύμβασή τους μετατράπηκε από αορίστου χρόνου με την εταιρεία σε θέση νοικιασμένου, έδωσαν σχετικά μεγάλες αποζημιώσεις και τη διαβεβαίωση πως το ζήτημα είναι τεχνικό. Τους είπαν: «Έχει ζητηθεί από το εξωτερικό να αλλάξει η σύμβαση σε ορισμένους κλάδους. Η δουλειά σας θα παραμείνει ως έχει, με τον ίδιο μισθό». Απέκρυψαν τότε πως τα προνόμια που έχουν κατακτηθεί για τους αορίστου χρόνου (ιδιωτικό συνταξιοδοτικό και ασφαλιστικό πρόγραμμα, ημερήσια σίτιση, περιοδικά μπόνους κ.λπ.) δεν θα ισχύουν πια. Και φυσικά, δεν αντέδρασε κανείς. Μάλιστα το σωματείο τότε μακάριζε την τύχη όσων άλλαζε η σύμβαση. Το επιχείρημα απλό, μασημένη τροφή από το στόμα της διοίκησης: «θα πάρετε νωρίτερα το εφάπαξ, κρατώντας τη θέση σας με τις ίδιες συνθήκες εργασίας».

Τα χρόνια της κρίσης, ιδιαίτερα μετά το 2012, οι προσλήψεις προσωπικού με συμβάσεις αορίστου χρόνου έχουν παγώσει. Σπανιότατα προκηρύσσεται θέση για απευθείας πρόσληψη και βεβαίως πάντα αφορά υψηλόβαθμα στελέχη. Η αναλογία μεταξύ αορίστου χρόνου και νοικιασμένων, από 5% που ήταν, ξεπερνά τώρα το 30%.

Θέσεις υπάρχουν…

Ανάγκες για πρόσληψη προσωπικού φυσικά και υπάρχουν: Projects που τρέχουν, συνάδελφοι που συνταξιοδοτούνται, άδειες μητρότητας. Όπως είναι φυσικό, ανάγκες για την πρόσληψη εργαζομένων υπάρχουν πάντα. Είναι όμως πιο συμφέρον για την εταιρεία οι βασικές θέσεις να καλύπτονται εκ των ενόντων, και οι δευτερεύουσες από ενοικιαζόμενους. Οι λόγοι είναι άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο προφανείς:

  • Οι νοικιασμένοι συνάδελφοι θεωρούνται έξοδο, αλλά δεν καταγράφονται ως εργαζόμενοι. Ως γνωστόν, η κερδοφορία της εταιρείας υπολογίζεται με το λόγο κερδών προς τον αριθμό των υπαλλήλων. Μειώνοντας τον παρονομαστή εμφανίζει μεγαλύτερα κέρδη.
  • Οι νοικιασμένοι υπάλληλοι κοστίζουν πολύ λιγότερο από τους αορίστου χρόνου. Κάθε θέση αορίστου χρόνου, βάσει διεθνούς πολιτικής της εταιρείας, αμείβεται με συγκεκριμένο ποσό. Αν όμως αυτή η θέση καλυφθεί από νοικιασμένο, η πολιτική παύει να ισχύει. Επιπλέον, δεν έχουν κανένα από τα προνόμια που έχουν κατακτηθεί για τους αορίστου χρόνου υπαλλήλους.
  • Οι νοικιασμένοι υπάλληλοι δεν εγγράφονται στο σωματείο των υπαλλήλων. Πρακτικά θεωρούνται υπάλληλοι μιας τρίτης εταιρείας, που δεν προβλέπεται να εγγραφούν στο σωματείο των υπ-αλλήλων της εταιρείας. Έτσι, αυτό κινδυνεύει με διάλυση, καθώς τα μέλη μειώνονται. Αφενός γιατί οι μόνιμοι υπάλληλοι είναι σχεδόν αποκλειστικά μεγαλοστελέχη και αφετέρου γιατί οι νέοι εργαζόμενοι που ενδεχομένως θα ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν, δεν μπορούν. Επιπλέον, δεν καλύπτονται σε περίπτωση απεργίας, παρά μόνο από τη ΓΣΕΕ.

Υπάρχει όμως κι ο ηθικός λόγος, που είναι σοβαρότερος όλων, καθώς  μας αφορά και μας επηρεάζει όλους, αορίστου και μη. Αναπτύσσεται υπέρμετρος ανταγωνισμός μεταξύ των δυο πλευρών. Οι αορίστου φοβούνται, γνωρίζοντας πως στοιχίζουν συχνά 2- 5 φορές περισσότερο, ενώ συνήθως έχουν μόνο εφόδιο την εμπειρία τους, ενάντια σε νέους πτυχιούχους, συχνά με μεταπτυχιακό, ασύγκριτα καλύτερο επίπεδο ξένων γλωσσών και τεχνικών γνώσεων (Η/Υ κ.λπ.). Απ’ την άλλη, το προφίλ των νοικιασμένων δε βοηθά στην επίγνωση της κατάστασης: Συνήθως πρόκειται για νέα παιδιά, χωρίς πολιτική συγκρότηση, χωρίς διάθεση αλληλεγγύης, με προσέγγιση ανθρωποφαγική. Το μείγμα είναι εκρηκτικό. Μια υπόκωφη ένταση διαπερνά τις σχέσεις όλων, ανεξαρτήτως προθέσεων.

 

Οι Εβραίοι

Εσχάτως η εταιρεία, που δαπανά χρόνο και χρήμα κάνοντας εκδηλώσεις και υποχρεωτικά διαδικτυακά σεμινάρια κατά των διακρίσεων στο χώρο της εργασίας, έχει προβεί και σε μια άλλη, ακόμα πιο προσβλητική, παγκόσμια πολιτική. Οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις των νοικιασμένων έχουν σημανθεί με το διακριτικό CW (contingent worker), ώστε να ξεχωρίζουν. Οι νοικιασμένοι το φέρουν βαρέως. Συχνά προσφωνούνται μεταξύ τους αξιοποιώντας το διακριτικό, ή ακόμα χειρότερα αναφέρονται στους εαυτούς τους ως «οι Εβραίοι».

Τα αστεία πάντως συνεχίζονται:

«Τον χώρισε η γυναίκα του. Γιατί; Της είχε πει πως δούλευε στην εταιρεία, όχι πως ήταν CW»…

Και αργότερα, το χιούμορ γίνεται ακόμα πικρότερο:

«Ο γιος του όταν γίνει 15 ετών, θα φύγει από το σπίτι, γιατί θα μάθει την αλήθεια που του έκρυβαν τόσα χρόνια: Ο πατέρας του ήταν νοικιασμένος».

Παρά τις δυσκολίες, μια δυνατή αριστερά μπορεί να ανατρέψει το συσχετισμό. Με μια αριστερά που σέβεται τον εαυτό της και τους αγώνες της, οι κουβέντες ανοίγουν ευκολότερα, οι συνειδήσεις αφυπνίζονται. Για μια τέτοια αριστερά, δηλώνουμε παρούσες και παρόντες.

Ε.Κ., εργαζόμενη σε πολυεθνική εταιρεία




Να σταματήσουν επιτέλους τα ρουσφέτια και οι υποσχέσεις για ρουσφέτια

Ανακοίνωση της Αριστερής Κίνησης Εργαζομένων ΟΑΕΕ

Γράφουμε αυτή την ανακοίνωση για ένα θέμα αποτελεί την γάγγραινα του συνδικαλισμού: τα ρουσφέτια και τις υποσχέσεις για ρουσφέτια.

Παρότι είχαμε θίξει το θέμα στην εκλογική μας διακήρυξη, τις τελευταίες μέρες προς τις εκλογές του συλλόγου μας, το φαινόμενο παίρνει διαστάσεις χιονοστιβάδας.

Αφού υποσχέθηκαν σε αρκετούς ότι θα τους βοηθήσουν για να τους πείσουν να μπουν υποψήφιοι, τώρα έχουμε υποσχεσιολογία για την υφαρπαγή της ψήφο από την πλειοψηφία των παρατάξεων του συλλόγου.

Δυστυχώς αυτή είναι μία μόνιμη κατάσταση για τα συνδικάτα που γίνεται με την στήριξη της εκάστοτε κυβέρνησης και εργοδοσίας.

Τα τελευταία χρόνια βέβαια με τα μνημόνια έχουν περιοριστεί δραστικά οι “ευκαιρίες” για ρουσφέτια, λόγω της κρίσης και της διάλυσης του Δημόσιου Τομέα, όμως υπάρχουν ακόμα πολλόι πρόθυμοι να παίξουν αυτό το ρόλο.

Η ικανοποίηση κάποιων ρουσφετιών (πιθανά) είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους το συνδικάτο μας δεν συγκρούεται με την Διοίκηση και την πολιτική ηγεσία. Γιατί, αν συγκρουστεί, πως θα πάει να ζητήσει κάποια εξυπηρέτηση. Γι’ αυτό και οι διοικήσεις κάνουν κανένα ψευτορουσφέτι, θέλοντας να τους κρατάνε στο χέρι.

Μετά από σχεδόν κάθε συνεδρίαση των Υπηρεσιακών Συμβουλίων του ΕΦΚΑ (πριν καν τελειώσουν οι συνεδριάσεις τους), “διάφοροι πρόθυμοι” συνδικαλιστές ενημερώνουν για τα αιτήματα των συναδέλφων, με σκοπό να προβάλλουν την “δράση” τους εκεί. Πουλάνε εκδούλευση οι περισσότεροι που το κάνουν αυτό, με το αντίτιμο της ψήφου!

Πρέπει επιτέλους να σταματήσει αυτό το νοσηρό φαινόμενο. Σε έναν ΕΦΚΑ που είναι υπό κατάρρευση, δεν υπάρχουν ατομικές λύσεις. Τα ρουσφέτια δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν, παρά μονάχα κάποιους ελάχιστους ίσως.

Όλοι μαζί μπορούμε να σωθούμε μόνο και να υπάρχει δικαιοσύνη.

Πότε θα αποφασίσουν οι άλλες παρατάξεις ότι πρέπει να ακολουθήσουν τις προτάσεις μας και συγκρουστούν με αυτούς που κυβερνάνε και διοικούν;

Πότε θα νοιαστούν για τους εργαζόμενους, ειδικά των Τμημάτων που είναι κυριολεκτικά παρατημένοι. Με διαρκείς μειώσεις προσωπικού και με πλήρη απαξίωση της εργασίας τους;

Πρέπει επιτέλους το συνδικάτο να κάνει κάτι για τους εργαζόμενους, που δουλεύουν σε άθλιες συνθήκες εργασίας, χωρίς οδηγίες, εξοπλισμό και αναλώσιμα. Χωρίς καθαριότητα εδώ και πέντε μήνες και χωρίς ψύξη πάλι!

Είναι απαράδεκτη αυτή η συνδικαλιστική ηγεσία και δεν πρέπει να την αφήσουμε να συνεχίσει το καταστροφικό της έργο!

Μην αφήσετε να σας υφαρπάξουν πάλι την ψήφο. Συμμετέχουμε στις εκλογές, για να πάρουμε το συνδικάτο στα χέρια μας! Όχι στην αποχή.




Για ποιο λόγο ενοχλεί τόσο πολύ η αναφορά στο Ίλιντεν;

του Χάρη Παπαδόπουλου

Από τη στιγμή που δημοσιεύτηκε πως η ελληνική κυβέρνηση συζητά την πρόταση για «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ίλιντεν», η Νέα Δημοκρατία ζώστηκε τα άρματα: «Απαράδεκτο ακόμα και να συζητιέται το Ίλιντεν. Οποιαδήποτε αναφορά του Ίλιντεν στο όνομα της γειτονικής χώρας, όχι μόνον δεν θέτει τέλος στον αλυτρωτισμό των Σκοπίων, αλλά αντιθέτως τον επιβεβαιώνει και τον ενισχύει».

Δυστυχώς, στο ίδιο εθνικιστικό κρεσέντο υψώνει τη φωνή της και η λεγόμενη «πατριωτική αριστερά». Η ιστοσελίδα «Ίσκρα» αναφέρει χαρακτηριστικά: «Άλλωστε, το ‘‘Μακεδονία του Ίλιντεν” είναι το φύλο συκής για το σκέτο, “Μακεδονία”, όπου θα χρησιμοποιείται για λόγους οικονομίας όχι μόνο στο εσωτερικό της FYROM αλλά και διεθνώς.»
Και η ιστοσελίδα Ίσκρα καταλήγει: «Όλα τούτα, αν και εφόσον επισυμβούν, θα συνιστούν άκρως αρνητικές, έως επικίνδυνες, εξελίξεις…»

 

Περήφανη εξέγερση

Όμως τι το αλυτρωτικό έχει η λέξη Ίλιντεν; Καταρχάς Ίλιντεν σημαίνει «του Προφήτη Ηλία» και είναι αναφορά στην εξέγερση της 2 Αυγούστου 1903, ανήμερα της γιορτής του αγίου.
Ο λόγος που ο ελληνικός εθνικισμός βγάζει σπυράκια ακούγοντας αυτή τη λέξη είναι διπλός.
Πρώτα από όλα η εξέγερση του Ίλιντεν είναι μια από τις πιο λαμπρές επαναστατικές σελίδες ολόκληρης της βαλκανικής Ιστορίας και η γενεσιουργός πράξη του μακεδονικού έθνους: επί τρεις βδομάδες πολλές χιλιάδες εξεγερμένοι αγρότες ανέτρεψαν τις οθωμανικές αρχές σε μεγάλη έκταση της Μακεδονίας, κάνοντας τους μπέηδες και κάθε γαιοκτήμονα να τρέξουν να εξαφανιστούν. Οι επαναστατημένοι χωρικοί εγκατέστησαν μια σύντομης ζωής Δημοκρατία με επικεφαλής έναν δάσκαλο, τον Κόλια Κάρεφ. Η εξέγερση ήταν τόσο μαζική που ήταν αδύνατο να το αρνηθούν και οι αντίπαλοί της.
Σε μήνυμα του προς τον πατέρα του, στις 25 Ιουλίου ο Έλληνας εθνικιστής Ίων Δραγούμης έγραψε ότι: “έχομεν σλαυικήν επανάστασιν εν Μακεδονία… Άπαντες οι σλαυόφωνοι πληθυσμοί ηκολούθησαν το κομιτάτον, ορθόδοξοι και σχισματικοί, και οι πλείστοι εκουσίως” και ότι οι επαναστάτες καταλάμβαναν κωμοπόλεις και χωριά κατοικούμενα από βλαχόφωνους και αλβανόφωνους, όπως το Κρούσοβο, το Πισοδέρι και το Νυμφαίο”.
Οι ένοπλοι επαναστάτες ούτε σε μια στιγμή δεν στράφηκαν εκδικητικά ενάντια στον ντόπιο μουσουλμανικό πληθυσμό που τον αποτελούσαν επίσης φτωχοί αγρότες. Αντίθετα, οι επαναστάτες προσπάθησαν να κερδίσουν τους φτωχούς μουσουλμάνους με το μέρος τους ή τουλάχιστον να μην τους στρέψουν προς τη μεριά της οθωμανικής εξουσίας.
Οι ιδέες που κυριάρχησαν στο ξεδίπλωμα της εξέγερσης είχαν περισσότερο σχέση με την κοινωνική χειραφέτηση και σε καμιά περίπτωση με εθνικά και θρησκευτικά μίση. Η εξέγερση του Ίλιντεν και το άπλωμά της σε πολύ μεγάλη έκταση έδειξε πως καταπιεσμένοι και εκμεταλλευόμενοι αγρότες με διαφορετικές γλώσσες, συνειδήσεις και θρησκευτική πίστη μπορούσαν να ενωθούν ενάντια στους καταπιεστές τους και να τους αμφισβητήσουν στα ίσα την εξουσία.

 

Θηριώδης καταστολή:

Όμως το Ίλιντεν ανατριχιάζει τους Έλληνες εθνικιστές και για άλλο λόγο: Το ελληνικό κράτος από την πρώτη στιγμή κράτησε εχθρική στάση απέναντι στην εξέγερση στη Μακεδονία. Η εχθρότητα αυτή δεν είχε μονάχα διπλωματικό χαρακτήρα.
Ο πράκτορας του ελληνικού κράτους και οργανωτής των πρώτων ελληνικών συμμοριών «μακεδονομάχων» το 1903 στην Μακεδονία, επίσκοπος Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, περιγράφει στα απομνημονεύματά του το πώς γιόρτασε ο ίδιος την καταστολή της εξέγερσης του Ίλιντεν, ισοπεδώνοντας το βουλγαρικό γυμνάσιο της Καστοριάς, και κατόπιν, δολοφονώντας τους διωκόμενους επαναστάτες:
«Τώρα όμως μετά την βουλγάρικη επανάσταση επωφελήθηκα της οργής των Τούρκων, μπήκα στο γυμνάσιο και σκόρπισα ό,τι βρήκα. Έπιπλα, σκεύη, θρανία, όργανα διδασκαλίας, χάρτες, βιβλιοθήκες, εικόνες του Έξαρχου Ιωσήφ. Τέτοια ήταν η καταστροφή που από τότε το σχολείο αυτό δεν ξανάνοιξε ποτέ. Μα και τα σχολεία της ύπαιθρης χώρας τους τα έκαψαν.
Τότε σκοτώσαμε και τον γενικό διευθυντή του Κομιτάτου της Καστοριάς και Φλώρινας Λάζο Παπά Τράϊκωφ… είχε πάει κάπου εκεί σε ένα βουνό για να νοσηλευτεί. Στο βουνό όμως τον βρήκαν τρεις Ζελοβίτες [το Ζέλοβο ήταν σλαβόφωνο χωριό της Φλώρινας από όπου ο Γερμανός Καραβαγγέλης στρατολογούσε ένοπλους μισθοφόρους για λογαριασμό του ελληνικού προξενείου] του έκοψαν το κεφάλι και το έφεραν στη Μητρόπολη…»

Τα γεγονότα που έχουμε μάθει στα ελληνικά σχολικά βιβλία ως «Μακεδονικό Αγώνα» ήταν στην πραγματικότητα η σκληρή καταδίωξη στα αποσπάσματα των επαναστατημένων «κομιτατζήδων» (δηλαδή: των οργανωμένων σε επαναστατικές επιτροπές) από τον οθωμανικό στρατό που συνεργαζόταν αρμονικότατα σε αυτή την καταδίωξη με τα ένοπλα αποσπάσματα μισθοφόρων του ελληνικού προξενείου, ενισχυμένα με Έλληνες αξιωματικούς του στρατού.
Μ΄ άλλα λόγια, οι Έλληνες «μακεδονομάχοι» ήταν οι δοσίλογοι της εποχής που συνεργάζονταν με τις δυνάμεις κατοχής απέναντι στους ξεσηκωμένους αγρότες και τις επιτροπές τους.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα: Στις 30 Ιούλη 1905, ένα απόσπασμα 100 ενόπλων του ελληνικού προξενείου με επικεφαλής τον Κρητικό εθελοντή Καραβίτη μπήκε στο χωριό Κλαντοράπ (σημερινή Κλαδοράχη) της Φλώρινας, κυνηγώντας 5 Μακεδόνες αντάρτες. Οι ένοπλοι έκαναν έρευνα στα σπίτια, ανακάλυψαν μόνο τους δύο, γι αυτό και συνέλαβαν και άλλους δεκαπέντε χωρικούς. Τους 17 αυτούς ανθρώπους τους συγκέντρωσαν στην πλατεία του χωριού. Τη συνέχεια μας παραδίδει ο ίδιος ο Καραβίτης στα απομνημονεύματά του:
«- Εφέντιμ.
– Σφάξε τους όλους!
Του δίνω ένα γερό μαχαίρι, τρικαλινό, που είχα. Ο Αράπης παίρνει το μαχαίρι, το περιστρέφει και διαγράφει κύκλου, κατόπιν το φιλεί και μου το δίνει πίσω.
«Είναι κρίμα», μου λέγει, «να λερωθεί τέτοιο μαχαίρι στο αίμα τέτοιων ανθρώπων. Αυτοί θέλουν έτσι», και αρπάζει έναν από τα μαλλιά και του δίνει μια γροθιά στο μηλίγγι, σαν να χτύπησε κανένα σανίδι. Ο Βούλγαρος πέφτει κάτω τέζα, χωρίς να προφέρει ωχ.
«Μη βρε ανόητε έτσι, δεν είναι τρόπος αυτός», του λέγω. Και βάζω τους Μοναστηριώτας να τους δώσουν από μια μαχαιριά στο αριστερό πλευρό και όποιος ζήσει χαλάλι του. Έτσι, για να πάρουν οι νεοσύλλεκτοι τον αέρα του μαχαιριού.»

Το Μακεδονικό ζήτημα είναι ο «σκελετός στη ντουλάπα» των εγκλημάτων του ελληνικού κράτους απέναντι στην τόσο κατατρεγμένη Μακεδονική μειονότητα. Δεν πρόκειται απλώς για γεγονότα που έχουν πια περάσει, μια και ακόμη και σήμερα «ξυπνά τα αίματα» στην κυριολεξία, με τα εθνικιστικά συλλαλητήρια σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα να καίνε καταλήψεις και να δίνουν μικρόφωνο στο ρατσιστικό μίσος.
Η γνώση του μακεδονικού ζητήματος και η σωστή στάση απέναντι στο θέμα είναι αποφασιστικός δείκτης ωριμότητας της Αριστεράς και των πρωτοπόρων αγωνιστών και αγωνιστριών του κινήματος. Επειδή κανένας άνθρωπος και καμιά κοινωνική τάξη δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον κόσμο και να αλλάξουν τον κόσμο, αν πρώτα δεν κοιταχτούν κατάματα στον καθρέφτη και δεν πουν τα σύκα – σύκα και τη σκάφη – σκάφη.
Η αναφορά στο Ίλιντεν δεν είναι αλυτρωτισμός. Το Ίλιντεν είναι και δικιά μας Ιστορία, είναι κομμάτι της διεθνιστικής μας παράδοσης και περηφάνιας, προαναγγελία της Κόκκινης Βαλκανικής Ομοσπονδίας που μια μέρα θα αντικαταστήσει τα σύνορα – πληγές στο κορμί των Βαλκανίων.
Το άρθρο του Δημήτρη Λιθοξόου που αναδημοσιεύουμε στη συνέχεια, είναι εντελώς απαραίτητο εφόδιο για να γνωρίσουμε καλύτερα τη χαμένη επαναστατική παράδοση, να μάθουμε και να εμπνευστούμε για τις μάχες της δικής μας εποχής!

 

Η Επανάσταση του Ίλιντεν1

Δημήτρη Λιθοξόου

 

Στις 20 Ιουλίου 1903 (με το παλαιό ημερολόγιο), ημέρα εορτής του προφήτη Ηλία, ξέσπασε στη Μακεδονία η επανάσταση που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Ίλιντεν (Илинден).

Το Ίλιντεν προετοιμάστηκε μεθοδικά από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ στα ελληνικά), γνωστή στους Μακεδόνες ως Внатрешна Македонска Револуционерна Организација (Βνάτρεσνα Μακέντονσκα Ρεβολουτσιόνερνα Οργκανιζάτσια ή ΒΜΡΟ) και στην Ευρώπη ως Internal Macedonian Revolutionary Organisation (IMRO). Η συμμετοχή του αγροτικού χριστιανικού πληθυσμού, τόσο του εξαρχικού όσο και του πατριαρχικού, ήταν σχεδόν καθολική στις περιοχές όπου ξέσπασε η επανάσταση (κυρίως στη Δυτική Μακεδονία).

Το ΄Ιλιντεν2 αντιμετωπίστηκε εχθρικά από το ελληνικό κράτος, τα προξενικά όργανα του οποίου συνεργάστηκαν με τους Οθωμανούς για την κατάπνιξή του. Η έκρηξη ενός επαναστατικού κινήματος που αγωνιζόταν για τη δημιουργία ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους τρόμαξε το ίδιο Οθωμανούς και Έλληνες. Οι πρώτοι έχαναν το ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας τους και οι δεύτεροι την κληρονομιά από πιθανή αποσύνθεση του μεγάλου άρρωστου αδελφού.

Η επανάσταση του Ίλιντεν πνίγηκε στο αίμα. Πατριαρχικός κλήρος και σπιούνοι της ελληνικής κυβέρνησης τέθηκαν στην υπηρεσία του οθωμανικού στρατού και των βαζιβουζούκων. Πυρπολήσεις χωριών, φόνοι άμαχων γυναικόπαιδων και πλιάτσικο των πάντων, ήταν η απάντηση του οθωμανικού κράτους. Όλη η Ευρώπη βρέθηκε στο πλευρό των μακεδόνων επαναστατών, εκτός της Ελλάδας που τους αποκήρυξε και τους συκοφάντησε.

Ο έλληνας αναγνώστης που θα προσφύγει σήμερα στην ελληνική περί μακεδονικού βιβλιογραφία, θέλοντας να σχηματίσει μια άποψη για το ΄Ιλιντεν, θα διαβάσει τα εξής ψεύδη:

α) Το Ίλιντεν ήταν ένα βουλγάρικο κίνημα που εκδηλώθηκε στη δυτική Μακεδονία το καλοκαίρι του 1903.

β) Πήραν μέρος σ’ αυτό κυρίως σλαβόφωνοι σχισματικοί (εξαρχικοί) αγρότες καθοδηγούμενοι από τους κομιτατζήδες.

γ) Ελάχιστοι πατριαρχικοί (σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι αλβανόφωνοι) συμμετείχαν στο ΄Ιλιντεν, κι αυτοί εξαναγκασμένοι από τα κομιτάτα, υπό την απειλή του θανάτου.

δ) Οι αντάρτες χτύπησαν βίαια τόσο τον άμαχο μουσουλμανικό πληθυσμό, όσο και τους πατριαρχικούς.

ε) Τα αιματηρά αντίποινα του οθωμανικού στρατού ήταν αναμενόμενα από την ηγεσία του κινήματος και μάλιστα επιδιωκόμενα, ώστε να προκαλέσουν την ανάμιξη των μεγάλων δυνάμεων της εποχής για την επιβολή μεταρρυθμίσεων.

στ) Σε τελευταία ανάλυση το κίνημα του Ίλιντεν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επανάσταση ή λαϊκή εξέγερση.

Όλοι οι έλληνες συγγραφείς που έγραψαν κάτι για το ΄Ιλιντεν, συμφωνούν λίγο ως πολύ στα παραπάνω σημεία, τα οποία και συνιστούν την ελληνική θέση. Η θέση αυτή ωστόσο υπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες και είναι ενταγμένη στην ελληνική προπαγανδιστική συνολική άποψη του ελληνικού κράτους για το μακεδονικό ζήτημα.

Γιατί το Ίλιντεν πρέπει να είναι βουλγαρικό και ψευδεπανάσταση, το αποκαλύπτει ο κορυφαίος αντιμακεδόνας προπαγανδιστής και για δεκαετίες σύμβουλος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών Ευάγγελος Κωφός, σε εισήγησή του στο συμπόσιο για τα ογδόντα χρόνια του μακεδονικού αγώνα, που συνδιοργάνωσαν το 1984, το ΙΜΧΑ, η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα:

Η εξέγερση του Ίλιντεν έχει πάρει πλέον διαστάσεις στη γιουγκοσλαβομακεδονική ιστοριογραφία ανάλογες εκείνων της αμερικανικής, της γαλλικής και της ελληνικής επανάστασης, γράφει ο Κωφός. Έχει επίσης – συνεχίζει – περιβληθεί το μύθο συγκλονιστικού έπους, που συνδυάζει την παλλαϊκή εξέγερση ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία και την ιδεαλιστική ενατένιση μιας δημοκρατικής και ισόνομης κοινωνίας, με την ενεργητική προβολή της εθνικής ιδιαιτερότητας του “μακεδονικού” λαού. [Και όλα αυτά εξυπηρετούν] όχι μόνο τη σχετική φιλολογία για τη γέννηση του “μακεδονικού” έθνους, αλλά και προσπάθεια απάλειψης οποιασδήποτε βουλγαρικής σύνδεσης μ’ αυτό”.3

Αν επομένως ενοχλεί το ιστορικό γεγονός μιας λαϊκής μακεδονικής επανάστασης (γιατί εντάσσεται στη διαδικασία της μακεδονικής εθνογένεσης), το υποβαθμίζεις σε βουλγαρική ψευτο – εξέγερση. Στην περίπτωση δηλαδή του ΄Ιλιντεν, η ελληνική ιστοριογραφία εφαρμόζει για πολλοστή φορά το αγαπημένο της δόγμα: εάν τα γεγονότα δεν συμφωνούν μαζί μας, τότε τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα.

Το Ίλιντεν είναι πράγματι για τους Μακεδόνες σημείο αναφοράς και σύμβολο αγώνα, συνδεόμενο με τον εθνικό αυτοκαθορισμό (σύμφωνα με τις σύγχρονες περί έθνους αντιλήψεις). Αποτελεί την κορυφαία πράξη του αντιοθωμανικού λαϊκού επαναστατικού μακεδονικού κινήματος, που προηγείται και προκαλεί τη μισθοφορική ελληνική αντεπαναστατική επέμβαση, τον ελληνικό δηλαδή αντιμακεδονικό αγώνα.

Ίωνας προς Στέφανο Δραγούμη:

Αγαπητέ μπαμπά έχομεν σλαυικήν επανάστασιν εν Μακεδονία

 

Στο κεφάλαιο αυτό, το Ίλιντεν ανασυντίθεται με βάση τα σχετικά ανέκδοτα ντοκουμέντα του ιστορικού αρχείου του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Το υλικό αυτό έχουν χρησιμοποιήσει με επιλεκτικές αναφορές και επιλεκτικότερες αποκρύψεις οι έλληνες πανεπιστημιακοί Νικόλαος Βλάχος4 και Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος5.

Οι προαναφερόμενοι συγγραφείς επεδίωξαν, εφαρμόζοντας την προκρούστεια μέθοδο, να φέρουν το Ίλιντεν στα μέτρα των αναγκών της ελληνικής προπαγάνδας. Οι ειδήσεις των ελληνικών πηγών αναδεικνύουν ωστόσο πράξεις και καταστάσεις που αναιρούν το ιστορικό έργο τους και επιβεβαιώνουν την αφερεγγυότητα του λόγου τους.

 

Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί σχετικά με το ΄Ιλιντεν, είναι τα αίτια που το προκάλεσαν. Ποιες ήταν δηλαδή, οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επαναστατικοποίησαν τον μακεδονικό αγροτικό πληθυσμό στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ο πρόξενος στο Μοναστήρι (ή Bitola) Πεζάς, γράφει σχετικά ένα χρόνο περίπου πριν το Ίλιντεν, στις 2 Μαΐου 1902, σε έκθεση προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης:

Όπως πεισθή η Υμετέρα Εξοχότης ότι δεν παραλογίζομαι, αρκεί να λάβη υπ’ όψει ότι τα κύρια αίτια τα γεννήσαντα και αναπτύξαντα την κατάστασιν ταύτην παραμένουσι πάντοτε αμετάβλητα. Η Τουρκική διοίκησις ούτε εβελτιώθη ούτε υπάρχει ελπίς να βελτιωθή υπό το παρόν σύστημα. Η διαφθορά των υπαλλήλων θα εξακολουθήση ως και πρότερον, διότι ουδεμίαν βλέπω σοβαράν προσπάθειαν προς αναχαιτισμόν της οικονομικής του κράτους παραλυσίας, ήτις είνε η κυρία αφορμή της διαφθοράς των υπαλλήλων”.

Και συνεχίζει: “Αι καταπιέσεις των χριστιανών εκ μέρους των αγροφυλάκων, των βέηδων και των στρατιωτικών αποσπασμάτων είνε πάντοτε εις την ημερησίαν διάταξιν, αι ασχημίαι δ’ αύται, ας δεν δύναται να προλάβη η κεντρική διοίκησις, θα καθιστά πάντοτε προθύμους τους χωρικούς εις τας έστω και απατηλάς εισηγήσεις των συμμοριτών”.6

Η άθλια κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει πριν την επανάσταση του Ίλιντεν ο μακεδόνας χριστιανός αγρότης, αποτυπώνεται επίσης και στο πρόγραμμα δράσης του έτους 1903, των Τσεντραλιστών, της αυτονομιστικής πτέρυγας του ΒΜΡΟ:

Μέχρι τούδε η Τουρκική Διοίκησις αγνοεί τί εστί ευδαιμονία και πώς αυτή εξασφαλίζεται. Οι φόροι ους εξακολουθούσι πληρόνοντες οι χριστιανοί είναι φόροι δουλείας εξ’ ων ουδέ καν μέρος διατίθεται προς εξασφάλισιν της ευδαιμονίας αυτών. Οι δρόμοι κατασκευάζονται δι’ αγγαρείας και εκ τούτων επωφελείται το κυρίαρχον έθνος. Ο τρόπος της εισπράξεως των φόρων και της δεκάτης είναι εξ εκείνων οίτινες εις τα άλλα κράτη από πολλού κατεδικάσθησαν εις θάνατον. Ουδεμίαν βοήθειαν παρέχει εις την εκπαίδευσιν του έθνους, όπερ καίτοι δι’ ιδίων αυτού δυνάμεων αγωνιζόμενον εμποδίζεται πολλαχώς υπό της Αρχής, διότι η καταδίκη του έθνους εις αμάθειαν αποτελεί εν εκ των πολλών συμφερόντων του κυριάρχου έθνους. Ο προορισμός του στρατού είναι μάλλον η φύλαξις των υπηκόων εν υποταγή, παρά η υπεράσπισις της χώρας κατά των έξωθεν εχθρών. Ο δε των δικαστηρίων και της διοικήσεως δεν είναι η απονομή της δικαιοσύνης και η εξασφάλισις της τάξεως, αλλά μάλλον η εξυπηρέτησις των συμφερόντων του κυριάρχου έθνους και τρομοκράτησις του δουλεύοντος. Οι εντεταλμένοι την φύλαξιν της ζωής των υπηκόων αυτοί πρώτοι κρατούσι πάντοτε εν τρόμω και κινδύνω αυτήν. Τα δικαιώματα του ανθρώπου και η προσωπική αξία παρά τοις χριστιανοίς της Μακεδονίας ουδεμίαν κέκτηνται σημασίαν. Εκτός του ότι οι χριστιανοί της Μακεδονίας πανταχού γίνονται αντικείμενον εξευτελισμού και περιφρονήσεως, το να δύνανται μόνον να ζώσι θεωρείται παρά της Κυβερνήσεως εξαιρετική χάρις απονεμομένη αυτοίς παρά του Κυριάρχου κράτους. Η οικογενειακή τιμή και ζωή συνιστάμεναι μόνον εις ξηράς λέξεις, θεωρούνται ως μη υπάρχουσαι. Ταύτα ευρίσκονται εις την διάκρισιν των Τούρκων ως είδος παιγνίου. Θρησκεία, ήθη, έθιμα και θρησκευτικά αισθήματα χρησιμεύουν εις διασκεδάσεις τοις Μουσουλμάνοις. Δια ταύτα ούτε έλεγχος ούτε προστασία υπάρχει. Εις εκ των όρων της προόδου ενός έθνους είναι η διατήρησις της ευρωστίας αυτού. Εν Μακεδονία και Ανδριανουπόλει ουδέ καν λόγος περί αυτής δύναται να γίνη, διότι εις τας χώρας ταύτας ο λαός ευρίσκεται εις πολύ κατωτέραν θέσιν των ζώων απέναντι των κυρίων αυτού”.

Οι Τσεντραλιστές ηγούνται του Ίλιντεν το καλοκαίρι του 1903. Ας δούμε λοιπόν στο ίδιο έγγραφο το πολιτικό πρόγραμμα τους, για το οποίο μόνο μισόλογα ψελλίζουν οι έλληνες ιστορικοί.

Αφού πρώτον ο λαός διαφωτισθή περί της καταστάσεώς του, πρέπει να διδαχθή ότι, εν η περιπτώσει αλλάξη αύτη θα αντικατασταθή υπό νέου καθεστώτος παρέχοντος τελείας εγγυήσεις ασφαλείας ζωής και τιμής, αλλά προς επιτυχίαν τούτου πρέπει να κατηχηθή ότι έχει ανάγκην πολέμου καλώς ωργανωμένου και δυναμένου να διαρκέση πολύν χρόνον. Καθ’ ην ώραν γίνηται η κατήχησις, όταν υπάρχουσι και Τούρκοι πρέπει να εμπνεύσητε ότι αποβλέπετε προς εν καθεστώς συνταγματικόν παρέχον εγγυήσεις απονομής δικαιοσύνης εξ ίσου εις όλας τας τάξεις και φυλάς και να επιστήσητε την προσοχήν του λαού εις αυτό το σημείον. Καθ’ ον χρόνον διαφωτίζετε τα πνεύματα των πολεμιστών δεν πρέπει να παραμελήτε να επισύρητε την προσοχήν αυτών επί του Μακεδονικού ζητήματος υπό έποψιν διεθνήν. Πρέπει να εθίσητε αυτούς να μη αναμένωσι καμμίαν βοήθειαν παρά της Ρωσσίας, Αυστρίας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδος, αλλά να βασίζωνται επί της ιδίας αυτών δυνάμεως. Πρέπει ν’ αναπτύξετε αυτοίς ότι η ελευθερία δεν δίδεται ως ελεημοσύνη εις τους λαούς αλλ’ αυτή αποκτάται δια των όπλων, και όταν το όπλον ευρίσκεται εις την χείρα τότε και η δύναμις αυξάνει”.

Οι Τσεντραλιστές ακολουθούν την επαναστατική αρχή ότι ο λαός πρέπει να στηρίζεται στις δικές του και μόνο δυνάμεις. Ο λαός, υπογραμμίζεται, “δεν πρέπει να εξαπατάται εκ των λόγων ότι θα δυνηθή να απαλλαγή του ζυγού, είτε διά της Βουλγαρίας, είτε διά τινος άλλης δυνάμεως, απ’ εναντίας πρέπει να έχη την πεποίθησιν ότι διά των εν δουλεία μεν διατελουσών, αλλ’ εσχάτως διοργανωθεισών ιδίων αυτού δυνάμεων θα δυνηθή ν’ ανακτήση την ανεξαρτησίαν αυτού”.

Η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους και η βαλκανική ομοσπονδία είναι ο τελικός στόχος των Τσεντραλιστών. “Πρέπει, σημειώνεται, να διαφωτισθή ο λαός περί του Μακεδονικού ζητήματος υπό διεθνή έποψιν και να πεισθή ότι η Μακεδονία ένεκα λόγων εθνολογικών είναι αδύνατον να προσαρτηθή εις οιονδήποτε άλλο κράτος. Είναι ανάγκη να διαφωτισθή ο λαός ότι σκοπός των ομόρων κρατών δεν αποβλέπει εις την απολύτρωσιν αυτού αλλ’ εις την διά προσαρτήσεως επαύξησιν της χώρας των διά διαμελισμού της Μακεδονίας. Η ιδέα της ενώσεως των Βαλκανικών κρατών θα χρησιμεύση ως βάσις προς ένωσιν αυτών, τα δε ειρημένα κράτη πρέπει να πεισθώσιν ότι η σωτηρία όλων εν τούτω έγκειται, η Μακεδονία θέλει χρησιμεύση ως κέντρον της Ενώσεως ταύτης”.7

Στα παραπάνω αποσπάσματα περιγράφεται καθαρά η επαναστατική κατάσταση που έχει δημιουργήσει η οθωμανική κακοδιοίκηση καθώς και ο αυτονομιστικός προσανατολισμός της τσεντραλιστικής μακεδονικής ηγεσίας.

Ας περάσουμε λοιπόν τώρα στον παράγοντα ελληνικό κράτος. Ποια δηλαδή ήταν η πολιτική του, μέσω της διπλωματίας και των πρακτόρων του, μπροστά στο ενδεχόμενο του ξεσπάσματος επανάστασης στη Μακεδονία.

Αποκαλυπτική απάντηση μας δίνει μια άλλη έκθεση του προξένου στο Μοναστήρι Κιουζέ Πεζά προς τον έλληνα πρωθυπουργό (Ιανουάριος 1902).

Στο Μοναστήρι έχει αναλάβει καθήκοντα νέος βαλής, ο Εδίπ Πασάς. Ο έλληνας πρόξενος ενημερώνει την ελληνική κυβέρνηση για τη συνάντησή του με το νέο βαλή και για τα όσα κουβέντιασαν. Απ’ όσα γράφει, προκύπτει πως υπάρχει διαταγή του μεγάλου βεζίρη προς τη γενική διοίκηση Μοναστηρίου για στενή συνεργασία με το ελληνικό προξενείο προς αντιμετώπιση των επαναστατών.

Την διαταγήν ταύτην εις μάτην ανεζήτησεν ο Εδίπ Πασσάς, ως ρητώς με διαβεβαίωσε, γράφει ο Πεζάς, δυστυχώς δε ούτε νεωτέραν τινά έλαβε μέχρι σήμερον περί του αντικειμένου τούτου διαταγήν, καίτοι η Β. Πρεσβεία διά του υπ’ αριθμ. 1195 από 28 Δεκεμβρίου παρελθόντος έτους εμπιστευτικού αυτής εγγράφου ανήγγειλε και εμοί ότι ο Μέγας Βεζύρης υπεσχέθη να δώση ρητήν διαταγήν προς τον νέον Γενικόν Διοικητήν”.

Ο Πεζάς προτείνει λοιπόν να ζητηθεί από τον έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, να ξαναρωτήσει τον μεγάλο βεζίρη αν έδωσε την εντολή στο νέο βαλή Μοναστηρίου. “Εάν υπεμιμνήσκετο, παρατηρεί, τω Μ. Βεζύρη υπό της Β. Πρεσβείας η εκτέλεσις της υποσχέσεως ταύτης μεγάλως θα διηυκολύνετο η θέσις μου, διότι ό,τι σήμερον πράττω ανεπισήμως και εξ αμοιβαίας φιλοφροσύνης μετά του Βαλή, θα περιβληθή τότε τον τύπον επιτακτικού καθήκοντος αμφοτέρωθεν και αναγκαίας υπακοής εις τας διαταγάς των ημετέρων Κυβερνήσεων. Τούτου ένεκα παρακαλώ και αύθις να γένηται επειγόντως η προσήκουσα υπόμνησις τω Μ. Βεζύρη”.

Ο Πεζάς ενημερώνει πάντως το βαλή για τις κινήσεις των επαναστατών, δίνοντάς του κάθε πληροφορία που έχει μαζέψει μέσω των πρακτόρων του.

Συμμορφούμενος, λέει, προς τας δοθείσας μοι διά του υπ’ αριθ. 3040 από 14 Δεκεμβρίου π.ε. Υμετέρου εγγράφου οδηγίας ανεκοίνωσα τω Εδίπ πασσά εντός των διαγραφομένων μοι ορίων πολλάς πληροφορίας, ας θεωρώ περιττόν ν’ αναγράψω ενταύθα, και επί πολλών σημείων επέστησα την προσοχήν αυτού. Έλαβε σημειώσεις και μοι υπεσχέθη ότι εντός ολίγου θα ενεργήση καταλλήλως”.

Στη συνέχεια ο Πεζάς εξηγεί στο βαλή γιατί οι Έλληνες αγαπούν τόσο τους Τούρκους και ενδιαφέρονται για το καλό της αυτοκρατορίας.

Εις τον Εδίπ Πασσάν, γράφει, δεν παρέλειψα να αναπτύξω την αλληλεγγύην των εν Μακεδονία ελληνοτουρκικών συμφερόντων καταστήσας αυτώ καταληπτόν ότι ημείς χάριν της εθνικής ημών αρτιότητος ενδιαφερόμεθα όσον ουδείς άλλος λαός υπέρ της ησυχίας και της ευημερίας της Τουρκίας, ως περικλειούσης εν τοις ορίοις αυτής την μεγίστην του ημετέρου έθνους μερίδα, ότι έδει να έχωσιν οι Τούρκοι ακράδαντον πεποίθησιν ότι ειλικρινώς θέλομεν να συνεργασθώμεν μετ’ αυτών, διότι ο απειλών κίνδυνος και ημάς εξίσου απειλεί. Είναι φυσικώτερον, τω είπον, να ενδιαφερόμεθα περί της τύχης των εν Μακεδονία ημετέρων ομοφύλων και ανησυχώμεν διά τα εν αυτή συμβαίνοντα, διότι ως γείτονες δεν δυνάμεθα ή να φροντίζωμεν περί της προφυλάξεως και της υμετέρας οικίας, αφού είνε γνωστόν ότι πυρπολουμένης της ιδικής σας κατ’ ανάγκην θα μεταδοθή το πυρ και εις την συνεχομένην ημών”.

Παρ’ όλα αυτά ο κίνδυνος της επανάστασης είναι ορατός, και το χειρότερο για το ελληνικό προξενείο είναι πως και οι πατριαρχικοί πληθυσμοί προσχωρούν στο επαναστατικό κίνημα:

Ότι πάντες οι σχισματικοί ασπάζονται νυν τας επαναστατικάς ιδέας του Κομιτάτου, περί τούτου ουδεμία επιτρέπεται αμφιβολία πλέον, αλλά το λυπηρόν είνε ότι και οι πλείστοι των ελληνιζόντων σλαβοφώνων, τούτο μεν ένεκα της Τουρκικής κακοδιοικήσεως, τούτο δε ένεκα της τρομοκρατίας, ην ενέπνευσαν αι συμμορίαι, φαίνονται και αυτοί προσχωρήσαντες κατά το μάλλον και ήττον εις τας αυτάς ιδέας παρά πάσας τας ημετέρας αντιδράσεις και νουθεσίας. Και είνε μεν ούτοι εφεκτικώτεροι οπωσδήποτε των σχισματικών, αλλά και αυτοί φιλοξενούσι τους συμμορίτας, απέχοντες από πάσης σχετικής ανακοινώσεως. Συμπεριφέρονται άλλως τε προς αυτούς οι πράκτορες του Κομιτάτου μετά πολλής επιτηδειότητος παραινούντες αυτούς να συμφιλιωθώσι μετά των σχισματικών αυτών αδελφών και να υποστηρίξωσι τον υπέρ των χριστιανών εν γένει αγώνα των χωρίς ν’ αποβλέπωσιν εις διακρίσεις μεταξύ σχισματικών και ορθοδόξων”.

Το τελικό συμπέρασμα του Πεζά είναι ότι έτσι που ήρθε η κατάσταση, καλύτερα να ξεσπάσει πρόωρα η επανάσταση, ώστε να κατασταλεί και πιο εύκολα.

Βαθμηδόν ήρχισα να σχηματίζω την γνώμην, γράφει, ότι όπου έφθασαν τα πράγματα συμφέρει ίσως ημίν να εκραγή όσον τάχιον το διοργανούμενον επαναστατικόν κίνημα, αν πρόκειται τούτο να επιφέρη μεταβολήν του καθεστώτος, διότι η ευχερής καταστολή αυτού άνευ άλλης τινός συνεπείας θα φέρη μόνη εις συναίσθησιν τους Μακεδόνας και πάντως θα ωφελήση τον ημέτερον αγώνα”.8

Η επανάσταση αρχίζει οργανωμένα το απόγευμα της Κυριακής 20 Ιουλίου 1903. Η μαζική συμμετοχή του πληθυσμού στην προετοιμασία της, έκανε φυσικά κοινό μυστικό την ημερομηνία της έναρξης.

Ο νέος έλληνας πρόξενος στο Μοναστήρι Κ. Κυπραίος είναι ενήμερος από τους πληροφοριοδότες του για την επερχόμενη επανάσταση. Δυο μέρες πριν αυτή ξεσπάσει, σημειώνει:

Τη προσεχεί Κυριακή 20 Ιουλίου την εσπέραν οι χωρικοί υποχρεούνται να λάβωσι τα όπλα και επιτεθώσι κατά Τουρκικών χωρίων μόνον προς το παρόν, καταστρέψωσι δε παν Τουρκικόν είτε πύργον, είτε οικίαν, είτε συγκομιδήν”.[9

Συμπληρώνει μάλιστα λίγες μέρες αργότερα, σε αναφορά του προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης, πως την πληροφορία αυτή τη μετέφερε αμέσως, όπως εξάλλου συνήθιζε πάντα να κάνει, στην οθωμανική διοίκηση:

Μοι εγνώρισαν εμπιστευτικώς ότι την εικοστήν του μηνός, ημέραν Κυριακήν και εορτήν του Προφήτου Ηλιού, κηρύσσεται αφεύκτως η επανάστασις, και μοι καθώρισαν τα σημεία της συγκεντρώσεως των επαναστατών. Τούτο δεν έλειψα ν’ ανακοινώσω τω Γενικώ Διευθυντή και συστήσω Αυτώ, ως και πάντοτε έπραττον, να λάβη τα απαιτούμενα προς προφύλαξιν ιδίως των ημετέρων χωρίων μέτρα. Ο Γενικός Διοικητής όμως δεν ηθέλησε να λάβη υπ’ όψει τας συστάσεις μου και τας ανακοινώσεις μου απέδιδεν εις απλάς διαδόσεις των οπαδών του Κομιτάτου”.10

Ο πρόξενος Κ. Κυπραίος περιγράφει, στις 24/7, αναφερόμενος στον υπουργό των Εξωτερικών Α. Σκουζέ, τις πρώτες στιγμές της επανάστασης, το απόγευμα της 20 Ιουλίου, στην πρωτεύουσα του βιλαετίου. Το σύνθημα δίνεται με μεγάλες φωτιές που ανάβουν σε προκαθορισμένα σημεία οι επαναστάτες. Έξω από τη Μπίτολα [Bitola]11 ανάβουν “δυο πυρκαϊαί εις θημωνιάς κατά τα δύο άκρα της πόλεως, ανατολικόν και δυτικόν, κειμένας, σημείον ενάρξεως του επαναστατικού κινήματος”.

Περιγράφει επίσης τη μεγάλη πανηγυρική σημαία του κομιτάτου. Φέρει χρυσά κρόσσια και την επιγραφήν “Λαέ θάρρος ο Θεός μεθ’ ημών” ετέρωθεν “Ελευθερία ή Θάνατος” και τα ονόματα 11 πόλεων της Μακεδονίας, εν αρχή τα Βιτώλια, έπειτα Φλώρινα, Καστορία, Αχρίς, Στρώμνιτσα κλπ, έπειτα διά κεφαλαίων γραμμάτων “Β΄ Κομιτατικόν Τμήμα”.12

Στο ίδιο έγγραφο διαβάζουμε πως εκείνο το βράδι η επαναστατική σημαία υψώθηκε στα χωριά Smilevo13 και Bukovo14 του καζά Μοναστηρίου. Επίσης, ότι “επυρπολήθηκαν χάνια τινά ανήκοντα εις Τούρκους βέηδες και ότι εκόπησαν άπαντα τα τηλεγραφικά σύρματα τα συνδέοντα την πόλιν μετά του λοιπού κόσμου”.

Τις επόμενες μέρες η επανάσταση γενικεύεται. Τα βουνά γεμίζουν με χιλιάδες ένοπλους μακεδόνες αγρότες. “Όλα σχεδόν τα χωρία αφήκαν και αλώνια και ζώα και οικίας και έφυγαν εις τα όρη οι δυνάμενοι να φέρωσιν όπλα. Εις πολλά χωρία έμειναν ολίγιστοι διότι έφυγαν και αυταί αι γυναίκες. Συμπλοκαί γίνονται εις πολλά μέρη”, διαβάζουμε σε τηλεγράφημα του προξενείου Μοναστηρίου.15 Στο ίδιο τηλεγράφημα γίνεται γνωστή η κατάληψη της κωμόπολης Krušovo.16

Στο έγγραφο ξαναγίνεται λόγος για την εγκατάλειψη των χωριών: “χωρία τινά εγκατελήφθησαν υπό των κατοίκων απάντων. Π.χ. ο Χριστόφορος [Kristofor]17, το Ζαμπύρδενι [Zabärdeni]18, η Ρόσνα [Rosna]19, η Μπάνιτσα [Banica]20, το Τσερέσοβον [Cerovo]21 και άλλα. Τα γυναικόπαιδα τινών εξ’ αυτών επέστρεψαν την 22 Ιουλίου. Ομοίως και χωρικοί επιστρέφουσιν εις τας εστίας αυτών, πιθανώς οι υπεράριθμοι”.

Η ανάγκη διακοπής της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας, προς αποφυγή μεταφοράς στρατιωτικών μονάδων και πολεμοφοδίων από τη Θεσσαλονίκη, ωθεί τους επαναστάτες να καταστρέψουν τις γραμμές του τρένου: “η σιδηροδρομική γραμμή δις εβλάβη υπό των ανταρτών, παρά το Εξή-σου [Ekši Su]22 την 21 Ιουλίου μετετέθησαν σιδηραί τινές ράβδοι, την 22 Ιουλίου ανετινάχθη μικρά τις γέφυρα. Την αυτήν ημέραν οι παρά την γραμμήν στρατιώται εν Πέτορακ [Petorak]23 προσέλαβον αντάρτας, επιχειρούντες να καταστρέψωσι την γραμμήν”.24

Ο Κυπραίος αποκαλεί περιφρονητικά τους επαναστάτες λησταντάρτας. Ομολογεί όμως με θλίψη ότι “σήμερον κατά χιλιάδας αριθμούνται”, και σημειώνει τις επιτυχίες τους:

Σχεδόν άνευ αντιστάσεως κατέλαβον εν των κυριοτέρων σημείων του τμήματος τούτου, το Κρούσοβον, Β. της πόλεως Μοναστηρίου, ΒΔ. δε το Σμήλεβον και πολλά χωρία του διαμερίσματος της Πρέσπας και Καστορίας, ως και πάντα τα ημέτερα Μοναστήρια, οίον του Παραλόβου, Δράγος, Βελουσίνης κ.α” .25

Στις 25 Ιουλίου φτάνει στο Μοναστήρι τηλεγράφημα του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών με σαφέστατη εντολή προς τον Κυπραίο: “Ανάγκη να καταβληθή διά πάσης θυσίας πάσα προσπάθεια ίνα μη ημέτεροι [δηλαδή πατριαρχικοί] συμμετάσχωσι κινήματος. Αφήνει δε στον πρόξενο την πρωτοβουλία κατανομής και αξιοποίησης των πρακτόρων. Προτείνει εάν κριθή παρ’ υμών χρήσιμος αποστολή πρακτόρων εις ύπαιθρον χώραν και διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει ζήτημα χρημάτων προκειμένου να προωθηθούν τα ελληνικά συμφέροντα. Η ελληνική κυβέρνηση, ως κατ’ επανάληψιν εδήλωσεν, αναλαμβάνει πάσαν απαιτηθησομένην δαπάνην. Μέχρι της αποστολής δε νέων ποσών δι’ απρόβλεπτα, σας εξουσιοδοτεί να δαπανάτε εκ των εκπαιδευτικών”.26

Την άλλη μέρα, 26 Ιουλίου, ο Κυπραίος απαντά στο τηλεγράφημα της ελληνικής κυβέρνησης. Πιστεύει πως δεν είναι “δυνατή η δι’ ημετέρων πρακτόρων αναχαίτισις των επαναστατών. Ενημερώνει ότι εφ’ όσον δυνάμεθα βοηθούμεν τας Τουρκικάς Αρχάς προς καταστολήν του κινήματος και προβληματίζεται μήπως θα έπρεπε, με κίνδυνο βέβαια την απώλεια και του μικρού υπολοίπου της ελληνικής επιρροής πάνω στους ορθόδοξους πληθυσμούς, να καταδιώξωμεν από κοινού μετά των Τούρκων τους ημετέρους (πατριαρχικούς) πληθυσμούς επαναστατήσαντας κατ’ αυτών”. Ενημερώνει δε το υπουργείο πως έχει δαπανήσει όλα τα σχετικά κονδύλια, ακόμη και τα εκπαιδευτικά.

Η σημαντικότερη ωστόσο διαπίστωση του Κυπραίου είναι πως άπασα η χώρα αύτη (από των τότε συνόρων του βουλγαρικού κράτους μέχρι την ελληνόφωνη ζώνη νότια της Καστοριάς) “ηκολούθησε το κίνημα εξαιρέσει των Βλαχοφώνων και Αλβανοφώνων των κωμοπόλεων των οποίων επιδιώκεται νυν κατάληψις υπό των επαναστατών όπως εξουδετερωθή η αντίδρασις αυτών”.

Και συνεχίζει υπογραμμίζοντας πως οι “εξεγερθέντες πληθυσμοί είναι νυν πεπεισμένοι ότι μάχονται υπέρ της ελευθερώσεως αυτών και ουδέ είναι δυνατόν νυν να αναχαιτισθή το επαναστατικόν αυτών φρόνημα”. Αναγνωρίζει δε πως τελικά ακόμα “και Βλαχόφωνοι και Αλβανόφωνοι διάκεινται ευμενώς προς το κίνημα”.27

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επαναστατική κατάσταση που διαμορφώθηκε παρουσιάζει επίσης η αναφορά του βρετανού προξένου Μοναστηρίου Peter James McGregor προς το βρετανό γενικό πρόξενο Θεσσαλονίκης Robert W. Graves, στις 21/7/1903:

Είναι αδύνατο, γράφει, αυτή τη στιγμή να υπολογιστεί το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού που εγκατέλειψε τα χωριά, είτε μερικά είτε εξ ολοκλήρου, και αποσύρθηκε στα βουνά υπακούοντας στο κάλεσμα της Κυριακής, αλλά θα πρέπει να αριθμούν αρκετές χιλιάδες”. Στο επαναστατικό στρατόπεδο δεν βρίσκονται μόνο εξαρχικοί Μακεδόνες αλλά και Πατριαρχικοί και Βλάχοι, που μέχρι τώρα θεωρούνταν πιστοί οπαδοί της ελληνικής προπαγάνδας.

Και λίγο παρακάτω δίνει πληροφορίες για την επανάσταση στην περιοχή Φλώρινας – Καστοριάς:

Ο Βαλής με πληροφορεί ότι τα χριστιανικά χωριά στην περιοχή γύρω από το Μπούφι [Buf]28 και τη Φλώρινα [Florina]29, όπως η Ρόσνα, η Ζαμπύρδενη, το ΄Αρμενσκο [Armensko]30, η Μπάνιτσα, το Χασάνοβο [Hasanovo]31, έχουν εγκαταλειφθεί και το ίδιο συμβαίνει και στην περιοχή Κορεστίων ανάμεσα στις λίμνες της Πρέσπας και της Καστοριάς, όπου παραμένουν μόνο παιδιά και ηλικιωμένοι”.32

H αντίστροφη μέτρηση για τους επαναστάτες αρχίζει το απόγευμα της Τετάρτης 30 Ιουλίου με την πτώση της πόλης του Κρουσόβου, της πρωτεύουσας του ΄Ιλιντεν. Το ελληνικό προξενείο στο Μοναστήρι μαθαίνει το γεγονός τρεις μέρες μετά. Το Κρούσοβο κατελήφθη και λεηλατήθη υπό του στρατού, ως λέγεται, διαβάζουμε σε αναφορά της 2ας Αυγούστου. “Ότι ελεηλατήθη το Κρούσοβον είναι βεβαιότατον διότι στρατιώται και μπαζιμπουζούκοι εδώ και εις το Περλεπέν έφεραν και πωλούσι διάφορα πράγματα και σκεύη και φορέματα και διάφορα διαμαντικά”.

Στο ίδιο έγγραφο μαθαίνουμε επίσης την καταστροφή του πατριαρχικού μακεδονικού χωριού Ράκοβου [Rokovo]33: “Ψες ήλθαν από Ράκοβον περί τα 130 γυναικόπαιδα και παραπονέθησαν διατί να καύσωσι το χωρίον των, ενώ οι άνδρες είνε ξενητεμένοι εις την Αμερικήν και αυταί είνε όλαι αθώαι”.34

Την απίστευτη ωμότητα της αντεπαναστατικής βίας περιγράφει και ο Ίων Δραγούμης σε έκθεσή του, εκείνων των ημερών. “Οι στρατιώται, γράφει, συναντούντες χωρικούς φονεύουσιν αυτούς και απογυμνούσιν, καταδιώκοντες δε τους επαναστάτας λεηλατούσι και καίουσι χωρία και σφάζουσι όσους άνδρας, γυναίκας ή παιδία εύρωσιν εν αυτοίς”.35

Τέλη Αυγούστου, ο πρόξενος Κ. Κυπραίος με αναφορά του προς την ελληνική κυβέρνηση γίνεται πιο συγκεκριμένος: “Κατά πληροφορίας ληφθείσας πλαγίως προ 10 ημερών εν τοις επισήμοις καταλόγοις των λεηλατηθέντων και πυρποληθέντων υπό του στρατού χωρίων, αναφέρονται 34 της Αχρίδος, 16 χωρία της Πρέσπας, 4 του Δεμίρ Χισσάρ, 4 του Κρητσόβου, 12 του καζά Μοναστηρίου, 6 του καζά της Φλωρίνης, ήτοι εν όλω 76. Μέχρι της αυτής εποχής είχον πυρποληθή 17 χωρία εν τη περιφερεία Καστορίας. Σήμερα ο αριθμός των πυρποληθέντων χωρίων θα είνε πολύ ηυξημένος”. Στο ίδιο έγγραφο ο Κυπραίος διευκρινίζει ότι ουδεμία διάκρισις γίνεται μεταξύ ημετέρων [:πατριαρχικών] και σχισματικών [:εξαρχικών] χωρίων, όταν πρόκειται περί πυρπολήσεως και διαρπαγής.36

Εκτός από τις προξενικές αναφορές και τα τηλεγραφήματα, στους φακέλους του προξενείου Μοναστηρίου βρίσκονται εκθέσεις για την εξέλιξη της επανάστασης (κυρίως για την κατάπνιξή της), γραμμένες από το δεδηλωμένο εχθρό της, το μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη.

Ο Καραβαγγέλης εκθέτει τα γεγονότα έχοντας βαθύ μίσος για τους επαναστάτες τους οποίους χαρακτηρίζει “βάρβαρο στοιχείο”, “ψευδελευθερωτές”, “άνανδρους δολοφόνους”, “λύκους”, “κύνες”, “κακούργους”, “ανθρωπόμορφα τέρατα”.

Για την επανάσταση, μας πληροφορεί πως κηρύχθηκε επίσημα στον καζά Καστοριάς στις 21 Ιουλίου. Στόχοι των επαναστατών υπήρξαν το μουσουλμανικό χωριό Ζέρβενι [Žerveni]37, το βλάχικο κεφαλοχώρι Κλεισούρα [Klisura]38 και η βλάχικη Νέβεσκα [Neveska]39. Του πρώτου η πολιορκία λύθηκε με τη συνδρομή του στρατού, τα δε άλλα δύο τα κατέλαβαν για λίγες μέρες οι επαναστάτες.

Ο οθωμανικός στρατός, υπό τη διοίκηση του Χουσνή Πασά πέρασε γρήγορα στην αντεπίθεση. Στις 23 Ιουλίου σφάζει 30 χωρικούς μέσα στην Καστοριά [Kastorja]40. Στις 24, μετά τη λύση της πολιορκίας στο Ζέρβενι, γυρίζοντας στην πόλη, περνάει από το χωριό Σεστέοβο [Šešteovo]41 και βάζει φωτιά σε δεκαπέντε σπίτια. Στις 31 Ιουλίου βγαίνει και καίει το κεφαλοχώρι Ντάμπενι [Dämbeni]42. Στις 4 Αυγούστου επιτίθεται ταυτόχρονα στα χωριά Ζουπάνιστα [Županišta]43 και Κόσινετς [Kosinec]44, τα οποία και καταστρέφει. Στην εκστρατεία κατά του δεύτερου χωριού παίρνει μέρος ο συνεργάτης του Καραβαγγέλη και των Οθωμανών καπετάν Βαγγέλης Στρεμπενιώτης με τους άντρες του και τους Κρητικούς μισθοφόρους.

Δεκαπέντε μέρες μετά την έκρηξη της επανάστασης, η κατάσταση στην Καστοριά σύμφωνα με τα λεγόμενα του Καραβαγγέλη έχει ως εξής: “εκ των χωρίων ουδείς δύναται να έλθη εις Καστορίαν εκ φόβου το μεν προς το Κομιτάτον, το οποίον αυστηρώς επ’ απειλή θανάτου απηγόρευσε το τοιούτον, το δε προς τον εν Καστορία στρατόν, όστις διέπραξε πολλούς φόνους χωρικών εν τη πόλει. Ενώπιον τοιαύτης καταστάσεως εκρύθμου, οίαν δεν δύναταί τις να παραστήση, οι μεν επαναστάται ανενόχλητοι οργιάζουσιν ανά τα όρη, ο δε στρατός περιωρίσθη μόνον εις πυρπολήσεις και σφαγάς αδιακρίτως φυλής και ομολογίας”.

Στην πρώτη αυτή έκθεσή του ο μητροπολίτης Καστοριάς κάνει γνωστό ότι υπέδειξε “την ανάγκη της διακρίσεως των ορθοδόξων από των σχισματικών”, μια και αδιαφορούσε ή μάλλον χαιρόταν για τη σφαγή των εξαρχικών Μακεδόνων, και ότι ζήτησε από τον γενικό στρατιωτικό διοικητή “την σύντονον καταδίωξιν των συμμοριών”. Τέλος σε υστερόγραφο ζητάει “επί τέλους τα καθυστερούμενα χρήματα γιατί έχει καταξοδευθεί στον αγώνα του κατά του καταραμένου Κομιτάτου”. 45

Σε επόμενη έκθεσή του, προς το μητροπολίτη Πελαγωνίας, ο Καραβαγγέλης εξιστορεί τη συνέχεια των αντεπαναστατικών στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Στις 13 Αυγούστου τέσσερα τάγματα με δύο τηλεβόλα υπό την αρχηγία του Μιραλάι Αδέμ Μπέη επιτίθενται στα μακεδόνικα χωριά Τσερέσνιτσα [Čerešnica]46 και Πρεκοπάνα [Prekopana]47, τα οποία και γίνονται “παρανάλωμα του πυρός”. Στις 14/8 ο στρατός χτυπάει το αρχηγείο των επαναστατών στην κορυφή του όρους Βίρμπιτσα και τους διώχνει προς τα Κορέστια. Τις δύο αυτές μέρες περίπου 150 επαναστάτες σκοτώνονται.

Στις 15 Αυγούστου ο οθωμανικός στρατός καίει τα μακεδόνικα χωριά Μπόμπιστα [Bobišta]48 και Ζαγκορίτσανη [Zagoričani]49 και στις 16 τα Μπόμποκι [Bomboki]50 και Κοντόρομπι [Kondorobi]51.

Το χρονικό αυτό διάστημα ο στρατός ανακαταλαμβάνει τη Νέβεσκα στις 13/8 και την Κλεισούρα στις 15/8. Στις 21/8 καίει τα μακεδόνικα χωριά Βίσενι [Višeni]52 και Μπλάτσα [Blaca]53 και στη συνέχεια την επόμενη μέρα τα Γκόρνο Ντρενόβενι και Ντόλνο Ντρενόβενι [Gorno & Dolno Drenoveni]54, Ποζντίβιστα [Pozdivišta]55 και Τσερνόβιστα [Černovišta]56.

Σύμφωνα με τον Καραβαγγέλη “τα γυναικόπαιδα ευρίσκονται εις κατάστασιν απελπιστικήν, διεσκορπισμένα ανά τα όρη άνευ τροφής, άνευ επικουρίας”. Το γεγονός αυτό, το θεωρεί μοναδική ευκαιρία. Εξαγοράζει λοιπόν την πείνα των εξαρχικών επαναστατών. Προσφέρει ψωμί και προστασία και παίρνει δηλώσεις επιστροφής στο Πατριαρχείο.57

Σε επόμενη έκθεσή του, ο Καραβαγγέλης περιγράφει την τελετή ομαδικής δήλωσης αποκήρυξης της Εξαρχίας 5.000 πεινασμένων μακεδόνων αγροτών που είχαν καταφύγει στη μονή Αγίων Αναργύρων. Προσκαλεί στην Κλεισούρα τους προύχοντες και τους ιερείς των γύρω κατεστραμμένων χωριών που φτάνουν εκεί συνοδευόμενοι από τους ένοπλους μισθοφόρους του μητροπολίτη (και των Οθωμανών) του Βαγγέλη Στρεμπενιώτη.

Στις 29 Αυγούστου, γράφει, “εχοροστάτησα επ’ εκκλησίας παρόντων εξ όλων των περιοίκων, ωμίλησα προς αυτούς, ανέγνωσα συγχωρητικήν ευχήν, οι δε σχισματικοί ιερείς, 3 της Ζαγοριτσάνης, 2 της Μπομπίστης, 2 της Μοκραίνης [Mokreni]58 και εις [της] Γκορέντσης [Gorenci]59, ζητήσαντες το έλεος της εκκλησίας και επιδείξαντες μετάνοιαν διά την αποσκίρτησιν συμφώνως ταις διατάξεσι των ιερών κανόνων ωρκίσθησαν εντός του Αγίου Βήματος ότι θα μείνωσι πιστοί και αφωσιωμένοι τη Μητρί Εκκλησία και ταις Παραδόσεσι μέχρι τάφου, ακολούθως διένειμα εις τας οικογενείας άλευρον και χρήματα εις την θύραν της εκκλησίας, συνεβούλευσα αυτούς να καταθέσωσι τα όπλα εις την Κυβέρνησιν και ανεχώρησα παραλαβών παρ’ όλων της περιφερείας εκείνης σχισματικών αναφοράς προς την Κυβέρνησιν και τον Μητροπολίτην δηλώνουσας ότι αποποιούνται το σχίσμα”.60

Στα ανωτέρω ανέκδοτα ντοκουμέντα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, περιγράφεται επαρκώς τόσο η έκταση του επαναστατικού κινήματος του Ίλιντεν όσο και η σφοδρότητα της αντεπαναστατικής βίας που ακολούθησε. Λείπει ωστόσο ο εκ των υστέρων απολογισμός για το χαρακτήρα της επανάστασης, κάτι που επιχείρησε ένα σχεδόν χρόνο αργότερα να κάνει, υλοποιώντας εντολή του προϊσταμένου του υπουργού Εξωτερικών Άθω Ρωμάνου, ο διπλωματικός υπάλληλος (διερμηνέας) Γ. Τσορμπατζόγλου, μετά από διατεταγμένες περιοδείες προς συναγωγή συμπερασμάτων.

Η επίθεση της ελληνικής ιστοριογραφίας κατά του Ίλιντεν μπορούμε να πούμε ότι στηρίζεται σε δυο βασικές θέσεις: α) ότι πρόκειται για ψευδεπανάσταση – ψευτοεξέγερση και β) ότι έχει καθαρά βουλγαρικό χαρακτήρα.

Τα επιμελώς φυλαγμένα, στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών, μυστικά των εμπιστευτικών εκθέσεων του Γ. Τσορμπατζόγλου, τινάζουν στον αέρα τις δύο αυτές ιστορικές – προπαγανδιστικές περί Ίλιντεν ελληνικές θέσεις. Τα μυστικά αυτά τα φύλαξαν τόσο ο Π. Βυσσούλης, στη σχετική περί των εκθέσεων εργασία του61, όσο και ο Κ. Βακαλόπουλος στο βιβλίο του62.

Στην έκθεση του Γ. Τσορμπατζόγλου της 27 Μαρτίου 1904, υπάρχει ιδιαίτερο κεφάλαιο με τίτλο Η επανάστασις. Η πρώτη σημαντική παρατήρηση του συντάκτη της έκθεσης αναφέρεται στους νεκρούς της τελευταίας επταετίας τους συνδεόμενους με την ανταρτική δραστηριότητα. Γράφει λοιπόν πως “εκ των ημετέρων [δηλ. των πατριαρχικών] δεν απώλεσαν την ζωήν πλείονες των τριακοσίων και πως από τους χιλιάδες ελληνοδιδασκάλους των πατριαρχικών σχολείων εφονεύθη εις και μόνος, των λοιπών αφεθέντων επιμελώς ελευθέρων μετά των ελλήνων ιερέων εν τω έργω της διατηρήσεως και επί πλέον προαγωγής του ελληνικού [:πατριαρχικού] εν τη χώρα εκκλησιαστικού και εκπαιδευτικού καθεστώτος”.

Ο Τσορμπατζόγλου επανέρχεται και υπογραμμίζει πως οι αντάρτες δεν πείραξαν, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων (προδοτών και φιλότουρκων) την ηγεσία των πατριαρχικών μακεδόνων αγροτών (πρόκριτους, ιερείς και δασκάλους).

Τα 300 ή 350, γράφει, μέχρι σήμερον ημέτερα θύματα της μαχαίρας των ανταρτών υπήρξαν θύματα ουχί βουλγαρικού μισελληνισμού ή οιασδήποτε βουλγαρικής ιδέας, αλλ’ απλώς προσωπικών καθαρώς εκδικήσεων των συμμοριτών ή μάλλον θύματα του αισθήματος της αυτοσυντηρήσεως αυτών, καταγγελθέντα ή συκοφαντηθέντα πολλάκις υπό κομματικών αντιπάλων ως επικίνδυνοι διώκται και φανατικοί καταδόται των ανταρτικών κρησφυγέτων”.

Στη συνέχεια σημειώνει ότι “η εν τη χώρα επανάστασις είναι πολλώ ευρύτερον και βαθύτερον εξαπλωμένη ή όσον κοινώς νομίζεται και είναι ήδη πάντα ανεξαιρέτως τα χωρία και τα τσιφλίκια μεμυημένα εις την κοινήν περί ελευθερώσεως ιδέαν και είναι έλληνες [: πατριαρχικοί] φανατικοί οι σπουδαιότεροι αντιπρόσωποι των επαναστατικών συμμοριών εντός των πόλεων και χωρίων και είναι ουκ ολίγοι οι εντός αυτών εξοπλισμένοι κρύφιοι οπαδοί των συμμοριών”.

Για το “δράμα του Κρουσόβου”, δηλ. την επανάσταση του Ίλιντεν, ο Τσορμπατζόγλου γράφει πως “οι ορθόδοξοι Έλληνες [:οι πατριαρχικοί], καθά μοι εβεβαίωσεν ο πρώην Μητροπολίτης Πελαγωνίας, είχον συμπράξει μετά των ανταρτών εν αδελφική υπέρ ελευθερίας συμπνοία”. Και παρατηρεί:

Κατά την κεντρικήν τουλάχιστον Μακεδονίαν, ην έχω προ οφθαλμών, ουδέν ανταρτικόν σώμα ενεφανίσθη καθαρώς βουλγαρικόν ή καθαρώς βουλγαρομακεδονικόν και ουδείς γνησίως βούλγαρος οπλαρχηγός ηδυνήθη να στερεώση την αποστολήν του εν ονόματι της βουλγαρικής ιδέας. Πάντες σχεδόν οι οπλαρχηγοί όσοι εκυριάρχουν ανέκαθεν και κυριαρχούσι μέχρι της στιγμής ταύτης επί της Κεντρικής Μακεδονίας, ήτοι του επικαιροτέρου ανέκαθεν κέντρου της επαναστάσεως, του αποτελουμένου υπό των διαμερισμάτων Τίκφες, Γευγελής και Δοϊράνης εισίν Έλληνες [:πατριαρχικοί] Μακεδόνες και δη φανατικοί ορθόδοξοι”.

Ο Τσορμπατζόγλου δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη μακεδονική εντοπιότητα του επαναστατικού κινήματος και στην αντίθεσή του με τις βουλγαρικές επιδιώξεις. “Οι μόνοι παράγοντες της εξεγέρσεως ους έθρεψε και έκρυψεν ο έλλην [:πατριαρχικός] Μακεδών χωρικός δεν είναι Βούλγαροι, αλλά γνήσιοι ως αυτός Μακεδόνες”. Γι’ αυτό και η εμμονή στο πολιτικό πρόγραμμα “Η Μακεδονία υπέρ της Μακεδονίας. Η Βουλγαρία “”ουδεμίαν διέθετε δύναμιν στη Μακεδονία και ουδεμίαν ήσκει επί των πνευμάτων επιρροήν”.

Σε άλλο σημείο της έκθεσης ο Τσορμπατζόγλου είναι κατηγορηματικός σε αυτό το συμπέρασμά του. “Τολμώ όμως πάντως να φρονώ ότι είναι αδύνατον ν’ απατώμαι ως προς την εξής εντύπωσίν μου ότι, όπως ωστ’ αν η, η επανάστασις σήμερον της Μακεδονίας δεν είναι Βουλγαρική και ότι ουχί μόνον ουδεμίαν υπέστη ζημίαν ο Ελληνισμός εκ της μέχρι σήμερον εξελίξεώς της αλλά και ωφελείας μεγίστας επορίσατο εξ αυτής”.

Τέλος ο Τσορμπατζόγλου διακινδυνεύει να προβλέψει τί θα συμβεί σε περίπτωση εξόδου “ελληνικών αντικομιτάτων προς καταπολέμησιν των ως ανωτέρω αγωνιζομένων υπέρ της ελευθερίας του τόπου Μακεδονικών συμμοριών”. Σ’ αυτή την περίπτωση γράφει, “ουδ’ ο φανατικώτερος των ελλήνων [:πατριαρχικών] Μακεδόνων θα συνεκινείτο εις την θέαν της ελληνικής σημαίας”.63 Όσα ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, κατά τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα (1904-1908), δικαίωσαν τον Τσορμπατζόγλου.

Τέσσερις μήνες αργότερα, ο Τσορμπατζόγλου, έχοντας γνωρίσει από κοντά τα πράγματα και στην ανατολική Μακεδονία (στο σαντζάκι των Σερρών), γράφει στον πρωθυπουργό Γ. Θεοτόκη, εκτός των άλλων, τα συμπεράσματά του για το επαναστατικό κίνημα στη Μακεδονία.

Ο Τσορμπατζόγλου απαντά σ’ αυτό που ο ίδιος αποκαλεί το αίνιγμα με το όνομα Κομιτάτα, αίνιγμα που “απησχόλησε τον κόσμον ολόκληρον”. Και διευκρινίζει ότι τα συμπεράσματά του αφορούν τόσο την κεντρική όσο και την ανατολική Μακεδονία, όλο δηλαδή το χώρο που μελέτησε με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης.

Για τον Τσορμπατζόγλου υπάρχουν δύο ρεύματα μέσα στις γραμμές της επανάστασης: “το καθαρώς Βουλγαρικόν και το καθαρώς Μακεδονικόν”. Οργανωτικά τα ρεύματα αυτά εκφράζονται με το βουλγαρικό και το μακεδονικό κομιτάτο. Το βουλγαρικό κομιτάτο έχει “ηθικήν και υλικήν επιρροήν” στις βόρειες επαρχίες Πετριτσίου, Άνω Τζουμαγιάς, Νευροκόπου και Ραζλόκ (εδάφη σήμερα της Βουλγαρίας).

Για τα στελέχη του μακεδονικού κομιτάτου διαβάζουμε ότι “οι Μακεδόνες υπαρχηγοί ίσως δε και αυτοί έτι οι αρχηγοί εξ ενός και μόνον όρου του συμβολαίου των μετά της χώρας ήντλησαν μέχρι τούδε την μεγάλην των δύναμιν: εκ του όρου να μη αποβλέψωσιν ή εις την ελευθέρωσιν των Μακεδόνων ως Μακεδόνων”.

Για τις διαμετρικά αντίθετα πολιτικές επιλογές των δύο κομιτάτων και τις μεταξύ τους συγκρούσεις, γράφει ο Τσορμπατζόγλου: “Αλλ’ η αντίθεσις των βλέψεων και αισθημάτων αφ’ ενός μεν των αρχηγών του Βουλγαρικού Κομιτάτου και αφ’ ετέρου των αρχηγών του Μακεδονικού Κομιτάτου και ιδία των Μακεδόνων οπλαρχηγών αυτού, δεν εβράδυνε να εκδηλωθή διά ποικίλων εκφάσεων. Ούτω παραλλήλως των αλλεπαλλήλων διά του Βουλγαρικού τύπου διαπληκτισμών των δύο Κομιτάτων έλαβον χώραν αλληλοδιαδόχως και εντός της Μακεδονίας παντοίαι συγκρούσεις μεταξύ των οργάνων των δύο Κομιτάτων”.

Ο Τσορμπατζόγλου είναι κατηγορηματικός όταν μιλάει για την έλλειψη κοινών πολιτικών επιδιώξεων Βουλγάρων και Μακεδόνων: “Τόσον επί του ανωτέρω ονείρου των Μακεδόνων όσον και επί του σχετικού προγράμματος της αληθούς επαναστάσεως της Μακεδονίας ουδεμίαν ασκούσιν επιρροήν αι πολιτικαί βλέψεις και η θέλησις της Βουλγαρικής Ηγεμονίας”.

Προσθέτει μάλιστα τη σημαντική πληροφορία ότι πολλοί “βουλγαροδιδάσκαλο”ι ήρθαν σε ρήξη με την Εξαρχία ως μακεδόνες αυτονομιστές: “Πολλοί όντως εκ των Μακεδόνων Βουλγαροδιδασκάλων συνειργάσθησαν μετά του Μακεδονικού Κομιτάτου εν πλήρει ανεξαρτησία από της Βουλγαρικής Εξαρχίας, είτε λάθρα εντός των χωρίων είτε εν γνώσει αυτής ως κεκηρυγμένοι αποστάται Μακεδόνες επί των ορέων”.64

Όπως προκύπτει λοιπόν από τα έγγραφα του ιστορικού αρχείου του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, το Ίλιντεν ήταν μια μεγάλη λαϊκή επανάσταση στην οποία πήρε μαζικά μέρος ο χριστιανικός πληθυσμός της δυτικής Μακεδονίας, ανεξαρτήτως δόγματος. Το πρόγραμμα της επανάστασης στόχευε αναμφίβολα στην πολιτική αυτονομία και στη συγκρότηση στρατηγικά ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους. Τα επαναστατικά χτυπήματα ήταν στην πλειοψηφία τους προεπιλεγμένα, είχαν δε κοινωνικό – αντιοθωμανικό πολιτικό χαρακτήρα (και όχι γενικώς αντιμουσουλμανικό). Η αντεπαναστατική βία υπήρξε εξαιρετικά σφοδρή. Χιλιάδες ήταν τα θύματα των στρατιωτών και των ατάκτων. Το δε ελληνικό κράτος και το Πατριαρχείο βρέθηκαν σταθερά στο πλευρό του οθωμανικού κατεστημένου, ως φανατικοί διώκτες των επαναστατών.

1 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, ταυτόχρονα, στα περιοδικά Зора (τεύχος 8, Ιούλιος 1995, σ. 17-22) και Τετράδια Μαρξισμού, τεύχος 3, (Ιούλιος-Αύγουστος 1995 σ. 36-46).

2 Μετά την έκδοση της πρώτης έκδοσης αυτού του έργου, εκδόθηκαν οι σημειώσεις του Ίωνα Δραγούμη για το Ίλιντεν: Τα τετράδια του Ίλιντεν, Εκδόσεις Πετσίβα, Αθήνα 2000.

3 Ευάγγελος Κωφός, Ο μακεδονικός αγώνας στη γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία, στο Ο μακεδονικός αγώνας, ό.π., σ. 311.

4 Νικόλαος Βλάχος, Το μακεδονικόν ως φάσις του ανατολικού Ζητήματος 1878-1908, Αθήνα 1935, σ. 263-271.

5 Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, Η Μακεδονία στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα (1894-1904), Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 197-216.

6 Ιστορικό αρχείο ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, Προξενείο Μοναστηρίου (στο εξής: Προξενείο Μοναστηρίου), 2/5/1902, έγγραφο 214.

7 Το έγγραφο βρίσκεται μεταφρασμένο [Προξενείο Μοναστηρίου] και έχει τίτλο Ο τρόπος του διακανονισμού της εν τω μέλλοντι δράσεως του Κομιτάτου (Τσαντραλίστ) 1903.

8 Προξενείο Μοναστηρίου, 10/1/1902, έγγραφο 12.

[9 Προξενείο Μοναστηρίου, 18/7/1903, έγγραφο 542.

10 Προξενείο Μοναστηρίου, 24/7/1903, έγγραφο 554.

11 Bitola ή Bitolja ή Bitolj ή Monastir ή Manastir. Πρωτεύουσα του ομώνυμου Βιλαετίου. Ο έλληνας πρόξενος στην πόλη το 1890, σε επίσημη αναφορά του, εκτιμά τον αριθμό των κατοίκων της πόλης σε 50 χιλιάδες περίπου, από τους οποίους οι μισοί είναι μουσουλμάνοι, 8 – 9 χιλιάδες χριστιανοί Βούλγαροι, 13 χιλιάδες Βλάχοι και 4 χιλιάδες Εβραίοι [Αναφορά του πρόξενου Γ. Φοντάνα προς τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών Στ. Δραγούμη, 4/1890. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αρχείο Στέφανου Δραγούμη]. Ο Кънчов δίνει συνολικό πληθυσμό 37.000 κατοίκους: 10.500 Τούρκους, 10.000 χριστιανούς Βούλγαρους, 7.000 Βλάχους, 5.500 Εβραίους, 1.500 μουσουλμάνους Αλβανούς, 2.000 Τσιγγάνους και 500 διάφορους άλλους. [Васил Кънчов, Македония етнография и статистика, Σόφια 1900]. Ο Βούλγαρος Кънчов ονομάζει τους Μακεδόνες, για προπαγανδιστικούς λόγους, Βούλγαρους. Ο Brancoff καταγράφει μόνο τον χριστιανικό πληθυσμό, 22.772 άτομα, διακρίνει δε επί μέρους 8.844 εξαρχικούς Βούλγαρους, 6.372 Πατριαρχικούς Βούλγαρους, 36 προτεστάντες Βούλγαρους, 7.200 Βλάχους, 120 Αλβανούς, 120 Τσιγγάνους και 100 Έλληνες [D. M. Brancoff, La Macédoine et sa population chrétienne, Παρίσι 1905]. Ο Βούλγαρος Brancoff, όπως και ο Кънчов, ονομάζει τους Μακεδόνες, για προπαγανδιστικούς λόγους, Βούλγαρους.

12 Προξενείο Μοναστηρίου, 24/7/1903, έγγραφο 551.

13 Smilevo. Μακεδόνικο χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου, με 2.200 κατοίκους [Кънчов].

14 Bukovo. Μακεδόνικο χριστιανικό χωριό του καζά Μοναστηρίου. Ο Кънчов δίνει 1.490 κατοίκους. Ο Brancoff χαρακτηρίζει το χωριό πατριαρχικό και ανεβάζει τον πληθυσμό του σε 2.400 άτομα.

15 Προξενείο Μοναστηρίου, 23/7/1903, έγγραφο 320.

16 Krušovo. Κωμόπολη του καζά Μοναστηρίου. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 9.350 κατοίκων, από τους οποίους 4.950 είναι χριστιανοί Βούλγαροι, 4.000 Βλάχοι και 400 χριστιανοί Αλβανοί. Ο Brancoff τους ανεβάζει σε 12.094, κάνοντας διάκριση σε 7.024 χριστιανούς Βούλγαρους (5.848 εξαρχικούς, 776 ελληνίζοντες πατριαρχικούς και 400 σερβίζοντες πατριαρχικούς), 4.470 Βλάχους και 600 τσιγγάνους. Για τα φρονήματα των Βλάχων, το πατριαρχείο υπολογίζει ότι από τις 1.174 οικογένειες, 1.057 είναι πιστές σε αυτό, ενώ 117 είναι ρουμανίζουσες [Βλ. Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηράς καταστάσεως, έκδοση Πατριαρχικού Τυπογραφείου, Κωνσταντινούπολις 1906. Στο εξής: Πατριαρχική Στατιστική].

17 Kristofor ή Kr’stofor ή Kr’stevo. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Μοναστηρίου. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 280 κατοίκους και ο Brancoff, 256.

18 Zab’rdeni ή Zab’rdani. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει πληθυσμό 325 κατοίκους και ο Brancoff, 344. Το χωριό παραμένει εξαρχικό σε όλη τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα [Βλ. Προξενείο Μοναστηρίου, 12/8/1908, έγγραφο 4278. Στο εξής: έγγραφο 4278]. Το 1913 απαριθμούνται 358 άτομα [Βλ. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας – Διεύθυνσις Στατιστικής, Απαρίθμησις των κατοίκων των νέων επαρχιών της Ελλάδος του έτους 1913, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήνα 1915]. Το 1920 απογράφονται στο χωριό 92 οικογένειες – 306 άτομα [Βλ. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας – Διεύθυνσις Στατιστικής, Λεξικόν των δήμων, κοινοτήτων και συνοικισμών της Ελλάδος επί τη βάσει της απογραφής του πληθυσμού του έτους 1920, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήναι 1923. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ανέρχεται σε 417 άτομα [Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας – Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15-16 Μαΐου 1928. Πραγματικός και νόμιμος πληθυσμός – πρόσφυγες, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήνα 1933. Το 1932 καταμετρούνται 71 σλαβόφωνες οικογένειες, 60 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Εθνολογική στατιστική της Νομαρχίας Φλώρινας του έτους 1932, που βρίσκεται στο αρχείο Σουλιώτη – Νικολαΐδη, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, υποφάκελος 2/ΙΙ. Στο εξής: Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 597 σλαβόφωνους, 400 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 50 ελληνικής και 147 ρευστής [Στατιστική του ελληνικού κράτους του 1945, που βρίσκεται στο Αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, υποφάκελος 69.6. Στο εξής: Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 514 άτομα [ΕΣΥΕ, Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 7ης Απριλίου 1951, Αθήναι, 1951. Το χωριό μετονομάστηκε το 1926 σε Λόφοι [για τις μετονομασίες βλ. Μιχαήλ Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821 – 1971, Εθνικόν Κέντρον Κοινωνικών Ερευνών, τομ. Ι – ΙV, Αθήναι 1973-1976].

20 Rosna ή Rosen. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 400 κατοίκους και ο Brancoff, 480. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 έχει 552 άτομα. Το 1920 έχει 97 οικογένειες – 448 άτομα. Το 1928 έχει 590 άτομα]. Το 1932 καταμετρούνται 110 σλαβόφωνες οικογένειες, 105 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 856 σλαβόφωνους, 600 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 56 ελληνικής και 200 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 805 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Σιταριά.

20 Banica. Μακεδόνικο εξαρχικό χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 1.650 κατοίκους και ο Brancoff, 2.000. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278].Το 1913 απογράφονται 1.617 άτομα. Το 1920 έχει, 524 οικογένειες – 1.659 άτομα και το 1928, 1995 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 323 σλαβόφωνες οικογένειες, 203 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 2.680 σλαβόφωνους, από τους οποίους 1.900 θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 280 ελληνικής και 500 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 2.062 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Βεύη.

21 Cerovo. Μακεδόνικο χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 300 άτομα. Ο Brancoff σημειώνει 400 κατοίκους (200 εξαρχικοί και 200 πατριαρχικοί). Στη συνέχεια το χωριό προσχωρεί στο σύνολο του στην Εξαρχία [έγγραφο 4278]. Το 1913, απογράφονται 402 άτομα, το 1920 71 οικογένειες – 399 άτομα και το 1928, 492 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 80 σλαβόφωνες οικογένειες, 65 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945, επί συνολικού πληθυσμού 650 σλαβόφωνων, οι 400 θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και οι 200 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1926 μετονομάστηκε Κλειδίον.

22 Ekši Su ή Gorno V’rbeni ή Molsko V’rbeni. Χωριό του καζά Φλώρινας. Το 1889, το χωριό έχει 289 οικίες – 1.425 κατοίκους [Тодор Симовски, Населените места во Егејска Македонија – географски, етнички и стопански карактеристики, Σκόπια 1991. Ο Кънчов, δίνει 1.900 χριστιανούς Βούλγαρους και 65 Τσιγγάνους. Ο Brancoff, 2.200 εξαρχικούς, 136 πατριαρχικούς Βούλγαρους και 96 Τσιγγάνους. Το χωριό πέρασε στην πλειοψηφία του στην Εξαρχία το 1877. [Βλ. Εκκλησιαστική Αλήθεια, τόμος 29, 1909. Μετά το 1905 γίνεται στο σύνολο του εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913, απογράφονται 1.735 και το 1920, 1.406 άτομα. Ο Милојевић σημειώνει για το διάστημα μεταξύ 1913-1919, 350 σλάβικα σπίτια [Боровоја Ж. Милојевић, Јужна МакедонјаАнтропогеографска, Βελιγράδι 1920] Ο Σέρβος Милојвић ονομάζει τους Μακεδόνες, για προπαγανδιστικούς λόγους, Σλάβους. Το 1928 απογράφονται 1.718 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 318 σλαβόφωνες οικογένειες, 298 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 2.039 σλαβόφωνους, 1.900 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και 139 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 2.608 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Ξινόν Νερόν.

23 Petorak ή Petorica ή Petoraci. Εξαρχικό μακεδονικό χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 210 κατοίκους και ο Brancoff 192. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 127 και το 1920, 135 άτομα. Ο Милојевић καταγράφει 20 σλάβικα σπίτια. Στο χωριό εγκαθίστανται 30 οικογένειες προσφύγων, από τις οποίες οι 27 είναι από τον Καύκασο. [Αρχείο Φίλιππου Δραγούμη – Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, υποφακ. 11.3, έγγραφο 109, με ημερομηνία Ιούλιος 1926. Στο εξής: έγγραφο 109]. Οι πρόσφυγες καταμετρούνται σε 34 οικογένειες – 140 άτομα δύο χρόνια αργότερα [Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, Κατάλογος των προσφυγικών συνοικισμών Μακεδονίας με τας νέας ονομασίας, Θεσσαλονίκη, 1928. Στο εξής: Κατάλογος Ε.Α.Π.] και σε 43 οικογένειες το 1931 [Αρχείο Φιλ. Δραγούμη, υποφακ. 11.3, έγγραφο 113α, με ημερομηνία 16 Ιουνίου 1931. Στο εξής: έγγραφο 113α]. Ο συνολικός πραγματικός πληθυσμός Μακεδόνων και προσφύγων είναι 319 άτομα το 1928. Το 1932 καταμετρούνται 40 σλαβόφωνες οικογένειες, 28 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945, επί συνολικού πληθυσμού 494 ατόμων, το χωριό αριθμεί 200 σλαβόφωνους, 100 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και 100 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 483 άτομα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Τριπόταμα. Σήμερα λέγεται Τριπόταμος.

24 Προξενείο Μοναστηρίου, 24/7/1903, έγγραφο 551.

25 Προξενείο Μοναστηρίου, 24/7/1903, έγγραφο 554.

26 Προξενείο Μοναστηρίου, 25/7/1903, άνευ αριθμού.

27 Προξενείο Μοναστηρίου, 26/7/1903, έγγραφο 1996.

28 Buf ή Buh. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Στατιστική του 1894 δίνει 200 οικίες – 2120 κατοίκους (Симовски). Ο Кънчов δίνει 1900 άτομα και ο Brancoff, 1440. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 2288 άτομα. Το 1920, 299 οικογένειες – 1709 άτομα και το 1928, 1760 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 340 σλαβόφωνες οικογένειες, 310 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 2007 σλαβόφωνους, 1000 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 37 ελληνικής και 970 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951, στο χωριό έχουν απομείνει μόνο 766 άτομα. Το 1955 μετονομάστηκε Ακρίτας.

29 Florina ή Lerin. Πρωτεύουσα του ομώνυμου καζά. Ο Кънчов δίνει 9.824 κατοίκους, διακρίνοντας τους σε 5000 Τούρκους, 2.820 χριστιανούς Βούλγαρους, 1600 Τσιγγάνους, 200 μουσουλμάνους Αλβανούς, 100 χριστιανούς Αλβανούς, 84 Βλάχους και 20 Εβραίους. Ο Brancoff διακρίνει το χριστιανικό πληθυσμό της πόλης σε 3.544 πατριαρχικούς Βούλγαρους, 800 εξαρχικούς Βούλγαρους, 120 Τσιγγάνους, 72 Βλάχους και 30 Αλβανούς. Ο Милојевић σημειώνει 2.580 σπίτια, από τα οποία 1.400 τουρκικά, 950 χριστιανικά μακεδονικά, 175 μουσουλμανικά τσιγγάνικα, 30 βλάχικα και 25 μουσουλμανικά αλβανικά. Στην πόλη απογράφονται το 1913, 10.155 άτομα. Το 1916, σύμφωνα με στοιχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, ο πληθυσμός της πόλης διακρίνεται σε 3.576 πατριαρχικούς, 589 εξαρχικούς και 6.227 μουσουλμάνους [έγγραφο 6541, Αθήναι, 15 Μαρτίου 1916, Προς την εν Παρισίοις Β. Πρεσβείαν]. Το ίδιο έτος, στον πατριαρχικό πληθυσμό προσμετρούνται και 34 προσφυγικές οικογένειες – 126 άτομα [Υπουργείον οικονομικών – Διεύθυνσις Κτημάτων Κράτους, Έκθεσις περί των εν Μακεδονία προσφύγων, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήνα 1916]. Το 1920 απογράφονται 2.909 οικογένειες – 12513 άτομα. Το 1923 απογράφονται ως ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι και φεύγουν για την Τουρκία 1.076 οικογένειες – 4.650 άτομα. [Ευστάθιος Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία 1923 – 1930, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1994]. Τη θέση τους παίρνουν 184 οικογένειες, από τις οποίες, 79 θρακιώτικες, 54 μικρασιάτικες, 44 καυκάσιες και 7 ποντιακές [έγγραφο 109]. Οι πρόσφυγες καταμετρούνται σε 178 οικογένειες – 750 άτομα δύο χρόνια αργότερα [Κατάλογος Ε.Α.Π.]. Το 1928 απογράφονται 10.585 άτομα, από τα οποία 1999 είναι πρόσφυγες της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής και 1.613 πρόσφυγες που ήρθαν στην πόλη πριν το 1922. Το 1932 καταμετρούνται 600 σλαβόφωνες οικογένειες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 αριθμεί 1.000 σλαβόφωνους μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και 500 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 12.270 άτομα.

30 Armensko ή Ermensko. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 1.080 κατοίκους. Ο Brancoff, 1.440, όλους εξαρχικούς. Το χωριό είχε ωστόσο και μικρή μερίδα πατριαρχικών [έγγραφο 4278] & [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Κατά την επίθεση του στρατού στο Ίλιντεν σκοτώθηκαν 103 άτομα και τραυματίστηκαν 75. Μόνο 9 σπίτια από τα 160 δεν κάηκαν [Παύλος Κούφης, Άλωνα Φλώρινας, Αθήνα 1990, σ. 32]. Το 1913 απογράφονται 990 άτομα. Το 1920, 171 οικογένειες – 782 άτομα και το 1928, 855 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 198 σλαβόφωνες οικογένειες, 157 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 978 σλαβόφωνους, 300 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 378 ελληνικής και 300 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 682 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Άλωνας. Σήμερα λέγεται Άλωνα.

31 Hasanovo ή Asanova ή Asonovo Selo ή Hasan Oba. Χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 590 κατοίκους, από τους οποίους 540 είναι χριστιανοί Βούλγαρους και 50 Τούρκοι. Ο Brancoff ανεβάζει τους Βούλγαρους σε 600, όλους εξαρχικούς. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278] από το 1902 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 562 άτομα, το 1920, 507 και το 1928, 639. Το 1932 καταμετρούνται 112 σλαβόφωνες οικογένειες, 102 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 859 σλαβόφωνους, 350 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 209 ελληνικής και 300 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 787 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Μεσοχώριον.

32 Βασίλης Γούναρης, Άννα Παναγιωτοπούλου, Άγγελος Χοτζίδης, Τα γεγονότα του 1903 στη Μακεδονία μέσα από την ευρωπαϊκή διπλωματική αλληλογραφία, Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 166.

33 Rakovo ή Rakova. Πατριαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Μοναστηρίου. Ο Кънчов δίνει 850 κατοίκους και ο Brancoff, 640. Το χωριό παραμένει συνεχώς πατριαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 1008 άτομα, το 1920, 299 οικογένειες – 811 άτομα και το 1928, 740 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 201 σλαβόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 950 άτομα, τα οποία θεωρούνται στο σύνολο τους ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 719 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Κρατερόν.

34 Προξενείο Μοναστηρίου, 2/8/1903, έγγραφο 336.

35 Προξενείο Μοναστηρίου, άνευ αριθμού, 19/8/1903.

36 Προξενείο Μοναστηρίου, 28/8/1903, έγγραφο 644.

37 Žerveni. Μουσουλμανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 430 κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 492 άτομα και το 1920, 99 οικογένειες – 537 άτομα. Το 1923 απογράφονται ως ανταλλάξιμοι και φεύγουν για την Τουρκία 55 οικογένειες – 500 άτομα. Τη θέση τους παίρνουν 180 άτομα – 50 οικογένειες, από τις οποίες, οι 2 είναι μικρασιατικές και οι 48 ποντιακές [Πελαγίδης]. Το 1928 απογράφονται 185 άτομα, το δε 1951, μόνο 20. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Άγιος Αντώνιος.

38 Klisura ή Vlahoklisura. Βλάχικο κεφαλοχώρι του καζά Καστοριάς. Ο Weigand σημειώνει 5000 κατοίκους [Gustav Weigand, Die Aromunen. Ethnografische – philologisch – historische Untersuchung, Λειψία 1895]. Ο Кънчов δίνει 3.400 κατοίκους και ο Brancoff, 4800. Η Πατριαρχική Στατιστική δίνει 500 πατριαρχικές και 15 ρουμανίζουσες οικογένειες. Το 1913 απογράφονται 3.200 άτομα, το 1920, 380 οικογένειες – 1.477 άτομα, και το 1928, 1.346 άτομα. Το 1945 καταμετρούνται 1.300 άτομα, 1.250 από τα οποία θεωρούνται ελληνικής εθνικής συνείδησης και 50 ως ρουμανίζοντες [Στατιστική 1945] Το 1951 απογράφονται 750 άτομα. Το χωριό διατηρεί το όνομα Κλεισούρα.

39 Neveska ή Neveasta. Βλάχικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Weigand δίνει 2.000 κατοίκους, ο Кънчов και ο Brancoff 2.300. Η Πατριαρχική Στατιστική σημειώνει 360 πατριαρχικές και 40 ρουμανίζουσες οικογένειες. Το 1913 απογράφονται 1.857 άτομα, το 1920, 303 οικογένειες και 1.176 άτομα, και το 1928, 1.241 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 369 οικογένειες (ομιλούντες όλες την ρουμανικήν), 15 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων ρουμανικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το σχολικό έτος 1939 – 1940, το μειονοτικό ρουμάνικο σχολείο του χωριού είχε 13 μαθητές [Γ.Α.Κ., Αρχείο Ι. Μεταξά, φακ. 36. Το 1945 το χωριό αριθμεί 976 άτομα, 40 από τα οποία θεωρούνται ρουμανίζοντες [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 360 άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Νυμφαίον.

40 Kastorja ή Kostur ή Kestrije. Πρωτεύουσα του ομώνυμου καζά. Ο Кънчов δίνει 6.190 κατοίκους, από τους οποίους 3.000 χριστιανούς Έλληνες, 1.600 Τούρκους, 750 Εβραίους, 300 χριστιανούς Αλβανούς, 300 χριστιανούς Βούλγαρους και 240 Τσιγγάνους. Ο Brancoff διακρίνει το χριστιανικό πληθυσμό της πόλης σε 4.000 Έλληνες, 400 πατριαρχικούς Βούλγαρους και 72 Αλβανούς. Ο Милојевић δίνει 2.000 σπίτια, από τα οποία 800 τουρκικά, 900 χριστιανικά ελληνικά ή εξελληνισμένα μακεδονικά και βλάχικα, 150 εβραϊκά, 50 χριστιανικά μακεδονικά, 50 χριστιανικά βλάχικα και 50 χριστιανικά τσιγγάνικα. Το 1913 απογράφονται 7.800 άτομα. Το 1916, σύμφωνα με στοιχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, ο πληθυσμός της πόλης διακρίνεται σε 6.315 πατριαρχικούς και 1.565 μουσουλμάνους [έγγραφο 6541. Το 1920 απογράφονται 6.280 άτομα. Το 1923 ανταλλάσσονται 242 οικογένειες – 829 άτομα Τούρκοι και τη θέση τους παίρνουν 101 μικρασιατικές, 1 ποντιακή και 19 θρακιώτικες οικογένειες. Το 1928 υπάρχουν συνολικά 137 προσφυγικές οικογένειες – 588 άτομα [Πελαγίδης]. Στην απογραφή του 1928, η πόλη αριθμεί 10.308 άτομα, και το 1951, 9.468 άτομα.

41 Šešteovo ή Šesteovo. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 890 κατοίκους. Ο Brancoff 544 εξαρχικούς και 496 πατριαρχικούς. Το χωριό γίνεται στη συνέχεια εξ ολοκλήρου εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Ο Симовски γράφει πως στο Ίλιντεν ο οθωμανικός στρατός καίει 30 σπίτια και σκοτώνει 7 αγρότες. Το 1913 απογράφονται 602 άτομα, το 1920, 219 οικογένειες – 864 άτομα, και το 1928, 628 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 70 σλαβόφωνες οικογένειες, οι οποίες θεωρούνται στο σύνολο τους δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 550 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 315 άτομα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Σιδηροχώριον.

42 D’mbeni ή Dömbeni ή Dombeni ή Dambeni ή Dembeni. Εξαρχικό μακεδονικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.650 και ο Brancoff 1.640 κατοίκους. Ο Симовски γράφει πως στο Ίλιντεν ο οθωμανικός στρατός σκότωσε 31 αγρότες και έκαψε όλο το χωριό. Το χωριό παρέμεινε συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφτηκαν 1.207 άτομα, το 1920, 216 οικογένειες – 944 άτομα και το 1928, 866 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 180 σλαβόφωνες οικογένειες, οι οποίες θεωρούνται στο σύνολο τους δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 780 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται μόνο 19 άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Δενδροχώριον.

43 Županišta ή Županica. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 630 κατοίκους. Ο Brancoff, 520 εξαρχικούς και 224 πατριαρχικούς. Η πλειοψηφία του χωριού προσχωρεί στην Εξαρχία το 1893 [Ημερολόγιον Χρήστου Παπααργυρίου εκ Ζουπανίστης, αρχείο Στέφανου Δραγούμη – Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, υποφ. 206.1.2]. Το 1913 απογράφονται 557 άτομα και το 1920, 483. Ο Милојевић καταγράφει 120 σλάβικα σπίτια. Το 1928 απογράφονται 471 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 90 σλαβόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932]. Το 1951 απογράφονται 155 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Άνω Λεύκη. Σήμερα ονομάζεται Λεύκη.

44 Kosinec ή Kostenec. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.360 και ο Brancoff 1.560 κατοίκους. Ο Симовски γράφει πως στο Ίλιντεν ο οθωμανικός στρατός σκότωσε 46 άτομα και έκαψε 206 σπίτια. Το χωριό παρέμεινε συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφηκαν 1.021 άτομα, το 1920, 151 οικογένειες – 563 άτομα. Στο χωριό εγκαθίστανται 12 ποντιακές οικογένειες – 58 άτομα [Πελαγίδης]. Το 1928 απογράφονται συνολικά 501 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 110 σλαβόφωνες οικογένειες, οι οποίες θεωρούνται όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 458 άτομα, 400 από τα οποία είναι μακεδονόφωνοι μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, ο ελληνικός στρατός καταστρέφει ολοκληρωτικά το χωριό και οι κάτοικοι στο σύνολο τους προστίθενται στην πολιτική προσφυγιά. Στην απογραφή του 1951 το χωριό είναι έρημο. Το ελληνικό κράτος εγκαθιστά το 1957 Βλάχους από την Ήπειρο. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Ιεροπηγή.

45 Προξενείο Μοναστηρίου, 7/1903, έγγραφο 603.

46 Čerešnica. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 520 και ο Brancoff 640 κατοίκους. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278] από το 1900 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 660 άτομα, το 1920, 88 οικογένειες – 343 άτομα και το 1928, 328 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 70 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 440 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται μόνο 87 άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Πολυκέρασον.

47 Prekopana. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 1.100 κατοίκους. Ο Brancoff δίνει 1.612 άτομα, από τα οποία 1.600 είναι εξαρχικοί Βούλγαρους και 12 Βλάχοι. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278] από το 1905 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 542 άτομα, το 1920, 106 οικογένειες – 436 άτομα, και το 1928, 423 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 95 σλαβόφωνες οικογένειες, 73 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 490 σλαβόφωνους, 400 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης και 90 ελληνικής [Στατιστική 1945]. Το χωριό καταστρέφεται στον εμφύλιο. Στην απογραφή του 1950, είναι έρημο. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Περικοπή.

48 Bobišta ή Bobište. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 684 κατοίκους και ο Brancoff 840. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 243 άτομα. Ο Милојевић δίνει 40 σλάβικα σπίτια. Το 1920 απογράφονται 141 άτομα και το 1928, 155. Το 1932 καταμετρούνται 30 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 196 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 131 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Βέργα.

49 Zagoričani. Μεγάλο χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 3.300 άτομα. Ο Brancoff δίνει 3.672 κατοίκους, από τους οποίους 3.144 εξαρχικούς Βούλγαρους, 450 πατριαρχικούς Βούλγαρους και 48 Βλάχους. Στην επίθεση του στρατού στο Ίλιντεν, πέφτουν νεκροί 25 αγρότες [Симовски]. Το χωριό δέχεται μεγάλη επίθεση των ελληνικών ένοπλων ομάδων το 1905, όπου σφαγιάζονται 62 κάτοικοι. Στη συνέχεια το χωριό περνάει στο σύνολο του στην Εξαρχία [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 2.320 άτομα, το 1920 376 οικογένειες – 1.246 άτομα. Με την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, εγκαθίστανται στο χωριό 33 ποντιακές οικογένειες – 112 άτομα [Πελαγίδης]. Το 1928 απογράφονται 735 άτομα, 72 από τα οποία είναι πρόσφυγες. Το 1932 καταμετρούνται 180 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 910 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 720 άτομα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Βασιλειάς.

50 Bomboki ή Bombik ή Bombaki ή B’mb’ki. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 260 κατοίκους και ο Brancoff 320. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 228 άτομα. Ο Милојевић δίνει 40 σλάβικα σπίτια. Το 1920 απογράφονται 197, και το 1928, 220 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 40 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1951 απογράφονται 125 άτομα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Μακροχώρι και κατόπιν Σταυροπόταμος.

51 Kondorobi ή Kondorabi ή Klandorop ή Klandorob. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 190 κατοίκους, και ο Brancoff 288 εξαρχικούς. Το χωριό μετά το 1908 έχει και πατριαρχική μερίδα [έγγραφο 4278] & Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 212 άτομα, το 1920, 88 οικογένειες – 182 άτομα, και το 1928, 235 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 40 σλαβόφωνες οικογένειες, 20 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 300 σλαβόφωνους [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 189 άτομα. Το 1950 το χωριό μετονομάστηκε Μεταμόρφωσις.

52 Višeni. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.150 και ο Brancoff 1.280 κατοίκους. Το χωριό παραμένει συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 960 άτομα, το 1920, 175 οικογένειες – 700 άτομα, και το 1928, 642 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 140 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 650 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 472 άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Βυσσινέα.

53 Blaca ή Bugarsko Blaca. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 555 και ο Brancoff 760 κατοίκους. Ο Симовски γράφει πως στο Ίλιντεν ο οθωμανικός στρατός σκότωσε 12 άτομα. Το χωριό παρέμεινε συνεχώς εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 424 άτομα, το 1920, 61 οικογένειες – 264 άτομα, και το 1928, 218 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 48 σλαβόφωνες οικογένειες, όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 245 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 122 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Οξυές. Σήμερα λέγεται Οξυά.

54 Gorno & Dolno Drenoveni. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς, χωρισμένο σε δύο συνοικίες. Ο Кънчов δίνει 650 και ο Brancoff 904 κατοίκους. Το χωριό παρέμεινε συνεχώς εξαρχικό από το 1903 [έγγραφο 4278] & Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 810 άτομα, το 1920, 136 οικογένειες – 723 άτομα, και το 1928, 750 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 110 σλαβόφωνες οικογένειες, 107 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1951 απογράφονται 424 άτομα. Το 1926 το χωριό μετονομάστηκε Κρανιώνας.

55 Pozdivišta. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 700 και ο Brancoff 920 κατοίκους. Το χωριό παρέμεινε συνεχώς εξαρχικό από το 1903 [έγγραφο 4278] & [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 968 άτομα, το 1920, 149 οικογένειες – 710 άτομα, και το 1928, 676 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 145 σλαβόφωνες οικογένειες, 142 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 700 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 450 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Χάλαρα.

56 Černovišta ή Čarnovišta. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 260 και ο Brancoff 368 κατοίκους. Το χωριό παρέμεινε εξαρχικό [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 207 άτομα, το 1920, 62 οικογένειες – 325 άτομα, και το 1928, 328 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 56 σλαβόφωνες οικογένειες, 50 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 325 σλαβόφωνους, μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 199 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Μαυρόκαμπος.

57 Προξενείο Μοναστηρίου, 24/8/1903, έγγραφο 554.

58 Mokreni. Μακεδόνικο χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.180 κατοίκους και ο Brancoff 1.464, όλους εξαρχικούς. Το χωριό πέρασε στην Εξαρχία το 1877 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Εξαρχικό παρέμεινε και μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 764 άτομα, το 1920, 169 οικογένειες – 735 άτομα, και το 1928, 924 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 195 σλαβόφωνες οικογένειες [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 690 σλαβόφωνους, 200 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 90 ελληνικής και 400 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 798 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Βαρικόν.

59 Gorenci. Χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 2.350 κατοίκους, από τους οποίους οι 1.800 είναι χριστιανοί Βούλγαρους και 550 Τούρκοι. Ο Brancoff ανεβάζει το χριστιανικό πληθυσμό σε 2.680 άτομα: 1.672 πατριαρχικούς Βούλγαρους, 768 εξαρχικούς Βούλγαρους, 180 Βλάχους και 60 Τσιγγάνους. Το 1908, οι εξαρχικές οικογένειες ανέρχονται σε 70 [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 1.731 άτομα. Ο Милојевић δίνει 300 μακεδονικά και 200 τουρκικά σπίτια. Το 1920 απογράφονται 471 οικογένειες – 1.921 άτομα. Το 1923 καταμετρούνται ως ανταλλάξιμοι 75 τουρκικές οικογένειες – 650 άτομα. Το 1926, τη θέση τους έχουν πάρει 87 προσφυγικές οικογένειες: 67 μικρασιατικές, 15 ποντιακές και 5 θρακιώτικες [Πελαγίδης]. Το 1928 οι πρόσφυγες είναι 88 οικογένειες – 358 άτομα [Κατάλογος Ε.Α.Π.]. Το 1928 απογράφονται συνολικά 1.469 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 330 σλαβόφωνες οικογένειες, 30 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1951 απογράφονται 1.835 άτομα. Το 1919 το χωριό μετονομάστηκε Κορησός.

60 Προξενείο Μοναστηρίου, 1/9/1903, έγγραφο 558.

61 Π. Βυσσούλης, Εμπιστευτικές εκθέσεις Γ. Τσορμπατζόγλου έτους 1904 – νέο φως στην προσέγγιση και ερμηνεία των γεγονότων του μακεδονικού αγώνα, στο συλλογικό Ο μακεδονικός αγώνας – συμπόσιο, ό.π., σ. 177 – 190.

62 Κ. Βακαλόπουλος, Η Μακεδονία στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα, σ. 231 – 238.

63 Έκθεση αρ. 4, Θεσσαλονίκη, 27/3/1904.

64 Έκθεση αρ. 12, Αθήναι, 26/7/1904.




Η κρίση στη Μ. Ανατολή «πυροδοτεί» τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισμό

Των Βασίλη Μορέλα – Αλέξη Λιοσάτου

Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστηµα, στήνεται σκηνικό θερµού επεισοδίου µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ειδικά τώρα που γράφονται αυτές οι γραµµές, ο κίνδυνος πολέµου µε την Τουρκία αποτελεί βάση µαζικού προβληµατισµού.

Στην Ελλάδα, η εξοπλιστική κούρσα και η κινητοποίηση στρατών και στόλων, αν και γίνονται για τη διεκδίκηση κοιτασµάτων και θαλάσσιων οδών στην Αν. Μεσόγειο, δικαιολογούνται στην κοινή γνώµη µε την επίκληση της «τουρκικής επιθετικότητας». Όλες σχεδόν οι αποχρώσεις του ελληνικού εθνικισµού ισχυρίζονται ότι ο πόλεµος είναι απευκταίος, αλλά ότι ίσως καταστεί… αναγκαίος, ίσως µας επιβληθεί από την Τουρκία, οπότε θα πρέπει να «αντισταθούµε». Και ξεκινούν την αντίσταση διεκδικώντας από τώρα βράχια στο Αιγαίο και φυσικό αέριο στη Μεσόγειο. Παροµοίως, στην Τουρκία, η κυβέρνηση λέει στο λαό ότι οι ΗΠΑ σπρώχνουν τους Έλληνες σε έναν άδικο πόλεµο κατά της πατρίδας τους…

Για το ελληνικό αντιπολεµικό κίνηµα, είναι απαραίτητο να καταρριφθούν οι εθνικιστικοί µύθοι που καλλιεργεί ανέκαθεν η ελληνική αστική τάξη, µε τη συνέργεια του µεγαλύτερου µέρους της Αριστεράς. Η καλλιέργεια τέτοιων µύθων το µόνο που θα πετύχει, θα είναι ο λαός να εγκρίνει ή να ανεχτεί µια πολεµική περιπέτεια. Η κατάρριψή τους (βλ. διπλανή στήλη) είναι απολύτως αναγκαία ώστε οι τυχοδιωκτισµοί του ελληνικού καπιταλισµού να γυρίσουν µπούµερανγκ εναντίον του. Όποιος αναγνωρίζει ως προκλητική µόνο την άλλη πλευρά, προσφέρει χείριστη υπηρεσία στο αντιπολεµικό κίνηµα, θεωρώντας τους εξοπλισµούς αναγκαίο κακό· την ΑΟΖ σαν «κυριαρχικό δικαίωµα»· τον πόλεµο σαν υπόθεση όχι ιµπεριαλιστική, αλλά λαϊκή και πατριωτική.

Τα τεχνητά επεισόδια στο Αιγαίο σαφώς έχουν και ένα κίνητρο εσωτερικής κατανάλωσης ένθεν και ένθεν. Ο εθνικισµός είναι σίγουρα καταφύγιο για Έλληνες και Τούρκους πολιτικούς οι οποίοι, παρόλο που βαρύνονται µε σκάνδαλα, θέλουν να «πουλήσουν» νέους εξοπλισµούς στην κοινή γνώµη, ενώ πλησιάζουν εκλογές και βαραίνουν τα δηµοσιονοµικά προβλήµατα (νέα µέτρα στην Ελλάδα, πληθωρισµός και έλλειµµα στην Τουρκία). Όµως, πέρα από τις συγκυριακές, µικροπολιτικές αιτίες τους, ο εθνικισµός και ο µιλιταρισµός θα παραµείνουν κεντρικές επιλογές για τις δυο άρχουσες τάξεις, όσο διαγκωνίζονται για τα «κυριαρχικά δικαιώµατά» τους στα κοιτάσµατα, εντάσσονται σε αντίθετες ιµπεριαλιστικές συµµαχίες και διεκδικούν οφέλη από ένα επικίνδυνο σκηνικό. Η ιµπεριαλιστική αντιπαράθεση στη Μ. Ανατολή αυξάνει τη ρευστότητα αυτού του σκηνικού και µαζί τη «θερµοκρασία» της ελληνοτουρκικής διαµάχης, εγκυµονώντας τον κίνδυνο όχι µόνο «θερµών» επεισοδίων αλλά και πολέµου.

 

Μ. Ανατολή: προς νέες εστίες πολέµου

Αν και ο Τραµπ προτάσσει την κόντρα των ΗΠΑ µε το Ιράν και την Κίνα, είναι φανερό ότι το χάσµα ∆ύσης-Ρωσίας διευρύνεται. Στο υπόβααθρο της αντιπαράθεσης µε τη Ρωσία βρίσκονται η υποχώρηση της αµερικανικής ηγεµονίας µετά την αποτυχία στο Ιράκ (2003-2011), το ουκρανικό µέτωπο (όπου οι ΗΠΑ σκοπεύουν να αναβαθµίσουν τη στρατιωτική βοήθεια προς την ουκρανική κυβέρνηση), η ρωσο-τουρκική προσέγγιση και οι σηµαντικές επιτυχίες του άξονα Ρωσίας-Άσαντ-Ιράν στη Συρία.

Το τελευταίο επεισόδιο της αντιπαράθεσης ήταν οι πυραυλικές επιθέσεις ΗΠΑ-Γαλλίας-Βρετανίας σε στόχους του συριακού στρατού, µε αφορµή την -πραγµατική ή υποτιθέµενη- επίθεση του καθεστώτος µε χηµικά σε αµάχους. Παρά τους φόβους για πολεµική σύρραξη µε τη Ρωσία, φάνηκε ότι καµία από τις δυο πλευρές δεν ήθελε µια τέτοια αναµέτρηση -για την ώρα. Οι ΗΠΑ πληροφόρησαν Πούτιν και Άσαντ για τις εγκαταστάσεις που θα έπλητταν κι αυτές εκκενώθηκαν εγκαίρως, ώστε δεν υπήρξε κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Οι πραγµατικές στρατιωτικές δυνάµεις του Άσαντ επίσης δεν θίχτηκαν. Επιδεικνύοντας αυτήν την υπόγεια συνεννόηση, ο γ.γ. του κόµµατος του Πούτιν, Α. Τουρτσάκ, επισκεπτόταν άφοβα τη ∆αµασκό τις µέρες των βοµβαρδισµών.

Ωστόσο, παρά τους µόνιµους διαύλους επικοινωνίας ΗΠΑ-Ρωσίας για να αποφεύγονται τα «ατυχήµατα», στις 7/2 ο αµερικανικός στρατός σκότωσε εκατοντάδες Ρώσους στρατιώτες -κατά το Κρεµλίνο, µισθοφόρους- που επετίθεντο σε θέσεις δυτικών δυνάµεων. Το πότε τέτοια περιστατικά θα ξεπεράσουν το όριο ανοχής της µίας ή άλλης πλευράς, είναι θέµα αντικειµενικών συσχετισµών αλλά και υποκειµενικής πολιτικής εκτίµησης.

Ο βασικός κίνδυνος για νέες πολεµικές εστίες, είναι ότι ο βασικός εχθρός των ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή, τουλάχιστον µετά το 2000, δεν ήταν το καθεστώς Άσαντ, αλλά το Ιράν. Αυτό έχει εντάξει στην επιρροή του εκτός από το Λίβανο, το Ιράκ και τώρα πια τη Συρία, όπου διατηρεί δεκάδες χιλιάδες ενόπλους. Η σύγκρουση µε το Ιράν προετοιµάζεται ήδη. Ο Τραµπ µεθοδεύει για το Μάιο την ακύρωση της συµφωνίας του Οµπάµα (2015) για το πυρηνικό πρόγραµµα του Ιράν. Οι ΗΠΑ επέβαλαν από πέρσι διάφορες κυρώσεις, συντείνοντας στη δύσκολη οικονοµική κατάσταση του Ιράν, που το καθεστώς προσπαθεί να φορτώσει στο λαό.

Το σιωνιστικό Ισραήλ παραµένει βεβαίως ο κορυφαίος αποσταθεροποιητικός παράγοντας. Πέρα από τις νέες σφαγές Παλαιστίνιων διαδηλωτών, εδώ και µισό χρόνο βοµβαρδίζει ιρανικές θέσεις στη Συρία, µη αποδεχόµενο την παρουσία ιρανικού στρατού κοντά στα σύνορά του. Επιταχύνει τη στρατιωτική «λύση» στο ιρανικό πρόβληµα µε έναν πόλεµο χαµηλής έντασης. Πρόσφατα, µε την έγκριση των ΗΠΑ, βοµβάρδισε ιρανικά αντιαεροπορικά συστήµατα, πριν αυτά προλάβουν να στηθούν, ενώ στις αρχές Φλεβάρη η αεράµυνα του Άσαντ είχε καταρρίψει ισραηλινό F-16. Εξάλλου, το Ισραήλ βρίσκεται σε διένεξη µε το Λίβανο για τη µονοµερή ανακήρυξη της ΑΟΖ του (που φυσικά «καταπίνει» αντίστοιχα δικαιώµατα των Παλαιστινίων).

Καθώς δυο βασικοί δυτικοί σύµµαχοι, Σ. Αραβία και Ην. Αρ. Εµιράτα, είναι βαλτωµένοι στο βρόµικο πόλεµο της Υεµένης, µια γενικευµένη σύγκρουση της ∆ύσης µε το Ιράν βρίσκεται ακόµη στο στάδιο της προεργασίας. Βέβαια, κάποια στιγµή οι προεργασίες τελειώνουν. Άλλωστε, τα πράγµατα δεν εξελίσσονται πάντα κατά τους σχεδιασµούς…

 

Πώς επηρεάζεται η ελληνο-τουρκική αντιπαράθεση

Τι σχέση έχουν όµως αυτά µε τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισµό; Κατ’ αρχάς, η Ελλάδα είναι κατά συρροή συνένοχη στις επεµβάσεις στη Μ. Ανατολή. Με την πάγια παροχή στρατιωτικών βάσεων (όπως στους τελευταίους βοµβαρδισµούς στη Συρία), αλλά συχνά και δικών της πολεµικών πλοίων και αεροπλάνων (Ιράκ 2003, Λίβανος 2006, Λιβύη 2014) ή πολεµοφοδίων (Ιράκ, Συρία, Σ. Αραβία κ.ά.). Σε αυτά προστίθεται η πολυεπίπεδη συµµαχία-στήριξη στην αιγυπτιακή χούντα και στο πολεµοχαρές Ισραήλ.

Κρίσιµο όµως είναι ότι από τα διαµορφούµενα ιµπεριαλιστικά στρατόπεδα, Ελλάδα και Τουρκία µάλλον επιλέγουν αντίθετα συµµαχικά στρατόπεδα. Η Ελλάδα επιµένει στη ∆ύση. Η πιο «ανεξάρτητη – πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική του Ερντογάν, ειδικά µετά το 2010, είχε αποτέλεσµα το αιµατηρό πραξικόπηµα του 2016, που απέτυχε παρά τη φανερή εµπλοκή του ΝΑΤΟ. Έτσι, η συνεργασία της Τουρκίας µε τη Ρωσία έχει ενισχυθεί πολύ τα τελευταία δυο χρόνια. Το δείχνουν οι τριµερείς διαπραγµατεύσεις (µαζί και µε το Ιράν) για το µέλλον τη Συρίας ερήµην της ∆ύσης, η έναρξη κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Turkstream πέρσι και η πρόοδος στην ανέγερση του πυρηνικού σταθµού στο Ακουγιού φέτος, από τη ρωσική κρατική εταιρεία Rosatom. Ακόµη, υπό το βάρος αµερικανικών και σαουδαραβικών κυρώσεων κατά του Ιράν και του Κατάρ αντίστοιχα, η τραπεζική-εµπορική και διπλωµατική-στρατιωτική προσέγγιση της Τουρκίας µε αυτά τα κράτη έχει προχωρήσει.

Το χάσµα Τουρκίας-∆ύσης µεγάλωσε µε την «υιοθέτηση» των Κούρδων της Συρίας από τις ΗΠΑ – παρόλο που αυτές ανέχτηκαν την εισβολή στο Αφρίν για να µην χάσουν οριστικά την Τουρκία από το ΝΑΤΟ. Σε αυτά έχουν προστεθεί οι συλλήψεις Αµερικανών παραγόντων και διπλωµατικών υπαλλήλων στην Τουρκία (µε την κατηγορία της κατασκοπίας) και, από την άλλη, Τούρκων µεσαζόντων του Ερντογάν στις ΗΠΑ (µε την κατηγορία συναλλαγών µε το Ιράν). Τέλος, οι Αµερικανοί έχουν απαντήσει µε απειλές κυρώσεων στη ρωσο-τουρκική συµφωνία (12/2017) για τους αντι-αεροπορικούς S-400. Στο θέµα των ΑΟΖ Κύπρου και Ισραήλ, εµπλέκονται άµεσα ευρωπαϊκές, αµερικανικές αλλά και ελληνικές πολυεθνικές (ΕΛΠΕ, Energean Oil), οπότε η αποµόνωση της Τουρκίας είναι σχεδόν πλήρης. Ο «Ηνίοχος» και η προστασία των γεωτρήσεων από ιταλικά, γαλλικά και αµερικανικά πολεµικά είναι χειροπιαστές αποδείξεις.

Η ένταξη Ελλάδας και Τουρκίας σε αντίπαλα στρατόπεδα εγκυµονεί από µόνη της κινδύνους. Πιο δυσοίωνο είναι όµως ότι αυτή συνιστά για την ελληνική άρχουσα τάξη προϊόν επιλογής και όχι υποταγής. Οι ελληνικές κυβερνήσεις βλέπουν στην επίταση των ανταγωνισµών µια… ευκαιρία! Καµιά ελληνική κυβέρνηση δεν έχει προσπαθήσει για την ειρηνική επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών, για διαπραγµατεύσεις ή για «πάγωµα» των σηµείων αντιπαράθεσης. Αν και µπορεί να σφάλλουν, εκτιµούν ότι µια Τουρκία περιθωριοποιηµένη από τη ∆ύση θα δεχτεί τετελεσµένα ή θα γίνει πιο υποχωρητική. Ο ελληνικός καπιταλισµός αντιλήφθηκε από το 2010 τη διένεξη του Ερντογάν µε το Ισραήλ και το ΝΑΤΟ και προσπάθησε να την εντείνει και να την εκµεταλλευτεί. Έκτοτε προσπαθεί να επιβάλει στην Τουρκία, εντασσόµενος στον «άξονα του Κακού» (Ισραήλ-Κύπρος-Αίγυπτος), τη µονοµερή ανακήρυξη κυπριακής ΑΟΖ, αλλά και πάγιες «εθνικές» διεκδικήσεις στο Αιγαίο (κυριότητα βραχονησίδων κ.λπ.).

Οι πολιτικοί εκπρόσωποι των πολυεθνικών (Τσίπρας, Μακρόν, Νετανιάχου κ.λπ.) ισχυρίζονται ότι τέτοιες συµµαχίες και η ανάπτυξη που τάχα θα φέρουν οι αγωγοί, ευνοούν την ειρήνη και τη συνεργασία στην περιοχή. Ισχύει το ανάποδο. Η διπλωµατία των αγωγών και των ιµπεριαλιστικών µπλοκ λογοδοτεί σε προϋπάρχοντες ανταγωνισµούς και τους οξύνει, υπονοµεύοντας την ειρήνη.

Μπροστά στην περικύκλωσή της από τον «άξονα», η Τουρκία αντιδρά αµφισβητώντας γεωτρήσεις στη θάλασσα της Κύπρου και βραχονησίδες στο Αιγαίο. Στο Αφρίν, υπερέβη την αµερικανική αντίθεση. Είναι εξίσου θέµα πολιτικής επιλογής αν κάποτε πάψει να ανέχεται τη διαρκή ισχυροποίηση του ελληνο-ισραηλινού άξονα και τα τετελεσµένα µε τις ΑΟΖ.

Σε έναν ανταγωνισµό οι κινήσεις των ανταγωνιστών δεν είναι προβλέψιµες. Για παράδειγµα, δεν µπορεί κανείς να ελπίζει σοβαρά ότι ένα ελληνο-τουρκικό θερµό επεισόδιο αποτρέπεται µέσα από αποτυχίες της µιας ή άλλης πλευράς κάπου αλλού. Πέρα από υπόκλιση στον ελληνικό εθνικισµό, η λογική «να χάσει ο Ερντογάν στο Αφρίν για να γλιτώσουµε το Αιγαίο», συνιστά και απερισκεψία. Ο Ερντογάν έπρεπε να χάσει στο Αφρίν για να σωθεί ο ντόπιος πληθυσµός. Αλλά αν τα πράγµατα δεν πήγαιναν εκεί καλά γι’ αυτόν, ίσως επιχειρούσε να «πάρει», σαν πολιτικό αντιστάθµισµα, κάτι στο Αιγαίο. Το αντίστοιχο µπορεί να συµβεί αν κινδυνεύσουν τα ελληνικά συµφέροντα στην Αν. Μεσόγειο. Μην ξεχνάµε ότι τα «µολών λαβέ» και η προβοκατόρικη επίσκεψη Καµµένου στα Ίµια το Γενάρη, απαντούσαν στην κινητοποίηση της Τουρκίας κατά της γεώτρησης στο Οικόπεδο 6 της «κυπριακής» ΑΟΖ στα τέλη ∆εκέµβρη. Αν και τα αµερικανικά αεροπλανοφόρα έδωσαν προσωρινό τέλος στα επεισόδια στην κυπριακή ΑΟΖ, στο Αιγαίο έχουµε σαφή κλιµάκωση.

Υπ’ αυτούς τους όρους, η Μ. Ανατολή µπορεί να «πυροδοτήσει» τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισµό, αυξάνοντας τους κινδύνους «θερµών» επεισοδίων ή και πολέµου.




Καμπάνια για την μεταστέγαση του Κυριακάτικου Σχολείου Μεταναστών

Το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών/Προσφύγων μετακομίζει. Μετά από 14 χρόνια φιλοξενίας μας άνευ μισθώματος στο κτίριο της οδού Άργους στον Κολωνό από τους αλληλέγγυους ιδιοκτήτες του, είμαστε σε αναζήτηση νέου χώρου, λόγω πώλησης του κτιρίου. Ζητάμε από τους φίλους και τις φίλες του Κυριακάτικου, να μας στηρίξουν οικονομικά ώστε να ανταπεξέλθουμε στα νέα αυξημένα έξοδα που καλούμαστε να καλύψουμε και να συνεχίσουμε να λειτουργούμε από την 1η Σεπτέμβρη 2018 με τη νέα σχολική χρονιά (πρώτα ενοίκια, έξοδα διαμόρφωσης του χώρου, κ.λ.π.).

Το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών και η Κίνηση «Απελάστε το Ρατσισμό» αυτοχρηματοδοτούνται από τις δράσεις τους και την οικονομική ενίσχυση των φίλων τους. Δεν έχουμε  λάβει ποτέ ούτε ένα Ευρώ από προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Υπουργείων ή με οποιονδήποτε τρόπο από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Από το 2004 μέχρι σήμερα, έχουμε φιλοξενήσει στις αίθουσες του Κυριακάτικου πάνω από 6000 πρόσφυγες και μετανάστες ενήλικες μαθητές σε τμήματα εκμάθησης ελληνικών, αγγλικών, γερμανικών και πληροφορικής, ενώ πάνω από 700 αλληλέγγυοι (εθελοντές δάσκαλοι, εθελοντές Γραμματειακής Υποστήριξης, δημιουργικής απασχόλησης παιδιών, θεατρολόγοι, αλληλέγγυοι δικηγόροι κ.λ.π.) έχουν συμβάλλει καθοριστικά στη λειτουργία μας όλα αυτά τα χρόνια.

Με τη στήριξη του κόσμου της αλληλεγγύης και της αντίστασης έχουμε οργανώσει πολλά πολιτιστικά και κινηματικά φεστιβάλ και εκδηλώσεις (φέτος ετοιμάζουμε την 12η Αντιρατσιστική Γιορτή μας που θα γίνει στις 22 και 23 Σεπτέμβρη), κάμπινγκ αλληλεγγύης, θεατρικές ομάδες, ενημερωτικές συζητήσεις, δράσεις διεκδίκησης δικαιωμάτων για πρόσφυγες και μετανάστες, παραστάσεις σε φορείς. Οργανώνουμε και συμμετέχουμε σε κινητοποιήσεις μαζί με αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές κινήσεις, συνδικάτα, τοπικές συλλογικότητες και χώρους αλληλεγγύης. Είμαστε βέβαιοι ότι το αλληλέγγυο κινηματικό εγχείρημα του Κυριακάτικου Σχολείου Μεταναστών, θα συνεχίσει να αποτελεί κύτταρο συνύπαρξης και κοινού αγώνα ντόπιων και προσφύγων/μεταναστών για πολλά χρόνια ακόμα. Με τη στήριξη όλων μας.

Κουπόνια οικονομικής ενίσχυσης μπορείτε να βρείτε στον χώρο του Κυριακάτικου Σχολείου Μεταναστών, στην οδό Άργους 145 κάθε Κυριακή, από τις 11 π.μ. έως τις 8 μ.μ. μέχρι το τέλος Ιουνίου.

Επίσης μπορείτε να μας ενισχύσετε μέσω IBAN και Paypal:

ΙΒΑΝ GR2501720180005018031163603 Τράπεζα Πειραιώς

PayPal πάνω δεξιά https://www.ksm.gr/

Τηλ. Επικοινωνίας 6974486368

E-mail [email protected]

Υ.Γ. Παράλληλα με την ενοικίαση νέου χώρου του Κυριακάτικου Σχολείου Μεταναστών όπου θα χρειαστεί να λειτουργήσουμε σε κάθε περίπτωση από την 1η Σεπτέμβρη 2018, διερευνούμε την πιθανότητα φιλοξενίας μας σε χώρο που μπορεί να μας προσφερθεί για τα επόμενα χρόνια με συμβολικό τίμημα και κάλυψη των λειτουργικών εξόδων από την πλευρά μας, στην ευρύτερη περιοχή του Κέντρου της Αθήνας.

Eυχαριστούμε το Δ.Ασπιώτη για τη φωτογραφία




Οι διανοούμενοι στο πλευρό του Μ. Τσολάκ – Ζητούν την αθώωση του

Διανοούμενοι, ανάμεσά τους πρώην βουλευτές και ευρωβουλευτές, νομικοί και δημοσιογράφοι, με το κείμενο που υπογράφουν, ζητούν την αθώωσή του δημοσιογράφου Μουσταφά Τσολάκ και καλούν όλους τους δημοκράτες πολίτες να πάρουν θέση υπογράφοντας για την αθώωσή του.
 
Το κείμενο τους είναι:
 

Καμπάνια για την αθώωση του δημοσιογράφου Μουσταφά Τσολάκ

 
Στις 29 Μάη, στο ειδώλιο του κατηγορούμενου θα βρεθεί ο δημοσιογράφος Μουσταφά Τσολάκ, μετά από μήνυση του βουλευτή Ροδόπης της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, Ιλχάν Αχμέτ, με την κατηγορία της «συκοφαντικής δυσφήμησης δια του Τύπου».
Στην πραγματικότητα, η επίκληση της «συκοφαντικής δυσφήμησης» είναι προσχηματική και έχει ως στόχο την επίτευξη της καταδίκης του Τσολάκ, δεδομένου ότι κατά τα άλλα είναι προφανές ότι η μήνυση έχει πολιτικό χαρακτήρα.
Ο Μουσταφά Τσολάκ, είναι απ’ τους λίγους μειονοτικούς συμπολίτες που δημοσιεύει άρθρα στα τουρκικά και στα ελληνικά, καταπολεμώντας τους εθνικισμούς, δημιουργώντας εμπόδια στα ύποπτα παιχνίδια που κάποιοι κύκλοι επιδιώκουν στη Θράκη, με αποτέλεσμα να στοχοποιηθεί από εθνικιστικούς και παρακρατικούς κύκλους (που καλούσαν σε ανοιχτή επιστολή το παρακράτος να τον «τιμωρήσει») αλλά και από το καθεστώς Ερντογάν.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, που η μήνυση του βουλευτή κατά του Τσολάκ, και κατά της «Μπαρικάτ», ήρθε ακριβώς τıς μέρες που η κυβέρνηση Ερντογάν στην Τουρκία απαγόρευσε την πρόσβαση στο μπλογκ της «Μπαρικάτ».
Ο βουλευτής, σε ομιλίες του με τους τοπικούς δημοσιογράφους, υποστηρίζει πως θίχτηκε γιατί «ο Τσολάκ στο κείμενο του υποστηρίζει πως είχε ερωτικές περιπέτειες με τη συνάδελφό του, πράγμα που δεν ισχύει, γι’ αυτό και τον μηνύει», κάτι που προφανώς δεν αληθεύει. Όμως ο Τσολάκ, στο κείμενο που το παραθέτουμε κάτω, παίρνοντας αφορμή από ένα βίντεο από σατιρική εκπομπή του ΣΚΑΪ (που σχολιάστηκε πάρα πολύ και από διάφορους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) απλώς ασκεί κριτική στον πολιτικό αμοραλισμό του βουλευτή, λαμβάνοντας ξεκάθαρη θέση πως δεν τον αφορά το τι κάνει στη προσωπική του ζωή και υπογραμμίζοντας πως είναι ανήθικο το να συζητά κανείς γι’ αυτό.
Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι ο Τσολάκ στο κείμενο ασκεί σφοδρή κριτική στον «ερντογανισμό» και «οπισθοδρομισμό» που επικρατεί στους κόλπους της μειονότητας τα τελευταία 15 χρόνια και καλεί τους διανοούμενους της μειονότητας να πάρουν θέση ενάντια σ’ αυτό – πράγμα που ενόχλησε πάρα πολλούς κύκλους, μάλλον και τον βουλευτή που έτρεξε στα δικαστήρια.
Ο «πόλεμος» που ξεκίνησε από εθνικιστικούς και παρακρατικούς κύκλους της Ελλάδας αλλά και τις μειονότητας εις βάρος του Μουσταφά Τσολάκ και της «Μπαρικάτ», οδήγησε την πολύ σημαντική -για την δημοκρατία μέσα στη μειονότητα- αυτή εφημερίδα στο κλείσιμο. Έτσι, μετά τις πρώτες προσπάθειες να συνεχιστεί η αθρογραφία διαδικτυακά, προέκυψε η μήνυση του βουλευτή και σήμερα οδηγείται ο Τσολάκ στα δικαστήρια, πράγμα που σημαίνει ότι αν δεν αντιδράσουμε, αύριο μπορεί να έχουμε και χειρότερα περιστατικά.
Ο βουλευτής, επίσης, ζητά 20.000 ευρώ απ’ τον Τσολάκ ως «αποζημίωση». Είναι προφανές ότι το να ζητά κανείς από έναν δημοσιογράφο (και μάλιστα εδώ και καιρό άνεργο) τέτοια ποσά, συμπεριλαμβανομένου τα ογκώδη δικαστικά έξοδα, σημαίνει πως θέλει την οικονομική «καταστροφή» του. Μια «καταστροφή» που θα οδηγήσει, όπως νομίζουν κάποιοι, στη σιωπή.
Και δίπλα στα άλλα, περισσότερο γι’ αυτό το λόγο, πρέπει ν’ αντιδράσουμε: Διότι σε περίπτωση καταδίκης του Τσολάκ, θα περάσει το μήνυμα πως πρέπει να σωπαίνουν όλες οι δημοκρατικές φωνές εντός της μειονότητας, γιατί αλλιώς θα τους περιμένει η «τιμωρία».
Καλούμε λοιπόν, όλους τους δημοκράτες και τις δημοκράτισσες, να πάρουν θέση υπέρ της αθώωσης του Μουσταφά Τσολάκ.
– Καμία δίωξη μειονοτικών δημοκρατών
– Κανένα χτύπημα στην ελευθερία του λόγου
– Όχι στις στοχοποιήσεις μειονοτικών δημοκρατών που παλεύουν ενάντια στον σκοταδισμό εντός και εκτός της μειονότητας
– Αθώωση του Μουσταφά Τσολάκ
ΥΓ: Όσοι θέλουν να υπογράψουν το κείμενο, μπορούν να στείλουν μέιλ το όνομα, το επάγγελμα και την περιοχή τους στο: [email protected]  
Το κείμενο του Μουσταφά Τσολάκ, για το οποίο δικάζεται:

ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΙ (ΧΑΤΖΗΣ) ΧΟΥΦΤΩΝΕΙ ΤΟ ΜΠΟΥΤΙ ΤΗΣ ΞΕΝΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ;

Εδώ και δύο μέρες έχει ξεσπάσει η «καταιγίδα του Ιλχάν Αχμέτ» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης…
Μετά από την διαρροή στα ελληνικά τηλεοπτικά κανάλια των εικόνων όπου ο βουλευτής μας «χαϊδεύει το πόδι» μιας βουλευτή συναδέλφου (εδώ), οι «φύλακες της ηθικής» και οι «λάτρεις του κουτσομπολιού» δημιούργησαν ντόρο…
Κάποιος που είναι χατζής πως γίνεται να χουφτώνει πόδι ξένης γυναίκας; Επιτρέπεται παντρεμένος άντρας ν’ αγγίξει γυναίκα με την οποία δεν είναι παντρεμένος; Και άλλα πολλά παρόμοια…
Στην αρχή και εγώ το προσέγγισα ειρωνικά το θέμα, όμως από ένα σημείο και μετά όταν είδα ότι το θέμα ξεφεύγει, αποφάσισα να γράψω αυτό το άρθρο…
Ζήτημα Ηθικής
 
Χωρίς να θίξω το εάν η κίνηση του Ιλχάν Αχμέτ είναι «χάϊδεμα», «χούφτωμα» ή «άγγιγμα», να πω ευθέως το εξής:
Εάν ο Ιλχάν Αχμέτ έκανε/κάνει αυτή την κίνηση και η άλλη πλευρά (Κατερίνα Μάρκου) δεν ενοχλήθηκε/ενοχλείται από αυτό, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.
Το πρόβλημα θα υπήρχε εάν μια τέτοια κίνηση γινόταν παρά τη θέληση της άλλης πλευράς, διότι τότε θα ήταν παρενόχληση και –πέρα από τη νομική της διάσταση– δεν είναι ηθικό, θα πρέπει να καταδικαστεί και να καταπολεμηθεί.
Πέραν τούτου, με συγχωρείτε αλλά είμαι της αντίθετης άποψης από αυτούς που ισχυρίζονται ότι αυτό δεν είναι ηθικό, λόγω του κλισέ «παντρεμένος-ευτιχισμένος-με παιδιά». Διότι όπως είπε και ο Σαρτρ: Κανείς δεν ανήκει σε κανέναν.
Το να είναι ένας άνδρας παντρεμένος με μια γυναίκα (ή το αντίθετο) δεν σημαίνει ότι της ανήκει. (Δε θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες για να μη χαθεί το θέμα).
Η πολιτική διάσταση
 
Υπάρχουν και κάποιοι που προσεγγίζουν από διαφορετική διάσταση το θέμα:
«Εμείς τον στείλαμε στη Βουλή για να μας εκπροσωπήσει, να υπερασπιστεί τα δικαιώματα μας ή για να χουφτώνει ξένη γυναίκα;»
Επειδή τους βρίσκω πιο «λογικούς» αυτούς που βρίσκονται σ’ αυτή τη συχνότητα, μπορώ να μπω σε διάλογο μαζί τους και να τους ρωτήσω:
«Καλέ μου κύριε, έχεις δίκιο, αλλά και την προηγούμενη φορά τον είχες στείλει στη Βουλή για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα σου και εκείνος είχε πρωταγωνιστήσει στην προετοιμασία νόμου που καθορίζει πίσω από ποιον θα κάνεις τη προσευχή σου (νόμος των 240 ιμάμηδων). Τότε δεν είχες αντιδράσει, και μάλιστα τον ψήφισες κι όλας, τώρα σε πείραξε αυτή η κίνηση;»
Όμως φυσικά γνωρίζοντας ότι ο καλός ο κύριος έχει ένα ποσοστό δικαίου. Σε τελική ανάλυση όπως ανέφερα παραπάνω, όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι και ο βουλευτής, έχει επίσης δικαίωμα να κάνει τσαχπινιές, να μεθύσει, να αποκοιμηθεί στο τραπέζι, να κάνει βλακείες, να κάνει αλλοπρόσαλλες κινήσεις, να γελάει μόνος του κλπ. στην προσωπική του ζωή. Όμως το να τα κάνει αυτά εντός του κτηρίου της Βουλής είναι προσβολή κατ’ αρχήν για τον ίδιο / το κόμμα του / τους ψηφοφόρους του, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Σπέρνει και θερίζει
 
Εν συντομία, θεωρώ ανήθικη την τόση προβολή ενός ζητήματος που ανήκει στην «ιδιωτική σφαίρα» του Ιλχάν Αχμέτ.
Όμως να το πω ξεκάθαρα, δεν νιώθω την ανάγκη να συνταχθώ μαζί του ακόμη και στις πιο σκληρές επιθέσεις «κάτω από τη ζώνη» που θα του κάνουν. Και η εταιρία είναι η εξής: ο Ιλχάν Αχμέτ είναι ο πρωταγωνιστής της μείωσης του επιπέδου της πολιτικής σ’ αυτό το τόπο. Οι πιο σκληρές επιθέσεις «κάτω από τη ζώνη» εναντίον του Αχμέτ Χατζηοσμάν στις εκλογές του 2007 προήλθαν από το μέτωπο του Ιλχάν Αχμέτ. Οι πιο σκληρές επιθέσεις «κάτω από τη ζώνη» εναντίον του Αϊχάν Καραγιουσούφ στις εκλογές του 2012 προήλθαν από το μέτωπο του Ιλχάν Αχμέτ. Το Σεπτέμβριο του 2015 οι πιο σκληρές επιθέσες «κάτω από τη ζώνη» εναντίον μου, μαζί με τους Συριζαίους, προήλθαν από το μέτωπο του Ιλχάν Αχμέτ.
Όταν κατεβήκαμε στην Αθήνα για τη Συνδιάσκεψη της ΛΑΕ και βγήκαμε για φαγητό με φιλική παρέα όπου βρισκόταν και ο Αϊχάν Καραγιουσούφ, ανεβάσαμε φωτογραφία από το τραπέζι (σας εφιστώ την προσοχή, εμείς ανεβάσαμε εκείνη τη φωτογραφία) ο ίδιος ήταν αυτός που κυκλοφόρησε τη φωτογραφία από τζαμί σε τζαμί και την έδειχνε σε πρόξενους και διπλωμάτες λέγοντας τους «Δείτε, ενώ εμείς προσευχόμαστε στο τζαμί, οι άλλοι πίνουν ρακί την ιερή μέρα του Ραμαζανιού».
Το 2007 όταν ήταν αντίπαλος του ο Χατζηοσμάν, έλεγε ότι «αυτές οι δουλειές δε γίνονται τριγυρνώντας από τζαμί σε τζαμί και κάνοντας προσευχή», ενώ μετά το 2012 έκανε τη στροφή 180 μοιρών και έγινε χατζής, ενώ στις εκλογές του 2015 ήταν ο ίδιος που προσπαθούσε να μας μειώσει στα μάτια του λαού λέγοντας «Είναι άθρησκοι αυτοί, μην τους ψηφίσετε».
Το σημείο όπου βρίσκεται η πολιτική
 
Μπορώ να δώσω κι άλλα παραδείγματα.
Όμως, όπως προσέξατε, το θέμα μας δεν είναι ο χαρακτήρας ή η πολιτική στάση του Ιλχάν Αχμέτ. Εκείνος είναι απλά ένα βήμα –παίρνοντας το τελευταίο συμβάν ως ένα παράδειγμα– για να δείξω τον εκφυλισμό μέσα την κοινωνία.
Τον χρησιμοποίησα ως καθρέφτη του «μικροβίου» που έχει διαδοθεί στην κοινωνία μας την τελευταία δεκαετία.
Κατά το παρελθόν τόσοι και τόσοι εξελέγησαν / φρόντισαν να εκλεγούν ως βουλευτές σ’ αυτή τη χώρα, από τα σκυλιά της ΜΙΤ μέχρι και φασίστες, από πράκτορες της ΚΥΠ μέχρι τα «κούτσουρα» που δεν ξέρουν να γράφουν το όνομά τους. Όμως το επίπεδο δεν είχε πέσει ποτέ τόσο όσο τη τελευταία δεκαετία!
Αυτή η «έλλειψη επιπέδου» είναι αποτέλεσμα της δυσοσμίας που έχει διαχυθεί αργά αργά στην κοινωνία σαν ηρωίνη κατά τα τελευταία 15 χρόνια.
Και εφόσον δε μαζεύονται οι έντιμοι διανοούμενοι σ’ αυτή την κοινωνία για να ξεκινήσουν ένα νέο κίνημα διανόησης κάτω από μια σκεπή, θα συνεχίσουμε να μιλάμε για πολύ ακόμα για το «ζωνάρι του χατζή» και τα «μπούτια της κυρίας».

Οι πρώτες υπογραφές

 
Ιμπράμ Ονσούνογλου, Συνταξιούχος Ιατρός, Ροδόπη
 
Δέσποινα Χαραλαμπίδου, Ιδ. Υπάλληλος, πρώην Βουλευτής ΛΑΕ, Θεσσαλονίκη
Σπύρος Μαρκέτος, Καθηγητής ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη
Γιώργος Τσιάκαλος, Ομότιμος Καθηγητής ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη
 
Μιχάλης Τρεμόπουλος, Δικηγόρος, πρώην Ευρωβουλευτής, Θεσσαλονίκη
 
Χαράλαμπος Κουρουνδής, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάκτορας Νομικής ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη
Αικατερίνη Γεωργιάδου, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Θεσσαλονίκη
 
Νάσος Θεοδωρίδης, Δικηγόρος, Αθήνα
Θανάσης Καμπαγιάνης, Δικηγόρος, Αθήνα
Αλεξάνδρα Πολυχρόνη, Δικηγόρος, Αθήνα
Ειρήνη Μυλωνά, Δικηγόρος, Σέρρες
Πέτρος Παπαδόπουλος, Δικηγόρος, Άρτα
Γιάννης Πατζανακίδης, Δικηγόρος, Ξάνθη
Συμεών Παναγόπουλος, Ασκούμενος Δικηγόρος, Αθήνα
Ελευθερία Τσαδήμα, Φοιτήτρια Νομικής, Κομοτηνή
 
Πέτρος Τσάγκαρης, Δημοσιογράφος (ΑΠΕ-ΜΠΕ), Αθήνα
Γρηγόρης Βαλλιανάτος, Δημοσιογράφος, Αθήνα
Άγγελος Καλοδούκας, Δημοσιογράφος, Αθήνα
Βαγγέλης Δεληπέτρος, Δημοσιογράφος, Αθήνα
Αυγουστίνος Ζενάκος, Δημοσιογράφος, Αθήνα
Γιώργης Χρήστου, Δημοσιογράφος – μέλος ΕΣΗΕΑ, Αθήνα
Ήρα Σινιγαλια, Δημοσιογράφος, Αθήνα
Σερίφ Μεχμέτ, Δημοσιογράφος (ΕΡΤ3), Θεσσαλονίκη
Γρηγόρης Καραγιαννίδης, Δημοσιογράφος, Ξάνθη
Γιώργος Πανταζίδης, Δημοσιογράφος, Αλεξανδρούπολη
Σωτήρης Μπουζάρας, Δημοσιογράφος, Κομοτηνή
Λευτέρης Γλερίδης, Δημοσιογράφος, Κομοτηνή
Χρήστος Ποντίκης, Παραγωγός Ειδήσεων, Αθήνα
Γεώργιος Λιερός, Συγγραφέας, Αθήνα
Νάντια Κατσαρού, Συγγραφέας, Αθήνα
Γιώργος Αλεξάτος, Συγγραφέας – Ιστορικός, Αθήνα
 
Παντελής Αποστολίδης, Άνεργος, Ξάνθη
 
Λάζαρος Παπαχρυσοστομίδης, Κοινωνιολόγος-Παιδαγωγός, Νάουσα
Τζεμαλή Μηλιαζήμ, Εκπαιδευτικός, Ξάνθη
Μαρία Μουζακίδου, Εκπαιδευτικός, Βόλος
Θανάσης Κούρκουλας, Εκπαιδευτικός, Αθήνα
Στέργιος Σύρμογλου, Εκπαιδευτικός, Θεσσαλονίκη
Ελένη Παπαγεωργίου, Οπτικός, Αθήνα
Δημήτρης Μιλάνος, Μοριακός Βιολόγος, Αθήνα
Στέλιος Κουτρένης, Μοριακός Βιολόγος, Χαλκιδική
Δημήτρης Τσουτσουλόπουλος, Ιστορικός, Φθιώτιδα
Φώτιος Τζώρτζης, Οδοντίατρος, Αλεξανδρούπολη
Αλέξης Λιοσάτος, Οδοντίατρος, Πτολεμαΐδα
Μπούρας Κώστας, Λογιστής, Καλαμάτα
Σταμάτης Μπατζιακούδης, Φοιτητής Πολ. Επιστήμης και Ιστορίας, Αθήνα
Αχιλλέας Ζαχαρόπουλος, Φοιτητής, Κορινθία
Βαγγέλης Λιγάσης, Δημόσιος Υπάλληλος, Θεσσαλονίκη
 
Βαγγέλης Μυτιληναίος, Μουσικός, Αθήνα
Αλεξία Τσούνη, Πολιτικός Μηχανικός, Αθήνα
Νίκος Αναστασιάδης, Ιδ. Υπάλληλος, Θεσσαλονίκη
Νώντας Σκυφτούλης, Ιδ. Υπάλληλος, Αθήνα
Σωτήρης Σιαμανδούρας, Δρ. Πολιτικής Θεωρίας, Αθήνα
Παναγιώτης Σωτήρης, Πανεπιστημιακός, Αθήνα
Στέλιος Αναστασάκης, Φυσικός – Νευροεπιστήμονας, Βερολίνο
Τιμόθεος Πουλης, Γραφίστας, Θεσσαλονίκη
Διονυσία Πυλαρινού, Συνταξιούχος, Αθήνα
Κοσμάς Παπαχρήστου, Ιατρός, Κομοτηνή
Κιαμήλ Σιτζάκ Εμίν, Αυτοαπασχολούμενος, Κομοτηνή
Εργκίν Μουσταφά, Αγρότης, Ροδόπη
Βασίλης Ψαθάς, Παιδαγωγός – Αθλητής, Βόλος
***
Θάνος Γκουντάνος, Μουσικός (Baildsa), Θεσσαλονίκη
 
Δέσποινα Κουτσούμπα, Αρχαιολόγος, Αθήνα
 
Σμαρώ Βαλαβανίδου, Υπ. Διδάκτορας Τμ. Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών ΕΚΠΑ
Νιχάτ Χουσεϊν, Αθλητής, Κομοτηνή
Μαρία Κολτσίδου, Συντηρήτρια Αρχαιοτήτων, Θεσσαλονίκη
Όλγα Αναδολή, Φοιτήτρια Βιολογίας, Θεσσαλονίκη
Ζαφέρ Μεμέτ, Υπ. Πωλήσεων, Ροδόπη
Πάνος Δαμέλος, Ιδ. Υπάλληλος, Κόρινθος
Θεόδωρος Αντωνόπουλος, Δημοσιογράφος, Αθήνα
Αναστάσιος Ανδρονικίδης, Ναυτικός, Πτολεμαΐδα
Κατερίνα Αγγίσταλη, Εκπαιδευτικός, Αθήνα
Γιάννης Ασιματίδης, Ελαιοχρωματιστής, Αθήνα
Μήτσελος Σπύρος, Εκπαιδευτικός, Κέρκυρα
Θοδωρής Δάρης, Καθηγητής Ιταλικών, Αθήνα
Νίκος Σαραντάκος, Συγγραφέας, Λουξεμβούργο
Κοτσώνης Δημήτριος, Ιατρός, Γερμανία
Ιωάννης Λιβέρης, Φοιτητής Ιατρικής, Αλεξανδρούπολη
Σάκης Δαμάσκος, Ηλεκτροτεχνίτης, Καβάλα
Μετίν Μουμίν, Εργάτης, Γερμανία
Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος, Δικηγόρος, Αθήνα
Πέτρος Κωνσταντίνου, Δημ. Σύμβουλος Αθήνας
Βαρβάρα Χατζηκοσμά, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια, Σουηδία
Τίτο Χουσεϊν Μπαντεντζκι, Γιατρός, Γερμανία
Μαρία Στεργίου, Ασκούμενη Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη
Φωτεινή Τύρου, Φοιτήτρια, Αθήνα
Γκιουνέρ Αμέτ, Εκπαιδευτικός, Ροδόπη
Γιώργος Δούδος, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη
Αντωνία Κουτσοπούλου, Φοιτήτρια, Αθήνα
Μαρία Παπαδοπούλου, Άνεργη, Ημαθία
Νικολέτα Παπακωνσταντίνου, Γεωπόνος, Κομοτηνή
Ηλίας Παππάς, Φοιτητής Νομικής, Κομοτηνή
Δημήτρης Μάγγας, Δημοτικός Υπάλληλος, Κομοτηνή
Νικόλαος Σισμάνης, Ιδ. Υπάλληλος, Αθήνα
Όλγα Φιρουζέ Κουρτ, Φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής, Τουρκία
Ελένη Τιμογιαννάκη, Ιδ. Υπάλληλος, Αθήνα
Φώτης Σκόδρας, Εκπαιδευτικός, Κομοτηνή
Ονούρ Χασάν, Φοιτητής, Κομοτηνή
Αργυρούλα Τσαδήμα, Δικηγόρος, Λαμία
Γιάννης Σκαλιδάκης, Διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Χρήστος Λαγαρίας, Δικηγόρος, Βέροια
Μαρίνα Κακούρου, Σπουδάστρια, Αθήνα
Κλειώ Χρυσοχοίδου, Άνεργη, Κομοτηνή
Τουρούλ Τσαούς Μεστάν, Εργοτεχνίτης, Ροδόπη
Κυριάκος Μπάνος, Δημοσιογράφος, Αθήνα
Μάνθος Ταβουλάρης, Εργαζόμενος, Αθήνα
Θάνος Βαφειάδης, Μηχανικός, Κομοτηνή
Αλέξανδρος Αρβανιτάς, Δημοσιογράφος, Αθήνα
Κώστας Μαρτινίδης, Καθηγητής ΔΠΘ, Ροδόπη
Βασίλης Μορέλλας, Εκπαιδευτικός, Θεσσαλονίκη
Αντώνης Ανδρουλιδάκης, υπ. Κοινωνικός & Αναπτυξιακός Ψυχολόγος, Κύπρος
Δέσποινα Χανελή, Εκπαιδευτικός, Κύπρος
Νίκος Μαλαμάς, Δημοσιογράφος-Νομικός, Αθήνα
Στέλλα Ευσταθίου, Λογίστρια, Χαλκιδική
Θοδωρής Μπακάλης, Δημοσιογράφος, Ξάνθη
Γιώργος Σουβλής, Φοιτητής, Αθήνα
Αθανασία Μπαρα, Ιστορικός-Οικονομολόγος, Παρίσι
Αντώνης Θεοδωρίδης, Ιδ. Υπάλληλος, Κομοτηνή
Δημήτρης Νικόπουλος, Φυσικός-Χημικός, Ελευθερούπολη Καβάλας
Βλάσης Αγτζίδης, Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, Αθήνα
Νικόλαος Παπαλουκάς, Φοιτητής, Ισλανδία
Παύλος Σπυρόπουλος, Μουσικός, Θεσσαλονίκη
Παντελής Αυθίνος, Αναλυτής-Προγραμματιστής Η/Υ, Αθήνα
Ζέττα Μελαμπιανάκη, Εκπαιδευτικός, Αθήνα
Άκης Γαβριηλίδης, Δρ. Νομικής, Βρυξέλλες
Χασάν Μαλκότς, Οδοντίατρος, Ξάνθη
Γιάννης Καρασίμος, Εκπαιδευτικός, Ξάνθη
Ισμαήλ Ντικιλή, Ελ. Επαγγελματίας, Κομοτηνή
Ριτβάν Τοπτσή, Ελ. Επαγγελματίας, Κομοτηνή
Γιώργος Τσατσάμης, Φοιτητής, Κομοτηνή
Γιώργος Γερμανός, Δημ. Υπάλληλος, Αθήνα
Γιώργος Ανδρεαδάκης, Γεωργός, Έβρος
Αϊσέ Καρά Χουσεϊν Ογλού, Νομικός, Γρ. του Τεκέ “Σεγίτ Αλή Σουλτάν”, Έβρος
Γιώργος Αγαπητός, Δημοτικός Υπάλληλος, Λάρισα
Σταμάτης Σακελλίων, Εκπαιδευτικός, Κομοτηνή
Κωνσταντίνος Παπανικολάου, Υπ. Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων ΕΚΠΑ, Αθήνα
Νικήτας Κιούσης, Ασκούμενος Δικηγόρος, Αθήνα
Νταρλαγιάννης Νίκος, Εκπαιδευτικός, Κομοτηνή
Γιάννα Γαϊτάνη, Πρώην Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, Θεσσαλονίκη
Κατερίνα Γιαννούλια, Μέλος ΓΣ ΑΔΕΔΥ, Αθήνα
Μαρία Μπόλαρη, Πρώην Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ – Μέλος ΠΓ ΛΑΕ, Αθήνα
Αντώνης Νταβανέλος, Μέλος ΠΓ ΛΑΕ, Αθήνα
Χρήστος Πουλάκης, Εργαζόμενος στο χώρο Υγείας, Νορβιγία
Τάκης Μουμτζίδης, Ιδ. Υπάλληλος, Κομοτηνή
Ηλίας Γεωργιάδης, Γυμναστής, Άρτα
Αντώνης Κοσμίδης, Οικονομολόγος, Ξάνθη
Γιάννης Σιδηρόπουλος, Δημοσιογράφος, Ξάνθη
Αλή Σερίφ Μουσταφά, Άνεργος, Ροδόπη
Ριτβάν Κιοσέ Μεμέτ, Δημ. Υπάλληλος, Αθήνα
Αυγέρος Κωνσταντίνος, Μεταπτυχιακός Φοιτητής στο Πάντειο, Αθήνα
Ελένη Κονιδάρη, Κοινωνική Ερευνήτρια, Αθήνα
αναδημοσίευση από tiken.net



Ιράν – Μετά τη σεισμική δόνηση έρχεται η κοινωνική

του Houshang Sepehr

μεταφραση: Λίνα Παλλάκη

Η εργατική τάξη στο Ιραν, που υφίσταται για καιρό καταστολή και βίαιη εκμετάλλευση, έκανε έφοδο στη σκηνή στις αρχές Ιανουρίου του 2018, ταρακουνώντας το ιρανικό αστικο-κληρικό καθεστώς. Το Ιράν δονείται από διαμαρτυρίες κατά της αύξησης των τιμών στα τρόφιμα, της μαζικής ανεργίας, των συνεχώς αυξανόμενων κοινωνικών ανισοτήτων, των βίαιων μέτρων λιτότητας, καθώς επίσης και της πολιτικής καταστολής. Οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας ξεκίνησαν την Πέμπτη (28 Δεκέμβρη) στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράν, Μασάντ (ιερή πόλη, τόπο του ιερού του Ιμάμη Reza) και εξαπλώθηκαν στη συνέχεια σε σαράντα πόλεις και χωριά σε όλη τη χώρα όπως επίσης και στην πρωτεύουσα, την Τεχεράνη.

Η έκταση και ένταση αυτού του κινήματος, η ραγδαία υιοθέτηση συνθημάτων ενάντια στην κυβέρνηση και το αυταρχικό πολιτικό σύστημα, άφησε έκπληκτες τις Ιρανικές αρχές και τους δυτικούς παρατηρητές. Ωστόσο, αυτής της έκρηξης προηγήθηκαν μήνες εργατικών διαμαρτυριών ενάντια στις περικοπές θέσεων εργασίας, το κλείσιμο εργοστασίων και τη μη καταβολή μισθών και επιδομάτων. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, 21 άτομα σκοτώθηκαν και συνελήφθησαν περίπου 2000 κατά τη διάρκεια συγκρούσεων των διαμαρτυρόμενων και της αστυνομίας.

Από την αρχή αυτού του κινήματος, η κυβέρνηση μείωσε ή και μπλόκαρε τελείως τις εφαρμογές του Telegram και Instagram προκειμένου να αφαιρέσει πληροφορίες για μελλοντικές εκδηλώσεις και το μέγεθος του κινήματος.

Η κλίμακα και η ένταση των διαδηλώσεων σόκαραν το αστικο-κληρικό καθεστώς και οι αντίπαλιες φατρίες του αναγκάστηκαν να συσπειρωθούν προκειμένου να τις καταστείλουν. Κατά τη διάρκεια του σαββατοκύριακου 30-31 Δεκεμβρίου 2017, ο Ιρανός Πρόεδρος Hassan Rouhani δήλωσε ότι οι Ιρανοί είχαν το δικαίωμα να διαδηλώνουν ειρηνικά και ότι η δική του κυβέρνηση θα δρομολογούσε λύσεις για τα κοινωνικο-οικονομικά αιτήματα των διαμαρτυρόμενων, προσθέτοντας: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πρόκληση από την ανεργία». Παρά ταύτα, υπουργοί της κυβέρνησης και υπηρεσίες ασφαλείας ορκίστηκαν να εκριζώσουν το κίνημα διαμαρτυρίας, ενώ οι φρουροί της Ισλαμικής επανάστασης δήλωναν έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν «σιδηρά πυγμή».

Οι αρχηγοί του καθεστώτος –από τον Ανώτατο Ηγέτη Αγιατολάχ Ali Khamenei ως τον στρατηγό Sanayee και τον πρώην «μεταρρυθμιστή» πρόεδρο και σύμμαχο του κινήματος του 2009, Mohammad Khatami– «δικαιολόγησαν» την βάναυση καταστολή τους κατηγορώντας ψευδώς τους διαμαρτυρόμενους ότι υποκινούνται από την Washington και τους τοπικούς συμμάχους της, το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, ως τμήμα μιας εμπρηστικής καμπάνιας ώστε να προκαλέσει καθεστωτικές αλλαγές στην Τεχεράνη.

Όμως, το κύμα των διαδηλώσεων έχει ταξικό χαρακτήρα πολύ διαφορετικό από αυτό του 2009, τότε υπό το λάβαρο του αποκαλούμενου «πράσινου κινήματος». Το 2009 το κίνημα διαμαρτυρίας ενάντια στην νοθευμένη επανεκλογή του πρώην υπερ-συντηρητικού Προέδρου Mahmoud Ahmadinejad κατεστάλη βίαια.

Στη βάση των καλύτερων διαθέσιμων αναφορών που έχουν φιλτραριστεί από τη λογοκρισία του Ιρανικού καθεστώτος ή εμφανίστηκαν στα Δυτικά μέσα ενημέρωσης, είναι προφανές ότι αυτό το κύμα διαμαρτυριών αποτελεί βασικά αρχόμενη ανταρσία της εργατικής τάξης. Προφανώς, οι διαμαρτυρίες είναι κοινωνικά ετερογενείς και υπάρχει μεγάλη πολιτική σύγχυση μεταξύ των συμμετεχόντων. Επιπλέον, όπως είναι αναμενόμενο, μοναρχικοί και άλλα δεξιά στοιχεία σε συμμαχία με τον ιμπεριαλισμό ψάχνουν να το εκτρέψουν προς όφελος τους.

Αλλά οι διαδηλώσεις, αν και δεν είναι μαζικό κίνημα, αποτελούνταν κυρίως από εργάτες, φτωχούς, άνεργους, νέες και φτωχές γυναίκες. Εκφράζουν την ενσταλαγμένη ταξική οργή σε μία χώρα όπου 3.2 εκατομμύρια άνθρωποι ή 12.7% της εργατικής δύναμης, είναι επίσημα άνεργοι. Η ανεργία στους νέους φτάνει το 40% και περισσότερο από το 50% ζουν σε συνθήκες φτώχιας. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την Παγκόσμια Βάση Δεδομένων Πλούτου και Εισοδήματος, το 1% των πιο πλούσιων Ιρανών κατέχουν το 16.3% του πλούτου που αντιστοιχεί στο 50% του συνολικού πλυθησμού. Το πλουσιότερο 10% κρατά το 48.5% του εθνικού πλούτου (δεδομένα του 2013).

Άνοδος της εργατικής αντιπολίτευση

Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά. Το κύμα των διαμαρτυριών στις αρχές του Γενάρη ξέσπασε μετά από μήνες εργατικής αναταραχής και λαϊκών διαδηλώσεων ειδικά εναντίον των περικοπών στις θέσεις εργασίας, την μη-πληρωμή μισθών, καθώς και την αδιαφορία των αρχών προς τα εκατομμύρια αποταμιευτών που καταστράφηκαν από την δόλια κατάρρευση πολλών αρρύθμιστων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η πλήρης εγκατάλειψη των θυμάτων των πρόσφατων θανατηφόρων σεισμών, καθώς επίσης και τα αστρονομικά ποσοστά διαφθοράς διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πυροδότηση του κινήματος. Τον Σεπτέμβρη του 2017, για παράδειγμα, στο Arak, οι εργάτες δύο εργοστασίων, που ιδιωτικοποιήθηκαν στα 2000, συγκρούονταν με την αστυνομία για δύο μέρες, αφότου δυνάμεις ασφαλείας είχαν παρέμβει για να διαλύσουν όσους διαμαρτύρονταν για τη μη καταβολή των μισθών. Σύμφωνα με μια αναφορά του πρακτορείου France-Presse «μικρές διαδηλώσεις άρχισαν να αναδεύουν την κατάσταση τις εβδομάδες πριν τη σημερινή αναταραχή», με «εκατοντάδες εργάτες στα πετρέλαια και τα φορτηγά να διαμαρτύρονται για καθυστερημένες πληρωμές, στα εργοστάσια τρακτέρ να αντιδρούν στο κλείσιμο του εργοστασίου τους στο Tabriz και εργάτες στα ελαστικά, στην Τεχεράνη, να απαιτούν την καταβολή των μισθών τους». Αυτές οι εκδηώσεις διαμαρτυρίας αντιμετωπίστηκαν με αδιαφορία από τα Δυτικά μέσα ενημέρωσης, ενώ οι Ιρανικές αρχές προσπάθησαν όσο μπορούσαν να τις αποκρύψουν.

Τις μέρες που ακολούθησαν ως τις διαμαρτυρίες του Ιανουρίου, μία έντονη και πλατιά δημόσια συζήτηση μαινόταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σχετικά με τις αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες. Το ερέθισμα για το συγκεκριμένο κύμα οργής ήταν η δημοσιοποίηση του τελευταίου κυβερνητικού προϋπολογισμού λιτότητας. Τα μέτρα περιελάμβαναν 50% αύξηση της τιμής της βενζίνης, ενώ μείωναν περεταίρω τις επιδοτήσεις για την ενέργεια. Οι επιδοτήσεις για βασικά τρόφιμα και ουσιώδεις υπηρεσίες είχαν καταργηθεί μεταξύ 2010-2014, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ahamadinejad και του Rouhani.

Το κίνημα του 2009 επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην Τεχεράνη και ειδικά στις πλούσιες γειτονιές στα βόρεια. Αντίθετα, οι διαδηλώσεις του Ιανουαρίου ήταν πιο εκτεταμένες γεωγραφικά. Εξίσου επηρεασμένες στάθηκαν οι μικρότερες και φτωχότερες πόλεις που αποτελούσαν πολιτικές βάσεις του Ahmadinejad και της αποκαλούμενης «σκληρής» φράξιας της πολιτικής ελίτ του καθεστώτος, που συνδυάζει την σιιτική ορθοδοξία με τις λαϊκίστικες εκκλήσεις στα πληβειακά στοιχεία του καθεστώτος.

Μεγαλύτερης σημασίας και αντίθετο με το κίνημα του 2009, το γεγονός ότι αυτή η κινητοποίηση υποκινήθηκε από την εναντίωση στις κοινωνικές ανισότητες. Οι «Πράσινοι» που υποστήριξαν συντριπτικά την εκλογή του Rouhani το 2013 καθώς και την επανεκλογή του τον περασμένο Μάιο, απέφυγαν αυτές τις διαδηλώσεις. Διακεκριμένοι εκπρόσωποι των «Πράσινων» εξέφρασαν τη βαθιά ανησυχία τους για τις «ακέφαλες», «βίαιες και μη-δημοκρατικές» διαδηλώσεις! Από την πλευρά τους, οι διαδηλωτές δεν απευθύνθηκαν στους Πράσινους ηγέτες και τους ηττημένους προεδρικούς υποψήφιους του 2009, τους Mir-Hossein Moussavi και Mehdi Karroubi, που βρίσκονται ακόμη υπό κατ’οίκον περιορισμό. Αντίθετα, έθεσαν συνθήματα εχθρικά προς το κληρικο-καπιταλιστικό καθεστώς συνολικά.

Η προσέγγιση του Rouhani με την Ουάσιγκτον και η λιτότητα

Η οξεία κοινωνική κρίση στο Ιράν είναι προϊον της οικονομικής και της στρατιωτικής-στρατηγικής πίεσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπως και των οικονομικών κυρώσεων, της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και πάνω από όλα της κατάρρευσης της τιμής του πετρελαίου, παράλληλα με την αποτυχία των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών και ειδικά των βάναυσων μέτρων λιτότητας που ο Rouhani εφάρμοσε ώστε να προσελκύσει δυτικές επενδύσεις. Για χρόνια ο Rouhani, ακολουθώντας τον πολιτικό μέντορά του, τον αποθανόντα Πρόεδρο Hashemi Rafsanjani, ήταν συνήγορος της προσέγγισης με τις Δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το 2013, υπογραμμίζοντας τις εκρηκτικές κοινωνικές επιπτώσεις των οικονομικών κυρώσεων, των ΗΠΑ και της Ευρώπης στο Ιράν, έπεισαν τον Αγιατολάχ Khamenei και άλλα άτομα-κλειδιά του καθεστώτος για την ανάγκη αλλαγής πορείας. Εξού μία νέα προσπάθεια για συμβιβασμό με την Ουάσιγκτον και την ΕΕ.

Όπως και στην περίπτωση των αρχηγών του πράσινου κινήματος, τέσσερα χρόνια νωρίτερα, αυτή η πολιτική συνδέθηκε με μια νέα προσπάθεια εξολόθρευσης όσων είχαν απομείνει από τις κοινωνικές παραχωρήσεις προς την εργατική τάξη μετά την Επανάσταση του 1979. Κατα τη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων χρόνων, η κυβέρνηση του Rouhani συνέχισε τις ιδιωτικοποιήσεις και τις απορρυθμίσεις, όπως έκανε ο Ahamadinejad νωρίτερα. Ακολούθησε τις συνταγές του Διεθνούς Νοσμιματικού ταμείου για τη λιτότητα και επίσης ξανασχεδίασε τους κανόνες που διέπουν τα δικαιώματα πετρελαίου, ώστε να δελεάσει ευρωπαϊκούς και αμερικάνικους πετρελαϊκούς κολοσσούς. Τέλος, τον Ιανουάριο του 2016, οι πιο δριμείες αμερικάνικες και ευρωπαϊκές κυρώσεις αναιρέθηκαν ή ανεστάλησαν, σαν αντάλλαγμα για την διάλυση του μεγαλύτερου μέρους του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης. Στο βαθμό όμως που η αναίρεση των κυρώσεων θέρμανε την οικονομία, επωφελήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά και μόνο τα προνομιούχα κομμάτια του πληθυσμού. Η απάντηση του Rouhani, όπως μαρτυρά ο τελευταίος προϋπολογισμός, ήταν να οξύνει τα μέτρα λιτότητας για τις μάζες, αυξάνοντας τους προϋπολογισμούς των θρησκευτικών οργανισμών και του κλήρου.

Νέα βαθμίδα της πάλης

Οι διαδηλώσεις της πρώτης εβδομάδας του Ιανουαρίου σηματοδοτούν μία νέα βαθμίδα στην ταξική πάλη στο Ιράν. Σε όλη τη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένου και του Ισραήλ, υπάρχουν σημάδια αυξανόμενης αντίστασης της εργατικής τάξης. Το κρίσιμο ερώτημα είναι η πάλη να εξοπλιστεί η νεογέννητη εργατική αντίσταση με μία διεθνιστική σοσιαλιστική στρατηγική. Οι Ιρανοί εργάτες και οι νέοι άνθρωποι πρέπει να αγωνιστούν για την κινητοποίηση της εργατικής τάξης ως ανεξάρτητης πολιτικής δύναμης, εναντιώμενης στον ιμπεριαλισμό και σε όλες τις φατρίες της εθνικής αστικής τάξης.

Όλες οι δεξιές δυνάμεις που στηρίζουν τον προσανατολισμό προς την Ουάσιγκτον και/ή τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μέσα στο αντικυβερνητικό κίνημα θα πρέπει να νικηθούν και να απομονωθούν πολιτικά. Ο ιμπεριαλισμός είναι αυτός που καταπνίγει τα δημοκρατικά και κοινωνικά ιδανικά των λαών της Μέσης Ανατολής τον τελευταίο αιώνα. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είναι αυτές που έχουν καταστρέψει την περιοχή με τον πόλεμο επί ένα τέταρτο του αιώνα και οι ίδιες δυνάμεις που σήμερα απειλούν να βυθίσουν τον ιρανικό λαό κα όλη την περιοχή σε μια ακόμη πιο αιματηρή ανάφλεξη.

Η ιρανική αστική τάξη, όπως αποδεικνύεται από περισσότερο από έναν αιώνα ιστορίας από τον καιρό της συνταγματικής επανάστασης του 1906, είναι πλήρως ανίκανη να εδραιώσει μία πραγματική δημοκρατία και να απελευθερωθεί από τον ιμπεριαλισμό. Αφού αυτό θα απαιτούσε επαναστατική κινητοποίηση των μαζών σε τέτοιο μέγεθος που θα διακινδύνευε συμφέροντα και ταξικές φιλοδοξίες της αστικής τάξης.

Οι εργάτες και οι νέοι πρέπει επίσης να απορρίψουν αυτούς που υποστηρίζουν ότι η άνοδος των μαζών θα λύσει τα πάντα, επειδή στην πραγματικότητα δυσφημούν τη μάχη που δίνεται για το επαναστατικό πρόγραμμα και την ηγεσία. Η ιστορία πρέπει να διδάσκει μαθήματα, από την «Αραβική Άνοιξη» του 2011 ως την Ιρανικής Επανάστασης του 1979.

Η Ιρανική επανάσταση το 1979, η οποία 40 χρόνια πριν ανέτρεψε το τυρρανικό καθεστώς του αμερικανο-θρεμμένου Σάχη, ήταν μία μαζική αντι-ιμπεριαλιστική κοινωνική έκρηξη. Ήταν όντως η εργατική τάξη που είχε καταφέρει το θανάσιμο χτύπημα. Ήταν ένα εντεινόμενο κύμα πολιτικών απεργιών που τσάκισε τη σπονδυλική στήλη του καθεστώτος του Shah. Και τους μήνες που ακολούθησαν οι εργάτες καταλάμβαναν τα εργοστάσια, θέτοντάς τα υπό τον έλεγχο των εργατικών συμβουλίων. Αλλά η εργατική τάξη βρέθηκε χωρίς ανεξάρτητη ταξική οργάνωση και πολιτικά υποταγμένη στο σταλινικό κόμμα Τουντέχ, καθώς και σε ποικίλες μικροαστικές αριστερές δυνάμεις. Δυστυχώς, οι περισσότερες από αυτές τις οργανώσεις στοιχήθηκαν πίσω από την αποκαλούμενη αντι-ιμπεριαλιστική παράταξη της εθνικής μπουρζουαζίας υπό την ηγεσία του Αγιατολάχ Χομεϊνί και του σιιτικού κλήρου. Αυτοί, αφού πήραν τον έλεγχο της κρατικής μηχανής, κατέστειλλαν βίαια όλες τις ανεξάρτητες μορφές έκφρασης και ταξικής οργάνωσης. Οι ίδιοι σταθεροποίησαν την καπιταλιστική τάξη εντός του πλαισίου ενός νέου θεοκρατικού συστήματος.

Σήμερα στο Ιράν, η άνοδος της εργατικής τάξης μπορεί και πρέπει να διευθετήσει τους λογαριασμούς με το ισλαμικό πολιτικό σύστημα, την ιρανική αστική τάξη ως σύνολο και τον ιμπεριαλισμό, αλλά με την προϋπόθεση ότι αποτελεί τμήμα της προοπτικής μιας διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης.

Το έργο των επαναστατών σοσιαλιστών είναι να στραφούν προς αυτό το κίνημα και να αγωνιστούν να εξοπλίσουν τη διεθνή εργατική τάξη με μια κατανόηση της λογικής των αναγκών, των στόχων και των αγώνων του. Ο καπιταλισμός είναι ασύμβατος με τις ανάγκες της κοινωνίας. Οι εργάτες, η τάξη που παράγει τον παγκόσμιο πλούτο, πρέπει να ενώσει τους αγώνες της πέρα από σύνορα και ηπείρους ώστε να εδραιωθεί η πολιτική εξουσία των εργατών, να αναλάβουν τη σοσιαλιστική αναδιοργάνωση της κοινωνίας και να τερματίσουν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

αναδημοσίευση από internationalviewpoint.org