13 Μάρτη 1920: το πραξικόπημα Καπ στη Γερμανία

Η «ταξιαρχία Έρχαρτ» μπαίνει στο Βερολίνο, η ακροδεξιά ομάδα δολοφόνων από τη Βαυαρία που είχε σήμα τον αγκυλωτό σταυρό, πριν ακόμα τον κάνουν σύμβολό τους οι ναζί.
image_pdfimage_print

Του Χάρη Παπαδόπουλου

Όταν το ενιαίο µέτωπο της εργατικής τάξης σάρωσε την ακροδεξιά

«Οι προλετάριοι στέκονταν σε πυκνές γραμμές… Είχαν φέρει τα όπλα και τις κόκκινες σημαίες τους. Ήταν έτοιμοι να κάνουν το οτιδήποτε, να δώσουν τα πάντα, ακόμη και τη ζωή τους.

Και μετά, συνέβη το αδιανόητο.

Από τις 9 το πρωί οι μάζες στέκονταν μέσα στο κρύο και την ομίχλη. Οι ηγέτες τους κάπου συνεδρίαζαν. Η ομίχλη σηκώθηκε και οι μάζες στεκόντουσαν πάντα εκεί. Οι ηγέτες τους συνεδρίαζαν. Σήμανε μεσημέρι και στο κρύο προστέθηκε η πείνα. Και οι ηγέτες συνεδρίαζαν.

Οι μάζες διακατέχονταν από πυρετώδη ενθουσιασμό. Χρειάζονταν μια πράξη, έστω μια λέξη για να ηρεμήσουν. Όμως κανείς δεν γνώριζε τι πρέπει να κάνει, επειδή οι ηγέτες συνεδρίαζαν.

Η ομίχλη ήρθε ξανά και μαζί της ήρθε το σούρουπο. Οι μάζες επέστρεψαν σπίτι τους λυπημένες. Ήθελαν μεγάλα πράγματα, όμως δεν έκαναν τίποτα. Επειδή οι ηγέτες τους συνεδρίαζαν. Πέρασαν ολόκληρο το απόγευμα και το βράδυ συνεδριάζοντας και όταν ήρθε η αυγή συνέχισαν τη συνεδρίαση από εκεί που είχε διακοπεί».

(μαρτυρία από την νικητήρια προλεταριακή συγκέντρωση στο Βερολίνο, από το βιβλίο του Κρις Χάρμαν «Η ΧΑΜΕΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, Γερμανία 1918 – 1923».

 

Ξηµέρωµα 13ης Μάρτη 1920. Ισχυρές στρατιωτικές δυνάµεις καταλαµβάνουν αιφνιδιαστικά το Βερολίνο. Η κυβέρνηση των σοσιαλδηµοκρατών τρέχει πανικόβλητη να σωθεί στη ∆ρέσδη και µετά στη Στουτγάρδη. Οι πραξικοπηµατίες ανακοινώνουν πως εγκαθιδρύουν «κυβέρνηση δράσης» για να σωθεί η χώρα από τον κοµµουνισµό. Επικεφαλής, ο ακροδεξιός πολιτικός Καπ. Στο σύνολο της χώρας ο µισός στρατός υποστηρίζει το πραξικόπηµα. Ο άλλος µισός περιµένει πού θα γείρει η πλάστιγγα. Όταν η σοσιαλδηµοκρατική κυβέρνηση κάνει έκκληση στο Γενικό Επιτελείο για προστασία της νοµιµότητας, ο φον Ζέεκτ, επικεφαλής του Επιτελείου, απαντά µε µια µνηµειώδη δήλωση: «ο γερµανικός στρατός δεν θα πυροβολήσει το γερµανικό στρατό». Η αποθάρρυνση κυριεύει την ηγεσία του SPD.

 

Oι σοσιαλδηµοκράτες κυβερνούσαν ήδη 14 µήνες. Στο διάστηµα αυτό αποκεφαλίστηκε η ηγεσία της επαναστατικής αριστεράς: ∆ολοφονήθηκε η Ρόζα Λούξεµπουργκ και ο Καρλ Λίµπκνεχτ. Τα Freikorps, εθελοντικά αποσπάσµατα της Ακροδεξιάς, εξόντωσαν 20.000 επαναστάτ(ρι)ες σε Βερολίνο και Αµβούργο, Βαυαρία και Βρέµη, σύµφωνα µε τον συγγραφέα Κρις Χάρµαν. Όλα έγιναν υπό την καθοδήγηση της σοσιαλδηµοκρατικής κυβέρνησης.

Τώρα, όµως, τα πόδια γύρισαν να χτυπήσουν το κεφάλι. Τα Freikorps συµµετείχαν ολόθερµα στο πραξικόπηµα. Πραγµατικοί ηγέτες πίσω από τον Καπ ήταν ο Λίτβιτζ, πανεθνικός συντονιστής των σφαγών των κοµµουνιστών, και ο Παµπστ, οργανωτής της δολοφονίας των Λούξεµπουργκ και Λίµπκνεχτ. Μεταξύ των εισβολέων στο Βερολίνο, και η ταξιαρχία Έρχαρτ, ένα σώµα Freikorp της Βαυαρίας: η πρώτη µονάδα µε σήµα τον αγκυλωτό σταυρό, πριν ακόµη αναχθεί σε ναζιστικό σύµβολο. Τις πρώτες ώρες, το πραξικόπηµα έµοιαζε ο απόλυτος θρίαµβος του τρόµου.

Πραξικόπημα Καπ, το πανώ γράφει: «Σταματήστε Όποιος προχωρήσει θα πυροβοληθεί.»

«Γενική απεργία διαρκείας»

Όµως, άρκεσε ένας άνθρωπος να υψώσει το ανάστηµά του για να ανατραπεί το κλίµα. Ο Λίγκεν, επικεφαλής των συνδικάτων, ήταν ο µόνος από την ηγεσία του SPD που δεν εγκατέλειψε την πρωτεύουσα. Αντίθετα, κάλεσε άµεσα για γενική απεργία διαρκείας απέναντι στο πραξικόπηµα.

Ο Λίγκεν δεν ήταν επαναστάτης. Στάθηκε όλη του τη ζωή πολέµιος της επαναστατικής Αριστεράς και της Ρόζας Λούξεµπουργκ προσωπικά. Ο Λίγκεν υπήρξε ο εµπνευστής του άθλιου συνθήµατος «τα συνδικάτα χρειάζονται ησυχία». Πωρωµένος γραφειοκράτης, αλλά µε δυνατό ένστικτο αυτοσυντήρησης. Και την κρίσιµη ώρα δεν δίστασε να ανάψει το φιτίλι για τον εργατικό ξεσηκωµό.

Στο κάλεσµα για γενική απεργία, που κυκλοφόρησε στις 11 το πρωί την 13η Μάρτη, ο Λίγκεν πρόσθεσε όχι µόνο τη δική του υπογραφή, αλλά και αυτές των άλλων φυγάδων ηγετών. Όµως τις επόµενες ώρες, µε επείγοντα τηλεγραφήµατά τους, οι επικεφαλής της σοσιαλδηµοκρατικής κυβέρνησης Έµπερτ και Νόσκε δηλώνουν δηµόσια πως ποτέ δεν υπέγραψαν τέτοια έκκληση. Ακόµη και την ώρα του απόλυτου κινδύνου, απέτασσαν µε βδελυγµία την εργατική δράση κόντρα στην Ακροδεξιά.

Η απεργία ήταν δύσκολο να ξεκινήσει πετυχηµένα: το πραξικόπηµα έγινε Κυριακή. Όµως από την πρώτη µέρα τα τρένα σταµάτησαν να κινούνται, ρεύµα και γκάζι κόπηκαν. Ο Καπ εξέδωσε εντολή: όσοι εργάτες απεργούν, θα εκτελούνται επιτόπου. Αλλά τη ∆ευτέρα 14 Μάρτη η απεργία φούντωσε πέρα από την πρωτεύουσα. Στο Αµβούργο, το Ρουρ, τη Σαξονία, σε πόλεις και χωριά, ακόµη και στα αγροκτήµατα της Ανατολικής Πρωσίας. Η απεργία έµελλε να συνεχιστεί ακόµη και µετά τη συντριβή των πραξικοπηµατιών, που ολοκληρώθηκε πριν κλείσει εβδοµάδα. Το τζίνι βγήκε από το λυχνάρι και δεν έµπαινε εύκολα πίσω.

Οι εργάτες συγκροτούν Κόκκινο Στρατό για να αντιμετωπίσουν τους πραξικοπηματίες.

Ο «Κόκκινος Στρατός» του Ρουρ

Στα ιστορικά άρθρα που αναφέρονται σ’ αυτή την περίοδο στη Γερµανία, υπάρχει ένας πολύ διαδεδοµένος µύθος: πως η ειρηνική διαµαρτυρία της εργατικής τάξης κατάφερε µόνη της να σαρώσει το πραξικόπηµα. Στην πραγµατικότητα, οι εργάτες πήραν τα όπλα και συνέτριψαν τον στρατό σε µια σειρά µάχες στον δρόµο. Αλλιώς, η ακροδεξιά θα είχε επικρατήσει τσακίζοντας τη γενική απεργία.

Σε πολλές περιοχές της Γερµανίας συστάθηκαν ένοπλες εργατικές µονάδες, που έµειναν γνωστές ως «Κόκκινος Στρατός», παρόλο που δεν είχαν ενιαία διοίκηση και δοµή. Κέντρο της πρωτοβουλίας υπήρξαν τα ανθρακωρυχεία του Ρουρ. Και η πρώτη µάχη στον δρόµο έγινε στο Χάγκεν. Εκεί, µονάδες Freikorps, ενισχυµένες µε πυροβολικό, επιχείρησαν να καταλάβουν εξ εφόδου τον σιδηροδροµικό σταθµό τη ∆ευτέρα 14 Μάρτη. Η µάχη εξελίχθηκε σε πανωλεθρία. 64 πραξικοπηµατίες έπεσαν νεκροί, έναντι 7 εργατών. 100 περίπου στρατιώτες αιχµάλωτοι. Λάφυρο των εργατών, τα κανόνια.

Το Ντόρτµουντ, λίγα χιλιόµετρα βορειότερα, καταλήφθηκε από τον στρατό. ∆ολοφονήθηκαν 7 απεργοί. Οργανώθηκε επιτροπή δράσης από ανεξάρτητους σοσιαλδηµοκράτες και κοµµουνιστές. Τα τρένα µπλόκαραν τις ενισχύσεις στον στρατό, αντίθετα µετέφεραν ένοπλους εργάτες από το Χάγκεν και το υπόλοιπο Ρουρ. Ο στρατός εγκατέλειψε εσπευσµένα την πόλη, κάτω από καταιγισµό πυρών. Υποχωρώντας στο Ρεµτσχάιλντ, έπεσε σε ενέδρα. Σκοτώθηκαν 33 εργάτες, αλλά η φρουρά του Ντόρτµουντ εξολοθρεύθηκε. Ο οπλισµός της, λεία του Κόκκινου Στρατού.

Στις 18 Μάρτη ξεκίνησε η µάχη της Έσης. Εδώ η αστυνοµία και η σοσιαλδηµοκρατική πολιτοφυλακή είχαν ταχθεί µε το πραξικόπηµα και είχαν διαλύσει την τοπική εργατική επιτροπή δράσης δολοφονώντας πολλούς απεργούς. Στην έφοδο του Κόκκινου Στρατού οι πραξικοπηµατίες πολέµησαν λυσσασµένα, υπερασπίζοντας βήµα-βήµα κάθε κτήριο. Πάρα πολλές απώλειες είχαν και οι δύο πλευρές στα σφαγεία, όπου ταµπουρώθηκε η αστυνοµία. Υπερίσχυσαν οι εργάτες. Ο Κόκκινος Στρατός έφτασε στο κέντρο της πόλης το πρωί στις 19 Μάρτη πολεµώντας σε κάθε στενό. Το ∆ηµαρχείο καταλήφθηκε το µεσηµέρι. Αργότερα έπεσαν ο σιδηροδροµικός σταθµός και το ταχυδροµείο. Όσοι πραξικοπηµατίες σώθηκαν, χρειάστηκε να εγκαταλείψουν τον οπλισµό τους για να τρέξουν.

Η πτώση της Έσης σήµανε γενική κατάρρευση του πραξικοπήµατος. Τα Freikorps αποσύρθηκαν άµεσα από το Ντίσελντορφ και σειρά άλλων πόλεων. Ακολουθώντας τους, προέλαυνε ένας Κόκκινος Στρατός 50.000 µαχητών µε βαρύ πυροβολικό.

Από τον θρίαµβο στη συντριβή

Οι ηγέτες του πραξικοπήµατος στο Βερολίνο το έσκασαν καταφεύγοντας στη Σουηδία, όπου παρέµειναν ανενόχλητοι, εισπράττοντας ως το τέλος της ζωής τους κανονικά τους παχυλούς µισθούς και τις συντάξεις τους.

Στη Γερµανία, όπου κόχλαζε η εξέγερση, για λίγο υπήρξε ένα κενό εξουσίας. Τελικά, ύστερα από διαβουλεύσεις, σχηµατίστηκε νέα κυβέρνηση µε τους σοσιαλδηµοκράτες και τα κόµµατα του κέντρου, πιο δεξιά από αυτή που ανέτρεψε ο Καπ. Η εργατική τάξη, που είχε δώσει επική µάχη, βρέθηκε τελείως στο περιθώριο.

Ακόµη και οι Κόκκινοι Στρατοί φυλλορρόησαν. Τον επόµενο µήνα επρόκειτο να σφαγούν ανελέητα από τη νέα κυβέρνηση και τα -απαραίτητα- Freikorps. Τον Απρίλη 1920 στο Ρουρ θα εφαρµοστεί για πρώτη φορά η θηριωδία που θα ζήσει αργότερα από τον Χίτλερ όλη η Ευρώπη. Παντού οµαδικοί τάφοι. Εκεί θάβονται σωρηδόν εργάτες και γυναικόπαιδα µετά τη χαριστική βολή. Και επικρατεί «νόµος και τάξη».

 

Πώς χάθηκε η ευκαιρία;

Στην ιστορία που εξετάζουµε ίσχυσε απόλυτα το ρητό του Ναπολέοντα: «Τις µάχες τις κερδίζουν οι φαντάροι και τις χάνουν οι στρατηγοί». Η εργατική τάξη και τα οργανωµένα µέλη της επαναστατικής αριστεράς επέδειξαν απίστευτο ηρωισµό. Αλλά οι ηγέτες της, µπρος στην ιστορική στιγµή, µετρήθηκαν και βρέθηκαν λειψοί.

Στη γενική απεργία και στις µάχες µε τον στρατό κατέβηκαν και οι σοσιαλδηµοκράτες εργάτες, και οι ανεξάρτητοι σοσιαλδηµοκράτες και φυσικά οι κοµµουνιστές. Οι επιτροπές δράσης και οι Κόκκινοι Στρατοί σχηµατίζονταν από µαχητές και των τριών κοµµάτων.

Αλλά οι ηγέτες της Σοσιαλδηµοκρατίας ήταν οργανικά ανίκανοι να αναλάβουν την ευθύνη της καθοδήγησης του κινήµατος. Αριστερά τους, το Ανεξάρτητο Σοσιαλδηµοκρατικό Κόµµα, µε 800.000 µέλη και 5 εκατοµµύρια ψήφους. Το κόµµα αυτό κήρυττε τον σοσιαλισµό και διέθετε αξιόλογους µαχητές. Αλλά τις µέρες του πραξικοπήµατος του Καπ απλώς ακολουθούσε διστακτικά τη βάση του. Όταν κατέρρευσε το πραξικόπηµα, η ηγεσία του κόµµατος πέρασε όλες τις µέρες συνεδριάζοντας, χωρίς να καταλήξει σε καµιά πρακτική πρωτοβουλία απολύτως. Απλά δεν ήξεραν τι να κάνουν µετά τη νίκη.

Το Κοµµουνιστικό Κόµµα είχε βιώσει µια οδυνηρή διάσπαση λίγο καιρό πριν το πραξικόπηµα. Είχε εξαναγκάσει σε αποχώρηση την αριστερίστικη πτέρυγά του. Αλλά και η ηγεσία, που παρέµεινε, δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Μόλις κηρύχθηκε η απεργία στο Βερολίνο, το κόµµα επιχείρησε να τη φρενάρει. «Η εργατική τάξη δεν πρέπει να κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι της για να υπερασπιστεί την κυβέρνηση», ανακοίνωσε η ηγεσία του Κ.Κ. Ενώ οι εργάτες -και οι κοµµουνιστές µαζί- ρίσκαραν το κεφάλι τους απεργώντας κατά της Ακροδεξιάς, το κόµµα τούς έστρεφε την πλάτη µε έπαρση. Τρεις µέρες µετά το Κ.Κ. µπήκε στην απεργία. Για να διαπράξει τώρα ένα δεξιότατο λάθος: προσπαθούσε να εµποδίσει τον εξοπλισµό της εργατικής τάξης.

Ταυτόχρονα, στο Ρουρ των συγκλονιστικών µαχών µε τον στρατό των πραξικοπηµατιών το Κ.Κ. κυκλοφορούσε την προκήρυξη: «Εργάτες, µην βγαίνετε στους δρόµους! Καθηµερινές συγκεντρώσεις στα εργοστάσια! Μην αφήνετε τους αντεπαναστάτες να σας προβοκάρουν».

Στην εργατούπολη του Αµβούργου κυριαρχούσε πριν το πραξικόπηµα η αριστερίστικη αντιπολίτευση που είχε αποχωρήσει από το Κ.Κ. «Γενική Απεργία σηµαίνει Γενική Ανοησία» ήταν το κεντρικό της σύνθηµα. Οι πιο προχωρηµένοι εργάτες του Αµβούργου τούς προσπέρασαν και στράφηκαν µαζικά στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδηµοκρατικό Κόµµα, αλλά δυστυχώς µόνο για να χαθούν µαζί του στη σύγχυση τις µέρες που ακολούθησαν την πτώση του Καπ.

 

Για άλλη µια φορά ο εκπληκτικός ηρωισµός της εργατικής τάξης γέννησε µια ευκαιρία.

Και η έλλειψη σοβαρής επαναστατικής ηγεσίας άφησε την ευκαιρία να χαθεί.

Αν στη Γερµανία υπήρχε ένα κόµµα σαν τους µπολσεβίκους της Ρωσίας, ο φόρος αίµατος θα ήταν πολύ µικρότερος και η ακροδεξιά δεν θα µπορούσε να ξανασηκώσει κεφάλι. Αλλά οι επαναστατικές οργανώσεις δεν αρκεί να αυτοανακηρύσσονται σε τέτοιες. Πρέπει να σφυρηλατηθούν για χρόνια, µε υποµονή και στρατηγική. Για να µπορέσουν να δοκιµαστούν µε επιτυχία στα δύσκολα. Όπως οι µπολσεβίκοι.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.