Μια ιστορία του Τζιμ Χίγκινς για τον τροτσκισμό, κεφάλαιο 7

Με αυτόν εδώ το φάκελο, το Redtopia ανοίγει τη συζήτηση γύρω από την κριτική ανασκόπηση της ιστορίας του ''τροτσκιστικού'' ρεύματος, δημοσιεύοντας κείμενα που θεωρούμε ότι συμβάλλουν στη συζήτηση, χωρίς αυτό να σημαίνει κατ' ανάγκη την πλήρη συμφωνία μαζί τους ή ακόμη και με τον προλογικό σχολιασμό τους από τον/την εκάστοτε μεταφραστή/στρια.
image_pdfimage_print

https://www.marxists.org/archive/higgins/1997/locust/chap07.htm

Μτφρ ΑΛ

 

Κεφάλαιο 7: Η πρώτη ανάπτυξη των IS στην εργατική τάξη κι ο εργοστασιακός πυρήνας του ENV

 

“[Oι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων] … έγιναν μέσα σε μια νύχτα σημαντικοί άνθρωποι. Δέχονταν επισκέψεις από βουλευτές, Λόρδους και όσους άλλους εκπροσωπούσαν το καλοαναθρεμμένο σκυλολόι, και οι συμπονετικές εκκλήσεις μετατρέπονταν ξαφνικά στις επιθυμίες και τις ανάγκες της εργατικής τάξης.»

Φ. Ένγκελς

 

Τα νούμερα δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα στην επαναστατική πολιτική και είναι γεγονός ότι η αύξηση από 30 σε 200, όσο κι αν είναι ένα χρήσιμο βήμα στον δρόμο προς το πρώτο εκατομμύριο (αριθμό μελών), σημαίνει μόνο ότι η προπαγάνδα μπορεί να εξαπλωθεί λίγο παραπέρα. Παρόλα αυτά, υπήρξε βελτίωση στον τομέα της κοινωνικής σύνθεσης. Έχουμε ήδη σημειώσει την ανάπτυξη του Ομίλου στη Γλασκώβη, όπου μια βάση που αποτελείτο συντριπτικά από νεολαία κι εργάτ(ρι)ες είχε ζυμωθεί, αν αυτή είναι η κατάλληλη λέξη, από τον Πώλ Φουτ, που τότε βρισκόταν περιοριζόταν στην τοπική δημοσιογραφία προτού πάρει προαγωγή στα υψηλά κλιμάκια της Φλιτ Στριτ (στΜ στην ηγεσία της Οργάνωσης). Μια άλλη στρατολογία εκείνης της εποχής ήταν ο Stuart Christie (Στιούαρτ Κρίστι), ο οποίος στη συνέχεια άφησε τους IS για να γίνει αναρχικός. Σε αυτόν τον νέο ρόλο, πήγε στην Ισπανία με μια βαλίτσα γεμάτη αναρχική λογοτεχνία και, σύμφωνα με τον Νίκολας Ουόλτερ, με σχέδιο να δολοφονήσει τον Φράνκο. Σχεδόν αμέσως συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλακή. Στη Γλασκώβη, οι σύντροφοί του διοργάνωσαν διαδήλωση κατά της ποινής του έξω από το ισπανικό προξενείο. Ο Ian Mooney έπεισε τη μητέρα του Κρίστι να εφοδιαστεί με μια ισπανική σημαία για να την κάψει συμβολικά  έξω από το προξενείο. Ως ο άνθρωπος που της έδωσε τη σημαία, ο Ian επέμεινε να της βάλει ο ίδιος φωτιά. Για να έχει καλύτερο αποτέλεσμα εμπότισε τη σημαία με υγρά καύσιμα. Δυστυχώς ήταν εξαιρετικά κοντόφθαλμος και, ενώ είχε επιτυχία στη διαβροχή και την ανάφλεξη της σημαίας, διέβρεξε με καύσιμα και έβαλε φωτιά και στις μπότες του. Έτσι, κάτι που θα μπορούσε να είναι μια ξεχασμένη διαμαρτυρία μετατράπηκε σε έναν χορό των φλεγόμενων παπουτσιών του Ίαν Μούνι που καταγράφηκε στα χρονικά της σοσιαλιστικής λαογραφίας της Γλασκώβης. (Ο Stuart Christie απελευθερώθηκε λίγα χρόνια αργότερα και συσχετίστηκε με την Οργισμένη Ταξιαρχία, που πήρε την ευθύνη για την ανατίναξη τμήματος του Πύργου του Ταχυδρομείου. Ωστόσο, δεν καταδικάστηκε γι αυτό το αδίκημα).

 

Ο Χάρι ΜακΣέιν ήταν κοντά στα μέλη των IS της Γλασκώβης. Ήταν μέλος των SDF πριν από τον Α ‘Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας στενός σύντροφος του Τζον Μακλίν και μια ηγετική φιγούρα στο ΚΚ και στο Εθνικό Κίνημα Ανέργων πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και, αφού έφυγε από το ΚΚ το 1953 μετά την εξέγερση του Βερολίνου, έγινε οπαδός της Ράγια Ντουναγιέφσκαγια. Αν, στα περισσότερα μέρη, τα αποτελέσματα δεν ήταν τόσο ελπιδοφόρα όσο στη Γλασκώβη, υπήρχαν ενθαρυντικά δείγματα κερδίσματος νέων, κυρίως, εργατών που προέρχονταν κυρίως από τη νεολαία του Εργατικού κόμματος. Όπως ήταν λογικό για νεολαία, ήταν άπειροι και είχαν λίγη ή καθόλου εμπλοκή στο συνδικάτο ή στον χώρο δουλειάς τους (στΜ εννοεί συνδικαλιστική-πολιτική δράση). Ωστόσο ήταν μια βάση πάνω στην οποία μπορούσαμε να δουλέψουμε και, για μια ομάδα που βλέπει μακροπρόθεσμα, μια επένδυση για μελλοντικές εξελίξεις.

Το 1961, ο «Βιομηχανικός Εργάτης»ξεκίνησε ως εργατική εφημερίδα αγκιτάτσιας, με τον υπερβολικά φιλόδοξο στόχο της συμμετοχής των εργαζομένων στη συγγραφή και πώληση του εντύπου. Ο πρώτος αρχισυντάκτης ήταν ο Karl Dunbar, βοηθούμενος από την τοπική οργάνωση Kilburn του Ομίλου και μερικά μέλη της ETU. H εφημερίδα δεν μπόρεσε να καταγραφεί ως επιτυχία, αν και περιείχε μερικά καλά άρθρα και περιλάμβανε μερικά κομματικά άτομα στη συγγραφή της.

 

Ο Karl είχε σίγουρα φιλόδοξα σχέδια για την εφημερίδα με πρόγραμμα να αποκτηθούν πυρήνες σε συγκεκριμένες βιομηχανίες και συνδικάτα, ωστόσο κανένας στόχος δεν εκπληρώθηκε.  Για να πετύχει το σχέδιο να ζωντανέψει την εφημερίδα απέκτησε, για λίγες λίρες, ένα εκτυπωτικό μηχάνημα της Tribune, που μπορούσε να προσθέτει και εικόνες στην εφημερίδα. Αυτό ήταν νέο προχώρημα για τον Όμιλο, διότι, μέχρι τότε, η Σοσιαλιστική Κριτική δεν είχε καθόλου εικόνες στα φύλλα της. Ο Καρλ Ντάνμπαρ, σωστά, υποστήριξε την άποψη ότι μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις.  Για να το αποδείξει αυτό επιστράτευσε μια εικόνα που απεικόνιζε έναν μαύρο εργάτη και έναν λευκό εργάτη να κουβαλάνε μια σημαία του συνδικάτου. Χωρίς αμφιβολία αυτή η εικόνα, αν αξιοποιούταν κατάλληλα, θα ενίσχυε το άρθρο μας σχετικά με τον ρατσισμό.Όλα αυτά στέλνονταν στον εκδότη μας, έναν Πολωνό οπαδό του Πιλσούντσκι, που συγχωρούταν για τον παλαιό εξοπλισμό του, την απαίσια εκτύπωση και την απαίσια πολιτική του στάση με το να είναι απίστευτα φθηνός. Τελικά η έκδοση κυκλοφόρησε στους δρόμους. Εκεί πάνω από τη λεζάντα μας, “Μαύροι και λευκοί εργάτες ενώνονται για την καταπολέμηση του ρατσισμού”, βρισκόταν μια εικόνα με ένα μικρό μαύρο παιδί και ένα μικρό λευκό παιδί που ζωγράφιζαν με το δάχτυλο  σε ένα κομμάτι από χαρτί καρφτσωμένο σε ένα καβαλέτο. Η ντροπή μας γι αυτή τη γκάφα μετριάστηκε μόνο εν μέρει με το να πεισθούμε ότι και τα δύο αυτά βρέφη ήταν πιθανώς αποφασισμένοι αντιρατσιστές.

Η Σοσιαλιστική Kριτική περίπου τότε άρχισε να φτωχαίνει, τροφοδοτούμενη μόνο από όση ενέργεια της επέτρεπαν ο Διεθνής Σοσιαλισμός, η Νέα Φρουρά κι ο Βιομηχανικός Εργάτης.Το μέγεθος μειώθηκε σε Α4 και τα άρθρα ήταν αναπόφευκτα μικρότερα, με λογική συνέπεια ότι έγιναν λιγότερο τεκμηριωμένα και λιγότερο ενδιαφέροντα. Μέχρι το 1962, έπαψε να υπάρχει, ανίκανη να βρει ζωτικό χώρο στο μικρό χώρο ανάμεσα στα υπόλοιπα τρία έντυπα. Έχοντας υπεραναπτύξει το περιοδικό (Διεθνής Σοσιαλισμός), η Ομάδα έπρεπε να βρει ένα άλλο όνομα και το «Διεθνής Σοσιαλισμός» ήταν αυτό που επιλέχθηκε.[1]

Στο ίδιο πνεύμα με την αχρήστευση  της Σοσιαλιστικής Κριτικής, ήρθε η ανανέωση της εφημερίδας «Βιομηχανικός Εργάτης». Ο τίτλος άλλαξε σε «Χειρωνακτικός Εργάτης» και η εφημερίδα έγινε το βασικό εργαλείο αγκιτάτσιας των IS, καλύπτοντας όλα τα θέματα της πολιτικής ομάδας. Το 1964 η κυκλοφορία υπερέβαινε τα 2.000 φύλλα και η πρώτη συνδιάσκεψη του Χειρωνακτικού Εργάτη, το ίδιο έτος, προσέλκυσε περίπου 140 άτομα.

Καθώς η νεοσυσταθείσα ομάδα IS μεγάλωνε, έστω και αργά, τα πιο έμπειρα μέλη συμμετείχαν ενεργά στη δουλειά των Νέων Σοσιαλιστών. Για παράδειγμα, τα περισσότερα παραρτήματα των ΝΣ συναντιόντουσαν μία φορά την εβδομάδα και μέρος αυτής της συνάντησης ήταν αφιερωμένο στην πολιτική εκπαίδευση: Όποιος είχε επιφανειακές γνώσεις και κάποια ικανότητα να τις μεταδώσει, συμμετείχε στην εκπαίδευση των ΝΣ. Ταυτόχρονα υπήρχαν κείμενα για να γραφτούν, συνδικαλιστικές και κομματικές συνεδριάσεις του Εργατικού Κόμματος και, πάνω απ’ ​ όλα αυτά, συνεδριάσεις των IS. Ήταν μια συναρπαστική περίοδος πολλαπλών ασχολιών. Το 1964, για πρώτη φορά έπειτα από 13 χρόνια, δημιουργήθηκε κυβέρνηση Εργατικών με τη ρητορική του Χάρολντ Ουίλσον για την «τεχνολογική επανάσταση». Την εποχή εκείνη το σύνθημα των Εργατικών ήταν: “Δεκατρία χρόνια σπατάλη”. Δώδεκα μήνες αργότερα, ο Γκας ΜακΝτόναλντ δημιούργησε ένα νέο: “Δεκατέσσερα χαμένα χρόνια”. Για όλα αυτά, αυτό είναι αλήθεια ότι πολλοί σοσιαλιστές στήριζαν υπερβολικές ελπίδες στην κυβέρνηση του Wilson. Η απόσταση είχε χαρίσει μια συγκεκριμένη γοητεία στη μεταπολεμική κυβέρνηση Άτλι και ο Wilson θεωρήθηκε ότι βρισκόταν στα αριστερά εκείνης της κυβέρνησης.  Σίγουρα, στην αρχή, ο Γουίλσον είχε το ταλέντο να χρησιμοποιεί όμορφες και ηχηρές εκφράσεις που έδειχναν ότι έρχονται μεγάλα πράγματα, χωρίς πραγματικά να υπόσχεται τίποτα. Στην πράξη είχε πολύ λιγότερες ιδέες και ήταν πολύ λιγότερο ριζοσπαστικός από τους Εργατικούς του 1945.

Όπως κάθε άλλη μεταπολεμική κυβέρνηση, σχεδίαζε να λύσει το βρετανικό καπιταλισμό προβλήματα εις βάρος της εργατικής τάξης, αυτή τη φορά μέσω της εισοδηματικής πολιτικής. Ανεξάρτητα από τον τρόπο με το οποίο θα στόλιζε κανείς αυτή την πολιτική ως “σοσιαλιστικό σχεδιασμό”, η εισοδηματική πολιτική δεν είχε ως στόχο να εξισώσει τα εισοδήματα – στην πραγματικότητα, χτυπούσε πάντα σκληρότερα εκείνους με τα χαμηλότερα εισοδήματα – αλλά να δώσει στο βρετανικό κεφάλαιο το πλεονέκτημα δίνοντάς του ένα μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας. Επρόκειτο για μια πολιτική που έδινε έμφαση στις εθνικές συζητήσεις, με το Γενικό Συμβούλιο της TUC να στρώνει τα χαλιά στους διαδρόμους της εξουσίας. Οι ισχυροί μεγιστάνες της εργοδοσίας, οι αρχηγοί της βιομηχανίας και οι υπουργοί των Εργατικών  διαπραγματεύονταν πόσο μεγάλη θα είναι η πίτα  και πόσο μικρό κομμάτι αναλογούσε στους εργαζόμενους.  Για τις βιομηχανίες όπου η εθνική διαπραγμάτευση ήταν ο κανόνας το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν άμεσο. Για εκείνες τις βιομηχανίες όπου οι διαπραγματεύσεις πραγματοποιούνταν κλαδικά από εκπροσώπους της βάσης των εργαζομένων κι επέβαλλαν αμοιβές πάνω από τον εθνικό μισθό, τα χέρια των εργοδοτών ενισχύθηκαν. Ήταν μια συνταγή απογοήτευσης, τουλάχιστον για όσους ξεκίνησαν με ψευδαισθήσεις. Οι IS δεν είχαν.

Τον Ιανουάριο του 1966, οι συνδικαλιστές του ENV πήραν την πρωτοβουλία να καλέσουν μια συνάντηση για να συγκροτήσουν μια Επιτροπή Άμυνας Εκλεγμένων Συνδικαλιστών (SSDC) που θα υπεράσπιζε την οργάνωση της βάσης θα προωθούσε τον αγώνα κατά της εισοδηματικής πολιτικής με επιτροπές βάσης σε όλη την χώρα. Στη συνάντηση, περίπου 200 ατόμων από διάφορα εργοστάσια και επιτροπές, εισηγήθηκαν ο Reg Birch, κορυφαίο στέλεχος του ΚΚ αν και βρισκόμενος στην (εσωκομματική) αντιπολίτευση, ο Τζιμ Χάις, οικοδόμος εργάτης, και τρία μέλη των IS (Geoff Carlsson, Geoff Mitchell,και οι δύο συνδικαλιστές του ENV και ο Τζιμ Χίγκινς). Το σχέδιο ήταν φιλόδοξο και, στην πράξη, αποδείχθηκε ότι ήταν υπερβολικά φιλόδοξο.

 

Πραγματοποιήθηκαν πολλές συναντήσεις σε διάφορα μέρη της χώρας, αλλά, κατά τη διάρκεια των συναντήσεων δεν υπήρχε επαρκής βάση για να υποστηρίξει μια οργάνωση με διάρκεια. Η SSDC εξέδωσε, με την υπογραφή της, μπροσούρα με τίτλο  «Εισοδηματική Πολιτική, Νομοθεσία και Συνδικαλιστές» γραμμένη από τους Τόνι Κλιφ και Κόλιν Μπάρκερ. Ήταν ένα εξαιρετικό βιβλιαράκι, πολύ καλύτερο από οτιδήποτε άλλο για το θέμα που δημιουργήθηκε είτε πριν είτε έκτοτε. Εξηγούσε γιατί ο βρετανικός καπιταλισμός χρειαζόταν την εισοδηματική πολιτική, πώς λειτουργούσε και πώς μπορούσε να καταπολεμηθεί. Η εισαγωγή γράφτηκε από τον Reg Birch. Αποδείχθηκε εξαιρετικά δημοφιλές βιβλιαράκι, πωλήθηκε σε χιλιάδες αντίτυπα, κυρίως από συνδικαλιστικές επιτροπές και συνδικάτα.

Η αυξανόμενη απογοήτευση από τους Εργατικούς σήμαινε ότι υπήρχε ένα μικρό αλλά αυξανόμενο κοινό για την πολιτική των IS. Υπήρχαν μερικές υποσχόμενες περιοχές στη βιομηχανία που έδειχναν εξέλιξη, σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη των IS. Υπήρχαν μέλη των IS στα συνδικάτα ASTMS, POEU, TGWU, ETU και AEU. Το καμάρι ήταν το εργοστάσιο ENV στο Acton του Βόρειου Λονδίνου, μια επιχείρηση που έφτιαχνε κιβώτια ταχυτήτων για αυτοκίνητα. (Το όνομα προέρχεται από τα γαλλικά, “En V “, που αναφερόταν στη διάταξη κυλίνδρων των αεροκινητήρων που έφτιαξε κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου Ι). Η ιστορία του ENV είναι τόσο ενδιαφέρουσα όσο και διδακτική, δείχνει τη σημασία του να υπάρχει καθημερινή ηγεσία σε επίπεδο βάσης, δείχνει επίσης πώς μπορούν σοβαροί πολιτικοί αγωνιστές μέσα από υπομονετική και ευαίσθητη δουλειά, να αναπτύξουν πολιτικές που αυξάνουν την αλληλεγγύη και τη συνείδηση ​​των εργαζομένων. Δείχνει επίσης με σκληρή σαφήνεια ότι, τελικά, υπάρχουν συγκεκριμένα και σαφώς καθορισμένα όρια στους συνδικαλιστικούς αγώνες.

Αξίζει να αναφερθεί, ίσως, ένα κομμάτι της ιστορίας για το τι υπήρξε καθοριστικό στη διαμόρφωση  πολιτικής των SR / IS,  κάποιες εμπειρίες που εξηγούν πολλά για τη στρατηγική στον βιομηχανικό τομέα.[2]

Τη δεκαετία του 1930, το εργοστάσιο δεν είχε καλό επίπεδο συνδικαλιστικής οργάνωσης και οι μισθοί και οι εργασιακές συνθήκες ήταν κακές, συγκριτικά με άλλα τοπικά εργοστάσια. Μετά τον πόλεμο, ωστόσο, η έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, σε συνδυασμό με την οργανωτική ικανότητα των συνδικαλιστών, κατέστησαν τις εργασιακές συνθήκες παρόμοιες αν όχι καλύτερες από αυτές στο Βόρειο Λονδίνο. Ήταν ένα εργοστάσιο όπου τα καθημερινά θέματα εργασίας και το πώς έπρεπε να κινηθεί εργατική βάση ήταν θέμα καθημερινής συζήτησης. Από τον πιο μαχητικό μέχρι τον πιο μετριοπαθή εργάτη υπήρχε η αίσθηση ότι το τίμημα για τις καλές εργασιακές συνθήκες ήταν η μόνιμη επαγρύπνηση- κάθε κλάδος περιφρουρούσε αυστηρά τις συμφωνίες του. Φυσικά, οι εργοδότες δεν ήταν ενθουσιασμένοι από αυτή την κατάσταση των πραγμάτων και προσπαθούσαν συνεχώς να  κόψουν δρόμο με την εισαγωγή νέων μηχανών και πρακτικών.

Η στρατηγική κοστολόγησης του εργοδότη συχνά είχε ως αποτέλεσμα την υπερβολική ενίσχυση των αρμοδιοτήτων κάποιου φιλόδοξου αλλά εγκεφαλικά βλαμμένου προϊσταμένου, και η ENV διέθετε ακριβώς έναν τέτοιο προϊστάμενο. Καταγοητευμένος από την καταστροφική πορεία που ακολούθησε ο Κάρολος Α, υιοθέτησε το δόγμα της θεϊκής φύσης των προϊσταμένων.  Όποτε είχε κάποιος στο τμήμα του είχε παράπονα για τις αποφάσεις του, οι τελευταίες ήταν τελεσίδικες παρόλο που  γίνονταν προσπάθειες να φτάσουν οι διαμαρτυρίες σε ανώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας. Αναπόφευκτα, αυτή η συμπεριφορά αποτέλεσε το αντικείμενο μιας συνάντησης μεταξύ των εργαζομένων και της διοίκησης. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης ο θιγμένος προϊστάμενος φυσικά απειλούσε, έβριζε και απειλούσε τον εκπρόσωπο των εργαζομένων Bill McLoughlin. Όλα αυτά αναφέρθηκαν σε μαζική συνέλευση των εργαζομένων και αποφασίστηκε η απεργία μέχρι που ο προϊστάμενος απολύθηκε.

Η απεργία διήρκεσε 13 εβδομάδες και διεξήχθη σκληρά, με τους εκλεγμένους συνδικαλιστές να οργανώνουν Καμπάνια οικονομικής υποστήριξης σε όλη τη Βρετανία – συγκέντρωσαν συνολικά £ 14.000 που ήταν ένα σημαντικό ποσό τότε. Το συνδικάτο T&G δεν θεώρησε ποτέ νόμιμη αυτή την απεργία και προσπάθησε να σπείρει τη διχόνοια μεταξύ των μελών του μεταξύ των μελών της T & G και των μελών του AEU. Τελικά, ο εκπρόσωπος της AEU  συμφώνησε να δημιουργηθεί εξεταστική επιτροπή, τα πορίσματα της οποίας θα ήταν δεσμευτικά και για τα δύο μέρη. Την προεδρία ανέλαβε ο καθηγητής Τζακ, ακαδημαϊκός και πολύ γνωστός πρόεδρος υποτιθέμενων αμερόληπτων ερευνών. Το πόρισμά του, που υποτίθεται θα έδιναν τη σολομώντεια λύση, ήταν στην πραγματικότητα περίπου τόσο μεροληπτικό όσο μπορείτε να φανταστείτε.  Ο προϊστάμενος έπρεπε να μετακινηθεί σε λιγότερο ευαίσθητη δουλειά, αλλά ο McLoughlin θα έπρεπε να απομακρυνθεί από εκπρόσωπος των εργαζομένων. Το εκτελεστικό μέλος της AEU Σκοτ, που όπως και ο McLoughlin ήταν μέλος του ΚΚ, προέτρεψαν να γίνει αποδεκτή η απόφαση του Τζακ και, η επιτροπή των συνδικαλιστών δέχτηκε απρόθυμα την απόφαση με μοναδική διαφωνία αυτή του Geoff Carlsson.

Αυτή ήταν μια μάχη που αμφισβήτησε τα παραδοσιακά προνόμια του εργοδότη να προσλαμβάνει και να απολύει και κράτησε για τρεις μήνες προσπαθώντας να το πετύχει. Κατά τη διάρκεια της απεργίας το TGWU (Τ&G) στάθηκε απέναντι και το AEU, παρά το γεγονός ότι η Περιφέρεια του Βόρειου Λονδίνου βρισκόταν σταθερά υπό τον έλεγχο του ΚΚ, αποφάσισε να λύσει τη διαφορά σε κάτι σαν δικαστήριο. Είναι ενδιαφέρον ότι η μεγαλύτερη οικονομική υποστήριξη δεν προήλθε από τα οχυρά του ΚΚ, όπως τη Ford Dagenham (£ 25) ή την Austin Longbridge (£ 50)

όπου εκείνη την εποχή υπήρχαν κυριολεκτικά δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι. Ήταν μια απεργία που φυσιολογικά έπρεπε να έχει ως αποτέλεσμα το τσάκισμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης στο εργοστάσιο. Ότι δεν έγινε αυτό ήταν συνάρτηση του τρόπου με τον οποίο οι εργαζόμενοι συμμετείχαν τακτικά σε συζητήσεις και αποφάσεις σχετικά με τη μελλοντική πορεία του αγώνα.

Επίσης οφειλόταν, σε μεγάλο βαθμό, σε μια εξαιρετική δουλειά δύο νέων επαναστατών: των Sid Wise και Geoff Carlsson. Και οι δύο ήταν μέλη του του RCP, ο Wise έπειτα εντάχθηκε στη συνέχεια στην οργάνωση του Χίλι και ο Geoff Carlsson βοήθησε στην ίδρυση του SRG. Κανένας από αυτούς δεν ήταν περαστικός από τη ριζοσπαστική πολιτική, για να έχει λίγη βιομηχανική εμπειρία στις αναμνήσεις του πριν γίνει μέλος της ελίτ. Ούτε προτίθεντο να κάνουν καριέρα καριέρα ως συνδικαλιστές γραφειοκράτες με πλήρη απασχόληση. Ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1950, πρόεδρος του συνδικάτου ήταν πρώτα ο Wise και στη συνέχεια έγινε ο Carlsson. Ως θέμα αρχών επέμειναν σε μια ολομελειακή συνέλευση των εργαζομένων μία φορά την εβδομάδα κατά την οποία συζητιόντουσαν θέματα άμεσου και μακροπρόθεσμου ενδιαφέροντος. Εκπόνησαν ένα πρόγραμμα αιτημάτων για την καταπολέμηση των απολύσεων.

Η ολομελειακή συλλογικότητα, απέχοντας από το να είναι ένας δυσκίνητος μηχανισμός, όριζε στην πράξη ευρέα πεδία της πολιτικής. Με ενημέρωση και συζήτηση καλλιεργήθηκε ένα ισχυρό πνεύμα υποστήριξης του προγράμματος. Ως αποτέλεσμα αυτής της μεγάλης αλληλεγγύης, το ENV είχε υπογράψει ορισμένες συμφωνίες, που θα μπορούσαν να επιτευχθούν ποτέ από εργαζόμενους που δεν είναι πεπεισμένοι για την υπόθεσή τους. Έτσι είχαν πετύχει να δουλεύουν χωρίς υπερωρίες και αν  έστω ένας εργαζόμενος δούλευε έστω μία ώρα υπερωριών τότε απαγορευόταν να απολυθεί κανένας για 3 μήνες. Απαγορεύτηκε ο έλεγχος του ωραρίου και της κίνησης από τους εργαζόμενους και κανένας δεν ανησυχούσε για το αν θα πιάνει το επιθυμητό επίπεδο παραγωγής με ένα χρονόμετρο στο χέρι.

Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1957, η διοίκηση ενημέρωσε τον πρόεδρο, τον Geoff Carlsson, ότι θα έπρεπε να υπάρξει μείωση προσωπικού κατά 10%.  Στη μαζική συνέλευση, οι εργαζόμενοι ήταν κάθετα αντίθετοι στο ότι πρέπει να γίνουν απολύσεις.  Όταν ο Carlsson ενημέρωσε τον διευθυντή ότι οι εργαζόμενοι δεν θα αποδέχονταν την απόλυση, οι διαχειριστές παρέδωσαν τη λειτουργία της παραγωγής στους εκλεγμένους συνδικαλιστές, υποθέτοντας εσφαλμένα ότι θα δείλιαζαν μπροστά σε αυτή την τρομακτική προοπτική.

Αφού αποδέχτηκαν την ευθύνη, οι εργαζόμενοι οργάνωσαν ένα εργασιακό πρόγραμμα με 4,5 μέρες εργασία τη βδομάδα,  μεταφέροντας άνδρες σε διαφορετικά τμήματα όπου είναι απαραίτητο. Η προσπάθεια είχε τα προβλήματά της και ο τρόπος λειτουργίας ήταν εμπειρικός, ωστόσο για εννέα μήνες το εργοστάσιο παρέμεινε ενωμένο. Στο τέλος του 1958 μια ανάκαμψη στο εμπόριο κατέστησε τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής περιττή. Για σχεδόν ένα χρόνο οι εργαζόμενοι οργάνωσαν την εργασία μέσα στο εργοστάσιο και, ουσιαστικά, την παραγωγική διαδικασία. Προφανώς, δεν υπάρχει σοσιαλισμός σε ένα μόνο εργοστάσιο, αλλά η προσπάθεια είχε όλα τα χαρακτηριστικά του εργατικού ελέγχου. Ακόμη και όταν τελείωσε το εγχείρημα, η αυτοπεποίθηση που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου κατέστησε δυνατά περαιτέρω προχωρήματα. Πολύ πριν γίνει κοινή κατάκτηση των μηχανικών, οι γυναίκες εργαζόμενες είχαν ίσες αμοιβές με τους άντρες στο ENV, οι μισθοί ήταν οι υψηλότεροι στην περιοχή και ο φόρτος εργασίας ήταν ο μικρότερος.

Όχι μόνο ήταν καλές οι εργασιακές συνθήκες στο ENV, αλλά είχαν να επιδείξουν κι ένα εξαιρετικά αξιέπαινο ρεκόρ αλληλεγγύης στους άλλους απεργούς. Το 1963, για παράδειγμα ξεκίνησε μια απεργία από μαύρους κυρίως εργάτες σε εργοστάσιο στην περιοχή Southall του Λονδίνου, στο Marriott’s. Επί 30 εβδομάδες συγκεντρωνόταν ένα σελίνι από κάθε εργάτη στο ENV, συγκεντρώνοντας έτσι 1.717 λίρες ή 18% του συνόλου που συγκεντρώθηκε σε εθνικό επίπεδο.

Το 1962 η αμερικανική εταιρεία Eaton, Yale & Towne αγόρασε το ENV. Αυτή ήταν μια σκληρή διοίκηση που σκόπευε να τσακίσει τη δύναμη των εργαζομένων και ήταν είναι έτοιμη να επιστρατεύσει οποιονδήποτε αριθμό διευθυντικών στελεχών για την επίτευξη αυτού του στόχου. Η Emerson, μια μεγάλη εταιρεία εργασιακών μελετών, ήρθε στο εργοστάσιο, αλλά κανείς δεν συνεργαζόταν μαζί τους, έτσι κάθισαν για μερικούς μήνες και στη συνέχεια έφυγαν. Η διαπραγμάτευση επί της παραγωγικότητας γινόταν με στόχο να μη γίνουν απολύσεις. Οι συσκευαστές, για παράδειγμα, συμφώνησαν σε μείωση του προσωπικού από 16 σε 12 άνδρες και να βοηθάνε στη φόρτωση των φορτηγών, σε αντάλλαγμα αυξημένης αμοιβής. Στην πραγματικότητα όμως, υπήρχαν μόνο 12 συσκευαστές και πάντα βοηθούσαν να φορτωθούν τα φορτηγά. Ομοίως οι οδηγοί ανυψωτικών φορτηγών αποδέχτηκαν αύξηση ένα σελίνι την ώρα για να «γίνουν κινητοί». Δηλαδή, στην πραγματικότητα για να μεταφέρουν παλέτες από και προς το δικό τους τμήμα. Με μια διαχείριση σαν κι αυτή, καλύτερα η διοίκηση να παρέδιδε την οργάνωση του εργοστασίου απευθείας στους εργάτες. Δυστυχώς, από τη φύση της βιομηχανικής ζωής, τελικά, όλα τα καλά πράγματα κάποια στιγμή τελειώνουν και το ENV δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Η διοίκηση αποφάσισε ότι, παρά τα μεγαλεπήβολα σχέδια, δεν υπήρχε κανένας τρόπος για να δημιουργηθεί μια ρήξη μεταξύ των συνδικαλιστών και της εργατικής βάσης κι αποφάσισε να φτάσει τα πράγματα στα άκρα.

Τον Αύγουστο του 1966 ανακοίνωσαν το σταδιακό κλείσιμο του εργοστασίου. Για πρώτη φορά υπήρχε αβεβαιότητα μεταξύ των εργαζομένων, μια αβεβαιότητα που υπήρχε και στο συνδικαλιστικό όργανο. Κυριολεκτούσε η διαχείριση, ή ήταν άλλη μια στρατηγική για να αποσπάσει παραχωρήσεις; Ο εκπρόσωπος  Geoff Mitchell και ο πρόεδρος Geoff Carlsson, πίστευαν ότι η διοίκηση μπλοφάρει και ότι πρέπει να πάρει απεργιακή απάντηση. Δυστυχώς, η πλειοψηφία της συνδικαλιστικής επιτροπής και η εργατική βάση δεν συμφώνησαν μαζί τους. Κυκλοφορούσε η αναξιόπιστη φήμη ήταν ότι οποιοσδήποτε απεργούσε θα ήταν ένοχος για βιομηχανικό παράπτωμα και έτσι θα έχανε την αποζημίωση απόλυσης, που για  σταθερά και μακροχρόνια εργαζόμενους όπως αυτούς στο ENV ήταν σημαντική.  Οι Carlsson και Mitchell, καθώς και μερικές εκατοντάδες εργαζόμενοι απολύθηκαν τους επόμενους μήνες. Το ENV συνέχισε να λειτουργεί λίγο ακόμα αλλά σύντομα έκλεισε τις πύλες του για τελευταία φορά.

Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο εργοστάσιο, ο Geoff Carlsson, όπως κάθε λογικός επαναστάτης εργαζόμενος,έβρισκε συμμάχους όπου μπορούσε. Εργάστηκε με μέλη του ΚΚ, με το μέλος του Κλαμπ Σίντ Γουάιζ και με οποιονδήποτε άλλον  συμφωνούσε στην ανάγκη ενίσχυσης οργάνωσης, υπεράσπισης και επέκτασης των συμφερόντων των εργαζομένων, αλλά δεν αναλώθηκε να κατακεραυνώνει τους «Σταλινικούς» ή να επιτίθεται στον Σιντ Γουάιζ επειδή θεωρούσε τη Ρωσία «εργατικό» κράτος. Πουλούσε τη Σοσιαλιστική Κριτική και, κατά περίπτωση, επιχειρηματολογούσε υπέρ της πολιτική του άποψης και το 1959 διετέλεσε πρόεδρος του συνδικάτου AEU. Αν και δεν είχε καμία πιθανότητα εκλογής, οι κανόνες του AEU επέτρεπαν σε κάθε υποψήφιο μέσω εναλλαγής να δικαιούται μια εκλογική θητεία με έξοδα του συνδικάτου. Για όσο τέλεσε πρόεδρος, καταδίκασε το πάγωμα των μισθών, την ταξική συνεργασία και τα ξεπουλήματα των δεξιών Εργατικών και των ηγετών των συνδικάτων. Ενώ επαινούσε κάποιους αγωνιστές του ΚΚ, επισήμαινε την απαράδεκτη στάση τους απέναντι στην Ανατολική Ευρώπη και τα αντεργατικά μέτρα εκεί. Όταν μετρήθηκαν οι ψήφοι, ο δεξιός Carron είχε 57.127 ψήφους, ο Reg Birch, του ΚΚ, είχε 19.799 και ο Geoff είχε 5.615. Πολύ αξιοπρεπής επίδοση για κάποιον με μηδέν εκλογικό μηχανισμό.

Οι στρατολογίες στο ENV στους IS πήγαιναν με αργούς ρυθμούς. Για μερικά χρόνια η μόνη στρατολογία ήταν ο Les Bennett, αλλά όταν ήρθε η έκρηξη στα μέσα της δεκαετίας του 1960 αυξήθηκαν φαινομενικά θεαματικά. Για αρκετούς μήνες μια σειρά μαθημάτων συζήτησης διεξήχθησαν στην Εργατική Λέσχη του Harlesden, υπό την αιγίδα του Κλιφ αλλά και του Τζιμ Χίγκινς και του Geoff Carlsson, σχετικά με τα βασικά θέματα της πολιτικής των IS και θέματα επικαιρότητας. Μετά από λίγο καιρό, σχηματίστηκε ένας εργοστασιακός πυρήνας στο ENV  με 12 μέλη των IS. Κάποιοι ήταν νέοι και δεν είχαν προηγούμενη κομματική ένταξη αλλά αρκετοί ήταν πρώην μέλη του ΚΚ για κάποια χρόνια, ανάμεσά τους ο Geoff Mitchell, ο John Hogan και ο Danny Flynn. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των πωλήσεων της εφημερίδας  «Χειρωνακτικός Εργάτης» στο εργοστάσιο και μια σίγουρη εχθρότητα από τα μέλη του ΚΚ στην περιοχή, αν και αυτό μετριάστηκε

από το γεγονός ότι ο Reg Birch, ένα από τα επί μακρόν κομματικά ηγετικά στελέχη του ΚΚ στο AEU διεξήγαγε έναν αγώνα ενάντια στο κόμμα του και τελικά δημιούργησε μια μια βραχυχρόνια μαοϊκή ομάδα. Στον αγώνα κατά της διοίκησης η ύπαρξη του πυρήνα των IS στο εργοστάσιο δεν ήταν αισθητά πιο αποτελεσματική από ότι τα μέλη του πυρήνα ως μεμονωμένοι μαχητές. Ήταν πολύ καινούρια για να λειτουργήσει ως συλλογικότητα που θα ανύψωνε τη γενική συνείδηση των εργατών στο εργοστάσιο και θα είχε πραγματική  δύναμη αν αποτελούσε τμήμα ενός πανελλαδικού δικτύου εργοστασιακών πυρήνων των IS. Ωστόσο δεν υπήρχαν άλλοι τέτοιοι πυρήνες και, παραφράζοντας το παλιό ρητό για τον σοσιαλισμό, δεν υπάρχει δίκτυο πυρήνων σε ένα μόνο εργοστάσιο.

Μια φράση-κλισέ λέει ότι ακόμα και οι ήττες και οι αποτυχίες που βιώνουμε στον αγώνα είναι πολύτιμες εάν αναλύονται σωστά. Και, αρκετά αστείο, είναι αλήθεια. Η εμπειρία ενός από τα πιο προχωρημένα και μαχητικά εργοστάσια στην αυτοκινητοβιομηχανία δεν θα μπορούσε βοηθήσει αλλιώς παρά να παρέχει πολύτιμα μαθήματα. Ακόμη και η αδυναμία συγκρότησης Επιτροπής Αμυνας Συνδικαλιστών ήταν πολύτιμη, δεδομένου ότι έδειξε πολύ καθαρά ότι η μετάδοση της εμπειρίας  απαιτεί χρόνο, συνεχή προσπάθεια, υπομονή και πόρους. Οι επαναστάτες είναι πολύ καλοί στο να δουλεύουν σκληρά, μερικοί έχουν πολύ ηρωικές στιγμές σε περιόδους αναταραχής. Με την πάροδο του χρόνου, διαπιστώνουν ότι έχουν σπάνια τέτοιες στιγμές, αγωνίζονται πάντα για να το αλλάξουν αυτό και συχνά έρχονται στον πειρασμό να κόψουν δρόμο, με έναν πειρασμό στον οποίο συχνά δεν μπορούν να αντισταθούν.Έτσι όσον αφορά τους πόρους, ποτέ δεν υπάρχουν αρκετοί. Μπορούμε, ωστόσο, όπως μας πρόσταξε ο Τρότσκι, “να Μάθουμε να Σκεφτόμαστε” και αυτό είναι οι IS ξεκίνησαν να κάνουν. Να προσπαθήσουν να μάθουν από την εμπειρία της μικρής αλλά ενθαρρυντικής ανάπτυξης του Ομίλου εν γένει και την ικανότητά του να προσελκύει μερικούς έμπειρους αγωνιστές.Χωρίς να λυγίζουν ραβδιά μέχρι το σημείο θραύσης του ξύλου, ήταν απαραίτητο προσπαθήσουν να αναπτύξουν ένα πλαίσιο ανάλυσης και δραστηριοτήτων  που θα προσέλκυε και θα ενέπλεκε τους πρωτοπόρους εργάτες. Έπρεπε να είναι μια πολιτική που θα προσέφερε την προοπτική να δουλέψουμε στους εργατικούς χώρους και τα συνδικάτα σε επίπεδο βάσης, με μια δουλειά που θα προσπαθούσε να γενικεύσει τον αγώνα και την εμπειρία από τα πιο προχωρημένα εργοστάσια κι εργατικούς χώρους και να τα μεταδώσει στους λιγότερο αναπτυγμένους χώρους. Με λίγα λόγια, ήταν η προοπτική, όσο μακρινή κι αν ήταν, να αναπτύξει τα συνδικαλιστικά αιτήματα σε αιτήματα της τάξης. Να χτίσει τη γέφυρα με το επαναστατικό κόμμα.

 

Σημειώσεις

  1. Η επόμενη μετονομασία σε «Διεθνείς Σοσιαλιστές» φαίνεται να συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του 1960, για ποιο λόγο δεν έχω ιδέα.
  2. Τα στοιχεία έχουν παρθεί από το «Η απεργία του ENV», Σοσιαλιστική Κριτική, Jan/Feb 1952 και “Τα μαθήματα της απεργίας στο ENVΣοσιαλιστική Κριτική April/May 1952, και τα δυο του Geoff Carlsson aκαι τοο «Μια ήττα της εργατικής τάξης: η ιστορία του ENV», στο Διεθνής Σοσιαλισμός 31 των Τζόις Ρόσερ και Κόλιν Μπάρκερ. Το κείμενο επίσης έχει περάσει από τον έλεγχο του Geoff Carlsson.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.