Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ

image_pdfimage_print

Της Αθηνάς Σκαμπά

Θεωρούμε σημαντικό το θέμα γιατί:

  • τα φασιστικά κόμματα, σήμερα έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή που είχαν ποτέ, σε παγκόσμιο επίπεδο, από την ήττα του φασισμού στο τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Αυτό κάνει την πιθανότητα της φασιστικής νίκης και επικράτησης μια ισχυρή πιθανότητα για το άμεσο μέλλον. (κόμματα σε κυβερνήσεις – Ουγγαρία, Βραζιλία. Συμμετοχή σε κυβερνητικούς συνασπισμούς – Αυστρία, Ιταλία, μεγάλη κοινωνική και εκλογική επιρροή – Γαλλία, ισχυρά κόμματα και οργανώσεις σε όλες τις χώρες, με αξιοσημείωτα εκλογικά ποσοστά και διεκδίκησης του δρόμου – Γερμανία AFD, Ελλάδα Χρυσή Αυγή+ κόμμα Βελόπουλου).
  • πολλές από τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις, που έπαιξαν ρόλο στην άνοδο και την επικράτηση του φασισμού τη δεκαετία του ’30, ισχύουν και σήμερα. Α) η οικονομική κρίση β) ο ρεβανσισμός της αστικής τάξης (επιθέσεις στα κοινωνικά δικαιώματα, ανάθεμα της μεταπολίτευσης, αυταρχικό κράτος) γ) ήττα της Αριστεράς.
  • ο φασισμός δεν είναι ένα «μοιραίο» γεγονός, είναι αποτέλεσμα ιδιαίτερων συνθηκών και δράσεων, οι οποίες ως ανθρώπινο οικοδόμημα μπορούν (από ανθρώπους) να αποδομηθούν και ως εκ τούτου, ο φασισμός μπορεί να καταπολεμηθεί.

 

Χρησιμοποιώντας κυρίως το Γερμανικό παράδειγμα της δεκαετίας του ’30, δηλαδή τους Ναζί, θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τα κοινά χαρακτηριστικά που αφορούν γενικά τον φασισμό και όχι τις ιδιαιτερότητες της Γερμανίας.

Τα χαρακτηριστικά του φασισμού – ναζισμού

  • Ακραίος και επεκτατικός εθνικισμός
    Είναι ένα χαρακτηριστικό που συναντάμε σε όλα τα φασιστικά κόμματα και αυτά της δεκαετίας του ‘30 και τα σύγχρονα, από τους ΝΑΖΙ του Χίτλερ μέχρι την Ελληνική Χρυσή Αυγή. Επειδή οι φασίστες, όπως θα δούμε παρακάτω δεν έχουν εργατική ταξική βάση, αλλά είναι κόμματα που την ταξική τους βάση συγκροτούν οι μικροαστοί και επειδή, σε αντίθεση με τους εργάτες που έχουν από τη φύση τους την τάση να οργανώνονται σε μαζικές οργανώσεις λόγω της συλλογικής φύσης της εργασίας τους, ενώ οι μικροαστοί έχουν ανταγωνισμούς μεταξύ τους, χρειάζεται μια ισχυρή ιδεολογία που να ενώνει αυτά τα διαφορετικά, ανταγωνιστικά και ετερογενή κομμάτια. Η ιδεολογία αυτή είναι η «αρχή του Εθνικού κράτους», στηριγμένο συνήθως στις έννοιες της εθνικής και της φυλετικής ταυτότητας. Συνεκτική και εχθρική ως προς αυτούς που δεν εντός του εθνικού κράτους.
  • Καταστρέφει τις οργανώσεις της εργατικής τάξης πολιτικές και συνδικαλιστικές, δηλαδή εργατικά κόμματα και συνδικάτα και η απαγόρευση κάθε ανεξάρτητης άποψης. Ακριβώς επειδή οι φασίστες ανάγουν ως κυρίαρχο το εθνικό στοιχείο πάνω από το ταξικό, κάθε κόμμα ή συλλογική οργάνωση που εκπροσωπεί συγκεκριμένα συμφέροντα μιας τάξης, ενάντια στο κράτος, ακυρώνει το ενοποιητικό στοιχείο του έθνους. Έτσι οι φασίστες διαλύουν πρωτίστως τις εργατικές οργανώσεις, ακόμα κι αν αυτές είναι γραφειοκρατικές και συμβιβασμένες, αλλά ακόμα και αστικά κόμματα, ακόμα και θρησκευτικές οργανώσεις γιατί δεν ανέχονται γενικά τις διαιρέσεις εντός του εθνικού κράτους, όπως τις ταξικές. Αυτό ακριβώς είναι και η βάση του ολοκληρωτικού χαρακτήρα των κομμάτων αυτών, πλήρης έλλειψη ανοχής κάθε αντιπολίτευσης, αφού αυτή εναντιώνεται στην ιδέα του εθνικού κράτους και κατάργηση της δημοκρατίας.
  • Είναι μαζικά κινήματα. Δεν πρόκειται για απλά κοινοβουλευτικά κόμματα, μόνο με εκλογική επιρροή, αλλά για κόμματα με μέλη και σφικτή οργάνωση. Αυτό ανταποκρίνεται πλήρως στο προηγούμενο χαρακτηριστικό τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα σημερινά «ακροδεξιά» κόμματα που είναι στη πράξη κοινοβουλευτικές δυνάμεις (όπως το κόμμα της Λεπέν), δεν είναι φασίστες. Τα κόμματα αυτά βρίσκονται σε μια τέτοια φάση που τους εξυπηρετεί αυτό το μοντέλο, κανείς δεν μας αποκλείει το ενδεχόμενο να εξελιχθούν σε κάτι τελείως διαφορετικό.
  • Η κοινωνική ταξική τους βάση είναι τα μεσοστρώματα, οι αγρότες και το λούμπεν προλεταριάτο (εκτός αγοράς εργασίας άνθρωποι που επιβιώνουν δρώντας στο όριο της παραβατικότητας). Οι μικροαστοί χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στη λεγόμενη «παλαιά» μεσαία τάξη και στην λεγόμενη «νέα» μεσαία τάξη. Η παλαιά μεσαία τάξη είναι οι μικροί ιδιοκτήτες, μαγαζάτορες , έμποροι και οι αυτοαποσχολούμενοι. Η νέα μεσαία τάξη, είναι μισθωτοί που μισθώνουν την «πνευματική εργατική τους δύναμη». Η παλαιά μεσαία τάξη προέρχεται από τις παλαιότερες εποχές του καπιταλισμού, όταν η μονοπωλιακή του φύση δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένη και το μικρό κεφάλαιο και οι μικροεπιχειρήσεις αποτελούσαν ένα σημαντικό κομμάτι της παραγωγής, αυτό τους έδινε ένα υψηλό κοινωνικό status. Η νέα μεσαία τάξη, με την είσοδό της στην παραγωγή, ήταν ένα μικρό τμήμα υπαλλήλων με μόρφωση και αποτελούσαν τα στελέχη των επιχειρήσεων, με υψηλότερους μισθούς και κοινωνικό status από αυτό των εργατών. Και των δύο μερίδων τα προνόμια είναι κατάλοιπο του παρελθόντος γιατί με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, αυτός έχει την τάση να εντείνει τα μονοπώλια, οπότε το μεν μικρό κεφάλαιο εξαφανίζεται , οι δε υπάλληλοι γίνονται πολλοί και οι μισθοί τους πέφτουν στο επίπεδο της εργατικής τάξης.

Από την άλλη πλευρά, σε περίπτωση ανατροπής του καπιταλισμού, από την εργατική τάξη εγκαθίστανται σοσιαλιστικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Αυτές λοιπόν οι κοινωνικές ομάδες, είναι εξαιρετικά συντηρητικές, ενάντια στην πρόοδο της κοινωνίας και την εξέλιξη της γιατί αυτή θίγει τα προνόμιά τους. Γι αυτό κάθε πολιτικό κίνημα που βασίζεται αποκλειστικά σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες, είναι εξορισμού αντιδραστικό. Επιπλέον, κάθε πολιτικό κίνημα που εκφράζει τα συμφέροντα αυτών των κοινωνικών ομάδων δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες του, αφού αυτές εναντιώνονται στην κοινωνική εξέλιξη και πρόοδο και αργά ή γρήγορα θα περιέλθει κάτω από την ηγεσία μιας εκ των δύο βασικών κοινωνικών τάξεων.
Σε περιόδους κρίσης τα μεσαία στρώματα συνθλίβονται, για την μεν παλαιά μεσαία τάξη ο ανταγωνισμός εντείνεται σε βαθμό που να μην μπορεί να ανταπεξέλθει και να κλείνει, για τη νέα μεσαία τάξη, δηλαδή τους μορφωμένους, η συρρίκνωση της παραγωγής τους καθιστά περιττούς, δεν βρίσκουν δουλειά στο αντικείμενο που έχουν εκπαιδευτεί και για το οποία έχουν κοπιάσει και θυσιάσει την προσωπικότητά τους και αυτό το βιώνουν ως αδικία.

  • Έχουν στρατιωτική δομή και ιεραρχία και τυφλή υπακοή στον ηγέτη. Η αναγωγή του εθνικού κράτους ως κυρίαρχο ενοποιητικό στοιχείο και συνεκτικό ιστό, είναι που τους οδηγεί και στην αποθέωση του ιμπεριαλισμού. Η επιθετικότητα, δηλαδή απέναντι σε οποιονδήποτε εχθρό, αυτό τους κάνει να υιοθετούν κομματικές μορφές οργάνωσης που μοιάζουν με στρατό, με την αντίστοιχη πειθαρχία και αυστηρή ιεραρχία και η αναγνώριση ενός φωτισμένου ηγέτη, απόλυτου και αδιαμφισβήτητου. Η αποθέωση του εθνικού κράτους και η στρατιωτική δομή, τους κάνουν εχθρικούς απέναντι σε κριτική σκέψη και προκειμένου να τα υπερασπιστούν ως απόλυτες, αυταπόδειχτες αξίες υιοθετούν παράλογες και εντελώς αντιεπιστημονικές αξίες, όπως οι ιδέες περί καθαρότητας του αίματος, ανωτερότητας της φυλής κλπ.
  • Δαιμονοποίηση κοινωνικών και πολιτικών ομάδων. Για τους ΝΑΖΙ ήταν οι εβραίοι και οι κομμουνιστές. Ο αντισημιτισμός των Γερμανών ναζί, ήταν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, άσχετα αν υιοθετήθηκε αργότερα και από τα άλλα φασιστικά κόμματα. Σήμερα οι Εβραίοι έχουν αντικατασταθεί από τους μετανάστες και κυρίως τους Άραβες, ως απειλή της φυλετικής καθαρότητας και βεβαίως πάντα οι κομμουνιστές και εν γένει οι αριστεροί και οι αναρχικοί κλπ, αφού είναι φορείς μιας ιδεολογίας εντελώς αντίθετης με τις δικές τους αρχές, υπερασπιστές του ταξικού συμφέροντος της εργατικής τάξης, υπερασπιστές των αδύναμων και αντιρατσιστές.
  • Κοινωνικός Δαρβινισμός. Οι φασιστές είναι εχθροί των ασθενών, των ΑΜΕΑ, των ψυχικά ασθενών, μέχρι εξοντώσεως τους και αυτό έκαναν και όταν κατέλαβαν την εξουσία, τους εξόντωσαν φυσικά. Θεωρούν ότι η στάση τους αυτή είναι προς το γενικό συμφέρον, αφού με αυτόν τον τρόπο καθαρίζουν τη φυλή από τα αδύναμα, ελαττωματικά άτομα και την κάνουν πιο δυνατή. Την άποψη αυτή, την αντιλαμβάνονται ως απονομή δικαιοσύνης προς μια ανώτερη φυλετικά ελίτ που κινδυνεύει να μολυνθεί.
  • Εμφανίζονται ως ριζοσπαστικά κόμματα. Επειδή είναι κόμματα που έχουν μικροαστική κοινωνική βάση κι επειδή συνήθως αποκτούν δύναμη σε περιόδους κρίσης, έχουν στα προγράμματα τους στοιχεία εναντίον του μεγάλου κεφαλαίου και είναι υπέρ του ελέγχου της επιχειρηματικής του δραστηριότητας από το κράτος, όμως αυτός ο ριζοσπαστισμός τους δεν έχει καμία σχέση με το ριζοσπαστισμό της Αριστεράς. Δεν καταφέρονται εναντίον του Καπιταλισμού, ούτε εναντίον του κράτους, αντιθέτως το ισχυροποιούν, υπερασπίζονται όμως τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης έναντι του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά και της εργατικής τάξης.
  • Για να καταλάβουν την εξουσία συμμαχούν με την αστική τάξη. Παρότι στα προγράμματα τους καταφέρονται ενάντια στους καπιταλιστές και υπόσχονται επίθεση στις μεγάλες επιχειρήσεις, κανένα φασιστικό κόμμα δεν υλοποίησε ένα τέτοιο πρόγραμμα στην πράξη. Επίσης κανένα φασιστικό κόμμα δεν κατέλαβε την εξουσία αντιμετωπίζοντας την ένοπλη αντίσταση της αστικής τάξης. Αντίθετα η κατάληψη της εξουσίας τους επιτράπηκε ή/και ήταν ευπρόσδεκτη από μεγάλα τμήματα της αστικής τάξης.

Πώς κατέλαβαν οι φασίστες την εξουσία

Πολλοί πιστεύουν πως οι φασίστες είναι ένα υποχείριο της αστικής τάξης, που το χρησιμοποιεί όποτε το χρειάζεται για να επιτυγχάνει την κυριαρχία της. Η αλήθεια είναι ότι ο φασισμός είναι μία από τις επιλογές του μεγάλου κεφαλαίου. Δεν υπάρχουν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι οι καπιταλιστές προτιμούν το φασισμό από άλλα μέσα ταξικής κυριαρχίας, ούτε ότι είναι η μόνη επιλογή τους, αλλά ότι αυτή εξαρτάται από την ύπαρξη ή απουσία κάποιων προϋποθέσεων. Για εκείνους, η επιλογή μεταξύ αστικής δημοκρατίας και φασισμού αποτελεί προϊόν ορθολογιστικού υπολογισμού του καλύτερου τρόπου διαχείρισης της κυριαρχίας τους.

Για ένα σύστημα όπως ο καπιταλισμός, στον οποίο μια πολύ μικρή μερίδα ανθρώπων κυριαρχεί σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας, η επιλογή ενός τρόπου διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας, εξαρτάται από το πώς θα καταφέρει να έχει ένα σχέδιο εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους και ταυτόχρονα από το πώς θα εξασφαλίσει τη συναίνεση των υποτελών τάξεων, έτσι ώστε να συνεχίσουν να είναι υποτελείς.

Στον ιστορικό χρόνο που υπάρχει ο καπιταλισμός, για το μεγαλύτερο διάστημα το κεφάλαιο έχει επιλέξει λύσεις διαχείρισης «ταξικής συνεργασίας» και όχι φασισμό. Εξασφαλίζει, δηλαδή την κυριαρχία του με κόμματα που διαπραγματεύονται τους όρους της ταξικής εκμετάλλευσης. Ο φασισμός αποτελεί λύση όταν η μορφή του κράτους (που είναι το μέσο επιβολής της εξουσίας) που έχει προκύψει από την ταξική συνεργασία, δεν μπορεί να επιτελέσει πλέον το σκοπό του.

Μία βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη των φασιστικών κομμάτων είναι η οικονομική κρίση. Και τη δεκαετία του 30, αλλά και σήμερα το βλέπουμε αυτό. Όμως ο φασισμός δεν είναι η υποχρεωτική επιλογή του κεφαλαίου στην περίπτωση της κρίσης,  αντιθέτως ο φασισμός αποτελεί λύση στην περίπτωση πολιτικής κρίσης. Τι σημαίνει αυτό; Στις περιόδους οικονομικής κρίσης το κεφάλαιο χρειάζεται να πάρει εκείνα τα μέτρα που θα το βοηθήσουν στην ανασυγκρότησή του. Όταν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν μπορούν να προσφέρουν τη λύση αυτή με όρους ταξικής συνεργασίας, τότε υπάρχουν προϋποθέσεις να επιλεγεί ώστε να επιλεχθεί ο φασισμός ως εναλλακτική λύση.

Μία άλλη προϋπόθεση για να επιλέξουν οι καπιταλιστές τη λύση του φασισμού, είναι να υπάρχει το φασιστικό κόμμα και να είναι μαζικό. Η ανάπτυξη του φασιστικού κόμματος, όμως, δεν ελέγχεται από την αστική τάξη, ούτε ταυτίζεται με αυτήν. Αντιθέτως είδαμε ότι τα φασιστικά κόμματα έχουν μικροαστική ταξική βάση και σε αυτά συμμετέχουν κοινωνικές ομάδες που πλήττονται από την ανάπτυξη των μονοπωλίων και είναι εχθρικές προς το κεφάλαιο. Οι συνθήκες αυτές γίνονται ιδιαιτέρως έντονες σε περιόδους κρίσης. Όμως δεν είναι αυτόματο ότι αυτές οι κοινωνικές τάξεις θα γίνουν φασιστικές σε κάθε περίπτωση, ούτε αυτή είναι μια διαδικασία που μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά παραγγελία από το κεφάλαιο, παρότι υπήρξαν και υπάρχουν καπιταλιστές που ενθαρρύνουν ή/και χρηματοδοτούν φασιστικά κόμματα.

Ας δούμε λοιπόν το παράδειγμα της Γερμανίας. Από το τέλος του 19ου αιώνα ο νεότευκτος Γερμανικός καπιταλισμός αναπτυσσόταν πολύ πιο γρήγορα από την παλαιό Βρετανικό καπιταλισμό. Επειδή όμως ο Βρετανικός ήταν παλαιότερος, έλεγχε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της υδρογείου. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να συνεχίσει την ανάπτυξη του ο Γερμανικός καπιταλισμός ήταν η στρατιωτική σύγκρουση. Αυτό συνέβη μεταξύ του 1914 και του 1918, με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Όμως σε αυτόν τον πόλεμο οι Γερμανοί καπιταλιστές έχασαν, γεγονός που διατήρησε την ανισορροπία και οδήγησε στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο.

Γιατί όμως ο Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα ήταν η καλύτερη επιλογή για να επιλύσει ο Γερμανικός καπιταλισμός το πρόβλημά του και να οδηγηθεί η Γερμανία σε πόλεμο;

Ένας λόγος ήταν η υπόσχεση του Χίτλερ να «καταστρέψει το Μαρξισμό» και με τον όρο αυτό δεν εννοούσε μόνο τους κομμουνιστές, αλλά και τα εργατικά συνδικάτα και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Με τον τρόπο αυτό, αφόπλιζε την εργατική τάξη και εξασφάλιζε την καπιταλιστική κυριαρχία. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό.

Οι σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία είχαν προσφέρει παρόμοιες υπηρεσίες στο κεφάλαιο, στο παρελθόν. Το 1919 είχε ξεσπάσει μία επανάσταση. Την οποία κατέπνιξε στο αίμα το SPD, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ενώ η επιρροή τους σε μεγάλες εργατικές μάζες ήταν υπόσχεση ταξικής συνεργασίας. Το τίμημα αυτής της διαπραγμάτευσης ήταν η δημιουργία της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, με την ταξική συνεργασία κατοχυρωμένη στο ίδιο το σύνταγμα. Δηλαδή δικαιώματα και προνόμια και στην εργατική τάξη που εξασφάλιζαν την υποστήριξή τους στο SPD. Επιπλέον οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες είχαν υπογράψει τη συνθήκη των Βερσαλλιών που περιόριζε τους Ιμπεριαλιστικούς στόχους του Γερμανικού κεφαλαίου. Ο στόχος για την επίλυση της οικονομικής κρίσης, που ήταν ο πόλεμος με σκοπό την επέκταση σε νέες αγορές, δεν ήταν εφικτός εντός του πλαισίου της Βαϊμάρης και των Βερσαλλιών.

Έτσι λοιπόν, το πρόγραμμα του NSDAP, του κόμματος των ΝΑΖΙ, όριζε το τέλος της συνθήκης των Βερσαλλιών και η επαναφορά της Γερμανίας σε θέση ισχύος. Αυτό ήταν αποφασιστικό σημείο σύγκλισης.

Ένα άλλο σημείο του προγράμματος του Χίτλερ ήταν αυτό που ονόμαζε «ζωτικό χώρο». Την περίοδο εκείνη γερμανικές μειονότητες υπήρχαν σε διάφορες περιοχές της ανατολικής Ευρώπης. Ο Χίτλερ θεωρούσε αυτονόητο δικαίωμα του εθνικού κράτους της Γερμανίας να καταλάβει τις περιοχές αυτές. Έτσι το τρίτο σκέλος του προγράμματος του απαιτούσε «γη και εκτάσεις για τη διατροφή του λαού μας και για την εγκατάσταση του πλεονάζοντος πληθυσμού μας». Αυτό το σημείο του προγράμματος σήμαινε γη για τον αγρότη, για τον εξειδικευμένο υπάλληλο σήμαινε δουλεία στην διευρυμένη διοίκηση που απαιτούσε μια τέτοια εξάπλωση, για τον μικρό επιχειρηματία σήμαινε τη δυνατότητα επενδύσεων σε μια εντελώς καινούργια αγορά. Αυτό, λοιπόν το σχέδιο εθνικής υπερηφάνειας, δεν ήταν απλώς ένα γελοίο ιδεολόγημα περί ανωτερότητας της φυλής, ούτε αποτελούσε ένα εθνικό ιδανικό, όπως παρουσιαζόταν, αλλά ικανοποιούσε τα υλικά οφέλη των τάξεων που εκπροσωπούσε ο φασισμός. Από την άλλη μεριά, αυτό σήμαινε πόλεμο. Ο πόλεμος προϋπέθετε την ανάπτυξη πολεμικής βιομηχανίας, αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου της Γερμανίας που ήταν βιομηχανικό. Επιπλέον η αποθέωση του πολέμου και η ανάκτηση της εθνικής υπερηφάνειας που πληγώθηκε από την ήττα της Γερμανίας στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, του έδινε πρόσβαση σε μεγάλο κομμάτι του στρατού.

Συνοψίζοντας, στις αρχές της δεκαετίας του 30, ο Χίτλερ είχε στα χέρια του ένα μαζικό φασιστικό κίνημα που του επέτρεψε να διαπραγματεύεται με το μεγάλο κεφάλαιο (βιομηχανικό κεφάλαιο), είχε ένα σχέδιο που έδινε λύση στην κρίση με την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας και τον πόλεμο και ικανοποιούσε τις ανάγκες τόσο του μεγάλου κεφαλαίου, όσο και της μικροαστικής κοινωνικής του βάσης και μεγάλη πρόσβαση στο στρατό που ζούσε με την ελπίδα της ανάκτησης της εθνικής υπερηφάνειας. Έτσι σχημάτισε ένα συμπαγή συνασπισμό εξουσίας : NSDAP, μεγάλο κεφάλαιο και στρατός που του εξασφάλισε την άνοδο στην εξουσία.

Μετά το ‘33 και τη ναζιστική νίκη ο Χίτλερ προχώρησε στη διάλυση των εργατικών οργανώσεων, στερώντας από την εργατική τάξη τα εργαλεία εκείνα που τις χρειάζονται για να εξεγερθεί ή για να διεκδικήσει τα δικαιώματά της. Από την άλλη πλευρά η ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας προσέφερε λύση στο τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας σχεδόν εξαλείφοντάς την. Στο πολιτικό προσκήνιο δεν εμφανίζεται εκείνη την περίοδο κανένα εργατικό κόμμα με εναλλακτικό σχέδιο εξουσίας ικανό να πείσει τις εργατικές μάζες και όλα αυτά συμβαίνουν σε περίοδο ήττας, γεγονός που εξασφαλίζει στο Χίτλερ, όχι την υποστήριξη, αλλά την παθητικότητα της εργατικής τάξης.

Με αυτές τις συνθήκες, αυτές τις προϋποθέσεις και αυτό το σχέδιο, ο Ναζισμός κερδίζει και στη συνέχεια εγκαθιστά την εξουσία του. Αυτό δεν ήταν ένα μοιραίο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, αλλά αποτέλεσμα πολλών διαφορετικών παραγόντων.

 

Σχέση του φασισμού με την αστική τάξη

Ήδη έχουμε δει ότι οι Ναζί δεν έφτασαν στην εξουσία παρά μόνο αφού συμμάχησαν με το μεγάλο κεφάλαιο. Χρειάζεται να διευκρινίσουμε εδώ ότι η αστική τάξη δεν είναι ενιαία αλλά αποτελείται από διαφορετικές μερίδες. Η επιλογή του Χίτλερ και ο στόχος του ήταν η συμμαχία ακριβώς με αυτό το τμήμα του Γερμανικού κεφαλαίου που ήταν πλειοψηφικό στην αστική τάξη και αυτό στη Γερμανία του μεσοπολέμου ήταν το μεγάλο, βιομηχανικό κεφάλαιο.

Μετά την κατάληψη της εξουσίας το ‘33, προχωρά σε μεταρρυθμίσεις και εφαρμογή του προγράμματός του. Αφενός «αφοπλίζει» την εργατική τάξη διαλύοντας τις οργανώσεις της, αφετέρου ξεκινά το πρόγραμμα της πολεμικής βιομηχανίας και ταυτόχρονα ενισχύει κατά πολύ τον κρατικό μηχανισμό, ο οποίος αναπτύσσεται προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του προγράμματος αλλά ταυτόχρονα εκκαθαρίζεται τόσο φυλετικά (εξόντωση των Εβραίων), όσο και από κάθε αντιφρονούντα και μορφωμένο άνθρωπο με επιθυμία ανεξάρτητης σκέψης. Στον κρατικό τομέα προσλαμβάνονται και στελεχώνουν πιστά στο NSDAP στελέχη και μέλη. Ταυτόχρονα 3 νέοι σχηματισμοί ιδρύονται και μεγαλώνουν και αυτοί είναι τα SS, η αστυνομία και η ασφάλεια.

Το 1935 ο Χίτλερ ανακοινώνει ότι η επανάσταση ολοκληρώθηκε. Ένα από τα βασικά τμήματα του κόμματος του, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την άνοδό του στην εξουσία τα τάγματα εφόδου, τα γνωστά SA,  δυσαρεστούνται από αυτή την εξέλιξη και εξεγείρονται, γιατί επιθυμούν να συνεχίσει η πολιτική των Ναζί στο πλαίσιο που αρχικά είχε χαραχθεί, ένα πρόγραμμα δηλαδή που να εξυπηρετεί τη μεσαία τάξη. Στις 29 Ιουνίου, ο Χίτλερ αιφνιδιάζει  και σφάζει όλη την ηγεσία των SA- η νύχτα αυτή έγινε γνωστή ως η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών. Τα SA ήταν προερχόμενα από λαϊκά στρώματα και επέμεναν στα «ριζοσπαστικά» χαρακτηριστικά του ναζιστικού προγράμματος, γεγονός που έθετε σε κίνδυνο τη σχέση του με το μεγάλο κεφάλαιο.

Συνοψίζοντας:

  • Ο Χίτλερ δεν συμμάχησε με ολόκληρη την αστική τάξη αλλά με τμήμα της και αυτό ήταν το μεγάλο κεφάλαιο. Το μεγάλο κεφάλαιο της περιόδου εκείνης στη Γερμανία ήταν το μεγαλύτερο και ισχυρότερο τμήμα της αστικής τάξης. Αυτό το χαρακτηριστικό δεν υπάρχει μόνο στο φασισμό, γενικά είναι χαρακτηριστικό του αστικού κράτους, το οποίο υπάρχει για να διασφαλίζει τα γενικά συμφέροντα του συστήματος και αυτό πολλές φορές το κάνει δυσαρεστώντας τμήματα του κεφαλαίου.
  • Εξυπηρετώντας τη συμμαχία του αυτή, παραιτείται από τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του προγράμματος του που μιλούσαν για έλεγχο των μονοπωλίων προς όφελος των μικροαστών. Ποτέ δεν στράφηκε ενάντια στην αστική τάξη.
  • Εκκαθαρίζει το κόμμα του από τα λαϊκά στοιχεία , τα SA.
  • Στην θέση των SA, ως μηχανισμοί καταστολής και δημόσιας τάξης εγκαθιστά και ισχυροποιεί τα SS, την αστυνομία και την ασφάλεια. Σε αντίθεση με τα SA, τα SS ήταν αριστοκρατικής καταγωγής.
  • Το σημαντικότερο στοιχείο σύγκλισης με το μεγάλο κεφάλαιο ήταν η επιλογή του Χίτλερ για πόλεμο προκειμένου να ανατρέψει η Γερμανία την ισορροπία ισχύος και να επεκταθεί σε νέες αγορές, ένα σημείο του σχεδίου του που πρόσφερε λύση ανασυγκρότησης από την κρίση του 30 στον καπιταλισμό της Γερμανίας.
  • Κατά την περίοδο σταθεροποίησης της παραγωγής ο Χίτλερ καταργεί το δικαίωμα της απεργίας, διαλύει τα συνδικάτα, οργανώσεις και τα πολιτικά κόμματα της εργατικής τάξης και εισάγει στην παραγωγή προκαπιταλιστικές μορφές εργασίας, όπως τα καταναγκαστικά έργα και η δουλεία.

Οι Ναζί, όπως και όλα τα φασιστικά κόμματα δεν συγκρούστηκαν με την αστική τάξη κατά την άνοδό τους στην εξουσία, αντιθέτως συμμάχησε με το μεγαλύτερο τμήμα της και το πρόγραμμα διακυβέρνησής τους υποτάχθηκε στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και στα συμφέροντα του κεφαλαίου.

 

Σχέση του φασισμού με την εργατική τάξη

Όπως είδαμε οι Ναζί ανήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην εξουσία επειδή κατάφεραν να σχηματίσουν ένα στιβαρό μπλοκ εξουσίας. Από την άλλη μεριά, για να είναι βιώσιμη η πολιτική εξουσία πρέπει να εξασφαλίζει τη συναίνεση ή την ανοχή των υποτελών τάξεων.

Για τη σχέση της Γερμανικής εργατικής τάξης με τους Ναζί υπάρχουν 2 μύθοι που είναι ευρέως διαδεδομένοι αλλά δεν επαληθεύονται από τα ιστορικά στοιχεία.

Ο πρώτος μύθος είναι ότι οι Γερμανοί εργάτες στήριξαν το Χίτλερ.

Παραμονές των εκλογών του ‘33, με τους Ναζί στην κορύφωση της δημοτικότητάς τους, στις εκλογές των συνδικάτων οι υποψήφιοι των ΝΑΖΙ παίρνουν το 11% των ψήφων. Αυτό δεν εντυπωσιάζει αφού από τη φύση τους τα φασιστικά κόμματα δεν καταφέρνουν να αποκτήσουν ερείσματα στις εργατικές οργανώσεις κι αυτό γιατί αρνούνται την υπεράσπιση του ταξικού συμφέροντος σε σύγκρουση με το κράτος. Επιχειρούν και επιδιώκουν να αποκτήσουν προσβάσεις στην εργατική τάξη αλλά δύσκολα το καταφέρνουν.

Στις ίδιες τις εκλογές του ‘33, οι πλειοψηφία των εργατών παραμένουν πιστοί στα παραδοσιακά εργατικά κόμματα, το SPD (σοσιαλιστικό) και το KPD (κομμουνιστικό).

Οι μαζικές στρατολογίες του ναζιστικού κόμματος ήταν αγρότες, εργάτες που μόλις είχαν μετακομίσει στις πόλεις από την ύπαιθρο για να βρουν δουλειά με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, άρα δεν είχαν τον χρόνο να αναπτύξουν προλεταριακή συνείδηση όπως οι παλαιότεροι εργάτες με τις εμπειρίες τους, άνεργοι, κυρίως υπάλληλοι που είχαν χάσει τη δουλειά τους, αν και αυτό είναι υπό έλεγχο γιατί αυτοί που είχαν κάρτα του ναζιστικού κόμματους μπορούσαν να την επιδεικνύουν όταν αναζητούσαν δουλειά και λαμβάνονταν υπόψη ως προσόν, οπότε υπήρχαν πολλοί άνεργοι που έπαιρναν κάρτα μέλους για να βρουν δουλειά και δημόσιοι υπάλληλοι.

Μέχρι το ‘33 – ‘34, οι Ναζί είχαν ως πολιτική την ταξική συνεργασία (εργάτες και εργοδότες μαζί) για να πάει μπροστά η Γερμανία. Συμμετείχαν όμως στα συνδικάτα, πήραν μέρος ακόμα και σε απεργίες. Μετά την άνοδό τους στην εξουσία απαγόρεψαν την απεργία και διέλυσαν τα εργατικά συνδικάτα (εκτός από ένα το ναζιστικό).

Οι μισθοί καθορίζονταν με διάταγμα. Οι εργοδότες είχαν δικαίωμα διακύμανσης του μισθού σε ατομικό επίπεδο. Οι αυξήσεις ελέγχονταν από το κράτος και όποιες κρίνονταν υπερβολικές κόβονταν.

Αυτό που ο Χίτλερ εξασφάλισε ήταν η παθητικότητα της εργατικής τάξης. Όμως γιατί έγινε αυτό;

Εδώ υπάρχει ένας δεύτερος μύθος, ο οποίος λέει ότι ο φασισμός έρχεται για να τσακίσει την αντίσταση της εργατικής τάξης, η ιστορική πραγματικότητα επίσης υπήρξε διαφορετική, ο φασισμός κατάφερε να εξασφαλίσει την κυριαρχία επί της εργατικής τάξης επειδή αυτή ήταν ήδη ηττημένη.

Το 1919 στη Γερμανία ξέσπασε επανάσταση, τη οποία κατέστειλε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, πνίγοντάς την στο αίμα και δολοφονώντας την επαναστατική ηγεσία, όπως ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Το 1920 έγινε στη Γερμανία ένα πραξικόπημα , το πραξικόπημα του Καπ, ενάντια στο οποίο εξεγέρθηκαν οι εργατικές μάζες, ένοπλα και κατάφεραν να το σταματήσουν. Λόγω ανεπάρκειας της ηγεσίας τους οδηγήθηκαν σε συλλήψεις, εκτελέσεις κλπ

Το 1923 πάλι έγινε μια εξέγερση, η οποία πνίγηκε στο αίμα λόγω ανεπάρκειας της ηγεσίας.

Μετά από αυτές τις απανωτές ήττες, η εργατική πάλη εξασθένισε και περιορίστηκε μόνο σε οικονομικούς αγώνες, που βέβαια είχαν τα κέρδη τους, όπως το 8ωρο, οι μισθοί κλπ.

Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθούν οι οργανώσεις της εργατικής τάξης σε κρίση. Τόσο τα συνδικάτα, όσο και τα πολιτικά κόμματα. Το κομμουνιστικό κόμμα, το KPD, από το ‘23 και μετά δεν μπορεί να πείσει ότι έχει ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο, ικανό να αποτελεί πρόταση εξουσίας.

Ο άλλος παράγοντας είναι ότι το KPD έκανε πληθώρα τραγικών λαθών.

  • Υποτίμησε πάρα πολύ το φασιστικό κίνδυνο. Στην πράξη δεν ασχολήθηκε ποτέ πριν το ‘33. Δεν έκανε ούτε καν κριτική στη δημαγωγία των Ναζί, την οποία θεωρούσε ανάξια λόγου. Το αποτέλεσμα ήταν να τους αφήνει ανενόχλητους να παρουσιάζονται ως ριζοσπαστική δύναμη και πολλές φορές να συμμετέχουν και σε αγώνες προσπαθώντας να κερδίσουν επιρροή (όπως και σήμερα επιχείρησαν με τα κίτρινα γιλέκα και παλαιότερα στην Ελλάδα με τις πλατείες κλπ).
  • Υιοθέτησε τη θεωρία του σοσιαλφασισμού, στρέφοντας τις δυνάμεις ενάντια και στη σοσιαλδημοκρατία και λέγοντας ότι κι αυτοί φασίστες είναι, απομονώνοντας τις δυνάμεις του από τις εργατικές δυνάμεις που ανήκαν στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και αφήνοντας τους σοσιαλιστές εργάτες στο έλεος της συμβιβαστικής ηγεσίας τους.
  • Είχε επικρατήσει ο σταλινισμός, απομακρύνοντας το κομμουνιστικό κόμμα, όπως και τα υπόλοιπα τις 3ης διεθνούς από τις μαρξιστικές, λενινιστικές αρχές.

Αυτά αποτέλεσαν τις προϋποθέσεις για την παθητικότητα της εργατικής τάξης.

Κατά τη διακυβέρνησή του ο Χίτλερ με την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας, η οποία έθεσε σε κίνηση το σύνολο της οικονομίας, μείωσε δραματικά την ανεργία. Από εκατομμύρια ανέργους, το ‘38-‘39 έφτασε τις 100.000. Οι μισθοί σταμάτησαν να μειώνονται .Έφτασε μάλιστα το ‘38 να γίνουν και απεργίες για αυξήσεις, στις οποίες πέτυχαν και αυξήσεις. Ο Χίτλερ επέλεξε να μην χτυπήσει αυτές τις απεργίες για να μην διαταράξει την ισορροπία που είχε πετύχει.

Με την έναρξη του πολέμου, αλλάζουν οι συνθήκες (για κάποιους, ένας από τους λόγους που ξεκίνησε ο πόλεμος ευσπευσμένα ήταν κι αυτός, η αύξηση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργατών λόγω μείωσης της ανεργίας). Η εισαγωγή τη καταναγκαστικής εργασίας με τους αιχμαλώτους πολέμου, που καθιστά ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης εργοδηγούς, είναι μια ακόμα παράμετρος.

Συνολικά πάντως, σε όλα αυτά τα χρόνια αναθέρμανσης της οικονομίας το ύψος του μέσου μισθού αυξήθηκε το πολύ 10%, χωρίς να φτάσει βέβαια τα επίπεδα του ‘29, ενώ η αύξηση των κερδών έφτασε το 127%. Είναι εμφανές λοιπόν το είδος της πολιτικής που άσκησαν οι Ναζί.

Συμπεράσματα

Ο φασισμός είναι ένα μαζικό αντιδραστικό κίνημα που υπερασπίζεται τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης. Παρότι εμφανίζεται ως ριζοσπαστική δύναμη, ποτέ στην ιστορία δεν κατέλαβε την εξουσία χωρίς την υποστήριξη της αστικής τάξης. Για να την πετύχει αυτή έπρεπε να διαθέτει ένα σχέδιο διατήρησης της κυριαρχίας της, η οποία δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί από άλλες διαχειρίσεις.

Η νίκη του φασισμού υπό συνθήκες δεν είναι μοιραία, αλλά είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους και η δράση της εργατικής τάξης όπως και της αριστεράς. Επομένως ο φασισμός αξίζει να μελετηθεί, ακριβώς για να διδαχθούμε τους τρόπους που πρέπει να υιοθετήσουμε για να τον πολεμήσουμε.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.