Η πραγματική συζήτηση για το Brexit – που δεν έγινε

image_pdfimage_print

Του Γιάννη Νικολόπουλου

Η εργατική Βρετανία, είτε βγει από την ΕΕ είτε όχι, απλά «πεινάει µέχρι θανάτου»

 

Η Ευρώπη ζει στον αστερισµό του Μπρέξιτ. Ή τουλάχιστον στην παρωδία αυτής της κορυφαίας πολιτικής διεργασίας για το µέλλον της ΕΕ και της Βρετανίας, η οποία διάγει µέρες πλήρους συστηµικής αβεβαιότητας. Για µια ακόµη φορά αποδεικνύεται η βαθιά σήψη και η παρακµή ενός ολόκληρου αστικού συστήµατος, το οποίο αδυνατεί να βγει από τα αδιέξοδα, που το ίδιο προκάλεσε – και όχι, µια αποχώρηση από την ΕΕ δεν αποτελεί a priori αδιέξοδη διαδικασία.

Και αυτό γιατί, πολύ απλά, το σύνολο του βρετανικού αστισµού, είτε συντηρητικού είτε εργατικού είτε φιλελεύθερου, προσπαθεί να ισορροπήσει σε τεντωµένο σκοινί: Να κρατήσει και την πίτα (της οικονοµίας) ολόκληρη και τον σκύλο (του βρετανικού κεφαλαίου, µε οικονοµικές σχέσεις και γέφυρες στις Βρυξέλλες) χορτάτο, στέλνοντας το βαρύ λογαριασµό των διαρθρωτικών προσαρµογών στη βρετανική εργατική τάξη – συµπεριλαµβανοµένων των µεταναστών, Eυρωπαίων, τρίτων χωρών ή των χωρίς χαρτιά.

Έχουν αφιερωθεί σελίδες επί σελίδων και άρθρα επί άρθρων για το Μπρέξιτ, τις διαδοχικές ήττες της Μέι, την κοινοβουλευτική αναταραχή και τις αρνητικές ψηφοφορίες καταψήφισης της συµφωνίας Μπαρνιέ, το οιονεί κοινοβουλευτικό πραξικόπηµα κόντρα στην κυβέρνηση των Συντηρητικών, µόλις το Kοινοβούλιο πήρε στα χέρια του τα ηνία της διαδικασίας, το παρασκήνιο και τις διαβουλεύσεις µε την Κοµισιόν, τις νέες διορίες και τις παρατάσεις της βρετανικής εξόδου, που εναγωνίως επιζητεί η Μέι προκειµένου να διασώσει το πρωθυπουργικό τοµάρι της και την επιβίωση των Συντηρητικών στην εξουσία.

Όµως η πραγµατική συζήτηση που όφειλε και η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά να κάνει, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, για το Μπρέξιτ βρίσκεται στο γράµµα και το πνεύµα της συµφωνίας και των συνεπειών της για την εργατική τάξη εν προκειµένω της Βρετανίας και συνολικά της Ευρώπης.

Και από αυτήν την ταξική σκοπιά, η συµφωνία Μπαρνιέ, η οποία στην πραγµατικότητα δίνει ήδη µια πενταετή περίοδο «χάριτος» και αποτελεί στην ουσία «σύµφωνο διάστασης» της Βρετανίας µε την ΕΕ έως το 2024, είναι µια πάρα πολύ κακή συµφωνία.

Στις 585 σελίδες της λεγόµενης τεχνικής συµφωνίας που επικυρώθηκε το περασµένο φθινόπωρο και µε την πολιτική συµφωνία των «27», επαναλαµβάνεται αυτούσιο και χωρίς παραλείψεις ή σκιές ολόκληρο το νεοφιλελεύθερο, αντεργατικό και αντικοινωνικό νοµοθετικό οικοδόµηµα της ΕΕ, το οποίο θα συνεχίσει να δρα ως οιονεί «υπερσύνταγµα» στη Βρετανία, από την πρώτη µέρα υπερψήφισης της συµφωνίας, όποτε και αν έρθει αυτή. Σε κάθε περίπτωση, ακόµη και αν το Μπρέξιτ αναβληθεί, ανασταλεί ή ενδεχοµένως ανατραπεί µε ένα νέο δηµοψήφισµα, ο αντεργατικός και ταξικά αιµατηρός λογαριασµός δεν θα αλλάξει, καθώς οι αυτοεκπληρούµενες προφητείες και προβλέψεις της συµφωνίας για την ύφεση, στην οποία θα περιέλθει η βρετανική οικονοµία της µεταβατικής περιόδου («καλύτερο» σενάριο,-4% – «χειρότερο», -8%), µε άλλα λόγια την περίοδο δηµιουργικής καταστροφής του βρετανικού καπιταλισµού, προσδιορίζουν εκείνους που θα πληρώσουν το µάρµαρο των αναταράξεων και της καθίζησης – είναι οι Bρετανοί και οι µετανάστες εργάτες. Και ας θυµηθούµε σε αυτό το σηµείο τη φρικαλέα διάταξη, που επικύρωσε και η πολιτική συµφωνία των «27» για την ίδρυση ειδικών οικονοµικών ζωνών εγκατάστασης «φυσικών προσώπων» που µέσα στα επόµενα πέντε χρόνια είτε θα εκπέσουν από κάποιο καθεστώς απασχόλησης µεταναστών στο βρετανικό έδαφος είτε θα αναζητήσουν εργασία στη Βρετανία για πρώτη φορά, µια «νεκρή ζώνη» εργατικών δικαιωµάτων και υποαπασχόλησης για δεκάδες χιλιάδες µετανάστες, είτε ευρωπαϊκών είτε τρίτων χωρών.

Και όµως, η πραγµατική συζήτηση για το ταξικά άγριο Μπρέξιτ χάθηκε και ενταφιάστηκε µπροστά στα κοινοβουλευτικά σόου στη Βουλή των Κοινοτήτων, τους διαξιφισµούς ανάµεσα στους Συντηρητικούς και τους Εργατικούς για την επόµενη µέρα πιθανής συνεργασίας τους στην κυβέρνηση, τις άγονες διαπραγµατεύσεις και τα πήγαινε-έλα της Μέι στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, το κατά πόσο θα είναι… φρέσκα(!) τα λουλούδια που εισάγονται από τη Γαλλία και την Ολλανδία έπειτα από την καθιέρωση τελωνειακών ελέγχων και δασµών ή τη διελκυστίνδα που άνοιξε στο θέµα της Βόρειας Ιρλανδίας.

Ειδικά στο τελευταίο ζήτηµα και παρά το ιστορικό φορτίο και το έντονο παρασκήνιο για µια ακραία, αγγλική «ρεβάνς» στις συµφωνίες της Μεγάλης Παρασκευής, η αλήθεια είναι πως ελάχιστα απασχολεί και ενδιαφέρει το αγγλικό ή το ιρλανδικό πολιτικό κατεστηµένο η οµόνοια και η ειρήνευση ανάµεσα στις κοινότητες των καθολικών και των αγγλικανών προτεσταντών. Η ελευθερία του εµπορίου και το πόσοι τελωνειακοί έλεγχοι θα επιβληθούν και σε ποια προϊόντα τούς προβληµατίζουν στην κατά τα άλλα υποκριτική συζήτηση για το µέλλον της Βόρειας Ιρλανδίας και την καθιέρωση «σκληρών» συνόρων ή ενός µπακ-στοπ στη νήσο Μαν.

Στο ίδιο πνεύµα εντάσσεται και η αναζωπύρωση της συζήτησης για ένα νέο δηµοψήφισµα µε αντικείµενο την ανεξαρτησία της Σκωτίας και την παραµονή της στην ΕΕ – τα κίνητρα και τα ελατήρια αφορούν την αστική τάξη της Σκωτίας που επιζητεί να περιχαρακώσει το δικό της όσο το δυνατό µεγαλύτερο µερίδιο από τη πίτα της βρετανικής οικονοµίας – η οποία θα µπει, αυτοεκπληρούµενα, σε υφεσιακή τροχιά.

 

«Η Βρετανία που πεινάει»

Και από την άλλη, όπως περιγράφει ο δηµοσιογράφος Ντόουν Φόστερ σε πρόσφατο αφιέρωµά του στο περιοδικό Tribune, «υπάρχει η Βρετανία που στην κυριολεξία πεινάει, πέρα από κάθε φαντασία».

Μόνο πέρυσι οι διάφορες τράπεζες τροφίµων που εξαπλώνονται ειδικά στην Αγγλία σαν τα µανιτάρια, διέθεσαν 1.332.952 πακέτα της λεγόµενης τριήµερης επισιτιστικής βοήθειας, δηλαδή τα τρόφιµα, τα ζυµαρικά, το γάλα, το ψωµί που έχει ανάγκη µια κατά κανόνα τετραµελής οικογένεια για να τραφεί µέσα σε τρεις µέρες. Με άλλα λόγια περίπου 5.500.000 κυρίως Άγγλοι, το 10% του πληθυσµού της Αγγλίας, καταφεύγει σε τράπεζες τροφίµων για να µπορέσει να επιζήσει. Το Τράστελ Τραστ, το µεγαλύτερο δίκτυο τραπεζών τροφίµων, τονίζει πως µέσα στο 2018 ζήτησαν επισιτιστική βοήθεια, για πρώτη φορά, 664.358 Άγγλοι και µετανάστες, κυρίως νέοι υποαπασχολούµενοι, µονογονεϊκές οικογένειες, συνταξιούχοι και ανάπηροι βετεράνοι των πολέµων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, µια αύξηση της τάξης του 13% µέσα σε δύο χρόνια, όλοι απόκληροι και αποκλεισµένοι του συστήµατος κοινωνικής ανασφάλειας και του ανύπαρκτου κράτους πρόνοιας. «Οι αριθµοί θα ανέβουν», συνεχίζει ο δηµοσιογράφος, «γιατί πολύ απλά ένα µεγάλο κοµµάτι της Βρετανίας πεινάει-και πεινάει µέχρι θανάτου», υπενθυµίζοντας πως οι πρώτοι θάνατοι από πείνα στη σύγχρονη Αγγλία είχαν καταγραφεί το καλοκαίρι του 2013 και αφορούσαν παλαίµαχους στρατιώτες και συνταξιούχους.

Πιθανότατα, οι Μαρίες Αντουανέτες του βρετανικού Κοινοβουλίου που διχάζεται «θεαµατικά» για τους όρους, την προθεσµία και το περιεχόµενο του Μπρέξιτ, θα κουνούσαν το κεφάλι τους και απλά θα αναρωτιούνταν: «Αν δεν έχουν ψωµί, γιατί δεν τρώνε φρέσκα λουλούδια από τη Γαλλία και την Ολλανδία»;

Και αυτή είναι η πραγµατική συζήτηση για τη Βρετανία του Μπρέξιτ: µια ταξική συζήτηση εξαθλίωσης, εκµετάλλευσης, αποκλεισµών, πείνας και δυστυχίας, η οποία δεν έχει ακόµη γίνει.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.