Η παράδοση του Ενιαίου Μετώπου

image_pdfimage_print

Οι ενωτικές τακτικές ταλανίζουν επαναστατικές οργανώσεις και κόμματα εδώ και δεκαετίες, πολύ περισσότερο σε περιόδους αγωνιστικής ύφεσης, τόσο πιο πολύ όσο πιο ανεπίκαιρη μοιάζει η επαναστατική ανατροπή. Όλες οι τακτικές που έχουν υιοθετηθεί κατά καιρούς από μεγάλα κόμματα ή μικρές ομάδες, το ενιαίο μέτωπο ως η πιο καταξιωμένη, ο εισοδισμός ή τα πλατιά κόμματα, πάντα συνοδεύονταν από έντονες διαμάχες μέσα στην Αριστερά, όπου η ξερή τοποθέτηση, υπέρ ή κατά, όχι μόνο δεν αρκούσε αλλά συχνά συγκάλυπτε βαθύτερες διαφωνίες. Είναι λογικό.

Η ανάγκη για ενότητα αφορά κυρίως ενότητα διαφορετικών πραγμάτων, διαφορετικών στρατηγικών και οραμάτων και φέρνει σε επαφή οργανώσεις με διαφορετικές αναλύσεις, συνήθειες και συμπεριφορές. Αυτό προκαλεί πάντα εντάσεις και ερωτηματικά που καταλήγουν συνήθως σε σύγχυση όταν δεν συνυπάρχουν με αυστηρά κριτήρια και απολογισμούς, με επαφή με την πραγματικότητα και την εργατική τάξη. Ενώ η απόλυτη απομόνωση φαίνεται πιο εύκολη (απαιτεί μόνο τον δογματισμό), από την άλλη είναι επίσης εύκολο και συνηθισμένο η ενωτική τακτική να οδηγήσει σε διάλυση και διαψεύσεις. Τελικά η πραγματικότητα δοκιμάζει σκληρά τόσο τους «σεχταριστές» όσο και τους «υπερενωτικούς». Το παρόν άρθρο επιχειρεί να ανακαλέσει την σχετική ιστορική πείρα, κυρίως για το ενιαίο μέτωπο (ΕΜ, για λόγους συντομίας). Για αυτό το σκοπό βάζει να μιλήσουν οι πιο καταξιωμένοι επαναστάτες ηγέτες των δεκαετιών του ’20 και του ’30. Έτσι, ο αναγνώστης πρέπει να συγχωρήσει την επιβαρυντική αλλά αναγκαστική χρήση εκτεταμένων αποσπασμάτων από κείμενα των κλασικών.

 

Γέννηση και εκφυλισμός

Το ΕΜ σαν όρος καταξιώθηκε επειδή χρησιμοποιήθηκε από τους πρωτοστάτες του 1917, τους Λένιν και Τρότσκι, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω των αποφάσεων της Κομιντέρν στο 3ο και 4ο Συνέδριό της. Μετά τον θάνατο του Λένιν (1924) και τον εκφυλισμό της Κομιντέρν, ο Τρότσκι εξακολούθησε να υπερασπίζεται την τακτική κατά τη δεκαετία του ’30 ως αποφασιστικό εργαλείο στην αντιναζιστική πάλη.

Εκείνοι οι επαναστάτες ηγέτες, μιλώντας μετά το 1920 σε συνθήκες προσωρινής επαναστατικής υποχώρησης, έφερναν σαν προδρομικά παραδείγματα του ΕΜ, τακτικές που είχαν υιοθετήσει οι μπολσεβίκοι στον αγώνα κατά του Τσάρου και κατά της Προσωρινής Κυβέρνησης Κερένσκι. Πρώτον, ανακαλούσαν τα Σοβιέτ. Ήταν υπερκομματικοί θεσμοί που για πολλούς μήνες δεν υιοθετούσαν το μπολσεβίκικο πρόγραμμα. Όμως, για χάρη της αγωνιστικής ενότητας όλων των εργατών, κομματικών και ακομμάτιστων, οι μπολσεβίκοι συμμετείχαν μαζί με αντίπαλα εργατικά κόμματα (εσέροι, μενσεβίκοι) και διεκδικούσαν την ηγεμονία. Δεύτερο, η περίπτωση του πραξικοπήματος Κορνίλοφ. Για την αποτροπή του πραξικοπήματος, που ήθελε να σφαγιάσει την επανάσταση, οι μπολσεβίκοι δεν δίστασαν να συνεργαστούν με την Προσωρινή Κυβέρνηση και τα ρεφορμιστικά κόμματα που τη στήριζαν, συστήνοντας με τα τελευταία κοινές επιτροπές επαναστατικής άμυνας. Ήταν η ίδια Κυβέρνηση που είχε εξαπολύσει άγριο διωγμό εναντίον τους, με την ανοχή των «συμφιλιωτών». Το κόμμα του Λένιν δήλωνε ρητά ότι δεν στήριζε την Κυβέρνηση και εξακολουθούσε να την καταγγέλλει. Όμως, πρότεινε τη συνεργασία ως επείγουσα αντικειμενική ανάγκη απέναντι στην αντεπανάσταση, καθώς η Κυβέρνηση και η ρεφορμιστική ηγεσία των Σοβιέτ αναγνωρίζονταν από τα πιο καθυστερημένα –και μαζικά- τμήματα του λαού και του στρατού (αγρότες). Με αυτήν την ευρεία έννοια, το ΕΜ μπορούσε να αφορά όχι μόνο περιόδους επαναστατικής ύφεσης, αλλά και περιόδους που η επανάσταση αποτελούσε το σύνθημα των ημερών. Το ίδιο μπορούμε να διακρίνουμε και σε τοποθετήσεις του Λένιν κατά την επαναστατική άνοδο του 1905, στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω[1].

Όμως, χρειάζεται προσοχή στη χρήση του όρου «ΕΜ». Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι έχει χρησιμοποιηθεί για να νομιμοποιήσει και αντιδιαμετρικές τακτικές, όπως έκανε ο Στάλιν ήδη από τα 1925-27. Το ΕΜ ήταν ως το 1923 μια τακτική ενότητας μεταξύ εργατικών κομμάτων, με διπλό σκοπό την προώθηση των άμεσων εργατικών αιτημάτων και των επαναστατικών θέσεων εις βάρος του εργατικού ρεφορμισμού. Προϋπέθετε την απεύθυνση και στις ρεφορμιστικές ηγεσίες που οι εργατικές μάζες ακολουθούσαν. Αλλά ήδη στο Πέμπτο Συνέδριο της Κομιντέρν (1924), ο πρόεδρός της Ζινόβιεφ και οι διεθνείς σύμμαχοί του, προπαγάνδιζαν ένα «ενιαίο μέτωπο» μόνο με τη ρεφορμιστική βάση, υποτιμώντας τη σχέση της με όσους αναγνώριζε ως ηγεσία. Έτσι ο Ζινόβιεφ καθιστούσε την τακτική ανεφάρμοστη και την μετέτρεπε στο αντίθετό της: έφτανε να απαιτεί την διάλυση όλων των μη-κομμουνιστικών αντιφασιστικών οργανώσεων και την υποταγή τους α πριόρι στα κομμουνιστικά κόμματα (ΚΚ), διαλύοντας κάθε πιθανότητα συμμαχίας[2].

Αυτή η πολιτική απέτυχε και σύντομα οδήγησε στο αντίθετο. Στην εξιδανίκευση δεξιών συμμαχιών, στην αρχή, το ’24, με μη εργατικά, μικροαστικά κόμματα (Διεθνής των Χωρικών, Εργατοαγροτικό Κόμμα ΗΠΑ). Μετά, στην υποταγή σε ρεφορμιστικές συνδικαλιστικές ηγεσίες (αγγλορωσική επιτροπή, 1926). Τελικά, στην υποταγή στην ίδια την αστική τάξη, μάλιστα στο όνομα του «ΕΜ»[3]. Έτσι, μεταξύ 1924-27 η νέα ηγεσία της Κομιντέρν (Ζινόβιεφ-Μπουχάριν-Στάλιν) επέβαλλε στο άπειρο ΚΚ της Κίνας ένα «ΕΜ» με την αστική τάξη και το εθνικιστικό κόμμα της, το Κουόμιτανγκ[4[. Ώσπου να εκδιώκονταν από τη χώρα οι ιμπεριαλιστές, τα άμεσα εργατικά και αγροτικά αιτήματα έπρεπε να καταστέλλονται, για να διασωθεί αυτή η «αντι-ιμπεριαλιστική» συμμαχία[5]. Ακόμη πιο προκλητικά, το ΚΚ θα εντασσόταν στο αστικό Κουόμιτανγκ παραδίδοντας τους καταλόγους των μελών του και απαρνούμενο στοιχειώδη δικαιώματα κριτικής, όπως η έκδοση εφημερίδας. Το αποτέλεσμα ήταν η ήττα της κινέζικης επανάστασης, η ωμή σφαγή των καταγεγραμμένων κομμουνιστών από τους «συμμάχους» τους και η συνεργασία των «αντι-ιμπεριαλιστών» εθνικιστών με τον ιμπεριαλισμό, μπροστά στο φόβο του ανερχόμενου εργατικού κινήματος[6]. Εξάλλου, ο Στάλιν συκοφαντούσε ήδη από το ‘25 τον Τρότσκι ότι έκανε «ΕΜ» με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Βλέπουμε ότι μόλις δυο χρόνια μετά το 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν (1922) ο όρος είχε ήδη διαστρεβλωθεί. Έτσι θα παρέμενε για δεκαετίες. Το 1931 το ΚΚ Γερμανίας είχε φτάσει σε σημείο να κάνει «ΕΜ από τα κάτω» ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες, ακόμη και συνεργαζόμενο κατά τόπους με τα τάγματα εφόδου των Ναζί[7]! Η διακήρυξη των αντιφασιστικών «Λαϊκών Μετώπων» των ΚΚ με αστικά κόμματα θα αποτελείωνε την εγκατάλειψη της ενιαιομετωπικής τακτικής μετά το ’34. Τότε θα γινόταν λόγος μέχρι και για «ενιαίο μέτωπο των δημοκρατικών χωρών»[8] ως συνώνυμο της επιδιωκόμενης συμμαχίας μεταξύ ΕΣΣΔ και δυτικού ιμπεριαλισμού κόντρα στον Χίτλερ.

Παρακάτω θα δούμε τι πραγματικά εννοούσαν ως ΕΜ οι κατεξοχήν επαναστατικές ηγεσίες της Ιστορίας.

 

Λένιν

Ο Λένιν πρόλαβε να ζήσει μόνο λίγα από τα χρόνια που αναπτύχθηκε η συζήτηση για το ΕΜ, μετά το 1921. Ωστόσο, χωρίς να χρησιμοποιεί αυτολεξεί τον όρο, είχε εγκρίνει την τακτική ήδη από την επανάσταση του 1905. Τότε πρωτοδημιουργήθηκαν, ερήμην των κομματικών ηγεσιών, τα Σοβιέτ. Αρχικά, τα μπολσεβίκικα στελέχη δεν ήθελαν να συμμετέχουν σε όργανα χωρίς ξεκάθαρο σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Ο Λένιν παρότρυνε από την εξορία να αλλάξουν στάση, κατανοώντας ότι τα Σοβιέτ ήταν αναντικατάστατα εργαλεία επαναστατικής πάλης. Δεν έμεινε όμως εκεί.

Το Φλεβάρη του 1905 οι εσέροι και ο παράδοξος λαϊκός ηγέτης παπα-Γκαπόν κάνουν εκκλήσεις για ενότητα κατά του Τσάρου προς όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα. Ο Λένιν απαντούσε σε άρθρο του:

«…για όσους μιλάνε για ενότητα: πρέπει να ξέρουμε πού και σε ποιο βαθμό μπορούμε να είμαστε ενωμένοι για να μην σπαταλάμε δυνάμεις σε άγονες προσπάθειες αθροίσματος ετερογενών στοιχείων… η ιστορία των επαναστατικών εποχών είναι γεμάτη με βιαστικά, μισοψημένα πειράματα “ενότητας στη μάχη” που προσπαθούσαν να αθροίσουν τα πιο ετερογενή στοιχεία… αλλά κατάφερναν έτσι να πετυχαίνουν αμοιβαίες τριβές και πικρές απογοητεύσεις… Κάνετε λάθος αν νομίζετε ότι τα παραπάνω αποκλείουν την ενότητα στη μάχη… ο κοινός αγώνας [των σοσιαλιστικών κομμάτων] την εποχή της πτώσης της αυταρχίας είναι αναπόφευκτος και απαραίτητος… πρέπει να διατηρήσουμε τους δεσμούς μεταξύ Σοσιαλδημοκρατίας και ταξικής πάλης του προλεταριάτου… Η ενότητα στη μάχη…. μπορεί να είναι ένας τρόπος βοήθειας [στο πώς η πρωτοπορία θα εμβαπτιστεί στο μαζικό κίνημα στην πράξη κι όχι στα λόγια]… και θα είναι τόσο πιο υλοποιήσιμη όσο πιο γρήγορα οι γραμμές των εξεγερμένων μαζών καταπιούν τους πρωτοπόρους της ένοπλης πάλης …μια “συμφωνία”, μόνο μέσα από τη διατήρηση πλήρους ανεξαρτησίας κάθε κόμματος σε ζητήματα αρχών και οργάνωσης μπορεί να έχει ελπίδα η μαχητική ενότητα αυτών των κομμάτων. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με αυτά τα εγχειρήματα, για να μην καταστρέψουμε τα πράγματα με μάταιες προσπάθειες αθροίσματος ετερογενών στοιχείων. Αναπόφευκτα θα πρέπει να βαδίζουμε ξεχωριστά, αλλά μπορούμε να χτυπάμε μαζί πάνω από μια φορά και ιδιαίτερα τώρα… σε μια προσωρινή συμφωνία είναι απολύτως απαραίτητη η σαφήνεια και ο πλήρης προσδιορισμός των σχέσεων μεταξύ κομμάτων, τάσεων και αποχρώσεων… [επειδή] είναι όροι για την σαφήνεια και την απουσία ταλαντεύσεων στην πραγματική, πρακτική δουλειά… σε καμία περίπτωση δεν πρέπει όλα τα κόμματα, όλες οι τάσεις και οι αποχρώσεις να συνενωθούν σε ένα επαναστατικό χάος… Μόνο η πλήρης σαφήνεια στις αμοιβαίες τους σχέσεις και στη στάση τους απέναντι στο επαναστατημένο προλεταριάτο μπορεί να εγγυηθεί τη μέγιστη επιτυχία του επαναστατικού κινήματος… την επιτυχία μιας συμφωνίας για έναν κοινό, άμεσο στόχο. Αυτός ο άμεσος στόχος περιγράφεται στο πλαίσιό του σωστά [με αιτήματα όπως] η ανατροπή της αυταρχίας, μια προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση, η άμεση αμνηστία, ο άμεσος εξοπλισμός του λαού, η άμεση σύγκλιση μιας Πανρωσικής Συντακτικής Συνέλευσης…»[9]

Εδώ η ενιαιομετωπική ενότητα δεν περιορίζεται σε αμυντικές αλλά και σε επαναστατικές περιόδους. Δεύτερο, αφορά μια προσωρινή συμφωνία για άμεσους, πρακτικούς στόχους: ο Λένιν συμφωνεί με τον Γκαπόν στο «ένα και μοναδικό τεχνικό σχέδιο» μεταξύ των οργανώσεων, αλλά ζητά να εκφραστεί πιο συγκεκριμένα σε «απολύτως ξεκάθαρες πρακτικές αποφάσεις». Τρίτο, ας σημειώσουμε ότι γίνεται λόγος για συμφωνία μεταξύ της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας (του κόμματος του Λένιν) και των σοσιαλεπαναστατών (εσέρων), δηλαδή μεταξύ δυο -τότε- επαναστατικών κομμάτων, σκληραγωγημένων στην παρανομία. Παρά το ριζοσπαστισμό των εσέρων, ο Λένιν υπογραμμίζει πολλές φορές τον κίνδυνο «επαναστατικού χάους», μιας επαναστατικής Βαβέλ, που θα διακινδύνευε το κίνημα. Γι’αυτό επιμένει στο συγκεκριμένο και προσωρινό χαρακτήρα των συμφωνιών. Επομένως, τέταρτο, η ενότητα προϋποθέτει την διακριτότητα των κομμάτων, οργανωτικά και πολιτικά. Πέμπτο, η ύπαρξη του μαζικού κινήματος (που ήταν τότε σε φάση κορύφωσης, όχι ύφεσης) είναι καθοριστική για τη δυνατότητα και το χαρακτήρα της συμφωνίας-ενότητας. Οι αγωνιστές διαφορετικών στρατηγικών πρέπει να «βυθιστούν» στο κίνημα και αυτό θα βοηθήσει να ενοποιηθούν μεταξύ τους για τους πρακτικούς στόχους του. Είναι η πίεση που βάζει το κίνημα στους αγωνιστές, όχι απλά η καλή τους θέληση, που μπορεί να φέρει την ενότητα. Ο κυρίαρχα εργατικός χαρακτήρας του κινήματος είναι καθοριστικός για την τακτική του επαναστατικού εργατικού κόμματος του Λένιν: κάνει τη συνεργασία επωφελή για τους εργατικούς και όχι μόνο τους μικροαστικούς σκοπούς των εσέρων.

Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του ΕΜ εξαρτιόνταν από τις συνθήκες εφαρμογής. Ωστόσο, για τους θεωρητικούς του, υπάρχουν κάποιες σταθερές. Που ίσχυαν τόσο σε περιόδους εξέγερσης (το 1905 και το 1917 στη Ρωσία, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας ’20 στη Γερμανία) όσο και σε περιόδους άμυνας, όπως τα χρόνια ανόδου των Ναζί (1928-1933). Τα σημεία που έβαζε ο Λένιν το 1905 για το ΕΜ τα ξανασυναντάμε τόσο στο εφαρμοσμένο ΕΜ του γερμανικού κινήματος το ’20, όσο και στη θεωρητική συνεισφορά του Τρότσκι το ’30.

 

Εφαρμοσμένο ΕΜ

Τη δεκαετία του ‘20 η Κομιντέρν προωθούσε το ΕΜ σε όλα τα ΚΚ. Με τέτοιες τακτικές οργανώθηκε μια πετυχημένη καμπάνια αποκλεισμού της Πολωνίας που είχε εισβάλλει στη σοβιετική Ρωσία την άνοιξη του ’20∙ εμποδίστηκε ένα λευκό πραξικόπημα στη Βουλγαρία το ’22[10] ∙ οι κομμουνιστές κατέκτησαν την πλειοψηφία στα γαλλικά συνδικάτα το ’20-’22.

Όμως, χώρα κλειδί για το πεπρωμένο της διεθνούς επανάστασης τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 υπήρξε η Γερμανία. Η ηττημένη του Α’ Παγκοσμίου, με το πιο μεγάλο και οργανωμένο προλεταριάτο της Ευρώπης, με την οξύτερη κοινωνική και οικονομική κρίση. Από την επαναστατική ανατροπή του Αυτοκράτορα το 1918 και ως το 1923, η χώρα συνταραζόταν από αλλεπάλληλα κύματα μεγάλων απεργιών και εργατικών εξεγέρσεων που διαδεχόταν η αιματηρή καταστολή. Το ΚΚ (KPD) είχε ιδρυθεί μόλις το 1919, χάνοντας τους πιο εμβληματικούς ηγέτες του (Λούξεμπουργκ, Λίμπκνεχτ) τον πρώτο μήνα της ύπαρξής του. Είχε να αντιμετωπίσει το πιο κραταιό ρεφορμιστικό κόμμα του κόσμου (το σοσιαλδημοκρατικό SPD), μέσα στην πιο ταραγμένη και αβέβαιη περίοδο, έχοντας προβλήματα εσωτερικής συνοχής ως νέο κόμμα, με ηγεσία συχνά διχασμένη και εξαρτημένη από τη Μόσχα. Αυτά τα χαρακτηριστικά θα κατέληγαν στην ήττα του ΚPD και της γερμανικής επανάστασης, κάτι που όμως δεν ήταν αναπόφευκτο. Το ΕΜ ήταν η πρόταση της Κομιντέρν για να κατάφερναν κόμμα και κίνημα να ανταπεξέλθουν στις ιστορικές προκλήσεις. Όταν το κόμμα όντως κινούταν σε ενιαιομετωπική κατεύθυνση, κατέγραφε σοβαρά κέρδη.

Το 1920, στην κυβέρνηση βρίσκονται οι ρεφορμιστές του SPD. Δηλαδή η ίδια ηγεσία που είχε εξοντώσει τους Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ, αλλά έχαιρε συντριπτικής στήριξης στην εργατική τάξη, κυρίως μέσα απ’το μηχανισμό των συνδικάτων. Τον Μάρτη η κυβέρνηση αποδεικνύεται ανίκανη να αποτρέψει με θεσμικό τρόπο ένα δεξιό πραξικόπημα «έμπιστων» στρατηγών. Το πραξικόπημα του Καπ καταφέρνει να καταλάβει το Βερολίνο χωρίς αντίσταση και η εκλεγμένη κυβέρνηση διαφεύγει στη Στουτγάρδη. Η απάντηση έρχεται από τα συνδικάτα. Οι δεξιοί συνδικαλιστές του SPD, κινδυνεύοντας να χάσουν τα κεφάλια τους απ’τους στρατηγούς, παίρνουν την πρωτοβουλία μιας γενικής απεργίας διαρκείας που παραλύει τη χώρα. Υιοθετούνται αιτήματα όπως: αφοπλισμός στρατευμάτων και αστικών πολιτοφυλακών, εξοπλισμός των εργατών, παύση του στρατιωτικού νόμου και της λογοκρισίας, απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων[11]. Στην απεργία συμμετέχουν εργάτες από τους Ανεξάρτητους του USPD (αριστερή διάσπαση του SPD, δεύτερη δύναμη στα συνδικάτα) και το KPD, αλλά και υπάλληλοι και μεσαία στρώματα. Με πρωτοβουλία Ανεξάρτητων ηγετών οργανώνονται εργατικά συμβούλια και ένοπλα αποσπάσματα (οι “Κόκκινοι Στρατοί”) στην περιοχή του Ρουρ, για την απόκρουση της στρατιωτικής δικτατορίας. Σε πολλές περιοχές ούτε οι σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές δεν μπορούν να αρνηθούν ένα τέτοιο πρόγραμμα τοπικής εργατικής εξουσίας. Η βάση τους κατανοεί πλήρως την ανάγκη αυτοάμυνας, έχοντας βιώσει πριν λίγους μήνες την στρατιωτική καταστολή μεγάλων οικονομικών απεργιών. Αλλού, είναι το ΚΚ που παίρνει τέτοιες πρωτοβουλίες. Στην Έσση, όπου είχε δυνάμεις, πρότεινε ένα παρόμοιο πρόγραμμα, που αποδέχτηκαν οι Ανεξάρτητοι αν και όχι οι τοπικοί ηγέτες του SPD. Στο Κέμνιτζ, κομμουνιστικό «κάστρο», συγκρότησε εργατικό σοβιέτ μαζί με τους ρεφορμιστές, όπου το ίδιο κατέκτησε την πλειοψηφία. Ο στρατός αφοπλίστηκε σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων, συγκροτήθηκε εργατικός στρατός και καλέστηκε συνδιάσκεψη εργατικών σοβιέτ από άλλες περιοχές[12]…

Όλες αυτές ήταν ενιαιομετωπικές εφαρμογές, που ξεκινώντας είτε απ’τους επαναστάτες είτε από πτέρυγες του ρεφορμισμού, κατέληγαν στην ενίσχυση της πάλης. Όπου το ΚΚ είχε αριστερίστικη ηγεσία και αρνιόταν κάθε συνεργασία (Δρέσδη) έμενε στο περιθώριο. Οι κομμουνιστές είχαν παντού την ευκαιρία να αποδείξουν στην πράξη ότι ήταν είτε πιο πρόθυμοι απ’τους ρεφορμιστές για την κοινή πάλη, είτε πιο αποτελεσματικοί μέσα σε αυτήν. Η Κλάρα Τσέτκιν συνόψιζε:

«οι προλεταριακές μάζες σχημάτισαν ένα κοινό μαχητικό μέτωπο· δεν ενώθηκαν με αποφάσεις του χαρτιού ή φόρμουλες επινοημένες απ’τους ηγέτες, αλλά… με τη διαδικασία της επαναστατικής δράσης… Οι σοσιαλπατριώτες ηγέτες συνειδητά προσπάθησαν να αποκρύψουν τη σπουδαιότητα του ενιαίου μετώπου. Αλλά… οι προλεταριακές μάζες…. εν μέρει διανοητικά εν μέρει διαισθητικά καταλάβαιναν όλη τη σπουδαιότητά του.» [13]

Έτσι το πραξικόπημα του Καπ ηττήθηκε σε τέσσερις μέρες.

Το ‘20 υπήρξαν και άλλες ενωτικές πρωτοβουλίες, όχι κατ’ανάγκη ενιαιομετωπικές. Το Νοέμβρη οι κομμουνιστές εργάτες της Στουτγάρδης συμφώνησαν με τα τοπικά σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα για έναν κοινό κατάλογο αιτημάτων (μείωση τιμών, μείωση φόρων για τους εργάτες, εργατικός έλεγχος, αφοπλισμός παραστρατιωτικών κλπ) που είχε πολύ πλατιά απήχηση. Ωστόσο, επειδή δεν επρόκειτο για συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης, οι εθνικές ηγεσίες του SPD και του USPD εύκολα τα απέρριψαν ως ανέφικτα και έληξαν άδοξα την υπόθεση [14].

Τη συνέχεια έδωσε δυο μήνες μετά η ηγεσία του KPD. Έστειλε στα δυο άλλα εργατικά κόμματα «Ανοιχτή Επιστολή» που καλούσε σε συνδιαμόρφωση κοινών πανεθνικών δράσεων για μια λίστα παρόμοιων αιτημάτων (επίταξη κατοικιών κλπ). [15] Μέτωπο δεν επιτεύχθηκε στην πράξη, αφού η άλλη πλευρά απέρριψε και την «Ανοιχτή Επιστολή». Αλλά οι απορρίψεις τής στοίχιζαν. Πάνω στην πείρα του Καπ και της Στουτγάρδης, το ΚΚ έγινε μαζικό κόμμα για πρώτη φορά, ξεπερνώντας τις 300.000 μέλη: το Δεκέμβρη του 1920 «έκλεψε» την πλειοψηφία των μελών του USPD, όταν αυτό διασπάστηκε.

Το 1921-23 το SPD μοιραζόταν συχνά τα υπουργεία με διάφορα αστικά κόμματα. Η πολιτική του γινόταν όλο και πιο δεξιά, ώστε κάποια στιγμή (Νοέμβρης 1922) θα οδηγούσε στην άρνηση ακόμη και των βουλευτών του να ξανασχηματίσουν κυβέρνηση με αστούς[16]. Από την άλλη, η μετωπική πολιτική του ΚΚ διακόπηκε το Μάρτη του ‘21. Με την «δράση του Μάρτη», μια αριστερίστικη μονομερή απεργιακή εξέγερση που αποξένωσε το κόμμα από την εργατική πλειοψηφία και σχεδόν το κατέστρεψε. Το ΕΜ ήταν αναγκαίο, σε συνθήκες που «δεν είχε φτάσει ακόμα η στιγμή η ορατή [αντικυβερνητική] δυσφορία να γίνει μαζική δράση, αλλά όπως συχνά συμβαίνει εκφραζόταν με εντεινόμενη παραίτηση». [17] Σε αυτό θα επιστρέψει γρήγορα το Κόμμα. Στηρίζοντας απεργίες συνδικάτων που δεν ελέγχει, ενώ το SPD τις πολεμά. Οργανώνοντας κοινές αντιπολεμικές διαδηλώσεις με τους Ανεξάρτητους, με αφορμή την Συνδιάσκεψη των Τριών Διεθνών. [18] Κάνοντας συνεχείς εκκλήσεις στην ηγεσία του SPD για κοινή δράση απέναντι στις παραστρατιωτικές επιθέσεις. Όταν ακροδεξιοί δολοφονούν τον αστό πολιτικό Έρτσμπεργκερ, το ΚΚ μοιάζει να επιβεβαιώνεται. Καλεί αμέσως μέχρι και τα χριστιανικά συνδικάτα σε κοινές διαδηλώσεις, τα τρία εργατικά κόμματα σχηματίζουν αντιφασιστική επιτροπή (αν και το SPD αποχωρεί σύντομα) και οι απεργιακοί διαδηλωτές φτάνουν τα πέντε εκατομμύρια σε όλη τη χώρα.[19]

Το ίδιο γίνεται με τον φόνο του αστού Υπ.Εξ. Ρατενάου από φασίστες (24/6/1922). Η βάση του SPD συμμετέχει αυθόρμητα σε κοινές αντιφασιστικές διαδηλώσεις με τους κομμουνιστές και αναγκάζει την ηγεσία της να μπει σε διαπραγμάτευση. Συναντώνται εκπρόσωποι των τριών εργατικών κομμάτων, επιδίδουν διαμαρτυρία στην κυβέρνηση και συμφωνούν σε ενιαίες διαδηλώσεις που συσπειρώνουν εκατομμύρια. [20] Μετά από λίγες μέρες, η πίεση της βάσης υποχωρεί οπότε το SPD δεν δίνει συνέχεια. Αλλά το ΚΚ επιμένει όλη αυτήν την περίοδο σε προτάσεις για κοινές δράσεις απέναντι στους φασίστες (διαδηλώσεις, ένοπλη αυτοάμυνα κλπ) και τον πληθωρισμό (επιτροπές τιμών, απεργίες κλπ). Με αυτόν τον τρόπο κατάφερνε να αυξάνει επιρροή και μέλη, ακόμη κι αν σπάνια κατάφερνε να αναγκάσει σε ενιαίο μέτωπο τους τοπικούς ή εθνικούς ηγέτες του SPD.

Ενώ μετά τη Δράση του Μάρτη το Κόμμα βρέθηκε περιθωριοποιημένο, ως το 1922 είχε ανανήψει, αυξάνοντας κατά 38.000 τα μέλη του [21], διοργανώνοντας μια πλατιά συνδιάσκεψη εργοστασιακών συμβουλίων από όλη τη χώρα και φέρνοντας σε αυτή μια μειοψηφία σοσιαλδημοκρατών συνδικαλιστών. Τα εργοστασιακά συμβούλια της περιόδου ήταν όργανα ΕΜ με δράση κυρίως οικονομική (προστασία από εξώσεις, επιτροπές ελέγχου των τιμών) και αντιφασιστική (προλεταριακές εκατονταρχίες, διάλυση φασιστικών συγκεντρώσεων). Σε κάποιες περιπτώσεις έφταναν να αναλάβουν την τοπική εξουσία. [22] Το Κόμμα συνέχισε έτσι και το ‘23. Για παράδειγμα, εν μέσω διαρκών προκλήσεων από την καταστολή και το παρακράτος, οι εκκλήσεις του ΚΚ για αντιφασιστικές δράσεις παρέσυραν τοπικές ηγεσίες του SPD στην Αντιφασιστική Μέρα (29/7/1923) και στην κοινή διαδήλωση KPD-SPD στη Φραγκφούρτη (23/7/1923). [23]

Μετά την ήττα της γερμανικής επανάστασης το φθινόπωρο του ’23 και τον εκφυλισμό της Κομιντέρν, το ΕΜ δεν ξαναεπιδιώχτηκε σχεδόν ποτέ, ενώ η επανάσταση έφευγε από την ευρωπαϊκή ημερήσια διάταξη. Με την σταλινική καθοδήγηση, τα ΚΚ εφάρμοζαν μια πολιτική απομόνωσης από τους ρεφορμιστές εργάτες, καταγγέλλοντάς τους το ίδιο σκληρά με τους ηγέτες. Οι σοσιαλδημοκράτες αντιμετωπίζονταν ήδη από το ’24 σαν «μετριοπαθής πτέρυγα του φασισμού» [24] και πια σαν «σοσιαλφασίστες». Η εφημερίδα του KPD, η Rote Fahne, έγραφε χαρακτηριστικά το ’30: «Αυτός που ανήκει στο SPD είναι σάπιος και πρέπει να φύγει [από τα συνδικάτα!]»[25]. Ο γραμματέας του, ο Τέλμαν, διατυμπάνιζε: «Οι χειρότεροι σοσιαλφασίστες ήταν αυτοί που έσπαγαν από το SPD προς τα αριστερά». [26] Εκείνα τα χρόνια, ο Τρότσκι απεύθυνε πολλές αναλύσεις στους κομμουνιστές, προσπαθώντας να αποδείξει την αναγκαιότητα του ΕΜ. Δυστυχώς οι εκκλήσεις του δεν εισακούονταν, οι αντιπολιτευόμενοι μέσα στα ΚΚ ήταν λίγοι, όλο και πιο απομονωμένοι απ’τις συκοφαντικές εκστρατείες του σταλινισμού. Υπήρξαν ελάχιστα και μεμονωμένα παραδείγματα κοινής αντιφασιστικής πάλης. Η τελική νίκη των Ναζί το 1933 δεν αποτράπηκε. Ωστόσο, οι αναλύσεις του Τρότσκι από το ’22 ως το ’33 φωτίζουν πολύ καλά τα χαρακτηριστικά του ΕΜ, συμπληρώνοντας την ιστορική πείρα του ‘20-’23.

 

Στη δράση με τις μάζες

Ένα ντοκουμέντο που συμπυκνώνει πολλές πλευρές του ΕΜ είναι οι Θέσεις που έγραψε ο Τρότσκι για μια Ολομέλειά της ΕΕΚΔ (Φλεβάρης-Μάρτης 1922), όταν το ζήτημα ήταν στο επίκεντρο των συζητήσεων και των πρακτικών διεθνώς. [27] Τόσο στα γεγονότα της δεκαετίας του ‘20 όσο και στις Θέσεις, βλέπουμε ότι το ΕΜ, ακόμη και για πολιτικά ζητήματα (φασισμός, καταστολή), ήταν μια τακτική ενότητας στη δράση, γύρω από αιτήματα που αποδεχόταν η εργατική τάξη.

«Αφού εξασφαλίσει την πλήρη ανεξαρτησία και την ιδεολογική του ομοιογένεια, το Κομμουνιστικό Κόμμα παλεύει για την επιρροή στην πλειοψηφία της εργατικής τάξης… Σε αυτές τις μάχες [κατά της αστικής τάξης]… οι εργατικές μάζες διαισθάνονται την ανάγκη ενότητας στη δράση, ενότητας στην αντίσταση… ή ενότητας στην επίθεση κατά του καπιταλισμού. Όποιο κόμμα αντιτίθεται μηχανικά σε αυτήν την ανάγκη… καταδικάζεται οπωσδήποτε στα μυαλά των εργατών.» [28]

Το ’31, σε συνθήκες άμυνας, ο ίδιος επαναλάμβανε:

«Το προλεταριάτο κάνει βήματα προς την επαναστατική συνείδηση… μέσα από την πάλη των τάξεων… για να παλέψει χρειάζεται την ενότητα… η ενότητα χρειάζεται, τόσο για τους οικονομικούς αγώνες στα πλαίσια ενός μεμονωμένου εργοστασίου, όσο και για “εθνικούς” πολιτικούς αγώνες, όπως η αποτροπή του φασισμού.» [29]

Έτσι το ΕΜ δεν ήταν μια αυθαίρετη “πονηρή μανούβρα” των κομμουνιστών, αλλά πήγαζε από πραγματικές ανάγκες: αυτές του έδιναν πιθανότητες απήχησης.

Το ΕΜ ήταν επίσης τακτική που αφορούσε μάζες. Από τον ενεργητικό ρόλο των μαζών πήγαζε η δυνατότητα οι ρεφορμιστές ηγέτες να αναγκαστούν να συμφωνήσουν σε ένα πρόγραμμα αγώνα με τους αντίπαλους κομμουνιστές. Από τα Σοβιέτ του 1905 και του 1917 ως τη Στουτγάρδη του ’20, είδαμε ήδη τις προδρομικές ενωτικές πρωτοβουλίες των κομματικών βάσεων που πίεζαν ρεφορμιστικές κι επαναστατικές ηγεσίες. Ακόμη κι έτσι είδαμε ότι συχνά οι ρεφορμιστές δεν υποχωρούσαν ούτε στις μαζικές πιέσεις. Προτιμούσαν να χάνουν κάποια μέλη προς το ΚΚ, παρά να συμβάλλουν στην ανατροπή του συστήματος και να εξαφανιστούν πολιτικά μαζί του.

Η μαζική φύση του ΕΜ σημαίνει ότι αυτό δεν υποκαθίσταται από συμμαχίες κορυφής χωρίς τις μάζες, χωρίς βάση.

«Κατά συνέπεια το ζήτημα του ενιαίου μετώπου δεν είναι καθόλου, ούτε στην προέλευση ούτε στην ουσία του, ζήτημα αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ κοινοβουλευτικών ομάδων κομμουνιστών και σοσιαλιστών ούτε μεταξύ των κεντρικών επιτροπών των δυο κομμάτων… [αλλά] αναπτύσσεται από την επείγουσα ανάγκη διασφάλισης ενός ενιαίου μετώπου στην πάλη» [30]

Με ή χωρίς ΕΜ, η ενίσχυση των αγώνων ήταν όρος για την ενίσχυση των επαναστατών.

«Το κόμμα πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία να εξασφαλίσει ενότητα στους υφιστάμενους αγώνες… η μαζικοποίηση του κινήματος τείνει να το ριζοσπαστικοποιεί και δημιουργεί πολύ πιο ευνοϊκές συνθήκες για τα συνθήματα, τις μεθόδους πάλης και γενικά τον ηγετικό ρόλο του ΚΚ.» [31]

 

Δομές και πειθαρχία

Όπου το ΕΜ κατάφερνε να κρατήσει για παραπάνω από μια κοινή διαδήλωση, ανέπτυσσε ιδιαίτερες δομές, διακομματικές ή υπερκομματικές, ώστε να περιλάμβανε όλους τους εργάτες. Αναφέραμε ήδη τα ρώσικα Σοβιέτ, όταν η τάξη πάλευε για την εξουσία και τις επιτροπές επαναστατικής άμυνας κόντρα στο πραξικόπημα Κορνίλοφ. [32]

Οι εργοστασιακές επιτροπές και οι επιτροπές αυτοάμυνας της Γερμανίας του ‘22-’23 επίσης ήταν τέτοιες δομές. Το 1931 ο Τρότσκι ανέφερε ως σπάνιο παράδειγμα προς μίμηση τους κομμουνιστές εργάτες του Κλίγκενταλ. Είχαν συγκροτήσει, παρά το σαμποτάζ όλων των ηγεσιών, μια οργάνωση αντιφασιστικής άμυνας με τα συνδικάτα και με μια αριστερή διάσπαση του SPD, το SAP. [33] Το 1933 προκρίνει τους εργατικούς αμυντικούς συνδέσμους που θα συντονίζονταν από ένα παγγερμανικό εργατικό αντιφασιστικό συνέδριο. [34]

Επιχειρηματολογώντας κατά της αριστερίστικης αποχώρησης των κομμουνιστών από τα συνδικάτα, ο Τρότσκι τα κατέτασσε πάντα ως μορφές ΕΜ στην οικονομική πάλη. «Ποτέ δεν έχουμε στηρίξει την αποχώρηση από τα συνδικάτα ή την διάσπασή τους… όπως κάποιες σεκταριστικές ομάδες» [35] Το ‘33 ζητούσε από τα κομμουνιστικά συνδικάτα να προσχωρήσουν στα σοσιαλδημοκρατικά, που συσπείρωναν την τεράστια πλειοψηφία των εργατών. [36]

Απέναντι στην άνοδο της φασιστικής απειλής εν μέσω κρίσης στη Γαλλία του ‘34, πρότεινε σειρά εργατικών δομών που θα μπορούσαν να υλοποιήσουν πολλά αιτήματα:

«Η εργατική συμμαχία κομμάτων και συνδικάτων πρέπει να οργανωθεί… Πρέπει να οργανωθούν μια εθνική επιτροπή της εργατικής συμμαχίας, περιφερειακές επιτροπές, τοπικές επιτροπές. Δημιουργία επιτροπών εργατικών χώρων εκλεγμένων από τους εργάτες… Στον αγώνα κατά του φασισμού, της αντίδρασης και του πολέμου… πάνω απ’όλα στόχος είναι να εξασφαλιστεί η ενιαία δράση της ίδιας της εργατικής τάξης σε εργοστάσια και εργατογειτονιές… Η συμμαχία σημαντικών εργατικών οργανώσεων (Κομμουνιστικό Κόμμα, Σοσιαλιστικό Κόμμα, GCT, CGTU, Κομμουνιστική Λίγκα) δεν θα έχει καμία επαναστατική αξία αν δεν προσανατολιστεί στη δημιουργία: επιτροπών αγώνα που εκπροσωπούν την ίδια τη μάζα (έμβρυα σοβιέτ), εργατικών πολιτοφυλακών, πάντα ενωμένων στη δράση, αν και οργανωμένων από διαφορετικά κόμματα και οργανώσεις.» [37]

Είναι καθαρό ότι στόχος και νόημα όλων των μορφών ΕΜ είναι πάντα η ενιαία δράση της εργατικής μάζας (απεργιακά σχέδια, αντιφασιστικές πολιτοφυλακές κλπ) και όχι μια συμμαχία από τα πάνω, πολιτική ή εκλογική.

Ανάλογα με την περίπτωση, οι κομμουνιστές θα έπρεπε να σέβονται την αντίστοιχη πειθαρχία του μετώπου. Μέσα στα κοινά συνδικάτα, έπρεπε να σέβονται τα καταστατικά των συνδικάτων. [38] Το ‘17, οι μειοψηφούντες Μπολσεβίκοι λάμβαναν υπόψη τις αποφάσεις των Σοβιέτ. Κάποιες φορές το Κόμμα υποχωρούσε για να μην αποξενωθεί από τους επαναστατημένους εργάτες. Έτσι, χρειάστηκε να σταματήσει τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που είχε καλέσει, όταν το Σοβιέτ της Πετρούπολης τάχθηκε κατά, τον Απρίλη και τον Ιούνη του ’17. [39] Όμως, η πειθαρχία μέχρι και στα Σοβιέτ λογοδοτούσε στο στόχο να υπηρετηθεί η επαναστατική διαδικασία. Όταν τον Ιούλη του ’17 η ρεφορμιστική ηγεσία των Σοβιέτ, μενσεβίκοι κι εσέροι, κατάντησε να υποστηρίζει έμμεσα την αντεπανάσταση, οι μπολσεβίκοι απομάκρυναν το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» και περιόρισαν τη δουλειά τους, υπό το βάρος της καταστολής, στις εργοστασιακές επιτροπές και τα σωματεία, έξω από τα βασικά Σοβιέτ. Η πειθαρχία του ΕΜ ήταν πειθαρχία στη συμφωνημένη δράση, στο συσχετισμό δυνάμεων αλλά και στα συμφέροντα της επανάστασης.

«Η μετωπική ενότητα, κατά συνέπεια, προϋποθέτει την ετοιμότητά μας, εντός ορισμένων ορίων και για συγκεκριμένα ζητήματα, να σχετίζουμε στην πράξη τις ενέργειές μας με εκείνες των ρεφορμιστικών οργανώσεων, στο βαθμό που οι δεύτερες εξακολουθούν να εκφράζουν τη θέληση σημαντικών τμημάτων του μαχόμενου προλεταριάτου.» [40]

Το ΕΜ δεν ήταν πειθαρχία στην αφηρημένη ενότητα, ούτε στην προπαγάνδα: πάντοτε ασκούταν η ίδια δριμεία κριτική στους «εταίρους» των συνδικάτων, των Σοβιέτ ή των μετωπικών δράσεων.

«Κλείνοντας συμφωνία με άλλες οργανώσεις, επιβάλλουμε στον εαυτό μας μια ορισμένη πειθαρχία δράσης. Αλλά αυτή η πειθαρχία δεν μπορεί να έχει απόλυτο χαρακτήρα. Εάν οι ρεφορμιστές βάζουν φρένο στον αγώνα αντιδρώντας στις διαθέσεις των μαζών, εμείς σαν ανεξάρτητη οργάνωση διατηρούμε το δικαίωμα να υποστηρίξουμε τη δράση ως το τέλος χωρίς τους προσωρινούς μισοσυμμάχους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε νέα όξυνση της πάλης μεταξύ ημών και των ρεφορμιστών.»

Αυτό γράφεται στην Απόφαση της ΕΕΚΔ (3/1922) [41], αλλά επαναλαμβάνεται αυτούσιο και το 1932 από τον Τρότσκι. [42] Ο Τρότσκι όχι μόνο δεν φοβόταν την όξυνση της πάλης με το ρεφορμισμό, αλλά την επεδίωκε κιόλας ως «σηματοδότηση της επέκτασης της επιρροής μας». [43]

Στα τέλη του ‘32, λίγους μήνες πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο Τρότσκι εξακολουθεί να θέτει όρια στην πειθαρχία μιας αντιφασιστικής συμμαχίας με το ρεφορμισμό:

«οι Κομμουνιστές δεσμεύονται εκ των προτέρων να μην χρησιμοποιήσουν βίαιες μεθόδους ενάντια σε μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση στο βαθμό που αυτή θα βασίζεται στην πλειοψηφία της εργατικής τάξης και θα εγγυάται την ελευθερία προπαγάνδας και οργάνωσης του ΚΚ». [44]

 

Συμμαχία και κομματικό συμφέρον

Για να έχει πιθανότητες επιτυχίας, το ΕΜ ενέχει πάντα την απεύθυνση στις ηγεσίες, τοπικές ή κεντρικές, πολιτικές ή συνδικαλιστικές, στις οποίες προσβλέπει η εργατική πλειοψηφία.

«Αν ήμαστε ικανοί απλά να ενώσουμε τις εργαζόμενες μάζες γύρω από το δικό μας λάβαρο… να πηδήξουμε πάνω από τις ρεφορμιστικές ηγεσίες… θα ήταν το καλύτερο… αλλά τότε δεν θα έμπαινε το ίδιο το ζήτημα του ΕΜ…» [45]

Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο υποτίμησης των κομματικών συμφερόντων. Σκοπός του ΕΜ είναι να διαχωριστεί επιτυχημένα η ηγεσία του ρεφορμισμού από τη βάση της. Το πέρασμα της δεύτερης στον κομμουνισμό είναι ανάγκη και του κινήματος. Πολύ περισσότερο που το ίδιο το ΕΜ, ως αποτελεσματικός τρόπος πάλης, εμποδίζεται από αυτούς που καθοδηγούν την πλειοψηφία της τάξης.

«Οι ρεφορμιστές τρέμουν την επαναστατική δύναμη του μαζικού κινήματος. Το αγαπημένο τους πεδίο είναι το κοινοβουλευτικό βήμα, το γραφείο του συνδικάτου, ο προθάλαμος του υπουργικού γραφείου.» [46]

«Τα συμφέροντα της τάξης, όταν έχουν κατανοηθεί σωστά, ταυτίζονται με τους στόχους του [επαναστατικού] κόμματος… Το καθήκον του κόμματος είναι, μέσα από την εμπειρία του αγώνα, να πείσει το προλεταριάτο για το δικαίωμα του κόμματος να είναι η ηγεσία του.» [47]

Το ‘32, απέναντι σε κάποιους κεντριστές που «ασκούν κριτική στους “κομματικούς εγωισμούς”… [και λένε] ότι “το συμφέρον της τάξης είναι πάνω από το συμφέρον του κόμματος”», ο Τρότσκι απαντά ότι αυτή η αντίληψη είναι «ρηχή», «λαθεμένη και αντιδραστική». [48] Μήνες μετά επαναλαμβάνει:

«Η πολιτική του ΕΜ έχει στόχο να διαχωρίσει αυτούς που θέλουν να παλέψουν από αυτούς που δεν θέλουν… να ξεφτιλίσει τους ηττοπαθείς ηγέτες στα μάτια των εργατών για να αυξήσει τη μαχητικότητα των τελευταίων.» [49]

Το ίδιο ισχύει για τη συνδικαλιστική ενιαιομετωπική δουλειά.

«Η συμμετοχή των κομμουνιστών στα αντιδραστικά συνδικάτα δεν υπαγορεύεται από μια αφηρημένη αρχή ενότητας, αλλά από την ανάγκη πάλης για την απομάκρυνση των πρακτόρων του κεφαλαίου από τα συνδικάτα [δηλαδή των σοσιαλδημοκρατών]. Για το SAP [τους κεντριστές] αυτό το ενεργητικό, επαναστατικό, επιθετικό στοιχείο της πολιτικής υποτάσσεται μπροστά στην αφηρημένη αρχή της ενότητας[50]

Μέσα από την ενότητα στον αγώνα, οι επαναστάτες θέλουν να συγκριθούν με τη ρεφορμιστική ηγεσία, να κερδίσουν την προσοχή της βάσης της και τελικά την ίδια τη βάση. Αυτό δεν γινόταν με τις τελεσιγραφικές καταγγελίες του σταλινικού KPD που με τη θεωρία του «σοσιαλφασισμού» τσουβάλιαζε την ηγεσία μαζί με τη βάση. Το Κόμμα έπρεπε «να προτείνει ένα καθορισμένο πρόγραμμα για κοινή δράση» στην ηγεσία του SPD. [51]

«Μεταξύ των λόγων και των έργων τους υπάρχει άβυσσος… αλλά πρέπει να καταλάβουμε πώς να τους δεσμεύσουμε [τους σοσιαλδημοκράτες] από τα ίδια τους τα λόγια… να αναπτυχθεί ένα σύστημα κοινών μέτρων αγώνα ενάντια στο καθεστώς έκτακτων διαταγμάτων [της κυβέρνησης]»

Απευθύνοντας την πρόσκληση και πρόκληση του ΕΜ, οι επαναστάτες, έλεγε ο Τρότσκι, θέλουμε να «βγάλουμε τους ρεφορμιστές από τα καταφύγιά τους και να τους βάλουμε πλάι μας μπροστά στα μάτια των αγωνιζόμενων μαζών». [52]

Αυτή η μέθοδος είχε χρησιμοποιηθεί πετυχημένα στο πιο κεντρικό επίπεδο. Στο 2ο Συνέδριο της Κομιντέρν, το 1920, παρενέβησαν, ως καλεσμένοι, κεντριστές ηγέτες από διάφορες χώρες, προκαλώντας δυσφορία σε πολλούς κομμουνιστές. Ο Λένιν απαντούσε στους τελευταίους: «οι σύντροφοι Βιντζκούπ και Μίντσενμπεργκ κάνουν λάθος… καθώς το [γερμανικό, κεντρίστικο] USPD έχει μεγαλώσει από επαναστάτες εργάτες που συρρέουν, οφείλουμε να συζητήσουμε με τους εκπροσώπους του»[53]. Στην ίδια ομιλία ο Λένιν δε διστάζει να χαρακτηρίσει (μπροστά τους!) «τελείως αστικές τις ομιλίες των [καλεσμένων κεντριστών] Συντρόφων Κρίσπιεν και Ντίτμαν» και να επισημάνει ότι δεν μπορεί να προκύψει άμεσα συμφωνία με αυτούς. Η δημόσια διαπραγμάτευση και αντιπαράθεση με τους πολιτικούς ανταγωνιστές θα βοηθούσε την Κομιντέρν να κερδίσει τελικά τη βάση τους. [54]

Έτσι, το ΕΜ ήταν νοητό μόνο μαζί και ταυτόχρονα σε αντιπαράθεση με τις ακατάλληλες για αγώνα ρεφορμιστικές ηγεσίες. Αυτό μας φέρνει στο ζήτημα της πολιτικής και οργανωτικής ανεξαρτησίας των επαναστατών.

 

Πολιτική Ανεξαρτησία

Η ενότητα με τους ρεφορμιστές ηγέτες δεν έπρεπε να καλύπτει τους λόγους που υπήρχαν τα διαφορετικά κόμματα εξαρχής. Αυτό ήταν ανέκαθεν καθαρό στην μπολσεβίκικη παράδοση, όπως και στις διακηρύξεις της Κομιντέρν το ’20-’22.

«… η τακτική του εργατικού ΕΜ με κανένα τρόπο δεν μοιάζει με συνθηκολόγηση ή συμφιλίωση με τους ρεφορμιστές… απαιτεί από το κόμμα πλήρη ελευθερία ελιγμών, ευλυγισία και αποφασιστικότητα. Για να είναι αυτό δυνατό, το κόμμα πρέπει ανά πάσα στιγμή να διακηρύσσει καθαρά και συγκεκριμένα το τι θέλει, για τι παλεύει και πρέπει να σχολιάζει με αξιοπιστία μπροστά στα μάτια των μαζών τα δικά του βήματα και τις δικές του προτάσεις»[55]

Οι επαναστάτες έπρεπε να διατηρούν την πολιτική ανεξαρτησία τους, να εξηγούν συγκεκριμένα γιατί το πολιτικό σχέδιο και οι ηγεσίες του ρεφορμισμού δεν μπορούσαν να υπηρετήσουν την εργατική τάξη.

«Η γαλλική εργατική τάξη μπορεί κερδηθεί… μόνο αντιπαραθέτοντας την επαναστατική άποψη και τις επαναστατικές μεθόδους σε αυτές των ρεφορμιστών, ενώ διατηρούμε ταυτόχρονα τον υψηλότερο δυνατό βαθμό ενότητας στη δράση» [56]

Όταν παραβιαζόταν ο κανόνας της πολιτικής ανεξαρτησίας, προέκυπταν καταστροφές. Ενώ βρισκόταν ήδη στην εξορία, στο πλαίσιο μιας κριτικής στο πρόγραμμα του 6ου Συνεδρίου της Κομιντέρν (1928), ο Τρότσκι ανέλυε τις σταλινικές στρεβλώσεις πάνω στις συμμαχίες. Με δύο βασικά παραδείγματα. Πρώτο, η υποταγή του ΚΚ Κίνας στην πειθαρχία του αστικού Κουόμιτανγκ. Είχε προηγηθεί η εξιδανίκευση αυτού του εθνικιστικού μορφώματος όταν η Κομιντέρν το βάπτισε παρατηρητή της το 1926. Δεύτερο, η υποταγή του αδύναμου αγγλικού ΚΚ στους άγγλους ρεφορμιστές συνδικαλιστές, που επίσης είχαν εξιδανικευτεί ως δήθεν επαναστατικός παράγοντας και υποκατάστατο του κόμματος.

«Η αδυναμία του αγγλικού ΚΚ» το έκανε να ρέπει προς μια εύκολη «λύση», την υποκατάσταση της πάλης να κατακτηθεί η βάση των ρεφορμιστών (εδώ στα συνδικάτα) με την «ελπίδα να χρησιμοποιήσουν τον ολοέτοιμο μηχανισμό των συνδικάτων για σκοπούς επαναστατικούς». [57] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το μικρό ΚΚ να μην διαφοροποιείται από τους συνδικαλιστές, εκείνοι να προδώσουν τη μεγάλη απεργία του ’26 και το κόμμα να μείνει στάσιμο και αμήχανο μπροστά στη διαγωγή των πρώην «συμμάχων» του.

«Το ΚΚ αναπτύχθηκε ελάχιστα, ενώ το Γενικό Συμβούλιο [των ρεφορμιστών συνδικαλιστών] εδραιώθηκε περισσότερο από όσο πριν την απεργία [την οποία είχε προδώσει]… το ερώτημα τι περίμενε κανείς και τι πέτυχε είναι το βασικό κριτήριο για τη στρατηγική» [58]

Το γενικό συμπέρασμα ήταν:

«Ένας ελιγμός δεν μπορεί να αποφασίζει ποτέ για μια μεγάλη υπόθεση… Δεν είναι δυνατό να αποφευχθούν οι βασικές δυσκολίες με έναν ελιγμό… Στους ελιγμούς όμως που έκαναν γύρω από το Κουόμιταγκ και την Αγγλορωσική Επιτροπή… αυτό που δεν έπρεπε να είναι παρά ένα επεισόδιο τακτικής φούσκωσε και έγινε στρατηγική γραμμή, κομματιάζοντας… την πάλη ενάντια στη μπουρζουαζία και τους ρεφορμιστές σε μια σειρά περιορισμένα και επουσιώδη επεισόδια τακτικής… Κάνοντας έναν ελιγμό πρέπει πάντα να έχουμε σαν αφετηρία τις χειρότερες όχι τις καλύτερες προβλέψεις σχετικά με την πλευρά στην οποία κάνουμε παραχωρήσεις…

Να ο κανόνας ο πιο αδιάσειστος και αναλλοίωτος για κάθε ελιγμό: μην επιτρέπεις ποτέ στον εαυτό σου να διαλύει, να ανακατεύει ή να εξομοιώνει την κομματική σου οργάνωση με μια άλλη οργάνωση, όσο φιλική κι αν είναι αυτή σήμερα… να καταφεύγει σε πράξεις που… ανοιχτά ή σκεπασμένα, υποτάσσουν το κόμμα σου σε άλλα κόμματα… [σε πράξεις] που περιστέλλουν την ελευθερία της αγκιτάτσιας σου ή σε κάνουν υπεύθυνο, έστω εν μέρει, για την πολιτική γραμμή άλλων κομμάτων. Μην επιτρέπεις ποτέ στον εαυτό σου να μπερδεύει τα λάβαρά σου με τα δικά τους…» [59]

Το 1931, ο Τρότσκι επέμενε ακόμα στην καθοδηγητική σημασία των ίδιων παραδειγμάτων.

«Τα λάθη στην πολιτική του ΕΜ υπήρξαν δύο ειδών… τα καθοδηγητικά όργανα του ΚΚ απευθύνθηκαν στους ρεφορμιστές με την πρόταση να παλέψουν για ριζοσπαστικά συνθήματα… που δεν ανταποκρίνονταν στη συνείδηση των μαζών… με μια συχνή και κακή χρήση έφθειραν το όπλο των “ανοιχτών επιστολών”… Το δεύτερο είδος… είχε πολύ πιο μοιραίο χαρακτήρα. Η πολιτική του ΕΜ κατάντησε για την σταλινική ηγεσία μια συνεχής έκκληση για την εξασφάλιση συμμαχιών, θυσιάζοντας την ανεξαρτησία του ΚΚ.» [60]

Ομοίως και το ’32, όταν διαχώριζε το ΕΜ από το θεμιτό ενδεχόμενο το μικρό ΚΚ των ΗΠΑ να ενταχτεί σε ένα πλατύ Εργατικό Κόμμα, στην περίοδο που το δεύτερο δεν ήταν ακόμη «κόμμα, αλλά ένα άμορφο πολιτικό μαζικό κίνημα»:

«Μια μεγάλη περίοδος σύγχυσης στην Κομιντέρν οδήγησε πολλούς ανθρώπους να ξεχάσουν μια πολύ απλή και απολύτως αμετάκλητη αρχή. Ότι ένας Μαρξιστής, ένας προλεταριακός επαναστάτης, δεν μπορεί να παρουσιάζεται στην εργατική τάξη με δυο λάβαρα. Δεν μπορεί να λέει σε μια εργατική συνάντηση: έχω εισιτήρια για ένα πρώτης κατηγορίας πάρτι και άλλα εισιτήρια πιο φτηνά για τους ηλίθιους. Αν είμαι Κομμουνιστής πρέπει να παλεύω για το Κομμουνιστικό Κόμμα…

Να υπολογίζεις ένα Εργατικό Κόμμα σαν μια ολοκληρωμένη σειρά ενιαίων μετώπων δηλώνει παρερμηνεία των εννοιών τόσο των ΕΜ όσο και του κόμματος. Το ΕΜ προσδιορίζεται από χειροπιαστές περιστάσεις και για χειροπιαστούς σκοπούς. Το Κόμμα είναι μόνιμο. Με το ΕΜ διατηρούμε για τους εαυτούς μας την ελευθερία να σπάσουμε από τους προσωρινούς συμμάχους μας. Μέσα σε ένα κοινό κόμμα με αυτούς τους συμμάχους, δεσμευόμαστε από πειθαρχία κι ακόμη από το ίδιο το γεγονός του κόμματος. Η πείρα του Κουόμιταγκ και της Αγγλορωσικής Επιτροπής πρέπει να γίνουν κατανοητές καλά. Η στρατηγική γραμμή που υπαγόρεψε η έλλειψη πνεύματος ανεξαρτησίας του ΚΚ και η επιθυμία να μπεις σε ένα “μεγάλο” κόμμα (Κουόμιταγκ, Εργατικό Κόμμα) παρήγαγαν αναπόφευκτα όλες τις συνέπειες της οπορτουνιστικής προσαρμογής στη θέληση των συμμάχων και μέσα από αυτήν στη θέληση των εχθρών. Πρέπει να εκπαιδεύσουμε τους συντρόφους μας στην πίστη για το ανίκητο της κομμουνιστικής ιδέας και το μέλλον του ΚΚ. Η παράλληλη πάλη για ένα άλλο κόμμα παράγει αναπόφευκτα έναν δυισμό στο μυαλό τους και τους οδηγεί στο δρόμο του οπορτουνισμού.

Η τακτική του ΕΜ δεν έχει μόνο μεγάλα μειονεκτήματα, αλλά και όρια και κινδύνους. Το ΕΜ ακόμη και στη μορφή προσωρινών μπλοκ συχνά ωθεί σε οπορτουνιστικές αποκλίσεις, συχνά θανάσιμες όπως π.χ. στην περίπτωση του Μπράντλερ το 1923. Αυτός ο κίνδυνος γίνεται απολύτως καταβλητικός και αφόρητος σε μια κατάσταση που το αποκαλούμενο ΚΚ γίνεται μέρος ενός “Εργατικού Κόμματος” που έχει δημιουργηθεί χάρη στην προπαγάνδα και την δράση του ίδιου του ΚΚ… είναι σωστό ότι το Εργατικό Κόμμα μπορεί να γίνει στίβος της δικής μας πετυχημένης πάλης κι ότι το Εργατικό Κόμμα που δημιουργείται ως φραγμός στο Κομμουνιστικό μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να δυναμώσει το ΚΚ, αλλά μόνο με τον όρο ότι θεωρούμε το Εργατικό Κόμμα όχι σαν “δικό μας” κόμμα αλλά σαν στίβο όπου δρούμε ως απολύτως ανεξάρτητο ΚΚ.» [61]

Τέτοιες περιπτώσεις παράκαμψης της δύσκολης κομματικής οικοδόμησης, ελπίζοντας σε ανασυνθέσεις και υποκαταστάσεις του επαναστατικού κόμματος με έτοιμους ρεφορμιστικούς μηχανισμούς, υπήρξαν κι άλλες. «Στην Αυστρία προσπάθησαν να δημιουργήσουν τεχνητά, από τα πάνω, μια “αριστερή” σοσιαλδημοκρατία που να χρησιμεύει σαν γέφυρα προς τον κομμουνισμό. Κι από αυτή τη μασκαράτα δεν βγήκε τίποτα πέρα από αποτυχίες.» [62]

Η πολιτική ανεξαρτησία από το ρεφορμισμό ήταν λυδία λίθος του μετώπου και κάθε ενωτικής τακτικής όπου οι επαναστάτες σέβονται τον εαυτό τους. Ούτε οι επικλήσεις στην ενότητα γενικώς, ούτε οι εξιδανικεύσεις των συμμάχων μπορούσαν να την παρακάμψουν. Αργότερα στη χρονιά εξηγούσε και πάλι:

«Το πρακτικό πρόγραμμα του ΕΜ προσδιορίζεται ανάμεσα στις οργανώσεις με συμφωνίες που συνάπτονται μπροστά στα μάτια των μαζών. Κάθε οργάνωση παραμένει κάτω από τη σημαία της και κάτω από την ηγεσία της. Κάθε οργάνωση υπακούει μέσα στη δράση στην πειθαρχία του ΕΜ… Πλήρης ανεξαρτησία, οργανωτική και πολιτική, του ΚΚ, πάντα και κάτω από όλες τις συνθήκες. Κανένας συνδυασμός προγραμμάτων και σημαιών. Καμιά συναλλαγή χωρίς αρχές. Πλήρης ελευθερία κριτικής απέναντι στους προσωρινούς συμμάχους…. [απέναντι στους κεντριστές] αδιάλλακτη κριτική (αλλά τίμια, πάνω σε πραγματικά γεγονότα) για τους δισταγμούς στις ηγεσίες, στάση προσεκτική, φιλική, προσέγγισης στην αριστερή πτέρυγα, κι ακόμη ετοιμότητα για το κλείσιμο πρακτικών συμφωνιών με το [κεντρίστικο] SAP και για τη δημιουργία στενότερων δεσμών με την αριστερή του πτέρυγα… [στα συνδικάτα] αγώνας ενάντια στη ρεφορμιστική ηγεσία στη βάση της συνδικαλιστικής ενότητας… συστηματική πολιτική ΕΜ στο εσωτερικό των επιχειρήσεων… με τις ρεφορμιστικές εργοστασιακές επιτροπές… στη βάση συγκεκριμένων διεκδικήσεων… για τη μείωση των τιμών… ενάντια στην περικοπή των μισθών…» [63]

Το Δεκέμβρη του ‘31 ο Τρότσκι γράφει ένα κρίσιμο ντοκουμέντο. Την «επιστολή στον γερμανό κομμουνιστή εργάτη». Εκεί εκτιμά ότι ο Χίτλερ μπορεί να ανέβει στην εξουσία σε πέντε μήνες.[64] Η επιστολή ξανακαλεί το ΚΚ να προτείνει στο ρεφορμισμό ένα ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο με προσδιορισμένα μέτρα δράσης (οργανώσεις αυτοάμυνας, κατάσχεση φασιστικών οπλοστασίων κλπ). Ακόμη και εκείνες τις ιστορικές ώρες, όταν κρινόταν «η μοίρα της Ευρώπης και… η μοίρα όλης της ανθρωπότητας για τις επόμενες δεκαετίες», ο Τρότσκι πρόβαλλε τον περιορισμό που είχε επιβεβαιώσει πολλάκις η ιστορική πείρα.

«Οι εκλογικές συμφωνίες και οι κοινοβουλευτικοί συμβιβασμοί μεταξύ του επαναστατικού και του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος είναι, κατά κανόνα, προς το συμφέρον της σοσιαλδημοκρατίας. Πρακτικές συμφωνίες για μαζική δράση, για αγωνιστικούς σκοπούς, είναι πάντα χρήσιμες στο επαναστατικό κόμμα. Η Αγγλορωσική Επιτροπή [βλ. παραπάνω] υπήρξε ένα απαράδεκτο είδος συμμαχίας δυο ηγεσιών σε μια κοινή πολιτική πλατφόρμα, θολή, απατηλή, που δεν δέσμευε κανέναν σε καμία δράση…Καμία κοινή πλατφόρμα με τη σοσιαλδημοκρατία ή τους ηγέτες των γερμανικών συνδικάτων, κανένα κοινό έντυπο υλικό, ούτε λάβαρα και πλακάτ! Βαδίστε χώρια, αλλά χτυπήστε μαζί! Συμφωνείστε μόνο πώς θα χτυπήσετε, ποιον θα χτυπήσετε και πότε θα χτυπήσετε!» [65]

Θυμίζοντας τη θέση του Λένιν για τον Κερένσκι και τον Κορνίλοφ, ξεκαθάριζε ότι το μέτωπο στη δράση κατά του κοινού εχθρού δεν σημαίνει στήριξη στον ρεφορμισμό («δεν παίρνουμε πίσω τίποτα από την κριτική μας»), αλλά πλατιά αποκάλυψη των πολιτικών αδυναμιών του. Ήταν ανεπίτρεπτη η συγκάλυψη των πολιτικών διαφορών και η σύντηξη των πολιτικών προγραμμάτων, η συμφωνία επί παντός επιστητού. Πρόκειται για μοτίβο που διαπερνά τα χρόνια από το 1920 ως και μετά το ’33, εποχές κρίσης και ανάπτυξης, επαναστατικών εξάρσεων, κινηματικών υφέσεων και φασιστικής ανόδου.

Η «ανοιχτή επιστολή προς τον σοσιαλδημοκράτη εργάτη» γράφεται μάλιστα αμέσως μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία! Ο Τρότσκι επιμένει:

«..μπορούμε άραγε να πάμε παραπέρα και να σχηματίσουμε μια αυθεντική συμμαχία των δυο κομμάτων για όλα τα ζητήματα; Τότε η πολεμική μεταξύ των δύο θα έπαιρνε έναν εσωτερικό, ειρηνικό και καρδιακό χαρακτήρα… Όλα αυτά είναι μάταια όνειρα! Κομμουνιστές και Σοσιαλδημοκράτες τούς χωρίζουν ανταγωνισμοί σε θεμελιώδη θέματα.» [66]

Δεν είναι τυχαίο που στην ίδια επιστολή χρησιμοποιεί τον όρο «προδοσία» για να εξηγήσει ότι οι πολιτικές καταγγελίες μεταξύ των «συμμάχων» είναι φυσιολογικές και δεν πρέπει να θεωρούνται ασύμβατες με τη σύμπηξη μετώπου.

«“Για όσο” λέει ο κομμουνιστής [στον σοσιαλδημοκράτη], “δεν σε έχω πείσει και δεν με έχεις πείσει, θα ασκούμε κριτική ο ένας στον άλλο με πλήρη ελευθερία, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα και εκφράσεις που καθένας θεωρεί αναγκαία. Αλλά όταν ο φασίστας θελήσει να μας φιμώσει θα τον αποκρούσουμε μαζί!” Μπορεί ένας έξυπνος σοσιαλδημοκράτης να αρνηθεί μια τέτοια πρόταση;»

Η ανεξαρτησία προϋποθέτει τη δημόσια κριτική στο ρεφορμισμό. Αυτή με τη σειρά της ενέχει το δημόσιο χαρακτήρα των διαπραγματεύσεων με την ρεφορμιστική ηγεσία, ώστε η βάση να μπορεί να κρίνει τι συμφωνείται και ποιος ευθύνεται για την κακή υλοποίηση ή τη διάσπαση της συμφωνίας.

«Θα χρειαστεί αναπόφευκτα να κλείσουμε συμφωνίες ενάντια στο φασισμό με τις διάφορες σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις και τις φράξιές τους, βάζοντας στους ηγέτες τους συγκεκριμένους όρους μπροστά στις μάζες.» [67]

Αυτό έλεγε ο Τρότσκι στους Γερμανούς κομμουνιστές το 1930, κατηγορώντας τις σταλινικές θεωρίες του «σοσιαλφασισμού» ότι δεν έμπαιναν καν στη διαδικασία της συνεννόησης. Αλλά ακόμη και μπροστά στον ύψιστο κίνδυνο του ναζισμού, το ’32, η συνεννόηση είχε όρους που έπρεπε να τεθούν σε δημόσια θέα.

«Θα έπρεπε κανείς να αρπάξει αμέσως και με τα δυο χέρια τη διφορούμενη πρόταση [για αντιφασιστική ενότητα] του Μπράιτσχάιντ [ηγέτη του SPD]. Να προβάλλει από τη δική του πλευρά ένα συγκεκριμένο πρακτικό πρόγραμμα πάλης ενάντια στο φασισμό και να ζητήσει κοινή συνεδρίαση των ηγεσιών των δυο κομμάτων με συμμετοχή της ηγεσίας των ελεύθερων συνδικάτων. Να ενεργήσει δραστήρια να φτάσει αυτό το πρόγραμμα στη βάση, σε όλα τα επίπεδα των δυο κομμάτων και στις μάζες. Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να γίνουν μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου: ο τύπος να δημοσιεύει καθημερινά τα πρακτικά των διαπραγματεύσεων χωρίς διαστρεβλώσεις…» [68]

 

Μαζικό Κόμμα

Η πολιτική ανεξαρτησία εξαρτάται από την οργανωτική ανεξαρτησία του κόμματος και την αυτονομία της παρέμβασής του στην κοινωνία. Χωρίς αυτά το ΕΜ ήταν αδιανόητο.[69]

«Δεν χρειάζεται συζήτηση ότι το ΚΚ δεν πρέπει ούτε στιγμή να εγκαταλείψει την ανεξάρτητη πάλη για να κερδίσει την ηγεσία σε απεργίες, διαδηλώσεις, πολιτικές καμπάνιες. Διατηρεί πλήρη ελευθερία δράσης. Δεν περιμένει κανέναν. Αλλά πάνω στην βάση της δράσης του κάνει μια ενεργητική πολιτική ελιγμών σε σχέση με τις άλλες εργατικές οργανώσεις, καταστρέφει τα φράγματα συντηρητικότητας στους κόλπους των εργατών, απογυμνώνει τις αντιφάσεις του ρεφορμισμού και του κεντρισμού…» [70]

Στην πράξη, το επίπεδο και η ευρύτητα του ΕΜ εξαρτιόταν στενά από τη μαζικότητα του επαναστατικού κόμματος. Ακριβώς επειδή ως μαζικό μπορούσε να ακουμπά πολλά σημεία της βάσης του ρεφορμισμού και να τον πιέζει. Στο ίδιο πνεύμα, η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν (ΕΕΚΔ) ισχυριζόταν ότι χωρίς ενότητα στη βάση, καμιά ουσιαστική συμφωνία μεταξύ ηγεσιών δεν θα διαρκούσε πάνω από τρεις βδομάδες [71]. Αν δεν έχεις σοβαρές δυνάμεις στα συνδικάτα, τι μπορείς να κάνεις για την ενότητα της εργατικής τάξης εκτός από εκκλήσεις που εύκολα αγνοούνται ή διαστρεβλώνονται;

Ακόμη και επαναστατικά κόμματα με χιλιάδες μέλη, δεν μπορούσαν επιδιώξουν ΕΜ με αξιώσεις, αν δεν είχαν μεγάλη επιρροή στους συνδικαλισμένους εργάτες. Τον καιρό του 4ου Συνεδρίου της Κομιντέρν (1922) το KPD διέθετε εκατοντάδες χιλιάδες μέλη. Όμως ο Ράντεκ μιλούσε για την αδυναμία του στην οργανωμένη εργατική τάξη:

«Αν [οι ρεφορμιστές] ήταν ικανοί να σαμποτάρουν την πρώτη απόπειρα δημιουργίας ΕΜ, είναι επειδή δεν ήμαστε ικανοί να διεξάγουμε ισχυρή αγκιτάτσια μέσα στις μάζες για αυτήν την ιδέα. Όταν η βερολινέζικη οργάνωσή μας δεν στάθηκε ικανή να φέρει στο Ράιχσταγκ αντιπροσωπείες από 500 εργοστάσια, ήταν καθαρό ότι, όσο στεντόρειες κι αν ήταν οι διακηρύξεις της εφημερίδας μας, θα άφηναν τον Βελς αδιάφορο… Για να διατηρήσουμε το ΕΜ πρέπει να έχουμε συμπαγή κόμματα, ακριβώς όπως πρέπει να πολεμήσουμε για το ενιαίο μέτωπο για να έχουμε δυνατά κόμματα.» [72]

Αργότερα, το ‘32, η εκλογική άνοδος του KPD δεν αναπλήρωνε το γεγονός ότι απαρτιζόταν κυρίως από ανέργους. «Αυτό που θα αποφασίσει για την εξέλιξη δεν είναι [απλά] η αριθμητική ανάπτυξη του κόμματος… είναι η αμοιβαία πολιτική σχέση ανάμεσα στο κόμμα και την εργατική τάξη» [73]

Ακόμη χειρότερα, όταν οι κομμουνιστές ήταν συνολικά πολύ αδύναμοι, πρακτικά δεν έμπαινε θέμα ενιαίου μετώπου. Το ίδιο δεν έμπαινε και όταν οι κομμουνιστές ήταν υπερβολικά ισχυροί, όταν δεν υπήρχε άλλη εργατική οργάνωση που να έπρεπε να πιέσουν ποικιλοτρόπως για να πετύχουν την εργατική ενότητα.

«Σε περιπτώσεις όπου το ΚΚ παραμένει οργάνωση μιας αριθμητικά ασήμαντης μειοψηφίας, το ζήτημα διεξαγωγής, μαζικής πάλης δεν αποκτά αποφασιστική πρακτική και οργανωτική σπουδαιότητα… Παρόμοια, το πρόβλημα του ΕΜ δεν προκύπτει σε χώρες όπου… το ΚΚ είναι η μόνη ηγετική οργάνωση των εργαζόμενων μαζών.» [74]

Για την κομματική πλευρά του ενιαιομετωπικού «νομίσματος» ο Τρότσκι θα εκφραζόταν πιο καθαρά με αφορμή τις προπαγανδιστικές απομιμήσεις ενιαίου μετώπου από το κεντρίστικο SAP, το ’31. Το SAP, αριστερή διάσπαση του SPD, ήταν ένα μικρό κόμμα με δεκάδες χιλιάδες μέλη. Αλλά ο Τρότσκι ήταν σκληρός:

«Στα τέλη του Δεκέμβρη το SAP απευθύνθηκε σε όλες τις εργατικές οργανώσεις καλώντας τες να οργανώσουν συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα, όπου οι ομιλητές όλων των τάσεων θα διέθεταν τον ίδιο χρόνο για να μιλήσουν. Είναι φανερό ότι μ’αυτόν τον τρόπο δεν μπορούν να πετύχουν τίποτα. Πραγματικά, τι νόημα θα είχε για το Κομμουνιστικό ή το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα να μοιραστούν εξίσου το βήμα… με αντιπροσώπους οργανώσεων τόσο ασήμαντων για το κίνημα…; Ενιαίο μέτωπο θα πει ενότητα των κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών μαζών, όχι συναλλαγή ανάμεσα σε ομάδες χωρίς μάζες. Θα μας πουν: ο συνασπισμός Μπράντλερ-Ούρμπανς-Ρόζενφελντ [ηγετών «μικρών» αριστερών οργανώσεων] είναι απλά ένα μπλοκ προπαγάνδας για το ΕΜ. Αλλά ακριβώς στον τομέα της προπαγάνδας το ΕΜ είναι απαράδεκτο. Η προπαγάνδα πρέπει να βασίζεται σε καθαρές αρχές, σε καθορισμένο πρόγραμμα. Να βαδίζουμε χωριστά, να χτυπάμε μαζί. Το μπλοκ είναι μονάχα για συγκεκριμένη πρακτική δράση. Οι συμβιβασμοί από τα πάνω χωρίς αρχές δε φέρνουν τίποτε άλλο παρά μόνο σύγχυση.» [75]

Κατά τον Τρότσκι, χωρίς δυνάμεις, οι επαναστάτες μπορούσαν να κάνουν μόνο καρικατούρες του ΕΜ π.χ. με το Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΣΚ) της Γαλλίας το ’34. Εκείνο τους καλούσε μόνο όποτε το βόλευε, ενώ οι προσπάθειες των πρώτων να στρατολογήσουν αγωνιστές του ΣΚ έμοιαζαν πιο πολύ με «υπομονετικό και άτυχο φλερτ, παρά με πολιτική πάλη».[76] Οι μικρές οργανώσεις θα μπορούσαν να υιοθετήσουν άλλες ενωτικές τακτικές, που μάλιστα θα εισηγούνταν ο ίδιος από το ’34 κι έπειτα. Αυτές δεν θα ονομάζονταν ΕΜ, αλλά «εισοδισμός».

Το 1934, επέκρινε το κεντρίστικο ILP (Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα) της Αγγλίας για την προσκόλλησή του στη συμμαχία με το μικρό, σταλινικό ΚΚ και για την αδιαφορία του να χτίσει δική του βάση μέσα στα συνδικάτα:

«… Κάποιος πρέπει να αναζητά διέξοδο προς τις ρεφορμιστικές μάζες όχι μέσα από χάρες των ηγετών τους αλλά ενάντια στους ηγέτες τους, επειδή οι οπορτουνιστές ηγέτες δεν εκπροσωπούν τις μάζες αλλά μόνο την καθυστέρηση των μαζών, τα υποτακτικά τους ένστικτα και τελικά τη σύγχυσή τους… Η Λενινιστική μέθοδος του ενιαίου μετώπου και η πολιτική αδελφοποίηση με τους ρεφορμιστές αλληλοαποκλείονται. Προσωρινές αγωνιστικές συμφωνίες με μαζικές οργανώσεις ακόμη κι αν έχουν επικεφαλής τους χειρότερους ρεφορμιστές, είναι αναπόφευκτες και υποχρεωτικές για ένα επαναστατικό κόμμα. Πολιτικές συμμαχίες με διάρκεια με ρεφορμιστές ηγέτες χωρίς ορισμένο πρόγραμμα, χωρίς συγκεκριμένα καθήκοντα, χωρίς συμμετοχή των ίδιων των μαζών στις μαχητικές δράσεις, είναι ο χειρότερος τύπος οπορτουνισμού. Η Αγγλορωσική Επιτροπή παραμένει για πάντα κλασικό παράδειγμα τέτοιας συμμαχίας που καταρρακώνει το ηθικό…» [77]

Το 1935, σε μια συνέντευξή του, καθοδηγούσε τους Άγγλους τροτσκιστές που είχαν κάνει εισοδισμό στο ILP κι έλεγε για το «ΕΜ» του ILP με το ΚΚ:

«Ερώτηση: Θα έπρεπε το ILP να τερματίσει το ΕΜ με το ΚΚ;

Απάντηση: Απολύτως και κατηγορηματικά -ναι!… Οι μόνιμες “ενωτικές επιτροπές” του ILP με το ΚΚ δεν έχουν νόημα ούτως ή άλλως. Τo ILP και το ΚΚ είναι προπαγανδιστικές οργανώσεις, όχι μαζικές οργανώσεις. Ενιαία μέτωπα μεταξύ τους θα ήταν χωρίς νόημα αν το καθένα τους είχε δικαίωμα να προχωρά το δικό του [πολιτικό] πρόγραμμα. Αυτά τα προγράμματα θα έπρεπε να είναι διαφορετικά μεταξύ τους, αλλιώς δεν θα δικαιολογούνταν να είναι διαφορετικά τα κόμματα. Και με διαφορετικά προγράμματα δεν έχουν τίποτα να ενώσουν. Ενιαία μέτωπα για ορισμένες συγκεκριμένες δράσεις θα είχαν κάποια χρησιμότητα, αλλά το μόνο σημαντικό ΕΜ για το ILP είναι αυτό με το [μαζικό] Εργατικό Κόμμα, τα συνδικάτα και τις κοπερατίβες. Επί του παρόντος, το ILP είναι πολύ αδύναμο για να τα εξασφαλίσει αυτά. Πρώτα πρέπει να κατακτήσει το δικαίωμα για ΕΜ, κερδίζοντας τη στήριξη των μαζών. Σε αυτό το στάδιο ενιαία μέτωπα με το ΚΚ μόνο ζημιά κάνουν στο ILP. Η ρήξη με το ΚΚ είναι το πρώτο βήμα προς μια μαζική βάση για το ILP και αυτή με τη σειρά της πρώτο βήμα για ένα σωστό ενιαίο μέτωπο, δηλαδή ένα ενιαίο μέτωπο μαζικών οργανώσεων.» [78]

Αλλού, πολύ πριν σκεφτεί τον εισοδισμό, αναφερόμενος αποκλειστικά στο ΕΜ, φέρνει το παράδειγμα των μπολσεβίκων για να αποκρούσει την «ανυπόμονη και οπορτουνιστική ανάγκη να εκβιάσει κανείς την ανάπτυξη του ίδιου του κόμματος» υποκαθιστώντας την κομματική οικοδόμηση με ελιγμούς σε συμμαχίες «οργανώσεων και στοιχείων που τραβούν από δω κι από κει»:

«Το μπολσεβίκικο κόμμα δεν άρχισε καθόλου με ελιγμούς που τους αντιμετώπιζε σαν πανάκεια. Δεν προσέφυγε σε αυτούς παρά μόνο όταν ήταν αρκετά μεγάλο να τους εκτελέσει, όταν είχε ριζώσει βαθιά στην εργατική τάξη, όταν είχε σταθεροποιηθεί πολιτικά και ανδρωθεί ιδεολογικά» [79]

 

Διάρκεια

Σε πολιτικό επίπεδο, πώς συμβιβάζονται η κοινή πάλη με το ρεφορμισμό κατά των καπιταλιστών με την ταυτόχρονη πάλη για τις μάζες κατά του ρεφορμισμού; Μόνο παροδικά. Για όσο η έντονη πίεση του κινήματος και της ρεφορμιστικής βάσης επιβάλλει στους ηγέτες το αγωνιστικό μέτωπο. Η Κομιντέρν το περίμενε αυτό. Έγραφε το ’22:

«… σε πολλές και ίσως τις περισσότερες περιπτώσεις θα φτάνουμε σε οργανωτικές μισο-συμφωνίες, μπορεί και σε καμία συμφωνία. Αλλά πρέπει… πάντα οι μάζες να έχουν την ευκαιρία να πειστούν ότι η ευθύνη για τη μη επίτευξη ενότητας στη δράση… πέφτει στους ρεφορμιστές».[80]

Και συμπλήρωνε ότι τα ΚΚ έπρεπε να απευθύνουν πρακτικές προτάσεις ακόμη κι αν ήταν τελείως απίθανο να τις αποδεχτούν οι ρεφορμιστές.

Όταν το ΚΚ ασκούσε μια τέτοια πολιτική στη Γερμανία του ’20-’23, υπήρχαν πολλοί ευνοϊκοί όροι. Πρώτο, το ίδιο ήταν ένα μαζικό επαναστατικό κόμμα. Επιδίωκε για πάνω από δύο χρόνια το ΕΜ -αν και με σοβαρές εσωτερικές αντιδράσεις, ειδικά το ’21. [81] Δεύτερο, η ταξική πάλη μετά την γερμανική επανάσταση του ’18 παρέμενε σε πολύ υψηλά επίπεδα. Οι αλλεπάλληλοι απεργιακοί ξεσηκωμοί, συχνά ένοπλοι, μετατράπηκαν το καλοκαίρι του ‘23 σε προεπαναστατική κατάσταση. Άρα, τρίτο, η βάση του SPD βρισκόταν σε κατάσταση ακραίας αναταραχής και ριζοσπαστικοποίησης. Πίεζε την ηγεσία της [82] κι έφτανε να αποσπάται από αυτήν εν μέρει ή συνολικά (π.χ. η διάσπαση του USPD από το SPD και έπειτα η διάσπαση του USPD και η προσχώρηση στο ΚΚ).

Μολαταύτα, το ΚΚ συνήθως δεν πετύχαινε να αναγκάσει τη σοσιαλδημοκρατία σε ενιαίο μέτωπο. Όχι για «τρεις βδομάδες», αλλά ούτε για τρεις μέρες. «Πουθενά [το 1922] δεν επιτεύχθηκε μια συμμαχία με διάρκεια με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και τους ηγέτες των συνδικάτων, αλλά υπήρξε χειροπιαστή πρόοδος προς την ενότητα στο επίπεδο της βάσης, που συνοδευόταν από αύξηση των μελών και της εκλογικής επιρροής του KPD». [83] Από το ‘20 ως το ‘23 ενιαία μέτωπα (π.χ. επιτροπές εργατικών πολιτοφυλακών) γεννιούνταν όλο και συχνότερα. Αλλά ήταν τοπικά. Και βραχύβια. Τα μακροβιότερα κράτησαν για αρκετές βδομάδες μέχρι λίγους μήνες, ακριβώς σε προεπαναστατικές συνθήκες (άνοιξη-φθινόπωρο του ’23). [84]

Αν και το ΕΜ αναμένεται, στην εφαρμογή του, να μη διαρκεί πολύ, οι επαναστάτες πρέπει να το επιδιώκουν για μια ολόκληρη περίοδο, την περίοδο που αποτελούν μειοψηφία της τάξης. Με τα λόγια του Ζινόβιεφ στο 4ο Συνέδριο:

«… [το ΕΜ είναι] το πιο αποτελεσματικό μέσο για να κερδίσουμε την πλειοψηφία στην εργατική τάξη… είναι μια τακτική που θα διαρκέσει για μια ολόκληρη περίοδο, ίσως μια ολόκληρη εποχή […] Δεχόμαστε ότι κάποιες φορές πρέπει να καθίσουμε σε ένα τραπέζι με ηγέτες που είναι προδότες. Αυτό σημαίνει το ΕΜ –αυτό και τίποτε άλλο… γνωρίζουμε ότι μπορούμε να οργανώσουμε την εργατική τάξη, εάν παλέψουμε για τα μερικά της αιτήματα. Με αυτήν την έννοια αντιμετωπίζουμε την ΕΜ τακτική όχι απλά σαν στιγμιαίο περιστατικό, σαν επεισόδιο, αλλά σαν κάτι που υπό τις δοσμένες συνθήκες του καπιταλισμού θα διαρκέσει για μια ολόκληρη περίοδο» [85]

 

Εργατική κυβέρνηση;

Κριτική στήριξη

Όταν οι διαδικασίες του αστικού πολιτικού συστήματος ενδιέφεραν την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, οι επαναστάτες ποτέ δεν έμεναν αδιάφοροι και συνδύαζαν νόμιμη και παράνομη δουλειά. Μόνο σε περιόδους που είχαν τη δύναμη να ανατρέψουν τα κοινοβούλια και να παλέψουν για κάποια επαναστατική εξουσία έπρεπε να μποϊκοτάρουν τις αστικές εκλογικές διαδικασίες. Σε επαναστατικές συνθήκες, οι εκλογές σημαίνουν αποκλιμάκωση του αγώνα. Σε μη επαναστατικές συνθήκες μπορεί να σημαίνουν μια μάχη που πρέπει να δοθεί για τη συνείδηση των μαζών. Ο Λένιν επαναλάμβανε το 1920:

«…πρέπει οπωσδήποτε να μάθουμε να δουλεύουμε νόμιμα και στα πιο αντιδραστικά κοινοβούλια, στα πιο αντιδραστικά συνδικάτα […] είναι κάποτε ωφέλιμο και μάλιστα επιβεβλημένο να παραιτείται κανείς από τις κοινοβουλευτικές μορφές. Μα είναι το μεγαλύτερο λάθος η τυφλή, μηχανική κι όχι κριτική μεταφορά αυτής της πείρας σε άλλες συνθήκες…» [86]

Το 1931, όταν η Γερμανία υπέφερε από τη μεγάλη ανεργία και την οικονομική και πολιτική κρίση που ακολούθησε το κραχ του ’29, ο Τρότσκι αποφαινόταν:

«Μερικοί υπεραριστεροί νομίζουν ότι το ΕΜ είναι αποδεκτό μόνο στην οικονομική πάλη. Η απόπειρα να διαχωριστεί η οικονομική πάλη από την πολιτική είναι στην εποχή μας λιγότερο πραγματοποιήσιμη παρά ποτέ. Το παράδειγμα της Γερμανίας όπου οι συλλογικές συμβάσεις καταργήθηκαν και τα μεροκάματα μειώθηκαν με κυβερνητικά διατάγματα θα έπρεπε να κάνει ακόμα και τα μικρά παιδιά να καταλάβουν αυτή την αλήθεια.»[87]

Και συμπλήρωνε ότι αντίθετα με μια προηγούμενη εποχή, για να παρακινήσουν έστω σε μια απεργία, οι αγκιτάτορες έπρεπε συχνά να αποσαφηνίζουν τις γενικές επαναστατικές και σοσιαλιστικές προοπτικές του αγώνα, να πατάνε στην ενιαία πάλη των εργατικών οργανώσεων ενάντια στις μειώσεις μισθών, για το τράβηγμα των ανέργων στο κίνημα, για τις αντιφασιστικές επιτροπές άμυνας, με άμεση προοπτική την οικοδόμηση σοβιέτ και τη διεκδίκηση της εξουσίας.

Κατ’αυτόν τον τρόπο, τα ζητήματα των εκλογών και της κυβέρνησης αφορούσαν και το ΕΜ. Κάποτε ρεφορμιστικά εργατικά κόμματα απευθύνονταν στους επαναστάτες για να στηρίξουν μια «αριστερή» κυβέρνηση. Τι στάση έπρεπε να κρατήσουν εκείνοι; Μήπως υπήρχαν άλλες περιπτώσεις που τα αιτήματα των ενιαιομετωπικών συμφωνιών μπορούσαν να περάσουν μέσα από μια κυβέρνηση των αντίστοιχων κομμάτων;

Ως προς τη απλή στήριξη σε μια κυβέρνηση, ήταν σαφές από τον καιρό του ’17 ότι οι επαναστάτες μπορούσαν να στηρίξουν κριτικά την ανάδειξη ρεφορμιστικών κομμάτων στην κυβέρνηση έναντι άλλων αστικών κομμάτων. Αλλά όχι επειδή μια ρεφορμιστική διακυβέρνηση θα ήταν καλύτερη από μια αστική. Πάντα με την έννοια ότι μια κυβέρνηση ρεφορμιστών θα αποκάλυπτε την ανικανότητά τους και θα διέλυε τις αυταπάτες της βάσης. Η «κριτική στήριξη» ήταν ενεργητική στάση, όχι παθητική επιφύλαξη. Τέτοιες συμβουλές έδινε ο Λένιν στους αδύναμους άγγλους κομμουνιστές το 1920, κάνοντας παραλληλισμό με τη στάση των μπολσεβίκων απέναντι στους μενσεβίκους μεταξύ 1903-1917.

«…πρέπει πρώτο, να βοηθήσουμε τον [ρεφορμιστή] Χέντερσον ή τον Σνόουντεν να νικήσουν τους [αστούς] Λόιντ Τζωρτζ και Τσώρτσιλ… Δεύτερο, να βοηθήσουμε την πλειοψηφία της εργατικής τάξης να πειστεί από την πείρα της ότι έχουμε δίκιο, δηλαδή ότι οι [ρεφορμιστές] Χέντερσον και Σνόουντεν δεν αξίζουν τίποτα… τρίτο, να φέρουμε πιο κοντά τη στιγμή που η πλειοψηφία των εργατών θα έχει απογοητευτεί από τους Χέντερσον… » [88]

Οι κομμουνιστές (όπου δεν μπορούσαν να κατεβάσουν δικό τους υποψήφιο) θα στήριζαν κριτικά τους υποψήφιους Εργατικούς «όπως το σκοινί στηρίζει τον κρεμασμένο».

Αυτή η στάση ήταν ανεξάρτητη από το αν οι άγγλοι κομμουνιστές θα έκαναν ή όχι εισοδισμό στο «πλατύ» Εργατικό Κόμμα, πράγμα για το οποίο ο Λένιν δεν αποφαίνεται στον «Αριστερισμό» (θα πάρει θέση λίγο μετά, στο 2ο Συνέδριο της Διεθνούς). Οι κομμουνιστές δεν έπρεπε να λένε στους εργάτες να ψηφίσουν τους Εργατικούς ηγέτες επειδή θα ήταν κάπως καλύτεροι από τη Δεξιά. Αλλά επειδή έτσι θα έβλεπαν στην πράξη ότι οι Εργατικοί είχαν άδικο κι οι κομμουνιστές δίκιο.

Συγκυβέρνηση

Ως προς την συμμετοχή σε μια «εργατική κυβέρνηση» η απόφαση του 4ου Συνεδρίου (12/1922) έβαζε πολύ σκληρούς αντικειμενικούς όρους [89]. Το «πιο στοιχειώδες πρόγραμμα» μιας εργατικής κυβέρνησης έπρεπε να έχει οριστεί από πριν ώστε να καταστρέφει την ίδια την αστική κυριαρχία, με άμεσα μέτρα όπως ο «εξοπλισμός του προλεταριάτου», «η εφαρμογή του [εργατικού] ελέγχου στην παραγωγή» και «το τσάκισμα της αντίστασης της αντεπαναστατικής μπουρζουαζίας» [90]. Οι κομμουνιστές θα συμμετείχαν σε μια τέτοια κυβέρνηση μόνο αν μπορούσαν με τη συμμετοχή τους να διασφαλίσουν καλύτερους όρους για την γρήγορη έναρξη του επαναστατικού εμφυλίου πολέμου.

Αυτό ήταν κοινός τόπος ακόμη και για ένθερμους υποστηρικτές του συνθήματος, όπως οι Μάιερ και Ράντεκ: η σωστή προσπάθεια για μια εργατική κυβέρνηση όπου θα συμμετείχαν επαναστάτες, θα οδηγούσε «απευθείας σε εμφύλιο πόλεμο», ενώ είχε σαν προϋπόθεση πριν το σχηματισμό της την έντονη ταξική πάλη και την ύπαρξη οργανώσεων της τάξης που θα την υπερασπίζονταν και θα την πίεζαν. [91] Διαφορετικά θα οδηγούνταν σε καταστροφή -ή προδοσία.

Με τα λόγια της Απόφασης του ’22:

«μια τέτοια κυβέρνηση είναι δυνατή μόνο αν βγει μέσα από την πάλη των ίδιων των μαζών, αν στηριχτεί πάνω σε εργατικά όργανα κατάλληλα για αγώνα και δημιουργημένα από τα πιο πλατιά στρώματα των καταπιεσμένων εργατικών μαζών.» [92]

Μια τέτοια κυβέρνηση θα έπρεπε να γενικεύσει σε κανόνα τις μορφές «επαναστατικών οργανώσεων των μαζών» (σοβιέτ ή εργοστασιακά συμβούλια) που προϋπήρχαν. Όλα αυτά ήταν σε απόλυτη σύμπνοια με τις πρακτικές των μπολσεβίκων στα 1917 ή με τη διατύπωση του Λένιν στον Αριστερισμό ότι κανείς δεν θα έπρεπε να δοκιμάσει να πάρει την εξουσία χωρίς η πάλη κατά του ρεφορμισμού να έχει φτάσει σε ορισμένο βαθμό [93]. Πώς όμως θα μπορούσαν οι ρεφορμιστές σύμμαχοι να συμμετάσχουν σε μια τέτοια κυβέρνηση; Τα γεγονότα του ’20-’23 στη Γερμανία διευκρινίζουν τους κινδύνους και τις δυνατότητες καλύτερα από τη θεωρία. Ουσιαστικά, είτε οι παραπάνω όροι δεν υπήρχαν είτε η «εργατική κυβέρνηση» θα έπρεπε να διαρκέσει λιγότερο από μήνα.

Μετά το πραξικόπημα του Καπ το 1920, εν μέσω απεργιακής αναταραχής, συνδικαλιστές του SPD πρότειναν να σχηματιστεί κυβέρνηση των τριών εργατικών κομμάτων (SPD, USPD, KPD). Το KPD δεν δέχτηκε να συμμετάσχει, αλλά υποσχέθηκε να παίξει ρόλο νόμιμης αντιπολίτευσης απέναντι σε μια κυβέρνηση SPD-USPD, δηλαδή να μην αποπειραθεί βίαιη ανατροπή της. Με όρο η κυβέρνηση να πάλευε κατά της αντίδρασης, να μην εμπόδιζε την οργάνωση των εργατών και την ελεύθερη δραστηριότητα του Κόμματος. Ουσιαστικά, το KPD προκαλούσε τους Σοσιαλδημοκράτες να πάψουν να συγκυβερνούν με τη Δεξιά. [94] Εκ των υστέρων ο Λένιν επιδοκίμασε αυτή τη γενική στάση, βάσει του ότι το KPD δεν είχε την πλειοψηφία στην εργατική τάξη κι έτσι δεν θα μπορούσε να δρομολογήσει την προλεταριακή δικτατορία μπαίνοντας στην κυβέρνηση. [95]

Στήριξη χωρίς συμμετοχή, με κοινοβουλευτική ψήφο ανοχής, παρείχαν οι γερμανοί κομμουνιστές σε διάφορες περιφερειακές κυβερνήσεις των ρεφορμιστών (Σαξονία 11/1920, Θουριγγία 9/1921).[96] Ήταν μια τακτική που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εύκολα ως ενιαιομετωπική αφού δεν συνδεόταν με κάποια δέσμευση σε δράση. Όμως διευκόλυνε την επικοινωνία με την ρεφορμιστική βάση και άρα το πραγματικό ΕΜ. Έστω κι έτσι ενείχε κινδύνους. Το 1920, ο Λένιν επέκρινε επιμέρους συνθήματα της κατά τα άλλα σωστής στάσης του KPD, επειδή ωραιοποιούσε την ενδεχόμενη συγκυβέρνηση SPD-USPD ως «σοσιαλιστική». Ο Λένιν επέμενε ότι το μόνο προοδευτικό νόημα αυτής της κυβέρνησης ήταν ότι μέσα από την αποτυχία της θα ξεσκέπαζε ρεφορμιστές και κεντριστές. [97] Σε μια άλλη περίπτωση σφάλματος, τον Ιούλη του ’21, το KPD δέχτηκε να υπερψηφίσει αντιλαϊκά φορολογικά μέτρα στο τοπικό κοινοβούλιο της Σαξονίας για να μην ανατραπεί η συγκυβέρνηση SPD-USPD από τη Δεξιά. Ενώ αντίθετα στη Θουριγγία μπήκε σε κινητοποιήσεις εναντίον των μέτρων, χωρίς να στηρίζει σχέδια ανατροπής της εκεί «αριστερής» κυβέρνησης από τα δεξιά. [98]

Η συμμετοχή στην κυβέρνηση ήταν ακόμη πιο επικίνδυνο τόλμημα. Ο Τρότσκι συνέδεε αυτή τη συμμετοχή με την ηγεμονία των κομμουνιστών εντός της κυβέρνησης, όπως οι μπολσεβίκοι προσπάθησαν να σχηματίσουν κυβέρνηση με τους αριστερούς εσέρους μετά τον Οκτώβρη του ’17 [99]. Το 1922 το SPD κάλεσε το KPD να μπει στην κυβέρνηση της Σαξονίας. Σε συνθήκες πολιτικής κρίσης και μαζικών αγώνων, το KPD δέχτηκε, παρά την απόρριψη των αρχικών όρων που είχε θέσει (εξοπλισμός εργατών, σύγκληση συνεδρίου εργοστασιακών συμβουλίων). Αυτή η απόφαση ήταν λάθος και δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Ακυρώθηκε από την ομόφωνη εναντίωση των Λένιν-Τρότσκι- Ράντεκ-Ζινόβιεφ στην Κομιντέρν, σύμφωνα με την οποία το Κόμμα έπρεπε να μπει σε κυβέρνηση μόνο αν κρινόταν ότι επέκειτο επανάσταση και αν οι κομμουνιστές αναλάμβαναν μέτρα για την καταστροφή του αστικού κράτους. Χωρίς αυτόν τον όρο, οι υπουργοί του KPD θα γίνονταν συνεργοί σε μια αστική διακυβέρνηση ρεφορμιστικών «εργατικών» κομμάτων. [100]

Η χρονιά της επαναστατικής κρίσης ήταν για τη χώρα το 1923. Μέσα σε προεπαναστατικές συνθήκες το KPD ενέτεινε την πίεση προς το SPD να σπάσει τις συγκυβερνήσεις με τα αστικά κόμματα και να σχηματίσει «εργατική κυβέρνηση» με κομμουνιστική στήριξη και αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα (εξοπλισμός εργατών, εκκαθάριση δικαστών και αστυνομίας από την ακροδεξιά, κατασχέσεις, επιτροπές εργατικού ελέγχου σε εργοστάσια και γειτονιές κλπ). Το Μάρτη αυτές οι εκκλήσεις βρήκαν ανταπόκριση στο κρατίδιο της Σαξονίας, οπότε το γενικό πρόγραμμα έγινε αποδεκτό (με εξαίρεση την σύγκληση συνεδρίου των εργοστασιακών συμβουλίων). Το ΚΚ έδωσε ψήφο ανοχής ζητώντας ανταλλάγματα (συγκρότηση εργατικών ένοπλων αποσπασμάτων, εργατικό έλεγχο, απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων). Αν δεν τα έπαιρνε, είχε τη δύναμη να ρίξει την κυβέρνηση, όπως όντως θα απειλούσε τον Σεπτέμβρη, σχετικά με την μη εκκαθάριση της αστυνομίας. [101]

Την πρώτη Οκτώβρη, ο Ζινόβιεφ έστειλε μια ντιρεκτίβα στην ηγεσία των Κομμουνιστών. Έπρεπε να προσχωρήσουν στις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Σαξονίας και της Θουριγγίας, με σκοπό τον εξοπλισμό 50-60.000 εργατών κατά των φασιστών. Όχι τυχαία, οι περιοχές ήταν «οχυρά» του εργατικού κινήματος. Το KPD έβαλε από τρεις υπουργούς στις κυβερνήσεις των δυο κρατιδίων (στις 10 και 16 Οκτώβρη). Όμως, παρά τη γενική διακήρυξη της κυβέρνησης για αντιφασιστική πάλη, οι κομμουνιστές υπουργοί δεν διατύπωσαν καθαρούς όρους για την είσοδό τους. Ακόμη χειρότερα, οι στρατηγοί αρνήθηκαν να υπακούσουν σε μια τέτοια κυβέρνηση και οργάνωσαν στρατιωτικό πραξικόπημα. Οι κομμουνιστές δεν φαίνεται να έκαναν τίποτε στην κατεύθυνση του εξοπλισμού των πολιτοφυλακών ή άλλων φιλεργατικών μέτρων, πέρα από προπαγάνδα. Η κομματική ηγεσία (Μπράντλερ) ένιωθε τόσο δεσμευμένη από τη συνεργασία με τους ρεφορμιστές που ανακάλεσε το σχέδιό της να απαντήσει στο στρατιωτικό πραξικόπημα με γενική απεργία και εξέγερση, όταν οι «σύμμαχοι» διαφώνησαν! Παρόλο που εκτιμούσε ότι διέθετε πια πλειοψηφική επιρροή στην εργατική τάξη! Το αποτέλεσμα ήταν το θηριώδες εργατικό κίνημα του ’23 να αποθαρρυνθεί, η κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση Δεξιάς-SPD να καθαιρέσει παράνομα τις κυβερνήσεις της Σαξονίας και της Θουριγγίας (29/10) και να ακολουθήσει σκληρή καταστολή. [102]

Η Τσέτκιν τάχτηκε εκ των υστέρων κατά του «πειράματος της Σαξονίας». Το χαρακτήριζε κοινοβουλευτικό διάλειμμα, που συγκέντρωνε την προσοχή στις κοινοβουλευτικές κορυφές, αποτέλεσμα μιας συμφωνίας από τα πάνω και «όχι μιας κλιμάκωσης του ενιαίου επαναστατικού μαζικού κινήματος», ένα λάθος «που δεν έπρεπε να γίνει υπό τις παρούσες συνθήκες» με το φταίξιμο να βαραίνει και την Κομιντέρν.

«Το γερμανικό προλεταριάτο δεν θεωρούσε το “πείραμα της Σαξονίας” δική του ταξική υπόθεση… Το Κόμμα μας έκανε πολύ λίγα, σχεδόν τίποτα, για να συνδέσει [το πείραμα] με την ένοπλη εξέγερση…» [103]

Για τον αποπροσανατολιστικό ρόλο της συγκυβέρνησης, ακόμα και σε προεπαναστατική κατάσταση, συμφωνούσε ο βασικός κομμουνιστής ηγέτης, ο Μπράντλερ:

«Η είσοδος των κομμουνιστών στις κυβερνήσεις δεν θα δώσει νέα πνοή στη μαζική δράση, αντίθετα θα την αδυνατίσει: τώρα οι μάζες θα περιμένουν από τους κομμουνιστές να κάνουν όσα μόνο οι ίδιες μπορούσαν να πραγματοποιήσουν.» [104]

Όπως σχολιάζει ο Χάρμαν, το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης προκάλεσε πολλές συγχύσεις στους κόλπους της ηγεσίας της Κομιντέρν ώστε ήταν αδύνατο να μην μπερδέψει και τη βάση των ευρωπαϊκών ΚΚ. ‘Έδινε αντικειμενικά την εντύπωση ότι «η εναλλακτική λύση βρισκόταν σε έναν διαφορετικό κυβερνητικό συνδυασμό και όχι στην κατάκτηση της εξουσίας από τα εργατικά συμβούλια», ενισχύοντας τις ρεφορμιστικές αυταπάτες. [105]

 

Πέρα από το ΕΜ

Σε καθεμία από τις παραπάνω περιπτώσεις, κάθε ΚΚ θεωρούσε αυτονόητο να κατεβάζει δικές του λίστες στις εκλογές, υπερασπιζόμενο την πολιτική του ταυτότητα. Ο Τρότσκι το 1922, έγραφε στους γάλλους κομμουνιστές ότι η εκλογική νίκη ενός Αριστερού Μπλοκ ρεφορμιστών-μικροαστών, θα συνιστούσε πολιτικό προχώρημα μόνο αν το προλεταριάτο και το κόμμα του δεν παρασύρονταν σε αυταπάτες και δεν συμμετείχαν στο Αριστερό Μπλοκ. [106] Το ΚΚ κατέβασε δικό του ψηφοδέλτιο το ‘24. Παρομοίως, η συγχώνευση του ΚΚ με τους Σοσιαλιστές στην επαναστατημένη Ουγγαρία του ’19 θεωρήθηκε βαρύτατο λάθος, που επέτρεψε στους «συμμάχους» να σαμποτάρουν το κόμμα, την κυβέρνηση και την επανάσταση εκ των έσω. [107] Το ’32, ο Τρότσκι δεν συμφωνούσε με την κοινή εκλογική κάθοδο ούτε καν απέναντι στον Χίτλερ:

«Είναι ριζικά λαθεμένη η ιδέα να προτείνει υποψήφιο για την προεδρία το ΕΜ. Μπορούμε να προτείνουμε έναν πρόεδρο μονάχα στη βάση καθορισμένου προγράμματος. Το κόμμα δεν μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμά του… κατά την διάρκεια των εκλογών να μετρήσει τις δυνάμεις του. Η υποψηφιότητα του κόμματος, αντιτιθέμενη στις άλλες υποψηφιότητες, δεν πρέπει να εμποδίσει με κανέναν τρόπο τη συμφωνία με τις άλλες οργανώσεις για τους άμεσους στόχους πάλης… δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε ότι οι γερμανοί μπολσεβίκοι-λενινιστές θα απορρίψουν τη θέση του ενός και μόνο εργατικού υποψηφίου.» [108]

Γενικά λοιπόν δεν επιτρεπόταν η εκλογική και πολύ περισσότερο η πλήρης ενοποίηση με τους ρεφορμιστές για κανονικά επαναστατικά κόμματα. Διαφορετικά ήταν τα πράγματα για μικρές οργανώσεις -που, ως τέτοιες, δεν μπορούσαν να κάνουν ΕΜ. Αυτές ενδεχομένως να έπρεπε να προσχωρήσουν, προσωρινά, σε άλλα ψηφοδέλτια ή ακόμη και συνολικά σε κάποια ρεφορμιστικά «πλατιά» κόμματα, για να σπάσουν την απομόνωσή τους.

Τέτοια ήταν η περίπτωση του μικρού ΚΚ της Αγγλίας. Το 1920, ο Λένιν δεν απέρριπτε τέτοια ένταξή του στο «πλατύ» Εργατικό Κόμμα «που δεν μοιάζει με άλλα κόμματα». Το Εργατικό Κόμμα είχε «αστική» (ρεφορμιστική) ηγεσία και συγκέντρωνε όλους τους συνδικαλισμένους εργάτες, αλλά «χωρίς να τους ζητά δήλωση πολιτικών πεποιθήσεων». [109]

Ο Λένιν έπεισε το 2ο Συνέδριο της Κομιντέρν να αποφασίσει υπέρ της εισόδου των άγγλων κομμουνιστών στο Εργατικό Κόμμα [110]. Οι Εργατικοί ήταν κόμμα με πάνω από 4.000.000 εργάτες μέλη. Ο Λένιν θεωρούσε ότι είχε αρκετά ρευστή δομή και χαμηλή πειθαρχία ώστε να δεχτεί την ανοιχτή, οργανωμένη είσοδο των κομμουνιστών. Υπό τον εξής όρο:

«…να ασκείτε ελεύθερη κριτική και να διεξάγετε τη δική σας πολιτική… να λέτε τον Χέντερσον προδότη και να παραμένετε στο Εργατικό Κόμμα… ας σας διαγράψουν οι σοσιαλπροδότες, που θα τους έχετε αποκαλέσει με το όνομά τους. Αυτό θα έχει εξαιρετική επίδραση στη μάζα των βρετανών εργατών». [111]

Ήταν ένα πρώιμο παράδειγμα ανοιχτού «εισοδισμού» όπου οι επαναστάτες θα έπρεπε να συγκροτήσουν συνιστώσα, ή αλλιώς φράξια, με οργανωτική και πολιτική αυτονομία (εφημερίδα, δομή κλπ). Τελικά, η αίτηση του ΚΚ απορρίφθηκε επανειλημμένα από τους Εργατικούς, τον μηχανισμό των οποίων ο Λένιν μάλλον είχε υποτιμήσει. Ωστόσο, το ΚΚ δεν υπέστειλε ποτέ τον όρο της ελεύθερης κριτικής για να μπει πάσει θυσία σε ένα πραγματικά εργατικό, μαζικό κόμμα.

Μετά τη νίκη του Χίτλερ το 1933, όταν διαπιστώθηκε ότι τα σταλινικά ΚΚ δεν μπορούσαν να διορθωθούν από εσωκομματικές αντιπολιτεύσεις, ο Τρότσκι πρότεινε πιο συστηματικά στις μικρές τροτσκιστικές ομάδες ανά τον κόσμο (που συνήθως διέθεταν λίγες δεκάδες μέλη) να κάνουν «εισοδισμό» σε σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Είναι αντικείμενο άλλου άρθρου η σοβαρή ανάλυση αυτής της τακτικής, που κατέγραψε κάποιες επιτυχίες και πολλές αποτυχίες. Αλλά αξίζει να επισημάνουμε ότι για τον Τρότσκι ούτε και στον εισοδισμό δεν νοούνταν η αυτοδιάλυση των τροτσκιστικών οργανώσεων ή η επί μακρόν διαμονή μέσα στα ΣΚ. Η ένταξη μπορούσε να διατηρηθεί μόνο σε ειδικές, παροδικές, συνθήκες ριζοσπαστικοποίησης της ρεφορμιστικής βάσης. Το περιβάλλον της Γαλλίας του ’34, ήταν προεπαναστατικό και ανάγκασε το ΚΚ και το ΣΚ σε μια προσωρινή ενιαιομετωπική συμμαχία. Οι τροτσκιστές ήταν πολύ αδύναμοι για να διατηρήσουν ανεξάρτητη θέση μέσα στο μέτωπο. Ο Τρότσκι τούς καλούσε να μπουν στο ΣΚ, αλλά ακόμη και σε προεπαναστατικές συνθήκες, με όρους:

«Δεν τίθεται ζήτημα αυτοδιάλυσης. Μπαίνουμε ως η φράξια των μπολσεβίκων-λενινιστών, οι οργανωτικοί μας δεσμοί παραμένουν ίδιοι, τα έντυπά μας εξακολουθούν.» [112]

Ο Τόνι Κλιφ αναφέρει ότι οι γάλλοι τροτσκιστές μπήκαν τελικά στο ΣΚ τον Σεπτέμβρη του ’34, μετά από πολλές διαφωνίες για τη διάρκεια και τον τρόπο. Οι ρεφορμιστές ηγέτες έδιωξαν τους περισσότερους τον Αύγουστο του ’35, ενώ απ’τον Ιούλη είχε οριστικοποιηθεί η στροφή προς το Λαϊκό Μέτωπο. Κάποιοι «επίμονοι» εισοδιστές αρνιόνταν να ακολουθήσουν τους συντρόφους τους. Ο Τρότσκι τους καλούσε να φύγουν από τον Ιούνιο.

«Αν κάποιος από σας αρχίσει να λέει ότι “έξω από το ΣΚ θα βουλιάξουμε, δεν θα παίζουμε κανέναν ρόλο” κλπ, θα πρέπει να του απαντήσουμε: “Αγαπητέ φίλε, τα νεύρα σου είναι σμπαράλια, πάρε άδεια ενός μήνα και μετά βλέπουμε!”»

«να γνωρίζουμε όχι μόνο πώς να μπαίνουμε, αλλά και πώς να φεύγουμε. Όταν συνεχίζεις να είσαι προσκολλημένος σε μια οργάνωση που δε μπορεί να ανεχτεί προλεταριακούς επαναστάτες στις γραμμές της, αναγκαστικά μετατρέπεσαι σε άθλιο εργαλείο του ρεφορμισμού, του πατριωτισμού, του καπιταλισμού» [113]

Οι τροτσκιστές μέσα στο ΣΚ κέρδισαν μέλη, που δεν στάθηκαν όλα έτοιμα να ακολουθήσουν στην διάσπαση. Οι ψήφοι συμπάθειας που έπαιρναν στα συνέδρια αποδείχτηκαν επιφανειακή στήριξη. Πάντως, από 200 που ήταν όταν μπήκαν, βγήκαν περίπου 350. [114] Τέτοια σχετικά πετυχημένα παραδείγματα υπήρξαν και σε άλλες χώρες.[115]

Ο Τρότσκι στάθηκε ο θεωρητικός που πρόλαβε όσο ζούσε να επεξεργαστεί όλες τις τακτικές ενότητας: κυρίως το ΕΜ, στιγμιαία την ανασύνθεση, στο τέλος τον εισοδισμό σε μαζικά πολυτασικά κόμματα. Σε αποτίμηση όλης της σχετικής πείρας, το 1935, επέμενε ότι η ανάπτυξη των επαναστατικών οργανώσεων θα προέκυπτε «κυρίως εις βάρος των [ρεφορμιστικών/κεντριστικών] τάσεων και οργανώσεων που σήμερα επικρατούν» [116] και συνόψιζε:

«Οι μαρξιστές μπορούν να έρθουν στο προσκήνιο εδώ σαν ανεξάρτητη οργάνωση, εκεί ως φράξια σε ένα από τα παλιά κόμματα ή συνδικάτα… Αλλά σε οποιοδήποτε στίβο και με οποιεσδήποτε μέθοδες λειτουργίας… δεν κρύβουν τους σκοπούς τους, δεν υποκαθιστούν μια πάλη με αρχές με τη διπλωματία και τους συνδυασμούς. Σε όλους τους καιρούς και υπό όλες τις συνθήκες λένε τα πράγματα με το όνομά τους.» [117]

 

Επίλογος

Το ΕΜ θεμελιώθηκε ως τακτική στις ίδιες επαναστατικές αρχές που έφεραν τους μπολσεβίκους στην εξουσία το ’17. Στην αδιαπραγμάτευτη πολιτική ανεξαρτησία των επαναστατών με όλες τις οργανωτικές της συνεπαγωγές και την ακούραστη επιδίωξη πραγματικής σύνδεσης με την εργατική τάξη, χωρίς καμία υποχώρηση απέναντι στις αυταπάτες αυτής της τάξης, όπως καλλιεργούνται από το ρεφορμισμό και τον καπιταλισμό. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘20 έγινε θεωρία ενώ δοκιμαζόταν εκτεταμένα στην πράξη.

Τότε, όπως και στις θεωρητικές επεξεργασίες του Τρότσκι τα επόμενα δέκα χρόνια, εννοούνταν ως τακτική ενοποίησης της τάξης μέσα από τη συνεργασία μαζικών κομμάτων∙ όχι μικρών οργανώσεων. Τακτική κινητοποίησης της τάξης μέσα από την ενότητα στη δράση για ζωτικά της αιτήματα∙ όχι καλλιέργειας της «ανάθεσης» μέσα από κοινή εκλογική προπαγάνδα. Τακτική συνεργασίας με την ηγεσία του ρεφορμισμού και ταυτόχρονης πάλης εναντίον της, ώστε να κερδηθεί η βάση του∙ όχι πολιτικής ή οργανωτικής ενοποίησης με το ρεφορμισμό.( Ακόμη και στην διακριτή τακτική του εισοδισμού, η πολιτική ανεξαρτησία, το δικαίωμα να αποκαλείς «τους σοσιαλπροδότες με το όνομά τους» δεν απεμπολούνταν στο όνομα της ενότητας.)

Όταν το ΕΜ εφαρμοζόταν έτσι από επαναστάτες που διέθεταν «καθαρό πρόγραμμα και αυστηρή εσωτερική πειθαρχία…πλήρη ανεξαρτησία και ιδεολογική ομοιογένεια» [118] οδηγούσε σε πραγματική, απτή μεγέθυνση της γείωσής τους. Όταν οποιοδήποτε από τα κριτήρια παραβιαζόταν, δεν επρόκειτο για ΕΜ αλλά για διαστρέβλωση. Που οδηγούσε στη συρρίκνωση των επαναστατών, μέσα από τα αντιδιαμετρικά λάθη του σεκταρισμού και του οπορτουνισμού. Η σοβαρή μελέτη αυτής της ιστορικής παράδοσης είναι απολύτως απαραίτητη για κάθε αγωνιστή που φιλοδοξεί να εφαρμόσει οποιαδήποτε ενωτική τακτική στις ιδιαίτερες συνθήκες του σήμερα. Όταν, φυσικά, οι έννοιες του καπιταλισμού, του ρεφορμισμού και της πάλης εναντίον τους, μόνο ξεπερασμένες δεν είναι.

Βιβλιογραφία

(όπου δεν αναφέρονται εκδόσεις, δες www.marxists.org)

«ΚΟΚΚΙΝΟ», Νο3 και Νο8, Σοσιαλιστική Διεθνιστική Επιθεώρηση, ΔΕΑ

Κλιφ Τ., «Τρότσκι, 1927-1940», τόμος 4 (1993), εκδόσεις Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο 2010

Λένιν, « Ο “Αριστερισμός” παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» (4-5/1920), Γνώσεις

Πρακτικά ΒΣυνεδρίου Κομιντέρν 7-8/1920 (Minutes of the Second Congress of the Communist International)

Ριντέλ Τζ., «Το ενιαίο μέτωπο», Redmarks 2014

Σπαρκς Κ., «Ποτέ Ξανά», Κίνηση Απελάστε το Ρατσισμό, 2012

Τρότσκι, «Η Νέα Πορεία» (1923), Αλλαγή 1980.

Τρότσκι, «Η πάλη ενάντια στο φασισμό στη Γερμανία» (1930-33), Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο

Τρότσκι, «Η Τρίτη Διεθνής μετά τον Λένιν» (1928), Αλλαγή 1979

Τρότσκι, «Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης», Παρασκήνιο

Χάρμαν Κρ., «Η Χαμένη Επανάσταση, Γερμανία 1918-1923» (1982), μαρξιστικό βιβλιοπωλείο 2008

Goode P., «Karl Korsch: A Study in Western Marxism», Macmillan Press Ltd, 1979

Hallas D., «Revolutionaries and the Labour Party», 1982

Le Blanc P., «Lenin and the revolutionary party», Humanity books, 1993

Lenin, «A Militant Agreement for the Uprising», 2/1905

Lenin, «On compromises», 1-3/9/1917

Levi P., «Our Path: Against Putschism», 4/1921

Trotsky, «A Program of Action for France», 6/1934

Trotsky, «Centrism and the 4th International», 2/1934

Trotsky, «First Five Years of the Comintern», volume ΙΙ, On the United Front, Εισήγηση στην ολομέλεια της Εκτελεστικής της Κομιντέρν, 3/1922

Trotsky, «On the Labour Party Question in America», (5/1932)

Trotsky, «Open Letter for the Fourth International», 8/1935

Trotsky, «Writings of Leon Trotsky 1933-34», pathfinder press 1975

Trotsky, «Writings of Leon Trotsky 1934-35», pathfinder press 2002

Trotsky, «Writings of Leon Trotsky 1935-36», pathfinder press 1977

Trotsky, «Writings of Leon Trotsky 1939-40», pathfinder press 1973

Trotsky, «The Impending Danger of Fascism in Germany-A Letter to a German Communist Worker on the United Front Against Hitler», 12/1931

Trotsky, «The Question of the United Front», 2/1922

Trotsky, «The united front for defense, letter to a social democratic worker», 2/1933

Stalin, Questions of the Chinese Revolution, 4/1927

Zetkin, «The situation in Germany», 1920

Zetkin, «To the Congress of the German Communist Party», 1923

 

Σημειώσεις

1. Η απόφαση της Εκτελεστικής της Κομιντέρν, 12/1921, αναφέρει επίσης ότι οι μπολσεβίκοι εφάρμοσαν το ΕΜ και σε περιόδους άμυνας/ήττας και σε περιόδους επανάστασης, μεταξύ 1903-1917 (Ριντέλ, σ70).

2. Για τον «ζινοβιεφισμό», βλ. ΚΟΚΚΙΝΟ Νο3,σ133.

3. Τρότσκι, «Η Τρίτη Διεθνής», τόμος Ι, σ132-136

4. Βλ. και Stalin, «Questions»

5. Τρότσκι «Η Τρίτη Διεθνής», τόμος Ι, σ82,90

6. Την ίδια ορολογία με τον Στάλιν («πανεθνικό ενιαίο μέτωπο») χρησιμοποιούσε και ο Μάο Τσε Τουνγκ αρκετά χρόνια αργότερα, παρόλο που εκείνος κατάφερε τελικά να εκδιώξει απ’τη χώρα τους αποδυναμωμένους από τον Β’ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστές.

7. Σπαρκς, σ82

8. Βλ και «Writings 1939-40», «The world situation and perspectives», σ140

9. Lenin «A Militant», LeBlanc σ121

10. Ριντέλ σ81

11. Zetkin «Situation»

12. Χάρμαν σ255, 266

13. Zetkin «Situation»

14. Ριντέλ σ29-30

15. ο.π, σ31-32

16. Στις 16/11/22 σχηματίστηκε τελικά κυβέρνηση χωρίς το SPD με πρωθυπουργό τον μεγαλοαστό Κούνο, τον Παπαδήμο της εποχής.

17. Levi, «Our path»

18. Οι τρεις Διεθνείς, η ρεφορμιστική Β’, η κομμουνιστική Γ’ και η κεντρίστικη «δυόμιση», συναντήθηκαν στις 2-5/4/1922 στο Βερολίνο, με πρωτοβουλία της «δυόμιση».

19. Στις 31/8/1921, Ριντέλ σ42

20. ο.π, σ121

21. Φτάνοντας τις 220.000, με 26.710 γυναίκες.

22. Χάρμαν σ375,380,389

Η συνδιάσκεψη έγινε στα τέλη του ‘22. Συμμετείχαν 846 αντιπρόσωποι, 657 του KPD και 38 του SPD. Άλλο παράδειγμα ήταν η επιτροπή αυτοάμυνας 96 εργοστασίων στη Λειψία (μέσα 1923), που διοικούσε μια επιτροπή αντιπροσώπων: 7 από SPD, 5 από KPD, 3 ανένταχτοι (αν και οι σοσιαλδημοκράτες ήταν μόνο το 1/5 των μελών στη βάση). Για επιπρόσθετες αποδείξεις της μεγέθυνσης του ΚΚ, δες Χάρμαν σ396.

23. Χάρμαν σ414

24. Βλ. και Στάλιν, Πράβδα, 20/9/24, στο Τρότσκι «Πάλη» σ127

25. Τρότσκι, «Πάλη» σ20

26. ο.π ,σ67

27. Τρότσκι, «First Five»

ΕΕΚΔ, η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το ανώτατο όργανο της Διεθνούς μεταξύ των Συνεδρίων της

28. ο.π, «First Five», σημείο 2

29. Τρότσκι, «Πάλη» σ103

30. Τρότσκι, «First Five», σημείο 2

31. ο.π σημεία 3,5

32. Τρότσκι, «Πάλη» σ136 για τα σοβιέτ και σ126. ΚΟΚΚΙΝΟ Νο8 σ61 για τον Κορνίλοφ

33. «… να αποκρούσουμε τους φασίστες. Αυτό σημαίνει να δημιουργήσουμε παντού βάσεις στήριξης, ομάδες κρούσης, εφεδρείες, τοπικά επιτελεία και καθοδηγητικά κέντρα, καλή σύνδεση ανάμεσά στους, στοιχειώδη σχέδια κινητοποίησης …στην επαρχιακή γωνιά του Μπρούχζαλ και του Κλίγκενταλ, όπου οι κομμουνιστές με το SAP και τα συνδικάτα, παρά το μποϊκοτάζ της ρεφορμιστικής ηγεσίας, δημιούργησαν μια οργάνωση άμυνας [κατά του φασισμού]… διδαχθείτε από τους εργάτες του Κλίγκενταλ». Τρότσκι, «Πάλη», σ187

34. Trotsky, «The united front for defense», 2/1933

35. Τρότσκι, «First Five»,σημείο 14

36. Trotsky, «The united front for defense»

37. «A Program», 6/1934

38. «The united front for defense»

39. Η ΚΕ «κατσάδιασε την αριστερή πτέρυγα των μπολσεβίκων [που είχε καλέσει σε διαδήλωση για την πτώση της Προσωρινής Κυβέρνησης στις 21/4/1917]… και δήλωσε πως έπρεπε να υπακούσουν χωρίς όρους στο Σοβιέτ». Αντίστοιχη διαδήλωση που είχε κανονίσει το Κόμμα για τις 10/6/1917 με σύνθημα «κάτω οι δέκα καπιταλιστές υπουργοί», ακυρώθηκε μετά από πίεση της ηγεσίας του Σοβιέτ. Αν και τελικά συντελέστηκε ως σοβιετική διαδήλωση στις 18/6, με τα μπολσεβίκικα συνθήματα να κυριαρχούν. («Ιστορία Ρώσικης», τόμος Ι, σ309, σ386) Άλλο παράδειγμα ήταν η υπόσχεση που έδινε ο Λένιν σε μενσεβίκους κι εσέρους για νόμιμη αντιπολίτευση και ειρηνική διαπάλη εντός των Σοβιέτ το Σεπτέμβρη του ’17, αν εκείνοι δέχονταν να πάρουν την εξουσία. (Τρότσκι, «Πάλη» σ128)

40. Τρότσκι, «First Five», σημεία 6,7

41. ο.π, σημείο 7

42. «Πάλη» σ122

43. Η απόφαση της Εκτελεστικής της Κομιντέρν που εισήγαγε διεθνώς το ΕΜ (12/1921) ανέφερε σχετικά ότι τα ΚΚ έπρεπε «“να πασχίσουν να πετύχουν την ενότητα των μαζών σε πρακτική δράση… να αποδεχτούν την πειθαρχία που απαιτούσε η δράση”, χωρίς να εγκαταλείπουν “το δικαίωμα και την ικανότητα να εκφράζουν… τη γνώμη τους για τις πολιτικές όλων των άλλων εργατικών οργανώσεων”» (Ριντέλ σ67).

44. Τρότσκι, «Πάλη», σ247

45. «First Five», σημείο 5. Στο σημείο 6: «…[διασπαστήκαμε από τους ρεφορμιστές επειδή] διαφωνούμε σε θεμελιώδη ζητήματα του εργατικού κινήματος… [όμως αναζητούμε συμφωνίες μαζί τους] όπου οι μάζες που τους ακολουθούν είναι έτοιμες για κοινή πάλη με τις μάζες που ακολουθούν εμάς κι όταν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό οι ρεφορμιστές είναι αναγκασμένοι να γίνουν όργανο αυτής της πάλης».

46. ο.π, σημείο 5

47. Τρότσκι, «Πάλη», σ104

48. ο.π, σ101-2.

Κεντρισμός είναι η πολιτική που ταλαντεύεται μεταξύ επανάστασης και μεταρρύθμισης. Κατά τον Τρότσκι, αποφεύγει τις καθαρές αρχές, τη θεωρία και τις καθαρές διατυπώσεις βαφτίζοντάς τες ως σεκταρισμό. Μπορεί να «ορκίζεται στο ΕΜ, αλλά το αδειάζει από κάθε επαναστατικό περιεχόμενο και το μεταμορφώνει από τακτική μέθοδο σε υπέρτατη αρχή.» (Τρότσκι, «Πάλη», σ142-3)

49. ο.π, σ235

50. ο.π, σ143

51. ο.π, σ105

52. ο.π, σ247

53. Πρακτικά Β’, 7η συνεδρίαση

54. Οι Κρίσπιεν και Ντίτμαν δεν θα ακολουθούσαν την πλειοψηφία του USPD όταν αυτή θα εντασσόταν στο ΚΚ την ίδια χρονιά. Αντίθετα, θα επέστρεφαν στον καθαρόαιμο ρεφορμισμό του SPD.

55. Τρότσκι, «First Five», σημείο 33

56. ο.π, σημείο 14

57. Τρότσκι «Η Τρίτη Διεθνής», τΙ, σ136

58. ο.π, σ143,146

59. ο.π, σ148-149

60. «Πάλη», σ124

61. Trotsky, «On the Labor Party», 5/1932

62. Για την Αγγλορωσική Επιτροπή «να προσπαθούν [οι σταλινικοί] να εκπαιδεύσουν τη [ρεφορμιστική] γραφειοκρατία με ένα συμπόσιο στο Λονδίνο ή σε κάποια λουτρόπολη του Καυκάσου». «Πάλη», σ124-5.

63. «Πάλη», σ205-7

64. Τελικά ο Χίτλερ θα έπαιρνε την εξουσία μετά από 13 μήνες, ωστόσο η εκτίμηση του επείγοντος ήταν σωστή.

65. Trotsky, «The Impending», 12/1931

66. Trotsky, «The united front for defense»

67. Τρότσκι, «Πάλη», σ60

68. ο.π, σ112

69. «Το κόμμα δεν μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή του αν δεν διαφυλάξει πλήρως και χωρίς όρους την πολιτική και οργανωτική του ανεξαρτησία». Τρότσκι, «Πάλη», σ102

«Μόνο αυξάνοντας το ΚΚ την επιρροή του στα συνδικάτα και την τάξη θα μπορούσε να ασκήσει πίεση …για ενιαία δράση» (Ριντέλ σ34)

70. Τρότσκι, «Πάλη», σ120

71. Ριντέλ σ72

72. ο.π, σ137,144

73. Τρότσκι, «Πάλη», σ110

74. «First Five», σημείο 3

75. «Πάλη», σ148

76. «Writings 1934-35», σ55

77. «Writings 1933-34», σ186 στο «Cardinal Questions Facing the ILP» 5/1/1934

78 «Writings 1935-36», σ203

79. Τρότσκι «Η Τρίτη Διεθνής», τΙ, σ151-152

80. «First Five», σημεία 6,31

81. «Μετά το Γ’ Συνέδριο [1921]…. άρχισε η πάλη για τις μάζες κάτω από το σύνθημα του ΕΜ, συνοδευόμενη από μακρές διαπραγματεύσεις και άλλες διαδικασίες παιδαγωγικής φύσης… αυτή η τακτική κράτησε περισσότερο από δύο χρόνια [στη Γερμανία] κι έφερε έξοχα αποτελέσματα» (Νέα Πορεία, σ52). Η επιδίωξη του ΕΜ εκ μέρους του ΚΚ κράτησε για δυο χρόνια, αλλά τα μέτωπα που επιτεύχθηκαν στην πράξη ήταν πολύ πιο βραχύβια.

82. Την ρεφορμιστική ηγεσία επίσης πίεζε ο υπερπληθωρισμός (το ‘23) που διέλυσε το γραφειοκρατικό μηχανισμό του SPD.

83. Ριντέλ σ68

84. Αν συμβουλευτούμε την ιστορία των ρωσικών Σοβιέτ που ένωναν επαναστάτες και ρεφορμιστές σε επαναστατικές συνθήκες, αυτή η ενότητα κράτησε για οχτώ μήνες, ώσπου οι δεξιοί μενσεβίκοι και εσέροι έφυγαν από τα Σοβιέτ. Η πίεση των μαζών ήταν πιο ισχυρή από ποτέ, αλλά όχι αρκετά ισχυρή για να διαιωνίσει αυτή τη συμμαχία. Τα Σοβιέτ βέβαια παρέμειναν και μετά, αλλά ως δομή εξουσίας, υπό την κυριαρχία των μπολσεβίκων, περιλαμβάνοντας ακομμάτιστους εργάτες, για κάποιους μήνες και αριστερούς εσέρους.

85. Ριντέλ σ109,112,11

86. «Αριστερισμός», σ331,339

86. Τρότσκι, «Πάλη», σ183,188

88. «Αριστερισμός», σ381,396-399

89. Συμφωνώντας με το πνεύμα προηγούμενων αποφάσεων της ΕΕΚΔ (Ριντέλ, σ41,45)

90. Ριντέλ, σ45,147

91. ο.π, σ120, 141-142

92. ο.π, σ148

93. «Αριστερισμός», σ358

94. Τελικά το USPD δεν αποδέχτηκε την πρόταση, η απεργία υποχώρησε και η εργατική νίκη κατά του Καπ είχε άδοξο τέλος με την καταστολή του εργατικού κινήματος. Χάρμαν σ278,290

95. «Αριστερισμός», σ420-421

Το Σεπτέμβρη του ’17 ο Λένιν είχε υιοθετήσει παρόμοια στάση απέναντι στην κυβέρνηση εσέρων-μενσεβίκων: «είναι αδύνατη η συμμετοχή διεθνιστών στην κυβέρνηση χωρίς να έχει επικρατήσει η δικτατορία των εργατών και των φτωχών αγροτών.» (Lenin, «On compromises»)

96. http://www.lzt-thueringen.de/files/eimar_republic.pdf

97. «Αριστερισμός», σ420-421

98. Ριντέλ, σ45-46

99. ο.π, σ89

100. ο.π, σ90-1 και Χάρμαν σ407

101. Χάρμαν σ405,452

102. ο.π, σ460 και Goode σ99-101

103. Zetkin «To the congress». Εκεί η Τσέτκιν τείνει να δικαιολογεί την κομματική ηγεσία απέναντι στην αριστερίστικη πτέρυγα που την κατηγορούσε, μετά το ξεφούσκωμα του γερμανικού Οκτώβρη. Για αυτό ίσως ισχυρίζεται ότι το Κόμμα δεν είχε πολύ μεγάλη επιρροή και επικαλείται ότι δεν υπήρξε μαζική εργατική αντίδραση στην στρατιωτική καταστολή και την καθαίρεση των αριστερών συγκυβερνήσεων. Όμως, σε αυτό το σημείο ο Τρότσκι διαφωνεί και την κατακρίνει σκληρά (βλ. «Η Τρίτη Διεθνής», τΙΙ, Παράρτημα).

104. Χάρμαν σ450

105. ο.π, σ407

106. Τρότσκι, «First Five», σημείο 25 και «The Question of the United Front»

107. Ριντέλ σ23 και Τρότσκι, «Η Τρίτη Διεθνής», τΙΙ, σ14

108. Τρότσκι, «Πάλη», σ148

109. «Αριστερισμός» σ.400 και Πρακτικά Β’, 2η συνεδρίαση

110. 58 υπέρ, 24 κατά, 2 αποχές

111. Πρακτικά Β’, 2η και 13ησυνεδρίαση

112. «Writings 1934-35», σ50,59, «The state of the league and its tasks» (29/6/34)

113. Τρότσκι 21/11/35 και 16/12/35 στο Κλιφ 299-300.

114. Κλιφ σ295

115. Βλ. Κλιφ σ311-316 και Hallas 1982. Ο Hallas καταλήγει ότι οι εισοδιστές πρέπει να φεύγουν στην κορύφωση ενός κύματος ριζοσπαστικοποίησης και αντιπαράθεσης με την ηγεσία. Όταν οι επαναστάτες πιστεύουν ότι μπορούν να σώσουν το πλατύ κόμμα που τους υποδέχτηκε ή να ηγεμονεύσουν μέσα του, πέφτουν σε σύγχυση.

116. Trotsky, «Centrism»

117. «Open letter», 8/35

118. «First Five», σημεία 1,2

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.