Επαναφορά επεκτασιμότητας Συλλογικών Συμβάσεων: Φενάκη η κυβερνητική προπαγάνδα

image_pdfimage_print

Των Γ. και Σ. Χασάπη

Στις 14 Ιουνίου υπεγράφη εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, µε την οποία η κυβέρνηση διατείνεται ότι επαναφέρει την επεκτασιµότητα των συλλογικών συµβάσεων εργασίας. Ωστόσο, η «επεκτασιµότητα» που διαφηµίζει η υπουργός Εργασίας δεν αποτελεί σε καµία περίπτωση επαναφορά στο προ του 2011 πλαίσιο των κλαδικών συλλογικών συµβάσεων. 

Καταρχήν αποτελεί ανεντιµότητα απέναντι στους εργαζόµενους να διατείνεσαι ότι επαναφέρεις στις συλλογικές διαπραγµατεύσεις και ότι τώρα πια «οι εργαζόµενοι µπορούν να διεκδικήσουν και να πετύχουν καλύτερους όρους εργασίας και αµοιβής, µια ουσιαστική αναδιανοµή υπέρ των συµφερόντων της κοινωνικής πλειονότητας» την ίδια στιγµή που διατηρείς το µνηµονιακό νόµο Βρούτση που προβλέπει ότι ο κατώτατος µισθός δεν ορίζεται από συλλογικές διαπραγµατεύσεις, αλλά από το υπουργείο Εργασίας «λαµβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονοµίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιµών και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδηµάτων και µισθών».

Όσον αφορά την ίδια την επεκτασιµότητα των συλλογικών συµβάσεων, η νέα εγκύκλιος προσθέτει στις σχετικές προβλέψεις του νόµου 1876/1990 µια ολόκληρη διαδικασία, η οποία στην πράξη περιπλέκει και δηµιουργεί εύλογα ερωτήµατα κατά πόσο τελικά είναι δυνατή η εκπλήρωση των προϋποθέσεων (δηλαδή στις επιχειρήσεις–µέλη της κλαδικής εργοδοτικής ένωσης που υπογράφει τη σύµβαση να απασχολείται το 51% των εργαζοµένων του κλάδου αυτού) για την επέκταση µιας κλαδικής ΣΣΕ και την κήρυξή της ως γενικώς υποχρεωτικής για το σύνολο των εργαζοµένων ενός κλάδου.

Συγκεκριµένα, η διαδικασία προβλέπει ότι το Ανώτατο Συµβούλιο Εργασίας (Α.Σ.Ε.) καλεί την εργοδοτική συνδικαλιστική οργάνωση που υπέγραψε τη συλλογική σύµβαση εργασίας να καταθέσει στο Τµήµα Ειδικών Επιθεωρητών του ΣΕΠΕ το µητρώο των µελών της που δεσµεύονται από τη συλλογική σύµβαση. Στη συνέχεια, ο Ειδικός Επιθεωρητής του ΣΕΠΕ, µέσω του πληροφοριακού συστήµατος «ΕΡΓΑΝΗ», ελέγχει το σύνολο των εργαζοµένων που απασχολούνται από εργοδότες που δεσµεύονται από την υπογραφείσα συλλογική σύµβαση, καθώς και το σύνολο των εργαζοµένων του κλάδου. Από τα εξαγόµενα στοιχεία διαπιστώνεται αν η συλλογική σύµβαση καλύπτει το 51% των εργαζοµένων του κλάδου.

Ακόµα όµως και αν τα ανωτέρω ισχύουν, η εγκύκλιος προβλέπει ότι «σε περίπτωση µη υποβολής από την εργοδοτική οργάνωση του µητρώου µελών της η επέκταση της συλλογικής σύµβασης δεν είναι δυνατή». ∆ηλαδή οι εργοδότες µπορούν να µπλοκάρουν πολύ απλά την επεκτασιµότητα µη δίνοντας το µητρώο µελών, επικαλούµενοι π.χ. νοµικά κωλύµατα όπως η προστασία προσωπικών δεδοµένων!

Επιπλέον, στη σύγχρονη απορρυθµισµένη αγορά εργασίας που έχει νοµιµοποιηθεί η φθηνή επισφαλής εργασία, είναι προφανές ότι τα µέλη µιας εργοδοτικής ένωσης µπορεί µεν να υπογράφουν µια κλαδική ΣΣΕ, αλλά από την άλλη µπορούν στο σύνολο του κλάδου να κρατούν ένα σηµαντικό κοµµάτι των εργαζοµένων τους έξω από αυτήν, άρα και να µπλοκάρουν έµµεσα την επέκτασή της ως υποχρεωτικής σύµβασης για όλους τους εργαζόµενους στον κλάδο. Για παράδειγµα, στα ξενοδοχεία η πλειονότητα του προσωπικού εργάζεται µε ελαστικές µορφές απασχόλησης ή µε καθεστώς µαθητείας. Επίσης υπάρχουν πολυπληθείς κλάδοι στους οποίους η πλειονότητα των εργαζοµένων δεν αντιστοιχείται σε εργοδοτικό φορέα.

Τέλος, η στάση του Συνδέσµου Ελληνικών Βιοµηχανιών (ΣΕΒ) σχετικά µε το θέµα της επαναφοράς της επεκτασιµότητας συµπυκνώνεται στο ότι η µη εφαρµογή της επεκτασιµότητας των συλλογικών συµβάσεων και της αρχής της ευνοϊκότερης σύµβασης λειτούργησαν και λειτουργούν ευεργετικά για τις επιχειρήσεις και την απασχόληση και ότι η δυνατότητα επέκτασης των συλλογικών συµβάσεων, χωρίς διόρθωση ταυτόχρονα των πολλών εσωτερικών «στρεβλώσεων» του συστήµατος, θα αποτελέσει µεγάλη οπισθοδρόµηση και θα υπονοµεύσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονοµίας.

Τα ανωτέρω δεν αφήνουν περιθώρια αµφιβολιών ότι η επεκτασιµότητα των όποιων κλαδικών συµβάσεων υπογραφούν (το 2016 διατηρήθηκαν µόλις 16 κλαδικές συµβάσεις εργασίας, από τις 200 συµβάσεις που υπήρχαν πριν από το 2010) θα επιχειρηθεί να υπονοµευτεί µέσω αξιοποίησης είτε των γενικευµένων απορρυθµισµένων συνθηκών εργασίας είτε των «απαράβατων» προϋποθέσεων που έθεσε το Υπουργείο µε τη νέα εγκύκλιο.

Από την άλλη, η στάση της ΓΣΕΕ, που αρκέστηκε σε µία µόνο ανακοίνωση κριτικής προς το Υπουργείο, επίσης δεν µας αφήνει κανένα περιθώριο αµφιβολίας ότι η υπεράσπιση των εργασιακών µας δικαιωµάτων θα µπορούσε τάχα να περνά από γραφεία υπουργών ή γραφεία µεγαλοσυνδικαλιστών. Η επανάκτηση των εργασιακών δικαιωµάτων που καταργήθηκαν στο πλαίσιο της µνηµονιακής λαίλαπας περνά µόνο από τη συµµετοχή µας και την οργάνωση εργατικών αγώνων µέσα από τα συνδικάτα µας αλλά έξω από το µηχανισµό εκφυλισµού και χειραγώγησης του γραφειοκρατικού και κυβερνητικού συνδικαλισµού.

 

…και το παραµύθι της αύξησης του κατώτατου µισθού

«Οι µισθοί θα αρχίσουν να αποκαθίστανται σταδιακά (…) και γι’ αυτό προτείνεται µια προσεκτική αύξηση στο επίπεδο του κατώτατου µισθού, εντός του ισχύοντος θεσµικού πλαισίου».

Τάδε έφη η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, αναµασώντας το παραµύθι της «κοινωνικά δίκαιης και βιώσιµης ανάπτυξης» στη φιέστα των 100 χρόνων που οργάνωσε η ΓΣΕΕ µαζί µε τους εργοδότες και τ’ αφεντικά. Πρέπει κάποιος να είναι κάτι παραπάνω από αφελής για να αγνοεί την πραγµατικότητα πίσω απ’ τις δηλώσεις της υπουργού µιας κυβέρνησης που µέσα στο Ιούνη ψήφισε ένα ακόµα µνηµόνιο, µε σκληρά για τους εργαζόµενους µέτρα.

 

Ποια είναι η σηµερινή πραγµατικότητα;

Με µια απλή πράξη Υπουργικού Συµβουλίου των προηγούµενων κυβερνήσεων, το 2012, ο κατώτατος µισθός µειώθηκε από 751 ευρώ µικτά σε 586 και 511 ευρώ για τους νέους έως 25 ετών, δηλαδή κατά 22% και 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών. Η σηµερινή κυβέρνηση, αποδείχτηκε αξιότερος συνεχιστής των προκατόχων της, αφού κατάφερε µέχρι σήµερα να ισχύουν τα παρακάτω:

Σύµφωνα µε στοιχεία του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, οι νεοεισερχόµενοι στην αγορά εργασίας λαµβάνουν µισθό 487 ευρώ. Μέχρι 499 ευρώ λαµβάνει το 14,5% των εργαζοµένων και µεταξύ 500-699 ευρώ το 22,9% των εργαζοµένων. Συνολικά, κάτω από 800 ευρώ καθαρά λαµβάνει ένας στους δύο εργαζοµένους (50,2%), ενώ έχει αυξηθεί σηµαντικά το ποσοστό των χαµηλόµισθων µε καθαρές µηνιαίες αποδοχές κάτω των 700 ευρώ (37,4% από 13,1% το 2009).

Επιπλέον, σύµφωνα µε τα τελευταία επίσηµα στοιχεία του ΕΦΚΑ, από την επεξεργασία των Αναλυτικών Περιοδικών ∆ηλώσεων (ΑΠ∆) που υποβλήθηκαν το Νοέµβριο του 2017, από το σύνολο των 2.004.206 ασφαλισµένων µισθωτών οι 629.687 εργάζονται µε ευέλικτες µορφές εργασίας και καλούνται να ζήσουν µε µισθό µόλις 385,53 ευρώ µεικτά, που σηµαίνει καθαρά περίπου 327 ευρώ, ποσό χαµηλότερο και από το επίδοµα ανεργίας που φτάνει τα 360 ευρώ (ΝΕΑ, 6/6/2018)!

Άρα για ποια αύξηση του κατώτατου µισθού και ποια «ανάπτυξη» έχει το θράσος να µιλάει το υπουργείο Εργασίας; Την ανάπτυξη προφανώς του κεφαλαίου, η οποία στηρίχθηκε σε όλο το αντεργατικό, νοµοθετικό οπλοστάσιο που του πρόσφερε απλόχερα η κυβέρνηση Σύριζα-Ανελ, τσακίζοντας εργασιακά δικαιώµατα και κατακτήσεις δεκαετιών. Οι εργαζόµενοι δεν έχουν κανένα συµφέρον να πιστέψουν στο παραµύθι της ανάπτυξης που δήθεν θα φέρει και σε αυτούς µερίδιο από την «πίτα», ούτε να εµπιστευτούν αυτή την πολιτική. Μόνο να την ανατρέψουν µε τους αγώνες τους απ’ τα κάτω και απ’ τα αριστερά.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.