Για την αποκατάσταση του Σοσιαλισμού ως όραμα κοινωνικής χειραφέτησης: ο Κρατικός Καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ (ΙV)

image_pdfimage_print

Του Αλέξη Λιοσάτου

 

Ο ιμπεριαλιστικός επεκτατισμός της σταλινικής Ρωσίας

Ο Λένιν έδινε για τον ορισμό του ιμπεριαλισμού τα παρακάτω πέντε βασικά χαρακτηριστικά: α) η συγκέντρωση παραγωγής και κεφαλαίου έχει οδηγήσει σε μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή. β)Η συγχώνευση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου (χρηματιστικό κεφάλαιο). γ)Η εξαγωγή κεφαλαίου παίζει πιο αποφασιστικό ρόλο από την εξαγωγή εμπορευμάτων, δ) η δημιουργία διεθνών καπιταλιστικών μονοπωλίων που μοιράζουν μεταξύ τους την παγκόσμια αγορά  και ε) έχει ολοκληρωθεί η γεωγραφική διαίρεση όλου του κόσμου ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις.

Στη Ρωσία το πρώτο και το δεύτερο χαρακτηριστικό ισχύανε στο ανώτατο στάδιό τους, αφού το κράτος ήταν ο μοναδικός κι απόλυτος εθνικός καπιταλιστής. Το τέταρτο χαρακτηριστικό (εξάπλωση διεθνούς μονοπωλίου)  πρακτικά αποκλειόταν αφού μιλάμε για μια κρατικοκαπιταλιστική οικονομία.

Όσον αφορά το τρίτο χαρακτηριστικό, η σταλινική γραφειοκρατία είχε συγκεκριμένα κίνητρα για την ιμπεριαλιστική επέκτασή της στην Ανατολική Ευρώπη.

Α)Η Ιαπωνία ήταν η χώρα που μετά τη σταλινική Ρωσία είχε φτάσει στο ανώτατο στάδιο συγκεντροποίησης κεφαλαίου. 4 οικογενειακά μονοπώλια ελέγχανε το 60% του κεφαλαίου, ενώ η Μιτσούι μόνη της ήλεγχε το 25% του συνόλου. Από το 1920 ως το 1936 η παραγωγή χυτοσίδηρου αυξήθηκε 4 φορές, του ατσαλιού 8 φορές, των σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας 5,5 φορές, η αξία των προϊόντων των χημικών, μεταλλουργικών και βιομηχανιών παραγωγής μηχανών 4,5 φορές. Συνολικά η παραγωγή μέσων παραγωγής τριπλασιάστηκε, ενώ η  παραγωγή καταναλωτικών αγαθών έμεινε ίδια. Ενώ μεταξύ 1860-1914, η ποσότητα του κεφαλαίου που επενδύθηκε στο εξωτερικό από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες μεγάλωνε αδιάκοπα, μετά το 1914 μειώθηκε. Αντίθετα το ίδιο διάστημα η Ιαπωνία πραγματοποίησε μια τεράστια εξαγωγή κεφαλαίου, κυρίως προς τη Μαντζουρία, που ήταν αποικία της. Όμοια με την Ιαπωνία, η βιομηχανική ανάπτυξη των αποικιακών της περιοχών (Ουκρανία, Καύκασος, Ρουμανία, Βουλγαρία κλπ) αποτελούσε ευθέως τμήμα της γενικής βιομηχανικής ανάπτυξης της ίδιας της Ρωσίας.

Έτσι η σχετική καθυστέρηση (στάδιο Τούγκαν-Μπαρανόφσκι) οδήγησε τη σταλινική Ρωσία:

  • Στην ίδρυση βιομηχανιών στα εδάφη των καταπιεσμένων εθνοτήτων
  • Στην απομύζηση κεφαλαίου απ’ οπουδήποτε μπορούσε. Η γραφειοκρατία μετέφερε ολόκληρα εργοστάσια στη Ρωσία, συνάπτοντας συμφωνίες ανταλλαγών με τις υποτελείς της χώρες, καταστροφικές γι αυτές. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός της Γερμανίας και της Ιαπωνίας κι ο κρατικός καπιταλισμός της Ρωσίας αποκάλυπταν έτσι ακόμα ένα χαρακτηριστικό της περιόδου της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου: ότι τα όρια μεταξύ εμπορίου και λεηλασίας είναι δυσδιάκριτα.

Β) Πρόσθετο κίνητρο ήταν η έλλειψη ορισμένων πρώτων υλών. Το πετρέλαιο θα αναδειχθεί τη δεκαετία του ’30 σε έναν από τους πιο σημαντικούς επιβραδυντικούς παράγοντες στη Ρωσία. Αυτή η επιβράδυνση έγινε προσπάθεια να ξεπεραστεί με την κατάληψη της Ρουμανίας και του βόρειου Ιράν (απέτυχε στην κατάληψη του δεύτερου).

Γ) Άλλο κίνητρο ήταν η ανάγκη για νέα εργατική δύναμη. Στις αναπτυγμένες χώρες, η εξαγωγή κεφαλαίου αποτελούσε αντίδραση στην άνοδο των μισθών, και κατευθύνθηκε σε περιοχές όπου η εργατική δύναμη είναι φτηνή. Στη Γερμανία το ίδιο αποτέλεσμα επιτεύχθηκε με τη μεταφορά από τις κατεχόμενες χώρες εκατομμυρίων εργατών. Η Ρωσία έπασχε από έλλειψη κεφαλαίου κι εργατικής δύναμης κι είχε τη φτηνότερη εργατική δύναμη στην Ευρώπη. Έτσι εξηγείται η καταναγκαστική εργασία κι η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στον αγροτικό τομέα.  Κάθε γεγονός που παρεμπόδιζε την παραγωγικότητα της εργασίας- συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της γραφειοκρατίας- αύξανε τη σπατάλη εργατικής δύναμης. Έτσι παρά τον τεράστιο πληθυσμό της, η Ρωσία πήρε μέτρα για την αύξησή του όπως: απαγόρευση έκτρωσης, πρόστιμα για τους αγάμους, επιδόματα για τις πολύτεκνες οικογένειες.Η προσθήκη πληθυσμού 100 εκατομμυρίων ανθρώπων από την Ανατολική Ευρώπη έδωσε απάντηση στο παραπάνω πρόβλημα της έλλειψης κεφαλαίου.

Δ) Άλλο κίνητρο ήταν οι στρατηγικές επιλογές της Ρωσίας στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού με τον δυτικό ιμπεριαλισμό.

Η απομύζηση της Ανατολικής Ευρώπης

Οι παραδοσιακοί τρόποι ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης των αποικιών είναι τρεις: αγοράζουν από αυτές φτηνά, πουλάν σε αυτές ακριβά, ιδρύουν επιχειρήσεις κι απασχολούν ιθαγενείς. Η Ρωσία αξιοποίησε και τους τρεις:

  1. Το Ρωσο-πολωνικό σύμφωνο στις 16/8/1945 όριζε ότι η Πολωνία θα παρέδιδε στη Ρωσία κάρβουνο σε ειδική τιμή (6-7 φορές κάτω) , που θα πληρωνόταν από τις πολεμικές αποζημιώσεις που θα πλήρωνε η Γερμανία στη Ρωσία. Η Πολωνία δεν πήρε τίποτα από αυτές τις αποζημιώσεις. Αυτό απέφερε ένα καθαρό κέρδος για τη Ρωσία 120-180 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο, ποσό ισάξιο με το μέγιστο ετήσιο κέρδοα των Άγγλων καπιταλιστών στις Ινδίες.
  • Σύμφωνα με τη γιουγκοσλαβική εφημερίδα «Μπόρμπα» στις 31/3/1949, η Γιουγκοσλαβία πουλούσε μολυβδαίνιο (συστατικό του ατσαλιού) στη Ρωσία 10 φορές κάτω από το κόστος παραγωγής.
  • Στην Τσεχοσλοβακία, οι επιχειρήσεις «Μπάτα» έπρεπε να εφοδιάζουν τη Ρωσία πουλώντας με παπούτσια στο μισό σχεδόν του κόστους παραγωγής.
  • Τα Βουλγάρικα καπνά αγοράζονταν από τη Ρωσία 0,5 δολάρια και ξαναπουλιόνταν στην Ευρώπη 1,5-2 δολάρια.
  • Η Ρωσία ήταν ο αποκλειστικός προμηθευτής κινέζικων προϊόντων στις δυτικές αγορές, πουλώντας τα κάτω από τις τιμές που ισχύουν στην Κίνα (!), κάτι που έδειχνε ότι πληρώνει γι αυτά την Κίνα αρκετά χαμηλότερα.

2) Η Ρωσία πουλούσε στην Κίνα προϊόντα της πολύ πιο ακριβά απ’ ότι οι Δυτικοί καπιταλιστές στο γειτονικό Χονγκ-Κονγκ. Πχ η Ρωσία πουλούσε τη σακχαρίνη 106,4 δολάρια/λίμπρα ενώ η Γερμανία μόλις 6,5 δολάρια.

3) Στην κατεχόμενη Ζώνη της Γερμανίας, η Ρωσία πήρε σαν ιδιοκτησία το ένα τρίτο όλης της βιομηχανίας, απασχολώντας τους «ιθαγενείς» Γερμανούς εργάτες. Οι εταιρίες αυτές λέγονταν «Ρωσικές Μετοχικές Εταιρίες» (ΡΜΕ) κι ελέγχανε ολοκληρωτικά τη βαριά βιομηχανία.

  • Στη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία λειτουργούσαν μεικτές εταιρίες από τις οποίες η Ρωσία ήλεγχε το 50%. Στη Ρουμανία αυτές οι εταιρείς ελέγχανε τις πλουσιότερες πετρελαιοπηγές, το ατσάλι, τις μηχανές, τα ανθρακωρυχεία, τις τράπεζες, τις ασφαλιστικές εταιρίες, τις αερομεταφορές κλπ. Η Ρωσία ήλεγχε λοιπόν το 50% των μεγάλων εταιριών στη Ρουμανία, ενώ όλοι οι εργάτες σε αυτές ήταν Ρουμάνοι. Επρόκειτο για καθαρή περίπτωση αποικιακής εκμετάλλευσης.                                                                                                                                                        Έτσι, όχι τυχαία, η Ρωσία επί Στάλιν άρχισε να αποδίδει φόρο τιμής στον τσαρικό επεκτατισμό. Ένα ρώσικο περιοδικό έγραφε το 1950: «Η προσάρτηση από τη Ρωσία αντιπροσώπευε το μόνο δρόμο για την …ανάπτυξη και την επιβίωση… των λαών του Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας.»Ένα άλλο περιοδικό έγραφε πως η προσάρτηση του Καζακστάν το 18ο αιώνα είχε προφανή προοδευτικό χαρακτήρα. «Ο εργαζόμενος λαός του Καζακστάν έχει μέσα από την εμπειρία του κατανοήσει τα πλεονεκτήματα της ζωής σε ένα ισχυρό κράτος σαν τη Ρωσία».  Μετά  το θάνατο του Στάλιν το 1953, δόθηκε παρόμοια εξήγηση από το περιοδικό για την προσάρτηση της Λετονίας.

Ο αγώνας για εθνική απελευθέρωση

Ουκρανία: Το 1930 η Ουκρανική Ακαδημία Επιστημών διαλύθηκε. Το 1933 ο Σκρύπνικ, το πιο επιφανές μέλος της ΚΕ του ΚΚΟ, αυτοκτόνησε για να αποφύγει τη σύλληψη. Ο Κοστουμπίνσκι, ο Κόβναρ και πολλοί ακόμα , μέλη της σοβιετικής κυβέρνησης  στην Ουκρανία, τουφεκίστηκαν σαν εθνικιστές. Το 1933 στάλθηκε από τη Μόσχα ο Ποστίσεφ για να αναδιοργανώσει το ΚΚΟ. Διέγραψε πάνω από το ¼ των μελών του και τρία χρόνια αργότερα κι ο ίδιος διαγράφτηκε και συνελήφθη. Στη θέση του διορίστηκε ο Κόσιορ. Συνελήφθη κι αυτός μετά από λίγο. Το 1937 ο Λιουμπτσένκο, πρόεδρος του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων,  αυτοκτόνησε για να αποφύγει τη σύλληψη. Ο διάδοχός του συνελήφθη 2 μήνες μετά για «εθνικιστικές τάσεις». Ο επόμενος καθαιρέθηκε λίγους μήνες αργότερα. Τον Απρίλη του 1937 το Ουκρανικό Πολιτικό Γραφείο αριθμούσε 13 μέλη. Τον Ιούνη του 1938 δεν είχε μείνει ούτε ένας.

Λευκορωσία: Ο Γκολοντέντ, για δέκα χρόνια πρόεδρος του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων, συνελήφθη το 1937 με την κατηγορία του «τροτσκιστή». Ο διάδοχός του, ο Τσερβιάκοφ, μέλος της ΚΕΕ για 17 χρόνια, αυτοκτόνησε λίγους μήνες αργότερα για να αποφύγει τη σύλληψη.

Τατζικιστάν: το 1934 ο πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής καθαιρέθηκε σαν εθνικιστής. Ο διάδοχός του βρήκε την ίδια τύχη τρία χρόνια μετά.

Ηγέτες καθαιρέθηκαν κι «εκκαθαρίστηκαν» κι από άλλες Εθνικές Δημοκρατίες όπως του Καρελιάν, του Νταγκεστάν, του Ατζάρ, της Γερμανικής Δημοκρατίας του Βόλγα, της Γεωργίας, του Ουζμπεκιστάν, του Κιργιστάν, της Υπερκαυκασίας… Το 1937-38 το σύνολο ή η πλειοψηφία 30 εθνικών κυβερνήσεων εξοντώθηκε- η κύρια κατηγορία εναντίον τους ήταν η επιθυμία τους να αποσχιστούν από την ΕΣΣΔ.

Αρκετές Εθνικές Δημοκρατίες διαλύθηκαν. Ένα χρόνο πριν τον Β’ ΠΠ, ο κορεάτικος πληθυσμός  της Ρωσίας μεταφέρθηκε στο Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. Στις 28/8/1941, ο πληθυσμός της Γερμανικής Δημοκρατίας του Βόλγα μεταφέρθηκε ανατολικά από τα Ουράλια. Μια από τις παλιότερες και μεγαλύτερες σε επαναστατική παράδοση Εθνικές Δημοκρατίες διαλυόταν με την κατηγορία ότι κρύβει χιλιάδες κατασκόπους …των Γερμανών.

Μετά τον Β’ ΠΠ μια σειρά αυτόνομων σοβιετικών Δημοκρατιών είχαν εξαφανιστεί: των Τατάρων της Κριμαίας, του Καλμούκ, των Τσετσένων- Ιγουσίων, του Καράτσεφ, ενώ οι μη Ρώσικοι πληθυσμοί εκτοπίστηκαν, όπως στην αυτόνομη Δημοκρατία του Καρμπαδινιάν-Μπαλκάρ, όπου διώχτηκαν οι Μπαλκάριοι.

Ο Χρουστσόφ, κυβερνήτης της Ουκρανίας τοποθετημένος από τον Στάλιν,  δήλωνε το 1946 ότι οι μισές προσωπικότητες του ΚΚΟ είχαν διαγραφεί τους προηγούμενους 18 μήνες.

Μετά τον Β’ ΠΠ, οι εθνικοί αγώνες επεκτάθηκαν στις ρωσικές αποικίες στην Ανατολική Ευρώπη. Το πιο χτυπητό παράδειγμα ήταν η πετυχημένη αντίσταση της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο απέναντι στη Ρωσία. Άλλες «Λαϊκές Δημοκρατίες» ανέπτυξαν επίσης «τιτοϊκά» εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, αλλά δεν πέτυχαν. Άλλωστε οι περισσότεροι από τους ηγέτες των ΚΚ των «Λαϊκών Δημοκρατιών» κατηγορήθηκαν από τη Ρωσία για «τιτοϊσμό», όπως ο Κοστώφ, ΓΓ του ΚΚ Βουλγαρίας (εκτελέστηκε), ο Γκομούλκα ΓΓ του ΚΚ Πολωνίας (συνελήφθη), ο Σλάνσκι, ΓΓ του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας (εκτελέστηκε). Παρομοίως, από τους υπουργούς εξωτερικών, ο Καρντέλι της Γιουγκοσλαβίας, η Άννα Πάουκερ της Ρουμανίας (συνελήφθη), ο Κλεμέντις της Τσεχοσλοβακίας (εκτελέστηκε) και ο Ράικ της Ουγγαρίας (εκτελέστηκε) κ.ο.κ.

Ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία ενάντια στο ρώσικο ιμπεριαλισμό συνεχίστηκε και αποτέλεσε έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που θα καθόριζαν τη μοίρα του σταλινικού καθεστώτος.

Η εργατική τάξη σε αντιπαράθεση με το σταλινικό… “εργατικό κράτος”.

Μεταξύ 1928-1932 η εργατική τάξη αυξήθηκε κατά 160%. Έτσι την πλειοψηφία αποτελούσαν αμόρφωτα στοιχεία από την ύπαιθρο και δεν είχαν ακόμα αποκτήσει ταξική συνείδηση μέσα στη διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής. Λιγότερο από το 10% είχε ζήσει τις συνθήκες που επικρατούσαν κάτω από τον τσαρισμό. Οι εργάτες είχαν επιπλέον να αντιμετωπίσουν την απογοήτευση και την εξάντληση πολλών χρόνων, τη φοβερή πίεση της μυστικής αστυνομίας, τον ιδεολογικό αποπροσανατολισμό. Η εργατική τάξη ήταν πλέον εξατομικοποιημένη κι η όποια προσπάθεια για ανεξάρτητη οργάνωση των επιθυμιών της απαγορευόταν ή καταστελλόταν βίαια. Ο κόσμος υποχρεωνόταν να συμμετέχει σε συγκεντρώσεις και να πλέκει ταπεινωμένος το εγκώμιο των καταπιεστών του. Ο συνδυασμός τρομοκρατίας και προπαγάνδας σε ένα άπειρο και αμόρφωτο προλεταριάτο έκανε ακόμα πιο δύσκολη τη διαπαιδαγώγησή του . Επίσης η γραφειοκρατία κατάφερε να δημιουργήσει ένα στρώμα προνομιούχων ανάμεσα στους καταπιεσμένους. Είναι γνωστό ότι τα άδεια στομάχια δεν οδηγούν απαραίτητα σε εξέγερση, αντίθετα μπορεί να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη υποταγή. Έτσι ήταν η κατάσταση τα πρώτα χρόνια της εκβιομηχάνισης, όπως έγραφε ο Βίκτορ Σερζ:    «Μέσα σε αυτή τη μιζέρια τα ελάχιστα υλικά οφέλη γίνονται πολύτιμα. Τώρα αρκεί να δοθεί στον εργάτη ένα πιάτο με λίγη σούπα… για να προσδεθεί με τους προνομιούχους… Γύρω από τους καθοδηγητές θα διαμορφωθεί μια πελατεία έτοιμη να τους εξυπηρετήσει… Αυτή η μιζέρια θα σταθεροποιήσει τη δύναμη αυτών που την κατασκεύασαν.»

Παρ’ όλα αυτά ακόμα και τη δεκαετία του ’30, στο απόγειο της σταλινικής αντεπανάστασης, σημειώθηκαν αρκετές εργατικές απεργίες με οικονομικά αιτήματα παρά την τρομοκρατία και την καταστολή, απεργίες που συνήθως αποδίδονταν στην …αστική επιρροή πάνω στους εργάτες και στους «τροτσκιστές αντεπαναστάτες». Σημειώθηκαν επίσης αρκετές κινητοποιήσεις και απεργίες πείνας χιλιάδων τροτσκιστών και άλλων αντιπολιτευομένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, παρόλο που γνώριζαν ότι τους περιμένει βέβαιη εκτέλεση…

Ένας μετέπειτα παράγοντας σταθεροποίησης της γραφειοκρατίας ήταν οι «εθνικές» επιτυχίες στον Β’ ΠΠ. Παρ’ όλα αυτά πάνω από μισό εκατομμύριο Σοβιετικοί φαντάροι αυτομόλησαν κι υπηρέτησαν τους Ναζί. Από τους 50 Σοβιετικούς στρατηγούς που αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς, οι δέκα συνεργάστηκαν με τον Χίτλερ. Σε καμιά άλλη χώρα δεν σημειώθηκε τέτοια προθυμία συνεργασίας με τους Ναζί. Μετά τον Πόλεμο , πολλοί Σοβιετικοί δεν γύρισαν στην πατρίδα τους, υπολογίστηκαν επίσημα περίπου 4000.000. Καμιάς άλλης εθνότητας ομάδα δεν έδειξε τόση απροθυμία να γυρίσει στην πατρίδα. Κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ, μάλιστα, εμφανίστηκαν δυο οργανωμένα αντισταλινικά κινήματα- το κίνημα του Βλασσόφ κι ο Εξεγερμένος Ουκρανικός Στρατός (ΕΟΣ). Ο ΕΟΣ έγραφε στο πρόγραμμά του : «…Η Σοβιετική τάξη πραγμάτων δεν είναι σοσιαλιστική, μια που υπάρχουν τάξεις εκμεταλλευτών κι εκμεταλλευομένων. Οι εργαζόμενοι της ΕΣΣΔ δε θέλουν ούτε τον καπιταλισμό ούτε το σταλινικό ψευδοσοσιαλισμό, επιδιώκουν μια πραγματικά αταξική κοινωνία… Σήμερα η σοβιετική κοινωνία εγκυμονεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη την κοινωνική επανάσταση…»

Μετά τον θάνατο του Στάλιν-Νικίτα Χρουστσόφ

Το Μάρτη του 1953 ο Στάλιν πέθανε κι άρχισε μια άγρια διαμάχη των υπαρχηγών του για τη διαδοχή. Αρχικά στην εξουσία  ανέβηκε ο Μαλένκοφ, σε συνεργασία με τον Μπέρια, αρχηγό της αστυνομίας. Ξαφνικά ο Μπέρια εκτελέστηκε και το 1955  ο Νικήτα Χρουστσόφ αντικατέστησε τον Μαλένκοφ.

Η νέα ρώσικη ηγεσία προχώρησε σε αλλαγή πολιτικής και στην δημόσια ομολογία ότι είχαν γίνει «τεράστια λάθη» από την προκάτοχό της. Αυτά στην αρχή «φορτώνονταν» στον Μπέρια και σε «αντισοσιαλιστές κατασκόπους», αλλά το 1956 ο Χρουστσόφ αποκήρυξε τον ίδιο το Στάλιν.

Οι διαμάχες στην κορυφή συνοδεύονταν συχνά από ξεσπάσματα δυσαρέσκειας από τα κάτω. Τον Ιούλη του 1953 οι κρατούμενοι στο μεγαλύτερο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας κήρυξαν απεργία, παρά την εκτέλεση 120 ηγετών της ανταρσίας. Στο Ανατολικό Βερολίνο οι οικοδόμοι αντέδρασαν με απεργία, η οποία μετατράπηκε σε εξέγερση όλων των εργαζομένων της Ανατολικής Γερμανίας. Τον Ιούνη του 1956 το παράδειγμά τους ακολούθησαν οι εργάτες του Πόζναν στην Πολωνία και τον Οκτώβρη του 1956 ολόκληρη η εργατική τάξη της Ουγγαρίας. Αυτές οι εξεγέρσεις τσακίστηκαν με φοβερές αιματοχυσίες, ταρακούνησαν όμως τις αυταπάτες πολλών σοσιαλιστών, που πίστευαν ότι στα Ανατολικά κράτη η εξέγερση ήταν αδιανόητη.

Από ένα σημείο και μετά, για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας, έπρεπε να ανεβεί το βιοτικό επίπεδο των μαζών, γιατί εργάτες που είναι υποσιτισμένοι, εξαθλιωμένοι και με χαμηλή μόρφωση δεν είναι ικανοί για τη σύγχρονη παραγωγή. Το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των μαζών θα μπορούσε να σημαίνει πτώση του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας και ασταθή ανάπτυξη της παραγωγής.

Ο Στάλιν είχε κληροδοτήσει μια οικονομία που έφερε όλο και περισσότερο τα σημάδια της κρίσης. Κάθε δυσκολία ή αποτυχία αντιμετωπιζόταν με καταπίεση και τρομοκρατία, αυτό όμως αύξανε όλο και περισσότερο τη σιωπηλή αντίσταση του λαού. Έτσι το σταλινικό μοντέλο γινόταν φρένο για την πρόοδο της σύγχρονης αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής.

Η κρίση στην αγροτική οικονομία: Η παραγωγή σταριού στα 1949-1953 είχε βαλτώσει, ήταν μόλις 12,8% ψηλότερη απ’ ότι το 1910-1914, ενώ ο πληθυσμός είχε αυξηθεί 30%. Αυτή η στασιμότητα καθυστερούσε και τη βιομηχανική ανάπτυξη.Ο Χρουστσόφ προσπάθησε να απαντήσει στο πρόβλημα ανεβάζοντας τις πληρωμές των παραγωγών, τις επενδύσεις στη γεωργία, τους ιδιωτικούς γεωργικούς κλήρους,  δίνοντας μεγαλύτερη ελευθερία στις κολεκτίβες να σχεδιάζουν την παραγωγή τους. Για να πετύχει αυτή η πολιτική χρειαζόταν πλεόνασμα κεφαλαίου και χρόνος. Ο Χρουστσόφ δεν είχε τίποτα από τα δυο. Γι αυτό κάθε τόσο επέστρεφε στις παλιές μεθόδους μεγαλύτερου κεντρικού ελέγχου. Όμως η στασιμότητα συνεχίστηκε, η παραγωγή σταριού το 1956-60 αυξήθηκε κατά μόλις 2,7% , το 1963 η Ρωσία αναγκάστηκε να εισάγει εκατομμύρια τόνους σταριού από το εξωτερικό και ο Χρουστσόφ δέχθηκε πόλεμο από το υπόλοιπο Πολιτικό Γραφείο για «τα ελαφρόμυαλα σχέδιά του που ποτέ δε λειτούργησαν.»

Η κρίση στη βιομηχανία: Ο ρυθμός ανάπτυξης της βιομηχανίας έπεφτε. Το 1956 το ετήσιο προϊόν που παραγόταν από τη βιομηχανία ήταν το μισό των ΗΠΑ.

Υπήρχαν πολλές αιτίες: α) η χαμηλή παραγωγικότητα στη γεωργία δεν επέτρεπε μια μαζική αύξηση των βιομηχανικών εργατών από τον αγροτικό πληθυσμό β) ο προστατευτισμός οδηγούσε επιχειρήσεις να παράγουν προϊόντα που θα μπορούσαν να παραχθούν αλλού πιο φτηνά γ) η συσσώρευση προμηθειών από διευθυντές κι εργάτες δ) η τάση των διευθυντών να ανθίστανται σε τεχνολογικές βελτιώσεις ε) η έμφαση στην ποσότητα σε βάρος της ποιότητας στ) η αύξηση «του χαρτοβασιλείου και της τσαπατσουλιάς» ζ)  η παραμέληση της τεχνικής συντήρησης η) η αποτυχία δημιουργίας ενός μηχανισμού τιμών, ώστε να συγκρίνουν οι διευθυντές την αποτελεσματικότητα των διαφόρων εργοστασίων.

θ) Οι γραφειοκράτες έθεταν υψηλότερους στόχους από αυτούς που μπορούσαν να επιτευχθούν, της πίεσης του παγκόσμιου ανταγωνισμού και των τρομακτικών στρατιωτικών δαπανών. Οι διευθυντές τρομοκρατούμενοι από τους ανώτερους γραφειοκράτες απέκρυβαν υλικά και προϊόντα. Κι οι εργάτες αντιστεκόμενοι στην εντατικοποίηση σαμποτάρανε την παραγωγή, δουλεύοντας με πολύ χαμηλότερο από όσο μπορούσαν ρυθμό. Αυτό οδηγούσε τους γραφειοκράτες σε αντιστάθμισμα να επιβάλλουν προσχεδιασμένα υψηλούς στόχους! Έτσι δημιουργήθηκε ένας μόνιμος φαύλος κύκλος από υψηλούς παραγωγικούς στόχους, χαμηλό αναλογικά κεφάλαιο κι ανάγκη για μεγαλύτερο κεντρικό γραφειοκρατικό έλεγχο.

Ανάμεσα στη γραφειοκρατική κακοδιαχείριση και την τεράστια βιομηχανική ανάπτυξη στη Ρωσία υπήρχε μια στενή διαλεκτική σχέση. Η υπανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας κι η μεγάλη εκστρατεία για την ανάπτυξή τους οδηγούσαν στη βιομηχανική εκτίναξη. Όμως όλο και περισσότερο ο κρατικός καπιταλισμός μετατρεπόταν σε εμπόδιο για την ανάπτυξη της πιο σημαντικής παραγωγικής δύναμης- δηλαδή των ίδιων των εργατών.

Το μερίδιο της ελαφριάς βιομηχανίας τροφίμων στις κρατικές επενδύσεις ήταν 16-17% τη δεκαετία του ’30, 12,3% στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές του ’60 έπεσε κάπου στο 9%. Το βιοτικό επίπεδο στις αρχές του ’60 ήταν ελάχιστα ανώτερο της Ρωσίας του 1928 (πριν την εφαρμογή των Πεντάχρονων Πλάνων που το έριξε στα 3/5 του 1928).

Τη διάλυση στρατοπέδων εργασίας ακολούθησε η κατάργηση νόμων που επέβαλλαν στους εργάτες ποινές αν απουσίαζαν ή καθυστερούσαν στη δουλειά τους. Όπως στα πρώτα στάδια της δυτικής βιομηχανικής επανάστασης, όλων των ειδών οι καταναγκασμοί ήταν αρχικά απαραίτητοι για να υποταχθεί ο εργάτης στην πειθαρχία του εργοστασίου, ενώ όταν ο καπιταλισμός απέκτησε ρίζες, η καταστολή έτεινε να μειώσει την παραγωγικότητα εργασίας κι έδωσε τη θέση της σε καθαρά «οικονομικές» μορφές εξαναγκασμού. Η αστυνομία έχασε το ελεύθερο που απολάμβανε να φυλακίζει και να εκτελεί ανθρώπους χωρίς δικαστικές αποφάσεις. Αυτές οι αλλαγές εκπλήρωναν και τις επιθυμίες των μελών της γραφειοκρατίας: ήθελαν ενός είδους«χαλάρωση» για να χαρούν τα προνόμιά τους. Επί Στάλιν, ακόμα και οι προνομιούχοι γραφειοκράτες δεν ένιωθαν ασφαλείς. Το 1938-40 φυλακίστηκε ή εκτελέστηκε περίπου το 24% των γραφειοκρατών.

Όμως και ο χρουστσοφικός «εκδημοκρατισμός» είχε πολύ συγκεκριμένα όρια, τα όρια που έβαζε ο κρατικός καπιταλισμός: Το κράτος γινόταν εκ των πραγμάτων ο αποδέκτης της κριτικής για οποιαδήποτε πλευρά του συστήματος, έτσι ήταν υποχρεωμένο να διατηρεί πληθώρα νόμων για να συμμορφώνει όποιον αμφισβητεί την εξουσία ή οργανώνει απεργίες και διαδηλώσεις «παραβιάζοντας τη σοσιαλιστική συμπεριφορά»…

Επί Χρουστσόφ οι εργάτες κι οι αγρότες δεν αποτελούσαν πάνω από το ¼-1/5 των μελών του Κόμματος.Η βασική σταλινική γραμμή περί εκρωσισμού των διαφόρων εθνοτήτων της ΕΣΣΔ συνεχίστηκε, όπως  και η εξύμνηση των τσαρικών προσαρτήσεων κι η περιθωριοποίηση των εθνικών γλωσσών από τη Ρωσική, ακόμα και στα σχολεία των εθνικών Δημοκρατιών. Αν και ο μισός πληθυσμός ήταν μη ρωσικής καταγωγής, η κυκλοφορία εφημερίδων σε μη ρωσικές γλώσσες αποτελούσε το 1958 μόλις το 18% της συνολικής διακίνησης τύπου. Όσοι αντιστέκονταν σε αυτήν την τάση μπορεί να μην τουφεκίζονταν όπως παλιά, αλλά η καριέρα τους καταστρεφόταν, καθαιρούνταν κι απολύονταν.

Μετά τον Β’ ΠΠ, άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα ανέβηκαν στην εξουσία κι άρχισαν να κινούνται με την ίδια λογική κρατικής καπιταλιστικής συσσώρευσης, πράγμα που θα οδηγούσε σε μεγάλες διαμάχες με τη Ρωσία. Το 1960 ο Χρουστσόφ αντιμετώπισε τη διάσπαση με τους ηγέτες της κινεζικής Λαϊκής Δημοκρατίας. Ο Κλιφ τότε είχε εκτιμήσει, στη βάση του διαφορετικού σταδίου του κρατικού καπιταλισμού που επικρατεί στις δυο χώρες, ότι αυτή η ρήξη δε θα είναι παροδικό αλλά μόνιμο φαινόμενο, μια πολύ μειοψηφική άποψη στις αρχές του ’60, που δικαιώθηκε (οι περισσότεροι πιστεύανε ότι σύντομα οι δυο χώρες θα τα βρούνε στη βάση των «κοινών σοσιαλιστικών συμφερόντων»).

Τα χρόνια του Μπρέζνιεφ κι ο Γκορμπατσόφ

Το 1964 ο Χρουστσόφ εκδιώχθηκε από την εξουσία και πέθανε στην αφάνεια.

Ο  Λεονίντ Μπρέζνιεφ κυβέρνησε για 18 χρόνια. Για δώδεκα χρόνια φαινόταν ότι τα προβλήματα που απασχολούσαν το Χρουστσόφ θα μπορούσαν απλώς να ξεχαστούν. Ο δείκτης ανάπτυξης της οικονομίας έπεφτε, αλλά ήταν μεγαλύτερος από αυτούς των περισσότερων δυτικών χωρών.Η μέση παραγωγή σταριού στα χρόνια του Χρουστσόφ ήταν 124,4 εκατομμύρια τόνοι, κι έφτασε στους 176,7  τόνους την πρώτη δεκαετία του Μπρέζνιεφ. Το 1965 μόνο το 24% των οικογενειών είχε τηλεόραση, το 59% ραδιόφωνο, το 11% ψυγείο και το 21% πλυντήριο. Το 1984 οι αντίστοιχοι αριθμοί είχαν ανέβει σε 85%, 96%, 91% και 70% αντίστοιχα.

Εντούτοις, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο δείκτης οικονομικής ανάπτυξης άρχισε να μειώνεται ραγδαία. Το πλάνο του ’76-80 έθετε χαμηλότερους στόχους από τη δεκαετία του ’20 και παρ’ όλα αυτά δεν επιτεύχθηκαν. Την ίδια περίοδο ο μέσος όρος ανάπτυξης ήταν μόνο 2,7%.Την εποχή του Μπρέζνιεφ, κορυφώθηκε η διαφθορά ενώ ο αλκοολισμός έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ. Η ποιότητα παραγωγής δε βελτιώθηκε, ενώ η παραγωγικότητα στη βιομηχανία παρέμεινε στα 55% αυτής των ΗΠΑ.

Στην εξουσία ακολούθησαν για λίγους μήνες ο Γιούρι Αντρόποφ (της πολιτικής μεταρρυθμίσεων του Νικήτα Χρουστσόφ) κι ο Τσερνιένκο (από το στρατόπεδο του Μπρέζνιεφ). Το 1984 διορίστηκε Γενικός Γραμματέας ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, με τα συνθήματα «περεστρόικα» (ανασυγκρότηση), «γκλασνόστ» (διαφάνεια) κι «ειρηνική επανάσταση». Διακήρυξε την ανάγκη να αντικατασταθούν οι διεφθαρμένοι πολιτικοί ηγέτες, εγκαινιάστηκε η συμφιλίωση με τους πιο γνωστούς διαφωνούντες κι έγιναν αποκαταστάσεις Μπολσεβίκων ηγετών που είχαν εκτελεστεί, με πιο γνωστή του Μπουχάριν. Δόθηκε ανοχή στην ύπαρξη ανεξάρτητων ομάδων πληροφόρησης και διαλόγου, επιτράπηκε να υπάρχουν περισσότεροι του ενός υποψήφιοι (!), συζητήθηκε η χρήση μυστικής ψηφοφορίας στις εσωκομματικές εκλογές, δόθηκαν υποσχέσεις για εκλογή διευθυντών των εργοστασίων από τους εργάτες.

Από την άλλη, με τα οικονομικά μέτρα που πήρε ο Γκορμπατσόφ οι μισθοί πέσανε κι οι απεργίες αυξήθηκαν, ενώ οι «δημοκρατικές» υποσχέσεις δεν εφαρμόστηκαν παρά στο ελάχιστο. Το 1988, μόνο το 16,7% αυτών που κατείχαν κρίσιμα αξιώματα στις τοπικές κομματικές οργανώσεις ήταν εργάτες. Τα υποτιθέμενα εκλεγμένα συμβούλια σε κάθε επιχείρηση είχαν ως μόνη αρμοδιότητα την αύξηση της παραγωγικότητάς της, για να επιτευχθεί το «συλλογικά καθορισμένο κέρδος».  Ένας νέος νόμος ξεκαθάριζε ότι η κομματική οργάνωση καθοδηγούσε τη δουλειά των οργάνων της …«συλλογικής αυτοδιαχείρισης». Η ίδια πολιτική ελέγχου από τα πάνω συνεχίστηκε και στο ζήτημα των εθνοτήτων. Το 1987 έγιναν διαδηλώσεις στις Βαλτικές Δημοκρατίες κι από τους Τατάρους της Κριμαίας. Το Φλεβάρη του 1988 έγινε στην αρμενική πρωτεύουσα μια διαδήλωση ενός εκατομμυρίου. Όταν το 1986 επιβλήθηκε στην Ασιατική Δημοκρατία του Καζακστάν Ρώσος πρωθυπουργός, χιλιάδες Καζάκοι συγκρούστηκαν στην Άλμα Άτα με την αστυνομία.Όπως και επί Χρουστσόφ, οι υποσχέσεις του Γκορμπατσόφ συγκρούονταν με την ανάγκη να γίνει η –καπιταλιστική- ρωσική βιομηχανία πιο ανταγωνιστική.

Η πίεση για μεταρρυθμίσεις έβρισκε επίσης αντίδραση στο εσωτερικό της γραφειοκρατίας-εκατομμύρια μεμονωμένοι γραφειοκράτες ήταν αφοσιωμένοι στις παλιές μεθόδους οργάνωσης, ενώ φοβόντουσαν επιπλέον ότι οι διαμάχες στο εσωτερικό της τάξης τους μπορούσαν να ανοίξουν ρωγμές, τις οποίες θα εκμεταλλεύονταν εκατομμύρια άνθρωποι για να αναλάβουν δράση από τα κάτω.  Άλλωστε είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο στο παρελθόν: τέτοιες διαμάχες είχαν προσωρινά παγώσει το μηχανισμό καταστολής κι επέτρεψαν κινητοποιήσεις φοιτητών κι εργατών στις εξεγέρσεις της Ανατολικής Γερμανίας το 1953, της Πολωνίας και της Ουγγαρίας το 1956, της Τσεχοσλοβακίας το 1968. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 πράγματι πληθαίνανε τα σημάδια ότι τα πράγματα μπορούσαν να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο,  με απεργίες και διαδηλώσεις στην Ουγγαρία, την εξέγερση στη ρουμανική πόλη Μπρασόφ, και τον εντεινόμενο αναβρασμό σε Πολωνία και Τσεχοσλοβακία. Επιπλέον, όσοι γραφειοκράτες κοντράρανε τις μεταρρυθμίσεις είχαν ένα ισχυρό επιχείρημα: ο «σοσιαλισμός της αγοράς» που είχε προχωρήσει σε Ουγγαρία και Γιουγκοσλαβία δεν τις είχε γλιτώσει από τη βιομηχανική στασιμότητα, τον υψηλό πληθωρισμό και τα μεγάλα χρέη. Επίσης οι περικοπές μισθών κι η ανεργία οδήγησαν τους Γιουγκοσλάβους εργάτες σε μαζικές απεργίες το 1987.Το πρόβλημα ήταν ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις ρίζες της οικονομικής αποτυχίας στην ΕΣΣΔ, ρίζες που βρίσκονταν , όπως είχε δείξει ο Κλιφ 40 χρόνια πριν, στον τρόπο που η άρχουσα γραφειοκρατία υπέτασσε ολόκληρη την οικονομία στον στρατιωτικό κι οικονομικό ανταγωνισμό με τη Δύση, επιβάλλοντας ένα επίπεδο συσσώρευσης που δεν μπορούσε να διατηρηθεί με τους υπάρχοντες πόρους, οδηγώντας τους εργάτες σε βαθύτατη αλλοτρίωση, ώστε να μην ενδιαφέρονται για την ποιότητα των προϊόντων που παρήγαγαν.  Από την άλλη μεριά, τα προβλήματα στα οποία επικέντρωναν την κριτική τους οι «μεταρρυθμιστές» –η σπατάλη, η κακή ποιότητα των προϊόντων, η έλλειψη ενδιαφέροντος των εργατών για τη δουλειά τους- ήταν ακριβώς τα ίδια προβλήματα που αντιμετωπίζανε οι γιγάντιες επιχειρήσεις στο δυτικό καπιταλισμό. Η πυρηνική καταστροφή του Τσέρνομπιλ ήταν αντίστοιχη με αυτήν  του Θρι Μάιλ Άιλαντ στις ΗΠΑ και του Ουίντσκεϊλ το 1957 τη Βρετανία. Η σπατάλη στη ρωσική βιομηχανία ήταν αντίστοιχη με αυτήν της δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, όπου σύγχρονα εργοστάσια χάλυβα και χημικών παρέμεναν κλειστά. Όσον αφορά την ποιότητα, η οικοδομική έκρηξη στη Βρετανία του ’60 και του ’70 είχε σαν αποτέλεσμα την κατασκευή διαμερισμάτων που κρίθηκαν ακατάλληλα για κατοικία 15 χρόνια αργότερα. Όπως γινόταν και στη Ρωσία, στη Δύση φαρμακευτικές εταιρείες πουλούσαν επικίνδυνα φάρμακα για να τα ξεφορτωθούν, όπως η θαλιδομήδη στις γυναίκες.  Η «αγορά» όχι μόνο δεν τιμωρούσε τις εταιρείες αυτές, αλλά τις επιβράβευε με τεράστια κέρδη.  Ακόμα και όταν επρόκειτο για επιχειρήσεις στα πρόθυρα της χρεοκοπίας στη Δύση, όπως η Κράισλερ στις ΗΠΑ, η AEG στη Γερμανία, η Μάσεϊ Φέργκιουσον στον Καναδά και στη Βρετανία, το κράτος παρενέβαινε για να τις στηρίξει και να τις σώσει, γιατί ήταν τόσο μεγάλες, ώστε οι καταστροφές που εγκυμονούσαν αν αφήνονταν βορά «στο αόρατο χέρι της αγοράς»ήταν τεράστιες, πράγμα που φόβιζε ακόμα και τις κυβερνήσεις που στα λόγια ήταν φανατικές υποστηρίκτριες της«αγοράς» και της«μη παρέμβασης του κράτους», όπως ο Ρήγκαν και η Θάτσερ. Το ίδιο ίσχυε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για την τεράστια επιχείρηση που λεγόταν Ρωσία.

Γι αυτό η ρωσική άρχουσα τάξη στα τέλη του ’80 βρισκόταν παγιδευμένη σε ένα τρομερό δίλημμα: φοβόταν ότι η στασιμότητα μπορούσε να οδηγήσει σε εξέγερση, όπως στην Πολωνία το 1980, φοβόταν όμως και τις μεταρρυθμίσεις, αφού δεν ήξερε αν θα είναι αποτελεσματικές. Το σίγουρο ήταν ότι αντιμετώπιζε μια περίοδο βαθιάς κρίσης. Το 1988-89  ξεσπάσανε οι μαζικότερες διαδηλώσεις για εθνικά ζητήματα στην ΕΣΣΔ από τη δεκαετία του ’20, ανθίζανε οι μεταρρυθμιστικές ιδέες, η υπόσχεση για «δημοκρατία» βρήκε τεράστια απήχηση στους πληθυσμούς του Ανατολικού Μπλοκ και ανέβαιναν οι εργατικοί αγώνες.

Τελικά η οικονομική κρίση και αναποτελεσματικότητα του Ανατολικού Μπλοκ, η υπερχρέωση λόγω μαζικού δανεισμού από τη Δύση, η λαϊκή δυσαρέσκεια και η άνοδος του εργατικού-λαϊκού κινήματος στο Ανατολικό μπλοκ που ξεπέρναγε τον φόβο ήταν οι λόγοι που η ιστορία απεφάνθη υπέρ της «μεταρρύθμισης»-κρίθηκε υποχρεωτική για να διατηρηθούν το καθεστώς  της εκμετάλλευσης και η κυριαρχία της αστικής τάξης. Όσον αφορά την υπόσχεση για  «δημοκρατία», η γραφειοκρατία δεν την εννοούσε (και ουσιαστικά δεν την υλοποίησε) αλλά δεν μπορούσε και να την αποφύγει: ήθελε να δώσει κίνητρο στις μάζες να δεχτούν νέα αντιλαϊκά μέτρα (παρόμοιες προσπάθειες «μεταρρυθμίσεων» στο παρελθόν χωρίς «τυράκι» είχαν αποτύχει) και να συμβάλλουν στην αντιπαράθεση με το τμήμα της γραφειοκρατίας που αντιστεκόταν στις αλλαγές και όσον αφορά αυτό, η τακτική της μεταρρυθμιστικής πτέρυγας αποδείχθηκε πετυχημένη. Ο επίλογος γράφτηκε με την κατάρρευση των σοβιετικών καθεστώτων, τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του Ανατολικού Μπλοκ, τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού να ανακουφίζεται και να πανηγυρίζει για την «κατάρρευση» χωρίς να βρεθεί ούτε ένας εργάτης να υπερασπιστεί τα… «εργατικά κράτη», ενώ οι γραφειοκράτες του χθες έγιναν οι κυβερνήτες και οι καπιταλιστές του σήμερα. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για «κατάρρευση του σοσιαλισμού» αλλά για την ήττα του κρατικού καπιταλισμού από τον ιδιωτικό καπιταλισμό και για τη μετάβαση από τη μια μορφή του ίδιου εκμεταλλευτικού συστήματος στην άλλη.

Διαβάστε: «Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία», του Τόνι Κλιφ

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.