Γιατί ήσουν εργάτρια, γυναίκα, μετανάστρια και φτωχή

image_pdfimage_print

Για τη δολοφονία της Γκαϊνέ Κασαρτζιάν

Της Αθηνάς Σκαμπά

Ο θάνατος της Γκαϊνέ Κασαρτζιάν, που έχασε τη ζωή της µε τραγικό τρόπο πηδώντας από το παράθυρο του πρώτου ορόφου του Γενικού κρατικού Νίκαιας, ήταν δολοφονία. ∆εν ήταν «αυτοκτονία», αφού καµία πρόθεση δεν είχε να δώσει τέλος στη ζωή της, αντιθέτως ήταν µια αγωνίστρια της ζωής. ∆εν ήταν ατύχηµα, αφού ο κίνδυνος ήταν υποχρεωτική «επιλογή» για να επιβιώσει, µια «επιλογή» που είχαν προδιαγράψει άλλοι για εκείνην. Ο θάνατός της είχε υπαίτιους, που πολύ συνειδητά και κατ’ εξακολούθηση επιβάλλουν τις απάνθρωπες συνθήκες που οδηγούν ακόµα και στο θάνατο. Ο θάνατός της µπορεί να µην είχε φυσικούς, είχε όµως ηθικούς αυτουργούς. Ήταν δολοφονία, και οι δολοφόνοι είναι γνωστοί.

Η Γκαϊνέ συγκέντρωνε στο πρόσωπό της ιδιότητες, ταυτότητες, που όλες µαζί και η κάθε µία ξεχωριστά µπορούν να αποτελέσουν παράγοντες επισφάλειας και αιτίες αδικίας. Ήταν γυναίκα, µετανάστρια, εργαζόταν χωρίς χαρτιά, ήταν φτωχή και είχε ανάγκη να δουλέψει για να επιβιώσει κι αυτή και η οικογένειά της.

 

∆ολοφονία µε ηθικό αυτουργό το κράτος και τις κυβερνήσεις…

Ζούσε και εργαζόταν στην Ελλάδα πάνω από 25 χρόνια, χωρίς άδεια παραµονής και χωρίς χαρτιά. ∆εν ήταν η µόνη, ούτε από τις λίγες που απασχολούνται στην αγορά εργασίας για χρόνια χωρίς χαρτιά. Η εργασία χωρίς χαρτιά είναι καθεστώς για την πλειονότητα των µεταναστριών και των µεταναστών που εργάζονται στη χώρα µας. Το κράτος έδινε και δίνει ακόµα περισσότερο σήµερα άδειες παραµονής µε µεγάλη δυσκολία. Για πάρα πολλές από τις µετανάστριες και τους µετανάστες οι όροι και οι προϋποθέσεις είναι ανέφικτες. Ακόµα όµως και αν συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις, είναι βαρύ το οικονοµικό κόστος, γεγονός που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για πολλούς και πολλές από αυτές, ιδιαίτερα αν έχουν «αφήσει πίσω» οικογένειες τις οποίες υποστηρίζουν οικονοµικά, όπως η Γκαϊνέ.

Το κράτος γνωρίζει πολύ καλά την ύπαρξή τους και βολεύεται να µην αναγνωρίζει τη διαµονή τους στη χώρα. Με αυτή την τακτική, εδώ και δεκαετίες εξασφαλίζει ένα εργατικό δυναµικό χωρίς εργασιακά δικαιώµατα, έτοιµο για ξεζούµισµα. Ένα εργατικό δυναµικό που στην Ελλάδα έχει αποτελέσει «κοίτασµα χρυσού» για ανάγκες που δεν υπήρχε περίπτωση να καλυφθούν αλλιώς και µάλιστα µε χαµηλό κόστος. Στην οικοδοµή, στα χρόνια της εύκολης δανειοδότησης, στα δηµόσια έργα την περίοδο των Ολυµπιακών αγώνων (και όχι µόνο), στις αγροτικές δουλειές και την αναζωογόνηση της αγροτικής επαρχίας, στα κενά του κοινωνικού κράτους στη φροντίδα χρονίως ασθενών, γερόντων, ανήλικων παιδιών εργαζόµενων γονέων κ.λπ. Το κράτος φροντίζει για την παραγωγή και την αναπαραγωγή αυτού του εργατικού δυναµικού και µεταθέτει την ευθύνη στους µετανάστες/ριες εργάτες/ιες κατηγορώντας τους σαν παράνοµους. Το ελληνικό κράτος και η κυβέρνηση είναι ο πρώτος και ο σηµαντικότερος ηθικός αυτουργός της δολοφονίας.

 

…και τα κυκλώµατα διακίνησης «µαύρης εργασίας»

Στο εύφορο έδαφος της πολιτικής που φροντίζει να παραµένουν χωρίς εργασιακά δικαιώµατα χιλιάδες εργαζόµενοι/νες, ανθούν τα κυκλώµατα της µαύρης – αδήλωτης εργασίας. Κανονικές επιχειρήσεις που κερδίζουν χρήµατα ως µεσάζοντες, ως σύγχρονοι δουλέµποροι. Ιδιαίτερα για τις γυναίκες µετανάστριες, αυτό αποτελεί καθεστώς. Επαγγέλµατα όπως αυτά της οικιακής βοηθούν, της baby sitter ή της νοσοκόµας υπερηλίκων είναι το κυρίως αντικείµενο αυτών των κυκλωµάτων. Τα κυκλώµατα διακίνησης µαύρης εργασίας είναι ο δεύτερος ηθικός αυτουργός της δολοφονίας.

Μεγάλη συζήτηση έγινε, µε αφορµή το επάγγελµα της αποκλειστικής νοσοκόµας. Αποκλειστικές νοσοκόµες που µισθώνονταν απευθείας από τον ασθενή υπήρχαν πάντα στα ελληνικά νοσοκοµεία. Το ΕΣΥ ποτέ δεν ήταν επαρκές, ακόµα και τα χρόνια προ κρίσης και ποτέ δεν πρόσφερε πλήρη φροντίδα στους νοσηλευόµενους, ποτέ δεν αντιµετώπιζε τον ασθενή ως έναν άνθρωπο που χρειάζεται «συνολική» φροντίδα, πάντοτε επικεντρωνόταν στην αντιµετώπιση του «περιστατικού».

Στα χρόνια της κρίσης, µεγάλο τµήµα της νοσηλείας, µεταφέρθηκε στην πλάτη του ασθενούς. Φαινόµενα όπως η έλλειψη φαρµάκων, ακόµα και καθαρών κλινοσκεπασµάτων ή επαρκούς σίτισης αντιµετωπίζονται µε κόστος και φροντίδα των ίδιων των νοσηλευόµενων. Βεβαίως η τραγικές ελλείψεις σε νοσηλευτικό και βοηθητικό προσωπικό στα νοσοκοµεία, που καθιστούν ανεπαρκή όχι µόνο τη φροντίδα αλλά ακόµα και την παρακολούθηση του ασθενούς, καθιστούν σχεδόν υποχρεωτική τη µίσθωση αποκλειστικής νοσοκόµας. Οι πολιτικές λιτότητας και τα κόµµατα που τις υπηρέτησαν είναι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας.

 

Κυκλώµατα «µεσολαβητών» αποκλειστικών νοσοκόµων και σωµατείο «µόνο για Ελληνίδες»

Στα νοσοκοµεία σήµερα λειτουργούν δύο κυκλώµατα µεσολαβητών αποκλειστικών νοσοκόµων. Το νόµιµο και το παράνοµο. Το κριτήριο για την επιλογή είναι το κόστος, και βάσει αυτού επιλέγουν οι ασθενείς σε ποιο κύκλωµα θα απευθυνθούν. Το σωµατείο των «Ελληνίδων Αποκλειστικών Νοσοκόµων» έκρινε σκόπιµο να διαφυλάττει τα συµφέροντα των µελών του όχι στρεφόµενο ενάντια στα κυκλώµατα, ούτε διεκδικώντας την κάλυψη όλων των εργαζοµένων του χώρου, ούτε ζητώντας από το ελληνικό κράτος να εντάξει το επάγγελµα στο ΕΣΥ, αλλά κηρύσσοντας πόλεµο στις «παράνοµες» αποκλειστικές. Είναι τραγικό όταν ένα σωµατείο ξεκινάει πόλεµο «µεταξύ των φτωχών», είναι ο σίγουρος τρόπος να διαιωνίσει τη δυστυχία τους, να πολλαπλασιάσει την αδικία εναντίον τους.

Οι µετανάστες στην Ελλάδα είναι οι πρώτοι εργαζόµενοι που µπήκαν µαζικά στην παραγωγή χωρίς ασφάλιση και χωρίς εργασιακά δικαιώµατα. Τα σωµατεία κράτησαν µια τέτοια στάση, αντί να τους γράψουν µέλη τους απαιτώντας ίση αµοιβή. Το αποτέλεσµα δεν ήταν να διαφυλαχθούν οι δουλειές των Ελλήνων, αλλά να αρχίσουν σιγά-σιγά και οι Έλληνες και Ελληνίδες να χάνουν τα εργασιακά τους δικαιώµατα. Σήµερα η επισφαλής και «µαύρη» εργασία είναι καθεστώς για τεράστιο τµήµα του εργατικού δυναµικού. Τα σωµατεία πρέπει να καλύπτουν ΟΛΟΥΣ και ΟΛΕΣ τις εργαζόµενες, ανεξαρτήτων εθνικότητας, ειδικότητας ή όποιου άλλου χαρακτηριστικού. Όχι απλώς για ηθικούς λόγους ή από ανθρωπισµό, αλλά γιατί είναι ο ΜΟΝΑ∆ΙΚΟΣ τρόπος να εξασφαλιστούν τα δικαιώµατά τους. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και ο συντεχνιακός συνδικαλισµός είναι ηθικός αυτουργός της δολοφονίας.

Ο ∆ιοικητής του Νοσοκοµείου, τρεις µέρες πριν, εξέδωσε έγγραφο στο οποίο όριζε πενταµελή επιτροπή Ελληνίδων, «νόµιµων» αποκλειστικών η οποία σε συνεργασία µε το προσωπικό ασφαλείας θα αναζητούσε και θα έδιωχνε τις παράνοµες αποκλειστικές. Του εγγράφου αυτού είχε προηγηθεί υπουργική απόφαση του Πολάκη στην οποία ρύθµιζε κριτήρια επιλογής των αποκλειστικών και καθιστούσε υπεύθυνους τον ∆ιοικητή, το νοσηλευτικό προσωπικό και το προσωπικό ασφαλείας. Ο ∆ιοικητής του νοσοκοµείου έχει σαφέστατα ευθύνη για το θάνατο της Γκαϊνέ λόγω του τρόπου που το χειρίστηκε και είναι απολύτως υποκριτικό το ότι διέταξε Ε∆Ε για να ερευνηθεί ο θάνατος.

Τέλος, το χυδαίο σχόλιο που δηµοσιεύτηκε στην εφηµερίδα Athens Voice, ένα σχόλιο που ανεξαρτήτως τοποθέτησης για όλα τα παραπάνω δεν είχε τη στοιχειώδη ευαισθησία του σεβασµού στο νεκρό, υπογραµµίζει κάτι πολύ σηµαντικό. Όταν ανάµεσα στους ανθρώπους που ζουν σε µια κοινωνία, µαθαίνουµε να αποδεχόµαστε τους διαχωρισµούς σε νόµιµους και παράνοµους (όχι λόγω πράξεων, αλλά λόγω «ιδιοτήτων»), σ’ αυτούς που «αξίζει» να ζουν και σε αυτούς που δεν αξίζει, στους ντόπιους και τους ξένους, τότε αυτό κάποια στιγµή γίνεται άποψη και ιδεολογία, κι αυτή δεν είναι άλλη από τη θεωρία του φασισµού και του κοινωνικού δαρβινισµού.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.