Βραζιλία: τι σημαίνει η εκλογή Μπολσονάρου

image_pdfimage_print

Του Βασίλη Μορέλλα

Στις 28 Οκτώβρη, ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία, την όγδοη µεγαλύτερη οικονοµία του κόσµου, ανέδειξε νικητή τον Ζαΐρ Μπολσονάρου, ακροδεξιό ρατσιστή, δηλωµένο οπαδό της στρατιωτικής δικτατορίας του ‘64-’85, διακηρυγµένο εχθρό όλων των εργατικών οργανώσεων και των µεταδικτατορικών κοινωνικών κατακτήσεων, διακηρυγµένο ρατσιστή και µισογύνη. Στην πραγµατικότητα, ο Μπολσονάρου εκπροσωπεί έναν κίνδυνο χειρότερο από τον «οµοϊδεάτη» του Τραµπ. Σε µια χώρα που ποτέ δεν έγινε αποχουντοποίηση και οι στρατηγοί εξακολούθησαν να εµπλέκονται στην πολιτική, ο Μπολσονάρου (πρώην λοχαγός ο ίδιος) εκφράζει στρατιωτικά δίκτυα που βαρύνονται µε εγκλήµατα κατά της ανθρωπότητας. Κυρίως όµως, εκφράζει το σχέδιο έκτακτης ανάγκης µιας άρχουσας τάξης σε πανικό µπροστά στον συνδυασµό σοβαρών οικονοµικών προβληµάτων και απειλητικού εργατικού κινήµατος. Μάλιστα σε περίοδο που η κυβερνώσα «αριστερά» του PT έχει χάσει το θρόνο της µετά από πολυετή αντικοινωνικά µέτρα και σωρεία σκανδάλων. Πρόκειται για σχέδιο υπέρβασης προς το αντιδραστικότερο µιας αστικής δηµοκρατίας σαπισµένης από τη διαφθορά και τις εκρηκτικές κοινωνικές ανισότητες. Με σιδερένια γροθιά, «τάξη και ασφάλεια».

Η βραζιλιάνικη οικονοµία

Το ποσοστό κέρδους των Βραζιλιάνων καπιταλιστών, πιεσµένο είτε από κρίσεις και υφέσεις είτε από εργατικές κατακτήσεις, πέφτει συνεχώς µετά το 1971, µε εξαίρεση τη δεκαετία του ’90. Αυτή η τάση, που χειροτέρεψε µετά το 2000, κάνει τον βραζιλιάνικο καπιταλισµό να νοσταλγεί τα χρυσά (γι’ αυτόν) πρώτα χρόνια της δικτατορίας κι επίσης τον κάνει πολύ µοχθηρό απέναντι σε στοιχειώδη δικαιώµατα των υποτελών στρωµάτων. Μιλάµε για τη χώρα των φαβέλων και των µαζικών αστυνοµικών φόνων κατά της λούµπεν παραβατικότητας. Ο φαύλος κύκλος µικρής παραγωγικότητας-µικρών κερδών-µικρών επενδύσεων, στις καλές εποχές «απλώς» µετρίαζε την ανάπτυξη. Τέτοια καλή εποχή ήταν περίπου η πρώτη δεκαετία από τα δεκατρία χρόνια που έτυχε να κυβερνά το PT, το «Εργατικό Κόµµα», µια βραζιλιάνικη εκδοχή του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η απατηλή «αριστερά» είχε γίνει σοσιαλφιλελεύθερη δύναµη χρόνια νωρίτερα. Από τη µια, προωθούσε µια νεοφιλελεύθερη ατζέντα ιδιωτικοποιήσεων και περικοπών σε τοµείς του κοινωνικού κράτους. Ο πρώτος ηγέτης του, ο Λούλα, είχε µειώσει τους µισθούς στο δηµόσιο, παίξει στο χρηµατιστήριο τα αποθεµατικά των ταµείων των εργαζοµένων, ευνοήσει το µεγάλο γαιοκτητικό κεφάλαιο και πλήξει το φυσικό περιβάλλον για χάρη των «επενδύσεων». Από την άλλη, τον καιρό της ανάπτυξης, είχε την πολυτέλεια να προσφέρει µέτρα «ανακούφισης» στα κατώτερα στρώµατα και ειδικά στην ακραία φτώχεια, διατηρώντας και επεκτείνοντας επιδοµατικά προγράµµατα που είχε ξεκινήσει η προηγούµενη δεξιά κυβέρνηση. Η ανεργία επίσης µειωνόταν εκείνο το διάστηµα, αλλά οι θέσεις εργασίας που δηµιουργούνταν, εννιά στις δέκα φορές ήταν των 350 ευρώ… Αυτή η παρελκυστική «ισορροπία» µεταξύ φιλανθρωπίας και λιτότητας µετατοπιζόταν συνεχώς προς τα δεξιά και άρχισε από νωρίς να προκαλεί αυξανόµενες κοινωνικές αντιδράσεις, βάσει της χαµηλής ανεργίας και του υψηλού πληθωρισµού. Μα ανατράπηκε τελείως µετά το 2013.

Τότε, σαν αργοπορηµένη συνέπεια της κρίσης του 2008 (π.χ. λόγω της επιβράδυνσης της Κίνας), η πτώση στη διεθνή ζήτηση κατακρήµνισε τις τιµές προϊόντων τα οποία εξάγει η Βραζιλία (ζάχαρη, σόγια, βοδινό, σίδηρος κ.ά.). Η διεθνής κρίση είχε κι άλλες συνέπειες, όπως ο περιορισµός ξένων επενδύσεων και δανεικών. Το ΑΕΠ, που επιβραδυνόταν ήδη από το 2011, έχασε σχεδόν το ένα τέταρτο της αξίας του το 2014-2016. Η φιλοκαπιταλιστική στρατηγική του PT, βρέθηκε πια πλήρως εκτεθειµένη στην εκλογική του βάση. Κρατώντας τους φόρους χαµηλά για τον πλούτο, µε πεσµένα τα εξαγωγικά έσοδα, η κυβέρνηση εκτόξευσε δηµόσιο έλλειµµα και χρέος, την ώρα που έκανε νέες περικοπές στον κοινωνικό προϋπολογισµό. Η διοργάνωση του Μουντιάλ ήταν αντιπροσωπευτικό παράδειγµα προτεραιοτήτων: ενώ ξοδεύονταν πάνω από 15 δισ. δολάρια για εργολάβους και λοιπούς «µπίζνεσµεν», οι συγκοινωνίες και η παροχή νερού στο Σάο Παόλο υπέφεραν, οι διαδηλώσεις αντιµετωπίζονταν µε ακραία καταστολή από αστυνοµία και εθνοφρουρά και κάπου… 200.000 άνθρωποι πετάχτηκαν από τα σπίτια τους για χάρη της ασφάλειας και των έργων. Από την άλλη, το PT δυσαρεστούσε και τους «από πάνω», µε την ασταθή αντιµετώπιση του ανερχόµενου κινήµατος. Παρά την προθυµία του PT να το καταπνίξει βίαια, άλλες φορές έκανε µικρο-παραχωρήσεις σε µεγάλες απεργίες (π.χ. το 2013) µετρώντας το πολιτικό κόστος.

Εν τω µεταξύ, η επίσηµη ανεργία διπλασιαζόταν µέσα σε δύο χρόνια (12% – 14% τα τελευταία τρία χρόνια) και η ανισότητα, που έτσι κι αλλιώς διατηρούνταν ψηλά, εξερράγη: το 2017 οι έξι πλουσιότεροι Βραζιλιάνοι είχαν όσα ο φτωχότερος µισός πληθυσµός (σε σύνολο 210 εκατοµµυρίων).

 

Από το PT στην ακροδεξιά: η πολιτική «µηχανική» που οδήγησε στον Μπολσονάρου

Στη Βραζιλία η ∆εξιά ήταν πάντα ισχυρή, έστω κι αν τα τελευταία χρόνια αντιπολιτευόταν το PT διασπασµένη. Η βάση της -εκτός από τα µεσαία και ανώτερα στρώµατα- ήταν επίσης η πολύ φτωχή και ανοργάνωτη µάζα που το PT προσπάθησε, αρχικά µε επιτυχία, να προσεταιριστεί µε την επιδοµατική πολιτική του. Ο σκληρός πυρήνας της ∆εξιάς κατάγεται από τα χρόνια της χούντας, η οποία ήταν πιο βάρβαρη απ’ την αντίστοιχη ελληνική. Το ’85 οι δικτάτορες στρατηγοί είχαν καταφέρει µια διαδικασία οµαλής επαναφοράς της αστικής δηµοκρατίας χωρίς οι ίδιοι να τιµωρηθούν, ουσιαστικά εξακολουθώντας να παρεµβαίνουν στα πολιτικά πράγµατα. Το κυβερνόν PT, του οποίου η ηγεσία είχε υποστεί βασανιστήρια επί δικτατορίας, δεν τα έβαλε ούτε καν µε τη στρατιωτική κάστα. Ακόµη και η Επιτροπή Αλήθειας που έστησε το 2012 για να ενισχύσει το δηµοκρατικό προφίλ του, είχε εξαρχής περιοριστεί στην ηθική δικαίωση των θυµάτων και όχι στην ποινική δίωξη των υπεύθυνων, εξερεθίζοντας το θηρίο χωρίς να το απειλεί πραγµατικά. Ακόµη χειρότερα, η «αριστερή» σοσιαλδηµοκρατία χρησιµοποίησε το ρατσισµό και τον εθνικισµό για να αναβαθµίσει τον βραζιλιάνικο ιµπεριαλισµό, δικαιώνοντας την ακροδεξιά ιδεολογία. Ο σηµερινός αντιπρόεδρος του Μπολσονάρου, στρατηγός Μουράο, πέρα από τις δηλώσεις ότι µια νέα χούντα θα µπορούσε να λύσει το κοινωνικό ζήτηµα, ήταν βασικός στρατιωτικός οργανωτής της σφαγής γυναικόπαιδων στην Αϊτή το 2005-2006. Τότε, ήταν η κυβέρνηση Λούλα που τον είχε στείλει στη µικρή και κατεστραµµένη χώρα ως διοικητή δύναµης κατοχής 9.000 ανδρών, µετά την πραξικοπηµατική εκδίωξη του Αϊτινού σοσιαλδηµοκράτη προέδρου, µε τη συνεργία της ∆ύσης. Ο Λούλα είχε έτσι τη βασική πολιτική ευθύνη και για τους 2.000 βιασµούς που διέπραξαν τα βραζιλιάνικα στρατεύµατα εκεί, στην απόπειρα να προαχθεί η Βραζιλία στην ιµπεριαλιστική αλυσίδα. Στηρίζοντας την εκστρατεία µε κατάλληλα επιχειρήµατα, νοµιµοποιούσε το ρατσισµό, το µιλιταρισµό και την ακροδεξιά, που µετέπειτα «δάγκωσαν» και τον ίδιο. Η βραζιλιάνικη στρατιωτική ηγεσία, µε την οποία προσπαθούσε επί 13 χρόνια να «συνεννοηθεί» το PT, χαιρέτισε πρώτη και σύσσωµη την νίκη του Μπολσονάρου.

Πολιτική κρίση, καπιταλιστική λύση

Για τους πολιτικούς και οικονοµικούς λόγους που αναφέραµε, ήταν ανάγκη και ευκαιρία για τους άρχοντες να αποκαθηλώσουν το εξασθενηµένο PT. Προσπάθησαν να το αντικαταστήσουν µε µια καθαρόαιµη ∆εξιά το 2016. Χρησιµοποιώντας τα σκάνδαλα που ενέπλεκαν ηγετικά στελέχη του PT, αποµάκρυναν τη διάδοχο του Λούλα, πρόεδρο Ντίλµα Ρούσεφ, και έφεραν στην εξουσία την κυβέρνηση Τεµέρ, δηλαδή τον… κυβερνητικό εταίρο της Ρούσεφ ως τότε. Μάλιστα, φέτος τον Απρίλη ο Λούλα φυλακίστηκε µε δωδεκαετή κάθειρξη για διαφθορά. Όµως αυτά δεν άρκεσαν. Από τη µια, η διερεύνηση των σκανδάλων άνοιξε τον «ασκό του Αιόλου» και τελικά ολόκληρο το πολιτικό σύστηµα αποκαλύφτηκε βαθιά διεφθαρµένο. Από την άλλη, η κυβέρνηση Τεµέρ δεν κατάφερε να αντιπαρέλθει τις λαϊκές αντιδράσεις, που κορυφώθηκαν πέρσι µε µια γιγάντια γενική απεργία (28/4/2017, µε αιχµή την υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης), µε σαράντα εκατοµµύρια διαδηλωτές, εκατοντάδες καταλήψεις και αποκλεισµούς δρόµων. Αυτός ο συνδυασµός δυσοίωνων οικονοµικών προοπτικών, απειλητικού κινήµατος και σήψης του παλιού πολιτικού συστήµατος περιλαµβανοµένης της κυβερνώσας «αριστεράς», οδήγησε την άρχουσα τάξη να υψώσει τον Μπολσονάρου και το κόµµα του από την πολιτική ανυπαρξία στο 55% και την προεδρία της χώρας, µέσα σε δυο χρόνια.

Οι «δεσµεύσεις» του Μπολσονάρου στοχεύουν να κολακέψουν τους νοµοταγείς µεσοαστούς ψηφοφόρους, αλλά κυρίως να παγώσουν κάθε κοινωνική αντίσταση µε τη βία ή το φόβο της βίας. Ώστε να περάσουν νέες ιδιωτικοποιήσεις, ανατιµήσεις σε καταναλωτικά αγαθά, µειώσεις µισθών και καίρια χτυπήµατα στο ασφαλιστικό. Αυτός και τα στελέχη του έχουν επανειληµµένα προαναγγείλει το τσάκισµα της Αριστεράς (πραγµατικής και κίβδηλης), των συνδικάτων και των κοινωνικών αντιστάσεων εν γένει, από τις οργανώσεις των ανέργων και τα ιθαγενικά κινήµατα για τη γη µέχρι τις ΛΟΑΤ συλλογικότητες. Επίσης, είναι δεδοµένο ότι θα ξεσπάσει πάνω στις περιθωριοποιηµένες φαβέλες, µέχρι και µε κινητοποίηση του στρατού. Αισιοδοξώντας για µια τέτοια αποκατάσταση της «σταθερότητας» το χρηµατιστήριο του Σάο Πάολο κατέγραψε ιστορικό ρεκόρ µετά τις εκλογές. Τελικά, ο Μπολσονάρου δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, αλλά κλιµακωτή συνέχεια των κυβερνήσεων PT και Τεµέρ, που ενέτειναν τα αντικοινωνικά µέτρα και τον συνοδευτικό αυταρχισµό.

 

Συγκρίσεις µε την ελληνική εµπειρία: η «πολιτική µηχανική» που γεννάει φαινόµενα Μπολσονάρου

Το πολιτικό «ανάπτυγµα» της Βραζιλίας προσφέρεται για συγκρίσεις µε τα καθ’ ηµάς. Πρώτα, για το πόσο αδίστακτη γίνεται µια «αριστερή κυβέρνηση» ρεφορµιστών ώστε να αναγνωριστεί από το σύστηµα, ανοίγοντας έτσι το δρόµο στην ∆εξιά – ή και την ακροδεξιά σε περίοδο κρίσης. Λούλα και Ρούσεφ λογοδοτούσαν στα κελεύσµατα της ντόπιας άρχουσας τάξης και του ∆ΝΤ, που ζητούσαν δηµοσιονοµικά πλεονάσµατα, περικοπές και ενθάρρυνση της επιχειρηµατικότητας, θυµίζοντας έντονα Ελλάδα. Μέσα στο ίδιο πλαίσιο είναι που ο ΣΥΡΙΖΑ πάτησε στην ανάπαυλα της κρίσης για να επεκτείνει το πιλοτικό πρόγραµµα Σαµαρά για το ελάχιστο εγγυηµένο εισόδηµα και να µοιράσει επιδόµατα αλληλεγγύης, ενώ από την άλλη εκτόξευε τις ιδιωτικοποιήσεις, αποχαλίνωνε την καταστροφή στις Σκουριές, ψήφιζε το νόµο Κατρούγκαλου και εισηγείται τώρα επιπρόσθετα περιουσιακά δικαιώµατα στην Εκκλησία…

Εξάλλου, είναι σύνηθες και διαχρονικό φαινόµενο το αληθινό πρόσωπο των ποικίλων σοσιαλδηµοκρατών να αποκαλύπτεται πιο πρώιµα και πιο ωµά στην εξωτερική πολιτική: εκεί τα θύµατα δεν στοιχίζουν εκλογικά. Έτσι, παρόµοια µε τον Λούλα, οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχουν πολύ καλές ιµπεριαλιστικές επιδόσεις. Εναγκαλιζόµενοι τα µατωµένα καθεστώτα της Αιγύπτου και του Ισραήλ, παραδίδοντας µαθήµατα εφαρµοσµένου αντιτουρκισµού και επεκτατισµού στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο, υιοθετώντας ακροδεξιές θεωρίες περί µακεδονικής απειλής, προσπαθώντας να πουλήσουν όπλα στη Σαουδική Αραβία κ.ο.κ. Αλλά και αποκηρύσσοντας τους πρόσφυγες πολέµου σαν ανεπιθύµητο βάρος, µε τις απελάσεις, το άγριο ξύλο στην εκκένωση της Ειδοµένης, τα κολαστήρια στα νησιά.

Υπάρχει προφανής σχέση ανάµεσα σε τέτοιες πολιτικές -σε εσωτερικό και εξωτερικό- και στη διατήρηση των ποσοστών της ΧΑ ή τις ακροδεξιές πρωτοβουλίες· η διαδοχή του PT από τον Τεµέρ και τον Μπολσονάρου είναι σηµαντικό παράδειγµα. Το µόνο που λείπει από την Ελλάδα είναι µια νέα επιδείνωση του «καιρού» στην οικονοµία. Λείπει, για την ώρα…

Τέλος, η Βραζιλία προσφέρει διδάγµατα για τις αριστερές τακτικές. Το PT είχε ξεκινήσει ως «πλατύ κόµµα», δηλαδή ως πολυτασικό ρεφορµιστικό κόµµα µε συµµετοχή επαναστατών, από την ίδρυσή του το 1980. Μάλιστα ως πολύ πιο ριζοσπαστικό από τον ΣΥΝ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά η σοσιαλφιλελεύθερη µετάλλαξή του είχε εκδηλωθεί ήδη τη δεκαετία του ’90 και οπωσδήποτε όταν ανέλαβε την κυβέρνηση το 2003. Ως τότε είχε ήδη διαγραφεί µία τροτσκιστική αντιπολίτευση (το PSTU το 1992) και είχαν ξεκινήσει οι διαγραφές της δεύτερης, ακόµη µεγαλύτερης, αριστερής/επαναστατικής πτέρυγας που το 2005 θα κατέληγαν στη διάσπαση και την ίδρυση του PSOL. Τότε είχε επίσης αποτυπωθεί ότι όσο πιο µακροχρόνια ήταν η συµβίωση επαναστατών και ριζοσπαστών µε το «πλατύ κόµµα» τόσο πιο µεγάλες συγχύσεις και απώλειες αυτοί θα υπέφεραν τελικά. Στην αριστερή διάσπαση του 2005, πάνω από τα τρία τέταρτα των 2.000 τροτσκιστών της αντιπολίτευσης θα επέλεγαν να παραµείνουν στο διεφθαρµένο PT, ενώ από τους αποχωρήσαντες πολλοί θα αποστρατεύονταν συντόµως… Το PT κατάπιε ανεπίστρεπτα τη µεγάλη πλειοψηφία ριζοσπαστών ή επαναστατών που πορεύτηκαν µε αυταπάτες περί ριζοσπαστικοποίησής του, ακόµη κι όταν αυτό βρέθηκε στην εξουσία. Και βέβαια, στην εξουσία πια, φρόντισε µε όλους τους τρόπους να απογοητεύσει και να παγώσει τους ψηφοφόρους του, να γραφειοκρατικοποιήσει τα συνδικάτα όπου µπορούσε, να ενισχύσει δεξιά και ακροδεξιά ιδεολογήµατα, να επιβεβαιώσει τη «συνέχεια του κράτους» σε κάθε επίπεδο. Όλα αυτά θα έπρεπε να είναι οφθαλµοφανή από τότε στους εισηγητές παρόµοιων θεωριών στην Ελλάδα, που έβαλαν πλάτη να «έρθει η ελπίδα» της απατηλής αριστεράς στην κυβέρνηση, µε επιχειρήµατα δοκιµασµένα και διαψευσµένα σε όλα τα σηµεία της υδρογείου. Το ελαφρυντικό της άγνοιας ποτέ δεν ήταν επαρκές και πλέον δεν υπάρχει καν…

Καθήκοντα

Το προηγούµενο διάστηµα, οι διεργασίες στην πέραν του PT βραζιλιάνικη αριστερά, επαναστατική και µη, επικέντρωναν στην ανάγκη ενιαίου µετώπου σε συνδικαλιστικό επίπεδο, στην απεργιακή πάλη. Οπωσδήποτε µια τέτοια εργατική απάντηση πρέπει να αποτελεί το επόµενο βήµα απέναντι στην αποκτήνωση του καπιταλισµού που διανοίγει ο Μπολσονάρου. Όµως πιθανά τα στοιχήµατα έχουν ήδη ανέβει. Το αν η οργανωµένη βία φτάσει να ασκείται από ένα φασιστικό κίνηµα µαζών, είναι ανοιχτό ερώτηµα. Τέτοια πρώτα δείγµατα υπάρχουν, είτε µε τις στρατιωτικού τύπου παρελάσεις οπαδών στις πόλεις, είτε µε τις επιθέσεις σε χωριά του Αµαζονίου. Αν και µόνο πρωτοφανές δεν είναι το φαινόµενο για τη χώρα και γενικά τη Λατινική Αµερική, πάντως είναι ανησυχητικό το µετεκλογικό κύµα εµπρησµών και φόνων κατά ιθαγενών από παρακρατικές πολιτοφυλακές, ώστε να προχωρήσουν πιο γρήγορα οι «επενδύσεις» (βλέπε καταστροφή του τροπικού δάσους). Ακόµη και χωρίς φασιστικό κίνηµα, είτε κεντρικά είτε αποκεντρωµένα και πρωτοβουλιακά, η ακροδεξιά βία και η κρατική καταστολή θα αναβαθµίσουν τη συνεργασία τους. Στη Βραζιλία πλέον αναδεικνύεται η ανάγκη µετώπου για ένα κατεξοχήν πολιτικό θέµα: την αντιµετώπιση της κρατικής και παρακρατικής βίας. Πίσω στην Ελλάδα δεν έχουµε φτάσει ακόµη ως εκεί: θα µας «αρκούσαν» προς το παρόν τα µέτωπα π.χ. για τη διοργάνωση µιας σοβαρής πανεργατικής απεργίας και τα πολιτικά συµπεράσµατα από τις προηγούµενες αποτυχίες. Μέχρι και γι’ αυτά όµως έχουµε ακόµη δρόµο µπροστά µας…

2 Σχόλια

  1. Και οι μετά Χριστόν Προφήτες (και εσύ και εγώ κατηγοριοποιούμαστε στους πρώην εθελοτυφλούντες) χρήσιμοι είναι…
    Συγχαρητήρια για την (περιληπτική) τεκμηρίωση του “φαινομένου”.
    Αν και δεν είμαι αντικειμενικός, το redtopia με τους αρθρογράφους του κατακτά όλο και πιο περίοπτη θέση στον μαρξιστικό ηλεκτρονικό “τύπο”.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.