«Κεντρώο» φτιασίδωµα του ρεβανσιστικού του προγράµµατος από τον Μητσοτάκη – κεντροαριστερός εκφυλισµός και διαπιστευτήρια «πολιτικού πολιτισµού» από τον Τσίπρα
Του Πάνου Κοσμά
Στο «παρά πέντε» των εκλογών της 7ης Ιουλίου η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν προώθησε µόνο τα µέτρα «ανακούφισης της κοινωνικής πλειοψηφίας» αλλά και κάποια άλλα, που από πρώτη µατιά µοιάζουν ανεξήγητα. Όπως, για παράδειγµα, το νοµοσχέδιο για τον νέο Ποινικό Κώδικα, ο οποίος ήταν γεµάτος µε εκδουλεύσεις προς το σύστηµα. Καλή ώρα, µε βάση τις προβλέψεις αυτού του νοµοσχεδίου απαλλάχθηκαν µερικά «καλά παιδιά» για την υπόθεση Ζίµενς, αποφυλακίστηκε ο Φλώρος, ενώ άλλα «καλά παιδιά» ζητούν την έκδοση µε βάση τις προβλέψεις του νέου Π.Κ. αποφάσεων δικαστηρίων που ελήφθησαν µε βάση τον παλιό Π.Κ. Εξάλλου, η αρχικώς προτεινόµενη ρύθµιση για το θέµα του βιασµού κάλυπτε τις πιο αντιδραστικές απόψεις – τελικά αποσύρθηκε κάτω από τη γενική κατακραυγή. Ύστερα από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, οι εκδουλεύσεις προς το σύστηµα συνεχίστηκαν, µε τη µορφή αυτή τη φορά αλλεπάλληλων διαπιστευτηρίων σε όλα τα επίπεδα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το κόµµα του «πολιτικού πολιτισµού», της «οµαλής εναλλαγής» και εν τέλει του «ήπιου κλίµατος».
Το «ήπιο κλίµα» είναι… παλιά µου τέχνη κόσκινο για τη σοσιαλδηµοκρατία, κι όχι µόνο της ύστερης α λα Σηµίτη και Γιωργάκη: µην ξεχνάµε ότι βαδίζοντας προς τις εκλογές του 1981, ο Αντρέας Παπανδρέου «άδειασε» κυνικά και συνειδητά κάθε προοπτική να πέσει η ∆εξιά υπό την πίεση ενός µαχητικού κινήµατος ύστερα από τη βάρβαρη καταστολή της ∆εξιάς και τους δύο νεκρούς (Κουµή – Κανελλοπούλου) στην πορεία του Πολυτεχνείου το 1980.
Από την άλλη, ο Μητσοτάκης, φρονίµως ποιών, δεν άκουσε τις συµβουλές του Μάκη Βορίδη ώστε να πολιτευτεί άµεσα µε γνώµονα ένα ιδεολογικοποιηµένο ρεβανσισµό ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ, προτιµώντας να ανταποκριθεί στη χειρονοµία περί «πολιτικού πολιτισµού» του ΣΥΡΙΖΑ και να φτιασιδώσει µε κεντρώο επίχρισµα την πολιτική του.
Τόσο η Ν∆ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν τηρούν χωρίς σοβαρό λόγο µια τέτοια στάση. Και οι δύο, θέλουν τώρα να «ξεφορτωθούν τις «δουλείες» που τους άφησαν σαν παρακαταθήκη οι εντάσεις των εκλογών και κυρίως η ταξική πόλωση που κρύβεται πίσω από αυτές τις εντάσεις. Κυρίως όµως θέλουν, για διαφορετικούς λόγους καθένας, να ξορκίσουν τους «δαίµονες» που απειλούν τον «πολιτικό τους πολιτισµό».
Μητσοτάκης: εντολοδόχος του ρεβανσισµού του κεφαλαίου
Στον καπιταλισµό, ιδιαίτερα σε αυτόν της περιόδου ύστερα από την κρίση του 2008, όλες οι ωµότητες διαπράττονται στο όνοµα υψηλών αξιών. Αυτή η γλώσσα παραλλαγής είναι πλέον τυπική και αναγνωρίσιµη και είναι πάντα προποµπός πολιτικών και κοινωνικών ωµοτήτων.
Θα το πούµε εξαρχής: η κυβέρνηση του Μητσοτάκη είναι εντολοδόχος των ρεβανσιστικών απαιτήσεων της ελληνικής άρχουσας τάξης. ∆εν έχει ούτε χρόνο ούτε διάθεση να καθυστερήσει στην προσπάθεια να υλοποιήσει αυτές τις απαιτήσεις.
Με το «κεντρώο» φτιασίδωµα και σηκώνοντας τη σηµαία της «ανάπτυξης», ο Μητσοτάκης προβάλλει το σύνθηµα που συµπυκνώνει τους φόβους και τα άγχη, αλλά και τις ελπίδες και τη βουλιµία της ελληνικής άρχουσας τάξης. Τι φοβάται και τι θέλει η αστική τάξη βάζοντας τον Μητσοτάκη να σηκώσει τη σηµαία της ανάπτυξης;
Πρώτο, φοβάται γιατί γνωρίζει ότι ο ελληνικός καπιταλισµός εξακολουθεί να είναι ουσιαστικά χρεοκοπηµένος. Με κρατικό χρέος πάνω από 180% του ΑΕΠ (όταν η χρεοκοπία τού χτύπησε την πόρτα το 2010 µε χρέος λίγο υψηλότερο του 125% του ΑΕΠ), µε διαρκή διεύρυνση του τµήµατος του χρέους που θα χρηµατοδοτείται από τις αγορές (το οποίο θα έχει σε κάθε περίπτωση ακριβότερο επιτόκιο) και µε τα τεράστια πρωτογενή πλεονάσµατα να απορροφούν πολύτιµους πόρους καθηλώνοντας τους ρυθµούς ανάπτυξης σε ισχνά έως µέτρια επίπεδα, η κατάσταση ουσιαστικής χρεοκοπίας παραµένει.
∆εύτερο, οι τράπεζες είναι επίσης χρεοκοπηµένες. Με «κόκκινα» δάνεια συνολικά γύρω στα 90 δισ. ευρώ και µε µεγάλα ποσά αναβαλλόµενου φόρου, οι τράπεζες είναι σε σηµαντικό βαθµό χρηµατοπιστωτικά κουφάρια, και ταυτόχρονα βαµπίρ που ζουν δεσµεύοντας και λεηλατώντας οικονοµικούς πόρους κι όχι χρηµατοδοτώντας την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Την «καθαρή έξοδο από τα µνηµόνια» ήθελαν και επέβαλαν πρώτοι απ’ όλους οι δανειστές επειδή, για µια σειρά λόγους, δεν ήθελαν ούτε µπορούσαν να συνεχίσουν να είναι κρατικοί διαχειριστές του ελληνικού χρέους. Επέβαλαν λοιπόν µια µακροχρόνια ρύθµιση µε θεµέλιο λίθο τις συµφωνίες για το ύψος των πρωτογενών πλεονασµάτων (που γι’ αυτό δεν αλλάζουν) µε την οποία κατά συνθήκη το ελληνικό κρατικό χρέος θεωρείται βιώσιµο και οι ελληνικές τράπεζες «υγιείς» – αν και µε προβλήµατα. Αυτές οι δύο παραδοχές είναι κατά συνθήκην ψεύδη, αφού κρύβουν δύο µείζονα δοµικά/«υπαρξιακά» προβλήµατα για τον ελληνικό καπιταλισµό. Αυτά τα προβλήµατα κρύβονται κάτω από το «χαλί» των ρευστών διαθεσίµων ύψους περίπου 37 δισ. ευρώ, του περίφηµου «µαξιλαριού» ρευστότητας, που εξασφαλίζει τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους µέχρι και το 2022 και υπό προϋποθέσεις για λίγα ακόµη χρόνια ύστερα από αυτό. Όµως αυτό το «µαξιλάρι» δεν θα σηµαίνει πολλά πράγµατα αν µια νέα διεθνής κρίση «κλείσει» ξανά τις αγορές, ιδιαίτερα για τις χώρες µε τα µεγαλύτερα προβλήµατα κρατικού και ιδιωτικού χρέους – και η Ελλάδα είναι το δακτυλοδεικτούµενο παράδειγµα παγκοσµίως…
Με αυτά τα θεµελιώδη δεδοµένα, ο ελληνικός καπιταλισµός µοιάζει µε τον µελλοθάνατο που περιµένει την «ώρα της κρίσεως», η οποία αργά ή γρήγορα θα έρθει. Εν προκειµένω, η «ώρα της κρίσεως» είναι η στιγµή που ο ανοδικός οικονοµικός κύκλος διεθνώς θα «γυρίσει» σε µια σηµαντική επιβράδυνση ή και ύφεση. Σε αυτή την περίπτωση, ο µεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι η επιβράδυνση ή η ύφεση καθαυτές, αλλά η ισχυρή πιθανότητα να πυροδοτήσουν µια νέα διεθνή χρηµατοπιστωτική κρίση. Σε ένα τέτοιο ενδεχόµενο, που τοποθετείται στο βραχυ-µεσοπρόθεσµο ορίζοντα κι όχι «κάποτε» στο µακρινό µέλλον, ο ελληνικός καπιταλισµός έχει κλείσει ραντεβού στα «γουναράδικα» της παγκόσµιας κερδοσκοπίας και τοκογλυφίας.
Τα ισχυρά ρίγη ρεβανσισµού που διατρέχουν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής άρχουσας τάξης εδράζονται πρώτα απ’ όλα σε αυτόν το δικαιολογηµένο φόβο: πρέπει να κάνει τα πάντα «εδώ και τώρα» για να οχυρωθεί απέναντι στον επερχόµενο κίνδυνο. Και τι µπορεί να κάνει; Πρέπει να στηρίξει τις τράπεζές του και να λεηλατήσει πόρους απ’ όλες τις δυνατές πηγές για να χρηµατοδοτήσει το κεφάλαιο. Αυτό σηµαίνει µια πιο ωµή διαχείριση, που παρά τις καλές του υπηρεσίες από τον Ιούλιο του 2015 µέχρι και χθες, δεν ήταν κατάλληλος να υλοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. ∆ιότι τα «λεφτά» δεν υπάρχουν στη στρατόσφαιρα: είναι ο πλούτος που παράγεται στην κοινωνική καπιταλιστική παραγωγή και µετριέται κάθε χρόνο µε το ΑΕΠ. Εξοικονόµηση πόρων για τις τράπεζες και την «ανάπτυξη», δηλαδή για τις ανάγκες του κεφαλαίου, σηµαίνει αντίστοιχη αφαίµαξη πόρων από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώµατα.
Έτσι εξηγούνται οι «µεγάλες ιδέες» που έχουν ακουστεί (ανεξάρτητα σε ποιο βαθµό ή αν θα εφαρµοστούν όλες):
• Η χρησιµοποίηση µέρους του «µαξιλαριού» ρευστών διαθεσίµων για να στηριχτούν κεφαλαιακά οι τράπεζες, να απαλλαγούν δηλαδή από µεγάλο µέρος του σάπιου ενεργητικού των «κόκκινων» δανείων. Βεβαίως αυτή η κίνηση, πέραν του ότι απαιτεί τη σύµφωνη γνώµη των δανειστών, θα κρεµάσει τον ελληνικό καπιταλισµό στα µανταλάκια των αγορών, αλλά ο πνιγµένος από τα µαλλιά του πιάνεται…
• Η κατάργηση του Κοινωνικού Εισοδήµατος Αλληλεγγύης (το 200σάρι στους εξαθλιωµένους), η οποία µεταφράζεται σε πόρους 800 περίπου εκατοµµυρίων ευρώ ετησίως, για να χρηµατοδοτηθούν οι φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο.
• Η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήµατος δηµόσιας περιουσίας, υποδοµών και κοινών αγαθών (τοµέας στον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ έπραξε τα άµεσα επιβαλλόµενα από τους δανειστές αλλά δεν έδειξε ζήλο για τις αναγκαίες «επιταχύνσεις»…). Είναι µια µορφή µεταφοράς δηµόσιων πόρων στο κεφάλαιο µπιρ παρά, µε εξασφαλισµένες υποδοµές και κύκλο εργασιών… Η ∆ΕΗ και το Ελληνικό θα είναι µόνο η αρχή.
• Η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης – µια επιχείρηση µεταφοράς ασφαλιστικών πόρων στους ιδιώτες.
• Η άµεση και έµµεση ιδιωτικοποίηση τµηµάτων του δηµόσιου εκπαιδευτικού µηχανισµού – ένα ακόµη δώρο στους ιδιώτες επιχειρηµατίες.
• Η µείωση των φόρων για το κεφάλαιο (µείωση φορολογικών συντελεστών κερδών, µείωση ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ.).
• Η πλήρης κατεδάφιση των εργασιακών σχέσεων.
Είναι εποµένως φανερό γιατί η «ανάπτυξη» είναι κεντρική έννοια στο πρόγραµµα του Μητσοτάκη. Και είναι επίσης φανερό γιατί µια τέτοια πολιτική, που θα καθηλώσει την εσωτερική ζήτηση, στηρίζεται τόσο πολύ στην ελπίδα των ξένων επενδύσεων και στο «σάρωµα των εµποδίων στο δρόµο της ανάπτυξης».
Τέλος, είναι επίσης φανερό γιατί ο ελληνικός καπιταλισµός -και σε αυτό τον τοµέα ο ΣΥΡΙΖΑ ξεπέρασε και τη ∆εξιά- είναι έτοιµος για κάθε τυχοδιωκτισµό στα ζητήµατα των ΑΟΖ και των σχέσεων µε το δυτικό ιµπεριαλισµό: «ανοίγοντας το παιχνίδι», ελπίζει ότι αυξάνει τις πιθανότητές του να βρει συµµάχους και «κατανόηση» στα ιµπεριαλιστικά κέντρα, να αποφύγει τα χειρότερα και τελικά να βγει κερδισµένος.
ΣΥΡΙΖΑ: κεντροαριστερός εκφυλισµός και «πολιτικός πολιτισµός»
Οι προεκλογικές εκδουλεύσεις προς το σύστηµα και τα µετεκλογικά διαπιστευτήρια «πολιτικού πολιτισµού» του ΣΥΡΙΖΑ έχουν, αντίστοιχα, τους δικούς τους λόγους:
Πρώτο, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εµπλακεί σε πόλεµο απόκτησης ερεισµάτων στο «βαθύ κράτος» (δικαστικό µηχανισµό, µίντια, κορυφαίους επιχειρηµατίες) για να µπορέσει να σταθεί πολιτικά. Και όλοι γνωρίζουµε ότι αυτοί οι πόλεµοι είναι πάντα «βρόµικοι» και διεξάγονται µε βρόµικα µέσα. Ο Λούλα και η Ρούσεφ είναι σε άλλη ήπειρο, αλλά συµβολίζουν µια πραγµατική απειλή για κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ: να εµπλακούν σε σκάνδαλα και δικαστικές διώξεις. Τα διαπιστευτήρια «πολιτικού πολιτισµού» ισοδυναµούν µε έκκληση για «ασυλία»…
∆εύτερο, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει έναντι µιας τέτοιας ασυλίας να προσφέρει κάτι σηµαντικό: να ρίξει το βάρος του ώστε η αντιπολίτευση στην κυβερνητική πολιτική Μητσοτάκη να µη βγει εκτός του πλαισίου του «πολιτικού πολιτισµού» και των «κονταροχτυπηµάτων» στη Βουλή και σε καµία περίπτωση να µην προσλάβει χαρακτηριστικά µαζικής αντιπαράθεσης στο δρόµο. Ο ΣΥΡΙΖΑ µπορεί να προσφέρει σε αυτό καλές υπηρεσίες ακριβώς γιατί δεν είναι ίδιος µε τη Ν∆: δεν είναι ένα αστικό κόµµα αλλά ένα εκφυλισµένο σοσιαλδηµοκρατικό κόµµα που «συνοµιλεί» µε τους φόβους και τις αυταπάτες, δηλαδή τις ελπίδες, µεγάλου µέρους του «λαού της Αριστεράς» και εργατικών/λαϊκών στρωµάτων που το πολιτικό/ταξικό τους ένστικτο τους λέει ότι ο Μητσοτάκης θα είναι µια φονική µηχανή του κεφαλαίου ενάντια στα δικαιώµατά τους.
Τρίτο, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ζητεί µόνο ασυλία. Ζητεί επιπλέον -και κυρίως- τα αστικά διαπιστευτήρια για να αποτελέσει το δεύτερο πυλώνα του «δικοµµατισµού» εξελισσόµενος σε «σοβαρό» κεντροαριστερό κόµµα, κανιβαλίζοντας σε αυτή την προοπτική και το ΚΙΝΑΛ.
Όλα αυτά εξαντλούν τα περιθώρια «µαχητικής» αντιπολίτευσης σε δηµαγωγίες στη Βουλή – και αυτές χωρίς να εκφεύγουν από τα όρια του «πολιτικού πολιτισµού».
Τον Μητσοτάκη θα τον σταµατήσουµε στο δρόµο!
Τόσο το σχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη για υλοποίηση ενός ρεβανσιστικού προγράµµατος όσο και το σχέδιο του Τσίπρα για «ελεγχόµενη» αντιπολίτευση και µετασχηµατισµό του ΣΥΡΙΖΑ σε «µεγάλη δηµοκρατική παράταξη» µε τη συναίνεση του «µεγάλου αφεντικού», δηλαδή της αστικής τάξης, κινδυνεύουν να τιναχτούν στον αέρα από δύο βασικές αιτίες:
Πρώτο, από την υποτροπή της κρίσης του ελληνικού καπιταλισµού – µια ισχυρή πιθανότητα που, όπως είπαµε παραπάνω, τοποθετείται στο βραχυ-µεσοπρόθεσµο χρονικό ορίζοντα.
∆εύτερο, από την πιθανότητα να εκδηλωθεί αυτό ακριβώς που φοβούνται τόσο ο Μητσοτάκης όσο και ο Τσίπρας. Μαζική αντίσταση στις κυβερνητικές πολιτικές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, µε βεβαρηµένο «ιστορικό», απέτυχε να σταµατήσει τον Μητσοτάκη στις εκλογές. Τώρα, µε όλων των ειδών τις εκλογές να απέχουν θεωρητικά 4 χρόνια, κανείς δεν µπορεί να πιστέψει ότι θα σταµατήσουµε τον Μητσοτάκη στη Βουλή. Στο ερώτηµα «πώς θα σταµατήσουµε στον Μητσοτάκη» ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να προσφέρει απάντηση, ή µάλλον έχει να προσφέρει µια απάντηση και λαθεµένη και µη πειστική. Όταν το «µαστίγιο της αντίδρασης» θα δουλεύει υπερωρίες, ο µαζικός εξωκοινοβουλευτικός αγώνας, ο «δρόµος», θα είναι η µόνη απάντηση.
Αυτή την απλή αλήθεια πρέπει η Αριστερά και οι µαχόµενες δυνάµεις του κινήµατος να κάνουν µαζική γραµµή: Όχι στο «ήπιο κλίµα» – όχι στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες – τον Μητσοτάκη θα τον σταµατήσουµε στο δρόµο!
Η κυβέρνηση της Ν∆ θα είναι στο εξής ο βασικός «µηχανισµός» που ασκεί πολιτικές για τα συµφέροντα του κεφαλαίου. Θα το κάνει από τη θέση και µε το ζήλο του βασικού κόµµατος του κεφαλαίου, που ως εντολοδόχος του ρεβανσισµού της άρχουσας τάξης, έρχεται για να εφαρµόσει ένα ρεβανσιστικό πρόγραµµα. ∆ίπλα σε αυτήν, πρέπει να έχουµε συνεχώς το νου µας για την ακροδεξιά «πρωτοπορία» και το ενδεχόµενο, αν οι περιστάσεις το ευνοήσουν ή το «απαιτήσουν», να εκφραστεί ξανά στο δρόµο, τραµπουκίζοντας ιδέες, κόσµο και συλλογικότητες της Αριστεράς και του κινήµατος. Αυτοί είναι οι πολιτικοί στόχοι που πάνω τους πρέπει να χτυπάνε όλα τα «σφυριά». Όποιος συσκοτίζει την απόλυτη προτεραιότητα να εστιάσουµε σε αυτούς τους στόχους και να συγκεντρώσουµε δυνάµεις ενάντιά τους, απλούστατα υπονοµεύει τη δυνατότητα να παλέψουµε αποτελεσµατικά εναντίον τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικός αντίπαλος αλλά όχι ταξικός εχθρός. Ο ρεφορµισµός (εν προκειµένω εκφυλισµένος/σοσιαλδηµοκρατικού τύπου ρεφορµισµός) είναι πολιτικός αντίπαλος για την ταξική/αντικαπιταλιστική Αριστερά, είναι «πράκτορας» των αστικών ιδεών και πρακτικών µέσα στο εργατικό κίνηµα και την Αριστερά, αλλά είναι ο αντίπαλος που πρέπει να νικήσουµε για να παλέψουµε αποτελεσµατικά το «µεγάλο αφεντικό», τον Μητσοτάκη σαν πολιτικό εκπρόσωπο της άρχουσας τάξης. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξασφάλισε το 31,5% και τη θέση του ηγεµονικού φορέα της «µεγάλης δηµοκρατικής παράταξης» πατώντας πάνω στους φόβους και τις αυταπάτες κόσµου της Αριστεράς και των εργαζόµενων τάξεων, που χάρη σε ένα σωστό γενικά πολιτικό και ταξικό ένστικτο αντιλαµβάνονται ότι απειλούνται από τις πολιτικές µιας ρεβανσιστικής δεξιάς. Το γεγονός ότι ο κόσµος αυτός επέλεξε τον ΣΥΡΙΖΑ για να βάλει κάποιο εκλογικό «φρένο» στον Μητσοτάκη, το γεγονός ότι στις 7 Ιουλίου µε αυτή τη λογική ψήφισαν ακόµη και ψηφοφόροι του ΚΚΕ ή και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ την 26η Μαΐου, δείχνει ότι αυτός ο κόσµος δεν έβλεπε άλλο αξιόπιστο τρόπο για να σταµατήσουµε τον Μητσοτάκη. Αν η πολιτική της Αριστεράς δεν µπορεί να ξεχωρίσει το ιστορικό κόµµα του κεφαλαίου από το ρεφορµισµό (έστω και εκφυλισµένο/σοσιαλδηµοκρατικού τύπου), αν δεν µπορεί να ξεχωρίσει το «λαό της δεξιάς» (και άκρας δεξιάς) από το «λαό της Αριστεράς», αν δεν µπορεί να ξεχωρίσει την αστική τάξη και τους µικροµεσαίους συµµάχους της από τις πολιτικές αυταπάτες των εργαζόµενων τάξεων, τότε δεν µπορεί να ασκήσει καµία αποτελεσµατική πολιτική. Θα συνεχίσει να αποξενώνεται από τον κόσµο και να χάνει τις µάχες της εκπροσώπησής του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση του Μητσοτάκη πρέπει να στοχοποιηθεί για τις πολιτικές της και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ γιατί ούτε θέλει ούτε µπορεί να σταµατήσει τον Μητσοτάκη. Γιατί η κριτική της στις πολιτικές Μητσοτάκη είναι και λειψές και λαθεµένες και -κυρίως- γιατί ο τόπος και ο τρόπος για να σταµατήσουµε αυτές τις πολιτικές δεν είναι οι δηµαγωγίες στη Βουλή και ο επικοινωνιακός πόλεµος, αλλά το κίνηµα αντίστασης, ο δρόµος. Γιατί, παίζοντας το κακόγουστο παιχνίδι του «ήπιου κλίµατος» και του «πολιτικού πολιτισµού», και συµπαρατασσόµενη στο εργατικό κίνηµα ενεργά µε τις δυνάµεις της Ν∆ και του ΚΙΝΑΛ, προδίδει ανοιχτά τις διαθέσεις µεγάλου µέρους των ψηφοφόρων της για αντίσταση στον Μητσοτάκη.
Οργανώνοντας τη µαζική εξωκοινοβουλευτική αντίσταση στις πολιτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, µπορούµε να νικήσουµε και τον Τσίπρα µε βάση το γενικό προσανατολισµό «Όχι στο ‘‘ήπιο κλίµα’’ – όχι στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες – τον Μητσοτάκη θα τον σταµατήσουµε στο δρόµο!».
Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» Νο 12 που κυκλοφορεί
Υποβολή απάντησης