Τι προοπτικές ανοίγει η αύξηση του κατώτατου μισθού

image_pdfimage_print

Του Ηλία Ιωακείμογλου

Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου µισθού κατά περίπου 10% στις µικτές αποδοχές, που προέκυψε ως στοιχείο συριζαϊκού ελιγµού για τις ανάγκες της προεκλογικής περιόδου, βρίσκεται χιλιάδες µίλια µακριά από αυτά που θα έπρεπε να επιδιώκει για τον κατώτατο µισθό µια ειλικρινής, συνεπής κυβέρνηση της Αριστεράς:

  να αποδιαρθρωθεί ο ισχύων µηχανισµός νοµοθετικού καθορισµού των µισθών καταργώντας όλους τους σχετικούς νόµους,

  να επιστρέψει ο καθορισµός του ελάχιστου µισθού στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύµβαση Εργασίας,

  να επανέλθει ο ελάχιστος µισθός µεµιάς στο επίπεδο των 751 ευρώ,

  να επανιδρυθεί η Επιθεώρηση Εργασίας, να στελεχωθεί µε αξιόµαχα στελέχη ισχυρής ταξικής συνείδησης και να καταργηθούν όλοι οι νόµοι που εµποδίζουν το έργο της, και

  τα συνδικάτα να δώσουν τη µάχη ενάντια στις αυθαιρεσίες και τις παράνοµες ενέργειες των εργοδοτών, που τους επιτρέπουν να καταβάλλουν µισθούς µικρότερους ακόµη και από τον κατώτατο.

Αυτά τα επιδιώκουν µόνο οι αντικαπιταλιστικές δυνάµεις, και προφανώς εµπίπτουν στα µεσοπρόθεσµα καθήκοντά τους. Η κατάσταση, όµως, δηµιουργεί γι’ αυτές και άµεσα καθήκοντα.

 

Τα άµεσα καθήκοντα

Το άµεσο καθήκον για τις αντικαπιταλιστικές δυνάµεις είναι να φροντίσουν τώρα ώστε η αύξηση του κατώτατου µισθού, όσο µικρή και εάν είναι (ιδιαίτερα όταν την υπολογίσουµε µετά την αφαίρεση των επιπλέον φόρων, που θα πρέπει να καταβληθούν), να διαχυθεί στον µέγιστο δυνατό βαθµό στο σύνολο της µισθολογικής κλίµακας. Αυτό δεν είναι καθόλου ανεδαφικό· αντιθέτως, βασίζεται σε µια ισχυρή τάση που δηµιουργεί η αύξηση του κατώτατου µισθού· ας πάρουµε όµως τα πράγµατα από την αρχή:

O µέσος µισθός στον επιχειρηµατικό τοµέα της οικονοµίας, διαµορφώνεται στην αγορά εργασίας, και σε µια οποιαδήποτε αναπτυγµένη οικονοµία και οποιαδήποτε στιγµή, εξαρτάται κυρίως από δύο παράγοντες: από το ποσοστό ανεργίας και από τον «µισθό αναφοράς», δηλαδή έναν µισθό που θεωρείται «αναγκαίος», «δίκαιος», «κανονικός» µισθός, δηλαδή ένας µισθός που επιτρέπει στους εργαζόµενους να συντηρούνται και να αναπαράγονται συµµετέχοντας στον γενικό πλούτο της κοινωνίας. Ένα σηµαντικό στοιχείο για τον καθορισµό του αναγκαίου µισθού, εποµένως και του µέσου µισθού, είναι ο κατώτατος µισθός, καθώς αποτελεί «µισθό αναφοράς», διότι καθορίζει το µέτρο του αναγκαίου µισθού, του απαραίτητου µισθού για την απλή, ανειδίκευτη εργασία, για τους ανειδίκευτους εργαζόµενους (µε µαρξιστικούς όρους είναι, δηλαδή, η αξία της ανειδίκευτης εργασιακής δύναµης). Όταν µεταβάλλεται ο ελάχιστος µισθός, ολόκληρη η µισθολογική κλίµακα τείνει να αναδοµηθεί µε βάση τον ελάχιστο µισθό ώστε να διατηρούνται λίγο-πολύ σταθερές οι αναλογίες κατά τις οποίες αµείβονται οι διαφορετικές µερίδες µισθωτών, όπως αυτές διαµορφώνονται από τις γνώσεις και τις δεξιότητες, τη θέση εργασίας, την επαγγελµατική πείρα, τα χαρακτηριστικά της επιχείρησης και του κλάδου κ.λπ. Η αύξηση του ελάχιστου µισθού δηµιουργεί αυξητική τάση των µισθών στον ιδιωτικό τοµέα. Αυτό είναι κάτι που συµβαίνει σε όλες τις χώρες και σε όλες τις εποχές του αναπτυγµένου καπιταλισµού: οι µεταβολές του κατώτατου µισθού αντανακλώνται στον µέσο µισθό (θεωρώντας όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς).

Η ανάλυση των ιστορικών στατιστικών στοιχείων για την Ελλάδα µάς δείχνει ότι η διάχυση των αυξήσεων του κατώτατου µισθού στις λοιπές αµοιβές εργασίας είναι η κανονική, αναµενόµενη εξέλιξη των πραγµάτων. Βέβαια, η απόκριση των µισθών σε µια µείωση του ελάχιστου µισθού δεν είναι η ίδια σε όλα τα επίπεδα της µισθολογικής ιεραρχίας, καθώς οι υψηλότεροι µισθοί είναι σχετικά πιο προστατευµένοι από τις µεταβολές του ελάχιστου µισθού. Έτσι, η αύξηση του ελάχιστου µισθού µειώνει τις µισθολογικές ανισότητες, καθώς έχει µεγάλη επίπτωση στους µισθούς κάτω από τον διάµεσο µισθό και συγκριτικά µικρότερη επίπτωση στους υψηλότερους µισθούς (µηδενική δε στους µισθούς των στελεχών του ιδιωτικού τοµέα, των οποίων ο µισθός περιλαµβάνει αµοιβή εργασίας και συµµετοχή στα κέρδη ως πρόσοδο).

Εποµένως, έχοντας τις παραπάνω ιδιότητες, ο κατώτατος µισθός έχει στρατηγική σηµασία για τον σχηµατισµό των µισθών των υπολοίπων εργαζοµένων (πλην των στελεχών). Πολύ δε περισσότερο που µε το µνηµονιακό θεσµικό πλαίσιο ορίζεται ότι οι µισθοί των εργαζοµένων στις δηµόσιες επιχειρήσεις οφείλουν να είναι σε αρµονία µε το µισθολόγιο στην κεντρική κυβέρνηση, της οποίας οι µισθοί οφείλουν να είναι σε αρµονία µε τους µισθούς του ιδιωτικού τοµέα. Ως εκ τούτου, οι µεταβολές στους µισθούς του ιδιωτικού τοµέα πρέπει να αποτελούν στο εξής γνώµονα για τους λοιπούς µισθούς. Επειδή. όµως, αυτοί οι τελευταίοι εξαρτώνται από τον κατώτατο µισθό (µε ισχυρή στατιστική συσχέτιση), αυτός αποκτά κεντρικό ρόλο στον καθορισµό ολόκληρου του µισθολογικού φάσµατος (εκτός των στελεχών των επιχειρήσεων, ας πούµε του 5% των πιο υψηλών µισθών).

Επειδή έτσι έχουν τα πράγµατα, υπάρχει έτοιµο το έδαφος (δηλαδή οι αντικειµενικές συνθήκες) µιας τέτοιας προσπάθειας γενικής ανόδου των µισθών. Για τις υποκειµενικές συνθήκες, ας φροντίσουµε εµείς.

 

Τα µεσοπρόθεσµα καθήκοντα

Ωστόσο, οι αυξήσεις που µπορούµε να επιτύχουµε στον κατώτατο µισθό και µέσω αυτού στον µέσο µισθό ελέγχονται σε µεγάλο βαθµό από το µνηµονιακό θεσµικό πλαίσιο, το οποίο περιέχει έναν αυτόµατο πιλότο καθορισµού των µισθών προσδένοντας τον κατώτατο µισθό στους µισθούς των χωρών της Κεντρικής και της νοτιο-ανατολικής Ευρώπης. Έχουν δηλαδή δηµιουργηθεί θεσµικές προϋποθέσεις για την επαναφορά του κατώτατου µισθού στα «σωστά» χαµηλά επίπεδα, όταν αυτός υπερβαίνει τα επίπεδα εκείνα που ορίζουν οι νόµοι. Προβλέπεται στον νόµο 4046/2012 ότι «θα επισκοπούµε σε συνεχή βάση τα αποτελέσµατα αυτών των µέτρων στην αγορά εργασίας και στο ανά µονάδα κόστος εργασίας και, εάν χρειαστεί, θα λάβουµε πρόσθετα διορθωτικά µέτρα» (σελ. 713-714 του ΦΕΚ Α 28/14-2-2012). Εποµένως, µε βάση τα κριτήρια που ορίζει ο νόµος, η όποια βραχυπρόθεσµη απόκλιση προς τα επάνω οφείλει να «διορθωθεί» εν συνεχεία από την (όποια) κυβέρνηση.

Έτσι, κάθε επιτυχία που θα µπορούσαµε να έχουµε βραχυπρόθεσµα, όσον αφορά τη διάχυση των αυξήσεων του κατώτατου µισθού στους υπόλοιπους µισθούς, εξαρτάται από την ικανότητά µας να αποδιαρθρώσουµε, µεσοπρόθεσµα, το νοµοθετικό πλαίσιο καθορισµού του κατώτατου µισθού που ισχύει σήµερα.

Υπάρχει ακόµα κάτι σηµαντικό: Οι εργοδότες, ιδιαίτερα µετά την καθιέρωση ενός εξαιρετικά ευνοϊκού για τις επιχειρήσεις θεσµικού πλαισίου της αγοράς εργασίας, επιδιώκουν την περαιτέρω µείωση των µισθών, κάτω από τα νόµιµα επίπεδα του ελάχιστου µισθού, κάνοντας χρήση και κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώµατος και της δραµατικής αύξησης της ανεργίας, που τους ευνοεί υπέρµετρα στη διαπραγµάτευση, επινοώντας τρόπους παράκαµψης ή παραβίασης των νόµων. Ως παράδειγµα, είναι γνωστό σε όλους πλέον ότι είναι ευρέως διαδεδοµένη η «µέθοδος» της καταβολής ολόκληρου του νόµιµου ελάχιστου µισθού και της επιστροφής, ατύπως, ενός µέρους του από τον µισθωτό στον εργοδότη. Πώς αντιµετωπίζεται αυτό, είναι γνωστό: πρέπει να επανιδρυθεί η Επιθεώρηση Εργασίας, να στελεχωθεί µε αξιόµαχα στελέχη ισχυρής ταξικής συνείδησης και να καταργηθούν όλοι οι νόµοι που εµποδίζουν το έργο της, και τα συνδικάτα να δώσουν τη µάχη ενάντια στις αυθαιρεσίες και τις παράνοµες ενέργειες των εργοδοτών, που τους επιτρέπουν να καταβάλλουν µισθούς µικρότερους ακόµη και από τον κατώτατο.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.