1

Τα εθνικιστικά συλλαλητήρια και οι πολιτικές εξελίξεις

Του Αλέξη Λιοσάτου

Το εθνικιστικό συλλαλητήριο της 20/1 στο Σύνταγμα αποδεικνύει ότι ο ελληνικός εθνικισμός δεν είναι τόσο ισχυρός όσο θα ήθελαν οι εκπρόσωποί του. Οι 60.000 διαδηλωτές σύμφωνα με την αστυνομία (και σίγουρα κάτω από 100.000 διαδηλωτές, σύμφωνα με αρκετούς αυτόπτες μάρτυρες, νούμερο που δεν αλλάζει τα συμπεράσματα) συνιστούσαν αποκλιμάκωση του μακεδονοφάγου κλίματος και «πράσινο φως» στον Τσίπρα να ολοκληρώσει την ψήφιση της Συμφωνίας, όπως και έκανε. Το συλλαλητήριο έδειξε αδυναμία του εθνικισμού να καθορίσει αποφασιστικά τις εξελίξεις ανατρέποντας την κυβέρνηση ή τη Συμφωνία. Για άλλη μια φορά, μια κινητοποίηση που είχε χορηγούς τη συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ και της Εκκλησίας, όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα πλην ΣΥΡΙΖΑ αγκαλιά με τους δολοφόνους Ναζί της ΧΑ, στρατιωτικές οργανώσεις, τμήματα της αστυνομίας, καλλιτέχνες (ακόμα και αρκετούς που πρόσκεινται στην Αριστερά, όπως ο Β. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος καταγράφεται στο ΚΚΕ), η συντριπτική πλειονότητα δήμων και περιφερειών, ποδοσφαιρικές ομάδες (π.χ. Ολυμπιακός-Μαρινάκης), πάσης φύσεως αθλητικές εκπομπές, πάσης φύσεως σύλλογοι κ.ά. μαζί με τμήματα του κεφαλαίου, έπιασε το «ταβάνι» των 100.000. Παρά τα μεγάλα λόγια για τα 3.000 λεωφορεία απ’ όλη την Ελλάδα για τη -δωρεάν!- μετακίνησή τους στην Αθήνα, κατάφεραν να κινητοποιήσουν μόνο 300. Τα «εκατοντάδες χιλιάδες», «εκατομμύρια», «θα βουλιάξει η Αθήνα» έμειναν στα χαρτιά και η εκ των υστέρων γκεμπελικού τύπου προπαγάνδα δεν πείθει κανέναν – η συγκέντρωση της 20/1 (η μεγαλύτερη όλων των κινητοποιήσεων της τελευταίας χρονιάς σύμφωνα με την Ακροδεξιά) ήταν μάξιμουμ υποδεκαπλάσια απ’ ό,τι οι κινητοποιήσεις του 1992. Ακολούθησαν ελάχιστοι φασίστες και ακροδεξιοί τη μέρα ψήφισης της συμφωνίας και πλέον οι κινητοποιήσεις έχουν σταματήσει, παρόλο που η εθνικιστική δημαγωγία συνεχίζεται, ενόψει εκλογών.

1992 – 2018-19:  ειδοποιός διαφορά

Είναι αλήθεια ότι τώρα υπάρχει µια ειδοποιός διαφορά: σήµερα, σε αντίθεση µε το 1992, οι ισχυρότερες µερίδες του ελληνικού κεφαλαίου (όπως και το ΝΑΤΟ και η ΕΕ) επιθυµούν τη συµφωνία. «Η Συµφωνία των Πρεσπών σηµαίνει αναβάθµιση της Ελλάδας και της διπλωµατίας της και ανάδειξή τους σε πρωταγωνιστή στην ευρύτερη περιοχή. Σηµαίνει τη δυνατότητα δηµιουργίας στρατηγικών σχέσεων µε τους γείτονές µας και διαµόρφωση κλίµατος εµπιστοσύνης µαζί τους», δήλωσε ο αρχιτέκτονας της συµφωνίας, Ν. Κοτζιάς. Το 1992 η Ελλάδα εκβίαζε µε πόλεµο τη ∆ηµοκρατία της Μακεδονίας, σε µια εποχή που προµηνύονταν µείζονες ανακατατάξεις και αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή, όχι µόνο για να «ανοίξει» τις αγορές της στο ελληνικό κεφάλαιο αλλά και αφήνοντας ανοιχτό κάθε ενδεχόµενο για τη συµµετοχή της ελληνικής αστικής τάξης στη διαφαινόµενη βαλκανική «λεία». Μην ξεχνάµε ότι ήταν η εποχή που τα ελληνικά µίντια, µε την «επιστηµονική» συνδροµή γλωσσολόγων, ιστορικών κ.λπ., ανακάλυπταν µαζικές ελληνικές µειονότητες σχεδόν παντού στα Βαλκάνια… Σήµερα το ελληνικό κεφάλαιο διαδραµατίζει κυρίαρχο ρόλο στη γειτονική χώρα και ο εκβιασµός για το όνοµα δεν είναι εξίσου χρήσιµος. Επιπλέον, υπάρχει ύστερα από δεκαετίες «θετικό φεγγάρι» στις σχέσεις µε το δυτικό ιµπεριαλισµό ενώ η Τουρκία έχει περιπέσει σε δυσµένεια και εχθρότητα µε τη ∆ύση. Οι καιροί άλλαξαν, και το ελληνικό κράτος εκτιµά ότι θα διευρύνει την κυριαρχία του στα Βαλκάνια µε τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

 

Η «αναγκαιότητα» του εθνικισµού

Ωστόσο, ότι οι κυρίαρχες µερίδες του ελληνικού κεφαλαίου θέλουν τη συµφωνία είναι η µισή αλήθεια. Η άλλη µισή αλήθεια είναι ότι το κεφάλαιο χρειάζεται εξίσου τον εθνικισµό για πολλούς λόγους και τον κρατάει «ζεστό» ή και σιγοντάρει την ενίσχυσή του. Γιατί το κεφάλαιο χρειάζεται τον κόσµο ντοπαρισµένο εθνικά σε µια περίοδο κρίσης, οξυµένων διακρατικών ανταγωνισµών και αυξηµένων διαθέσεων να αβγατίσουν τα κέρδη τους µε γεωπολιτικές -ακόµη και µε το ρίσκο να γίνουν πολεµικές- περιπέτειες. Γιατί εξακολουθεί να κάνει τον νταή στα Βαλκάνια και δη στο γειτονικό κράτος, για να εκβιάζει οικονοµικές συµφωνίες προς όφελός του, αξιοποιώντας την οικονοµική, πολιτική και στρατιωτική υπεροχή του. Γι αυτό, την κυρίαρχη εθνικιστική προπαγάνδα στον «ορθολογικό» της πυρήνα υιοθετεί κι ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν µιλά για παράδειγµα για αλυτρωτισµό των γειτόνων (νοµιµοποιώντας την κυρίαρχη εθνικιστική ρητορεία κι οδηγώντας σε εθνικιστική πλειοδοσία από τα δεξιά) ο οποίος υπέστη ήττα από τη συµφωνία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ανίκανος να απαντήσει ακόµα και στο αντιδραστικό-εθνικιστικό αίτηµα των αστικών κοµµάτων για δηµοψήφισµα για το όνοµα: δηµοψήφισµα εδώ για να βαφτίσουµε εµείς έναν άλλο λαό! Ο ορισµός της ιµπεριαλιστικής επιβολής… Κι όµως το κυβερνών κόµµα νιώθει αµήχανα  µπροστά στο αίτηµα για δηµοψήφισµα, γιατί όχι µόνο αποδέχεται το δικαίωµα της Ελλάδας να επιβάλει βαφτίσια στη γειτονική χώρα, αλλά και τα επέβαλε το ίδιο…

Εσωκοµµατικές αναταράξεις, ανακατάταξη στο πολιτικό σκηνικό και κίνδυνος ενίσχυσης της Ακροδεξιάς

ΠΑΣΟΚ (ΚΙΝΑΛ) και Ν∆ συµφωνούσαν επί της ουσίας µε τη Συµφωνία αλλά δηµαγωγικά έκαναν κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ για «προδοσία», µετακινούµενοι στις θέσεις της Χρυσής Αυγής, για να ψαρέψουν εκλογική επιρροή στο κυρίαρχο εθνικιστικό ρεύµα γύρω από το Μακεδονικό. Ωστόσο, δεν απέφυγαν τα προβλήµατα. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση ∆ένδια ότι «δεν ακολούθησαν όλοι οι βουλευτές της Ν∆ την κεντροδεξιά γραµµή», ενώ ο Μητσοτάκης έµεινε ευάλωτος στην κριτική ότι «αδερφικές» δεξιές δυνάµεις άλλων χωρών βρήκαν θετική τη συµφωνία Τσίπρα-Ζάεφ, όπως η Άνγκελα Μέρκελ, αλλά και ο Πρόεδρος της «αδερφής» Κύπρου Ν. Αναστασιάδης. Στα τέλη του Γενάρη 108 στελέχη του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους, κατηγορώντας την ηγεσία τους για σύµπλευση µε τη ∆εξιά και την Ακροδεξιά. Ακόµα χειρότερα ήταν τα πράγµατα για τα µικρότερα κόµµατα, που  συνθλίφθηκαν µεταξύ δεξιάς, ακροδεξιάς και κεντρώας πολυκατοικίας. Ποτάµι και Κόµµα Λεβέντη είχαν να αντιµετωπίσουν από τη µια πλευρά το φλερτ µε το δεξιό εθνικιστικό παραλήρηµα και από την άλλη «κεντροαριστερά» στελέχη τους, ενώ έπαιξαν σοβαρό ρόλο και οι υπολογισµοί του κάθε βουλευτή-τριας ατοµικά, καθώς Ποτάµι-Λεβέντης φαίνεται να µην µπαίνουν καν στη Βουλή.

Παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία της Ν∆ έµεινε ευχαριστηµένη από τις πολιτικές εξελίξεις, διότι το εθνικιστικό ρεύµα παρέµεινε ελεγχόµενο, αποφεύχθηκε -προς το παρόν τουλάχιστον- η πολιτική αστάθεια (που φοβούνται όπως ο διάολος το λιβάνι), η συµφωνία πέρασε όπως επιθυµούσαν κεφάλαιο-ΕΕ-ΝΑΤΟ (και ο Μητσοτάκης απέφυγε το χειρότερο σενάριο, δηλαδή να χρειαστεί να την… επιβάλει ο ίδιος) και ταυτόχρονα οι διαδηλωτές και υποστηρικτές των εθνικιστικών συλλαλητηρίων θα ψηφίσουν ∆εξιά και Ακροδεξιά, συνεπώς το µεγαλύτερο κοµµάτι της εθνικιστικής πίτας θα καρπωθεί σε ψήφους η Ν∆, «για να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ της προδοσίας».

Οι ΑΝΕΛ του Καµµένου επίσης διέρχονται διαλυτική κρίση, και η βασική αιτία είναι ότι ο «πατριώτης» Καµµένος στα µάτια της (ακροδεξιάς) εκλογικής του βάσης συνεργαζόταν αρµονικά επί 4ετία µε τον «προδότη κοµµουνιστή» Τσίπρα. Ο Καµµένος κατηγορεί τον Τσίπρα για… αχαριστία («εγώ βοήθησα τον Τσίπρα να τα βρει µε Αµερικανούς και Ισραήλ», δήλωσε) και ανοικοίνωσε το σχέδιο για νέο ακροδεξιό συνασπισµό δυνάµεων, ενώ έµµεσα έχει εκδηλώσει ήδη προθέσεις συνεργασίας µε τον (κατά τα άλλα µνηµονιακό γερµανοτσολιά…) Μητσοτάκη.

Πατώντας πάνω σε αυτές τις εξελίξεις, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πρόβαλε ως ο απόλυτος ηγεµόνας στο «προοδευτικό στρατόπεδο», ένα στοίχηµα που είχε βάλει ο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και έδειξε να το κερδίζει. Ήδη οι «κύκλοι» του Μαξίµου άρχισαν να διαρρέουν ειδήσεις για (περαιτέρω) άνοιγµα στην κεντροαριστερά µε αρχή τις ευρωεκλογές, ασκώντας περισσότερη πίεση στα µικρότερα κόµµατα του χώρου και δείχνοντας τον προσανατολισµό πλέον σε κλασικές σοσιαλφιλελεύθερες συµµαχίες (από τις ανορθόδοξες µε την ακροδεξιά του Καµµένου).

Μεσοπρόθεσµα, η αυξανόµενη ηγεµονία των ακροδεξιών ιδεών στην κοινή γνώµη, καθώς υιοθετούνται όλο και περισσότερο από τα αστικά κόµµατα και τµήµατα του κράτους, µετατοπίζει τον πολιτικό άξονα όλο δεξιότερα και κάνει πιο εφικτό να κυριαρχήσουν ακροδεξιές και φασιστικές δυνάµεις, όπως η Χρυσή Αυγή κι ενδεχόµενα νέα κόµµατα-εκδοχές της «σοβαρής ΧΑ». Η συµµετοχή της νεολαίας και η ανάδυση ενός νέου ακροδεξιού ριζοσπαστισµού ξαναφάνηκε και στα τελευταία συλλαλητήρια (συγκρούσεις µε την αστυνοµία) και οι ναζιστικές συµµορίες αποδεδειγµένα βγαίνουν ενισχυµένες από τέτοιου είδους ιστορίες, ερχόµενες σε επαφή µε µαζικά ριζοσπαστικοποιηµένα δεξιά ακροατήρια, όπως έγινε και µετά το 1992. Η κλιµακούµενη αποθράσυνση κι οι επιθέσεις των ναζί της ΧΑ -παρόλο που εκκρεµεί η δίκη της ως εγκληµατικής οργάνωσης- αποδεικνύουν πόσο βολικά αισθάνεται η χιτλερική συµµορία επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ σαν «προοδευτικός πόλος» και η Αριστερά

Πιο πάνω αναφέρθηκα στο «συλλαλητήριο που είχε χορηγούς όλα τα κοινοβουλευτικά κόµµατα πλην ΣΥΡΙΖΑ» – και δεν έγινε εκ παραδροµής. Στην εδραίωση του ΣΥΡΙΖΑ ως «προοδευτικού πόλου», αλλά και του εθνικιστικού κλίµατος, συνέβαλε η ρεφορµιστική και η πάλαι ποτέ Αριστερά. Το ΚΚΕ βγήκε µε εξώφυλλο το Σαββατοκύριακο του συλλαλητηρίου «ΟΧΙ στη συµφωνία, στον αλυτρωτισµό και τον εθνικισµό». Με αυτή τη σειρά.

Αντικειµενικά αυτά τα συνθήµατα λειτουργούσαν ενισχυτικά στο δεξιό συλλαλητήριο, όπως και το «βέτο στο ΝΑΤΟ» του 2008 λειτουργούσε αντικειµενικά σαν ενίσχυση του βέτο του Καραµανλή (Ν∆) για το όνοµα, που µπλόκαρε την ένταξη της ∆τΜακεδονίας στο ΝΑΤΟ. «Όχι στη συµφωνία και τον αλυτρωτισµό», λένε η ∆εξιά κι η Ακροδεξιά (αφήνουµε κατά µέρος τα περί «όχι στο ΝΑΤΟ», που από µόνα τους είναι… αντιµπεριαλιστικό άλλοθι και προκάλυµµα της ευθυγράµµισης του κόµµατος µε την αστική τάξη και τα «εθνικά δίκαια»). Όσο για την υποσηµείωση στο τέλος «όχι στον εθνικισµό», δεν τολµά καν να αναφερθεί σε ποιον «εθνικισµό» αναφέρεται.

Η ίδια και χειρότερη στάση υπήρχε από τη ΛΑΕ, που διά της ιστοσελίδας Iskra, πριν από το συλλαλητήριο (όπου αναρτούσε µεταξύ άλλων κείµενο του πάλαι ποτέ αριστερού, νυν «αδέρφια µου φασίστες» Μίκη Θεοδωράκη ενάντια στην «προδοσία») και µετά το συλλαλητήριο (όπου διαµαρτυρόταν για τη διάλυση του συλλαλητηρίου από τη «χούντα» του Τσίπρα – µάλιστα άγγιξε τα όρια της παράνοιας γράφοντας για συνεργασία ακροδεξιάς – ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο… αγνό πατριωτικό συλλαλητήριο, κλείνοντας τα µάτια στη συστηµατική συνεργασία ∆εξιάς-Ακροδεξιάς εδώ και έναν χρόνο πάνω στο ζήτηµα.)

Όσο για την Πλεύση της Ζωής Κωνσταντοπούλου, και πάλι καλούσε στα εθνικιστικά συλλαλητήρια, µαζί µε το ΕΠΑΜ και τις λοιπές «δηµοκρατικές-πατριωτικές» δυνάµεις – µε τις οποίες η ΛΑΕ επιδιώκει συνεργασία.

 

Αντί επιλόγου

Το Μακεδονικό θα συνεχίσει να αποτελεί µια από τις αιχµές του ελληνικού εθνικισµού, ενώ η Συµφωνία των Πρεσπών ρίχνει λάδι στη φωτιά και του µακεδονικού εθνικισµού. Η καλλιέργεια κλίµατος φόβου και µίσους απέναντι στους γειτονικούς λαούς θα επιστρατεύονται διαρκώς κατά το δοκούν, εφόσον οι εθνικοί ανταγωνισµοί είναι σύµφυτοι µε τον καπιταλισµό, κι ο εθνικισµός αυξοµειώνεται ανάλογα µε τις οικονοµικές επιδιώξεις του κεφαλαίου και τις πολιτικές σκοπιµότητες των εκπροσώπων του. Η πάλη για «ειρήνη στα Βαλκάνια, πόλεµο στα αφεντικά µας», ενώ δεν ξεκίνησε τώρα, βρίσκεται ακόµα σε πολύ πρώιµα στάδια. Αλλά είναι µια µάχη που αξίζει να δοθεί. Ας την προετοιµάσουµε µε τους καλύτερους δυνατούς όρους.

Από την ταινία «Το μετέωρο Βήμα του Πελαργού», του Θ. Αγγελόπουλου.
Μια ταινία με βαθιά διεθνιστικό και αντιρατσιστικό πνεύμα

Αντέχοντας στα δύσκολα…

Ζώντας στην Πτολεµαΐδα, είχα την τύχη τη χθεσινή µέρα να συµµετάσχω σε µια εκδροµή οργανωµένη από την Κινηµατογραφική Οµάδα Πτολεµαΐδας, αφιερωµένη στον σκηνοθέτη Θ. Αγγελόπουλο, στο πλαίσιο της οποίας «ξεναγηθήκαµε» (µε τη βοήθεια του βοηθού σκηνοθέτη του Θ.Α. τότε, σκηνοθέτη σήµερα, Αλ. Λαµπρίδη) στα µέρη των γυρισµάτων των περισσότερων ταινιών του σκηνοθέτη, στην περιοχή Αµυνταίου-Φλώρινας, βλέποντας και συζητώντας αποσπάσµατα από τα γυρίσµατα και τις ταινίες του.

Γνωρίσαµε ή θυµηθήκαµε το βαθιά διεθνιστικό και αντιρατσιστικό πνεύµα του Θ. Αγγελόπουλου, την επιθυµία του να προβάλλει την «άλλη Ελλάδα» των παθών και των πόθων των απλών ανθρώπων, την επιδίωξη του σκηνοθέτη να πρωταγωνιστούν οι απλοί άνθρωποι-«κοµπάρσοι» στις ταινίες του κι όχι οι «φίρµες», τις αντιδράσεις του παπαδαριού της περιοχής (µε επικεφαλής τον ακροδεξιό ταλιµπάν µητροπολίτη Α. Καντιώτη) εναντίον του και τη στοχοποίησή του σαν «σκοπιανού πράκτορα», τη συµπαράσταση του σκηνοθέτη στα προβλήµατα των σλαβόφωνων Μακεδόνων της περιοχής από την καταπίεση του ελληνικού κράτους για δεκαετίες, το µετεµφυλιακό καθεστώς που δήµευσε περιουσίες των εθνικά Μακεδόνων (που έγιναν πρόσφυγες στη Γιουγκλοσλαβία) αλλά και το σύγχρονο «δηµοκρατικό» κράτος του ΠΑΣΟΚ που απέκλεισε από τη δυνατότητα επιστροφής στη χώρα τους τους «µη Έλληνες το γένος» πρόσφυγες του εµφυλίου, δηλαδή τους εθνικά Μακεδόνες (αυτός ο νόµος ισχύει µέχρι σήµερα).

Σε αυτό το µετεµφυλιακό τραύµα αφιερώνει τη σκηνή µε τον γάµο στο ποτάµι ο σκηνοθέτης στην ταινία «Το Μετέωρο Βήµα του Πελαργού». Ήταν η καλύτερη δυνατή εµπειρία που θα µπορούσα να έχω τη χθεσινή µέρα, όντας υπερασπιστής του δικαιώµατος του γειτονικού λαού στον αυτοπροσδιορισµό. Όπως είπε κι ένας συνοδοιπόρος µας, «αισθάνοµαι πολύ χαρούµενος που το δικό µας λεωφορείο είναι το µοναδικό που δεν κατευθύνεται προς το Σύνταγµα». Για να πάρει την απάντηση-συµπλήρωση από τον σκηνοθέτη: «ένα λεωφορείο που πηγαίνει ανάποδα…». Αυτή η φράση τυπώθηκε αµέσως στο µυαλό µου ως πολλαπλό µήνυµα αντίστασης στην αντίδραση, τον σκοταδισµό, τον εθνικισµό. Από τη µια πλευρά, η εκδροµή µας ξεπρόβαλε πιο ξεκάθαρα ως η πιο ουσιαστική πρωτοβουλία που θα µπορούσε να παρθεί στην περιοχή κόντρα στο δεξιό-ακροδεξιό παραλήρηµα. Από την άλλη πλευρά, τον καιρό της ρωσικής επανάστασης, αφίσες παροµοιάζανε την επανάσταση µε ένα άλλο µεταφορικό µέσο, το τρένο. Σκέφτηκα τη µοναξιά που αισθάνονταν οι διεθνιστές τον πρώτο καιρό του εθνικιστικού παροξυσµού σε καιρό πολέµου, όπως αµέσως µετά τον Α’ ΠΠ, το 1915, όταν «όλοι οι διεθνιστές» (όσοι πίστευαν ότι πρέπει να ηττηθεί ο εθνικισµός στη δική «τους» χώρα κι ότι ο πόλεµος θα λήξει µε την επανάσταση ενάντια στη δική «τους» αστική τάξη) «χωρούσαν σε 4 άµαξες», όπως έγραφε ο Τρότσκι. Κι όµως, σε δυο χρόνια γίνανε εκατοµµύρια και τα κατάφεραν: ο πόλεµος έληξε µέσα από ένα διεθνές επαναστατικό κύµα και την πρώτη νικηφόρα εργατική επανάσταση, στη Ρωσία.

Το «λεωφορείο που πηγαίνει ανάποδα» ήταν µια ωραία λογοτεχνική µεταφορά για το τιτάνιο έργο που έχει να διεκπεραιώσει η διεθνιστική Αριστερά, για τα καθήκοντα των αγωνιστών-αγωνιστριών που θέλουν να παλέψουν απέναντι στο σκοτάδι σήµερα, για ειρήνη στα Βαλκάνια, για καλύτερη ζωή των εργατών και των φτωχών στην Ελλάδα και στις γύρω χώρες, απέναντι στο κεφάλαιο, το κράτος και τις υπερεθνικές ιµπεριαλιστικές ολοκληρώσεις. Μια ενθάρρυνση στους λίγους που πηγαίνουν «κόντρα στο ρεύµα», µια υπενθύµιση πως όποιος παραιτηθεί από τη µάχη έχει ήδη χάσει, ενώ το να αντέξει κανείς στα δύσκολα µπορεί να τον καταστήσει ικανό όχι απλώς να δικαιωθεί αλλά να πρωταγωνιστήσει και να γράψει ιστορία. Μια ενθάρρυνση γενικά να µη διστάζουµε να αγωνιζόµαστε «κόντρα στο ρεύµα», κόντρα στις κυρίαρχες ιδέες, αλλά και κόντρα στο ρεύµα της απογοήτευσης, της κρίσης της Αριστεράς, την ανυπαρξίας οραµάτων, της απόλυτης έλλειψης πίστης των από κάτω ότι «ένας άλλος κόσµος είναι εφικτός» αν γκρεµίσουµε τον καπιταλισµό.

Και µια υπόµνηση ότι έχουµε να «χτίσουµε» βήµα-βήµα την αντίσταση, την ανατροπή, την οργάνωση της τάξης µας, κάνοντας τα «λεωφορεία που πηγαίνουν ανάποδα» περισσότερα. Έχει σηµασία λοιπόν έστω κι ένα λεωφορείο που πηγαίνει ανάποδα, έχει σηµασία να πείσουµε κι άλλους/άλλες να ταξιδέψουν µαζί µας.